Τα φύλα στη λογοτεχνία τελική εργασία

Page 1


Τα φύλα στη λογοτεχνία

Η θέση της γυναίκας


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Του νεκρού αδελφού 2. Η παντρειά της Σταλαχτής 3. Ματίνα 4. Η Λυγερή 5. Το αντίτιμον 6. Λωξάνδρα 7. Ιδού ο Νυμφίος έρχεται 8. Η παρακόρη 9. Η καπετάνισσα 10. Παλιές αγάπες

Δημοτικό Κ. Θεοτόκης Γ. Σαράντη Αν. Καρκαβίτσα Δ. Καμπούρογλου Μ. Ιορδανίδου Π. Νιρβάνας Σ. Μυριβήλης Κ. Κρυστάλλης Αν. Καρκαβίτσα

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

 Η Θέση της γυναίκας στην πατριαρχική οικογένεια.  Ασχολίες- ενασχολήσεις- ενδιαφέροντά της.  Η κοινωνική της ζωή.  Μόρφωση και εκπαίδευσή της.  Στερεότυπα- Προκαταλήψεις.  Η Θέση της γυναίκας σήμερα


Η θέση της στην πατριαρχική οικογένεια Στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής οικογένειας η θέση της γυναίκας δεν ήταν καθόλου υψηλή. Αυτό, βέβαια, ερχόταν σε αντίθεση με το γεγονός ότι η συμβολή της στην οικογένεια ήταν μεγάλη, αφού είναι αυτή που φέρει εις πέρας τις δουλειές του σπιτιού, ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών αλλά και όταν χρειαστεί βοηθά τον άντρα της στις αγροτικές δουλειές ή όπου αλλού. Παράλληλα στις πιο φτωχές οικογένειες δουλεύει, συνήθως ως εργάτρια γης ,στο εργοστάσιο ή παραδουλεύτραπαρακόρη σε πλούσια σπίτια: «Τη λέγανε Παγώνα. Μάνα πατέρα δε θυμόταν. Από τα μικράτα της, παρακόρη του γιατρού. Τήνε πήραν από το προσφυγικό τ’ ορφανοτροφείο, μωρό πράμα. Στα χέρια τους μεγάλωσε. Σα δούλα και σαν ψυχοκόρη…»( Στρ. Μυριβήλης, Η παρακόρη). Δεν λαμβανόταν υπ' όψη η γνώμη της και άλλοι αποφάσιζαν για τη μοίρα της, ακόμα και όταν επρόκειτο για αποφάσεις ζωής, όπως ο γάμος: « Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,/να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα./Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει» (Δημοτικό, Του νεκρού αδελφού).Βέβαια, αν ανήκε σε χαμηλή κοινωνική τάξη τα πράγματα γίνονταν ακόμα χειρότερα: «Σοβαρά μαντάτα φέρνει από το χωριό ο αφέντης» της είπε ο Πλακίδας κοιτάζοντας χάμου. «Ο καθένας πρέπει να υποτάζεται στο ριζικό του»… « Θέλεις να χωρίσεις παιδί και πατέρα;»( Κ. Θεοτόκης, Η Παντρειά της Σταλαχτής).


Γενικά ήταν υποτιμημένη και από τον χαρακτηρισμό της ως «καλή και αγαθή»: «Η μάνα μου ήταν καλή και αγαθή, όπως όλες οι γυναίκες του καιρού της. Γλυκιά ημέρα ωστόσο δεν είδε με τον πατέρα μου γιατί- λες κι έφταιγε η δόλια!- έκανε όλο κορίτσια»( Α. Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες), κατανοούμε την πλήρη υποταγή στο σύζυγό της ή στον πατέρα της, καθώς ήταν αδύνατο να εναντιωθεί τόσο από το γεγονός πως κάτι τέτοιο ήταν ανήκουστο εκείνη την εποχή ,όσο και από το ότι δεν διέθετε την κατάλληλη μόρφωση για να κατανοήσει και να διεκδικήσει τα δικαιώματά της . Σε περίπτωση που ο πατέρας δεν ζούσε ή δούλευε μακριά από το σπίτι, τότε και μόνο τότε, η μητέρα αναλάμβανε καθήκοντα αρχηγού της οικογένειας. Σε συνεργασία με τον μεγαλύτερο γιο λάμβανε τις αποφάσεις για σημαντικά θέματα, όπως η κατανομή του εισοδήματος, το μοίρασμα των περιουσιακών στοιχείων και το πάντρεμα των κοριτσιών της οικογένειας: «Όσο ζούσε η μητέρα τους, οι τρεις τους συζητάγανε για τα φορέματα και για τους γαμπρούς κι αν έπρεπε κανείς να πάρει απόφαση και να πει το «Ναι» ( Γ. Σαράντη, Ματίνα ).


Ασχολίες-ενασχολήσεις-ενδιαφέροντα Οι κύριες ασχολίες της γυναίκας ήταν αυτές που εκπορεύονταν από το ρόλο της ως μητέρας και νοικοκυράς. Επομένως σχεδόν αποκλειστικά ήταν επιφορτισμένη με την ανατροφή των παιδιών και αποκλειστικά με τις δουλειές του νοικοκυριού. Η λάτρα του σπιτιού και δουλειές όπως το πλύσιμο των ρούχων, το μπάλωμα αλλά και το γνέσιμο, αναδείκνυαν την επιδεξιότητά της και αν ήταν ανύπαντρη, μέτραγαν ως επιπλέον προσόντα στην εύρεση συζύγου. Ιδιαίτερα στενή φαίνεται η σχέση της γυναίκας με την τέχνη του μαγειρέματος. Η ετοιμασία του φαγητού την κάνει να αισθάνεται την κουζίνα ως ένα χώρο δικό της: «Τη γλεντά τη ζωή της η Λωξάντρα μέσα σ’ αυτή την κουζίνα. Μαγειρεύει για να τέρπει και να τέρπεται…Όταν η Λωξάντρα τελείωνε το μαγείρεμα, έβγαζε την ποδιά της κουζίνας, έτριβε τα χέρια της με λεμονόκουπα και ανέβαινε στην τραπεζαρία, σέρνοντας από πίσω της όλες τις μοσκές της Δύσης και της Ανατολής. Σκορπώντας γύρω της χαρά και ευδαιμονία» ( Μ. Ιορδανίδου, Λωξάνδρα).


Δύο άλλες , ασχολίες που απαιτούσαν ιδαίτερη επιδεξιότητα ήταν το ράψιμο και το πλέξιμο. Μάλιστα μέσα από την περιγραφή των σχετικών εργαλείων και την επισήμανση ότι «κάθε σωστή νοικοκυρά τα έχει» οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ήταν πολύ διαδεδομένες δραστηριότητες: « Η «κόχη» της. Όπου η νοικοκυρά έκρυβε το καλαθάκι με τις νταντέλες που έπλεκε και το κουτί με τις καλτσοβελόνες, και το μπόγο με τα λουτρικά, και τον κουρελομπόγο της, και το μπόγο με τα κουβάρια και τα μαλλιά…» ( Μ. Ιορδανίδου, Λωξάνδρα). Δραστηριότητες που συνοδεύουν τη γυναίκα από την αρχαιότητα σχεδόν και παρουσιάζονται συνυφασμένες με τη γυναικεία φύση: «Το σπίτι με τράβαε. Έβλεπα τα στρωσίδια του κρεβατιού, τον αργαλειό, την ανέμη, τ’ άλλα του σωθέματα και πίστευα πως ήταν δικά μου εργόχειρα» » ( Α. Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες). Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, εκτός από την υφαντική, εντάσσεται και η παρέα με τις γειτόνισσες. Βέβαια αυτή η συνήθεια χαρακτηρίζει κυρίως τη μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα. Σ’ αυτές τις συναθροίσεις σχολιάζονται πρόσωπα και πράγματα, με επικριτικό συνήθως τόνο: «Η αλήθεια είναι ότι ούτε η μία ούτε η άλλη ήσαν εκεί. Ήκουσαν το γεγονός λεγόμενον εις τας μακρινάς γειτονίας των καθεμία …Κύκλος εσχηματίσθη γύρω των από μεσοκόπους, από παρθένους και


πεδίσκας ακόμη. Και όλαι ήσαν κατά πάντα σύμφωνοι με τας γραίας» ( Α. Καρκαβίτσας, Λυγερή). Εκτός από την εργασία μέσα στο σπίτι συναντάμε τη γυναίκα να δουλεύει και έξω απ’ αυτό. Πρόκειται για την περίπτωση, που αφορά κυρίως αγροτικές οικογένειες μετρίου οικονομικού επιπέδου, κατά την οποία η γυναίκα βοηθά δουλεύοντας στα οικογενειακά χωράφια. Παράλληλα όμως, συναντάμε και την περίπτωση που αφορά στις πολύ φτωχές οικογένειες ,όπου βλέπουμε τη γυναίκα να δουλεύει ως εργάτρια, «θερίστρα» ή «πιστικιά» σε ξένα χωράφια: «Να’ μουνα κάλλια πιστικιά, κάλλια θερίστρα να’ μουν» ( Κ. Κρυστάλλης, Η καπετάνισσα).Στόχος της να βοηθήσει την οικογένειά της , να εξασφαλίσει την οικονομική της ανεξαρτησία και να προστατεύσει την αξιοπρέπειά της: «τα πλούτη δεν τα ζηλεύω. Είμαι μαθημένη από μικρή να δουλεύω σα σκλάβα για το ψωμί…» ( Κ. Θεοτόκης, Η Παντρειά της Σταλαχτής).


ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ


Για τα ορφανά κορίτσια, μια ιδιαίτερα συνήθης εργασία ήταν αυτή της υπηρέτριας (παρακόρης ή ψυχοκόρης) στα σπίτια πλούσιων συγγενών ή γενικά ατόμων της ανώτερης οικονομικά και κοινωνικά τάξης: « Η Παγώνα ήτανε δουλεύτρα και χρυσοχέρα. Ακούραστη και πρόθυμη γύριζε μονάχη της όλη τη λάτρα του σπιτιού. Η γιατρούδαινα είχε να το κάνει με την αξιοσύνη και τη γρηγοράδα της» (Στρ. Μυριβήλης, Η παρακόρη). Η εργασία έξω από το σπίτι δεν απάλλασσε , φυσικά την γυναίκα από τις προηγούμενες υποχρεώσεις της . Η λάντζα , η φροντίδα των παιδιών και το μαγείρεμα συνέχιζαν να υφίστανται ενώ είναι αξιοσημείωτο και το γεγονός ότι παρ’ όλη τη σκληρή δουλειά της, ουσιαστικά, δεν εξασφάλιζε καθόλου προσωπικό εισόδημα. Αυτό συνέβαινε γιατί αυτός που διαχειριζόταν τον μισθό της ήταν ο σύζυγος ή ο πατέρας της. Φύσει και θέσει, αυτό που δεν απασχολούσε τη γυναίκα, τουλάχιστον άμεσα, ήταν ο πόλεμος. Μάλιστα ,στο βαθμό που εξαιτίας του κινδύνευαν τα αγαπημένα της πρόσωπα, ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντί του: «Μάννα, με κακοπάντρεψες και μ’ έδωκες σε κλέφτη,/που βρίσκεται στον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ,/κι από το βράδυ ως την αυγή φυλάει στο καραούλι,/και δεν τον είδα μια φορά να κοιμηθεί σιμά μου» ( Κ. Κρυστάλλης, Η καπετάνισσα). Γενικά παρουσιάζεται εντελώς αδύναμη και ανίκανη να χειριστεί τα άρματα και αυτό δεν το υποστηρίζουν μόνο οι άνδρες, όπως ο πατέρας της Χρυσής: «Όριζαν ακόμη Τούρκοι στο Μοριά κι ήταν καλύτερο να μην απόχταε κανείς παιδί παρά ν’ αποχτήσει θηλυκό» ( Α. Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες). Το υποστήριζαν , κάποτε, και οι ίδιες οι γυναίκες: « Εγώ


τουφέκια σκιάζουμαι, τ’ άρματα εγώ τα τρέμω,/για να τα ζώσω στο κορμί να πάω από κοντά του» ( Κ. Κρυστάλλης, Η καπετάνισσα). Βέβαια αυτό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και με βάση τα κοινωνικά στερεότυπα που όριζαν τα όρια και τις δυνατότητες των δύο φύλων θεωρείτο μια μεγάλη αδυναμία της γυναίκας. Ιδιαίτερα στις οικογένειες που στερούνταν την ύπαρξη αρσενικών παιδιών, την εποχή που κυριαρχούσε το πρότυπο της απόλυτα πατριαρχικής οικογένειας, ήταν εστία πρόκλησης αισθημάτων μειονεξίας για τον πατέρα: «Τέλειωσε, Καλομοίρα, είπε μόλις πάτησε στην πόρτα. Ό,τι παιδί κάνεις-ήταν ετοιμόγεννη η μάννα μου-θέλω να είναι σερνικό» ( Α. Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες). Γι’ αυτό, έφταναν και σε ακρότητες στην διαπαιδαγώγηση που οδηγούσαν ακόμα και στον εξανδρισμό της γυναίκας πηγαίνοντας ενάντια στην ίδια της τη φύση. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Χρυσή, η οποία εκπαιδεύτηκε από τον πατέρα της όπως κάθε αγόρι εκείνης της εποχής: «Μόλις μεγάλωσα λίγο, μου φόρεσε αντρίκια και μ’ έλεγε Χρύσαντο από Χρυσή που ήταν τ’ όνομά μου….Από μικρή με έμαθε στ’ άρματα. Μέρα νύχτα με δασκάλευε να παίζω το σπαθί,να λυγώ το κορμί, να ρίχνω στο σημάδι. Την καθεμερνή μ’ έπαιρνε στο χωράφι. Τη γιορτή στο κυνήγι να κυνηγούμε τους λύκους και τ’ αγριογούρουνα στη Δροσελή» ( Α. Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες). Η γυναίκα φαίνεται να αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με την θρησκεία που αποτελεί γι’ αυτήν μια παρηγοριά και μια διέξοδο. Την παρακολουθούμε λοιπόν με ευλάβεια, να εκτελεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα, δηλαδή να πηγαίνει στην εκκλησία, να προσεύχεται, να γνωρίζει τις θρησκευτικές γιορτές: «Έκανε προσευχές, ώρες γονατιστή, την έπαιρνε μαζί της στην εκκλησία, της μιλούσε για την Παναγία και για την


Σταύρωση του Χριστού»… «Σουτ! Τη μάλωνε, είμαστε στην εκκλησία, δεν μιλάνε στην εκκλησία»… « Έκανε το σταυρό της όπου έπρεπε, είχε την έγνοια τις γιορτές, το καντήλι, το λιβάνισμα» ( Γ. Σαράντη, Ματίνα ). Ξεχωριστή θέση στις θρησκευτικές της υποχρεώσεις καταλαμβάνει η νηστεία. Ειδικά αυτή επιβαλλόταν, καθώς παρατηρούμε την έντονη αντίδραση από τους οικείους και τον κοινωνικό περίγυρο σε περίπτωση παράλειψής της: «-Καλέ κυρία, αύριο θα μεταλάβετε, κοτόπουλο τρώτε;» ( Μ. Ιορδανίδου, Λωξάνδρα), «Γενική κουτσομπολιά στο χωριό. Δεν ενήστεψε και κάποια Τετάρτη. Ο παπάς έγινε και αυτός εχθρός της» (Δ. Καμπούρογλου, Το αντίτιμον). Μέσα στα ενδιαφέροντα της γυναίκας, συνυφασμένο σ’ ένα βαθμό με την ίδια της τη φύση, είναι και η φροντίδα της εξωτερικής της εμφάνισης : «Κυρία με τα όλα της. Έλαμπε από πάστρα, κτενιζότανε διαφορετικά» (Δ. Καμπούρογλου, Το αντίτιμον), του ντυσίματός της: «Σαν τι τα θέλω τα φλουριά και τα βαρειά γιουρντάνια,/σαν τι τα θέλω τα χρυσά κι ασημωμένα ρούχα» ( Κ. Κρυστάλλης, Η καπετάνισσα) και της υγιεινής του προσώπου και του σώματός της: «Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,/στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της» (Δημοτικό,Του νεκρού αδελφού).


Κοινωνική ζωή Η κοινωνική ζωή της γυναίκας ήταν γενικά περιορισμένη, αφού περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μέσα στο σπίτι ασχολούμενη με τις δουλειές του νοικοκυριού. Περισσότερο έντονος ,βέβαια, ήταν ο περιορισμός για τα ανύπαντρα κορίτσια ,κι’ αυτό γιατί οι γονείς δεν άφηναν τις κόρες τους να κυκλοφορούν ασυνόδευτες στο δρόμο, επειδή υπήρχε κίνδυνος να θιγεί η τιμή και η αξιοπρέπειά της οικογένειας και να αμφισβητηθεί η ηθική αγνότητα-παρθενία τους. Αυτός ο περιορισμός, πρακτικά, αφορούσε κυρίως στα κορίτσια των πλούσιων οικογενειών, γιατί στις φτωχές οικογένειες όλα τα μέλη ήταν υποχρεωμένα να δουλεύουν για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ζωής. Οι κοινωνικές επαφές επομένως της γυναίκας ήταν ιδιαίτερα λίγες και περιορίζονταν στα πρόσωπα του οικείου, συγγενικού ή στενά φιλικού περιβάλλοντος. Κάθε κοινωνική και πολύ περισσότερο συναισθηματική επαφή με το άλλο φύλο απαγορευόταν αυστηρά. Ήταν σαν ένας άγραφος νόμος που έπρεπε να τηρείται ευλαβικά. Επικρινόταν λοιπόν ,στην καλύτερη περίπτωση, ακόμα και ένας τυπικός χαιρετισμός: « Ακούς, καλέ, να μένει αυτή καρφωμένη εις την ταράτσα κι εκείνος από κάτω να της δίδει την κουλούρα εμπρός σε τόσον κόσμο! Που ηκούσθη άλλοτε τέτοιο πράγμα…Δεν το περίμενα ποτέ αυτό από την Ανθήν…»( Α. Καρκαβίτσας, Λυγερή). Γιατί, δυστυχώς, υπήρχαν και περιπτώσεις που η τιμωρία απέβαινε μοιραία: «Είχαν ξεχωριστούς κοινωνικούς νόμους στο χωριό αυτό.. Όταν πήγε ο Περιηγητής, εβάραινε ακόμα την ψυχή τους ένα έγκλημα…Κοίτα, κοίτα…Πέρασε το δικό της μπράτσο μέσα στο δικό του και πάνε τον κατήφορο…Πρέπει να λείψει το σκάνταλο» (Δ.Καμπούρογλου, Το αντίτιμον).


