Λευτέρης Τσίλογλου
Η ζωή μας έφηβης
Αθήνα 2016
[2]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Ειςαγωγι 2. Συνείδθςθ τθσ φπαρξθσ 3. Ρρωτάκι ςτο ςχολείο 4. Το πρϊτο ςκίρτθμα 5. Ο πρϊτοσ κρίκοσ 6 . Οι «μεγάλεσ προςδοκίεσ» ιταν τηίφοσ 7. Ο δάςκαλοσ τθσ πζμπτθσ τάξθσ 8. Το καλοκαίρι που τζλειωςε το δθμοτικό 9. Γυμναςιοκόριτςο 10. Ο χρόνοσ κυλάει 11. Επιτζλουσ κάτι γίνεται 12. Ρερίςκεψθ 13. Θ διάψευςθ 14. Το καλοκαίρι ςτο Βόλο 15. Θ ζκπλθξθ 16. Θ πρϊτθ αγάπθ 17. Θ Ελπίδα τολμάει 18. Νζα αναβολι 19. Ο Μανϊλθσ 20. Ο χωριςμόσ 21. Αφγουςτοσ 22. Θ τελευταία χρονιά ςτο γυμνάςιο 23. Μπερδζματα 24. Ο κακθγθτισ των Μακθματικϊν 25. Ο Σιφθσ 26. Το καλοκαίρι πριν το Λφκειο 27. Είκοςι μζρεσ ςτθ Σίφνο 28. Μακιτρια Λυκείου 29. Το δίχτυ 30. Θ νζα περιπζτεια 31. Επιτζλουσ αγάπθ, αλλά….. 32. Θ αναπάντεχθ εξζλιξθ 33. Μπροςτά ςτθν ζκπλθξθ 34. Θ νζα αφετθρία 35. Επίλογοσ
[3]
5 7 9 13 16 18 20 22 25 27 29 33 35 37 39 41 44 47 48 51 53 59 63 66 69 72 76 79 82 85 87 92 94 97 98
[4]
1. Ειςαγωγι Βοφτθξε χωρίσ πρόνοια ςτο λαβφρινκο τθσ ηωισ. Ιταν φυςικό ζτςι να κουτουλίςει πάνω ςτισ αντιξοότθτεσ που αυτι μασ επιφυλάςςει. Θ ηωι - να το ξζρεισ – δε χαρίηεται ςε κανζναν. Είναι εκδικθτικι, είναι άπονθ και μονοφαγοφ. Αδυςϊπθτθ ςυνεχϊσ ςε υποβακμίηει αφαιρϊντασ όλεσ τισ ιδιότθτεσ και προτεριματα που με υςτεροβουλία ςε προίκιςε αρχικά. Σου ζδωςε τθν ψευδαίςκθςθ ότι είςαι κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το ξεχωριςτό. Ζτςι δεν χρειαηόταν επιπλζον κόποσ. Τα μυαλά ςου ςταμάτθςαν τισ ςυνικεισ ςτροφζσ, πιραν αζρα, πζταξαν ςε φψθ πολφ ψθλότερα από το μπόι ςου. Εςφ, ςαν μποφφοσ, το πίςτεψεσ, το χϊνεψεσ! Τι εφκολα, λοιπόν, αφομοιϊνονται οι όμορφεσ ψευδαιςκιςεισ! Τϊρα ιρκε θ ϊρα τθσ πλθρωμισ. Τελικϊσ ςε ξαποςτζλνει ςτον αγφριςτο γυμνό κι εξουδετερωμζνο. Ραρ’ όλα αυτά, θ ηωι είναι γλυκιά και όμορφθ. Αφιερϊνουμε τόςο χρόνο και τόςθ ζγνοια για τθν όςο το δυνατόν μεγαλφτερθ διάρκειά τθσ. Τρζχουμε ςτουσ γιατροφσ, καταπίνουμε με πρόγραμμα τα φάρμακα που μασ ςυςτινουν, βάηουμε απαγορευτικό ςε μια ςειρά από επικυμίεσ. Καταναγκαςτικι εγκράτεια, δίαιτεσ και τόςα άλλα. Για το ςκοπό αυτό δαπανοφμε και ζνα ςθμαντικό μζροσ του χρόνου και του ειςοδιματόσ μασ. Αν αυτό δεν είναι απόδειξθ τθσ αγάπθσ μασ για τθ ηωι τι άλλο κα μποροφςε να ιταν; Βεβαίωσ όπωσ και ς’ όλα τα πράγματα τθσ ηωισ υπάρχουν και οι εξαιρζςεισ, αλλά μόνο για να επιβεβαιϊςουν τον κανόνα. Κάποιοι, κάτω από, πολλζσ φορζσ άδθλεσ αιτίεσ, διακόπτουν βίαια τα νιμα τθσ ηωισ τουσ. Δε κα τολμοφςα να πω δικαίωμα τουσ, αλλά τι να κάνουμε; Θ ηωι τα ζχει όλα. Θ ηωι είναι ςαν τθ κάλαςςα. Θ κάλαςςα! Πλα τα δίνει κι όλα τα παίρνει. Αχανισ, μυςτθριϊδθσ, κάποτε ιρεμθ. Δίνει τθν εντφπωςθ μιασ ακϊασ και ςίγουρθσ αγκαλιάσ. Κακθςυχαςτικι ςειρινα νομίηεισ, αλλά ςτθν πραγματικότθτα πάντα καιροφυλακτεί για το επόμενο κφμα τθσ. Να το ρουφιξει ςτα ςπλάχνα τθσ. Ανκρωποφάγα κι αχόρταγθ. Ξαφνικά από ιρεμθ και ελπιδοφόρα φωλιά, αγριεφει και μεταςχθματίηεται ςε
[5]
πειναςμζνο άγριο ηϊο και χωρίσ κανζνα ζλεοσ απορροφάει ςτα ςπλάχνα τθσ κάκε ανκρϊπινθ παρουςία. Σκζφτεςαι πόςεσ και πόςεσ φορζσ το κφμα τθσ κάλαςςασ, εκεί δίπλα ςτον περίπατο ςου, ζγλυψε το κράςπεδο του λιμανιοφ; Βάηω το ερϊτθμα, αλλά ςτο οποίο δεν περιμζνω απάντθςθ ντε και καλά! Το κεωρείσ αφόρθτθ μονοτονία κι επανάλθψθ μα ακριβϊσ αυτό είναι θ επιβεβαίωςθ ότι θ ηωι ςυνεχίηεται διαχρονικά ακάκεκτθ με δφναμθ κι επιμονι. Ρολλζσ φορζσ όμωσ τα λόγια είναι τόςο φτωχά! Μζςα ςτο μυαλό ςου κλωκογυρίηουν άπειρεσ όμορφεσ εικόνεσ, τόςεσ ςφνκετεσ ςκζψεισ, τζτοιοι πολφπλοκοι ςυλλογιςμοί κι όταν επιχειρείσ να τουσ περιγράψεισ με τα γλωςςικά εργαλεία που διακζτεισ βλζπεισ ότι το αποτζλεςμα είναι κατϊτερο των αρχικϊν ςου προςδοκιϊν. Είναι προςωπικι ανικανότθτα ι μιπωσ ο άνκρωποσ δεν ανάπτυξε ακόμθ το γλωςςικό του εργαλείο ςτο επίπεδο ανάπτυξθσ τθσ ςκζψθ σ του; Είναι άδθλο αν κα μπορζςεισ ποτζ να βρεισ απάντθςθ ς’ αυτό το ερϊτθμα…..
[6]
2. υνείδθςθ τθσ φπαρξθσ Θ Ελπίδα κάκιςε ιρεμα να ςκεφτεί τα πράγματα γφρω απ’ τθ ηωι τθσ. Αναρωτικθκε κάνοντασ μια βακειά βουτιά ςτα άδυτα τθσ μνιμθσ. Ροιο είναι, αλικεια, το πρϊτο πράγμα που κυμάται από τθ γζννθςι τθσ; Από τθ ςτιγμι που εμφανίςτθκε ςτθ ηωι; Πχι, εδϊ πρζπει να προςζξει! Μθν κάνει το λάκοσ να επικαλεςτεί γεγονόσ ι ςυμβάν, που κάποιοσ δικόσ τθσ ςε κάποια φάςθ, τθσ ανζφερε ςε μια ςυηιτθςθ. Πχι, γιατί ςυχνά ο πατζρασ, θ μάνα τθσ, αλλά και ο μεγαλφτεροσ αδελφόσ τθσ ςε οικογενειακζσ ςυγκεντρϊςεισ, ανζφεραν ςκθνζσ από χαριτωμζνα ςτιγμιότυπα που κυμικθκαν, αλλά και μεγάλεσ ι μικρζσ γκάφεσ που ζκανε αςυνείδθτα όταν ιταν μικρι. Αυτά δεν είναι μνιμθ, αυτά είναι αποκτθκείςα ςτθν πορεία γνϊςθ Πχι! Αυτι από μόνθ τθσ πρζπει να ανιχνεφςει, ψάχνοντασ ςτο άξενο ςκοτάδι του παρελκόντοσ, ποιο είναι το πρϊτο πράγμα που κυμάται κι όχι αυτό που άκουςε από τρίτουσ. Δαπάνθςε κόπο και χρόνο για να βρει κάποια άκρθ ςτο ερϊτθμα αυτό. Κατζλθξε ςτθν αμυδρι εντφπωςθ ότι δεν είναι απαραίτθτα κάποιο γεγονόσ. Μάλλον είναι κάποιεσ μνιμεσ αιςκιςεων και αιςκθμάτων. Ηεςτά χείλθ να τθν φιλοφν τρυφερά. Ζνα μαλακό μάγουλο να τρίβεται απαλά ςτο δικό τθσ και μια όμορφθ και ευχάριςτθ μυρωδιά να τθν τυλίγει. Ρρζπει να ιταν θ αγαπθμζνθ μάνα τθσ. Θ κυρά Αντωνία ςυνεχϊσ κα βριςκόταν κοντά ςτον οπτικό τθσ πεδίο. Ζτςι είναι παντοφ και πάντα θ μάνα. Αγάπθ κι αφοςίωςθ. Κάτι ςκλθρζσ τρίχεσ να τθν γαργαλάνε ςτο αυτί και μια δυςάρεςτθ οςμι να τισ ςυνοδεφει. Εκ των υςτζρων κα μποροφςε να τα αντιςτοιχίςει με το τραχφ μουςτάκι του πατζρα τθσ και ςαν μυρωδιά τθ τςιγαρίλα που ακόμα και τϊρα αποπνζει και τθσ ζρχεται ςτθ μφτθ όταν και πάλι τθν πλθςιάηει. Ο κυρ Ανζςτθσ, που μετά από τισ αυςτθρζσ ςυςτάςεισ των γιατρϊν και τθν αδιάκοπθ επιτιρθςθ τθσ γυναίκασ του ξεκλζβει και τϊρα ακόμα μερικζσ μόνο τηοφρεσ - δικεν μυςτικά – ςτθν αυλι. Δεν ιταν μόνο αυτζσ οι πρϊτεσ μνιμεσ. Υπάρχουν και τα άςχθμα. Κυμάται ηωντανά τα επϊδυνα τςιμπιματα ςτο ςϊμα τθσ που ευτυχϊσ [7]
δεν άφθςαν ςθμάδια πάνω τθσ και οι γονείσ πιραν ζγκαιρα τα μζτρα τουσ. Ο μεγαλφτεροσ αδελφόσ τθσ, ο Χριςτοσ, ηιλεψε τθν αφοςίωςθ των γονζων ςτο νζο μζλοσ τθσ οικογζνειασ. Αλλά κι αυτόσ τι ιταν τότε; Ζνα τρίχρονο αγοράκι, που ςφντομα άλλαξε ρότα κι ζδειξε τθν αγάπθ ςτθν αδελφι του. Τθν ευχαρίςτθςθ που ζνιωκε όταν κάποιοσ παίρνοντάσ τθν αγκαλιά ανζβαινε ςτθν κοφνια και κάποιοσ άλλοσ τουσ κουνοφςε. Αργότερα, όταν πια είχε πλιρθ ςυνείδθςθ των ςυμβαινόντων, κυμάμαι τον αδελφό τθσ το Χριςτο να τθν ςπρϊχνει ςτθ κοφνια μόνθ τθσ και τθν ανιςυχθ προςταγι τθσ μάνασ τθσ ςτο Χριςτο να προςζχει: - Πχι δυνατά Χριςτο! Κρατιςου, εςφ μωρό μου! Κρατιςου, γερά! Τθ γλφκα που ζνιωςε όταν για πρϊτθ φορά, θ μάνα τθσ ζδωςε να δοκιμάςει λίγο ςοκολάτα παγωτό. Το ςτόμα τθσ πάγωςε, αλλά θ ευχαρίςτθςθ ιταν υπζρτερθ. Ναι, κάτι τζτοιεσ αμυδρζσ εικόνεσ πθγαινοζρχονται ςτο μυαλό τθσ και ίςωσ, πράγματι, να είναι οι πρϊτεσ εικόνεσ τθσ ηωισ τθσ, που αυτι κυμάται. Πμωσ ςτθ κζςθ αυτι να ξεκακαρίςουμε κάτι. Αυτά κι άλλα τζτοια - ίςωσ αμελθτζα για οριςμζνουσ - ςυμβάντα, μαηί με το κλθρονομικό ζρμα να είναι εκείνα, που ουςιαςτικά χαράηουν, ςε ςθμαντικό βακμό, το χαρακτιρα ενόσ ανκρϊπου και τθν τοποκζτθςι του ςτα επόμενα βιματα τθσ ηωισ του. Σίγουρα είχε ευτυχιςμζνα παιδικά χρόνια, περιτριγυριςμζνθ από ανκρϊπουσ που ςε κάκε ευκαιρία τθσ ζδειχναν τθ λατρεία τουσ. Είχε τθν αδιάκοπθ προςοχι τθσ μάνασ, αλλά και ο αδελφόσ, που ςφντομα ξεπζραςε το αίςκθμα τθσ ηιλειασ και από «αντίπαλοσ» ζγινε ο «φφλακασ άγγελόσ» τθσ ςτο παιχνίδι, δάςκαλοσ ςτα πρϊτα βιματα όταν ζκανε ςεφτζ ςε μια ςειρά εμπειρίεσ τθσ παιδικισ φάςθσ τθσ.
[8]
3. Πρωτάκι ςτο ςχολείο Από νωρίσ θ Ελπίδα δοκίμαςε τισ εμπειρίεσ τθσ ομαδικισ ηωισ. Θ μάνα τθσ τθν πιγαινε ςτο κοντινό πάρκο κι εκεί ςυναντοφςε άλλα παιδιά, ζκανε γνωριμίεσ, τισ πρϊτεσ φιλίεσ και ςυμμετείχε ςε ομαδικά παιχνίδια. Δυςτυχϊσ από τισ φιλίεσ αυτζσ καμιά δε ςτζριωςε. Μςωσ και γιατί ςτα τζςςερα χρόνια τθσ, θ οικογζνεια άλλαξε γειτονιά, αφοφ ο μπαμπάσ με το δάνειο τθσ τράπεηασ και μερικζσ οικονομίεσ που είχε αγόραςε καινοφριο ςπίτι, μεγαλφτερο και ςε καλφτερθ γειτονιά από το προθγοφμενο. Κάκε χρόνο ζκαναν πάρτι ςτα γενζκλιά τθσ, όπου ζρχονταν ςυγγενείσ, φίλοι τθσ οικογζνειασ με τα παιδιά τουσ και γνωριμίεσ από το πάρκο. Κυμάται τθ χαρά και τθν ευχαρίςτθςθ που ζνιωκε εκείνθ τθ μζρα που ιταν το κζντρο τθσ προςοχισ όλων. Στα τζςςερα τθσ πιγε παιδικό ςτακμό. Στθν αρχι δεν τθσ άρεςε κακόλου. Ρρωινό ξφπνθμα, φωνζσ να βιαςτεί, το λεωφορείο να τθν μεταφζρει ςτο ςτακμό. Ηαλάδα ςτθν αρχι μζςα ς’ αυτό, άγνωςτοσ τόποσ άγνωςτα πρόςωπα. Ρολλά πράγματα καινοφρια και φυςιολογικά για τον ςυνθκιςμζνο άνκρωπο, είναι αναγκαίο ζνα χρονικό διάςτθμα για να τα ςυνθκίςει και να τα αφομοιϊςει. Πμωσ ςφντομα είδε ότι ζχει ενδιαφζρον κι από ζνα ςθμείο και μετά άρχιςε να τθσ αρζςει και να το αποηθτά. Εκεί, ζκανε φίλθ τθ Ηζτα, κορίτςι με το οποίο διατθρεί ακόμα και ςιμερα κάποια επαφι κι αγάπθ Εκεί που άλλαξαν πολλά ιταν όταν ιρκε το πλιρωμα του χρόνου να πάει ςτο ςχολείο. Ριγε ςτο δθμόςιο, που ιταν κοντά ςτο νζο τουσ ςπίτι. Εκεί που προθγουμζνωσ, εδϊ και χρόνο φοιτοφςε κι ο αδελφόσ τθσ, ο Χριςτοσ. Αυτι θ ςυνφπαρξθ τθ βοικθςε με πολλοφσ τρόπουσ. Ιταν γι’ αυτιν ζνα πζπλο προςταςίασ. Ζνα ψυχολογικό αποκοφμπι ςε κάκε πρόβλθμά τθσ. Πμωσ ιταν και εγωίςτρια. Ικελε από νωρίσ να ρυκμίηει μόνθ τθσ όλα όςα τθν αφοροφςαν. Και ςτον τομζα αυτό είχε τισ πρϊτεσ μικρζσ αψιμαχίεσ με τθ μάνα τθσ. Μετά λίγο καιρό όχι μόνο ςυνικιςε το ςχολειό, αλλά και το αγάπθςε. Ιταν τυχερι, βλζπεισ. Ζπεςε ςε μια δαςκάλα που αγαποφςε τα παιδιά, όπωσ επίςθσ αγαποφςε και τθ δουλειά τθσ. Ζνασ τζλειοσ ςυνδυαςμόσ [9]
για ανκρϊπουσ που κα αςκιςουν το επάγγελμα του παιδαγωγοφ. Ροιοσ δεν ξζρει τθ ςθμαντικι επίδραςθ που ζχει ο δάςκαλοσ πάνω ςτθν παρκζνα ςχεδόν και ζτοιμθ να απορροφιςει γνϊςεισ παιδικι ψυχι; Θ Ελπίδα βρικε το πεδίο που τισ άνοιγε πόρτεσ. Ρερίεργθ, δεν άφθνε τίποτα να πζςει κάτω χωρίσ να το ξεψαχνίςει. Σφουγγάρι ςκζτο απορροφοφςε τα πάντα. Θ δαςκάλα τθσ, υπομονετικι και γεμάτθ καλοςφνθ ποτζ δεν τθσ αρνικθκε να απαντιςει ςε μια ερϊτθςι τθσ, εννοείται πάντα ςτο επίπεδο των δικϊν τθσ γνϊςεων. Κι θ Ελπίδα δεν ιταν αχάριςτθ. Τθ λάτρεψε τθν κυρία Γεωργία κι αυτό για τον παιδαγωγό είναι το θκικό αντίδωρο τθσ προςφοράσ τθσ. Από νωρίσ θ δαςκάλα τθσ κατάλαβε ότι θ Ελπίδα είναι ζνα ιδιαίτερο παιδί, με μεγάλθ περιζργεια για το κάκε τι, με αυξθμζνθ αφομοιωτικι ικανότθτα, με εξυπνάδα πάνω απ’ το μζςο όρο και με τθν πρϊτθ ευκαιρία ενθμζρωςε τθ μάνα τθσ, που μάλλον το ιξερε από καιρό, αλλά παρ’ όλα αυτά καμάρωνε, ςτο περιβάλλον τθσ, ςαν γφφτικο ςκερπάνι. Στα χρόνια του δθμοτικοφ ι Ελπίδα γζμιηε μπαταρίεσ. Πχι αποκλειςτικότθτεσ. Τα ενδιαφζροντά τθσ ιταν πολλαπλά και ποικίλα. Ενκουςιαηόταν εφκολα, αλλά όταν ερχόταν ςε επαφι με νζο αντικείμενο ζπεφτε με τα μοφτρα ς’ αυτό αμελϊντασ το προθγοφμενο. Ιταν πολφ νωρίσ να βρει τθ κλίςθ τθσ και να αποφαςίςει τι κα κάνει ςτθ μελλοντικι ηωι τθσ. Ρροσ το παρόν δεν είχε ςτακερζσ προτιμιςεισ. Ιταν νωρίσ ακόμα για να ξζρει τι υπάρχει, ποιο είναι το καλό, ποιο είναι το κακό, τι τθσ ταιριάηει και τι τθσ είναι απωκθτικό. Ζνα ιταν από τθν αρχι το ενδεικτικό ςτοιχείο. Θ Ελπίδα είχε ςχετικι ευχζρεια λόγου, πλοφςιο για τθν θλικία τθσ λεξιλόγιο και αντίςτοιχθ ικανότθτα ςτο γραπτό λόγο. Δυςτυχϊσ ιταν ςυναιςκθματικά ευάλωτθ. Από τθ χαροφμενθ φάςθ, από τα γζλια και τθν αιςιόδοξθ ματιά, ζπεφτε ςφντομα ςτα μαφρα ςφννεφα. Επθρεαηόταν, βλζπεισ, εφκολα από ςυμβάντα που λάβαιναν χϊρα ςτθν ίδια ι ακόμα και ςτο περιβάλλον τθσ. Συναιςκθματικι υπζρ του δζοντοσ κα ιταν ζνα από τα μόνιμα χάντικαπ ςτθ ηωι τθσ. Ζκανε καλοφσ φίλουσ. Ενδεικτικά ασ αναφζρουμε τθν γλυκιά Κικι για τθν οποία κα λζγαμε ότι κατά ζναν τρόπο ιταν θ κολλθτι τθσ. Επίςθσ τον Μίμθ. Και οι δυο ιταν ςυμμακθτζσ τθσ. Θ Κικι τθσ [10]
κόλλθςε γιατί από τθν αρχι καφμαηε τισ ικανότθτεσ και τα ταλζντα τθσ. Κι ζνασ άνκρωποσ που ςυνεχϊσ τροφοδοτεί τθ ματαιοδοξία ςου δεν είναι από χζρι απορριπτζοσ. Φςτερα γιατί ςυνεχϊσ τθσ ζλυνε μια ςειρά πρακτικά προβλιματα ςτα οποία θ Ελπίδα κεωροφςε ςχεδόν χάςιμο χρόνου να αςχολείται μαηί τουσ, ενϊ για τθ Κικι ιταν τα χωράφια τθσ. Επιπρόςκετα ιταν και θ καλφτερθ πθγι ειδιςεων και κουτςομπολιϊν για όλουσ ςτο ςχολείο. Είχε τθν περιζργεια να ρωτάει και να μακαίνει. Ο Μίμθσ κάλυπτε τθν ανάγκθ να ζχει κι ζνα αγόρι φίλο, που δεν τθσ δθμιουργοφςε προβλιματα. Μθ γίνει καμιά παρεξιγθςθ. Δεν υπιρχε ςε αυτι τθ φιλία καμιά ςυναιςκθματικι ςυνιςτϊςα. Πταν κάποια ςτιγμι μζςα τθσ πρόβαλαν τζτοιεσ ανθςυχίεσ, αυτζσ είχαν πάντα ςτόχευςθ μεγαλφτερα και πιο ϊριμα παιδιά. Είχε βλζπεισ βάλει ψθλά τον πιχθ των δικϊν τθσ προδιαγραφϊν κι απαιτιςεων. Ππωσ για παράδειγμα ο Αλζξθσ φίλοσ και ακόλουκοσ του αδελφοφ τθσ του Χριςτου. Πμωσ μζχρι ςτιγμισ δεν είχε ομολογιςει ςε κανζναν τισ προτιμιςεισ τθσ. Αυτό το «κανζναν» περιλάμβανε και τθν Κικι. Ιταν πολφ περιφανθ να δείξει αδυναμία ςτον οποιοδιποτε. Αυτι θ δογματικι άρνθςθ να παραδεχτεί τθν απολυτότθτά τθσ κα τθσ ςτοίχιηε αργότερα ςτθ ηωι τθσ. Δεν μπορείσ να ηεισ μζςα ςε μια κοινωνία και να ορκϊνεισ γφρω ςου ςυνεχϊσ απαγορευτικά τείχθ ςε όλουσ, ακόμα και ςτουσ πιο κοντινοφσ ςου ανκρϊπουσ. Το μόνο που τελικά μπορείσ να πετφχεισ είναι θ αυτοαπομόνωςθ ςε ζνα νοθτό κελί. Στο ςχολειό οι ςυηθτιςεισ ζπαιρναν κι ζδιναν. Μθν κάνει κανζνασ το λάκοσ να νομίςει πωσ οι ςυηθτιςεισ ιταν για τα μακιματα. Πχι! Κυρίωσ ιταν για τισ εκπομπζσ που είδαν ςτθν τθλεόραςθ τθ χκεςινι μζρα, για καμιά ταινία που ενδεχομζνωσ είδαν ςτον κινθματογράφο, για τουσ ωραίουσ και τισ ωραίεσ θκοποιοφσ. Οι ομάδεσ των fan του ενόσ θκοποιοφ κονταροχτυπιόταν με τουσ οπαδοφσ του άλλου όμορφου τραγουδιςτι. Τόςθ ενθμζρωςθ ςε τζτοια κζματα των celebrities, που ζνασ λογικόσ τρίτοσ παρατθρθτισ κα αναρωτιόταν πϊσ τουσ περιςςεφει χρόνοσ για ςχολικό διάβαςμα και φπνο. Και τθν Ελπίδα δεν τθν άφθναν αδιάφορθ όλα αυτά, μόνο που αυτό το ενδιαφζρον το αςκοφςε με μζτρο εκουςίωσ αλλά και λόγω γονικισ γραμμισ. Στα αγόρια πλεονεκτοφςε θ ςυηιτθςθ για το ποδόςφαιρο ι [11]
το μπάςκετ με ζνταςθ πείςμα που καμιά φορά θ ζνταςθ ςυνοδευόταν με ςχετικοφσ ψιλοκαυγάδεσ. Ο αδελφόσ τθσ ιταν ζνα όμορφο παιδί με καυμάςτριεσ από διάφορεσ τάξεισ του ςχολείου. Ιδθ μια ςυμμακιτριά τθσ τόλμθςε να τθσ πει να «μεςολαβιςει» γι’ αυτόν. Αγανακτιςμζνθ θ Ελπίδα τθν ζςτειλε ςτο διάολο χωρίσ ςυγκρατθμό: - Ακοφσ εκεί τθ ςκφλα! Αν ζχεισ μαρι κότςια κακάριςε μόνθ ςου. Τι είμαι εγϊ; Ο ταχυδρόμοσ ςου; Σαν μακθτισ ο Χριςτοσ ιταν ζνασ ςυνθκιςμζνοσ καλόσ μακθτισ, αλλά θ Ελπίδα ιξερε καλά τον αδελφό τθσ. Αφιζρωνε ςτα μακιματα τον ελάχιςτο δυνατό χρόνο, τόςον όςο να είναι εντάξει ςτισ υποχρεϊςεισ του. Πμωσ του ζλλειπε το πείςμα, θ επιμονι το διαφορετικό. Ταλζντο για κάτι ιδιαίτερο δεν είχε ανακαλφψει πάνω του, εκτόσ από τθν άνεςθ του να κάνει φίλουσ, να είναι αγαπθτόσ, ιδιαίτερα ςτα κορίτςια, τομζασ που απ’ ό,τι φαινόταν κα διζπρεπε ςτο μζλλον.
[12]
4. Σο πρϊτο ςκίρτθμα Ιταν το καλοκαίρι ανάμεςα ςτθ τρίτθ και τετάρτθ τάξθ. Ο αδελφόσ τθσ ο Χριςτοσ είχε αποφοιτιςει από το δθμοτικό και τθν επόμενθ χρονιά κα πιγαινε γυμνάςιο και κ’ άλλαηε ςχολικό περιβάλλον. Πμωσ τθσ το ζπαιηε ϊριμοσ κι αυτό τθν διαόλιηε. Δεν ιξερε ακόμα ο Χριςτοσ ότι θ αδελφι του, κάποιουσ ςαν κι αυτόν, μποροφςε να τουσ φάει, ωσ δεκατιανό, ςτθν κακιςιά. Καλοκαιρινζσ διακοπζσ εκείνθ τθ χρονιά ζκαναν ςτισ Σπζτςεσ. Ο μπαμπάσ είχε νοικιάςει - μζςω φίλου απ’ τθ δουλειά - δυο δωμάτια ςε μια μονοκατοικία ςτο οικιςμό των μθχανικϊν. Θ μαμά και τα δυο παιδιά κα ζμεναν ςχεδόν ζνα τρίμθνο, ενϊ ο μπαμπάσ ςαββατοκφριακα κι ζνα εικοςαιμερο αρχζσ Αυγοφςτου. Ζνα από τα πρϊτα απογεφματα με τον αδελφό τθσ πιγαν ςτθν Ντάπια για καφζ ι βάφλα με παγωτό. Εκεί ο Χριςτοσ είδε να περνάει από κοντά τουσ ζνα αγόρι, που το γνϊριςε πριν μινεσ ςε ζναν αγϊνα μπάςκετ και τον φϊναξε να ζρκει κοντά τουσ. Χαιρετικθκαν κερμά και κάκιςε ςτο τραπζηι τουσ. Ιταν ζνα λυγερόκορμο και όμορφο αγόρι, ιδθ θλιοκαμζνο με ζξυπνο και ηωντανό πρόςωπο. Ο Χριςτοσ του ςφςτθςε τθν αδελφι του κι όταν ζδωςαν τα χζρια και κοιτάχτθκαν ςτα μάτια θ Ελπίδα ζνιωςε για πρϊτθ φορά ςτθ ηωι τθσ τζτοια αναςτάτωςθ. Σφίξιμο ςτο ςτομάχι, ταχυκαρδία και αίςκθςθ ανιςορροπίασ. Φοβικθκε μιπωσ το πρόςωπό τθσ κοκκίνιςε και προδοκεί το ενδιαφζρον που τθσ προκάλεςε. Τα δυο αγόρια αντάλλαςαν πλθροφορίεσ κι αυτι το ζπαιξε καλι ακροάτρια. Εκεί ζμακε το όνομά του. Ντίνο τον ζλεγαν. Είχαν δικό τουσ ςπίτι πάνω από το μουςείο τθσ Μπουμπουλίνασ, εκεί κοντά, γιατί θ μάνα του ιταν Σπετςιϊτιςςα. Μόνο αργότερα επενζβθ θ Ελπίδα: - Ντίνο δεν ζρχεςαι αφριο από εμάσ να κάνουμε μαηί μπάνιο; Δεν είμαςτε μακριά. Μπάνιο κάνουμε ςτθ κάλαςςα κάτω από τον οικιςμό. Ο αδελφόσ τθσ υπερκεμάτιςε: - Ναι ρε Ντίνο, όμορφα κα ιταν. Ζλα»
[13]
- Με τισ αποςτάςεισ δεν ζχω πρόβλθμα. Ζχω ςτο ςπίτι μθχανάκι. Θα ικελα, αλλά δεν ξζρω αν μπορϊ αφριο. Ίςωσ μεκαφριο. Τα αγόρια αντάλλαξαν τα τθλζφωνά τουσ. Θ Ελπίδα το ζπαιξε αδιάφορθ, αλλά από μζςα τθσ ςκζφτθκε: … Δύθνια ζα ην πάξσ από ηνλ Υξήζην! Το άλλο πρωί θ Ελπίδα ςτικθκε ςτθ μικρι παραλία νωρίτερα από τθ ςυνθκιςμζνθ ϊρα τθσ για να ελζγχει κάκε προςζλευςθ. Μπικε και βγικε ςτθ κάλαςςα πολλζσ φορζσ μα ο Ντίνοσ δεν ζδωςε ςθμεία ηωισ. Είχε ζτοιμθ τθ δικαιολογία: Σν είρε πεη. Θα έξζεη αύξην. Το άλλο πρωί ςτικθκε πάλι με ενιςχυμζνεσ τισ ελπίδεσ για αίςια εξζλιξθ. Στον αδελφό τθσ δεν είπε κουβζντα. Ζτςι ιταν αυτι. Δεν ιταν του μοιράςματοσ των επικυμιϊν και αιςκθμάτων τθσ. Κρυψίνουσ και εγωίςτρια. Οποία απογοιτευςθ. Ραρά τθν πολφωρθ παραμονι ςτθ κάλαςςα ο Ντίνοσ δεν εμφανίςτθκε. Θ Ελπίδα δεν ιταν από τουσ ανκρϊπουσ που παραιτοφνται με τθν πρϊτθ δυςκολία. Κάποια ςτιγμι που το κινθτό του αδελφοφ τθσ βρζκθκε αςυνόδευτο μζςα από τισ επαφζσ κατζγραψε γριγορα ςτο μυαλό τθσ, χωρίσ να γίνει αντιλθπτι, το τθλζφωνο του Ντίνου. Κα ζςπρωχνε τα πράγματα μόνθ τθσ κι όπου βγει. Τθν άλλθ μζρα του τθλεφϊνθςε, αλλά το κινθτό του ιταν απενεργοποιθμζνο. Δεν παραιτικθκε! Μδιον του χαρακτιρα τθσ! Το ίδιο απόγευμα κατζβθκε μόνθ τθσ ςτθν Ντάπια κι ζκανε shopping therapy ςτα μαγαηιά τθσ περιοχισ. Θ αλικεια όμωσ να λζγεται. Δεν είχε ςκοπό κάτι να αγοράςει, αλλά ηοφςε με τθν αμυδρι ελπίδα κάπου να ταιριάξουν τα βιματά τουσ. Μάταια! Δυο ϊρεσ ποδαρόδρομο. Αποτζλεςμα; Τίποτα, μθδζν εισ το πθλίκον. Τριγφριςε το μουςείο τθσ Μπουμπουλίνασ, πιρε ζνα χωνάκι παγωτό και με κατεβαςμζνα τα φτερά γφριςε άπραγθ ςτο ςπίτι. Στθν ερϊτθςθ τθσ μάνασ τθσ είπε αόριςτα ότι ζκανε μια βόλτα ςτα πζριξ. Λόγω του καλοκαιριοφ ο ζλεγχοσ ιταν λαςκαριςμζνοσ και δεν δόκθκε ςυνζχεια. Στον αδελφό τθσ δεν είπε κουβζντα, αλλά εδϊ τθν πάτθςε γιατί ο Χριςτοσ είχε ςυναντθκεί πάλι με τον Ντίνο και βολτάρανε μαηί προσ το παλαιό λιμάνι για γκομενότςαρκα. Αν το ιξερε κα του ζβγαηε τα μάτια. Στθν επόμενθ τθλεφωνικι απόπειρα υπιρξε ανταπόκριςθ: - Ναι, ποιοσ είναι; [14]
- Η Ελπίδα είμαι, θ αδελφι του Χριςτου. Συναντθκικαμε ςτθν Ντάπια. Από τθν άλλθ πλευρά υπιρξε μια ςιωπι μερικϊν δευτερολζπτων, αλλά θ Ελπίδα δεν κάκιςε ςτθν αναμονι. Θ ίδια ςυνζχιςε: - Είχεσ πει ότι κα ζρκεισ να κάνουμε μαηί μπάνιο και δεν ιρκεσ… - Ζχεισ δίκιο Ελπίδα, αλλά ζμπλεξα, μωρζ, και δεν μπόρεςα να ζρκω - Μου χρωςτάσ μια ςυνάντθςθ. Άκου, το απόγευμα κατά τισ πζντε κα είμαι ςτθ Ντάπια. Αν δεν ζχεισ κάποια άλλθ υποχρζωςθ εκεί κα με βρεισ! Κι ζκλειςε το κινθτό χωρίσ να του δϊςει ευκαιρία ν’ απαντιςει. Λζνε ότι οι γυναίκεσ είναι περίεργεσ, αλλά κι οι άντρεσ δεν πάνε πίςω. Ο Ντίνοσ αιφνιδιάςτθκε: … Ση ζην δηάνιν ζέιεη ην κηθξάθη. Γελ είκαζηε θαιά. Ύζηεξα είκαη θαη θίινο κε ηνλ αδειθό ηεο. Όρη! Ζ πεξίπησζε κπξίδεη κπιέμηκν. Αιιά ην είδεο; Ση ζξάζνο! Όκσο λα πσ θαη ηνπ ζηξαβνύ ην δίθαην. Σν κηθξάθη έρεη ελδηαθέξνλ πξόζσπν. Έηζη από πεξηέξγεηα ζα πάσ λα δσ. Γηα αλίρλεπζε κόλν.
