Κομπε

Page 1

Ένα διήγημα της

Φιλιππα Χατζηιωαννιδη 1ο Γυμνάσιο Γέρακα, Α3

1


Ο ήλιος σηκωνόταν πάνω από τα ψηλά δέντρα, με τις ηλιαχτίδες που ξεπετάγονταν σιγά-σιγά να χτυπούν τις δροσοσταλίδες που άφησε πίσω της η μακριά και υγρή νύχτα. Τις έκανε να μοιάζουν με μικρά διαμαντάκια στα καταπράσινα φύλλα. Ο Κόμπε είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς για να τσαπίσει το μικρό ξέφωτο κοντά στο ξύλινο σπίτι του. «Όταν μεσημεριάσει για τα καλά, λέει, το χώμα γίνεται πέτρα και το σίδερο θέλει τρεις φορές την ίδια δύναμη για να ανοίξει λάκκο γύρω από τις ντοματιές». Περίπου τώρα είναι η ώρα να ξυπνήσει την Μερσίλ. Όχι ότι κοιμήθηκε δα και πολύ το βράδυ. Θήλαζε το μωρό μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα, μετά το κούναγε για να το πάρει ο ύπνος και τα κατάφερε γύρω στις τρεισήμισι. Ο Τζάμι είναι δεκαοχτώ μηνών και όταν δεν γκρινιάζει τρέχει –όσο τα καταφέρνει βέβαια- και όταν δεν τρέχει, κοιμάται. Ο Ριβάλντο και η Μιραλέλα, τα δύο

πεντάχρονα

της

οικογένειας

τον

συνορίζονται

συνέχεια και κάνουν τα πάντα για να κλαίει και να ξαγρυπνούν τη μαμά τους. Η Μερσίλ έβαλε όλη τη δύναμή της για να ακουμπήσει τα πόδια της στο πάτωμα και σκούντησε τα μικρά διαβολάκια. Είχε έρθει η ώρα να πάρει καμιά - δυο νταμιτζάνες, να τις γεμίσει νερό από την πηγή 2


και με τη βοήθεια του πρωτότοκου γιού της να τραβήξει τον απελπιστικό δρόμο των δύο χιλιομέτρων για να γυρίσει πίσω. Η Μιραλέλα θα ξεκίναγε τη μέρα της δίνοντας ένα δυναμωτικό ρόφημα στον αγαπημένο της, ακούραστο πατέρα. Πήρε λοιπόν το μωρό παραμάσχαλα, γιατί, αν το άφηνε να τρέχει, θα ποδοπατούσε την ανώριμη σοδιά τους και έδωσε το ρόφημα στον μπαμπά. Ο Κόμπε άφησε την τσάπα, αγκάλιασε τον Τζάμι, φίλησε την κόρη του στο μέτωπο και το ήπιε μονομιάς. Αφού η Μιραλέλα ενημέρωσε τον μπαμπά της, κίνησε με τον Τζάμι για την καλύβα της Ζόρας. Δεν ήταν πολύ μακριά. Όταν έφθασε εκεί, ένοιωσε σαν στο σπίτι της. Και βέβαια, πώς να μην νοιώσει έτσι, αφού βλέπει ακριβώς τις ίδιες εικόνες. Τον μπαμπά της φίλης της με το χαρακτηριστικό ψάθινο καπέλο να σκάβει μέσα στον ήλιο, την μητέρα της να σέρνει τα άπλυτα ρούχα στην πηγή και την κολλητή της να προσέχει τον μικρό αδελφό της. Αφού την καλωσόρισε η οικογένεια έτρεξε με το μωρό στα χέρια να δει τη φίλη της. Ο δεύτερος λόγος που πήγαινε εκεί, βέβαια, ήταν για έναν χωμάτινο περιφραγμένο χώρο γεμάτο με μπάλες. Έτσι οι δύο φίλες παρατούσαν τα αδέλφια εκεί και συζητούσαν τα νέα τους. Έτσι κι έγινε. Τα μωρά έτρεχαν ανέμελα στο 3


