ꐃ鼃ꀃꄃ鼃鈃鬃霃鰃鄃 ꀃꄃ鼃ꌃꐃ鄃ꌃ餃 鄃ꌃ ꐃ꤃鴃 ꀃ鄃ꄃ鄃騃ꐃ餃 ꤃鴃 鼃꜃ꔃꄃ꤃鴃 騃鄃餃 鼃餃 ꐃ锃꜃鴃餃 騃锃ꌃ 锃ꀃ锃鰃鈃鄃ꌃ霃ꌃ 騃鄃餃 鄃ꀃ鼃騃鄃ꐃ鄃ꌃꐃ鄃ꌃ霃ꌃ ꀃ鄃ꄃ鄃鐃锃餃 錃鰃鄃 ꐃ霃ꌃ 鰃锃頃꤃鴃霃ꌃ
鬃锃鈃锃鴃ꐃ霃ꌃ 鴃餃 騃鼃鬃鄃鼃ꌃ ꀃ鄃ꐃꄃ鄃 ㈀ ㈀
Ερευνητική εργασία Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ακαδ. Έτος: 2019 - 2020
Τίτλος: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΟΧΥΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ - ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΕΘΩΝΗΣ
Όνομα Φοιτητή: Νικόλαος Λεβέντης Επιβλέπων Καθηγητής: Πέτρος Κουφόπουλος
i
Περίληψη Χαρακτηριστικό είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός οχυρών στην Ανατολική Μεσόγειο κατασκευάζεται κοντά στη θάλασσα, διατηρώντας μία ιδιαίτερη έντονη σχέση με το τοπίο και το περιβάλλον. Έτσι ο αμυντικός σχεδιασμός των παραθαλάσσιων και επιθαλάσσιων οχυρών καθορίζεται, όπως είναι αυτονόητο, από την παρουσία του υγρού στοιχείου. Οι κατασκευές αυτές υποδηλώνουν την έντονη διαφοροποίηση των κτιριακών τύπων της παράκτιας οχυρωματικής αρχιτεκτονικής στη Νότια Ευρώπη σε σχέση με ανάλογους τύπους της ενδοχώρας και της Βόρειας Ευρώπης. Η παρούσα ερευνητική εργασία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του προπτυχιακού προγράμματος σπουδών, του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών. Το αντικείμενο της μελέτης αποτελεί το πρόβλημα προστασίας των παράκτιων οχυρών και τις τεχνικές επέμβασης και αποκατάστασης – Tο παράδειγμα της Μεθώνης. Αρχικά γίνεται αναφορά στην ιστορική εξέλιξη της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, με κύριο αντικείμενο μελέτης τα χαρακτηριστικά των παράκτιων οχυρών, καθως και το ρόλο που έπαιζε η επιλογή της παράκτιας θέσης στο σχεδιασμό της οχύρωσης. Έπειτα, γνωρίζοντας την άμεση σχέση των συγκεκριμένων ιστορικών κατασκευών με την θάλασσα, η οποία θεωρείται η κύρια αιτία καταστροφής τους, είτε λόγω της ορμής των κυμάτων και του ανέμου, είτε της παρουσίας θαλάσσιων αλάτων. Γίνεται μία παρουσίαση των μηχανισμών διάβρωσης καθώς και η διερεύνηση του ρόλου του νερού στη φθορά των ιστορικών δομικών υλικών. Στη συνέχεια, έχοντας κατανοήσει την αξία των συγκεκριμένων κατασκευών και ότι οι οχυρώσεις όλων των ιστορικών περιόδων, κάθε μεγέθους και σημασίας, κατέχουν μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα άλλα μνημεία ενός τόπου, γίνεται μία εκτενής παρουσίαση στις τεχνικές επέμβασης αποκατάστασης με παραδοσιακές μεθόδους, καθώς η προστασία των καταλοίπων της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, όπως άλλωστε και κάθε άλλου μνημείου, πρέπει να είναι βασική υποχρέωση, ακόμη και όταν οι συνθήκες δεν επιτρέπουν ολοκληρωμένες επεμβάσεις. Επίσης γίνεται αναφορά στη δυνατότητα χρήσης σύγχρονων υλικών και μεθόδων αποκατάστασης, όπως το χυτό γυαλί σε ιστορικές κατασκευές. Τέλος, η έρευνα επικεντρώνεται στη καστροπολιτεία της Μεθώνης, όπου παρουσιάζεται η ιστορική εξέλιξη του κάστρου στο πέρασμα των χρόνων, καθώς και η σημερινή του εικόνα.
iii
Abstract It is known that a large number of forts in the Eastern Mediterranean are built near the sea, maintaining a particularly strong connection with the landscape and the environment. Thus the defensive design of coastal and island forts is determined, as it is self-evident, by the presence of the liquid element. These constructions indicate the strong diversification of the building types of coastal fortification architecture in Southern Europe in relation to similar types of inland and Northern Europe. The present research work was carried out in the framework of the undergraduate study program, of the department of Αrchitectural Εngineers of the University of Patras. The object of the study is the problem of protection of coastal forts and the techniques of intervention and conservation - The example of Methoni. Initially, reference is made to the historical development of fortification architecture, with the main object of study being the characteristics of coastal forts, as well as the role played by the choice of coastal location in the design of the fortification. In continuance, knowing the direct connection of the specific historical constructions to the sea, Which is considered the main cause of their destruction, either due to the momentum of the waves and the wind, or to the presence of sea salts. There is a presentation of the mechanisms of erosion as well as a study research of the role of water in the deterioration of historic building materials. Then, having understood the value of these constructions and that the fortifications of all historical periods, of any size and significance, occupy a special place among the other monuments of a place, we make an extensive presentation on restoration techniques with traditional methods, as the protection of the remains of the fortification architecture, as well as any other monument, must be a basic obligation, even when conditions do not allow for complete interventions. Reference is also made to the possibility of using modern materials and methods, such as cast glass in historical constructions. Finally, the research focuses on the castle city of Methoni, where the historical development of the castle over the years is presented, as well as its current image.
v
Προοίμιο Η παρούσα ερευνητική εργασία εκπονήθηκε με στόχο την ολοκλήρωση των προπτυχιακών μου σπουδών στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών. Η εργασία αναφέρεται στο πρόβλημα προστασίας των παράκτιων οχυρών και στις τεχνικές επέμβασης και αποκατάστασης, με ιδιαίτερη αναφορά στο παράδειγμα της Μεθώνης. Πιο συγκεκριμένα, η χτισμένη μας κληρονομιά αποτελεί αναπόσπαστo κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης και αποτελεί την εθνική και πολιτιστική μας ταυτότητα. Η διατήρηση της αρχιτεκτονικής περιλαμβάνει όλες τις πτυχές που πρέπει να ληφθούν υπόψη και να εφαρμοστούν σε μορφή μικρών ή μεγάλων παρεμβάσεων, προκειμένου να παραταθεί η διάρκεια ζωής των ιστορικών κατασκευών. Οι κατασκευές αυτές, που έχουν επιβιώσει με το πέρασμα του χρόνου είναι γεμάτα πολιτιστικές, ιστορικές, επιστημονικές και αισθητικές αξίες που πρέπει να αναγνωριστούν και να γίνουν σεβαστές. Ένα κάστρο κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσα στα μνημεία ενός τόπου καταρχήν ως εθνικό, κοινωνικό, ιστορικό ενθύμιο και σύμβολο. Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο αρχιτεκτονικό έργο έχει ξεχωριστή σημασία, εξαιτίας της έκτασης, της παλαιότητας, της επιβλητικής θέσης του αλλά και κάποιου ιστορικού γεγονότος που έχει διαδραματιστεί σε αυτό. Οι όγκοι των κάστρων φαντάζουν σήμερα μεγαλόπρεποι και μυστηριακοί. Λίγους μπορούν πια να φοβερίσουν. Η γοητεία που ασκούν και η συγκίνηση που προκαλούν, όταν κανείς τα περιδιαβαίνει, δεν οφείλεται μόνο στην ιστορία τους, αλλά και στην άμεση σχέση με το τοπίο. Όπως αναφέρει ο Φώτης Κόντογλου: “Ο τόπος μας είναι γεμάτος κάστρα και πύργους. Τα πιο πολλά από την πολυκαιρία έχουνε γίνει ένα με το βράχο και δεν τα ξεχωρίζει το μάτι από μακριά πως είναι χτισμένα από τον άνθρωπο. Το κτίσμα τ΄ανθρώπου έγινε ένα με το κτίσμα του Θεού”, και αυτό γιατί η φύση με την ιστορία στις μέρες μας έχουν γίνει ένα. Αυτή η σχέση μεταξύ ιστορίας και τοπίου αλλά και η επίδραση που έχει η φύση επάνω στα μνημεία, σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον μου για την αποκατάσταση και τη συντήρηση ιστορικών οχυρωματικών μνημείων και συνόλων, αποτέλεσε το έναυσμα για την διεκπερέωση του συγκεκριμένου θέματος. Καθώς και η ιδιαίτερη σχέση που έχω με την Μεθώνη, που αποτελεί τον τόπο καταγωγής μου, η οποία διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα και καλοδιατηρημένα κάστρα στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον επιβλέποντα καθηγητή μου κ. Πέτρο Κουφόπουλο για τις αμέτρητες συμβουλές του, για την πολύτιμη καθοδήγησή του και για τις παραγωγικές συζητήσεις που είχαμε, αλλά και τον καθηγητή κ. Σταύρο Μαμαλούκο
vii
και την κ. Ξένη Σίμου για τις συμβουλές τους και την βιβλιογραφία που μου έδωσαν σχετικά με την οχυρωματική αρχιτεκτονική. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου για την αστείρευτη τους υπομονή, την ψυχολογική αλλά και την οικονομική τους υποστήριξη.
viii
锃뤃 쌃넃댃줃댃긃
“το πρόβλημα προστασίας των παράκτιων οχυρών και οι τεχνικές επέμβασης και αποκατάστασης - το παράδειγμα της Μεθώνης”
Η οχυρωματική κληρονομιά ως το σύνολο των αμυντικών κατασκευών αποδεικνύει την ύπαρξη δραστηριοτήτων που είχαν μεγάλη ιστορική σημασία. Καθώς αποτελεί μία πραγματική εγκυκλοπαίδεια της φρουριακής αρχιτεκτονικής για όλες τις ιστορικές περιόδους, από την οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε αυτή τη μακρά εξελικτική πορεία. Με αποτέλεσμα, η προστασία της να βασίζεται στην οικουμενική αξία των κατασκευών και όχι στις ιδιαιτερότητες έκαστου μεμονωμένου χώρου. Η κατασκευή των οχυρών πέρασε από πολλά στάδια καθώς οι επιστήμες και η τεχνολογία εξελισσόταν. Καθοριστικό ρόλο είχαν οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί στην εξέλιξη της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής. Ως αρμόδιοι της υπηρεσίας της Βενετίας για τα δημόσια έργα, στις αποικίες της στην Ανατολή το 16ο και 17ο αιώνα. Όσον αφορά την οχυρωματική αρχιτεκτονική, θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα η χρονική περίοδος από τα τέλη του 15ου αιώνα έως και τα τέλη του 18ου αιώνα. Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος μας ενδιαφέρει διότι εμφανίζεται το “Προμαχωνικό Σύστημα” και αλλάζει εξ’ ολοκλήρου τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη αυτή παρουσιάζουν τα παράκτια οχυρά με προμαχώνες, εκείνα δηλαδή που ανήκουν στην εποχή μετά την επικράτηση του πυροβολικού (αρχές 16ου αι. και εξής). Σημαντική συμβολή στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των παράκτιων οχυρώσεων προμαχωνικού τύπου είχε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, η μεγαλύτερη ίσως ναυτική δύναμη της εποχής της (13ο μέχρι 16ο αι.) στο χώρο της Μεσογείου. Για το λόγο αυτό, στο πρώτο κεφάλαιο της ερευνητικής εργασίας γίνεται μια εκτενής αναφορά στα συγκεκριμένα οχυρά, διερευνώντας αρχικά τον ρόλο που έπαιζε η επιλογή της παράκτιας θέσης στο σχεδιασμό της οχύρωσης και η σπουδαιότητα της ύπαρξης οχυρωμένου λιμανιού. Σημαντικό κομμάτι του πρώτου κεφαλαίου αποτελεί η αναφορά στα χαρακτηριστικά των παράκτιων οχυρώσεων, με χαρακτηριστικότερες μορφές να αποτελούν το επιθαλάσσιο (rivellino) και η (mezzaluma). Καθώς την τυπολογία των παράκτιων οχυρών επηρέασε η επιτακτική ανάγκη διασφάλισης χαμηλών πυρών και οδήγησε στη δημιουργία συγκεκριμένων αμυντικών διατάξεων, προσαρμοσμένων στις ειδικές τους απαιτήσεις. Επίσης μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος δομής των τειχών, αλλά και ο τρόπος θεμελίωσης των επιθαλάσσιων οχυρών.
2
“το πρόβλημα προστασίας των παράκτιων οχυρών και οι τεχνικές επέμβασης και αποκατάστασης - το παράδειγμα της Μεθώνης”
Στη περίπτωση των παράκτιων οχυρών, έχουμε άμεση επαφή των οχυρώσεων με το υγρό στοιχείο και συγκεκριμένα με το θαλάσσιο νερό, το οποίο δημιουργεί τεράστια προβλήματα. Τμήματα των οχυρώσεων και πολλές φορές ολόκληρα τα οχυρά βρίσκονται τοποθετημένα μέσα στην θάλασσα, δημιουργώντας έτσι τεράστια προβλήματα διάβρωσης, στη σύσταση της πέτρα ως υλικό καθώς και στην θεμελίωση ολόκληρης της τοιχοποιίας, τα οποία πολλές φορές οδηγούν στη κατάρρευση ολόκληρων τμημάτων της. Επιπλέον φυσικοί, περιβαλλοντικοί, χημικοί, μηχανικοί, βιολογικοί και ανθρωπογενείς παράγοντες σε συνδυασμό με την παραμέληση για μεγάλες χρονικές περιόδους προκαλούν συχνά την απώλεια της συνάφειας των δομικών στοιχείων μεταξύ τους, ρηγματώσεις και προβλήματα ανθεκτικότητας σε διάρκεια. Γι' αυτό το λόγο, στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται μια αναλυτική παρουσίαση των μηχανισμών διάβρωσης και της επίδρασης του νερού στη σύσταση των υλικών μιάς ιστορικής τοιχοποιίας. Όσον αφορά το θέμα προστασίας των παράκτιων οχυρώσεων, είναι προφανές ότι αρχικά πρέπει να γνωρίζουμε το είδος των μνημείων που έχουμε απέναντι μας, καθώς και τις ανάγκες τους διαμέσου μιας καταγραφής και αξιολόγησης της υπάρχουσας κατάστασης τους. Απαραίτητη είναι η αναγνώριση των ιδιόμορφων στοιχείων ενός οχυρωματικού έργου, όπως π.χ. Η διάρθρωση των τμημάτων του ανάλογα με το γεωμορφολογικό υπόβαθρο, η ταύτιση κατασκευών που μπορεί να έχουν σχέση με διαμορφώσεις σε περιόδους πολέμου ή ειρήνης, η προσεκτική αναγνώριση της στρωματογραφίας των τοιχοποιιών κ.α. Η ταύτιση και η περιγραφή των παραπάνω στοιχείων προϋποθέτει εξειδικευμένες γνώσεις. Το αντικείμενο και οι αρχές της αποκατάστασης των ιστορικών κατασκευών παρουσιάζονται στον Χάρτη της Βενετίας. Η ορθή επιλογή των υλικών και των μεθόδων αποκατάστασης είναι ιδιαίτερα δύσκολη εξαιτίας της ταχύτατης εξέλιξης της τεχνολογίας, της πληθώρας νέων υλικών που χρησιμοποιούνται στις επισκευές καθώς και ότι ο Χάρτης της Βενετίας αφήνει πολλά περιθώρια επιλογών. Έτσι στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται αναλυτικά οι τρόποι αποκατάστασης με παραδοσιακές μεθόδους, αλλά και η δυνατότητα χρήσης σύγχρονων μεθόδων και υλικών όπως η χρήση του χυτού γυαλιού ως νέο υλικό αποκατάστασης, το οποίο προσφέρει την ευκαιρία να δημιουργηθεί η ιδανική εικόνα του μνημείου με ελάχιστα ενοχλητικό τρόπο. Επίσης σύντομη αναφορά γίνεται στα υπολλείματα βλαβών από μάχες, που πολλές φορές λειτουργούν ως ιστορικοί μάρτυρες για την πληροφόρηση του κοινού. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα παράκτιου οχυρού αποτελεί το κάστρο της Μεθώνης, ένα από τα σημαντικότερα παραθαλάσσια κάστρα στον Ελλαδικό χώρο αλλά και σε ολόκληρη την Μεσόγειο, με μεγάλη ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Για την συγκεκριμένη καστροπολιτεία, που αποτέλεσε “το μήλο της έριδος” για πολλούς κατακτητές, καθώς βρίσκεται στο “σταυροδρόμι” δύο 3
“το πρόβλημα προστασίας των παράκτιων οχυρών και οι τεχνικές επέμβασης και αποκατάστασης - το παράδειγμα της Μεθώνης”
θαλασσών και τα τείχη της δέχονται όλους αυτούς τους αιώνες τα ορμητικά κύματα και τους ανέμους της Μεσογείου, γίνεται εκτενής αναφορά στο τέταρτο κεφάλαιο, όπου παρουσιάζεται η ιστορική και οχυρωματική της εξέλιξη ανά τους αιώνες, η σημερινή της εικόνα, αλλά και κάποιες προσπάθειες αποκατάστασης που έχουν γίνει σε διάφορα τμήματα της οχύρωσης της.
4
䄀
鰃괃 섃뼃숃
嬀 鄃섃윃뤃 쐃 딃 먃 쐃 뼃봃 뤃 먃 긃 쀃넃섃갃먃 쐃 뤃 줃봃 뼃윃씃섃츃봃 崀
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
1. Αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών. Μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, η ύπαρξη ενός πολεμικού πεδίου αντιπαράθεσης χαρακτηριζόταν από ένα σύνολο στοιχείων στο χώρο, όπως οι χερσαίοι και οι θαλάσσιοι δρόμοι, τα ποτάμια, οι κοιλάδες, τα φυσικά υψώματα και οι οχυρωματικές κατασκευές σε αυτά.1 Τα αμυντικά και επιθετικά μέσα που χρησιμοποιούνταν, αλλά και οι στρατηγικές και τακτικές που εφαρμόζονταν, εξαρτώνταν από την ύπαρξη ενός ή περισσότερων από τα παραπάνω στοιχεία, καθώς και από το είδος του πολέμου. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, η μελέτη της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής καλείται να ερμηνεύσει αρχικά τις μορφές των κτιρίων και τις θέσεις τους στον χώρο σε συνδυασμό και με υπόλοιπα στοιχεία του πολεμικού συστήματος, πριν ακόμη προχωρήσει στην τυπολογική ανάλυση και τη διερεύνηση της κατασκευαστικής παθολογίας των λειψάνων.2 Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής της Μεσογείου, παρ΄ όλη την παγκοσμιοποίηση που υπάρχει σήμερα, διακρίνονται ακόμη, σε αντίθεση με την Μέση και Βόρεια Ευρώπη. Το ίδιο ισχύει και για τις οχυρώσεις που αναπτύχθηκαν κατά τις τελευταίες χιλιετίες στις ακτές της Μεσογείου και ειδικότερα στην Ανατολική που συναντιούνται με μεγαλύτερη πυκνότητα. 1. 1. Ποιά είναι η ιστορική εξέλιξη και πως λειτουργεί η οχυρωματική τέχνη. Οι οχυρώσεις είναι μνημεία που αποδεικνύουν περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση την ιστορική πορεία και εξέλιξη της ανάγκης για φρούρηση και άμυνα των οικισμών και των φρουρίων ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Ακροπόλεις (όρος που χρησιμοποιήθηκε για τους προϊστορικούς και αρχαίους χρόνους) ή κάστρα (όρος χρησιμοποιούμενος για τους μεσαιωνικούς και νεότερους χρόνους) που κατασκευάζονταν ανάλογα με τις απαιτήσεις και τα ιστορικά δεδομένα της εκάστοτε εποχής. Η κατασκευή των οχυρών πέρασε από πολλά στάδια καθώς οι επιστήμες και η τεχνολογία εξελισσόταν. Η έννοια του περιβόλου που προστατεύει έναν οικισμό απαντά ήδη από τη νεολιθική εποχή. Οι πρώιμοι αυτοί περίβολοι αρχικά δεν διαθέτουν πύργους και κατασκ1 2
Λιανός Ν. [2012], 287. Στεριωτού Ι. [1974], 26-27.
7
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
ευάζονται από μικρές πέτρες, σε αντίθεση με τις μεγαλιθικές οχυρώσεις των μυκηναϊκών ακροπόλεων που θα ακολουθήσουν.3 Η ένταξη για πρώτη φορά πύργων ορθογωνικής κάτοψης σημειώνεται στα ύστερα αρχαϊκά και τα κλασικά χρόνια (7ος – 5ος αι.) αποσκοπώντας στην επίτευξη πλαγιοβολής. Τον 5ο αι. σημειώνεται η ανύψωση και ενίσχυση των τειχών λόγω της συχνής χρήσης καταπελτών και ψηλών πολιορκητικών πύργων, οι οποίοι βάλουν βίαια τα έως τότε μικρού πάχους και μετρίου ύψους τείχη. Ακόμη εμφανίζεται το πριονωτό τείχος που εξασφαλίζει πλαγιοβολή, καθώς και οι πενταγωνικοί πύργοι με αιχμή και οι πολυγωνικοί πύργοι. 4 Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι συνθήκες που διαμορφώνονται με την επικράτηση των Ρωμαίων και η pax romana που θα ισχύσει επιτρέπουν στις μεγάλες πόλεις να παραμένουν ατοίχιστες. Οι Ρωμαίοι άλλωστε ενδιαφέρονται περισσότερο για τις τακτικές επίθεσης και ως εκ τούτου, αντί να εφαρμόσουν την μέχρι τότε πρακτική της ακρόπολης, προχωρούν στην κατασκευή πολυάριθμων στρατοπέδων, τα λεγόμενα (castra), και στις μικρότερες μονάδες αυτών, τα (castellum). 5 Τα οχυρά αυτά αποτελούνται από περίβολο ορθογώνιας κάτοψης με τάφρο και πύργους στις γωνίες και κατά μήκος των πλευρών του και θα εξελιχθούν σταδιακά σε οχυρά - πόλεις, κτισμένα σε πεδιάδες (εικ. 1). Η Βυζαντινή αυτοκρατορία που διαδέχτηκε την Ρωμαϊκή οργάνωσε το δικό της δίκτυο οχυρώσεων, βασισμένο στα παλαιότερα ελληνιστικά και ρωμαϊκά. Το σύστηµα οχύρωσης ελάχιστα βελτιώθηκε από τους Βυζαντινούς αφού και η τεχνολογία των όπλων (τόξα, ξίφη, πολιορκητικές µηχανές, καταπέλτες) δεν άλλαξε ουσιαστικά σε όλη τη διάρκεια του µεσαίωνα, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη ∆ύση (εικ. 2). Οι βυζαντινές οχυρώσεις αυξάνονται από τον 7ο κυρίως αιώνα , όταν παρατηρείται έντονα η ανάγκη οχύρωσης των Δημητροκάλλη Γ. [1970], 35. Τρυποσκούφη Α., Τσιτούρι Α. [2001], 31-32. 5 Δημητροκάλλη Γ. [1970], 36-37. 3 4
8
Εικ. 1: Ρωμαϊκή πόλη μέσα σε οχυρωμένα τείχη, pax romana.
Εικ. 2: Καταχύστρες μεσαιωνικών τείχων.
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
πόλεων για την αντιµετώπιση των εχθρικών επιδροµών από Άραβες και πειρατές, που έπλητταν τις παράκτιες περιοχές του Βυζαντίου.6 Πάνω στα αρχαιότερα ερείπια, τα οποία θεωρούνταν ιερά, χτίζονταν οι νεότερες οχυρώσεις χρησιµοποιώντας το ήδη υπάρχον οικοδοµικό υλικό. Οι οικισμοί αυτοί, αλλά και τα οχυρά, διαθέτουν ακρόπολη για την προστασία των κατοίκων της γύρω περιοχής σε περίοδο πολιορκίας. Συχνά ο περίβολος της διαθέτει έναν πύργο ισχυρότερο από τους υπόλοιπους, ο οποίος την εποχή αυτή κατασκευάζεται ακόμη σε συνέχεια του τείχους, αλλά δομικά ανεξάρτητος από αυτό. Ο κεντρικός αυτός πύργος εμφανίζεται συχνά από τον 6ο αι. και εξής και θα αποτελέσει χαρακτηριστικό στοιχείο των βυζαντινών οχυρώσεων. 7 Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, οι υφιστάμενες Βυζαντινές οχυρώσεις τροποποιήθηκαν από τους νέους κυρίαρχους και επισκευάστηκαν, δίχως να αλλάξουν τη γραμμή χάραξης. Οι Φράγκοι έκτισαν όμοια κάστρα με εκείνα των Βυζαντινών. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 (στην Δ’ Σταυροφορία) ξεκινά και η Φραγκοκρατία στην Πελοπόννησο (1204 – 1432). 8 Την περίοδο των 230 χρόνων οι Φράγκοι και οι “συγκάτοικοί” τους Βενετοί για να επιβάλουν την κυριαρχία τους, έκτισαν δεκάδες απόρθητα κάστρα και πολλούς πολεμικούς πύργους σε πολλές παράκτιες περιοχές της Αδριατικής, στα παράλια της Ελλάδας, των νησιών της και στην Κύπρο (τυπικά παραδείγματα στον ελλαδικό χώρο: Ναύπλιο, Κορώνη, Μεθώνη, Χαλκίδα, Κέρκυρα, Κρήτη). Στα μέσα του 15ου αι. πραγματοποιείται η πιο καθοριστική εξέλιξη στην ιστορία της οχυρωματικής. Η καθιέρωση των πυροβόλων όπλων που ακολούθησε τη διάδοση της πυρίτιδας τον 14ο αι.. Η εξέλιξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός νέου αμυντικού συστήματος, του προμαχωνικού (fronte bastionato). Αντικατέστησε τα κάθετα πυρά του µεσαίωνα µε πλευρικά. Η χάραξη των οχυρώσεων τώρα, αντίθετα µε την παλαιότερη τυχαία ή εµπειρική χάραξη µε βάση αποκλειστικά τη φυσική διαµόρφωση του εδάφους, είναι το αποτέλεσµα επιστηµονικών µεθόδων, γεωµετρικών µετρήσεων και µαθηµατικών αναλογιών (εικ. 3). 9 Πρόκειται για ένα σύστημα οχύρωσης πολυγωνικής κάτοψης που σχηματίζεται από τους πενταγωνικούς προμαχώνες στις γωνίες του, Γεωργοπούλου Ι. [2012], 17-19. Τρυποσκούφη Α., Τσιτούρι Α. [2001], 32. 8 Γεωργοπούλου Ι. [2012], 18-19. 9 Αρακαδάκη Μ. [1995], 43-48. 6 7
9
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
Εικ. 3: Θεωρητικό σχήμα χάραξης οχυρωματικού περιβόλου με προμαχώνες (fronte bastionato).
