ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Πρωτ. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Τό πρόβλημα τῆς ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας δέν τέθηκε γιά πρώτη φορά κατά τούς νεώτερους χρόνους 1. Ἤδη ἀπό τό Εὐαγγέλιο εἶναι γνωστοί οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ πρός τούς γραμματεῖς καί φαρισαίους πού ἐπέμεναν στήν αὐστηρή τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου: «Τό σάββατον διά τόν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό σάββατον»2. Ἐξάλλου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐνῶ στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή καταφέρεται κατά τῆς δικαίωσης μέσῳ τῆς τήρησης τοῦ Νόμου3 καί κατά τῆς περιτομῆς 4, σέ ἄλλη περίπτωση περιτέμνει τόν Τιμόθεο, τέκνο Ἕλληνα καί πιστῆς Ἰουδαίας, «διά τούς Ἰουδαίους τούς ὄντας ἐν τοῖς τόποις ἐκείνοις»5. Ἀλλά καί κατά τήν ἐποχή τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας συζητήθηκε τό θέμα τῆς ἀκρίβειας, δηλαδή τῆς ἀπαρέγκλητης τήρησης τῶν ἐντολῶν καί τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς πρόσκαιρης παρέκκλισης ἀπό τήν κανονική ἀκρίβεια γιά λόγους οἰκονομίας. Ὁ Γρηγόριος Θεολόγος σέ ἐπιστολή του πρός τόν Μ. Βασίλειο παρατηρεῖ: «Βέλτιον οὖν οἰκονομηθῆναι τήν ἀλήθειαν, μικρόν εἰξάντων ἡμῶν, ὥσπερ νέφει τινί, τῷ καιρῷ, ἤ καταλυθῆναι τῷ φανερῷ τοῦ κηρύγματος»6. Στή συνέχεια ὁ Γρηγόριος ζητάει νά πληροφορηθεῖ
ἀπό τόν Μ. Βασίλειο ὥς ποιό σημεῖο μπορεῖ νά
ἐφαρμόζει τήν οἰκονομία, γιά νά διασφαλίζει τήν ἀλήθεια, ἀλλά καί Βλ. σχετικά π. Β. Ἰ. Καλλιακμάνη, Μεθοδολογικά πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ Ζωννύμενοι, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 22005, σ. 75 κ.ἑ. 2 Μάρκ. 2,27. 3 Γαλ. 2,16 κ.ἑξ. 4 Γαλ. 6,12. 5 Πράξ. 16,1-3. 6 Ἐπιστολή 58, Βασιλείῳ, PG 37,116C. 1
-1-
νά μήν κατηγορεῖται ἀπό τούς ἀντιπάλους του.7 Φαίνεται ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί ἐκείνη τήν ἐποχή πού μέμφονταν τόν Γρηγόριο καί τόν Βασίλειο ὅτι πρόδιδαν τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἐπειδή ἁπλῶς συζητοῦσαν μέ τούς αἱρετικούς, ἤ διότι εἶχαν ἀνεκτική στάση ἀπέναντί τους. Παρά τίς συζητήσεις ὅμως τῶν Πατέρων καί τήν εὐρεία ἐφαρμογή τῆς οἰκονομίας στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέν διατυπώθηκε κάποιος κανόνας, πού νά καθορίζει ἀκριβῶς τόν τρόπο ἐφαρμογῆς της. Ἡ οἰκονομία κυρίως βιώνεται καί ἐφαρμόζεται κατά περίπτωση. Καί ἐκφράζει τήν φιλανθρωπία, τή συγκατάβαση καί τή ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος πού ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό προφανῶς καί δέν καθορίστηκε ἐπακριβῶς καί μέ λεπτομέρειες κάποιος συνοδικός ὅρος γιά τήν ἐφαρμογή της. Εἶναι γενικότερα ἀποδεκτή ἡ θέση ὅτι, ἡ οἰκονομία ἀφορᾶ πρακτικοηθικά θέματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἔχει ὅμως ὑποστηριχθεῖ καί ἡ ἄποψη ὅτι, ἡ «Ἐκκλησία δέν ἠμποδίσθη εἰς τήν ἐφαρμογήν τῆς οἰκονομίας προκειμένου ἀκόμη καί περί τῆς δογματικῆς διδασκαλίας, ἴσως μάλιστα καί αὐτοῦ τοῦ δόγματος»8. Πρέπει ὅμως ἐδῶ νά σημειωθεῖ ὅτι δέν πρόκειται γιά δόγματα πού θέσπισαν καί ἐπικύρωσαν Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἀλλά γιά τίς δογματικές συζητήσεις πού γίνονταν πρίν τή ὁριστική διατύπωσή τους ὡς δογμάτων καί τήν κατ᾿ ἀρχήν ἀνοχή τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στούς ἀντιφρονοῦντες. Ἀκόμη ἐκφράζεται ἡ συμπληρωματική θέση, μολονότι δέν ὑπάρχει ὅρος ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας, ὅμως αὐτή δέν μπορεῖ νά ἐφαρμόζεται σέ βάρος τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως. Δέν μπορεῖ ἡ ἐκκλησιαστική οἰκονομία νά ἀλλοιώνει ἤ νά παραμορφώνει τό νόημά
