ΛΕΥΤΕΡΗΣ
Η
ΤΣΙΛΟΓΛΟΥ
λύτρωση Μυθιστόρημα
ΑΘΗΝΑ 2016
[1]
[2]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΣΟ
5
1. Το όνειρο τθσ Μαριγϊσ 2. Ο Τάςοσ 3. Θ Μαριγϊ ςπάει τθν παράδοςθ 4. Ο Τάςοσ και θ Μαριγϊ ευλογοφνται ςτθν εκκλθςία 5. Θ προςγείωςθ ςτθν πραγματικότθτα 6. Ο Τάςοσ προβλθματίηεται 7. Θ εγκατάςταςθ ςτθν πόλθ 8. Ο χρόνοσ τρζχει, ο άτιμοσ
5 7 8 10 13 15 17 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΤΣΕΡΟ
21
9. Ρωσ μπλζκει τα πράγματα θ μοίρα 10.Θ κεαματικι ςυνάντθςθ 11. Οι νζεσ προοπτικζσ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΡΙΣΟ
21 22 25
27
12. Το ακόρυβο ηευγάρι 13. Θ δικι μου αναχϊρθςθ 14. Ο Θλίασ ςτθν Ακινα 15. Τα αποτελζςματα 16. Αρχίηει θ φοιτθτικι περίοδοσ 17. Θ ηωι ςυνεχίηεται 18. Εξελίξεισ με τον κυρ Αντϊνθ 19. Θ κθδεία 20. Ο Θλίασ ςυνεχίηει τισ ςπουδζσ του 21. Θ πρϊτθ φορά
27 30 32 34 37 40 42 44 47 49
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΕΣΑΡΣΟ
52
22. Ο όμορφοσ ζρωτασ του Νίκου και τθσ Μαριϊσ 23. Το τραγικό ςυμβάν 24. Θ κατάςταςθ οδθγείται ςε αδιζξοδο 25. Θ παραίτθςθ 26. Τα επακόλουκα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΣO
52 53 56 58 60
62
27. Το επόμενο βιμα του Θλία 28. Ραρθγοριά ςε άλλθ αγκαλιά
62 64 [3]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΣΟ
66
29. Ο Τάςοσ και θ Μαριγϊ 30. Ο Φϊτθσ φοιτθτισ 31. Είναι ςφμπτωςθ ι κεϊκι βοφλθςθ 32. Θ εξομολόγθςθ του Φϊτθ ςτον Θλία 33. Ο Θλίασ αποφαςίηει 34. Επικοινωνία Θλία και Φϊτθ 35. Θ χαρά τθσ Μαριγϊσ 36. Σχεδιάηοντασ τισ επόμενεσ ενζργειεσ 37. Απόπειρα επαναςφνδεςθσ 38. Θ ςυηιτθςθ με τον δικθγόρο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
66 68 70 72 74 76 78 80 82 83
85
39. Ο Μπάμπθσ κυμάται 40. Θ νζα φάςθ τθσ ηωισ του 41. Το Ρεδίο του Άρεωσ
85 86 88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
90
42. Το άνοιγμα τθσ υπόκεςθσ 43. Θ Ματίνα κι ο Θλίασ 44. Θ αρχι ζγινε 45. Οι εξελίξεισ ςυνεχίηονται
90 91 93 95
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΣΟ
97
46. Ο Μπάμπθσ ςε ζλλειψθ 47. Θ επανεμφάνιςθ του δράκου του Ρεδίου του Άρεωσ 48. Το νζο πρόςωπο 49. Το ζξυπνο πουλί από τθ μφτθ πιάνεται 50. Θ δθμοςιοποίθςθ τθσ ςφλλθψθσ 51. Οι ανακοινϊςεισ 52. Θ ευτυχία αυτϊν που πρόλαβαν
97 99 100 102 103 105 107
[4]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΣΟ 1. Σο όνειρο τθσ Μαριγϊσ - Ψεσ το βράδυ, Τάςο μου, ςε είδα ςτ’ όνειρό μου. Ήςουν λζει ψθλά ςτο λόφο του χωριοφ κι αγνάντευεσ τα ςπίτια, τισ ράχεσ και τουσ μπαξζδεσ μασ. Σιμά ςτα πόδια ςου ιταν ξαπλωμζνοσ ο αγαπθμζνοσ Μοφργοσ, ο πιςτόσ κι αφοςιωμζνοσ φφλακασ. Σιγοτραγουδοφςεσ για τθ κακι ςου μοίρα. Για τον ςτενάχωρο τόπο που γεννικθκεσ και μεγάλωςεσ. Τι είναι αλικεια το χωριό μασ; Ζνα βακοφλωμα περικυκλωμζνο από απότομα βουνά. Να ‘ναι όλοσ και μόνο αυτόσ ο κόςμοσ ςου. Ενϊ ο παπποφσ, που ζφυγε πριν λίγο απ’ τθ ηωι, ςου ζλεγε πωσ πζρα, μακριά και πίςω απ’ τα βουνά, υπάρχουν άλλεσ μεγάλεσ κι όμορφεσ πολιτείεσ με παλάτια και χρυςάφια με μυριάδεσ κόςμου που τισ γεμίηει και πιο πζρα μια κάλαςςα πλατειά που δεν τελειϊνει ποτζ και τθ διαςχίηουν μεγάλα καράβια μ’ ανκρϊπουσ κι εμπορεφματα. Υπάρχουν ςου ζλεγε απίκανεσ ομορφιζσ που καμιά γλϊςςα δεν μπορεί να περιγράψει. Ήξερε, βλζπεισ, πολλά ο παπποφσ γιατί διάβαηε βιβλία και τα είχε δει με τα μάτια του ςτα ταξίδια που είχε κάνει. Λίγοι ξζρανε όςα αυτόσ… Τα λόγια αυτά τα ζλεγε μόνθ τθσ θ Μαριγϊ, ελπίηοντασ ςτο καφμα. Ζνα καλό πουλάκι να τα ταξιδζψει μζχρι τ’ αυτιά του αγαπθμζνου τθσ. Τα ζλεγε για τθν δικι τθσ θρεμία και παρθγοριά. Απτόθτθ ςυνζχιςε: … Αυτά ζλεγε το τραγοφδι ςου με το βακφ παράπονο, αν κάποια ςτιγμι κα μπορζςεισ κι εςφ να δεισ και κα ηιςεισ ς’ αυτοφσ τουσ άγνωςτουσ τόπουσ. Πταν δε, ζβαλεσ τθ φλογζρα ςτο ςτόμα ο κρθνθτικόσ τθσ ιχοσ ξεχφκθκε παντοφ, θ γφρω φφςθ ζκανε μια ςτάςθ ςεβαςμοφ και κατανόθςθσ. Λεσ και τα πουλιά που πριν κελαθδοφςαν χαροφμενα ςταμάτθςαν για λίγο ν’ ακοφςουν και να ςυμμεριςτοφν κι αυτά τον πόνο ςου… [5]
… Κι εγϊ που ς’ αγαπϊ; Κι εγϊ που ηω κι αναπνζω με τθν ζγνοια ςου αναρριγοφςα, ςκεφτόμουν κι ζλεγα: Μακάρι Ραναγιά μου να μπορζςει ο αγαπθμζνοσ μου! Μακάρι να ςπάςει τα δεςμά του μικροφ μασ κακορίηικου κόςμου. Πμωσ φοβάμαι! Άραγε κα με πάρεισ και μζνα μαηί ςου; Δεν ζχω ςίγουρα τθ δικι ςου τόλμθ και δφναμθ, αλλά μα το κεό, ςου λζω. Ζχω τόςθ αγάπθ για ςζνα, που κα τα καταφζρω. Θα μετακινιςω βουνά, κα διαςχίςω ποταμοφσ και κάλαςςεσ. Αρκεί να είμαι δίπλα ςου, να ςου κρατϊ το χζρι και κ’ αντλϊ κουράγιο απ’ τθ δφναμι ςου… … Πμωσ τί τραγικό κι αβζβαιο! Βάηω το ερϊτθμα: Εςφ μ’ αγαπάσ κακόλου; Δε λζω όςο εγϊ, αλλά ζςτω και μια ςταλίτςα, ζνα ψιχουλάκι, μια κεςοφλα ςε κάποια άκρθ τθσ καρδιάσ ςου. Μονολογοφςε κάτω από το πλατάνι θ όμορφθ Μαριγϊ, όταν μετά το ξφπνθμα και το λίγο γάλα μ’ ζνα κομμάτι ψωμί κάλυψε τθν ανάγκθ τθσ πείνασ μζχρι τθν μεςθμεριανι οικογενειακι μάηωξθ. Στον «δικό» τθσ, τον Τάςο δεν πρόλαβε να του πει τθν καλθμζρα. Είχε απ’ το πουρνό ο ζρμοσ πάει τα πρόβατα ςτθν πλαγιά. Μςωσ τολμιςει να του πει λίγα για το όνειρο, που θ εντφπωςι του ακόμα τθν πλθμμυρίηει και τθν ηαλίηει για να κάνει ςυνεχϊσ λάκθ ςτισ βελονιζσ. Κα ςτθκεί, δικεν τυχαία κατά το θλιοβαςίλεμα, όταν ο Τάςοσ γυρίςει τα ηωντανά ςτο μαντρί για να τον δει. Δεν ζχει το κάρροσ να του πει όςα νιϊκει, μα μια καλθςπζρα μπορεί να τθν πει. Κι αυτό είναι κάτι. Λίγο περιςςότερο απ’ το τίποτα. Μια μζρα όμωσ κα κάνει το μεγάλο τόλμθμα. Κα πάει μόνθ τθσ να τον βρει εκεί που βόςκει τα ηωντανά του. Μςωσ τθν παρεξθγιςει, αλλά δεν αντζχει τόςο βάροσ να το ςζρνει μόνθ τθσ. Ο κόςμοσ, αν το μάκει, ςίγουρα κα τθν κακολογιςει, μα τϊρα τί κερδίηει πζρα απ’ το να βρζχει το μαντιλι τθσ τα βράδια, όταν ο φπνοσ απ’ τθ ςκζψθ δεν ζρχεται και ακόρυβα αυτι να κλαίει; [6]
2. Ο Σάςοσ Ναι! Δεν το λζω, οφτε μπορϊ να τ’ αρνθκϊ. Εδϊ γεννικθκα, εδϊ μεγάλωςα, είναι θ οικογζνεια μου, είναι οι τάφοι των προγόνων μου. Ξζρω ζνα προσ ζνα τα μονοπάτια τθσ περιοχισ, τα πάτθςε πολλζσ φορζσ το πόδι μου κι αγαπϊ αυτόν τον τόπο. Εδϊ ηοφνε θ μάνα κι θ αδελφι μου. Τον πατζρα μου τον ζχαςα νωρίσ, γι’ αυτό ο παπποφσ γφριςε απ’ τα ταξίδια του να γίνει το ςτιριγμα τθσ οικογζνειασ. Κι επάξια ζπαιξε για χρόνια αυτό το ρόλο. Αλλά ο χάροσ πριν λίγο καιρό μασ τον πιρε. Είναι ςαν να μασ ζκοψε ζνα κομμάτι από τον κακζνα μασ. Λδιαίτερα ςτθ μάνα που ιταν ο πατζρασ τθσ, αλλά και ςε μζνα που οι ιςτορίεσ του με ταξίδευαν ςε άγνωςτουσ τόπουσ, μου κζντριηαν το ενδιαφζρον και μου άναψαν τθν επικυμία τθσ φυγισ και τθσ ςυνάντθςθσ με το άγνωςτο που ο παπποφσ το ζντυνε γλυκά με τισ όμορφεσ περιγραφζσ του. Το ικελε τόςο πολφ να ςπάςει τα δεςμά του ςτενοφ περιβάλλοντοσ και να δει ηωντανά με τα μάτια του αυτά που άκουςε ι «ξζρει» εμμζςωσ με τισ περιγραφζσ. Και το είχε πετφχει. Αλλά πϊσ να αφιςει μόνεσ τθ μάνα κι αδελφι; Αυτόσ και μόνο αυτόσ είναι ο προςτάτθσ τθσ οικογζνειασ. Τουλάχιςτον με τθν κυρίαρχθ αντίλθψθ για τον άνδρα και τθ γυναίκα. Στθν περίπτωςθ τθσ μάνασ του ςίγουρα αυτό ακοφγεται παράφωνο γιατί θ κυρά Καταφυγι αξίηει ςε μυαλό και ικανότθτεσ πάνω από δυο άντρεσ. Και να ιταν μόνο αυτζσ; Ρϊσ κα αποχωριςτεί το γλυκό πρόςωπο τθσ όμορφθσ Μαριγϊσ; Θ αλικεια είναι ότι μζχρι ςτιγμισ μόνο τουσ τυπικοφσ χαιρετιςμοφσ ζχουν ανταλλάξει και μια φορά ςε κάποια βαφτίςια αντάλλαξαν μια χειραψία. Πμωσ μζςα ςτα μάτια τθσ το βλζπει κολυμπάνε επικυμίεσ για πολλά περιςςότερα μεταξφ τουσ. Τα μάτια τθσ του λζνε πολλά. Πχι ότι ζχει εμπειρίεσ και ξζρει. Απλϊσ το διαιςκάνεται. Ελπίηει και τα δικά του να τθσ μιλάνε για όςα ποκεί μαηί τθσ. Εδϊ κάτι πρζπει να γίνει. Τα ζβαηε με τον εαυτό του! [7]
Ράρε λίγο κάρροσ βρε χαμζνε και πεσ τθ το. Αφοφ τθν αγαπάσ! Πταν κατά το θλιοβαςίλεμα γφριηε τα ηωντανά ςτο μαντρί, τθν είδε κάτω απ’ το πλατάνι, δικεν να κεντάει κάτι απ’ τα προικιά τθσ. Μάλλον αυτόν περίμενε για να τον χαιρετίςει. Τθσ μίλθςε με ηζςθ και βρικε ανάλογθ ανταπόκριςθ. Να ‘το λοιπόν! Ασ μθ χάνει άλλο χρόνο. Αν κι όποτε οι δρόμοι τουσ πάλι ςυναντθκοφν κα νικιςει το φόβο και τθν παράλυςθ που τον πιάνει όταν τθν πλθςιάηει. Ράψε να είςαι δειλόσ βρε άντρα. Ράρε κάρροσ βρε κατρουλιάρθ. Ραντελόνια φοράσ ρε; Θα ςε πάρουν χαμπάρι οι φίλοι ςου και κα γίνεισ ρεηίλι!
3. Θ Μαριγϊ ςπάει τθν παράδοςθ Δεν πάει άλλο. Αφοφ ο δικόσ τθσ δεν παίρνει καμιά πρωτοβουλία κα τθν πάρει θ ίδια κι ασ γίνει ό,τι είναι να γίνει. Κάτι τθν προειδοποιεί μζςα ςτθ καρδιά τθσ ότι ο κόμποσ ζφταςε ςτο χτζνι. Το επόμενο κιόλασ πρωί, αφοφ ζκανε τισ ςυνικεισ δουλειζσ ςτο ςπίτι, χωρίσ να πει κουβζντα ςτθ μάνα τθσ πιρε το μονοπάτι, που ακολουκοφςε ο Τάςοσ, αναηθτϊντασ τον. Δεν υπολόγιςε αν τθ δει κανζνα τρίτο μάτι, μιασ κι αυτό για τθν εποχι που μιλάμε και τον απομονωμζνο τόπο του χωριοφ ιταν μια ριψοκίνδυνθ πράξθ. Αφοφ περπάτθςε αρκετά είδε ςτθν πλαγιά τα πρόβατα. Κάπου εκεί κα κακόταν ο δικόσ τθσ. Ρράγματι άκουςε ςε λίγο τον ιχο τθσ φλογζρασ και ςυμπζρανε ότι βρίςκεται ςτο ςωςτό δρόμο. Ο Μοφργοσ ιταν που πρϊτοσ αιςκάνκθκε τον ερχομό τθσ κι αναςθκϊκθκε μ’ ανθςυχία δίνοντασ το ςφνκθμα ςτον Τάςο ότι κάποιοσ πλθςιάηει. Τθν είδε να ζρχεται και του κοπικαν τα γόνατα. Αναρωτικθκε: Εδϊ ψθλά θ Μαριγϊ και μάλιςτα μόνθ τθσ; Κάτι κα ςυνζβθ. Ζτρεξε προσ το μζροσ τθσ κι ο Μοφργοσ από πίςω. Τί ζγινε καλι μου; Ροιά ςυμφορά μασ βρικε; [8]
Εκείνθ δε μίλθςε. Τον πλθςίαςε και με τα μάτια δακρυςμζνα χϊκθκε ςτθν αγκαλιά του. Τα χζρια του Τάςου προςτατευτικά τθν ζςφιξαν πάνω του. Πταν ςικωςε το γεμάτο δάκρυα πρόςωπό τθσ του είπε με απόγνωςθ: - Δεν αντζχω άλλο Τάςο μου! Σ’ αγαπάω και δε μπορϊ να ηιςω χωρίσ εςζνα! - Εγϊ νομίηεισ ς’ αγαπϊ λιγότερο κορίτςι μου; Ζτςι όπωσ το πρόςωπό τθσ ιταν αναςθκωμζνο και τον κοίταηε με λίγο φόβο και πολλι λατρεία ακοφμπθςε απαλά τα χείλθ του ςτο βρεγμζνο τθσ μάγουλο και ςκοφπιςε τα δάκρυα που το είχαν γεμίςει. Αυτι ζκλειςε τα μάτια και αναμετρικθκε με το ρίγοσ που τθν κυρίευςε. Ιξερε ότι τίποτα δεν ξζρει αλλά και τίποτα δε κα τθ ςταματοφςε αρκεί ο άρχοντασ τθσ καρδιάσ τθσ να το κελιςει. Ριρε τθν απόφαςθ να του δϊςει τα πάντα. Μα ο άλλοσ δεν είχε το κάρροσ να πάρει ό,τι του προςφερόταν. Μςωσ και να μθν κατάλαβε. Τθν ζβαλε να κακίςει ςτον κακαρό βράχο και τθσ είπε: - Είςαι το κορίτςι μου. Αυτι που κζλω να είναι δίπλα μου ς’ όλθ τθ ηωι μου. Ράντα ικελα να ςτο πω, αλλά φοβόμουν μθν ςυναντιςω τθν άρνθςι ςου. Θα το ποφμε ςτουσ δικοφσ μασ και κα ‘ρκω να ςε ηθτιςω απ’ τθ μάνα ςου. - Κι ο μεγάλοσ ςου πόκοσ να γνωρίςεισ άλλουσ τόπουσ; - Είναι μεγάλο το δίλθμμα… Για λίγο ζπεςε μεταξφ τουσ μια αμθχανία, που ψφχρανε τον αρχικό ενκουςιαςμό, αλλά ςφντομα ο Τάςοσ ζςπαςε τον πάγο: - Εςζνα δε ς’ αλλάηω με τίποτα. Θα γίνεισ γυναίκα μου ο κόςμοσ να χαλάςει! Τότε και μόνο τότε θ Μαριγϊ του πρόςφερε τα ηεςτά τθσ χείλια, που ο Τάςοσ με ορμι τα ροφφθξε λεσ κι ιταν οδοιπόροσ ςτθν ζρθμο, μζρεσ χωρίσ νερό ςτα χείλθ του. - Μια υπόςχεςθ και μόνο κζλω. Αν θ πεκυμιά να φφγεισ - που τθν ξζρω και τθν καταλαβαίνω - ςε πνίγει και δε γίνεται αλλιϊσ παρά [9]
να φφγεισ, κα με πάρεισ μαηί ςου! Μθ με υποτιμάσ. Γι αυτά που αγαπϊ μπορϊ να κάνω καφματα. - Εντάξει, γλυκιά μου, ςτο υπόςχομαι! - Από τϊρα ςτο λζω. Αν δεν τθριςεισ τθν υπόςχεςι ςου και μ’ αφιςεισ ςτα κρφα του λουτροφ, κα πζςω ςτο γκρεμό, εκεί ςτο καραοφλι πίςω, και το κρίμα όλο ςτο λαιμό ςου.
4. Ο Σάςοσ και θ Μαριγϊ ευλογοφνται ςτθν εκκλθςία Πταν το είπαν ςτουσ δικοφσ τουσ δεν ζγινε και γιορτι, οφτε πζταξαν απ’ τθ χαρά τουσ, μα εξαρχισ κατάλαβαν ότι τίποτα δεν κα τουσ ςταματοφςε. Ζγιναν οι αναγκαίεσ ςυνεννοιςεισ για το ποφ κα κάτςουν κι ορίςτθκε ο γάμοσ κα γίνει ςτθ μοναδικι εκκλθςία του χωριοφ. Ο θλικιωμζνοσ παπάσ ηωντάνεψε, γιατί τζτοιεσ ευκαιρίεσ ςτο ςτενό περιβάλλον του χωριοφ ιταν ςπάνιεσ. Απ’ το διπλανό κεφαλοχϊρι ειδοποιικθκαν οι μουςικοί για το γλζντι που κα ακολουκοφςε. Θ οικογζνεια τθσ Μαριγϊσ ζβγαλε από τον ντορβά κάποιεσ λίρεσ που είχαν με τα χρόνια με κόπο μαηευτεί για τα ζξοδα του γάμου και τα βαςικά προικιά τθσ νφφθσ, που κα πιγαινε ςτο ςπίτι του γαμπροφ. Θ μάνα κι θ αδελφι του Τάςου ετοίμαςαν το δωμάτιο ςτο ςπίτι τουσ που κα εγκαταςτακεί το νζο ηευγάρι και κάποιεσ προςτριβζσ που υπιρξαν λφκθκαν με τθν αυςτθρι παρζμβαςθ του Τάςου: Η Μαριγϊ κα είναι θ γυναίκα μου και κζλω να τθν ςζβεςτε! Θ μάνα κι θ αδελφι κζλοντασ ι μθ δζχτθκαν τθν προςταγι του αρχθγοφ τθσ οικογζνειασ. Ο Τάςοσ ζςφαξε για το γλζντι δεκάδεσ κεφάλια απ’ το κοπάδι του με τα δικά του χζρια. Πταν πιγαν κάτι να του πουν απάντθςε κάκετα: - Μια φορά παντρεφεται ο Τάςοσ κι όχι όποια κι όποια. Τθν ωραιότερθ κοπζλα τθσ περιοχισ, τθ Μαριγϊ!
[10]
Εκείνθ κλειςμζνθ ςτο ςπίτι για τισ δικζσ τθσ ετοιμαςίεσ τα μάκαινε κι ζλιωνε για τον δικό τθσ. Μζτραγε το χρόνο ϊρα με τθν ϊρα κι ο καταραμζνοσ… τα ηϊα μου αργά. Χριςτζ μου ςε λίγεσ μζρεσ τ’ όνειρό μιασ ηωισ κα γινόταν πραγματικότθτα. Τθν Κυριακι του γάμου όλο το χωριό γιόρταηε με τθ ςκζψθ του γλεντιοφ που κα ακολουκοφςε. Ο γάμοσ ζγινε νωρίσ το μεςθμζρι, αλλά οι ςοφβλεσ μπικαν απ’ τo πρωί ςτθ φωτιά. Πλο το χωριό ιταν ςιμερα ςτο πόδι. Δυο μεγάλα ςόγια ενϊνονταν μ’ ζναν γάμο, αν και λίγο ωσ πολφ όλοι οι κάτοικοι ιταν και λίγο ςυγγενείσ. Άνκρωποι ιρκαν κι από κοντινά χωριά. Ευκαιρία για γλζντι, φαγθτό και γνωριμίεσ. Βλζπεισ οι ευκαιρίεσ για κοινωνικζσ εκδθλϊςεισ ιταν ςπάνιεσ αν εξαιρζςεισ τα πανθγφρια και τον κυριακάτικο εκκλθςιαςμό. Πταν το ςόι τθσ Μαριγϊσ ζφερε ςτθν πόρτα τθσ εκκλθςιάσ και τθν παρζδωςαν ςτον Τάςο κι οι δυο ιταν βακειά ςυγκινθμζνοι. Θ Μαριγϊ ζτοιμθ να αναλυκεί ςε λυγμοφσ ο Τάςοσ τθν ςυγκράτθςε: Κουράγιο καλι μου, ςε λίγο κα ‘μαςτε αντρόγυνο! Αυτό τθν ηωντάνεψε και πάτθςε καλά ςτα πόδια τθσ. Πταν πρωτοφιλικθκαν μπροςτά ς’ όλουσ, χϊκθκε ςαν πουλάκι ςτθν αγκαλιά του και ςφίχτθκε με δφναμθ πάνω του. Του ψικφριςε με γλυκιά προςμονι ςτ’ αυτί του: - Μθν αργιςουμε να πάμε μζςα Τάςο μου! - Δε γίνεται κορίτςι μου, τθσ απάντθςε, ζχουμε γλζντι ζξω και μασ περιμζνουν. Μθν ανθςυχείσ. Ζχουμε όλθ τθ ηωι μπροςτά μασ. Οι ετοιμαςίεσ που είχαν γίνει για το γλζντι του γάμου ιταν πρωτοφανείσ για το χωριό. Τα ψθτά , οι πίτεσ, οι ςαλάτεσ κι όλα τα άλλα εδϊδιμα ιταν να χορτάςουν ςυντάγματα. Τα κραςιά, που είχαν καταφτάςει από το κεφαλοχϊρι ζρεαν με αφκονία. Τραγοφδι, χοροί και μουςικοί ξεςικωςαν τουσ πάντεσ. Πλοι ςφντομα ςτο τςακίρ κζφι. Βλζπεισ παντρεφονταν τα δυο πιο όμορφα παιδιά του χωριοφ. [11]
Ο χορόσ ςταματθμό δεν είχε. Ραρ’ όλα αυτά, το μυαλό τθσ Μαριγϊσ ιταν ς’ αυτά που κα επακολουκιςουν. Ζβλεπε τον Τάςο να οδθγεί με λεβεντιά το χορό και ζφτιαχνε με το νου τθσ τθν εικόνα μαηί του ςτο νυφικό κρεβάτι κι ζλιωνε μόνο με τθ ςκζψθ. Μουρμοφριηε από μζςα τθσ. Κάνε υπομονι κορίτςι μου. Δικόσ ςου είναι. Καμιά δε μπορεί τϊρα να τον ακουμπιςει. Αν τολμιςει κα τθσ βγάλω τα μάτια! Και ιρκε το ξθμζρωμα. Τότε και μόνο τότε ο Τάςοσ είπε ςτθν ομιγυρθ: - Φτάνει για ςιμερα. Ράμε λίγο να κοιμθκοφμε και το απόγευμα πάλι εδϊ να ςυνεχίςουμε. Σε ζνα λεπτό θ πλατεία είχε αδειάςει. Αγκάλιαςε τθ Μαριγϊ και τθσ είπε: - Ράμε κορίτςι μου να ξεκουραςτοφμε λίγο. Θζλω το γάμο μασ να τον κυμοφνται όλοι. Δεν είναι όποιοσ κι όποιοσ. Ο Τάςοσ παντρεφτθκε τθ Μαριγϊ! Γεμάτθ περθφάνια για τον δικό τθσ. του απάντθςε: Ράμε άντρα μου!» Ο άλλοσ τθν ζςφιξε ςτθν αγκαλιά του. Ρρϊτθ φορά το άκουγε και του άρεςε πολφ. Στο δικό τουσ δωμάτιο γδφκθκαν και με τισ πιτηάμεσ κι ζπεςαν ςτο κρεβάτι. Το ςϊμα του ενόσ ζνιωςε τθ ηεςταςιά του άλλου, μα θ κοφραςθ θ ςωματικι και θ ψυχολογικι δεν άφθςε περικϊρια για τίποτε περιςςότερο. Σε λίγο αγκαλιαςμζνοι χάκθκαν ςτον φπνο κι ιρεμεσ αναπνοζσ ιταν ο μόνοσ ιχοσ. Μετά από τρεισ με τζςςερισ ϊρεσ ανακουφιςτικοφ φπνου άρχιςαν να ξυπνοφν. Ρρϊτθ θ Μαριγϊ. Ιταν χωμζνθ ςτθν προςτατευτικι αγκαλιά του Τάςου ςχεδόν κολλθμζνθ πάνω του. Ζνιωκε ςτο κορμί τθσ τον διεγερμζνο ανδριςμό του κι ανατρίχιαςε ςφγκορμθ. Πλα τα ηοφςε ζντονα και για πρϊτθ φορά. Χωρίσ να το επιδιϊξει, λεσ και το ςϊμα μόνο του λειτουργοφςε άρχιςε να τρίβεται πάνω του. Αναπόφευκτα, ξφπνθςε κι ο Τάςοσ. [12]
Δεν ειπϊκθκε κουβζντα. Τα ςϊματα από μόνα τουσ μίλθςαν τθ γλϊςςα τθσ επικυμίασ, βρικαν τισ διαδρομζσ κι ζνιωςαν τθν πλιρωςθ. Θ Μαριγϊ πζταγε από ευτυχία ςκαρφαλωμζνθ πάνω ςτον Τάςο. Τον ζςφιγγε πάνω τθσ λεσ κι αν τον αφιςει κα πζςει ςτο βάρακρο. Αυτό είναι τελικά θ ευτυχία, ςκζφτθκε από μζςα τθσ. - Σικω κορίτςι μου να πιοφμε ζναν καφζ και να ξυπνιςουμε. Σε λίγθ ϊρα κα μασ περιμζνουν ςτθν πλατεία για τθ ςυνζχεια. Δεν είπαμε; Το γάμο μασ να τον κυμοφνται όλοι. Ρετάχτθκε θ Μαριγϊ ςτθν προςταγι του Τάςου. Πταν αργότερα πιγαν ςτθν πλατεία αυτι τϊρα γεμάτθ δφναμθ και περθφάνια ςυνόδεψε τον Τάςο τθσ ςτο χορό. Κι όλοι διάβαςαν ςτο λαμπερό τθσ πρόςωπο τθν ευτυχία που ξεχείλιηε από πάνω τθσ.