Εικ. 4: Η χαρακτηριστική διάταξη του προμαχώνα, εγκάρσια τομή: 1. Πλαγιά, 2. Καλυμμένος διάδρομος, 3. Τάφρος, 4. Προμαχώνας, 5. Αφτί, 6. Διώροφο πλευρό, 7. Κορτίνα.
10
Εικ. 5: Εγκάρσια τομή κορτίνας: 1. Τάφρος, 2. Θεμέλια, 3. Σκάρπα, 4. Εξωτερική επένδυση, 5. Αντιρίδα, 6. Μάζα γης, 7. Κορδόνι, 8. Ταμπλέτα, 9. Επίχωμα – Στηθαίο, 10. Ανώτατη κλίση στηθαίου, 11. Έπαλξη, 12. Μερλόνι, 13. Βήμα – Έδρανο, 14. Καλυμμένος διάδρομος, 15. Εσωτερική επένδυση, 16. Πλατφόρμα. Οι πολεμίστρες είναι γεμισμένες με χώμα για να αποφευχθούν τυχόν θραύσματα.
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
οι οποίοι ενώνονται μεταξύ τους από ευθύγραμμα τείχη “κορτίνα” (εικ. 4).10 Εξωτερικά, το οχυρό προστατεύεται από τάφρο που πολλές φορές δεν διέθεται νερό (εικ. 5). Η διαμόρφωση του συστήματος αυτού ολοκληρώνεται στο α΄μισό του 16ου αι., καθιερώνεται ως το τέλος του ίδιου αιώνα και εφαρμόζεται από τους Ενετούς σε σημεία στρατηγικής σημασίας, προκειμένου να προστατεύσουν τη θαλάσσια ηγεμονία τους στη Μεσόγειο. Τέλος η οχυρωματική αρχιτεκτονική των Βενετών που μελετήθηκε από τους μετέπειτα κατακτητές εξελισσόταν συνεχώς, σε σημείο που κάθε πόλεμος συμβάδιζε και ένα νέο κεφάλαιο στην φρουριακή τους αρχιτεκτονική. Στο δίκτυο των ενετικών φρουρίων του ελλαδικού χώρου μπορεί, έως ένα βαθμό να παρακολουθήση κανείς τα εξελικτικά στάδια του προμαχωνικού συστήματος της ενετικής και κατ επέκταση, της ευρωπαϊκής φρουριακής αρχιτεκτονικής. 1. 2. Τι είναι οι παράκτιες οχυρώσεις. Με τον όρο παράκτιο οχυρό εννοούμε μια οχυρωμένη κατασκευή η οποία καταλαμβάνει ένα μεγάλο τμήμα μιας χερσονήσου καθώς και ολόκληρης βραχονησίδας, έτσι προκύπτουν δύο τύποι οχυρών, ο πρώτος συγκαταλέγεται στα παραθαλάσσια φρούρια και ο δεύτερος στα μεμονωμένα επιθαλάσσια οχυρά. Σκοπός μιάς παράκτιας οχύρωσης είναι η προστασία των κατοίκων από τους εξωτερικούς επιθαλάσσιους κινδύνους, καθώς και ο έλεγχος σημαντικών περασμάτων, την άμυνα των ευρύτερων περιοχών ή ακόμη και να αποτελεί σύμβολο δύναμης. Είναι γνωστό ότι ο αμυντικός σχεδιασμός των παράκτιων και νησιωτικών οχυρών καθορίζεται, όπως είναι αυτονόητο, από την παρουσία του υγρού στοιχείου. Η άμυνά τους δηλαδή αποβλέπει, κυρίως στην αντιμετώπιση επιθέσεων από πλοία και αποβατικών επιχειρήσεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη αυτή παρουσιάζουν τα παράκτια οχυρά με προμαχώνες, εκείνα δηλαδή που ανήκουν στην εποχή μετά την επικράτηση του πυροβολικού (αρχές 16ου αι. και εξής). Σημαντική συμβολή στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των παράκτιων οχυρώσεων προμαχωνικού τύπου είχε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, η μεγαλύτερη ίσως ναυτική δύναμη της εποχής της (13ο μέχρι 16ο αι.) στο χώρο της Μεσογείου (χάρτης 1).11
10 11
Αρακαδάκη Μ. [1999], 17. Στεριωτού Ι. [1974], 26-27.
11
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
Χάρτης 1: Κατακτήσεις Βενετίας στη Μεσόγειο.
12
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
1. 3. Στο σχεδιασμό της οχύρωσης τι ρόλο παίζει η επιλογή της παράκτιας θέσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των φρουρίων, πύργων και κάστρων στην περιοχή της Μεσογείου κατασκευάζεται κοντά στη θάλασσα, δημιουργώντας μία στενή σχέση με το περιβάλλον. Οι κατασκευές αυτές υποδηλώνουν την έντονη διαφοροποίηση των κτιριακών τύπων της παράκτιας οχυρωματικής αρχιτεκτονικής στη Νότια Ευρώπη σε σχέση με ανάλογους τύπους της Βόρειας Ευρώπης. Ο όρος “κάστρο” στην ελληνική ενδοχώρα καθώς και στη Μέση και Βόρεια Ευρώπη, μας παραπέμπει στο φεουδαρχικό σύστημα και τους ιππότες, το οποίο τοποθετείται σε φυσικά οχυρωμένες θέσεις, όπως οι κορυφές των λόφων και οι θέσεις κλειδιά κατά μήκος ποταμών και θαλασσών. Η εγκατάλειψη όμως των φέουδων από τους ευγενείς, προκειμένου να υπηρετήσουν την βασιλική ή αυτοκρατορική αυλή στις πρωτεύουσες των πρώτων μεγάλων κρατών της Ευρώπης, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην σταδιακή εγκατάλειψη και καταστροφή των κάστρων στην ενδοχώρα.12 Σε αντίθεση όμως στις ακτές της Νότιας Ευρώπης η ιστορική βάση της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής διαφέρει, όπου ο μεγάλος αριθμός οχυρών μπορεί να ερμηνευτεί κυρίως σε χωροτακτικό επίπεδο, λόγω των λειτουργικών αναγκών που κάλυπταν οι κατασκευές αυτές στην υπηρεσία, όχι πλέον των μεμονωμένων φεουδαρχών, αλλά κυρίως των αυτοκρατοριών στο διαρκές πεδίο μαχών της Μεσογείου. Οι οχυρωματικές θέσεις στις ακτές της Μεσογείου παρουσιάζουν μια συνεχή χρήση ανά τους αιώνες, διότι το θέατρο των περισσότερων πολεμικών γεγονότων υπήρξε η θάλασσα και το καθοριστικό στοιχείο πολεμικής τακτικής. Άλλωστε τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά: από την Τροία που οι οχυρώσεις της είναι κτισμένες πάνω από δέκα φορές μέχρι τα κάστρα και τα φρούρια του 14ου και του 17ου αιώνα χτισμένα πάνω σε αρχαίες ελληνικές, φοινικικές ή ετρουσκικές θέσεις.13 Ένα χερσαίο πολεμικό πεδίο διαφέρει από το θαλάσσιο, αφού στη στεριά υπάρχουν υποχρεωτικοί και σχετικά αργοί ρυθμοί μετακίνησης, ρυθμισμένοι με το βήμα του στρατιώτη ή του αλόγου και που ο πόλεμος βασιζόταν σε προκαθορισμένους κανόνες συμπεριφοράς, οι οποίοι αναγνωρίζονταν εκ των προτέρων απο τους εμπλεκόμενους.14 Τρυποσκούφη Α., Τσιτούρι Α. [2001], 21-23. Λιανός Ν. [2012], 288. 14 Λιανός Ν. [2012], 288. 12 13
13
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
Είναι γνωστό ότι ένα πεδίο μάχης στο οποίο οι μετακινήσεις ακολουθούν θαλάσσιες διαδρομές, είναι λιγότερο αυστηρό από το αντίστοιχο χερσαίο. Η υπεράσπιση απαιτούσε την ύπαρξη αμυντικών φυλακίων διάσπαρτα σε εκτεταμένα τμήματα των ακτών και σε τέτοια διάταξη, ώστε να είναι δυνατή η επικοινωνία μεταξύ τους. Στις περιπτώσεις αυτές, οι επιθέσεις ήταν μικρές και άμεσες, με χρήση γρήγορων και ελαφριών μέσων και βασίζοταν στον αιφνιδιασμό, ενώ η γενικευμένη σύρραξη στη θάλασσα δεν ήταν ποτέ τόσο συχνή όσο στη στεριά.15 Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των παράκτιων οχυρών είναι το οχυρωμένο λιμάνι, το οποίο χρησίμευε κυρίως ως ναύσταθμος ανεφοδιασμού και ανάλογα με την σπουδαιότητα και την τοποθεσία του συνέβαλε στην παράλληλη ανάπτυξη της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ο Μοροζίνι, με σκοπό να διασφαλίσει την συνέχεια του ανεφοδιασμού των σκαφών της Βενετίας στο κύριο θαλάσσιο δρόμο πρός και από την Ανατολή, ζήτησε να παραμείνουν στην κατοχή των Ενετών τα τρία μικρά και ήδη οχυρωμένα νησάκια κατά μήκος των βόρειων ακτών της Κρήτης, προκειμένου να παραδώσει την Κάντια το έτος 1669 στους Τούρκους (χάρτης 2).16 Για την προστασία των λιμανιών αλλά και γενικότερα όλης της οχύρωσης, απαραίτητο ήταν η προέκταση των τειχών της πόλης κατά μήκος των λιμενοβραχιόνων και την κατασκευή μικρών κυκλικών ή πολυγωνικών οχυρών στις απολήξεις, ενώ συχνή είναι και η ύπαρξη μικρού πύργου στο κέντρο του στομίου του λιμανιού (εικ. 6).17 Αυτός ο τρόπος σχεδιασμού των λιμανιών μας παραπέμπει στους “κλειστούς λιμένες” των αρχαίων ελληνικών πόλεων που επανειλημμένα γίνεται αναφορά από τους αρχαίους συγγραφείς.18
Λιανός Ν. [2012], 288. Λιανός Ν. [2002], 67-68. 17 Λιανός Ν. [2002], 69. 18 Λιανός Ν. [2012], 289. 15 16
14
Χάρτης 2: Κάτοψη του Χάνδακα, του Μάρκο Μποσκίνι, παράδειγμα ακανόνιστου φρουρίου με προμαχώνες, απεικόνιση 1651.
Εικ. 6: Ρόδος, πύργος του Naillac.
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
1. 4. Τι χαρακτηριστικά έχουν οι παράκτιες οχυρώσεις και ποιός ο τρόπος δομής των τειχών. Χαρακτηριστικά παράκτιων οχυρώσεων: Αρχικά πρέπει να τονιστεί ότι κανένα σχεδόν παράκτιο οχυρό, εκτός από ελάχιστα καθαρά νησιωτικά, δεν είναι αποκλειστικά παράκτιο, διότι τα περισσότερα είναι εκτεθειμένα σε επιθέσεις και από την ξηρά. Χαρακτηριστικό είναι ότι η γραμμή πυρός τοποθετείται χαμηλά, σε διάταξη γραμμική και κοντά στην επιφάνεια του νερού, ώστε να σαρώνουν μεγάλες εκτάσεις θαλάσσιου χώρου, με στόχο την παρεμπόδιση της προσέγγισης ενός εχθρικού στόλου. 19 Μόνο με τέτοιου είδους πυρά μπορεί ένα παράκτιο οχυρό να προστατευτεί από τους επιθαλάσσιους κινδύνους και από την προσέγγιση πλοίων, κατά την διείσδυσή τους στα λιμάνια. Τα επιτυχέστερα δείγματα του είδους απαντούν σε περιοχές με επίπεδο έδαφος, όπου δεν εκτίθενται σε απειλητικά εξωτερικά υψώματα. Ένα από τα κυριότερα μειονεκτήματα είναι, ότι τα χαμηλά, γραμμικά διατεταγμένα πυρά που αναφέραμε, είναι από τη φύση τους ακατάλληλα για την αναχαίτιση χερσαίων επιθέσεων. Έτσι λοιπόν, αν δεν υπάρχει στο εσωτερικό τους κάποιο φυσικό ύψωμα (στα χερσαία φρούρια τα επιθετικά πυρά τοποθετούνται κυρίως σε ισχυρούς επιχωματωμένους πύργους (cavalieri), ώστε να κατευθύνονται από ψηλά εναντίον των πολιορκητικών έργων του αντιπάλου.)20, ή δεν δημιουργείται τεχνητά η δυνατότητα της τοποθέτησης αμυντικών πυρών στο επίπεδο των εναντίον τους χερσαίων, π.χ. σε πύργους (maschi, cavalieri), η άμυνά τους παραμένει ελλιπής και προβληματική.21 Την τυπολογία των παράκτιων οχυρών και συγκεκριμένα των επιθαλάσσιων επηρέασε η επιτακτική ανάγκη διασφάλισης χαμηλών πυρών και οδήγησε στη δημιουργία συγκεκριμένων αμυντικών διατάξεων, προσαρμοσμένων στις ειδικές τους απαιτήσεις. Στις μορφές κυριαρχούν τα καμπυλόγραμμα ή πολυγωνικά σχήματα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η επιδιωκόμενη τοποθέτηση των πυρών σε συνεχή διάταξη, με όσο το δυνατόν ευρύτερες οριζόντιες γωνίες βολής. Η κυριαρχία αυτή των καμπύλων έχει ήδη ξεκινήσει από τη μεταβατική περίοδο προς το προμαχωνικό σύστημα (τέλη 15ου αι.).22 Για να περιοριστούμε στα πλησιέστερα σ’ εμάς παραδείγματα, όπως το Μπούρτζι του Ναυπλίου (εικ. 7), το Castello da Mare της Μεθώνης (εικ. 8) και το Castello di Candía του Ηρακλείου (εικ. 9). Αρακαδάκη Μ. [2002], 17. Αρακαδάκη Μ. [1995], 57. 21 Γεωργοπούλου Ι.- Ντ΄ Αμίκο. 22 Αρακαδάκη Μ. [2002], 17. 19 20
15
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
Εικ. 8: Μεθώνη, ο επιθαλάσσιος πύργος.
Εικ. 7: Ναύπλιο, κάτοψη Μπούρτζι.
Εικ. 9: Castello di Candía του Ηρακλείου.
16
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
Χαρακτηριστικότερες μορφές επιθαλάσσιων οχυρών αποτελούν το (rivellino) και η (mezzaluma).23 Από λειτουργική άποψη ο ρόλος τους είναι τελείως αντίστοιχος με δύο από τα σημαντικότερα εξωτερικά οχυρώματα των χερσαίων προμαχωνικών φρουρίων. Χωρίς όμως να αποτελούν μετεξέλιξη των αντίστοιχων χερσαίων, αφού τα εξωτερικά οχυρώματα στα χερσαία φρούρια σπάνια συναντιόνται πριν από τα τέλη του 16ου αιώνα. Το χερσαίο (rivellino) και η (mezzaluna) κατασκευάζονται μέσα στην τάφρο των φρουρίων, για τη δημιουργία μιας πρώτης γραμμής άμυνας από χαμηλά πυρά μπροστά στα τείχη του κυρίως περιβόλου.24 Το επιθαλάσσιο (rivellino) είναι τμήμα του παράκτιου οχυρού περιβόλου με τεθλασμένο ίχνος, που διαμορφώνεται σε σημεία όπου απαιτείται οχύρωση ισχυρότερη από το απλό τείχος. Φέρει επίσης τοξωτές κανονιοθυρίδες και καλύπτει κατά τον ίδιο τρόπο με χαμηλά πυρά έναν ορισμένο θαλάσσιο χώρο.25 Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τραπεζοειδές (rivellino) του S. Salvatore, στην είσοδο του βενετσιάνικου λιμανιού των Χανίων (τέλη 16ου αι.) (χάρτης 3). Το βόρειο μέτωπό του φέρει έξι τοξωτές κανονιοθυρίδες, σε κάθε μια από τις οποίες αντιστοιχεί ένας επιμήκης θολωτός χώρος (casamatta), το δώμα των κλειστών αυτών χώρων αποτελεί πλατεία πυροβολικού σε ψηλότερο επίπεδο.26
Χάρτης 3: Χανιά, rivellino S. Salvatore (τέλη 16ου αι.).
Η επιθαλάσσια ημισέληνος (mezzaluna), έχει σχήμα καμπυλόγραμμο, ή πολυγωνικό με πολλά μέτωπα και φέρει σειρά χαμηλών κανονιοθυρίδων για τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας. Tοποθετείται στα κυριότερα και ευπαθέστερα σημεία του παράκτιου οχυρου περιβόλου και έχει κατασκευή αντίστοιχη του χερσαίου προμαχώνα. Πρωτοεμφανίστηκε στο φρούριο του S. Andrea (1543), το οποίο φρουρεί την είσοδο της βενετικής λιμνοθάλασσας στο Lido 23
(Για ορολογία και μετάφραση των όρων της φρουριακής αρχιτεκτονικής, βλ. Αρακαδάκη Μ., το προμαχωνικό σύστημα οχύρωσης του ΙΣΤ' - ΙΗ' αιώνα στην ελληνίκη βιβλιογραφία.
Προβλήματα ορισμών και ορολογίας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 49 - 80.) Αρακαδάκη Μ. [2002], 18. Αρακαδάκη Μ. [2002], 19. 26 Λιανός Ν. [2012], 289. 24 25
17
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
σε συνδυασμό με προϋπάρχοντα πύργο, που εντάχθηκε σε αυτό. 27 Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθούν και οι κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα παράκτια οχυρά. Στη πρώτη κατηγορία, είναι η περίπτωση των πόλεων - λιμανιών όπου η παράκτια άμυνα οργανώνεται διαφορετικά. Συνήθως περιλαμβάνει ένα μικρό οχυρό (rocca ή castel da mare) στην είσοδο του λιμανιού, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις συνδυάζεται και με το φάρο, άμεσα συνδεδεμένο με τον οχυρό περίβολο της πόλεως (με επιθαλάσσιο τείχος ή λιμενοβραχίονα) και καλυπτόμενο αμυντικά από αυτόν. 28 Στον τύπο αυτόν οχυρού ανήκουν το φρούριο του Αγίου Νικολάου της Ρόδου, ο Κούλες του Χάνδακα, το Μπούρτζι της Μεθώνης και αρκετά ακόμη παραδείγματα. Στην δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα παράκτια οχυρά τα οποία έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα και δεν συνδέονται με αστικά κέντρα. Τυπικά παραδείγματα στον ελλαδικό χώρο είναι τα δύο ισχυρότατα επιθαλάσσια φρούρια της Σούδας και της Σπιναλόγκας τα οποία είναι χτισμένα πάνω σε βραχονησίδες. Όσον αφορά την παράκτια άμυνα, στο φρούριο της Σπιναλόγκας έχουμε ένα από τα αξιολογότερα παραδείγματα επιθαλάσσιας ημισελήνου στη Μεσόγειο (εικ. 10), την ελλειψοειδή ημισέληνο Michiel, η οποία βρίσκεται στο βόρειο μέτωπο του φρουρίου και καλύπτει το μεγάλο στόμιο του λιμανιού. 29 Τέλος, σύμφωνα με μια θεωρία, αν μια νησίδα βρίσκεται σε ικανή απόσταση από την πλησιέστερη ξηρά και το μέγεθος της επιτρέπει την περιμετρική της τείχιση, το φρούριο που θα κτιστεί εκεί θα είναι απόρθητο, διότι δεν θα κινδυνεύει από απόβαση και η θάλασσα θα το προστατεύει σαν φυσική τάφρος. Μπορεί μόνο να εξαναγκασθεί η φρουρά του σε παράδοση μετά από μακροχρόνιο αποκλεισμό (εξαιτίας της πείνας και της εξάντλησης), ή μετά από προδοσία, όπως στην περίπτωση του φρουρίου της Γραμβούσας. 30 Τρόπος δομής των τειχών: Ως προς την τοιχοποιία τώρα, το κύριο υλικό είναι η πέτρα, αδρά η σπανιότερα πλήρως λαξευμένη, σε συνδυασμό με μικρούς αργούς λίθους αναμεμειγμένους με άφθονο ασβεστοκονίαμα στο μεταξύ τους κενό. Συνήθης πρακτική σε όλες τις περιόδους ήταν η επαναχρηΑρακαδάκη Μ. [2002], 19. Αρακαδάκη Μ. [2002], 20-21. 29 Αρακαδάκη Μ. [2002], 21-30. 30 Λιανός Ν. [2002], 69. 27 28
18
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
Εικ. 10: Το επιθαλάσσιο φρούριο της Σπιναλόγκας.
19
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
σιμοποίηση και ανακύκλωση παλαιότερου οικοδομικού υλικού, σε όλα τα σημεία των οχυρώσεων (εικ. 11).31 Η ρωμαϊκή τεχνική επιβιώνει και στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, μέχρι και τον 6ο αιώνα, ο κανόνας για την τοιχοδομία των οχυρώσεων ήταν η χυτή μεταξύ κτιστών πλευρών. Οι λιθόπλινθοι των κτιστών πλευρών μπορεί να εναλλάσσονταν με σειρές πλίνθων, οι οποίες μάλιστα διαπερνούσαν το λιθόδεμα όπως για παράδειγμα στα θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινούπολης.32 Σημαντικές για το σύστημα τοιχοδομίας υπήρξαν οι αραβικές επιδρομές, οπότε και προκειμένου να αντιμετωπιστεί γρήγορα ο κίνδυνος, κατασκευάζονταν οχυρώσεις στις οποίες οι χτιστές πλευρές δεν διέφεραν από τον πυρήνα. Οι όψεις δηλαδή των τειχών δεν κατασκευάζονταν με επιμέλεια αλλά χρησιμοποιούνταν αδρά επεξεργασμένοι λίθοι ή ακόμη και αργοί. Για την εξομάλυνση της επιφάνειας χρησιμοποιούνταν γέμισμα από μικρότερους λίθους και άφθονο συνδετικό υλικό.33 Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερης σημασίας καθώς τα κάστρα μπορούσαν πλέον να χτίζονται με σχετική ευκολία, οικονομία και ταχύτητα χωρίς ωστόσο να χάνουν την σταθερότητα και την λειτουργικότητά τους. Αν τα φρούρια χτίζονταν κοντά σε θέσεις όπου υπήρχε πρωιμότερο υλικό αυτό χρησιμοποιούνταν και στους αρμούς τοποθετούνταν μικρότεροι λίθοι ή ακόμη και πλίνθοι. Οι μεγαλύτεροι, και καλύτεροι λίθοι χρησιμοποιούνταν ως γωνιαίοι ή στις βάσεις των τοίχων (εικ. 12). Αν απουσίαζαν από τη θέση αρχαίοι λίθοι χρησιμοποιούνταν ντόπιοι λιγότερο ή περισσότερο κανονικοί σε διάφορα μεγέθη Δημητροκάλλη Γ. [1970], 21. Τρυποσκούφη Α., Τσιτούρι Α. [2001], 88. 33 Τρυποσκούφη Α., Τσιτούρι Α. [2001], 89-90. 31 32
20
Εικ. 11: Εντοιχισμένα βενετσιάνικα ανάγλυφα σε δεύτερη χρήση.
Εικ. 12: Τμήμα πρωμαχώνα όπου στη γωνία και στη βάση έχουν χρησιμοποιηθεί μεγαλύτεροι και λαξευμένοι λίθοι.