[15]
5. Ο πρϊτοσ κρίκοσ Πταν ο Ντίνοσ κατζβθκε ςτθ Ντάπια εφκολα πιρε το μάτι του τθν Ελπίδα. Κακόταν μόνθ τθσ ςε ζνα τραπζηι δίπλα ςτθ προκυμαία και μπροςτά τθσ ιταν ςερβιριςμζνοσ ζνασ καφζσ. Τθν είδε ιρεμθ να ατενίηει τθν απζναντι ακτι του Αγίου Αιμιλιανοφ και τϊρα παρατιρθςε ότι τισ προάλλεσ δεν τθν είχε προςζξει κακόλου. Ρράγματι όλθ θ ςυηιτθςθ και θ προςοχι του ιταν προςθλωμζνθ ςτον αδελφό τθσ. Αυτι είχε πιει το αμίλθτο νερό. Μάλλον τθν είχε υποτιμιςει. Για να δοφμε τι κζλει το τςογλάνι. Τθν πλθςίαςε από πίςω για να τθν αιφνιδιάςει κι ακοφμπθςε το χζρι του ςτο ϊμο τθσ λζγοντασ: - Να λοιπόν που ιρκα. Για πεσ ποιοσ είναι ο ςκοπόσ τθσ ςθμερινισ ςυνάντθςθσ; Επίτθδεσ χτφπθςε κατευκείαν ςτο ςτόχο να τθν φζρει ςε αμθχανία. Ρλθν όμωσ. λογάριαηε χωρίσ τον ξενοδόχο. Θ ψυχραιμία τθσ μικρισ αμζςωσ αποδείχκθκε ότι είναι αντιςτρόφωσ ανάλογθ με τθν θλικία τθσ: - Καλωςόριςεσ Ντίνο. Χαίρομαι που ιρκεσ ςτο ραντεβοφ. Τθν προθγοφμενθ φορά τθν αφιζρωςεσ αποκλειςτικά ςτον αδελφό μου. Θζλω να ςε ενθμερϊςω ότι κι εγϊ είμαι εδϊ κι ζχω μια ςειρά απορίεσ για ςζνα… Τθ διζκοψε, μθν αφινοντάσ τθν να ςυνεχίςει: - Ο Χριςτοσ ξζρει για το ςθμερινό; Θ αντίδραςι τθσ ιταν άμεςθ και απόλυτθ με μια χροιά ενόχλθςθσ: - Δε ςυνθκίηω να ρωτάω τον αδελφό μου για το τι κάνω και τι επικυμϊ! Ο άλλοσ τότε ςυνειδθτοποίθςε ότι μιλάει μ’ ζνα αυτόφωτο κι ανεξάρτθτο άτομο με γνϊμθ και προςωπικότθτα: - Εντάξει. Ρεσ μου λοιπόν τι κζλεισ! - Ρρϊτον δεν κράτθςεσ το λόγο ςου. Σε προςκαλζςαμε να ζρκεισ να κάνουμε μαηί μπάνιο και ςυ μασ ζγραψεσ. Ζτςι αγενισ είςαι ςε όλα ςου; - Δεν υπιρξε κάποια φιξ δζςμευςθ, ρε κορίτςι. Είπα ίςωσ κι αν. Τι ςθμαςία άλλωςτε ζχει;
[16]
- Ναι, αλλά εγϊ το ζδεςα κόμπο και ςε περίμενα. Το κεϊρθςα ςαν προςβολι γιατί ικελα να ςε δω. - Δεν το ζκανα επίτθδεσ. Ραρεξιγθςθ και τζλοσ. Σ’ ακοφω! - Αφοφ επιμζνεισ και ηθτάσ άμεςθ απάντθςθ κα τθν ζχεισ. Θα μου άρεςε να γίνουμε φίλοι, να ςυηθτιςουμε πράγματα, να δοφμε τα γοφςτα μασ, τι μασ αρζςει και τι όχι. Και να ςου πω ςτο τζλοσ; Ππου φτάςει, αν ταιριάηει και το κζλουμε. - Ε! Ριρεσ φόρα. Με τον αδελφό ςου είμαςτε φίλοι. Δε κα ζλεγα κολλθτοί, αλλά δεν μπορϊ να τον αγνοιςω. Βζβαια αυτόσ είναι βάηελοσ κι εγϊ γαφροσ φανατικόσ, αλλά εντάξει μπορϊ να τον ανεχτϊ. Δεν πρζπει να τον ενθμερϊςω; - Π,τι νομίηεισ κάνε, αν και προςωπικά δεν το βρίςκω απαραίτθτο. Δε μου λεσ; Δοσ μου το e-mail ςου να ςου ςτζλνω μθνφματα. Με τθν ευκαιρία ςελίδα ςτο face book ζχεισ; Θα ςου ςτείλω αίτθμα φιλίασ; - Στάςου, ρε κοριτςάκι. Πλο εντολζσ είςαι. Ράμε πιο ςιγά, γιατί κα τρακάρουμε! Σιγά-ςιγά ο Ντίνοσ καταλάβαινε ότι απζναντί του, ζχει να κάνει μ’ ζνα ςκλθρό καρφδι και πράγμα παράξενο άρχιςε να του αρζςει: - Γράψε το e-mail μου. Σελίδα δεν ζχω, αλλά με τθν ευκαιρία κα φτιάξω. Ασ είςαι ςτο περίμενε μζχρι τότε. - Δε μου λεσ, ςτθν Ακινα που κάκεςαι; - Στο Καλαμάκι, κοντά ςτο παλιό αεροδρόμιο. - Φτου, γαμότο. Εγϊ μζνω ςτθν Ρεφκθ. Δεν πειράηει κα μοιράηουμε τθν απόςταςθ. αντεβοφ ςτο Σφνταγμα! - Καλι είςαι εςφ! Πλα τα ρφκμιςεσ! Αργότερα, όταν επζςτρεφε ςτον οικιςμό ςκζφτθκε ότι το ζπαιξε πολφ ανεξάρτθτθ κι άνετθ, ίςωσ υπερβάλλοντασ λίγο τθν κατάςταςθ. Στθν πραγματικότθτα κα ζχει από το ςπίτι τθ δυνατότθτα κι ελευκερία κινιςεων; Με λίγθ προςοχι ίςωσ. Πμωσ χρειαηόταν να το παίξει ςτον Ντίνο ςίγουρθ για να τθν υπολογίηει και να μθν τθ κεωρεί αμελθτζα ποςότθτα. Και αυτό το είχε πετφχει. Ο Ντίνοσ ζμεινε εντυπωςιαςμζνοσ από τθν Ελπίδα. … Ρε ην ηζνγιάλη! Καη ζηελ αξρή ην είρα γηα κηζή κεξίδα. Σειηθά κ’ αξέζεη. ηνλ Υξήζην, πξνο ην παξόλ θνπβέληα. [17]
6. Οι «μεγάλεσ προςδοκίεσ» ιταν τηίφοσ Πςα ηιτθςε θ Ελπίδα ςφντομα πραγματοποιικθκαν. Μθνφματα ςτον τοίχο, φωτογραφίεσ, κοινά μπάνια παρουςία – δυςτυχϊσ - όλων και ζωσ εκεί. Αυτι ηθτοφςε και μια ρομαντικι βραδιά κάτω απ’ τα αςτζρια, τρυφερά φιλιά και ςχζδια για το μζλλον, αλλά ο «λυγερόκορμοσ» κι όμορφοσ Ντίνοσ δεν ζπαιρνε καμιά πρωτοβουλία. Σκζτο ξυλάγγουρο. Πταν θ ςυηιτθςθ πιγαινε ςε κάτι που είχε απαιτιςεισ γνϊςεων ι είχε ςχζςθ με βιβλία, ςυγγραφείσ και ποίθςθ ο νεαρόσ ποιοφςε τθ νιςςα. Στθν αρχι το κεϊρθςε ωσ ευγζνεια, αλλά όταν τον προκάλεςε να τθσ πει τθν άποψι του για τον Καβάφθ τθσ απάντθςε - Ροιοσ είναι αυτόσ; Σε ποια ομάδα παίηει; Πχι δεν κα χάριηε το πρϊτο ερωτικό φιλί τθσ ηωισ τθσ ςε ζναν ξεγάνωτο τενεκζ. Αςτραπιαία τον ζςβθςε απ’ τθ ηωι τθσ. Είχε πάρει το πρϊτο μάκθμα τθσ ηωισ. Πτι λάμπει δεν είναι και χρυςόσ ι όπου ακοφσ πολλά κεράςια βάςτα και μικρό καλάκι. Θ ςυνάντθςθ Καλαμακίου και Ρεφκθσ ςτο Σφνταγμα ποτζ δεν ζγινε πράξθ. Το καλοκαίρι ςτισ Σπζτςεσ ενϊ αρχικά προμινυε νζεσ εμπειρίεσ, ενϊ ζδινε υποςχζςεισ για ποικίλεσ γνωριμίεσ ςτθν ουςία δεν βοικθςε να ςυμβεί τίποτα. Θ λφςθ που βρικε ιταν απομόνωςι και διάβαςμα διαφόρων βιβλίων που είχε φζρει μαηί τθσ ι είχε προμθκευτεί ςτο νθςί. Με αςταμάτθτο ρυκμό ςυνζχιςε το γζμιςμα των μπαταριϊν τθσ κι ζχτιηε ςιγά-ςιγά το εφροσ των γνϊςεων, που κα αποτελοφςε ςτα επόμενα χρόνια το μεγάλο τθσ όπλο. Εκεί ςυνζβθ θ ζναρξθ. Θ Ελπίδα άρχιςε να κρατάει θμερολόγιο, κάτι που κα ςυνεχιηόταν όλα τα επόμενα χρόνια και κα κατζγραφε όλεσ τισ μφχιεσ ςκζψεισ τθσ. Εκεί, πζρα από τθν καταγραφι των ςυμβάντων άρχιςε να καταγράφει και τισ πρϊτεσ ποιθτικζσ απόπειρζσ τθσ. Πταν επζςτρεψε ςτθν Ακινα κι άρχιςε θ νζα ςχολικι χρονιά όλεσ κι όλοι οι ςυμμακθτζσ τθσ, επιςιμαναν πόςο μεγάλωςε και ψιλωςε το καλοκαίρι που πζραςε. Θ ίδια κι οι δικοί τθσ δεν το παρατιρθςαν γιατί όταν βλζπεςαι κάκε μζρα δεν παρατθρείσ εφκολα τισ μεταβολζσ. [18]
Τότε και θ ίδια το κατζγραψε. Μετρικθκε ςτον τοίχο που υπιρχαν τα προθγοφμενα ςθμάδια. Ψιλωςε τζςςερισ πόντουσ. Μαηί άρχιςε να μεταςχθματίηεται το ςϊμα τθσ και να δείχνει πωσ ςτθν πορεία κα γίνει μια αξιοπρόςεκτθ κοπζλα. Άρχιςε να τθν απαςχολεί το κζμα , να προςζχει τθν εμφάνιςι τθσ, να περιποιείται το ςϊμα τθσ. Γυμνϊκθκε μπροςτά ςτον ολόςωμο κακρζπτθ και μελζτθςε το ςϊμα του εκατοςτό με εκατοςτό. Σε λίγο χρόνο κα άρχιςαν να τθν βαςανίηουν οι ορμονικζσ μεταμορφϊςεισ που ζρχονται ςτισ κοπζλεσ και τισ κάνουν παρζα ςτο μεγαλφτερο διάςτθμα τθσ υπόλοιπθσ ηωισ τουσ. Το ςτικοσ τθσ φάνθκε ότι άρχιςε να φουςκϊνει. Πλα πάνω τθσ προμινυαν τισ αλλαγζσ, που καλπάηοντασ ζρχονταν.
[19]
7. Ο δάςκαλοσ τθσ πζμπτθσ τάξθσ Θ κυρία Γεωργία, θ αγαπθμζνθ δαςκάλα τθσ πρϊτθσ τάξθσ ςυνζχιςε μαηί τουσ και ςτθ δεφτερθ. Αλλά μζχρι εκεί. Στθν τρίτθ και τετάρτθ τουσ ζλαχε μια αδιάφορθ και ολίγον κακότροπθ δαςκάλα. Στθ πορεία ζμακαν ότι αντιμετϊπιηε ςοβαρά προβλιματα ςτο γάμο τθσ και ςίγουρα αυτό αντανακλοφςε ςτθν απόδοςθ τθσ εργαςία τθσ. Δεν είχε τθν υπομονι αλλά και τισ γνϊςεισ να απαντά ςτισ απανωτζσ ερωτιςεισ τθσ Ελπίδασ, οπότε κι αυτι με τθ ςειρά τθσ τθν ζςβθςε, δε ςυμμετείχε ςτο μάκθμα, πράγμα που βόλευε και τθ δαςκάλα γιατί δεν τθν ζφερνε ςε δφςκολθ κζςθ να μθ μπορεί να απαντάει ςτισ ερωτιςεισ τθσ. Απλϊσ ςυνζχιςε να αςχολείται με τισ δικζσ τισ προτεραιότθτεσ, που τισ κεωροφςε και πιο ςθμαντικζσ. Μεταξφ τουσ εκ των πραγμάτων υπιρχε μια άτυπθ ανακωχι. Οι ςυνκικεσ άλλαξαν άρδθν όταν ςτθν πζμπτθ τάξθ τουσ ζπεςε ζνασ δάςκαλοσ, νζοσ ορεξάτοσ και με διάκεςθ προςφοράσ. Πλα αυτά τα ςτοιχεία ξφπνθςαν το ενδιαφζρον τθσ Ελπίδασ και βρικε ςτόχο απαςχόλθςθσ. Μπικε πάλι με όρεξθ ςτθν εξζλιξθ του κακθμερινοφ μακιματοσ και τον λάτρεψε όταν ςε μια ερϊτθςι, τθσ απάντθςε με ειλικρίνεια: - Δεν ξζρω να ςου απαντιςω τϊρα, αλλά ςου υπόςχομαι αφριο να μπορϊ να ςου ζχω κάποια απάντθςθ. Θα δω τα βιβλία μου, αλλά και ςυ ψάξε ςτο ιντερνζτ και αφριο πεσ μασ τι βρικεσ. Πλο το απόγευμα μζχρι αργά το βράδυ κράταγε ςθμειϊςεισ – με τον υπολογιςτι ανοιχτό - και τθν άλλθ μζρα είχε ςτθ φαρζτρα τθσ ζνα ςεβαςτό όγκο πλθροφοριϊν. Ο δάςκαλοσ ςε αυτιν απευκφνκθκε μόλισ μπικε ςτθν τάξθ. Τθσ Ελπίδασ τθσ ιρκε λουκοφμι θ ευκαιρία που τθσ δόκθκε. Ζδωςε με όρεξθ τθν παράςταςι τθσ, όχι μόνο ςτουσ ςυμμακθτζσ τθσ, που λίγο πολφ τθν ιξεραν. Κυριότερα ικελε να εντυπωςιάςει τον δάςκαλο, που κάκε μζρα που περνοφςε τθσ άρεςε όλο και περιςςότερο. Μζςα ςτο μυαλό τθσ δθμιουργοφςε φανταςτικά ςενάρια μαηί του, που περιελάμβαναν και εξωπραγματικζσ προςδοκίεσ. Τθσ άρεςε ο ρόλοσ αυτόσ. Δοφλευε τθ φανταςία και ρουφοφςε τθ νοθτι ευχαρίςτθςθ. Το ανεξιγθτο γι’ αυτιν ιταν ι άγνωςτθσ προζλευςθσ [20]
ζνταςθ και ταραχι που τθν καταλάμβανε κάκε φορά που τον ι τθν πλθςίαηε. Ρου να ξζρει ο ακϊοσ δάςκαλοσ τι βάςανα τθσ δθμιουργοφςε, χωρίσ ςίγουρα να το επιδιϊκει ι ακόμα και να το φαντάηεται. Μζςα ςτο θμερολόγιό τθσ, που με ςυνζπεια ςυνζχιςε να κρατάει, υπιρχαν καταγραμμζνεσ μια ςειρά ενδόμυχεσ και τολμθρζσ ςκζψεισ που αλίμονο αν γινόταν κτιμα ματιάσ ενόσ τρίτου. Γι αυτό πάντα τα γεμάτα τετράδια που ιδθ άρχιηαν να ςωρεφονται με το χρόνο τα ζκρυβε με επιμζλεια ςτο κλειδωμζνο ςυρτάρι του γραφείου τθσ. Μζχρι τϊρα οι δικοί τθσ είχαν ςεβαςτεί τθν επικυμία τθσ. Εναγωνίωσ ηθτοφςε αδελφι ψυχι. Ζνα φίλο με ανθςυχίεσ και ανάλογα ενδιαφζροντα. Να τον κάνει κοινωνό κάποιων κειμζνων τθσ, ίςωσ πρωτόλειων, ίςωσ ανάξιων προςοχισ, αλλά ιταν τα δικά τθσ γραπτά. Κείμενα που γράφτθκαν με προςπάκεια, με αίςκθμα κι αγάπθ. Μζχρι τϊρα περπατοφςε ςτο ςκοτάδι. Δεν ιξερε τι αξία ζχουν, μα θ αλικεια ιταν πωσ φοβόταν κιόλασ τθν απόρριψθ.
[21]
8. Σο καλοκαίρι που τζλειωςε το δθμοτικό Ρριν λίγεσ μζρεσ είχε ςυμβεί το απευκταίο. Τθσ ιρκε θ περίοδοσ, ίςωσ πιο ςφντομα από άλλεσ ςυμμακιτριζσ τθσ. Βεβαίωσ ιταν ψυχολογικά προετοιμαςμζνθ από τθ μάνα τθσ, αλλά και από ςυηθτιςεισ με άλλα ςυνομιλικα κορίτςια ςτο ςχολείο. Το γεγονόσ δεν ιταν κεραυνόσ εν αικρία. Ιταν αναμενόμενο και τθν πρϊτθ φορά παρά το γεγονόσ ότι βριςκόταν ςτο αςφαλζσ περιβάλλον του ςπιτιοφ τθσ και είχε τθν αμζριςτθ βοικεια τθσ μάνασ τθσ, τθν κατζκλυςε ζνα δυςάρεςτο και πνιγθρό ςυναίςκθμα. Είναι χαρακτθριςτικό ότι δεν κοινϊνθςε το γεγονόσ ςε κανζναν. Οφτε ςτθν κολλθτι τθσ τθν Κικι, ενϊ αυτι θ κακομοίρα τθσ εξομολογείτο τα πάντα που τθσ ςυνζβαιναν. Από τθν επόμενθ φορά όμωσ το ςυνικιςε και μετά είδε και τθ κετικι πλευρά του γεγονότοσ. Ωρίμαςε πλζον, ωσ γυναίκα και πζραςε πια ςε άλλθ φάςθ. Είχε παρατθριςει τισ μεταβολζσ ςτο ςϊμα τθσ, είχε νιϊςει τισ ορμονικζσ αλλαγζσ ςτον εαυτό τθσ και τισ αναςτατϊςεισ που προκαλοφν. Στα δυο τελευταία χρόνια είχε γίνει μια κοπελίτςα αξιοπρόςεκτθ με προοπτικζσ ακόμα καλφτερεσ ςτο μζλλον. Δεν ιταν χαηι. Ιξερε τθν αξία τθσ και είχε μεγάλεσ απαιτιςεισ από τθ ηωι. Αυτό ςε ςυνδυαςμό με τον αυξθμζνο εγωιςμό που τθ χαρακτιριηε ίςωσ να το πλιρωνε αργότερα ςτθ ηωι τθσ. Εκτόσ αν εγκαίρωσ άλλαηε μυαλά. Αυτό το καλοκαίρι, με δικι τθσ πίεςθ είχε πείςει τουσ γονείσ τθσ να πάει μόνθ καταςκινωςθ. Μετά από πολφ ψάξιμο πιγε ςε μια καταςκινωςθ για ζφθβουσ κάπου ςτθν Ρελοπόννθςο. Δφςκολα ο πατζρασ τθσ κα τθσ χαλοφςε το χατίρι και κα αρνιόταν να πραγματοποιιςει όποια επικυμία τθσ. Ζτςι, χωρίσ γκρίνια και διςταγμό πλιρωςε τα ακριβά τροφεία για ζνα εικοςαιμερο. Στθ καταςκινωςθ το περιβάλλον ιταν για τθν Ελπίδα παρκζνο. Αρχικά δεν βρικε κανζνα άμεςα γνωςτό, αλλά γριγορα ανακάλυψε άτομα, που είχαν κοινοφσ γνωςτοφσ. Το κετικό ιταν ότι θ πλειοψθφία των παιδιϊν ιταν παιδιά του γυμναςίου, άρα μεγάλθ γκάμα να κάνει νζεσ κι ίςωσ ενδιαφζρουςεσ γνωριμίεσ. [22]
Στο δεφτερο απόγευμα ςε ζνα δίωρο ελεφκερο από τα ομαδικά προγράμματα, που ςυνθκίηονται ςτισ καταςκθνϊςεισ, είδε ζνα αγόρι να διαβάηει κάτω από το πεφκο ζνα βιβλίο. Δεν ζχαςε καιρό. Ριγε κοντά του και τον ρϊτθςε τι διαβάηει. Ζπεςε από τα ςφννεφα. Εκεί, μζςα, ςτισ ςυνκικεσ τθσ εξοχισ, ζνα ςυμπακθτικό αγόρι διάβαηε ποίθςθ και όχι μόνο. Διάβαηε τον αγαπθμζνο τθσ ποιθτι. Τον Οδυςςζα Ελφτθ. Ρροςανατολιςμοί. Ζκπλθξθ μεγάλθ, αλλά και ευχάριςτθ. Δεν κα τθν άφθνε να περάςει ζτςι. Χωρίσ διςταγμό τον πλθςίαςε και του ςυςτικθκε: - Γεια ςου! Με λζνε Ελπίδα. Βλζπω διαβάηεισ Ελφτθ. - Γεια. Ναι είναι ο αγαπθμζνοσ μου ποιθτισ. - Τον ζχω κι εγϊ μελετιςει αρκετά. Δε μου είπεσ το όνομά ςου. - Νίκο με λζνε. - Νίκο, ςε ποια τάξθ πασ; - Θα πάω τρίτθ. - Ωραία. Εγϊ κα πάω πρϊτθ. Τι άλλο διαβάηεισ; - Διάφορα. Καλφτερα να πω ό,τι πζφτει ςτα χζρια μου. Τον Ελφτθ, μου τον ζκανε δϊρο ο πατζρασ μου! - Ζχουμε κοινά ενδιαφζροντα. Θα ικελεσ να κάνουμε παρζα; Εδϊ ςτθ καταςκινωςθ δεν ζχω κανζνα δικό μου φίλο. Τα ςυμφϊνθςαν όλα και αντάλλαξαν τισ πρϊτεσ χριςιμεσ πλθροφορίεσ για το άτομό τουσ. Ο Νίκοσ ιταν από τθν Ράτρα, οι γονείσ του εκπαιδευτικοί – φιλόλογοι κι οι δυο - και ο ίδιοσ μάλλον κα ακολουκιςει τον ίδιο δρόμο, χωρίσ να το ζχει ακόμα αποφαςίςει οριςτικά. Ιταν παιδί του διαβάςματοσ κι αυτό ιταν θ ςυγκολλθτικι ουςία που τουσ ζνωςε και περνοφςαν μαηί όλο τον ελεφκερο χρόνο τουσ. Συμφϊνθςαν τουσ τρόπουσ με τουσ οποίουσ κα διατθροφν επαφι μετά τθν καταςκινωςθ. Πχι μόνο με το facebook και skype. Θ Ελπίδα επζμενε: - Θζλω να ανταλλάςουμε γράμματα. Να λζμε αναλυτικά τισ ςκζψεισ μασ κι όχι μόνο τα νζα μασ. Να μπορϊ να τα διαβάηω, όποτε κζλω! Θ Ελπίδα ενκουςιϊδθσ και παρορμθτικι δεν του άφθςε περικϊρια για άρνθςθ. Ο Νίκοσ αιχμαλωτίςτθκε από τον ενκουςιαςμό τθσ και υπζκυψε ςτισ απαιτιςεισ τθσ.
[23]
- Ζχω γράψει κάποια ποιιματα και διθγιματα. Δεν τα ζχω δείξει ακόμα ςε κανζναν. Θα ςου ςτείλω μερικά να μου πεισ τθ γνϊμθ ςου. Εντάξει; Ζτςι θ Ελπίδα απζκτθςε τον πρϊτο πνευματικό τθσ φίλο. Δυςτυχϊσ όλεσ τισ υπόλοιπεσ μζρεσ ο Νίκοσ δεν τθσ κίνθςε κακόλου το ενδιαφζρον, ωσ άντρασ. Δεν ιταν άςχθμοσ. Ιταν γλυκόσ, ιταν καλόσ, αλλά μζχρι εκεί. Ράκοσ μθδζν. Θ καταςκινωςθ, πάνω ςτθν οποία είχε κτίςει απ’ τθν αρχι πολλζσ προςδοκίεσ να βρει ζνα αγόρι που να τθ ςυναρπάςει, να τθσ γεννιςει δυνατά αιςκιματα, να αγκαλιαςτεί και να φιλθκεί, ζμειναν μόνο ςτο επίπεδο των προςδοκιϊν.
[24]
9. Γυμναςιοκόριτςο Τθ χρονιά που θ Ελπίδα άλλαηε περιβάλλον πθγαίνοντασ ςτο γυμνάςιο, ο αδελφόσ τθσ ζφευγε για το Λφκειο. Το Λφκειο βριςκόταν ςε άλλο κτιριο. Αυτό τθσ δθμιουργοφςε αμφίςθμα αιςκιματα. Μςωσ κα ικελε να τον ζχει κοντά τθσ, αλλά πάλι, αν αυτό γινόταν, κα είχαμε μια ςειρά μπερδζματα και φαςαρίεσ μεταξφ τουσ. Ιταν δεδομζνο ςτθν οικογζνεια ότι θ ατίκαςθ Ελπίδα δεν ανεχόταν μφγα ςτο ςπακί τθσ. Γιόρταςε τα δωδζκατα γενζκλιά τθσ κι ακόμα δεν είχε δοκιμάςει ερωτικό φιλί. Ξεφτίλα του κερατά! Ασ το διάολο! Ευτυχϊσ μπορεί να κρφβει τθν «ντροπι» τθσ μζςα ςτο κλίμα τθσ μόνιμθσ απόκρυψθσ των προςωπικϊν τθσ δεδομζνων, που με ςυνζπεια κρατοφςε, ωσ τακτικι, από τθν αρχι. Μςωσ κα πρζπει να χαμθλϊςει τον πιχθ των απαιτιςεϊν τθσ. Ναι με τθν πρϊτθ ευκαιρία πρζπει να αφεκεί. Θ αλικεια είναι ότι από τθν πρϊτθ μζρα ςτο γυμνάςιο κατακλφςτθκε με νζεσ εικόνεσ. Αρκετοί νζοι ςυμμακθτζσ, τα παιδιά των μεγαλφτερων τάξεων και οι κακθγθτζσ. Θ ίδια πρζπει να δϊςει νζα μάχθ, να δείξει τισ ικανότθτζσ τθσ. Τθσ είναι αναγκαίο και υπαρξιακό να ζχει τθ παραδοχι ςτο περιβάλλον τθσ. Ιταν ακόμα μικρι να ξζρει ότι οι πολφ δυναμικζσ κι ζξυπνεσ γυναίκεσ φοβίηουν τουσ άντρεσ. Μπορεί να τισ καυμάηουν αλλά δεν τισ γουςτάρουν και για γκόμενεσ. Κάνουν μεταβολι και φεφγουν. Κα χρειαηόταν κι άλλοσ χρόνοσ και να πατιςει μερικζσ πεπονόφλουδεσ μζχρι να το καταλάβει. Μια από τισ πρϊτεσ εκκρεμότθτεσ ιταν να γράψει ςτον πατρινό φίλο τθσ το Νίκο, τισ πρϊτεσ εντυπϊςεισ απ’ το ςχολείο. Μαηί του ζςτειλε και τρία ποιιματα ηθτϊντασ του να τθσ πει μια ειλικρινι γνϊμθ. Θ ευκαιρία τθσ δόκθκε ςτο πάρτι γενεκλίων τθσ Ντίνασ. Μια ςυμμακιτριά τθσ, άνετθ και προωκθμζνθ ςτισ ςχζςεισ και επαφζσ με τουσ ανκρϊπουσ, αλλά το επίπεδο τθσ ωσ μακιτριασ, χαμθλό. Μςωσ γιατί θ προςοχι τθσ ιταν προςανατολιςμζνθ ςε πιο «χρθςτικά» γι’ αυτιν αντικείμενα. Εκεί ο «όμορφοσ» τθσ ηιτθςε να χορζψουν. Δεν ιξερε οφτε το όνομα του. Σθκϊκθκε με κετικι διάκεςθ. Τθν ζςφιξε αμζςωσ πάνω του, τόςο που αιςκάνκθκε αμθχανία, αλλά από μζςα τθσ είπε: [25]
… Αο ηνλ λα δνύκε πνπ ζα θηάζεη! Κόλλθςε το μάγουλο και το ςϊμα του πάνω τθσ. Αυκόρμθτα τθσ ιρκε να τον ςπρϊξει μακριά, αλλά ςφντομα τθν κυρίευςε μια παράξενθ ηεςταςιά που ανζςτειλε κάκε αντίδραςθ τθσ. Χωρίσ να το καταλάβει πϊσ ζγινε αυτό, βρζκθκαν ςε μια γωνιά του διαμερίςματοσ κι ο νεαρόσ με περίςςιο κάρροσ τθσ ζςτρεψε το πρόςωπο και εκεί, μπροςτά ςτα μάτια των άλλων, κόλλθςε τα χείλθ του ςτα δικά τθσ. Αιφνιδιάςτθκε πλιρωσ. Αυτόματα και χωρίσ να το καταλάβει, άνοιξαν και τα δικά τθσ χείλθ. Ανταποκρίκθκε ςτο φιλί και τθσ άρεςε. Αμζςωσ ςυνιλκε και ςχεδόν βίαια τον απομάκρυνε. Επζςτρεψε αναςτατωμζνθ ςτθ καρζκλα τθσ, όπου δίπλα κακόταν θ δικιά τθσ, θ Κικι. - Ροιοσ είναι αυτόσ, μαρι; Θ άλλθ ζτρεξε να μάκει και ςφντομα γφριςε με απαντιςεισ: - Τάκθσ. Β’ Γυμναςίου. Μαροφςι! Τθσ ιρκαν αυκορμιτωσ γζλια με τθν τθλεγραφικι πλθροφόρθςθ τθσ Κικισ, αλλά το γεγονόσ ιταν άλλο. Τθν φίλθςαν! Ζκανε επιτζλουσ ςεφτζ. Τθσ άρεςαν πολλά. Ρρϊτο το ίδιο το φιλί και θ ηεςταςιά που ςυνάντθςε ςτα χείλθ του. Δεφτερο θ ολόςωμθ επαφι που τθσ επζβαλε με το ζτςι κζλω και τρίτον θ αποφαςιςτικότθτα του. Με βάςθ τθν προϊςτορία των αντιδράςεων τθσ κα ζπρεπε ακαριαία να τον χαςτουκίςει. Δεν το ζκανε. Αντίκετα τον αναηιτθςε μζςα ςτο δωμάτιο και δεν τον είδε. Με τθν Κικι αγκαηζ βγικαν αναηθτϊντασ δικεν τουαλζτα. Τον ζψαξαν, αλλά δεν τον ςυνάντθςαν πουκενά. Λεσ και τον κατάπιε θ Γθ. Πταν αργότερα πιγε ςπίτι τα ζφερε εξαρχισ ςτο μυαλό τθσ. Οι εντυπϊςεισ ίδιεσ, αλλά μια καινοφρια επικυμία τθν κατζκλυςε. Ρρζπει να τον ξαναδεί. Γιατί; Δεν ξζρει ακόμα. Ασ μθν μπλζξει όμωσ τρίτο άτομο. Καλι και χριςιμθ θ Κικι, αλλά τθσ ιταν δφςκολο να δείξει αδυναμία. Ρϊσ όμωσ κα τον βρει; Δε κα είναι υποτιμθτικό να ςτθκεί ζξω από το ςχολείο; Υπάρχει άλλθ λφςθ; Ασ μθ βιαςτεί, ασ αφιςει να περάςει λίγοσ χρόνοσ για να κατακάτςουν οι πρϊτεσ εντυπϊςεισ.