5. Θ προςγείωςθ ςτθν πραγματικότθτα Οι βραδιζσ που ακολοφκθςαν ιταν καλφτερεσ. Θ αμοιβαία αγάπθ που τουσ ζνωςε επιβεβαιϊκθκε από το ερωτικό τουσ ταίριαςμα. Αλλά θ ηωι δεν είναι μόνο αγάπεσ κι ζρωτεσ. Σε λίγο καιρό φάνθκαν τα προβλιματα. Κι ιταν πολλϊν ειδϊν. Μζςα ς’ ζνα ςπίτι που αρχόντιςςεσ ιταν ιδθ θ μάνα κι θ κόρθ τθσ οικογζνειασ του Τάςου, προςτζκθκε μια νφφθ. Ιταν αδφνατο να μθν υπάρξει ανταγωνιςμόσ και διεκδίκθςθ τθσ αρχθγίασ. Θ Μαριγϊ τα ιξερε αυτά. Δεχόταν τθν πρωτοκακεδρία τθσ μάνασ, αλλά δεν μποροφςε ν’ ανεχτεί να τθσ ςυμπεριφζρονται ωσ υπθρζτρια. Ιταν πρόκυμθ να αναλάβει το μερίδιο ςτο ςφνολο των υποχρεϊςεων ενόσ νοικοκυριοφ, αλλά εδϊ γινόταν προςπάκεια να τ’ αναλάβει όλα κι οι δυο άλλεσ να περιοριςτοφν ςτο ρόλο των προςταγϊν. Για αρκετζσ μζρεσ υπόβοςκε ζνασ εκνευριςμόσ, τα μαλϊματα παρζμεναν μεταξφ των γυναικϊν κι ο Τάςοσ, αφελισ άντρασ, τίποτα δεν χαμπάριςε. Πλα ζχουν τα όρια τουσ. Κάποια ςτιγμι θ Μαριγϊ τουσ το είπε κατά πρόςωπο:
[13]
- Αγαπθτζσ μου πεκερά και κουνιάδα, ςτο ςπίτι δεν ιρκε θ υπθρζτρια. Ήρκε θ περιφανθ γυναίκα του Τάςου. Δε λζω. Ζχω το μερίδιο ςτο νοικοκυριό του ςπιτιοφ, αλλά αυτό και μόνο. Ζκανα υπομονι ζνα μινα, αλλά εςείσ παρατραβάτε το ςχοινί και είναι ευκαιρία να ξεκακαρίςουν τα πράγματα. Τζλοσ! Επενζβθ θ αδελφι: - Σου κάναμε τθν τιμι να ςε μπάςουμε ςτο ςπίτι μασ Μαριγϊ και βγάηεισ γλϊςςα; - Ο γιοσ ςασ μ’ ζφερε εδϊ. Δεν ιρκα παρακαλετι. Τότε να αρχίςω να τον ψινω να πάμε αλλοφ να κάτςουμε. Το πατρικό μου ζχει χϊρο. Το ενδεχόμενο αυτό, που δεν είχε περάςει απ’ το ςτενό μυαλό τουσ, τισ κατατρόμαξε. Τισ επόμενεσ μζρεσ ιταν κυρίεσ απζναντί τθσ. Θ Μαριγϊ το ςκζφτθκε ψφχραιμα. Ασ μθν ανοίξω μζτωπο με τθν οικογζνεια του Τάςου. Μάνα κι αδελφι είναι. Φυςικό είναι να τισ αγαπάει κι θ διαμάχθ κα τον ςτεναχωριςει. Κάτι που δεν είναι μζςα ςτισ επιδιϊξεισ τθσ. Πμωσ θ αλλαγι τθσ ςυμπεριφοράσ τουσ τθσ ζδειξε, ότι ζχει τθ δφναμθ να ιςορροπεί καταςτάςεισ. Δεν πζραςε πολφσ καιρόσ και τα δεδομζνα άλλαξαν ραγδαία. Οι αχνζσ αρχικά ενδείξεισ μζρα με τθ μζρα γίνονταν πιο ςαφείσ. Ηαλάδεσ, εμετοί κι όλα τα ςυναφι ζδειξαν ότι μζςα τθσ μεγαλϊνει μια νζα ηωι. Το νζο γζμιςε χαρά και περθφάνια τον Τάςο που κα γίνει πατζρασ. Αρκετά επθρζαςε και τθ μάνα θ προοπτικι ν’ αποκτιςει εγγόνι. Ο Τάςοσ τουσ ζδωςε αυςτθρζσ εντολζσ: - Θα μου προςζχετε τθ Μαριγϊ ςαν τα μάτια ςασ. Πχι μζχρι τθ γζννα βαριζσ δουλειζσ. Και ςυ Μαριγϊ το παιδί μασ και τα μάτια ςου! Εκείνθ που δεν είδε το γεγονόσ κετικά ιταν θ αδελφι. Ζβλεπε ότι με το παιδί ζχανε τελικϊσ το παιχνίδι. Ροτζ δε χϊνεψε το γεγονόσ του γάμου του αδελφοφ τθσ πριν να αποκαταςτακεί θ ίδια. Αλλά το προξενιό δεν ερχόταν και μάλλον κα ζμενε τελικά ςτο ράφι. Δεν μποροφςε όμωσ ν’ αντιδράςει. Ο Τάςοσ, ωσ άντρασ, ιταν ο [14]
αρχθγόσ τθσ οικογζνειασ κι θ μάνα τον αγαποφςε ιδιαίτερα. Κατά τθ γνϊμθ τθσ περιςςότερο από τθν ίδια. Ζτςι θ αρχικι αντιπάκεια με το κφλθμα του χρόνου ενιςχφκθκε τόςο που μεταςχθματίςτθκε ςε μίςοσ. Μζςα ςτο μυαλό τθσ πζραςε θ ιδζα μιπωσ μποροφςε να προκαλζςει ατφχθμα για να χάςει το παιδί. Θ Μαριγϊ όμωσ ζβλεπε τθν κακία ςτο πρόςωπο τθσ αδελφισ κι είχε το νου τθσ. Δεν κα τθσ ζδινε ευκαιρία να τθσ προκαλζςει ηθμιά. Ζτςι ο χρόνοσ τθσ εγκυμοςφνθσ ολοκλθρϊκθκε κι θ μαμι ζβγαλε με αςφάλεια ςτθ ηωι ζνα υγιζςτατο κοριτςάκι. Θ χαρά του Τάςου δεν περιγραφόταν. Κζραςε ςτο καφενείο τθσ πλατείασ όλο τον κόςμο. Το ίδιο ενκουςιαςμζνθ ιταν κι θ γιαγιά. Ακόμα κι θ κεία, που αρχικά είδε αρνθτικά τθν εγκυμοςφνθ, θ κζα τθσ νζασ ηωισ ζςπαςε τθν ψυχρότθτα. Πταν το πιρε ςτθν αγκαλιά τθσ ζνιωςε τθν τρυφερότθτα που ςου γεννάει μια νζα φπαρξθ. Ρϊσ να το κάνουμε; Αίμα τθσ είναι. Απλϊσ ηιλεψε κι ικελε κι αυτι δικό τθσ.
6. Ο Σάςοσ προβλθματίηεται Οι μζρεσ τθσ χαράσ πζραςαν γριγορα. Εκεί ςτθ μοναξιά που πάει τα ηωντανά του, ο Τάςοσ ζχει πζςει ςε ςκζψεισ. Με τα ηωντανά μόνο δε ηει θ οικογζνεια. Ιρκε τϊρα και το κορίτςι και μζςα ςτα ςχζδια είναι πολλά παιδιά. Ρϊσ κα τα βγάλω πζρα; Δε γίνεται! Ρρζπει ν’ αναηθτιςω άλλθ λφςθ. Τί ςτο διάολο να κάνω; Τζχνθ δεν ξζρω, απόκεμα χρθματικό, λίγα πράγματα. Ζχω και τισ υποχρεϊςεισ τθσ μάνασ κι αδελφισ, που δε μπορϊ να αγνοιςω. Αδιζξοδο; - Θα το ςυηθτιςω πρϊτα με τθ Μαριγϊ. Αυτι είναι ο άνκρωποσ που κα ηιςω μαηί και κα μοιραςτεί μαηί μου χαρζσ και λφπεσ. Αμ’ ζποσ, αμ’ ζργον! Δεν το περίμενε. Συνάντθςε ζνκερμθ υποςτθρίκτρια των ςκζψεϊν του τθ γυναίκα του. Ρου να φανταςτεί ο ακϊοσ άνδρασ τθν επικυμία τθσ γυναίκασ του να ξεφφγει από τον κλοιό των δυο άλλων και να είναι νοικοκυρά ςτο ςπιτικό τθσ.
[15]
- Να πάμε ςτθν πόλθ Τάςο μου! Θα πάμε ςτα Γιάννενα. Το ζχω ςκεφτεί. Ζχω εκεί μια κεία χιρα, που κα δεχκεί να μασ φιλοξενιςει. Μόνθ τθσ δφςκολα τα βγάηει πζρα και ςαν δϊρο κα δει τον πθγαιμό μασ. Εμζνα πάντα μ’ αγαποφςε. Άκου τθν ιδζα μου. Να μθν ψάξεισ δουλειά ςτα εργοςτάςια τθσ πόλθσ ι ςε κάποιο μαγαηί. Υποηφγιο ςε αφεντικό δε κζλω να δω τον Τάςο μου. Θα νοικιάςουμε ζνα χϊρο και κ’ ανοίξεισ χαςάπικο. Τθ δουλειά τθν ξζρεισ καλά. Θα προμθκεφεςαι κρζατα από δω και κα τα πουλάσ ςτθν πόλθ. Θα ζρχεςαι να βλζπεισ και τουσ δικοφσ ςου και δεν κα τουσ αφιςεισ χωρίσ τθ φροντίδα ςου. Εγϊ κα βοθκιςω. Μθ με υποτιμάσ! Ρολλά μπορϊ να κάνω. Α! και κάτι ακόμα. Φεφγοντασ απ’ το ςπίτι θ μάνα μου, μου ζδωςε δζκα χρυςζσ. Δεν ςτο είπα για να τα ζχουμε ςτθν ζκτακτθ ανάγκθ. Αυτι θ ϊρα ιρκε τϊρα… Ο Τάςοσ ζμεινε: Βρε τθ Μαριγϊ! Πλα τα είχε ςκεφτεί, όλα τα είχε μετριςει. ε τί πλάςματα ζξυπνα που είναι αυτζσ οι γυναίκεσ! Τα είπε από μζςα του γιατί απ’ ζξω το μόνο που ψζλλιςε ιταν: - Καλι θ ιδζα ςου φαίνεται. Άςε να το ςκεφτϊ λίγο και κα το ανακοινϊςουμε και ςτουσ άλλουσ. Θ Μαριγϊ κατάλαβε ότι είχε κερδίςει το παιχνίδι, αλλά του άφθςε τθν τελευταία λζξθ. Άλλωςτε αυτό πάντα ιταν τ’ όνειρό τθσ. Εντάξει Τάςο μου. Εςφ αποφαςίηεισ… Πταν ανακοινϊκθκε ςτθ μάνα κι αδελφι το ςχζδιο δε βρικε κανζναν ενκουςιαςμό. Θ μάνα παραπονεμζνθ είπε: - Και πότε κα βλζπω εγϊ τθν εγγονι μου; Τι κα τρϊμε εμείσ εδϊ χωρίσ ειςοδιματα και χωρίσ τθν προςταςία ςου Τάςο μου; Θ αδελφι: - Δε μου φαίνεται παράξενο. Ζτςι κι αλλιϊσ ποτζ δε ςκζφτθκεσ ότι ζχεισ αδελφι! Ο Τάςοσ κράτθςε τθν ψυχραιμία του και παρζκεςε επιχειριματα: - Με ζνα κοπάδι δε κα μποροφςαμε να ςυντθρθκοφμε όλοι. Ιδιαίτερα τϊρα που θ οικογζνεια μεγαλϊνει και άρα αυξάνονται [16]
και τα ζξοδα. Θα αφιςω δυο κατςίκεσ να ζχετε γάλα και τυρί. Υπάρχει και το κοτζτςι. Εγϊ κα ζρχομαι ςυχνά εδϊ για να προμθκεφομαι κρζατα και κα καλφπτω τισ ανάγκεσ ςασ. Με ζχετε, μωρζ, για αχάριςτο άνκρωπο, που δε ςκζφτομαι μάνα κι αδελφι; Στθν αρχι ναι! Θα δυςκολευτοφμε μζχρι να πάρει μπροσ το ςχζδιο. Αλλά ελπίηω ότι όλα κα πάνε καλά. Εςφ αδελφοφλα βρεσ τον άνκρωπό ςου και κα ςε παντρζψω μ’ όλεσ τισ τιμζσ. Θα ζχω κι εγϊ τον νου μου. Βάλτε το καλά ςτο μυαλό ςασ. Άλλθ λφςθ για μασ δεν υπάρχει! Αν όλα πάνε καλά και κα κζλετε και ςεισ αργότερα κα ςασ φζρω και ςασ ςτθν πόλθ.
7. Θ εγκατάςταςθ ςτθν πόλθ Το άλμα, παρά τισ δυςκολίεσ, παρά τα προβλιματα και τισ υποχρεϊςεισ που άφθνε πίςω, ο Τάςοσ το ζκανε. Και με δραςτιριο τρόπο ζλυςε τα γραφειοκρατικά προβλιματα, που για πρϊτθ φορά ςτθ ηωι του αντιμετϊπιηε. Ιταν από τουσ ανκρϊπουσ που όταν πάρουν μια απόφαςθ δίνουν τα πάντα. Το ενδεχόμενο τθσ αποτυχίασ και τθσ επιςτροφισ ςτο χωριό ιταν από τθν αρχι αποκλειςμζνο. Δίπλα του ςυμπαραςτάτθ κι εμψυχωτι είχε τθ Μαριγϊ, που όταν ξζφυγε από τον κλοιό τθσ πεκεράσ και κουνιάδασ, άνοιξε τα φτερά τθσ κι ζδειξε τισ πραγματικζσ τθσ δυνατότθτεσ. Ιρκε κι θ καλι είδθςθ. Θ αδελφι του βρικε τον άνκρωπό τθσ. Ο Τάςοσ τθσ ζκανε ζνα γάμο αντάξιο του δικοφ του και ςτο γαμπρό που ιταν ζνα καλό παιδί απ’ το χωριό, ενϊπιον όλων του είπε: - Το πατρικό μασ ςπίτι κα μείνει ςτθν αδελφι μου. Είναι θ προίκα τθσ. Ο λόγοσ μου φτάνει και περιςςεφει. Εκείνθ τον αγκάλιαςε κι όλεσ οι ςυςςωρευμζνεσ με τα χρόνια πίκρεσ που είχε μζςα τθσ ζλιωςαν, ςαν το λίγο χιόνι ςτον νοτιά. Ζτςι λφκθκε και το κζμα τθσ μάνασ του, που ιταν μια από τισ ζγνοιεσ του. Κα κάτςει ςτο χωριό, που είναι και θ εςωτερικι τθσ επικυμία [17]
και δεν είναι μακριά ο καιρόσ να νταντζψει το εγγόνι από τθν κόρθ τθσ. Τθσ είναι πιο οικείο από τθ νφφθ τθσ. Μθ γίνει καμιά παρεξιγθςθ. Ο Τάςοσ ζδωςε μάχεσ να ξεπεράςει τισ γραφειοκρατικζσ τρικλοποδιζσ που αντιμετϊπιςε από τισ δθμόςιεσ αρχζσ και τουσ υπάλλθλουσ του Διμου να πάρει τισ «απαραίτθτεσ» άδειεσ. Εκεί ζμακε ότι πρζπει να χρυςϊνεισ για να πετφχεισ αυτό που δικαιοφςαι. Με βαριά καρδιά προςαρμόςτθκε ςτα κακιερωμζνα. Δεν είχε τθν εμπειρία , οφτε τθ γνϊςθ να δϊςει μάχεσ με τον αόρατο εχκρό, αλλά το άχτι για αυτιν τθν κατάςταςθ ιταν μια πίκρα αφόρθτθ ςτα χείλθ του. Θ Μαριγϊ που τον ιξερε απζξω κι ανακατωτά επενζβθ ζγκαιρα πριν τθν ζκρθξθ: - Άςε Τάςο αυτζσ τισ δουλειζσ να τισ βγάηω εγϊ πζρα. Ξζρω εγϊ… Και μθ μου ςτεναχωριζςαι γιατί ζχεισ παιδιά να κρζψεισ. - Ραιδιά; - Άμ τι νόμιηεσ, άντρα μου! Αφοφ είςαι καρπερόσ. Το δεφτερο μπικε ςτο φοφρνο! - Μαριγϊ μου είςαι βράχοσ! Τι κα ζκανα ο ζρμοσ χωρίσ εςζνα; Ρϊσ τα κατάφερνε θ Μαριγϊ να ξεπερνά τισ δυςκολίεσ με γαλιφιζσ, αλλά και με απαιτιςεισ που δε ςικωναν αντίρρθςθ, μόνο αυτι ιξερε. Σθμαςία ζχει ότι θ δουλειά ζςτρωνε, το χαςάπικο απόκτθςε πολλοφσ ευχαριςτθμζνουσ πελάτεσ και οι πωλιςεισ ιταν τόςεσ, που από μόνο του το χωριό δεν μποροφςε να καλφψει τισ ανάγκεσ των προμθκειϊν. Άνοιξε παρτίδεσ και μ’ άλλα κοντινά χωριά και εκ των πραγμάτων αγόραςε τρίκυκλο για τισ μεταφορζσ. Το αγόρι που γεννικθκε ςτθν κλινικι τθσ πόλθσ, μ’ ζναν πόνο, ιταν το ςτεφάνωμα τθσ αγάπθσ τουσ.
8. Ο χρόνοσ τρζχει, ο άτιμοσ Ρότε γζννθςε τθν κόρθ, τθ γλυκιά τθσ Μαριϊ, πότε ζφυγε απ’ το χωριό, πότε γζννθςε τα δυο αγόρια, Δθμιτρθ και Φϊτθ, που πιραν τα ονόματα των παπποφδων τουσ, οφτε το κατάλαβε. Τρόποσ [18]
του λζγειν βεβαίωσ γιατί ςτθ διάρκεια των χρόνων που πζραςαν χρειάςτθκε να ξεπεράςουν πολλζσ δυςκολίεσ και ςτεναχϊριεσ, αλλά μζςα τθσ υπιρχε μια γεμάτθ ευτυχία και πλιρωςθ. Ραντρεφτθκε τον άνδρα που αγαποφςε κι αγαπά. Με αυτόν ζκανε παιδιά και μαηί με τον Τάςο τθσ, δίνουν μζρα με τθ μζρα τθ μάχθ τθσ ηωισ. Ριρε το μάκθμά τθσ θ Μαριγϊ. Πταν, λοιπόν, κάτι το κζλεισ πολφ οι δυνάμεισ ςου πολλαπλαςιάηονται, γίνεται πιο αποτελεςματικζσ γιατί οι ςτόχοι είναι μπροςτά ςου και ςε προκαλοφν να τουσ κατακτιςεισ. Αλίμονο ςε αυτοφσ που δεν ξζρουν τι κζλουν κι εξουδετερωμζνοι αναμζνουν το καφμα να ζρκει απ’ τον ουρανό. Τα καφματα είναι πολφ ςπάνια και θ εξαίρεςθ τθσ εξαίρεςθσ ςτον κανόνα. Θ επιτυχία είναι αποτζλεςμα επιμονισ, πείςματοσ και πολφχρονθσ προςπάκειασ. Θ Μαριϊ, ζνα λουλοφδι που κακϊσ περνοφςε ο καιρόσ γινόταν ομορφότερο. Λυγερι, ιταν ςτθν θλικία που ζριχνε μπόι και ιταν το καμάρι του πατζρα τθσ. Θ όποια επικυμία τθσ ιταν για τον Τάςο διαταγι. Κι θ μικρι από νωρίσ το είχε καταλάβει και το εκμεταλλευόταν δεόντωσ. Εδϊ θ Μαριγϊ βουρλιηόταν κι ζλεγε ςτον Τάςο τθσ: - Μθν τθν κακομακαίνεισ άνδρα μου! Αυτι κα μασ καβαλιςει! Για να ιςορροπιςει καταςτάςεισ μερικζσ φορζσ ζπαιξε το ρόλο του κακοφ. Τθν πλιγωνε αυτό αλλά δεν υπιρχε κι άλλοσ δρόμοσ. Θ μικρι είχε τελειϊςει το δθμοτικό και τθν επόμενθ ςχολικι χρονιά πιγαινε ιδθ ςτθ δευτζρα γυμναςίου. Με τισ ανθςυχίεσ τθσ θλικίασ, αλλά μζςα ςτα πλαίςια τθσ εποχισ. Θ τεχνολογία ακόμα δεν είχε γκρεμίςει τα τείχθ των τοπικϊν κοινωνιϊν και το διαδίκτυο ιταν πολφ μακριά, οφτε ςαν πρόβλεψθ. Τα αγόρια μικρότερα και πιο ςυγκρατθμζνα ιταν ςτθν πζμπτθ και τρίτθ δθμοτικοφ. Οι υποχρεϊςεισ για τθ Μαριγϊ μεγάλεσ, αλλά πϊσ τα κατάφερνε να είναι εντάξει ς’ όλα και να βοθκά κάποιεσ ϊρεσ ςτο μαγαηί μόνο αυτι το ιξερε. [19]
Θ κεία τθσ κάποια ςτιγμι πζκανε και με τθ διακικθ που είχε από πριν ςυντάξει άφθςε το ςπίτι ςτθν ανιψιά τθσ. Ρλθρϊκθκαν οι φόροι κλθρονομιάσ και ο ερχομόσ των παιδιϊν τουσ υποχρζωςε να κάνουν τθν απαραίτθτθ επζκταςθ. Ζριξαν δεφτερο όροφο ςτθν αρχικι μονοκατοικία με πρόβλεψθ ςτατικι και για ζναν ακόμα. Ο Τάςοσ τθσ είπε: Θζλω όλα τα παιδιά μαηεμζνα γφρω μασ! Κι θ Μαριγϊ γεμάτθ περθφάνια για τον άνδρα τθσ κουνοφςε επιδοκιμαςτικά το κεφάλι ςυμφωνϊντασ μαηί του. Και ςτο χωριό υπιρξαν οι αναπόφευκτεσ αλλαγζσ. Οι πατεράδεσ από νωρίσ είχαν φφγει κι θ ςκλθροτράχθλθ ηωι που πζραςαν οι μανάδεσ ςυντόμευςαν τον χαμό τουσ. Τουσ πόνεςε, αλλά θ ηωι προχωράει, οι υποχρεϊςεισ τρζχουν και τα κακά ςυμβάντα με το χρόνο αφομοιϊνονται. Τα πατρικό του Τάςου ςφμφωνα με τθν υπόςχεςι του ζμεινε ςτθν αδελφι του. Πμωσ ζμενε το πατρικό τθσ Μαριγϊσ όπου κάκε χρόνο και με τθν προτροπι του Τάςου τα παιδιά περνοφςαν λίγεσ μζρεσ ςτο χωριό των γονιϊν τουσ. Είναι καλό και χριςιμο να ςζβεςαι και να κρατάσ τισ ρίηεσ ςου και ςτο ηιτθμα αυτό Τάςοσ και Μαριγϊ ιταν ςε ομοφωνία.