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
και σχήματα. Στους αρμούς, επίσης, χρησιμοποιούνταν θραύσματα πλίνθων χωρίς όμως καμία κανονικότητα, ακόμη και στην περίπτωση που τοποθετούνται σε οριζόντιες σειρές.34 Σε όλες τις περιόδους εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται παραλλαγές αργολιθοδομών. Με ασφάλεια μπορούν να αποδοθούν στη Β΄ Ενετοκρατία τείχη κατασκευασμένα με ένα μικτό σύστημα το οποίο συνίσταται σε ζώνη με επιμήκεις λίθους λαξευμένους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δίνεται η εντύπωση αρχαίου υλικού, η οποία ακολουθείται από ζώνη με λίθους κατά το ορθογώνιο σύστημα δομής (εικ. 13).35 Οι κατασκευαστές των οχυρώσεων φαίνεται πως λάμβαναν υπόψη τους την αισθητική. Τα κάστρα ήταν άλλωστε όχι μόνο μέσα προστασίας των κατοίκων αλλά και φορείς άσκησης της εξουσίας. Ακόμη και η φυσική θέση στην οποία κτίζονταν προκαλούσε εντύπωση και λειτουργούσε αποτρεπτικά (για τους επιτιθέμενους) ή ενισχυτικά (για τους αμυνόμενους). Γι' αυτό και στις τοιχοποιίες ενσωματώνονταν γλυπτά, διακοσμημένα αρχιτεκτονικά μέλη και ανάγλυφα οικόσημα (εικ. 14). Πλίνθινα στοιχεία δημιουργούσαν διακοσμητικά μοτίβα όπως για παράδειγμα σταυρούς.36 Τα στοιχεία αυτά έχοντας συμβολική και ιδεολογική διάσταση συνέβαλαν όχι μόνο σε ένα ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα αλλά μπορεί να ενεργούσαν και αποτρεπτικά. Οι επιγραφές στα τείχη λειτουργούν όχι μόνο ενημερωτικά αλλά και πολιτικά και ιδεολογικά.
1.5. Ποιός ο τρόπος θεμελίωσης των παράκτιων οχυρών.
Εικ. 13: Κατασκευασμένη τοιχοποιία με επιμήκεις λίθους λαξευμένους δίνοντας την εντύπωση του αρχαίου υλικού.
Εικ. 14: Επιγραφή και ανάγλυφο με το λέοντα της Βενετίας.
Γεωργοπούλου Ι.- Ντ΄ Αμίκο. Δημητροκάλλη Γ. [1970], 22-23. 36 Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], 22-23. 34 35
21
“αρχιτεκτονική παράκτιων οχυρών”
Ο τρόπος θεμελίωσης των παράκτιων οχυρών, διαφέρει, διότι με βάση τον διαχωρισμό που κάναμε παραπάνω, σε παραθαλάσσια και επιθαλάσσια οχυρά και με την γνώση ότι πολλές φορές όταν έπρεπε να κατασκευαστεί ένα οχυρό μέσα στην θάλασσα, χωρίς την ύπαρξη κάποιας βραχονησίδας ή κάποιου εξάρματος του βυθού, επιτακτική ήταν η δημιουργία υποθεμελίωσης κάτω από το νερό. Τα τείχη των παραθαλάσσιων οχυρών κατασκευάζονταν πάνω σε βράχια, είτε εξ ολοκλήρου από την αρχή είτε πάνω σε ερείπια αρχαίων κτισμάτων (εικ. 15). Στην περίπτωση των επιθαλάσσιων οχυρών τώρα, κατασκευάζονταν συνήθως πάνω σε μικρά βραχώδη εξάρματα του βυθού, όταν τέτοια υπήρχαν κοντά στο κυρίως κάστρο (περίπτωση του Μπούρτζι της Μεθώνης) (εικ. 8), αλλά και σε ad hoc διαμορφώσεις θεμελίωσης στο βυθό με λιθορριπές (περίπτωση του Μπούρτζι του Ναυπλίου).37 Σε πάρα πολλές περιπτώσεις αναφέρεται η χρήση πασσαλόπηξης και καταβύθιση σκαφών φορτωμένων με πέτρες, για την δημιουργία υποθεμελίωσης, είτε για την κατασκευή λιμενοβραχιόνων, είτε για την κατασκευή τμημάτων των φρουρίων. Τέτοια παραδείγματα στον ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με πηγές από τα αρχεία της Βενετίας αποτελόυν επιθαλάσσιες κατασκευές, στα λιμάνια του Ρεθύμνου και Ηρακλείου, στο Ναύπλιο, στο Ρίο, στη Μεθώνη κτλ. 38
37 38
Λιανός Ν. [2002], 67. Λιανός Ν. [2002], 67.
22
Εικ. 15: Μερική άποψη επιθαλάσσιου τείχους. Στη βάση διακρίνονται τμήματα αρχαίας τοιχοποιίας.
鈃 鰃괃 섃뼃숃
嬀 鰃뜃윃 넃봃 뤃 쌃밃뼃꼃 됃뤃 갃눃섃줃쌃뜃숃 쐃 줃봃 됃뼃밃뤃 먃 츃봃 씃묃 뤃 먃 츃봃 쐃 줃봃 쀃넃섃갃먃 쐃 뤃 줃봃 뼃윃씃섃츃봃 崀
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
2. Μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών. Οι συνθήκες του περιβάλλοντος κατέχουν πρωταρχικό ρόλο στη διάβρωση κάθε υλικού. Τα μνημεία, εφόσον αποτελούνται από φθαρτά υλικά, είναι αναμενόμενο ότι θα υποστούν διάβρωση μέσα στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Το ίδιο ισχυεί και στην περίπτωση των παράκτιων οχυρών, τα οποία είναι κατασκευασμένα από ένα συνδυασμό δομικών υλικών, όπως είναι οι λίθοι, τα ιστορικά κονιάματα, τα ξύλινα στοιχεία κ.α. Πιο συγκεκριμένα, τα υλικά δέχονται σημαντική διάβρωση λόγω της γήρανσης αλλά και της άμεσης σχέσης των συγκεκριμένων οχυρών με την θάλασσα, η οποία επιτρέπει στο αλάτι, την υγρασία και την ένταση κρούσης των κυμάτων να φθείρει και πολλές φορές να καταστρέψει την τοιχοποιία και τα υλικά που την αποτελούν. Το περισσότερο διαδεδομένο υλικό δομής των παράκτιων οχυρών είναι η πέτρα. Βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η μεγάλη διάρκεια ζωής της, που την κατατάσσει επικεφαλής όλων των άλλων υλικών και μάλιστα με μεγάλη διαφορά. 39 Οι λίθοι που έχουν χρησιμοποιηθεί ποικίλουν ως προς τη γεωλογική προέλευση, την σύσταση, τις φυσικές ιδιότητες, και την μηχανική αντοχή. Τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, ο τρόπος επεξεργασίας και χρήσης τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους (είδος πετρώματος, ορυκτολογική σύσταση, ιστός, υφή) καθορίζουν την ανθεκτικότητα των δομικών λίθων. 2.1. Η φθορά των υλικών – ορισμός διάβρωσης. Αρχικά με τον όρο διάβρωση εννοείται η καταστροφή, η φθορά ή και η λειτουργική αχρήστευση ενός υλικού εξαιτίας χηµικής ή ηλεκτροχηµικής ή µηχανικής δράσης του υλικού µε το περιβάλλον. 40 Η διάβρωση ή φθορά συνήθως οδηγεί σε µείωση της αντοχής, αύξηση της ευθραυστότητας και απώλεια υλικού που ξεκινά εξωτερικά και προχωρά βαθµιαία προς το εσωτερικό του υλικού. Ο όρος δεν είναι µονοσήµαντος και αναφέρεται τόσο στο φαινόµενο της δράσης, όσο και στο αποτέλεσµά της. Ο γενικός ορισµός της διάβρωσης των τεχνητών υλικών και των φυσικών υλικών, όπως προκύπτει από τον συνδυασµό των ορισµών που δόθηκαν στα πλαίσια του ∆ιεθνούς Συµβουλίου για τη ∆ιάβρωση (International Corrosion Council), της Ευρωπαϊκής Οµοσπονδίας 39 40
Λαμπρόπουλος Β. [1993], 12. Μανίτα Π., Πανταζοπούλου Σ. [2001], 333.
25
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
∆ιάβρωσης (European Federation of Corrosion), των RILEM, 1COMOS, UNESCO, IPAC, COIPM, είναι ο ακόλουθος : 41 «∆ιάβρωση είναι κάθε αυθόρµητη, ακόµη και εκβιασµένη, χηµικής, ηλεκτροχηµικής, φυσικής, µηχανικής, βιολογικής φύσης διεργασία αλλοίωσης της επιφάνειας (εξωτερικής και εσωτερικής) των υλικών, που οδηγεί σε απώλεια υλικού.»
Με πιο απλά λόγια η διάβρωση µπορεί να οριστεί ως “η διαδικασία της αλλοίωσης της σύστασης ή της µορφής των υλικών στο πέρασµα του χρόνου”. Τα φυσικά υλικά όπως είναι γνωστό διαβρώνονται βραδύτερα από τα τεχνητά, λόγω των μικρότερων επεξεργασιών, στις οποίες υπόκεινται οι μητρικές πρώτες ύλες τους. Έτσι η χρήση της πέτρας, ως βασικό δομικό υλικό των οχυρών, μας οδηγεί στη μελέτη διάβρωσής της, λόγω της επίδρασης των διαβρωτικών παραγόντων του περιβάλλοντος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να είναι έως και χιλιάδες χρόνια, σε περιπτώσεις που αυτά αφορούν υλικά μνημείων, όπως στην περίπτωση μας είναι τα δομικά υλικά των παράκτιων οχυρών.42 Η διαδικασία της διάβρωσης είναι µια σύνθετη διαδικασία κατά την οποία το τελικό αποτέλεσμα είναι θερµοδυναµικά σταθερότερο από το αρχικό αντικείµενο και η σύστασή του όπως αναφέραμε, εξαρτάται άµεσα από τη φύση του αντικειµένου και από το περιβάλλον µε το οποίο έρχεται σε άµεση επαφή.43 Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι ως επιφάνεια δεν νοείται µόνο η γεωµετρική επιφάνεια του σχήµατος του υλικού, αλλά η πραγµατική, δηλαδή η γεωµετρική του σχήµατος, µαζί µε τις επιφανειακές ανωµαλίες, τους πόρους, τα ενεργά κέντρα και τους ενεργούς δρόµους από αταξίες δοµής. Τονίζεται ιδιαίτερα, ότι µόνο αυτή η επιφάνεια είναι έδρα των φαινοµένων της διάβρωσης και όχι ολόκληρη η µάζα του σώµατος που διαβρώνεται.44 Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι διάφοροι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τη διάρκεια ζωής των δομικών υλικών ενός παράκτιου οχυρού. Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι κλιματικοί (θερμοκρασία, νερό, φυσικοί και μη αέριοι ρυπαντές, άνεμος, κύκλοι ψύξης Σκουλικίδης Θ. [2000], 46. Λαμπρόπουλος Β. [1993], 14-15. 43 Σκουλικίδης Θ. [2000], 47. 44 Λαμπρόπουλος Β. [1993], 19. 41 42
26
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
Εικ. 16: Κάστρο Μεθώνης, με εμφανή τα σημάδια φθοράς.
27
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
απόψυξης), βιολογικοί (μύκητες, βακτήρια, μικροοργανισμοί), δυναμικοί (σεισμοί, κρούση κυμάτων), και παράγοντες ασυμβατότητας (ασυμβατότητα υλικών).45 Στη περίπτωση των παράκτιων οχυρών τώρα, για τα οποία έγινε εκτενέστερη αναφορά στο πρώτο κεφάλαιο, έχουμε άμεση επαφή των οχυρώσεων με το υγρό στοιχείο και συγκεκριμένα με το θαλάσσιο νερό. Τμήματα των οχυρώσεων και πολλές φορές ολόκληρα τα οχυρά βρίσκονται τοποθετημένα μέσα στην θάλασσα, δημιουργώντας έτσι τεράστια προβλήματα διάβρωσης και φθοράς, στη σύσταση των δομικών υλικών που τα αποτελούν καθώς και στην θεμελίωση ολόκληρης της τοιχοποιίας, τα οποία πολλές φορές οδηγούν στη κατάρρευση ολόκληρων τμημάτων της (εικ. 16). Η διαβρωτική δράση του θαλασσινού νερού οφείλεται στην υψηλή περιεκτικότητα αλάτων, στο διαλυµένο σε αυτό οξυγόνο αλλά και στην ύπαρξη µικροοργανισµών που είτε παράγουν µε το µεταβολισµό τους αποπαθητικοποιητικά ιόντα, είτε καταλύουν ηλεκτροχηµικές αντιδράσεις.46 Ως συνέπεια της διάβρωσης, ο ορισμός αναφέρει ακόμη και την απώλεια υλικού. ∆ιευκρινίζεται ότι αυτό δεν σηµαίνει πάντοτε ότι ελαττώνεται το βάρος του σώµατος που διαβρώνεται, γιατί είναι δυνατός ο σχηµατισµός στην επιφάνεια ενώσεων, µε έντονη πρόσφυση σε αυτήν, µε συνέπεια την αύξηση του βάρους του υλικού. 47 Ως απώλεια υλικού νοείται εδώ και η απώλεια ως προς την αρχική του µορφή και τον όγκο. 2. 2. Ο ρόλος του νερού στη διάβρωση των υλικών. Το νερό αποτελεί σπουδαιότατο παράγοντα φθοράς των υλικών στις ιστορικές κατασκευές και ιδιαίτερα στα παράκτια οχυρά, καθώς συμμετέχει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο σε χαρακτηριστικά φαινόμενα, συγκεκριμένα:48 •
Ελέγχει τη μεταφορά, κρυστάλλωση, ανακρυστάλλωση και ενυδάτωση των αλάτων στα δομικά υλικά ενώ παράλληλα ευθύνεται και για την ανάπτυξη ισχυρών οσμωτικών πιέσεων, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις.
Σκουλικίδης Θ. [2000], 53. Λαμπρόπουλος Β. [1993], 30-33. 47 Σκουλικίδης Θ. [2000], 49. 48 Λαμπρόπουλος Β. [1993], 68-69. 45 46
28
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
• •
• • •
Η αέριοι ρύποι περνούν στο νερό με τη βροχή, ή με συμπύκνωση για να σχηματίσουν όξινα διαλύματα, ιδιαίτερα επικίνδυνα για τα ιστορικά υλικά. Πολλές αντιδράσεις στην επιφάνεια και στο εσωτερικό των υλικών μπορούν να συμβούν μόνο παρουσία του νερού (π.χ. ιονεναλλακτική εξαλλοίωση ορυκτών, υδρόλυση, πέψη αργίλων κ.λ.π.). Η δράσεις αυτές είναι κρίσιμες για τη διάβρωση των πυριτικών πετρωμάτων. Μια μεγάλη κατηγορία διαβρωτικών φαινομένων ερμηνεύεται μέσω των κυκλικών μεταβολών της ατμοσφαιρικής υγρασίας, ιδίως παρουσία διαλυτών αλάτων. Το νερό προκαλεί μηχανική φθορά στα δομικά υλικά όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους 0 ο (παγετός), ένα φαινόμενο αρκετά πολύπλοκο και ιδιαίτερα σοβαρό όσο η συχνότητα των κύκλων αυξάνει. Τέλος μηχανική φθορά μπορεί ακόμα να προκληθεί και από ισχυρές καταιγίδες, χαλαζοπτώσεις, καθώς και από την ένταση κρούσης των κυμάτων πάνω στη ιστορική τοιχοποιία.
Το νερό της βροχής: Η χημική σύνδεση του βρόχινου νερού συνδέεται στενά με την ποιότητα της ατμόσφαιρας. Η διαβρωτική, κυρίως διαλυτική, δράση του, οφείλεται στα διάφορα ιόντα που αφομοιώνει, καθώς οι σταγόνες απορροφούν, αποπλύνοντας τα σωματίδια των αερολυμάτων κατά την πτώση τους.49 Ο ρυθμός απόπλυσης των αερολυμάτων εξαρτάται από το μέσο μέγεθος των σταγόνων, την ταχύτητα πτώσης τους και την απόσταση, που διανύουν μέχρι να φτάσουν στην επιφάνεια της γης.50 Οι βροχές με μικρό μέγεθος σταγόνων, με μεγάλη δηλαδή ειδική επιφάνεια, και χαμηλή ταχύτητα πτώσης, απορροφούν μεγαλύτερες ποσότητες αερολυμάτων και κατά συνέπεια φέρουν σημαντικό φορτίο ιόντων. Το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας (CO 2) διαλύεται στο νερό της βροχής (Η2Ο) για να σχηματίσει ανθρακικό οξύ (Η2CO3).51 CO 2 + H2O => H2CO3 49 50
Marotta A., Spallone R. [2017], 367. Marotta A., Spallone R. [2017], 368.
29
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
Το νερό της θάλασσας: Το παραθαλάσσιο περιβάλλον είναι έντονα διαβρωτικό για κάθε υλικό και κατασκευή, και απ’ τον κανόνα δεν εξαιρούνται ούτε οι παράκτιες οχυρώσεις, συνήθως χτισμένες από διάφορα είδη πέτρας. Το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό του θαλασσινού νερού είναι η υψηλή περιεκτικότητα του σε άλατα, και κυμαίνεται στην ανοιχτή θάλασσα μεταξύ 33 – 38gr αλάτων στο 1Kg θαλασσινού νερού.52 Πολλές φορές στα παράκτια οχυρά, όπως αναφέραμε, η τοιχοποιία βρίσκεται μέσα στη θάλασσα ή σε επαφή με πάντοτε υγρά εδάφη. Στην περίπτωση αυτή το νερό εισχωρεί μέσα στα κενά των δομικών υλικών και μεταβάλλει ορισμένες ιδιότητές τους. Ο λίθος γίνεται πιο μαλακός και ελαττώνεται η μηχανική αντοχή του ενώ μεγαλώνουν οι πιθανότητες να υποστεί χημικές επιδράσεις και να καταστραφεί. 53 Εκτός από τους λίθους, μεγάλη διάβρωση παρουσιάζουν τα ξύλα και τα ιστορικά κονιάματα, τα οποία αποτελούν βασικής σημασίας υλικά σε μία τοιχοποιία μιάς παράκτιας οχύρωσης. Το τελευταίο συμβαίνει γιατί μέσα στο νερό που μπαίνει στους πόρους των υλικών βρίσκονται σε διάλυση άλατα και οξέα, που με τον τρόπο αυτό διεισδύουν μέσα στη μάζα τους και προκαλούν χημικές αλλοιώσεις και πιθανές βλάβες (εικ. 17). Τέλος το νερό επηρεάζει την αντοχή των δομικών υλικών μιάς ιστορικής τοιχοποιίας και οδηγεί στη θραύση τους. Από την άποψη των συνθηκών, μπορούμε να διακρίνουμε 2 χαρακτηριστικά είδη θαλάσσιου περιβάλλοντος για ένα μνημείο:
Marotta A., Spallone R. [2017], 370. Σκουλικίδης Θ. [2000], 61. 53 Λαμπρόπουλος Β. [1993], 49. 51 52
30
Εικ. 17: Εναπόθεση αλάτων στην ιστορική τοιχοποιία.
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
Εικ. 18: Κρούση κυμάτων επάνω σε παράκτια οχύρωση.
31
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
• •
Θέσεις όπου τα σταγονίδια αλλά και το ίδιο το κύμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να φτάσει άμεσα στα διάφορα στοιχεία του μνημείου, όπως συμβαίνει με τα παράκτια οχυρά (εικ. 18) και Θέσεις όπου τα σταγονίδια της θάλασσας μπορούν να φτάσουν μόνο με τη βοήθεια του ανέμου, γεγονός που σχετίζεται με τη διεύθυνση και ένταση των επικρατούντων ανέμων και την τοπογραφία της περιοχής.
Τριχοειδής αναρρίχηση της υγρασίας από το έδαφος: Η τριχοειδής αναρρίχηση της υγρασίας εκθέτει τα υλικά μιάς ιστορικής τοιχοποιίας και τα απροστάτευτα μνημεία στην υγρασία του εδάφους και συχνά στον εμποτισμό από διαλυτά άλατα, που είναι βραδεία αλλά σωρευτική διαδικασία. Το μέγιστο ύψος της τριχοειδούς αναρρίχησης σημειώνεται συνήθως από μια άσπρη στεφάνη εξάνθησης ή από ένα σκούρο υγρό ίχνος που παραμένει υγρό, καθώς η συγκέντρωση του αλατιού σε αυτό το επίπεδο τείνει να συγκρατήσει την υγρασία για μακρές χρονικές περιόδους (εικ. 19).54 Ταχείες βαρομετρικές μεταβολές, πιέσεις ανέμων, ηλιακή ακτινοβολία και ξηροί άνεμοι ενισχύουν το φαινόμενο της εξάτμισης, ενώ η επιφανειακή παρουσία οργανικών (λειχήνες κ.α) συγκρατεί την υγρασία. 55 Η τριχοειδής αναρρίχηση είναι ένα φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην έλξη του νερού προς ορισμένες επιφάνειες. Αν τα θεμέλια ενός μνημείου δεν είναι απομονωμένα από το υγρό έδαφος, όπως γίνεται στα παράκτια οχυρά, το νερό ανέρχεται μέσα στην ιστορική κατασκευή μέσω του συστήματος των τριχοειδών πόρων. Το μέγιστο ύψος που μπορεί να φτάσει καθορίζεται κυρίως από την ισορροπία ανάμεσα στο νερό που εξατμίζεται από τις επιφάνειες των τοίχων και αυτό που ανέρχεται (καμιά φορά ξεπερνά τα 2μ. ύψος). Όταν αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ τροφοδοσίας - εξάτμισης, η άνοδος σταματά. 56 Σοβαρό ρόλο στη τριχοειδή αναρρίχηση παίζουν επίσης, τα διαλυτά άλατα, καθώς αυτά συγκεντρώνονται σε επιφάνειες εξάτμισης των τοίχων. Αν η εξάτμιση λάβει χώρα στο εσωτερικό της μάζας του υλικού, ο τύπος αυτός της φθοράς εμφανίζεται μακροσκοπικά με την Λαμπρόπουλος Β. [1993], 73. Σκουλικίδης Θ. [2000], 50. 56 John Ashurst, Francis G Dimes [1991], 156. 54 55
32
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
μορφή της κυψέλωσης, δηλαδή την αποκόλληση τμήματος του διερρηγμένου υλικού (εικ. 20).57 Εκτός από την καταστροφή που προκαλούν με την κρυστάλλωση τους, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση του φαινομένου της όσμωσης, που ενισχύει την αναρρίχηση.58 Επειδή η συσσώρευση αλάτων δεν διακόπτεται ποτέ, γίνεται φανερό ότι δεν αποκαθιστάται και μία σταθερή ισορροπία, επομένως αν οι υπόλοιπες συνθήκες διατηρηθούν σταθερές, το ύψος της αναρρίχησης είναι συνάρτηση ανάλογη της ηλικίας του τοίχου. Συμπύκνωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας: Εικ. 19: Τριχοειδής αναρρίχηση της υγρασίας.
Κατά τη συμπύκνωση της υγρασίας που συμβαίνει με απότομες θερμοκρασιακές μεταβολές, είναι δυνατόν να αποτεθούν αξιόλογες ποσότητες νερού στην επιφάνεια και το εσωτερικό των τοίχων, εφόσον η ατμόσφαιρα έχει σχετικά μεγάλη υγρασία. Συμπύκνωση λοιπόν, εκδηλώνεται όταν η θερμοκρασία της επιφάνειας της πέτρας και γενικά των δομικών υλικών πέφτει κάτω από το σημείο δρόσου των ατμών στον αέρα κοντά στην επιφάνεια. Όμως, συμπύκνωση μπορεί να συμβεί, εκτός από την επιφάνεια και στο εσωτερικό μίας τοιχοποιίας, αρκεί η θερμοκρασία να φτάσει το σημείο δρόσου στο βάθος εκείνο.59 Η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στον εσωτερικό και εξωτερικό χώρο προκαλεί μία (θερ-
Εικ. 20: Μηχανισμός κατάρρευσης τοιχοποιίας λόγω κυψέλωσης.
John Ashurst, Francis G Dimes [1991], 157. Λαμπρόπουλος Β. [1993], 80. 59 Λαμπρόπουλος Β. [1993], 82. 57 58
33
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
μοκρασιακή) διαβάθμιση στο πάχος του τοίχου. Συνήθως θερμότερος και πλούσιος σε υδρατμούς αέρας από το εσωτερικό διαχέεται μέσα στον τοίχο και όταν φτάσει σε θέσεις όπου η θερμοκρασία είναι κάτω από το σημείο δρόσου, εκδηλώνεται συμπύκνωση. 60 Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, προκύπτει ότι το νερό συμμετέχει στους περισσότερους μηχανισμούς φθοράς, τόσο των σύγχρονων δομικών υλικών, όσο και των υλικών των μνημείων. Το νερό, μέσω διαφόρων μηχανισμών είναι υπεύθυνο για τις φθορές, που προκαλούνται στα ιστορικά δομικά υλικά. Ειδικότερα, οι απώλειες μάζας μιάς ιστορικής τοιχοποιίας ενός παράκτιου οχυρού και ιδίως η κατάρρευση των τειχών δείχνουν να έχουν ως αφετηρία φυσικά αίτια καταστροφής. Το φαινόμενο προφανώς ξεκινάει με την απόπλυση του συνδετικού κονιάματος, αρχικά στην επιφάνεια και εν συνεχεία σε μεγαλύτερο βάθος. Η απώλεια του κονιάματος οδηγεί σε ετοιμορροπία των λίθων, οι οποίοι χάνουν τη συνάφειά τους. Το φαινόμενο της απόπλυσης των συνδετικών ιστορικών κονιαμάτων πρέπει να αποδοθεί στους περιβαλλοντικούς παράγοντες φθοράς και κυρίως στην υγρασία, στη βροχή και φυσικά στο θαλασσινό νερό. Η κατακράτηση ύδατος στις χαμηλότερες στάθμες των τειχών συμβάλει στη συνεχή διαβροχή και αποσάθρωση των κονιαμάτων. Επιπλέον, η παρουσία ριζών και μικρών φυτών ή δένδρων εντός των αρμών, δημιουργεί ως έναν βαθμό μηχανικές τάσεις διάρρηξης και εξώθησης των κονιαμάτων. Ας σημειωθεί ότι η υγρασία ευνοεί την ανάπτυξη της ανεπιθύμητης βλάστησης και αντιστρόφως, η επιτοίχια βλάστηση συμβάλλει στην κατακράτηση του ύδατος. 2. 3. Μηχανισμοί διάβρωσης παράκτιων οχυρών. Οι παράκτιες περιοχές αποτελούν τα πιο πολύπλοκα και κυρίως τα πιο ευάλωτα και ευαίσθητα φυσικά οικοσυστήματα που η διαχείρισή τους παρουσιάζει αρκετά προβλήματα και δυσκολίες. Και αυτό γιατί, ο παράκτιος χώρος εντοπίζεται στην πιο ευαίσθητη περιβαλλοντικά ζώνη μεταξύ ξηράς και θάλασσας όπου ισχύουν διαφορετικές συνθήκες. 61 Πιο συγκεκριμένα, στις ακτές πραγματοποιείται η συνάντηση του χερσαίου με το υδάτινο θαλάσσιο στοιχείο με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Υπάρχει επομένως μια ιδιαιτερότητα στις περιοχές αυτές, η οποία επιβάλλει και την ανάλογη αντιμετώπιση σε ότι αφορά τα ζητήματα προστασίας και ανάπτυξή τους. Όπως αναφέραμε οι δράσεις, που οδηγούν στη διάβρωση των δομικών υλικών μιάς ιστορικής κατασκευής είναι φυσικές, μηχανικές, 60 61
Λαμπρόπουλος Β. [1993], 83. Marotta A., Spallone R. [2017], 362.