χώμα και τα μικρά κορίτσια μιλούσαν, έπαιζαν ή χασκογελούσαν με τους απέναντι. Αυτό γιατί σ΄ εκείνη την καλύβα ζούσε μια στριφνή τετραμελής οικογένεια, που δεν μίλαγαν σε κανέναν και δεν μοιράζονταν τα αγαθά τους. Ενώ τα κορίτσια διασκέδαζαν μεταξύ τους, η Μερσίλ με τον Ριβάλντο είχαν φθάσει στην δικιά τους καλύβα, με περίπου 10 λίτρα πόσιμου νερού. Όταν το πήραν από την πηγή ήταν περισσότερο, αλλά το ήπιαν στο δρόμο, για να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους και να επιστρέψουν με το βαρύ φορτίο. Ο Κόμπε γύρισε κι αυτός στην καλύβα, γιατί ο ήλιος πλέον ήταν πολύ δυνατός και του πήρε όλες τις δυνάμεις που είχε, για να σπείρει τους καρπούς της ημέρας. Εκεί συνάντησε την αγαπημένη του και τον γιο τους. Μετά από έναν γρήγορα χαιρετισμό, ενημέρωσε τη γυναίκα του πως θα πάει στο ποτάμι να ψαρέψει, να φέρει να φάνε. Έπειτα ζήτησε από τον Ριβάλντο να τον βοηθήσει στο ξύσιμο του κονταριού. «Όσο πιο μυτερό είναι, τόσο πιο εύκολο είναι το ψάρεμα» έλεγε. Όταν έμενε μόνη της η Μερσίλ στο σπίτι, της άρεσε να πηγαίνει με τον Ριβάλντο στην κυρία Λουσίλα, τη μαμά της Ζόρας και να κουτσομπολεύουν τις γύρω καλύβες. Ο 4


αδικημένος της υπόθεσης ήταν ο Ριβάλντο, που δεν είχε τι να κάνει. Ήταν και η αιτία που έφευγαν από το σπίτι της Ζόρας, γιατί προσπαθώντας να κάνει αισθητή την παρουσία του πήγαινε κα πείραζε τον Τζαμί. Ο Τζαμί, ο κακομοίρης, χωρίς να το θέλει, έκλαιγε. Η Μιρσέλ, νομίζοντας ότι πεινάει έπαιρνε τα παιδιά της και γύριζαν στην καλύβα τους. Λίγο μετά, γύριζε ο πατέρας, συνήθως με πέντε – έξι ψάρια. Τα έψηναν στη φωτιά που έφτιαχνε η μαμά, τρίβοντας τις πέτρες. Σε αυτό ήταν πραγματικά καλή. Ήξερε ποια ακριβώς πέτρα χρειάζεται να τρίψει, για να φουντώσουν γρήγορα τα λίγα ξερά χόρτα που έβαζε από πάνω. Κατά το απόγευμα έτρωγαν τα φρέσκα ψάρια με ντομάτα, αγγούρι και μαϊντανό. Όταν ο ήλιος άρχιζε να δύει, ο Κόμπε έβγαινε στο ξέφωτο και έπιανε δουλειά με τα δίδυμα ενώ η γυναίκα του, αφού θήλαζε και αποκοίμιζε το μωρό άρχιζε να πλένει τα λιγοστά ρούχα και να τα απλώνει. Ο Ριβάλντο καμιά φορά άφηνε την παρέα και μάζευε ξύλα για την σκοτεινή και υγρή νύχτα που τους περίμενε. Όταν πια άρχιζε να σκοτεινιάζει άφηναν

τη

δουλειά στο ξέφωτο και μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά. Τρώγοντας ό,τι ψάρι είχε απομείνει από το απόγευμα και με το μωρό να κοιμάται, συζητούσαν για την ημέρα τους. 5