[20]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΤΣΕΡΟ 9. Πϊσ μπλζκει τα πράγματα θ μοίρα Άνκρωποι που μεγάλωςαν ςε διαφορετικοφσ τόπουσ, που δεν ςυναντικθκαν ποτζ μζχρι τϊρα οι δρόμοι τουσ, ζρχεται μια ςτιγμι και τρακάρουν. Κι αυτό, χωρίσ αμζςωσ να το ςυνειδθτοποιοφν, κακορίηει το υπόλοιπο τθσ ηωισ τουσ. Το τυχαίο είναι ζνασ παράγοντασ που δεν μπορεί ν’ αγνοθκεί. Δεν είναι ντε και καλά όλα προκακοριςμζνα. Μςωσ κάτι το αςιμαντο, κάτι που και ςυ δεν το παρατιρθςεσ να είναι εκείνο που κα κακορίηει τισ παραπζρα εξελίξεισ. Σαν παράδειγμα μπορϊ να πω τθν περίπτωςθ που χωρίσ να κεσ υπιρξε κακυςτζρθςθ ςτθν άφιξι ςου ςτο αεροδρόμιο από μποτιλιάριςμα που ζγινε λόγω τροχαίου. Πταν ζφταςεσ εκεί το αεροπλάνο απογειωνόταν. Κυμϊνεισ με τθν γκαντεμιά ςου, ίςωσ βρίηεισ και τουσ αρμόδιουσ πάνω ςτθν ζνταςι ςου, που βεβαίωσ δε φταίνε ςε τίποτα και ςε λίγθ ϊρα φτάνει θ τραγικι είδθςθ τθσ πτϊςθσ του αεροπλάνου που κα ταξίδευεσ και θ ολικι απϊλεια των επιβατϊν. Εςφ τότε δοξάηεισ τθν τφχθ ςου. Θ κακυςτζρθςθ ςτο δρόμο ιταν ευεργετικι. Σίγουρα ζνασ οπαδόσ του απόλυτου ντετερμινιςμοφ κα πει ιταν προκακοριςμζνο. Να ςασ πω τθν κακαρι αλικεια. Δε μ’ αρζςει κακόλου αυτό. Κζλω ςτα ςυμβάντα τθσ ηωισ ν’ αφινω ζνα χϊρο ςτο τυχαίο, το ακακόριςτο. Είναι το αλατοπίπερο που χρειάηεται κάκε φαγθτό για να γίνει νόςτιμο. Αν όλα είναι προκακοριςμζνα - να παρακζςω το τελευταίο μου επιχείρθμα - αξίηει τον κόπο να προςπακείσ να βελτιϊςεισ το υπάρχον; ……………………………………………………………………………………………………………
Θ Μαριϊ, κόρθ του Τάςου και τθσ Μαριγϊσ, είναι πια μια πανζμορφθ φοιτιτρια του Ρολυτεχνείου. Σπουδάηει πολιτικόσ μθχανικόσ και λάμπει ςαν φωτεινό αςτζρι ςε κάκε χϊρο που πατάει. [21]
Μιλο τθσ ζριδασ πολλϊν φιλόδοξων να τρυγιςουν τθν ομορφιά τθσ, πολιορκείται με όλεσ τισ μεκόδουσ από διάφορουσ. Ώριμουσ με προςόντα, που αναηθτοφν τθ μάταιθ απολεςκείςα νιότθ τουσ με αναβάπτιςθ ςτθν κολυμπικρα του Σιλωάμ, νζοι φιλόδοξοι κυνθγοί τθσ ερωτικισ απόλαυςθσ. Κακθγθτζσ, βοθκοί, φοιτθτζσ ςε προχωρθμζνο ζτοσ, αλλά και ςυμφοιτθτζσ τθσ που εκ των πραγμάτων ζρχεται ςε επαφι ςτα αμφικζατρα, ςτισ παραδόςεισ μακθμάτων και ςτα εργαςτιρια. Θ Μαριϊ παρά τθν επαρχιακι τθσ καταγωγι, παρά τθν ζλλειψθ προθγοφμενων εμπειριϊν κατζχει μια αξιοηιλευτθ ικανότθτα. Με ευγζνεια, χωρίσ να αφινει περικϊρια, αποκροφει ευγενικά τισ επικζςεισ και δθλϊνει ότι το μόνο ενδιαφζρον τθσ είναι θ ομαλι ςυνζχιςθ των ςπουδϊν. Τελικό ςχζδιο, θ επιςτροφι ςτθν πόλθ τθσ, όπου εκεί κα αςκιςει το επάγγελμα κοντά ςτθν αγαπθμζνθ οικογζνειά τθσ. Κι εκεί που όλα τα ζχει τακτοποιθμζνα ςτο μυαλό τθσ και προχωρά ακάκεκτθ ςτθν υλοποίθςθ των ςχεδίων ο κεραυνόσ τθ χτυπάει κατακζφαλα κι αλλάηει άρδθν τθν μζχρι τϊρα πορεία τθσ. Τα όμορφα μάτια, θ αζρινθ κίνθςθ, θ ευγζνεια που απζπνεε ο άγνωςτοσ πριν από λίγο Νίκοσ τθν αιχμαλϊτιςαν. Αυτό είναι που μζχρι τϊρα δεν είχε νιϊςει. Θ αγάπθ, θ ζλξθ για ζναν άνκρωπο κι θ διάκεςθ να παραδοκείσ ςτθν αγκαλιά του. Θ μάνα τθσ είχε περιγράψει με κάκε λεπτομζρεια τθν αγάπθ τθσ για τον πατζρα τθσ και τθ μάχθ που ζδωςε να τον κερδίςει. Σε αυτό το κλίμα κινοφνταν κι οι διακζςεισ τθσ Μαριϊσ, αυτό το κλίμα ςικωνε κι εποχι που μιλάμε. 10.Θ κεαματικι ςυνάντθςθ Μια μζρα φεφγοντασ απ’ τθ ςχολι πιγαινε για το νοικιαςμζνο δωμάτιο που είχε ςε μια πολυκατοικία φάτςα ςτο Ρεδίο του Άρεωσ. Οι γονείσ τθσ είχαν φροντίςει για τθν αξιοπρεπι διαβίωςθ [22]
τθσ ςτθν Ακινα. Είχανε πλζον τθν οικονομικι δυνατότθτα για κάτι τζτοιο. Κακϊσ περνοφςε από τον κιπο του Μουςείου να περάςει ςτθ Μαυρομματαίων ςτο καφενείο του κιπου ςκόνταψε ς’ ζνα ςκαλί κι ζπεςε φαρδιά πλατιά ςτο ζδαφοσ, ενϊ πονοφςε αρκετά. Δυο ςτιβαρά χζρια τθν ςικωςαν ανάλαφρα και τθν κράτθςαν με αςφάλεια όρκια. Πταν ςικωςε το πονεμζνο κεφάλι τθσ είδε τον άνκρωπο που τθ βοθκοφςε να ςτακεί όρκια και το καφμα ςυνζβθ. Λζνε πωσ ο κεραυνοβόλοσ ζρωτασ είναι παραμφκι, μα ςτθ ηωι ςυμβαίνουν και παραμφκια. Ρϊσ άλλωςτε κα εξθγθκεί θ επιμονι του ανκρϊπου να διατθρθκεί ηωντανόσ όςο γίνεται περιςςότερο; Ζλα να κάτςεισ λίγο ςτθν καρζκλα να ςυνζλκεισ. Κοίταξε κι είδε πωσ το τραπζηι που κακόταν κι ζπινε τον καφζ του ιταν δυο μζτρα απόςταςθ από τθ κζςθ του ατυχιματοσ. Δζχκθκε τθν προςφορά και κάκιςε ςτθ διπλανι καρζκλα. Ριεσ λίγο νερό. Τι κεσ να παραγγείλω; Τίποτα. Θα πιω μια γουλιά απ’ το ποτιρι ςου. Ο οικείοσ ενικόσ εγκαταςτάκθκε μεταξφ τουσ αυκόρμθτα, λεσ κι ιταν γνωςτοί από παλιά. - Δεν ξζρω πϊσ παραπάτθςα. Χωρίσ να το καταλάβω βρζκθκα φαρδιά πλατειά ςτο ζδαφοσ. - Να ςου πω τθν αμαρτία μου; Σε είδα από πιο πριν να πλθςιάηεισ και καφμαςα τθν ομορφιά ςου. Εγϊ φταίω. Σε μάτιαςα! - Ζλα καλζ! Ριςτεφεισ ςε τζτοιεσ προλιψεισ; Ζτςι άρχιςαν να ανταλλάςουν τισ πρϊτεσ πλθροφορίεσ για το άτομό τουσ: - Νίκο με λζνε και ςπουδάηω ςτθν ΑΣΟΕΕ οικονομικά. Τι να κάνω; Υπζκυψα ςτθν επικυμία του πατζρα μου, που είναι ζμποροσ και με κζλει κοντά του. Πταν του είπα ότι άλλα μ’ ενδιαφζρουν μου απάντθςε: «Κανείσ δεν ςου απαγορεφει ν’ αςχολθκείσ μ’ αυτά που επικυμείσ αλλά παράλλθλα με τισ ςπουδζσ ςου». Θα ςτο πω γιατί είςαι καλι ακροάτρια. Με τον κινθματόγραφο κζλω ν’ αςχο[23]
λθκϊ. Πχι ςαν θκοποιόσ, αλλά ωσ ςκθνοκζτθσ. Δεν το είπα ακόμα ςτουσ δικοφσ μου. Ρρϊτθ φορά το ξεφουρνίηω. Είμαι ςτο πτυχίο και πρϊτα ο κεόσ, του χρόνου τελειϊνω. Θα φροντίςω να πάρω κι άλλθ αναβολι λόγω ςπουδϊν και κα πάω ςτθ ςχολι Σταυράκου. Άκουςα καλά λόγια κι ιδθ πιγα και ρϊτθςα… Ριρε μια ανάςα και ςυνζχιςε: … Μα, για ςτάςου. Τι λογοδιάρροια μ’ ζπιαςε όλο εγϊ μιλάω! Ρεσ και ςυ κάτι απ’ τα δικά ςου; Δε δίςταςε, ςαν ζτοιμθ από καιρό, άρχιςε να λζει τα δικά τθσ: - Μαριϊ με λζνε. Σπουδάηω ςτο Ρολυτεχνείο πολιτικόσ μθχανικόσ. Είμαι ςτο δεφτερο ζτοσ. Χάρθκα για τθ γνωριμία μασ. Ζγινε ςε ειδικζσ ςυνκικεσ, αλλά ευτυχϊσ που βρζκθκεσ κοντά. Ρρζπει να πάω ςπίτι. Ρεριμζνω τθλζφωνο απ’ τουσ γονείσ μου. - Μπορείσ να περπατιςεισ; - Ελπίηω! Σθκϊκθκε δοκιμαςτικά, αλλά ο πόνοσ, πόνοσ. Ζκανε μερικά βιματα μορφάηοντασ. Σθκϊκθκε και τθν κράτθςε ςτακερά με τα χζρια του. - Δε γίνεται. Θα φζρω ζνα ταξί. - Δεν αξίηει τον κόπο. Στθν Μαυρομματαίων κάκομαι, μόλισ περάςουμε τθν Αλεξάνδρασ. - Θα ςε κρατάω εγϊ! Αν δεν ντρεπόςουν κα ςε ζπαιρνα ςτον ϊμο μου! Χαμογζλαςε ευχαριςτθμζνθ: Εντάξει αν με κρατάσ κα τα καταφζρω! Κοφτςα- κοφτςα υποβαςταηόμενθ από τον Νίκο, ζφταςε ςτο διαμζριςμά τθσ. Ζξω από τθν πόρτα τθσ είπε με μια φωνι που είχε και το ςτοιχείο τθσ προςταγισ! - Αν δε βεβαιωκϊ ότι είςαι καλά δε γλυτϊνεισ από μζνα. Ράμε μζςα… [24]
Θ άλλθ ζφερε και για τα προςχιματα τισ αρμόηουςεσ, αλλά χλιαρζσ, αντιρριςεισ αλλά ο Νίκοσ είχε ιδθ εγκαταςτακεί ςτο εςωτερικό του. Ζχεισ πουκενά κουτάκι για πρϊτεσ βοικειεσ; Ενϊ πονοφςε λίγο, χαμογζλαςε ευχαριςτθμζνθ: Στθν τουαλζτα, άνοιξε το ντουλαπάκι. Τθν περιποιικθκε με ιδιαίτερθ φροντίδα, νιϊκοντασ κοντά του μια οικειότθτα και μια εμπιςτοςφνθ, λεσ και τον ιξερε ανζκακεν. Εκείνθ τθ ςτιγμι χτφπθςε το τθλζφωνο. Τθσ το ζδωςε ςτα χζρια χωρίσ να το ςθκϊςει. Θ άλλθ μ’ ζνα ςυνωμοτικό φφοσ ζβαλε το δείκτθ ςτα χείλθ τθσ, λζγοντασ χωρίσ λζξεισ: Μθ μιλάσ! Μετά ςικωςε το ακουςτικό: Ναι μάνα, ςε περίμενα… Αρκετι ϊρα άκουγε ςτθ άκρθ τθ μονολεκτικι ςυνομιλία. Ναι, όχι, εντάξει, ζγινε, κα πάω ςτο πρακτορείο κτλ, κτλ. Μια τυπικι ςυνομιλία κόρθσ με τθ μάνα τθσ. Κάποια ςτιγμι τζλειωςε. Σαν να δικαιολογείτο του είπε: - Η μάνα μου βλζπεισ. Ευτυχϊσ πρόλαβα κι ιμουν ςπίτι χάρθ ςτθ βοικειά ςου. Αν κάτι καταλάβαινε άρον- άρον κα κατζφκανε. - Εντάξει! Ρζςε τϊρα να κοιμθκείσ! Αφριο κα είςαι περδίκι. Τϊρα φεφγω. Μθν ελπίηεισ ότι γλφτωςεσ από μζνα. Αφριο το πρωί κα περάςω να δω πωσ είςαι;! - Θα ςε περιμζνω!
11. Νζεσ προοπτικζσ Ζτςι, με αυτόν τον τρόπο, ζνωςε θ μοίρα δυο νζα και προικιςμζνα παιδιά, πάνω ςτο άνκοσ τθσ θλικίασ τουσ, ςτο μζςο των ςπουδϊν τουσ, από δυο ευτυχιςμζνεσ οικογζνειεσ που τουσ υπεραγαποφςαν. Υπιρχαν όλα τα ςτοιχεία για μια ευτυχιςμζνθ ςυνζχεια. Πμωσ κανείσ δεν μπορεί να προδικάςει τισ μελλοντικζσ εξε-
[25]
λίξεισ. Άλλεσ οι αρχικζσ ενδείξεισ κι άλλα – δυςτυχϊσ - τα τελικά αποτελζςματα. ………………………………………………………………………………………………… Θ Μαριϊ ξφπνθςε το πρωί ευδιάκετθ. Στο μυαλό τθσ ιρκε το χκεςινό επειςόδιο και χαμογζλαςε. Σθκϊκθκε να δοκιμάςει το πόδι τθσ και θ κατάςταςθ ιταν ςίγουρα καλφτερθ από χκεσ. Ζφερε ςτο μυαλό τθσ τθν εικόνα του Νίκου κι ζνα ευχάριςτο ρεφμα αζρα πζραςε απ’ τθ διάκεςι τθσ. Δεν πρόλαβε περιςςότερο να ςκεφκεί. Το κουδοφνι από κάτω χτφπθςε διακριτικά. Αυτόσ κα είναι! Κι εγϊ ακόμα είναι με τισ πυτηάμεσ κι αχτζνιςτθ. Καλά να πάκω! Πμωσ δεν είχε κι άλλθ επιλογι. Άνοιξε από κάτω, άνοιξε λίγο και τθ δικι τθσ πόρτα και χϊκθκε ςτθν τουαλζτα. Πταν τον άκουςε ν’ ανοίγει τθν πόρτα του φϊναξε: Κλείςε τθν πόρτα. Ζρχομαι ςε λίγο. Μάλλον ιρκα νωρίσ, ε; Πχι, καλά ζκανεσ! Πταν μ’ ζνα πρόχειρο χτζνιςμα βγικε κι ζκανε δυο τρία βιματα εκείνοσ χαροφμενοσ αναφϊνθςε: Μπράβο Μαριϊ μου! Ζγινεσ καλά! Αυκόρμθτα του ιρκε το Μαριϊ μου κι θ άλλθ το ειςζπραξε τόςο γλυκά. Βρε πόςο εφκολα δζνονται δυο άνκρωποι! Τί άραγε να ςυμβαίνει και ταιριάηουν τόςο άνετα τα χνϊτα τουσ; Κάποιοι λζνε χθμεία, κάποιοι θλεκτρομαγνθτικά κφματα. Πτι και να είναι δυο άνκρωποι που ακόμα δεν είπαν ζνα λόγο αγάπθσ, που ακόμα δεν αντάλλαξαν ζνα φιλί, ζνιωκαν ςαν να είχαν νιϊςει όλθ τθ γκάμα τθσ ερωτικισ περιπζτειασ. Μζγασ είςαι Κφριε και καυμαςτά τα ζργα ςου!
[26]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΡΙΣΟ 12. Σο ακόρυβο ηευγάρι Πλα τα χρόνια που ιρκαν ςτθν πόλθ μασ, τον όμορφο Βόλο, οι δυο τουσ ιταν μόνο. Κανείσ δεν τουσ επιςκζφτθκε από αλλοφ. Τουσ ζηθςα απ’ τθν πρϊτθ μζρα και νομίηω ότι είμαι αξιόπιςτοσ μάρτυσ ν’ αφθγθκϊ τθν ευκφγραμμθ ηωι τουσ. Χωρίσ υπερβολζσ, ςκοπιμότθτεσ και παραποιιςεισ. Αγόραςαν το ςπίτι του κυρίου Ακαναςίου, παλιοφ διευκυντι του υποκαταςτιματοσ τθσ τράπεηασ ςτθ περιοχι μασ, που πριν δυο τρία χρόνια είχε «αποδθμιςει εισ κφριον». Οι κλθρονόμοι, διαφωνϊντασ πολφ - μζχρι ξεμαλλιάςματοσ μεταξφ τουσ - αποφάςιςαν να το ξεφορτωκοφν και να μοιράςουν το τίμθμα, ςφμφωνα με το νόμο. Ικελε κάποιεσ επεμβάςεισ για να γίνει αξιοπρεπϊσ κατοικιςιμο και ςε πρϊτθ φάςθ βρικαν – ρωτϊντασ - ντόπιουσ μαςτόρουσ κι ζκαναν μικρζσ επιδιορκϊςεισ. Στο διάςτθμα αυτό, του ενόσ μθνόσ, νοίκιαςαν ςτο ςπίτι μασ, που ιταν ακριβϊσ απζναντι τουσ, ζνα δωμάτιο, που είχε και δικι του ανεξάρτθτθ ζξοδο και πλιρωςαν με προκυμία και προκαταβολικά χωρίσ κανζνα παηάρι τα χριματα που τουσ ηιτθςε θ μάνα μου. Εκείνθ τουσ πρότεινε να τρϊνε μαηί μασ αυτόν το μινα, αλλά αρνικθκαν ευγενικά: - Πχι δε κζλουμε να ςασ αναςτατϊςουμε. Ευχαριςτοφμε πολφ. Θα το ρυκμίςουμε μόνοι μασ. Θ μάνα δε μποροφςε να επιμείνει και πράγματι ς’ αυτό το διάςτθμα ζγιναν πελάτεσ ςτο εςτιατόριο που ιταν δυο δρόμουσ παρακάτω. Δζχτθκαν όμωσ με ευχαρίςτθςθ από τθ μάνα μου ζνα ολόγιομο πιάτο ςπανακοτυρόπιτασ που τουσ πιγε μια μζρα. Με τισ κερμζσ ευχαριςτίεσ τουσ και τα απαραίτθτα κανακζματα που ευχαρίςτθςαν τον εγωιςμό τθσ μάνασ μου. Χωρίσ να το παινευτϊ θ μάνα μου ιταν μαγείριςςα πρϊτθσ γραμμισ. [27]
Μόλισ τζλειωςαν οι επιςκευζσ, ιρκαν τα πράγματά τουσ που φυλάςςονταν ςτθν αποκικθ του ςτακμοφ. Φαινόταν από μακριά ότι φυςάνε τον παρά. Από τθν ποικιλία και τθν ποιότθτα των επίπλων και όλων των άλλων αναγκαίων ενόσ ςπιτιοφ. Βεβαίωσ υπιρχαν και κλειςτά μπαοφλα, που ποτζ δε μάκαμε τί περιζχουν κι οι μεταφορείσ τα ζχωςαν κλειςτά μζςα ςτο ςπίτι. Ευγενικά κρατοφςαν μακριά όλουσ, που από περιζργεια ικελαν να τουσ ξεψαχνίςουν. Απζφυγαν επιμελϊσ να κοινοποιιςουν οποιαδιποτε πλθροφορία για το άτομο τουσ, παρά τισ επανειλθμμζνεσ ζωσ ενοχλθτικζσ απόπειρεσ μερικϊν. Θ αδθφάγα αδιακριςία ςτθ γειτονιά τθσ πόλθσ μασ, ζμεινε ανικανοποίθτθ. Αυτι θ μυςτικότθτα τςιγκλοφςε τθν περιζργεια όλων και ςτο ςτόμα κακοπροαίρετων ανκρϊπων, που παντοφ και πάντοτε υπάρχουν, άρχιςαν να κυκλοφοροφν, χωρίσ καμιά απόδειξθ βζβαια, διάφορεσ απίκανεσ κι ευφάνταςτεσ φιμεσ: - Μόλισ βγικε από τθν φυλακι για απάτθ κι ιρκαν εδϊ να κρφψουν τισ ντροπζσ τουσ, ο ζνασ. - Πχι καλζ! Μου το είπε ο ςυμπζκερόσ μου από τθν Ακινα που είναι ςτα μζςα και τα ζξω. Καπετάνιοσ ςε εμπορικό καράβι ιταν και τα κονόμθςε ςτο λακρεμπόριο με ρολόγια, ο άλλοσ. - Ήταν ςτθ Νότια Αφρικι κι εκμεταλλεφτθκε τουσ ντόπιουσ μαφρουσ και τα κονόμθςε. Στυγνόσ εργοδότθσ! Ο κακζνασ πρόςκετε το κοντό και το μακρφ του, αλλά το μυςτιριο παρζμενε ακζραιο. Και τί δεν ακοφςτθκε γι αυτοφσ. Δεν ξζρω όμωσ τί απ’ όλα αυτά ζφταςε ςτ’ αυτιά τουσ. Εκείνο που ξζρω είναι πωσ δεν ζδωςαν ςε κανζναν δικαίωμα να πει κάτι για τθν εδϊ διαβίωςθ τουσ. Θ ευγζνεια και θ θρεμία που τουσ χαρακτιριηε αφόπλιηε και τισ πιο κακεντρεχείσ γλϊςςεσ. Εμζνα με ςυμπακοφςαν ιδιαίτερα κι όταν εκτάκτωσ ικελαν κάτι από τθν αγορά, θ κυρά Κατίνα εμζνα ζςτελνε αν ιμουν ςπίτι. Κι εγϊ το γοφςταρα γιατί πάντοτε με κάτι με φίλευε. Γλυκό, τα ρζ[28]
ςτα απ’ τα ψϊνια… τζτοια. Στα κάλαντα μόνο ςε μζνα άνοιγε τθν πόρτα κι ζδινε καλό ρεγάλο. Δεν αρκοφςε το χτφπθμα ςτο κουδοφνι. Ζπρεπε να φωνάξω για να καταλάβουν ότι είμαι εγϊ. Στουσ άλλουσ δεν άνοιγαν. Ζνασ ακόμα λόγοσ να τουσ ςζρνουν κι άλλεσ κακίεσ Ο άντρασ τθσ, ο κυρ Αντϊνθσ, κάκε μζρα, όταν οι καιρικζσ ςυνκικεσ το επζτρεπαν, κακόταν ςτθν αναπαυτικι πολυκρόνα του και διάβαηε κάτι χοντρά βιβλία με τίτλουσ και περιεχόμενο που ποτζ δεν ζμακα. Ο κυρ Αντϊνθσ ιταν ζνασ ψθλόσ, λεπτόσ και ςοβαρόσ άντρασ, πάντα καλοντυμζνοσ με μακριά καλοχτενιςμζνα μαφρα μαλλιά. Σε ςπάνιεσ ευκαιρίεσ άκουςα τθ φωνι του. Πλεσ τισ πρακτικζσ εργαςίεσ διεκπεραιϊνονταν από τθ γυναίκα του. Δεν ιταν ςφικτοχζρθδεσ, όχι. Για τθν εποχι που μιλάμε και τον κλειςτό κφκλο τθσ τοπικισ κοινωνίασ μάλλον κα τουσ χαρακτιριηα κουβαρντάδεσ. Πταν πιγαιναν ςτθ ταβζρνα – κι αυτό γινόταν ςτακερά μια φορά τθν εβδομάδα - άφθναν γερό πουρμπουάρ ςτον ςερβιτόρο, πλθροφορία που άκουςα με τα αυτιά μου να το λζει ςε κάποιο κφκλο ο ίδιοσ. Για τα χριματα που χαλοφςαν ζγιναν πολλζσ ςυηθτιςεισ κι από πολλοφσ. Δεν αξίηει να αναπαράγω τισ μετζωρεσ φιμεσ. Εκείνα που κα αναφζρω είναι οι βάςιμεσ ειδιςεισ. Ρρϊτα ο υπάλλθλοσταμίασ τθσ τράπεηασ εξομολογικθκε ςτθ γυναίκα του εμπιςτευτικά κι αυτι με τθ ςειρά τθσ το κοινολόγθςε το ίδιο εμπιςτευτικά ςτθ φιλενάδα τθσ, οπότε δε χρειάςτθκαν πολλά να γίνει θ είδθςθ κοινό κτιμα όλθσ τθσ πόλθσ. Στο βιβλιάριό του μθνιαίωσ μπαίνει ζνα καλό ποςό, θ πθγι του οποίου δεν ξεκακαρίςτθκε κακόλου. Το ζμβαςμα μάλλον ερχόταν από το εξωτερικό. Θ ηωι τουσ από άποψθ εξόδων δεν είχε ςτοιχεία αςωτίασ, αλλά κι οφτε ςτζρθςθσ. Ηοφςαν ςε επίπεδο μιασ εφπορθσ οικογζνειασ.