[26]
10. Ο χρόνοσ κυλάει Δυςτυχϊσ ο εγωιςμόσ δεν τθν άφθςε να ηθτιςει από τρίτουσ πλθροφορίεσ για τον Τάκθ και το πζραςμα των μθνϊν άμβλυναν τθν επικυμία τθσ να τον γνωρίςει. Τι ιταν άλλωςτε; Ζνα απλό φιλί και μόνο, ενϊ αυτι για να ςβιςει τθ φωτιά που καίει μζςα τθσ χρειάηεται κρουνό τθσ πυροςβεςτικισ. Αυτι κζλει να ηιςει τουσ μεγάλουσ ζρωτεσ, που διαβάηει ςτα βιβλία, τισ ερωτικζσ ςκθνζσ που βλζπει ςτισ ταινίεσ. Να δοκιμάςει αυτά που με φόβο, αλλά και πρωτόγνωρθ διζγερςθ ανακάλυψε ςε ιςτοςελίδεσ του Λντερνζτ και κρυφά από τουσ δικοφσ τθσ ζχει πολλζσ φορζσ τελευταία επιςκεφτεί και είδε. Ανακάλυψε με ντροπι τον τρόπο να νιϊςει γλφκα μόνθ τθσ, αλλά αμζςωσ μετά ορκιηόταν ότι δεν κα το επαναλάβει. Πχι! Είναι υποτίμθςθ του εαυτοφ τθσ. Πμωσ τότε κατάλαβε ότι άλλο είναι να δίνεισ υπόςχεςθ κι άλλο είναι να τθν τθρείσ Πλο αυτόν το χρόνο αντάλλαηε επιςτολζσ με τον πατρινό Νίκο, αλλά αυτι θ ςχζςθ διατθροφςε τθν εξαρχισ φιλικι τθσ μορφι, που ςτθ πορεία απόκτθςε και φιλολογικό ενδιαφζρον γιατί ο Νίκοσ είχε τελικά πραγματικά πνευματικά ενδιαφζροντα και τισ αντίςτοιχεσ ικανότθτεσ. Τϊρα ςε λίγουσ μινεσ κα ολοκλιρωνε τθν δεφτερθ τάξθ ςτο γυμνάςιο. Ιταν προσ το τζλοσ τθσ ςχολικισ χρονιάσ τθσ δευτζρασ γυμναςίου και θ άνοιξθ ιταν παροφςα με τισ φουςκοδεντριζσ τθσ, τισ όμορφεσ μυρωδιζσ των ανκιςμζνων δζντρων και τθν αφόρθτθ πίεςθ μζςα ςτο κάκε ηωντανό οργανιςμό να επικοινωνιςει με το ςυνάνκρωπό του, να δϊςει και να πάρει αγάπθ. Λδιαίτερα ς’ ζνα νζο κορίτςι, παρκζνο, αδοκίμαςτο, ακόμα λευκό χαρτί, αλλά με κεωρθτικι γνϊςθ για το μερίδιο, που δικαιοφται, ωσ ανκρϊπινο πλάςμα, ςτθ ηωι. Ζνα Σάββατο απόγευμα του Μάθ με τθν παρζα του αδελφοφ τθσ ιταν ςε ζναν από τουσ κινθματογράφουσ του Μαρουςιοφ να δοφνε μια ταινία του Χάρι Ρότερ. Στο διάλειμμα τθσ ταινίασ κακϊσ ζβγαινε ςτο φουαγζ αιςκάνκθκε να τθσ βάηουν κάτι ςτο χζρι. Γφριςε να δει. Κι ιταν ο Τάκθσ, που ιδθ απομακρυνόταν. Ράλι δεν πρόλαβε να του μιλιςει. Άνοιξε τθν παλάμθ τθσ κι είδε ζνα μικρό χαρτάκι με ζναν αρικμό [27]
κινθτοφ. Α, ηνλ κπαγάζα!, είπε. Μζςα τθσ ξφπνθςαν οι μνιμεσ. Ακόμα και θ αίςκθςθ του φιλιοφ του. Δεν είχε ξεχάςει τελικά τίποτα. Οι μνιμεσ τθσ που κοιμοφνταν φπνο ελαφρφ και με τθν πρϊτθ αφορμι ξφπνθςαν απαιτθτικζσ και ηθτοφςαν ςυνζχεια. Τθσ ιταν αδφνατο να ςυγκεντρωκεί ςτθ ςυνζχεια τθσ ταινίασ. Είπε ςτον αδελφό τθσ ότι πάει ςτθν τουαλζτα. Μόλισ βγικε ςτο φουαγζ τον πιρε τθλζφωνο. Τθσ απάντθςε μια χαμθλι φωνι: - Ροφ είςαι; - Στο φουαγιζ! - Ζρχομαι! Δεν πζραςαν δζκα δεφτερα κι εμφανίςτθκε ο Τάκθσ να βγαίνει απ’ τθν αίκουςα: - Γεια ςου! Χωρίσ κακυςτζρθςθ και χωρίσ να τθν ρωτιςει τθν άρπαξε αγκαηζ και τθν ζμπαςε πάλι ςτθν αίκουςα, όπου θ ταινία ςυνεχιηόταν και οι κεατζσ ιταν προςθλωμζνοι ςτα διαδραματιηόμενα. Στριμϊχτθκαν ςτθν πίςω γωνιά και χωρίσ να χάςει καιρό τθσ είπε: - Τάκθ με λζνε και κζλω να ςε δω πιο άνετα! Δεν του είπε ότι το ξζρει. Θ ίδια ςυμπλιρωςε: - Εμζνα Ελπίδα Εκεί ςτο ςτρίμωγμα, με το φόβο ολάκερο μζςα τθσ μθν τθ δει κανζνασ από τθν παρζα τθσ, του πρόςφερε τα χείλθ τθσ κι αυτόσ λαίμαργα τα ροφφθξε, ενϊ τα χζρια του φυλάκιςαν δυνατά όλο το κορμί τθσ. Αναςτζναξε από ευχαρίςτθςθ. Σφντομα τον ςυγκράτθςε: - Πχι εδϊ! Θα ςου τθλεφωνιςω. Γεια ςου. Γφριςε ςτθ κζςθ τθσ και κανείσ δεν αντιλιφτθκε κάτι. Θ παρακολοφκθςθ τθσ ταινίασ πιγε περίπατο. Αιςκανόταν τα μάγουλά τθσ να τθν καίνε, αλλά ευτυχϊσ ςτο ςκοτάδι κανείσ δεν μποροφςε να το δει. Είχε πολφ υλικό για να ςκεφτεί απόψε τθ νφχτα…
[28]
11. Επιτζλουσ κάτι γίνεται Πταν γφριςαν ςτο ςπίτι δεν ζβγαλε μιλιά, οφτε ζβαλε μπουκιά ςτο ςτόμα τθσ. Ρροφαςιηόμενθ κοφραςθ κλείςτθκε ςτο δωμάτιο τθσ. Ξάπλωςε ςτο κρεβάτι, ζκλειςε τα μάτια κι ζφερε ςτθ μνιμθ τθσ το ςυμβάν. Τελείωςε, δε χωράει ςυηιτθςθ. Άλλο είναι να το διαβάηεισ, άλλο να το βλζπεισ κι άλλο να το ηεισ. Καμιά ςχζςθ. Κυμικθκε τθν αναςτάτωςθ όταν τον είδε πάλι μετά από τόςο καιρό, τθν αδθμονία τθσ να τον πάρει αμζςωσ τθλζφωνο, τθ χαρά τθσ όταν ςυναντικθκαν, τθ γλυκιά ευχαρίςτθςθ όταν τθν αγκάλιαςε, τθν παράλυςθ, που τθν κατακυρίευςε όταν τα χείλια του ςκζπαςαν τα δικά τθσ. Αχ μωρζ! Γιατί δεν είχαν χρόνο να χαροφν τθ ςυνάντθςι τουσ, χωρίσ το φόβο των ανκρϊπων που ιταν γφρω τουσ! Πμωσ, τϊρα είναι το καλό. Θ ευκαιρία είναι μπροςτά τθσ. Επιτζλουσ άνοιξε και για τθ ςτερθμζνθ ψυχι τθσ ο δρόμοσ. Αφριο κιόλασ κα τον πάρει τθλζφωνο. Ναι, αλλά πρζπει να ςκεφτεί μζχρι ποφ είναι αποφαςιςμζνθ να φτάςει. Τι νιϊκει, πϊσ βλζπει τθ ςχζςθ με τον Τάκθ. … Βξε δελ πάλε ζην δηάνιν όια απηά ηα εξσηήκαηα! Κξαηήκαηα θη αλαζηνιέο. Φηάλεη πηα! Θα αθνύζεη κόλν ηε θσλή ηεο θαξδηάο ηεο θη όηη απηή πξνζηάδεη! Το πρωί που ξφπνθςε πεινοφςε ςα λφκοσ. Μιπωσ επειδι χκεσ ζπεςε νθςτικι ι οι νζεσ προοπτικζσ ιταν αυτζσ που τθσ άνοιξαν τθν όρεξθ; Ζφαγε λαίμαργα και γερά. Ροια ϊρα είναι κατάλλθλθ να τον πάρει τθλζφωνο; Κα ζχει ξυπνιςει άραγε; Νζοι μπελάδεσ ςτο κεφάλι τθσ, αλλά γοφςταρε. Δεν άντεξε περιςςότερο ςτο περίμενε. Στισ 10 το πρωί του τθλεφϊνθςε. Δεν υπολόγιςε κακόλου τον κίνδυνο μιπωσ φανεί πειναςμζνθ και διακζςιμθ. Θ φωνι από τθν άλλθ πλευρά ακοφςτθκε αγουροξυπνθμζνθ: - Ναι, ποιοσ είναι; - Ζλα, εγϊ είμαι! Στιγμζσ διςταγμοφ κι αμζςωσ ςυνζχιςε: - Είςαι να ςυναντθκοφμε ςιμερα το απόγευμα; - Αμζ, μζςα. Ροφ όμωσ και πότε; [29]
Σκζφτθκε λίγο και του πρότεινε: - Στισ ζξι ςτον Ηλεκτρικό. Στο Μαροφςι. Με κατεφκυνςθ για Ακινα. - Ζγινε! Τι κα πει ςτθ μάνα τθσ; Με ςυμμακθτζσ τθσ κα πάει ςτθ Κθφιςιά για παγωτό. Δε κα ζχει αντίρρθςθ κι αν ζχει ασ τθν κρατιςει για τον εαυτό τθσ. Μωρζ! Είναι μεγάλθ κοπζλα πια κι ζχει δικαιϊματα. Υποχρεϊςεισ όμωσ; Άςε. Δεν είναι καιρόσ τϊρα για τζτοια ενοχλθτικά ερωτιματα. Ο αδελφόσ τθσ; Μάλλον ζχει τα δικά του. Ο μπαμπάσ; Αυτόν τον ζχω ςτο χζρι. Λίγο νάηι, ζνα φιλάκι κι ζλιωςε! Αυτι είχε ζτοιμο το ςχζδιο. Κα πάνε ςτο Κθςείο. Πταν ςυναντικθκαν ο Τάκθσ οφτε ρϊτθςε ποφ πάνε. Άφθςε ςτθν Ελπίδα όλθ τθν πρωτοβουλία. Μπικαν ςτο βαγόνι και αμζςωσ τον πζραςε από ανάκριςθ για τα πάντα. Ταυτόχρονα, ςυμπλιρωνε και τισ αντίςτοιχεσ πλθροφορίεσ από τθ δικι τθσ πλευρά. Είναι μοναχογιόσ και θ μάνα του τον ζχει ςτο όπα- όπα. Ο πατζρασ του ζχει λογιςτικό γραφείο με πελάτεσ μεγάλεσ επιχειριςεισ και του ζχει ηαλίςει τα αυτιά να κάνει οικονομικζσ ςπουδζσ για να μπει ςτο γραφείο και μελλοντικά να τον διαδεχκεί. Αυτόσ δε γουςτάρει με τίποτα. Βζβαια ςαν μακθτισ δεν ζχει κανζνα φανατιςμό, οφτε ζχει καταλιξει ςτο τι κζλει. Μάλλον κα πάει ςτο εξωτερικό για ςπουδζσ. Στο κζμα αυτό κι θ Ελπίδα του είπε ότι και θ ίδια δεν ζχει καταλιξει οριςτικά: - Ασ αποκλείςουμε βζβαια τισ κετικζσ ςχολζσ. Ίςωσ φιλολογίαιςτορία- αρχαιολογία. Ίςωσ νομικι αλλά ςίγουρα όχι δικθγόροσ. Μπορεί δθμοςιογράφοσ! Τθσ είπε: - Ζχουμε ακόμα καιρό. Τθ νζα χρονιά πάω Γ’ γυμναςίου. Από του χρόνου ίςωσ πάω φροντιςτιριο. - Εγϊ φζτοσ κα τελειϊςω τθ Β’ γυμναςίου. Γαμϊτο ο χρόνοσ δεν προχωράει με τίποτα! Κατζβθκαν ςτο Κθςείο και άρχιςαν να ανεβαίνουν τθν Αποςτόλου Ραφλου. Δε ςταμάτθςαν ςτα όμορφα καφενεία που αφκονοφςαν ςτθ περιοχι, που ιταν γεμάτα με νζουσ. Χωρίσ να ποφνε λζξθ, χωρίσ να ςυμφωνιςουν ςε τίποτα από πριν, μζςα ςτο μυαλό τουσ κυκλοφοροφςε θ ίδια ςκζψθ κι επικυμία. Να βροφνε μια μοναχικι [30]
γωνιά για ν’ αφιςουν ελεφκερθ τθν καταπιεςμζνθ επικυμία που τουσ πνίγει για επαφι, φιλιά κι αγκαλιζσ. Δυο νζα παιδιά γεμάτα με ηουμιά και απορίεσ για το άγνωςτο, που υπάρχει γφρω από το τομζα αυτό μζςα τουσ, περπατοφςαν ςτα ίδια μονοπάτια που πριν χιλιάδεσ χρόνια τα είχαν πατιςει μεγακιρια τθσ ανκρϊπινθσ ςκζψθσ. Πχι βζβαια ότι ζκαναν τζτοιεσ ςκζψεισ. Ριγαιναν με αυτόματα βιματα να επαναλάβουν για μια ακόμα φορά τθν αιϊνια λειτουργία ηωισ και γζννθςθσ. Κι όλα ςτο αμίλθτο και ςτο μουγκό. Ρερπατϊντασ ςτα πλακοςτρωμζνα μονοπάτια του Ρικιϊνθ ςτο φψοσ τθσ εκκλθςίασ του Λουμπαρδιάρθ χϊκθκαν ςτα ςτενά δρομάκια ςτθν αριςτερι πλευρά του λόφου και ςφντομα βρικαν μια απομονωμζνθ γωνιά. Μζροσ κατάλλθλο να κακίςουν πάνω ςτουσ αρχαίουσ βράχουσ. Το παράξενο είναι ότι δεν αντάλλαξαν οφτε μια κουβζντα. Χωρίσ κακυςτζρθςθ, αγκαλιάςτθκαν απελπιςμζνα και ο ζνασ ζςφιξε τον άλλο με τθν πιεςτικι λαχτάρα να γευτοφν τον απαγορευμζνο καρπό. Τα χείλια τουσ ςμίξανε λεσ κι ζνασ αόρατοσ φυςικόσ μαγνιτθσ τα ωκοφςε με δφναμθ να ενωκοφν. Θ Ελπίδα ζνιωςε τθν ανατριχίλα να διαπερνά το ςϊμα τθσ ςαν μια - ευτυχϊσ ακίνδυνθ θλεκτρικι εκκζνωςθ και παραδόκθκε ςτισ καινοφριεσ εμπειρίεσ, χωρίσ να κρατάει καμιά άμυνα. Ο Τάκθσ αςυγκράτθτοσ κατζβθκε ςτο λαιμό τθσ και ςτθ χαράδρα ανάμεςα ςτα ςτικια τθσ. Θ Ελπίδα βόγκθξε από ευχαρίςτθςθ. Δεν χρειαηόταν προςπάκεια να φτάςει ςτθν ιδθ γυμνι κοιλιά τθσ, ενϊ το ζνα του χζρι άρχιςε να ψαχουλεφει κάτω απ’ τθν κοντι φοφςτα τθσ. Πλα τθσ ιταν καινοφργια. Κάποια ςτιγμι ςαν αςτραπι πζραςε απ’ το μυαλό τθσ ζνασ διςταγμόσ μιπωσ βιάηεται, αλλά το ορμθτικό κφμα τθσ επικυμίασ και τθσ ξυπνθμζνθσ διζγερςθσ, ιρκε με όλθ τθν ταχφτθτα ςαν τυφϊνασ και τον ζςτειλε ςτον αγφριςτό. Τϊρα, τϊρα! Εκεί ςτθν άβολθ υπαίκρια κζςθ με τθν πρϊτθ αποφάςιςε να τα δοκιμάςει όλα κι ότι κζλει ασ γίνει. Αλλά τι κρίμα! Θ απειρία του ςυντρόφου τθσ ςφάλιςε αυτι τθ δυνατότθτα, Ζνασ πρόωροσ ςπαςμόσ του Τάκθ τον αποτζλειωςε. Θ Ελπίδα το μόνο που κατάλαβε ιταν θ υγραςία ανάμεςα ςτα μποφτια τθσ πριν ακόμα το βρακάκι τθσ κατζβει από τθν αρχικι του κζςθ. Ο Τάκθσ βόγκθξε λζγοντασ: [31]
- Πχι ρε γαμϊτο! Συγνϊμθ μωρζ Ελπίδα! Ραρκζνοσ κι αυτόσ δεν μπόρεςε να κουμαντάρει τισ καταςτάςεισ. Θ Ελπίδα χωρίσ να ζχει καταλάβει τι ακριβϊσ ςυνζβθ μ’ ζνα χαρτομάντιλο ςκοφπιςε ό,τι μποροφςε, ενϊ ο άλλοσ γεμάτοσ ντροπι και ενοχζσ είχε πια κατεβαςμζνα μοφτρα. Ζνα κφμα ψφχρασ ιρκε και εγκαταςτάκθκε ανάμεςά τουσ. Ριραν αμίλθτοι το δρόμο του γυριςμοφ και μόνο λίγο πριν χωρίςουν θ Ελπίδα ζκανε μια προςπάκεια να ςπάςει τον πάγο που είχε μεταξφ τουσ εγκαταςτακεί: - Δε μ’ αρζςει να ςε φωνάηω Τάκθ. Ροιο, αλικεια είναι το βαφτιςτικό ςου; - Ραναγιϊτθσ. - Α, ωραία. Εγϊ το προτιμϊ. Ζτςι κα ςε λζω! Ιταν για τον Τάκθ το κετικό μινυμα τθσ ςυνζχειασ. Τθ ςυνόδευςε μζχρι ςχεδόν το ςπίτι τθσ λζγοντασ: - Θα ςε πάρω αφριο τθλζφωνο! - Εντάξει! του απάντθςε.
[32]
12. Περίςκεψθ Στο ςπίτι δεν αντιμετϊπιςε καμιά ερϊτθςθ. Άλλωςτε δεν άργθςε ιδιαίτερα. Ριγε κατευκείαν ςτο δωμάτιο τθσ να ςκεφτεί όλα τα ςθμερινά. Τι ζγινε αλικεια; Ρζραςε από το μυαλό τθσ όλα τα ςυμβάντα. Ναι, ιταν ζντονα όςα ζηθςε, αλλά ςτο ςτόμα τθσ μζνει μια πικρι γεφςθ. Δεν κα το ζλεγε απογοιτευςθ. Πχι. Ζνιωκε και ηοφςε εκεί ζντονα τισ ςτιγμζσ. Είχε αποφαςίςει να φτάςει ςτο τζρμα. Οικιοκελϊσ. Και ξαφνικά όλα ςταμάτθςαν, λεσ κι ζγινε μια απότομθ διακοπι ρεφματοσ. Λεσ κι ζνα ψυχρό μζτωπο ενζςκθψε ςτο χϊρο, πάγωςε τα μζλθ, αλλά και αιςκιματα. Ο Ραναγιϊτθσ; Δεν ζχει κανζνα παράπονο. Κυμάται τθν αδθμονία τθσ να τον ςυναντιςει, κυμάται πόςο όμορφα ζνιωκε ςτθ αγκαλιά του, τθν θδονι ςτα φιλιά και τα χάδια του, αλλά εκεί που ιταν ζτοιμθ για όλα ιρκε το απότομο και άδοξο τζλοσ. Δεν ξζρει πωσ να το αξιολογιςει. Μιπωσ ζφταιξε αυτι ςε τίποτα; Ζτςι γίνεται με τουσ άντρεσ; Ο πρόωροσ ςπαςμόσ είναι ςυνθκιςμζνοσ ςτα αγόρια; Δεν ξζρει τισ απαντιςεισ. Αλλά πρζπει να τισ μάκει κι αυτό είναι δφςκολο. Είναι βλζπεισ κι αυτόσ ο άρρωςτοσ εγωιςμόσ τθσ να μθ μοιράηεται τα προςωπικά τθσ δεδομζνα και άρα να μθ ρωτάει τρίτουσ, για κζματα που - τι να κάνουμε; - δεν τα ξζρει. Μιπωσ ιρκε θ ϊρα να ξανοιχτεί, να γίνει κοινωνικι να δϊςει και να πάρει. Μζλοσ μιασ κοινωνίασ είναι. Δεν είναι μόνθ κι ζρθμθ ςτο ακατοίκθτο νθςί. Με τον Ραναγιϊτθ τι κα γίνει; Χκεσ ζλιωνε γι αυτόν. Ρϊσ μπορεί να τον ςβιςει για κάτι που κιόλασ δεν καταλαβαίνει; Πχι, αφριο κα τον πάρει τθλζφωνο, μθ γίνει καμιά παρεξιγθςθ, αλλά ζνα διάλειμμα μεταξφ τουσ δεν είναι και κακι ιδζα. Ζτςι κι αλλιϊσ ςε μια βδομάδα τελειϊνει θ ςχολικι χρονιά και αρχίηουν οι κερινζσ διακοπζσ. Ιδθ θ οικογζνεια τθσ ζχει αποφαςίςει. Το καλοκαίρι κα το περάςει ςτο Βόλο, ςτθν αδελφι τθσ μάνασ τθσ. Στο τθλζφωνο που τον πιρε τθν επόμενθ μζρα ανίχνευςε μια ζρπουςα ψυχρότθτα, οπότε δεν τθσ κακοφάνθκε που δεν ορίςτθκε ραντεβοφ για τθν επόμενθ ςυνάντθςθ. Τθν πρωτοβουλία ασ τθν πάρει αυτόσ. ηγά κελ ηνλ παξαθαιέζνπκε θηόιαο! [33]
Τϊρα είναι θ ϊρα να γράψει ζνα αναλυτικό γράμμα ςτον πνευματικό τθσ φίλο. Τον Νίκο απ’ τθν Ράτρα. Ιταν γι αυτιν μια απαςχόλθςθ που τθν ευχαριςτοφςε, αφοφ αντάλλαςςε φιλολογικζσ απόψεισ με ζνα καλλιεργθμζνο παιδί, αντίςτοιχθσ με τθν ίδια, κουλτοφρασ. Τα γράμματα ιταν ςυγχρόνωσ μια άςκθςθ γραφισ, κάτι που ςυνζπιπτε με τθ μελλοντικι τθσ φιλοδοξία να αςχολθκεί με το είδοσ. Στθν κολλθτι τθσ Κικι εκ των πραγμάτων ζπρεπε να τθσ πει τι ζγινε. Βζβαια χωρίσ όλα τα ςτοιχεία και τισ λεπτομζρειεσ. Με τθν πρϊτθ ευκαιρία αυτό ζγινε. Από τον Τάκθ ςιγι αςυρμάτου. … Γελ πάεη κσξέ λα πληγεί;
[34]
13. Η διάψευςθ Το πλοίο είχε εδϊ και μια ϊρα φφγει απ’ το λιμάνι και ταξίδευε ςτθν ανοιχτι κάλαςςα. Αυτι τθν ϊρα φφςαγε ζνα ελαφρό αεράκι, που μόλισ ανατάραηε με ζναν ανεπαίςκθτο κυματιςμό τθν επιφάνεια του νεροφ, ενϊ το πλοίο ακολουκοφςαν πειςματικά μερικοί γλάροι, με τθν προςμονι ίςωσ να τουσ πετάξουν κάτι από το πλοίο οι επιβάτεσ για να μετριάςουν τθν πείνα τουσ. Δεν του άρεςε θ πολυκοςμία κι απζφυγε να κάτςει ςτθ κλειςτι αίκουςα που ςυνθκίηουν να βρίςκονται οι περιςςότεροι επιβάτεσ. Εκεί που όλοι, μόλισ ξεκινιςει το πλοίο, ςυνωςτίηονται γφρω από το μπαρ για αγορζσ, κυρίωσ φαγθτϊν και ποτϊν. Λεσ κι ζχουν να βάλουν ςτο ςτόμα τουσ οτιδιποτε εδϊ και μζρεσ. Ζνασ ανεξιγθτοσ καταναλωτιςμόσ που από πάντα τον ενοχλοφςε και ποτζ δεν τον μιμικθκε. Εδϊ, ςτθν θκελθμζνθ απομόνωςθ του, ο Μανϊλθσ άφθςε τθ ςκζψθ του να ταξιδζψει. Ρόςο κα ικελε αυτι τθ ςτιγμι τθσ μοναξιάσ του να βρίςκεται δίπλα του ο μυςτικόσ απ’ όλουσ πόκοσ του. Ρϊσ όμωσ; Αφοφ κι αυτι θ ίδια δεν είχε ιδζα τθσ προτίμθςισ του. Ροτζ δεν τόλμθςε να τθσ κάνει ζςτω και μια νφξθ, μια χειρονομία, κάτι τζλοσ πάντων. Πταν κάποια ςτιγμι τα βλζμματά τουσ διαςταυρϊνονταν, ακαριαία αυτόσ τα ζςτρεφε αλλοφ, ενϊ μια κάψα εςωτερικι που από μζςα του πιγαινε να ξεπθδιςει με κόπο και προςπάκεια τθν ζπνιγε πριν προλάβει να φανεί. Γιατί μωρζ να είναι τόςο διςτακτικόσ; Ρότε κα τολμιςει να δείξει τα αιςκιματά του; Τόςο πολφ λοιπόν φοβάται; Πμωσ ο χρόνοσ τρζχει και δεν μπορεί να ςυμβαδίςει με τισ δικζσ του αναςτολζσ. Το μόνο που μζχρι τϊρα ζχει γευτεί ςτθ ηωι του είναι οι πίκρεσ των χαμζνων ευκαιριϊν. Σε λίγεσ ϊρεσ το πλοίο κα ζφτανε ςτο νθςί και κα τθν ςυναντοφςε. Ζπρεπε να πάρει το απαραίτθτο κάρροσ. Αφοφ μωρζ τθν κζλει γιατί δεν τθσ το λζει; Τότε κα μετριςει και τισ αντιδράςεισ Αυτό είναι τελικά ςκζφτθκε. Φοβάται! Ναι, φοβάται τθν απόρριψθ. Μα, και τϊρα που δε λζει κουβζντα τι κερδίηει; Τίποτα! Αυτό δεν είναι ζνα ιςοδφναμο με τθν απόρριψθ; Πχι! Αυτι τθ φορά κα κάνει [35]
το τολμθρό βιμα κι ασ γίνει ό,τι κζλει. Δεν αντζχει άλλο τθν αβεβαιότθτα. Τθν απόρριψθ; Ζςτω με τον καιρό ελπίηει να τθ χωνζψει. Αν όμωσ βρει ζςτω κι ζνα ψιγμα ανταπόκριςθσ δεν κα είναι το άνοιγμα τθσ πόρτασ για ελπιδοφόρα ςυνζχεια; Ναι! Κα το τολμιςει. Πταν το πλοίο αποβίβαςε τουσ επιβάτεσ του ο Μανϊλθσ πιρε το λεωφορείο για το χωριό του. Θ Μαρίτςα κακόταν ακριβϊσ απζναντι από το δικό του ςπίτι και ιταν θ κολλθτι φιλενάδα τθσ αδελφοφλασ του, τθσ Νίκθσ. Ραρά τθν εγγφτθτα τθσ παρουςίασ, παρά τθν άμεςθ δυνατότθτα προςζγγιςθσ, μζςω τθσ αδελφισ του, ποτζ δεν άφθςε να φανεί το ενδιαφζρον του ςε καμιά πλευρά. Άλλωςτε εδϊ και δυο χρόνια λόγω των ςπουδϊν του ςτο Βόλο το μεγαλφτερο διάςτθμα ιταν μακριά απ’ το χωριό. Χωρίσ αυτό να ςθμαίνει μείωςθ τθσ επικυμίασ του για τθ Μαρίτςα. Μα τϊρα ιταν πια αποφαςιςμζνοσ. Ζφταςε ςτο ςπίτι και πριν μπει μζςα ζριξε το βλζμμα του ςτο απζναντι ςπίτι, αλλά δεν είδε καμιά κίνθςθ. Μςωσ λείπανε. Οι δικοί του τον υποδζχκθκαν με χαρζσ. Ιταν το αγόρι τουσ που ςποφδαηε. Θ αδελφι του Νίκθ τον αγκάλιαςε και τον φίλθςε με αγάπθ. Πταν πζραςαν οι πρϊτεσ ςτιγμζσ ψικφριςε ςτο αυτί τθσ Νίκθσ: - Η Μαρίτςα τι κάνει; Εκείνθ του απάντθςε άμεςα: - Α! Εςφ δεν το ξζρεισ. Η Μαρίτςα ζδωςε το λόγο τθσ μ’ ζνα αγόρι απ’ το διπλανό χωριό και ςιμερα πιγαν οικογενειακϊσ να δοφνε τα ςυμπεκζρια. Ρϊσ ςου ιρκε τϊρα να ρωτιςεισ; Ήκελεσ τίποτα; Ζμεινε για λίγο αμίλθτοσ. Ζβαλε όλθ τθ δφναμθ να μθν φανεί θ πίκρα του και απάντθςε: - Ζτςι ρϊτθςα. Μπράβο τθσ! Ζτςι θ πόρτα ζκλειςε πριν καν ανοίξει, χωρίσ κανζνασ να μάκει τι διαδραματιηόταν μζςα του όλο αυτό το διάςτθμα. Πμωσ το ερϊτθμα τϊρα ιταν Το πάκθμα κα του γινόταν μάκθμα; Ρόςεσ ακόμα φορζσ κα πλιρωνε το φόρο τθσ αναποφαςιςτικότθτάσ του;
[36]
14. Σο καλοκαίρι ςτο Βόλο Δεν ιταν θ πρϊτθ φορά που θ Ελπίδα πιγαινε το Βόλο. Βλζπεισ ιταν θ πατρίδα τθσ μάνασ τθσ κι όταν ιταν μικρι πθγαίνανε ςυχνά να δοφνε τθ γιαγιά μζχρι που ζφυγε απ’ τθ ηωι. Τθσ άρεςε θ πόλθ γιατί ςυνδφαηε όλεσ τισ ομορφιζσ, χωρίσ τθν απομόνωςθ ενόσ νθςιοφ. Κάλαςςα, βουνό, ποικίλεσ εναλλαγζσ τοπίων και τα πανζμορφα χωριά του Ρθλίου. Ζτςι με ευχαρίςτθςθ ξεκίνθςε με τθ μάνα τθσ, αρχζσ Λοφνθ. Κα τθν ακουμποφςε ςτθν αδελφι τθσ τθν Ρόπθ και μετά κα γφριςε ςτθν Ακινα. Βλζπεισ ο αδελφόσ τθσ, ο Χριςτοσ, κα πιγαινε φζτοσ φροντιςτιριο κάνοντασ τον καλοκαιρινό κφκλο μακθμάτων και θ μάνα ζπρεπε να ιταν απίκο δίπλα του για όποια ανάγκθ προζκυπτε. Συγχρόνωσ να μθν παρεκκλίνει του ςτόχου του. Αυτό ερχόταν γάντι ςτθν Ελπίδα, αφοφ κα είχε ςχετικι ελευκερία κινιςεων. Βεβαίωσ κάποια ςτιγμι τον Αφγουςτο, κα ζρχονταν κι αυτοί ςτο Βόλο για λίγα μπάνια. Αλλά μζχρι τότε ποιοσ ηει, ποιοσ πεκαίνει. Θ ίδια μζρα με τθ μζρα μεταςχθματιηόταν ςε μια όμορφθ κοπζλα. Ιταν πια μεγάλθ κοπζλα. Είχε μπει ςτα δεκατζςςερα τθσ, ϊριμθ κατά τθν αντίλθψθ τθσ για όλεσ τισ εμπειρίεσ. Κεωρθτικά ανοιχτι για τα πάντα. Το ζβλεπε ςτα ςχόλια των δικϊν τθσ, των φίλων τθσ, αλλά και ςτα πειναςμζνα βλζμματα και λόγια των αγενϊν ςερνικϊν με τουσ οποίουσ διαςταυρϊνονταν ςτουσ δρόμουσ. Ϊριμθ για κλάδεμα, αρκεί ο κατάλλθλοσ άντρασ να ζβριςκε το κουμπί τθσ. Θ ίδια βολόδερνε ανάμεςα ςτθν επικυμία και τον διςταγμό, τθν αποφαςιςτικότθτα και τθν αναςτολι. Θ μάνα τθσ τθν είχε, με τα μυαλά τθσ, προειδοποιιςει: - Ρρόςεχε Ελπίδα! Το κθςαυρό ςου φφλαγε τον ωσ κόρθ οφκαλμοφ. Για τον άντρα που κα αγαπιςεισ και κα ςε αγαπιςει. Είςαι ακόμα μικρι, κόρθ μου. Ζχεισ χρόνια πολλά μπροςτά ςου για όλεσ τισ χαρζσ του κόςμου. Μετά, ακοφσ και διαβάηεισ για τισ αρρϊςτιεσ που κυκλοφοροφν. Μθν εμπιςτεφεςαι κανζναν. - Εςφ ρε μάνα πϊσ γνϊριςεσ τον μπαμπά;
[37]
- Α! Ήταν άλλα χρόνια κορίτςι μου. Ο μπαμπάσ ςου ζδωςε μεγάλθ μάχθ να με κερδίςει. Ξζρεισ πόςεσ ςόλεσ ζλιωςε μπροςτά ςτο δρόμο του ςπιτιοφ μασ; - Ρότε μιλιςατε; Ρότε ςου είπε ότι ς’ αγαπάει; - Τι μου κυμίηεισ τϊρα! Μια φορά που βγικα για ψϊνια κόλλθςε δίπλα μου και μου είπε ότι ενδιαφζρεται. Δεν του ζδωςα κάρροσ, αλλά μου άρεςε. Ήταν ωραίοσ νζοσ ο πατζρασ ςου! - Και μετά; - Ε! Σιγά ςιγά αρχίςαμε να μιλάμε. - Ρότε κάνατε ζρωτα για πρϊτθ φορά; - Μικρι, πολλά ρωτάσ. Δεν είναι τϊρα ϊρα γι αυτά. Θα τα ποφμε καμιά φορά αργότερα. Άςε να μεγαλϊςεισ λίγο. - Μάνα μεγάλωςα κι εςφ δεν το πιρεσ είδθςθ ακόμα! - Ζχεισ χρόνο. Θα ςου τα πω κάποια ςτιγμι. Εςφ πρόςεχε, γιατί κυκλοφοροφν πολλοί κακοί και μθν πιαςτείσ κορόιδο, μικρι μου. Αυτά ζλεγε θ μάνα, αλλά δεν ιξερε ότι θ κόρθ τθσ, αποφαςιςμζνθ, ιταν ςτθν αναηιτθςθ του άντρα που κα τθν κάνει γυναίκα. Τθ δεφτερθ κιόλασ μζρα πιγε για μπάνιο ςτον Άναυρο. Μόνθ τθσ. Με αμφίεςθ μόνο το μαγιό τθσ, ζδινε τθν εικόνα τουλάχιςτον δεκαοκτάρασ. Φφοσ ζμπειρθσ, κινιςεισ άνεςθσ, φιγοφρα και μφτθ ψθλά. Ζτςι δεν μποροφςε να μείνει απαρατιρθτθ από τουσ πολυάρικμουσ γόθτεσ, καμάκια, που ςυχνάηουν ςτθν πλαη. Αυτό επιηθτοφςε. Μια ζνεςθ αυτοπεποίκθςθσ για το άτομό τθσ και τθν ικανότθτά να ςυγκεντρϊνει τθν προςοχι των αντρϊν. Είχε βάλει ζναν νζο φιλόδοξο ςτόχο. Δεν άντεχε νζα ψυχρολουςία ςαν αυτό που ζπακε ςτο λόφο του Φιλοπάππου. Τϊρα κα επιλζξει ζναν ϊριμο και ζμπειρο άντρα. Ζναν άντρα που ξζρει να χειριςτεί και να ικανοποιιςει μια γυναίκα. Κα το οργανϊςει χωρίσ να πει κουβζντα ςε κανζναν. Κζλει να μάκει, κζλει να νιϊςει. Είναι γυναίκα και ζχει αυτό το δικαίωμα.
[38]
15. Η ζκπλθξθ Αλλοφ το ζψαχνε κι αλλοφ το βρικε. Επί μια βδομάδα άπλωνε το κορμί τθσ ςτθν πλαη, με άνεςθ και φφοσ περπατθμζνθσ, διάβαηε υποτίκεται ςοβαρά το βιβλίο που πάντα είχε μαηί τθσ, αλλά ςτθ πραγματικότθτα το μάτι τθσ ζπαιηε γφρω ςτο χϊρο ψάχνοντασ ζναν άνκρωπο που ενδεχομζνωσ κα τθν ενδιζφερε και κα τθν ταρακουνοφςε. Δυο τρεισ αμελθτζοι και κραςείσ ζκαναν το καμάκι τουσ, αλλά δεν πλθςίαηαν τισ προςδοκίεσ τθσ. Ζτςι θ προςπάκειά τουσ πιγε ςτο βρόντο, δεν ευοδϊκθκε. Ανταμείφτθκαν με τθν πλιρθ αδιαφορία τθσ. Κακθμερινά επζςτρεφε άπραγθ κι απογοθτευμζνθ ςτο ςπίτι μετακζτοντασ το μόνιμο ςτόχο για τθν επόμενθ μζρα. Ζνα απόγευμα που κακόταν ςτθ βεράντα κι ενθμζρωνε το θμερολόγιό τθσ αφοςιωμζνθ ςε αυτά που ζγραφε, αιςκάνκθκε μια ςκιά να τθσ κόβει τθ κζα του ιλιου, που ζδυε. Πταν ςικωςε το κεφάλι είδε ςτον εξωτερικό φράχτθ τθσ αυλισ ζναν όμορφο νεαρό, που όμωσ δεν τθσ κφμιηε τίποτα από τθ γειτονιά. - Θζλετε κάτι; τον ρϊτθςε. Μετά κάποιο διςταγμό αυτόσ τθ ρϊτθςε: - Η κυρία Ρόπθ είναι μζςα; - Πχι. Ζχει πάει για ψϊνια ςτθν αγορά. Ροιοσ ρωτάει; - Α! κα είςαι θ ανιψιά τθσ. Είμαι ο Μανϊλθσ, νοικάρθσ τθσ κυρίασ Ρόπθσ. Σπουδάηω εδϊ ςτο Βόλο, αλλά θ καταγωγι μου είναι από τθν Κριτθ. Ήρκα να τθσ δϊςω το νοίκι. - Ωραία! Η κυρία Ρόπθ είναι αδελφι τθσ μάνασ μου. Μπορείσ όμωσ να ζρκεισ μζςα. Σε λίγο κα επιςτρζψει. Δε δίςταςε κακόλου. Μπικε αμζςωσ ςτθν αυλι και ςτρογγυλοκάκιςε ςτθ διπλανι τθσ καρζκλα. - Εςφ τι κάνεισ; τθ ρϊτθςε - Μόλισ τζλειωςα το γυμνάςιο, του είπε. Λίγν ςέκα δελ βιάπηεη ςκζφτθκε μζςα τθσ. Ασ γίνω λίγο πιο μεγάλθ. Μζςα ςτο λίγο χρόνο που είχαν ςτθ διάκεςι τουσ είπαν πολλά. Αςχολίεσ, προτιμιςεισ κι άλλα. Το ζνιωςαν κι οι δυο. Μια όμορφθ
[39]
χθμεία άρχιςε να κυκλοφορεί μεταξφ τουσ. Λίγο πριν ζρκει θ κεία τθσ είπε: - Ζλα, κάποια ςτιγμι από το ςπίτι μου. Να ςου δείξω τθ ςυλλογι των δίςκων μου! - Θα προςπακιςω. Θ κεία τθσ μόλισ μπικε μζςα ζδειξε κακαρά τθ χαρά τθσ: - Καλϊσ το Μανϊλθ μου. Γνϊριςεσ τθν ανιψιά μου; - Ναι κυρία Ρόπθ. Ήρκα να ςασ φζρω το νοίκι. - Στάςου να ακουμπιςω μζςα τα ψϊνια και να ςε τρατάρω ζνα γλυκό. Το ζκανα χκεσ. Νεραντηάκι ντόπιο! Μπικε μζςα και τότε βιαςτικι θ Ελπίδα του είπε: - Ρεσ μου το κινθτό ςου γριγορα. Θα ςε πάρω να ςυνεννοθκοφμε! Θ ατμόςφαιρα του λίγο παράνομου τον εξιτάριςε: - Ζγινε! Το υπόλοιπο τθσ ςυνάντθςθσ αναλϊκθκε περιςςότερο από τθ κεια τθσ, που εκκείαηε τα προςόντα τθσ ανιψιά τθσ και τισ καλοςφνεσ του Μανϊλθ. Βλζπεισ θ κεία Ρόπθ ιταν άκλθρθ, ο άντρασ τθσ ζφυγε νωρίσ ςε ατφχθμα και τθσ ζμενε το απωκθμζνο για ζνα παιδί. Επειδι δεν απόκτθςε θ ίδια, εφκολα αγαποφςε τα παιδιά των άλλων. Θ προςοχι τθσ Ελπίδασ ιταν προςθλωμζνθ ςτο πρόςωπο του Μανϊλθ. Τθσ άρεςε ο νεαρόσ. Είχε το κατιτίσ, που ξφπναγε μζςα τθσ τρυφερά αιςκιματα.
