«Ονειροπαγίδα» Θ Άννα διάβαηε ςτο δωμάτιό τθσ μζχρι αργά. Δεν κα κοιμόταν, αν θ μαμά τθσ δεν τθσ το ζλεγε. Πταν αποκοιμικθκε, το κορίτςι ονειρεφτθκε
όλεσ τισ ιςτορίεσ που είχε διαβάςει ςτο βιβλίο τθσ. Το μικρό τθσ μυαλουδάκι τθν μετζφερε ςε κόςμουσ περίεργουσ. Τθν πιγε ςε τόπουσ που υπιρχε μαγεία. Σε τόπουσ που οι δεινόςαυροι δεν είχαν εξαφανιςτεί. Θ Άννα ζκανε όμωσ μια ςτάςθ ςτθν πόλθ «Ραγίδα».
Εκεί υπιρχε ζνα τεράςτιο πρόβλθμα. Ο κακόσ βαςιλιάσ άντορνατ ζπιανε και παγίδευε όλα τα καλά και χαροφμενα όνειρα. Πλοι οι κάτοικοι ιταν δυςτυχιςμζνοι. Κανζνασ δεν μποροφςε να τον ςταματιςει. Θ Άννα κατάλαβε ότι ζπρεπε να κάνει κάτι. Γι’ αυτό, γνϊριςε τουσ
κατοίκουσ τθσ πόλθσ και τουσ ζκανε φίλουσ τθσ. Ζτςι μάηεψε ζναν ολόκλθρο ςτρατό. Ιταν ζτοιμθ να νικιςει τον κακό βαςιλιά. Πλοι μαηί άνοιξαν τισ πφλεσ του κάςτρου και μπικαν μζςα. Ο βαςιλιάσ κακόταν ςτον ψθλό κρόνο του. Ραντοφ υπιρχαν μεγάλεσ βαλίτςεσ.
Ο βαςιλιάσ είχε ςκεφτεί να ξεφορτωκεί αυτά τα όνειρα. Πταν μπικε μζςα θ Άννα με τον ςτρατό τθσ, ο άντορνατ κφμωςε, γιατί ςτουσ βαςιλικοφσ κανόνεσ είχε γράψει ότι δεν επιτρεπόταν να ανοίγουν τισ πφλεσ οι υπικοοι. Οι βαλίτςεσ μετακινικθκαν προσ τθν Άννα. Ο κακόσ βαςιλιάσ, κφμωνε όλο και πιο πολφ. Ιταν ζξαλλοσ. Αλλά το κορίτςι και οι φίλοι του, δεν τον φοβικθκαν. Οι ιππότεσ προςπάκθςαν να πιάςουν τισ βαλίτςεσ. Πμωσ θ Άννα όρμθςε και άνοιξε δφο. Αμζςωσ ξεχφκθκαν αμζτρθτα όνειρα και μπικαν ςτισ καρδιζσ των φίλων τθσ. Πλοι μαηί άνοιξαν κι άλλεσ βαλίτςεσ. Πλα τα όνειρα βγικαν με δφναμθ ζξω. Ο βαςιλιάσ ζδωςε εντολι να τα πιάςουν. Αλλά κανείσ δεν μπόρεςε. Ζτςι ο βαςιλιάσ απ’ τον κυμό του ζφυγε και θ πόλθ αντί για «Ραγίδα»
ονομάςτθκε «Ονειροφπολθ». Θ Άννα πζταξε με ζνα μαγικό χαλί απ’ τθν «Ονειροφπολθ» και γφριςε ςτο ηεςτό κρεβάτι τθσ.
Ξφπνθςε και κατάλαβε ότι όλα αυτά ιταν ζνα όνειρο. Ριρε το βιβλίο τθσ και άρχιςε να διαβάηει ξανά και ςιγανά.
Κείμενο: Θεοδώρα - Μαρία Χονδροδιμου (Τάξθ Ε1) Εικονογράφθςθ: Οι μακθτζσ και μακιτριεσ του Β1
«Ζνα ονειρικό ταξίδι»
Μια βροχερι και κυελλϊδθ μζρα του Γενάρθ θ κυρία Μπράουν μπικε ςτθν τράπεηα αγχωμζνθ…
Το νερό από τθν πουά και φοφξια ομπρζλα τθσ, αλλά και από τθν λαχανί τθσ βαλίτςα, ζτρεχε ςαν καταρράχτθσ κάκε φορά που ζγερναν.