[29]
13. Θ δικι μου αναχϊρθςθ Με αυτόν τον ιρεμο τρόπο πζραςαν τα χρόνια μζχρι που ζδωςα εξετάςεισ και μπικα ςτθ Νομικι τθσ Ακινασ. Ζτςι ζπρεπε να φφγω. Με τθν αφιγθςθ για τον κυρ Αντϊνθ και τθν κυρά Κατίνα δε βρικα χρόνο να πω για τα δικά μου βάςανα. Ιμουνα μοναχοπαίδι μιασ μάνασ που ιταν παλικάρι με τα όλα τθσ. Ρολφ νωρίσ ζχαςε τον άντρα τθσ από ατφχθμα ςτο εργοςτάςιο και τον ζκλαψε για μζρεσ ςπαρακτικά. Εγϊ ιμουν πολφ μικρόσ κι αχνά κυμάμαι τθ μορφι του. Θ μόνθ μνιμθ που ςζρνω είναι το τςίμπθμα από το άγριο μουςτάκι του όταν ερχόταν να μου δϊςει ζνα φιλί. Ακόμα ηοφςε θ γιαγιά από τθ μάνα μου κι αυτι ζβαλε πλάτθ το πρϊτο διάςτθμα, όταν προσ ςτιγμι θ μάνα μου με τθν απότομθ αλλαγι ζχαςε το κουράγιο τθσ και κλείςτθκε ςτο καβοφκι τθσ. Ρεσ, όμωσ πεσ απ’ τθ γιαγιά, κακϊσ οι μζρεσ περνοφςαν, θ μάνα ςυνερχόταν. - Ζχεισ παιδί να μεγαλϊςεισ Ελζνθ! Ξφπνα κι άςε τισ πολυτζλειεσ. Κι εγϊ ζχαςα νωρίσ τον πατζρα ςου αλλά δεν ζκανα κι ζτςι. Ζλα να κάνουμε φαγθτό ςτον Ηλία. Αυτόσ ιμουν εγϊ, που τα είχα και λίγο χαμζνα με τισ απότομεσ αλλαγζσ που υπιρξαν με το χαμό του πατζρα. Θ μάνα ςφντομα ανζλαβε τα θνία κι ιταν για μζνα πατζρασ- μθτζρα- δάςκαλοσ και φφλακασ άγγελοσ. Μετά κόπων και βαςάνων ζβγαλε μια ψωροςφνταξθ απ’ το ΛΚΑ, αλλά ξετρφπωςε κι άλλεσ ευκαιρίεσ να ςυμπλθρϊνει το ειςόδθμά τθσ. Δεν ζχω παράπονο. Για τα μζτρα τθσ γειτονιάσ μασ, για το επίπεδο του μζςου ανκρϊπου τίποτα ςθμαντικό δεν ςτερικθκα. Νοίκιαηε το δωμάτιο, νοίκιαηε το πατρικό τθσ, όταν χάςαμε και τθ γιαγιά, διόρκωνε κανζνα ροφχο γιατί ζπιαναν τα χζρια τθσ και πολλά ακόμα. Με ςωςτι διαχείριςθ είχε ζνα κομπόδεμα και κάκε τόςο μου το τόνιηε: Αυτά είναι για τισ ςπουδζσ ςου, νεαρζ! [30]
Εγϊ δεν ζδινα καμιά προςοχι, μζχρι τθν ϊρα που πράγματι παίξανε τον ρόλο τουσ. Να παντρευτεί άλλον ποτζ δεν αποπειράκθκε και ςτισ ςυμβουλζσ ςυγγενϊν και φίλων δείχνοντάσ με, με καμάρι, ζλεγε: Στο ςπίτι μου υπάρχει άντρασ! Ο Ηλίασ μου! Δυςτυχϊσ θ γλυκιά μου δε χόρταςε αντρικι αγκαλιά. Ζχω κι εγϊ μια ευκφνθ με τθν φπαρξι μου. Κάποια ςτιγμι, δεκαοκτϊ χρόνων, αποφοίτθςα από το ενιαίο τότε γυμνάςιο κι θ μάνα μου ιταν ανζνδοτθ και δε ςικωνε κουβζντα: - Θα πασ ςτθν Ακινα να ςπουδάςεισ. Δεν κυνθγιζμαι μια ηωι να ςε βλζπω να ςζρνεςαι ςτα πόδια μου. Ζχω άλλα όνειρα για ςζνα. Δε κα μου καταντιςεισ να γίνεισ ζνασ υπαλλθλάκοσ ςε κάποιο κακορίηικο αφεντικό… Κι αν θ μάνα μου ζλεγε κάτι άντε να μθν υπακοφςεισ. Κα ςου βγάλει ξφγκι μζχρι να περάςει το δικό τθσ. Θ αλικεια να λζγεται. Αν ζκανα λίγεσ κόνξεσ ιταν για τα μάτια του κόςμου. Από μζςα μου το γοφςταρα πολφ. Βζβαια κα τθν άφθνα μόνθ, μα αυτι είναι πειςματάρα ςαν κυπραίικο γαϊδοφρι και Θλία μου, μάηευζ τα και ξεκίνα. Επιτζλουσ κα πιγαινα ςτθν Ακινα, που μζχρι τότε δεν είχε πατιςει το πόδι μου. Αλλά ακόμα δε ςκεφτικαμε το βαςικό. Ζχω τα κότςια να πετφχω ςτισ εξετάςεισ; Δε λζω καλόσ μακθτισ ιμουν με καλοφσ βακμοφσ ςτα μακιματα, μα είχα τθν ατυχία να ζχω ςυμμακθτι ςτθν τάξθ το γιο του γυμναςιάρχθ και πάντα οι βακμοί του ιταν λίγο πιο πάνω απ’ τουσ δικοφσ μου. Δεν ιταν βλάκασ, ζνασ μζςοσ μακθτισ ιταν, αλλά οι κακθγθτζσ για να κάνουν εκδοφλευςθ ςτον προϊςτάμενό τουσ του κοπάναγαν ανεξιγθτα εικοςάρια. Σε ζνα μόνο με ξεπερνοφςε. Στθν ζπαρςθ και τον εγωιςμό. Κάποια μζρα μου το πζταξε ςτα μοφτρα κιόλασ: - Εγϊ κα είμαι ο ςθμαιοφόροσ, να χτυπάσ τον κϊλο ςου κάτω.. Ιταν αλικεια και δεν κρατικθκα. Του απάντθςα ςτο φφοσ του: [31]
-
Στ’ αρχίδια μου και δυο αυγά Τουρκίασ ! Κακϊσ! Του ζδωςα αξία. Δεν ζχαςε χρόνο, το μεταβίβαςε ςτον πατζρα του, όπωσ εμμζςωσ το ζμακα. Ευτυχϊσ, δεν κα τον ζχω ςτα πόδια μου. Με τουσ βακμοφσ που ζχει μπαίνει ςτθν Ραιδαγωγικι Ακαδθμία τθσ Λάριςασ, χωρίσ εξετάςεισ. Ζχει παράδοςθ θ οικογζνεια να ςιτίηεται επί γενεζσ απ’ το κράτοσ. Να πάει ςτο καλό! Μ’ εμζνα τι γίνεται που κα δϊςω εξετάςεισ;
14. Ο Θλίασ ςτθν Ακινα Θ μάνα του, του είχε φάει τ’ αυτιά. Συμβουλζσ κι οδθγίεσ: - Κοίτα πάλι! Ριρεσ ότι χρειάηεται; Μιπωσ ξζχαςεσ τίποτα; Τα χαρτιά; Ζξω απ’ το ςτακμό του τρζνου που κα κατζβεισ ζχει διάφορα ξενοδοχεία. Κλείςε δωμάτιο ς’ όποιο ς’ αρζςει. Άφθςε τθ βαλίτςα και ρϊτα πϊσ κα πασ ςτο Ρανεπιςτιμιο. Εκεί ρϊτα ποφ κα κατακζςεισ τθν αίτθςθ για ςυμμετοχι ςτισ εξετάςεισ. Θα ςου ποφνε αυτοί. Τα λεφτά πρόςεχε. Στα ξαναλζω. Εκτόσ από το πορτοφόλι, που κα το βάηεισ ςτθν πίςω βακειά τςζπθ και κα κουμπϊνεισ πάντα το κουμπί, ζχεισ και ςε δυο άλλα μζρθ. Στο καςμιρζνιο παντελόνι ςτθ φόδρα πάνω δεξιά. Να πιάςε να δεισ! Τα υπόλοιπα είναι ςτο ντυμζνο βιβλίο Υποδείγματα εκκζςεων που είπεσ ότι το χρειάηεςαι για διάβαςμα. Είναι μζςα απ’ το ντφςιμο. Μόλισ τακτοποιθκείσ να μου τθλεφωνιςεισ. Στον μπακάλθ άφθςε τον αρικμό και κα ςε πάρω εγϊ απ’ τον ΟΤΕ. Μθ μπλζξεισ κακομοίρθ μου! Μόλισ τελειϊςεισ τθν εγγραφι πάρε το τρζνο και πίςω. Θα ζχω ςυνζχεια τθν ζγνοια ςου… - Εντάξει ρε μάνα! Μου τα είπεσ εκατό φορζσ! - Και να προςζχεισ μθν κρυϊςεισ εκεί μόνοσ ςου. Να ζχεισ ςτο χζρι ςου τθ ηακζτα. Πταν ξεκίνθςε το τρζνο ζνιωςε ότι ξεκινά μια νζα φάςθ ςτθ ηωι του. Κρυφόσ εγωιςτισ και με φιλοδοξίεσ ιξερε ότι πρζπει να δϊςει μάχεσ και να τισ κερδίςει. [32]
Ζφταςε ςτθν Ακινα με μθδενικζσ εμπειρίεσ μεγάλθσ πόλθσ, αλλά με ςτακερι τθν απόφαςθ να πετφχει. Ακολοφκθςε τισ ςυμβουλζσ τθσ μάνασ του κι ζπιαςε δωμάτιο ςε ξενοδοχείο. Ραηάρεψε τθν τιμι του δωματίου. Ο ξενοδόχοσ τον ρϊτθςε πόςεσ μζρεσ κα μείνει: Δεν ξζρω ακριβϊσ αλλά δυο-τρείσ οπωςδιποτε. Δίνοντασ μια προκαταβολι ο άλλοσ του ζκανε μια καλι ζκπτωςθ. Ρρϊτθ εμπειρία: Δεν παίρνω δεδομζνο ό,τι ςτθν αρχι μου λζνε. ϊτθςε πωσ αφριο το πρωί κα πάει ςτο Ρανεπιςτιμιο κι ο ξενοδόχοσ τον κακοδιγθςε καλά: - Απζξω ζχει αφετθρία το τρόλεϊ. Θα κατζβεισ ςτθ ςτάςθ «Κλαυκμϊνοσ» κι εκεί ρϊτα πάλι. Λζνε, ρωτϊντασ πασ ςτθν Ρόλθ. Ρρωτάρθσ, αλλά ευγενικόσ κι ακοφραςτοσ, βιμα- βιμα ολοκλιρωςε τθν απαραίτθτθ γραφειοκρατία και τθν τρίτθ μζρα πιρε το τρζνο τθσ επιςτροφισ. Οι εξετάςεισ κα αργοφςαν. Αρχζσ Σεπτζμβρθ. Ζχει μπροςτά του καιρό, αλλά ζχει και προετοιμαςία. Κάποιοι ςυμμακθτζσ του εγκαταςτάκθκαν ιδθ ςτθν Ακινα για να παρακολουκιςουν το κερινό πρόγραμμα των φροντιςτθρίων. Κυρίωσ αυτοί που κα ακολουκοφςαν κετικζσ ςχολζσ. Ο ίδιοσ δεν το κεϊρθςε απαραίτθτο. Είχε βεβαίωσ προμθκευτεί αρκετά βοθκθτικά βιβλία απ’ αυτά που κυκλοφοροφςαν και περιείχαν και κζματα προθγοφμενων ετϊν και υποδείγματα εκκζςεων, μεταφράςεισ κειμζνων. Να μπει ςτο κλίμα. Θ αλικεια είναι πωσ είχε μια αγωνία, αλλά και περίςςιο πείςμα να προχωριςει. Πλο τον υπόλοιπο καιρό διάβαςε με τθν πείνα του πειναςμζνου, αςταμάτθτα, που ακόμα κι θ μάνα του είπε: Φτάνει παιδί μου! Θα κουραςτεί το μυαλό ςου! Κι ιρκε θ ϊρα τθσ κρίςθσ. Αυτι τθ φορά θ μάνα του επζβαλε τθν παρουςία τθσ με κάκετο τρόπο: [33]
- Θα ζρκω κι εγϊ. Το χρειάηομαι κι ίςωσ βοθκιςω κιόλασ. Δυο μζρεσ κρατάνε. Ασ είμαι κοντά ςου να μθν ζχεισ και τισ ζγνοιεσ τθσ διαβίωςθσ. Θα είμαι διακριτικι και ςτθν άκρια. Το φφοσ κι ο τρόποσ τθσ δεν άφθνε περικϊρια για αντιρριςεισ. Τθν ιξερε καλά τθ μάνα του. Δζχτθκε το μοιραίο. Θ αλικεια είναι ότι τιρθςε τθν υπόςχεςθ τθσ. Τον περίμενε ζξω από το χϊρο και δεν τον ρωτοφςε με τθν ενοχλθτικι περιζργεια των γονζων. Απλϊσ μια κουβζντα: Καλά; Καλά! απαντοφςε κι αυτόσ. Μετά το τζλοσ του τζταρτου μακιματοσ πιγαν ς’ ζνα καλό εςτιατόριο ςτο κζντρο να το «γιορτάςουν». - Ηλία μου. Ζχω βγάλει ειςιτιριο με το αυριανό βραδινό τρζνο. Κι εγϊ μωρζ πρϊτθ φορά ζρχομαι ςτθν Ακινα. Θα ικελα να με πασ να δω τθν Ακρόπολθ. Εντάξει; Τι να τθσ πει. Θ μάνα του. Κολόνα ςτακερι κι αναντικατάςτατθ: Εντάξει, ρε μάνα!
15. Σα αποτελζςματα Ιταν αρχζσ Νοεμβρίου κι ακόμα τα αποτελζςματα δεν είχαν ανακοινωκεί. Κάκε μζρα πια ςτθνόταν ςτο περίπτερο του κεντρικοφ δρόμου που κάκε μεςθμζρι ζρχονταν οι ακθναϊκζσ εφθμερίδεσ και ο περιπτεράσ γνωςτόσ τουσ τον άφθνε να τισ ξεφυλλίηει. Στα μζςα του Νοεμβρίου ςτθν εφθμερίδα Ακρόπολθ είδε τα αποτελζςματα τθσ Νομικισ. Με αδθμονία τα μάτια του διζτρεξαν βιαςτικά τα ονόματα χωρίσ να δει το δικό του. Θ καρδιά του πιγε να ςπάςει. Ριο ιρεμα κοίταξε απ’ τθν αρχι. Α, μωρζ, γι’ αυτό δεν το είδε με τθν πρϊτθ. Δεν το φανταηόταν να είναι ςτισ πρϊτεσ κζςεισ αφοφ τα είχε με ςειρά επιτυχίασ. Ζβγαλε μια χαροφμενθ κραυγι που τρόμαξε όςουσ ιταν τριγφρω: [34]
- Ρζτυχα, πζτυχα! Σ’ ευχαριςτϊ κεζ μου! Θα τθν αγοράςω κυρ Ρερικλι τθν εφθμερίδα. Ρόςο κάνει; - Μπράβο παιδί μου! Μπράβο. Ράρε τθν, δϊρο του μαγαηιοφ! - Σ’ ευχαριςτϊ! Σα ςίφουνασ ζτρεξε προσ το ςπίτι του να το πει ςτθ μάνα του. Λίγο πριν μπει μζςα, θ κυρά Κατίνα, που μόλισ είχε ανοίξει τθν πόρτα του είπε: Γιατί τρζχεισ Ηλία; Τι ζπακεσ; Ρζτυχα κυρά Κατίνα. Θα γίνω δικθγόροσ! Μπράβο παιδί μου. Με τισ ευχζσ μασ! Από μζςα τ’ άκουςε θ μάνα του και βγαίνοντασ με φόρα τον αγκάλιαςε και τον γζμιςε με φιλιά: - Αγόρι μου! Μπράβο μωρό μου. Αχ, τι χαρά είναι αυτι; Σ’ ευχαριςτϊ Ραναγία μου για τθν ευλογία που μασ χάριςεσ! Σ’ όλουσ ςτθ γειτονιά ζκανε εντφπωςθ θ επιτυχία του Θλία. Εκείνθ τθν εποχι πολλοί λίγοι ιταν αυτοί που είχαν το πείςμα, τθ δφναμθ και τθν ικανότθτα να ζχουν τζτοιου είδουσ υπερβάςεισ. Βλζπεισ ότι οι εξετάςεισ γίνονταν μόνο ςτισ ζδρεσ των ανωτάτων ιδρυμάτων, που βρίςκονταν ςε δυο μόνο πόλεισ. Ακινα και Κεςςαλονίκθ. Ζνα παιδί τθσ επαρχίασ ζπρεπε να ταξιδεφςει εκεί με δικά του ζξοδα, να βρει κατάλυμα για να κοιμάται, χριματα να τρϊει ζξω από τθν οικογζνεια και το τελευταίο. Να πλθρϊςει εξζταςτρα για να ζχει το δικαίωμα ςυμμετοχισ. Αυτά τα αναφζρω ς’ αυτι τθ κζςθ για να δείξω πόςο εφκολα ξεχνιοφνται οι βελτιϊςεισ τθσ ηωισ κι οι περιςςότεροι μζνουν ςτο επίπεδο τθσ διαρκοφσ γκρίνιασ και μαντηιριάσ. Υπιρχε όμωσ κι ζνα κετικό τότε ςτοιχείο για τον μακθτι. Επειδι κάκε ςχολι ζκανε τισ δικζσ τθσ εξετάςεισ, ςε διαφορετικι θμερομθνία κατά κανόνα από τθν άλλθ, δινόταν θ ευκαιρία ςε όποιον ικελε κι είχε τα χριματα των εξετάςεων, να δοκιμάςει τθν τφχθ του πάνω από μια φορά. Οι διαφορετικζσ θμερομθνίεσ είχαν και μια άλλθ επεξιγθςθ. Να μα[35]
ηεφονται περιςςότερα εξζταςτρα ςτθ ςχολι μζροσ των οποίων διανζμονταν ςτουσ κακθγθτζσ κι ίςωσ ςτουσ βοθκοφσ που κυρίωσ ζβγαηαν τον όγκο τθσ διόρκωςθσ των γραπτϊν. Ππωσ είναι ςφνθκεσ ςτα προβλιματα που απαςχολοφν μια κοινωνία, το κακζνα ζχει δυο όψεισ. Σ’ αυτζσ ςυγκεντρϊνονται τα καλά και τα κακά τθσ κάκε φοράσ διευκετιςεωσ. Άριςτθ λφςθ είναι αυτι που μειϊνει τισ κακζσ πλευρζσ, αφοφ θ αναηιτθςθ μόνο καλοφ είναι μια ουτοπία. Θ μεγάλθ ζκπλθξθ ιρκε μετά από μερικζσ μζρεσ και κακϊσ ο Θλίασ ετοιμαηόταν να πάει ςτθ Ακινα για τθν εγγραφι ςτθ ςχολι και τθν ζναρξθ των μακθμάτων, είχε μια διακριτικι επίςκεψθ από τθν κυρά Κατίνα του απζναντι ςπιτιοφ. - Γεια ςασ. Με ςτζλνει ο άντρασ μου, με τθν παράκλθςθ να μείνει μεταξφ μασ. Χάρθκε πολφ για τθν επιτυχία του Ηλία. Ππωσ κι εγϊ βζβαια. Ξζρει ότι κα χρειαςτοφν ζκτακτα ζξοδα και κα μασ ζδινε ευχαρίςτθςθ να τςοντάρουμε κι εμείσ λίγο. Να το κεωριςετε ςαν μια δωρεά που κάνουμε με τθν ψυχι μασ. Θ κακομοίρα μάνα ζβαλε τα κλάματα από τθ ςυγκίνθςθ: - Πλα τα καλά του Θεοφ μασ ιρκαν μαηί! Σασ ευχαριςτοφμε μ’ όλθ τθν καρδιά μασ. Να ευχαριςτιςεισ τον άντρα ςου και να ςασ ζχει ο κεόσ καλά. Θα μποροφςε ο Ηλίασ μου να ζρκει κάποια ςτιγμι να ευχαριςτιςει τον άντρα ςου; - Ναι κα τον περιμζνουμε αφριο το απόγευμα. Να ζρκει! Ζδωςε ζνα χοντρό φάκελο ςτθ μάνα κι ζφυγε. Πταν αυτι άνοιξε το φάκελο ζμεινε μ’ ανοιχτό το ςτόμα. Ζνα μάτςο χαρτονομίςματα τθσ μεγαλφτερθσ αξίασ από αυτά που κυκλοφοροφςαν ςτθν εποχι. Μςωσ ζφταναν για όλα τα ζξοδα των ςπουδϊν. - Να είναι καλά οι άνκρωποι. Μθν ξεχάςεισ να πασ αφριο. Αμαρτία είναι!