[40]
16. Η πρϊτθ αγάπθ Δεν κακυςτζρθςε κακόλου. Τθν ίδια μζρα προσ το βράδυ τον πιρε τθλζφωνο! - Μανϊλθ θ Ελπίδα είμαι. Μετά τισ 10 το πρωί κα είμαι ςτον Άναυρο για μπάνιο. Αν κζλεισ και μπορείσ να ζρκεισ εγϊ κα ςε περιμζνω! Δεν του άφθςε χρόνο να απαντιςει κι αμζςωσ ζκλειςε το κινθτό τθσ. Ασ τον αναγκάςει να κάνει τθν επιλογι του. Δε κα ζςκαγε αν δεν ζρκει, αλλά κα γοφςταρε να αρχίςει ζνα πάρε δϊςε μαηί του. Μια ιςτορία που κα μποροφςε να ζχει και διάρκεια. Είναι γεγονόσ ότι δεν φαινόταν να κατζχει τθν εμπειρία που ηθτοφςε για τθν ολοκλθρωμζνθ περιπζτεια με άντρα, αλλά άλλο το ζνα κι άλλο το άλλο. Αυτι θ περιπζτεια μποροφςε να ζρκει ξαφνικά ςαν κεόςταλτο δϊρο και εκεί που δεν το περιμζνεισ. Το πρωί που ξεκίνθςε για τθ πλαη άρχιςε να ξεκωριάηει θ χκεςινοβραδινι άνεςθ. Θ αγωνία άρχιςε να τθν καταλαμβάνει με το ερϊτθμα τι πράγματι κα γίνει. Άπλωςε τθν ψάκα πάνω ςτθν άμμο και ξαπλϊνοντασ άνοιξε το βιβλίο τθσ. Δεν χρειάςτθκε να περιμζνει πολφ. Σε λίγο νάτοσ με το μαγιό να πλθςιάηει. Τον παρατιρθςε. Ζνασ ωραίοσ νζοσ, με ςεμνό φφοσ, χωρίσ το απωκθτικό φφοσ του κατακτθτι που ίςωσ και να τθν ενοχλοφςε. Πταν ζφταςε κοντά τθσ τθν καλθμζριςε και κάκιςε δίπλα τθσ. - Ππωσ βλζπεισ ιρκα. Αν είςαι ζτοιμθ πάμε για μια βουτιά; Με το κοινό μπάνιο ζςπαςε ο ενδεχόμενοσ πάγοσ, ανάμεςα τουσ επικράτθςε μια οικειότθτα και θ Ελπίδα με κάρροσ του ζκανε και μια πατθτι. Εκεί μζςα ςτο νερό με τα ςϊματά τουσ να είναι δίπλα-δίπλα ο Μανϊλθσ με γλυκιά φωνι και εμφανι τρυφερότθτα τθσ είπε: - Είςαι πολφ όμορφθ κοπζλα Ελπίδα! Μ’ αρζςεισ! Θα ικελα να γνωριςτοφμε καλφτερα. - Και εμζνα Μανϊλθ μ’ αρζςεισ. Ασ αφιςουμε το χρόνο να μασ δείξει. Το ίδιο βράδυ βγικαν παρζα βόλτα ςτθν παραλία. Στθ κεία τθσ είπε τθν αλικεια: - Θα πάμε βόλτα με τον Μανϊλθ! [41]
- Να πασ κορίτςι μου. Αλλά θ μάνα ςου ςε εμπιςτεφτθκε ςε μζνα και κζλω να μου υποςχεκείσ ότι κα προςζχεισ. Ο Μανϊλθσ είναι καλό παιδί, αλλά μθν ξεχνάσ. Είςαι μικρό κορίτςι. Θα τα πω και ςτον Μανϊλθ μόλισ τον δω. Πταν ςυναντικθκαν θ Ελπίδα εμφάνιςε τθ ςτακερι τθσ ςυνικεια. Να ξεψαχνίςει κάκε πλθροφορία, που ζκρινε πωσ πρζπει να γνωρίηει. Ο Μανϊλθσ είναι από ζνα χωριό του νομοφ Θρακλείου. Οι γονείσ του είναι κυρίωσ κτθνοτρόφοι, αλλά ζχουν και κθπευτικά. Ζχει μια μικρότερθ αδελφι, που δε ςυνζχιςε το ςχολείο κι όπου να είναι παντρεφεται ζναν ςυγχωριανό τουσ. Μια μεςαία οικογζνεια, οφτε φτωχι κι οφτε πλοφςια. Οι γονείσ ακόμα διατθροφνται καλά ςτθν υγεία τουσ. Είναι νζοι γιατί παντρεφτθκαν νωρίσ. Το αγαπάει το χωριό του και ςυχνά πθγαίνει να τουσ δει. - Ροιο είναι το κορίτςι ςου, Μανϊλθ; Ζβθξε αμιχανα, αφοφ δεν περίμενε τζτοιεσ ευκείεσ ερωτιςεισ. Πμωσ τϊρα ζπρεπε να απαντιςει. Δε γινόταν διαφορετικά. Τθσ μίλθςε για τον μθ ομολογθμζνο ζρωτά του με τθν γειτονοποφλα του, τον ςυνεχι διςταγμό του να το ομολογιςει και τθν πίκρα που ειςζπραξε όταν ζμακε ότι τθν κζρδιςε κάποιοσ άλλοσ. Χωρίσ μάχθ, αφοφ αυτόσ όλα τα χρόνια το ζπαιξε μουγγόσ. - Στα αιςκθματικά ηθτιματα, Ελπίδα μου, ιμουν ζωσ αρρϊςτιασ δειλόσ. Και το πλιρωςα. Πμωσ τϊρα είμαι αποφαςιςμζνοσ να αλλάξω. Από μζςα τθσ εκείνθ ςκζφτθκε: Σώξα κάιηζηα! Εεηνύζα έλαλ έκπεηξν άληξα θη έπεζα ζε παξζέλν, ρεηξόηεξν θη από κέλα. Όκσο, ξε γακώην, ηη παξάμελν. Μ’ αξέζεη ε εηιηθξίλεηα θαη ε αθνπιηζηηθή ηνπ παξαδνρή. Συνζχιςε το τςίγκλιςμα: - Καλά ζφταςεσ ς’ αυτι τθν θλικία. Άλλο ςοβαρότερο δεςμό δεν είχεσ; - Ντρζπομαι, ρε Ελπίδα, να ςτα λζω. Στθν πενταιμερθ που κάναμε από Ηράκλειο ςτθν Ακινα ζγιναν κάποιεσ απόπειρεσ ςεξουαλικισ ελευκερίασ, με τθν παραίνεςθ κυρίωσ κοριτςιϊν κι εδϊ, ςτο Βόλο, ς’ ζνα φοιτθτικό πάρτι μια τολμθρι Θεςςαλονικιά, ίςωσ μεκυςμζνθ, ςχεδόν με βίαςε ζξω από το κζντρο. Μια που ςου ανοίχτθκα, να πω και το τελευταίο. Μερικζσ φορζσ δοκίμαςα τισ πλθρωμζνεσ κοκότεσ, αλλά κάκε φορά ςιχαινόμουν τον εαυτό μου και υποςχόμουν να μθν το
[42]
επαναλάβω. Δυςτυχϊσ τθν υπόςχεςι αυτι δεν τθν κράτθςα. Πμωσ όλο εγϊ μιλάω. Εςφ; Αυτι οδιγθςε τθ ςυηιτθςθ εκεί και τϊρα πρζπει να πλθρϊςει το τίμθμα. Δεν ιταν τόςο αχάριςτθ και ψυχρι να το παίξει ςφίγγα. Άλλωςτε εκτίμθςε τθν ειλικρίνεια του και τϊρα ιρκε θ ςειρά τθσ. Βγάηοντασ από πάνω τθσ τον ψεφτικο μανδφα τθσ ζμπειρθσ, τθσ ϊριμθσ και περπατθμζνθσ, για πρϊτθ φορά ςτθ ηωι τθσ θ εγωίςτρια και κρυψίνουσ Ελπίδα, περιζγραψε τισ δικζσ τθσ επίςθσ φτωχζσ εμπειρίεσ βιμα προσ βιμα, αποκαλφπτοντασ το αλθκινό τθσ πρόςωπο. Αργότερα όταν το ζφερνε ςτο μυαλό τθσ θ απορία παρζμενε αναπάντθτθ μζςα τθσ. Κάτι που ακόμα δεν μπορεί να ανιχνεφςει, τθσ άνοιξε το ςτόμα και τθν ζκανε για πρϊτθ φορά εξομολογθτικι. Θ ςυηιτθςθ αυτι γινόταν ς’ ζνα παγκάκι του πάρκου, ενϊ γφρω τουσ κυκλοφοροφςε κόςμοσ. Ζνασ μικρόσ διςταγμόσ ςτθν αρχι, αλλά και μια δυνατι ϊκθςθ, ςτθ ςυνζχεια, τθν ανάγκαςαν να ςκφψει κοντά ςτον Μανϊλθ και να ακουμπιςει απαλά τα χείλια τθσ ςτα χείλθ του. Το μόνο που τόλμθςε αυτόσ ιταν να ακουμπιςει το χζρι του πάνω ςτον ϊμο τθσ. Ροφ ιταν θ ορμθτικότθτα του Ραναγιϊτθ, θ ξελιγωμζνθ αμοιβαία διάκεςθ να ρουφιξει ο ζνασ τον άλλο; Κι όμωσ θ εςωτερικι ςυγκίνθςθ που ζνιωκε, ίςωσ να υπερτεροφςαν το πάκοσ ςτου Φιλοπάππου. Είναι παράξενα πλάςματα οι άνκρωποι. Ρϊσ γεννιζται ανάμεςα ςε δυο ανκρϊπουσ μια προςζγγιςθ οι αιτίεσ και οι εξθγιςεισ είναι πολλζσ κι ακόμα απροςδιόριςτεσ. Μςωσ να οφείλεται ςε ζνα ταίριαςμα οςμϊν ανάμεςα τουσ, ίςωσ ςε άγνωςτθ επικοινωνία μζςω των ματιϊν. Άδθλο. Γυρίηοντασ ςτο ςπίτι του είπε: - Ρρζπει να κρατιςουμε επαφι. Δεν ξζρω πλωσ, αλλά νιϊκω πωσ μεταξφ μασ άνοιξε ζνα κανάλι. - Κι εγϊ το νιϊκω αυτό Ελπίδα. Απλά πρζπει να προςζχουμε τθ κεία ςου. Να μθν δθμιουργθκεί κανζνα κζμα. Ξζρεισ με περιποιείται ςαν να είμαι παιδί τθσ. Μθν τθν πλθγϊςουμε! - Μθν ανθςυχείσ γι’ αυτιν. Μπορϊ να τθν κουμαντάρω.
[43]
17. Η Ελπίδα τολμάει Πταν γφριςε ςτο ςπίτι θ κεία τθσ προςπάκθςε να τθν ξεψαχνίςει. Θ Ελπίδα δε δυςκολεφτθκε να το παίξει ακϊα περιςτερά: - Τι καλό κι ακϊο παιδί ο Μανϊλθσ. Με κζραςε παγωτό ςτθν παραλία και μου ζλεγε για το χωριό του! - Ναι, πράγματι, είναι καλό παιδί. Γι αυτό τον αγαπάω. Ζτςι εφκολα ζλυςε τισ ανθςυχίεσ τθσ κείασ τθσ. Πμωσ αλλοφ ιταν το μυαλό τθσ. Θ Ελπίδα ιταν προβλθματιςμζνθ και μετζωρθ ωσ προσ τισ επόμενεσ κινιςεισ τθσ. Εδϊ ςτο Βόλο ιρκε για τθ μεγάλθ περιπζτεια. Να ςυναντιςει τον άνκρωπο που με πάκοσ κα τθν μπάςει ςτισ μεγάλεσ εμπειρίεσ, αυτζσ που εδϊ και καιρό απεγνωςμζνα αναηθτάει. Αντίκετα ζπεςε ςε μια περίπτωςθ χαμθλϊν τόνων και μικρϊν προςδοκιϊν. Πμωσ, τι παράξενο, αυτό το χαμθλό τθν ελκφει. Κάτι ςτο πρόςωπό του, ςτον ιχο τθσ φωνισ του, ςτον τρόπο που κινείται, ςτθν ντροπαλοςφνθ, που τον χαρακτθρίηει, θ ειλικρίνεια που φάνθκε ςτα λόγια του τθσ γενοφν ζνα αίςκθμα τρυφερότθτασ. Ναι, πρζπει να το παραδεχκεί. Αιςκάνεται ζντονθ τθν επικυμία να τον αγκαλιάςει και να τον γεμίςει με τρυφερά φιλιά, να χωκεί ςτθν αγκαλιά του και να μιλάνε για πράγματα που τουσ ενδιαφζρουν, να κάνουν ςχζδια για το μζλλον κι άλλα τζτοια. Και ο αρχικόσ ςτόχοσ; Κα τον ξεχάςει; Πχι! Δεν μπορεί να κάνει ότι τον ξεπζραςε. Αντίκετα, Είναι ηωντανόσ και πιεςτικόσ εντόσ τθσ. Εκατοντάδεσ φορζσ τα ζχει ηιςει με τθ φανταςία τθσ και αποτζλεςαν το κίνθτρο για ατομικζσ «άταιρεσ ικανοποιιςεισ», που όμωσ ςτθ ςυνζχεια πάντα τθν κάνουν να ντρζπεται για τθν κατάντια τθσ. Πχι δεν παραιτείται. Ραραμζνει ενεργι θ αναηιτθςθ αυτισ τθσ ευκαιρίασ. Κι ο Μανϊλθσ; Έηεξνλ εθάηεξνλ! Μπορεί να ςυνυπάρχουν. Κι αυτό και εκείνο. Τϊρα τι γίνεται; Κα του κάνει ζκπλθξθ. Κα πάει ςπίτι του. Να δει τα πράγματά του. Άλλωςτε τθν κάλεςε να δει τθ ςυλλογι των δίςκων του. Απλϊσ κα πάει απροειδοποίθτα. Τότε που δεν κα το περιμζνει. Το απόγευμα τθσ επόμενθσ θμζρασ χτφπθςε το κουδοφνι τθσ γκαρςονιζρασ του. Αυτόσ όταν άνοιξε τθν πόρτα ζμεινε ζκπλθκτοσ. Νόμιηε ότι είναι ο Κϊςτασ ο ςυμφοιτθτισ του. Συχνά διαβάηανε μαηί. [44]
- Δε ςε περίμενα. Μποροφςεσ να πάρεισ ζνα τθλζφωνο πρϊτα να με ειδοποιιςεισ. - Δεν το κεϊρθςα απαραίτθτο. Απλϊσ ανταποκρίκθκα ςτο πρόςκλθςι ςου. Μου υποςχζκθκεσ να μου δείξεισ τουσ δίςκουσ ςου. - Σε αυτό ζχεισ δίκιο. Αλλά, δείξε κατανόθςθ. Το δωμάτιο είναι χάλια. Αν το ιξερα κα φρόντιηα για μια χοντρι κακαριότθτα. - Δε μ’ ενοχλοφν πράγματα που διορκϊνονται. Με τι αςχολιόςουν νωρίτερα; - Διάβαηα, κορίτςι μου. Ζχω να δϊςω μακιματα ςτθν περίοδο που ζρχεται. Στο χωριό μου δεν είχα τθν θρεμία να το κάνω. - Αλικεια, δε ςε ρϊτθςα. Τι ςπουδάηεισ εδϊ; - Ρολιτικόσ Μθχανικόσ. - Εδϊ, ζξω από τθν πόρτα κα μ’ αφιςεισ τελικά; - Συγνϊμθ, Ελπίδα! Ξεχάςτθκα. Ζλα μζςα. Σε προειδοποίθςα πάντωσ! Μπικε με διςταγμό. Ζνα απλά επιπλωμζνο φοιτθτικό δωμάτιο, με άςτρωτο κρεβάτι, με βιβλία ανοιχτά ςε κάκε χϊρο, αλλά, θ αλικεια να λζγεται, θ ατμόςφαιρα ιταν κακαρι. Δεν υπιρχε άςχθμθ μυρωδιά, ίςωσ γιατί ο Μανϊλθσ δεν κάπνιηε, οπότε δεν υπιρχε θ ενοχλθτικι τςιγαρίλα του κλειςτοφ χϊρου, που από μικρι τθν ενοχλοφςε. - Μιπωσ ς’ ενοχλϊ και ςου διακόπτω το διάβαςμα; - Πχι παιδί μου. Δίνω μακιματα ςε ζναν μινα. Και μάλλον πάω καλά! - Βάλε λίγθ μουςικι να ακοφςω! Ζβαλε ζνα δίςκο του Νιόνιου και ακοφγοντασ αντάλλαξαν απόψεισ για το κζμα. Εκείνθ του είπε ότι ακοφει περιςςότερο ξζνθ μουςικι και ςυγκροτιματα, Αυτόσ ζνκερμοσ υποςτθρικτισ του ελλθνικοφ ρεπερτορίου. - Δε λζω. Υπάρχουν υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι Ζλλθνεσ ςυνκζτεσ και τραγουδιςτζσ που μ’ αρζςουν, αλλά εγϊ ζχω τισ προτιμιςεισ μου. Ζψαξε ςτουσ δίςκουσ και βρικε ζναν παλιό τθσ Billie Holyday. Θ τρυφερι φωνι τθσ Billie γζμιςε ευχάριςτα το χϊρο. Ακουγόταν το τραγοφδι All of me. Τθσ άρεςε και πριν το ςυνειδθτοποιιςει τθ ςικωςε να χορζψουν. Αφζκθκε ςτα χζρια του. Τθν ζςφιξε πάνω του κι αυτι πρόκυμα κοφρνιαςε ςτθν αγκαλιά του. Συνζχιςαν το χορό και λίγο-λίγο τουσ ςυνεπιρε θ μουςικι. Κάποια ςτιγμι που ςικωςε τα μάτια να τον κοιτάξει αυτόσ πλθςίαςε το πρόςωπό του και τθσ ζδωςε ζνα τρυφερό [45]
φιλί. Τι όμορφο που ιταν! Το λζνε από πάντα! Τρϊγοντασ ζρχεται θ όρεξθ. Ανταπζδωςε το φιλί του και μάλιςτα με μεγαλφτερθ κζρμθ. Υπιρξε και δικι του ανταπόκριςθ και ζτςι που τθν κρατοφςε ςτθν αγκαλιά του αιςκάνκθκε τθ διζγερςθ του αντριςμοφ του. Αυτό δεν τθ φόβιςε. Αντίκετα ςφίχτθκε περιςςότερο απάνω του επιτείνοντασ τθν κατάςταςθ. Σιγά-ςιγά κυριάρχθςαν και ςτουσ δυο οι καταπιεςμζνεσ επικυμίεσ τουσ. Οφτε κυμοφνται πωσ βρζκθκαν ςτο κρεβάτι κι ο ζνασ ζβγαηε τα ροφχα του άλλου. Από το τίποτα, εκεί που δεν το περίμενε κακόλου χωρίσ να ζχει ςτθν αρχι τζτοια πρόκεςθ κι ελπίδα ιταν τϊρα γυμνι πάνω ςτο κρεβάτι ενόσ φοιτθτι που ζςερνε να χείλια του κατά μικοσ όλου του ςϊματόσ τθσ. Ροτζ μζχρι τϊρα δεν είχε ηιςει τζτοιεσ ςτιγμζσ. Με πρωτοφανζσ κάρροσ, θ ίδια, άπλωςε το χζρι τθσ και ζςφιξε τον αντριςμό του. Ο Μανϊλθσ βόγκθξε θδονικά και το πρόςωπό του χάκθκε ανάμεςα ςτουσ νεανικοφσ μθροφσ τθσ Ελπίδασ ενϊ θ γλϊςςα του ανίχνευε με ορμι τα απόκρυφα τθσ. Βακιοί αναςτεναγμοί και πρωτόγνωρθ αναςτάτωςθ. Κολφμπι μζςα ςτθν άγνωςτθ γι αυτι κάλαςςα τθσ θδονισ. Αιςκάνκθκε ότι ετοιμάηεται να μπει μζςα τθσ. Επιτζλουσ! Κα ςυμβεί αυτό που πάντα ονειρευόταν. Και εκεί που ιταν όλα ζτοιμα να ςκάςει το μπαλόνι, μια εςωτερικι δυνατι και ξαφνικι παρόρμθςθ τθν ξφπνθςε από το όνειρο, λεσ και ο φφλακασ άγγελοσ τθν πρόςταξε να ςταματιςει. Μα γιατί; Γιατί; Τα λόγια βγικαν απ’ το ςτόμα τθσ χωρίσ κακόλου να το καταλάβει ι ακόμα να το επικυμεί: - Μανϊλθ, φτάνει για ςιμερα. Μθν ανθςυχείσ. Να ξζρεισ ότι ζνιωςα πολφ όμορφα μαηί ςου. Αν και ςυ ζνιωςεσ το ίδιο, ζχουμε καιρό μπροςτά μασ για περιςςότερα. Ο άλλοσ φουντωμζνοσ και πανζτοιμοσ το ειςζπραξε ωσ απόρριψθ και κατζβαςε μοφτρα. Δεν ιξερε θ άμοιρθ μικρι ότι δεν ςταματάσ όποτε κζλεισ τθ μθχανι, ειδικά όταν εςφ τθν ζβαλεσ εμπρόσ. Ραρ’ όλα αυτά δεν είπε κουβζντα. Θ Ελπίδα του ζδωςε ζνα ακόμα τρυφερό φιλί και άρχιςε να ντφνεται οριςτικοποιϊντασ το τζλοσ τθσ ατελοφσ ςυνεφρεςθσ.
[46]
18. Νζα αναβολι Πταν γφριςε ςτο ςπίτι και τθ ρϊτθςε θ κεια τθσ, που γφριηε και χωρίσ ντροπι είπε το ψζμα τθσ: - Βολτάριηα ςτθν παραλία. Είναι πολφ όμορφθ πόλθ ο Βόλοσ κεία! Το τελευταίο θρζμθςε τισ ανθςυχίεσ τθσ κειασ, αλλά ςτο τζλοσ αυτι ζκλειςε τθ ςυηιτθςθ: - Μωρό μου ξζρεισ πόςο ς’ αγαπϊ και ςε κζλω κοντά μου. Πμωσ θ μάνα ςου ςε εμπιςτεφτθκε ςε μζνα και ζχω ευκφνθ και αγωνία μθν πάκεισ τίποτα. Εγϊ ςε εμπιςτεφομαι, γιατί πάντα ιςουν πιο ϊριμθ από τθν θλικία ςου. Πμωσ να κυμάςαι κάτι. Πλθ θ ηωι βρίςκεται μπροςτά ςου κι είμαι ςίγουρθ για ςζνα. Θα ηιςεισ ςτο μζλλον μεγάλεσ αγάπεσ. Μθν είςαι βιαςτικι. Πλα κα ζρκουν ςτθν ϊρα τουσ. Λεσ και διάβαςε ςτο πρόςωπό τθσ όλα που ςυνζβθκαν πριν λίγο. Ρράγμα που βεβαίωσ ιταν αδφνατο. Τθν θρζμθςε! - Εντάξει κεία. Ζχεισ δίκιο! Μπικε ςτο μπάνιο να κάνει ζνα ντουσ. Άφθςε το χλιαρό νερό να τρζχει πάνω τθσ και κλείνοντασ τα μάτια προςπάκθςε να ηωντανζψει τισ ςτιγμζσ, που ζηθςε πριν λίγεσ ϊρεσ. Ιταν όμορφα! Τι κράςοσ εκ μζρουσ τθσ να του ςφίξει το όργανό του; Κυμικθκε τθν αναηιτθςθ του Μανϊλθ ανάμεςα ςτα μποφτια τθσ. Μόνο με αυτι τθ ςκζψθ άναψε κι εφκολα από μόνθ τθσ ζφταςε ςτο τζλοσ, ολοκλθρϊνοντασ αυτό που πριν ζμεινε ςτθ μζςθ. Τι κρίμα! Για μια ακόμα φορά δίςταςε τθν κρίςιμθ ςτιγμι. Ιταν φόβοσ; Τθν κυνθγάει καμιά κατάρα; Καλά θ πρϊτθ φορά με τον Ραναγιϊτθ δεν οφειλόταν ςτθν ίδια. Τϊρα όμωσ με τον Μανϊλθ; Τι ςτο διάολο ζπακε και πάνω ςτο τςακ αυτι τον ςυγκράτθςε; Κάκιςε με τισ ϊρεσ να περιγράψει ςτο θμερολόγιό τθσ αυτά που ζηθςε και τα αιςκιματα που τα ςυνόδευαν. Α! Σ’ αυτό ιταν πάντα ςυνεπισ. Μετά ζγραψε ζνα μακροςκελζσ γράμμα ςτον πνευματικό τθσ φίλο ςτθν Ράτρα. Κατζγραφε τισ απόψεισ τθσ ςτισ παρατθριςεισ, που είχε ο Νίκοσ ςτο προθγοφμενο γράμμα του για τθν ποίθςθ του Καβάφθ. Στθ ςυνζχεια αποπειράκθκε να γράψει ζνα ποίθμα. Αλλά όλεσ οι προςπάκειεσ που ζκανε δεν ζδωςαν κανζνα αξιόλογο αποτζλεςμα. Στο τζλοσ ζςκιςε κυμωμζνθ το χαρτί.
[47]
19. Ο Μανϊλθσ Ρζραςε αρκετι ϊρα για να θρεμιςει μετά τθ φυγι τθσ Ελπίδασ. Ρριν λίγεσ μζρεσ πλθγωμζνοσ ζφυγε από το χωριό του, λζγοντασ και λίγα ακϊα ψζματα για τισ θμερομθνίεσ των εξετάςεϊν του. Ιταν τόςο μα τόςο βλάκασ, να είναι θ Μαρίτςα μια ηωι δίπλα του και ποτζ να μθν τθσ δείξει τα αιςκιματά του. Μςωσ να τθ κεωροφςε δεδομζνθ επειδι ιταν γειτονοποφλα του. Πταν θ Μαρίτςα επζςτρεψε από το χωριό των πεκερικϊν τθσ και τθν ςυνάντθςε παρουςία τθσ αδελφισ του τα μάτια τθσ τα ζλεγαν όλα: Ση λα ζε θάλσ; Γελ είπεο θνπβέληα. Βαξέζεθα λα πεξηκέλσ θαη ππέζεζα όηη έρεηο δώζεη ηελ θαξδηά ζνπ ζε άιιε θνπέια. Σώξα ν θύθινο έθιεηζε. Ευτυχϊσ δεν ειπϊκθκε από κανζναν κουβζντα αν και ςτα μάτια τθσ αδελφισ του είδε μια ςκιά υποψίασ, ότι κάτι τον πλιγωςε πολφ. Υπόκετε ότι κα περάςει πολφσ χρόνοσ για να τθν ξεπεράςει. Κι όμωσ το τςογλάνι, ζνα μικρό που ξζρει απ’ τθ κεία τθσ ότι ακόμα δεν ζκλειςε τα δεκατζςςερα, μπόρεςε να τον ςκλαβϊςει και θ Μαρίτςα να γίνει, τόςο ςφντομα, παρελκόν. Ναι μζςα του, ςε τόςο λίγο χρόνο, αντρϊκθκε ζνα δυνατό αίςκθμα για τθν Ελπίδα. Κνίηαμε θαεκέλε κνπ κελ θάλεηο ηελ ίδηα παηάηα πάιη. Τθ νφχτα αφοφ κοπίαςε να του ζρκει ο φπνοσ μζςα ςτον φπνο του κοντά ςτο ξθμζρωμα «ζηθςε» τθν απογευματινι περιπζτεια ολοκλθρωμζνθ. Μόνο που αμζςωσ ξφπνθςε και θ ονείρωξθ που υπιρξε ςτθ διάρκεια του ονείρου γζμιςε με υγραςία το εςϊρουχο του. Αιςκάνκθκε βρϊμικοσ και μπικε ςτο μπάνιο ρίχνοντασ πάνω του άφκονο νερό για να ξεπλυκεί, αλλά και ςβιςει τθ φλόγα που ακόμα τον ζκαιγε. Κα επιδιϊξει ςφντομθ επανάλθψθ. Αυτι τθ φορά τίποτα, μα τίποτα, δε κα τον ςταματιςει. Δεν τόλμθςε να περάςει από το ςπίτι. Φαντάςτθκε ότι μια ςφντομθ, χωρίσ επαρκι δικαιολογία, επίςκεψθ ςτο ςπίτι τθσ κυρίασ Ρόπθσ κα δθμιουργοφςε υποψίεσ για τισ προκζςεισ του. Κάτι τζτοιο ζπρεπε να το αποφφγει οπωςδιποτε. Κα τθν πάρει αργότερα τθλζφωνο. Θ προςπάκειά του να ζρκει ςε επαφι μαηί τθσ δεν είχε αποτζλεςμα, παρά τισ επανειλθμμζνεσ κλιςεισ που τθσ ζκανε. Το κινθτό τθσ Ελπίδασ, [48]
όλθ τθ μζρα, ιταν κλειςτό. Ιταν να ςκάςει. Το ςπίτι δεν τον χωροφςε. Βγικε για μια βόλτα ςτθν παραλία με τθ χλωμι ελπίδα μιπωσ τθ ςυναντιςει. Θ λφςθ που ςκζφτθκε είναι! Αφριο να πάει ςτον Άναυρο, εκεί που τθν ςυνάντθςε τθν προθγοφμενθ φορά. Τθν επόμενθ μζρα ςτικθκε με τισ ϊρεσ, αλλά θ Ελπίδα δεν εμφανίςτθκε ποτζ, ενϊ και το κινθτό τθσ ςυνζχιηε να παραμζνει κλειςτό. Αλικεια τι ςυνζβαινε με τθν Ελπίδα; Θ εξιγθςθ ιταν απλι. Θ Ελπίδα είχε τισ μθνιαίεσ μζρεσ τθσ και δεν πιγε για μπάνιο, αλλά ςυγχρόνωσ είχε κλείςει το κινθτό. Αποφάςιςε να κάνει ζνα διάλειμμα με τον Μανϊλθ. Ικελε λίγο χρόνο να ςκεφτεί. Να κατακάτςουν οι πρϊτεσ εντυπϊςεισ από το απόγευμα που βρζκθκε ςτο ςπίτι του. Ιξερε ότι τα ψζματα τζλειωςαν και θ επόμενθ φορά είναι θ τελικι λφςθ. Είναι αποφαςιςμζνθ για κάτι τζτοιο; Τα πράγματα μζςα τθσ είχαν μπερδευτεί. Σίγουρα εδϊ και καιρό ηθτοφςε τον άντρα που κα του δϊςει τα πάντα, αρκεί να τθν απογειϊςει, να νιϊςει γυναίκα μζχρι τον πάτο. Πμωσ αυτόν τον άντρα τον ζβλεπε ςαν μια ευκαιριακι περίπτωςθ, ςαν ζνα όργανο οριςμζνου ςκοποφ, ζνα ςκεφοσ θδονισ και μετά αντίο. Χάρθκα που ςε γνϊριςα κι άλλα τζτοια τυπικά. Εδϊ με τον Μανϊλθ τα πράγματα άλλαηαν κι αυτό δεν μποροφςε να περάςει ςτο ντοφκου. Μζςα τθσ άρχιηαν να βλαςταίνουν αιςκιματα όχι απλισ ςυμπάκειασ, αλλά αγάπθσ. Είναι διατεκειμζνθ γι αυτό το άλμα; Είχε και τθ γυναικεία αυταρζςκεια. … Αο ηνλ ιίγν λα ηεγαληζηεί. Έρεη ην πείζκα λα κε αλαδεηήζεη; Μήπσο κε ηελ πξώηε αλαπνδηά ην βάιεη ζηα πόδηα; Το κράτθςε μια βδομάδα και μετά τον πιρε τθλζφωνο. Από τθν άλλθ άκρθ ακοφςτθκε θ ανακουφιςμζνθ φωνι του Μανϊλθ: - Ζλα βρε Ελπίδα, ανθςφχθςα με τθ ςιωπι ςου. Γιατί το ζκανεσ αυτό, κορίτςι μου; Τόςο δφςκολο ιταν να πάρεισ ζνα τθλζφωνο και να με κακθςυχάςεισ; Θ Ελπίδα αμζςωσ προςπάκθςε να μπαλϊςει τα πράγματα λζγοντασ κάποιεσ ψεφτικεσ δικαιολογίεσ, αλλά ο Μανϊλθσ ιταν πια πλθγωμζνοσ και αυτό φαινόταν από τον ιχο τθσ φωνισ του, αλλά και τα λόγια του.
[49]
- Νόμιηα Ελπίδα ότι μεταξφ μασ άνοιξε μια επικοινωνία. Σεβάςτθκα και δεν ιρκα ςτο ςπίτι να ςε αναηθτιςω. Εςφ όμωσ με ζγραψεσ. Λυπάμαι. Φαίνεται ότι ζκανα λάκοσ. Εςφ τι προτείνεισ τϊρα; Είχε το δίκιο του, αλλά θ Ελπίδα εγωίςτρια εκ γενετισ δεν ανεχόταν παρατθριςεισ ςε τζτοιο φφοσ. Επικετικά του απάντθςε: - Πταν θρεμιςεισ, πάρε με πάλι τθλζφωνο! Του το ζκλειςε χωρίσ να περιμζνει απάντθςθ. Αμζςωσ το μετάνιωςε, αλλά δεν κα το ομολογοφςε οφτε ςτον εαυτό τθσ. Από τθν πρϊτθ ςτιγμι μζςα τθσ άρχιςε θ αγωνία αν κα τθσ τθλεφωνιςει. Ο εγωιςμόσ ζχει και τισ ςυνζπειζσ του. Κάπωσ ζτςι, βιμα-βιμα χτίηεται ανάμεςα ςε δυο ανκρϊπουσ, αναίτια και χωρίσ ςυνειδθτι πρόκεςθ ζνασ διαχωριςτικό χάςμα. Ηιτθμα είναι αν τουλάχιςτον ο ζνασ κάνει το πρϊτο νεφμα ςυμφιλίωςθσ. Τότε το χάςμα αυτόματα διευρφνεται και βακαίνει. Κι όταν κυριαρχιςει το βλακϊδεσ πείςμα τότε μπορεί θ κατάςταςθ αυτι να μονιμοποιθκεί. Για τθν ερμθνεία του χωριςμοφ αργότερα κα ανακαλυφκοφν κάποιεσ αιτίεσ κι αν αυτό είναι δφςκολο κα εφευρεκοφν φανταςτικζσ τζτοιεσ.
[50]
20. Ο χωριςμόσ Το απότομο κι ανεξιγθτο κλείςιμο του κινθτοφ τθσ Ελπίδασ το αιςκάνκθκε ςαν μαχαιριά ςτο ςτικοσ. Μα για ςτάςου; Και δαρμζνοσ και υπόλογοσ; Ε, όχι! Ζχει κι αυτόσ τθν αξιοπρζπειά του. Εκείνθ του ςυμπεριφζρκθκε άςχθμα. Εκείνθ τον κράτθςε τόςεσ μζρεσ, χωρίσ μια λογικι εξιγθςθ, ςε αγωνία. Φαίνεται ότι το απόγευμα ςτο ςπίτι του για τθν Ακθναία πονθρι μικρι, ιταν ζνα παιχνίδι, μια καλοςτθμζνθ παγίδα. Τον χρθςιμοποίθςε, τον ξεγζλαςε και ςτο τζλοσ τον πζταξε ςαν περιττό ςκουπίδι. Ρριν λίγο καιρό ζφαγε κατά πρόςωπο τθν απογοιτευςθ από τθ Μαρίτςα και φαίνεται ανζτοιμοσ, ψυχολογικά ϊριμοσ, ζπεςε τόςο εφκολα ςτθ νζα παγίδα. Καλά να πάκει. Ο θλίκιοσ. Ασ πρόςεχε! Πμωσ, ρε γαμϊτο, μερικά πράγματα είναι ανεξιγθτα. Πςο τα γυροφζρνει ςτο μυαλό του δεν βρίςκει τθ λογικι αλλθλουχία τουσ. Εκείνο που είναι ςίγουρο είναι πωσ θ νζα πλθγι δφςκολα κα κλείςει. Το μικράκι το ζβαλε βακειά μζςα ςτθν καρδιά του. Τόςο ζξυπνθ, τόςο όμορφθ, τόςο λαχταριςτι, αλλά ςυγχρόνωσ και τόςο υποχκόνια. Ρϊσ μπορεί να λθςμονιςει ότι αυτό το ηωντανό πλάςμα βρζκθκε γυμνό ςτθν αγκαλιά του, ότι βόγκθξε θδονικά από τα χάδια του. Πχι, αυτόσ κα γίνει ο εφιάλτθσ του. Ασ μθν παραςυρκεί. Ασ μθ λθςμονιςει το λόγο για τον οποίο ιρκε νωρίτερα ςτο Βόλο και ζφυγε απ’ το χωριό του. Ζχει να δϊςει μακιματα, είπε ςτουσ δικοφσ του και πρζπει να προετοιμαςτεί. Δεν ζχει τθν πολυτζλεια τθσ παρζλκυςθσ του χρόνου ςπουδϊν του. Οι δικοί του ςτεροφνται πολλά για να καλφψουν τα ζξοδά του. Βεβαίωσ προςζχει, δεν κάνει άςκοπεσ δαπάνεσ, ηει μια ςυντθρθτικι ηωι, αλλά το οικονομικό βάροσ είναι υπαρκτό και πρζπει να τελειϊςει. Άςε που ζχει ανφπαντρθ αδελφι κι αυτό είναι ζνα ανεξόφλθτο γραμμάτιο. Κα βάλει το κεφάλι ςτο φοφρνο, κα πνίξει τον πόνο του και κα κάνει το κακικον του. Διάβαςμα, διάβαςμα κι ζχει ο κεόσ. Με τθν Ελπίδα; Ο χρόνοσ κα δείξει. Το ίδιο διάςτθμα θ Ελπίδα χωνόταν ςτθν απελπιςία.