Ένας προσφιλής προορισμός της γυναίκας ήταν η εκκλησία, όπου αφ’ ενός μπορούσε να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα, αφ’ ετέρου ήταν και ένας τόπος συνάντησης με άλλες γυναίκες: «Την έπαιρνε μαζί της στην εκκλησιά…Όλα γίνονταν τρυφερά κοντά της εκεί» ( Γ. Σαράντη, Ματίνα ). Ακόμα, οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια και έκαναν διάφορες δουλειές με την ευκαιρία εορτών, πανηγυριών, αρραβώνων ή και γάμων. Επίσης με βάση τα κοινά προβλήματα που αντιμετώπιζαν συζητούσαν μεταξύ τους, αντάλλασσαν τις εμπειρίες τους, μοιράζονταν τα βάσανά τους, συμβούλευαν η μια την άλλη χωρίς βέβαια να λείπουν και τα κακόβουλα, πολλές φορές σχόλια: «- Εγώ, αν μώκανε τέτοια το κορίτσι μου, το’ σφαζα στο κατώφλι της πόρτας μου, είπε τραγικώς χειρονομούσα εύσωμος γυνή» ( Α. Καρκαβίτσας, Λυγερή). Μια άλλη δραστηριότητα της κοινωνικής ζωής της γυναίκας είναι η δυνατότητα της επίσκεψης σε συγγενικά σπίτια, ακόμα κι αν αυτά βρίσκονται σε άλλη πόλη, ευκαιρία που παρουσιαζόταν κυρίως σε χήρες, άκληρες ή ανύπαντρες γυναίκες, μεγάλης ηλικίας: «Άκουσε, Αννίτσα, της είπε σε λίγο. Είμαστε για ταξίδι. Το αποφάσισα. Θα πάμε στην Αθήνα.Ο παπάς εκατό φορές μου το’ χει γραμμένο: « Τι κάθεσαι, χριστιανή, έρημη και παντέρημη στο νησί; Τα γονικά σου αναπαυτήκανε, τ’ αδέλφια σου ξενιτεύτηκαν, παιδί σκυλί δεν έχεις σιμά σου» ( Π. Νιρβάνας, Ιδού ο νυμφίος έρχεται…). Αναμφίβολα λοιπόν η κοινωνική ζωή της γυναίκας ήταν περιορισμένη . Ένας από τους βασικότερους λόγους αυτού του φαινομένου αποσκοπούσε στην προστασία της υπόληψης και της φήμης της , στοιχεία καθοριστικής σημασίας κυρίως επειδή στις μικρές κοινωνίες τα πάντα μαθαίνονταν και κρίνονταν χωρίς να υπάρχει κάποια ευαισθησία. Ακόμα και στις


περιπτώσεις που η αδικία ήταν ολοφάνερη , η ένσταση και η αντίρρηση ,αν υπήρχε, δεν εκφραζόταν λόγω του φόβου της πιθανής δυσφήμισης αυτού που έπαιρνε το μέρος της «αδικημένης». Φυσικά η καλή φήμη ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρεση γαμπρού, αφού κανείς δεν θα παντρευόταν κάποια «ανήθικη». Ο γάμος άλλωστε αποτελούσε το απόλυτο επιστέγασμα των ονείρων και των επιδιώξεων κάθε γυναίκας , ανεξάρτητα από την κοινωνική της θέση ή το μορφωτικό της επίπεδο: «-Χιχιχι!...Να, μαθές. Πότε, λέγου, θα μ’ αρρεβωνιάσετε πια κι εμένα;…Χιχί» (Στρ. Μυριβήλης, Η παρακόρη).Δεν θα ήταν υπερβολική η διαπίστωση ότι ,ως επί το πλείστον ,αποτελούσε σκοπό ζωής: «Είχε περάσει τα εξήντα η Ταρσίτσα και περίμενε ακόμα το γαμπρό. Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ’ ακόμα, στα βαθιά μεσάνυχτα» ( Π.Νιρβάνας, Ιδού ο νυμφίος έρχεται…).


Μόρφωση-εκπαίδευση Ο τρόπος διαπαιδαγώγησης της γυναίκας στα πλαίσια της πατριαρχικής κοινωνίας, η θέση που κατείχε στην οικογένεια και ο ,σε μεγάλο βαθμό, κοινωνικός αποκλεισμός της αποτυπώνεται και στο επίπεδο της μόρφωσής της , το οποίο ήταν χαμηλό. Δηλαδή , κατά βάση, έπαιρνε τις στοιχειώδεις γνώσεις της γραφής, της ανάγνωσης και της αριθμητικής, παρακολουθώντας το δημοτικό σχολείο. Μερικές φορές μάλιστα, προφανώς σε κορίτσια τα οποία προέρχονταν από φτωχές οικογένειες και δούλευαν συνήθως στα χωράφια ή ως παρακόρες, η μόρφωση ήταν εντελώς ανύπαρκτη: «Όταν την πρωτόφεραν στο σπίτι τους να δουλέψει, είχε δεν είχε τα χρόνια τα χρόνια της Μικρής. Η Μεγάλη προσπάθησε να της μάθει γράμματα. Δεν το κατάφερε. Τέλος βαρέθηκε. Ξύλο απελέκητο θα μείνεις, της είπε, χαμένη θα πας δίχως γράμματα» ( Γ. Σαράντη, Ματίνα ). Βέβαια η κατάσταση ήταν σαφώς καλύτερη για τις γυναίκες που ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, οι οποίες είχαν την δυνατότητα να πηγαίνουν σε καλύτερα σχολεία και να συμπληρώνουν την εκπαίδευσή τους ,συνήθως, με πιάνο και γαλλικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι σπάνια έβλεπες γυναίκα να έχει ιδιαίτερη υψηλή μόρφωση και να καταλαμβάνει υψηλές θέσεις.


Στερεότυπα-προκαταλήψεις Μελετώντας τα δεδομένα της εποχής της πατριαρχικής, κυρίως, κοινωνίας εντοπίζονται ένα πλήθος προκαταλήψεων και στερεοτύπων αναφορικά με το πρόσωπο της γυναίκας που συνοψίζονται ως εξής:  Θεωρείτο ότι ο σκοπός της ζωής μιας γυναίκας ήταν ο γάμος «Κάθε τίμια γυναίκα πρέπει να περιμένει τον μέλλοντα σύζυγό της».  Υπήρχε συγκεκριμένη σειρά με την οποία παντρεύονταν τα παιδιά μιας οικογένειας. Προτεραιότητα είχαν τα κορίτσια. Σε περίπτωση δε, που υπήρχαν μόνο κορίτσια. τηρείτο ευλαβικά η σειρά ηλικίας και θεωρείτο αδιανόητο να παντρευτεί κάποια πριν τη «σειρά» της: «Οι κυράδες ήσαν τρεις…Οι άλλες δύο όλο ανάβαλλαν, όλο βρίσκαν πως δεν ήταν της σειράς τους οι γαμπροί…Δεν καταλαβαίνεις, βλάκα, πρέπει να παντρευτούν οι άλλες δύο πρώτα. Δεν έχω σειρά!» ( Γ. Σαράντη, Ματίνα ).  Για την επιλογή ,του ή της συζύγου, τα κριτήρια είχαν έντονα ταξικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες ήταν αδύνατο να παντρευτούν δύο άτομα από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, δηλαδή ένας ευκατάστατος νέος ή μία ευκατάστατη νέα δεν μπορούσε να παντρευτεί κάποια φτωχότερη ή έναν φτωχότερο: «Να τηνε διώξω, αδεμή με διώχνει κι εμένα…από τα τώρα δε θέλει αυτή να πατήσει σπίτι μας» ( Κ.Θεοτόκης, Η Παντρειά της Σταλαχτής).  Στο πλαίσιο ενός αυστηρού ηθικού κοινωνικού πλαισίου απαγορευόταν κάθε κοινωνική επαφή μεταξύ γυναίκας-


άνδρα, ειδικά αν δεν επρόκειτο για συζύγους. Αυτό σήμαινε ότι οι προγαμιαίες σχέσεις ήταν υπό διωγμό και ότι οι γονείς ήταν εκείνοι που επέλεγαν τον σύντροφο των παιδιών τους με βασικά κριτήρια όχι μόνο την περιουσία αλλά και το όνομα, δηλαδή τη φήμη της οικογένειας: «Εγώ, να, εγώ… Ως την ημέρα που τον πήρα το συχωρεμένο Κωνσταντή, δεν τον είδα στα μάτια μου… Άμα καταλάβαινα πως ερχόταν, φράστ! εγώ έφευγα στους γειτόνους, να κρυφτώ ως που να φύγει…» ( Α. Καρκαβίτσας, Λυγερή).  Έντονες ήταν οι προκαταλήψεις για την μόρφωση της γυναίκας. Στην καλύτερη περίπτωση κατείχαν μόνο στοιχειώδεις γνώσεις και σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις θεωρείτο ανάρμοστη η περεταίρω εκπαίδευση: «Το χειρότερο απ’ όλα, μιλούσε και Γαλλικά» (Δ. Καμπούρογλου, Το αντίτιμον). Οι γυναίκες λοιπόν δεν έπρεπε να ενασχολούνται με τα γράμματα, αλλά κυρίως με τα οικιακά και την φροντίδα των παιδιών και του συζύγου τους: «Απ’ το χέρι της γυναίκας του πρέπει ο άντρας να τρώει και να πίνει» ( Μ. Ιορδανίδου, Λωξάνδρα).


 Σε αρκετές περιπτώσεις η γέννηση κοριτσιού δεν θεωρείτο και ιδιαίτερα ευχάριστο γεγογός για την οικογένεια. Σημαντικά συνέβαλλε σ’ αυτό και ο θεσμός της προίκας: « Εγώ θα σε βγάλω στον κόσμο, εγώ θα σε προικίσω, εγώ θα σε γνοιαστώ μ’ ένα καλό παληκάρι» (Στρ. Μυριβήλης, Η παρακόρη.) Ο φτωχός γονέας σκεφτόταν πως θα έπρεπε να κάνει ακόμα μεγαλύτερη οικονομία για να παντρέψει τις κόρες του, επομένως η απόκτηση θηλυκού παιδιού θεωρείτο κακοτυχία: «Ξέρεις τι θα ειπεί φτωχός και κορίτσια!» ( Α. Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες).

Μεταφορά προίκας με το κάρο

 Μειονέκτημα της γυναίκας θεωρείτο ,για ορισμένους, και η αδυναμία της να συμμετέχει ενεργά στον πόλεμο: «Εμείς θέλουμε ανθρώπους για το σπαθί κι η γυναίκα μου γεννάει για τη ρόκα» ( Α. Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες).Παράλληλα βέβαια, στα λόγια αυτά βλέπουμε να συνοψίζονται οι κλασικοί και παγιωμένοι ρόλοι των δύο φύλων που θέλει τους άνδρες να συμμετέχουν στον πόλεμο ενώ τις γυναίκες να περιορίζονται στις δουλειές του σπιτιού.


Η Θέση της γυναίκας σήμερα Ο ρόλος της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία έχει σαφώς αναβαθμιστεί. Σήμερα το κορίτσι από μικρό μεγαλώνει χωρίς τις στερεότυπες αντιλήψεις με τους αυστηρά καθορισμένους ρόλους των φύλων. Μορφώνεται, συναναστρέφεται αρμονικά με το άλλο φύλο στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο ,στην παρέα. Παράλληλα, η συμμετοχή της γυναίκας στην παραγωγική διαδικασία ,ως εργαζόμενη, της εξασφάλισε την απαραίτητη οικονομική ανεξαρτησία, γεγονός που σταδιακά την οδηγεί στην χειραφέτησή της. Ήδη βλέπουμε τη γυναίκα να διακρίνεται σε τομείς όπως η επιστήμη, η τέχνη, ο αθλητισμός, η πολιτική κάνοντας δυναμική την παρουσία της. Επομένως και ο ρόλος της στην οικογένεια δεν μπορεί να είναι ξεκομμένος από τους γενικότερους οραματισμούς και στόχους της κοινωνίας μας. Τα πρότυπα αγωγής ανακυκλώνουν παλιές νοοτροπίες και συνήθειες, όταν δεν υπάρξει η κατάλληλη ανατροφή. Εδώ φαίνεται καθαρά ο ρόλος της παιδείας που πρέπει ολοένα και να εμπλουτίζεται με τις αξίες της ισότητας και του σεβασμού στη διαφορετικότητα. Από την άλλη ο ρυθμός της ζωής με τις αυξανόμενες απαιτήσεις αλλά και δυσκολίες επιβαρύνει το κλίμα και κατ΄ επέκταση, συχνά, διαλύει τους οικογενειακούς δεσμούς.


Η γυναίκα όμως , παρ΄ όλες τις κοινωνικές αλλαγές, συνεχίζει να αποτελεί -λόγω της θέσεως της- τον πυρήνα της οικογένειας. Σύζυγος- Μητέρα και αργότερα Γιαγιά, η καθεμία καλείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να μεταλαμπαδέψει τον ενθουσιασμό της στην κόρη (και εγγονή) και τον αλτρουισμό, χωρίς γκρίνιες και μιζέρια. Πάνω απ΄ όλα με ξεκάθαρους στόχους ζωής, που θα έχουν αιώνια αξία και δεν θα βασίζονται απλά και μόνο σε υλικά αγαθά και ιδιοτέλεια. Τότε θα έχει νόημα προσφοράς και αγάπης οποιαδήποτε θυσία , αλλά και τότε θα αποφέρει καρπούς και για την ίδια τη γυναίκα, την οικογένεια αλλά και την κοινωνία.


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟΝ 20Ο ΚΑΙ 21Ο ΑΙΩΝΑ

Επιστημόνισσες

Οι Ελληνίδες ψηφίζουν για πρώτη φορά


Αθλήτριες


Καλλιτέχνιδες


Τα φύλα στη λογοτεχνία

ΤοΑνδρικόΠρότυπο

Υπεύθυνη Καθηγήτρια Μ.Αργυράκη


Περιεχόμενα

Το ανδρικό πρότυπο

Θέση του στην οικογένεια Εργασία – επάγγελμα – ενασχολήσεις ενδιαφέροντα του Κοινωνική του ζωή Μόρφωση – εκπαίδευση του Στερεότυπα



Βιβλιογραφία

Του νεκρού αδελφού – Δημοτικό Η αρπαγή της γυναίκας του Διγενή – Δημοτικό Η παντρειά της Σταλαχτής – Κ. Θεοτόκη Ο τέταρτος άνδρας- Γ. Αθάνας Λεωνής – Γ.θεοτοκάς Ένα μικρό λάθος – Ιακ. Πολυλάς Το ξυλάδικο του Βόλου – Δ .Χατζής  Μονόλογος του ευαίσθητου – Εμμ.Ροΐδης



ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ


 Ο Κωνσταντής στο δημοτικό τραγούδι έχει κυρίαρχο ρόλο. Είναι αυτός που, τελικά, σε αντίθεση με τη γνώμη των αδελφών του, αποφασίζει για την τύχη της αδελφής του: « Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,/ να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα./ Οι οχτώ αδελφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει». Ο βασικός λόγος της επιθυμίας του πηγάζει από το γεγονός ότι μάλλον είναι έμπορος και συνεπώς αφού λόγω της δουλειάς του κάνει μακρινά ταξίδια χρειάζεται κάποιο αποκούμπι εκεί στην ξενιτειά: «Μάνα μου ,κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,/στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω/ αν παμ’ εμεις στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε». Επομένως ο γάμος της Αρετής στα ξένα φαίνεται ότι εξυπηρετεί δικά του συμφέροντα.  Παρόλο που θα σηκώσει μόνος του το βάρος της τελικής απόφασης παίρνοντας τη θέση του πατέρα, που στο τραγούδι δεν φαίνεται να υπάρχει, η μητέρα κάνοντας μια βασική διαπίστωση: «Φρόνιμος είσαι, Κωνσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης» θα τον δεσμεύσει με όρκο για την επιστροφή της Αρετής, αν χρειαστεί.


 Σαν σωστός άνδρας δεν αθετεί τον όρκο του και βγαίνει από τον τάφο προκειμένου να τον εκπληρώσει. Τον χαρακτηρίζει η αποφασιστικότητα: « Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι/ και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει». Επίσης η διπλωματικότητα, ώστε να μη καταλάβει η Αρετή τι ακριβώς συμβαίνει και κατά συνέπεια η προστατευτικότητα απέναντί της. Δηλαδή μέσα από τη μορφή του Κωσταντή αναδεικνύονται όλες οι αρετές του άνδρα.


Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ


 Στο ακριτικό τραγούδι στο πρόσωπο του Διγενή συνοψίζονται τα χαρακτηριστικά του ανδρικού ιπποτικού προτύπου.  Είναι νοικοκύρης και εργατικός και στα ειρηνικά χρόνια, σαν ακρίτης που είναι, εργάζεται στα χωράφια που του έχουν παραχωρηθεί από τον αυτοκράτορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας: «Κάτω στα ρούσια χώματα και σε βαθύ λιβάδι/εκεί σπέρνει ο Διγενής με τ’ ώριον του ζευγάρι». Αγαπά πολύ τη γυναίκα του και έχει δεσμευτεί, ηθικά, να την προστατεύει από κάθε κακό: «Εσύ σπέρνεις, βρε Διγενή, μα την καλή σου κλέψαν». Παράλληλα, όμως, έχει έντονο το αίσθημα της αυτοπεποίθησης και της εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του: «Αν την εκλέψανε εχτές, να πα’ να την γυρεύω,/αν την εκλέψαν σήμερα να κάμω τη σποριά μου».