[36]
16. Αρχίηει θ φοιτθτικι περίοδοσ Για τθν εγκατάςταςθ του γιου τθσ πιγε ςτθ Ακινα κι θ μάνα του. Να νοικιάςουν δωμάτιο, ν’ αγοράςουν ζνα κρεβάτι, ζνα τραπζηι και δυο καρζκλεσ. Αυτά ιταν τα ζπιπλα του φοιτθτικοφ δωματίου, ςε μια μονοκατοικία με ανεξάρτθτα δωμάτια, εκεί που αρχίηουν οι ανθφόρεσ του Λυκαβθττοφ. Αυτόσ είχε μεταφζρει όςα βιβλία ζκρινε ότι κα του χρειαςτοφν κι θ μάνα ροφχα και το ςτοιχειϊδεσ νοικοκυριό. Δεν ιταν μζςα ςτο πρόγραμμα να μαγειρεφει, εκτόσ από τα βαςικά. Μεσ το μυαλό του Θλία ιταν οι εντυπϊςεισ του από τθν επίςκεψθ ςτον κυρ Αντϊνθ. Σοβαρόσ, λιγομίλθτοσ, του ζδειξε ότι ενδιαφζρεται γι αυτόν, αλλά ωσ εκεί. - Μια μόνο ςυμβουλι μπορϊ να ςου δϊςω. Βάλε ςτόχουσ και πολζμα με πείςμα για τθν πραγματοποίθςθ τουσ. Εςφ κα τουσ διαλζξεισ, αλλά να παραμείνεισ ςτακερόσ. Η επιτυχία δεν ζρχεται ζτοιμθ ςτο πιάτο. Θζλει κόπο και χρόνο. Αποπειράκθκε να τον ευχαριςτιςει για τθν οικονομικι βοικεια, μα ςυνάντθςε τθν κάκετθ αντίδραςι του ν’ ακοφςει ο,τιδιποτε. Ρροςπάκθςε, αςκενϊσ βζβαια, μιπωσ εκμαιεφςει καμιά προςωπικι πλθροφορία, αλλά πάντα θ ςυηιτθςθ αυτόματα άλλαηε κζμα. Ο γρίφοσ παρζμενε αναπάντθτοσ και άρα μυςτθριϊδθσ. Ιταν θλίου φαεινότερον. Ικελε να κρατιςει όλουσ μακριά από τθν προςωπικι του ηωι. Κι ζπρεπε να το δεχτεί. Μόνο καλό είχε δει από αυτιν τθν οικογζνεια. Είχε ενθμερϊςει τθ μάνα για τθ ςυηιτθςθ κι εκείνθ ιταν κάκετθ: - Κςωσ ζχουν δικοφσ τουσ λόγουσ και πρζπει να το ςεβαςτοφμε. Σε μασ φζρκθκαν περιςςότερο από καλά κι αυτό ασ ςου μείνει. Μθν το ξεχάςεισ ποτζ! Αφοφ τον τακτοποίθςε ςε όλεσ τισ πλευρζσ επιτζλουσ γφριςε ςτθν πατρίδα. Ο Θλίασ ανζπνευςε. Μθ γίνει παρεξιγθςθ. Τθν αγαπά όςο τίποτα άλλο, αλλά κα ικελε λίγο το πεδίο ελεφκερο. Εί[37]
ναι δεκαοκτάρθσ πια κι αναηθτά τθ δικι του περιπζτεια. Πταν μπικε για πρϊτθ φορά ςτο αμφικζατρο τθσ Νομικισ ιταν μια νζα, αξζχαςτθ εμπειρία. Εκατοντάδεσ νζα παιδιά ςυνομιλικα μ’ αυτόν, αλλά ςε όλεσ τισ δυνατζσ εκφάνςεισ. Αγόρια ςαν αυτόν που από μακριά μφριηαν επαρχία, ντυμζνα με τα ροφχα που κι αυτόσ ντυνόταν, κορίτςια μάλλον ίδιασ καταγωγισ, ντυμζνα ςεμνά να κοιτάηουν δεξιά αριςτερά, ηϊντασ κι αυτά τισ ίδιεσ πρωτόγνωρεσ εμπειρίεσ. Πμωσ δίπλα ς’ αυτά τα ςυνεςταλμζνα άτομα υπιρχαν και οι άνετοι, γεμάτοι αυτοπεποίκθςθ και κάρροσ, Ακθναίοι από καλζσ οικογζνειεσ, μοντζρνα ντυμζνοι και κοντά τουσ νεαρζσ πανζμορφεσ και ηθλευτζσ να ακκίηονταν αδιακόπωσ. Είχε πολλά να μάκει και πολλά καρβζλια να καταναλϊςει. Δόξα τω κεϊ, μ’ αυτά τα άτομα κα ηοφςε τα επόμενα τουλάχιςτον τζςςερα χρόνια τθσ ηωισ του. Μζςα απ’ αυτόν τον κόςμο κα βρει φίλουσ, κα ζχει κοινζσ εμπειρίεσ και ποφ ξζρεισ, ίςωσ κάτι περιςςότερο. Είχε τον ενκουςιαςμό και τισ προςδοκίεσ του νεοφϊτιςτου, αλλά δε γνϊριηε ότι θ ηωι είναι πιο ςφνκετθ, απ’ ότι εκ πρϊτθσ όψεωσ δείχνει. Δεν πρόλαβαν πολλά μακιματα κι ιρκαν οι διακοπζσ των Χριςτουγζννων. Στισ λίγεσ όμωσ μζρεσ γνωρίςτθκε με κάποιουσ, αγόρια και κορίτςια κι άρχιηε θ πρϊτθ επιλογι. Κάποιοι του ςυςτικθκαν, ςε άλλουσ ςυςτικθκε αυτόσ. Ιδθ υπιρχαν δυο ςυμπολίτεσ του και μάλιςτα θ μία ιταν κορίτςι, που τϊρα πρωτομίλθςε μαηί του αφοφ πιγαινε ςτο κθλζων και κακόταν ςτθν άλλθ πλευρά τθσ πόλθσ. Κα δοφμε είπε από μζςα του. Δυο ακόμα ιταν από γειτονικι πόλθ, αλλά δεν πρόλαβε κακόλου να τουσ γραδάρει. Με τουσ ςυμπατριϊτεσ ζδωςαν ραντεβοφ να ςυναντθκοφν τθν παραμονι των Χριςτουγζννων το πρωί ςε γνωςτό ςτζκι τθσ πόλθσ. Ωραία! Με τουσ άλλουσ που μίλθςε του ζμειναν κάποια ερωτθματικά. Μια περίπτωςθ ιταν μια όμορφθ και ιρεμθ κοπζλα, που ςυνεχϊσ [38]
τον ρωτοφςε για προςωπικζσ λεπτομζρειεσ. Από ποφ είναι, ποιά θ οικογενειακι κατάςταςθ, τί δουλειζσ κάνουν οι δικοί του, ποιά ομάδα υποςτθρίηει κι ακόμα πολλζσ. Δεν ενοχλικθκε. Απαντοφςε αυκόρμθτα κι ειλικρινά, πρϊτον γιατί ιταν κοπζλα και μετά του δθμιουργοφςε ζνα κλίμα οικειότθτασ. Δεν ιταν κι εξοικειωμζνοσ με γυναικεία παρζα. Μόνο όταν χϊριςαν και τα ξανάφερε ςτο μυαλό του αναρωτικθκε τθ ςκοπιμότθτα του καταιγιςμοφ των ερωτιςεων. Θ Ματίνα κα ιταν μια περίπτωςθ που οι δρόμοι τουσ κα ςυναντιόνταν ςτο μζλλον. Δεν ιταν όμωσ μόνο αυτι. Κι άλλοσ τον ςτρίμωξε με ερωτιςεισ, αλλά ιταν άγαρμποσ και πολφ ςίγουροσ για τον εαυτό του και αυκόρμθτα ζκλειςε τθν πόρτα των πλθροφοριϊν. Άρχιςε να μακαίνει. Αυτόσ ρωτοφςε πρϊτοσ τον ςυνομιλθτι του. Κι εκείνοσ άλλο που δεν ικελε. Του τα είπε χαρτί και καλαμάρι: - Είμαςτε μια ομάδα ςυμφοιτθτϊν με κοινοφσ προβλθματιςμοφσ και άπειρθ αγάπθ για τθν πατρίδα. Αν κζλεισ μπορείσ να ζρχεςαι ςτισ ςυγκεντρϊςεισ μασ. Δεν ιξερε τι ν’ απαντιςει. Σίγουρα ιταν πολφ νωρίσ να μπλζξει κάπου, αλλά και δεν ικελε να είναι αρνθτικόσ και κάκετοσ. Είπε: - Αυτό τον καιρό φίλε ζχω πολλά προςωπικά προβλιματα και δεν ζχω χρόνο για τίποτα άλλο πζρα από τθν παρακολοφκθςθ των μακθμάτων κι αυτι με το ηόρι. Ράντωσ ευχαριςτϊ για τθν προςφορά. Θα το ζχω κατά νου. - Αν είναι κάτι που μποροφμε να βοθκιςουμε μθ διςτάςεισ. Είμαςτε ςτθ διάκεςι ςου. Το ςκζφτθκε αργότερα. Καμιά χριςτιανικι οργάνωςθ κα είναι ι ακόμα και πολιτικι. Αυτά τα περί αγάπθσ ςτθν πατρίδα και από τα ςυμφραηόμενα υποπτευόταν περίπου τί. Δεν είχε καμιά όρεξθ να μπλζξει ςε κάτι τζτοιο. Κι θ κοπζλα; Από εκεί τίποτα δεν είναι ςίγουρο. Αν το ενδιαφζρον είναι προςωπικό και δεν κρφβει πίςω του υςτερόβουλεσ άλλεσ επιδιϊξεισ, δεν κα του κακοφαινόταν μια ςυ[39]
νζχεια. Ρροσ το παρόν επιφυλακτικότθτα, μζχρι να καταλάβει τί ςυμβαίνει. Σίγουρα δεν ζχει εμπειρίεσ, αλλά δεν είναι και κανζνα κορόιδο που με τθν πρϊτθ κα τον ςζρνουν απ’ τθ μφτθ. Στθν πατρίδα, το ραντεβοφ που είχε ςυμφωνθκεί πραγματοποιικθκε. Είχε ενδιαφζρον το κζμα. Ππωσ και να το κάνεισ ςτθν ίδια πόλθ γεννικθκαν κι ίςωσ εδϊ μαηί να ςταδιοδρομιςουν. Θ Κζκλα κι ο Μάριοσ. Τα είπανε αναλυτικά για τα μελλοντικά τουσ όνειρα να επιςτρζψουν ςτθ γενζκλια πόλθ μετά το τζλοσ των ςπουδϊν. Λδιαίτερα ο Μάριοσ που ο πατζρασ του, από δεκαετίεσ αςκοφςε τθ δικθγορία ςτθν πόλθ. Στρωμζνθ δουλειά, με τίποτα δεν μπορείσ να τθν αγνοιςεισ. Θ Κζκλα ιταν μια όμορφθ κι αποφαςιςτικι κοπζλα, που δεν ζλιωνε κιόλασ για το επάγγελμα του δικθγόρου. Τισ ςπουδζσ ςτθ ςχολι τισ ζβλεπε ςαν ζνα αναγκαίο πζραςμα ςε άλλα ςχζδια που είχε ςτο μυαλό τθσ. Ανοιχτό μυαλό, με ενδιαφζροντα καλλιτεχνικά, δεν κα ιταν ζκπλθξθ αν ςτθν πορεία διάλεγε μια τζτοια καριζρα. Κα του άρεςε να κάνουν παρζα και ςτθν Ακινα. Τθσ το είπε και βρικε κετικι ανταπόκριςθ.
17. Θ ηωι ςυνεχίηεται Καλά το είχε υποπτευκεί. Ο νεαρόσ με τα πατριωτικά ιταν ςταλμζνοσ εκπρόςωποσ μιασ εκνικιςτικισ δεξιάσ οργάνωςθσ να τον οργανϊςει κι ο Θλίασ δεν είχε καμιά όρεξθ να μπλζξει με κάτι τζτοιο. Μζχρι τϊρα δεν του δόκθκαν άλλωςτε αφορμζσ να ςκεφτεί και να τοποκετθκεί ςε πολιτικισ φφςεωσ προβλιματα. Θ μάνα του είχε πολφ πρακτικότερα προβλιματα για να αςχολθκεί με τζτοιεσ πολυτζλειεσ κι ο πατζρασ του δεν πρόλαβε να τον επθρεάςει αφοφ τον ζχαςε όταν ιταν ακόμα πολφ μικρόσ. Κι ο ίδιοσ δεν ζτυχε να προβλθματιςτεί μζχρι ςτιγμισ ςε τζτοιασ χροιάσ κεματολογία. Δεν υπιρξαν αφορμζσ. Βεβαίωσ ιταν αδφνατον ςτθν θλικία και τουσ χϊρουσ που κινοφνταν να μείνει εκτόσ των πολιτικϊν προβλθματιςμϊν. Αυτοφ [40]
του είδουσ τα κζματα ζρχονται και ςου χτυπάνε απροειδοποίθτα τθν πόρτα και μερικζσ φορζσ δεν είναι ςτο χζρι ςου να κακορίςεισ το εφροσ τθσ προςωπικισ ςου ςυμμετοχισ. Θ Ματίνα τον ξαναπλθςίαςε και τον ρϊτθςε πϊσ πζραςε τισ διακοπζσ του. Τθν ενθμζρωςε αναλυτικά. Τθν ρϊτθςε κι αυτιν, πράγμα που δεν το είχε κάνει τθν προθγοφμενθ φορά. Και τϊρα είχε μια πρϊτθ εικόνα. Γεννικθκε ςτθν Καλαμάτα, αλλά όταν ακόμα ιταν μικρι, θ οικογζνειά τθσ εγκαταςτάκθκε ςτου Ηωγράφου, όπου είχαν αγοράςει ζνα διαμζριςμα. Ο πατζρασ τθσ ιταν λογιςτισ και ζδωςε μάχεσ να βρει πελάτεσ ςτο νζο τόπο που ιρκε, μα ςτο τζλοσ τα κατάφερε και τϊρα είναι καλά. Ζχει ζνα μικρότερο αδελφό, που φζτοσ τελειϊνει το γυμνάςιο. Του χρόνου κα δϊςει εξετάςεισ, αλλά αυτόσ είναι καλόσ ςτισ κετικζσ επιςτιμεσ και προσ τα εκεί προςανατολίηεται. Ιδθ ο Θλίασ τθσ είχε μιλιςει για τθ δικι του κατάςταςθ. Θ Ματίνα ιταν ζνασ ηεςτόσ άνκρωποσ και κα του άρεςε να κάνει κάτι περιςςότερο μαηί τθσ. Αυτόσ τθσ το πρότεινε: - Θζλεισ να πάμε μαηί να δοφμε καμιά ταινία; - Αμζ! του απάντθςε αμζςωσ. - Εςφ κα προτείνεισ που είςαι χρόνια ςτθν Ακινα και ξζρεισ περιςςότερα από μζνα. - Στο Ιντεάλ τθσ Ρανεπιςτθμίου παίηει μια γαλλικι ταινία. Διάβαςα ςτθν εφθμερίδα καλι κριτικι. Ριγαν κι ιταν όμορφο ζργο. Το ςυηιτθςαν μετά κι είπαν παρόμοιεσ εντυπϊςεισ. Ταιριάηανε ςαν άτομα, μα το παράξενο είναι πωσ δεν υπιρξε καμιά νφξθ ι διάκεςθ για ερωτικι ςχζςθ. Μςωσ να ιταν καλφτερα. Κα ζμεναν δυο καλοί φίλοι.
[41]
18. Εξελίξεισ με τον κυρ Αντϊνθ Τον ειδοποίθςε θ μάνα του με τον τρόπο που είχαν ςυμφωνιςει. Θ νοικοκυρά του είπε ότι τθλεφϊνθςε θ μάνα του. Ριγε ςτον ΟΤΕ τθσ Σόλωνοσ και τθλεφϊνθςε ςπίτι. Είχαν βάλει με κάποιο ςπρϊξιμο - γνωςτόσ μζςω γνωςτοφ - τθλζφωνο ςπίτι. Μεγάλθ πολυτζλεια για εκείνθ τθν εποχι. Θ μάνα του επζμεινε: - Να μπορείσ να μου τθλεφωνείσ όποτε χρειάηεςαι κάτι, το ίδιο κι εγϊ. Με τα χριματα που τουσ είχε δϊςει το απζναντι ηευγάρι είχαν τθ δυνατότθτα για αυτιν τθν πολυτζλεια - Ζλα μάνα, τι ςυμβαίνει; - Ηλία μου, ο κυρ Αντϊνθσ ζπακε ςυμφόρθςθ κι είναι θμιπαράλυτοσ ςτο νοςοκομείο. Μου είπε ότι κζλει να ςε δει. Κάποια δευτερόλεπτα ςιωπισ και μετά αποφαςιςτικά τθσ είπε: - Θα πάρω το πρϊτο λεωφορείο και κα ζρκω. - Εντάξει, κα το πω ςτθν Κατίνα. Σ’ όλθ τθ διάρκεια του ταξιδιοφ ςκεφτόταν τι να τον κζλει. Ζφερε ςτο μυαλό του όλεσ τισ πλθροφορίεσ που ιξερε για το ηεφγοσ και πράγματι θ ηωι τουσ πριν ζρκουν απζναντι από το ςπίτι, ιταν ζνα προςτατευμζνο μυςτικό, ζνα αςφαλζσ πζπλο που μζχρι τϊρα δεν ξεκακάριςε τίποτα. Για μια ςτιγμι είδε τθ μάνα του κι άφθςε τα λερωμζνα ροφχα που είχε φζρει να πλυκοφν. - Ράω απζναντι; - Δεν είναι κανζνασ. Η κυρά Κατίνα είναι ςτο νοςοκομείο. Ριγαινε. Κςωσ τθν προλάβεισ εκεί. Ριρε το λεωφορείο γιατί ιταν μακριά. Μπαίνοντασ ςτθν κεντρικι είςοδο θ κυρά Κατίνα ζβγαινε από το κάλαμο που είχαν τον άνδρα τθσ. Τθν αγκάλιαςε και τθ φίλθςε - Τι ζγινε κυρά Κατίνα; Ρϊσ είναι ο άντρασ ςου;
[42]
- Και μθ χειρότερα Ηλία μου. Άςε τηάμπα κα πασ μζςα τϊρα. Μόλισ και μετά βίασ τον πιρε ο φπνοσ, αφοφ του ζδωςα και χάπι. Θα ζρκουμε αφριο το πρωί. - Τι να με κζλει; Ξζρεισ εςφ τίποτα; - Π,τι και να ςε κζλει ο ίδιοσ κα ςτο πει. Ράμε ςπίτι. - Τι λζνε οι γιατροί; - Τι να πουν; Μιπωσ ξζρουν κι αυτοί; Ράμε ςπίτι. Σ’ ευχαριςτϊ πάντωσ που ανταποκρίκθκεσ ςτθν πρόςκλθςι μασ. Κάνε υπομονι ζωσ αφριο. Δυςτυχϊσ τα πράγματα δεν ζρχονται όπωσ τα λογαριάηεισ. Σιμερα είςαι, αφριο πασ ςτον αγφριςτο. Ράντοτε να ζχεισ κατά νου τθ κνθτότθτα του ανκρϊπου. Δεν αναφζρομαι μόνο ςτουσ άλλουσ, αλλά και ςτον ίδιο τον εαυτό ςου. Πςα φζρνει θ ϊρα δεν τα φζρνει ο χρόνοσ όλοσ. Ροιόσ το περίμενε, ότι για τον κυρ Αντϊνθ δε κα ξθμζρωνε θ νζα μζρα. Ζνα δεφτερο εγκεφαλικό κατά τθ διάρκεια τθσ νφχτασ, τον αποτζλειωςε. Πταν τθν άλλθ μζρα το πρωί ζφταςαν ςτο νοςοκομείο, ο Θλίασ με τθν κυρά Κατίνα ζγιναν κοινωνοί τθσ τραγικισ είδθςθσ. Ο Θλίασ το ζνιωςε ςα μαχαιριά κι αδικία να φφγει ζτςι αναπάντεχα απ’ τθ ηωι, αλλά θ προςοχι του επικεντρϊκθκε ςτθν κυρά Κατίνα, που ιταν κι ο άντρασ τθσ. Τθν είδε ψφχραιμθ. Χωρίσ φωνζσ και υςτερίεσ, μόνο το δάκρυ να τρζχει πνιχτά απ’ τα μάτια τθσ. Μςωσ να είχε χωνζψει λίγο-λίγο τον χαμό του ξζροντασ τθν κατάςταςι του, ίςωσ οι περιπζτειεσ τθσ ηωισ τα προθγοφμενα χρόνια τθν είχαν ςκλθραγωγιςει ςτισ ςυμφορζσ. Να πεισ ότι δεν τον αγαποφςε; Ριο ταιριαςμζνο κι αρμονικό ηευγάρι μζχρι τϊρα δεν είχε ςυναντιςει ςτθ ηωι του. Πταν ηιτθςε να τον δει τθσ είπαν ότι θ ςορόσ είχε μεταφερκεί ςτο νεκροτομείο του νοςοκομείου. Αυτι και μόνο μποροφςε να τον δει. Τον κοίταξε. Τθσ είπε πιγαινε. Γφριςε κλαμζνθ και προςτατευτικά, ο Θλίασ τθν αγκάλιαςε για να τθν παρθγοριςει. Εκεί ζνασ [43]
υπάλλθλοσ από γραφείο κθδειϊν ανζλαβε όλεσ τισ τυπικζσ ς’ αυτζσ τισ περιπτϊςεισ διαδικαςίεσ. Θ προϊςταμζνθ τθσ ζφερε μια μαφρθ ςακοφλα: - Τα προςωπικά του είδθ. Μαηζψαμε ότι ιταν ςτο κρεβάτι και το ςυρτάρι του. Θα ικελα μια υπογραφι. Ζτςι κι ζγινε. Στθν επιςτροφι δεν ειπϊκθκε κουβζντα. Τι άλλωςτε κα μποροφςε να ειπωκεί;. Πταν ζφταςαν ςτο ςπίτι τθσ είπε: Θζλετε να ζρκω μζςα για παρζα; Πχι. Ηλία μου! Θα ικελα να μείνω λίγο μόνθ. Να πω ςτθ μθτζρα μου να ζρκει για ςυντροφιά; Ναι, αλλά μετά από καμιά ϊρα.
19. Θ κθδεία Με πολφ λίγο κόςμο γφρω του ο κυρ Αντϊνθσ ενταφιάςτθκε ςτο νεκροταφείο τθσ πόλθσ ς’ ζναν νιόςκαφτο τάφο με μια ςεμνι κρθςκευτικι τελετι με τον ιερζα να προςπακεί για δικοφσ του λόγουσ να τθν ςυντομεφςει. Βλζπεισ ηοφςαν πολφ κλειςτι ηωι, δεν είχαν ανοιχτεί ςε παρζεσ κι ο κάνατοσ πζραςε ςχεδόν απαρατιρθτοσ. Θ κυρά Κατίνα αξιοπρεπισ με ςιωπθλι κλίψθ, ζκαβε τον μόνο ςφντροφο τθσ ηωισ τθσ. Θ μόνθ που είχε επαφι μαηί τθσ αλλά ςε πρακτικά πράγματα μόνο, ιταν θ μθτζρα του. Ροτζ μζχρι τϊρα οι ςυηθτιςεισ δεν ζφταςαν ςε προςωπικζσ εξομολογιςεισ. Κάτι που θ μάνα μου ςεβάςτθκε και αυτό εκτιμικθκε. Μετά από δυο μζρεσ ο Θλίασ άρχιςα να ετοιμάηεται να επιςτρζψει ςτθν Ακινα. Θ μάνα του κφμιςε: Μθν ξεχάςεισ να χαιρετιςεισ τθν κυρά Κατίνα! Άχρθςτθ προτροπι γιατί το είχε υπόψθ του. Ριγε απζναντι, χτφπθςε τθν πόρτα, είπε ποιοσ ιταν κι θ πόρτα άνοιξε ςχεδόν αμζςωσ: Θα φφγω για Ακινα κυρά Κατίνα κι ιρκα να ςε χαιρετιςω! Εκείνθ, με αποφαςιςτικό φφοσ, του είπε: [44]
-
Ρζραςε μζςα. Θζλω να ςου μιλιςω… … Σε φζραμε εδϊ απ’ τθν Ακινα γιατί ο Αντϊνθσ μου κάτι ικελε να ςου εμπιςτευκεί. Δεν πρόλαβε να ςτο πει γιατί τον χάςαμε ξαφνικά πριν τον δεισ. Πμωσ ο Αντϊνθσ μου πάντα ςτθ ηωι ιταν προνοθτικόσ και δε κ’ άφθνε τίποτα ςε εκκρεμότθτα. Θυμάςαι όταν φφγαμε από το νοςοκομείο θ προϊςταμζνθ μου ζδωςε μια μαφρθ ςακοφλα με τα πράγματά του; Μζςα εκεί, προαιςκανόμενοσ το τζλοσ του μου άφθςε ζνα ςφντομο ςθμείωμα με τισ τελευταίεσ επικυμίεσ του. Θα ςτο δείξω. Γραμμζνα με χζρι που μάλλον ζτρεμε, ορνικοςκαλίςματα που όμωσ διαβαηόντανε: Καλή μξτ Κασίμα Δεμ αιςθάμξμαι καλά και υξβάμαι μήοψρ δεμ οπξλάβψ. Ατσά οξτ θέλψ μα οψ ςσξμ Ηλία εςύ σα νέπειρ. Σσξ γπαυείξ ςσξ απιςσεπό ςτπσάπι έφψ έμαμ άςοπξ υάκελξ. Μέςα κλειςσά γπάμμασα
για σξμ Ηλία.
έφει
δτξ
Τξμ μικπό μα σξμ αμξίνει
μοπξςσά ςξτ και μα σξμ διαβάςεσε μαζί. Για σξμ μεγαλύσεπξ λέψ ςσξμ οπώσξ. Σ’ αγαοώ Ο άμδπαρ ςξτ, Αμσώμηρ
Τθν λίγθ ϊρα που χρειάςτθκε να διαβάςει το βιαςτικά γραμμζνο ςθμείωμα του κυρ Αντϊνθ, το πρόςωπο τθσ κυρά Κατίνασ είχε γεμίςει με πνιχτά δάκρυα. Δεν ιξερε τί να πει και πϊσ να τθν παρθγοριςει. Εκείνο που μόνο παρθγορθτικά τόλμθςε να ψελλίςει ιταν: - Σασ αγαποφςε πολφ ο κυρ Αντϊνθσ κυρία Κατίνα! - Εγϊ να δεισ Ηλία μου! Ήμαςταν δυο πλθγωμζνοι, από τισ αναποδιζσ τθσ ηωισ, άνκρωποι. Δε λζω. Ο κακζνασ ζηθςε το προςωπικό του δράμα, μα εμείσ ςζρναμε τισ μνιμεσ τθσ δικισ μασ περιπζτειασ. Ασ μθν μακρθγορϊ. Ασ βροφμε αυτά που λζει το ςθμείωμα. [45]
Για λόγουσ ευγζνειασ κι ευαιςκθςίασ ικελα να τ’ αναηθτιςω μόνο με τθν παρουςία ςου. Ρροχϊρθςε ςτο γραφείο κι άνοιξε το ςυρτάρι. Ράνω- πάνω ιταν ο άςπροσ φάκελοσ. Τον πιρε και τον ζδωςε ςτον Θλία: Δικόσ ςου είναι! Με τρεμάμενο χζρι τον πιρε κι άρχιςε να τον ανοίγει. Ρράγματι υπιρχαν δυο φάκελοι. Άνοιξε τον μικρό και άρχιςε να διαβάηει. Επενζβθ θ κυρά Κατίνα: Δυνατά Θλία! Κζλω κι εγϊ να τ’ ακοφςω. Άρχιςε απ’ τθν αρχι: Αγαοησέ μαρ Ηλία, Αοό σημ οπώση μέπα οξτ ςε γμψπίςαμε μιώςαμε μια ιδιαίσεπη ςτμοάθεια για ςέμα. Αοξδείφσηκε όσι ήςξτμ καλό οαιδί. Πεπιςςόσεπξ ςε ςτμοαθήςαμε γιασί έμξιαζερ...
Ζνασ λυγμόσ τθσ κυρά Κατίνασ διζκοψε το διάβαςμά του: Μθ ςταματάσ Ηλία! Συνζχιςε παιδί μου… Κι ο ίδιοσ πια είχε ςυγκινθκεί. Με τρεμάμενθ φωνι ςυνζχιςε να διαβάηει: ... γιασί έμξιαζερ σξτ δικξύ μαρ αγξπιξύ οξτ ςσημ ηλικία ςξτ σξμ φάςαμε με σπαγικό, αλλά και άδικξ σπόοξ. Για μαρ ατσή η αοώλεια ήσαμ ςσαμάσημα σηρ ζψήρ μαρ. Ο Νίκξρ ήσαμ ξ ήλιξρ οξτ έδιμε υψρ ςση ζψή μαρ. Μεσά σημ αοώλειά σξτ οέπαςε αο’ σξ μταλό μαρ μα οάμε κι εμείρ ξικειξθελώρ κξμσά σξτ, αλλά μαρ ςτγκπάσηςε έμα φπέξρ αοέμαμσί σξτ. Φύγαμε αο’ σξμ σόοξ οξτ ζξύςαμε, γιασί δεμ αμσέφαμε σημ ασμόςυαιπα εκεί οια κι η καλή σύφη μαρ έυεπε κξμσά ςαρ Ξέπψ όσι ςε βάζψ ςε βάςαμα, αλλά είμαι για απγόσεπα όσαμ θα αςκείρ σξ εοάγγελμα σξτ δικηγόπξτ. Ελοίζψ μα σιμήςειρ σημ εμοιςσξςύμη οξτ ςξτ δείφμξτμε. Θα ήθελα όλα ατσά μα μείμξτμ μόμξ ςε ςέμα. Αρ μημ σα κξιμξοξιήςειρ μέφπι μα [46]
φπειαςσεί, αυξύ αμξίνειρ σξ υάκελξ όσαμ κπίμειρ εςύ. Εοειδή η εοιθτμία μξτ είμαι μα κάμειρ άμεσερ ςοξτδέρ έφψ υπξμσίςει μα αμξίνψ ςσημ Εθμική σπάοεζα έμαμ κξιμό λξγαπιαςμό. Η γτμαίκα μξτ ςσξ ίδιξ ςτπσάπι θα βπει σξ βιβλιάπιξ και θα ςσξ δώςει. Άμξινε μια θτπίδα και βάλε σξ υάκελξ εκεί για αςυάλεια. Δεμ νέπψ αμ θα οεσύφειρ σίοξσα. Εκείμξ οξτ θέλψ κι ελοίζψ είμαι μα οπξςοαθήςειρ. Με αγάοη κι αμαμξμή, Αμσώμηρ
Τι να πει πια! Κι αυτόσ ζκλαιγε ακολουκϊντασ τθν κυρά Κατίνα που δε ςταμάτθςε ςιωπθλά να δακρφηει. Του είπε: - Δεν ζχω τίποτα να προςκζςω. Σζβομαι τθ γραμμι που ςου ζδωςε ο Αντϊνθσ μου και μου αρκεί. Στάςου ζνα λεπτό να βρω το βιβλιάριο. Το ζκανε αυκόρμθτα. Ζτςι ζνιωκε. Τθ ςτιγμι που του ζδινε το βιβλιάριο τθσ φίλθςε το χζρι: - Μθ. Δε χρειάηεται. Εγϊ νιϊκω υποχρεωμζνθ. Δεν είναι ανάγκθ να βάλεισ τθ μάνα ςου ςε ξζνεσ ζγνοιεσ. Και μθν ανθςυχείσ κα τθν προςζχω εγϊ. Δυο μοναχικζσ χιρεσ είμαςτε. Ασ ενϊςουμε τισ μοναξιζσ μασ.