Θ κυρία Μπράουν είχε γυρίςει άρον άρον από το ταξίδι τθσ ςτθ Νζα Υόρκθ γιατί τθν είχαν ειδοποιιςει πωσ είχε γίνει κάτι ςυνταρακτικό κι ζτςι τϊρα θ κυρία Μπράουν ζμπαινε ςε μια από τισ πιο γνωςτζσ τράπεηεσ τθσ Ακινασ.
Κακϊσ ζμπαινε ςτθν τράπεηα, πολλοί υπάλλθλοι τθν καλωςόριςαν και τθν οδιγθςαν ςε μια χρυςι πφλθ ςτολιςμζνθ με διαμάντια εννιά χιλιάδων καρατίων.
Με το που μπικε ς’ αυτιν τθν πφλθ, όλα γφρω τθσ ζγιναν θλιόλουςτα και όλα άρχιςαν να γίνονται πιο λαμπερά με το φωσ του ιλιου. Τα ρυάκια, οι λίμνεσ και τα ποτάμια πιραν ζνα ρουμπινί χρϊμα, ο ιλιοσ ζλαμπε και ζλουηε με τισ λαμπερζσ του ακτίνεσ το χορτάρι, τα φφλλα και
τα άνκθ των δζντρων. Οι καρδερίνεσ και τα χελιδόνια ςε μάγευαν με τισ φωνζσ τουσ... Θ κυρία Μπράουν εντυπωςιαςμζνθ και ςαςτιςμζνθ όπωσ ιταν άρχιςε να εξερευνά το μαγικό αυτό μζροσ, όταν ξαφνικά είδε να ξεπροβάλλει από το βάκοσ μια τρομακτικι ςκιά που πλθςίαηε όλο και πιο κοντά προσ το μζροσ τθσ. Θ κυρία Μπράουν άρχιςε να τρζχει….. Ππωσ ζτρεχε όμωσ ςκόνταψε ςε μια πζτρα και ζπεςε κάτω τρομαγμζνθ και τραυματιςμζνθ. Το γιγάντιο πλάςμα τθν πλθςίαςε και….
-
Ααααα…. Φϊναξε τρομαγμζνθ και βρζκθκε κακιςμζνθ ςτο κρεβάτι τθσ. - Πνειρο ιταν τελικά, είπε ανακουφιςμζνθ και ξάπλωςε ςτο μαξιλάρι τθσ ξανά. - Μπορεί να ιταν όνειρο, αλλά αν το κεσ πραγματικά, μπορεί κάποια ςτιγμι να γίνει. Κι αυτό γιατί θ μαγεία δεν τελειϊνει πουκενά!! Είπε και τθν ξαναπιρε γλυκά ο φπνοσ.
Κείμενο: Μάνια Παξιμαδά (Τάξθ Ε2) Εικονογράφθςθ: Μακθτζσ και μακιτριεσ του Α2
«Η βαλίτςα του απαγορευμζνου φαινομζνου»
Μια φορά κι ζναν καιρό, ιταν μια μικρι ροη βαλίτςα που ταξίδευε ςτισ χϊρεσ του κλάματοσ. Ζλεγαν ότι αυτι θ βαλίτςα ιταν γεμάτθ μαγεία όπου ς’ αυτζσ τισ χϊρεσ θ μαγεία ιταν κομμάτι τθσ κακθμερινότθτασ των κατοίκων. Μζχρι που ζνα αγόρι μπικε μζςα από μια πφλθ και προκάλεςε το απαγορευμζνο φαινόμενο των χωρϊν….
Αυτό το αγόρι, ενϊ ιταν μαηί με τθν οικογζνειά του και ζπαιρναν πρωινό, κάποια ςτιγμι όταν πιγε να πάρει τθν τςάντα του για το ςχολείο, βλζπει μια βαλίτςα. Πταν τθν άνοιξε, μια πφλθ εμφανίςτθκε μπροςτά του. Εκείνοσ από περιζργεια πιρε τθν βαλίτςα και μπικε ςτθν πφλθ. Ξαφνικά εμφανίςτθκε ςε μια από τισ πόλεισ του κλάματοσ και τθσ μαγείασ όπου όλοι ςυνζχεια ζκλαιγαν.