Περίπου δέκα οικογένειες ιθαγενών, γύρω από τις φωτιές τους

κάτω

από

τα

πυκνά

δένδρα,

συζητούσαν

χαμηλόφωνα κάνοντας – συχνά - στριφογυριστές κινήσεις με τα χέρια τους, άλλοτε για να ζεσταθούν και άλλοτε για να δώσουν έμφαση σ’ αυτό που έλεγαν. Κάπως έτσι κυλούσε η καθημερινότητα αυτής της οικογένειας. Ήθελαν μόνο καλή σοδειά, καθαρό νερό για τα ψάρια τους και ήρεμες νύχτες για ξεκούραση. Τον χρόνο τον μετρούσαν με βάση την ανατολή και τη δύση του ηλίου. Σκληρή αλλά φυσική ζωή που στηρίζονταν σε όσα οι μητέρες της φύσης, η γη και το νερό δίνουν στους ανθρώπους. Τις ημέρες που ο καιρός ήταν πιο μουντός ή δεν μπορούσαν να σπείρουν και να θερίσουν μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι στον ποταμό και διασκέδαζαν. Τα παιδιά μέσα σε μια σκηνή έπαιζαν διάφορα παραδοσιακά παιχνίδια, συνήθως με πέτρες, ξύλα και αυτοσχέδιες σφεντόνες. Οι ενήλικες καθόντουσαν γύρω από μία φωτιά, υμνούσαν τους προγόνους, εξιστορούσαν τα κατορθώματα των μικρών ηρώων τους και έπιναν το τοπικό παραδοσιακό ποτό, την κάσα. Ήταν η μόνη διασκέδαση, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες και οι εποχές.

6


Άλλη

μια

μέρα

ξημέρωνε

για

τις

οικογένειες.

Οι

πρασινομπλέ παπαγάλοι με τα λευκά λοφία πετούσαν νευρικά από δένδρο σε δένδρο, μέχρι να βρουν το κατάλληλο

κλαδί

να

ξαποστάσουν.

Οι

ντοματιές

περίμεναν τους χωρικούς να σκάψουν τα χαντάκια δίπλα τους, η γη ανέδυε την παρθένα μυρωδιά του πρωινού που μπερδεύονταν με την κάπνα από τις φωτιές που έκαιγαν το βράδυ για να ζεστάνουν και να συντροφεύσουν τους ιθαγενείς. Το χρώμα του ουρανού, πριν ξημερώσει, έδωσε το σινιάλο στον Κόμπε. Άλλη μια κοπιαστική μέρα ξεκινούσε για κείνον και την οικογένειά του. Σηκώθηκε, ντύθηκε, άρπαξε την τσάπα κι έσυρε για το ξέφωτο. Ξύπνησε εύθυμος, γιατί ήταν η εποχή του μαζέματος της σοδιάς. Τα περισσότερα λαχανικά και φρούτα θα είχαν ωριμάσει. Όλος χαρά βγήκε έξω αλλά δεν είδε τίποτα. Δεν αντίκρισε μπροστά του αυτή την πανδαισία χρωμάτων, που έφερνε μαζί της η εποχή της συγκομιδής. Αντιθέτως, τα φυτά του φάνηκαν να έχουν μαραζώσει. Ανησύχησε. Έτρεξε απελπισμένος με την τσάπα στα χέρια στους γείτονες. Αλλά και κει οι ίδιες κατσουφιασμένες φάτσες. Όλες οι σοδιές είχαν μαραθεί και κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο. Οι πιο αισιόδοξοι το απέδιδαν στη 7