20. Ο Θλίασ ςυνεχίηει τισ ςπουδζσ του Γφριςε ςτθν Ακινα και οι πρϊτεσ υποχρεϊςεισ που διεκπεραίωςε ιταν οι εντολζσ που του ζδινε θ επιςτολι του κυρ Αντϊνθ. Τισ τιρθςε κατά γράμμα. Ανκρϊπινο χοφι θ περιζργεια. Μζςα απ’ το μυαλό του πζραςε ο πειραςμόσ ν’ ανοίξει το φάκελο μα ςυγκρατικθκε. Κα ιταν προδοςία ςε ζναν άνκρωπο, που του φζρκθκε τόςο γενναιόδωρα. Πταν είδε το ποςόν ςτον κοινό λογαριαςμό, που είχε ανοίξει ςτθν Εκνικι ςυνάντθςε τθν επόμενθ ζκπλθξθ τθσ ηωισ του. Το ποςό ιταν μεγάλο κι ζφτανε όχι μόνο για τισ [47]
ςπουδζσ του, αλλά με το ρυκμό που ηοφςε και τα ζξοδα, που μθνιαίωσ είχε, ίςωσ να ζφταναν και για είκοςι ακόμα χρόνια. Πμωσ ίςωσ τα χριματα χρειάηονται για τθν αποςτολι που ζχει επωμιςτεί. Ασ είναι ςυγκρατθμζνοσ. Με τισ υποχρεϊςεισ ςτθ ςχολι δε ςυνάντθςε καμιά δυςκολία. Βζβαια όλα τ’ αποτελζςματα δεν είχαν ακόμα ανακοινωκεί, αλλά πίςτευε ότι είχε πάει πολφ καλά. Με τθ ςυμφοιτιτριά του Ματίνα κάνανε δυο τρεισ φορζσ παρζα. Μια φορά κζατρο και μια ςε ταβερνοφλα ςτθ Καιςαριανι. Ζνιωκε όμορφα μαηί τθσ με μια οικειότθτα λεσ και γνωρίηονται από παιδιά. Στθν ταβζρνα ίςωσ το κραςάκι με το οποίο ςυνόδευςαν τουσ μεηζδεσ ανοίχτθκαν περιςςότερο. Θ Ματίνα του είπε για τισ δυςκολίεσ που ςυνάντθςε θ οικογζνειά τθσ ςτθν Καλαμάτα. Βλζπεισ ο πατζρασ τθσ είχε ςτα χρόνια τθσ Κατοχισ πολιτικι δράςθ και θ ανταμοιβι που του δόκθκε ιταν κυνθγθτό κι αποκλειςμοί. - Αυτό μασ ανάγκαςε να φφγουμε απ’ τθν πατρίδα μασ. Εγϊ ιμουν μικρι. Δε μου κόςτιςε και πολφ. Σφντομα βρικα νζεσ παρζεσ. Στον πατζρα μου κόςτιςε, γιατί ςτθν Καλαμάτα ιταν όλθ θ ηωι του. Δεν το ζβαλε κάτω. Αγωνίςτθκε, βρικε από τθν αρχι νζουσ πελάτεσ κι εξαςφάλιςε το ψωμί τθσ οικογζνειασ. Είναι αγωνιςτισ, ο πατζρασ μου και γι’ αυτό τον αγαπϊ. Στον τομζα αυτόν ο Θλίασ δεν είχε τίποτα αντίςτοιχο. Τθσ είπε ότι τον πατζρα του τον ζχαςε όταν ιταν πολφ μικρόσ. Τόςο που μόνο αχνά κυμάται τθ μορφι του. Τθσ μίλθςε για τον αγϊνα που ζδωςε θ μάνα του να τον μεγαλϊςει και ςυνζχιςε: - Ζτςι Ματίνα δεν ζχω εμπειρίεσ ςαν τισ δικζσ ςου, αλλά δεν είμαι εκτόσ κοινωνίασ. Ξζρω κι εγϊ ςτθν πόλθ μου ανκρϊπουσ που είχαν περιπζτειεσ. Ρροφανϊσ, αυτι θ κατάςταςθ δεν μ’ αρζςει. Μεταξφ τουσ είχε πια εγκαταςτακεί ζνα κλίμα γλυκιάσ καλπωρισ. Ο ζνασ χαιρόταν τθν παρζα του άλλου. Πταν βγικαν ςτθν πλατεία αυτι το είπε: [48]
- Θζλεισ να πάμε με τα πόδια προσ τα πάνω και να πάρουμε το λεωφορείο απ’ το τζρμα; Δεν είναι αργά. Ο Θλίασ ιταν πλιρωσ αδαισ και παρκζνοσ με τισ κοπζλεσ. Μζχρι τϊρα δεν το επεδίωξε; Δεν του ζτυχε; Σίγουρα δεν το κυνιγθςε. Για πρϊτθ φορά ςτθ ηωι του ζνιωςε αυτό το καρδιοχτφπι ςτο ςτικοσ. Και να ιταν μόνο αυτό μζςα ςτθ χοφφτα του ζνιωςε το χζρι τθσ Ματίνασ να ηθτάει να το ςφίξει κι αυτόσ. Το ζκανε. Και κοιτάχτθκαν ςτα μάτια. Αυτά ιταν με τθ γλϊςςα τθσ ςιωπισ χιλιάδεσ λόγια. Τα ζνιωςε, όπωσ - τι παράξενο! - ςυγχρόνωσ νόμιηε ότι πετοφςε. Εκεί, ανάμεςα ςτουσ ανκρϊπουσ που ανεβοκατζβαιναν τθν κεντρικι λεωφόρο, τα λιγοςτά ακόμα αυτοκίνθτα και το λεωφορείο τθσ γραμμισ, αυτοί περπατοφςαν λεσ κι ιταν τα μόνα ηωντανά πλάςματα ςτο χϊρο. Πλεσ οι αιςκιςεισ τουσ είχαν απομονωκεί κι θ μόνθ επικοινωνία ιταν θ μεταξφ τουσ ςιωπθρι επικοινωνία ματιϊν και χεριοφ. Θ Ματίνα οδθγοφςε το ςκάφοσ. Πταν ζφταςαν ςτθν αφετθρία τθσ γραμμισ του λεωφορείου εκείνθ τον αγκάλιαςε τφλιξε το χζρι τθσ γφρω απ’ το λαιμό του, πλθςίαςε το πρόςωπό τθσ κι ακοφμπθςε απαλά τα χείλθ τθσ ςτα χείλθ του Θλία. Ρόςο γλυκά ιταν! Το τρυφερό και παρκενικό φιλί για τον Θλία ιταν μια πρωτόγνωρθ εμπειρία. Μετά του είπε με γλυκιά φωνι: Φτάνει για ςιμερα Ηλία μου. Ζχουμε μπροςτά μασ καιρό… Ζχουμε Ματίνα! τθσ απάντθςε μθχανικά ο Θλίασ.
21. Θ πρϊτθ φορά Πλθ τθ νφχτα ανιςυχοσ ςτριφογυρνοφςε ςτο κρεβάτι του. Του ιταν αδφνατο να κλείςει μάτι. Συνζχεια θ εικόνα τθσ Ματίνασ να τον πλθςιάηει και να τον φιλάει ςτα χείλθ τον αναςτάτωνε ςφγκορμο. Άργθςε να κοιμθκεί, άργθςε και να ξυπνιςει. Τϊρα που
[49]
ξφπνθςε ικελε τα πάντα εδϊ και τϊρα. Μα άλλοσ τρόποσ επαφισ δεν υπιρχε. Ζπρεπε να περιμζνει να τθν δει ςτθ ςχολι. Τθν ζςτθςε ζξω απ’ τθ ςχολι. Ρροςπάκθςε να είναι ιρεμοσ, παρά τθν εςωτερικι τρικυμία που πλζον τον ζδερνε. Ρριν ςυμπλθρωκεί μια ϊρα υπομονισ τθν είδε να ζρχεται με το χαμόγελο ςτα χείλθ. Δεν μπόρεςε να το ανταποδϊςει κι θ Μαρίνα μ’ ενδιαφζρον τον ρϊτθςε: Τι ςυμβαίνει Ηλία; Δίςταςε για τθν απάντθςθ. Πμωσ ςτο τζλοσ τα λόγια βγικαν μόνα τουσ απ’ το ςτόμα: - Ρρζπει να ςε δω μόνθ Ματίνα. Μετά το μάκθμα κα ικελα να πάμε ςτο ςπίτι μου. Εδϊ κοντά είναι. Θ Ματίνα, ωσ γυναίκα αιςκάνκθκε το νόθμα τθσ πρόςκλθςθσ χωρίσ να ειπωκεί καμιά κουβζντα περί του πρακτζου. Τον κοίταξε χωρίσ να πει τίποτα ςτα μάτια για αρκετά δεφτερα και μετά είπε: - Είςαι ςίγουροσ για τον εαυτό ςου Ηλία; Με αυτά δε κζλω να παίηω. Δεν είναι πράγματα μιασ μζρασ κι ενόσ καπρίτςιου. Εγϊ ςε ξεχϊριςα. Αν και για ςζνα είμαι ο άνκρωπόσ ςου, ναι κα ζρκω. Θζλω να μου το πεισ εδϊ και τϊρα. - Ναι Ματίνα μου. Σ’ αγαπάω. Τθ νφχτα το κατάλαβα καλά και δεν κοιμικθκα κακόλου με τθ ςκζψθ ςου! Ζλαμψαν τα μάτια τθσ και μειδίαςε ελαφρά: - Ράμε τότε τϊρα. Πμωσ να ξζρεισ. Είμαι ςτο τομζα tabula rasa! - Εγϊ να δεισ! Ράμε όμωσ. Τον ζπιαςε το τρζμουλο. Τον κφκλωςαν τα ερωτιματα. Ρϊσ κα τθσ φανεί το δωμάτιο; Τα άφθςα άνω κάτω. Δεν γίνεται να πάρω πίςω τθν πρόταςθ. Τί πρζπει να κάνω; Ροιά είναι θ ςειρά; Μόνο κεωρθτικζσ γνϊςεισ από κάποια μυκιςτοριματα και κάποιεσ ταινίεσ. Μθν ξεχνάμε ότι είναι επαρχιϊτθσ ςε μια κλειςτι και ςυντθρθτικι κοινωνία και θ απελευκζρωςθ και θ γνϊςθ των επόμενων χρόνων ιταν ακόμα μακριά. [50]
- Αυτό είναι το δωμάτιό μου. Συγχϊρθςζ με για τθν ακαταςταςία. - Μθ ςτεναχωριζςαι Ηλία. Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Να ‘μαςτε λοιπόν ςτο δωμάτιό ςου. Μια αμθχανία επικράτθςε για λίγα δεφτερα, αλλά επιτζλουσ ο Θλίασ ξφπνθςε: - Δεν ζχω προθγοφμενθ εμπειρία, αλλά να το ξζρεισ ς’ αγαπάω και κζλω να ανοίξω ιςτορία μαηί ςου. - Φτάνει. Κι εγϊ ςε ξεχϊριςα, κι εγϊ ςε πλθςίαςα. Κι εγϊ το κζλω. Φτάνουν τα λόγια! Τον αγκάλιαςε ςφιχτά και τον φίλθςε. Ευτυχϊσ θ Ματίνα τον ϊκθςε. Ιξερε ι ιταν μζςα ςτθ γυναικεία φφςθ; Μόνο ο κεόσ μπορεί να δϊςει τθν απάντθςθ. Ο ζνασ ψαχοφλεψε το ςϊμα του άλλου, χωρίσ γνϊςεισ αλλά και βιαςφνεσ. Ιρεμα, ςαν θ αρχαιολογικι ςκαπάνθ να βρικε ζναν άγνωςτο οικιςμό και με προςοχι προχωροφςε, μθν καταςτρζψει κάτι. Κι ζφταςε θ ςτιγμι των ςτεναγμϊν και τθσ γλφκασ, αλλά τελείωςε ςφντομα. Δε γνϊριηαν ακόμα αν ζφταςαν ςτο τζρμα τθσ διαδρομισ. Δεν πειράηει. Μπροςτά τουσ κα είχαν ευκαιρίεσ επανάλθψθσ, ανίχνευςθσ του πεδίου ζρευνασ και νζα γνϊςθ. Ρροσ το παρόν αγκαλιςμζνοι τρυφερά ο ζνασ να ζχει βυκιςμζνο το βλζμμα του ςτον άλλο και ςυχνά τα χείλθ να ανταλλάςουν αςπαςμοφσ. Κουβζντα. Μια ςιωπθλι μυςταγωγία επικοινωνίασ, που μζςα τθσ περιείχε τα πάντα. Εμείσ οι δυο!
[51]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΕΣΑΡΣΟ 22. Ο όμορφοσ ζρωτασ του Νίκου και τθσ Μαριϊσ Κακόλου δε βιάςτθκαν να ολοκλθρϊςουν τον ζρωτά τουσ. Από τθν πρϊτθ ςτιγμι ο ζνασ ζνιωςε πλαςμζνοσ για τον άλλον. Κι όταν αυτό ζγινε ιταν μια μυςταγωγία. Μια εφγλωττθ επαλικευςθ αυτό που απ’ τθν αρχι προαιςκάνονταν. Από τθν αρχι ο Νίκοσ το πρότεινε με περιςςι περθφάνια: - Θζλω να ςε πάω ςπίτι μου. Θζλω να ςε γνωρίςουν οι γονείσ μου. Να μθν ξζρουν ποιό είναι το κορίτςι που κζρδιςε τθν καρδιά του μοναχογιοφ τουσ; Αφοφ ζτςι κι αλλιϊσ κα γίνει, γιατί να μθν το κάνουμε αμζςωσ; Θ Μαριϊ δεν είχε αντίρρθςθ, αλλά τθν ςυγκρατοφςε ζνασ μικρόσ φόβοσ πωσ κα φανεί ςτουσ γονείσ του Νίκου. Αςτικι οικογζνεια με παράδοςθ ςτο εμπόριο, ενϊ θ ίδια επαρχιϊτιςςα με πατζρα που το πρϊτο του επάγγελμα ιταν βοςκόσ ςτο χωριό του. Μθ γίνει παρεξιγθςθ. Θ ίδια ιταν πολφ περιφανθ για τουσ γονείσ τθσ και τουσ αγαποφςε απεριόριςτα. Πμωσ δεν μποροφςε ςυνεχϊσ ν’ αρνείται. Ο αγαπθμζνοσ τθσ Νίκοσ ζνιωκε βακειά αυτιν τθν ανάγκθ. Να πάμε Νίκο μου. Να πάμε. φκμιςε εςφ το πότε. Πταν αυτό ζγινε τθν υποδζχτθκαν με τζτοια ηεςταςιά, που όλοι οι προθγοφμενοι φόβοι ζφυγαν από μζςα τθσ ςαν ζνα ροφχο που εφκολα το ξεκουμπϊνεισ και το βγάηεισ από πάνω ςου. Θ μάνα του Νίκου αμζςωσ τθν αγκάλιαςε και τθ φίλθςε ςταυρωτά λζγοντασ με ζκδθλθ υπερθφάνεια: - Καλζ τι όμορφο είναι κορίτςι του γιοφ μου; Να μου τον προςζχεισ Μαριϊ ζναν τον ζχω! Ο πατζρασ Αντϊνθσ με καυμαςμό απευκυνόμενοσ ςτον γιο του:
[52]
- Ροφ το ανακάλυψεσ αυτό το όμορφο κορίτςι, γιε μου; Εςείσ μωρζ κα κάνετε πολφ όμορφα παιδιά! Μια τζτοια υποδοχι κα ζλυνε τουσ διςταγμοφσ και του πιο φοβιςμζνου ι δφςπιςτου ανκρϊπου. Θ Μαριϊ βρζκθκε ς’ ζνα περιβάλλον που απ’ τθ πρϊτθ ςτιγμι το ζνιωςε δικό τθσ. Δίπλα τθσ ο Νίκοσ τθν καμάρωνε. Ο πρϊτοσ κόμποσ λφκθκε με πλιρθ επιτυχία. Τϊρα ςτο μυαλό τθσ Μαριϊσ ζμπαινε εκ των πραγμάτων το επόμενο βιμα. Τον Νίκο τθσ πρζπει να τον παρουςιάςει ςτουσ δικοφσ τθσ. Για τθ μάνα τθσ δεν είχε κανζνα φόβο. Εκεί που κόλλαγε ιταν ο πατζρασ τθσ ο Τάςοσ, που τθν λάτρευε και τθν ικελε να γυρίςει πίςω. Τϊρα όμωσ τα πράγματα άλλαξαν. Δεν μποροφςε να ηθτιςει από τον Νίκο, που γεννικθκε και μεγάλωςε ςτθ Ακινα, να πάει ςτθν επαρχία, όταν κιόλασ υπιρχε οικογενειακι ςτρωμζνθ επιχείρθςθ, που τον περίμενε. Ζτςι θ ςκζψθ τθσ κόλλαγε ανάμεςα ςτισ δυο αντικρουόμενεσ ανάγκεσ. Από μζςα τθσ είπε. Άςε το πρόβλθμα το αντιμετωπίηω κι αποφαςίηω αργότερα. Στον Νίκο που τθν ρϊτθςε είπε: - Άςε. Πταν ζρκει το καλοκαίρι κα πάμε μαηί ςτουσ δικοφσ μου. Πμωσ, άλλα εςφ ςχεδιάηεισ κι άλλα θ μοίρα ςου επιφυλάςςει.
23. Σο τραγικό ςυμβάν Θ παρουςία του Νίκου ςτο διαμζριςμα τθσ Μαριϊσ ιταν πια ςυνθκιςμζνθ. Οι δυο ερωτευμζνοι νζοι ηοφςαν τον ζρωτά τουσ φροντίηοντασ όμωσ να μθν παραμελοφν και τισ ςπουδζσ τουσ. Ρολλζσ φορζσ διαβάηανε και μαηί ςτο ςπίτι τθσ Μαριϊσ. Ιταν κοντά ςτισ ςχολζσ και των δυο και δε χάνανε άςκοπα ϊρεσ ςε ανοφςιεσ απαςχολιςεισ. Μια φορά υπιρξε ζνα ςτρίμωγμα, όταν ιρκε θ μάνα τθσ να τθν επιςκεφκεί. Θ Μαριϊ του είπε: [53]
- Είπαμε το καλοκαίρι κα ςε γνωρίςω! Αυτζσ τισ δυο τρεισ μζρεσ εξαφανίςου! Ζτςι κι ζγινε. Πταν θ Μαριγϊ γφριςε ςτα Γιάννενα επανιλκε θ αρχικι κατάςταςθ. Ζνα όμορφο ανοιξιάτικο δειλινό, αφοφ χαρικαν τον ζρωτά τουσ, είπαν να φάνε το κολατςιό τουσ μζςα ςτον κιπο του Ρεδίου του Άρεωσ. Ρερπάτθςαν ςτα μονοπάτια και κάποια ςτιγμι κάκιςαν ς’ ζνα από τα απομονωμζνα παγκάκια του κιπου κι άρχιςαν να ετοιμάηονται για φαγθτό. Ξάφνου, ο Νίκοσ αιςκάνκθκε ζνα τρομερό πόνο ςτο κεφάλι κι ζπεςε ξαπλωμζνοσ χάνοντασ τθν αίςκθςθ των πραγμάτων γφρω του. Πταν κάποια ςτιγμι επανιλκε βρίςκοντασ τισ αιςκιςεισ του, βρζκθκε μπροςτά ς’ ζνα αποτρόπαιο κζαμα. Ξαπλωμζνθ άτςαλα, ακίνθτθ με ςχιςμζνα τα ροφχα, ςαφϊσ κακοποιθμζνθ ςεξουαλικά θ Μαριϊ. Ριζηοντασ τον εαυτό του, ςχεδόν ςερνόμενοσ ζφταςε κοντά τθσ και τθν ταρακοφνθςε να τθν ςυνεφζρει. Μάταια! Δεν πρόλαβε περιςςότερα. Ζνιωςε δυνατά χζρια να τον ςθκϊνουν και να τον ακινθτοποιοφν ςτο παγκάκι. Κάποιοσ προθγουμζνωσ είχε δει δυο ξαπλωμζνα ςϊματα ςτο μονοπάτι κι ζτρεξε να ειδοποιιςει τθν Αςτυνομία που μόλισ είχε καταφκάςει. Συνζβθ κάτι που τον παρζλυςε. Ζνασ από τουσ άνδρεσ τθσ Αςτυνομίασ κλείδωςε τα χζρια του με χειροπζδεσ. Ζκπλθκτοσ φϊναξε: - Μα γιατί; Τθ Μαριϊ μου κοιτάξτε τι ζχει! - Καλά, θρζμθςε τϊρα. Ζχεισ να απολογθκείσ για αρκετά νεαρζ μου. Τον πζταξαν μζςα ς’ ζνα τηιπ τθσ αςτυνομίασ και χωρίσ να του δϊςουν καμιά εξιγθςθ, παρά τισ ζντονεσ διαμαρτυρίεσ του, παρά τισ εκκλιςεισ του να τον ενθμερϊςουν για τθν κατάςταςθ τθσ Μαριϊσ, τον οδιγθςαν ςτθ Γενικι Αςφάλεια. Εκεί κάποιοσ, ο αξιωματικόσ υπθρεςίασ με απρόςωπο ψυχρό και υπθρεςιακό φφοσ [54]
τον ενθμζρωςε ότι είναι φποπτοσ φόνου και κα κρατθκεί για ανάκριςθ μζχρι να αποφαςιςτεί θ τφχθ του. Πταν αποπειράκθκε να μιλιςει δεν του επετράπθ να πει τίποτα. - Θα τα πεισ το πρωί ςτον αξιωματικό που κα ςου πάρει κατάκεςθ. Τϊρα άδειαςε τισ τςζπεσ ςου. Βγάλε το λουρί και τα κορδόνια απ’ τα παποφτςια ςου πριν πασ ςτο υπόγειο. Ο Νίκοσ, ζνα ζξυπνο, ευγενικό παιδί, μορφωμζνο, που μζχρι τϊρα δεν είχε ποτζ βρεκεί μπροςτά ςε ακραίεσ καταςτάςεισ τα είχε πλιρωσ χαμζνα. Νόμιηε ότι βλζπει ζνα κακό όνειρο, ότι όλθ αυτι θ φρικτι κατάςταςθ δεν είναι αλικεια. Κάποια ςτιγμι πριν τον οδθγιςουν ςτο κρατθτιριο ηιτθςε να ειδοποιθκοφν οι γονείσ του, αλλά κι εδϊ θ ίδια ψυχρι απάντθςθ: Το πρωί ςτον αρμόδιο αξιωματικό. Πταν πίςω του ζκλειςε θ πόρτα ςτο κελί που τον ζκλειςαν νόμιηε ότι κα τρελακεί. Το κεφάλι του βοφιηε και ςτο πίςω μζροσ του ζνασ οξφσ πόνοσ. Τότε του ιρκε ςτο μυαλό θ τελευταία μνιμθ. Είχαν ανοίξει το φαγθτό που κα ζτρωγαν όταν αιςκάνκθκε ζναν ιςχυρό πόνο ςτο κεφάλι και μετά… τίποτα. Μόνο όταν κάπωσ ςυνιλκε είδε τθ Μαριϊ του ςε άκλια κατάςταςθ. Με αφάνταςτθ δυςκολία τθν ζφταςε και προςπάκθςε να τθν ςυνεφζρει. Και τότε επενζβθ θ Αςτυνομία. Ρροφανϊσ δε μπόρεςε να κοιμθκεί λεπτό. Το πρωί όταν τον οδιγθςαν ςτον αξιωματικό ανακριτι θ πρϊτθ κουβζντα που του πζταξε μ’ ζνα φφοσ περιφρονθτικό ιταν: - Τι ςου ζφταιξε ρε, μαλάκα, το όμορφο κοριτςάκι και το ζπνιξεσ; Θ γνϊςθ ότι θ αγαπθμζνθ του Μαριϊ είναι νεκρι του ιρκε ςαν κεραυνόσ πάνω ςτο κεφάλι: - Χριςτζ μου! ψζλλιςε, όχι θ Μαριϊ μου! - Άςε το κζατρο και ξζραςζ τα όλα μθ ςε κάνουμε κιμά ςτο ξφλο! - Μα τι λζτε Αςτυνόμε; Τθν αγαπθμζνθ μου Μαριϊ κα ζκανα εγϊ κακό; [55]
- Άςε τα ςάπια νεαρζ! Το όργανο ςε ςυνζλαβε τθ ςτιγμι που τθν ζπνιγεσ. - Πχι! όχι, προςπακοφςα να τθν ςυνεφζρω. Ακοφςτε με ςασ παρακαλϊ! - Δε κζλω να ακοφςω τίποτα! Θα τα πεισ ςτον ανακριτι όταν ςε πάμε για κατάκεςθ. - Θζλω να ειδοποιιςετε τουσ γονείσ μου. Θζλω να ορίςουν δικθγόρο. Κάνετε μεγάλο λάκοσ. Εκεί πιγαμε να φάμε και μασ επιτζκθκε τρίτοσ που με χτφπθςε ςτο κεφάλι κι ζχαςα τισ αιςκιςεισ μου. Η Μαριϊ είναι θ αγαπθμζνθ μου! Μποροφςα ποτζ να τθσ κάνω κακό; Ράτε ςτο διαμζριςμα τθσ. ωτιςτε γφρω ανκρϊπουσ που μασ ζχουν δει πολλζσ φορζσ μαηί. - Πλα κα γίνουν. Ρζςαμε ςε ςαββατοκφριακο. Στον ανακριτι κα πασ Δευτζρα πρωί. Οι γονείσ ςου ειδοποιικθκαν. Ππωσ και οι γονείσ τθσ κοπζλασ. Δικθγόρο κα ςου βροφνε οι γονείσ ςου. Επιςκεπτιριο ζχεισ το απόγευμα. Τότε κα τουσ ηθτιςεισ ότι κζλεισ.