34
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
χημικές, ηλεκτροχημικές και βιολογικές. Οι δράσεις αυτές, δεν εμφανίζονται απαραίτητα όλες μαζί, καθώς μπορεί να επιδρά μία από αυτές ή κάποιες να έχουν μηδαμινές επιπτώσεις, ανάλογα με το υλικό και τις συνθήκες. Στην περίπτωση των παράκτιων οχυρών ισχύουν τα ακόλουθα: Μηχανικές δράσεις: •
•
•
Πήξη νερού. Τριχοειδής αναρρίχηση. Απορρόφηση: Αν και είναι πολύ σπάνια και ειδικά στη περιοχή της μεσογείου, η πήξη του νερού αποτελεί μια από τις μηχανικές δράσεις διάβρωσης των υλικών, κυρίως όταν η θερμοκρασία είναι κάτω από το μηδέν. Το νερό που απορροφάται από τα υλικά, είτε με βροχή, είτε με τριχοειδή αναρρίχηση, σε χαμηλές θερμοκρασίες γίνεται πάγος και διογκώνεται έως 10%. Η διόγκωση δημιουργεί πιέσεις στα τοιχώματα των πόρων, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η μηχανική αντοχή των υλικών, λόγω της συνεχούς πήξης – τήξης – πήξης. Τα δομικά υλικά ρηγματώνονται, ενώ παρατηρείται και απολέπιση της επιφάνειας.62 Η ποσότητα του νερού, που απορροφάται εξαρτάται από το ολικό πορώδες, την κατανομή των πόρων και τη γεωμετρία τους. Το μέγεθος των αλλοιώσεων του υλικού εξαρτάται από τις παραπάνω ιδιότητες. Άλατα και τριχοειδής αναρρίχηση: Το νερό κατά την τριχοειδή αναρρίχησή του μεταφέρει ποσότητες αλάτων. Η παρουσία ισχυρών ηλεκτρολυτών δυσκολεύει τη διείσδυση του νερού στους πόρους, λόγω της αύξησης της επιφανειακής τάσης. Ωστόσο, τα άλατα εισέρχονται στο εσωτερικό των πόρων και δημιουργούν τάσεις στα τοιχώματά τους (εικ. 21).63 Ψηγματοβολή: Τα αιωρούμενα σωματίδια του αέρα, διαμέτρου πάνω από 500 nm, συγκρούονται στις επιφάνειες των υλικών των ιστορικών κατασκευών. Αποτέλεσμα
Εικ. 21: Συγκέντρωση αλάτων στην επιφάνεια της τοιχοποιίας.
Εικ. 22: Ψηγματοβολή.
John Ashurst, Francis G. Dimes [1991], 154-155. John Ashurst, Francis G Dimes [1991], 156. 64 Μανίτα Π., Πανταζοπούλου Σ. [2001], 333-334. 62 63
35
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
αυτής της δράσης είναι η αλλοίωση των υλικών, λόγω της φυσικής αμμοβολής. 64 Αυτός ο τρόπος διάβρωσης παρατηρείται και κατά την πρόσκρουση κυμάτων στην τοιχοποιία, που μέσα στο νερό υπάρχει μεγάλη ποσότητα άμμου. Φυσικοί παράγοντες: Εκτός από την φυσική γήρανση των δομικών υλικών στην κατηγορία αυτή ανήκουν επίσης, οι κλιματολογικοί παράγοντες, οι σεισμοί αλλά και οι πυρκαγιές εξαιτίας θερμοκρασιακών μεταβολών. Οι πιο σημαντικοί κλιματολογικοί παράγοντες είναι η βροχή, ο αέρας και οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας. Στα φυσικά αίτια περιλαµβάνονται η φυσική γήρανση λόγω θερµικών διαστολών και συστολών επί µακρό χρονικό διάστηµα, αλλά και τα σχετιζόµενα µε την κίνηση του νερού στη φύση. Οι σεισμοί και οι θερμοκρασιακές διακυμάνσεις είναι παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την γεωμετρία ενός μνημείου. Τέτοιου είδους αλλαγές μπορούν να διαταράξουν την ισορροπία της ιστορικής κατασκευής, προκαλώντας ακόμη και την κατάρρευσή της (εικ. 23). 65 Τονίζεται εδώ ότι τα έκτακτα φαινόμενα, όπως οι σεισμοί ή τα ακραία καιρικά φαινόμενα, ενεργούν βλαπτικώς, κυρίως σε ήδη καταπονημένες κατασκευές από άλλα αίτια, τα οποία προηγούνται και συνήθως είναι ενδογενή.
Εικ. 23: Κατάρρευση ολόκληρης της τοιχοποιίας, λόγω έντονης σεισμικής δραστηριότητας.
Βιολογικές δράσεις: Πολλά αυτοτροφικά και ετεροτροφικά βακτήρια, φύκη και μύκητες διαβρώνουν τις επιφάνειες των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών. Ορισμένα δρουν απευθείας στα πετρώματα, ενώ άλλα χρησιμεύουν ως τροφή καταστρεπτικών μικροοργανισμών. 66 Οι μικροοργανισμοί είναι ζωικοί ή φυτικοί και αποτίθενται στις επιφάνειες των συγκεκριμένων μνημείων είτε απευθείας από την θάλασσα είτε από τον αέρα και τα φυτά, όπου οι σπόροι Κορρές Μ., Μπούρας Χ. [1983], 595. Σκουλικίδης Θ. [2000], 71. 67 John Ashurst, Francis G Dimes [1991], 108. 65 66
36
Εικ. 24: Αποικισμός από μικροχλωρίδα (μύκητες, φύκια, λειχήνες) και βακτήρια.
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
τους ρίζωσαν στις επιφάνειες ή από ζώα σε επιφάνειες κοντά στο έδαφος (εικ. 24). Υπολογίζεται ότι 106 κύτταρα αποτίθενται από τον αέρα ανά m2 και ημέρα. Ορισμένοι μικροοργανισμοί δεν βρίσκονται σε άμεση επαφή με τα πετρώματα, αλλά αναπτύσσονται σε ένα βιολογικό στρώμα άλλων «φωτοτροφικών» μικροοργανισμών. Επιπλέον, οι μικροοργανισμοί αυτοί μπορεί να χρωματίζουν τις επιφάνειες πράσινες ή μαύρες ή καστανέρυθρες και με την ανάπτυξή τους σε ρωγμές, οδηγούν σε αποφλοιώσεις και φλύκταινες.67 Εκτός από αυτά τα είδη βακτηριδίων, υπάρχουν και τα «χημειολιθοτροφικά», τα οποία οδηγούν σε γυψοποίηση της επιφάνειας των πετρωμάτων και με τη βροχή δρουν διαλυτικά στα πετρώματα αυτά. Τα «νιτροοξειδωτικά» βακτήρια οξειδώνουν την αμμωνία, που βρίσκεται πάνω στα πετρώματα και με τη βροχή διαλύουν τα ασβεστιτικά υλικά και τα μάρμαρα με τη μορφή βελονισμών.68
Εικ. 25: Έντονα διαβρωμένη τοιχοποιία λόγω κυματισμού.
∆ιάβρωση µε µηχανική καταπόνηση (λόγω κυματισμού): Είναι το πλέον καταστροφικό, από άποψη αποτελέσµατος που επιφέρει το είδος αυτό της διάβρωσης. Παρατηρείται όταν, σε επιφάνειες µε εσοχές, από βελονισµούς ή µηχανικές κακώσεις, ασκούνται εξωτερικές φορτίσεις από τα θαλάσσια κύματα, που προκαλούν ψαθυρή θραύση ολόκληρου του τμήματος της τοιχοποιίας, που βρίσκεται σε άμεση επαφή με το νερό της θάλασσας (εικ. 25).69 Στην αρχή της ρωγµής, παρουσιάζεται συγκέντρωση τάσεων, µε αποτέλεσµα στην περιοχή αυτή η διάβρωση να είναι 10 περίπου φορές εντονότερη από τη διάβρωση στις
Εικ. 26: Υπολλείματα βλαβών από μάχες.
John Ashurst, Francis G Dimes [1991], 108-109. Λαμπρόπουλος Β. [1993], 124-125. 70 Μανίτα Π., Πανταζοπούλου Σ. [2001], 335. 68 69
37
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
πλευρές της. Έτσι, λαµβάνει χώρα ταχεία διάδοση της ρωγµής, µε αποτέλεσµα την κατάρρευση της τοιχοποιίας. Οι εσοχές, λοιπόν, που σχηµατίζονται λόγω διάβρωσης, αποτελούν επικίνδυνες περιοχές για την έναρξη ρωγµών. 70 Ανθρωπογενείς παράγοντες: Τέλος, διάβρωση στα φυσικά υλικά προκαλεί και ο ανθρώπινος παράγοντας (εικ. 26), όπως είναι, οι κακές επεµβάσεις και οι παρενέργειες διαφόρων παλαιών αλλά και νεότερων υλικών που έχουν χρησιµοποιηθεί στα δοµικά υλικά των µνηµείων, τα αποτελέσματα πολεμικών γεγονότων τα οποία έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους επάνω στις ιστορικές κατασκευές, η χρησιμοποίηση τμημάτων από τα μνημεία ως λατομεία οικοδομικών υλικών καθώς και η μεγάλη επισκεψιμότητα σε αυτά, εάν δεν έχουν ληφθεί μέτρα προστασίας του μνημείου.71 2. 4. Είδη διάβρωσης. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι από τη στιγμή που διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν την φθορά των ιστορικών δομικών υλικών όπως είναι η πέτρα, λειτουργούν αντίστοιχα και διάφοροι μηχανισμοί φθοράς. Κατά καιρούς αρκετοί μελετητές έκαναν προσπάθειες ομαδοποίησης αυτών των μηχανισμών φθοράς, έτσι ώστε να μπορούν οι μελέτες τους να αποτελούν εργαλεία στα χέρια των συντηρητών μνημείων. Ωστόσο μια τέτοια διάκριση είναι αρκετά δύσκολη αφού κάθε μνημείο αποτελείται από διαφορετικό τύπο πετρωμάτων και βρίσκεται σε διαφορετικό περιβάλλον, αποτελώντας ουσιαστικά μια μοναδική περίπτωση κάθε φορά. Τα βασικά είδη διάβρωσης, που πραγµατοποιούνται, κατά περίπτωση, στα διάφορα είδη διαβρωτικού περιβάλλοντος για τα διάφορα υλικά διακρίνονται στα ακόλουθα:72 • •
71 72
Ομοιόμορφη ή γενική διάβρωση: Η διάβρωση κατά την οποία στην επιφάνεια του υλικού δημιουργείται ένα ομοιόμορφο στρώμα προϊόντος διάβρωσης (εικ. 27) ή όταν πραγματοποιείται μια περίπου ομοιόμορφη διάλυση της επιφάνειας (εικ. 28). Διάβρωση με βελονισμούς: Αφορά την περίπτωση εκλεκτικού τοπικού σχηματισμού προϊόντος διάβρωσης (εικ. 29), ακόμη και όταν το υλικό είναι καλυμμένο με τα προϊόντα της διάβρωσης ή με προστατευτικά υλικά, ή για εκλεκτική τοπική διάλυση της
Κορρές Μ., Μπούρας Χ. [1983], 595. Λαμπρόπουλος Β. [1993], 44-48.
38
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
Εικ. 27: Συμπαγής εναπόθεση χρωματισμένης κρούστας, αλλάζοντας την μορφολογία της πέτρινης επιφάνειας.
Εικ. 29: Μορφολογική αλλαγή της επιφάνειας της πέτρας, λόγω μερικής ή επιλεκτικής διάβρωσης, στρογγυλοποίηση των άκρων.
Εικ. 31: Ψαθυρή θραύση τμημάτων, λόγω έντονης σεισμικής δραστηριότητας, Palace Tomb, Πέτρα / Ιορδανία.
Εικ. 28: Ομοιόμορφη απώλεια υλικού πέτρας, παράλληλα με την επιφάνεια της, λόγω απολέπισης.
Εικ. 30: Εκλεκτική τοπική διάλυση της επιφάνειας, βελονισμός.
Εικ. 32: Σπηλαιώδης μηχανική διάβρωση, με την δημιουργία κρατήρων.
39
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
•
•
επιφάνειας (βελονισμοί) (εικ. 30). Διάβρωση με μηχανική καταπόνηση (που οδηγεί σε ψαθυρή θραύση): Αυτό το είδος διάβρωσης είναι το πιο επιβλαβές από την άποψη του αποτελέσματος, οδηγώντας σε εξαιρετικά μεγάλες καταστροφές. Όταν από διάβρωση με βελονισμούς ή μηχανικές κακώσεις δημιουργηθεί εσοχή στην επιφάνεια τμήματος του υλικού, τότε μπορεί να λάβει χώρα ψαθυρή θραύση ολόκληρου του τμήματος (εικ. 31). Σπηλαιώδης μηχανική διάβρωση: Δημιουργούνται εσοχές, σπήλαια ή κρατήρες από τοπική εξάχνωση υλικού, εξαιτίας της δημιουργίας υποπίεσης (εικ. 32). Εμφανίζεται στην περίπτωση ροής ρευστών σε σωλήνες, έντονης βροχής, ποτάμιου ρεύματος σε επαφή με το υλικό κλπ.
Μπορούµε να διακρίνουµε και άλλα είδη διάβρωσης, όµως όλα µπορούν να αναχθούν στα τέσσερα παραπάνω. Οι άλλοι χαρακτηρισµοί που χρησιµοποιούνται στη συντήρηση, όπως ρηγµάτωση, παραμόρφωση, αποφλοίωση, απολέπιση, αποσάθρωση, δημιουργία κρούστας, αποχρωματισμός, βιολογικός αποικισμός κ.α., δεν είναι είδη διάβρωσης, αλλά συνέπειες της. Τέλος, είναι βασικό να σημειωθεί ότι πρακτικά δεν υπάρχει υλικό που να μη διαβρώνεται. Η διάβρωση πραγματοποιείται σε οποιοδήποτε περιβάλλον, ακόμη και χωρίς άμεση επαφή των υλικών με τα συστατικά του διαβρωτικού περιβάλλοντος, όπως στη περίπτωση μας είναι ο παράκτιος χώρος. Το περιβάλλον επηρεάζει ποσοτικά το φαινόμενο, δηλαδή την ταχύτητα του και το είδος των προϊόντων διάβρωσης.
40
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
2. 5. Φωτογραφική τεκμηρίωση μηχανισμών διάβρωσης παράκτιων οχυρών.
Εικ. 33: Σχηματισμός παχιάς και συμπαγούς σκουρόχρωμης κρούστας από εξωγενείς αποθέσεις.
Εικ. 35: Μορφολογική αλλαγή τμημάτων της τοιχοποιίας λόγω ομοιόμορφης ή επιλεκτικής διάβρωσης, όπως απολέπιση, κυψέλωση και στρογγυλοποίηση των άκρων.
Εικ. 34: Τριχοειδής αναρρίχηση και συγκέντρωση αλάτων στην επιφάνεια της πέτρας.
41
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
Εικ. 36: Κατάρρευση τμήματος της τοιχοποιίας, λόγω έντονης σεισμικής δραστηριότητας στην περιοχή.
42
Εικ. 37: Απώλεια μεγάλου τμήματος της εξωτερικής παρείας της τοιχοποιίας, λόγω της φυσικής γήρανσης και αποσάθρωσης των ιστορικών συνδετικών κονιαμάτων.
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
Εικ. 38: Βιολογικός απικοισμός, ανάπτυξη φυτών επάνω και μέσα στα πετρώματα της τοιχοποιίας.
Εικ. 40: Έντονη βλάστηση επάνω στην ιστορική τοιχοποιία.
Εικ. 39: Αποικισμός από μικροχλωρίδα και βακτήρια.
43
“μηχανισμοί διάβρωσης των δομικών υλικών των παράκτιων οχυρών”
Εικ. 41: Κατεστραμμένη οχυρωματική γραμμή από τα ορμητικά νερά της Μεσογείου.
44
Εικ. 42: Βομβαρδισμένος επιθαλάσσιος πύργος από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
錃 鰃괃 섃뼃숃
嬀 鄃쀃뼃먃 넃쐃 갃쌃쐃 넃쌃뜃 먃 넃뤃 쌃씃봃 쐃 긃섃뜃쌃뜃 쀃넃섃갃먃 쐃 뤃 줃봃 뼃윃씃섃츃봃 崀
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
3. Αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών. Όσον αφορά τα θέματα προστασίας των παράκτιων οχυρών, είναι προφανές ότι αρχικά πρέπει να γνωρίζουμε το είδος των μνημείων που έχουμε απέναντι μας, καθώς και τις ανάγκες τους διαμέσου μιας καταγραφής και αξιολόγησης της υπάρχουσας κατάστασης τους. Η γνώση αυτή θα αποτελέσει μελλοντικά την απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ενέργεια, που σκοπό θα έχει τη συντήρηση και ανάδειξη αυτών των μνημείων.73 Οι οχυρώσεις έχουν την ιδιαιτερότητα να εμφανίζουν, μεταξύ των άλλων, κατασκευαστικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα διατήρησης, γιατί σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν προκειμένου ν’ αντέξουν σε δύσκολες συνθήκες και για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.74 Με την αποκατάσταση και την συντήρηση διατηρούνται τα υλικά κατάλοιπα, είτε επιβραδύνοντας τις διαδικασίες φθοράς τους, είτε αποκαθιστώντας τη μορφή τους, ώστε να γίνουν κατανοητά από το κοινό. Γι' αυτό το λόγο, η προστασία των καταλοίπων της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, όπως άλλωστε και κάθε άλλου μνημείου, πρέπει να είναι βασική υποχρέωση, ακόμη και όταν οι συνθήκες δεν επιτρέπουν ολοκληρωμένες επεμβάσεις. 3. 1. Βασικοί ορισμοί και αρχές αποκατάστασης – δεοντολογία επεμβάσεων. Οι ενέργειες που γίνονται σε μία οχύρωση και γενικότερα σε ένα μνημείο για την αντιµετώπιση της φθοράς των υλικών του, τη διάσωση και τη διατήρησή του είναι οι εξής: Συντήρηση, Αποκατάσταση, Ανακατασκευή, Αναστήλωση. Κάθε ένας από τους όρους αυτούς περιλαµβάνει και διαφορετικής φύσης και σηµασίας εργασίες. Βρίσκονται εξάλλου σε µια κλιµάκωση µεταξύ τους και εφαρµόζονται ανάλογα µε την παλαιότητα και την ιστορικότητα, ανάλογα µε τις ανάγκες και τις αισθητικές αξίες του κτίσµατος. Γι' αυτό το λόγω είναι σκόπιμο να γίνουν από την αρχή ορισμένες διευκρινίσεις της σχετικής με τις αποκαταστάσεις ορολογίας: 75 • Συντήρηση (Conservation): Με τον όρο συντήρηση νοούνται συνεχείς επί μέρους αποκαταστάσεις που δεν αλλοιώνουν την μορφή και τη δομή του μνημείου και οι οποίες αποβλέπουν στην άρση των αποτελεσμάτων της φυσικής φθοράς. Λιανός Ν. [2012], 289. Λιανός Ν. [2012], 289. 75 Μπούρας Χ. [1982], 4-6. 73 74
47
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
•
Αποκατάσταση (Restoration): Συχνά γίνεται χρήση του όρου αποκατάσταση, με το νόημα της επαναφοράς ενός μνημείου στην αρχική του μορφή. Η έννοια όµως του όρου στηρίζεται σε µια επιστηµονική βάση (παρατήρηση – καταγραφή – ανάλυση – σύνθεση) µε σκοπό να αναδείξει το αρχιτεκτονικό έργο και το περιβάλλον του ως έργο τέχνης. Αυτό σηµαίνει σεβασµός του παρελθόντος, δηλαδή της ιστορικότητας µε τη διατήρηση όλων των αξιόλογων φάσεων και ταυτόχρονα σεβασµός των µελλοντικών γενεών, κάνοντας επεµβάσεις εύκολα αναγνωρίσιµες και όσο το δυνατόν αντιστρέψιµες (εικ. 43). Τη διατύπωση της έννοιας της αποκατάστασης τη βρίσκουµε στο (άρθρο 9) του Χάρτη της Βενετίας: «Η διαδικασία της αποκατάστασης είναι µια επέµβαση υψηλής εξειδίκευσης που επιβάλλεται να γίνεται κατ’ εξαίρεση. Έχει ως στόχο να διατηρήσει και να αποκαλύψει τις αισθητικές αξίες του µνηµείου και βασίζεται στο σεβασµό της αρχικής του υπόστασης και των αυθεντικών του στοιχείων. Σταµατάει στο σηµείο που αρχίζουν να υπάρχουν υποθέσεις. Πέρα από αυτό το σηµείο οποιαδήποτε εργασία, που ενδεχoµένως θα θεωρηθεί απαραίτητη για αισθητικούς ή τεχνικούς λόγους, θα πρέπει να διαχωρίζεται από την αρχική αρχιτεκτονική σύνθεση και να φέρει τη σφραγίδα της εποχής µας. Θα πρέπει να είναι εύκολα αναγνωρίσιµη».76
•
•
76
Ανακατασκευή (Reconstruction): Όταν η αποκατάσταση ενός μνημείου γίνεται σε μεγάλο ποσοστό με την προσθήκη νέων αρχιτεκτονικών μελών και νέων υλικών, τότε γίνεται λόγος για ανακατασκευή. Αναστήλωση (Anastylosis): Ο όρος αναστήλωση αποτελεί µια εξειδικευµένη µορφή αποκατάστασης κλασικών μνημείων ή αρχαιολογικών οικοδομικών ευρημάτων. Πρόκειται ουσιαστικά για την επανατοποθέτηση στην αρχική τους θέση αυθεντικών αρχιτεκτονικών μελών χωρίς, όπου είναι δυνατόν, τη χρήση σύγχρονων κονιαμάτων και άλλων συνθετικών υλικών (εικ. 44).
Μπούρας Χ. [1982], 43.
48
Εικ. 43: Αποκατάσταση ιστορικής τοιχοποιίας.
Εικ. 44: Αναστήλωση Παρθενώνα.
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί και ο όρος μνημείο, δηλαδή κάθε στοιχείο που αντιλαμβανόμαστε, το οποίο αποτελεί τεκμήριο του ιστορικού παρελθόντος, σαν έργο που αντικατοπτρίζει το επίπεδο του πολιτισμού της κάθε εποχής. Μέσα σε αυτή την έννοια συμπεριλαμβάνονται στοιχεία, που ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες, όπως ιστορικά, λογοτεχνικά, καλλιτεχνικά και αρχιτεκτονικά. Η διατήρηση των μνημείων ενισχύει σημαντικά την ύπαρξη και τη διατήρηση της εθνικής μνήμης, αφού τα μνημεία είναι μάρτυρες της ιστορίας του έθνους.77 Είναι φανερό, λοιπόν, ότι το κάθε μνημείο χαρακτηρίζεται από μοναδικότητα και έχει “αναντικατάστατη αξία” είτε λόγω της ιδιότητας του σαν έκφραση ενός πολιτισμού και μιας καλλιτεχνικής αξίας είτε σαν ιστορικό στοιχείο και πολιτιστικό αγαθό που πρέπει να απευθύνεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων.78 Έτσι η εξέλιξη της αντίληψης για τα μνημεία έπεισε για την μοναδικότητα και το αναντικατάστατο τους καθώς και για την αξία των πραγματικών στοιχείων τους. Αυτο μαζί με τους κινδύνους που άρχισαν να τα απειλούν ταυτόχρονα με αυτούς της φυσιολογικής φθοράς, δημιούργησε την ανάγκη για προστασία των ιστορικών κατασκευών και διάσωση τους ώστε να παραμείνουν σαν μάρτυρες του παρελθόντος, για τις μελλοντικές γενιές. Επομένως, οι οχυρώσεις όλων των ιστορικών περιόδων, κάθε μεγέθους και σημασίας, κατέχουν μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα άλλα μνημεία ενός τόπου. Απομονωμένες σήμερα στην ύπαιθρο χώρα, σε απόκρημνα, απρόσιτα μέρη ή νησίδες ιστορικής μνήμης μέσα ή κοντά σε οικιστικά - πολεοδομικά σύνολα, είναι η μαρτυρία της ιστορίας του τόπου, της αρχής και του τέλους μιας ιστορικής περιόδου, είναι η απόδειξη της ιστορικής συνέχειας και της ιστορικής σημασίας ενός τόπου και ενός λαού. 79 Αρχές αποκατάστασης – δεοντολογία επεμβάσεων: 80 •
Οι επεμβάσεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται, εφόσον έχει προηγηθεί πλήρης τεκμηρίωση της ιστορικής κατασκευής, με ιδιαίτερη προσοχή στα ιστορικά στοιχεία που το απαρτίζουν. Η διαδικασία των εργασιών επέμβασης, τα υλικά που απομακρύνονται και τα νέα υλικά που εισάγονται πρέπει να καταγράφονται πλήρως.