[51]
… Tη έθαλα ε καιαθηζκέλε; Να ρέζσ κέζα ην ηξύπην κπαιό κνπ! Καη ηώξα; Ρερίμενε με τθν ελπίδα να τθλεφωνιςει. Κι όςο αυτό το τθλεφϊνθμα δεν ερχόταν φοφντωνε. Θ προςμονι λίγο-λίγο μεταςχθματιηόταν ςε κυμό. Αςυνικιςτθ να τθσ αρνοφνται κάποια επικυμία τθσ το μετζτρεψε ςε προςωπικι προςβολι και αργότερα είπε: … Γελ πάεη ζην δηάνιν. Δγώ δελ ηνπ ηειεθσλώ πνπ λα κε βαζαλίζνπλ. Έρεη θη αιινύ, λεαξέ κνπ, πνξηνθαιηέο πνπ θάλνπλ πνξηνθάιηα. Ζτςι από το τίποτα, από ζνα παράλογο πείςμα, από μια αμφίπλευρθ αναποφαςιςτικότθτα το αρχικό μικρό χάςμα κατάντθςε άβυςςοσ.
[52]
21. Αφγουςτοσ Οι μζρεσ πζραςαν χωρίσ να ςυμβεί κάτι αξιοςθμείωτο. Το φροντιςτιριο του αδελφοφ τθσ τζλειωςε κι αφριο κα ζφτανε ςτο Βόλο θ υπόλοιπθ οικογζνεια. Θ κεια τθσ και θ ίδια, επί δυο μζρεσ ζκαναν γενικι κακαριότθτα ςτο ςπίτι και ετοίμαςαν και διάφορεσ λιχουδιζσ. Αυτι θ απαςχόλθςθ τθν κζρδιςε. Ρρϊτον ςυγκζντρωνε το μυαλό τθσ εκεί, αποφεφγοντασ τισ ενοχλθτικζσ ςκζψεισ και δεφτερον ιταν μια καλι μακθτεία δίπλα ςτθ κεια τθσ, που είχε τθ φιμθ πολφ καλισ μαγείριςςασ. Τελικά είχε πλάκα θ μαγειρικι, αν και ςυνζχιηε να πιςτεφει ότι καλφτερα είναι να μαγειρεφουν οι άλλοι κι αυτι να τα απολαμβάνει. Πταν τθν είδαν οι δικοί τθσ, μετά τισ αγκαλιζσ και τα φιλιά, τα ςχόλια που τθσ είπαν ιταν πολφ εγκωμιαςτικά. Και τα ειςζπραξε ευχαρίςτωσ. Φήισζεο, θ μάνα τθσ. Ση σξαίν ρξώκα πνπ έθαλεο κηθξή, ο αδελφόσ τθσ. Δίζαη πάληα ην κσξό κνπ, ο πατζρασ τθσ. Θ ίδια ζλαμπε απ’ τθ χαρά τθσ. Οι δικοί τθσ άνκρωποι! Ρου τόςο τθν αγαποφςαν και θ ίδια ζνιωκε το ίδιο γι αυτοφσ. Τθν ενθμζρωςαν για τα ςχζδια τουσ. Κα κάνουν τον γφρο του Ρθλίου αφριο και μετά, για μια βδομάδα ζκλειςαν ξενοδοχείο ςτθ Σκόπελο, όπου κα μεταβοφν με φλάιν. Δεν ζφερε καμιά αντίρρθςθ. Ραρ’ όλθ τθ χαρά, παρά το γζμιςμα τθσ ϊρασ με απαςχολιςεισ, το μυαλό ζκανε ντρίπλεσ και γφρναγε ςτο πρόςωπο που τθσ ζλειπε: Το πρόςωπο του Μανϊλθ. Τα χείλια τθσ, το ςϊμα τθσ αποηθτοφςαν τθ γεφςθ των χειλιϊν του. Ραρατράβθξε θ αναμονι και πρζπει να βάλει νερό ςτο κραςί τθσ. Δεν αντζχει άλλο τθν αναμονι. Ράνω ςτο Ριλιο ςε μια ςτάςθ που ζκαναν ςτθν Αργαλαςτι για φαγθτό, δεν άντεξε άλλο. Τον πιρε τθλζφωνο, αλλά παρά τα επανειλθμμζνα χτυπιματα απάντθςθ ςτθν κλιςθ δεν πιρε. - Αγλόεζε ηελ πξόζθιεζε ή ήηαλ καθξηά από ηε ζπζθεπή;, αναρωτικθκε με τθν αγωνία να τθν κυκλϊνει. Θα δνύκε, είπε από μζςα τθσ. Δεν πζραςε πολλι ϊρα και το κινθτό τθσ χτφπθςε - Ζλα καλι μου. Νοςτάλγθςα τθ φωνι ςου. Τι κάνεισ; [53]
Ο ενκουςιαςτικόσ ιχοσ τθσ φωνισ του διζλυςαν δια μιασ όλα τα ςφννεφα που είχαν ςωρευτεί πάνω από τθ ςχζςθ τουσ. Το ίδιο κερμά κι αυτι του είπε: - Μου λείπεισ, Μανϊλθ. Είμαι οικογενειακϊσ ςτθν Αργαλαςτι και ξεκινάμε για Μθλιζσ. Στο Βόλο κα γυρίςουμε αργά το βράδυ. Αφριο το πρωί με το φλάιν κα πάμε μια βδομάδα ςτθ Σκόπελο. Μετά κα ικελα να ςε δω. Εντάξει; - Εντάξει. Θα το κανονίςουμε οπωςδιποτε. Το κζλω πολφ. Αφριο το πρωί κοίτα γφρω ςου ςτο λιμάνι. Ριρε μια βακειά ανάςα ανακοφφιςθσ. Δεν είχε γίνει θ καταςτροφι. Απλϊσ από χαηομάρα και ζλλειψθ πρωτοβουλίασ χάςανε τόςεσ μζρεσ που μποροφςαν να ηιςουν μαηί, ό,τι ικελαν κι επικυμοφςαν. Τϊρα ζβλεπε με αιςιοδοξία και προςμονι γι’ αυτά που είναι να ζρκουν. Τον νοιάηεται, τθσ αρζςει, τον κζλει. Κι από αυτό που κατάλαβε κι αυτόσ κάτι αντίςτοιχο νιϊκει. Τθν άλλα μζρα ςτθν παραλία όλοι μαηί ζφταςαν ζγκαιρα για να επιβιβαςτοφν. Θ Ελπίδα ανιςυχθ κοίταηε γφρω και απζναντι ςτο πεηοδρόμια τον είδε να τθν χαιρετάει με υψωμζνα τα χζρια. Δεν το άντεξε. Είπε ςτθ μάνα τθσ: - Μάνα, ζνα λεπτό. Κάτι κζλω απ’ το περίπτερο. Ρριν προλάβει αυτι να τθσ απαντιςει, ζτρεξε απζναντι. Ριγε ςτο περίπτερο από τθν ακζατθ για τουσ δικοφσ τθσ πλευρά και ο Μανϊλθσ ζφταςε κοντά τθσ ςε μθδενικό χρόνο. Χωρίσ να υπολογίηει τον άλλο κόςμο που κυκλοφοροφςε τον αγκάλιαςε ςφικτά και τον φίλθςε μ’ όλθ τθν καταπιεςμζνθ επικυμία τθσ. - Σ’ αγαπάω μωρζ! - Εγϊ να δεισ! τθσ απάντθςε. Αυτό ιταν . Ζτρεξε πάλι πίςω και ζφταςε ςτθ μάνα τθσ που με απορία τθν περίμενε ςτθν πόρτα τθσ επιβίβαςθσ. Ο πατζρασ και ο αδελφόσ είχαν ιδθ μπει μζςα. - Τι ικελεσ καλζ; - Ζνα περιοδικό, ρε μάνα. Αλλά δεν το είχε! Κζλοντασ και μθ, θ δικιά τθσ δζχτθκε τθν δικαιολογία. Πμωσ ιξερε τι διάολο κόρθ είχε. Θ Ελπίδα ξαναμμζνθ - από το τρζξιμο κα πίςτευαν οι άλλοι - κάκιςε ςτθ κζςθ τθσ και κλείνοντασ τα μάτια ηωντάνεψε τθ [54]
ςκθνι που πριν λίγο ζηθςε. Ιταν ενκουςιαςμζνθ. Πχι περιςςότερο για το αγκάλιαςμα και το φιλί που ςίγουρα τθσ άρεςαν, όςο για τον τρόπο, τισ ςυνκικεσ, το παράνομο χρϊμα που εμπεριείχε, ενϊ δίπλα ιταν οι δικοί τθσ και μια ςειρά άςχετοι τουσ ζβλεπαν. Ιταν ζνα διεγερτικό επειςόδιο που το απόλαυςε μζχρι τον πάτο. Κάτι τζτοια πάντα τθν απογείωναν Θ εβδομάδα ςτθ Σκόπελο ιταν ονειρεμζνθ για τθν οικογζνεια. Ζνα καταπράςινο νθςί με όμορφεσ ακρογιαλιζσ, με υπζροχεσ τοποκεςίεσ και βραδινι ηωι τουσ κζρδιςε. Ο μπαμπάσ είχε νοικιάςει αυτοκίνθτο και το γφριςαν, με το πείςμα του εξερευνθτι, από το ζνα άκρο ςτο άλλο. Μόνθ μυςτικι παραφωνία ςτθν ομόκυμθ ευχαρίςτθςθ τθσ οικογζνειασ ιταν θ Ελπίδα. Συνεχϊσ θ ςκζψθ τθσ κζλοντασ και μθ ταξίδευε ς’ αυτόν που τθν περίμενε με ανυπομονθςία. Τα οικογενειακά ςχζδια μετά τον γυριςμό ςτο Βόλο τθσ χάλαςαν το κζφι. Θ μάνα τθσ ικελε να γυρίςουν ςτθν Ακινα αμζςωσ μετά τθν επιςτροφι ςτο Βόλο. Δεν ζφερε άμεςθ αντίδραςθ μθ τυχόν κινιςει τισ υποψίεσ τθσ μάνασ τθσ, αλλά παίδευε το μυαλό τθσ να βρει τρόπο παράταςθσ τθσ δικισ τθσ παραμονισ ςτθν πόλθ. Ασ επικαλεςτεί το πρόγραμμα που αυτι είχε εκπονιςει πριν να ξζρει τισ προκζςεισ τθσ μάνασ τθσ. Ρίεςε το μυαλό τθσ να τθσ κατζβει καμιά ιδζα. Να κάνει τθν άρρωςτθ κα πρζπει να μείνει ςτο κρεβάτι, άςε που το πικανότερο είναι να μείνει ςτο προςκεφάλι τθσ και θ μάνα τθσ. Πχι. Κάτι άλλο πρζπει να βρει. Πτι ζχει αφιςει ςτθ δθμοτικι βιβλιοκικθ μιςοδιαβαςμζνο ζνα βιβλίο, που πρζπει να τελειϊςει οπωςδιποτε γιατί τθσ χρειάηεται ςε μια εργαςία που κάνει. Δεν φαίνεται αλθκοφανζσ. Άςε που θ κεία κα πει ςτθν αδελφι τθσ ότι ποτζ μζχρι τϊρα δεν τθσ είπε ότι πθγαίνει εκεί και μάλλον λζει ψζματα. Άςε τθν περίπτωςθ να κάνει ςυνειρμοφσ και να αναφζρει τα πάρε δϊςε τθσ με τον Μανϊλθ. Πχι, οφτε αυτό τθσ δίνει λφςθ. Το μόνο που απομζνει είναι να εκμεταλλευκεί το χρονικό κενό από τθν άφιξθ του φλάιν ςτθν προβλιτα μζχρι τθν αναχϊρθςθ τουσ με το αυτοκίνθτο του μπαμπά. Βζβαια πρζπει να ετοιμάςει και τθ βαλίτςα μαηεφοντασ τα πράγματά τθσ. Δεν εμπιςτεφεται κανζναν να αφιςει
[55]
εκτεκειμζνο το θμερολόγιο και τισ άλλεσ ςθμειϊςεισ τθσ. Είναι κι αυτό ςτθ μζςθ. Τθλεφϊνθςε ςτον Μανϊλθ και του εξιγθςε αναλυτικά τθν κατάςταςθ. Το καλφτερο όλων ιταν αυτό που του πρότεινε: - Εςφ να είςαι ςπίτι και αν κι όταν μπορζςω κα πεταχτϊ εγϊ να ςε δω. Εντάξει; Ο άλλοσ δεν είχε άλλθ δυνατότθτα από το να ςυμφωνιςει. Ζτςι κι ζγινε. Στο Βόλο φτάςανε το απόγευμα. Εφκολα, χωρίσ τθ δικι τθσ παρζμβαςθ, ςυμφωνικθκε να ξεκουραςτοφν, να κοιμθκοφν ζνα ακόμα βράδυ ςτθ πόλθ και αφριο με το καλό να γυρίςουν ςτθν Ακινα. Θ Ελπίδα το πρϊτο που ζκανε όταν ζφταςαν ςτο ςπίτι τθσ κείασ ιταν να μαηζψει τα πράγματά τθσ. Μετά είπε ότι πάει να χαιρετίςει τθ φίλθ τθσ, τθν Τοφλα, μια κοπζλα που γνϊριςε ςτθ κάλαςςα και ζκαναν παρζα. Δεν φάνθκε παράξενο ςε κανζναν εκτόσ από τθ κεία τθσ που τθσ ζριξε ζνα ερευνθτικό βλζμμα, αλλά δεν ζβγαλε κουβζντα. Ντουγροφ χωρίσ κακυςτζρθςθ, ζτρεξε ςτο ςπίτι του Μανϊλθ κι αυτόσ, λεσ και ιταν πίςω απ’ τθν πόρτα τθσ άνοιξε αμζςωσ. Αγκαλιάςτθκαν απελπιςμζνα, λεσ κι ιταν οι τελευταίεσ ςτιγμζσ τθσ ηωισ τουσ. Μετά τα πρϊτα φιλιά του είπε: - Ξζκλεψα λίγο χρόνο απ’ τουσ δικοφσ μου και ιρκα να ςε δω. Θα ζςκαγα αν δεν ςε ζβλεπα! Εκείνοσ είχε κλείςει τα αυτιά του και δεν άκουςε λζξθ από αυτά που του είπε. Τα χζρια και τα χείλθ του δουλεφανε πυρετικά να καλφψουν τθν επικυμία τόςων θμερϊν. Εκείνθ, ενϊ ιρκε απλϊσ για ζναν αποχαιρετιςμό δεν ιταν κι από πζτρα. Πταν θ γλϊςςα του άρχιςε να γαργαλάει το λαιμό πίςω από το αυτί και τα χζρια του να χαϊδεφουν τθν πλάτθ και πιο κάτω ξεχάςτθκε. Μπικε κι αυτι, ξεχνϊντασ τα πάντα, ςτο παιχνίδι. Οφτε κυμάται, όταν αργότερα τα ζφερνε ςτο μυαλό τθσ, πωσ βρζκθκαν ςτο κρεβάτι γυμνοί. Τι γνωρίηανε γφρω από το κζμα; Μθδαμινά πράγματα. Αυτόσ με μικρι εμπειρία κι όχι εμπλουτιςμζνθ με τα απαραίτθτα αιςκιματα. Αυτι με ηωντανι εμπειρία μόνο το θμιτελζσ ςυμβάν το λόφο του Φιλοπάππου, από τα διαβάςματα ςτα μυκιςτοριματα κι από τισ κλεφτζσ ματιζσ ςτισ απαγορευμζνεσ ςελίδεσ του διαδικτφου. Κι όμωσ! Φαίνεται είναι γραμμζνο ςτο DNA του ανκρϊπου ο δρόμοσ τθσ [56]
αναπαραγωγισ και τον περπάτθςαν ς’ όλο ςχεδόν το μικοσ του, εκτόσ από τθν τελευταία φάςθ, όταν ο Μανϊλθσ με κραυγι γεμάτθ ευχαρίςτθςθ τραβιχτθκε από μζςα τθσ με τον καρπό τθσ πράξθσ να ςτολίηει παντοφ το ςϊμα τθσ. - Συγνϊμθ αγάπθ μου. Δεν ζπρεπε να μείνω μζςα. Γι αυτό! Θ άλλθ; Αλλοπαρμζνθ και εκτόσ. Τθ ςτιγμι που μπικε μζςα τθσ πόνεςε. Αλλά ζνασ πόνοσ αλλιϊτικοσ, παςπαλιςμζνοσ με ηάχαρθ. Κι όταν άρχιςε θ μπροσ πίςω παλινδρομικι κίνθςθ αυτι άρχιςε τα νοθτά ταξίδια πάνω ςτον αφρό του κφματοσ, μζςα ςε χαίνουςεσ χαράδρεσ. Τθ ςτιγμι που ο άλλοσ ολοκλιρωνε τθν δικι του ευχαρίςτθςθ αυτι απογειωνόταν για το αντίςτοιχο ταξίδι. Στο τςακ, λίγο πριν τθ λιποκυμιά. Πμωσ αυτό που ζκανε τον άλλο να ηθτιςει ςυγνϊμθ, ο καρπόσ τθσ αγάπθσ με τθν υγραςία πάνω ςτο ςτικοσ και τθν κοιλιά τθσ, ιταν θ ςταγόνα που ζκανε το ποτιρι να ξεχειλίςει. Ζνασ βακφσ αναςτεναγμόσ κι ζνα καμπφλωμα του ςϊματόσ τθσ ιταν οι μόνεσ ορατζσ ενδείξεισ για το δικό τθσ τζλοσ. Δεν το ιξερε, θ άμοιρθ, ότι με το πρϊτο να φτάνεισ ςτο αμιν μια γυναίκα, χωρίσ κόλπα και τεχνάςματα είναι μια ςπάνια ςφμπτωςθ. Για λίγα λεφτά ζμειναν αμίλθτοι, γυμνοί, λαχανιαςμζνοι πάνω ςτο κρεβάτι με τα ςϊματα κολλθμζνα, αυτόσ γερμζνοσ ςτο πλάι τθσ. Με το πρόςωπο χωμζνο ςτθ μαςχάλθ τθσ. - Δε κζλω να φφγω Μανϊλθ! Εδϊ κζλω να μείνω! - Να μείνεισ. Εγϊ ςε κζλω για πάντα κοντά μου. Ζλιωνε από ευτυχία! - Χριςτζ μου τι όμορφο που ιταν, ψικφριςε από μζςα τθσ. Πμωσ θ λογικι ςφντομα ιρκε με δφναμθ και τθν προςγείωςε ςτθν πραγματικότθτα: - Γαμϊτο! Γαμϊτο, οι δικοί μου κα ανθςυχοφν. Ρρζπει να ςθκωκϊ. Μπικε ςτο μπάνιο κι ζκανε ζνα κρφο ντουσ, ξζπλυνε όλεσ τισ ενδείξεισ του ζρωτα, αλλά όταν μετά το ςκοφπιςμα κοίταξε τα μοφτρα τθσ ςτον απζναντι κακρζφτθ είδε ζνα αναςτατωμζνο κόκκινο πρόςωπο. - Χριςτζ μου, κα με καταλάβουν, ψικφριςε Ντφκθκε γριγορα και πριν του δϊςει το φιλί του αποχαιρετιςμοφ του είπε:
[57]
- Θα μου τθλεφωνείσ. Κι εγϊ. Θα ςου γράψω γράμμα να ςτα πω όλα. Σ’ αγαπϊ και κζλω ςφντομα κι άλλο! - Κι εγϊ ς’ αγαπϊ. Σφντομα κα κατζβω ςτθν Ακινα. Δεν ξεμπλζκεισ εφκολα από μζνα, μωρό μου. Φιλικθκαν με απόγνωςθ για τελευταία φορά κι ζφυγε τρζχοντασ για το ςπίτι. Ζφταςε με τθν ψυχι ςτο ςτόμα. Θ κεια τθσ ιταν θ πρϊτθ που τθν είδε. - Ρϊσ είςαι ζτςι, καλζ, ςε κυνθγοφςαν; - Επειδι άργθςα, ιρκα τρζχοντασ από το πάρκο. Τθν κοίταξε εξεταςτικά, αλλά δεν είπε άλλθ κουβζντα. Στο μάτι τθσ παρζμεινε μια αμφιβολία αλλά δεν ζδωςε ςυνζχεια. Οι γονείσ τθσ εδϊ είναι. Θ δικι τθσ ευκφνθ τελείωςε. Θ μάνα τθσ ετοίμαηε λίγα ςάντουιτσ για το αυριανό ταξίδι, ο πατζρασ ζβλεπε τισ ειδιςεισ ςτθν τθλεόραςθ κι ο αδελφόσ τθσ δεν είχε γυρίςει από τθ βόλτα που πιγε ςτθν παραλία, Αυτι μπικε ςτο δωμάτιο, που τϊρα φιλοξενοφςε και τον αδελφό τθσ και εξζταςε λίγο το ςϊμα τθσ. Με το μπάνιο που ζκανε ςκόρπιςε τισ ορατζσ ενδείξεισ. Αλλά παρζμενε μια μικρι αγωνία μθν υπάρξει κι άλλο αίμα. Τίποτα, ευτυχϊσ. Ξάπλωςε ςτο κρεβάτι, ιρεμθ πλζον. Τεντϊκθκε κι αναςτζναξε ευχαριςτθμζνθ. … Δπηηέινπο, επηηέινπο έγηλα γπλαίθα κε ηνλ άλζξσπν πνπ αγαπώ θαη κ’ αγαπά θαη όρη ηνλ ηπραίν θπλεγό ηεο εδνλήο. Δεν είχε ςυμπλθρωμζνα τα δεκατζςςερα χρόνια τθσ και πϊσ να το κάνουμε, είναι και πρωτοπόρα απ’ ότι ξζρει. Ρόςο κα ικελε να το διαλαλιςει ς’ όλουσ τουσ γνωςτοφσ τθσ να κάνει, βρε αδελφζ, τθ φιγοφρα τθσ. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει, όχι από φόβο, αλλά από περθφάνια. Το κθςαυρό πρζπει να το κρατιςει αποκλειςτικό δικό τθσ μυςτικό. Κάκε φορά να ανοίγει τθ πόρτα τθσ μνιμθσ και να ρουφάει μόνθ τθσ όλθ τθ γλφκα που ζηθςε.
[58]
22. Η τελευταία χρονιά ςτο γυμνάςιο Θ ςχολικι χρονιά άρχιςε, αλλά χωρίσ τον ενκουςιαςμό που πάντα τθν κυρίευε για τθ γνωριμία με τουσ νζουσ κακθγθτζσ που κα είχε. Τθν πειςματικι τθσ προςπάκεια να τουσ κερδίςει και να δείξει τισ ικανότθτεσ και επιδόςεισ τθσ. Το μυαλό τθσ τϊρα γφριηε ςυνεχϊσ ςτον Μανϊλθ. Αμζςωσ κάκιςε κι ζγραψε ζνα μακροςκελζσ γράμμα γεμάτο ενκουςιαςμό, περιγραφζσ αιςκθμάτων, λαχτάρασ για νζα ςυνάντθςθ, αναφορζσ ςτθν γεμάτθ ςυγκινιςεισ και νζεσ εμπειρίεσ τελευταία ςυνάντθςι τουσ. Στο γράμμα είχε και δυο ποιιματα γραμμζνα με αφορμι το ςυμβάν. Ο άλλοσ δεν ιταν και φανατικόσ του γραπτοφ λόγου. Τθσ τθλεφϊνθςε και τθσ είπε ότι του λείπει θ παρουςία τθσ, ότι νοςτάλγθςε, τα μάτια και τα φιλιά τθσ. Πτι ποκεί νζα ζνωςθ. Οι μζρεσ των εξετάςεων ςτθ ςχολι πλθςιάηουν και θ μετακίνθςθ δυςτυχϊσ δεν είναι εφικτι. - Κάνε υπομονι λίγεσ μζρεσ και κα κατζβω ςτθν Ακινα. Θα ςε ενθμερϊςω ζγκαιρα το πότε. Ρράγματι ςε λίγεσ μζρεσ τθσ τθλεφϊνθςε. Κατεβαίνει το Σάββατο που ζρχεται και τθσ όριςε ραντεβοφ ςτθν Ομόνοια ςτθ γωνιά που είναι το νεοκλαςικό τθσ Εκνικισ Τράπεηασ. Ζτςι κι ζγινε. Πταν τον αντίκριςε να τθν περιμζνει ζτρεξε κι ζπεςε ςτθν αγκαλιά του, αγνοϊντασ ότι είναι δθμόςιοσ χϊροσ γεμάτοσ από ανκρϊπουσ όλων των φυλϊν. Αυτόσ πιο ςυγκρατθμζνοσ τθ φίλθςε ςτα μάγουλα και τθν θρζμθςε: - Κορίτςι μου χαίρομαι που ςε ςυναντϊ. Τθν Ακινα δεν τθν ξζρω καλά, αλλά ζχω μια πρόταςθ: Σε ζνα ςτενό ψθλά ςτθν Αχαρνϊν κάκεται ζνασ φίλοσ και πατριϊτθσ, που ςπουδάηει οικονομικά ςτο ΟΡΑ. Συνεννοικθκα μαηί του και μπορεί να μασ δϊςει για ςιμερα το δωμάτιό του. Εςφ τι χρονικά περικϊρια ζχεισ; Ξαναμμζνθ εκείνθ με τθν προςδοκία τόςων θμερϊν του είπε: - Ράμε και βλζπουμε! Ριραν ταξί και ςφντομα φτάςανε εκεί κοντά. - Ζχω φιλοξενθκεί κι άλλθ φορά. Θζλεισ να πάω μόνοσ μου και αυτόσ να φφγει πριν ζρκεισ; - Πχι , δεν ντρζπομαι, αφοφ είναι φίλοσ ςου. Ράμε κατευκείαν. [59]
Βρικαν το Σιφθ μζςα ςτο ςπίτι. Ζνασ ψθλόσ, γεροδεμζνοσ με παχφ μουςτάκι νεαρόσ, που μφριηε Κρθτικόσ από μακριά. Τουσ χαιρζτθςε κερμά κι ζςφιξε με δφναμθ το χζρι τθσ Ελπίδασ: - Χάρθκα πολφ με τθ γνωριμία. Ετοιμαηόμουν να φφγω. Μθ βιάηεςτε, κ’ αργιςω να γυρίςω. Ζτςι απλά, χωρίσ τίποτε άλλο τουσ άφθςε μόνουσ. Τθσ Ελπίδασ τθσ ζκανε εντφπωςθ: - Ωραίοσ τφποσ ο φίλοσ ςου! - Ναι. Είμαςτε απ’ το ίδιο χωριό. Βλεπόμαςτε αραιά γιατί ςπουδάηουμε ςε διαφορετικι πόλθ. Του είχα τθλεφωνιςει και ευχαρίςτωσ μασ ζδωςε το δωμάτιο. - Να πάλι Μανϊλθ μόνοι μασ. Να ξζρεισ το περίμενα καιρό αυτό! - Εγϊ να δεισ, όμορφο, μικρό καροτςάκι μου! Δεν τθσ άρεςε να τθ λζει μικρι αλλά τζτοια ϊρα τζτοια λόγια. Αυτι τον αγκάλιαςε, δίνοντασ το ςφνκθμα γι’ αυτά που κ’ ακολουκοφςαν. Κι αυτόσ ανταποκρίκθκε. Τθν πρϊτθ φορά τθν πρωτοβουλία τθν είχε ο Μανϊλθσ γιατί θ ίδια πατοφςε ςε απάτθτα μονοπάτια. Τϊρα ικελε αυτι να δοκιμάςει μαηί του αυτά που άκουγε κι είχε με φόβο δει ςτισ γνωςτζσ ςελίδεσ του διαδικτφου. Του το είπε ψυχρά: - Στο δωμάτιό ςου εςφ με φίλθςεσ παντοφ. Τϊρα κζλω εγϊ να ςε γνωρίςει θ γλϊςςα μου. Τι μπορείσ να απαντιςεισ ςε τζτοια λόγια; Αφζκθκε. Γυμνοί ςτο κρεβάτι άρχιςαν το αιϊνιο παιχνίδι των δυο ςωμάτων που ςμίγουν να ανταλλάξουν πάκοσ και τρυφερότθτα. - Μείνε ακίνθτοσ, τα χζρια πάνω. Εγϊ ςιμερα κζλω να οδθγιςω. Γονάτιςε ςτο πλάι του ςϊματοσ του κι άρχιςε ςιγά-ςιγά αρχίηοντασ απ’ τα μάτια, τα χείλθ, το λαιμό, το ςτικοσ, τθν κοιλιά. Από βακειά ανάςα ο Μανϊλθσ άρχιςε τα μικρά βογκθτά. Ρόςο τθν διεγείρουν αυτοί οι ιχοι! Απτόθτθ προχϊρθςε παρακάτω κι άρχιςε τα μικρά φιλάκια ςτο ιδθ διεγερμζνο όργανό του. Δεν επζμεινε μθν τυχόν ζχουμε κανζνα πρόωρο ςυμβάν. Και τότε ζκλειςε τα μάτια και ςκζφτθκε το καουμπόικο που είχε πρόςφατα δει ςτο ςινεμά. Καβάλθςε το νοθτό άλογο κι άρχιςε τον δυνατό καλπαςμό. Φανταηόταν ότι περνά ανθφόρεσ, επικίνδυνεσ κατθφόρεσ και πθδά χαίνουςεσ [60]
ρεματιζσ. Κάποια ςτιγμι μια πρωτόγνωρθ ζκρθξθ ςυνζβθ μζςα τθσ και χάκθκε ςτο απζραντο κενό του ξαφνικοφ γκρεμοφ που υπιρχε παρακάτω. Πταν ξαναβρικε τον εαυτό τθσ ιταν ξαπλωμζνθ με το πρόςωπο ςτο ςτικοσ του και τθν καρδιά τθσ να ςφυροκοπά ςτο ςτικοσ. - Χριςτζ μου ψικφριςε. Τι καφμα είναι και τοφτο; Ρλαςμζνθ για να ηιςει δυνατζσ ςυγκινιςεισ από νωρίσ, δεν ιξερε το πόςο τυχερι ιταν. Από κάτω τθσ ο Μανϊλθσ παραπονεμζνοσ: - Κι εγϊ; Δεν ζχω ψυχι; Στθν αρχι δεν κατάλαβε, όμωσ ςφντομα το κατάλαβε. Αυτόσ είχε μείνει ςτθ μζςθ. Δεν είχε ολοκλθρϊςει. Το αντίκετο από τον βιαςτικό Ραναγιϊτθ. - Με ςυγχωρείσ αγάπθ μου! Ριρε τθν κατάλλθλθ κζςθ και τον ζςπρωξε πάνω τθσ φιλϊντασ τον τρυφερά και μουρμουρίηοντασ λόγια τρυφερά. Νζοσ αγϊνασ και ζγκαιρο τράβθγμα όταν ιρκε θ ϊρα. - Αυτό κα γίνεται πάντα; Δεν υπάρχει άλλοσ τρόποσ; - Δεν μποροφμε να διακινδυνεφςουμε ατφχθμα. Μια εγκυμοςφνθ πρόωρθ κα είναι καταςτροφι και για τουσ δυο μασ. - Ρροφυλακτικό; - Μου τθ ςπάει. Θζλω να με νιϊκεισ και να ςε νιϊκω ηωντανά. Ξαφνικά κυμικθκε ότι ζχει οικογζνεια, ςπίτι κι υποχρεϊςεισ. - Ωχ! Μανϊλθ άργθςα και πρζπει να βιαςτϊ. - Θα ςε πάω εγϊ μζχρι το ςπίτι. Πταν το ταξί ζκανε μια ςτάςθ ζνα δρόμο, πριν το ςπίτι, φιλικθκαν για μια ακόμα φορά και πριν χωρίςουν τον ρϊτθςε: - Ρότε φεφγεισ; - Αφριο, μάλλον. Σε δυο μζρεσ δίνω άλλο μάκθμα. - Καλι επιτυχία! Ράρε με ςτο τθλζφωνο. Αυτό ιταν. Θ δεφτερθ μζρα ζρωτα ςτθ ηωι τθσ. Σκζφτθκε τθν απογείωςθ, που ζνιωςε με τον Μανϊλθ κι αναρωτικθκε. Είναι το ταίριαςμα μαηί του ι είναι δικό τθσ ιδιαίτερο χαρακτθριςτικό. Εν τω μεταξφ είχε διαβάςει ςτο διαδίκτυο ςχετικά άρκρα για τθ γυναικεία ολοκλιρωςθ ςτον ζρωτα και ιξερε το πρόβλθμα πολλϊν γυναικϊν να φτάςουν ςε αυτι. Στον τομζα αυτόν ιταν τελικϊσ ευλογθμζνθ. Ερϊτθμα: Μιπωσ υπζρ του δζοντοσ; Μιπωσ ιταν από εκείνθ τθν [61]
κατθγορία τθσ αχόρταγθσ γυναίκασ ςτο ςεξ; Πχι είναι φυςιολογικό κορίτςι, με ανεπτυγμζνα προςόντα εμφάνιςθσ και μόρφωςθσ. Το ςχολείο δεν τθσ ζτρωγε πολφ απ’ τον ελεφκερο χρόνο. Ιταν αρκετά μπροςτά και είχε τθν εκ προτζρων τθν παραδοχι των κακθγθτϊν. Γράμματα αναλυτικά με το φίλο τθσ ςτθν Ράτρα, τθλζφωνα από τον Μανϊλθ και προςωπικό γράψιμο κάλυπταν όλο τον ελεφκερο χρόνο τθσ. Τότε ζςκαςε το τθλζφωνο του Ραναγιϊτθ, που τθσ ηθτοφςε ςυνάντθςθ. Δεν ιταν του χαρακτιρα τθσ να αποφεφγει τισ προκλιςεισ. Κα τον ςυναντοφςε το Σάββατο ςε γνωςτό ςτζκι τθσ Κθφιςιάσ. Κι ό,τι ικελε προκφψει!