ακατάλληλη κοπριά που είχαν βάλει φέτος στο χώμα και πίστευαν ότι θα βρεθεί λύση. Οι άλλοι, απλά υπενθύμιζαν στον Κόμπε ότι χωρίς λαχανικά, θα τρώνε μόνο ψάρια και αυτά μέχρι να τελειώσουνε. «Και τότε θα πεθάνουμε από την πείνα» έλεγαν. Ο Κόμπε δεν ήξερε ποιον να πιστέψει. Σε λίγο θα ξύπναγε και η Μερσίλ. Τί θα της έλεγε; Γιατί πήγαν οι κόποι μιας χρονιάς χαμένοι; Τι θα κάνουν φέτος; Πως θα ζήσουν στο χωριό; Ο απελπισμένος πατέρας κίνησε προς την καλύβα να ξυπνήσει την αγαπημένη του . Ήταν αποφασισμένος να υιοθετήσει το αισιόδοξο σενάριο. Φθάνοντας στην καλύβα βρήκε τη γυναίκα του να θηλάζει τον Τζάμι. Μπήκε μέσα και, αφού φίλησε το μωρό, εξήγησε στη γυναίκα του τι είχε συμβεί και τις απόψεις των συγχωριανών. Εκείνη αναστατώθηκε. Έβαλε το μωρό στο κρεβάτι του και ρώτησε τον άντρα της για λεπτομέρειες. Ο Κόμπε απλά σκούντησε τα δίδυμα να σηκωθούν και τους είπε να προσέχουν το μωρό. Μετά πήρε τα κοντάρια, το ψάθινο καλάθι και τις νταμιτζάνες και περπάτησαν με τη γυναίκα του για τον ποταμό. Τα παιδιά δεν πήραν είδηση την αγωνία των γονιών τους και απλά ξύπνησαν, ντύθηκαν και άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. 8


Μετά από κάποιο διάστημα γύρισαν οι γονείς με άδειο το ψάθινο καλάθι που έβαζε συνήθως ο μπαμπάς τα ψάρια και τη μητέρα να κοιτάει περίεργα το νερό στην νταμιτζάνα.

Κοιτάχτηκαν

σαστισμένοι

μεταξύ

τους.

Εξήγησαν στα παιδιά ότι ψάρια δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα. Το νερό ήταν σχεδόν μαύρο και το πέταξαν στον κήπο. Πρακτικά, η αλήθεια είναι ότι βρίσκονταν σ’ ένα απομονωμένο μέρος χωρίς φαγητό. Η μόνη προσωρινή λύση ήταν να έτρωγαν ό,τι απέμεινε από χθες μέχρι να δουν τι θα κάνουν. Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες και οι προμήθειες λιγόστευαν. Τα πρόσωπα των παιδιών σκυθρώπιασαν και οι γονείς όλων των οικογενειών ήταν ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Δεν μπορούσαν α κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν τα παιδιά τους . Ήταν καταδικασμένοι σε μαρασμό. Μια μέρα αποφάσισαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού να κάνουν μια συνέλευση για να μελετήσουν τα επόμενα βήματά τους. Μετά από πολλές διαμαρτυρίες και φωνές κατέληξαν ότι θα έπρεπε να κατασκευάσουν μια σχεδία από ξύλα για κάθε οικογένεια και να φύγουν από τον τόπο τους μέσω του ποταμού. Δέκα μερόνυχτα δούλευε αδιάκοπα κάθε οικογένεια για να 9


δέσει τη δική της σχεδία. Με απεγνωσμένες τις γλυκές παιδικές φατσούλες να ανυπομονούν για το πότε θα φάνε και τους γονείς να αναρωτιούνται πώς θα είναι το «αύριο» γι αυτά. Αλλά πού να ξέρουν οι καημένες οικογένειες ότι η αφορμή για την μετανάστευσή τους ήταν η έκρηξη σε χημικό εργοστάσιο, το οποίο βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά τους. Ο Κόμπε και η οικογένειά του δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξη αυτού του εργοστασίου αλλά και να ήξεραν, δε θα μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς παράγει, πού χρησιμεύει και ποια δικιά τους ανάγκη θα μπορούσε να καλύψει.