«Σύ δέ δίδαξον ἡμᾶς, ὦ θεία καί ἱερά κεφαλή, μέχρι τίνος προϊτέον ἡμῖν τῆς τοῦ Πνεύματος θεολογίας, καί τίσι χρηστέον φωναῖς, καί μέχρι τίνος οἰκονομητέον, ἵν’ ἔχωμεν ταῦτα πρός τούς ἀντιλέγοντας». PG 37, 117A. 8 Ἀμίλκα Ἀλιβιζάτου, Ἡ οἰκονομία κατά τό κανονικόν δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1949, σ. 94. 7
-2-
της.9 Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι, «ἡ οἰκονομία ἔχει μέτρα καί ὅρια, καί δέν εἶναι παντοτινή, καί ἀόριστος»10. Διευκρινίζει ἀκόμη ὅτι τά ἐπιτίμια πού προβλέπουν οἱ κανόνες δέν ἰσχύουν ἀορίστως, ἀλλά ἔχουν προσωπικό χαρακτήρα. «Οἱ κανόνες προστάζουσι τήν σύνοδον τῶν ζώντων Ἐπισκόπων, νά καθαίρουν τούς ἱερεῖς, ἤ νά ἀφορίζουν, ἤ νά ἀναθεματίζουν τούς λαϊκούς, ὅπου παραβαίνουν τούς κανόνας». Ἄν δέ συμβεῖ αὐτό, «οἱ ἱερεῖς αὐτοί, καί οἱ λαϊκοί, οὔτε καθηρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ, οὔτε ἀφωρισμένοι ἤ ἀναθεματισμένοι»,11 ἔστω κι ἄν παρέβησαν τούς κανόνες. Γι᾿ αὐτό καί δέν θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἁρμόδιο νά ἐπιτιμήσει, ἤ νά ἐλέγξει πρόσωπα μέ βάση τούς κανόνες. Ἡ διδαχή του ἀποσκοπεῖ νά πληροφορήσει τόν κλῆρο καί τό λαό γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δέν ἔρχεται σέ ἀντίθεση τόσο μέ πρόσωπα, ὅσο μέ ἁμαρτωλές καί ἀντικανονικές καταστάσεις καί συνήθειες. Ἡ οἰκονομία, ὡς πρόσκαιρη παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια τῶν κανόνων δέν πρέπει νά θεωρεῖται μόνο ὡς ἐπιεικέστερη, ἀλλά καί ὡς αὐστηρότερη ἐφαρμογή τους. Κάθε οἰκονόμος ψυχῶν ἔχει ἄδεια νά αὐξάνει καί νά ὀλιγοστεύει τά ἐπιτίμια σύμφωνα μέ τίς διαθέσεις, τά πρόσωπα καί τήν κατάσταση τῶν ἐξομολογουμένων. Νά οἰκονομεῖ μέ διάκριση τήν πνευματική ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν.12 Ἡ Ἐκκλησία καί οἱ πνευματικοί πατέρες οἰκονομοῦν τά πράγματα μέ γνώμονα τό σεβασμό τοῦ αὐτεξουσίου, τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ἀλλά καί τό εὐαγγελικό πνεῦμα. Ἡ ἀλήθεια στηρίζεται ὄχι σέ ὁρισμένες γνῶμες Πατέρων, ἀλλά στήν Ἁγία Γραφή, στίς Οἰκουμενικές συνόδους καί στήν κοινή θέση τῶν ΠατέΓεωργίου Ἰ, Μαντζαρίδη, Εἰσαγωγή στήν ἠθική. Ἡ ἠθική στή κρίση τοῦ παρόντος καί τήν πρόκληση τοῦ μέλλοντος, Θεσσαλονίκη 31995, σ. 154. 10 Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδ. «ΑΣΤΗΡ», Ἀθῆναι 1970, σ. 56. 11 Πηδάλιον, σ. 4-5. 12 Ἁγ. Νικοδήμου, Ἐξομολογητάριον, σ. 115-116. 9
-3-
ρων γιά διάφορα θέματα. «Ἡμῖν οὐ μέλει τί εἶπον, ἤ τί ἐφρόνησαν μερικοί Πατέρες», γράφει ὁ ὅσιος Νικόδημος, «ἀλλά τί λέγει ἡ Γραφή, καί αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι, καί ἡ κοινή τῶν Πατέρων δόξα». Καί καταλήγει: «Οὐ γάρ δόγμα συνιστᾷ ἡ γνώμη τινῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ».13 Στό σημεῖο αὐτό γίνεται εὐδιάκριτη ἡ ἐκκλησιολογική συνείδηση τοῦ Νικοδήμου. Ὑπάρχουν πολλά πρακτικοηθικά θέματα, τά ὁποῖα οἱ Πατέρες ἀντιμετώπισαν μέ διαφορετικό τρόπο γιά ἱστορικούς ἤ ἄλλους λόγους. Οἱ θέσεις τους αὐτές δέν ἔχουν δογματικό χαρακτήρα. Θά ἀναφερθεῖ ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα διαφορετικῆς ἀντιμετώπισης ἑνός ποιμαντικοῦ προβλήματος στήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση. Πρόκειται γιά τόν τρόπο ἐπιστροφῆς καί ἐπανένταξης τῶν ἀρνησιχρίστων στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί γινόταν ἀποδεκτοί σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τρία χρόνια ἀποχῆς ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία ἀπό τούς Πατέρες τῆς τοπικῆς Σύνοδου τῆς Ἀγκύρας καί τόν Πέτρο Ἀλεξανδρείας. Ὁ Μ. Βασίλειος
ὅμως εἶναι πιό αὐστηρός.