Όμως η κρισιμότητα της κατάστασης και η ανάγκη της σωτηρίας της αγαπημένης του, απαιτούν από τον Διγενή να δείξει και το πολεμικό του πρόσωπο. Η επιβλητική του μορφή προκαλεί τον τρόμο: « Τους στάβλους εξεκλείδωσε, τους μαύρους ενερώτα./ Όσοι μαύροι τον είδανε αίμαν εκατουρούσαν».

 Είναι λοιπόν γενναίος ,αποφασιστικός και αψηφά τον κάθε κίνδυνο : « Βιτσιά δίνει του μαύρου του και στα


βλοίδια φτάνει». Συνάμα, όμως είναι προστατευτικός και διακρίνεται για την ευγένεια της ψυχής του, όπως οι ιππότες της εποχής.


Η ΠΑΝΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΛΑΧΤΗΣ


 Στο διήγημα του Κων/νου Θεοτόκη μας παρουσιάζεται η πατριαρχική οικογένεια στην πιο επιθετική μορφή της μέσα από την προσωπικότητα του πατέρααφέντη, Λάκουρα: «Ήρθε κι είχαμε καβγάδες, φωνές, βρισιές, πράματα τεράστια… Μα τι να κάνω είναι πατέρας» . Πρόκειται για έναν γαιοκτήμονα με τεράστια περιουσία τη οποία ως επικεφαλής της οικογένειας, διαχειρίζεται ο ίδιος. Λόγω της οικονομικής του δύναμης έχει κύρος, τόσο στην κοινωνία ,όσο και στην οικογένειά του, αφού όπως φαίνεται όλοι υποτάσσονται στις αποφάσεις του: «Σοβαρά μαντάτα φέρνει από το χωριό ο αφέντης, ο καθένας πρέπει να υποτάζεται στο ριζικό του».


 Στόχος του είναι αυτό το κύρος να το διατηρήσει και ο γιός του Αρτέμης, με κάθε τρόπο, ακόμα και μ’ έναν πλούσιο γάμο. Για το λόγο αυτό τον εκβιάζει ότι θα τον αποκληρώσει σε περίπτωση παντρειάς του με την αγαπημένη του Σταλαχτή μια φτωχή εργάτρια στα κτήματα τους: « Να τηνε διώξω, αδεμή με διώχνει κι εμένα. Γι’ αυτό μ’ έστειλε εδώ κάτου. Από τα τώρα δε θέλει αυτή να πατήσει σπίτι μας». Πράγμα το οποίο και τελικά θα καταφέρει, αφού ο Αρτέμης , αν και αγαπά τη Σταλαχτή, θα υποχωρήσει, τελικά, στον εκβιασμό του: «Δεν μπορώ ν’ ανοίξω πόλεμο με τον πατέρα μου».  Πρόκειται, επομένως, για μια ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση στην οποία ο πατέρας παρουσιάζεται απόλυτος κυρίαρχος με όλες τις εξουσίες να εκπορεύονται από αυτόν. Θα λέγαμε η αποθέωση της πατριαρχικής οικογένειας.



ΛΕΩΝΗΣ


 Στο κείμενο του Γεωργίου Θεοτοκά το ανδρικό πρότυπο ενσαρκώνεται από δύο διαφορετικές μεταξύ τους μορφές: τον παππού και τον Λεωνή .  Ξεκινώντας από τον παππού διαπιστώνουμε ότι διατηρεί τα χαρακτηριστικά του παλιού Κωνσταντινουπολίτη εμπόρου: « Είταν ο Φωκάς των σιταριών…. Τον ήξερε καλά, είχε σχέσεις μαζί του, επαγγελματικές σχέσεις … Ποιος ξέρει αν δεν τον είχε δείρει και καμιά φορά ….σε κανένα πολυσύχναστο πέρασμα του Γαλατά».  Η οικονομική του κατάσταση είναι καλή και μάλλον φαίνεται να έχει κάποια σχετική μόρφωση : « Με τους Γάλλους μάλιστα, επειδή ήξερε τσάτρα-πάτρα τη γλώσσα τους, έφτανε σε μεγάλη οικειότητα». Είναι εξωστρεφής και δυναμικός, με έντονη και ισχυρή προσωπικότητα Έχει κύρος στην κοινωνία καθώς κάνει συναντήσεις και συντροφεύει τον εγγονό του στις κοινωνικές του εξόδους: « Αυτός ο νέος πολεμιστής, είπε η κυρία, είναι εγγονός του κ. Μπιλαρίκη».  Από τον τρόπο που χαίρεται βλέποντας τον εγγονό του με τη στολή, φαίνεται ότι ήταν παλιός πολεμιστής στους Βαλκανικούς πολέμους: «Του άρεζε πολύ να φορεί ο Λεωνής ελληνική στολή και δίκωχο με εθνόσημο».


 Άξιο προσοχής, για τα δεδομένα της εποχής είναι ,ότι παρά τη μεγάλη ηλικία του φαίνεται να εμπιστεύεται τη νέα γενιά: «Τώρα όλα είχαν αλλάξει, η νέα γενεά άνοιγε δρόμο με τις σημαίες της προς έναν κόσμο καινούριο και καλύτερο».  Αυτή η πλατύτητα των αντιλήψεών του, η βαθιά αγάπη προς τον εγγονό του και ο τρόπος που την εκδήλωνε: «Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Λεωνή και τον παρουσίασε στην κυρία με καμάρι», σε συνδυασμό με τον σχεδόν νεανικό του αυθορμητισμό, έκαναν τη σχέση παππού και εγγονού μοναδική. Ήταν ένα είδος μέντορα για τον Λεωνή.



 Από την άλλη πλευρά ο Λεωνής είναι ένας νέος γαλουχημένος με τα ιδεώδη της εποχής και της κοινωνικής του τάξης.  Είναι δεμένος με τον παππού του και δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό και αγάπη στο πρόσωπό του, όπως και απέναντι σε κάθε μεγαλύτερο στην ηλικία πρόσωπο. Τον συντροφεύει στις εξόδους του και δέχεται τον καθοδηγητικό του ρόλο . Πιστός στο παραδοσιακό πρότυπο, σκορπίζει στην οικογένειά του το θαυμασμό υπηρετώντας ,ως πολεμιστής ,την πατρίδα.  Βέβαια, βρίσκεται ακόμα στην αρχή της ζωής του, δεν είναι ανεξάρτητος, παρά τις καλές ,κοινωνικές προοπτικές που υπάρχουν για το μέλλον του. Φαίνεται να είναι κοινωνικός και δεκτικός σε μια ευχάριστη γνωριμία: «Να σας παρουσιάσω μια χαριτωμένη ανηψούλα μου, είπε η κυρία». Παράλληλα είναι πολύ ευγενικός και ιδιαίτερα συναισθηματικός: « Είμαι κοντά της για πρώτη φορά. Την κοιτάζω, με κοιτάζει, χαμογελά για μένα, για κανέναν άλλον… Είμαι ερωτευμένος».



Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΑΝΔΡΑΣ

 Στο διήγημα του Γεωργίου Αθάνα το ανδρικό πρότυπο, και πάλι, θα ζωντανέψει μέσα από δύο μορφές, που θα οδηγηθούν σε θανάσιμη σύγκρουση. Τον Κωστάκη Ντούφη και τον Λευτέρη Κόντρα.


 Συγκεκριμένα ο Κωστάκης Ντούφης , ένας εικοσιπεντάχρονος νέος, είναι το μοναχοπαίδι μιας υπερπροστατευτικής και πιεστικής χήρας .Το βασικό του χαρακτηριστικό είναι ή πλήρης εξάρτηση από τις διαθέσεις της μητέρας του : « Ζούσε τη ζωή που του είχε κανονίσει`. Τα είχε όλα στο χέρι, για τίποτε δεν φρόντιζε, κι όσο για την περιουσία του, ήταν ένας απλός υπάλληλος της μητέρας του». Συνεπώς, είναι ολοφάνερο ότι δεν έχει δική του άποψη ,αλλά πρόκειται για έναν υποταγμένο και άβουλο , νεαρό άνδρα .  Η πρώτη ,μοιραία και συνάμα τελευταία φορά ,που θα πάρει μια πραγματικά δική του απόφαση ο Κωστάκης είναι όταν, μυστικά, ζήσει τον έρωτά του με τη Φωτεινή, την αδελφή των Κοντραίων. Μία κοπέλα που λόγω της κατώτερης κοινωνικής και οικονομικής της κατάστασης , δεν εγκρίνεται από τη μητέρα του.


 Απέναντι από τον Κωστάκη Ντούφη θα βρεθεί ο Λευτέρης Κόντρας ,ο πιο μικρός από τα τέσσερα αδέλφια της Φωτεινής.  Πρόκειται για ένα δεκαεξάχρονο παιδί που βιώνει με, ιδιαίτερα, δραματικό τρόπο τη θύελλα που έχει ξεσπάσει στο σπίτι του, μετά την διστακτικότητα του Ντούφη να νομιμοποιήσει τη σχέση του με τη


Φωτεινή : « Μόνον ο πιο μικρός, ο τέταρτος, δε μιλούσε, παρά, έτρεμε σύγκορμος κι έκλαιγε μαζεμένος σε μια άκρη». Βέβαια, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής , λόγω του νεαρού της ηλικίας του κανείς δεν του δίνει κάποια ιδιαίτερη σημασία: «Ήταν παιδί δεκάξι χρονών και κανείς δεν πρόσεχε σε δαύτο, ούτε περίμενε απ’ αυτό άλλη βοήθεια περισότερη απ’ τα φοβητσιάρικα δάκρυά του».  Και όμως, τελικά, σπρωγμένος από την παρορμητικότητα και το ριψοκίνδυνο της εφηβείας, οπλισμένος με αποφασιστικότητα θα κάνει τη μεγάλη ανατροπή. Θα είναι εκείνος που , προκειμένου να διαφυλάξει την τιμή της αδελφής του και της οικογενείας του, θα σκοτώσει τον Ντούφη και θα γίνει ο τέταρτος άντρας του σπιτιού.



ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΛΑΘΟΣ


 Στο συγκεκριμένο κείμενο του Ιάκωβου Πολυλά μας παρουσιάζεται το ανδρικό πρότυπο μέσα στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής αγροτικής οικογένειας της Κέρκυρας. Παράλληλα, ενημερωνόμαστε και για τα σοβαρά προβλήματα που προκύπτουν κατά την διαδικασία της παραγωγής και πως αυτά επηρεάζουν τις οικογενειακές σχέσεις.  Το κεντρικό πρόσωπο ,λοιπόν, είναι ο σύζυγος «ο άντρας της». Πρόκειται για τον επικεφαλής της οικογένειας ,Είναι πατριάρχης και πατέρας και αποφασίζει για όλους και για όλα: « Λάβε, της είπε, τα χρυσάφια σου .Τα σήκωσα από το Κατάστημα να τα φορέσεις αύριο. Έστειλα και δεκαπέντε δραχμές του Αντωνάκη μας να καλοπεράση αυτές τις άγιες ημέρες».  Είναι αγρότης ,συγκεκριμένα καλλιεργητής αμπελιών και συχνά, αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα : « Είτε η όστρια να χαλάση τον καρπό, είτε το κρύο απριλιάτικα να κάψη τα σταφύλια μας μες στο άνθισμά τους. Και τότε ο τοκογλύφτης τους φοβερίζει με φυλάκιση για να τους βιάση να του γράψουν το ένα δέκα».


 Εντούτοις ,έχει έντονο το αίσθημα της αξιοπρέπειας και γι’ αυτό, θέλοντας να διατηρήσει το καλό του όνομα στην κοινωνία προσπαθεί , με τη βοήθεια της γυναίκας του, να καλύψει όλες τις υποχρεώσεις του: « Πόσες φορές τούτη η καημένη προίκα, εχρησίμευε για να σηκώσουμε από το Κατάστημα καμιά πενηνταριά δραχμές, δια να μη σαπή ο άνδρας μου εις τη φυλακήν».  Γενικά είναι ένας λαϊκός τύπος χωρίς κάποια μόρφωση, που συχνά γίνεται ιδιαίτερα κακότροπος, κυρίως απέναντι στη γυναίκα του: « Και όμως εγώ ποτέ μου δεν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ για τες κακοτροπίες του συντρόφου μου».



ΤΟ ΞΥΛΑΔΙΚΟ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ


 Στο απόσπασμα του Δημήτρη Χατζή , στο επίκεντρο βρίσκεται μια φτωχή οικογένεια σε ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Το ανδρικό πρότυπο ενσαρκώνουν ο πατέρας και ο αφηγητής- γιός . Ο πατέρας ήταν ράφτης, παρόλα αυτά δεν διακρινόταν και ιδιαίτερα για την εργατικότητά του: « Ο πατέρας είχε ένα ψευτοραφτάδικο εκεί- από τότε που τον θυμάμαι δεν έραβε τίποτα. Τη μάνα μας περισσότερο τη θυμάμαι σκυμμένη σε κείνο τ’ ατέλειωτο μπάλωμα».  Καθοριστικής σημασίας γεγονός ,που ανέτρεψε και τις όποιες ισορροπίες ήταν ο θάνατος της μητέρας. Μετά απ’ αυτόν, ο πατέρας αποδείχτηκε ανήμπορος να ασχοληθεί τόσο με το μαγαζί , όσο και με τα παιδιά του: « Στο σπίτι, τότε φάνηκε τι φτώχεια μας έδερνε… Ο πατέρας μας πρέπει να ντρεπότανε πάρα πολύ – γι’ αυτό δεν ξέρω να βρέθηκε καμιά τέχνη ως τα τώρα- θέλω να πω για τους πατεράδες».  Έφθασε μάλιστα στο σημείο να προτρέπει το γιο του να φύγει ως μόνη ελπίδα σωτηρίας: « Ο πατέρας τότε άρχισε κάθε φορά που μ’ έβλεπε στο σπίτι: Λίγο ακόμα να μεγαλώσεις και φύγε. Να σωθείς εσύ».

 Ο θάνατος της μητέρας ανέτρεψε τα δεδομένα και για τον αφηγητής- γιό: « Η μάνα μας πέθανε όταν


είμουνα δεκαπέντε χρονών. Με το Θάνατο της μάνας, τέλος και το γυμνάσιο. Γύρισα πίσω και γω, να δούμε τι θ’ απογίνουμε». Την ανημποριά και ίσως την αδιαφορία του πατέρα καλύπτει η σκληρή εφηβική εργασία, κάτι αρκετά συνηθισμένο για εκείνη την εποχή στα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και κυρίως τα ορφανά : « Έκανα κάθε λογής μικροπράγματα που μου τύχαιναν, το περισσότερο χαμαλίκια, θελήματα, φορτώματα, ξεφορτώματα, δούλευα και σε γιαπιά, χωρίς πουθενά να βρω μια δουλειά να ριζώσω».

.


ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΥ


 Στο χρονογράφημά του ο Εμμανουήλ Ροΐδης μέσα από την προσωπικότητα του αυτοπαρουσιαζόμενου ως « ευαίσθητου», ουσιαστικά παρωδεί το ανδρικό πρότυπο, προβάλλοντας τη ζωή και τα ήθη των Αθηναίων ανδρών στα τέλη του 19ου αιώνα.  Πρόκειται , λοιπόν, για έναν πλούσιο άνδρα που ανήκε στην ανώτερη κοινωνική τάξη και διέθετε πολλές γνωριμίες. Ανεξάρτητα τι δηλώνει ο ίδιος για τον εαυτό του, μέσα από τη συμπεριφορά του φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά συμφεροντολόγος: «Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ’ ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικόν και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιείται».  Επίσης ,είναι πολύ εκκεντρικός και αθεράπευτα εγωιστής: « Επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είναι τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικά της δόντια δε μ’ εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ’ ότι πρέπει».



 Επιπλέον είναι και ιδιότροπος, όπως αποδεικνύει η αξιολόγηση της συζύγου του, ως μαγείρισσας : « Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύει και τον αστακόν με μία αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζει το στομάχι».  Όμως, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του, το μεγαλύτερό του μειονέκτημα ήταν η υπέρμετρη αναισθησία του, που έφθανε τα όρια της απανθρωπιάς: « Η ανικανότης μου να βλέπω την γυναίκα μου να υποφέρει με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί…. Το μεγαλύτερον όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη ήτον τόσο μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω δια παρηγορήτρα μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου».



Τα φύλα στη λογοτεχνία

ΈΡΩΤΑΣ Υπεύθυνη Καθηγήτρια Μ. Αργυράκη


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

• Η Μαγική δύναμη του πρώτου έρωτα. Ο πόνος του ανεκπλήρωτου έρωτα. • Η δύναμη του έρωτα που αντιτίθεται στις κοινωνικές προκαταλήψεις. • Του έρωτα, που συχνά ανατρέπει τα υπάρχοντα δεδομένα θέτοντας νέες αξίες. • Ο έρωτας που συμβιβάζεται με τις προκαταλήψεις- η προδοσία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Του Νεκρού Αδελφού , Δημοτικό • Λεωνής, Γ. Θεοτοκάς • Η Αννιώ , Κ. Χατζόπουλος • Έρωτος αποτελέσματα : Η Ελενίτσα , Αγνώστου • Θέρος-Έρως / Ειδύλλιον Παπαδιαμάντης

της

Πρωτομαγιάς , Αλ.

• Ο τέταρτος άντρας , Γ. Αθάνας • Η παντρειά της Σταλαχτής , Γ. Θεοτόκης


Εισαγωγή • Την εποχή της αυστηρά πατριαρχικής δομής της οικογένειας και της κοινωνίας γενικότερα, ο έρωτας , ως κριτήριο για την επιλογή συζύγου, δεν έπαιζε κανένα σχεδόν ρόλο στη ζωή των νέων ανθρώπων, αφού τον πρώτο και τελευταίο λόγο είχε ο πατέρας και γενικά οι γονείς.


• Απαραίτητες προϋποθέσεις για την γνωριμία και κατά συνέπεια το γάμο ανάμεσα σε δύο νέους ήταν: η νοικοκυροσύνη, η ηθικότητα και μια καλή προίκα για την γυναίκα και η τιμιότητα, η παλικαροσύνη και μια καλή σειρά (κοινωνική και οικονομική) για τον άντρα.