[62]
23. Μπερδζματα Θ Ελπίδα ζκανε ζνα ςοβαρό λάκοσ. Υπερεκτιμοφςε τον εαυτό τθσ και πάντα τζτοια φαινόμενα κάποια ςτιγμι, ζχουν τισ ςυνζπειεσ τουσ. Κι αυτι δεν μποροφςε να αποτελζςει τθν εξαίρεςθ. Πταν πιγαινε για τθ ςυνάντθςθ με τον Ραναγιϊτθ δεν οριοκζτθςε το εφροσ των ςχζςεϊν τουσ. Τ’ άφθςε ςτθν τφχθ, πιςτεφοντασ ότι δεν κα υπάρξουν προβλιματα. Κι όμωσ! Στουσ λίγουσ μινεσ που είχαν περάςει από τθν τελευταία τουσ, άτυχθ κατ’ αυτι, ςυνάντθςθ ο Ραναγιϊτθσ είχε αλλάξει αρκετά. Ψιλωςε, ομόρφυνε, ζδειχνε πιο άνδρασ. Αμζςωσ ξφπνθςαν μζςα τθσ οι μνιμεσ. Αυτό είναι το παιδί που τθσ ζδωςε το πρϊτο φιλί και μάλιςτα το άρπαξε με το ζτςι κζλω. Αυτόσ είναι που τθσ ξφπνθςε τισ αιςκιςεισ, μαηί του πιγε με λαχτάρα ςτου Φιλοπάππου, ζτοιμθ να του προςφζρει τθ παρκενιά τθσ. Απλϊσ το «ατφχθμα» τθσ πρόωρθσ εκςπερμάτωςθσ άφθςε θμιτελι τθν διάκεςι τθσ. Ενϊ αρχικά είχε μια επικετικι ςτάςθ, όταν κάκιςε δίπλα του, τα ξζχαςε όλα, ακόμα και τον αγαπθμζνο τθσ Μανϊλθ, αυτόν που τθσ πρόςφερε τον πλιρθ ζρωτα. Ππωσ μζχρι τϊρα νόμιηε. Το ίδιο εκδθλωτικόσ ιταν κι αυτόσ: - Μανάρι μου, εςφ ζγινεσ γκομενάρα! Δυςτυχϊσ δεν μποροφςε να τον κάνει κοινωνό των «κατορκωμάτων» τθσ. Να τον κολλιςει ςτον τοίχο. Μςωσ κα του άξιηε. Ασ κάνει όμωσ το κορόιδο. - Και εςφ Ραναγιϊτθ βελτιϊκθκεσ. Μου φαίνεςαι πιο ϊριμοσ! - Χακικαμε τόςουσ μινεσ χωρίσ λόγο. Ρϊσ πζραςεσ το καλοκαίρι ςου; Του είπε ζνα ςκζτο: Καλά! - Ροφ; - Στο Βόλο. Εςφ; - Κυρίωσ ςε νθςιά και γνϊριςα κόςμο, ντόπιο και ξζνο! Ρροφανϊσ τθσ ζκανε φιγοφρα και με το ηόρι ςυγκρατικθκε να μθν του πει τα δικά τθσ. Αφοφ ιπιαν τα ποτά τουσ, ο Ραναγιϊτθσ πλιρωςε τον λογαριαςμό, παρά τισ χλιαρζσ αντιδράςεισ τθσ. - Ράμε τα περπατιςουμε λίγο ςτο πάρκο! Μετά ςτιγμιαίο διςταγμό τον ακολοφκθςε. Μόλισ βρζκθκαν ςε ζρθμο ςθμείο κατά το ςυνικειο του τθν άρπαξε και βίαια κόλλθςε τα χείλθ [63]
του ςτα δικά τθσ. Τον ζςπρωξε μακριά τθσ, αλλά μάταια! Τθν είχε γερά αρπάξει μζςα ςτθν αγκαλιά του. Μετά από λίγο θ αντίδραςι τθσ άρχιςε να μειϊνεται μζχρι που αφζκθκε πλιρωσ. Αυτό ιταν το χαρακτθριςτικό του. Να αρπάηει αυτό που κζλει. Και τθσ άρεςε, φαίνεται λίγο θ αυταρχικότθτα. Ιταν ςτθν ιδιοςυγκραςία τθσ. Δεν ςταμάτθςε εκεί. Άρχιςε το ψαχοφλευμα ςτο ςτικοσ και κάτω απ’ τθ φοφςτα τθσ. Κανονικά ζπρεπε να του μιλιςει αυςτθρά και να τον ςταματιςει. Δεν το ζκανε. Θ εικόνα του Μανϊλθ αχνι πζραςε κάποια ςτιγμι από το μυαλό τθσ, αλλά τίποτα περιςςότερο. Αντίκετα άρχιςε να ανταποκρίνεται ςτο παιχνίδι. Λεσ και το ζκανε επίτθδεσ άρχιςε ζξω από το παντελόνι να χαϊδεφει το όργανό του. Μςωσ με μια κρυφι πρόκεςθ να τον βγάλει νωρίσ εκτόσ παιχνιδιοφ. Σκλιρυνε, βόγκαγε, αλλά αντοχι καινοφρια ςτον Ραναγιϊτθ. Στο μεταξφ αυτόσ αφοφ τθν ςτρίμωξε ςτον κορμό ενόσ πεφκου ζχει ξεκουμπϊςει τα πάντα και ράμφιηε το ςτικοσ τθσ με μικρά δαγκωματάκια. Ρονάει, μα δεν του το δείχνει. Μόνο βογκάει θδονικά. Τθσ κάνει μεταβολι: - Ριάςου απ’ το δζντρο. Σκφψε λίγο! Τθν προςτάηει Υπακοφει με κινιςεισ ρομπότ. Το μυαλό ανζςτειλε τθ λειτουργία του. Κυριαρχοφν τα ζνςτικτα και οι απόκρυφεσ επικυμίεσ. Αιςκάνεται να κατεβάηει το βρακί τθσ και το ςκλθρό όργανό του να ψαχουλεφει ςτα ςκζλια τθσ. Εφκολα βρίςκει τον προοριςμό του και χϊνεται μζςα κατακτθτικά. Βογκάει θδονικά κι ο ςφντροφόσ τθσ λζει ψυχρά: - Βλζπω ότι πρόλαβε άλλοσ τθν πρωτιά! Τζτοια ϊρα τζτοια λόγια. Δε κα του απαντοφςε ζτςι κι αλλιϊσ. Το μόνο που κάνει είναι να κινείται ρυκμικά κατάλλθλα, αναηθτϊντασ τθν ολοκλιρωςθ. Αλλιϊτικθ αίςκθςθ, πιο θδονικι. Μςωσ θ νζα ςτάςθ, ίςωσ ο νζοσ ςφντροφοσ ι ακόμα κι οι υπαίκριεσ ςυνκικεσ και ο υφζρπων φόβοσ για εξωτερικοφσ παρατθρθτζσ τθσ ζνωςθσ τουσ. Μζςα ςτον αλλοπαρμό του πάκουσ και λίγοσ ρεαλιςμόσ: - Μθν τελειϊςεισ μζςα μου! Τον πρόλαβε ςτο τςακ! Με μια ηϊου περιςςότερο φωνι, τραβιζται και τα ςκάγια του ποτίηουν τισ πευκοβελόνεσ που καλφπτουν το χϊρο. Σε πλιρθ αναςτάτωςθ, δζςμια των πακϊν τθσ, ςκφβει ςτο όργανο, που αρχίηει πια να ηαρϊνει και δοκιμάηει τθ γεφςθ. [64]
- Αλμυροφτςικο είναι! Ο δικόσ τθσ, τθσ λζει: - Το καλοκαίρι ζκανα ζρωτα με δυο-τρεισ. Σαν και ςζνα καμιά! Να το ξζρεισ. Πταν θ Ελπίδα θρεμεί λίγο, αρχίηουν μζςα τθσ οι τφψεισ, οι ανθςυχίεσ και οι αυτοκριτικζσ. Σκζφτεται ότι χάνει με τόςθ άνεςθ το μυαλό τθσ. Ενϊ αγαπά τον Μανϊλθ δόκθκε τόςο εφκολα ςτον άλλον. Και δεν είναι μόνο αυτά, Χάνει το μζτρο τθν ϊρα τθσ πράξθσ, υποδουλϊνεται πανεφκολα ςτα πάκθ τθσ. Μετά; Αυτόσ πιγε και μ’ άλλεσ γυναίκεσ. Δε ςκζφτεται τθν πικανότθτα να ςζρνει καμιά αρρϊςτια πάνω του; Πχι προσ κεοφ, ςτον τομζα αυτόν πρζπει να είναι προςεκτικι. Ο Ραναγιϊτθσ περιφανοσ, με το φφοσ του ςίγουρου άντρα τθσ λζει: - Ωραία δεν ιταν; Απάντθςε με ζνα ςκζτο ναι! - Δε μου λεσ, ςε ποιον χάριςεσ τθν πρωτιά; Επικετικά του αντιγφριςε: - Αυτό να μθ ς’ ενδιαφζρει! Ριεςτικά κάτι τθν ωκοφςε να πάρει τζλοσ θ ςυνάντθςθ. - Άντε γεια! Ράω ςπίτι μου. - Ε! Για ςτάςου. Γιατί τόςο απότομα. Τι ςε πείραξε και τςίνθςεσ. Θα ςε ςυνοδεφςω μζχρι εκεί. - Ξζρω το δρόμο. Καλθνφχτα! Με γριγορο διαςκελιςμό άρχιςε να απομακρφνεται, ενϊ ο Ραναγιϊτθσ, γεμάτοσ απορίεσ, ζμεινε ακίνθτοσ, ωσ ςτιλθ άλατοσ, ςτθ κζςθ του. Μπικε ςτο πρϊτο ταξί που βρικε και ςφντομα ιταν κλειςμζνθ ςτο καταφφγιο τθσ. Ρροθγικθκε ζνα ντουσ να νιϊςει κακαρι, χωρίσ τα ςθμάδια και τθ μυρουδιά του πάνω τθσ. … Ση ζα γίλεη κε ζέλα λεαξά κνπ; αναρωτικθκε. Μήπσο είζαη λπκθνκαλήο θνξίηζη κνπ θαη δελ ην μέξεηο; Έρεηο κηα ηόζν όκνξθε θαη θαζαξή ζρέζε κε ηνλ Μαλώιε, πνπ ζε ιαηξεύεη, ηη ζέιεηο θαη κπιέθεζαη κε άιινλ; Ση ζέιεηο, ινηπόλ; Εκείνο που τθν προβλθμάτιηε είναι πόςο, μα πόςο εφκολα χάνει το μυαλό τθσ και γίνεται δοφλα των πακϊν τθσ. Αυτι τθν πλευρά του εαυτοφ τθσ πρζπει πάςθ κυςία να τθ τικαςεφςει.
[65]
24. Ο κακθγθτισ των Μακθματικϊν Τα μακθματικά δεν τα χϊνευε. Πμωσ δεν τθν ζπαιρνε να αδιαφοριςει από τϊρα. Ιταν ίδιον του χαρακτιρα τθσ. Διεκδικοφςε παντοφ τα πρωτεία. Με το ηόρι όμωσ ζβγαηε μόνθ τισ υποχρεϊςεισ τθσ χρονιάσ. Φζτοσ άλλωςτε ο νζοσ μακθματικόσ τθσ κίνθςε τθν περιζργεια. Νζοσ, ενθμερωμζνοσ ςε ευρφ φάςμα, απ’ ό,τι φαινόταν, ενδιαφερόντων διεφρυνε το μάκθμα με ποικίλεσ ςυηθτιςεισ που τθσ ξφπνθςαν το ενδιαφζρον. Ενθμερϊκθκε ςφντομα για τθν κατάςταςι του. Είχε πάντα ςτο πλευρό τθσ τθν Κικι, που είχε αφάνταςτθ ικανότθτα ςυλλογισ πλθροφοριϊν. Αυτι τθσ είπε τα κακζκαςτα. Ραντρεμζνοσ με ζνα παιδάκι. Αυτό δεν τθ χάλαςε κακόλου. Μςα-ίςα. Τον ςτόχευςε με ςχζδιο να δοκιμάςει τθ γεφςθ του. Εκτελεςτικό και ακοφςιο όργανο θ μάνα τθσ. Σε μια άςχετθ ςτιγμι που βγικε από το δωμάτιο να πάρει δικεν λίγο αζρα και να ξεκουράςει τα μάτια τθσ. Χάηεψε λίγο ςτθν ανοιχτι τθλεόραςθ και μπικε ςτθν κουηίνα όπου θ μάνα τθσ ετοίμαηε το φαγθτό. Σχεδόν αδιάφορα αναφζρκθκε ςτο κζμα: - Μάνα δυςκολεφομαι λίγο ςτα μακθματικά. - Να φζρουμε ςπίτι άνκρωπο να ςε βοθκιςει τότε, μωρό μου. Να ρωτιςουμε και τον αδελφό ςου. Θα ξζρει κανζναν ςτο φροντιςτιριο που πάει. - ϊτα τον. Μετά από ζναν διςταγμό, τθσ είπε: - Αν και καλφτερα είναι να απευκυνκοφμε ςτον κακθγθτι που ζχω ςτο ςχολείο, που γνωρίηει τθν κατάςταςι μου και κα μπορζςει καλφτερα να με βοθκιςει. - Εντάξει τότε. Ρεσ του, λοιπόν, να ζρχεται μια φορά τθ βδομάδα ςτο ςπίτι και πεσ μου τι χριματα κα χρειαςτοφν. - Δε γίνεται ζτςι ρε μάνα. Κακθγθτισ μου είναι. Δεν ζχω το κάρροσ. Εςφ πρζπει να το ηθτιςεισ. Ζλα ςτο ςχολείο και πεσ του τι κζλω. - Καλά μωρό μου, αφοφ πρζπει, να ζρκω. Στο δωμάτιό ζδωςε ςυγχαρθτιρια ςτον εαυτό τθσ.. … Όχι δεν θα το ρύθμιζα! [66]
Αυταρζςκεια υπερβολικι. Υπερεκτίμθςθ των δυνατοτιτων και ζλλειψθ μζτρου. Αςφαλισ ςυνταγι για τθν μετωπικι ςφγκρουςθ. Εντωμεταξφ νζα κάκοδοσ του Μανϊλθ ςτθν Ακινα, νζα ερωτικι ςυνάντθςθ ςτο ςπίτι του Σιφθ και δεφτερο αμίλθτο ςυναπάντθμα με αυτόν. Θ μόνθ μεταξφ τουσ επικοινωνία, θ ανταλλαγι βλζμματοσ μζςα ςτο οποίο θ Ελπίδα διάβαςε τον πόκο και τθν επικυμία του για περιςςότερθ γνωριμία. Συνεχίςτθκε θ ανταλλαγι γραμμάτων με τον πνευματικό τθσ φίλο τθσ Νίκο ςτθν Ράτρα, κακϊσ και θ αδιάλειπτθ λεπτομερειακι ενθμζρωςθ του προςωπικοφ και μυςτικοφ θμερολογίου. Πλα καταγραμμζνα με κάκε λεπτομζρεια. Μζςα ςτθ ςιγουριά τθσ υπιρχε και μια αναςφάλεια. Καλά, μάκθμα μαηί του κα κάνει. Ρϊσ όμωσ κα τον αναγκάςει να εκδθλωκεί κι ερωτικά μαηί τθσ; Αυτι κα ζκανε τθν πρόκλθςθ. Αυτόσ όμωσ κα τςίμπαγε το δόλωμα; Κα δοφμε. Βλζποντασ και κάνοντασ. Το πρϊτο μάκθμα κφλιςε αςυννζφιαςτο. Κακιςμζνθ δίπλα του πρόςεχε τι τθσ ζλεγε κι ζγραφε. Πποτε τθν κοίταηε ζπαιρνε το κατάλλθλο λιγωτικό φφοσ. Είχε ξεκουμπϊςει ζνα κουμπί ςτθ μπλοφηα τθσ και μζροσ από το ςτθτό τθσ ςτικοσ ιταν μπροςτά ςτα μάτια του. Σικωςε και λίγο τθ φοφςτα να προβάλλουν τα μποφτια τθσ, αλλά μζχρι εκεί. Ρρόςεξε ότι το προςφερόμενο κζαμα δεν τον άφθνε αδιάφορο. Πνύ λα μέξεη ν θαθνκνίξεο, ψικφριςε από μζςα τθσ, όηη έρσ μεζθνλίζεη ήδε δπν άληξεο! Τπνκνλή. Στο δεφτερο ιταν πιο επικετικι. Το μποφτι τθσ κόλλθςε πάνω ςτο δικό του και το ωκοφςε επικετικά. Άρχιςε να τον ρωτάει για τα προςωπικά του κι αυτόσ επιφυλακτικόσ να τθσ απαντάει γενικά κι αφθρθμζνα χωρίσ λεπτομζρειεσ. Πταν ςτο δωμάτιο ζμπαινε θ μάνα τθσ να φζρει ςτον κακθγθτι τον καφζ και το γλυκό κουταλιοφ μαηευόταν και γινόταν μια μακιτρια, που απολαμβάνει τθν παράδοςθ του μακιματοσ. Αμζςωσ μετά, ςαν μαγικι εικόνα, μεταςχθματιηόταν ςε χαδιάρα γάτα που τριβόταν ςτο ςτόχο τθσ Στο τζταρτο μάκθμα, αφοφ ςυμπλθρϊκθκε ο μινασ και θ μάνα ς’ ζνα φακελάκι του ζδωςε τθν αμοιβι του πρόλαβε και τθσ είπε: - Η κόρθ ςασ ιταν ιδθ καλι μακιτρια. Κάποια μικρά κενά τα καλφψαμε και τϊρα είναι πανζτοιμθ για τα τελικά διαγωνίςματα.
[67]
Άλλωςτε τον άλλο μινα θ χρονιά τελειϊνει. Δε χρειάηεται να ςυνεχίςουμε άλλο. Θ μάνα, ακϊα του εγκλιματοσ, του είπε: - Εςείσ ξζρετε. Ο κακθγθτισ τθσ είςτε! Θ Ελπίδα αιφνιδιάςτθκε πλιρωσ. Πταν θ μάνα τθσ, βγικε απ’ το δωμάτιο με παραπονεμζνο φφοσ του είπε: - Γιατί κφριε; - Μωρό μου εςφ ξζρεισ καλφτερα από μζνα. Είςαι μια ϊριμθ κοπζλα, ίςωσ και περιςςότερο από τθν θλικία ςου, όμορφθ επικυμθτι, ςκζτοσ πειραςμόσ. Φοβάμαι ότι δεν κα μπορζςω να ςυγκρατθκϊ και κα ζχουμε μπλεξίματα. - Και γιατί να ςυγκρατθκείσ; του αντιγφριςε προκλθτικά αυτι - Είςαι μικρι και φοβάμαι. Αν αργότερα ςυναντθκοφν οι δρόμοι μασ, ίςωσ… - Μικρό είναι το μάτι ςου, δάςκαλε! Σθμαςία ζχει ότι το ςχζδιό τθσ ζμεινε ανολοκλιρωτο και τθσ Ελπίδασ δεν τθσ άρεςαν οι απορρίψεισ. Το ειςζπραξε ωσ ιττα και αναηιτθςε αλλοφ τθν ικανοποίθςθ του πλθγωμζνου εγωιςμοφ τθσ.
[68]
25. Ο ιφθσ Το απόγευμα του Σαββάτου, νωρίσ, χτφπθςε τθν πόρτα του Σιφθ. Είχε ςκεφτεί τθ δικαιολογία που κα πει. Ιταν τυχερι. Ο Σιφθσ ιταν εκεί και θ ζκπλθξθ όταν τθν αντίκριςε ηωγραφίςτθκε ανάγλυφα ςτο πρόςωπό του: - Καλϊσ τθν Ελπίδα! Ροιοσ καλόσ άνεμοσ ςε φζρνει από δω; Μιπωσ κα ζρκει κι ο Μανϊλθσ; Αλλά δεν είχα κανζνα τζτοιο νζο του. Δεν γνϊριηε ο όμορφοσ Κρθτίκαροσ τι δαίμονα είχε απζναντί του. Θ Ελπίδα δεν είχε θκικζσ αναςτολζσ. Οι αποκλειςτικότθτεσ ιταν για τουσ δειλοφσ, τουσ διςτακτικοφσ, αυτοφσ που δε κα ζχουν τθ χαρά να γευτοφν όλεσ τισ χαρζσ τθσ ηωισ. Θ ίδια ιταν φτιαγμζνθ από ςπάνιο μζταλλο, από διαλεχτά υλικά. Χωρίσ διςταγμοφσ και ςτενόμυαλεσ αντιλιψεισ κα πορευτεί ςτθν υπόλοιπθ ηωι τθσ. - Πχι Σιφθ. Ήρκα μόνθ μου. Ζχαςα το ζνα μου ςκουλαρίκι και είπα μιπωσ παράπεςε εδϊ τθν προθγοφμενθ φορά, που ιρκα με τον Μανϊλθ. - Δεν βρικα τίποτε τζτοιο. Ρροχκζσ κιόλασ ζκανα γενικι κακαριότθτα. - Καλά μθ ςκοτίηεςαι! Κάπου αλλοφ κα μου ζπεςε. Υπιρξαν κάποιεσ ςτιγμζσ αμθχανίασ και ο Σιφθσ πιο αποφαςιςτικόσ τθσ είπε: - Κάτςε τϊρα που ιρκεσ. Να ποφμε λίγα λόγια και αν κζλεισ μπορϊ να ςε τρατάρω ζνα ποτό. Δυςτυχϊσ το μαγαηί δε διακζτει τίποτα άλλο. - Ναι κα ικελα. Τι ποτό ζχεισ; - Ζλα να διαλζξεισ. Ζνα νοθτό κφμα ανζμου ζδιωξε δια μιασ τθν αμθχανία που προσ ςτιγμι που είχε πζςει μεταξφ τουσ και, λεσ και γνωρίηονταν καιρό, άρχιςαν να μιλάνε για διάφορα. Μςωσ αςυνείδθτα, ίςωσ και να το ζκαναν επίτθδεσ, το όνομα του Μανϊλθ δεν αναφζρκθκε κακόλου ςτθ ςυηιτθςθ Ο Σιφθσ πλθςίαηε ςτο πτυχίο του και θ οικογζνειά του τον περίμενε πίςω. Αδζλφια, αδελφι είχαν ανοίξει μια επιχείρθςθ εξαγωγϊν κρθτικϊν προϊόντων και εκεί κα πιγαινε κι αυτόσ. Ρροσ το παρόν ηοφςε τθ ηωοφλα του ςτθν Ακινα, άνετα με τισ ευκαιρίεσ που του είχαν [69]
παρουςιαςτεί. Δεν ζλεγε όχι ςε ό,τι του ζπεφτε, αλλά ίςωσ το κορίτςι που κα παντρευτεί να είναι απ’ το χωριό του. - Άντε με το καλό! του είπε θ Ελπίδα - Μζχρι τότε γλυκιά μου ζχω να φάω πολλά ψωμιά. - Τισ κάνεισ απιςτίεσ; - Άμα τφχει δεν λζω όχι. Άλλο το ζνα κι άλλο το άλλο. - Βάλε λίγο μουςικι να ακοφςουμε! Ζβαλε ζνα κρθτικό τραγοφδι. Ζκανε υπομονι και το άκουςε. - Κάτι χορευτικό δεν ζχεισ; - Π,τι κζλει θ κοπελιά! Πταν θ μουςικι πλθμμφριςε το χϊρο ςθκϊκθκε όρκια και του είπε: - Ζλα να χορζψουμε! Είχαν προθγθκεί και τα δυο ποτά. Θ διάκεςθ και των δυο ιταν ανεβαςμζνθ. Τθν αγκάλιαςε για να χορζψουν κι αυτι ςαν χαδιάρα γατοφλα χϊκθκε ςτθν αγκαλιά του να τθν αιςκανκεί και να τον αιςκανκεί. Ιξερε ότι ιταν το κορίτςι του Μανϊλθ, ιξερε ότι δεν είναι ςωςτό. Ρϊσ όμωσ μπορείσ να τικαςεφςεισ τισ γενετιςιεσ επικυμίεσ, τισ φουςκωμζνεσ ορμόνεσ; Ρϊσ να πεισ όχι όταν ζνα τόςο επικυμθτό κι αφράτο νζο κορμί ςου προςφζρεται ζτοιμο ςτο πιάτο; Και νεκροφσ αναςταίνει θ ερωτικι επικυμία. Πταν ςικωςε το κεφάλι τθσ δεν τον ζφτανε και να ςθκωκεί ςτισ μφτεσ. Τόςο πιο ψθλόσ απ’ αυτιν ιταν. - Σκφψε λίγο, ρε ψθλζα, να ςε φτάςω! Αυτόσ ζκανε κάτι πιο χρθςτικό. Τθ ςικωςε ςτθν αγκαλιά του και τθσ ςφράγιςε απαιτθτικά το ςτόμα. Ο ζρωτασ που επακολοφκθςε ιταν υπζροχοσ. Τον απολαμβάνει, είναι θ ερωτικι τθσ φφςθ, θ δυνατι παρόρμθςθ που τθν ωκεί ςε τολμθρζσ πρωτοβουλίεσ. Μετά μόνο ο Σιφθσ το πζταξε: - Και τϊρα τι κα γίνει με τον Μανϊλθ; Απόλυτθ του ζκοψε απ’ τθν αρχι το βιχα: - Π,τι ζγινε εδϊ μζςα αφορά μόνο εμάσ τουσ δυο και κανζναν άλλο! Συνεννοθκικαμε; - Π,τι πεισ μωρό μου, αλλά ζχω μια απαίτθςθ τϊρα. Θζλω επανάλθψθ. Μθ χακείσ! [70]
- Ηρζμθςε. Θα το φροντίςω! Μζςα ςτο μυαλό τθσ ανδρωνόταν μια ψευδαίςκθςθ. Νόμιηε ότι μπορεί να χειρίηεται τουσ άντρεσ όπωσ αυτι γουςτάρει. Πτι με τα ςωματικά τθσ κζλγθτρα μπορεί εφκολα να τουσ βάλει ςτο βρακί τθσ. Είχε μζχρισ ςτιγμισ περιπτϊςεισ, που επιβεβαίωναν αυτόν τον ιςχυριςμό τθσ. Θ περίπτωςθ του κακθγθτι που δεν τθσ κάκιςε δεν είναι ότι δεν τθν ικελε. Το είπε άλλωςτε κακαρά. Απλϊσ ιταν χζςτθσ κι ίςωσ δεν του άξιηε να του χαρίςει τθν εμπειρία του ςϊματόσ τθσ. Με τουσ δικοφσ τθσ μζχρι ςτιγμισ δεν είχε κανζνα πρόβλθμα. Άλλωςτε ποφ να φανταςτοφν μαμά, μπαμπάσ ότι το δεκαπεντάχρονο κοριτςάκι τουσ, το ακϊο κι αμόλυντο πλάςμα, φτιαγμζνο για δόξεσ ςτα γράμματα μποροφςε ποτζ να ζχει τζτοιου είδουσ και ζνταςθσ ερωτικζσ εμπειρίεσ. Αυτοί κολυμποφςαν ςτα πελάγθ τθσ άγνοιάσ τουσ. Το ίδιο κι ο δεκαοκτάχρονοσ αδελφόσ τθσ, που ακόμα και τϊρα είχε κάποιεσ, αλλά μάλλον χλωμζσ περιπζτειεσ.
[71]
26. Σο καλοκαίρι πριν το Λφκειο Ο αδελφόσ τθσ ο Χριςτοσ ζδινε πανελλαδικζσ ςτθ Φυςικι κι όλθ θ οικογζνεια είχε τθν αγωνία τθσ απόδοςθσ του. Μόνο θ ίδια ιταν άνετθ, ξαπλωμζνθ γυμνι ςτο κρεβάτι του Σιφθ και εξερευνοφςε πάνω ςτο ςϊμα του ερωτικζσ γωνιζσ, να τον διεγείρει και να τον κάνει να χάςει το μυαλό του. Σιμερα αυτι ιταν ο καβαλάρθσ κι ο άλλοσ το τικαςευμζνο άλογο. Ρόςο τθσ άρεςε να παίηει, να ανακαλφπτει νζεσ εμπειρίεσ, ζχοντασ ωσ πθγι ζμπνευςθσ αυτά που ανελλιπϊσ ςυνζχιςε να ςπουδάηει ςτισ επιλεγμζνεσ αγαπθμζνεσ ςελίδεσ του ιντερνζτ. Δεν ζχανε τθν ευκαιρία ςτθ διζγερςθ που τθσ προκαλοφςε αυτι θ παρακολοφκθςθ να δίνει από μόνθ τθσ τθν ολοκλιρωςθ ςτο άταιρο ςεξ. Αυτι θ απελευκζρωςθ των αιςκιςεων, αυτό το μανιϊδεσ κυνθγθτό αντίςτοιχων εμπειριϊν τθσ αναπροςανατόλιςε παλαιζσ αγαπθμζνεσ ςυνικειεσ. Κάποια ςτιγμι το ςυνειδθτοποίθςε. Δεν είχε, εδϊ και μζρεσ, ζμπνευςθ να γράψει ποιιματα και ακόμα χειρότερα υπιρξαν μζρεσ που δεν ενθμζρωςε το προςωπικό τθσ θμερολόγιο, κάτι που ςε παλαιότερεσ μζρεσ κα αποτελοφςε γι αυτιν ςθμαντικι παράλειψθ. Ακόμα δεν ακοφςτθκε το ςχζδιο για τισ καλοκαιρινζσ τισ διακοπζσ. Βλζπεισ όλθ θ προςοχι τθσ οικογζνειασ ιταν ςτραμμζνθ ςτισ εξετάςεισ που ζδινε ο αδελφόσ τθσ ο Χριςτοσ. Αυτό από μια άποψθ τθ βόλευε για να κινείται ελεφκερα, αλλά μαηί και τθν ενοχλοφςε γιατί δεν ιταν το κζντρο τθσ προςοχισ. Ο εγωιςμόσ ιρκε για μια ακόμα φορά ςτθν επιφάνεια. Αν ιταν ςτακερι ςτισ αγάπεσ τθσ κα μποροφςε εδϊ και μζρεσ να ηθτιςει απ’ τθ μάνα τθσ να πάει ςτο Βόλο, όπου ο άμοιροσ Μανϊλθσ τθν περίμενε με ανοιχτι αγκάλθ και τθν είχε προςκαλζςει τθλεφωνικά πολλζσ φορζσ. Πμωσ, θ ςυναιςκθματικά αςτακισ Ελπίδα δεν είχε μζςα τθσ το πάκοσ τθσ προθγοφμενθσ χρονιάσ. Ξεκϊριαςε θ ερωτικι ζλξθ γι’ αυτόν μετά τισ τρεισ τζςςερισ ςυνευρζςεισ τουσ. Καλόσ, χρυςόσ ο Μανϊλθσ, αλλά αυτι δίψαγε για το νζο, το άγνωςτο, το προκλθτικό, αυτό που ακόμα δεν ζηθςε και πρζπει να δοκιμάςει. Φανατικι κυνθγόσ τθσ επόμενθσ περιπζτειασ δεν ορρωδοφςε κακόλου [72]
μπροςτά ςτισ πλθγζσ που ενδεχομζνωσ κα προκαλοφςε. Ραμφάγα, τθν ενδιζφερε μόνο θ δικι τθσ πλευρά και θ δικι τθσ ικανοποίθςθ. Με τα δικά τθσ κριτιρια, μεγαλφτερο ενδιαφζρον τθσ προκαλοφςε ο Σιφθσ για πολλοφσ και διάφορουσ λόγουσ. Ρρϊτον ιταν μια κακαρι ςεξουαλικι ςχζςθ χωρίσ τα βάρθ και τισ αιςκθματικζσ αναςτολζσ του δεςμοφ. Δεφτερον ιταν κι ανοικονόμθτοσ παίδαροσ, που τθν καπάκωνε με το ηωϊδθ τρόπο του και τρίτον τθσ άρεςε να κάνει ταξίδια πάνω ςτο ατζλειωτο ςϊμα του και να τον κάνει να μουγκρίηει με τθν ευκίνθτθ και περίεργθ γλϊςςα τθσ. Ρριν φφγουν για διακοπζσ δεν κα ιταν άςχθμθ μια ακόμα δόςθ. Μόνο με τθ ςκζψθ αυτι άναψε και τον πιρε τθλζφωνο μθν τρζχει τηάμπα ςτο ςπίτι του κι αυτόσ να είναι εκτόσ. Μετά από αρκετά χτυπιματα ο άλλοσ το ςικωςε. Λίγο λαχανιαςμζνοσ τθσ είπε ςιγά: - Ζλα, τι κζλεισ; Αυτι τθ ςτιγμι δεν μπορϊ να ςου μιλιςω κα ςε πάρω αργότερα. Μζςα απ’ το τθλζφωνο ακοφςτθκε μια γυναικεία φωνι να λζει: ήθε θιείζην θη έια! Μετά θ γραμμι ςίγθςε. Τθσ ιρκε ταμπλάσ. Να υποτιμοφν αυτι; Τθν Ελπίδα; Κι ο αλιτθσ να ξεςκίηεται μ’ άλλθ. Το αίςκθμα τθσ «προδοςίασ» τθν μποφκωςε. Θ ηιλεια τθν ζπνιξε. Αν τον είχε μπροςτά τθσ κα του ζβγαηε τα μάτια! Κι αυτι τθ ςκρόφα; Δεν κα τθσ άφθνε τρίχα ςτο κεφάλι τθσ. Αθνύο εθεί ν ήθεο κνπ λα κε καραηξώζεη κε ηέηνην ηξόπν! Πταν πζραςε λίγθ ϊρα και κατακάκιςαν μζςα τθσ οι πρϊτεσ εντυπϊςεισ, το ςκζφτθκε πιο ψφχραιμα και ρεαλιςτικά. Από ποφ κι ωσ ποφ αυτι ηθτάει αποκλειςτικότθτεσ. Θ ςχζςθ μεταξφ τουσ ιταν ξεκάκαρθ, χωρίσ δεςμεφςεισ. Αυτι μπικε απρόςκλθτθ ςε ξζνα χωράφια και αναςτάτωςε τθν παιδικι του ςχζςθ με τον Μανϊλθ. Μθν παραπονιζται κιόλασ; Πμωσ θ ηιλεια πλθμμφριςε με πίκρα το ςτόμα τθσ. Δεν ιταν και ςυνθκιςμζνθ ςε τζτοια. Μζχρι τϊρα ό,τι τθσ γυάλιηε το άρπαηε χωρίσ να υπολογίηει τισ ςυνζπειεσ που θ αρπακτικότθτά τθσ κα ζχει ςτουσ άλλουσ. Δίνεισ και παίρνεισ. Συνικωσ, αλλά όχι πάντα, θ ηωι είναι ανταποδοτικι. Τότε για πρϊτθ φορά μπικε ςτο μυαλό τθσ και θ ανθςυχία που απ’ τθν αρχι ζπρεπε να τθν προβλθματίςει. Ράει με άντρεσ γιατί τθσ αρζςει, γιατί κζλει να τουσ κατακτά και να τουσ χειρίηεται, γιατί το ζχει [73]
ανάγκθ. Πμωσ δεν πρζπει να προφυλάξει τον εαυτό τθσ; Πχι από τα ενδεχόμενα ςχόλια, που κάποια ςτιγμι κα ςκάςουν μάτι. Αυτό είναι το λιγότερο. Κυκλοφοροφν τόςεσ και τόςεσ αρρϊςτιεσ, μερικζσ δε λίαν επικίνδυνεσ. Αυτι που είναι αποφαςιςμζνθ να δοκιμάςει πολλοφσ άντρεσ δεν πρζπει να πάρει προφυλακτικά μζτρα; … Α! Όια θη όια. Υσξίο πξνθπιαθηηθό δελ κπαίλεη θαλείο κέζα κνπ. Θα ην έρσ πάληα καδί κνπ ζην ηζαληάθη θαη ζα απνηειεί όξν. Θέιεη θαιώο, δε ζέιεη, κηκί δελ έρεη. Πμωσ το περιςτατικό με τον Σιφθ δεν τθν άφθνε να θρεμιςει. Ηθτοφςε ανταπόδοςθ κι ίςωσ ζνα είδοσ εκδίκθςθσ. Αλλά προσ το παρόν δεν κα τον ζπαιρνε τθλζφωνό. Πχι να πζςει και τόςο χαμθλά. Ασ μθ δείξει ςτον αλιτθ ότι πλθγϊκθκε. Αδιαφορία λεσ και δε ςυνζβθ τίποτα. Ο εγωιςτισ ποτζ δε κα παραδεχκεί αδυναμία. Ροτζ δε κα αφιςει ακάλυπτο κάποιο πλευρό του, που ο αντίπαλοσ κα το εκμεταλλευκεί και κα του καρφϊςει το ςπακί του. Δε χρειάςτθκε να περιμζνει με τισ ϊρεσ το τθλζφωνό του ζφταςε το βράδυ τθσ ίδιασ μζρασ. Είδε ποιοσ τθν καλεί και με πείςμα, κόντρα ςτθν αντίκετθ επικυμία τθσ το άφθςε να χτυπάει μζχρι που ςταμάτθςε. - Πχι αλιτθ, βράςου λίγο ςτο τθγάνι. Για να δοφμε κα ξαναπάρει; Σε μιςι ϊρα ξαναχτφπθςε. Του απάντθςε ψυχρά: - Ναι. Τι κζλεισ; - Να ςε δω! - Α! Τϊρα ζχεισ χρόνο! - Μα να ςου εξθγιςω κζλω. Ζλα απ’ το ςπίτι να τα ποφμε - Αυτό να το ςβιςεισ, κφριε. Αφριο ςτισ 4 το απόγευμα κα πάω ςτθν Ερμοφ για ψϊνια. Αν τφχει να βρίςκεςαι και ςυ κα κάτςω εκεί όρκια να ακοφςω τισ εξθγιςεισ ςου. Αυτό ιταν κι ζκλειςε τθ ςυςκευι. Ιξερε ότι διακινδυνεφει, αλλά του χρειαηόταν ζνα καψϊνι, του προδότθ! Κι αν δεν κάτςει; Τι να κάνουμε; Τότε κα πιει ςιωπθλά το πικρό ποτιρι τθσ ιττασ. Στθ κακοριςμζνθ ϊρα κινοφνταν τεμπζλικα μπροςτά ςτισ βιτρίνεσ των καταςτθμάτων, παρατθρϊντασ τα προβαλλόμενα προϊόντα, αλλά το μυαλό τθσ ζτρεχε ςτον άλλον. Ιρκε; Με βλζπει; Ασ κάνω τθν άνετθ. Δεν κουράςτθκε πολφ. Ζνα ςτιβαρό κράτθμα ςτον ϊμο τθν ανάγκαςε να ςτρίψει προσ τα πίςω. [74]
- Α! Εςφ είςαι; - Κακόμαςτε για ζναν καφζ; τθσ πρότεινε Δεν του απάντθςε, αλλά τον ακολοφκθςε ςτο διπλανό ςτενό που ιταν γεμάτο με τραπεηάκια από τα πολυπλθκι καφενεία τθσ περιοχισ. Συνζχιςε να είναι ςιωπθλι περιμζνοντασ από αυτόν τθν πρωτοβουλία να μιλιςει. Οι καφζδεσ φτάςανε μζςα ςτθ ςιωπι και τότε ο κφριοσ εδζθςε ν’ ανοίξει το ςτόμα του: - Ναι, ιμουν με γυναίκα. Τθ ψάρεψα από το δρόμο. Μωρό μου, είμαι άντρασ κι ζχω ανάγκεσ. Εςφ εμφανίηεςαι όποτε γουςτάρεισ κι εγϊ δεν είμαι ςίγουροσ για τίποτα μαηί ςου. Πμωσ κα ςτο πω και ς’ ορκίηομαι ςτθ ηωι τθσ μάνασ μου. Οι άλλεσ γυναίκεσ δεν πιάνουν δεκάρα μπροςτά ςου. Μακάρι να ςε είχα κοντά μου, αλλά μου είπεσ πωσ δεν κζλεισ δεςμεφςεισ και το ςζβομαι. Ιδθ είχε κερδίςει ζναν πόντο όταν τθν ςυνζκρινε με τισ άλλεσ, αλλά αντίδραςθ καμιά. Ραρζμενε ψυχρι και απροςπζλαςτθ. Από μζςα τθσ το οχυρό ιδθ είχε αρχίςει να ραγίηει. Ικελε κι άλλα παρακάλια κι άλλεσ παραδοχζσ τθσ υπεροχισ τθσ Ο ψθλζασ πιαςμζνοσ πραγματικά ςτθ φάκα τθσ ςυνζχιςε ικετευτικά: - Μωρό μου, ςαν το δικό ςου ζρωτα πουκενά δεν ζχω ςυναντιςει. Είςαι μια φλόγα που μου άναψεσ κι αυτι δε ςβινει με υποκατάςτατα. Αν δεν ζρκεισ ςπίτι δεν ξζρω τι κα κάνω. Τότε εκείνθ λίγο του ανοίχτθκε: - Κανονικά ζπρεπε να ςε ςβιςω μια κι ζξω. Αλλά δεν το κάνω. Σιμερα κα το ςκεφτϊ κι αφριο κα ςου τθλεφωνιςω. Κι εγϊ νόμιηα ότι ταίριαηαν τα ςϊματα μασ, αλλά εςφ ξοδεφεςαι ςτθν όποια κι όποια. Κάνε ςιμερα ζνα καλό ςαποφνιςμα να φφγουν οι βρϊμικεσ μυρωδιζσ από πάνω ςου. Δεν του ζκανε τθ χάρθ να το πει. Αφριο το πρωί κα πιγαινε ςτο ςπίτι του, αλλά ασ τον να καβουρντίηεται λίγο ακόμα. Τθν προδοςία κα τθν πλθρϊςει ςτο κρεβάτι.