Το αγόρι κρατϊντασ τθ βαλίτςα, λίγο τρομαγμζνοσ, άρχιςε να τρζχει πζρα δϊκε μζχρι που κατάλαβε ότι εδϊ και μία ϊρα ζκανε κφκλουσ. Κάποια ςτιγμι όμωσ, ζπεςε πάνω ςε μια κυρία. Θ κυρία ζκλαιγε όπωσ είπαμε ότι ςυνθκίηουν εκεί. Το αγόρι τθν ρϊτθςε: -Γιατί κλαίτε; Θ κυρία δεν του απάντθςε, απλά τον κοίταξε κλαμζνθ. Μετά από δφο λεπτά περίπου, θ κυρία τον προςκάλεςε ςτο ςπίτι τθσ και το αγόρι δζχτθκε. Στθ διαδρομι το αγόρι ρωτάει πάλι τθν κυρία: -Γιατί ςε αυτι τθ χϊρα κλαίτε ςυνζχεια; Θ κυρία κλαίγοντασ όπωσ πάντα, του απάντθςε: -Ζτςι είναι εδϊ. Πταν ζφταςαν ςτο ςπίτι, το αγόρι πιγε να ανοίξει τθ βαλίτςα αλλά θ κυρία του είπε να μθν τθν ανοίξει.
Μετά από δφο μινεσ όταν θ κυρία πιγε ςτο supermarket το αγόρι άνοιξε τθ μαγικι βαλίτςα. Μζςα είχε μαγεία θ οποία ιταν θ μαγεία του γζλιου που κατευκείαν ζφυγε και απλϊκθκε ςε όλεσ τισ χϊρεσ του κλάματοσ. Ζτςι το αγόρι πιγαινε από χϊρα ςε χϊρα και ζδινε γζλιο.
Κείμενο: Ελίηα Δατιρα (Τάξθ Ε3) Εικονογράφθςθ: Οι μακθτζσ και μακιτριεσ του Δ1
«Μια εξωπραγματικι βόλτα ςτο δάςοσ» «Τελείωςα μαμά!»… Ιταν 17:30 το απόγευμα όταν «ξεμπζρδεψα» με τα μακιματα του ςχολείου. Μου είχαν «απορροφιςει» το ενδιαφζρον, όμωσ… Τθν προςοχι μου τραβοφςε διαρκϊσ ο φωτεινόσ, ηεςτόσ καλοκαιριάτικοσ ιλιοσ εκεί ζξω. Υποςχζκθκα ςτον εαυτό μου λοιπόν, να τελειϊςω τα μακιματά μου και να πάω μια ωραία βόλτα ςτο δάςοσ! Ζλα που όμωσ δεν κα ιταν μια ςυνθκιςμζνθ βόλτα!.... Αφοφ πιρα τθν άδεια τθσ μθτζρασ μου, φόρεςα το καπζλο, το ςακίδιό μου και με μια ςτροφι… ζφυγα! Ο καιρόσ ζξω με ζκανε να νιϊκω άλλοσ άνκρωποσ. Τα πουλάκια κελαθδοφςαν, τα λουλοφδια μφριηαν υπζροχα και οι ακτίνεσ του ιλιου ζπαιηαν κρυφτό με τα φφλλα των δζντρων!...
Ξαφνικά μπροςτά ςτα μάτια μου, άρχιςε να αχνοφαίνεται μια μεγάλθ, μαφρθ καγκελζνια πφλθ. Ζμεινα με το ςτόμα ανοιχτό. Νόμιηα ότι ιμουνα ςε παραμφκι! Στθν προκειμζνθ περίπτωςθ ζγινα θ γάτα με τθν
περιζργεια. Ππωσ λογικά καταλάβατε, αποφάςιςα να ανοίξω τθν πφλθ…. και να μπω μζςα! Δεν κατάλαβα πωσ ζγινε θ μεταφορά μου από τον αλθκινό κόςμο ςτον μαγικό.. Ναι, καλά άκουςεσ! Μεταφζρκθκα ςε ζναν μαγικό κόςμο! Πλα ζγιναν τόςο γριγορα…..