Στεριωτού Ι. [1999], 50. Μπούρας Χ. [1982], 29-30. 79 Στεριωτού Ι. [1999], 49. 80 Σκουλικίδης Θ. [2000], 29-45. 77 78
49
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
•
• • •
Η συμβατότητα των νέων και των παλαιοτέρων υλικών και δομικών συστημάτων είναι απαίτηση που θα εξασφαλίσει την σωστή λειτουργία και συμπεριφορά της ιστορικής κατασκευής. Χρήση υλικών ιδίας φύσεως με τα ιστορικά πρέπει να προτιμάται, εάν κρίνεται ότι το δομικό σύστημα θα λειτουργήσει ασφαλώς υπό οποιαδήποτε καταπόνηση. Η χρήση νέων υλικών προς αντικατάσταση παλαιότερων τα οποία δεν είναι δυνατόν να βρεθούν στην σύγχρονη εποχή ή αποκλείονται από την νομοθεσία, πρέπει να γίνεται με πολύ μεγάλη προσοχή, καθώς η μακροχρόνια απόδοση τους δεν έχει εξακριβωθεί. Οι επεμβάσεις πρέπει να περιορίζονται στις ελάχιστες απαιτούμενες, καθώς εκτενείς επεμβάσεις ενδέχεται να απαλείψουν ιστορικούς μάρτυρες της κατασκευής και να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα της. Οι επεμβάσεις, εάν είναι δυνατόν από τεχνικής απόψεως, πρέπει να είναι αναστρέψιμες. Οι παραδοσιακές τεχνικές πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό και σωστή αξιολόγηση της επινοητικότητας και της γνώσης των παραδοσιακά μαστόρων.
3. 2. Τεχνικές επέμβασης με παραδοσιακές μεθόδους αποκατάστασης. Οι διάφορες τεχνικές επεμβάσεων, ανάλογα με το ποσοστό ενσωμάτωσής τους στην ιστορική κατασκευή της οχύρωσης και την ευκολία ή δυσκολία αφαίρεσής τους από αυτή (βαθμός αναστρεψιμότητας), μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τις ήπιες και τις δραστικές. Ήπιες επεμβάσεις χαρακτηρίζονται εκείνες, που δεν ενσωματώνονται σε μεγάλο ποσοστό στο υπόστρωμα και μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν. Δραστικές, χαρακτηρίζονται οι επεμβάσεις με υψηλό ποσοστό ενσωμάτωσης στο υπόστρωμα ενώ η αφαίρεσή τους είναι δύσκολη έως και αδύνατη.81 Σε περιπτώσεις όπου η λιθοδομή εμφανίζει σημαντικές βλάβες (διαμπερείς ρωγμές, φαινόμενο σύνθλιψης, προχωρημένη διάβρωση των υλικών, αποδιοργάνωση της λιθοδομής, κατάρρευση της τοιχοποιίας, κτλ), ενδείκνυται η απομάκρυνση/ καθαίρεση των υλικών της περιοχής που έχει υποστεί βλάβη και η σταδιακή ανακατασκευή της. Η μέθοδος πρέπει να εκτελείται βήμα προς βήμα, επεμβαίνοντας σε μικρές περιοχές κάθε φόρα, το εύρος των οποίων καθορίζεται από την φέρουσα ικανότητα της λιθοδομής. Πρέπει κατά την διάρκεια των εργασιών να μην προκαλούνται διαφοροποιήσεις στην κατανομή των φορτίων και στην λειτουργία της τοιχοποιίας. Κατά συνέπεια, σε τέτοιες εργασίες επέμβασης, η εργασία περιορίζεται σε μικρές περιοχές. 82 Αφού αποκατασταθεί η μια περιοχή, οι εργασίες μεταφέρονται σε άλλο τμήμα της τοιχοποιίας σε ικανή απόσταση από την πρώτη περιοχή επέμβασης. Αναλυτικά οι επεμβάσεις είναι : 81 82
Καμπούρη Ε. [2000], 47-59. Πασιοπούλου Μ., Ηλιόπουλος Δ. [2011], 44.
50
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
Σφράγισμα ρωγμών και αρμών:83 •
•
•
Βαθύ αρμολόγημα: Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται σε λιθοδομές μικρού πάχους (< 0.004 m) ή πλινθοδομές, που παρουσιάζουν ρηγματώσεις μέχρι 0,1 m. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου εξαρτάται από τον βαθμό αποκατάστασης του υπάρχοντος κονιάματος χαμηλής αντοχής και από το νέο κονίαμα υψηλής αντοχής. Γενικά, έχουμε τοπική αύξηση της αντοχής του τοίχου (εικ. 45). Συρραφή μεγάλων ρωγμών: Η τεχνική αυτή εφαρμόζεται σε περιπτώσεις μεγάλων ρωγμών, που εκτείνονται οριζόντια, κατακόρυφα ή διαγώνια στην επιφάνεια του τοίχου. Με την τεχνική αυτή αυξάνεται η διατμητική αντοχή της τοιχοποιίας, ενώ προκαλείται γενικά αλλοίωση της εξωτερικής όψης του τοίχου. Για τη συρραφή των ρωγμών γίνεται συνήθως χρήση χάλυβα και σκυροδέματος υψηλής αντοχής τοπικά σε ειδικούς αύλακες (εικ. 46). Ενέσεις σε ρωγμές: Όταν το εύρος των ρωγμών της τοιχοποιίας δεν υπερβαίνει τα 0,01 m. ή και σε τοιχοποιίες μεγαλύτερου πάχους, εφαρμόζεται η μέθοδος των ενέσεων. Η τεχνική αυτή οδηγεί σε αποκατάσταση της αρχικής αντοχής της τοιχοποιίας. Έτσι, αναμένεται να υπάρξει βελτίωση στα μηχανικά χαρακτηριστικά της τοιχοποιίας, την αντοχή σε θλίψη, εφελκυσμό και κάμψη, την ακαμψία, το μέτρο ελαστικότητας. Σε περιπτώσεις, όπου επιδιώκεται με το ένεμα, που εισάγεται στη μάζα της τοιχοποιίας, η πλήρωση όχι μόνο των ενδεχόμενων ρωγμών αλλά και όλων των κενών στο εσωτερικό της, τότε πρόκειται για την τεχνική της ομογενοποίησης της μάζας (εικ. 47). Τα γενικά ενέματα που θα χρησιμοποιηθούν θα έχουν ως βάση της υδραυλική άσβεστο.
Στις ιστορικές κατασκευές όπως είναι εδώ τα παράκτια οχυρά, παρά την καλή ποιότητα του δομικού υλικού που αρχικά χρησιμοποιήθηκε, αλλά και την καλή γενικά κατασκευή των τοιχοποιιών, η φθορά που παρατηρείται εξαιτίας της άμεσης γειτνίασης των συγκεκρι83
Εικ. 45: Η μέθοδος αρμολογήματος.
Εικ. 46: Συρραφή τοιχοποιίας.
Μπούρας Χ. [1982], 93-96.
51
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
μένων μνημείων με τη θάλασσα, που στην κυριολεξία τα “λούζει” όταν φυσούν άνεμοι, είναι εντυπωσιακή. Έτσι περιοχές με αποσαθρωμένο κονίαμα δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Η διαδικασία αρμολόγησης, είναι επίπονη, ίσως όχι τόσο όσον αφορά στην τεχνική, αλλά κυρίως όσον αφορά στην δημιουργία του κατάλληλου κονιάματος. Προκαταρκτική έρευνα είναι απαραίτητη προκειμένου να καθοριστεί εάν το προτεινόμενο κονίαμα ταιριάζει ως προς τις ιδιότητες και ως προς το οπτικό αποτέλεσμα με το ιστορικό κονίαμα. Ο καθορισμός αυτός προκύπτει από εργαστηριακούς ελέγχους σε δείγματα του ιστορικού κονιάματος τα οποία δεν έχουν υποστεί διάβρωση. Η γνώση των ιστορικών τεχνικών κατασκευής και ο εργαστηριακός προσδιορισμός της αντοχής και των ιδιοτήτων των λιθοσωμάτων, συνδυαστικά με την εργαστηριακή ανάλυση των συστατικών του ιστορικού κονιάματος καθορίζουν την επιλογή του κατάλληλου κονιάματος, ταυτόχρονα με την διατήρηση της ιστορικής εμφάνισης της κατασκευής. 84
Εικ. 47: Διάταξη σωληνίσκων ενέματος.
Συνήθως η πιο χρήσιμη πληροφορία που προκύπτει από τα εργαστηριακά αποτελέσματα, αφορά στην ταυτοποίηση της άμμου, γεγονός που επιτρέπει μια σχετική ακρίβεια στην αναπαραγωγή του χρώματος και της υφής του ιστορικού κονιάματος. Τα τελευταία έτη αποφεύγεται γενικώς η χρήση τσιμέντου στα νέα κονιάματα, καθώς αυτό θεωρείται υπεύθυνο για τη διασπορά διαλυτών αλάτων στα αυθεντικά υλικά.85 Καθαίρεση και τοπική ανακατασκευή: Εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η τοιχοποιία παρουσιάζει τοπικό “καμπούριασμα”, είτε στη μια πλευρά είτε και στις δύο (εικ. 48). Επίσης εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που υπάρχει κατάρρευση γωνιών είτε στο πάνω μέρος είτε στο κάτω. Η ανακατασκευή της τοιχοποιίας γίνεται με χρήση άφθονου χυτού τσιμεντοκονιάματος και με χρήση νέων λίθων Σκουλικίδης Θ. [2000], 33-38. Σκουλικίδης Θ. [2000], 37-38. 86 Θεοδωρίδης Χ. [2006], 61. 84 85
52
Εικ. 48: “Καμπούριασμα” τοιχοποιίας. Ξανακτίσιμο και τμηματικό γέμισμα του κενού με τσιμεντοκονίαμα.
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
αν οι παλιοί κρίνονται ακατάλληλοι. Με τον τρόπο αυτό ανακτάται και εν μέρει αυξάνεται τοπικά η αντοχή της τοιχοποιίας στην ανακατασκευασμένη περιοχή.86 Ανάκτηση τμημάτων που έχουν καταρρεύσει: Εάν έχει υπάρξει κατάρρευση τμήματος της τοιχοποιίας, που οφείλεται σε βιολογικούς ή φυσικούς παράγοντες και τα ερείπια βρίσκονται στο έδαφος, δεν υπάρχει λόγος να μην αποκατασταθεί η καταστροφή. Η τοιχοποιία θα πρέπει να ξαναχτιστεί με παρόμοια κατασκευαστική λογική και ύφος, λαμβάνοντας υπόψη το σχήμα της πέτρας, τον τρόπο χτισίματος καθώς και την κατάλληλη συνδετική κονία που θα χρησιμοποιηθεί (εικ. 49, 50). Για την περαιτέρω ενίσχυση της τοιχοποιίας είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί συρραφή των λιθοσωμάτων με μεταλλικές λάμες ή τζινέτια καθώς και με την προσθήκη ελκυστήρων. 87 Γενικά σε τέτοιες περιπτώσεις, η παρακολούθηση του έργου προϋποθέτει εξειδικευμένες γνώσεις, αλλά και τη χρήση εξειδικευμένου λεξιλογίου που υποδεικνύει εμβάθυνση και κατανόηση του προβλήματος. Καθαρισμός επιφανειών τοιχοποιίας: Όπως ήδη αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι επιφάνειες της τοιχοποιίας προσβάλλονται από διάφορους παράγοντες (μούχλα, βακτήρια, φυτά, κτλ) των οποίων η επίδραση αυξάνεται με την παρουσία υγρασίας και αλάτων. Το πρόβλημα που προκύπτει από την παρουσία αυτών των παραγόντων δεν είναι μόνο αισθητικό (λεκέδες, δυσχρωματισμούς) αλλά ουσιαστικό, καθώς διάφορες εναποθέσεις φράσσουν τους πόρους των υλικών και επιταχύνουν την διάβρωση τους. Η επέμβαση καθαρισμού της τοιχοποιίας αποσκοπεί στην απομάκρυνση των αλάτων, λεκέδων και φυτικών οργανισμών, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η τοιχοποιία θα επανέλθει στην αρχική της κατάσταση. Πριν από οποιαδήποτε επέμβαση πρέπει να ελεγχθεί εάν η κατάσταση της τοιχοποιίας επιτρέπει τέτοιου είδους επεμβάσεις, ειδικότερα για φυτικούς οργανισμούς των οποίων οι ρίζες έχουν διεισδύσει σε βάθος στην λιθοδομή και πλέον αποτελούν μέρος του δομικού συστήματος. Κατόπιν πραγματοποιούνται εργασίες αποκατάστασης των αποδιοργανωμένων ή ρηγματωμένων περιοχών της τοιχοποιίας και σφραγίζονται οι αρμοί και οι ρωγμές. 88
87 88
Πασιοπούλου Μ., Ηλιόπουλος Δ. [2011], 43. Λαμπρόπουλος Β. [1993], 87.
53
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
Εικ. 50: Ανάκτηση τμήματος που έχει καταρρεύσει.
Εικ. 49: Συρραφή αποκολλημένου τοίχου με την χρήση λιθοσωμάτων.
54
Εικ. 51: Αντικατάσταση λιθοσωμάτων.
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά την διάρκεια της αποκατάστασης των ιστορικών κατασκευών εμφανίζεται η ανάγκη, είτε να επαναληφθούν οι παλιές κατασκευαστικές μέθοδοι, είτε να συμπληρωθεί το υφιστάμενο “παραδοσιακό” υλικό. Τα παραδοσιακό υλικά, την εποχή που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν κοινά και βρίσκονταν με σχετική ευκολία γιατί προέρχονταν από τις κοντινές προς το μνημείο περιοχές ή λατομεία. Σήμερα, όπου η παραγωγή των παραπάνω παραδοσιακών υλικών έχει σταματήσει, η σύγχρονη τεχνολογία έχει ενεργοποιηθεί για να καλύψει το παραπάνω κενό της αγοράς. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφερθούμε στις μεθόδους ενίσχυσης της θεμελίωσης και του εδάφους. Καθώς ένας από τους σημαντικούς λόγους πρόκλησης βλαβών στα παράκτια οχυρά είναι η μετακίνηση των θεμελίων. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω αίτια:89 • • • • • • •
Γήρανση και εξασθένηση του θεμελίου (π.χ. παλιά τοιχοδομή, υγρασία, επιρροή των ριζών γειτονικών δέντρων, κυματισμός, κ.α.). Οριζόντια υπερφόρτωση της κατασκευής από ορμητικά νερά με πιθανή ρευστοποίηση του εδάφους στο επίπεδο της θεμελίωσης. Υποχώρηση των στηρίξεων κατά τη διάρκεια εργασιών υποστήριξη θεμελίων. Μη προβλεφθείσα υπερφόρτιση. Διόγκωση ή συρρίκνωση του εδάφους εξαιτίας μεταβολών της υγρασίας. Στην περίπτωση που έχουμε βραχώδες έδαφος, δεν παρουσιάζονται τέτοια φαινόμενα. Διαβροχή του εδάφους με συνέπειες την αύξηση του βάρους του και την ανάπτυξη δυνάμεων διήθησης. Ύπαρξη υπογείων κενών (π.χ. φυσικές καταβόθρες ή στοές).
Οι μέθοδοι ενίσχυσης της θεμελίωσης και του εδάφους μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: Αβαθής υποθεμελίωση, βαθιά υποθεμελίωση με την κατασκευή μικροπασσάλων, βελτίωση και ενίσχυση του εδάφους με ενέσεις. Για κάθε μια κατηγορία ενίσχυσης της θεμελίωσης και του εδάφους διατίθενται αρκετές τεχνικές μεταξύ των οποίων ο μελετητής μπορεί να επιλέξει εκείνη που συνάδει με τις ιδιαίτερες συνθήκες του προβλήματος, την προτεινόμενη συνολική λύση επέμβασης, τα τεχνικά μέσα που διαθέτει για την υλοποίηση της και τις οικονομικές δυνατότητες του έργου.90 89 90
Θεοδωρίδης Χ. [2006], 81. Μπούρας Χ. [1982], 91-92.
55
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
Στη περίπτωση των παράκτιων οχυρώσεων τα οποία είναι κατασκευασμένα επάνω σε βράχους προτεινόμενες μέθοδοι ενίσχυσης της θεμελίωσης και του εδάφους είναι η βαθιά υποθεμελίωση με την κατασκευή μικροπασσάλων. Η τεχνική αυτή συνιστάται για τη βελτίωση της φέρουσας ικανότητας τόσο του εδάφους όσο και της θεμελίωσης. Τα κύρια πλεονεκτήματα των μικροπασσάλων είναι η άμεση εφαρμογή και η ταχύτητα κατασκευής τους, η αποφυγή εργασιών υποσκαφής και η ικανότητά τους να παραλάβουν σταδιακά τμήμα των φορτίων και να οδηγήσουν στη σταθεροποίηση των μετακινήσεων. Απαιτείται η διάθεση ενός ευέλικτου και ισχυρού γεωτρύπανου, ικανού να διατρήσει κάθε είδος εδάφους και θεμελίωσης. Η συμμετρική διάταξη μικροπασσάλων και από τις δύο πλευρές του τοίχου, αυξάνει την αποτελεσματικότητα.91 Επίσης σημαντική μέθοδο, αποτελεί η ενίσχυση του εδάφους, που εφαρμόζεται με την εισαγωγή ενεμάτων υψηλής αντοχής όταν κρίνεται αναγκαία η βελτίωση της φέρουσας ικανότητας του εδάφους θεμελίωσης. Εφαρμόζεται τόσο σε συνεκτικά όσο και σε μη συνεκτικά εδάφη καθώς και σε βράχο υπό τον όρο ότι ο βράχος είναι ρηγματωμένος με τις ρωγμές του επικοινωνούσες. Η αποτελεσματικότητα της τεχνικής εξαρτάται από την ομοιομορφία της διασποράς του ενέματος κάτω από τη θεμελίωση. Σε περιπτώσεις ανομοιογένειας του εδάφους, η ομοιόμορφη διασπορά του ενέματος καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη ενώ η διείσδυση του ενέματος σε μεγάλη έκταση ενδέχεται να έχει σημαντικές οικονομικές συνέπειες.92 Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί η χρήση περιμετρικής λιθορριπής (κυματοθραύστες), στην περίπτωση των παράκτιων οχυρώσεων, στα σημεία που η τοιχοποιία έρχεται σε άμεση γειτνίαση με την θάλασσα και με τους θυελλώδεις ανέμους (εικ. 52). Είναι μια παλιά σχεδον μέθοδος προστασίας των συγκεκριμένων μνημείων, αλλά πολύ χρήσιμη για τον περιορισμό την έντασης κρούσης των κυμάτων, τα οποία δημιουργουν τεράστιες καταστ91 92
Πασιοπούλου Μ., Ηλιόπουλος Δ. [2011], 59. Πασιοπούλου Μ., Ηλιόπουλος Δ. [2011], 60.
56
Εικ. 52: Χρήση περιμετρικής λιθορριπής στην οχύρωση.
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
ροφές όπως έχουμε αναφέρει, στην τοιχοποιία των οχυρών, η οποία φθάνει συχνά μέχρι την τελική διάλυση της αλλά και στην υποχώρηση της θεμελίωσης. 3. 3. Τεχνικές επέμβασης με σύγχρονες μεθόδους αποκατάστασης. Τα σύγχρονα υλικά διαφέρουν πολύ από τα ιστορικά (όσον αφορά τις φυσικές, μηχανικές, χημικές τους ιδιότητες), ωστόσο οι αναδυόμενες τεχνολογίες επιτρέπουν την εφαρμογή τους με έξυπνο τρόπο, προκειμένου να επιτευχθεί καλύτερη απόδοση. Δεδομένου ότι τα πρωτότυπα υλικά επελέγησαν για να ικανοποιήσουν ένα σκοπό σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο δεν υπάρχει πλέον, η χρήση σύγχρονων υλικών και τεχνικών εμφανίζεται πιο σχετική, αντανακλώντας τον χρόνο, τον πολιτισμό και την κοινωνία μας. 93 Έτσι η αξία της εξέτασης μιας στρατηγικής ενοποίησης έγκειται στον τρόπο με τον οποίο τα σύγχρονα υλικά συνεργάζονται διαρθρωτικά με τα παλαιά. Η συμβατότητα μιας παρέμβασης, στοχεύει στην εξασφάλιση της ακεραιότητας της ιστορικής δομής, έτσι ώστε τα νέα υλικά απλώς να ενισχύουν και να μην μεταβάλλουν το υπάρχον δομικό σχήμα ή να ενεργούν με τα ιστορικά υλικά με αρνητικό και επιβλαβές τρόπο. Μέσα από τις σύγχρονες μεθόδους αποκατάστασης μας δίνεται η δυνατότητα να επέμβουμε είτε απευθείας στο ιστορικό υλικό, προστατεύοντας το από τη φθορά και τη διάβρωση του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται, είτε συμπληρώνοντας μια κατεστραμμένη τοιχοποιία με ένα εντελώς σύγχρονο υλικό, δίνοντας έτσι μια νέα αισθητική με σεβασμό πάντα στο πρωτότυπο. Παρακάτω παρουσιάζονται κάποιες τέτοιες τεχνικές επέμβασης: Επέμβαση στα λιθοσώματα: Με αυτή την σύγχρονη μέθοδο η επέμβαση γίνεται απευθείας στα λιθοσώματα, δίνοντας έτσι την δυνατότητα να μειωθεί το ποσοστό των πόρων, να βελτιωθούν τα μηχανικά χαρακτηριστικά (αντοχή, σκληρότητα) και κατά συνέπεια να μειωθεί ο ρυθμός διάβρωσης των λιθοσωμάτων. Για τον σκοπό αυτό γίνεται χημική κατεργασία των υλικών με ακρυλικά γαλακτώματα, ρητίνες σιλικόνης, χημικές ενώσεις με βάση το πυριτικό οξύ κ.α. Παράλληλα, λιθοσώματα χαλαρά συνδεδεμένα με την τοιχοποιία ή ρηγματωμένα είναι δυνατόν, να αποκατασταθούν με την χρήση ειδικών κολλών και κονιαμάτων καθώς ακόμη και την αντικατάσταση ολόκληρου του λιθοσώματος. 94 93 94
Oikonomopoulou F., Bristogianni T., Veer F., Nijsse R., Barou L. [2017], 2-3. Λαμπρόπουλος Β. [1993], 82-84.
57
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
Η κακή ή εσφαλμένη χρήση των χημικών πρόσθετων που αναφέραμε αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στην συμπεριφορά της ιστορικής τοιχοποιίας, ειδικότερα όσον αφορά στο πορώδες, καθώς η υπερβολική μείωση του πορώδους ενδέχεται να οδηγήσει σε απολέπιση και θρυμματισμό των λιθοσωμάτων.95 Προστασία από ανιούσα υγρασία: Σημαντική μείωση του ποσοστού της ανιούσας υγρασίας μπορεί να επιτευχθεί με μείωση της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα. Αυτή η διαδικασία συνήθως είναι περίπλοκη, συχνά ανέφικτη, ενώ υπάρχει η πιθανότητα να προκαλέσει επιπλέον βλάβες στην ιστορική κατασκευή εάν δεν έχει μελετηθεί σωστά.96 Η προτεινόμενες μέθοδοι για την καταπολέμηση της ανιούσας υγρασίας, είναι η εισαγωγή κεραμικών αγωγών, οι οποίοι τοποθετούνται ανά τακτά διαστήματα στην περίμετρο της τοιχοποιίας. Η λειτουργία τους βασίζεται στην εξάτμιση της υγρασίας διαμέσων των αγωγών. Στην πράξη αποδείχθηκε ότι δεν συμβάλλουν σημαντικά στην μείωση του ποσοστού υγρασίας καθώς πολλές φορές ο ρυθμός εξάτμισης από την επιφάνεια της τοιχοποιίας ξεπερνά τις δυνατότητες των αγωγών. Επίσης από την ανακρυστάλλωση των αλάτων υφίστανται γρήγορα φθορά.97 Έτσι η επιτυχέστερη μέθοδος είναι η εισαγωγή υπό πίεση υδραυλικού κονιάματος καλής ποιότητας ή συνθετικής ρητίνης, σε οπές που έχουν διανοιχτεί ανά τακτά διαστήματα στην τοιχοποιία, το οποίο εισχωρώντας μέσα στις ρωγμές και τις εσοχές δημιουργεί μια ζώνη περιμετρικά της τοιχοποιίας στεγανή.98 Προσθήκη ελκυστήρων και τενόντων: Τα τελευταία 50 χρόνια μια σημαντική τεχνική ενίσχυσης των ιστορικών κατασκευών μπορεί να θεωρηθεί η προσθήκη ελκυστήρων και τενόντων. Οι ελκυστήρες είναι κατασκευασμένοι συνήθως από δομικό χάλυβα και καταπονούνται κυρίως εφελκυστικά (εικ. 53, 54). Χρησιμοποιούνται σε περίπτωση αποκόλλησης διασταυρούμενων τοίχων ή αποδιοργάνωσης γωνιών τοίχων. Εφαρμόζεται επίσης για Σκουλικίδης Θ. [2000], 45. Σκουλικίδης Θ. [2000], 52. 97 Πασιοπούλου Μ., Ηλιόπουλος Δ. [2011], 57. 98 Σκουλικίδης Θ. [2000], 39. 95 96
58
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
Εικ. 53: Ενίσχυση τόξου με προσθήκη ελκυστήρων.