Κι όμως αυτή η έκρηξη

απελευθέρωσε στην ατμόσφαιρα και το νερό τόσα τοξικά αέρια και υγρά απόβλητα, που επηρέασε τη σοδειά τους και κατάφερε να διαλύσει την ισορροπία της φύσης, να καταστρέψει όλες τις γύρω φυλές και όλους τους μικρούς παραδοσιακούς πολιτισμούς, μέσα στο πιο πλούσιο δάσος του κόσμου. Την εντεκάτη ημέρα είχαν έτοιμες τις σχεδίες. Πήραν τα πιο σημαντικά πράγματά τους και φίλησαν για τελευταία φορά το - μολυσμένο πλέον –χώμα του χωριού τους. Δεν 10


ήξεραν που να πάνε, ούτε τί τους ξημέρωνε η αυριανή μέρα. Απλά, με δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτισαν τον τόπο τους. Στην οικογένεια του Κόμπε επικρατούσε αγωνία. Ο Κόμπε τραβούσε το κουπί, ακολουθώντας τις σχεδίες των υπολοίπων ιθαγενών. Τα δίδυμα κοιτούσαν καλά- καλά τον ποταμό, μήπως ξεπεταχτεί κανένα ψάρι. Αλλά φυσικά αυτό ήταν σχεδόν αδύνατο σε αυτό το κομμάτι του ποταμού που από βαθύ γαλάζιο είχε γίνει πλέον σκούρο καφέ. Οχτώ μερόνυχτα πέρασαν οι οικογένειες πάνω σε μια σχεδία, με την απόγνωση χαραγμένη στα πρόσωπά τους και την ελπίδα να βρουν ένα απάνεμο μέρος για να ξεκουραστούν και ενδεχομένως να γίνει η νέα τους πατρίδα. Τα ανέμελα παιδιά ήταν πλέον κλειδωμένα στη σκέψη της επιβίωσης από τα «κατορθώματα» των λεγόμενων πολιτισμένων ανθρώπων στη δικιά τους χώρα και όχι μόνο, αφού ο αέρας δεν έχει σύνορα. Μια νέα μέρα ξημέρωνε για όλες τις οικογένειες ιθαγενών. Εκεί λοιπόν που ο Κόμπε και όλοι οι άνδρες κάθε οικογένειας τραβούσαν κουπί με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει, ξέσπασε φοβερή ανεμοθύελλα. Όλες οι σχεδίες 11


διαλύθηκαν! Τα πανιά σχίστηκαν και οι υγροί κορμοί ξύλων λύθηκαν και κατέληξαν στις άκρες του ποταμού, ανήμποροι πλέον να βοηθήσουν τις οικογένειες. Ο Κόμπε και η Μερσίλ κατάφεραν σε κλάσματα δευτερολέπτου να πάρουν αγκαλιά τα παιδιά τους και σαν κουβάρια να προσγειωθούν στα βρώμικα νερά του ποταμού. Αμέσως προσπάθησαν να απομακρυνθούν από τα βαθιά νερά και κρατώντας αγκαλιά τα τρία τους παιδιά προσπάθησαν να κρατηθούν ζωντανοί στα ρηχά νερά. Ο Κόμπε όμως, καταλαβαίνοντας ότι οι δυνάμεις τους δεν θα κρατήσουν για πολύ, με δυο τρεις απλωτές άρπαξε ένα μακρύ κορμό που επέπλεε και το έδωσε στα παιδιά να βαστηχτούν. Μέσα σε τόσο λίγα λεπτά, απαισιοδοξία κατέκλυσε τις οικογένειες, οι οποίες ελπίζοντας μόνο σ’ ένα κούτσουρο έπλεαν στον ποταμό. Έφτασε η δέκατη μέρα μέσα στον ποταμό, με τη μουσική υπόκρουση του Τζάμι, ο οποίος έδειχνε φανερά πλέον ότι δεν άντεχε τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Τα υγρά ρούχα είχαν κολλήσει για τα καλά πάνω τους, το σώμα ήταν ξένο σώμα για το μυαλό αλλά πάντα η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