Αφοφ πζραςαν λίγα λεπτά προςπακϊντασ «και καλά» να ςυνειδθτοποιιςω τι ζγινε, αποφάςιςα να εξερευνιςω λίγο αυτό τον αλλόκοτο κόςμο. Εκεί μζςα μποροφςεσ να ςυναντιςεισ ό,τι είχεσ φανταςτεί ςτθν παιδικι ςου θλικία, ιδιαίτερα τα κορίτςια. Νεράιδεσ που πετοφν, μαγικά ραβδιά, μανιταρόςπιτα, μαγικά φυτά, μζχρι και ςφννεφα από μαλλί τθσ γριάσ! Ξαφνικά δυο νεράιδεσ πετάχτθκαν μπροςτά μου και με κοιτοφςαν περίεργα. Λεσ και ιμουν από άλλο κόςμο!... μα τι λζω; Αφοφ ιμουν…
Τζλοσ πάντων, αφοφ ανακάλυψα ότι μποροφςαν να μιλιςουν τθ γλϊςςα που μιλάω κι εγϊ, μιασ και οι νεράιδεσ ζχουν πολλζσ μαγικζσ ιδιότθτεσ, με πλθροφόρθςαν για κάτι πολφ ςθμαντικό. Ππωσ και ςτο παραμφκι τθσ Σταχτοποφτασ, όταν κα πιγαινε 12 θ ϊρα τα μεςάνυχτα κα μεταφερόμουν αυτόματα ςτον «δικό μου» κόςμο. Ακόμθ και τϊρα μου φαίνεται τρελό, όμωσ ζτςι ζγινε…. Πλεσ αυτζσ οι ϊρεσ που μασ απζμεναν αξιοποιικθκαν καυμάςια. Με ξενάγθςαν ςτον κόςμο τουσ, μου μαγείρεψαν «τοπικό» φαγθτό, μου ζδειξαν το ςπίτι τουσ και τισ ςυνικειζσ τουσ. Μάλιςτα μία απ’ τισ νεράιδεσ ετοίμαηε τθν βαλίτςα τθσ για να επιςκεφτεί ζναν άλλο κόςμο.
Ραρεπιπτόντωσ τα ροφχα τουσ είναι πολφ περίεργα και διαφορετικά από τα δικά μασ. Με λίγα λόγια, άλλθ ηωι… Θ ϊρα είχε πάει 12! Θ μεταφορά μασ ςτο ςπίτι κα γινόταν από ςτιγμι ςε ςτιγμι. Απόλαυςα κάκε ςτιγμι εκεί πζρα. Θ μαγεία «κάλυπτε» τα πάντα. Θ αλικεια είναι ότι οι γονείσ μου ανθςφχθςαν αφάνταςτα και φυςικά ι όχι, τιμωρικθκα για αυτό. Δεν τουσ είπα ποτζ τι είχε γίνει εκείνθ τθν θμζρα. Πλθ τθ νφχτα κακόμουν ςτο κρεβάτι μου και προςπακοφςα να καταλάβω τι είχε προθγθκεί πριν από λίγεσ ϊρεσ…. Και ποφ ξζρεισ; Μπορεί να ςυμβεί και ςε εςζνα, αρκεί να πιςτζψεισ ότι υπάρχει μαγεία!
Κείμενο: Αναςταςία Φοφντα (Τάξθ Στ1) Εικονογράφθςθ: Οι μακθτζσ και μακιτριεσ του Α1
«Οι διακοπζσ που δεν μπορζςαμε να πάμε» Πλοι λαχταράμε τισ διακοπζσ. Ειδικά όταν ζρχεται θ ϊρα να μαηζψουμε τα ροφχα μασ και τα πράγματά μασ ςε μια βαλίτςα και δεν χωράει τίποτα. Ζτςι και ο μικρόσ Καρράσ ςκεφτόταν τισ διακοπζσ που κα ζκανε τότε, αν δεν άρχιηε ο πόλεμοσ. Ιταν εφτά χρονϊν και είχε κάποιεσ αναμνιςεισ απ’ το ςπίτι του.
Τι όμορφα ιταν τα τριαντάφυλλα που ζφερνε ο μπαμπάσ του ςτθ μαμά για να γιορτάςουν τθν επζτειό τουσ! Κυμόταν και τθ μεγάλθ πφλθ για τθν πόλθ του, τθ Δαμαςκό, που τόςο αγαποφςε! Πςο τα ςκεφτόταν αυτά, τόςο περιςςότερο ζκλαιγε. Ζκλαιγε και για τισ διακοπζσ που ονειρευόταν εκείνο το καλοκαίρι και που δεν ζκανε. Πταν ςκζφτθκε όμωσ τθ γιαγιά του, το μαξιλάρι γζμιςε δάκρυα κι από το τόςο κλάμα άρχιςε να βιχει. Θ μαμά του τον άκουςε κι ανθςφχθςε πολφ. Γι αυτό πιγε να δει τον μοναχογιό τθσ. Πταν ζφταςε ςτο δωμάτιό του, άρχιςε να ηαλίηεται.