[75]
27. Είκοςι μζρεσ ςτθ ίφνο Ο αδελφόσ τθσ δεν ιταν και το πρϊτο αςτζρι, αλλά με το ςπρϊξιμο τθσ μαμάσ που του είχε αδυναμία και τθν εντατικι προετοιμαςία ςτο φροντιςτιριο είχαν τελικϊσ τα αποτελζςματά τουσ. Είχε γράψει αρκετά καλά και θ προςδοκία των γονζων να γίνει πολιτικόσ μθχανικόσ ςτο πλευρό του πατζρα του μάλλον ζμπαινε ςτο δρόμο τθσ. Τότε μόνο ο πατζρασ χαροφμενοσ τουσ ανακοίνωςε το ςχζδιό του. Οικογενειακζσ διακοπζσ κα ζκαναν ςτθ Σίφνο. Ζκλειςε ξενοδοχείο ςτο Μακρφ Γιαλό δίπλα ςτθν ακρογιαλιά. Μάλλον θ ιδζα άρεςε ς’ όλουσ. Άλλωςτε ιταν μόνο για είκοςι μζρεσ και μετά κα μποροφςαν να διαλζξουν τθ ςυνζχεια μόνοι τουσ. Το πλοίο τουσ άφθςε ςτισ Καμάρεσ και μ’ ζνα ταξί πιγαν ςτο ξενοδοχείο. Τθν άλλθ μζρα θ Ελπίδα με τον τρόπο που μόνθ τθσ ζμακε, ζκανε τθν εμφάνιςι τθσ ςτθ πλαη. Το φφοσ, θ ςιγουριά και τα φυςικά προςόντα τθσ δε μποροφςαν να περάςουν απαρατιρθτα. Ο αδελφόσ ςτο δικό του κυνθγθτό, ο μπαμπάσ να νομίηει ότι θ κόρθ του είναι ακόμα το μωράκι του και μόνο θ παρατθρθτικι μαμά ανιςυχθ ζβλεπε τθν κόρθ να επιδεικνφει τα κάλλθ τθσ ςαν αςτζρι του ςινεμά. Μόνο που τουσ φόβουσ τθσ τουσ κράτθςε μόνο για τον εαυτό τθσ, ξζροντασ πόςο ξεροκζφαλθ κι αποφαςιςτικι κόρθ είχε. Θ αλικεια να λζγεται. Στισ μακθτικζσ τθσ υποχρεϊςεισ ιταν εντάξει και με το παραπάνω. Από όλεσ τισ μπάντεσ άκουε εγκωμιαςτικά ςχόλια για τθν απόδοςι τθσ κι αυτό δεν μποροφςε να το αγνοιςει. Υποπτευόταν ότι κα ζχει ερωτικζσ εμπειρίεσ. Τα αναμφιςβιτθτα ςωματικά τθσ προςόντα, και θ ροπι τθσ ςτο ρομαντιςμό κα είχαν ιδθ βρει τθ διζξοδο τουσ δίπλα ςε κάποιον νζο, αλλά και να τθν ρωτιςει ςτα ίςα, δεν πρόκειται να πάρει κουβζντα από τθ ςφίγγα. Αντίκετα κα τθν κάνει πιο απόμακρθ και επιφυλακτικι. Θ μόνθ πυροςβεςτικι παρζμβαςθ που τθσ επιτρεπόταν ιταν να τθσ εφιςτά τθν προςοχι ςτουσ κινδφνουσ αρρϊςτιασ και τα προφυλακτικά μζτρα που οφείλει ςτον εαυτό τθσ. Κι αυτό είχε ςυμβεί ιδθ μερικζσ φορζσ. Δεν άργθςε να κάνει τισ πρϊτεσ γνωριμίεσ. Αυτι τθ φορά και διεκνοποιθμζνεσ. Ζνασ όμορφοσ ξανκομπάμπουρασ από το ότερνταμ [76]
τθν πλθςίαςε τθσ και τθσ άνοιξε κουβζντα. Ευτυχϊσ τα αγγλικά τθσ ιταν προχωρθμζνα και δεν υπιρξε καμιά δυςκολία για πιο αναλυτικι ςυηιτθςθ. Μια από τισ πρϊτεσ ερωτιςεισ του ιταν πόςο χρονϊν είναι. Είχε προθγθκεί αυτόσ λζγοντασ ότι είναι εικοςιπεντάρθσ. Με άνεςθ του είπε 17 προςκζτοντασ ότι από καιρό κεωρεί τον εαυτό τθσ ϊριμο για να ηιςει τα πάντα όλα. Μπικαν μαηί ςτθ κάλαςςα και παίξανε τα ςυνικθ παιχνιδάκια. Κατάβρεγμα, αγκαλιάςματα, πατθτζσ, υποβρφχια ςυμπλζγματα. Θ ςωματικι επαφι ιταν αναπόφευκτθ. Θ μικρι δεν ικελε και πολφ για να ανάψει, ιδιαίτερα όταν με τα ίδια τθσ τα μάτια είδε τθ διζγερςι του ςτο μαγιό και το εμφανζσ φοφςκωμα του. Ζπνιξε προσ το παρόν τθν ενςτικτϊδθ επικυμία να απλϊςει το χζρι τθσ, αλλά για πρϊτθ μζρα κρατικθκε: Έρνπκε ρξόλν λα ην δνθηκάζσ. Μελ ηνλ θνβίζσ από ηελ αξρή. Γηα λα δνύκε ηη πξάκα είλαη θη Οιιαλδνί! Τθν επόμενθ μζρα είδε ότι ο Πλαφ είχε μθχανάκι νοικιαςμζνο για όλεσ τισ μζρεσ που κα ζμενε ςτο νθςί. Αυτι του το πρότεινε: - Τι λεσ κα με πασ μια βόλτα το απόγευμα να δω και τα γφρω μζρθ; - Μετά χαράσ, τθσ απάντθςε. Ζτςι κι ζγινε. Ρροσ το δειλινό άκουςε το μαρςάριςμα τθσ μθχανισ του και βγικε ςε χρόνο μθδζν ζξω. Καβάλθςε άνετα και κάκιςε ςτο πίςω κάκιςμα. Κόλλθςε το ςϊμα τθσ πάνω του και τα δυο χζρια τα τφλιξε γφρω απ’ τθν κοιλιά του: Φύγακε! Ο κερατάσ ζτρεχε ςαν τρελόσ ςε δρόμουσ που δεν ιταν κατάλλθλοι για τζτοιεσ ταχφτθτεσ. Φοβικθκε πραγματικά ότι κα γκρεμοτςακιςτοφν, αλλά θ ιδιοςυγκραςία τθσ ιταν τζτοια,που μαηί με το φόβο ιρκε και θ ερωτικι διζγερςθ, ϊριμθ να παραδοκεί ςτα πάκθ τθσ με τθν πρϊτθ κίνθςθ. Μζςα από ζνα ερθμικό ςτενό μονοπάτι φτάςανε ςε μια κορυφι απ’ όπου θ πλαη, το ξενοδοχείο, οι ταβζρνεσ και τα καφενεία ιταν χαμθλά μπροςτά τουσ, τοπίο όμορφο ςερβιριςμζνο ςτο πιάτο. Οι άνκρωποι, μικρζσ αχνζσ κινοφμενεσ φιγοφρεσ, που δεν αναγνϊριηεσ κανζναν. Μςωσ κάποια από αυτζσ τισ φιγοφρεσ να ιταν ο πατζρασ τθσ, ι θ μάνα τθσ. Τι διεγερτικό κα ιταν να ζχουν ιςχυροφσ φακοφσ για να τθν ζβλεπαν κυρίωσ αυτά που ςχεδιάηει να κάνει. Ο Πλαφ δεν ιταν και κανζνασ κοφκλοσ, που θ εμφάνιςθ του κα τθν εξιτάριηε. Αυτό το ξαςπριςμζνο ξανκό δεν τθσ ταίριαηε, αλλά υπιρχαν κι άλλα κίνθτρα για να κζλει να τον δοκιμάςει. Ρρϊτθ φορά κα ζκανε [77]
ζρωτα με ξζνο. Να δοκιμάςει και μια άλλθ ράτςα βρε αδελφζ μου, Ιταν ακόμα ο πρϊτοσ τθσ ξανκόσ. Το παιχνίδι άρχιςε με λίγο ςπρϊξιμο εκ μζρουσ τθσ και θ κατάςταςθ κυλοφςε ςε μζτρια επίπεδα. Ροφ είναι το πάκοσ και θ επικετικότθτα που ζνιωκε με τον Σιφθ; Απόςταςθ μεγάλθ. Πταν ιρκε θ ςτιγμι να μπει μζςα τθσ, ζκανε τθν αναγκαία ςτάςθ να φορζςει προφυλακτικό, κάτι που τθν προβλθμάτιςε για τθ δικι τθσ μζχρι τϊρα απεριςκεψία και ζλλειψθ προςοχισ. Πχι, από δω και πζρα, κα φροντίηει αυτό να γίνεται ανελλιπϊσ. Το γεγονόσ ότι, παρά τθ φιλότιμθ προςπάκεια του Πλαφ να τθν φζρει ςτο αμιν δεν το πλθςίαςε κακόλου. Από λφπθ και μόνο ζκανε το κζατρο τθσ: - Yes… yes, my darling.. Σαχλαμάρεσ! Οφτε πλθςίαςε. Με τον κφριο, πρϊτθ και τελευταία φορά. Δεν κα του το πει κατάμουτρα του κακομοίρθ. Λίγο τον λυπάται. Κα το καταλάβει μόνοσ του. Σφντομα γφριςαν πίςω. Αχ, μωρζ το ντόπιο είναι και πιο νόςτιμο. Οι τρεισ επόμενεσ μζρεσ κφλθςαν άκαρπεσ παρά τθν αγωνιϊδθ αναηιτθςθ ερωτικοφ ςυντρόφου. Λεσ και κάποια κακιά μοίρα τθν καταράςτθκε. Είχε τζτοια μοφτρα που ζγινε κι αφόρθτθ και ςτουσ δικοφσ τθσ. Ικελε να γυρίςει πίςω ςτθν Ακινα, αλλά μόνθ τθσ δεν γινόταν. Ριρε τθλζφωνα. Αρχικά ςτο Σιφθ, που τθσ απάντθςε πωσ είναι ςτο χωριό του και κάνει παρζα με τον Μανϊλθ. - Σε αγαπάει, ρε τςογλάνι! Μθν φοβάςαι. Είμαι τάφοσ για τα μεταξφ μασ. Άλλωςτε δεν με ςυμφζρει. Συνεχίηω να ςε γουςτάρω και κα ικελα να ς’ ζχω τϊρα εδϊ να κάνουμε καλό παιχνίδι, μζχρι τελικισ πτϊςεωσ. - Και εγϊ γουςτάρω. Ζλα εδϊ και κα ςε αποηθμιϊςω. Είμαι ςτθ Σίφνο και κα κάτςω ακόμα δζκα θμζρεσ. - Δεν μπορϊ μωρό μου. Ζχω υποχρεϊςεισ με τουσ δικοφσ μου και δε γίνεται να φφγω ςτισ επόμενεσ είκοςι μζρεσ. Τότε λοιπόν κα ςυναντθκοφμε ςτθν Ακινα. - Εςφ χάνεισ! Μθν πεισ ςτον Μανϊλθ ότι ςε πιρα τθλζφωνο. Με πιρε πολλζσ φορζσ και δεν το ςικωςα. Μάλλον μζςα μου αυτι θ ςχζςθ τζλειωςε. Μθν νιϊκεισ ενοχζσ! Δε φταισ εςφ. Εγϊ είμαι το ςτραβόξυλο!
[78]
28. Μακιτρια Λυκείου Νζο κτιριο, νζοι αρκετοί ςυμμακθτζσ, νζοι κακθγθτζσ. Στοιχεία που ηωντάνεψαν το ενδιαφζρον τθσ για το ςχολείο με το επιπλζον ενδιαφζρον ότι ο Χριςτοσ είχε τελειϊςει το Λφκειο και ιταν πλζον φοιτθτισ του πανεπιςτθμίου Ράτρασ. Ρολιτικόσ Μθχανικόσ με τουσ πανθγυριςμοφσ των γονζων τθσ. Ο ζνασ ςτόχοσ ολοκλθρϊκθκε. - Άντε και ςτα δικά ςου Ελπίδα μου! Στραβομουτςοφνιαςε, χωρίσ να πει κουβζντα, γιατί δεν ανεχόταν καμιά επζμβαςθ ςτα προςωπικά τθσ. Ζπρεπε να δϊςει μάχθ για να τθν αναγνωρίςουν, να παραδεχκοφν τθν υπεροχι τθσ. Ο αρρωςτθμζνοσ εγωιςμόσ τθσ, δεν τθν άφθνε ςτιγμι ιςυχθ. Να κάτςει ςε μια άκρθ και να χαρεί μόνθ τθσ τθν ικανότθτα να μακαίνει, να αφομοιϊνει τθ γνϊςθ και να γράφει προςωπικά αξιοπρόςεκτα κείμενα. Δεν ιταν του χαρακτιρα τθσ. Ενϊ πια τα κετικά μακιματα άρχιςε να τα αντιπακεί ι ακόμα και να τθ δυςκολεφουν δεν τα παράτθςε κακόλου κι ζδινε και κει μάχθ να είναι εντάξει ςτισ υποχρεϊςεισ τθσ. Εντάξει, τον κεωρθτικό κφκλο κα ακολουκιςει, αυτά δεν τθσ ταιριάηουν, αλλά να τθν πιάςει αδιάβαςτθ ο κακθγθτισ κα ιταν καίριο πλιγμα ςτον εγωιςμό τθσ Μζςα ςτο πρϊτο τρίμθνο οι ιςορροπίεσ αποκαταςτάκθκαν. Κακθγθτζσ και ςυμμακθτζσ κατάλαβαν με ποια ζχουν να κάνουν. Κι αυτό τθν θρζμθςε αρκετά και τθσ άφθςε χρόνο να αςχολθκεί και με τισ άλλεσ κρυφζσ προτιμιςεισ τθσ. Μζςα ςτουσ τελευταίουσ μινεσ, με τα φυςικά τθσ προςόντα, το όμορφο πρόςωπο και το καλοςχθματιςμζνο ςϊμα, τθν είχαν κάνει αξιοπρόςεχτθ ςτο οποιοδιποτε αντρικό μάτι. Ρρόςκεςε ακόμα τθν προςωπικι φροντίδα ςτο πρόςωπο, το χτζνιςμα, τα αξεςουάρ και το μοντζρνο ντφςιμο, ιταν ζνα γκομενάκι πρϊτθσ διαλογισ και το ιξερε κιόλασ. Ζβλεπε με ικανοποίθςθ τθν πείνα των αντρικϊν βλεμμάτων. Για αυτιν θ επικυμία να τθν κατακτιςουν, ιταν θ τροφι του άλογου εγωιςμοφ τθσ, ιταν θ κφρια αιτία για τθ ςυνζχιςθ τθσ ςυλλογισ που είχε αρχίςει να ςυγκεντρϊνει.
[79]
Τϊρα ιξερε. Ρρζπει να είναι πιο εκλεκτικι, δικεν πιο δφςκολι, αλλά όχι και μόνθ. Θ αναηιτθςθ νζασ περιπζτειασ μπικε ςτθν θμεριςια διάταξθ. Στθν τάξθ τθσ τίποτα που να αξίηει τον κόπο, αλλά ςτισ μεγαλφτερεσ τάξεισ πολλζσ αξιοπρόςεκτεσ περιπτϊςεισ. Ιδθ κάποιεσ προςεγγίςεισ υπιρξαν, κάποιοι ζκαναν δειλά βιματα, αλλά μζχρισ εκεί. Κανονικά κα ζπρεπε να τθν πιάςει το παράπονο, αλλά ιξερε πλζον. Τα αγοράκια είναι φοβιςμζνα πλάςματα. Κζλουν και λίγο ςπρϊξιμο για να πάρουν μπρόσ κι αυτό κα γινόταν απ’ τθν ίδια. Αναςφαλι κι αναποφάςιςτα. Πμωσ απαιτοφςε και εχεμφκεια. Δεν κα ικελε το όνομα τθσ να μπει με άςχθμο τρόπο ςτο ςτόμα του οποιουδιποτε. Το καλφτερο κα ιταν να βρει τον άνκρωπο τθσ, εκτόσ του κφκλου του ςχολείου κι όχι κάποιο παιδαρζλι. Να ξζρει, να τθν ανεβάηει, να τθν κατακτά. Εφεδρεία είχε τον Σιφθ. Με αυτόν τα πράγματα ιταν κακαρά. Οφτε αγάπεσ, οφτε δεςμεφςεισ. Μόνο ςαρκικι ςχζςθ και ικανοποίθςθ. Καλόσ και επαρκισ, αλλά ικελε ποικιλία, ρε γαμϊτο! Να γνωρίςει, να μάκει και ποφ ξζρεισ; Μπορεί και να τθσ εμπνεφςει και δυνατά αιςκιματα. Αν κάτι κα τθν γζμιςε κα ικελε ο εν λόγω κφριοσ να κυριαρχεί ςτθ ςκζψθ τθσ. Να τθν απαςχολεί όλο το εικοςιτετράωρο. Κα γοφςταρε να είναι και λίγο δυνάςτθσ, απαιτθτικόσ, να αρπάηει το ςτόχο του και να τον καταβροχκίηει! - Υξηζηέ κνπ αλώκαιε είκαη ιίγν….. Ζνα Σάββατο μεςθμζρι πιρε τον θλεκτρικό από τθν Ομόνοια. Είχε κατζβει για ψϊνια και ανζβαινε ςτο Μαροφςι, που είχε ραντεβοφ με φίλεσ να πάνε ςινεμά. Το βαγόνι ιταν φίςκα. Επειδι βιαηόταν ςτριμϊχτθκε κι αυτι μζςα. Δεν πζραςε ζνα λεπτό κι αιςκάνκθκε ζνα χζρι να τθν χαϊδεφει από πίςω. Δυςαναςχζτθςε και προςπάκθςε να προχωριςει πιο πζρα. Αυτόσ όμωσ επίμονοσ τθν ακολοφκθςε και δεν ζχαςε τθν προνομιακι κζςθ τθσ άμεςθσ επαφισ. Γφριςε περίεργθ να δει ποιοσ είναι και να του κάνει αυςτθρι παρατιρθςθ. Είδε ζνα άγνωςτο πρόςωπο με δυο καυτά μάτια να τθν εξετάηουν με ζνταςθ υπνωτιςτικι. Αιςκάνκθκε τον αντριςμό του μζςα απ’ το παντελόνι να τρίβεται ςτα κωλομζρια τθσ. Ζτοιμθ να τον ςτείλει ςτο διάολο πιγε να τον ςπρϊξει μακριά τθσ. Εκείνοσ πρόλαβε και χοφφτωςε το χζρι τθσ κι [80]
άρχιςε να το τρίβει ςτον αντριςμό του. Σε μθδενικό χρόνο άναψε. Δεν χρειαηόταν να τθν κακοδθγεί. Το χζρι τθσ ζκανε μόνο του τθν υπόλοιπθ δουλειά. Άκουςε από πίςω τον ζντονο αναςτεναγμό, αλλά δε γφριςε να κοιτάξει. Κάκιςε ςε μια κζςθ που ευκαιριακά άδειαςε δίπλα τθσ κι ζκανε τθν ανιξερθ. Ροτζ δεν ζμακε τι ζκανε ο άλλοσ. Μςωσ, όταν τον πιραν τα ηουμιά κατζβθκε ςτθν επόμενθ ςτάςθ. Θ ίδια διατθρϊντασ μζςα τθσ ακζραια τθν αναςτάτωςθ, ζφταςε ςτο ςτακμό, πετάχτθκε με ευλυγιςία ζξω και τρζχοντασ ςυνεχϊσ χωρίσ ανάςα ζφταςε ςτο ςθμείο του ραντεβοφ. Και να υπιρχε περίπτωςθ κάποιοσ να τθν ακολουκιςει δεν κα τθν προλάβαινε. Από μζςα τθσ είχε πάρει τθν απόφαςθ τθσ: Γελ είλαη ώξα γηα ζηλεκά ηώξα. Λζγοντασ μια ψεφτικθ δικαιολογία αποδεςμεφτθκε από τισ άλλεσ: Γελ ληώζσ θαιά θνξίηζηα. Θα πάσ ζπίηη. Μόλισ απομακρφνκθκε λίγο τθλεφϊνθςε ςτον Σιφθ. Πταν τθσ απάντθςε του είπε: Έξρνκαη! και το ζκλειςε πριν ο άλλοσ προλάβει να πει κουβζντα. Ζπρεπε με κάκε κυςία να ςβιςει τθν πυρκαγιά που τθσ άναψε ο άγνωςτοσ αλιτθσ.
[81]
29. Σο δίχτυ Με τθν επιτυχία του αδελφοφ τθσ ςτθν Ράτρα άνοιξε κι άλλθ δυνατότθτα επαφισ με τον πνευματικό τθσ φίλο, το Νίκο. Πταν θ μάνα πιγε ςτθ Ράτρα να εγκαταςτιςει τον μοναχογιό τθσ κόλλθςε κι αυτι, δικεν να βοθκιςει. Στθν πραγματικότθτα ικελε να δει από κοντά τον Νίκο και τισ αλλαγζσ που επζφερε ο χρόνοσ. Τον ειδοποίθςε τθλεφωνικά κι ιδθ είχαν κανονίςει ςυνάντθςθ. Φζτοσ ο Νίκοσ τελείωνε το Λφκειο και ςτο τζλοσ τθσ χρονιάσ κα ζδινε Ρανελλινιεσ. Ερϊτθμα δεν ζμπαινε. Φιλολογία. Πχι γιατί ιταν κι οι γονείσ ιταν φιλόλογοι. Ρεριςςότερο γιατί αυτι ιταν από νωρίσ θ κλίςθ και θ αγάπθ του. Πχι Αρχαιολογία, οφτε ςτο Λςτορικό τμιμα. Σφγχρονθ Ελλθνικι Λογοτεχνία με ιδιαίτερθ ςτόχευςθ ςτθν ποίθςθ. Στθ διάρκεια τθσ τουλάχιςτον τρίχρονθσ αλλθλογραφίασ, είχαν ανταλλάξει κείμενα και θ Ελπίδα ηιλευε τα ποιιματα που τθσ είχε ςτείλει. Από μζςα τθσ ίςωσ κα μποροφςε να παραδεχκεί ότι κάποια ιταν καλφτερα από τα δικά τθσ. Πταν ζφταςε ςτθ ςυμφωνθμζνθ ϊρα ςτο ραντεβοφ, τον παρατιρθςε κακϊσ τθν περίμενε όρκιοσ ςτθν πλατεία. Είχε πια πατιςει τα δεκαοκτϊ, είχε ψθλϊςει, είχε αφιςει τα μαλλιά του μακριά και με μια χωρίςτρα ςτθ μζςθ και δεμζνα κότςο πίςω. Ρεριποιθμζνοσ με ντφςιμο ιδιαίτερα προςεγμζνο και ςικάτο του ζδινε ζναν αζρα. Τον αγκάλιαςε ηεςτά και τον φίλθςε ςτα δυο μάγουλα. Ρϊσ γινόταν δεν μποροφςε να το εξθγιςει. Δεν ξυπνοφςε μζςα τθσ καμιά ερωτικι επικυμία. Ράντα καλόσ φίλοσ, ευαίςκθτοσ και πολφ μορφωμζνοσ ςτουσ τομείσ που τον ενδιζφεραν. Τότε και μόνο τότε τθσ ςφινωςε θ υποψία: Λεο λα κελ ηνπ αξέζνπλ ηειηθά νη γπλαίθεο; Δε κα τολμοφςε ποτζ να τον ρωτιςει γιατί δεν ικελε να πλθγϊςει τθ φιλία που μεταξφ τουσ υπιρχε. Κάκιςαν ςτθν πλατεία ςτισ καρζκλεσ ενόσ από τα καφενεία κι άρχιςαν με χαρά και βιαςφνθ να ανταλλάςςουν τισ εντυπϊςεισ τουσ από τισ αλλαγζσ του χρόνου. Τα δικά του κομπλιμζντα για τθν ίδια ιταν πολφ εγκωμιαςτικά και τθν κολάκευςαν. Από μζςα τθσ μια απελπιςμζνθ ευχι κι ζνα παράπονο πζραςε απ’ το μυαλό τθσ
[82]
- Γηαηί ζεέ κνπ λα κελ κπνξέζσ κέρξη ηώξα λα ζπλαληήζσ έλαλ άληξα πνπ λα ζπλδπάδεη ηελ επαηζζεζία θαη ηα ελδηαθέξνληα ηνπ Νίθνπ, κε ηελ αξξελσπόηεηα θαη ηελ εξσηηθή ηθαλόηεηα ηνπ ήθε; Βεβαίωσ δε κα τολμοφςε να το ξεςτομίςει ςε κανζναν, μα το γεγονόσ υπιρχε. Το κορίτςι ιταν απ’ τουσ ανκρϊπουσ που κεωροφν αυτονόθτο δικαίωμα να κατζχουν και τα μονά και τα ηυγά. Αυτό αποτελεί φβρθ και μετά τθν φβρθ ζρχεται θ Νζμεςθ. Είπανε πολλά. Το μόνο κζμα που δεν άγγιξαν ιταν τα αιςκθματικά. Θ Ελπίδα αυτά τα κράταγε μόνο για τον εαυτό τθσ και ο Νίκοσ δεν είχε κάνει ποτζ, ζςτω και τθν αδιόρατθ νφξθ. Κα είχε προφανϊσ τουσ λόγουσ του. Αν δεν κεωροφςε πολφτιμθ τθ φιλία του κα του ζκανε ζνα χοντρό μπάςιμο μόνο και μόνο να ςτακμίςει τισ αντιδράςεισ του. Αλλά δεν τθν ζπαιρνε. Εκείνθ τθ ςτιγμι μια ςκιά αιςκάνκθκε πίςω τθσ. Ρριν ακόμα προλάβει να γυρίςει το κεφάλι να δει τι είναι άκουςε τθ γεμάτθ φωνι πίςω τθσ να λζει: - Γεια ςου Νίκο! Τι ζγινε ρε φίλε χακικαμε! Χωρίσ να είναι κιόλασ ςίγουρθ ανίχνευςε μια μικρι δυςαναςχζτθςθ ςτο πρόςωπο του Νίκου: - Γεια ςου Αλζκο! Μετακινικθκε μπροςτά και τον είδε ολόκλθρο μπροςτά τθσ. - Δεν κα με ςυςτιςεισ ςτθν όμορφθ ςυντροφιά ςου; - Είναι θ παλαιά μου φίλθ Ελπίδα. Ήρκε ςτθ Ράτρα γιατί ο αδελφόσ τθσ πζραςε ςτουσ πολιτικοφσ μθχανικοφσ. - Τι λεσ; Χαίρομαι. Η Ελπίδα κα δϊςει φζτοσ μαηί ςου; Τθσ άρεςε που τθν ζκανε δυο χρόνια μεγαλφτερθ. Αυτιν τθν εντφπωςθ λοιπόν δίνει; Ωραία! Ο Αλζκοσ ιταν εκ πρϊτθσ όψεωσ επιβλθτικόσ κι ενδιαφζρων. Επενζβθ θ ίδια να φζρει τθν ιςορροπία: - Για ςζνα Αλζκο δεν ζμακα τίποτα. Ρεσ τα μασ εςφ. Τθ διζκοψε ο Νίκοσ: - Είναι από εδϊ. Φοιτά ςτο Φυςικό Ράτρασ και ζχουμε γνωριςτεί το φεγγάρι που ιμουν ςτουσ προςκόπουσ. Ήταν ο ομαδάρχθσ μου. Του πρόςφερε το χζρι τθσ κι αυτόσ δεν ζχαςε χρόνο. Το ζςφιξε δυνατά και τθσ είπε: [83]
- Θα είναι χαρά μου αν μου δοκεί θ ευκαιρία να ςε ξαναδϊ εδϊ ι και ςτθν Ακινα. Δεν ξζρω πϊσ, αλλά ζχω τθν αίςκθςθ ότι κα βρεκοφμε πάλι. Επενζβθ ο Νίκοσ: - Μθν πιζηεισ το κορίτςι, ρε Αλζκο. Ακόμα δεν πρόλαβεσ να το γνωρίςεισ κι άρχιςεσ το παιχνίδι ςου; - Δε με ενοχλεί αυτό Νίκο. Θα ιταν χαρά μου να ςε ξαναδϊ Αλζκο. Ο αδελφόσ μου μπικε πολιτικόσ μθχανικόσ και ιρκα με τθ μάνα μου να τον τακτοποιιςουμε. Του ζριξε κι ζνα από υποςχόμενα γνωςτά πλζον βλζμματα. Τθσ ζμεινε θ φάτςα του Αλζκου. Δυο τρεισ κουβζντεσ είχαν μόνο ανταλλάξει, αλλά κάτι απροςδιόριςτο τθσ χτυποφςε τθν ευαίςκθτθ τθσ χορδι. Απόπνεε ζνα διάχυτο ερωτιςμό και αυτό το γοφςταρε. Ραρά τισ ζμμεςεσ ερωτιςεισ που ζκανε ςτο φίλο τθσ Νίκο δεν του ζβγαλε καμιά είδθςθ. Μόνο το επϊνυμό του. Αλεξίου. Αλζκοσ Αλεξίου. Πμορφα ακοφγεται. Είχε τθν εντφπωςθ ότι τον ενοχλοφςε όλθ θ ςυηιτθςθ γφρω απ’ τον Αλζκο για λόγουσ που δε μποροφςε να υποπτευκεί. Το άφθςε να περάςει μθν γίνει καμιά παρεξιγθςθ. Κα ζβριςκε μόνθ τθν άκρθ.
[84]
30. Η νζα περιπζτεια Ζκανε μια ςειρά τθλεφωνιματα ςτισ εταιρίεσ που παρζχουν πλθροφορίεσ: Αλζξανδροσ Αλεξίου, πόλθ Ράτρα. Αλεξίου πολλοί, Αλζξανδροσ κανζνασ. Εφκολα ερμθνευόμενο ηιτθμα. Κάκεται ςτο πατρικό του και το ςτακερό κα είναι ςτο όνομα του πατζρα ι τθσ μάνασ. Τα κατζγραψε όλα. Κα τουσ τθλεφωνεί και κα ηθτάει τον Αλζκο. Ρριν το κάνει όμωσ, τθσ ιρκε μια άλλθ ιδζα. Ριρε πάλι τισ εταιρίεσ και ενδιαφερόταν για κινθτό ςτο ίδιο όνομα. Θ δεφτερθ εταιρία τθσ είπε ζνα νοφμερο ςτο όνομα Αλζξανδροσ Αλεξίου. Δεν ζχαςε κακόλου χρόνο. Ριρε τον αρικμό και από τθν άλλθ πλευρά ακοφςτθκε το γνωςτό: - Ροιοσ είναι; - Ζχουμε ζναν κοινό φίλο. Τον Νίκο, που οι γονείσ του είναι φιλόλογοι. Μια μικρι ςιωπι από τθν άλλθ άκρθ κι αμζςωσ ζνα χαροφμενο αναφωνθτό: - Εςφ είςαι Ελπίδα; - Ναι εγϊ είμαι! - Ζλα βρε κορίτςι! Ζψαξα να ςε βρω, αλλά ο Νίκοσ ςε κζλει μόνο για τον εαυτό του. - Με τον Νίκο είμαςτε μόνο φίλοι. - Το ξζρω. Άλλο είναι που με τρϊει. Θζλω να ςε δω! - Αυτι τθν περίοδο δεν μπορϊ, γιατί οι υποχρεϊςεισ εδϊ είναι πολλζσ. - Μπορϊ να ζρκω εγϊ ςτθν Ακινα. - Σάββατο απόγευμα ι Κυριακι πρωί. - Ζγινε. Αυτό το Σάββατο που μασ ζρχεται περίμενε τθλεφϊνθμά μου. Ρράγματι, νωρίσ το μεςθμζρι Σάββατο χτφπθςε το κινθτό τθσ. Το άνοιξε: - Ζλα! Ροφ βρίςκεςαι; - Σπίτι. - Ρεσ ζνα γνωςτό μζροσ και κα ζρκω να ςε πάρω. Ζχω αυτοκίνθτο. - Σε μια ϊρα ςτθν Ομόνοια, διαςταφρωςθ με τθν Γ. Σεπτεμβρίου. - Ζγινε!
[85]
Ιταν ςτθν ϊρα τθσ. Σε λίγο ζνα ςπορ αυτοκίνθτο ζκανε δίπλα τθσ ςτάςθ κι ο Αλζκοσ τθσ άνοιξε τθν πόρτα: - Γεια ςου κορίτςι, μπεσ! Πταν ταχτοποιικθκε ο Αλζκοσ τθσ ζκανε το χριςιμο κομπλιμζντο: - Τι ομορφιζσ είναι αυτζσ! Ρεσ μου τι γουςτάρεισ κι ζγινε! Άνοιξε θ όρεξι τθσ. Ρρϊτθ τθσ φορά το αγόρι τθσ τθν πιγαινε με αυτοκίνθτο. - Το κορίτςι κζλει κάλαςςα… - Κι εγϊ χατίρι δεν του χάλαςα… Φφγαμε! Τθν ψυχολόγθςε ότι ιταν ζτοιμθ για όλα κι αυτόσ ζμπειροσ και περπατθμζνοσ κα τθσ τα πρόςφερε. Ιξερε και μποροφςε. Δεν είχε προθγθκεί θ φάςθ τθσ αρχικισ γνωριμίασ, θ πιο όμορφθ για τουσ περιςςότερουσ - φάςθ του φλερτ. Σχεδόν χωρίσ λόγια, χωρίσ δικεν αναςτολζσ, του παραδόκθκε ψυχι τε ςϊματι εκεί μζςα ςτισ άβολεσ κζςεισ του αυτοκινιτου, χωρίσ καμιά προφφλαξθ. Οφτε το ςκζφτθκε κακόλου ςτθ διάρκεια τθσ τελετουργίασ. Φϊναξε, οφρλιαξε, είπε ερωτικά λόγια, τόλμθςε καινοφργια πράγματα κι αγνόθςε τθν πικανι φπαρξθσ κεατϊν, αφοφ είναι τόςο δφςκολο ςτθν φπαικρο να εξαςφαλίηεισ τθν ιδιωτικότθτα. Εξάντλθςαν τα όρια τθσ ανκρϊπινθσ αντοχισ, επανζλαβαν, ςαν να ιταν θ πρϊτθ φορά, τισ ίδιεσ πράξεισ με μια παράξενθ λαιμαργία, λεσ κι από ςτιγμι ςε ςτιγμι ζρχεται το τζλοσ του κόςμου, το τζλοσ τθσ ηωισ και είναι θ τελευταία ευκαιρία. Κουραςμζνθ και χορταςμζνθ ζςφιξε το πρόςωπό του μζςα ςτισ δυο τθσ χοφφτεσ και φιλϊντασ τον ςτα μάτια και ρουφϊντασ τα χείλθ του είπε πλιρωσ παραδομζνθ: - Σ’ αγαπάω, ρε τςόγλανε! Σε κζλω ςυνζχεια, ςυνζχεια και για πάντα. Δεν τθ γλυτϊνεισ από μζνα. Θα γίνω ο εφιάλτθσ ςου. Είτε το κζλεισ, είτε όχι! - Μθν είςαι χαηό. Χάνω εγϊ αυτό το τεφαρίκι που μου ζτυχε; Μπορϊ να ξεχάςω αυτό το λαχταριςτό κορμί που μου δόκθκε τόςο όμορφα; Άκου, τϊρα πείναςα. Ράμε να τςιμπιςουμε κάτι και μετά βλζπουμε….