12


Εκεί όπου γυρόφερναν μέσα στον ποταμό, χωρίς καλά καλά να ξέρουν προς τα πού πηγαίνουν, ο Ριβάλντο κάτι ένιωσε στα πόδια του. Ταραγμένος και με όση δύναμη του είχε απομείνει άρχισε να ουρλιάζει. Ξαφνικά φάνηκε σα να σηκώθηκε όρθιος πάνω από τα νερά καθώς βρέθηκε καβάλα σ΄ ένα ροζ κύτος. Ήταν ένα κοπάδι ροζ δελφινιών. Είναι σπάνια. Υπάρχουν μόνο δύο ήδη και το ένα εξ αυτών ζει ακριβώς σε αυτόν τον ποταμό. Η πολυπόθητη σωτηρία έφθασε. Χωρίς να χάνουν χρόνο, τα ευφυέστατα δελφίνια πήραν από μία οικογένεια το καθένα στην πλάτη τους και άρχισαν να κυματίζουν στα απωθητικά – ακόμα και γι αυτά – νερά του ποταμού. Η παράξενη αλλαγή του περιβάλλοντος φάνηκε να επηρεάζει

και

τα

χαρούμενα

δελφίνια

που

δεν

κολυμπούσαν πλέον με τη συνηθισμένη πολύ γρήγορη ταχύτητά τους. Θα το θεωρούσαν και αυτό ένα ανεξήγητο φαινόμενο. Φυσικά, τις τελευταίες ημέρες δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που κατάφεραν να εξηγήσουν. Ούτε τον μαρασμό της σοδειάς τους, ούτε την εξαφάνιση των ψαριών αλλά ούτε και τα βρώμικα νερά του ποταμού.

13


Μετά από δύο ημέρες, τα δελφίνια άφησαν εξαντλημένους τους ιθαγενείς. Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν ότι πατούσαν στεριά και έμειναν εκεί ξαπλωμένοι, σε δισεκατομμύρια κόκκους άμμου. Ούτε καν άνοιξε τα μάτια του ο Κόμπε για να δει που βρίσκονται. Μια μέρα πέρασαν ξαπλωμένοι στις εκβολές του ποταμού και αισθάνονταν πλέον ασφαλείς από κάθε κίνδυνο. Την επομένη κιόλας, μια ανδροπαρέα κατευθύνονταν ανέμελη στο σημείο για το σύνηθες χόμπι τους. Μόλις διέκριναν τόσα άτομα, τόσα σώματα αραδιασμένα άτακτα στην παραλία, σάστισαν. Στην αρχή θεώρησαν ότι πρόκειται για νεκρά

σώματα.

Φοβήθηκαν

μην

κατηγορηθούν

για

δολοφόνοι. Όμως επικράτησε η λογική και πήγαν κοντά. Μόνο ο χιλιοταλαιπωρημένος Κόμπε ανταποκρίθηκε στο ερέθισμα και φάνηκε να τρομάζει μόλις τους είδε. Μετά από την πρώτη σύσταση με την αμήχανη παρέα, προσπάθησε να σηκώσει και τους άλλους, ξεκινώντας από την οικογένειά του. Οι πέντε ψαράδες έκαναν το καθήκον τους και οδήγησαν τους ιθαγενείς στο μικρό οικισμό που έμεναν και μετά στην κοντινή μεγαλούπολη.

14


Το θέαμα για κείνους ήταν πρωτόγνωρο. Συνομιλίες, τραγούδια, ψηλοί τοίχοι με ξύλα, τζάμια, ουρά από σιδερένια

χρωματιστά

αντικείμενα.