24. Θ κατάςταςθ οδθγείται ςε αδιζξοδο Τον οδιγθςαν πάλι ςτο κελί. Εκεί τον περίμενε ζνα πιάτο φαγθτό κι ζνα ποτιρι νερό. Να βάλει κάτι ςτο ςτόμα του ιταν αδφνατο. Ιπιε μονοροφφι το νερό γιατί το ςτόμα του ιταν εντελϊσ ςτεγνό και πικρό. Συνειδθτοποίθςε ότι ζμπλεξε πολφ άςχθμα, μα τα δάκρυα που κφλιςαν από τα μάτια του δεν ιταν φόβοσ. Ιταν θ άφατθ πίκρα για τον φριχτό χαμό τθσ αγαπθμζνθσ του Μαριϊσ. Από τόςθ ευτυχία, από τόςο ευοίωνεσ προοπτικζσ πϊσ ςε μια ςτιγμι όλα αναποδογφριςαν; Ροιοσ κακόσ δαίμονασ ηιλεψε τθν τόςθ ευτυχία; Πταν το απόγευμα τον ανζβαςαν πάνω να κάνει επιςκεπτιριο είδε τουσ γονείσ του ςαν να πζραςαν από πάνω τουσ δζκα χρόνια. Το πρόςωπο του πατζρα του ςυνοφρυωμζνο και τθσ μάνασ του να αυλακϊνεται από τα δάκρυα. Θ πρϊτθ τουσ ερϊτθςθ ιταν [56]
- Τι ςυνζβθ Νίκο; Ρεσ μασ παιδί μου. Δεν πιςτεφουμε τίποτα από αυτά που μασ λζνε. Πςο ιταν μπορετό ςτον Νίκο, τουσ εξιςτόρθςε τα γεγονότα: - Πλα κα ςυνζβθςαν όταν εγϊ ιμουν λιπόκυμοσ. Δυςτυχϊσ δεν τον είδα. Κι αυτοί λζνε απίκανεσ κατθγορίεσ. Είναι δυνατόν να ζκανα εγϊ κακό ςτο κορίτςι που λάτρευα, που ςχεδιάηαμε να ηιςουμε μαηί; Ο πατζρασ του είπε: - Ριρα τθλζφωνο το δικθγόρο μου κι είπε κα μου ςυςτιςει ζναν καλό ποινικολόγο. Θα ζρκει να ςε δει. Ρεσ τα όλα αναλυτικά. Γφριςε ςτο κελί με τθν καρδιά μαφρθ. Ζβλεπε τα μαφρα ςφννεφα να κυκλϊνουν τον ουρανό από πάνω του κι αυτόσ δεν είχε κανζνα όπλο να υπεραςπίςει τον εαυτό του. Θ ςυνάντθςθ με τον δικθγόρο δεν πρόςκεςε τίποτα. Αντίκετα ζδειξε από τισ κατακζςεισ των οργάνων που τον ςυνζλαβαν να τονίηεται, ότι με τα ίδια τουσ τα μάτια είδαν τον κατθγοροφμενο να τθν ταρακουνάει ολοκλθρϊνοντασ το πνίξιμο τθσ κοπζλασ. Θ προκαταρκτικι ζκκεςθ του ιατροδικαςτι ιταν ότι: ο κάνατοσ επιλκε εξ αιτίασ απόφραξθσ των αναπνευςτικϊν οδϊν, δθλαδι με απλά λόγια ςτραγγαλιςμόσ. Ακόμα ότι βιάςτθκε πολλαπλϊσ και υπάρχουν όλεσ οι ενδείξεισ γι’ αυτό το γεγονόσ. Δυςτυχϊσ για τθν εποχι που μιλάμε θ επιςτιμθ δε διζκετε τισ γνϊςεισ και τα όπλα τθσ αναγνϊριςθσ του DNA των ευρθμάτων. Ζτςι θ κθλιά που ςιγά- ςιγά τον τφλιγε ςφιγγόταν όλο και περιςςότερο γφρω απ’ το λαιμό του. Του είπε ο δικθγόροσ: - Στον ανακριτι κα αρνθκείσ τα πάντα. Τίποτα δεν κα παραδεχκείσ. Κακϊσ περνοφςε θ ϊρα και ζφταςε το βράδυ τθσ Κυριακισ το κουράγιο του όλο και ελαττωνόταν. Μια διάκεςθ παραίτθςθσ άρχιςε να εμφιλοχωρεί μζςα ςτο μυαλό του. Τι νόθμα κα ζχει θ ηωι μου από δω και πζρα χωρίσ τθ Μαριϊ; Δεν αντζχω να βλζπω αυτά [57]
τα βλζμματα που με κεωροφν ότι αφαίρεςα τθ ηωι ςτο πιο αγαπθμζνο μου πρόςωπο. Μιπωσ και ςτα μάτια των γονζων του διάβαςε μια ςκιά αμφιβολίασ; Μάλλον όχι. Ζτςι κα του φάνθκε. Αυτοί είναι εκείνοι που με τα μάτια τουσ είδαν πόςο αγαπιοφνται, όταν τθν πιγε ςτο ςπίτι. Μια ατζλειωτθ ακολουκία τζτοιων ςκζψεων παίδευαν διαρκϊσ τθ ςκζψθ του. Είχε πια τρίτθ νφχτα να κλείςει μάτι και παρά τθ δφναμθ τθσ νιότθσ του ζνιωκε ζτοιμοσ να καταρρεφςει. Πταν το πρωί το όργανο τθσ υπθρεςίασ τον ειδοποίθςε να ετοιμάηεται για τον ανακριτι ιταν ζνα πτϊμα. Αξφριςτοσ, άπλυτοσ δεν ενδιαφζρκθκε ποςϊσ για τθν εμφάνιςι του. Τον ζχωςαν ς’ ζνα υπθρεςιακό αυτοκίνθτο και ξεκίνθςαν για τον ανακριτι.
25. Θ παραίτθςθ Ζξω από το γραφείο του ανακριτι ζηθςε τθ δεφτερθ τραγωδία, που τον βρικε και πλιρωσ ανυπεράςπιςτο. Ιρκε κατά μζτωπο με τουσ εξαγριωμζνουσ γονείσ τθσ Μαριϊσ που δεν είχε προλάβει να τουσ γνωρίςει πριν, όπωσ το είχαν ςχεδιάςει. Θ μάνα, θ κυρά Μαριγϊ με το πρόςωπο αυλακωμζνο από δάκρυα τον γζμιςε με όλεσ τισ δυνατζσ κατάρεσ. Ο πατζρασ πιο αποφαςιςτικόσ επιχείρθςε να του επιτεκεί, μα τα όργανα τθσ Αςτυνομίασ τον ςυγκράτθςαν. Ρριν χακεί μζςα ςτο γραφείο του ανακριτι τον ςυντρόφευςε θ τελευταία φράςθ του Τάςου: - Αν ςε πιάςω ςτα χζρια μου κάποια ςτιγμι δολοφόνε τθσ κόρθσ μου, κα ςε γδάρω με τα χζρια μου ολόκλθρο και κα ςε πουλιςω ςτο μαγαηί ςαν δαμάλι ! Αλιτθ, μου ζφαγεσ το κορίτςι μου. Θα το πλθρϊςεισ ακριβά! Ζχαςε τθν επαφι με το περιβάλλον. Μια ενςτικτϊδθσ άμυνα του οργανιςμοφ ζκοψε όλεσ τισ πόρτεσ επικοινωνίασ. Ζτςι όταν ο ανακριτισ άρχιςε τισ ερωτιςεισ αυτόσ ιταν αλλοφ. Λόγια απ’ το ςτόμα του δε βγικαν. Ο ανακριτισ είπε ςτθ γραμματζα του: [58]
- Μασ το παίηει τϊρα τρελόσ και πιςτεφει ότι ζτςι κα τθ γλυτϊςει. Αχ καθμζνε είςαι μζχρι το λαιμό χωμζνοσ ςτθν ενοχι και κα πλθρϊςεισ για το ζγκλθμά ςου! Ο δικθγόροσ του δεν επενζβθ πιςτεφοντασ ότι με αυτι τθ ςτάςθ υπάρχει μια ελπίδα να τθ γλυτϊςει. Θ απόφαςθ για τθν τφχθ του κα ανακοινωνόταν αργότερα. Επζςτρεψε ςτθν Αςφάλεια, όπου τον περίμεναν οι γονείσ του κάνοντασ μια προςπάκεια να του αναςτθλϊςουν το θκικό. Τουσ φίλθςε μθχανικά κι πιγε ςτο κελί του. Πλοι οι δρόμοι είχαν κλείςει, όλα τα όνειρα είχαν γκρεμιςτεί. Θ ηωι του φζρκθκε τόςο άδικα. Κανείσ δεν πιςτεφει ςτθν ακωότθτά του. Του φαίνεται εξόφκαλμα άδικο. Αλικεια, γιατί δεν ενδιαφζρκθκαν κακόλου για άλλα ενδεχόμενα; Γιατί κάκιςαν τόςο εφκολα ςτο ςενάριο ότι αυτόσ είναι ο ζνοχοσ; Ιταν το βολικό! Ροφ να ψάχνουμε τϊρα ψφλλουσ ςτ’ άχυρα. Εδϊ ζχουμε μια ςφλλθψθ με όλεσ τισ αναγκαίεσ για τθν καταδίκθ του κατακζςεισ. Δεν αξίηει να ηει ςε μια τζτοια τυφλι κοινωνία. Ηιτθςε από τον εξωτερικό φρουρό να πάει τουαλζτα γιατί κάποια ςτιγμι ζνιωςε ότι θ κφςτθ του τον πίεηε τρομερά. Συνοδεφοντάσ τον, τον πιγε εκεί. Τι ςφμπτωςθ! Ο από μθχανισ κεόσ, θ κεία πρόνοια, ζπαιξε τον προβοκατόρικο ρόλο. Ράνω ςτον χιλιοβρϊμικο νιπτιρα, προθγοφμενοσ κρατοφμενοσ είχε αφιςει ζνα ξυραφάκι ΑΣΤΟ κάνοντασ τθν προςωπικι του τουαλζτα. Χωρίσ να ςκεφτεί τίποτα, με ενςτικτϊδθ κίνθςθ, το ζβαλε αςτραπιαία μζςα ςτθ χοφφτα του κι επζςτρεψε ςτο κελί του. Θ ανκρϊπινθ ςκζψθ κάνει απίκανεσ διαδρομζσ. Σα φίδι κολοβό μπικε ςτο μυαλό του θ διζξοδοσ τθσ εκελοφςιασ αποχϊρθςθσ από τα εγκόςμια: Τι νόθμα κα είχε γι αυτόν θ παρουςία του ςτθ ηωι; Βεβαίωσ το χτφπθμα για τουσ γονείσ του κα είναι ςθμαντικό, αλλά κάτω απ’ τισ ςυνκικεσ που δθμιουργικθκαν θ αποχϊρθςι του [59]
ίςωσ διευκολφνει τα πράγματα. Ναι! Αυτό κα κάνει. Με το δεξί χζρι ζχωςε με δφναμθ το ξυραφάκι κι ζκοψε τθν κεντρικι φλζβα του χεριοφ του. Ζνασ μόνο πόνοσ και το αίμα άρχιςε ν’ αναβλφηει. Τακτοποίθςε το ςϊμα του να μθ φαίνεται από τθν τρφπα, που ο φρουρόσ επιβλζπει κάκε τόςο τουσ κρατοφμενουσ. Κι αφζκθκε ςτισ τελευταίεσ ςκζψεισ, που δεν ιταν άλλεσ από τισ όμορφεσ ςτιγμζσ που ζηθςε με τθ Μαριϊ του. Κακϊσ οι δυνάμεισ του ςιγά- ςιγά μειϊνονταν άρχιςαν τα οράματα. Θ Μαριϊ δίπλα του τον αγκάλιαηε και τον φιλοφςε. Μια γλυκιά αδυναμία πζραςε ς’ όλο το κορμί του και οι τελευταίεσ ςτιγμζσ τθσ ηωισ του ιταν ζνα ςφιχταγκάλιαςμα με τθν αγαπθμζνθ του.
26. Σα επακόλουκα Το πρωί ζνα όργανο επιφορτίςτθκε με το κακικον να ενθμερϊςει τον κρατοφμενο Νίκο Νικολάου ότι ςιμερα αποφαςίςτθκε θ προφυλάκιςθ του. Το μεςθμζρι κα μεταχκεί ςτισ φυλακζσ Αβζρωφ. Άνοιξε το παρακυράκι του κελιοφ και τον είδε πρόχειρα να είναι ακίνθτοσ. Κοιμάται ακόμα ο άκλιοσ! Ξεκλείδωςε τθν πόρτα ζτοιμοσ να τον κατςαδιάςει. Και μόνο τότε είδε το ρυάκι του αίματοσ και τθ χλομάδα του προςϊπου του. Το κατάλαβε αμζςωσ κι ζβαλε τισ φωνζσ. Θ είδθςθ ζπεςε ωσ κεραυνόσ ς’ όλουσ τουσ χϊρουσ. Ρρϊτα ςτθν ίδια αςφάλεια. Διατάχτθκε ΕΔΕ για τθν κατανομι ευκυνϊν. Στθν οικογζνεια του κφματοσ ξεφοφςκωςε θ λφςςα για εκδίκθςθ που επιηθτοφςαν, αλλά ο πόνοσ δεν ιταν δυνατόν να ελαττωκεί. - Αυτοτιμωρικθκε το κτινοσ, μα τι να το κάνεισ; Εγϊ ζχαςα τον άγγελό μου… είπε ο Τάςοσ κι από κοντά θ χαροκαμζνθ Μαριγϊ. Γραφειοκρατικζσ εκκρεμότθτεσ κρατοφςαν τθ ςορό τθσ Μαριϊσ ακόμα ςτο νεκροτομείο κι εκείνο που τϊρα επιηθτοφςε ιταν να [60]
τθ κάψουν κοντά τουσ ςτα Γιάννενα. Να θρεμιςει θ ακϊα ψυχοφλα τθσ. Μετά τθν πρϊτθ ζκπλθξθ και τα ςυνοδευτικά ςχόλια των εφθμερίδων ακολοφκθςε μια αδρανειακι ακολουκία τυπικϊν πράξεων. Θ ειςαγγελία ζπαψε τθ δίωξθ, κανείσ εκτόσ από τουσ γονείσ του αδικοχαμζνου γιου τουσ, δεν ενδιαφζρκθκε για ζρευνα ςε άλλεσ κατευκφνςεισ, παρά τα επανειλθμμζνα διαβιματα ςτθν Αςτυνομία και τισ ειςαγγελικζσ αρχζσ. Τουσ βόλεψε το κλείςιμο του φακζλου τθσ υπόκεςθσ. Ο Αντϊνθσ και θ Κατίνα Νικολάου χάςανε τόςο ξαφνικά τον μονάκριβο γιο τουσ. Και δεν ιταν μόνο αυτό. Θ γενικι εντφπωςθ που γράφτθκε ςτθ ςυνείδθςθ όλων που ενδιαφζρκθκαν για κάποιο λόγο με το κζμα ιταν: Ο Νίκοσ Νικολάου ιταν ο δράκοσ του Ρεδίου του Άρεωσ. Βρζκθκαν καλοκελθτζσ να κάνουν καταγγελίεσ και για άλλεσ επικζςεισ, όπου τα κφματα ςϊκθκαν τθν τελευταία ςτιγμι. Οι ίδιοι γνϊριηαν το παιδί τουσ και τον αδαμάντινο χαρακτιρα του. Ιξεραν ότι όλεσ οι κατθγορίεσ ιταν ψεφτικεσ, αλλά άντε να πείςεισ ανκρϊπουσ που βλζπουν μόνο τισ επιφανειακζσ ενδείξεισ. Θ ηωι τουσ ζγινε αφόρθτθ. Ακόμα και ςτενοί φίλοι και ςυνεργάτεσ ιταν πειςμζνοι με τθν επίςθμθ εκδοχι. Δεν τουσ ςικωνε πια το κλίμα ι καλφτερα δεν άντεχαν τθν κατάςταςθ. Ο κυρ Αντϊνθσ ποφλθςε όςο-όςο όλα τα περιουςιακά τουσ ςτοιχεία κι άλλαξαν περιβάλλον. Εγκαταςτάκθκαν με πλιρθ διακριτικότθτα ςε μια απόμερθ ςυνοικία του Βόλου.
[61]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΣΟ 27. Σο επόμενο βιμα του Θλία Κανονικά δεν ζπρεπε να αποτελζςει ζκπλθξθ για τον Θλία. Του το είχε πει κακαρά, θ Ματίνα, ότι ζχει πολιτικζσ ανθςυχίεσ κι ενδιαφζροντα. Αλλά άλλο είναι όταν ςυηιτθςαν ιδιωτικϊσ το κζμα οι δυο τουσ κι άλλο όταν τον ενθμζρωςε χωρίσ καμιά προθγοφμενθ ςυνεννόθςθ πωσ ςτισ επικείμενεσ φοιτθτικζσ εκλογζσ κα είναι υποψιφια με το ψθφοδζλτιο τθσ αριςτεράσ. Ζνιωςε μια αμθχανία και μια εςωτερικι δυςανεξία, αλλά δεν υπιρχαν πια και περικϊρια χειριςμϊν. Το γεγονόσ είχε επιςθμοποιθκεί. Θ Ματίνα βλζποντασ τθν διςτακτικι του κζςθ του το ξεκακάριςε: - Σου είχα πει τθ κζςθ μου ςτο κζμα. Αν ς’ ενοχλεί τόςο πολφ με λφπθ μου μεγάλθ ςε απελευκερϊνω από τθ δζςμευςθ μαηί μου. Δεν το κζλω γιατί πραγματικά ς’ αγαπάω, αλλά με το ηόρι τίποτα δε γίνεται. Ο Θλίασ τρόμαξε με τθν προοπτικι ότι κα χάςει τθ Ματίνα. Αντζδραςε αμζςωσ: - Μα τι λεσ τϊρα Ματίνα; Είναι δυνατόν να μθ ςτθρίξω τθν επικυμία ςου; Εςφ είςαι θ αγαπθμζνθ μου. Τϊρα ςχεδίαηα να ςου προτείνω ςτισ διακοπζσ του Ράςχα να πάμε ςτο Βόλο να γνωρίςεισ και να ςε γνωρίςει θ μάνα μου. Θ πρόςκαιρθ ζνταςθ που για λίγο ςτάκθκε ανάμεςά τουσ διαλφκθκε αυτόματα και θ Ματίνα χαμογελϊντασ μπροςτά ςε όλουσ τον αγκάλιαςε και τον φίλθςε: Εντάξει Ηλία μου. Θα πάμε όπωσ το είπεσ! Δεν μποροφςε να είναι μόνο παρατθρθτισ. Ζπρεπε και να βοθκιςει. Ρρακτικζσ δουλειζσ που πάντα χρειάηονται και ψθςτιρι, [62]
όπου μπορεί. Στουσ Βολιϊτεσ κατ’ αρχιν. Στον Μάριο ςυνάντθςε κάκετθ άρνθςθ: - Με ςυγχωρείσ Ηλία. Η οικογζνειά μου από παράδοςθ ανικει ςτο εκνικό ςτρατόπεδο κι αυτζσ είναι και οι δικζσ μου απόψεισ. Αν κεσ τθ γνϊμθ μου, κακϊσ κι εςφ ανακατεφτθκεσ ςτθν υπόκεςθ. Δεν ιταν ζκπλθξθ θ αντίδραςθ του Μάριου. Κρφοσ κι απόμακροσ ιταν πάντα. Καλφτερθ αποδοχι βρικε ςτθ Κζκλα: - Δεν νοιάηομαι και δεν ζχω ανθςυχίεσ για πολιτικά πράγματα. Πμωσ επειδι μου το λεσ και μόνο για ςζνα, που είςαι πατρίδα κα ψθφίςω. Ασ μείνει όμωσ το κζμα μεταξφ μασ. Δε κζλω να χαρακτθριςτϊ! Για ζνα διάςτθμα θ παρακολοφκθςθ των μακθμάτων και το διάβαςμα πιγε πίςω μζχρι τθ μζρα των εκλογϊν και δυςτυχϊσ τα αποτελζςματα δεν ιταν ευνοϊκά για το ψθφοδζλτιο τθσ Ματίνασ. Ιταν ακόμα νωρίσ για επάνοδο ςτο προςκινιο τθσ Αριςτεράσ. Ο φόβοσ για τισ ςυνζπειεσ, οι ζμμεςεσ πιζςεισ ζδωςαν για μια ακόμα φορά τθ νίκθ ςτθ ςυντθρθτικι παράταξθ. Βεβαίωσ υπιρξε βελτίωςθ ςε ςχζςθ με τα περςινά αποτελζςματα, αλλά ςτθν εκλογι δεν ζφταςαν. Ροια είναι τα ςυναιςκιματα του Θλία από αυτιν τθν περιπζτεια; Με τθ δραςτθριότθτα του καταγράφτθκε από γνωςτοφσ κι άλλουσ ωσ αριςτερόσ. Αυτό δεν τον ενοχλοφςε ιδιαίτερα, γιατί κι οι δικζσ του απόψεισ πάνω κάτω ςτο χϊρο αυτό βριςκόντανε. Πμωσ δεν ταραηόταν κιόλασ. Δεν ιταν από τισ πρϊτεσ του επιλογζσ. Θ ενεργόσ ανάμειξθ του οφειλόταν ςτο δεςμό του και τθν αγάπθ του για τθν Ματίνα. Ρροσ το παρόν αυτι ικελε κι όχι να ςϊςει όλθ τθν ανκρωπότθτα. Μετά τισ εκλογζσ κατάλαβε ότι τθ Ματίνα πρζπει να τθ μοιράηεται με τθν πολιτικι τθσ δράςθ και ςυμμετοχι. Πταν του προτάκθκε οργανωτικι ςυμμετοχι αντζδραςε και δεν δζχτθκε. Με τον καιρό κατάλαβε ότι θ Ματίνα δεν του ανικε. Ο ίδιοσ δεν ιταν ςτθν [63]
κορυφι των προτεραιοτιτων τθσ. Το χάςμα που ςτθν αρχι ιταν μια ςκζτθ χαραμάδα άνοιγε κάκε μζρα περιςςότερο ζωσ τθν ϊρα που χωρίσ εξθγιςεισ, αλλά εκ των πραγμάτων, δζχτθκαν τθν αςυμφωνία των επικυμιϊν τουσ και ο δεςμόσ τουσ τελείωςε άδοξα.
28. Παρθγοριά ςε άλλθ αγκαλιά Είναι χριςιμο να ειπωκεί ότι θ αγάπθ του για τθν Ματίνα δεν μποροφςε να ςβιςει αυτόματα. Ιταν θ πρϊτθ αγάπθ, θ πρϊτθ εμπειρία με τον ζρωτα κι αυτά τα πρϊτα είναι χαράγματα ςτθ καρδιά και τθ μνιμθ που πικανόν να μθ ςβιςουν ποτζ. Δεν τον πρόδωςε, δεν του είπε ψζματα. Αν ακολουκοφςε τα βιματά τθσ, θ αγάπθ τουσ κα ςυνεχιηόταν αλϊβθτθ. Αυτό τουλάχιςτον πίςτευε. Δε μάλωςαν, δεν αντάλλαξαν πικρά λόγια. Πταν αναγκαςτικά οι δρόμοι τουσ ςυναντιόνταν αντάλλαςαν ευγενικά χαιρετιςμοφσ. Πμωσ μζςα του θ πίκρα ιταν μεγάλθ και μθ ομολογθμζνθ. Το ςχζδιο για κοινό ταξίδι ςτο Βόλο ζμεινε ςτα χαρτιά. Δεν ταξίδευςε μόνοσ του. Ζτυχε να βρεκοφν ςτο τρζνο για τθν πατρίδα με τθ Κζκλα. Αυτι τον ρϊτθςε τί γίνεται με τθν Ματίνα. Είχε ανάγκθ κάπου να πει τον πόνο του κι αυτι βρζκθκε ςτο δρόμο του. Τθσ τα είπε όλα. Ερυκροςταυρίτιςςα εκείνθ ανζλαβε να καλφψει το κενό. Βεβαίωσ τα κίνθτρά τθσ δεν ιταν και τόςο άδολα, μα τι ςθμαςία ζχει αυτό; Το οχυρό ιταν ζτοιμο για παράδοςθ. Κι ο Θλίασ δεν ιταν ο τυχαίοσ που βρζκθκε ςτο δρόμο τθσ. Ιταν ςυνομιλικοσ, ωραίο παιδί κι ερωτεφςιμο. Το κυριότερο ιταν απ’ τθν ίδια πόλθ και ςποφδαηαν ςτθν ίδια ςχολι. Πλα ταιριαςτά κι θ Κζκλα δεν ιταν καμιά χαηι. Άρπαξε τθν ευκαιρία κι ζβαλε όλθ τθ γυναικεία τζχνθ να πετφχει το ςτόχο τθσ. Ο Θλίασ ιταν πρωτάρθσ ςτον ερωτικό τομζα, ενϊ θ Κζκλα είχε περιςςότερεσ εμπειρίεσ, ιταν και γυναίκα. Ιξερε να χειρίηεται καταςτάςεισ. Δε χρειάςτθκε πολφσ χρόνοσ να βρεκεί ςτθν αγκαλιά [64]
τθσ. Αυτό ζγινε ςτο Βόλο και μάλιςτα ςτθν φπαικρο ςε άβολεσ ςυνκικεσ. Ραρά τισ ςυνκικεσ ο Θλίασ για πρϊτθ φορά ζνιωςε τθν εμπειρία και τθν ζνταςθ τθσ ερωτικισ ολοκλιρωςθσ. Πταν γφριςαν ςτθν Ακινα και ιταν πια κολλθτοί ζγινε γνωςτόσ ο δεςμόσ τουσ. Φρόντιςε κι θ Κζκλα με λόγια ςε γνωςτοφσ, με τρυφερζσ χειρονομίεσ ενϊπιον των άλλων ςτο αμφικζατρο και τθ βιβλιοκικθ όπου διάβαηαν να διαδοκεί παντοφ θ νζα κατάςταςθ. Χωρίσ λόγια, αλλά με το κατάλλθλο φφοσ είπε ς’ όλεσ ότι ο Θλίασ είναι πλζον δικόσ τθσ. Ο Θλίασ τθν αρχικι αμθχανία ςφντομα τθν ξεπζραςε με μια αγιάτρευτθ εξαίρεςθ. Πταν μπροςτά του βριςκόταν θ Ματίνα. Τότε ζνιωκε ζναν κόμπο, κάτι περιςςότερο από αμθχανία, μα εκείνθ πζρα από τα λόγια των τυπικϊν χαιρετιςμϊν δεν του ζλεγε καμιά κουβζντα. Μςωσ μια ςυηιτθςθ τον απελευκζρωνε, αλλά τζτοια ευκαιρία δεν του δόκθκε.