• Ο έρωτας όμως, παλιός όσο και ο άνθρωπος, παραβιάζει την πόρτα της καρδιάς μας χωρίς να ζητήσει την άδεια καμιάς κοινωνίας, πατριαρχικής ή μη και σαλπίζει το μαγικό του κάλεσμα.


• Εισβάλλει στη ζωή των ανθρώπων, όσο περιορισμένοι κι’ αν είναι αυτοί ,φλογερός, συντροφικός, κεραυνοβόλος, αμοιβαίος ή χωρίς ανταπόκριση, κατακτητικός, ανυπεράσπιστος αλλά κάθε φορά μοναδικός. • Μια ανεπανάληπτη εμπειρία, που παρασύρει, μεταμορφώνει, συγκινεί, επαναπροσδιορίζει, αποπροσανατολίζει, αιχμαλωτίζει. • Ένας ιστός που υφαίνεται αργά και βασανιστικά γύρω μας


Του Νεκρού Αδελφού


Στο συγκεκριμένο δημοτικό τραγούδι επιβεβαιώνεται πλήρως ο εξοβελισμός του έρωτα από τη ζωή της νεαρής κοπέλας, της Αρετής, που ζει στο πλαίσιο μιας αυστηρά πατριαρχικής οικογένειας η οποία αποτελείται από την μάνα, τους εννιά γιούς και την ίδια.

Κάποια μέρα προξενητές από την Βαβυλώνα ζητούν την Αρετή σε γάμο.


Η μητέρα και τα οχτώ αδέρφια δεν θέλουν να ξενιτευτεί . Ο ένατος όμως, ο Κωνσταντής ,πείθει τελικά τη μητέρα του να δεχτεί το προξενιό , αφού πρώτα της υπόσχεται με όρκο, ότι σε περίπτωση ανάγκης, θα της φέρει πίσω την Αρετή.

• Η μόνη που δεν ρωτιέται είναι η άμεσα ενδιαφερόμενη, δηλαδή η Αρετή, που καλείται να παντρευτεί κάποιον που δεν γνωρίζει καν.


• Έτσι η Αρετή παντρεύεται στα ξένα ,όμως ο ξενιτεμός της ανατρέπει τη ζωή ολόκληρης της οικογένειας

• Μέσα σε λίγα χρόνια πέθαναν και οι εννιά γιοι.


Η μάνα, που απέμεινε μόνη της, πηγαίνοντας στο μνήμα του Κωνσταντή τον καταριέται ζητώντας του να εκπληρώσει την υπόσχεσή του.

• Οι κατάρες θα πιάσουν τόπο κι ο Κωνσταντής τελικά, πιστός στην υπόσχεσή του, θα φέρει την Αρετή πίσω.

• ‘Όμως η κοπέλα τον έρωτα δεν θα τον συναντήσει ποτέ. Αντίθετα στη θέση του θα βρει το θάνατο.


Λεωνής


Στο απόσπασμα από το κείμενο του Γ. Θεοτόκη, μέσα από την προσωπικότητα του Λεωνή, και την πράγματι, μοναδική σχέση που τον έδενε με τον παππού του, μπορούμε να διαπιστώσουμε την επίδραση και τη δύναμη του πρώτου έρωτα στον άνθρωπο.

Παρακολουθούμε λοιπόν τον παππού να καμαρώνει το Λεωνή με τη στολή του και να τον παρουσιάζει με καμάρι, στην κοινωνία:


« Αυτός ο νέος πολεμιστής, είπε, είναι εγγονός του κ. Μπιλαρίκη».

 Με την παρέμβαση του παππού ,άλλωστε, θα γνωρίσει και τον πρώτο του μεγάλο έρωτα: « Να σας παρουσιάσω μια χαριτωμένη ανηψούλα μου, είπε η κυρία στον παππού. Είναι η Ελένη Φωκά».


• Στην ψυχή λοιπόν ενός ιδιαίτερα ευγενικού, ευαίσθητου, καλλιεργημένου και βαθιά συναισθηματικού νέου, όπως ο Λεωνής, η εικόνα της Ελένης ήταν αρκετή για να γεννήσει τον κεραυνοβόλο έρωτα: « Είμαι κοντά της. Είμαι κοντά της για πρώτη φορά. Την κοιτάζω, με κοιτάζει, χαμογελά για μένα, για κανέναν άλλον…».

 Νιώθει λοιπόν έναν έρωτα που κυριολεκτικά τον αναστατώνει: «Πως χτυπά η καρδιά μου! Είμαι κατακόκκινος, τα αυτιά μου βράζουν, είμαι αδέξιος, είμαι γελοίος».


 Έναν έρωτα που τον κάνει να συλλογίζεται διάφορα πράματα που του φάνηκαν ως τα πιο καταπληκτικά που μπορούσαν να συμβούν στον κόσμο: «Η τύχη σου δουλεύει , έλεγε η ηχώ μέσα στη μνήμη του. Γάμος από έρωτα… Ενώ συλλογίζεται τον εαυτό του μαζί της μέχρι τα βαθιά γεράματα με εγγόνια και δισέγγονα.»

• Ο συλλογισμός διαπίστωση :

λοιπόν

του

« Για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι ερωτευμένος».

Λεωνή

γίνεται


Η Αννιώ


Μέσα σ’ αυτό το διήγημα βλέπουμε και πάλι τη μαγική δύναμη του πρώτου έρωτα, όπως διαγράφεται στην ιστορία της Αννιώς και του νεαρού αφηγητή.

Ενός έρωτα όμως, που θα μείνει ανεκπλήρωτος , γι’ αυτό και θα πονέσει.

τελικά


• Ο βασικός λόγος που ο έρωτας αυτός είναι, κυριολεκτικά απαγορευμένος, είναι κοινωνικός. Η μάνα της κοπέλας επιδιώκει να παντρέψει την κόρη της με έναν άντρα που να έχει οικονομική άνεση: • «Ο πατέρας της ήταν καλός, η μάνα της κρατούσε από γωνιά και γυρεύανε να βρούνε κάποιο νοικοκύρη να τη σιγουρέψουν».

• Το ζευγάρι βέβαια είναι πολύ ερωτευμένο και αψηφώντας τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τις ηθικές αναστολές και απαγορεύσεις της εποχής, συναντιέται κρυφά: « Αρχίσαμε να σμίγουμε και το βράδυ αργά, όταν κλείναμε το μαγαζί κι έβρισκε κι αυτή καιρό να ξεκλεφτεί από τη μάνα της»


• Όμως το τίμημα που πληρώνουν είναι πολύ σκληρό. • Τόσο η κοπέλα: « Η Αννιώ έφαγε ξύλο από τη μάνα της… Την κλείσαν μέσα και δεν μπορούσα να την ξαναδώ». • Όσο και ο νεαρός: «Την άλλη μέρα ήρθε ο αστυνόμος και μ’ έδειρε και με φοβέριξε πως θα μ’ εξορίσει για λωποδύτη». • Μετά από αυτό τα πράγματα οδηγούνται σε αδιέξοδο . Οι δύο ερωτευμένοι περνούν μεγάλη δοκιμασία. • Το αγόρι καταλαβαίνει ότι η μόνη λύση είναι να ξενιτευτεί για να βγάλει χρήματα και να γυρίσει να παντρευτεί την κοπέλα: « Κι αποφάσισα να ξενιτευτώ και γω, να πάω να καζαντίσω και να’ ρθω να πάρω την Αννιώ με το σπαθί μου».


• Ο χωρισμός λοιπόν γίνεται χαμηλόφωνος αλλά σπαρακτικός :

και

είναι

• -«Ήρθα να σου αφήσω γειά, της είπα, φεύγω σήμερα» • -« Που πας; Ψιθύρισε ανήσυχα και φοβισμένα». • -« Στην ξενιτειά… Σαν καζαντίσω. Θα’ ρθω να σε πάρω. Θα με περιμένεις;» • -« Ναι, θα σε περιμένω, είπε και με κοίταξε θολά».


• Επιβεβαιώνει όμως, το μεγάλο αλλά, τελικά, ανεκπλήρωτο έρωτα που συνδέει αυτούς τους δύο νέους μεταξύ τους.


Έρωτος αποτελέσματα : Η Ελενίτσα


• Στη συγκεκριμένη ιστορία, μέσα από τα πρόσωπα της Ελενίτσας και του Γιωργάκη, θα ζήσουμε την

δημιουργική δύναμη του αμοιβαίου έρωτα που αντιτίθεται στις κοινωνικές προκαταλήψεις και εντέλει νικά. • Η Ελενίτσα ,κόρη μιας εύπορης οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, είναι τρελά ερωτευμένη από την πρώτη της κιόλας συνάντηση μ’ έναν νέο, τον Γιωργάκη.

• Επειδή όμως ντρέπεται να αποκαλύψει το αίσθημά της στους γονείς της, κλείνεται στον εαυτό της και παρά την προσπάθειά της, να προσποιηθεί ότι είναι καλά, η έκφραση του προσώπου της φανερώνει το αντίθετο.


• Αυτή της η συμπεριφορά ανησυχεί ιδιαίτερα τους γονείς της που προσπαθούν να καταλάβουν τι της συμβαίνει, για να τη βοηθήσουν. • Όμως , τελικά, δεν άργησε η αλήθεια να αποκαλυφθεί.

• Την επόμενη μέρα κιόλας, ο πατέρας της Ελενίτσας συναντά τον πατέρα του Γιωργάκη και του ανακοινώνει τον έρωτα της κόρης του για το γιο του. • Επίσης οι δύο πατεράδες είναι πρόθυμοι να συζητήσουν ακόμα και για γάμο , αν συμφωνούν τα παιδιά τους.


• Έτσι, μετά από νέα συνάντηση των πατεράδων και με τις ευλογίες τους, οι δύο νέοι αρραβωνιάζονται και ορίζουν το γάμο τους έπειτα από ένα μήνα. Ο έρωτας λοιπόν, αυτή τη φορά, θα θριαμβεύσει.


Θέρος-Έρος:Ειδύλλιον της Πρωτομαγιάς


• Στο συγκεκριμένο κείμενο γινόμαστε μάρτυρες της ύπαρξης ενός μυστικού, παιχνιδιάρικου έρωτα που στόχο έχει να πολιορκήσει , να διεκδικήσει και γιατί όχι, να κερδίσει, αν μπορέσει, την όμορφη Ματούλα. • Ενός έρωτα, που επιδιώκει να ανατρέψει τα δεδομένα της εποχής του και να θέσει τις δικές του, νέες αξίες. • Είναι Πρωτομαγιά και η γριά Φωτεινή, αφού ετοίμασε τα παιδιά τα πήρε μαζί της , για μια μεγάλη βόλτα στο κτήμα, για να γιορτάσουν τη μεγάλη γιορτή της φύσης: « Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ’ ην η γραία Φωτεινή εξύπνα τόσον νωρίς. Η μόνη διαφορά ήτο ότι σήμερον, ένεκα του εξαιρετικού της ημέρας, ωδήγει μαζί της τα μικρά παιδία,… ήτο ελληνική εορτή, η εορτή της Ανθούς…»


• Ακριβώς λόγω αυτής της γιορτινής μέρας μαζί της είχε πάρει και τη μεγάλη κόρη της κυρίας της, την πανέμορφη Ματούλα.

• Όμως καθώς η Ματούλα και τα μικρά γύρω της μάζευαν λουλούδια , ο έρωτας, παιδί κι’


αυτός ,είχε στήσει το δικό του παιχνίδι.

• Ο Σταθάκης, σκύβοντας να κόψει αγκινάρες βρήκε ένα γράμμα ανάμεσα στα φυτά και το έδωσε φωνάζοντας στην αδερφή του: « Ματούλα! Ματούλα! Ιδέ τι ηύρα εκεί πέρα, στις αγκιναριές». • Η είδηση, παρόλο που δεν έγινε αντιληπτή από την γριά Φωτεινή, προκάλεσε μεγάλη ταραχή στην κοπέλα. •

Κοκκίνισε, πήρε την επιστολή και πήγε λίγο παράμερα για να την διαβάσει


• Ένας νέος της εξομολογείται, με ποιητική πράγματι διάθεση, τον ερωτά του: « Ω, Ματούλα, Ματούλα μου, που μου μάτωσες την καρδούλα μου, μου είπεν η μάγισσα ότι τρέχεις κίνδυνον, και απεφάσισα να σε φυλάγω από πλησίον, όπως στενάζω τόσους χρόνους τώρα διά σε από μακράν». • Τα συναισθήματα που της προκαλεί η ανάγνωση της επιστολής είναι ποικίλα. Νοιώθει οίκτο, πόνο, συμπάθεια και μια ελαφριά ειρωνεία. • Όμως τα σημαντικότερα είναι η ανησυχία και η αγωνία της μήπως η γριά Φωτεινή , που ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της, καταλάβει τι έχει συμβεί και το αποκαλύψει στους γονείς της.

• Προσωρινά , απ’ ότι φαίνεται, ο έρωτας θα χρειαστεί να περιμένει για λίγο. Να κάνει υπομονή !



Ο Τέταρτος Άντρας


• Όταν ο έρωτας είναι αμοιβαίος ,έχει τη δύναμη να φλογίζει τις καρδιές των ερωτευμένων. Να πυροδοτεί τα σχέδια και τα όνειρά τους.

• Τι συμβαίνει όμως όταν ο έρωτας, όπως αυτός της Φωτεινής με τον Κωστάκη, αναγκάζεται να συμβιβαστεί με τις κοινωνικές προκαταλήψεις;

• Η Φωτεινή Κόντρα , μια φτωχή κοπέλα από


αυστηρά πατριαρχική οικογένεια, με τέσσερα αδέλφια, αγάπησε τρελά και παραδόθηκε στον Κωστάκη Ντούφη, έναν πλούσιο νεαρό άνδρα, ορφανό από πατέρα. • Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως του Κωστάκη ήταν η μητέρα του, μια ιδιαίτερα αυταρχική γυναίκα που διαχειριζόταν την περιουσία τους και μάλιστα καλύτερα κι απ’ όταν ζούσε ο άνδρας της . Αυτή γενικά του κανόνιζε τα πάντα στη ζωή του: « Αν και είχε πατήσει τώρα πια τα είκοσι πέντε, δεν έλεγε και δεν έκανε παρά ό,τι κανοναρχούσε η μητέρα του. Γλεντούσε όταν, όπου κι όπως ήθελε εκείνη».

• Και η Φωτεινή όμως, αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια της που ζήτησαν να τη σκοτώσουν, όταν έμαθαν για τον κρυφό ερωτά της : - « Να μην ξαναπατήσει στο σπίτι η άτιμη θα τη σφάξω ανάποδα». - « Στο σουβλί θα την περάσω!» - « Θα την μαδήσω ζωντανή».


Αμίλητος αλλά, κυριολεκτικά, συγκλονισμένος παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν ο τέταρτος αδελφός, ο μικρότερος που θα αποδειχτεί και το μοιραίο πρόσωπο:

« Ήταν παιδί δεκάξι χρονών και κανείς δεν πρόσεχε σε δαύτο, ούτε περίμενε απ’ αυτό άλλη βοήθεια περισσότερη απ’ τα φοβητσιάρικα δάκρυά του».

 Ήρθε η ώρα λοιπόν, σαν πραγματικός άνδρας ο Κωστάκης Ντούφης, να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεών του. Ήρθε η ώρα να αποδείξει αν ο έρωτάς του για τη Φωτεινή είναι αληθινός.  Ήρθε η ώρα να ενηλικιωθεί πραγματικά: « Η πρώτη λεύτερη, αυτόβουλη και μυστική απ’ τη μητέρα του πράξη , ήταν ο έρωτάς του με τη Φωτεινή. Αυτός σπάζει πάντα τις αλυσίδες και των σκλαβωμένων κοριτσιών και των υποταγμένων


αγοριών».

 Απέναντι του βρίσκονται αφ’ ενός ο Σωτήρης, ο μεγαλύτερος αδερφός της Φωτεινής που απαιτεί: : « Σε τρεις μέρες περιμένουμε τον αρρεβώνα της αδερφής μας. Αλλιώς εσύ δε χωράς άλλο στον

απάνω κόσμο!...».  Και αφ’ ετέρου η μητέρα του που χλευάζει τις επιλογές του και αρνείται: « Σε καλό σου!... Πιο κάτω δεν κατέβαινες; Δεν έχουμε αρχοντοπούλες στον τόπο μας όμορφες, πλούσιες και καλές;».

 Η λύση στο δίλημμα είναι ο συμβιβασμός του έρωτα στη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα.


 Ένας συμβιβασμός, όμως που θα αποδειχθεί θανάσιμος όπως θα ανακοινώσει ο μικρότερος αδελφός, ο Λευτέρης. « Τον σκότωσα με το δίκαννο την ώρα που γύριζε από το κτήμα… « Μάνα μου… Φωτεινή μου!», φώναξε καθώς έπεφτε απ’ τ’ άλογο…»

Στο τέλος αυτού του έρωτα λοιπόν, προσμένει ο

θάνατος…


Η Παντρειά της Σταλαχτής


• Στο συγκεκριμένο διήγημα, στο πρόσωπο της Σταλαχτής θα ζήσουμε τον πόνο του προδομένου έρωτα, που οδηγεί στην ηθική καταστροφή, την κοινωνική απομόνωση και την απελπισία.