Εικ. 55: Περίδεση ιστορικής τοιχοποιίας με τένοντες.
Εικ. 54: Κατασκευαστική λεπτομέρεια ελκυστήρα και ο τρόπος σύνδεσης με την τοιχοποιία.
59
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρώσεων”
την βελτίωση της συμπεριφοράς της κατασκευής συνδέοντας τα τμήματα της, μέσω της εφαρμογής ευνοϊκής χαμηλής θλιπτικής τάσης. Μπορούν ακόμα να εφαρμοστούν και για ενίσχυση της θεμελίωσης. Είναι συνήθως οριζόντιοι και σπανίως κατακόρυφοι. Ευθύγραμμοι τένοντες χρησιμοποιούνται συνήθως για την περιμετρική περίσφιξη τοιχοποιιών και για την αποκατάσταση λειτουργίας ελκυστήρα σε καμπύλους γραμμικούς ή επιφανειακούς φορείς (εικ. 55). Με τους ελκυστήρες και τους τένοντες επιτυγχάνεται βελτίωση της συμπεριφοράς της τοιχοποιίας έναντι οριζόντιων, συνήθως σεισμικών μετακινήσεων. Οι ελκυστήρες και οι τένοντες υπόκεινται σε χαλάρωση με την πάροδο του χρόνου λόγω ερπυσμού, γι’ αυτό και επιβάλλεται συστηματικός έλεγχος. Τέλος ως μέθοδος επέμβασης δεν επιλύει ριζικά το πρόβλημα αποκατάστασης από μόνη της γι' αυτό συνήθως αποτελεί συμπληρωματική μορφή επέμβασης.99
Εικ. 56: Αλληλοσυμπλεκόμενα εν ξηρώ χυτά γυάλινα στοιχεία, τα οποία μοιάζουν με την αρχική πέτρα.
Συμπλήρωση της τοιχοποιίας με σύγχρονα υλικά: Οι τρέχουσες τεχνικές αποκατάστασης και συντήρησης με παραδοσιακά υλικά φέρουν τον κίνδυνο εικασίας μεταξύ των αρχικών και των νέων στοιχείων, ενώ οι υψηλές απαιτήσεις ενοποίησης συχνά οδηγούν σε οπτικά επεμβατικές και μη αναστρέψιμες λύσεις. Σήμερα, η υλικότητα και αισθητική εμφανίζονται ως αναπόσπαστα μέρη των τεχνικών αποκατάστασης, αναφέροντας νέα υλικά και τεχνολογίες με τη μορφή διαφόρων χειρονομιών και όχι απόλυτες και μόνιμες τεχνικές που επικρατούν στις ιστορικές δομές. Εικ. 57: Πρόταση αποκατάστασης με χυτό γυαλί.
Ένα τέτοιο υλικό μπορεί να θεωρηθεί το γυαλί, καθώς διαθέτει διαφανείς ιδιότητες επιτρέποντας έτσι την ταυτόχρονη αντίληψη του μνημείου τόσο στην αρχική όσο και στην σημερινή του κατάσταση. Συγκεκριμένα για τεχνικές αποκατάστασης, το χυτό γυαλί είναι η καλύτερη λύση, διότι μοιάζει όσο το δυνατόν πιστότερο με το αρχικό σχήμα (εικ. 56). 99 100
Πασιοπούλου Μ., Ηλιόπουλος Δ. [2011], 67. Oikonomopoulou F., Bristogianni T. [2016].
60
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
Χυτεύοντας λιωμένο γυαλί σε καλούπια, μπορούμε να αποκτήσουμε τρισδιάστατα, μονολιθικά γυάλινα στοιχεία σε οποιοδήποτε μέγεθος και σχήμα.100 Το χυτό γυαλί έχει την μοναδική ικανότητα να παρέχει μια πλήρη εικόνα της αρχικής μορφής σε μία τοιχοποιία, εκθέτοντας τα ίχνη της εποχής, εισάγοντας έτσι μια ξεχωριστή γραμμή μεταξύ της παλιάς και της νέας. Η διαφανής ποιότητα δίνει την ιδέα της αφαίρεσης και όχι της προσθήκης σε μια υπάρχουσα δομή, η οποία είναι και ο στόχος της διατήρησης (εικ. 57). Έτσι τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν αρχίσει οι αρχιτέκτονες να εκμεταλλεύονται τις στατικές ιδιότητες του γυαλιού στις ιστορικές κατασκευές. Συνδυάζοντας τη διαφάνεια με υψηλή αντοχή σε θλίψη, μεγαλύτερη από αυτή του σκυροδέματος, του ξύλου, ακόμη και του χάλυβα, αλλά και την ανθεκτικότητα του στα αποτελέσματα της διάβρωσης.101 Συμπερασματικά, και με όσα αναφέραμε στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, όταν πρόκειται για ιστορικές κατασκευές όπως είναι οι οχυρώσεις, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όσο παλαιότερο είναι το μνημείο, τόσο πιο ρεαλιστική είναι η παρέμβαση. Έτσι, ο παράγοντας ηλικίας υποδεικνύει τι είδους προσέγγιση θα επιλεγεί για ένα μνημείο. Οι αφηρημένες μορφές με σύγχρονα υλικά, χρησιμοποιούνται συνήθως σε πιο πρόσφατα κτίρια, τα οποία έχουν πιο ακριβή, από άποψη μορφής, δομικό χαρακτήρα. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η σπανιότητα μιας δομής. Αν ένα μνημείο θεωρείται σπάνιο και άξιο διατήρησης όσον αφορά την αρχική μορφή και τα υλικά, ακολουθείται μια πιο συντηρητική προσέγγιση π.χ. ο Παρθενώνας ακολουθούν πιο συντηρητικές λύσεις, ώστε να διατηρηθεί η αρχική εικόνα όσο το δυνατόν πιο ανέπαφη. Ωστόσο, η σπανιότητα σχετίζεται άμεσα με τη θέση της δομής, μια δομή που σε ένα μέρος είναι παράδοση, σε ένα άλλο μέρος μπορεί να είναι μοναδική και πολύτιμη. 3. 4. Υπολείμματα βλαβών από μάχες. Οι οχυρωματικές κατασκευές αποτελούν το δακτυλικό αποτύπωμα της ιστορίας στον τόπο που έχουν κτιστεί. Κάθε νέα επέμβαση που έχει γίνει ή θα γίνει μελλοντικά πρέπει να εμπεριέχει μέσα της, την κατανόηση του παλιού, να πηγάζει μέσα από την παράδοση του αλλά και τη σύγχρονη σκέψη. Ενώ είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ένα μεγάλο αριθμό κτιρίων ή και ερειπωμένων οικοδομημάτων, εκείνο που μας διαφεύγει εξ ολοκλήρου είναι οι στιγμές και τα περάσματα, οι στροφές και οι φάσεις που αυτά έγιναν έτσι. Η διαδοχή των μορφών και των εικόνων, που ακολουθούν η μία την άλλη με εντελώς δικούς τους ρυθμούς, η στρωματογραφία και η παλίμψηστη φύση τους μένουν άγνωστες. 101
Barou L. [2016], 52-76.
61
“αποκατάσταση και συντήρηση παράκτιων οχυρών”
Ο εσωτερικός χρόνος της κατασκευής, ή σε άλλη περίπτωση, ο χρόνος της βαθμιαίας αποσύνθεσης που ακολουθεί, μένει νεκρός.102 Η αντίληψη για την προστασία των οχυρών από τα σημάδια του χρόνου χαρακτηρίζεται, σε πρώτη φάση, από την προσπάθεια αποφυγής της υλικής καταστροφής και συμπληρωματικά στη φροντίδα επαναφοράς του μνημείου στην παλαιά του μορφή. Ενώ σε δεύτερη φάση χαρακτηρίζεται από τη προσπάθεια αναζωογόνησης του μνημείου με την απόδοση σε αυτό κάποιας χρήσης ή λειτουργίας με την οργανική του ένταξη στο περιβάλλοντα χώρο. Είναι αναμφίβολο ότι οποιαδήποτε επέμβαση, ήπια ή δυναμική, σε οχυρωματικές κατασκευές είναι μία εργασία που απαιτεί βαθιά γνώση και εμπειρία του αντικειμένου. Κάθε κτίσμα - μνημείο έχει περάσει από διάφορες ιστορικές φάσεις και γεγονότα πριν φτάσει στη σημερινή του μορφή. Κατά πόσο είναι σωστό, για χάριν της πληροφόρησης του κοινού, να “επουλώνουμε τα τραύματα” των μνημείων και ιδιαίτερα των οχυρών; Σήμερα είναι αποδεκτό ότι στους χώρους ανασκαφής αρχαιολογικών μνημείων και σύμφωνα με το (άρθρο 15) του Χάρτη της Βενετίας: «.. κάθε εργασία ανακατασκευής θα πρέπει να αποκλείεται εκ των προτέρων και ότι μόνο αναστήλωση μπορεί να αντιμετωπιστεί. Στην περίπτωση αυτή οι συμπληρώσεις θα είναι πάντα αναγνωρίσιμες και θα αντιπροσωπεύουν το ελάχιστο που απαιτείται για να εξασφαλισθούν οι συνθήκες συντηρήσεως του μνημείου και να αποκατασταθεί η μορφολογική του συνέχεια.». 103 Και αυτό γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος με μία επανάληψη των ρυθμών του παρελθόντος αλλά με άψυχο τρόπο, με ψυχρή και εξωτερική αντιγραφή, να λεηλατηθούν οι μορφές του παρελθόντος και να ξεπέσουμε σε έναν ιστορικισμό, διότι όλα τα ίχνη της ιστορίας είναι ελεύθερα να διηγούνται τη δική τους ιστορία ως πληγές που θεραπεύονται αλλά δεν κρύβονται.104
Μπούρας Χ. [1982], 24-27. Μπούρας Χ. [1982], 41. 104 Barou L. [2016], 22. 102 103
62
Εικ. 58: Αποκατεστημένα οξυκόρυφα πύργου, με τις απαραίτητες επεμβάσεις, μετά από αλλεπάλληλους βομαρδισμούς ανά τους αιώνες.
Εικ. 59: Λεπτομέρεια πύργου πριν την αποκατάσταση.
鐃
鰃괃 섃뼃숃
嬀 ꐃ뼃 쀃넃섃갃됃딃 뤃 댃 밃넃 쐃 뜃숃 鰃딃 렃츃봃 뜃숃 崀
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
4. Το παράδειγμα της Μεθώνης. Ένα από τα σημαντικότερα παράκτια οχυρά στον ελλαδικό χώρο αποτελεί το κάστρο της Μεθώνης. Ο χαρακτήρας και το ειδικό αυτό βάρος αντικατοπτρίζεται καθαρά στην οχύρωση της συγκεκριμένης καστροπολιτείας, που χάρη στον βαθμό διατήρησής της συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στα σημαντικότερα δείγματα οχυρωματικής του ελλαδικού χώρου. Κατασκευάστηκε από τη μεγαλύτερη δύναμη της εποχής στη Μεσόγειο και σε αυτό συναντάμε μερικά από τα αρτιότερα δείγματα αμυντικής τέχνης αυτής της περιόδου. Η ναυτική υπεροπλία της Βενετίας καθόρισε το γενικό σχεδιασμό των οχυρώσεων, αφού η θάλασσα θεωρούνταν πάντα ως το φιλικό στοιχείο και η αμυντική προσπάθεια επικεντρώθηκε προς την πλευρά της ξηράς. Βασικό στοιχείο αποτελεί ο “υπερτοπικός” του χαρακτήρας, δηλαδή οι ομοιότητες που παρατηρούνται στα οχυρωματικά χαρακτηριστικά ανάμεσα σε όλες τις σημαντικές αποικίες - εμπορικούς σταθμούς της Βενετίας, είτε αυτές βρίσκονται στην Αδριατική και τις δαλματικές ακτές, είτε στην Ήπειρο και στην Πελοπόννησο, είτε στο Αιγαίο και την Κύπρο, κάτι που δίνει την αίσθηση ότι υπήρχε ένας κεντρικός σχεδιασμός και μία ενιαία τεχνολογία, που εφαρμοζόταν παντού ομοιόμορφα και ακολουθούσε κάθε φορά την πρόοδο στον τομέα της πολεμικής τέχνης.105 4. 1. Ιστορική ανασκόπηση. Στο νοτιότερο άκρο της δυτικής ακτής της Πελοποννήσου βρίσκεται το φρούριο της Μεθώνης και το Μπούρτζι, έκτασης 93 στρεμμάτων περίπου, καταλαμβάνει μια μακρόστενη λωρίδα γής, που εισχωρεί περίπου 400 μ. μέσα στη θάλασσα και επικοινωνεί με την ενδοχώρα μόνο από τη βόρεια πλευρά του (εικ. 60).106 Στη μικρή χερσόνησο, που ήταν ήδη οχυρωμένη από την αρχαιότητα, υπήρχε πάντοτε μια πόλη φημισμένη για το λιμάνι της, με τεράστια στρατηγική σημασία, τόσο η Μεθώνη, όσο και τα απέναντι ακατοίκητα γλαρονήσια, η ιστορική Σαπιέντζα, η Αγια Μαρίνα και η Σχίζα αποτέλεσαν τα μάτια της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου στην Ανατολική Μεσόγειο μετά την συμφωνία της Σαπιέντζας (1209). 105 106
Δουλαβέρας Ν., Σπηλιοπούλου Κ. [2012], 293. Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], 10. 65
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
Εικ. 60: Το κάστρο της Μεθώνης.
66
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
Το όνομα της χάνεται στο βάθος των αιώνων, ταυτίστηκε αρχικά με την πόλη Πήδασο, την οποία αναφέρει ο Όμηρος με το επίθετο “αμπελόεσσα”, σαν την τελευταία από τα επτά “ευ ναιόμενα πτολίεθρα”, που ο Αγαμέμνονας προσέφερε στον Αχιλλέα για να κατευνάσει την οργή του. Κατά τον περιηγητή Παυσανία πού αποτελεί την παλαιότερη μαρτυρία κάποιου που επισκέφθηκε την Μεθώνη, ονομάζει την πόλη Μοθώνη και τους κατοίκους Μοθωναίους και αναφέρει πως πήρε το όνομα της είτε από την κόρη του Οινέα Μοθώνη όπως του είπαν οι ντόπιοι είτε από το μικρό νησάκι, που αργότερα οχυρώθηκε και που λεγόταν “Μόθων λίθος”. Ο βράχος αυτός προστάτευε το λιμάνι της Μεθώνης από θαλασσοταραχές και τρικυμίες. Τέλος το όνομα Μοθώνη εντοπίζεται σε αρχαία νομίσματα της πόλης και είναι σίγουρα το πλέον δόκιμο. 107
Στη Μεθώνη εγκαταστάθηκαν οι Ναυπλιείς μετά το τέλος του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου, επειδή εκδιώχθηκαν από τους Αργείους σαν σύμμαχοι των Λακεδαιμόνιων και μετά την ανεξαρτησία, όμως, της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες (369 π.Χ.) οι Ναυπλιείς συνέχισαν να κατοικούν στη περιοχή γιατί είχαν τηρήσει φιλική στάση απέναντι στους επαναπατριζόμενους Μεσσήνιους. Τον 4ο αι. π.Χ. η Μεθώνη ενισχύθηκε με καλύτερες οχυρώσεις καθώς διέθεται ναό της ανεμώτιδος Αθηνάς αλλά και ιερό της Αρτέμιδος όπως αναφέρει ο Παυσανίας. Συνέχισε να παραμένει αυτόνομη μέχρι τα αυτοκρατορικά ρωμαϊκά χρόνια, οπότε γνώρισε την εύνοια ορισμένων αυτοκρατόρων. Στη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων εξακολουθούσε να παραμένει αξιόλογο λιμάνι και μία από τις σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου.108 Στη διαδρομή των αιώνων, η παρακμή κάνει το λιμάνι της Μεθώνης άντρο πειρατών, που διαλύεται και γίνεται ερείπια το 1125 από το Βενετσιάνικο στόλο, μετά από ληστρικές επιδρομές και παρενοχλήσεις των εμπορικών τους πλοίων. Το 1209 η πόλη παραδόθηκε στους Ενετούς απο το Φράγκο Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο (κατάκτηση των Φράγκων κατά την διάρκεια της 4ης Σταυροφορίας) και γνώρισε τρεις αιώνες μεγάλης ακμής και δόξας.109 Στο διάστημα του 13ου - 15ου αι., όταν η Μεσόγειος εξακολουθούσε να αποτελεί τη βασικότερη δίοδο του παγκόσμιου εμπορίου, η Μεθώνη καθώς και η Κορώνη μετατράπηκαν σε διεθνή κέντρα με τεράστια γεωπολιτική σημασία για την επιβίωση της ενετικής θαλασσοκρατορίας. Η ζωή οργανώθηκε σύμφωνα με τα συμφέροντα της Βενετίας και οι δύο πόλεις έγιναν φρουροί των συμφερόντων
Φουτάκης Π. [2017], 15-25. Καρποδίνη - Δημητριάδη Ε. [1993], 168. 109 Φουτάκης Π. [2017], 96-97. 107 108
67
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
της, τα “κυριότερα μάτια της Δημοκρατίας” στους εμπορικούς και ναυτικούς δρόμους από και πρός την ανατολή. Μετά τους Ενετούς, τον Αύγουστο του 1500, ήρθαν οι Τούρκοι του Βαγιαζήτ Β΄ και η μαρτυρική αυτή πόλη, άλλαξε πάλι χέρια, με την Αρμάδα του Morosini, για τους Ενετούς (1686 - 1715). Από το 1715 περνά ξανά στους Τούρκους (εικ. 61), μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου 1828, όταν ο Ιμπραήμ απέπλευσε για την Αλεξάνδρεια και η πόλη πέρασε στο Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού N.J. Maison, που ήρθε στη Πελοπόννησο με πρόσκληση του Καποδίστρια.110 Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η πέτρινη γέφυρα, μπροστά στην ανατολική πύλη με τα δεκατέσσερα τόξα, είναι έργο αυτού του εκστρατευτικού σώματος και αντικατέστησε την ξύλινη γέφυρα που υπήρχε παλαιότερα (εικ. 62).
Εικ. 61: Άποψη αρχαίου λιμανιού της Μεθώνης. Περίοδος τουρκοκρατίας.
Η τύχη του κάστρου κατά τους επόμενους δύο αιώνες (19ος – 20ος) δεν έχει καταγραφεί συστηματικά. Στη διάρκεια πάντως του Β' Παγκοσμίου Πολέμου χρησίμευσε ως βάση των ιταλογερμανικών δυνάμεων κατοχής και ο βομβαρδισμός του χώρου από τις συμμαχικές δυνάμεις αποτέλεσε την τελευταία καταστροφική επέμβαση στα τείχη του κάστρου της Μεθώνης. 4. 2. Τα τείχη του κάστρου της Μεθώνης – γενική περιγραφή. Σήμερα τα τείχη του φρουρίου, αν και ερειπωμένα εξακολουθούν να είναι επιβλητικά. Το κάστρο της Μεθώνης καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση του ακρωτηρίου της νοτιοδυτικής ακτής μέχρι το μικρό νησάκι, πού επίσης οχυρώθηκε με οκταγωνικό πύργο (Μπούρτζι) κατά την περίοδο της πρώτης Τουρκοκρατίας και βρέχεται από τις τρεις πλευρές από τη θάλασσα.
110
Φουτάκης Π. [2017], 147-148.
68
Εικ. 62: Η αρχική ξύλινη γέφυρα.
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
Το κάστρο αποτελείται από δύο τμήματα. Στα νότια απλώνεται η πόλη, που περικλείεται από απλό, σχεδόν ανίσχυρο τείχος, που αναλυόταν σε ευθύγραμμα τμήματα ανάμεσα σε ορθογώνιους πύργους. Ενώ στο βόρειο τμήμα προς την ενδοχώρα, που είναι το πλέον ευπρόσβλητο, αναπτύσσεται το φρούριο της πόλης, όπου καταλαμβάνεται από μια ισχυρή οχυρωμένη ακρόπολη, έδρα του κατά καιρούς στρατιωτικού διοικητή (εικ. 63). Στο βόρειο κομμάτι, μια τάφρος βαθιά χωρίζει το κάστρο από την ξηρά όπου η επικοινωνία αρχικά γινόταν με ξύλινη γέφυρα όπως αναφέραμε παραπάνω. Από τα τείχη της αρχαίας ή της Βυζαντινής Μεθώνης ελάχιστα τμήματα σώζονται. Η παλαιότερη οικοδομική φάση ανάγεται στους χρόνους της Α' Ενετοκρατίας (13ος - 15ος αι.). Οι Βενετοί επεξέτειναν τις αρχαίες οχυρώσεις και έκαναν διάφορες προσθήκες και επισκευές και στις δύο περιόδους που κατείχαν το κάστρο. Σημαντικά σημεία άμυνας αλλά και διαρκούς διακίνησης του πληθυσμού ήταν οι πύλες, που υπήρχαν τόσο προς την ξηρά, τα σημεία επαφής με την ενδοχώρα, όσο και προς τη θάλασσα, τα σημεία επικοινωνίας με το λιμάνι. Οι πύλες ενισχύονταν με πύργους πυλώνες, ανασυρόμενες πόρτες, ανασυρόμενες γέφυρες και καταχύστρες σε προβόλους. 111 Η συνεχής φροντίδα για την ενίσχυση των οχυρώσεων φαίνεται από τη διαρκή προσθήκη νέων, εξελιγμένων κατασκευών κατά τη διάρκεια του 14ου και έως τις αρχές του 15ου αι.. Στη Μεθώνη προστέθηκε ο μεγάλος νοτιοανατολικός επιθαλάσσιος πύργος, ο οποίος πέρασε από διάφορες κατασκευαστικές φάσεις (εικ. 64) και ανήκει στην κατηγορία των ανοικτών πύργων (ouvert à la gorge), κατηγορία με ιδιαίτερη άνθηση την εποχή αυτή στη Δυτική Ευρώπη.112 Το μέγεθος εντούτοις της βενετσιάνικης προσπάθειας για την προστασία των μεσσηνιακών αποικιών της διαφαίνεται στις προσθήκες του β΄ μισού του 15ου αι., όταν η εκτεταμένη χρήση του πυροβόλου αχρήστευσε τις μεσαιωνικές οχυρώσεις και επέβαλε την εφαρμογή νέων αντιλήψεων, όχι ακόμα αποκρυσταλλωμένων. Στη Μεθώνη η εντυπωσιακότερη κατασκευή στη βόρεια πλευρά του τείχους είναι σήμερα γνωστή ως “προμαχώνας Bembo”, χτισμένος πάνω σε βραχώδες έξαρμα, προστατεύει την βορειοδυτική γωνία του κάστρου. Στο εσωτερικό του ανοίγεται αυλή για να διευκολύνει την πρόσβαση των αμυνόμενων, ενώ η βορειοανατολική γωνία του διαμορφώνεται ως ημικυκλικός πύργος. Χρονολογείται στα 1460 και διαθέτει πτέρυγες με σειρές από πρώιμες κανονιοθυρίδες. Επίσης, εξωτερικά της Δουλαβέρας Ν., Σπηλιοπούλου Κ. [2012], 294. Φουτάκης Π. [2017], 429. 113 Φουτάκης Π. [2017], 442-443. 111
112
69
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
Εικ. 63: Γενική κάτοψη κάστρου.
70
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
πύλης της ξηράς, προστέθηκε ένα ισχυρό προτείχισμα “barbacane” με αντίστοιχες θέσεις βολής.113 Στη δυτική, φυσικά οχυρή πλευρά τα τείχη έχουν καθαρά μεσαιωνικό χαρακτήρα, είναι κατακόρυφα και φέρουν μία ζώνη άμυνας με περίδρομο και χελιδονοειδείς επάλξεις που διακόπτονται από τετράπλευρους πύργους. Η κατασκευή τους γίνεται από πλακοειδείς, αδρά κατεργασμένους λίθους που τοποθετούνται σε σειρές, ενώ ο πυρήνας της τοιχοποιίας είναι από αργολιθοδομή. Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι το δυτικό επιθαλάσσιο τείχος ακολούθησε την αρχαία και τη βυζαντινή οχύρωση της πόλης. Αντίθετα, στην πλέον ευπρόσβλητη νότια πλευρά, εφαρμόζεται μία σειρά από πρώιμες κατασκευές για την αντιμετώπιση των πρώτων πυροβόλων όπλων, κεκλιμένη βάση σκάρπα (ιταλ. scarpa), επάλξεις με διάκενα και πρώιμες κυλινδρικές κανονιοθυρίδες, επάλληλες επισκευές και εσωτερικές ενισχύσεις της τοιχοποιίας. 114 Στο σημείο αυτό υψώνεται η επιβλητική “πύλη της θάλασσας”, η οποία αποτελείται από δύο ψηλούς τετράγωνους πύργους, χτισμένοι με μεγάλους πωρόλιθους και στο εσωτερικό τους έφεραν δωμάτια (εικ. 65). Σημαντική αμυντική κατασκευή αποτελεί, ο τετράπλευρος ογκώδης “προμαχώνας Loredan”, κτισμένος στη βορειοανατολική πλευρά του κάστρου. Πρόκειται για την τελευταία μιας σειράς πρωιμότερων κατασκευών με στόχο την προστασία του ευπρόσβλητου αυτού σημείου του περιβόλου. Ο προμαχώνας τούτος με κανόνια σε δύο επίπεδα ελέγχει πλήρως την τάφρο. Χρονολογείται από το 1714 με βάση την επιγραφή στο βόρειο μέτωπο του, κάτω από το θυρέο της Βενετίας, το λιοντάρι του Ευαγγελιστή Μάρκου.115
114 115
Εικ. 64: Οι κατασκευαστηκές φάσεις του επιθαλάσσιου πύργου, Μπούρτζι.