Ἐπιτιμᾶ ὅσους ἀρνήθηκαν τήν χριστιανική πίστη μέ ἀκοινωνησία μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τους. Ὁ 73ος κανόνας του ὁρίζει: «Ὁ τόν Χριστόν ἀρνησάμενος καί παραβάς τό τῆς σωτηρίας Μυστήριον, ἐν παντί τῷ χρόνῳ τῆς ζωῆς αὐτοῦ προσκλαίειν ὀφείλει καί ἐξομολογεῖσθαι χρεωστεῖ ἐν τῷ καιρῷ, ᾧ ἐκβαίνει τοῦ βιοῦν, τῶν Ἁγιασμάτων ἀξιούμενος, πίστει τῆς παρά Θεοῦ φιλανθρωπίας».14 Στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει ἀντίφαση; Πῶς ἐξηγεῖται ἡ διαφορετική αὐτή στάση τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ ὅσιος Νικόδημος ἐπικαλούμενος παλαιοτέρους κανονολόγους υἱοθετεῖ τίς ἀπόψεις τους καί αἰτιολογεῖ τήν διαφορετική ἀντιμετώπιση ὡς ἑξῆς: Καθένας ἀπό τούς Πατέρες λαμβάνοντας ὑπόψη τήν ἐποχή καί τά προβλήματά της, ἀνάλογα ὅριζε καί τά ἐπιτίμια. 13 14
Πηδάλιον, σ. 7. Πηδάλιον. σ. 626. -4-
Οἱ Πατέρες τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Συνόδου καί ὁ Πέτρος Ἀλεξανδρείας, λόγῳ τῶν διωγμῶν ἀλλά καί διότι ἡ χριστιανική πίστη δέν εἶχε κανένα στήριγμα, ὅρισαν μέ μεγαλύτερη συγκατάβαση τά ἐπιτίμια τῶν ἀρνησιχρίστων. Καί συνεχίζει: «Ὁ δέ Βασίλειος, ἐν καιρῷ τοῦ πλατυσμοῦ τῆς πίστεως ὤν, ὅτε ὁ ἑλληνισμός ἔπνεε τά λοίσθια, καί ἡ πίστις σφοδροτέρα, καί ἡ Ἐκκλησία κραταιοτέρα ἦτο, καί οἱ ἀρνούμενοι τόν Χριστόν χωρίς βίας καί ἑκουσίως τόν ἠρνοῦντο, διά τοῦτο καί αὐστηρότερον τόν Κανόνα τοῦτον ἐξέθετο».15 Ἄς σημειωθεῖ, ὅτι τήν ἐποχή τοῦ Μ. Βασιλείου ἐπικρατεῖ κυρίως τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων. Γιά τήν ἐπιβολή τῶν ἐπιτιμίων λαμβάνονται ὑπόψη οἱ περιστάσεις κάτω ἀπό τίς ὁποῖες βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία. Γιά τόν ἴδιο προφανῶς λόγο καί ὁ ὅσιος Νικόδημος προτρέπει τούς ἀρνησιχρίστους τῆς τουρκοκρατίας νά ὁμολογήσουν καί νά μαρτυρήσουν ἑκουσίως γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, μολονότι ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτό «εἶναι κινδυνῶδες, καί ὄχι τόσον νόμιμον».16 Οἱ ἀρνησίχριστοι μποροῦν νά ἐπιστρέψουν μέ τήν μετάνοια καί τήν τήρηση τοῦ ἐπιτιμίου, ὅπως ὁρίζουν οἱ κανόνες. Ἡ μετάνοια ὅμως αὐτή θεωρεῖται ἀπό τόν ὅσιο Νικόδημο ὄχι ὁλοκάρδιος καί τελεία, ἀλλά ἀτελής, μερική καί κολοβή. Πάντοτε χρειάζεται κάποια ἀναλογία ἀνάμεσα στό σφάλμα καί τόν ἐπιβαλόμενο κανόνα.17 Ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογίας, πού εἰσάγει ὁ Νικόδημος, γίνεται εὐδιάκριτη καί σέ ἄλλα σημεῖα τῶν ἔργων του. Ὁ σκανδαλισμός ἀπό τούς ἑκούσιους ἐξισλαμισμούς ἦταν μεγάλος καί εἶχε ἀρνητικές ἐπιπτώσεις στήν πίστη τῶν Χριστιανῶν. Γι᾿ αὐτό καί προτρέπει τούς ἐξωμότες νά προετοιμάζονται κατάλληλα καί νά προσέρχονται ἑκουσίως στό μαρτύριο. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι προσῆλθαν ὅλοι οἱ ἐξωμότες στό μαρτύριο. Πηδάλιον, σελ. 626-627. Νέον Μαρτυρολόγιον, ἐκδ. Π. Β. Πάσχου, Ἀθῆναι 1961, σελ. 18. « … πάντοτε δέ πρέπει νά εἶναι κάποια ἀναλογία, καί ὁμοιότης ἀναμεταξύ εἰς τό σφάλμα, καί εἰς τόν κανόνα τοῦ σφάλματος, καθώς οἱ θεολόγοι διδάσκουσι». 17 Νέον Μαρτυρολόγιον, σ. 19 15 16
-5-
Προσῆλθαν ἀρκετοί καί συνέβαλαν σημαντικά στή στερέωση τῆς πίστεως. Στά συγγράμματα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου βλέπουμε νά γίνεται λόγος γιά οἰκονομία σέ πρακτικοηθικά καί δογματικά θέματα καί σέ θέματα λατρείας. Ἀναφέρεται διεξοδικά στό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρός καί στήν ἐφαρμογή καί συμφωνία τῶν ἱερῶν κανόνων. Τήν πνευματική πατρότητα πρέπει νά ἀναλαμβάνουν καί νά ἀσκοῦν, μόνον ἐκεῖνοι πού ἔφθασαν μέ τήν ἄσκηση στήν ἀπάθεια. Αὐτή εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδή γνωρίζει τίς ἀνάγκες καί τίς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στούς ἀρχιερεῖς νά ἐπιλέγουν τουλάχιστον τούς ἐμπειροτέρους καί γεροντοτέρους «καί τούτους νά καθιστῶσι Πνευματικούς· ἐπειδή αὐτοί διά τήν ἡλικίαν, εἶναι καί ἐμπειρότεροι εἰς τήν γνῶσιν, καί τά πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα».18 Δέν ἀποκλείει καί τούς νεωτέρους, ἄν αὐτοί διαθέτουν ἀρετή καί φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τήν ἄποψη νά γίνονται πνευματικοί «οἱ ἐν γάμῳ Ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καί κατά τά ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καί ἄγαμοι Ἱερομόναχοι».19 Ἀποδέχεται ὁ ὅσιος Νικόδημος ἐπίσης καί αἰτιολογεῖ τή σύντμηση τοῦ χρόνου τοῦ ἐπιτιμίων, πού εἶχε εἰσηγηθεῖ ὁ Ἰωάννης Νηστευτής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (6ος αἰών). Εἶναι χαρακτηριστική ἡ αἰτιολόγηση τοῦ Ἰωάννη Νηστευτῆ γιά τή σύντμηση τῶν ἐπιτιμίων πού προβλέπουν οἱ κανόνες: «Ταύταις δέ ταῖς λίαν συμπαθητικαῖς οἰκονομίαις οἶδα ὅτι μέλλω κατακρίνεσθαι ἐπί τοῦ κοινοῦ πάντων κριτοῦ καί Θεοῦ, ἀλλ᾿ ὅμως κρεῖττον οὕτως ἐν τοιούτοις κριθῆναι ἤ ὡς ἀσυμπαθῶς ἐπαινεθῆναι»20 .