• Η Σταλαχτή, φτωχή εργάτρια στα χτήματα του μεγαλοκτηματία Λάκουρα, παραδόθηκε στον έρωτα του γιού του Αρτέμη. Όταν μάλιστα εκείνος την ζήτησε επίσημα από τον πατέρα της , πίστεψε ότι θα την παντρευτεί κιόλας. • Όμως ο Λάκουρας δεν δεχόταν μια παρακατιανή για γυναίκα του γιού του : « Να τήνε διώξω, αδεμή με διώχνει και μένα .Γι’ αυτό μ’ έστειλε εδώ κάτου, Από τα τώρα δε θέλει αυτή να πατήσει σπίτι μας». • Από τη μια μεριά, λοιπόν, ο εκβιασμός προς το γιό του: « Ήρθε, κι είχαμε καβγάδες, βρισιές, φωνές, πράγματα τεράστια… Μα τι να κάμω; Είναι πατέρας». • Και από την άλλη η προσπάθεια εξαγοράς της Σταλαχτής :


«λέει να την προικίσει με χτήμα , και τα στολίδια να μένουν δικά της. Μα δε μου το λέει η ψυχή να την αφήκω». • Και τώρα ήρθε η ώρα να δοκιμαστούν οι χαρακτήρες και τα συναισθήματα . Η δύναμή , η αλήθεια , η σταθερότητά τους. •

Και μαζί ήρθε η ώρα να δοκιμαστεί και ο έρωτας, ο αληθινός έρωτας. Αυτός που δεν φοβάται απειλές και ξεπερνά τις προκαταλήψεις.

• Ο Αρτέμης, παρόλη την αγάπη του προς τη Σταλαχτή, δεν θα μπορέσει τελικά να κάνει το αποφασιστικό βήμα και να απαγκιστρωθεί από την κυριαρχία του πατέρα του: «Μου πονεί, είπε και τα μάτια του εθόλωσαν…. Δεν μπορώ ν’ ανοίξω πόλεμο με τον πατέρα μου». • Βασική αιτία ο τρόπος διαπαιδαγώγησής του και η πλήρης οικονομική του εξάρτηση από τον Λάκουρα: « Θέλεις να χωρίσεις παιδί και πατέρα; Δεν ξέρεις πως η αφεντιά του δεν έχει ουσία δική του; Πως θα ζιούσατε;»


• Επιλέγει λοιπόν την προδοσία.

• Αντίθετα η Σταλαχτή θα αποδείξει με τη στάση της, την δύναμη του έρωτά της προς τον Αρτέμη και την ανιδιοτελή αγάπη της γι’ αυτόν: « Να με πάρει θέλω, είπε παραπονεμένα. Τα πλούτη δεν τα ζηλεύω. Είμαι μαθημένη από μικρή να δουλεύω σα σκλάβα για το ψωμί». • Όπως επίσης και τη θέλησή της να προστατέψει την αξιοπρέπειά της : « Πόσο τον αγαπάω ρώτησ’ τον. Μα η τιμή μου αξίζει κι απ’ την αγάπη περσότερο». • Όμως, η προδοσία είναι προδοσία. Και είναι σκληρή. Σου ανατρέπει τη ζωή. Σε γεμίζει απελπισία. Και τα σημάδια της χαράζονται πολύ βαθιά στην ψυχή και μένουν ανεξίτηλα: « Που πας; Που μ’ αφήνεις; Πως θα παρουσιαστώ στο σπίτι μου; Κι έπειτα από μία στιγμή ακολουθώντας με το βλέμμα εξαναφώναξε: Δε θα ζήσω, δε θα ζήσω».



Τα φύλα στην Λογοτεχνία

Θέμα: Ο Γάμος



ΚΕΙΜΕΝΑ 1. Του νεκρού αδελφού Δημοτικό 2. Η παντρειά της Σταλαχτής Κ. Θεοτόκης 3. Της νύφης που κακοπάθησε Δημοτικό 4. Τα μυστήρια της ΚεφαλονιάςΑν. Λασκαράτος 5. Ένα μικρό λάθοςΙακ. Πολυλάς 6. Η Αννιώ Κ. Χατζόπουλος 7. Ο τέταρτος άντρας Γ. Αθάνας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή  Το προξενιό  Ο θεσμός της προίκας  Τα κοινωνικά στερεότυπα και τα κριτήρια για την επιλογή συζύγου.  Η ηθική αγνότητα της γυναίκας βασική προϋπόθεση για το γάμο της.  Ποιές οι σημερινές αντιλήψεις για τον γάμο;


Εισαγωγή Διαχρονικά ο γάμος θεωρήθηκε θεμελιώδης κοινωνικός θεσμός και περιβλήθηκε με αυστηρούς κανόνες προστασίας αρχικά άγραφους και αργότερα γραπτούς. Η σύναψη γάμου είναι θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα όπως και η ίδρυση οικογένειας και θεωρούνται συστατικά κύτταρα της κοινωνίας. Μάλιστα, αν ευδοκιμούν, η κοινωνία ευτυχεί, και αν προσβάλλονται ή κλονίζονται, βλάπτεται, σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική συνοχή στις δομές της. Τον γάμο θεωρεί η χριστιανική Εκκλησία ένα από τα επτά μυστήρια. Με τον γάμο ασχολήθηκαν και οι άλλες μεγάλες θρησκείες αφιερώνοντας σημαντικό μέρος των κανόνων, των δοξασιών και της ηθικής διδασκαλίας τους στο γάμο, την οικογένεια και τις σχέσεις των δύο φύλων. Παρακολουθώντας κάποιες στερεότυπες αντιλήψεις διαπιστώνουμε ότι η κοινωνική τάση ήταν υπέρ της δημιουργίας οικογένειας από τους νέους με τη σύναψη επιτυχημένου γάμου που αποτελούσε καταξίωση και του άνδρα και της γυναίκας. Ως ανδρόγυνο άλλωστε γίνονταν ευκολότερα αποδεκτοί έναντι των ανύπαντρων που γενικά μειονεκτούσαν. Επίσης , με βάση τις λαικές αντιλήψεις, η γυναίκα καταξιωνόταν μόνο με τον γάμο και την απόκτηση παιδιών. Οι ανύπαντρες και οι άτεκνες είχαν αρνητική αντιμετώπιση από την κοινωνία η οποία και διαμόρφωνε διάφορους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, όπως π.χ γεροντοκόρη. Ετσι λοιπόν λόγω της σημασίας που απέδιδε η κοινωνία στον θεσμό του γάμου, η διάλυσή του ήταν σχεδόν αδύνατη και οι διαζευγμένοι αντιμετώπιζαν τηνκατακραυγή του περιβάλλοντός τους και ιδιαίτερα οι γυναίκες, οι λεγόμενες καιζωντοχήρες. Αυτή η κατάσταση βέβαια απηχούσε τις αντίστοιχες συντηρητικές κοινωνικές αντιληψεις που αποδίδονται στην


έλλειψη παιδείας και ενημέρωσης της πλειονότητας των πολιτών καθώς και στον αγροτικό, κατά κύριο λόγο χαρακτήρα της κοινωνίας που ευνοούσε τις πολυμελείς οικογένειες. Στενά συνδεδεμένα με το γάμο ,σε αυτήν του την μορφή, ήταν: το προξενιό, η προίκα, η ηθική αγνότητα (παρθενία) της νύφης, η καλή «σειρά» του γαμπρού και της νύφης ,κοινωνική και οικονομική.

 Το προξενιό Το γεγονός ότι οι παλιότερες οικογένεις ήταν ,κυρίως,πατριαρχικές καθόριζε τους ρόλους των φύλων και επομένως ο άνδρας- πατέρας που ήταν ο επικεφαλής, είχε τον έλεγχο και την ευθύνη όλων των σοβαρών αποφάσεων. Η γυναίκα περιορισμένη στο σπίτι φρόντιζε αποκλειστικά τα της οικογένειας και του νοικοκυριού. Ακριβώς λόγω αυτού του περιορισμού, όταν έφτανε η ώρα του γάμου ο έρωτας δεν έπαιζε καμιά σημασία για την επιλογή συζύγου, όχι μόνο για τη νεαρή κοπέλα αλλά ακόμα και για το νεαρό άνδρα. Ο γάμος λοιπόν γινόταν κυρίως με προξενιό. Ο βασικός λόγος ήταν ότι η επιλογή του ή της συζύγου γινόταν αποκλειστικά από τους γονείς που ήθελαν να ξέρουν: τη γενιά του μελλοντικού νέου μέλους, την οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση,αλλά και την κοινωνική τάξη που ανήκε. Δεν ήταν απαραίτητο, επομένως, να γνωρίζει η κοπέλα τον μέλλοντα σύζυγό της ,ούτε ο νέος τη μέλλουσα γυναίκα του, ούτε και να ζητηθεί η γνώμη τους. Οι μεσολαβητές, γνωστοι και ως προξενητάδες,το συζητούσαν με τους γονείς οι οποίοι και αποφάσιζαν. Αν τελικά όλα ήταν εντάξει και οι γονείς σύμφωνοι ο γάμος πραγματοποιούνταν.


Στην παραλογή, Του νεκρού αδελφού,εισάγεται το στοιχείο του γάμου με προξενιόο οποίος συνδέεται στενά με τον ξενιτεμό της κόρης, της Αρετής. Πρόκειται για μια ευτυχισμένη οικογένεια που αποτελείται από τη μάνα, τους εννέα γιούς και τη μονάκριβη κόρη : « Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,/να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα». Η ευτυχία της οικογένειας αναταράζεται. Το οικογενειακό συμβούλιο συσκέπτεται. Όπως είναι αναμενόμενο, κατά τα στερεοτυπικά πρότυπα της πατριαρχικής οικογένειας,άλλοι αποφασίζουν για τη μοίρα της κόρης, η ίδια δεν ρωτιέται καν: « Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει». Οι γνώμες διχάζονται, όμως τελικά η Αρετή θα ακολουθήσει το δρόμο της μοίρας της που θα οδηγήσει ολόκληρη την οικογένεια σε αφανισμό: « Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,/ κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι/κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,/ βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο». Μια άλλη περίπτωση γάμου από προξενιό συναντάμε και στο δημοτικό τραγούδι,Της νύφης που κακοπάθησε: « Ελένη


προξενολογούν, Ελένη κάνουν νύφη». Ο γάμος, όπως είναι φυσικό, πραγματοποιείταιαλλά τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντοτε όπως αναμένονται ή όπως συμφωνούνται :« Μα’ ρτανε οι χρόνοι δίσεφτοι κι οι μήνες οργισμένοι/ κι έφαε ο νιός τα πλούτη του κι η κόρη το προικιό της» .Σε μια τέτοια περίπτωση γάμου ανασταλτικό ρόλο στην ουσιαστική σχέση ανάμεσα στους δύο συζύγουςπαίζει το γεγονός ότι το προξενιόγίνεταιανάμεσα σε ανθρώπους που ή γνωρίζονται εντελώς επιφανειακά ή αρκετές φορές, δεν γνωρίζουν καθόλου ο ένας τον άλλον, τις σκέψεις, τις προθέσεις, τις επιθυμίες τους. Αυτό σίγουρα δεν βοηθά στην από κοινού αντιμετώπισημιας ενδοοικογενειακής κρίσης : « Μια Κυριακή και μια Λαμπρή, μία πίσημον ημέρα/ την πήρε το παράπονο κι η πίκρα τ’ς μεγάλη:/-Θέλω να πάω στη μάνα μου, να πάω στα γονικά μου». Συχνά κίνητρο ενός «καλού» γάμου ήταν η βελτίωση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των συζύγων,που σε περίπτωση κρίσης, βέβαια, έμπαινε σε αμφισβήτηση:«- Ελένη, πλούσια σ’ ήφερα, φτωχή που να σε πάω,/ που ντρέπομαι τ΄αδέρφια σου, φοβούμαι τους δικούς σου;». Έτσι η κατάληξη δεν ήταν, δυστυχώς, καθόλου η αρχικά αναμενόμενη, τόσο από τους νεόνυμφους, όσο και από τους γονείς τους: « Κι εκείνη δεν τονάκουσε, μονάχη της κινάει/ και πήρε το στρατί στρατί, τ’ ώριο το μονοπάτι».


 Ο θεσμός της προίκας

Μεταφορά προικιών

Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συμβολή της γυναίκας στον κοινό βίο. Οι συνήθεις λόγοι που επιβαλλόταν ήταν αρχικά οικονομικοί και στη συνέχεια κοινωνικοί. Πέρα από τα φυσικά προσόντα της νύφης, αιτία γάμου αποτελούσε και η προίκα. Η προίκα ήταν ένα συμβόλαιο γάμου, έγγραφο και ενυπόγραφο, το οποίο επιβεβαιωνόταν από το προικοσύμφωνο. Ήταν μια ενέργεια στην οποία το συναίσθημα είχε ανύπαρκτο ρόλο στην διαδικασία λήψεως της απόφασης. Οι γονείς κάθε κοπέλας προσπαθούσαν από τα μικρά χρόνια της μέχρι τη στιγμή που θα την ζητούσε κάποιος να συλλέξουν όση περισσότερη προίκα μπορούσαν για να παντρευτεί. Συνήθως η προίκα αποτελούνταν από ρούχα, αλλά οι πιο εύποροι έδιναν κοσμήματα, κτήματα γης, ζώα καθώς και κατοικίες. Στην ουσία η προίκα ήταν μια


αποζημίωση στον άντρα, καθώς εξασφάλιζε την ελάφρυνση της οικογένειας σε πολλούς τομείς και του συζύγου από τα βάρη της. Η προίκα έπρεπε να είναι ανάλογη με την περιουσία και την κοινωνική θέση του πατέρα, αλλά και της συζύγου. Γίνονταν γάμοι από οικονομικό συμφέρον, ‘’παζάρια’’ σχετικά με το ύψος της προίκας, ‘’αγορά’’ γαμπρού και κάποιες κοπέλες φτωχές έμεναν στο ράφι λόγω έλλειψης προίκας…Κάποιες φορές και οι άνδρες έμεναν ανύπαντροι γιατί έπρεπε να προικίσουν και να παντρέψουν πρώτα τις αδελφές. Η προίκα ήταν δυσβάσταχτο φορτίο για τις φτωχές οικογένειες, γι’αυτό και η γέννηση του κοριτσιού συχνά θεωρούνταν συμφορά.Ωστόσο, ο θεσμός της προίκας δεν είχε θετικά αποτελέσματα στις ζωές των γυναικών, αφού ο γάμος τους μετατρέπετο έτσι σε μια συνθηκολόγηση μεταξύ των εμπλεκομένων οικογενειών ,συχνά,μόνο για λόγους οικονομικούς. Η γυναίκα λοιπόν γινόταν ένα άβουλο ον που αποτελούσε μέσο απόκτησης περιουσίας και καλύτερης ευπορίας του άντρα.

Ιστορική αναδρομή Στην Αρχαία Εποχή, ο γάμος είχε ως απώτερο σκοπό την τεκνοποίηση, δηλαδή τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Όμως για να πραγματοποιηθεί απαραίτητη ήταν η σύναψη συμβολαίου με σκοπό τον καθορισμό των περιουσιακών στοιχείων της γυναίκας.Η ιδέα της προίκας αρχίζει την εποχή του Σόλωνα και περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία για την κόρη. Στην Αρχαία Αθήνα και Σπάρτη η τέλεση του γάμου επικυρωνόταν με τη συμφωνία του πατέρα της νύφης και του γαμπρού ενώπιον μαρτύρων. Η συμφωνία αυτή ονομαζόταν ‘’εγγύη’’ και επρόκειτο για μια πολύ σημαντική νομική πράξη παρά το γεγονός ότι ήταν προφορική. Σύμφωνα με την ‘’εγγύη’’


οριζόταν η προίκα, ενώ παράλληλα περνούσε η κυριότητα της κοπέλας από τον πατέρα στον μνηστήρα. Στη Ρωμαϊκή εποχή, η προίκα υπαγορευόταν από τα κοινωνικά ήθη της εποχής και σχετιζόταν άμεσα με το γάμο. Η προίκα, ως σύνολο περιουσιακών στοιχείων, απέβλεπε στην ανακούφιση των βαρών του γάμου και αποτελούσε αντιστάθμισμα του κληρονομικού μεριδίου της γυναίκας στην πατρική εξουσία.Από τον 2ο αιώνα μ.Χ. αρχίζει να διαδίδεται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου για τη σύνταξη της προίκας όπου αναφέρονται πολλές φορές εκτός από την προίκα και τα «παράφερνα», δηλαδή τα περιουσιακά στοιχεία της γυναίκας που δεν περιλαμβάνονται στην προίκα, αλλά τα οποία προσέφερε για να μπουν κάτω από τη διαχείριση του άνδρα. Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια ( 5ος αι. μ.Χ.) για τη σύσταση της προίκας συντάσσονταν , επίσης, προικώα έγγραφα. Η συνήθεια αυτή κράτησε σε όλη τη βυζαντινή περίοδο και συνεχίστηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα έγγραφα αυτά ονομάζονταν προικοσύμφωνα (αλλού προικοχάρτια,αρραβωνοχάρτια κτλ.). Προικοσύμφωνο


Προικοσύμφωνο


Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, τα έγγραφα αυτά συντάσσονταν από κληρικούς, ιερείς ή μοναχούς, που εφάρμοζαν το οικογενειακό δίκαιο στους υπόδουλους Έλληνες ,πάντα, με την παρουσία μαρτύρων, που ήταν υποχρεωμένοι να υπογράψουν το προικοσύμφωνο. Το προικοσύμφωνο συντασσόταν πριν από