[86]
31. Επιτζλουσ αγάπθ, αλλά….. Σε όλεσ τισ ςχζςεισ που μζχρι τϊρα είχε, αυτι ιταν που κακόριηε τισ εξελίξεισ. Αυτι ιταν που είχε το πάνω χζρι, που όριηε το εφροσ και το περιεχόμενο τθσ ςχζςθσ. Τϊρα για πρϊτθ φορά ιταν διατικεμζνθ για ζναν διαφορετικό ρόλο. Τον αγάπαγε μωρζ! Ρϊσ αυτό ζγινε δεν μποροφςε να το εξθγιςει. Απλϊσ ιταν μια διαπίςτωςθ που ζκανε ανιχνεφοντασ τα αιςκιματά τθσ. Για πρϊτθ φορά κα ζδινε τθν πρωτοκακεδρία ςτον Αλζκο. Δεν άντεξε πολφ μακριά του. Ριγε ςτθν Ράτρα. Θ δικαιολογία που είπε ςτουσ δικοφσ τθσ ιταν πωσ νοςτάλγθςε το Χριςτο. Στον πατζρα δεν φάνθκε παράξενο. Αδζλφια είναι μωρζ, πρϊτθ φορά χϊριςαν. - Να πασ κορίτςι μου! Στθ μάνα δεν καλακοφςτθκε θ επικυμία γιατί ιξερε ότι θ κόρθ τουσ δεν ζλιωνε κιόλασ για τον αδελφό τθσ. Τον διςταγμό τθσ όμωσ δεν τον εξωτερίκευςε. - Αφοφ το κζλεισ, πιγαινε το Σαββατοκφριακο. Τθλεφϊνθςε ςτον Αλζκο και τον ενθμζρωςε. Θ φωνι του ακοφςτθκε λίγο ςυγκρατθμζνθ, αλλά από τθν χαρά και τθν αδθμονία τθσ δεν το πρόςεξε. - Πταν φτάςεισ πάρε με τθλζφωνο, τθσ είπε. Οφτε ςτον αδελφό τθσ άρεςε αυτό το ταξίδι. Ρρϊτον γιατί χαλοφςε τθ βολι του, γιατί είχε κι αυτόσ τα δικά του και δεφτερον ιξερε με τι ςτραβόξυλο είχε να κάνει. Σ’ αυτόν θ δικαιολογία τθσ ιταν ότι ικελε να δει τον πνευματικό τθσ φίλο, τον Χριςτο. Ρλθςιάηοντασ τθν Ράτρα αυτόν πιρε τθλζφωνο - Φτάνω ς’ ζνα τζταρτο. Ρζραςε από το ςτακμό των λεωφορείων να με πάρεισ. Τότε τρϊει ςτθ μάπα το πρϊτο ςκαμπίλι: - Σιμερα μου είναι αδφνατον να ςε δω. Ζχω υποχρεϊςεισ, που είναι αδφνατο να αναβάλω. - Μα για ςζνα ιρκα! - Εντάξει, πάρε με αφριο το μεςθμζρι τθλζφωνο.
[87]
Το μυαλό τθσ ςταμάτθςε. Συνθκιςμζνθ να γίνεται αυτόματα το δικό τθσ ζμεινε άφωνθ, ενϊ θ τθλεφωνικι ςφνδεςθ ζκλειςε. Δεν το πίςτευε. Και τϊρα τι κάνω; Ριρε τον αδελφό τθσ τθλζφωνο: - Ήρκα. Μθν ανθςυχείσ. Θα πάρω ζνα ταξί και κα ζρκω ςτο ςπίτι. Ρερίμενζ με. Μζςα ςτο ταξί ςιωπθλά ζβραηε. Σκεφτόταν ότι παλαιότερα κα τον ζςτελνε αυτόματα ςτο διάολο. Εδϊ, γιατί κάκιςε ςαν κότα αμίλθτθ; Τον αγαπάει γαμϊτο! Τον ζχει ανάγκθ. Κζλει να ηιςει πάλι μαηί του τισ μαγικζσ ςτιγμζσ που ζηθςε ςτθ κάλαςςα πριν δζκα μζρεσ. Ζςερνε ζνα πλθγωμζνο εγωιςμό και ντρεπόταν πολφ γι αυτό. Στον αδελφό τθσ προςπάκθςε να μθν δείξει τθ κλίψθ τθσ. Φόρεςε μια μάςκα ψεφτικθσ ευκυμίασ. Πταν ο Χριςτοσ τθν ρϊτθςε πότε κα δει το φίλο τθσ το Νίκο του απάντθςε: - Αφριο. Σιμερα είμαι κουραςμζνθ Δεν τθν πίεςε κακόλου. Απλϊσ τθσ είπε ότι το βράδυ με φίλουσ κα πάει ςινεμά. - Αν κζλεισ, μπορείσ να ζρκεισ. - Θα δοφμε! Αν δεν ζβγαινε βζβαια κα ζςκαγε. Ζτςι μετά λίγθ «ξεκοφραςθ» ςτο κρεβάτι του διλωςε: - Θα ζρκω κι εγϊ! Το ραντεβοφ ιταν ζξω από τον κινθματογράφο. Ζνα αγόρι και δυο κορίτςια. Ζβγαηε μάτια ότι θ μια κοπζλα ιταν το κορίτςι του αδελφοφ τθσ, αλλά θ ίδια είχε πολφ μεγαλφτερα προβλιματα για να ανιχνεφςει και να ψάξει το κζμα. Συςτικθκαν και θ Ελπίδα ιταν ςυγκρατθμζνθ αλλά ευγενικι απζναντί τουσ. Ο αδελφόσ τθσ δεν τόλμθςε να πει κάτι κι αυτι δεν ρϊτθςε. Με μεγάλθ προςπάκεια μπόρεςε να παρακολουκιςει τθν ταινία. Αςυνικιςτθ να τθν αγνοοφν ζχαςε το μποφςουλα με τθ ςυμπεριφορά του Αλζκου. Ζτςι οι αντιδράςεισ τθσ δεν είχαν τθν απαραίτθτθ νθφαλιότθτα, τθν ψυχρι λογικι, που απαιτοφςαν οι περιςτάςεισ. Μετά το ςινεμά είπαν να τςιμπιςουν και να πιουν ζνα ποτό. Μπικαν ςε κάποιο γνωςτό τουσ μπαρ. Θ Ελπίδα μπικε τελευταία μζςα και το μάτι τθσ ζπεςε ακαριαία ςτο απζναντι τραπζηι. Ο Αλζκοσ να χαριεντίηεται με κάποια ξανκιά ςε μια μεγαλφτερθ παρζα. Ζκανε [88]
απότομθ μεταβολι και βγικε ζξω. Σε λίγο βγικε κι αδελφόσ αναηθτϊντασ τθν. - Ρου είςαι καλζ; Τι ςυμβαίνει; - Τίποτα Χριςτο. Συγχϊρεςε με. Ξαφνικά ζνιωςα πολφ κουραςμζνθ και κα γυρίςω ςτο ςπίτι ςου, Μθν ανθςυχείσ! Δϊςε του; Χαιρετιςμοφσ ςτουσ άλλουσ Εγϊ κα πζςω για φπνο. Ιξερε τισ παραξενιζσ τθσ αδελφισ του και δεν επζμεινε πιο πολφ. Άλλωςτε τον βόλευε γιατί θ βραδιά κα είχε ςυνζχεια με τθ δικιά του κι θ παρουςία τθσ αδελφισ ιταν ζνασ αναςταλτικόσ παράγοντασ - Εντάξει. Κλειδιά ζχεισ. Αν πεινάςεισ ζχω πράγματα ςτο ψυγείο. Σα βρεγμζνθ γάτα, με τθ γεφςθ τθσ προδοςίασ να τθν πνίγει, ζφυγε μόνθ τθσ για το ςπίτι. Τα δάκρυα τθσ κλίψθσ, παρά τθν προςπάκειά τθσ δεν μπόρεςε να τα ςυγκρατιςει κι ο ταξιτηισ ευγενικόσ τθσ είπε αν μπορεί να τθ βοθκιςει ςε τίποτα. Χριςτζ μου, πϊσ κατάντθςε, να προκαλεί αιςκιματα οίκτου ςτον ανϊνυμο άγνωςτο. Ροια; Αυτι θ ανυπότακτθ, θ πρωτοπόρα, που νωρίσ περπάτθςε τα μονοπάτια τθσ θδονισ κι ζπαιξε αρκετά με τα αιςκιματα των άλλων. Απελπιςμζνθ ζπεςε ςτο κρεβάτι με το γοερό τθσ κλάμα να γεμίηει το χϊρο, να ανακλάται ςτισ επιφάνειεσ κι εκδικθτικά να ειςχωρεί ςτ’ αυτιά τθσ και να πολλαπλαςιάηει τον πόνο τθσ. - Ο ποφςτθσ, ο τςόγλανοσ, ο αλιτθσ, ο ψευταράσ! Είχε πολφ ςθμαντικι δουλειά που δεν μποροφςε να αναβάλει, βλζπεισ! Γιατί; Να δει εκείνθ τθν ξεβαμμζνθ ςκρόφα με τθν οποία κα ςζρνεται τϊρα ςε κάποιο κρεβάτι. Ιταν να ςκάςει. Αυτι με τόςθ επικυμία και προςμονι ξεκίνθςε αυτό το ταξίδι, λζγοντασ μια ςειρά ψζματα ςτουσ δικοφσ τθσ. Αφριο το πρωί κα πάρει το πρϊτο λεωφορείο και κα γυρίςει ςτο ςπίτι τθσ. Μα πϊσ; Γιατί; Τθν τρϊει θ περιζργεια να μάκει. Μιπωσ υπάρχουν πλευρζσ που δεν ξζρει κι όλα κα ερμθνευτοφν με τισ εξθγιςεισ που κα τθσ δϊςει; Τελικά πρζπει να το παραδεχκεί δεν μπορεί να φφγει χωρίσ να τον δει. Κα δϊςει τόπο ςτθν οργι και κα περιμζνει μζχρι αφριο το μεςθμζρι. Αλλά υπάρχει ζνα πρόβλθμα. Ρϊσ κα τον αντιμετωπίςει; Κα τον χζςει επί τόπου ι κα κάνει υπομονι; Κα πει ότι τον είδε με τθν ξανκιά ι κα κάνει το κορόιδο; Είναι πολφ δφςκολι θ κατάςταςθ. Ασ φάει κάτι
[89]
και ζχει καιρό μζχρι αφριο να πάρει τισ αποφάςεισ. Ζνα είναι ςίγουρο. Δεν κα λιποτακτιςει χωρίσ μάχθ. Οι ϊρεσ τισ φάνθκαν ατζλειωτεσ. Ο Χριςτοσ είχε γυρίςει αργά, αυτι ζκανε ότι κοιμάται και το πρωί, που ςθκϊκθκε να κάνει το μπάνιο τθσ αυτόσ κοιμόταν βακειά. Κάποια ςτιγμι ζφυγε από το ςπίτι αφινοντασ ζνα κακθςυχαςτικό ςθμείωμα ςτον αδελφό τθσ. Δεν άντεξε πολφ. Γφρω ςτισ δϊδεκα τον πιρε τθλζφωνο κι αυτόσ με νυςταγμζνθ φωνι τθσ είπε: - Ζλα μόλισ ξφπνθςα. Ροφ είςαι; Του ζδωςε το ςτίγμα τθσ κι αυτόσ είπε ςε μια ϊρα κα περάςει να τθν πάρει. Κάκιςε ςτο διπλανό καφενείο να πιει ζναν καφζ. Να περάςει θ ϊρα και να ςκεφτεί τι κα κάνει. Τα αιςκιματα και οι διακζςεισ τθσ ιταν ςε πλιρθ τρικυμία. Από τθ μια ςτιγμι ςτθν άλλθ άλλαηαν άρδθν. Από τάςθ για ςπάςιμο τθσ ςχζςθσ και ςυςςωρευμζνο υβρεολόγιο ςε μθδενικό χρόνο ζφταναν ςτα χείλθ τθσ λόγια λατρείασ και υποταγισ ςτον άνκρωπο που για πρϊτθ φορά ςτθ ηωι τθσ παραδεχόταν ότι τον χρειάηεται, ότι τον λατρεφει, ότι κζλει να τθν εξουςιάηει και να τθν κακοδθγεί. Ζτςι ηαλιςμζνθ τον είδε να κάκεται ξαφνικά δίπλα τθσ, χωρίσ να τον πάρει κακόλου είδθςθ προθγουμζνωσ.. Ζςκυψε κι ακοφμπθςε απαλά τα χείλθ του ςτα δικά τθσ και τθσ ψικφριςε: - Γεια ςου μωρό μου! Και να ικελε να τον ςκοτϊςει, θ ειςαγωγι του τθν αφόπλιςε. Ικελε με κάκε κυςία να λιϊςει ςτθν αγκαλιά του. Τα άλλα άςτα γι’ αργότερα. - Ροφ άφθςεσ το αυτοκίνθτο; - Το πάρκαρα πιο πίςω. - Ράμε κάπου που να είμαςτε μόνοι. Δε γουςτάρω να μείνουμε εδϊ. - Αυτοκίνθτο ι ςπίτι; - Διάλεξε εςφ. Αρκεί μαηί ςου. Ρερπάτθςαν λίγο και μπικαν ςτο διαμζριςμα μιασ κοντινισ πολυκατοικίασ. - Ροιανοφ είναι αυτό; - Ρολλά ρωτάσ. Να μθ ςε νοιάηει. Δε κα μασ ενοχλιςει κανείσ. Ραρά τισ προθγοφμενεσ ςκζψεισ τθσ, παρά τθν πίκρα που ζνιωςε χκεσ το βράδυ όταν τον είδε με τα ίδια τθσ τα μάτια να χαμουρεφεται με τθν ξανκιά αυτι τθ ςτιγμι το μόνο που είχε ςτο μυαλό τθσ ιταν θ [90]
αςυγκράτθτθ επικυμία να τον ρουφιξει, να ειςπράξει και τθν τελευταία ικμάδα τθσ δφναμισ του. Κι αυτό ζκανε τισ επόμενεσ ϊρεσ Μόνο όταν επανιλκε ςτα φυςιολογικά κι θ αναπνοι τθσ ζγινε κανονικι βγικε θ καταπιεςμζνθ από χκεσ ηιλεια να αλλάξει το ερωτικό κλίμα, τθν ατμόςφαιρα τθσ θδονικισ απόλαυςθσ δεν μπόρεςε να ςυγκρατθκεί. - Ώςτε χκεσ το βράδυ είχεσ υποχρεϊςεισ, που δεν ζπαιρναν αναβολι; Ο άλλοσ μφριςε τθν ζνταςθ και είπε ςυγκρατθμζνοσ: - Ναι, δεν ςτο είπα χκεσ; - Α, Ζτςι! Η ςυνάντθςθ με τθ ςιχαμζνθ ξανκιά ςτο μπαρ ιταν ο λόγοσ που δεν μποροφςεσ να αναβάλεισ με τίποτα; Το φφοσ του Αλζκου άλλαξε αςτραπιαία: - Άκου μικρι, δε κα ςου δίνω αναφορά ςτο τί κάνω και δεν κάνω. Δεν υπογράψαμε ςυμφωνθτικό αποκλειςτικότθτασ. Εμπρόσ ντφςου να φφγουμε. Ζνιωςε πανικό, αλλά δεν τθν ζπαιρνε να ηθτιςει ςυγνϊμθ και ςυγχϊρθςθ. Ιξερε ότι το παιχνίδι το ζχαςε κι αμίλθτθ άρχιςε να φορά τα ροφχα τθσ. Ρίεςε το μυαλό τθσ να γυρίςει το χρόνο πίςω και να βρει μια λφςθ, αλλά ματαίωσ. Σχεδόν ςπρϊχνοντασ τθν κατζβαςε κάτω και αυταρχικά τθσ είπε: - Ρου κζλεισ να ς’ αφιςω; Μια τελευταία απόπειρα: - Να με πασ ςπίτι μου ςτθν Ακινα! - Δεν ζχω τόςο χρόνο ςτθ διάκεςι μου. Θα ςε αφιςω ςτο ςτακμό των λεωφορείων. - Δε χρειάηεται τότε. Ράω και μόνθ μου. Χωρίσ να πει κάτι ζκανε μεταβολι κι ζφυγε αφινοντάσ τθν μόνθ. Ιξερε ότι θ πόρτα αυτισ τθσ ςχζςθσ ζκλειςε πίςω τθσ ερμθτικά.
[91]
32. Η αναπάντεχθ εξζλιξθ Το μόνο που τθσ ζμενε είναι να διατθριςει τθν αξιοπρζπεια τθσ. Ιταν πολφ νωρίσ να ςυνειδθτοποιιςει τισ εξελίξεισ των δυο-τριϊν τελευταίων θμερϊν. Ξεκίνθςε από τθν Ακινα με τόςεσ προςδοκίεσ, με τθν επικυμία να νιϊςει πάλι τθν κορφφωςθ τθσ θδονισ με αυτόν που τον κεωροφςε αυτονόθτα αποκλειςτικά δικό τθσ άνκρωπο. Τα γεγονότα ιρκαν ραγδαία και τθν καταπλάκωςαν πριν καν μπορζςει να τα αξιολογιςει και ν’ αντιδράςει ςωςτικά. Πχι! Μςωσ και να ιταν αδφνατο. Οι εξελίξεισ ιρκαν ςαν κατακλυςμόσ και κάκιςαν ςτθ ψυχι τθσ. Ριρε τθλζφωνο τον αδελφό τθσ λζγοντάσ του ότι φεφγει για τθν Ακινα. Ο Χριςτοσ ανθςφχθςε προφανϊσ και τθσ ηιτθςε να περάςει από το ςπίτι του. Πταν αυτι αρνικθκε ζτρεξε ςτο ςτακμό και τθν πρόλαβε πριν επιβιβαςτεί ςτο ποφλμαν. - Τι ςυμβαίνει γλυκιά μου; Ροιοσ ςε πείραξε; Εξαφανίςτθκεσ από χκεσ και δεν καταλαβαίνω. Θ άλλθ ςφίγγα προςπάκθςε να τον κακθςυχάςει: - Δεν ςυμβαίνει τίποτα. Απλϊσ ζνιωςα λίγο άςχθμα, αλλά τϊρα μου πζραςε. Θα ςου τθλεφωνιςω από τθν Ακινα. Μθν πεισ κάτι ςτθ μαμά και τθν ανθςυχιςουμε χωρίσ λόγο. Ζτςι χωρίςτθκε από το Χριςτο κι αρχίηοντασ το ταξίδι τθσ επιςτροφισ προςπάκθςε να κάνει μια αναςκόπθςθ των θμερϊν. Είχε μζςα τθσ μια ςειρά βεβαιότθτεσ και κεωροφςε αυτονόθτο ότι τα ςχζδιά τθσ κα εξελίςςονται πάντα όπωσ αυτι τα ζχει προκακορίςει. Τελικά ζπαςχε από υπερεκτίμθςθ των ικανοτιτων τθσ. Εντάξει ζχει κάποια προςόντα, αλλά δεν ιταν, αδελφζ μου, και παντοδφναμθ. Δεν είναι δυνατόν να ελζγχει τισ επικυμίεσ και τα λόγια των άλλων. Χρειάηεται μια προςγείωςθ ςτθν πραγματικότθτα. Τι κα πει ςτθ μάνα τθσ που γφριςε νωρίτερα; Ο Νίκοσ, ο πνευματικόσ τθσ φίλοσ ςτθν Ράτρα ζφευγε ταξίδι από πριν ςχεδιαςμζνο, και δεν είχε νόθμα να κάτςει άλλο. Μπάλωμα, αλλά αλθκοφανζσ. Για τον Αλζκο τςιμουδιά. Λζξθ ςε κανζναν. Τϊρα που τα ξανάφερνε ςτο μυαλό τθσ είδε πωσ αυτι ζςπρωξε τα πράγματα. Αυτι τον αναηιτθςε, αυτι τον προςκάλεςε ςτθν Ακινα, αυτι του δόκθκε με πλιρθ ςυνείδθςθ των [92]
πράξεϊν τθσ. Δεν μπορεί να ηθτάει ευκφνεσ από τρίτουσ. Βζβαια τον ικελε ακόμα. Δζςμια των επικυμιϊν τθσ το ςϊμα τθσ τον αποηθτοφςε, αλλά πρζπει να μάκει να πνίγει τισ επικυμίεσ τθσ. Γιατί διαφορετικά κα τθν οδθγιςουν να κάνει πράγματα που δεν ευκυγραμμίηονται με τθν αξιοπρζπεια και τον εγωιςμό τθσ. - Συγκρατιςου κορίτςι μου, γιατί κα γίνεισ περίγελωσ ςτον κφκλο ςου. Κάνε κράτει και αναςυγκροτιςου πριν είναι αργά! Με τουσ δικοφσ τθσ δεν είχε κανζνα πρόβλθμα κι όταν κλείςτθκε ςτο δωμάτιό τθσ άρχιςε πυρετικά να καταγράφει ςτο θμερολόγιό τθσ αναλυτικά γεγονότα, ςκζψεισ κι αποφάςεισ. Ζχει να τελειϊςει το ςχολείο, ζχει να προετοιμαςτεί για τισ εξετάςεισ τθσ. Ασ βάλει για κάποιο διάςτθμα φραγμό ςτον ερωτικό τθσ χαρακτιρα, ασ πνίξει τισ επικυμίεσ που νιϊκει μζςα τθσ. Κι αν δεν αντζχει τθν πίεςθ ξζρει καλά τον τρόπο τθσ αυτοϊκανοποίθςθσ. Ζτςι άρχιςε θ ρουτίνα ςχολείο-ςπίτι, διάβαςμα και ενθμζρωςθ του θμερολογίου. Ρολλζσ φορζσ τθσ ιρκε ο πειραςμόσ να πάρει τθλζφωνο ςτον βολικό Σιφθ, αλλά κρατικθκε. Ζςτω με το ηόρι.
[93]
33. Μπροςτά ςτθν ζκπλθξθ Άρχιςε να πιςτεφει ότι ξεπζραςε τθν άτυχθ περιπζτεια και τϊρα πρζπει να προςανατολιςτεί μόνο ςε ενζργειεσ για το μζλλον τθσ. Με τθν επικρατοφςα κυρίαρχθ αντίλθψθ ιταν μια νεαρι κοπζλα με το μζλλον όλο μπροςτά τθσ. Στθ μεγάλθ πλειοψθφία αρκετζσ ςυνομιλικζσ τθσ ίςωσ να μθν είχαν ακόμα ερωτικι εμπειρία και πόςεσ αλικεια κα είναι αυτζσ που να ζχουν τθν ποικιλία και τθν ζνταςθ των δικϊν τθσ εμπειριϊν; Πμωσ τι παράξενο! Στθ διάκεςθ τθσ ανίχνευε μια νζα αίςκθςθ, που δεν είχε νιϊςει ποτζ μζχρι τϊρα. Λεσ και μζςα τθσ ζνα εργοςτάςιο δοφλευε δίχωσ να τθν ρωτάει. Κάποια ςτιγμι αυτά πιραν πιο ςυγκεκριμζνθ μορφι. Μικρζσ ηαλάδεσ, ανακατωςοφρεσ, εντάςεισ και εμετοφσ. Θ υποψία ςφθνϊκθκε ςτο μυαλό τθσ ςαν ζνα από τα καρφιά ςτο ςϊμα του Χριςτοφ. Μα είναι δυνατόν αυτό να ςυμβεί ς’ αυτιν; Στο μυαλό τθσ ιρκε θ μνιμθ τθσ παρακαλάςςιασ εμπειρίασ ςτο Σαρωνικό. Εκεί που ζςπαςαν όλα τα κοντζρ χωρίσ επιφυλάξεισ κι αναςτολζσ. Εκείνθ τθ μζρα οφτε μια ςτιγμι δεν είχε περάςει απ’ το μυαλό τθσ κάτι ςχετικό. Ρότε ζπρεπε να ζχει περίοδο; Δεν κρατοφςε θμερολόγιο. Ροτζ δεν είχε φανταςτεί ότι κάτι τζτοιο κα τθσ χρειαηόταν. Σίγουρα πάντωσ είχε περάςει ζνασ μινασ. Φοβιςμζνθ ζβαλε το οδυνθρό ερϊτθμα. Λεσ μωρζ να ςυνζβθ ςε μζνα; Πχι γαμϊτο! Δεν είναι δυνατόν. Ριγε ςτο κοντινό φαρμακείο και πιρε ζνα τεςτ εγκυμοςφνθσ. Διάβαςε με προςοχι τισ οδθγίεσ και τισ ακολοφκθςε πιςτά. Μάλλον τθν πάτθςε. Και τϊρα τθ κάνουμε; Αναρωτικθκε χωρίσ να ξζρει τθν απάντθςθ ςτο ερϊτθμα. Νόμιηε ότι ξζρει τα πάντα, αλλά τελικϊσ αποδεικνφεται ότι είναι πολφ πίςω. Κα τον πάρει τθλζφωνο. Πχι για να του ηθτιςει ευκφνεσ. Απλϊσ να τον ενθμερϊςει, αφοφ είναι κι αυτόσ μζροσ του προβλιματοσ. Μόνο μετά επανειλθμμζνεσ τθλεφωνικζσ προςπάκειεσ κάποια ςτιγμι μίλθςε μαηί του. Κι ζφαγε ςτθ μάπα όλθ τθ διάψευςθ:
[94]
- Κι εμζνα τι μου το λεσ; Δικό ςου κζμα είναι. Βρεσ μόνθ ςου τθ λφςθ. Αντίο μικρι και να προςζχεισ ςτο μζλλον! Ζτςι προςγειϊκθκε ανϊμαλα ςτθν πραγματικότθτα. … Καη ηώξα ηη θάλνπκε; αναρωτικθκε, επιτζλουσ για πρϊτθ φορά φοβιςμζνθ, ζνα πρωτόγνωρο γι αυτιν αίςκθμα, αφοφ μζχρι τϊρα ςτθ ηωι τθσ, όλα τθσ πιγαιναν πρίμα, όλα ιταν υπό τον ζλεγχό τθσ κι αυτι ιταν που κακόριηε τισ εξελίξεισ Να κρατιςει το παιδί δεν υπιρχε περίπτωςθ, οφτε ωσ ενδεχόμενο. Ζπρεπε να βιαςτεί πριν ο χρόνοσ δυςκολζψει κι άλλο τα πράγματα. Να λφςει μόνθ τθσ το κζμα ιταν αδφνατο. Οφτε ιξερε ποφ ν’ απευκυνκεί και τι ενζργεια να κάνει. Να ηθτιςει βοικεια από τον αδελφό τθσ επίςθσ δεν το ζβλεπε κι αυτό ςαν λφςθ. Ροτζ δεν είχαν μζχρι τϊρα ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίασ και θ ευκφνθ ιταν κυρίωσ ςτθ δικι τθσ πλευρά. Ζτςι ιταν μονόδρομοσ θ λφςθ, όςο κι αν αυτό τθσ ιταν οδυνθρό. Κα απευκυνκεί ςτθ μάνα τθσ! Με τθν ουρά ςτα ςκζλια, με τον άλογο εγωιςμό τθσ πλθγωμζνο καίρια το είπε ςτθ μάνα τθσ ηθτϊντασ τθ βοικειά τθσ. Ανζνδοτθ κι αρνθτικι ιταν μόνο ςτο ερϊτθμα ποιοσ είναι ο ζνοχοσ. Δεν είχε και κανζνα νόθμα θ αναφορά του, αφοφ τα αιςκιματά τθσ γι’ αυτόν από λατρεία μζςα ςτισ τελευταίεσ μζρεσ είχαν άρδθν αλλάξει. Θ μάνα τθσ αντζδραςε ςαν μια κοινι Ελλθνίδα μθτζρα. Ζβαλε τα κλάματα και ηθτοφςε εξθγιςεισ: - Γιατί μωρό μου το ζκανεσ αυτό; Ροιοσ είναι ο αλιτθσ που ς’ ζφερε ς’ αυτιν τθν κατάςταςθ. Ρεσ μου να πάω και να τον πνίξω με τα ίδια μου τα χζρια. Ροιοσ, ποιοσ ζφερε το κορίτςι μου ς’ αυτι τθ κζςθ; Τθν άφθςε να ξεςπάςει αμίλθτθ γιατί καταλάβαινε τον πόνο τθσ. Θ κόρθ τθσ ιταν το καμάρι τθσ. Από παντοφ άκουγε επαίνουσ και καλά λόγια. Ράνω τθσ είχε επενδφςει μεγάλεσ προςδοκίεσ και τϊρα; - Ρρζπει να το ποφμε ςτο μπαμπά ςου. Δε μπορϊ ν’ αναλάβω μόνθ μου αυτι τθν ευκφνθ. Θ Ελπίδα αντζδραςε κάκετα: - Αν το μάκει ο μπαμπάσ εγϊ κα ςκοτωκϊ. Να ξζρεισ ότι δεν αςτειεφομαι. - Και τι κα κάνουμε; - Θα πάμε ς’ ζναν γιατρό να το ρίξω. Αυτι είναι θ μόνθ λφςθ. [95]
Θ μάνα ανατρίχιαςε με τθ ςκλθρι αμεςότθτα τθσ κόρθσ, αλλά από μζςα τθσ ιξερε ότι δε γίνεται και διαφορετικά. Ιταν μια τραυματικι εμπειρία για τθν Ελπίδα. Θ μάνα τθσ ζδραςε αποτελεςματικά για να προλάβει τα χειρότερα. Με διακριτικό τρόπο, ςε φίλο τθσ μαιευτιρα, με προκακοριςμζνο ραντεβοφ, ζλυςε το πρόβλθμα με το δραςτικό τρόπο. Ο πατζρασ κι ο αδελφόσ τθσ δεν πιραν χαμπάρι τίποτα. Οι δυο μζρεσ που ζμεινε ςτο κρεβάτι ονοματίςτθκαν ελαφρό κρυολόγθμα και πζραςαν απαρατιρθτεσ από τον πατζρα τθσ, που μθ ξζροντασ τίποτα τθσ ευχικθκε ζνα απλό «περαςτικά». Πμωσ για τθν ίδια αυτζσ οι μζρεσ γράφτθκαν μζςα τθσ με ανεξίτθλθ μελάνθ. Ζπρεπε να κάνει μια επανεκκίνθςθ ςτθ ηωι τθσ και ςίγουρα μια δραςτικι ανακατανομι των προτεραιοτιτων τθσ.
[96]
34. Νζα αφετθρία Ζδωςε όρκο ςτον εαυτό τθσ. Πχι πλζον νζεσ επιπόλαιεσ περιπζτειεσ. Κα πρζπει να γυρίςει ςελίδα οριςτικά ςτθ ηωι τθσ. Ρροσ επικφρωςθ αυτισ τθσ υπόςχεςθσ ζκανε κάτι που πριν λίγουσ μινεσ κα αποτελοφςε γι αυτι βεβιλωςθ των όςιων και ιερϊν όλθσ τθσ προθγοφμενθσ ηωισ τθσ. Μια μζρα που ζλειπε θ μάνα τθσ, μζςα ςτθν τουαλζτα με υπομονι και προςοχι ζκαψε ζνα- ζνα, όλα τα τετράδια του προςωπικοφ τθσ θμερολογίου. Στάχτεσ που τισ παρζςυρε ο καταρράκτθσ του Νιαγάρα. Το επανειλθμμζνο τράβθγμα ςτο καηανάκι. Τα μόνα που διαςϊκθκαν από τθν πυρά ιταν τα ποιιματα τθσ και τα γράμματα του Νίκου, που αναφζρονταν ςε κακαρά φιλολογικά ενδιαφζροντα. Και οι ανάγκεσ τθσ ςάρκασ, με δεδομζνθ τθν προϊςτορία τθσ; Εδϊ κα πρζπει να κάνει ζνα crash test ςτθ κζλθςι τθσ. Κα πιζςει μζςα τθσ όλεσ αυτζσ τισ επικυμίεσ. Οφτε θ πρϊτθ είναι οφτε θ τελευταία. Στθν ακραία ανάγκθ, με ελεγχόμενο ρυκμό, κα λφνει μόνθ τθσ τθν πίεςθ. Αιςκθματικι και ερωτικι ςχζςθ δεν ςχεδιάηει ςτο εγγφσ μζλλον. Κα πάει φροντιςτιριο το καλοκαίρι. Πχι πωσ ζχει ιδιαίτερθ ανάγκθ. Αλλά να γεμίςει το χρόνο τθσ. Μςωσ γνωρίςει νζουσ ανκρϊπουσ, κάνει νζουσ φίλουσ και βρει νζα ενδιαφζροντα. Για νζα αιςκθματικι περιπζτεια το βλζπει πολφ χλωμό. Αν κάποια ςτιγμι βρει μια καλι περίπτωςθ τα κριτιριά τθσ δεν κα είναι κυρίωσ θ ερωτικι επικυμία, αλλά μια μεγάλθ γκάμα και ςφμπτωςθ ενδιαφερόντων. Και θ ίδια πρζπει να ανοιχτεί ςε νζα ενδιαφζροντα. Βιάςτθκε να ηιςει ζντονα. Αυτό ίςωσ ςε κάποιουσ να είναι επικυμθτό, αλλά όπωσ ςυμπιζηεισ τα επειςόδια τθσ ηωισ ςου και ςυςςωρεφεισ μζςα ςου τον πλοφτο των εμπειριϊν, με τον ίδιο - και ίςωσ χειρότερο τρόπο - ςυςςωρεφονται και οι πίκρεσ, οι απογοθτεφςεισ, τα πιςϊπλατα χτυπιματα. Αυτά ςτθ ηωι πάνε πακζτο. Δεν υπάρχει μόνο χαρά ι μόνο λφπθ. Είναι και τα δυο τυλιγμζνα ςτθν ίδια ςυςκευαςία. Θ δοςολογία επθρεάηεται απ’ τθ δικι ςου ςυμπεριφορά. Μόνο αυτι.
[97]
35. Επίλογοσ Τισ γενικζσ κεωριςεισ τισ εξάντλθςε ι καλφτερα τθν εξάντλθςαν αυτζσ. Ιρκε θ εποχι να εντρυφιςει ςτισ λεπτομζρειεσ. Τθν καταγραφι και περιγραφι των μικρϊν πραγμάτων, των άςθμων ανκρϊπων, των αμελθτζων πράξεων. Εκεί κζλει τϊρα να ςτρζψει τθν προςοχι τθσ και να αφιερϊςει τον υπόλοιπο χρόνο τθσ. Να γονατίςει ςτθ μάνα γθ και να τθν προςκυνιςει, να μυρίςει το χϊμα, να χαϊδζψει το χορτάρι και τθν πζτρα. Να βάλει το χζρι τθσ ςτο νερό που κυλάει αδιάκοπα ςτο ρθχό ρυάκι, δίνοντασ ηωι ςτα ορατά κι αόρατα με γυμνό μάτι πλάςματα που βρίςκονται ςιμά του. Εκ πρϊτθσ όψεωσ αυτόσ ο ςτόχοσ ακοφγεται προςβάςιμοσ, ευκολοπζραςτοσ, πιο βατόσ. Στθ πράξθ όμωσ τα πράγματα δεν είναι κακόλου ζτςι. Είναι πολφ εφκολο να αγαπάσ όλθ τθν απρόςωπθ κι απροςδιόριςτθ ανκρωπότθτα. Είναι τόςο ανακουφιςτικό να δείχνεισ τθ ςυμπαράςταςθ και τθν θκικι ςου ςτιριξθ ςε κάκε ανϊνυμο και μακρινό πάςχοντα. Να ζχεισ ευαιςκθςίεσ οικολογικζσ, να ςυμπαρατάςςεςαι με τα διάφορα κινιματα καλϊν προκζςεων, που ξεφυτρϊνουν παντοφ, ςαν μανιτάρια. Το δφςκολο είναι να αγαπάσ και να αντζχεισ το διπλανό ςου, αυτόν που θ παρουςία του ςε ενοχλεί για ςυγκεκριμζνουσ και διάφορουσ λόγουσ, ακόμα και αιςκθτικοφσ. Να είςαι εντάξει με τθν οικογζνειά ςου, τουσ ςυνεργάτεσ ςου ςτθ κακθμερινι επαφι με τθν εργαςία ςου, τθν ενδεχόμενθ φπαρξθ ατόμου ςτο ςτενό οικογενειακό ι φιλικό ςου περιβάλλον που ζχει αποκλίνουςα ςυμπεριφορά, μια αρρϊςτια, μια δυςμορφία κι ό,τι άλλο ανάλογο. Να υπομζνεισ το μωρό του διπλανοφ διαμερίςματοσ, που με το κλάμα του δεν ςου επιτρζπει να κλείςεισ μάτι. Κάνε, λοιπόν τθ μικρι δικι ςου νθςίδα ευτυχίασ μζςα ςτον ορυμαγδό τθσ ανεπάρκειασ που κυκλοφορεί ανά τασ ρφμασ και τασ οδοφσ. Θ αντοχι ςτα ςυμβαίνοντα απαιτεί βαρφ φορτίο ανζχειασ, κατανόθςθσ και υπομονισ. Αλίμονο ςου αν δεν το διακζτεισ.
[98]