Ο γιοσ τθσ ανζπνεε με δυςκολία
Θ μαμά του μικροφ Καρρά τθλεφϊνθςε ςε όλα τα κοντινά νοςοκομεία για να μάκει ποια εφθμζρευαν. Ζτρεξε! Εκεί, ςτθν Ελλάδα είχαν πάει
πρόςφυγεσ λίγο καιρό μετά που άρχιςε ο πόλεμοσ. Οι γιατροί προςπάκθςαν πολφ να τον βοθκιςουν, μα τελικά ο μικρόσ Καρράσ δεν τα κατάφερε. Μια λεπτι φωνοφλα ακοφςτθκε: -Γιαγιά, ζχεισ πολφ μεγάλθ φανταςία!
-Θ φανταςία για τον άνκρωπο, μικρι μου εγγονι, είναι μαγεία! Αλλά αυτά που ςου είπα, είναι αλικεια. Κάπωσ ζτςι ιταν θ ηωι του κείου ςου του Καρρά.
Κείμενο: Αντωνοποφλου Μαργαρίτα (Τάξθ Στ2) Εικονογράφθςθ: ΟΙ μακθτζσ και μακιτριεσ του Γ2
«Κορυφαίοσ προοριςμόσ για φωτογράφιςθ» Ο ιλιοσ ζλουηε με τισ ακτίνεσ του τισ ακτζσ του Ειρθνικοφ ωκεανοφ. Οι ομάδεσ των εξερευνθτϊν φάνθκαν ςτθν επιφάνεια τθσ κάλαςςασ. Ζπρεπε να αναπλθρϊςουν το οξυγόνο του υποβρυχίου τουσ. Το νθςί ιταν ςτο ζλεοσ των κυμάτων, αλλά θ παρζα των εξερευνθτϊν είχε καταφζρει να εκπλθρϊςει το όνειρό τθσ.
Ρλθςίαςαν ςτθ ςτεριά και μόλισ πάτθςαν το πόδι τουσ ςτθν ακτι, ζνιωςαν να βουλιάηουν ςτθ χρυςι αμμουδιά. Ρίςω από τα βλοςυρά βουνά ακοφγονταν διάςπαρτεσ φωνζσ από τισ φυλζσ του παράξενου αυτοφ νθςιοφ. Ρροχωροφςαν ςιγά ςιγά με κρεμαςμζνα τα κιάλια τουσ, για να ρίχνουν ανιχνευτικζσ ματιζσ ςτο ευαίςκθτο τοπίο.
Άξαφνα, οι πζντε φίλοι άρχιςαν να νιϊκουν κάτι παράξενο. Μικρζσ
μελιςςοφλεσ με τισ κιτρινόμαυρεσ ραβδϊςεισ τουσ, προςπάκθςαν να τουσ περικυκλϊςουν.
Πμωσ τουσ οδιγθςαν ςε μια αναπόφευκτθ ςφγκρουςθ με μια τετραπζραντθ πφλθ. Γζρικα δζντρα ζγερναν προσ αυτιν και κινοφνταν ςαν φαντάςματα.
Αντί όμωσ ν’ αντικρφςουν ιδιαίτερα κάλλθ μπαίνοντασ, βρικαν μια κόκκινθ βελοφδινθ βαλίτςα με καλλιγραφικά γράμματα για ετικζτα. Μζςα τθσ υπιρχε ζνα μοβ περιδζραιο με μια μοναδικι γυαλάδα, μια ιδιαίτερθ λάμψθ. -Ουάου! Ακοφςτθκε εκκωφαντικά μια φωνι. Χωρίσ να το καταλάβουν ο ιλιοσ ζδυςε κι ζφερνε ςτα νεογζννθτα γατάκια τθσ πφλθσ γουργουρίςματα. Ρροχϊρθςαν ακόμα πιο βακιά ςτθ κεοςκότεινθ πφλθ κι είδαν ζνα άνοιγμα ςτθν οροφι τθσ. Μποροφςαν με ευκολία να διακρίνουν από κει τον αςθμζνιο δαντελωτό ουρανό. Ο ζνασ εξερευνθτισ ιταν αςτροφυςικόσ, οπότε ζβγαλε το τθλεςκόπιό του να μελετιςει τ’ αςτζρια. Φάνταηε ςαν τον ορφανό Μζλιο απ’ το «Ζνα παιδί μετράει τ’ άςτρα» του Μενζλαου Λουντζμθ. Από μια γωνιά ακοφςτθκε μια ςυμπακθτικι και ςυγχρόνωσ βραχνι φωνι που ψικφριςε, εκείνθ τθ βραδιά που το κρφο ςε μαςτίγωνε:
«Οι πιο πλοφςιεσ αγκαλιζσ δεν είναι πάντα και οι πιο ηεςτζσ». Άρχιηε να πζφτει χρυςόςκονθ, ςαν τα αςτζρια να χόρευαν ςτο ρυκμό του ανζμου. Θ νεαρι ομάδα νφςταηε όλο και περιςςότερο κακϊσ τα κφματα ζςκαγαν ςαν αφρόσ πάνω ςτο ανυπεράςπιςτο νθςί. -Τζλοσ πρϊτου κεφαλαίου! Είπε ςιγανά θ μικρι Σαρλότ ςτουσ ςυμμακθτζσ τθσ και τςάκιςε τθν άκρθ τθσ ςελίδασ κακϊσ ςκεφτόταν: «Μαγεία»! μπορεί να τθ βρει μόνο όποιοσ ζχει βακφ πόκο για να μορφωκεί!!