τον γάμο. Η προίκα παραδινόταν στον γαμπρό πριν από τη στέψη και την αποτελούσαν είδη ρουχισμού , έπιπλα, οικιακά σκεύη, κοσμήματα, ζώα (πρόβατα, βόδια ),νομίσματα κ.ά. Περιλάμβανε βέβαια και όλα τα ακίνητα(σπίτια, αμπέλια, χωράφια, ελαιοκτήματα κτλ.),που περιγράφονταν με κάθε λεπτομέρεια ( θέση, έκταση , γείτονες κτλ.). Ο σύζυγος είχε την υποχρέωση να διαχειρίζεται καλά την προίκα της συζύγου και να φροντίζει για τη διατήρηση και την ακεραιότητά της : είχε το δικαίωμα να εκποιήσει ή με άλλο τρόπο να παραχωρήσει κάποιο από τα προικώα ακίνητα. Η κυριότητα των ακινήτων ανήκε στη σύζυγο και μόνο την επικαρπία είχε ο σύζυγος .Αν πέθαινε ο σύζυγος ή αν χώριζε το ανδρόγυνο, η προίκα έμενε στη γυναίκα ως ιδιοκτησία της. Αν πέθαινε η σύζυγος, τότε ένα μέρος της προίκας κληρονομούσε ο σύζυγος και το μεγαλύτερο μέρος κληρονομούσαν τα παιδιά. Αν το αντρόγυνο δεν είχε αποχτήσει παιδιά, τότε η προίκα γύριζε στον προικοδότη, αν ζούσε, ή στους νόμιμους κληρονόμους του. Το μοντέλο αυτό διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα, αφού ο θεσμός της προίκας ήταν βαθιά ριζωμένος στις καρδιές των ανθρώπων και αποτελούσε έναν άγραφο νόμο του εθιμικού δικαίου.Στη νεοελληνική οικογένεια τα παιδιά παντρεύονταν κατά σειρά ηλικίας.0ι θυγατέρες προηγούνταν κι ακολουθούσαν οι γιοί, με τη σειρά τους κι αυτοί. Ήταν ατιμωτικό για τον άντρα να παντρευτεί πρώτος και ν’ αφήσει αδελφή μεγαλύτερη ή μικρότερη ανύπαντρη. Πολλά παλικάρια έμεναν ανύπαντρα, γιατί δεν μπόρεσαν ν’ αποκαταστήσουν τις αδελφές τους. Στη σύγχρονη εποχή, ο θεσμός της προίκας, για τις περισσότερες χώρες, αποτελεί μια παρωχημένη αντίληψη η οποία απλώς υπενθυμίζει τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων μια άλλης εποχής.Στον Δυτικό κόσμο, οι κοινωνίες είναι απαλλαγμένες από τον καταπιεστικό θεσμό της προίκας και οι γάμοι τελούνται με πρωτοβουλία των ίδιων των ανθρώπων, χωρίς την παρέμβαση των γονέων τους.Η κατάργηση της προίκαςθεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα με τον νόμο


1329/1983.Βέβαια,οι γονείς μπορούν, αν έχουν τη δυνατότητα, να στηρίζουν το νέο ζευγάρι στο ξεκίνημά του χωρίς αυτό να είναι υποχρεωτικό. Παράλληλα και η Πολιτεία,όπως είχε υποχρέωση, φρόντισε να προσαρμόσει τη νομοθεσία της σε αυτήν την κοινωνική δομή και προσπάθησε να μεριμνήσει για τους «ανίσχυρους», γι’ αυτούς δηλαδή που δεν είχαν τη δυνατότητα να εργασθούν. Η σπουδαιότητα του θεσμού της προίκας επιβεβαιώνεται πανηγυρικά στο δημοτικό τραγούδι, Της νύφης που κακοπάθησε, αφού θα αποτελέσει την απαραίτητη προυπόθεση για το γάμο της Ελένης: «Ελένη προξενολογούν, Ελένη κάνουν νύφη./ Μήνες τση τάζουν τα προικιά και χρόνους τ’ αντιπροίκια». Μάλιστα η συγκέντρωση των απαιτούμενων χρημάτων , πραγμάτων και πολύτιμων αντικειμένων που θα την απαρτίσουν ,είναι μια χρονοβόρα διαδικασία και αποτελεί σκοπό και έγνοια όλης της οικογένειας: «Τση τάζει κι ο πατέρας της κάτεργ’ αρματωμένα,/τση τάζουν και τ’ αδέλφια της καράβια φορτωμένα,/ τση τάζει κι η μανούλα της κρυφά δέκα χιλιάδες,/ χρυσό θρονί να κάθεται, χρυσό μήλο να παίζει». Σε αντίθεση με το δημοτικό τραγούδι, ο Α. Λασκαράτος στο έργο του Τα μυστήρια της Κεφαλονιάςπαρουσιάζει διαφορετικές απόψεις για το θεσμό της προίκας. Πιστεύει πως ανάμεσα στις θυσίες που κάνει ο γονιός για να παντρέψει την κόρη, συμπεριλαμβάνεται και η ίδια η κόρη: « Οι ελεεινές τούτες οικονομίες, οι οποίες δια να γενούνε τάλαρα εζουπήξανε τες ψυχικές δυνάμεις του παιδιού μας, μαζώνουνται όμως εις το ύστερο, και κάνουν ένα ποσόν, αρκετό να κινήσει την κερδοσκοπία ενός γαμπρού». Ακόμη πιστεύει πως η κόρη στερείται πολλά πράγματα και γίνεται δούλα στο ίδιο της το σπίτι ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα για την προίκα. Η κοπέλα συνεχίζει να είναι δούλα και μετά το γάμο, δηλαδή στο σπίτι του γαμπρού. Βέβαια οι γονείς τα κάνουν όλα αυτά για να μην μείνει ανύπαντρη: «Αλλ’ αν δεν κάμομε έτσι, οι θυγατέρες


μας, μένουν ανύπανδρες. Επειδή ο μόνος όρος οπού μας βάνουνε οι γαμπροί είναι τα χρήματα, και όποια δεν έχει χρήματα δεν ΄πανδρεύεται».Αιτία για όλα αυτά είναι η καμία συμπάθεια μεταξύ γονέων και κοριτσιών. Με άλλα λόγια αν τα κορίτσια ανατρέφονταν με περισσότερη αγάπη τότε το πνεύμα τους θα ήταν καλύτερα αναπτυγμένο και θα μπορούσαν να διαλέξουν τον κατάλληλο σύντροφο που δεν θα ενδιαφέρεται μόνο για την προίκα τους: «Εγώ πιστεύω ότι,αν εμεταχειριζόμεθα τες θυγατέρες μας με περσότερην αγάπη,το σπίτι μας ήθελε πάψει να είναι ωθηστικό για δαύτες». Ο συμπληρωματικός ρόλος της προίκας στο οικογενειακό εισόδημα τονίζεται ιδιαίτερα στο διήγημα του Ιακ. Πολυλά, Ένα μικρό λάθος αφού, συχνά, όταν η σοδειά δεν πήγαινε καλά μέρος της προίκας της γυναίκας έμπαινε ενέχυρο για να γλιτώσει ο άντρας τη φυλακή που τον έσπρωχναν τα χρέη προς τους τοκογλύφους: «Η καημένη της η προίκα! Όποιος δεν γνωρίζει την εξοχήν της Κέρκυρας θα παραξενευθή ν’ ακούση ότι οι γυναίκες συνήθως φέρνουν μόνην τους προίκαν καμία διακοσαριά δραχμές και κάποτε δύο ή τρία ελαιόδενδρα ή δύο τσαπιών αμπέλι, εισόδημα δέκα δραχμών τον χρόνον…».


 Η ηθική αγνότητα της γυναίκας βασική προϋπόθεση για το γάμο της. Η ηθική αγνότητα της γυναίκας ήταν βασική προϋπόθεση για το γάμο της. Επομένως,η ιδέα τηςπαρθενίας και της απαξίωσης της


ερωτικής συνεύρεσης, πριν το γάμο, θεωρούνταν απαραίτητα στοιχεία που έπρεπε να χαρακτηρίζουν κάθε τίμια , νέα γυναίκα που σέβονταν τον εαυτό της και φυσικά, επιθυμούσε να παντρευτεί. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που οι κοπέλες περνούσαν τον περισσότερο χρόνο μέσα στο σπίτι τους, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, ώστε η τιμή τους να παραμείνει άθικτη και να μην υπάρξει ούτε η υπόνοια ότι είχαν κάποια συναναστροφή με έναν άνδρα. Η κοινωνία αλλά και η ίδια η οικογένεια έκριναν πολύ αυστηρά όσες από τις νέες, για τον οποιονδήποτε λόγο , παραβίαζαν αυτόν τον άγραφο ηθικό νόμο. Τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα σκληρά στις κλειστές αγροτικές κοινωνίες , με πιο ευάλωτα θύματα τις κοπέλες από τα φτωχότερα , λαικά στρώματα που συχνά αναγκάζονταν να ξενοδουλεύουν για να συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα.


Πανηγυρική επιβεβαιώση για τη συμβολή της ηθικής αγνότητας της κόρης,ως μια από τις προυποθέσεις για το γάμο της, συναντάμε στο δημοτικόΤου νεκρού αδελφού. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι η καλή φήμη που αποκτά η Αρετή και επικυρώνεται με τον ερχομό των προξενητάδων, δεν βασίζεται ούτε στην εργατικότητα, ούτε στην πνευματική της καλλιέργεια, ούτε στην μεγάλη προίκα που παίρνει, αλλά στο γεγονός ότι έχει δεχτεί τόση φροντίδα από την μητέρα της, ώστε να παραμείνει ανέγγιχτη από τον ήλιο και τα αδιάκριτα βλέμματα: «Μάνα με τους εννιά σου γιούς και με τη μια σου κόρη,/ την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,/ την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!/ Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,/ στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της». Σε αντίθεση με την Αρετή του δημοτικού τραγουδιού έντονες στιγμές αγωνίαςζει η Φωτεινή ,στο διήγημα του Γ. Αθάνα,Ο τέταρτος άνδρας.Το λάθος της ότι ερωτεύθηκε τον Κωστάκη Ντούφη, έναν πλούσιο νέο και συνδέθηκε ερωτικά μαζί του.Όταν θα του ζητήσει να την αποκαταστήσει, τότε θα πράγματα θα εξελιχθούν διαφορετκά απ’ ότι πίστευε και περίμενε.Θα αντιμετωπίσει, λοιπόν, τη σκληρότητα των αδελφών της που ζητούν την παραδειγματική τιμωρία της, για την προσβολή της οικογενειακής τιμής: «Να μην ξαναπατήσει στο σπίτι η άτιμη θα τη σφάξω ανάποδα!» «Στο σουβλί θα την περάσω!» « Θα την μαδήσω ζωντανή!» κάθε αδερφός κι απόναν σκληρό θάνατο της απειλούσε.Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια η μόνη σωτηρία για την Φωτεινή και για κάθε κοπέλα που βρισκόταν στην ίδια με αυτήν θέση, ήταν η ανάληψη της


ευθύνης από τον άνδρα, για την αποκατάστασή της: «Αποφασίστηκε, ο Σωτήρης, ο μεγαλύτερος, να πιάσει τον Κωστάκη και να του απαιτήσει ορθά κοφτά σε τρεις μέρες μέσα ν’ αρραβωνιάσει την προσβλημένη αδερφή τους». Σε ακόμα χειρότερη θέση βρίσκεται η Σταλαχτή, στο διήγημα του Κ. Θεοτόκη,Η παντρειά της Σταλαχτήςκι’ αυτό γιατί, ενώ ο αγαπημένος της, ο Αρτέμης, ένας πλούσιος νέος την έχει ζητήσει επίσημα από τον πατέρα της, επομένως έχει εκτεθεί σ’ όλο το χωριό πλέον, την τελευταία στιγμή υποκύπτει στις πιέσεις και στους εκβιασμούς του πατέρα του και την εγκαταλείπει.Μπροστά στο χτύπημα που δέχεται το μαρτύριο της προδομένης αγάπης αλλά και το φάσμα της ατίμωσης και του εξευτελισμού προβάλλουν το ίδιο βασανιστικά: «Πόσο τον αγαπάω ρώτησ’ τον.Μα η τιμή μου αξίζει κι απ’ την αγάπη περσότερο».Δεν μπορούν,επομένως, να εξαγοραστούν με τίποτα: «Τα προικιά τους δεν τα θέλω» είπε αψωμένη « μον’ το στεφάνι μου μόταξε».Κι’ αυτό γιατί εκτός από τη δική της αξιοπρέπεια, μ’ αυτήν της την ατίμωση, καταρράκωσε και την αξιοπρέπεια ολόκληρης της οικογένειάς της: «Που πάς; Που μ’ αφήνεις;πως θα παρουσιαστώ στο σπίτι μου;».


Στα δίχτυα του απαγορευμένου έρωτα, για τα δεδομένα της εποχής και της κοινωνίας που αναφέρεται, είναι πιασμένοι καιοι δύο νέοι του διηγήματος του Κ. Χατζόπουλου, Η Αννιώ. Πρόκειται για τον αφηγητή και την Αννιώ, φτωχόπαιδα και τα δύο που τα ενώνει η ορμητικότητα του νεανικού έρωτα που φουντώνει όσο καταπιέζεται. Αιτία και πάλι η προστασία της οικογενειακής τιμής της κοπέλας: «Η μάνα της έστειλε τώρα ένα δικό της και μ’ έκραξε στην αυλή του μαγαζιού και μου είπε να πάψω να ντροπιάζω το σπίτι της ξαδέρφης του». « Δε θέλω να ντροπιάσω κανένα σπίτι» του αποκρίθηκα. « Έχω καλό σκοπό για το κορίτσι». Παρ’ όλες όμως τις διαβεβαιώσεις του νεαρού, η ανάγκη της διαφύλαξης της ηθικής αγνότητας του κοριτσιού, στοιχείο που θα της εξασφάλιζε έναν καλό γάμο ,που θα ήταν, πρωτίστως, επιλογή των γονέων της χρησιμοποιούνται ακόμα και βίαια μέσα: «Όταν με γνώρισε η μητέρα της, χύμηξε και με άδραξε από το αφτί και με πέταξε έξω από την αυλόπορτα χωρίς να χάσει πολλά λόγια. Την άλλη μέρα ήρθε στον


αφεντικό μου και κείνος με π΄ρε πίσω από τα σακιά και με άρχισε στις κατακεφαλιές…. Μας ξανάπιασαν πίσω στο στενό, και την άλλη μέρα ήρθε ο αστυνόμος και μ’ έδειρε και με φοβέριζε πως θα μ’ εξορίσει για λωποδύτη».

 Κοινωνικά στερεότυπα και κριτήρια για

την επιλογή συζύγου Όπως ήδη έχει επισημανθεί, η επιλογή του ή της συζύγου γινόταν, κατά βάση, από τους γονείς ιδιαίτερα την εποχή της καθαρά πατριαρχικής οικογένειας. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιζαν για μεν τον άνδρα οι στερεότυπες αντιλήψεις που απαιτούσαν απ’ αυτόννα είναι:ακούραστος δουλευτής, φιλότιμοςκαιτίμιος στις συναλλαγές του,δυνατός και γενναίος πολεμιστής, προστάτης και απόλυτος αρχηγός της οικογένειάς του. Όσον αφορά στη γυναίκα:Για να θεωρηθεί ιδανική νύφη θα έπρεπε να είναι τίμια και ηθική, όμορφη, καλοσυνάτη, κυρίως, όμως, καλή και επιδέξια νοικοκυρά, να μαγειρεύει, να γνέθει, να υφαίνει, να κεντά, να πλένει. Επίσης, θα έπρεπε να έχει σεβασμόαπέναντι στη γνώμη τουσυζύγου της, να είναι μια γυναίκα εργατική και δυνατή, έτσι ώστε να στέκεται στο πλευρό του και να τον βοηθά και στις δουλειές του στα χωράφια. Ωστόσο το μεγαλύτερο βάρος έπεφτε στην κοινωνική προέλευση και κατά συνέπεια στην οικονομική κατάσταση, του ή της, συζύγου που επρόκειτο να επιλεγεί. Αυτό σήμαινε ότι, το απόλυτα φυσιολογικό και αυτό που εξασφάλιζε μια


επιφανειακή κοινωνική ισορροπία ήταν, να παντρεύονται μεταξύ τους άνθρωποι που αυστηρά ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη και είχαν παρόμοια οικονομική δυνατότητα. Διαφορετικά, τα προβλήματα που δημιουργούνταν μπορεί να ήταν και ολέθρια.

Στο δημοτικό,Της νύφης που κακοπάθησε,η μεγάλη προίκα της Ελένης καθώς και η ύπαρξη δούλων στο πατρικό της σπίτι, επιβεβαιώνουν ότι προέρχεται από εύπορη οικογένεια.Παράλληλα, αντίστοιχης οικονομικής κατάστασης φαίνεται ότι ήταν και ο άντρας που διάλεξαν γι’ αυτήν οι γονείς της και την έστειλαν, κάπου μακριά, στα ξένα, να παντρευτεί: «Μα’ ρτανε οι χρόνοι δίσεφτοι κι οι μήνες οργισμένοι/ κι έφαε ο νιός τα πλούτη του κι η κόρη το προικιό της».Βέβαια, η μεταβολή της τύχης ανέτρεψε τα αρχικά σχέδια των γονιών και οδήγησε σε αποτυχία το γάμο της Ελένης. Στοδιήγημα του Κ.Θεοτόκη, Η παντρειά της Σταλαχτής, παρακολουθούμε ακριβώς την αντίθετη περίπτωση. Εδώ η Σταλαχτή μια φτωχή κοπέλα που εργάζεται ως εργάτρια στα χτήματα του Λάκουρα ενός μεγαλοκτηματία,για να βγάλει το ψωμί της, ερωτεύεται τον γιό του τον Αρτέμη. Αυτός , πηγαίνει στο σπίτι του πατέρα της, τη ζητά επίσημα σε γάμο και αρραβωνιάζονται. Ο γάμος αυτός ,βέβαια, δεν θα γίνει ποτέ γιατί προσκρούει στην κατηγορηματική άρνηση του πατέρα του