Εικ. 65: Σημερινή άποψη της επιβλητικής “πύλης της θάλασσας”.
Δουλαβέρας Ν., Σπηλιοπούλου Κ. [2012], 295. Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], 36-37.
71
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
Μία σύντομη αναφορά πρέπει να γίνει και στο ενδιάμεσο τείχος που χωρίζει το φρούριο από την πόλη. Πρόκειται για ένα απλό κατακόρυφο διατείχισμα, που ενισχύεται με πέντε πύργους σε τακτά διαστήματα. Σε έναν από αυτούς ανοίγεται και η πύλη εισόδου στο φρούριο. Η τοιχοποιία του τείχους αποτελείται από αργολιθοδομή με πολλές πλίνθους, ενώ σε πολλά σημεία χρησιμοποιήθηκαν πωρόλιθοι σε δεύτερη χρήση.116 Στην τελική τους μορφή τα τείχη της Μεθώνης, ιδίως προς την πλευρά της ξηράς, αποτελούν ένα σύνθετο και σχετικά πολύπλοκο αμυντικό σύνολο. Οι συνεχείς και επάλληλες επισκευές και προσθήκες συνέτειναν στην ενίσχυση και τη διατήρηση τους μέχρι τις μέρες μας (εικ. 66). Για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν καλοδουλεμένες πέτρες που έφεραν επίχρισμα από κονίαμα. Σε ορισμένα σημεία χρησιμοποιήθηκε αρχαίο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση, ευδιάκριτο σήμερα στην βόρεια και την νότια πλευρά του τείχους.117 Επίσης σε διάφορα σημεία της οχύρωσης σώζονται βενετσιάνικα εμβλήματα με το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και επιγραφές. Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί, η διαφορετική φορά του λιμανιού, που είχε λιμενοβραχίονα από το Μπούρτζι παράλληλα πρός το κάστρο (σήμερα ο πέτρινος μώλος βρίσκεται κάθετα προς το κάστρο). Υπολείμματα του παλιού μώλου είναι ορατά και σήμερα πάνω από τα τείχη. Αυτό που επίσης θα πρέπει να αναφερθεί, είναι το βάθος του λιμανιού. Στην Ενετοκρατία, το βάθος του λιμανιού ήταν τόσο, πού ήταν εύκολο το πλεύρισμα και μεγάλων εμπορικών πλοίων. Αυτά μέχρι το 1715, όταν στη Β΄ Τουρκοκρατία, η περιοχή παρακμάζει, και αντί για αγορά μεταξιού, λειτουργεί σκλαβοπάζαρο.118 Το λιμάνι λόγω επιχώσεων, έγινε ξέβαθο και ακατάλληλο για μεγάλα πλοία.
Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], 30. Καρποδίνη - Δημητριάδη Ε. [1993], 175. 118 Μπίρης Γ. [2002], 127-128. 116 117
72
Εικ. 66: Οι προσθήκες της Β' Ενετοκρατίας στο φρούριο: Α. Πρανή στην εξωτερική παρειά της τάφρου. Β. Πρόχωμα στη δυτική πλευρά της τάφρου. Γ. Προμαχώνας Loredan. Δ. Πλευρικός ημιπρομαχώνας και προτείχισμα μεταξυ προμαχώνα Bembo και κεντρικής πύλης. Ε. Δυτικός προμαχώνας και προτείχισμα - πρόχωμα.
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
4. 3. Η σημερινή εικόνα του κάστρου. Η καστροπολιτεία της Μεθώνης πλέον έρημη και απομονωμένη, σε μία γραφική κωμόπολη στον Ελληνικό νότο, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα σωζόμενα οχυρωματικά σύνολα της Ελλάδας. Εντούτοις, ο χρόνος, η φυσική φθορά, αλλά και ο ανθρώπινος παράγοντας έχουν επιφέρει σοβαρές καταστροφές σε πολλά τμήματα των τειχών, ενώ σχεδόν ολοσχερής είναι η καταστροφή του μεσαιωνικού οικισμού (εικ. 68). Στο εσωτερικό σώζονται ερείπια στα οποία κατοικούσαν την περίοδο της ακμής οι βενετσιάνοι άρχοντες, καθώς και οι πλακοστρώσεις που οδηγούν από την κεντρική πύλη στην “πλατεία των όπλων” και στην “πύλη της θάλασσας”. Επίσης σώζονται σε ερειπιώδη κατάσταση τα δύο τούρκικα χαμάμ, η βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Σοφίας, αρκετές δεξαμενές και τα λείψανα του νεκροταφείου των βρετανών αιχμαλώτων κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Πιο συγκεκριμένα τώρα στην “πλατεία των όπλων” συναντάμε τον μονολιθικό κίονα από γρανίτη, με κιονόκρανο στη κορυφή, με την γνωστή ονομασία “στήλη του Morosini”, όπου υποτίθεται ήταν στημένο είτε το φτερωτό λιοντάρι της Βενετίας ή η προτομή του Morosini. 119 Στον ενδιάμεσο τείχος που αναφέραμε, βρίσκονται τα ερείπια της “κατοικίας του Ιμπραήμ”, αλλά σε πολύ καλή κατάσταση σώζεται η εκκλησία της Αγίας Σωτήρας, όπου βρίσκεται στην συγκεκριμένη πλατεία. Η άμεση γειτνίαση του μνημείου με την θάλασσα θεωρείται ότι αποτελεί την κύρια αιτία καταστροφής του. Η ορμή των κυμάτων, ειδικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα, βλάπτει τη δομή συνεχώς. Θαλασσινό αλάτι διεισδύει στις πέτρες και επιταχύνει την διάβρωση. Η παρουσία αλατιού σε συνδυασμό με την υγρασία και τις χαμηλές θερμοκρασίες έχει ως αποτέλεσμα την κρυστάλλωση των λίθων και των κονιαμάτων. Λόγω του πορώδους των υλικών, το αλάτι εισέρχεται στις κοιλότητες, κρυσταλλώνεται και αυξάνει τον όγκο του. Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό, να δημιουργούν σημαντικές φθορές στα δομικά υλικά. Επιπλέον, η συνεχής έκθεση στον άνεμο και την αμμοβολή προκαλεί προβλήματα και σοβαρές καταστροφές στην επιφάνεια της τοιχοποιίας. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στο συγκεκριμένο οχυρό είναι η σεισμική δραστηριότητα που παρουσιάζει η περιοχή από την αρχαιότητα, η οποία έχει επηρεάσει σημαντικά το μνημείο για αιώνες. Ειδικά μετά από ένα μεγάλο μέρος κατακερματισμένων τμημάτων της τοιχοποιίας, η δομή έχει γίνει πιο ευάλωτη στους σεισμούς.
119
Καρποδίνη - Δημητριάδη Ε. [1993], 180.
73
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
Εικ. 67: Συνολική άποψη της καστροπολιτείας (γκραβούρα του Bernhard von Breydenbach, 1486).
Εικ. 68: Σημερινή μορφή.
74
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
Επιπλέον, η κρίσιμη θέση των τειχών του κάστρου και το γεγονός ότι ήταν πάντα στη πρώτη γραμμή σημαντικών πολεμικών γεγονότων, καθώς και η εναλλαγή της κυριαρχίας μεταξύ των Βενετών και των Τούρκων έχει αλλοιώσει την μορφή της οχύρωσης. Με τελευταίο γεγονός, τους βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου, που κατέστρεψαν σημαντικά, τα ανώτερα τμήματα της τοιχοποιίας.120 Η κακή σημερινή κατάσταση διατήρησης των καταλοίπων πολλών τμημάτων του κάστρου, είναι συχνά αποτέλεσμα όχι πολεμικών συρράξεων ή φυσικών καταστροφών, αλλά ανθρώπινων επεμβάσεων, όπως προαναφέραμε, αφού μετά την αχρηστία του, χρησιμοποιήθηκε ως λατομείο οικοδομικών υλικών, από τους κατοίκους που άρχισαν να χτίζουν τον νέο οικισμό έξω από τα τείχη του κάστρου. Η στέψη των τειχών του κάστρου φέρει εκτενή ίχνη φθοράς, καθώς παρατηρείται απώλεια υλικού, απόπλυση κονιαμάτων, αποδιοργάνωση και ανάπτυξη ανεπιθύμητης βλάστησης. Η διαρκής έκθεση των επιφανειών των τειχών ευνοεί την συνέχιση και εξέλιξη της φθοράς Είναι σημαντικό να τονιστεί το έργο της Αρχαιολογική Υπηρεσίας στο διάστημα των τελευταίων 50 ετών, που έχει προβεί σε σημαντικές επεμβάσεις για την προστασία των ετοιμόρροπων τμημάτων του κάστρου. Πρώτος στόχος όλων των επεμβάσεων είναι να αντιμετωπιστούν δραστικά οι φθορές και τα υπό κατάρρευση τμήματα του μνημείου. Με βάση τεκμηριωμένες μελέτες γίνονται επεμβάσεις για τη στερέωση ή, όταν είναι εφικτό, για την αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής μορφής μεμονωμένων τμημάτων. Ένας δεύτερος στόχος των εργασιών είναι να καταστεί το κάστρο ασφαλής, επισκέψιμος και λειτουργικός αρχαιολογικός χώρος, όπως η κατασκευή γέφυρας που σε οδηγεί προς το Μπούρτζι.121 Χαρακτηριστικά αναφέρουμε μία πρόσφατη επέμβαση αποκατάστασης στον νοτιοανατολικό επιθαλάσσιο πύργο, ένα από τα σημαντικότερα σωζόμενα κτίσματα του κάστρου, έγινε αποκατάσταση των όψεων, κυρίως της ανατολικής και νότιας που είχαν καταρρεύσει, πραγματοποιήθηκαν στερεώσεις και συμπληρώσεις της τοιχοποιίας, αποκατάσταση της θεμελίωσης του μνημείου στο επίπεδο της θάλασσας και συμπλήρωση των πώρινων λιθόπλινθων της βάσης του πύργου, ανακατασκευάστηκαν οι θόλοι, αποκαταστάθηκαν τα οξυκόρυφα ανοίγματα του μνημείου με καθέραιση των σαθρών κονιαμάτων και αποκατάσταση αρμών με βαθύ αρμολόγημα και έγιναν διαμορφώσεις στο εσωτερικό του, προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω κατάρρευση και να καταστεί ασφαλής και επισκέψιμος (εικ. 69). 120 121
Barou L. [2016], 86. Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], 57.
75
“το παράδειγμα της Μεθώνης”
Επίσης το δυτικό επιθαλάσσιο τείχος, παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα αποσάθρωσης της τοιχοποιίας λόγω της άμεσης επαφής με την θάλασσα. Σε τρία σημεία υπήρχαν μεγάλοι κρατήρες που προκλήθηκαν από τον βομβαρδισμό του κάστρου κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου (εικ. 70). Με τους έντονους θαλάσσιους κυματισμούς και τις συνεχέις βροχοπτώσεις κατέρρευσε ένα ακόμη τμήμα του δυτικού τείχους με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ακόμη μεγαλύτερου κρατήρα. Δεδομένου ότι το έδαφος στην περιοχή των κτρατήρων διαβρωνόταν με πολύ ταχείς ρυθμούς, πραγματοποιήθηκαν οι απαραίτητες εργασίες αποκατάστασης και προστασίας, όπως η ανάκτηση της τοιχοποιίας μέχρι το ύψος που συνήθως φτάνουν οι θαλάσσιοι κυματισμοί κατά τους χειμερινούς μήνες, ώστε να αποτραπεί η διεύρυνση της διάβρωσης, αποκατάσταση τμημάτων του τείχους με σοβαρά προβλήματα φθοράς, καθώς και πλήρωση των κρατήρων με χαλίκι λατομείου.122 Εικ. 69: Σημερινή μορφή του πύργου.
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η προστασία των καταλοίπων της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής και η διάσωση τους, όπως άλλωστε και κάθε άλλου μνημείου, πρέπει να είναι βασική υποχρέωση, ακόμη και όταν οι συνθήκες δεν επιτρέπουν ολοκληρωμένες επεμβάσεις. Στη περίπτωση αυτή, οι εργασίες συντήρησης θα μπορούσαν να περιοριστούν στις απαιτούμενες μικρής κλίμακας προληπτικές επεμβάσεις. Αυτό μας επιτρέπει τη μελέτη του ερειπίου, τόσο σήμερα όσο και στο μέλλον, καθώς και την πιθανότητα μελλοντικής επανάληψης της έρευνας και ενημέρωσης των ιστορικών δεδομένων, μέχρι την πλήρη κατανόηση των στοιχείων του. 123 Τέλος, η αρχιτεκτονική της συγκεκριμένης καστροπολιτείας αν και δεν είναι μοναδική στην ευρύτερη περιοχή, αποτελεί ένα παράκτιο οχυρό με υψηλή αισθητική και λεπτομέρειες στο σχεδιασμό, σε σχέση με την εποχή της ανέγερσης του. Το γεγονός ότι το κάστρο της Μεθώνης υπήρξε το “μήλο της έριδος” μεταξύ διαφόρων κατακτητών κατά τη διάρκεια των χρόνων, αποδίδει στο μνημείο μια τεράστια ιστορική αξία που πρέπει να διασωθεί. 122
Αγγελοπούλου Ι. [2017], 26.
123
Λιανός Ν. [2012], 289.
76
Εικ. 70: Κρατήρας στο δυτικό επιθαλάσσιο τείχος.
ꌃ씃밃쀃딃 섃갃쌃밃넃쐃 넃
“το πρόβλημα προστασίας των παράκτιων οχυρών και οι τεχνικές επέμβασης και αποκατάστασης - το παράδειγμα της Μεθώνης”
Συμπερασματικά, τα παράκτια οχυρα αποτέλεσαν τους βασικούς πόλους άμυνας από τις εξωτερικές επιθαλάσσιες επιθέσεις προς την ενδοχώρα, καθώς βρίσκονταν σε κομβικα σημεία και σε “σταυροδρόμια” σημαντικών περασμάτων της θάλασσας. Την τυπολογία των παράκτιων οχυρών επηρέασε η επιτακτική ανάγκη διασφάλισης χαμηλών πυρών που οδήγησε στη δημιουργία συγκεκριμένων αμυντικών διατάξεων, προσαρμοσμένων στις ειδικές τους απαιτήσεις. Στις μορφές όπως είδαμε, κυριάρχησαν τα καμπυλόγραμμα ή πολυγωνικά σχήματα, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η επιδιωκόμενη τοποθέτηση των πυρών σε συνεχή διάταξη, με όσο το δυνατόν ευρύτερες οριζόντιες γωνίες βολής. Με βάση των διαχωρισμό που κάναμε στο πρώτο κεφάλαιο, κανένα σχεδόν παράκτιο οχυρό, εκτός από ελάχιστα καθαρά νησιωτικά, δεν είναι αποκλειστικά παράκτιο, διότι τα περισσότερα είναι εκτεθειμένα σε επιθέσεις και από την ξηρά, έτσι τα παράκτια οχυρά χωρίζονται σε παραθαλλάσια και επιθαλλάσια. Τα επιθαλάσσια οχυρά, λειτουργικά αποτελούσαν αναπόσπαστα τμήματα των παραθαλάσσιων φρουρίων και χρησίμευαν ως “προωθημένοι προμαχώνες” με την ευρύτερη έννοια του όρου για την άμυνα από τη θάλασσα. Πολλές φορές η κατασκευή τους συνδυαζόταν με την προστασία και τον έλεγχο του λιμανιού, ιδίως όταν αυτά εκτός από εμπορικά, λειτουργούσαν και ως ναύσταθμοι. Μορφολογικά, ο σχεδιασμός των επιθαλάσσιων κάστρων υπαγορευόταν κυρίως από την ανάγκη περιμετρικής εποπτείας του χώρου, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται αφ’ ενός ο έλεγχος του θαλάσσιου χώρου κατά 360 μοίρες, αφ’ ετέρου η άμυνα του ίδιου του πύργου αλλά και του κυρίως φρουρίου. Με την πάροδο των αιώνων οι επιστήμες εξελίχθηκαν ακόμα περισσότερο, ως αποτέλεσμα αναπτύχθηκαν νέα όπλα και τακτικές πολέμου. Τέτοιου είδους περιστάσεις πυροδοτούν για μία ακόμα φορά την ανάγκη για πλήρη προστασία και άμυνα κατά των κατακτητών. Τα παράκτια οχυρά ενισχύθηκαν και τελειοποιήθηκαν ως προς το σχεδιασμό τους με την ανάπτυξη του πυροβολικού που ώθησε την οχυρωματική αρχιτεκτονική σε πρωτόγνωρα, για εκείνη την εποχή, σχέδια και κατασκευές. Το ανεπτυγμένο πυροβολικό απέδειξε ακράδαντα προς τα μεσαιωνικά κάστρα με τα ψηλά τείχη και τους πύργους ήταν πλέον παρελθόν, δίνοτας έτσι ζωή σε μία πιο γεωμετρική, συμπαγή και γωνιώδη οχύρωση. Όπως έγινε φανερό τα τείχη των παράκτιων οχυρών, λόγω της θέσης τους, έχουν άμεση επαφή με το νερό της θάλασσας, στέκοντας όλους αυτούς τους αιώνες αγέρωχα και απόρθητα στις βίαιες επιθέσεις των κυμάτων και του ανέμου. Έτσι τα υλικά παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα διάβρωσης και φθοράς που προκαλούνται κυρίως, από την ύπαρξη θαλάσσιων αλάτων, την ένταση κρούσης των κυμάτων, από την συνεχή έκθεση στον άνεμο και την αμμοβολή, που προκαλεί προβλήματα και σοβαρές καταστροφές στην επιφάνεια 78
“το πρόβλημα προστασίας των παράκτιων οχυρών και οι τεχνικές επέμβασης και αποκατάστασης - το παράδειγμα της Μεθώνης”
της τοιχοποιίας, αλλά και σε διάφορους φυσικούς, βιολογικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες όπως είναι το νερό της βροχής, η παρουσία υγρασίας που προκύπτει ως αποτέλεσμα της τριχοειδούς κίνησης του νερού και προκαλεί την υποβάθμιση του δομικού υλικού, η σεισμική δραστηριότητα, η συνεχής παρουσία και ανάπτυξη των διαφόρων λειχήνων και βρυόφυτων στην επιφάνεια των υλικών, καθώς και οι κακές επεµβάσεις και οι παρενέργειες διαφόρων παλαιών αλλά και νεότερων υλικών που έχουν χρησιµοποιηθεί στα δοµικά υλικά των συγκεκριμένων µνηµείων. Οι απώλειες μάζας και οι καταρρεύσεις μεγάλων τμημάτων από τα τείχη, οδηγούν μια παράκτια οχύρωση, σε μια κρίσιμη κατάσταση οριακής ισορροπίας έως ετοιμορροπίας, με εμφανείς κινδύνους για την υλική ακεραιότητα του συνόλου μα επίσης και για ανθρώπινες ζωές. Συνακόλουθα, δημιουργούνται προβλήματα δυσερμηνείας και παρανόησης των αρχιτεκτονικών μορφών, εφόσον χάνονται τα υλικά τους τεκμήρια. Τα τείχη, από ολοκληρωμένα αρχιτεκτονικά σύνολα μεταπίπτουν σε ατελείς δομικές μονάδες, ανίκανες να τεκμηριώσουν τη γεωμετρική μορφή, τη δομή, το μέγεθος και την κλίμακα της αρχικής σύνθεσης. Στα κάστρα, σε αντίθεση με άλλα ιστορικά κτίσματα, στα οποία πολλές φορές συνηθίζεται να γκρεμίζονται κάποια τμήματα τους για αισθητικούς ή άλλους λόγους, θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να καταστρέφεται τίποτα, έτσι ώστε να διατηρούνται όλες οι φάσεις τους, που μαρτυρούν την ιστορία τους. Οποιαδήποτε επέμβαση, έστω και ήπια αλλοιώνει το φρουριακό χαρακτήρα και συμβάλλει στην παραπληροφόρηση του κοινού. Οι σύγχρονες επεμβάσεις πρέπει να έχουν την σφραγίδα της εποχής τους έτσι ώστε να μην οδηγούν στην διαστρέβλωση των ιστορικών πληροφοριών. Τα νέα στοιχεία να είναι μεν διακριτικά, να εντάσσονται όμως αρμονικά στο υπάρχον κέλυφος και να μην αλλοιώνονται οι όγκοι, η κλίμακα , οι χαράξεις και εν τέλει η μορφολογία της οχύρωσης. Για το λόγο αυτό, οι τεχνικές επέμβασης που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι αναστρέψιμες, διότι κάθε παρέμβαση πρέπει να δίνει τη δυνατότητα μελλοντικής απομάκρυνσης είτε λόγω της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών είτε σε περίπτωση που αποδειχθεί ανεπαρκής ή αποτύχει. Έτσι πέρα από τις παραδοσιακές μεθόδους αποκατάστασης που παρουσιάστηκαν στο τρίτο κεφάλαιο και οι οποίες θεωρούνται ως πλέον αποδεκτοί τρόποι επέμβασης σε ιστορικά κτίρια, ένας καινοτόμος τρόπος για την αποκατάσταση μνημείων αποτελεί η χρήση σύγχρονων υλικών και μεθόδων όπως το χυτό γυαλί. Για τεχνικές αποκατάστασης είναι ίσως η καλύτερη λύση, διότι μοιάζει όσο το δυνατόν πιστότερα με το αρχικό σχήμα, είναι ένας τρόπος να τονιστεί το μνημείο, παρέχοντας ταυτόχρονη αντίληψη τόσο της αρχικής 79
“το πρόβλημα προστασίας των παράκτιων οχυρών και οι τεχνικές επέμβασης και αποκατάστασης - το παράδειγμα της Μεθώνης”
όσο και της τρέχουσας κατάστασης, ενώ παράλληλα είναι ένας διακριτικός τρόπος επέμβασης, προστατεύοντας την ιστορική τοιχοποιία από την περαιτέρω διάβρωση. Αυτό που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι τα σύγχρονα υλικά δεν είναι κατάλληλα για κάθε έργο αποκατάστασης. Παράγοντες όπως το ιστορικό υπόβαθρο, οι ενσωματωμένες αξίες, η ηλικία και η σπανιότητα ενός μνημείου συμβάλλουν σημαντικά στην απόφαση για την καταλληλότητα μιας τέτοιας καινοτόμου προσέγγισης. Γι 'αυτό το λόγο, μια σχολαστική εκτίμηση των υφιστάμενων συνθηκών του μνημείου είναι απαραίτητη προϋπόθεση πριν από οποιαδήποτε επέμβαση. Συνοπτικά, μπορεί να αναφερθεί ότι κάθε επέμβαση στα μνημεία με σκοπό τη διατήρηση τους, θα πρέπει να βασίζεται όχι στη παθητική αποκατάσταση τους αλλά στην ανάδειξη τους, δηλαδή στην ανάκτηση της ιστορικής κατασκευής μέσω της ένταξης της στη σύγχρονη ζωή. Ειδικά οι οχυρώσεις, που έχασαν την αρχική τους λειτουργία, δηλαδή την άμυνα, προκειμένου να επανενταχθούν λειτουργικά, απαιτούν την απόδοση σ’ αυτές συμβατών λειτουργιών ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους, που όμως σε κάθε περίπτωση θα επιτρέψουν τη συντήρηση και την ανάδειξή τους. Μια τέτοια φιλοσοφία επέμβασης με απώτερο σκοπό την ανάδειξη είναι συνήθως πιο σημαντική από μια επέμβαση με μόνο σκοπό την αποκατάσταση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το φρούριο είναι, ως μνημείο, πηγή ιστορικών αναφορών, τόπος διατήρησης της ιστορικής μνήμης, άρα, πρέπει να αναλαμβάνει έναν πολιτιστικό ρόλο με την ευρύτερη έννοια του όρου· να γίνει σημείο αναφοράς και σύμβολο όχι πλέον αμυντικής και στρατιωτικής ικανότητας, αλλά σύμβολο αξιών συνδεδεμένων με δραστηριότητες πνευματικής δημιουργίας και πολιτιστικής δράσης. Τέλος ένα από τα σημαντικότερα παράκτια οχυρά στη μεσόγειο αποτελεί το κάστρο της Μεθώνης, στο οποίο απαντώται όλα τα χαρακτηριστικά των παράκτιων οχυρώσεων που αναφέραμε, διότι δόθηκε μεγάλη προσοχή στον σχεδιασμό του, καθώς το λιμάνι της αποτέλεσαι το κυριότερο σημείο διακίνησης του εμπορίου από και πρός την ανατολή. Τα τείχη της συγκεκριμένης καστροπολιτείας σήμερα στέκονται αγέρωχα πάνω στα βράχια, με εμφανή τα σημάδια της φυσικής φθοράς και του χρόνου. Η πολλαπλή αξία του, ιστορική, αρχαιολογική, αρχιτεκτονική, επιστημονική κ.α., το αναγορεύει ως σπουδαίο τεκμήριο της τοπικής μεσαιωνικής ιστορίας αλλά και ως αξιόλογο μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Για αυτόν τον λόγο, το συγκεκριμένο οχυρό θα αποτελέσει και το κύριο αντικείμενο μελέτης της διπλωματικής μου εργασίας, καθώς η προστασία και η ανάδειξή του αποτελεί μείζον θέμα. 80
嬀 ꀃ섃찃쐃 넃쌃뜃 넃쀃뼃먃 넃쐃 갃쌃쐃 넃쌃뜃숃 딃 쀃뤃 렃넃묃 갃쌃쌃뤃 뼃씃 쀃촃섃댃 뼃씃 밃딃 쐃 뜃봃 윃섃긃쌃뜃 윃씃쐃 뼃촃 댃 씃넃묃 뤃 뼃촃 崀
“πρόταση αποκατάστασης επιθαλάσσιου πύργου με την χρήση χυτού γυαλιού”
ΝΑ επιθαλάσσιος πύργος (κάστρο Μεθώνης): Ο ΝΑ επιθαλάσσιος πύργος είναι μέρος του κάστρου της Μεθώνης που βρίσκεται στην Νοτιοανατολική Πελοπόννησο. Είναι κατασκευασμένος ακριβώς πάνω από το κεντρικότερο σημείο του παλιού λιμανιού, ανάμεσα στις πύλες San Marco και Mandrachio και με πρόσοψη στην πλατεία των όπλων, την δεύτερη μεγαλύτερη πλατεία του κάστρου μετά την Μεγάλη Πλατεία των Όπλων στα βόρεια του οικισμού, εκτός από το προφανή αμυντικό του ρόλο, αποτελούσε ένα κτίσμα εμβληματικού χαρακτήρα στην περίοδο της Α' Ενετοκρατίας και πιθανόν σχετιζόταν και με την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της πόλης. 123 Ο συγκεκριμένος πύργος, παρουσίαζε πολλά και σοβαρά στατικά προβλήματα που κατά καιρούς είχαν προκαλέσει κατάρρευση μεγάλων τμημάτων της τοιχοποιίας του. Η άμεση γειτνίαση με την θάλασσα σε συνδυασμό με τους δυνατούς ανέμους, που αναπτύσσονται στη περιοχή κατά τους χειμερινούς μήνες δημιουργώντας υψηλούς κυματισμούς, είχαν προκαλέσει σημαντική φθορά στα δομικά υλικά (λίθους και κονιάματα). Τα σημαντικότερα προβλήματα εντοπίζονταν στην ανατολική όψη του μνημείου, όπου είχε προκληθεί διάβρωση μεγαλύτερη του ενός μέτρου. Σοβαρά δομικά προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι δύο καμάρες που καλύπτουν τους χώρους του πύργου, μεγάλα τμήματα των οποίων είχαν καταπέσει. Έτσι η δομική ακεραιότητα της κατασκευής ήταν υπό αμφισβήτηση. Ο κίνδυνος της ολικής κατάρρευσης αυξανόταν συνεχώς, λόγω της συχνής σεισμικής δραστηριότητας στη γύρω περιοχή (εικ. 71). Η βασική ιδέα στην συγκεκριμένη πρόταση, είναι να εισαχθεί χυτό γυαλί ως ένα καινοτόμο υλικό αποκατάστασης (εικ. 72), με τρόπο που να σεβεται την υπάρχουσα ιστορική δομή και να δημιουργεί μια αλληλεξάρτηση με αυτήν, με απώτερο σκοπό να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα που δεν θα εμποδίσει την οπτική σύνδεση του επισκέπτη με το περιβάλλον του, αλλά ταυτόχρονα θα μοιάζει με την υπάρχουσα δομή, διατηρώντας το ορθογώνιο σχήμα του πύργου. Δημιουργώντας έτσι, μια διακριτή αλλά ταυτόχρονα διακριτική προσέγγιση αποκατάστασης. Με όσα αναφέραμε στη παρούσα ερευνητική εργασία, περί σπανιότητας και ηλικίας ενός μνημείου, ο συγκεκριμένος πύργος θεωρείται σχετικά πρόσφατη κατασκευή σε σύγκριση με άλλα μνημεία. Επιπλέον, αυτός ο τύπος δομής δεν είναι σπάνιος, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνίας, διότι κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, μια ποικιλία από πύργους και κάστρα χτίστηκαν στη περιοχή, με παρόμοια αρχιτεκτονική.