Κείμενο: Μπαμπίλθ Θεανώ (Τάξθ Στ2) Εικονογράφθςθ: Οι μακθτζσ και μακιτριεσ του Γ1
«Φανταςία και τίποτα άλλο» Ο ουρανόσ κατάλευκοσ. Δεν είχε ξθμερϊςει. Θ ηζςτθ ζπαιρνε τθ κζςθ τθσ ςτο πλατφ κι ολοηϊντανο λιβάδι τθσ Κθφιςιάσ. Το δάςοσ φάνταηε ςκοτεινό, ρεφματα παγωμζνου αζρα το πλθμμφριηαν. Κι όμωσ το λιβάδι με τα γφρω ςπίτια φαίνονταν προςθλωμζνα ςτο διςτακτικό ιλιο, που οι ακτίνεσ του ζβγαιναν μία – μία. Ζνα πζτρινο ςπίτι ιταν λουςμζνο ςτο φωσ του ιλιου. Κοριτςίςτικεσ φωνζσ ακοφςτθκαν από μζςα.
«Άςε τθ βλακεία που κρατάσ!» φϊναξε ζνα ψθλόλιγνο, ξανκό κορίτςι ςτθν αδελφι του. Εκείνθ κράταγε ςτο χζρι τθσ ζνα βιβλίο. Ραμπάλαιο φαινόταν και ςτο εξϊφυλλό του τα ςκαλιςμζνα γράμματα το ζκαναν να φαίνεται αρχαίο. Ωςτόςο ςτα μάτια τθσ ιδιοκτιτριάσ του φάνταηε κθςαυρόσ. -Ραράτα με! Δεν ζχεισ ιδζα, απάντθςε. -Ηεισ με ψευδαιςκιςεισ! Αυτζσ οι ιςτορίεσ δεν ςου προςφζρουν τίποτα. Δεν αςχολείςαι με τίποτα πραγματικό. Κοίτα τθν αδερφι μασ! Θ Μεγκ αςχολείται με τα μαροφλια. Δεν κάκεται να διαβάηει βιβλία και να ηει ςε ζναν καναπζ!
Τα μάτια τθσ Τόλκιν είχαν υγρανκεί. Θ Τόλκιν, ζνα μελαχρινό κορίτςι με μακριά, μαφρα μαλλιά, ζφυγε τρζχοντασ παρατϊντασ τισ αδελφζσ τθσ ςτο ςπίτι.
Το λιβάδι ιταν άδειο. Ρατθμζνο φαινόταν το χορτάρι ςε ζνα ςυγκεκριμζνο ςθμείο, που απείχε μόλισ είκοςι εκατοςτά από το επίπεδο, πζτρινο πθγάδι. Ξάπλωςε εκεί και δεν άργθςε να αποκοιμθκεί. Ζνα μαφρο, απζραντο τοφνελ πζρναγε μπροςτά από τθν Τόλκιν και δεν είχε τελειωμό. Λίγα λεπτά αργότερα, το κορίτςι ξφπνθςε ςτο δρόμο μιασ μαγευτικισ πόλθσ. Τα ςπίτια ςτοιβαγμζνα, αλλά ζνα ποικιλόμορφο και
ποικιλόχρωμο παλάτι φάνταηε αςυγκράτθτο να κρφψει τθν ομορφιά του. Δεν άργθςε να καταλάβει πωσ βριςκόταν ςτθν Αραβία.