Αρτέμη που απορρίπτει τη Σταλαχτή επειδή ανήκει σεκατώτερη κοινωνική τάξη από τη δική του και τον εξαναγκάζει να την απαρνηθεί: «Να τηνε διώξω, αδεμή με διώχνει κι εμένα. Γι’ αυτό μ’ έστειλε εδώ κάτου. Από τα τώρα δε θέλει αυτή να πατήσει σπίτι μας». Ανάλογη στάση βλέπουμε να κρατά και η μητέρα του Κωστάκη Ντούφη στο διήγημα του Γ. Αθάνα, Ο τέταρτος άνδρας.Πρόκειται για μια γυναίκα ιδιαίτερα καταπιεστική, που έχει χάσει τον άνδρα της και διαχειρίζεται με ιδιαίτερη επιτυχία , τόσο την μεγάλη οικογενειακή περιουσία, όσο και τη ζωή του μονάκριβου παιδιού της: «Ο Κωστάκης ορφανό πλουσιόπαιδο, μονάκριβος γιός μιας διαβολεμένης χήρας…δεν είχε δική του γνώμη και θέληση…ήταν ένας απλός υπάλληλος της μητέρας του». Όταν λοιπόν, ο Κωστάκης θα θελήσει να παντρευτεί την αγαπημένη του Φωτεινή, μια φτωχή κοπέλα με την οποία έχει ήδη δημιουργήσει ερωτικό δεσμό, θα συναντήσει τον εμπαιγμό και τη λυσσαλέα άρνηση της μητέρας του: «-Σε καλό σου!...Πιο κάτω δεν κατέβαινες;…Δεν έχουμε αρχοντοπούλες στον τόπο μας όμορφες, πλούσιες και καλές;» «- Αυτήν αγαπώ!» «- Μωρέ σόι κι άνθρωπο που διάλεξες!» Όπως, ήδη επισημάνθηκε, το να μπορεί ο υποψήφιος γαμπρός δουλεύοντας να ζεί τη γυναίκα του ήταν προυπόθεση ενός ευτυχισμένου γάμου και φυσικά άμλυνε τις όποιες αντιρρήσεις των γονέων. Αυτό, απ΄ότι φαίνεται, είναι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το νεαρό ζευγάρι στο διήγημα του Κ.Χατζόπουλου,Η Αννιώ .Πρόκειται για έναν φτωχό νέο που δουλεύει υπάλληλος σ’ ένα μαγαζί και την Αννιώ ένα φτωχοκόριτσο επίσης που ερωτεύονται ό ένας τον άλλον και,κρυφά,σχεδιάζουν κάποια στιγμή να παντρευτούν. Στα σχέδιά τους όμως αντιτίθενται οι γονείς της Αννιώς που επιδιώκουν μια καλύτερη τύχη για την κόρη τους: «Φτωχοκόριτσο ήταν κι αυτή, μα μια φορά ο πατέρας της ήταν καλός, η μάνα της κρατούσε από γωνιά και γυρεύανε να βρούνε κάποιο νοικοκύρη να τη σιγουρέψουν. Την κλείσαν


μέσα και δεν μπορούσα να την ξαναδώ. Δε μου έμενε άλλο παρά να την κλέψω»… «Κι αποφάσισα να ξενιτευθώ και γω, να πάω να καζαντίσω και να’ νάρθω να πάρω την Αννιώ με το σπαθί μου»

 Ποιες οι σημερινές αντιλήψεις για τον γάμο Το οικογενειακό δίκαιο τροποποιήθηκε στη χώρα μας πολλές φορές με βασικότερες τροποποιήσεις στη δεκαετία του 80 (“αυτόματο διαζύγιο”, αποποινικοποίηση της


μοιχείας, μερική αποποινικοποίηση των αμβλώσεων, καθιέρωση του πολιτικού γάμου παράλληλα με τον θρησκευτικό, υποχρεωτική διατήρηση του επωνύμου της γυναίκας, εξίσωση του άνδρα και της γυναίκας, κατάργηση της ιδιότητας του εξωγάμου παιδιού, αντικατάσταση της πατρικής εξουσίας με τη γονική μέριμνα κλπ). Με τις σημερινές εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες της θεσμοθετημένης ισότητας άνδρα και γυναίκας, οι απόψεις για τον γάμο, που επικράτησαν επί εκατονταετίες και χιλιετίες, έχουν μεταβληθεί και αντικατασταθεί από άλλες, εν πολλοίς εντελώς αντίθετες. Έτσι, η λέξη “σύζυγοι” δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. “Σύζυγοι”, δηλαδή οι συνδεδεμένοι ή οι ευρισκόμενοι υπό τον αυτό ζυγό, δεν υπάρχουν πιά. Υπάρχουν δύο αυτοτελείς και αυτεξούσιες προσωπικότητες που αποφάσισαν να ζουν κάτω από την ίδια στέγη, στην ίδια κατοικία και να επιδιώκουν κοινούς σκοπούς κυρίως κοινωνικούς, ένας από τους οποίους είναι η απόκτηση και ανατροφή παιδιών, με τελικό στόχο την ευτυχία. Συνεπώς, δεν είναι “σύζυγοι” αλλά ελεύθεροι άνθρωποι, οι οποίοι κάθε στιγμή επιβεβαιώνουν την ελευθερία τους με συγκεκριμένες επιλογές τους και στα πιο ασήμαντα πράγματα, που τους δίνουν χαρά.Συμπορεύεται ο άνδρας με τη γυναίκα επειδή αισθάνονται και οι δύο ευτυχισμένοι και, με την κοινή ζωή, τις κοινές επιλογές, αποφάσεις και πράξεις, μεγιστοποιούν την ελευθερία τους. Άλλωστε, η ελευθερία κατηύθυνε τους δύο ετερόφιλους στην απόφαση να συμβιώσουν και όχι οποιοσδήποτε καταναγκασμός ή υποχρέωση, ούτε η εγγραφή σε ληξιαρχείο ή η τέλεση του γάμου με την πολιτική ή την εκκλησιαστική διαδικασία. Εάν χαθεί η αίσθηση της ελευθερίας χάνεται και το νόημα οποιουδήποτε γάμου ή άλλης ανάλογης σχέσης.


Κύριο στοιχείο της κοινής ζωής και, συνεπώς, του «γάμου» είναι να υπάρχουν κοινά ενδιαφέροντα του άνδρα και της γυναίκας ώστε να μην πλήττουν, να μη βαριέται ο ένας τον άλλο, αλλά συνεχώς ν’ ανανεώνεται και ν’ αναζωογονείται η μεταξύ τους επικοινωνία. Χωρίς συνεχή επικοινωνία του άνδρα με τη γυναίκα δεν εννοείται σύγχρονος γάμος και χωρίς συνεχή και αρμονική συνεννόηση και στα ασήμαντα ζητήματα της καθημερινότητας δεν υπάρχει γάμος αλλά αλληλοκοροϊδία. Δεν χρειάζονται τα «πρέπει» στον γάμο. Χρειάζεται διάθεση να βρίσκεσαι με τον άλλο που μπορεί να γίνει και ο άλλος σου εαυτός. Ο γάμος, επομένως, στην εποχή μας έχει σαν περιεχόμενο την ελευθερία και την ισότιμη δυνατότητα του άνδρα και της γυναίκας να συνδέονται μεταξύ τους με μόνιμη, αποκλειστική και διαρκή σχέση εξακολουθητικής επικοινωνίας, με βάση την ελεύθερη επιλογή τους, που πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς, καθημερινά. Αυτός ο σύνδεσμος τους κάνει ευτυχισμένους και δυνατούς, για ν’ αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες μέσα στην κοινωνία με την κοινή δράση τους, υποστηρίζοντας σε κάθε περίσταση ο ένας τον άλλo.


Η απόκτηση παιδιών δεν αποτελεί τον κύριο στόχο του άνδρα και της γυναίκας αλλά έναν από τους σοβαρότερους και πιο υπεύθυνους, επιλογή τους ελεύθερη και κοινή, που δεν συνδέεται με προϋποθέσεις και υπολογισμούς αλλά αποτελεί επιβεβαίωση της επιθυμίας για κοινή ζωή, συγκατοίκηση και κοινή δράση σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα καθώς και επιβεβαίωση του έρωτα και της ταύτισής τους. Η απόκτηση παιδιών είναι μια σοβαρή απόδειξη της επιθυμίας του άνδρα και της γυναίκας ν’ αποκτήσουν την ιδιότητα των γονέων, που συνοδεύεται από την υποχρέωση ενημέρωσης σχετικά με τον τρόπο ανατροφής και διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Σήμερα δεν αρκεί το ένστικτο του γονέα για να πλαισιωθούν και μεγαλώσουν τα παιδιά. Η ιδιότητα του γονέα συνοδεύεται πιά με την υποχρέωση ενημέρωσης του τρόπου της διαπαιδαγώγησης σε επίπεδο επιστημονικό.


Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν συμπεραίνουμε ότι σήμερα ο γάμος δεν διατηρεί τον παλιό του χαρακτήρα. Έχει αντικατασταθεί ήδη από άλλη ,ειλικρινή σχέση που συνδέει τον άνδρα με τη γυναίκα και τη γυναίκα με τον άνδρα, με διάρκεια και δύναμη και η σχέση αυτή λέγεται «συντροφικότητα» .Προϋποθέτει δε έντονα, γνήσια και διαρκή συναισθήματα αγάπης, σεβασμού και προσήλωσης του ενός προς τον άλλο.



ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ


Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δομή της οικογένειας κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων (19ος- 20ος). Βασικό γνώρισμά της είναι ο μεγάλος αριθμός μελών {[Παλιές Αγάπες

(Ανδρέας Καρκαβίτσας) :<< Ο γέρο Βαρσάμης, σκέφτηκε, οχτώ ντουφέκια· ο Βασίλης πέντε· ο κουμπάρος μου ο Ανέστης τέσσερα>>][Ο τέταρτος άνδρας (Γεώργιος Αθάνας): εξαμελής οικογένεια  μάνα, Φωτεινή, τέσσερα αδέρφια][ Του νεκρού αδελφού:<< Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη>>] [Ανάπλους (Θανάσης Βαλτίνος) :<<Ήμουν τρίτος στη σειρά ,μετά από δύο αδερφούς και πριν από μία αδερφή>>]}. Η πολυμελής, επομένως, οικογένεια ήταν ο κανόνας, ενώ σπάνια συναντούσε κανείς οικογένεια με λίγα άτομα. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η μεγάλη φτώχεια και το χαμηλό βιοτικό και πνευματικό επίπεδο {[Η παντρειά της Σταλαχτής (Κωνσταντίνος Θεοτόκης) : αγροτικό

περιβάλλον λιγότερο μορφωμένο περιβάλλον] [Ξυλάδικο του Βόλου (Δημήτρης Χατζής): <<Το ραφτάδικο δεν έκανε τίποτα, χτήματα δεν είχαμε, έπρεπε πια να βοηθήσω


και γω για να ζήσουμε.>>, << φάνηκε τι φτώχεια μάς έδερνε>>][ Παλιές Αγάπες (Ανδρέας Καρκαβίτσας):<< Ξέρεις τι θα ειπεί φτωχός και κορίτσια>>]}. Συγχρόνως το μεταναστευτικό ρεύμα κυμαινόταν σε δυσθεώρητα επίπεδα,γεγονός που επηρέαζε καθοριστικά και την οικογένεια και ιδιαίτερα την φτωχή {[Ξυλάδικο του Βόλου

(Δημήτρης Χατζής): ήρθα στη Γερμανία] [Η Αννιώ (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος): <<Συνηθίζουνε στα χωριά μας και μας ξενιτεύουνε μικρούς. Στη Βλαχία και στη Ρουσία και τώρα ύστερα και στην Αμερική>>] [Του νεκρού αδερφού: <<ας παμ΄ εμείς στην ξενιτιά>>]}. Τα επαγγέλματα ήταν κατά κύριο λόγο παραδοσιακά( π. χ. ράφτης)[ Ξυλάδικο του Βόλου (Δημήτρης Χατζής):<< Τη μάνα μας περισσότερο τη θυμάμαι σκυμμένη σε κείνο τ’ ατέλειωτο μπάλωμα>>], αφού αν ρίξει κανείς μια γρήγορη ματιά στην πραγματικότητα της τότε εποχής, θα συνειδητοποιούσε την εντατικοποίηση της εργασίας της γυναίκας, η οποία ήταν επιφορτισμένη με αυξημένες αρμοδιότητες, εκτός των οικιακών της υποχρεώσεων. Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι το προσδόκιμο όριο ζωής βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα, εξαιτίας των κακουχιών και των στερήσεων. Παράλληλα, ο θάνατος της μητέρας σηματοδοτούσε το τέλος της όποιας μαθητικής ζωής των παιδιών[Ξυλάδικο του

Βόλου (Δημήτρης Χατζής): <<Με το θάνατο της μάνας, τέλος και το γυμνάσιο>>], αφού ο


ρόλος της μέσα στο σπίτι ήταν καθοριστικός, αλλά και διπλωματικός. Κι αυτό, γιατί η μητέρα διατηρούσε τις ισορροπίες και προσπαθούσε να κρύψει από τα παιδιά τη φτώχεια και τη δυστυχία της οικογένειας. Τα παιδιά, τότε, όχι μόνο αγωνίζονταν για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου της οικογένειας, αλλά και επωμίζονταν με ευθύνες δυσανάλογες της ηλικίας τους. Κάθε παιδί αναλάμβανε οποιαδήποτε εργασία, έστω και παροδική για να συντηρηθεί η οικογένεια [Το Ξυλάδικο του

Βόλου: (Δημήτρης Χατζής) :<< Έκανα κάθε λογής μικροπράματα που μου τύχαιναν, το περισσότερο χαμαλίκια, θελήματα, φορτώματα, ξεφορτώματα, δούλευα και σε γιαπιά, χωρίς πουθενά να βρω μια δουλειά να ριζώσω.>>].

Επιπρόσθετα, υπήρχε η αντίληψη ότι το παιδί, όταν μεγαλώσει, πρέπει να εγκαταλείψει το χωριό ( σπίτι), προκειμένου να αναζητήσει καλύτερη τύχη [Ο μοναχογιός της γριά-Καλής

(Δημήτριος Καμπουρόγλου) <<Μια μέρα ο γιός της είπε πως θα μπει στη δούλεψη ενός πλούσιου και σημαντικού Αγά>>. [Το Ξυλάδικο του Βόλου: (Δημήτρης Χατζής) :<< Ο


πατέρας τότε άρχισε τ’ άρχισε κάθε φορά που μ’ έβλεπε σπίτι: «-λίγο ακόμα να μεγαλώσεις και φύγε. Να σωθείς εσύ. Θέλεις μας βοηθάς και μας, θέλεις μας αφήνεις- να φύγεις. Δεν είναι τόπος αυτός…»} Τα κορίτσια, σε αντίθεση με τα αγόρια, ήταν,συνήθως, ανεπιθύμητα, καθώς η απόκτησή τους προκαλούσε συχνά απογοήτευση και ντροπή. Σ’ αυτό συντελούσε και ο θεσμός της προίκας, αρκετά δυσβάσταχτος για πολλές οικογένειες [Παλιές αγάπες (Ανδρέας

Καρκαβίτσας): <<Ξέρεις τι θα πει φτωχός και κορίτσια;>>.

Εικόνα

Προικιά στο κάρο

Αρκετά αρνητικό ρόλο έπαιζε επίσης και το ότι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν την πατρίδα, όταν τα είχε ανάγκη [Παλιές Αγάπες (Ανδρέας Καρκαβίτσας):<< Εμείς

θέλουμε ανθρώπους για σπαθί κι η γυναίκα μου γεννάει για τη ρόκα!... Και με το γρόθο του έδωκε μια κι έσπασε το τραπέζι>>]. Εδραιωνόταν η αντίληψη ότι ήταν καλύτερο η οικογένεια να είναι άτεκνη παρά γεμάτη κορίτσια, τα οποία θεωρούνταν ανώφελα. Έτσι, όταν η οικογένεια δεν είχε ανδρικά χέρια για να διεκπεραιώσει τις εργασίες της, ακόμα και ο εξανδρισμός της γυναίκας δεν ήταν αθέμιτος και ασυνήθιστος, παρά την παραβίαση


της ίδιας της φύσης της [Παλιές Αγάπες (Ανδρέας Καρκαβίτσας):<< Μα δεν πειράζει·

είπε σε λίγο. Εγώ θα το κάμω σερνικό. Θα γένει καλύτερο από σερνικό.>>]. Τα αρσενικά μέλη επομένως ήταν πολύτιμα, γιατί αφενός καθημερινά με την εργασία τους συνεισέφεραν οικονομικά στην οικογένεια, αφετέρου, προσέφεραν στην πατρίδα στρατιωτικές υπηρεσίες και τη βοηθούσαν να απαγκιστρωθεί από το δυσβάσταχτο ζυγό. Άλλωστε, κάθε οικογένεια έπρεπε να προσφέρει στην πατρίδα και η συνδρομή της φαινόταν και σε αυτόν τον τομέα.


Πολυμελής ,λοιπόν, ήταν κατά το πλείστον η οικογένεια της εποχής, ενώ οι ρόλοι του κάθε μέλους ενίοτε διαφοροποιούνταν ανάλογα με τις ανάγκες.


Γενικά, ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας υπήρχε αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια. Ωστόσο, μερικές φορές οι αδελφικές σχέσεις ήταν καταπιεστικές, είτε με το πρόσχημα της προσβολής της οικογενειακής τιμής και την αποκατάστασή της είτε με το πρόσχημα της διαφοράς ηλικίας και του κυριαρχικού ρόλου των μεγαλύτερων έναντι των μικρότερων.

{[Ο τέταρτος άνδρας(Γεώργιος Αθάνας) :<<Τα αδέρφια της έγιναν έξω φρενών .Ζήτησαν να τη σκοτώσουν αμέσως >>][Ανάπλους(Θανάσης Βαλτίνος) :<<Φυσικά και υπέφερα από την καταπίεση των δύο μεγαλύτερων αδερφών μου>>][Του νεκρού αδερφού :<< Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.>> Τέταρτος άνδρας(Γεώργιος Αθάνας)


:<< ήταν παιδί δέκα χρονών και κανείς δεν πρόσεχε σε δαύτο,ούτε περίμενε απ’ αυτό άλλη βοήθεια περισσότερο απ’ τα φοβητσιάρικα δάκρυα του>> ]}. Επίσης, τα μέλη της οικογένειας αλληλοστηρίζονταν οικονομικά και οι πλούσιοι συγγενείς μερικές φορές αναλάμβαναν την κηδεμονία των παιδιών[Το ξυλάδικο του Βόλου

(Δημήτρης Χατζής):<<Είχαμε κει μια θεία του πατέρα μας ,θρήσκα και πλούσια, πλούσια και θρήσκα –αυτή με είχε πάρει]. Σύμφωνα με την ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής, όλες οι αποφάσεις της οικογένειας σχετίζονταν με τις προτεραιότητες του πατέρα και όλα τα μέλη υπάκουαν στις θελήσεις του[Η παντρειά της Σταλαχτής (Κωνσταντίνος Θεοτόκης) : << - «Δεν μπορώ ν’

ανοίξω πόλεμο με τον πατέρα μου>>,<< «Tα προικιά τους δεν τα θέλω» είπε αψιωμένη «μόν’ το στεφάνι που μόταξε.» «Συφορά» έκραξε ο Aρτέμης· «το που θέλω δεν το μπορώ.»>>]. Τα παιδιά είχαν τυφλή υπακοή που έφτανε μέχρι την πλήρη υποταγή στον πατέρα-αρχηγό. Τις περισσότερες φορές, αυτός (ή ο μεγαλύτερος αδερφός, αν ο πατέρας απουσίαζε )καθόριζε και τη μελλοντική τύχη και τον γάμο των υπολοίπων μελών(απόλυτο πατριαρχικό στερεότυπο)[Του νεκρού αδερφού :<< «Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την

Αρετή… , εγώ να σου τη φέρω».].