Συνωστισμός

και

αγχωμένες φωνές εντυπωσίασαν αλλά και ανησύχησαν ταυτόχρονα τους ιθαγενείς. Οι άνδρες άρχισαν να συζητούν με τους λιγοστούς γνωστούς που είχαν, για τα δεδομένα της περιοχής. Τα περισσότερα παιδιά ήταν αγκαλιά με τις μαμάδες και ο Τζάμι ήρεμος στα χέρια της Μερσίλ σήκωνε τα χέρια του κι έπαιζε με κάτι κατακόκκινα χάρτινα φαναράκια που κρέμονταν στο σημείο που είχαν σταματήσει να ξαποστάσουν. Έπειτα ο Κόμπε με τους υπόλοιπους άνδρες επέστρεψε στην παρέα. Μαζί τους ήρθαν κι ένα τσούρμο ντόπιοι. Εκείνοι τους ξενάγησαν τον τόπο τους. Προσπάθησαν να τους εξηγήσουν την καθημερινότητά τους, τις ασχολίες τους, τον τρόπο ζωής τους, την έννοια της εργασίας αλλά και την σημασία κάτι μικρών χάρτινων και μπρούτζινων αντικειμένων

που

τα

ονόμαζαν

νομίσματα

και

τα

χρησιμοποιούσαν για να αποκτήσουν ντομάτες, ψάρια ή μαϊντανό. Οι ιθαγενείς αντέδρασαν, στην αρχή φιλικά μετά αμήχανα, και στο τέλος όλο απορίες αφού άρχισαν να συνειδητοποιούν πως για να επιβιώσουν στις νέες 15


συνθήκες πρέπει να προσαρμοστούν σε ό,τι περίεργο άκουγαν

από

τους

ανθρώπους

της

πόλης.

Ο

βομβαρδισμός των ντόπιων με ερωτήσεις είχε αρχίσει: «Πού θα μείνουμε;» «από πού θα προμηθευόμαστε το φαΐ και

το

νερό;»,

«πού

θα

ψαρεύουμε;»,

«πού

θα

καλλιεργούμε;» Έψαχναν καθαρά νερά για ψάρεμα, τόπο για καλή σοδειά και μέρος για ξεκούραση και ξεγνοιασιά. Δηλαδή τη ζωή όπως την ήξεραν από γενιά σε γενιά στο ξέφωτο με τις καλύβες. Οι απορίες τους έμειναν στον αέρα. Οι άνθρωποι της περιοχής τους ζήτησαν να τους ακολουθήσουν. Εκείνοι, μη έχοντας άλλη επιλογή και χωρίς σχόλια οδηγήθηκαν σ’ ένα ψηλό γκρι κτίριο που από πάνω του φυσούσε στην ατμόσφαιρα κατάμαυρους καπνούς.

Γύρω από το κτίριο σιδερένια πολύχρωμα

αντικείμενα που στέκονταν πάνω σε ρόδες, ίδια με αυτά που είδαν στην πρώτη επαφή τους με τον νέο πολιτισμό. Τους είχαν προειδοποιήσει οι ντόπιοι

να

μην τα

πλησιάζουν γιατί αυτά όταν αρχίσουν να τρέχουν γίνονται επικίνδυνα. Αλλά τούτα εδώ ήταν σταματημένα σε σειρά. Μέσα από το γκρι κτίριο ακουγόταν ένας εκκωφαντικός και αποκρουστικός θόρυβος. Κάτι φώναξαν οι ντόπιοι που 16


τους συνόδευαν και από μέσα βγήκε ένας εύσωμος γκριζομάλλης με μουστάκι. Φορούσε μια περίεργη ειδική στολή, μάλλον μπλε πρέπει νάταν, αλλά το χρώμα δε φαινόταν καλά-καλά από τη βρωμιά που κουβαλούσε πάνω της. Εκείνοι τον απομόνωσαν και έκαναν μια συζήτηση . Οι ιθαγενείς μην ξέροντας πού τους έβγαλαν τα μονοπάτια της μοίρας, απλά κοιτάζονταν μεταξύ τους και σε κάθε υποτιμητικό