Ἐξομολογητάριον, σ.12. Ἐξομολογητάριον, σ.13. 20 Βλ. Θ. Γιάγκου, «Ὁ πλουραλισμός τῆς κανονικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας», Σύναξη, τεῦχ. 119, Ἀθήνα 2011, σ. 8. 18 19
-6-
Στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχει μία ἀξιόλογη ποιμαντική ἀρχή, πού συνδέεται μέ τήν προσωπική θυσιαστική διάθεση τοῦ πνευματικοῦ, προκειμένου νά σώσει τά πνευματικά του τέκνα, πού ἀπαντᾶ συχνά στήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Θυμίζω τήν περίπτωση τοῦ Ἀπ. Παύλου: "Ηὐχόμην... αὐτός ἐγώ ἀνάθεμα εἶναι ἀπό τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατά σάρκα..."21. Δηλαδή, φθάνω στό σημεῖο νά εὔχομαι νά χωριζόμουν ἐγώ ἀπό τό Χριστό, ἀρκεῖ νά πήγαιναν κοντά του οἱ ἀδελφοί μου! Ἀνάλογη ἦταν ἡ περίπτωση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πού ἄφησε τό δικό του καλό καί θυσιάσθηκε γιά τό καλό τοῦ γένους. «Μάλιστα παρακινούμενος περισσότερον ἀπό τόν Παναγιώτατον κυρ-Σωφρόνιον τόν Πατριάρχην νά ἔχωμεν τήν εὐχήν του- λαμβάνοντας καί τάς ἁγίας του εὐχάς ἄφησα τήν ἐδικήν μου προκοπήν, τό ἐδικόν μου καλόν καί ἐβγῆκα νά περιπατῶ ἀπό τόπον εἰς τόπον καί διδάσκω τούς αδελφούς»22, λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιός μας. Ἐδῶ φαίνεται ἡ ἐκκλησιολογική ἀλλά καί ἡ θυσιαστική διάσταση τοῦ ἐγχειρήματος τοῦ Αἰτωλοῦ. Ὁ δέ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔλεγε: «Ἐγώ γιά τήν διαφύλαξη τῶν ἱερῶν κανόνων εἶμαι πρόθυμος νά θυσιάσω τή ζωή μου, ἀλλά παράλληλα γιά τή σωτηρία ἑνός ἀνθρώπου θυσιάζω ὅλους τούς κανόνες». Ἄς ἐπανέλθουμε ὅμως στήν περίπτωση τοῦ Ἰωάννη Νηστευτῆ πού συνέβαλε ἀποφασιστικά στή σύντμηση τῶν ἐπιτιμίων πού προβλέπουν οἱ ἱεροί κανόνες. Στό δεύτερο μέρος τοῦ Ἐξομολογηταρίου του ὁ ὅσιος Νικόδημος περιλαμβάνει, ἑρμηνεύει καί ὑπομνηματίζει τούς κανόνες τοῦ Ἰωάννη Νηστευτῆ, γιά νά διευκολύνει τούς πνευματικούς. Στά ἐπιτίμια καί τούς κανόνες τοῦ Ἰωάννη τοῦ Νηστευτῆ διαφυλάσσονται δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ πνευματικοῦ οἰκονόμου, γράφει ὁ ὅσιος Νικόδημος. Διαφυλάσσεται ἡ ἀκρίβεια Ρωμ. 9,3. Διδαχή Α1, Ι. Μενούνου, Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ Διδαχές καί Βιογραφία, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα, σ. 117. 21 22
-7-
καί ἀκρότητα ἀπό τό ἕνα μέρος, καί ὁ τύπος καί ἡ συνήθεια ἀπό τό ἄλλο. «Καί ἀκρίβεια μέν εἶναι, αἱ νηστεῖαι καί γονυκλισίαι ... διά τῶν ὁποίων γίνεται ὁ συντριμμός τῆς σαρκός, καί ἡ δουλαγωγία, καί ἀποχή τῶν ἡδονῶν... Συνήθεια δέ καί τύπος εἶναι, α’. ὁ χωρισμός ἀπό τά Μυστήρια... καί β) ὁ χωρισμός καί ἀπό τήν Ἐκκλησίαν αὐτήν».23 Προκρίνεται ἡ ἀσκητική ὁδός καί ἡ διάθεση μετανοίας, παρά ἡ τυπική τήρηση τῶν κανόνων. Φαίνεται ἐπίσης νά μή συμφωνεῖ ὁ Νικόδημος μέ τό ἐπιτίμιο τῆς μακροχρόνιας στέρησης τῆς θείας κοινωνίας.24 Ἀρκεῖ νά ὑπάρχει γνήσια μετάνοια, ἐνάρετη ζωή, νηστεία, ἐγκράτεια καί ἐλεημοσύνη. Μέ ὅλα αὐτά θά μποροῦσε νά ἐλαττωθεῖ τό ἐπιτίμιο τῆς μακροχρόνιας ἀποχῆς ἀπό τήν Θεία Εὐχαριστία.25 Στή συνάφεια αὐτή εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τά ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Γερόντων: «Ἀδελφός ἠρώτησε τόν Ἀββᾶ Ποιμένα λέγων. Ἐποίησα ἁμαρτίαν μεγάλην καί θέλω μετανοεῖσαι τρία ἔτη. Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· Πολύ ἐστι. Καί εἶπεν αὐτῷ ὁ ἀδελφός· Ἐξολογητάριον, σ. 116. «Ἡ αἰτία, ὁποῦ ἐδιόρισαν οἱ Πατέρες εἰς τούς ἁμαρτήσαντας διά ἐπιτίμιον τήν ἀποχήν τῆς Κοινωνίας μόνην εἶναι, ὡς νομίζω, διατί οἱ τότε Χριστιανοί εἶχαν τόσην ἀγάπην νά μεταλαμβάνουν, ὥστε ὁποῦ ἐλόγιαζαν μεγαλωτάτην ζημίαν, τό νά ὑστερηθοῦν τῆς Κοινωνίας. Διά τοῦτο καί οἱ τότε Πατέρες δέν εὑρῆκαν ἄλλο τί, διά νά τούς ἐμποδίσουν ἀπό τήν ἁμαρτίαν, παρά τήν ἀποχήν τῆς Κοινωνίας». Ἐξομολογητάριον, σ. 116. 25 Ὁ Νικόδημος ἀκολουθεῖ τόν Ἰωάννη τό Νηστευτή καί γράφει: «Ὅμως νά ὀλιγοστεύσωμεν τούς χρόνους αὐτούς κατά τό μέτρον τῆς ἐγκρατείας, ὁποῦ ἤθελαν δείξουν· λόγου χάριν, ἀνίσως ὁ μετανοῶν δεχθῇ ὡς κανόνα, τό νά μήν πίνῃ κρασί εἰς τόσας διορισμένας ἡμέρας, ἐκρίναμεν εὔλογον νά ὀλιγοστεύσωμεν εἰς αὐτόν ἕνα χρόνον παρακάτω ἀπό τούς χρόνους τοῦ ἐπιτιμίου, ὁποῦ διορίζουν οἱ Κανόνες τῶν Πατέρων. Ὁμοίως ἄν ὑπόσχεται νά μή φάγῃ κρέας, νά τοῦ ὀλιγοστεύσωμεν ἄλλον ἕναν χρόνον. Ὁμοίως ἄν δέν φάγῃ τυρί καί αὐγά, ἤ ψάρι, ἤ λάδι, εἰς κάθε ἕνα ἀπό αὐτά, ἐκρίναμεν νά τοῦ ὀλιγο στεύσωμεν ἕνα χρόνον. Ἄν θέλῃ δέ νά ἐξιλεώσῃ τόν Θεόν καί μέ συχνάς γονυκλισίας καί μετανοίας, ὁμοίως καί δι᾿ αὐτάς νά τοῦ ὀλιγοστεύσωμεν ἕνα χρόνον· καί μάλιστα ἄν θέλῃ νά δείχνῃ καί τό χέρι του πλουσιοπάροχον εἰς ἐλεημοσύνην, καί κατά τήν δύναμιν τοῦ πλούτου ὁποῦ ἔχει, νά δείχνῃ καί τήν προαίρεσίν του ἰσόμετρον εἰς τό νά μεταδίδῃ. Εἰ δέ καί ὁ μετανοῶν, μετά τό οἱονδήποτε ἁμάρτημα ὁποῦ ἔπραξε ἔγινε καί Μοναχός, ἐκρίναμεν εὔλογον, νά τοῦ δίδωμεν τήν συγχώρησιν πλέον ὀλιγοχρόνιον, ἐπειδή διά τῆς μοναχικῆς πολιτείας ἔχει νά ἀπερνᾷ σκληραγωγίαν εἰς ὅλην του τήν ζωήν». Ἐξομολογητάριον, σ. 117. 23 24
-8-
Ἀλλ᾿ ἕως ἐνιαυτοῦ; Καί εἶπε πάλιν ὁ γέρων· Πολύ ἐστι. Οἱ δέ παρόντες ἔλεγον· Ἕως τεσσαράκοντα ἡμερῶν; Καί πάλιν εἶπε· Πολύ ἐστιν· εἶπε δέ· Ἐγώ λέγω ὅτι, ἐάν ἐξ ὅλης καρδίας μετανοήσῃ ἄνθρωπος, καί μή προσθῇ ἔτι ποιεῖν τήν ἁμαρτίαν, καί εἰς τρεῖς ἡμέρας δέχεται αὐτόν ὁ Θεός»26. Γιά τήν ἐφαρμογή τῆς οἰκονομίας ἀπαιτοῦνται καί εἰδικότερες ποιμαντικές ἀρχές πού εἶναι: ἡ ἀναλογία (μέ διπλή ἔννοια), ἡ ἱστορικότητα καί ἡ προσαρμογή στίς κοινωνικές συνθῆκες καθώς καί ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου. Γιά τήν ἐφαρμογή τῆς οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικός ἀνάλογα μέ τή βαρύτητα τοῦ θέματος λαμβάνουν ὑπόψη τίς παραπάνω ἀρχές. Θεμέλιο ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ εὐαγγελική ἀλήθεια, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων, τό consensus patrum. Ἄν ἀγνοοῦμε τή θεολογία καί τήν πράξη τῆς ἐκκλησίας, ἡ ποιμαντική κινδυνεύει νά μείνει μετέωρη, ἤ νά προσλάβει κανονιστικό καί ἀφιλάνθρωπο χαρακτήρα. Χρειάζεται ὅμως οἱ πνευματικοί πατέρες ὡς ὑπεύθυνοι ποιμένες νά γνωρίζουν τήν ἐκκλησιαστική ἀκρίβεια, γιά νά μποροῦν νά ἐφαρμόζουν τήν οἰκονομία, διότι δέν εἶναι σπάνιο τό φαινόμενο περιπτωτικές καί γιά λόγους οἰκονομίας ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας νά ἐκλαμβάνονται ὡς ἀκρίβεια. Καί τά ἐπιτίμια ἔχουν θεραπευτικό, ἐκκλησιολογικό, παιδαγωγικό καί φιλάνθρωπο χαρακτήρα. Δέν εἶναι ποινές ἐξιλέωσης, ὅπως στή δυτική θεολογία. Ἡ πνευματική ἀνακαίνιση, πού εἶναι καρπός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ποιμαντικῆς φροντίδας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καί τῆς ἐλεύθερης βούλησης τῶν ἀνθρώπων, προϋποθέτει ὠδίνες καί κόπους. Οἱ δυσκολίες καί οἱ πνευματικοί πόνοι ἀπορρέουν ἀπό τίς ἀδυναμίες, τίς πτώσεις, τήν ἀμετανοησία, τή σκληροκαρδία, τούς Παλλαδίου ἐπισκόπου Ἑλενουπόλεως, Ἀποφθέγματα Πατέρων, Περί τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένος 12, PG 65, 325AB. 26