Ζνα νζο αγόρι με φτωχικά, αραβικοφ ςτυλ ροφχα, ξεπετάχτθκε από το παλάτι. Ζνα πολυχρθςιμοποιθμζνο ιπτάμενο χαλί ζπαιρνε τθ κζςθ του δίπλα του. Χαρακτθριςτικά εντυπωςιακό, με κοραλλοπράςινεσ κθλίδεσ και υπόλευκεσ αποχρϊςεισ, δεν άργθςε να τραβιξει τα βλζμματα όλων. Θ ςιδερζνια πφλθ άνοιξε και το αγόρι με το χαλί τθν πλθςίαςαν. -Ράμε μια βόλτα; ϊτθςε. Θ αγωνία τθσ είχε φτάςει ςτο αποκορφφωμα. -Πχι ευχαριςτϊ! Του απάντθςε. «Π,τι κεσ» είπε εκείνοσ και το χαλί απομακρφνκθκε με υπερφυςικι ταχφτθτα.
Θ αλικεια είναι πωσ φοβικθκα, ςκζφτθκε θ Τόλκιν από μζςα τθσ. Μα τι γινόταν; Σειςμόσ; Ξαναβρζκθκε ςτο γνωςτό κατάμαυρο τοφνελ θ Τόλκιν. Ζτρεχε χωρίσ να κουνάει τα πόδια τθσ, όταν ξαφνικά ξφπνθςε πάνω ςε ζνα κακαρό, λείο πάτωμα. «Μα τι είναι; Ραλάτι;» αναρωτικθκε. Τρεισ υπθρζτριεσ ξεπρόβαλαν βιαςτικζσ. Τα μαφρα τακουνάκια τουσ ακοφγονταν ςε όλο το δωμάτιο. Θ μία κρατοφςε ζνα τςαγιερό. Θ άλλθ ζνα μπεη μπουρνοφηι και θ Τρίτθ ζναν εντυπωςιακό κακρζφτθ χάλκινο, με πολυτελι, κλαςςικισ αγγλικισ τζχνθσ ςκαλίςματα.
-Κοριτςάκι, τι κάνεισ εδϊ; Το λουτρό ετοιμάηεται. -Μα δεν….. - Ξζρω, πάρε το μπουρνοφηι! Είπε θ μεςαία, τθν πιρε από το χζρι και κατευκφνκθκαν προσ το λουτρό. Ζκαναν μια ςτάςθ. -κα υποκλικείσ πρϊτα ςτθν πριγκίπιςςα Σταχτοποφτα και τον ςφηυγό τθσ. Θ άςπρθ πόρτα τθσ τραπεηαρίασ άνοιξε πλατιά. Το πριγκιπικό ηευγάρι παρουςιάςτθκε καμαρωτό. Θ Τόλκιν ζςκυψε να φιλιςει το γαλάηιο γάντι τθσ Σταχτοποφτασ όταν ζνιωςε ςαν ζνασ μαγνιτθσ να τθν τραβοφςε ξανά ςτο καταςκότεινο και τρομαχτικό τοφνελ. «Μαγεία»! ςκζφτθκε τρομοκρατθμζνθ. Μακάρι να μποροφςε να πάρει
τθ βαλίτςα τθσ και να γυρίςει ςτο δικό τθσ μαγευτικό κόςμο. Τθν είχε κουράςει αυτό το ταξίδι. Ξαφνικά, άνοιξε τα μάτια τθσ. Ο ιλιοσ τθν ζλουηε για τα καλά. Είχε αποκοιμθκεί ςτο γραςίδι. Μια ανακοφφιςθ τθν πλθμμφριςε. Σκζφτθκε πωσ θ αδερφι τθσ είχε άδικο. Ραρατιρθςε γφρω τα ςπίτια ν’ ανοίγουν
τα παρακυρόφυλλά τουσ οι νοικοκυρζσ και να μαηεφουν τα ροφχα που είχαν αφιςει να ςτεγνϊνουν απ’ το προθγοφμενο βράδυ.