βλέμμα

του

επιβλητικού

μεσήλικα

χασκογελούσαν. Μετά από αυτήν την σύντομη συνάθροιση ακούστηκε ένα βροντερό «έγινε» και έπειτα πλησίασαν τους μετανάστες. Έτσι τους ανακοινώθηκε από τον άντρα, πως θα προσληφθούν στο εργοστάσιο και θα παρακαλέσει τον δήμαρχο να τους παραχωρήσει ένα σπίτι .Οι ιθαγενείς μόλις τα άκουσαν αυτά αλληλοκοιτάχτηκαν και πάλι… Πήγαν έτσι κατευθείαν στους ντόπιους να τους ρωτήσουν «τι είναι το εργοστάσιο και το σπίτι και πώς δουλεύουν;» Εκείνοι γύρισαν την πλάτη τους και τους είπαν να απευθυνθούν στον διοικητή του εργοστασίου .Έπειτα

17


σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά κίνησαν ξανά προς τον ποταμό για να τους σχολιάσουν, ψαρεύοντας. Τα αβοήθητα πλάσματα της μοίρας κάθισαν να ακούν τον κύριο με το μουστάκι, τους όρους, τους κανόνες και τα ωράρια

του

βροντοφώναξε,

εργοστασίου. «…

εδώ

«Λοιπόν,

ιθαγενείς...»

φτιάχνουμε

σίδερα

, για

αυτοκίνητα και μετά τα πουλάμε σε μεγάλες εταιρίες για να βγάλουμε χρήματα». Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και – τσούπ - πετάχτηκε κάποιος. «Τι είναι το αυτοκίνητο;», ρώτησε γεμάτος απορία. «Ένα αντικείμενο που βοηθάει στην εύκολη και γρήγορη μετακίνησή μας» του απάντησε απαξιώνοντάς τον. Συνεχίζω λοιπόν «οι άντρες των οικογενειών θα κάθεστε εδώ να βοηθάτε στην κατασκευή τους και στην μεταφορά τοξικών αποβλήτων στον ποταμό... Δεν δέχομαι ερωτήσεις», είπε κατηγορηματικά. Όσο για την αμοιβή σας, όπως προείπα, θα εισηγηθώ στον δήμαρχο να σας δώσει τρεις πολυκατοικίες για να έχετε μέρος να μείνετε. Επίσης, θα σας δίνω 10 πέσος την ημέρα για να τρώτε εσείς και οι οικογένειές σας». Έτσι και έγινε. Οι ιθαγενείς έμειναν σε πολυκατοικίες, πέταγαν καθημερινά τα τοξικά απόβλητα στις εκβολές του 18


ποταμού, επιβαρύνοντας άλλες φυλές, και το κυριότερο, μέρα με την μέρα «εκσυγχρονίζονταν». Μάθαιναν την έννοια των χρημάτων, των παζαριών, της απεργίας. Γενιά με τη γενιά πήγαιναν σχολείο, μάθαιναν για την κλιματική αλλαγή, το λιώσιμο των πάγων, την υπερθέρμανση του πλανήτη,

την

μόλυνση

από

τα

απόβλητα

των

εργοστασίων σε πολλές χώρες, ακόμα και στη Βραζιλία. Η μόρφωση τους επέτρεπε πλέον να αποδώσουν την αιτία της διάλυσης της φυλής τους σε αυτό, αλλά συνέχιζαν να δουλεύουν σ’ αυτά τα δολοφονικά όπλα της γης. Είναι στ’ αλήθεια τόσο σημαντικός ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας με οποιοδήποτε τίμημα; «Σώθηκαν» στ’ αλήθεια αυτοί οι άνθρωποι από την παραδοσιακή πρωτόγονη κοινωνία τους; Ο σύγχρονος κόσμος δεν μπορεί να απαντάει στις σύγχρονες προκλήσεις αφανίζοντας μέρα με τη μέρα, με τις εύκολες λύσεις, ολοένα και περισσότερα κομμάτια των πνευμόνων της γης. Και στην προκειμένη περίπτωση, τις καταβολές της φυλής του Κόμπε, τον Αμαζόνιο.

Φιλίππα Χατζηιωαννίδη, 1ο Γυμνάσιο Γέρακα, Α3 19


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.