-9-
πειρασμούς καί τίς ἐγκαταλείψεις τῆς πατρικῆς ἑστίας ἐκ μέρους τῶν πνευματικῶν τέκνων. Κοπιώδης ὅμως προσπάθεια καί ἄσκηση χρειάζεται προκειμένου νά ἀνακαλύπτει καί ὁ ποιμένας σέ κάθε περίπτωση «τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν, τό εὐάρεστον καί τέλειον».27 Διότι, ἄν ἀκολουθεῖ τή δική του γνώμη, ἑπόμενο εἶναι νά γίνονται λάθη καί σφάλματα. «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δέν ἐρωτῶμεν τούς πνευματικούς πατέρας οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς˙ οἱ δέ ἱεράρχαι καί πνευματικοί, διότι δέν ἐρωτοῦν τόν Κύριον πῶς πρέπει νά ἐνεργήσουν», διδάσκει ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης28. Ἡ ὀρθή ποιμαντική χειραγώγηση διασφαλίζεται, ὅταν ὁ πνευματικός πατέρας ἔχει τήν ἱκανότητα νά διακρίνει τίς θεῖες ἀπό τίς δαιμονικές ἐνέργειες. Ἡ διάκριση θεωρεῖται στή νηπτική παράδοση ἀπό τίς σπουδαιότερες ἀρετές. Ὁ ἅγιος Κασσιανός ὁ Ρωμαῖος διηγεῖται ὅτι, στή σκήτη τῆς Θηβαΐδας εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοί γέροντες καί συζητοῦσαν γιά τήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς καί πῶς μπορεῖ νά φυλαχθεῖ ὁ μοναχός ἀπό τίς παγίδες τοῦ πονηροῦ, γιά νά προσεγγίσει τόν Θεό. Ὁ καθένας κατέθετε τή δική του γνώμη δίδοντας τήν πρώτη θέση σέ κάποια ἀρετή. Ἄλλοι πρόβαλαν τή νηστεία καί τήν ἀγρυπνία, ἄλλοι τήν ἁγνότητα, τήν ἀκτημοσύνη καί τήν καταφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἐνῶ ἄλλοι τήν ἐλεημοσύνη καί διάφορες ἄλλες ἀρετές. Ὅταν πέρασε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μέ τή συζήτηση, τελευταῖος μίλησε ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος. Ὅλες οἱ ἀρετές εἶναι ἀπαραίτητες εἶπε, ἀλλά δέν ἐπιτρέπεται νά δώσουμε σέ αὐτές τά πρωτεῖα, διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης, εἴτε ἀπό τήν ὑπερβολή εἴτε ἀπό τήν ἔλλειψη. Ἡ διάκριση ὡς «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς καί λύχνος», «πάσας τάς ἐνθυμήσεις καί τάς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου διερευνῶσα, διαστέλλει καί διαχωρίΡωμ. 12,2. Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1995, σ.505. 27 28
-10-
ζει πᾶν φαῦλον καί ἀπαρέσκον Θεῷ πρᾶγμα καί μακράν αὐτοῦ ποιεῖ τήν πλάνην».29 Χωρίς τό χάρισμα τῆς διακρίσεως καμιά ἀρετή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀσφαλής μέχρι τέλους. Ἔτσι ἡ διάκριση «πασῶν τῶν ἀρετῶν γεννήτρια καί φύλαξ ὑπάρχει». Μέ τή γνώμη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου συμφώνησαν καί οἱ ὑπόλοιποι πατέρες.30 Ἡ ἀρετή τῆς διάκρισης πρέπει νά κοσμεῖ ἰδιαίτερα τόν πνευματικό πατέρα. Ὁ πνευματικός μέ βάση τή διάκριση πρέπει νά κάνει σωστή διάγνωση τῆς πνευματικῆς κατάστασης τοῦ μετανοοῦντος, νά βοηθεῖ μέ κάθε τρόπο στήν πνευματική καρποφορία του καί νά ἀξιοποιεῖ τό χάρισμα τοῦ καθενός. Σκοπός τῆς ποιμαντικῆς χειραγώγησης δέν εἶναι ὁ πειθαναγκασμός τοῦ πιστοῦ σέ ὁποιοδήποτε σκοπιμότητα, ἀλλά ἡ καθοδήγησή του στήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Γιά νά γίνει αὐτό, πρέπει ἡ πνευματική πατρότητα καί ἡ πνευματική υἱότητα νά καλλιεργοῦνται μέσα στό πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί τῆς κοινῆς ἀναφορᾶς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὅταν διασφαλίζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων γεννιοῦνται ὑγιή πνευματικά τέκνα, ὁλοκληρωμένα πρόσωπα. Ὀ Θεός ἔπλασε ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο καί δέν παραβιάζει τό αὐτεξούσιό του. Ἔτσι καί ὁ πνευματικός πατέρας δέν μπορεῖ νά τό παραβιάσει. Ὠφείλει ὄχι μόνο νά σεβαστεῖ τήν ἐλευθερία του, ἀλλά καί νά τόν βοηθήσει νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τά πάθη του, καί νά τελειωθεῖ στήν ἐλευθερία. Μολονότι ἡ ἀναμαρτησία καί ἡ ἁγιότητα Ἁγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, Πρός Λεόντιον Ἡγούμενον, Φιλοκαλία τόμ. Α΄, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1982, σ.86. 30 Ἁγίου Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, ὅ.π., σ. 86-87. Στή συνέχεια ὁ ὅσιος Κασσιανός διηγεῖται διάφορα παραδείγματα μοναχῶν πού πλανήθηκαν, διότι δέν εἶχαν τήν ἀρετή τῆς διάκρισης. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ περίπτωση τοῦ ἀσκητῆ Ἥρωνα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ νήστευε καί ἐγκρατευόταν μέ αὐστηρότητα, ἐφθασε στό σημεῖο ἀκολουθώντας τό λογισμό του νά μή συνεορτάζει τό Πάσχα μέ τούς ἄλλους ἀδελφούς γιά νά μή διακόψει τόν «κανόνα του». Ἀπατημένος ὅμως ἀπό τό «ἴδιον θέλημα» καί τόν διάβολο τόν προσκύνησε ὡς ἄγγελο φωτός. Ἔτσι μέ σκοτισμένο νοῦ ἐπεσε ἑκούσια σέ πηγάδι πιστεύοντας τά λόγια τοῦ Σατανᾶ, ὅτι θά βγεῖ ἀπό ἐκεῖ σῶος. Οἱ πατέρες μέ πολύ κόπο τόν ἐβγαλαν μισοπεθαμένο καί μετά τρεῖς μέρες ξεψύχησε. Ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος φιλάνθρωπα φερόμενος δέν τοῦ στέρησε τά μνημόσυνα καί τίς προσευχές πού γίνονται στούς κεκοιμημένους, διότι θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ὁ θάνατός του ὡς αὐτοκτονία. Ὅ.π., σ. 87. 29
-11-
ἀποτελοῦν θεμελιώδη αἰτήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐμφανίζονται συνήθως ἀνέφικτες. Ὁ ἄνθρωπος καθημερινά ἁμαρτάνει, εἴτε μέ τή διάνοια, εἴτε μέ τό λόγο, εἴτε μέ τήν πράξη. Ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα εἶναι νά διαγράψει μέ διάκριση τά ὅρια τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας καί νά συμβάλλει ἔτσι στήν γέννηση ἐλεύθερων ἐν Χριστῷ πνευματικῶν τέκνων. Σέ κάθε περίπτωση ἡ ζωή τοῦ Πνεύματος εἶναι πέρα καί πάνω ἀπό κανονιστικές διατάξεις. Στήν ἐπίπονη πορεία τοῦ Χριστιανοῦ γιά τήν πνευματική ὡρίμανση βοηθᾶ ὁ πνευματικός πατέρας, ὄχι ὡς νομοφύλακας καί ἐκκλησιαστικός χωροφύλακας ἀλλά ὡς μυσταγωγός στήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ἡ πνευματική γνώση πού ἀποκτᾶται μέ τή μαθητεία, εἶναι εὐρύτερη ἀπό τή μελέτη καί τήν ἐξ ἀκοῆς διδασκαλία. Μέ τή μαθητεία καί τήν ἄσκηση δέν ἀποβάλλεται ἡ θέληση τοῦ χριστιανοῦ, ἀλλά τό «ἴδιον θέλημα», τό ἐγωϊστικό καί φίλαυτο φρόνημα. Ἔτσι ὁ χριστιανός οἰκειώνεται τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ δικό του θέλημα. Ἡ μαθητεία ἰσχυροποιεῖ τήν θέληση καί τήν ἐλευθερία καί δέν μπορεῖ σέ καμιά περίπτωση νά φαλκιδεύει τήν ἰκμάδα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Καί ἡ ὑπακοή εἶναι ἄθλημα πνευματικό, πού βοηθᾶ στήν ὡρίμανση καί τή χειραφέτηση. Σέ ἀντίθετη περίπτωση πίσω ἀπό τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί τό πρόσχημα τῆς ὑπακοῆς, μπορεῖ νά κρύπτονται δικανικές ἀντιλήψεις, πού ἀφοροῦν κατά κύριο λόγο τούς πνευματικούς πατέρες ἀλλά καί τά πνευματικά τέκνα.
-12-