123
Αγγελοπούλου Ι. [2017], 11.
83
“πρόταση αποκατάστασης επιθαλάσσιου πύργου με την χρήση χυτού γυαλιού”
Εικ. 71: Ο ΝΑ επιθαλάσσιος πύργος, πριν την αποκατάσταση.
84
Εικ. 72: Πρόταση αποκατάστασης με χυτό γυαλί.
“πρόταση αποκατάστασης επιθαλάσσιου πύργου με την χρήση χυτού γυαλιού”
Έτσι, η επιλογή γυάλινων στοιχείων για την ενοποίηση του πύργου θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πρωτοποριακή πρόταση αποκατάστασης, έχοντας θετικό αντίκτυπο στις πολιτιστικές, κοινωνικές και τουριστικές δραστηριότητες στην ευρύτερη περιοχή, αποτελώντας σημαντική πηγή επίδειξης των τελευταίων τεχνολογιών αποκατάστασης. Το σχήμα που πρέπει να αποκατασταθεί δεν είναι ομοιόμορφο, εξαιτίας των ακανόνιστα κατεστραμμένων τμημάτων. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η νέα γυάλινη πρόσοψη χωρίζεται σε δύο μεγάλα μέρη, δεδομένου ότι στη μέση του πύργου υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα της ιστορικής τοιχοποιίας. Η πλήρωση της μορφής του πύργου γίνεται από ένα συνδυασμό δομικών γυάλινων στοιχείων, όπως είναι το float glass και η χρήση του χυτού γυαλιού, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης πτυχών όπως η αναστρεψιμότητα, η ενοποιημένη δομή και η διαφάνεια. Για τις οριζόντιες συνδέσεις της γυάλινης τοιχοποιίας με τo μνημείο, δηλαδή την οροφή και τη γωνία στο ισόγειο, όπου το έδαφος έχει καταρρεύσει μερικώς, επιλέγεται πολυστρωματικό float glass. Λόγω των ανώμαλων επιφανειών των κατεστραμμένων τμημάτων της ιστορικής τοιχοποιίας, τα προτεινόμενα δομικά στοιχεία από χυτό γυαλί δεν ταιριάζουν στην υπάρχουσα κατάσταση, διότι θα οδηγούσε σε υψηλό επίπεδο πολυπλοκότητας τόσο στη κατασκευή όσο και στη συναρμολόγηση. Έτσι, μια ενδιάμεση ζώνη δημιουργείται για να ενώσει τα αλληλοσυμπλεκόμενα γυάλινα τούβλα με την υπάρχουσα λιθοδομή. Ο τελικός σχεδιασμός εισάγει στοιβαγμένες επιφάνειες από float glass, τα οποία κατασκευάζονται σύμφωνα με το ακριβές αποτύπωμα της υπάρχουσας δομής για να ταιριάζει άμεσα (εικ.73). Τέλος η πρόσοψη του πύργου συμπληρώνεται από τα αλληλοσυμπλεκόμενα γυάλινα τούβλα από χυτό γυαλί, σχεδισμένα στο μέγεθος και την υφή της υπάρχουσας τοιχοποιίας, δημιουργείται έτσι μια μεταβλητή τοιχοποιία, το πάχος της οποίας αυξάνει όσο πλησιάζει την υπάρχουσα δομή.124 Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι το κάτω μέρος της υφιστάμενης τοιχοποιίας θεωρείται ότι υποφέρει περισσότερο από την υγρασία και το αλάτι της θάλασσας. Το τμήμα αυτό εκτίθεται στο νερό, η φθορά συνεχίζει και επηρεάζει και τα ανώτερα τμήματα του μνημείου. Η διαδικασία αποκατάστασης υποδηλώνει ότι αυτό το τμήμα του τείχους είναι πλήρως κλεισμένο με την καινούρια προσθήκη χυτών γυάλινων στοιχείων, για να αποφευχθεί η περαιτέρω αλλοίωση και να παρασχεθεί μια πιο μόνιμη λύση σε αυτή την αποσύνθεση. Δεδομένου ότι το γυαλί είναι ένα ανθεκτικό υλικό κατά των θαλάσσιων υδάτων, μπορεί να προστατεύσει επαρκώς τον ασβεστόλιθο και τον ψαμμίτη, από τα οποία είναι κατασκευασμένος ο πύργος.125
124 125
Barou L. [2016], 125-126. Barou L. [2016], 93.
85
“πρόταση αποκατάστασης επιθαλάσσιου πύργου με την χρήση χυτού γυαλιού”
Το πιο καινοτόμο μέρος της πρότασης έγκειται στο σχεδιασμό των συνδέσεων. Οι στεγνές συνδέσεις οδηγούν σε αναστρέψιμες λύσεις, καθώς η απουσία συγκολλητικών μεθόδων που συνδέουν μόνιμα τα γυάλινα στοιχεία, επιτρέπουν την αποσυναρμολόγηση τους. Επίσης η σύνδεση της νέας γυάλινης προσθήκης με την ιστορική δομή γίνεται με χαλύβδινες ράβδους, αποφεύγοντας κάθε χρήση κολλητικών ουσιών. Οι χαλύβδινες ράβδοι είναι αγκυροβολημένες σε θέσεις κλειδιά κατά μήκος του ραγισμένου ιστορικού τοίχου προκειμένου να στερεωθεί η γυάλινη προσθήκη οι συνδέσεις αυτές είναι άκαμπτες για να λειτουργούν κατά του λυγισμού (εικ. 74). Στο κάτω μέρος της γυάλινης τοιχοποιίας, τοποθετείται ένα σύστημα από ελατήρια, επιτρέποντας μια μικρή μετατόπιση των γυάλινων στοιχείων, για αποφυγή ζημιών από οριζόντιες φορτίσεις. Τέλος το προτεινόμενο θεμέλιο αποτελείται από σκυρόδεμα, καλύπτοντας ολόκληρο το πλάτος του μνημείου, έτσι η νέα προσθήκη, στερεώνεται πάνω σε μία μεταλλική μεμβράνη, η οποία βιδώνεται πάνω στο σκυρόδεμα.126 Αυτές οι συνδέσεις προσφέρουν, την απόλυτη σταθερότητα, χωρίς να βλάψουν το μνημείο.
Εικ. 73: Δημιουργία μεταβλητής γυάλινης τοιχοποιίας και η ένωση με την ιστορική κατεστραμμένη δομή.
Η συνολική προσέγγιση σέβεται την πλούσια ιστορία του μνημείου και την τονίζει με διακριτικό και διαφανή τρόπο, έτσι δίνει την δυνατότητα στο κοινό να πληροφορηθεί, για τις διάφορες ιστορικές φάσεις και γεγονότα του πύργου πριν φτάσει στη σημερινή του μορφή.
Εικ. 74: Χαλύβδινες ράβδοι και η ένωση με την ιστορική τοιχοποιία.
126
Barou L. [2016], 131-146.
86
Βιβλιογραφία • • •
• • •
• •
•
• •
Φουτάκης Π. [2017], Η Μεθώνη και η Ιστορία η Βενετία και η Εξουσία, Αθήνα: Εκδόσεις Καπόν. Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], Το Κάστρο της Μεθώνης, Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Δουλαβέρας Α., Σπηλιοπούλου Ι. [2012], Μεσσηνία: “Συμβολές στην Ιστορία και στον Πολιτισμό της”, στο: Ν. Κοντογιάννης (επιμ.) Οι Οχυρώσεις της Μεσσηνίας: από το Βυζάντιο στο Νεώτερο Ελληνικό Κράτος, σσ. 285–328, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήσης. Καρποδίνη-Δημητριάδη Ε. [1993], Κάστρα της Πελοποννήσου, Αθήνα: Εκδόσεις Αδάμ. Μπίρης Γ. [2000], Χώρα - Πύλος - Μεθώνη : ένας Δρόμος στο Νότο το Βασίλειο του Νέστορας και ο Μοθών Λίθος Περιηγητική και Ιστορική Αναζήτηση, Αθήνα: Ιδιωτική. Δαμούλος Π. [2012], “Η Οχυρωματική Αρχιτεκτονική στο Αιγαίο και ο Μεσαιωνικός Οικισμός Αναβάτου Χίου”, Πρακτικά, στο: Ν.Λιανός (επιμ.), Οι Παράκτιες Οχυρώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο: Προβλήματα Προστασίας, Αποκατάστασης και Ανάδειξης, σσ. 287-292, Χίος: Άλφα πι. Στεριωτού Ι. [1974], Ένας Διάλογος Σχετικός με την Κατασκευή των Φρουρίων (Fortezze), Τόμος 2, Θεσσαλονίκη: Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής Τμήμα Αρχιτεκτόνων. Τρυποσκούφη Α., Τσιτούρι Α. [2001], “Ενετοί και Ιωαννίτες Ιππότες Δίκτυα Οχυρωματικής Αρχιτεκτονικής”, στο: Δ. Ευγενίδου (επιμ.) Οχυρωματικά Δίκτυα και Οργάνωση του Χώρου, σσ. 21-22, Δ. Αθανασούλης (επιμ.) Η Νέα Οχυρωματική Τεχνολογία και η Εφαρμογή της στα Ενετικά Κάστρα του Ελλαδικού Χώρου, σσ. 33-48, στο: Ν. Κοντογιάννης (επιμ.) Κάστρο Μεθώνης, σσ. 73-75, Αθήνα: Εκδόσεις Futura. Συλλογικό Έργο [2002], “Τα Παράκτια Οχυρά και η Άμυνα των Λιμανιών”, στο: Μ. Αρακαδάκη (επιμ.) Τα “Φρούρια των Βράχων” και η Άμυνα των Στρατηγικής Σημασίας Λιμανιών στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη, σσ. 17-30, στο: Ι. Στεριωτού (επιμ.) Τα Παράκτια Οχυρά στο Πλαίσιο του Προβληματισμού της Διάσωσης και Ανάδειξης των Οχυρώσεων στην Ελλάδα. Η Διεθνής Εμπειρία, σσ. 49-58, στο: Ν. Λιανός (επιμ.) Τα Επιθαλάσσια Κάστρα στον Ελλαδικό Χώρο. Αρχικές Λειτουργίες, Προτάσεις Αποκατάστασης και Ανάδειξης, σσ. 67-78, Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού. Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Δημητροκάλλη Γ. [1970], Εισαγωγή στην Καστρολογία, Αθήνα: Νέα Εστία. Αρακαδάκη Μ. [1995], Το Προμαχωνικό Σύστημα Οχύρωσης του ΙΣΤ’- ΙΗ’ αιώνα στην Ελληνική Βιβλιογραφία. Προβλήματα Ορισμών και Ορολογίας, Αθήνα: Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής Τμήμα Αρχιτεκτόνων. 87
• • •
•
• • •
•
• •
• • 88
Γεωργοπούλου Ι. - D' Amico, Τα Παράκτια Οχυρά και η Αμυντική Γραμμή στα Νησιά του Αιγαίου, από τη Σαμοθράκη ως την Κρήτη μέσα από το Πρόγραμμα «ΚΑΣΤΡΩΝ ΕΡΙΠΛΟΥΣ», Αθήνα : Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων, Υπουργείο Πολιτισµού. Kevin A. [2006], Castle of the Morea, Gennadeion Monographs. Beligno Gonzalez Aviles A. [2017], “6 Defensive Architecture of the Mediterranean XV to XVIII”, στο: S. Mamaloukos (επιμ.) Τhe 15th c. Venetian Fortifications of Nafpaktos (Lepanto), Greece, σσ. 153-160, στο: M. Bercigli (επιμ.) Documentation Strategy for Coastal Towers of the Mediterranean: the Case of the Tower in the Archeological Site of Saturo, σσ. 337-344, στο: M. Serra (επιμ.) Α Multidisciplinary Approach to Study Sardinian Coastal Towers. Restoration, Conservation and Archaeological Research, σσ. 411-418, Alicante: Editorial Publicacions Universitat d’Alacant. Ashurst John, Francis G Dimes [1998], “Conservation of Building & Decorative Stone”, στο: David Honeyborne (επιμ.) Weathering and Decay of Masonry, σσ. 153-184, Τόμος 1, στο: Α. Alva Barderrama (επιμ.) Earthquake Damage to Historic Masonry Structures, σσ. 107-113, Τόμος 2, New York: Routledge Taylor & Francls Group. Λαμπρόπουλος Β. [1993], Διάβρωση και Συντήρηση της Πέτρας, Αθήνα: Ιδιωτική . Σκουλικίδης Θ. [2000], Διάβρωση και Συντήρηση των Δομικών Υλικών των Μνημείων, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Marotta A., Spallone R. [2018], “7 Defensive Architecture of the Mediterranean”, στο: D. Cosmescu (επιμ.) The Venetian System of Fortifications in Souda Bay, σσ. 71-78, στο: S. Columbu (επιμ.) Chemical - Physical Agents and Biodeteriogens in the Alteration of Limestones used in Coastal Historical Fortifications, σσ. 365-372, Torino: Politecnico di Torino. Γιαννάκης Ξ., Αυλωνίτου Χ. [2001], “Κάστρων Περίπλους”, στο: Σ. Αρβανιτόπουλος (επιμ.) Η Οχυρωματική Τέχνη στον Ελλαδικό Χώρο από την Παλαιοχριστιανική Περίοδο έως τη Μεταβυζαντινή Περίοδο, σσ. 20-43, Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. Μανίτα Π., Πανταζοπούλου Σ., Παθολογία και Μηχανισμοί Φθοράς Ιστορικών Κτισμάτων, 1ο Εθνικό Συνέδριο ΥΠΠΟ/ 4η ΕΜΜ ΤΕΕ/ ΤΚΜ. Perbellini G. [2010], “Management of the Monumental Environment and its Landmarks”, στο: M. Filimonos - Tsopotou, A. Apostolou (επιμ.) Restoration, Arrangement and Display of the Ancient Fortification Wall of Nisyros, σσ. 64-87, Europa Nostra. Mayo C. [2010], The Conservation and Repair of Masonry Ruins, Dublin: National Inventory of Architectural Heritage. Θεοδωρίδης Χ. [2006], Συμβατά Yλικά και Μέθοδοι Συντήρησης και Αποκατάστασης Ιστορικών Κτιρίων, Αλεξανδρούπολη:
• • •
• • • • • •
15ο Συνέδριο Σκυροδέματος, Τ.Ε.Ε., Ε.Τ.Ε.Κ.. Dutton H., Rice P. [1996], Structural Glass, London: Spon Press. Μπούρας Χ. [1982], Σημειώσεις του Μαθήματος Αποκαταστάσεις των Μνημείων I', Αθήνα. Χατζητρύφων Ν. [2000], “Ήπιες Επεμβάσεις και Προστασία Ιστορικών Κατασκευών”, στο: Θ. Σκουλικίδης (επιμ.) Βλαβερές και Αβλαβείς Μέθοδοι και Υλικά Δομικής Συντήρησης και Συντήρησης Επιφάνειας Μνημείων και Κτιρίων, σσ. 29-46, στο: Ε. Καμπούρη (επιμ.) Ήπιες Επεμβάσεις σε Ιστορικά Κτίρια και Οικιστικά Σύνολα – Αναγκαία Ποιοτική Παράμετρος στη Διαχείρηση και Επανάχρηση τους, σσ. 47-60, στο: Π. Μανίτα, Σ. Πανταζοπούλου (επιμ.) Παθολογία και Μηχανισμοί Φθοράς Ιστορικών Κτισμάτων, σσ. 29-46, Θεσσαλονίκη: 1ο Εθνικό Συνέδριο ΥΠΠΟ/ 4η ΕΜΜ ΤΕΕ/ ΤΚΜ. Μπούρας Χ., Τουρνικιώτης Π. [2010], Συντήρηση, Αναστήλωση και Αποκατάσταση Μνημείων στην Ελλάδα 1950-2000, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς. Μπάρλας Χ. [2016], Η Εξέλιξη του Προμαχωνικού Συστήματος [Εφαρμογές στον Ελλαδικό Χώρο], Πολυτεχνείο Κρήτης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Ερευνητική Εργασία. Barou L. [2015], Transparent Restoration, TUDelft, Διπλωματική Εργασία. Παπανικολάου Ε. [2016], Διερεύνηση των Αιτιών Διάβρωσης των Δομικών Λίθων από τα Ιερά της Δήμητρας και του Ασκληπιού στο Δίον, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Γεωλογίας, Διδακτορική Διατριβή. Πασιοπούλου Μ., Ηλιόπουλος Δ. [2011], Μανιάτικα Πυργόσπιτα: Προβλήμτα Αναστήλωσης και Διαχείρισης της Επανάχρησης τους, Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό 'Ιδρυμα Πειραιά, Τμήμα Πολιτικών Δομικών Έργων, Πτυχιακή Εργασία. Oikonomopoulou F., Bristogianni T., Barou L., Veer F., Nijsse R. [2017], Structural glass: A new remedial tool for the consolidation of historic structures, TUDelft, Ερευνητική Εργασία.
89
Σελίδες στο διαδίκτυο • • • • •
90
Καστρολόγος, Κάστρα στην Ελλάδα: https://www.kastra.eu/home__gr.php Κάστρα Αργολίδας, Αρκαδίας, Κορινθίας: http://ecastles.culture.gr/web/guest Natural Stones and Weathering: http://www.stone.rwth-aachen.de Re3 Glass: A new generation of Recycable, Reducible and Reusable cast glass components for structural and architectural applications: https://journals.open.tudelft.nl/index.php/spool/article/view/2089/2441 RestorativeGlass, reversible, discreet restoration using, stryctural glass components: https://journals.open.tudelft.nl/index.php/spool/article/view/1925/2330
Πηγές εικόνων • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • •
Εξώφυλλο: Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], σσ. 14, 15. Εικ. 1, Εικ. 2: Τρυποσκούφη Α., Τσιτούρι Α. [2001], σσ. 39. Εικ. 3, Εικ. 4: Αρακαδάκη Μ. [1995], σσ. 95, 101. Εικ. 5: Μπάρλας Χ. [2015], σσ. 91. Χάρτης 2: Μπάρλας Χ. [2015], σσ. 62. Εικ. 6: Λιανός Ν. [2002], σσ. 69. Εικ. 7: https://www.cityofnafplio.com/2018/03/21/bourtzi/ Εικ. 8: Λιανός Ν. [2002], σσ. 72. Εικ. 9: http://history-pages.blogspot.com/2012/10/blog-post_11.html Χάρτης 3: Αρακαδάκη Μ. [2002], σσ. 20. Εικ. 10: Αρακαδάκη Μ. [2002], σσ. 29. Εικ. 11: Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], σσ. 31. Εικ. 12: Προσωπικό αρχείο κ. Πέτρου Κουφόπουλου. Εικ. 13: Μπάρλας Χ. [2015], σσ. 94. Εικ. 14, Εικ.15: Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], σσ. 36, 11. Εικ. 16: Barou L. [2016], σσ. 82. Εικ. 17: Φουτάκης Π., σσ. 71. Εικ. 18: Προσωπική. Εικ. 19, Εικ. 20: http://library.tee.gr/digital/m2198/m2198_moropoulou.pdf Εικ. 21, Εικ. 22, Εικ. 24, Εικ. 26: http://www.stone.rwth-aachen.de/wgn_strt.htm Εικ. 23: http://library.tee.gr/digital/m2198/m2198_moropoulou.pdf Εικ. 25: Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], σσ. 27. Εικ. 27, Εικ. 28, Εικ. 29, Εικ. 30, Εικ. 31, Εικ. 32: http://www.stone.rwth-aachen.de/wgn_strt.htm Εικ. 33, Εικ. 34, Εικ. 37: Φουτάκης Π., σσ. 68, 71, 73. Εικ. 35, Εικ. 39, Εικ. 40, Εικ. 42: Προσωπικό αρχείο κ. Πέτρου Κουφόπουλου.
91
• • • • • • • • • • • • • • • • • • • •
92
Εικ. 36, Εικ. 41: Προσωπικές. Εικ. 38: Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], σσ. 34. Εικ. 43, Εικ. 44: Barou L. [2016], σσ. 86, 26. Εικ. 45, Εικ. 46, Εικ. 47: Πασιοπούλου Μ., Ηλιόπουλος Δ. [2011], σσ. 47, 49. Εικ. 48, Εικ. 54, Εικ. 55: Αρχείο κ. Πέτρου Κουφόπουλου από το μάθημα επιλογής “Αποκαταστάσεις Κτηρίων και Συνόλων 1”. Εικ. 49, Εικ. 51, Εικ. 53: Barou L. [2016], σσ. 85, 84, 28. Εικ. 50: Προσωπικό αρχείο κ. Πέτρου Κουφόπουλου. Εικ. 52: https://www.creteplus.gr/ Εικ. 56: https://journals.open.tudelft.nl/index.php/spool/article/view/1925/2330 Εικ. 57: file:///C:/Users/%CE%BA%CE%BF%CF%84%CF%84/Downloads/P5%20Presentation_Lida%20Barou_4414942.pdf Εικ. 58, Εικ. 59: Barou L. [2016], σσ. 86. Εικ. 60: Barou L. [2016], σσ. 4. Eικ. 61, Εικ. 62: https://digilander.libero.it/ferdinando_vassallo/Methoni.htm Εικ. 63, Εικ. 66: Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], σσ. 29, 36. Εικ. 64: Λιανός Ν. [2002], σσ. 72. Εικ. 65, Εικ. 70: Προσωπικές. Εικ. 67, Εικ. 68: Κοντογιάννης Ν., Γρηγοροπούλου Ι. [2009], σσ. 14, 15. Εικ. 69: Barou L. [2016], σσ. 87. Εικ. 71, Εικ. 72, Εικ. 73, Εικ. 74: file:///C:/Users/%CE%BA%CE%BF%CF%84%CF%84/Downloads/P5%20Presentation_Lida %20Barou_4414942.pdf Οπισθόφυλλο: Barou L. [2016], σσ. 86.