Κείμενο: Τηιμοφρτου Παραςκευι (Τάξθ Στ2) Εικονογράφθςθ: Οι μακθτζσ και μακιτριεσ του Δ2
«Η κεία Ματίλντα και θ κατακόκκινθ βαλίτςα» Πταν τθν πρωτοείδα, ζβγαινε από τθν πφλθ των αφίξεων ςτο αεροδρόμιο. Ιταν ντυμζνθ ςτα μαφρα. Φοροφςε ζνα μαφρο φόρεμα, μαφρο μεγαλοπρεπζσ καπζλο και ζνα ηευγάρι μαφρα παλιομοδίτικα παποφτςια. Τθν προςοχι μου τράβθξε θ κατακόκκινθ γυαλιςτερι
βαλίτςα τθσ, θ οποία ανζτρεπε τθ μονοχρωμία τθσ εμφάνιςισ τθσ. Θ κεία Ματίλντα μασ ςυςτικθκε ωσ μακρινι ξαδζλφθ τθσ μαμάσ από τθν Αυςτραλία, τθν οποία είχε να δει από μικρι. Θ κεία ιταν μια ψιλόλιγνθ, μυςτθριϊδθσ γυναίκα. Είχε μελιά μάτια και μακριά μαλλιά, πάντοτε πιαςμζνα ςε κότςο. Επίςθσ είχε πολφ περίεργεσ ςυνικειεσ, τισ οποίεσ τθροφςε κακθμερινά. Κάκε πρωί θ κεία Ματίλντα ςθκωνόταν ςτισ 9:00 ακριβϊσ. Ζπαιρνε πρωινό ςτισ 9:30. Τάιηε τα παπαγαλάκια μασ ςτισ 3:00. Στισ 5:00 ζπαιρνε το τςάι τθσ. Ραρατθροφςα τον τρόπο με τον οποίο ανακάτευε το τςάι τθσ, πάντοτε ανάποδα από τθ φορά των δεικτϊν του ρολογιοφ. Θ κεία ιταν ζνα άτομο με το οποίο δφςκολα κανείσ άνοιγε κουβζντα. Φαινόταν άνκρωποσ παλαιϊν αρχϊν, χωρίσ ίχνοσ χιοφμορ. Ραρ’ όλα αυτά πίςτευα ότι κρατοφςε ζνα μεγάλο μυςτικό, το οποίο ιταν κρυμμζνο ςτθν κατακόκκινθ βαλίτςα τθσ.
Στα μάτια μου θ κεία ιταν κάτι ςαν μυςτικι πράκτορασ, ι ζςτω ςτθν πιο απλι περίπτωςθ μία γυναίκα που κατείχε τθ μυςτικι τζχνθ τθσ μαγείασ. Αποφαςιςμζνθ να εξιχνιάςω το μυςτιριο, μια μζρα που θ κεία βγικε για τον κακθμερινό τθσ περίπατο, βρικα τθν ευκαιρία και τρφπωςα ςτο δωμάτιό τθσ. Άρχιςα να ςκαλίηω τα πράγματά τθσ μζχρι να βρω τθ βαλίτςα τθσ. Τελικά τθ βρικα καταχωνιαςμζνθ ςτθ ντουλάπα τθσ. Με μεγάλθ περιζργεια και ενκουςιαςμό ςυγχρόνωσ, άνοιξα τθ βαλίτςα. Αντίκριςα ζνα άλμπουμ φωτογραφιϊν. Ξάφνου άκουςα μια φωνι να μου λζει: «Τι κάνεισ εκεί;» Ιταν θ κεία Ματίλντα θ οποία βριςκόταν ακριβϊσ πίςω μου. Τά ‘χαςα, δεν ιξερα τι να κάνω.
Ντρεπόμουν πολφ για τθν πράξθ μου. Θ κεία ζκατςε δίπλα μου και μου είπε:
«Εδϊ είναι ςυγκεντρωμζνεσ όλεσ μου οι αναμνιςεισ. Αυτζσ μου κρατοφν ςυντροφιά κακθμερινά. Κα ικελα να τισ πάρεισ και να τισ
κρατιςεισ ηωντανζσ». Θ κεία με αγκάλιαςε. Μου αφθγικθκε ιςτορίεσ από τθν παιδικι τθσ θλικία. Δεν τθν είχα ξαναδεί να μιλάει τόςο άνετα και φιλικά. Δεν ιταν πια απόμακρθ. Μου μιλοφςε ϊρεσ για τισ παιδικζσ τθσ αναμνιςεισ. Αυτι ιταν και θ τελευταία μζρα που περάςαμε μαηί.
Τϊρα πια θ κεία ζχει φφγει… ς’ ζνα πολφ μεγάλο ταξίδι ςτα άςτρα.
Τθ ςκζφτομαι ςτον ουρανό ντυμζνθ ςτα μαφρα να με χαιρετά, κρατϊντασ τθν κόκκινθ βαλίτςα.
Κείμενο: Βλυςνάκθ Μαρίνα (Τάξθ Στ2) Εικονογράφθςθ: Οι μακθτζσ και μακιτριεσ του Β2
Στιγμιότυπα από την απονομή των βραβείων με την ςυγγραφέα κ. Μαίρη Τςόγκα