Οι δεσμοί μεταξύ των μελών ήταν ισχυροί και οι θελήσεις των γονέων ενίοτε αποτελούσαν εμπόδιο για τις προσωπικές επιλογές των παιδιών:

[Ο τέταρτος άνδρας (Γεώργιος Αθάνας): << ― Η Φωτεινή του Κόντρα…― Σε καλό σου!... Πιο κάτω δεν κατέβαινες;… Δεν έχουμε αρχοντοπούλες στον τόπο μας όμορφες, πλούσιες και καλές;…― Αυτήν αγαπώ!― Μωρέ σόι κι άνθρωπο που διάλεξες!...[…]>>]. Σε περίπτωση ανυπακοής στα λόγια του πατέρα, τα παιδιά αποκληρώνονταν. Σε πλούσιες οικογένειες, οι σχέσεις πατέρα- γιου ήταν πολλές φορές σχέσεις συμφερόντων και πλήρους εξάρτησης (π.χ. Η παντρειά της Σταλαχτής

Σχέση Αρτέμη-Λάκουρα) .


Όταν, υπήρχε μόνο ένα παιδί και μάλιστα αγόρι και ο πατέρας απουσίαζε, τότε οι σχέσεις μάνας – γιού ήταν ισχυρότερες, αφού η μάνα ένιωθε για αυτόν έντονα τα συναισθήματα αγάπης, φροντίδας, προστασίας και εκδήλωνε έμπρακτα το μεγάλο ενδιαφέρον της [Ο μοναχογιός της γριά-Καλής (Δημήτριος Καμπουρόγλου) :<< η

γρια-Καλή έβγαινε στην πορτίτσα της μεσημέρι και απόβραδο, για ν' αγναντέψει τον μονάκριβο που θα πρόβαινε απ' την πέραν άκρη της γωνιάς του δρόμου.>>,<< Τι ναν τα κάμει τα χαρίσματα σαν έλειπε κείνος;>>] . Τα αισθήματα βέβαια ανάμεσα στη μάνα και στο γιό ήταν αμοιβαία, καθώς ο ένας δεν ήθελε να στεναχωρήσει τον άλλον για κανένα λόγο. Δεν στεκόταν εμπόδιο ο ένας στα σχέδια και στην εξέλιξη του άλλου. Πολλές φορές βέβαια, η μάνα έκρυβε τα αρνητικά συναισθήματα και την έντονη ανησυχία της, γιατί δεν ήθελε να στεναχωρήσει τον μοναχογιό της [Ο μοναχογιός της

γριά-Καλής (Δημήτριος Καμπουρόγλου): <<Μια μέρα ο γιος της τής είπε πως θα μπει στη δούλεψη ενός πλούσιου και σημαντικού Αγά. Η γριά ξεροκατάπιε και δε μίλησε>>]. Για την μάνα, ήταν σίγουρα μεγάλη ευτυχία, αν το παιδί αύξανε την πατρική περιουσία και μεγαλουργούσε στον τόπο του. Κάτι τέτοιο βέβαια θα έκανε περήφανους και τους δύο γονείς. Ο τόπος δε γέννησης είναι το σημείο αναφοράς του καθενός και η νοσταλγία γι’ αυτόν τον τόπο ήταν χαρακτηριστική [Ο μοναχογιός της

γριά-Καλής (Δημήτριος Καμπουρόγλου): <<Αν γυρίσει στον τόπο μας πλούσιος και τιμημένος, κι εγώ θα πεθάνω ευχαριστημένη κι αυτουνού θα βουίξει τ' όνομά του. ] Σε περίπτωση απουσίας του πατέρα, υπήρχαν επίσης και περιπτώσεις που η μητέρα ταυτιζόταν απόλυτα με το καταπιεστικό πατριαρχικό πρότυπο, επιβάλλοντας πλήρως


τη θέλησή της. [Ο τέταρτος άνδρας (Γεώργιος Αθάνας): <<Ο Κωστάκης, ορφανό

πλουσιόπαιδο, μονάκριβος γιος μιας διαβολεμένης χήρας, που κρατούσε την περιουσία του άνδρα της καλύτερα κι απ’ όταν ζούσε, δεν είχε δική του γνώμη και θέληση. Ζούσε τη ζωή που του είχε κανονίσει>>]


Από όλα αυτά, γίνεται αντιληπτό ότι τα μέλη των οικογενειών συνδέονταν μεταξύ τους με στενές σχέσεις αγάπης, τρυφερότητας, κατανόησης, αν και η ανδροκρατούμενη κοινωνία κάποτε τις μετέβαλε σε σχέσεις εξάρτησης .


O θεσμός της οικογένειας πέρασε από πάρα πολλά στάδια μέχρι να καταλήξει στη σημερινή του μορφή. Στην προϊστορική εποχή, στην οποία ήκμασε ο θεσμός της μητριαρχίας, κυρίαρχη θέση στην αγωγή και στην ανατροφή των παιδιών είχε η γυναίκα,

της οποίας έπαιρναν το όνομα ενώ η περιουσία περνούσε στις κόρες. Με την εμφάνιση, όμως, του αρότρου τα πάντα ανατρέπονται ,αφού η γυναίκα δεν έχει τη σωματική δύναμη να οργώνει και έτσι η εξουσία περνάει στον άνδρα (πατριαρχία).


Στην αρχαία Αθήνα, η θέση της γυναίκας ήταν γενικά υποβαθμισμένη. Ζούσε περιορισμένη στο σπίτι και ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για τις οικιακές εργασίες, σε αντίθεση με την αρχαία Σπάρτη όπου η μοίρα της ήταν καλύτερη.

Στην σκοτεινή περίοδο των Μεσαιωνικών χρόνων κυριαρχούσε απόλυτα η θρησκευτική αγωγή στα παιδιά, το χάσμα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, η ανεπαρκής διαπαιδαγώγηση και η δυσχερής επιβίωση εξαιτίας των κακών βιοτικών συνθηκών.


Στην εποχή της Αναγέννησης, βελτιώνονται οι οικονομικές και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και ανοίγονται μεγαλύτερες ευκαιρίες μόρφωσης για τα παιδιά. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ,εξαιτίας αρχικά της σκλαβιάς και αργότερα του απελευθερωτικού αγώνα, δεν υπήρχε η δυνατότητα αλλά και η διάθεση σωστής ανατροφής των παιδιών με τα αυτοσχέδια σχολεία φωτισμένων ιερέων να έχουν υποκαταστήσει κάπως την ανατροφή από τους γονείς.


Για όποια περίοδο και να μιλάμε όμως, είναι σίγουρο ότι η αξία της παλιάς οικογένειας είναι ανεκτίμητη. Κάλυπτε σε μεγάλο βαθμό τις υλικές ανάγκες των μελών της και συντελούσε στη συναισθηματική ωρίμανση και στην ομαλή κοινωνικοποίηση του παιδιού διαμορφώνοντας την προσωπικότητά του. Ήταν κύτταρο πνευματικής ζωής χώρος ανταλλαγής απόψεων ,αγωγής και διαπαιδαγώγησης .Στους κόλπους της οικογένειας καλλιεργούνταν ο σεβασμός στις οικογενειακές αξίες και στα ιδανικά, καθώς και σταθερά και αναλλοίωτα πρότυπα. Η παραδοσιακή οικογένεια σφυρηλατούσε τις αρετές του σεβασμού και της εντιμότητας, ενώ οι γονείς καλλιεργούσαν με τις συμβουλές τους την εγκράτεια και την αξιοπρέπεια στα παιδιά, τα οποία αφουγκράζονταν τις παραινέσεις των μεγαλυτέρων. Ήταν επίσης χώρος ασφάλειας, θαλπωρής ,αλλά και ψυχαγωγίας και λατρευτικών πράξεων , αφού γιορτές και πανηγύρια συντελούνταν στα πλαίσια της οικογένειας και το σπίτι γέμιζε με χαρές, γέλια, φωνές άλλοτε χαρούμενες και άλλοτε λυπημένες . Όλα αυτά φανέρωναν την εσωτερική γαλήνη και ήταν δείγματα οικογενειακής συνοχής . Το ΕΓΩ έσμιγε με το ΕΣΥ και ο διάλογος, η συνεργασία , η επικοινωνία και η συντροφικότητα ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της. Ήταν ιερός και απαραβίαστος χώρος


και κάθε αντικείμενο είχε την ξεχωριστή του ιστορία και διαδρομή . Υπήρχε η γειτονιά , τα άτομα αντάλλασσαν απόψεις, συζητούσαν μεταξύ τους , ενώ το παιχνίδι και τα παιδικά ξεφωνητά στις αυλές των σπιτιών έδιναν ζωντάνια στο χώρο και ήταν δείγματα ζωής.

Όμως, δεν πρέπει να αποσιωπήσουμε και τα μειονεκτήματα της. Επικρατούσε συχνά επιβαλλόμενος σεβασμός, όχι ενσυνείδητος, και οι μεγαλύτεροι επέβαλλαν τις απόψεις


τους με καταπιεστικό ενίοτε τρόπο. Η νοοτροπία ήταν πατριαρχική, ανδροκρατική. Ο άνδρας είχε τον πρώτο λόγο, ενώ η γυναίκα ήταν σε κατώτερη μοίρα, αφού περιοριζόταν στις εργασίες του σπιτιού και πολλές φορές η προσφώνησή της εμπεριείχε το όνομα του άνδρα της. Αντιμετωπιζόταν δε ρατσιστικά και υποτιμητικά. Παράλληλα, ο αναλφαβητισμός, το χαμηλό ,μορφωτικό επίπεδο ,η υποκριτική συμπεριφορά, οι κακές συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής , η ασφυκτική συγκατοίκηση , η αυξημένη θνησιμότητα, η έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ήταν μερικά από τα τρωτά της παλιάς οικογένειας. [Ανάπλους (Θανάσης Βαλτινός):

<<Παρατεταμένες κρίσεις σύμπνοιας- μια τρομερή αδυναμία να γεμίσουν τα πνευμόνια μου με αέρα. Με έστηναν καθιστό στο κρεβάτι, με κάμποσα μαξιλάρια να στηρίζουν την πλάτη μου. Οι γιατροί της επαρχίας με είχαν καταδικάσει>>]. Υπήρχαν αναχρονιστικοί θεσμοί, όπως η προί κα, οι μεγαλύτεροι καθόριζαν τις επιλογές των παιδιών, ενώ υπήρχε υπερβολική προσκόλληση στη κοινωνική κριτική. [Η παντρειά της

Σταλαχτής (Κωνσταντίνος Θεοτόκης):<<Kαι τώρα ν’ αθετήσω τον όρκο μου; Και τι θα πει αυτή η δυστυχισμένη; Και τι θα πει ο κόσμος για μένα;>>.


Στη σύγχρονη εποχή η ταχύτατη πρόοδος της τεχνολογίας και η δημοκρατική οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών ευνόησαν την αναμόρφωση και την ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού. Οι αλλαγές που προκλήθηκαν στη δομή και τη λειτουργία της οικογένειας είναι πολλές και σημαντικές. Η οικογένεια άλλαξε μορφή, αφού από πολυμελής και εκτεταμένη εξελίχθηκε σε πιο λειτουργικά και ευέλικτα σχήματα με κυρίαρχη δομή την πυρηνική οικογένεια που συγκροτείται από τους γονείς και τα παιδιά. Έτσι είναι πιο εύκολη και πιο αποτελεσματική η κάλυψη των αναγκών των μελών της. Οι συνθήκες διαβίωσης καλυτέρεψαν, τα οικονομικά δεδομένα βελτιώθηκαν ενώ η εκμηχάνιση στο νοικοκυριό με τις σύγχρονες οικιακές συσκευές και οι αλλαγές στην κατοικία (εξειδικευμένοι και μεγάλοι χώροι, παροχή ηλεκτρισμού, θέρμανσης, οικιακών συσκευών κ. ά) απελευθέρωσαν τη γυναίκα από επίπονες και χρονοβόρες εργασίες και βελτίωσαν την καθημερινότητα της οικογένειας. Η παιδεία είναι άμεση προτεραιότητα της σύγχρονης οικογένειας και πρώτιστος στόχος της είναι η αναβάθμιση του πνευματικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής των μελών της.


Ωστόσο, αυτό που άλλαξε ριζικά τη δομή της σύγχρονης οικογένειας είναι η χειραφέτηση της γυναίκας, αφού η έξοδός της από το σπίτι, η συμμετοχή της στην παραγωγική διαδικασία, η μόρφωσή της, και τα δικαιώματα που κατέκτησε άλλαξαν τους ρόλους που υπήρχαν μέχρι σήμερα στο σπίτι. Η εργαζόμενη γυναίκα συνεισφέρει στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου της οικογένειας, αποκτά οικονομική ανεξαρτησία, διασφαλίζει την αξιοπρέπεια της και ελαφρύνει τον άνδρα από την αποκλειστικότητα των οικονομικών ευθυνών. Πνεύμα δημοκρατίας υπάρχει πλέον στη σύγχρονη οικογένεια, αφού τις τελευταίες δεκαετίες σταδιακά προωθήθηκε η ισότητα, περιορίστηκαν οι πατριαρχικές αντιλήψεις και η ανδροκρατική οικογένεια παραχώρησε τη θέση της στη δημοκρατική οικογένεια, όπου δεσπόζει η ισοτιμία, ο διάλογος, η αλληλοκατανόηση. Επίσης η οικογένεια αποτελεί όλο και συχνότερα ελεύθερη επιλογή δύο ανθρώπων και περιορίζονται οι σκοπιμότητες που άλλοτε εξυπηρετούσε. Δεν πρέπει να παραλείψουμε και την θεαματική επίδραση της επιστημονικής προόδου και ειδικά της ιατρικής και της βιολογίας στον οικογενειακό θεσμό. Η αναπαραγωγική ηλικία επιμηκύνθηκε ,δίνονται λύσεις όπου υπάρχουν φυσικές αδυναμίες, ενώ η χρήση αντισύλληψης σε συνδυασμό με την ισχυροποίηση της θέσης της γυναίκας στην οικογένεια επέτρεψαν τον οικογενειακό προγραμματισμό από τους γονείς και μετέτρεψαν την τεκνοποίηση από καθήκον σε επιλογή και δικαίωμα.


Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επιστημών, καθώς και τα νέα δεδομένα στη διακίνηση των πληροφοριών και στον πλουραλισμό των γνώσεων , η ιδεολογική ρευστότητα και η ανεκτικότητα, όλες αυτές οι αλλαγές συνοδεύτηκαν από μια σειρά μεταβολών στην οικογένεια. Η κοινωνία έχει γίνει λιγότερο αυστηρή και περισσότερο δημοκρατική προς τα νεαρά της μέλη . Ο ρόλος των γυναικών έχει ενδυναμωθεί , διεκδικούν μεγαλύτερη νομική ισότητα , είναι οικονομικά ανεξάρτητες ,έχουν μεγαλύτερη ελευθερία στις σχέσεις τους και στις προσωπικές τους επιλογές . Οι σεξουαλικές τους εμπειρίες σε μικρότερες ηλικίες είναι περισσότερες , οι γάμοι λιγότεροι ,οι γεννήσεις εκτός γάμου περισσότερες όπως και τα διαζύγια . Χάθηκε, όμως σε πολλές περιπτώσεις, η πραγματική επικοινωνία μεταξύ των μελών ,ενώ ο εγωισμός και ο ατομικισμός συχνά δηλητηριάζουν τις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας.

Η τάση δε για υπέρμετρο υλισμό και καταναλωτισμό και η υπερεργασία αντικατέστησαν την διανθρώπινη επαφή και περιόρισαν τον ελεύθερο χρόνο μεταξύ των μελών , ενώ η αίσθηση της μονιμότητας και ουσιαστικής επαφής της παλιάς οικογένειας χάθηκε κυρίως μέσα στις απρόσωπες τσιμεντουπόλεις. Η σύγχρονη οικία δεν είναι πλέον οικεία ,το σπίτι είναι κέντρο διερχομένων με τα μέλη του αποξενωμένα μεταξύ τους . Μοιάζει με τόπο σιγής , με τόπο απλής συνεύρεσης .Τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας υποκατέστησαν τις


διανθρώπινες επαφές, θεοποίησαν τα ευτελή πρότυπα της επιφανειακής ζωής , της ματαιοδοξίας και του πρόσκαιρου κέρδους. Τέλος, αρκετές φορές παρατηρείται σύγχυση αρμοδιοτήτων ανάμεσα στους γονείς που οδηγεί σε σύγκρουση των μεταξύ τους ρόλων. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τον διαχρονικό και κομβικό ρόλο της οικογένειας . Αποτελεί τον θεσμό που γεννά με τα εντονότερα αισθήματα νοσταλγίας οποιονδήποτε άλλον .Σήμερα, ωστόσο, ακροβατεί πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί και αποτελεί ενίοτε πεδίο διαμάχης μεταξύ της παράδοσης και του εκσυγχρονισμού, δυσκολευόμενη να αποσαφηνίσει τον τελικό της ρόλο .Όμως, ένα είναι σίγουρο : Εφόσον η οικογένεια είναι ανθρώπινος σχηματισμός , το μέλλον της ,συνεπώς και του κόσμου ολόκληρου εξαρτάται από τους δικούς μας χειρισμούς, το ειλικρινές ενδιαφέρον και τους προσωπικούς μας αγώνες.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.