[65]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΣΟ 29. Ο Σάςοσ και θ Μαριγϊ Ο τραγικόσ χαμόσ τθσ κόρθσ τουσ Μαριϊσ ςθμάδευςε ανεπίςτρεπτα τθν οικογζνεια του Τάςου. Το χτφπθμα ιταν μεγάλο για όλα τα μζλθ τθσ, αλλά ιδιαίτερα για τον πατζρα τθσ, τον Τάςο που θ Μαριϊ ιταν θ αδυναμία του. Θ αυτοκτονία του τζρατοσ που τθσ πιρε τόςο φρικτά τθ ηωι ικανοποίθςε όλουσ, αλλά ο πόνοσ παρζμεινε ακζραιοσ και τουσ κατζτρωγε μζρα με τθ μζρα. Θ οικογζνεια του δολοφόνου τθσ κόρθσ τουσ ζκανε απεγνωςμζνεσ προςπάκειεσ να ζρκουν ςε επαφι με τουσ γονείσ τθσ Μαριϊσ, αλλά ςυνάντθςαν κάκετθ άρνθςθ να ακοφςουν απ’ αυτοφσ ο,τιδιποτε. Τθλεφωνικζσ απόπειρεσ, γράμματα που δεν ανοίχτθκαν ποτζ. Ρζραςε καιρόσ να θςυχάςουν απ’ αυτοφσ. Κάποια ςτιγμι, οι ενοχλιςεισ ςταμάτθςαν. Θ υγεία του Τάςου κλονίςτθκε ανεπανόρκωτα. Ζνα ιςχυρό καρδιακό πρόβλθμα τον κράτθςε εκτόσ εργαςίασ για μινεσ κι ζμπαινε ερϊτθμα αν κα μπορζςει να επανζλκει. Κι ο Τάςοσ ιταν το Άλφα και το Ωμζγα όλων των εργαςιϊν του καταςτιματοσ. Κυρίωσ οι προμικειεσ από τα γφρω χωριά. Θ Μαριγϊ ςικωςε όλο το βάροσ των προβλθμάτων. Ζκανε τθν καρδιά τθσ πζτρα, προςπακϊντασ να εμψυχϊςει τουσ υπόλοιπουσ. Ζκανε τθν επιλογι μόνθ τθσ. Το μεγαλφτερο αγόρι, ο Κϊςτασ μόλισ τελείωςε το Λφκειο ανζλαβε ςτο μαγαηί. Το παλαιότερο ςχζδιο να ςπουδάςουν και τα δυο αγόρια, πιγε ςτράφι. Κα ςποφδαηε τουλάχιςτον ο μικρότεροσ, ο Φϊτθσ. Δοφλεψε με λφςςα και πείςμα να ξεπεράςει τα εμπόδια που δθμιοφργθςε ο χαμόσ τθσ Μαριϊσ και τα προβλιματα υγείασ τθσ κολόνασ του ςπιτιοφ τουσ, του αγαπθμζνου τθσ Τάςου. Ιταν και θ [66]
άλλθ δυςκολία. Αυτι δεν ζπρεπε να λυγίςει, δεν επιτρεπόταν να λιγοψυχιςει. Αν κάποιεσ ςτιγμζσ τα δάκρυα αςυγκράτθτα γζμιηαν τα μάτια τθσ φρόντιηε να το κρφβει. Μόνο όταν ιταν μόνθ τθσ άφθνε τον πόνο ελεφκερο να εκδθλωκεί. Ο Τάςοσ επανιλκε ςτο μαγαηί, αλλά δεν ιταν δυνατό να αναλάβει τα παλαιά του κακικοντα. Τισ προμικειεσ ςτο μαγαηί τισ ανζλαβε ο Κϊςτασ. Βρικαν προςωρινά ζναν ςυνεργάτθ να οδθγεί το φορτθγάκι που μετζφερε τα κρζατα μζχρι να βγάλει άδεια οδιγθςθσ ο Κϊςτασ, πράγμα που ζγινε κάποια ςτιγμι. Ο Τάςοσ, πλθγωμζνο κεριό, δε ςυμβιβαηόταν με τθ ςυντθρθτικι ηωι που τον ςυμβοφλευαν οι γιατροί. Τθν εποχι εκείνθ ακόμα δεν είχε αναπτυχκεί θ τεχνικι των εγχειριςεων ανοιχτισ καρδιάσ. Μόνο φαρμακευτικι αγωγι και ιρεμοι όροι διαβίωςθσ. Ρϊσ όμωσ να πείςουν το λιοντάρι να ηει ιρεμα; Το δεφτερο καρδιακό επειςόδιο τον αποτζλειωςε. Εκεί θ Μαριγϊ ζςπαςε. Ο Τάςοσ ιταν τα πάντα γι αυτιν. Μετά τθν κθδεία κλείςτθκε ςτο δωμάτιό τθσ κι άφθςε το ςυςςωρευμζνο πόνο τθσ να εκδθλωκεί. Κλάμα, οδυρμόσ κι άρνθςθ να βάλει μπουκιά ςτο ςτόμα τθσ. Μζςα ςε λίγεσ μζρεσ, οι λίγεσ άςπρεσ τρίχεσ που είχε ςτο κεφάλι τθσ, ζγιναν πλειοψθφία εκεί. Τα αγόρια τθσ ανθςφχθςαν κι ο Φϊτθσ χρθςιμοποίθςε τα μεγάλα μζςα: - Μάνα ζτςι πωσ πασ δε κα μπορζςω να δϊςω φζτοσ εξετάςεισ. Θα μπω κι εγϊ ςτο μαγαηί. Ο Κϊςτασ μόνοσ ςε λίγο κα λυγίςει. Δυνατι κι αποφαςιςτικι πάντα θ μάνα αντζδραςε αμζςωσ: - Μικρζ πάνω απ’ το πτϊμα μου κα περάςεισ για να μπεισ εκεί. Εςφ κα ςπουδάςεισ και μθ ςταματάσ τθν προετοιμαςία ςου. Αφριο κα πάω εγϊ να βοθκιςω τον Κϊςτα. Δεν ιταν για τουσ γιουσ ζκπλθξθ θ αντίδραςθ τθσ μάνασ τουσ. Τθν ιξεραν καλά.
[67]
30. Ο Φϊτθσ φοιτθτισ - Ρου κα δϊςεισ Φϊτθ εξετάςεισ; τον ρϊτθςε θ μάνα του - Εγϊ κα γίνω δικθγόροσ μάνα! - Μακάρι, Φϊτθ μου! Απ’ το ςτόμα ςου και ςτου κεοφ τ’ αυτί. Μετά το τζλοσ του ςχολείου κα κατζβουμε ςτθν Ακινα να τακτοποιιςουμε τα απαιτοφμενα. - Δε χρειάηεται να κουβαλθκείσ κι εςφ. Μεγάλο παιδί είμαι. Θα τα ρυκμίςω μόνοσ μου. Γεμάτθ περθφάνια θ Μαριγϊ του είπε: Ναι παλικάρι μου! Εςφ! Τα γεγονότα ωρίμαςαν τον Φϊτθ πριν τθν ϊρα του. Θ δολοφονία τθσ Μαριϊσ τουσ ςακάτεψε όλουσ. Αλλά κι ο πρόωροσ κάνατοσ του πατζρα του, τον ζβαλε μπροςτά ςε νζα δεδομζνα. Πςεσ δυςκολίεσ κι αν αντιμετωπίςει πρζπει μόνοσ του να τισ ξεπεράςει. Δεν υπάρχει άλλοσ να τον ςτθρίξει. Ρρϊτθ φορά κατεβαίνει ςτθν πρωτεφουςα, μα πάει ςτο διάολο τόςοι και τόςοι τα ζβγαλαν πζρα, γιατί όχι κι αυτόσ. Με τον αζρα αυτισ τθσ αποφαςιςτικότθτασ τα κατάφερε. Γφριςε ςτα Γιάννενα πιο ϊριμοσ, αναμζνοντασ να ζρκει θ θμερομθνία των εξετάςεων και ςυνζχιςε εντατικά τθν προετοιμαςία με εντατικό διάβαςμα. Δε φοβόταν. Πλοι ζλεγαν το πόςο καλόσ είναι ςτα γράμματα. Να θ ευκαιρία να τουσ επιβεβαιϊςει. Μζςα ςτισ νζεσ ςυνκικεσ που μετά τισ απϊλειεσ δθμιουργικθκαν βγικε από μζςα του ζνα πείςμα, μια δφναμθ που προθγουμζνωσ, ςτθν εφθςυχαςμζνθ κατάςταςθ, που του εξαςφάλιηαν οι δικοί του, ιταν εν υπνϊςει. Τα αποτελζςματα, όταν με κακυςτζρθςθ ανακοινϊκθκαν βεβαίωςαν του λόγου το αςφαλζσ. Ο Φϊτθσ ζπρεπε να ετοιμάςει τα μπαγκάηια του για τθν Ακινα. Ζνα απόγευμα που βρζκθκαν τ’ αδζλφια μόνα ςτο μαγαηί, λίγεσ μζρεσ πριν ο Φϊτθσ φφγει για τθν [68]
Ακινα ο μεγαλφτεροσ Κϊςτασ ζδινε ςτον αδελφό του τισ τελευταίεσ ςυμβουλζσ: - Να είςαι προςεκτικόσ μικρζ! Η Ακινα μασ ζφαγε το κορίτςι μασ. Τα μάτια ςου δεκατζςςερα. Άλλα προβλιματα θ μάνα δε κ’ αντζξει! Ζκανε μια μικρι ςτάςθ με αμφίβολθ διάκεςθ. Ο Φϊτθσ τον ιξερε απ’ ζξω κι ανακατωτά: Ρεσ το, μθ διςτάηεισ. Σε βλζπω! Ριρε κάρροσ και το ζβγαλε: - Άκου Φϊτθ. Η Μαριϊ μασ λίγο πριν τθν χάςουμε είχε πάρει τθλζφωνο ςτο μαγαηί. Ζτυχε να είμαι μόνοσ μου. Μου είπε να προετοιμάςω τθν κατάςταςθ. Θα ζφερνε ςτουσ γονείσ μασ το αγόρι τθσ να το γνωρίςουν. Νίκο είπε ότι τον λζνε. Σε δυο μζρεσ ιρκε το τραγικό άγγελμα κι αυτό δεν το είπα πουκενά. Εκείνεσ τισ μζρεσ φοβικθκα και μετά μασ πιραν μπάλα οι εξελίξεισ. Πμωσ όλο τον καιρό με παιδεφει αυτό. Μιπωσ τα πράγματα είναι αλλιϊσ; Μιπωσ δεν είδαμε όλεσ τα πλευρζσ τθσ υπόκεςθσ; Μπροςτά ςτο κυμό του μπαμπά ςιωποφςα… - Αυτό δε ςθμαίνει ότι είναι ακϊοσ. - Σίγουρα όχι. Αλλά δεν δϊςαμε καμιά ςθμαςία ςτισ προςπάκειεσ των δικϊν του, να μασ εξθγιςουν τί κζλουν. Το τθλζφωνο τουσ το κλείναμε και τα γράμματα τα ςχίηαμε χωρίσ να τα διαβάηουμε. Τϊρα, με τόςθ κακυςτζρθςθ, αν μπορείσ κι αν κζλεισ, για κοίταξε μθν τυχόν τουσ βρεισ. Να ακοφςουμε τί ικελαν. Τον ζβαλε ςε ςκζψεισ: - Ροφ να τουσ βρω τϊρα; - Άκου, ζχω κρατιςει δυο τρεισ εφθμερίδεσ των θμερϊν. Ρριν φφγεισ κα ςου τισ δϊςω. Μζςα ζχουν ονόματα κι άλλεσ πλθροφορίεσ. Το ζχω βάροσ ςτθ ψυχι μου ρε Φϊτθ! - Καλά, κα δω τι μπορϊ να κάνω. [69]
31. Είναι ςφμπτωςθ ι κεϊκι βοφλθςθ Τι μπορεί να πει κανζνασ για τζτοιεσ ςυμπτϊςεισ; Ο Φϊτθσ βρζκθκε ςτθν ίδια ςχολι με τον Θλία. Πχι βζβαια ςτο ίδιο ζτοσ, αλλά θ τφχθ το ζφερε να γνωριςτοφν ςε μια φοιτθτικι εκδρομι και να ταιριάξουν. Ο Θλίασ τον ςυμπάκθςε και ωσ παλαιότεροσ τον βοικθςε με πολλοφσ τρόπουσ να προςαρμοςτεί και να ζχει καλφτερθ πορεία ςτα μακιματα. Σθμειϊςεισ, ποια κζματα πρζπει να προςζξει και ποιεσ οι ιδιομορφίεσ του κάκε κακθγθτι. Ο Φϊτθσ εκτίμθςε πλιρωσ τθ βοικεια του Θλία και τον κεωροφςε καλό του φίλο. Είχε ενθμερϊςει τουσ δικοφσ του και θ μάνα του, που είχε βαρφνει λίγο, του το είπε: - Ρροςκάλεςε τον εδϊ να τον φιλζψουμε κι εμείσ, αφοφ τόςο ςε βοικθςε! Θ πρόςκλθςθ είχε γίνει και το κζμα ιταν ςε εκκρεμότθτα. Βεβαίωσ ο κακζνασ από τουσ δυο είχε τισ δικζσ του ζγνοιεσ και τα δικά του προβλιματα. Ο Θλίασ ιταν μόνοσ. Ο ερωτικόσ δεςμόσ του με τθ Κζκλα δεν άντεξε ςτο χρόνο. Ερωτικά ταιριάηανε. Πμωσ οι χαρακτιρεσ τουσ ιταν διαφορετικοί, όπωσ κι οι προτεραιότθτεσ που είχαν ςτθ ηωι τουσ. Ο Θλίασ ιταν άτομο χαμθλϊν τόνων, δεν κυνθγοφςε τισ κοινωνικζσ εκδθλϊςεισ. Βεβαίωσ τον ενδιζφεραν το κζατρο, ο κινθματογράφοσ και το διάβαςμα βιβλίων, αλλά μποροφςε να ηιςει χωρίσ τα κοςμικά πάρτι, τα κζντρα διαςκζδαςθσ και τθ λατρεία ςτα αςτζρια τθσ ςόου-μπίηνεσ. Ζτςι μζρα με τθ μζρα θ αρχικι ορμι τθσ ςχζςθσ τουσ άρχιςε να κολϊνει, ζωσ τθ μζρα που θ Κζκλα βρικε τθν αδελφι-ψυχι. Δεν δίςταςε κακόλου να δθμιουργιςει νζο δεςμό κι ο Θλίασ το δζχτθκε ωσ αναπόφευκτο - και αν κζλεισ - λίγο ωσ λφτρωςθ. Δεν μάλωςαν, χϊριςαν ςα φίλοι ξζροντασ ότι φταίει θ διαφορά των χαρακτιρων τουσ. Θ κφμθςθ τθσ Ματίνασ ηοφςε υπόκωφα μζςα του, αλλά δεν τολμοφςε να το ομολογιςει οφτε ςτο ίδιο του τον εαυτό. [70]
Θ Ματίνα είχε δραςτθριοποιθκεί ςτα πολιτικά τθσ ενδιαφζροντα με τθν ίδια αρχικι ηζςθ που ξεκίνθςε. Δε γνϊριηε αν ζχει κάποιο ςτακερό δεςμό κι οφτε τολμοφςε να ρωτιςει τρίτουσ. Αν είχε κάτι, κα ιταν ζξω απ’ τθ ςχολι, γιατί αλλιϊσ κα φαινόταν. Θ αιςκθματικι ηωι του ιταν ςε εκκρεμότθτα. Ο Φϊτθσ είχε το κακικον που του ανάκεςε ο αδελφόσ τθσ. Με τα ςτοιχεία που του ζδωςε ο Κϊςτασ λίγα πράγματα μποροφςε να κάνει. Σκζφτθκε τισ βιβλιοκικεσ. Να βρει τισ εφθμερίδεσ τθσ εποχισ. Στθν Εκνικι Βιβλιοκικθ δε βρικε τθν εξυπθρζτθςθ που ικελε. Στθν Ραλαιά Βουλι ςτθν πλαϊνι είςοδο βρικε εφκολα τα ςϊματα των εφθμερίδων τθσ εποχισ των γεγονότων. Ακρόπολισ και Ακθναϊκι είχαν αναλυτικά ρεπορτάη για τον «δράκο του Ρεδίου του Άρεωσ». Με τθν ανάγνωςθ αναβίωςαν μζςα του όλα τα αρνθτικά ςυναιςκιματα του χαμοφ τθσ Μαριϊσ. Πμωσ κάπου αναφερόταν το επϊνυμο τθσ οικογζνειασ: Νικολάου Νίκοσ ο κφτθσ, Αντϊνθσ και Κατίνα οι γονείσ. Εκεί βρικε τθ διεφκυνςθ κατοικίασ του Νίκου. Τι παράξενο! Μετά τθν αυτοκτονία του δράςτθ το κζμα ζςβθςε ολοςχερϊσ από τισ ςελίδεσ τθσ επικαιρότθτασ. Καμιά ζρευνα, κανζνα τελικό ςυμπζραςμα. Θ αυτοκτονία του Νίκου βόλεψε τουσ πάντεσ και τουσ απάλλαξε από άλλουσ δρόμουσ αναηιτθςθσ. Ριγε ςτθ διεφκυνςθ που αναφερόταν ςτισ εφθμερίδεσ, αλλά οι νζοι ζνοικοι του ςπιτιοφ δεν ιξεραν τίποτε για τουσ παλαιοφσ ιδιοκτιτεσ. Απλϊσ είχαν - εκ των υςτζρων - ακοφςει για τθν τραγικι περιπζτεια τθσ οικογζνειασ. Χτφπθςε κι άλλεσ πόρτεσ τθσ γειτονιάσ, αλλά και εκεί δε βρικε τίποτα το ιδιαίτερο. ωτϊντασ ςτθ γειτονιά ζμακε ότι λίγο χρόνο μετά το τραγικό ςυμβάν οι γονείσ του Νίκου άδειαςαν ξαφνικά το ςπίτι κι ζφυγαν. Βλζπεισ θ ατμόςφαιρα ζγινε γι αυτοφσ είχε γίνει αφόρθτθ. Πλοι πίςτεψαν τθν εκδοχι ότι ο μοναχογιόσ τουσ είναι ο δράκοσ του Ρε[71]
δίου του Άρεωσ. Ροφ πιγαν, ηουν ι όχι ιταν ερωτιματα ςτα οποία δεν είχε ςτοιχεία για να δϊςει απαντιςεισ. ϊτθςε πολλοφσ. Το ςπίτι είχε πουλθκεί και οι νζοι ιδιοκτιτεσ ιταν άςχετοι με το κζμα. Λίγο πριν απομακρυνκεί από τθν περιοχι μπικε ς’ ζνα μαγαηάκι να πάρει ζνα μπουκάλι νερό κι εκεί ιταν μια θλικιωμζνθ γυναίκα. Μόνο από ζμπνευςθ ρϊτθςε τθ γυναίκα: - Γνωρίηατε τον νεαρό που ζπνιξε το κορίτςι ςτο Ρεδίο του Άρεωσ; - Ρϊσ δεν τον ιξερα παιδί μου; Ζνα χρυςό παιδί που ζχει μπει εκατοντάδεσ φορζσ ςτο μαγαηί. Ασ λζνε ότι κζλουν! Εγϊ ξζρω ότι ο Νίκοσ δεν μποροφςε να πειράξει μυρμθγκάκι. - Μα πϊσ; Η Αςτυνομία άλλα είπε. - Τι να ςου πω παιδί μου, δυο νζα παιδιά πιγαν τηάμπα. Δυο οικογζνειεσ κρινθςαν τα παιδιά τουσ. Εγϊ ποτζ δεν πίςτεψα αυτά που είπανε. Κι οι γονείσ του νοικοκυραίοι και καλοί άνκρωποι. Πλεσ τισ πλθροφορίεσ τθσ ζρευνασ του τισ μεταβίβαςε αναλυτικά με γράμμα ςτον αδελφό του και μπικε ςε ςκζψεισ ποιο μπορεί να είναι το επόμενο βιμα του. Δεν ιταν μόνο το κακικον που του ανζκεςε ο Κϊςτασ. Το ενδιαφζρον του είχε εξαφκεί. Τα καλά λόγια που είχε ακοφςει για το δράςτθ δεν ταίριαηαν με τθν αποδιδόμενθ ς’ αυτόν πράξθ. Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά και πρζπει να ςκεφτεί τα επόμενα βιματα τθσ αναηιτθςισ του. Πχι τϊρα που άρχιςε δε μποροφςε να το αφιςει ςτθ μζςθ.
32. Θ εξομολόγθςθ του Φϊτθ ςτον Θλία Βεβαίωσ κα βοθκοφςε αφάνταςτα να είχε πρόςβαςθ ςτο φάκελο τθσ υπόκεςθσ, αλλά δεν είχε πρόςβαςθ ςε κάτι τζτοιο οφτε ιξερε τα βιματα που ζπρεπε να ακολουκιςει για να το πετφχει. Να πάει ςτθν Αςτυνομία οφτε ςυηιτθςθ. Στθν ειςαγγελία; Με ποια αιτιολογία; Αν ζχουν τθ φωλιά τουσ χεςμζνθ δεν κα δϊςουν τίποτα. Κα το παίξουν αδιάφοροι. [72]
Τι να κάνει λοιπόν; Βρζκθκε ςε αδιζξοδο. Και τότε του ιρκε ςτο μυαλό ο Θλίασ. Αυτόσ είναι πιο ζξυπνοσ από μζνα, πιο παλαιόσ ςτθν Ακινα, ςε ζνα χρόνο παίρνει πτυχίο, κα με ςυμβουλζψει. Στο πρϊτο τρακάριςμά τουσ ςτθ ςχολι του το είπε: - Ηλία, ζχω ζνα ςοβαρό πρόβλθμα και κζλω τθ ςυμβουλι ςου. Πποτε ζχεισ χρόνο κα ικελα να ςε απαςχολιςω. - Ρεσ το! Σ’ ακοφω! - Είναι ζνα ςοβαρό οικογενειακό μασ κζμα και αν μπορείσ κάπου άνετα και να ζχουμε χρόνο. Θεσ ςπίτι μου κάποια ςτιγμι; Σκζφτθκε λίγο και μετά του είπε: Ζλα ςτο δικό μου μετά τισ πζντε το απόγευμα. Του είπε τθ διεφκυνςθ κι ο Φϊτθσ χάρθκε: Κακόμαςτε πολφ κοντά! Θα ζρκω! Ρζντε και πζντε χτφπθςε τθν πόρτα του Θλία. Το δωμάτιο του ιταν ςαν το δικό του. Ζτςι ζνιωςε περιςςότερο άνετα. Άλλωςτε ο Θλίασ του είχε απ’ τθν αρχι φερκεί με τον καλφτερο τρόπο. Δεν κακυςτζρθςε κακόλου κι άρχιςε να του περιγράφει το οικογενειακό του δράμα. Τθ δολοφονία τθσ αδελφισ του, τθν αυτοκτονία ςτα κρατθτιρια του δολοφόνου τθσ, τθν επίπτωςθ του γεγονότοσ ςε όλουσ, τθν αρρϊςτια και τον τελικό κάνατο του πατζρα τουσ, τισ επιλογζσ τθσ μάνασ ο Κϊςτασ να μείνει ςτο μαγαηί και κι αυτόσ να ςπουδάςει. Ζκλειςε με το κακικον που του ανζκεςε ο Κϊςτασ και τισ ζρευνεσ που μζχρι τϊρα ζκανε. Στθ διάρκεια τθσ περιγραφισ των ςυμβάντων δεν πρόςεξε τθν αλλαγι τθσ ζκφραςθσ ςτο πρόςωπο του Θλία. Τον διζκοψε μια φορά να τον ρωτιςει: Ροια ιταν τα ονόματα τθσ οικογζνειασ του Νίκου; Αντϊνθσ και Κατίνα Νικολάου. Με κόπο ςυγκράτθςε τον εαυτό του:
[73]
- Σίγουρα τα γεγονότα που ζηθςε θ οικογζνειά ςου είναι ςυνταρακτικά και ςου εκφράηω τθν ειλικρινι μου ςυμπάκεια. Αναρωτιζμαι όμωσ πϊσ μποροφςα εγϊ να βοθκιςω; - Ζφταςα ςε αδιζξοδο. Δεν ξζρω τι να κάνω παρακάτω. Ζχω όμωσ μια ιδζα. Ρϊσ νομικά κα μποροφςα να μάκω τι περιλαμβάνει ο φάκελοσ τθσ υπόκεςθσ; Θα ικελα τθ νομικι ςου ςυμβουλι. Ο Θλίασ ικελε χρόνο για δικοφσ του λόγουσ και θ απάντθςθ που του ζδωςε ιταν: - Άςε να το ςκεφτϊ. Κατάλαβα τι ηθτάσ. Θα ρωτιςω κι ζναν πιο ζμπειρο από μζνα και ςε κάνα δυο μζρεσ τα ξαναλζμε. Εντάξει; - Είςαι καλόσ φίλοσ και ς’ ευχαριςτϊ. Εντάξει!
33. Ο Θλίασ αποφαςίηει Ευτυχϊσ ςυγκρατικθκε. Μάλλον ο Φϊτθσ δεν κατάλαβε τον κεραυνό που τον χτφπθςε κατακζφαλα. Αν αυτό δεν είναι καφμα τότε τίποτα δεν είναι. Ασ παραμείνει ψφχραιμοσ. Μθν κάνει βιαςτικζσ κινιςεισ. Είναι δεςμευμζνοσ με τθν υπόςχεςθ που ζδωςε ςτον κυρ Αντϊνθ και τθν κυρά Κατίνα. Να τθν πάρει τθλζφωνο; Πχι ασ μθν τθν αναςτατϊςει πριν να ζχει κάτι οριςτικό. Θ πρϊτθ δουλειά είναι να πάει ςτθ κυρίδα. Σχεδίαηε ν’ ανοίξει το φάκελο αφοφ πάρει το πτυχίο μα θ ςθμερινι εξζλιξθ επιτάχυνε τα πράγματα. Αφριο πρωί- πρωί κα ανοίξει το φάκελο. Ζτςι κι ζκανε. Το πρωί ςτο υπόγειο τθσ τράπεηασ άνοιξε τθ κυρίδα. Μζςα είχε τον κλειςτό φάκελο και κάποια από τα λεφτά που ςτθν πρϊτθ φάςθ του είχε δϊςει θ οικογζνεια Νικολάου. Από το βιβλιάριο που του άφθςε μετά το κάνατό του με το μεγαλφτερο ποςό είχε κάνει κάποιεσ μικρζσ αναλιψεισ που ςχεδόν αναπλθρϊκθκαν από τουσ τόκουσ. Αυτό γιατί δε γνϊριηε τί χριματα κα χρειαςτοφν για τθν υλοποίθςθ τθσ άγνωςτθσ μζχρι τϊρα αποςτολισ. Αποφάςιςε ότι ιρκε θ ϊρα. Ριρε μόνο τον φάκελο και με προςοχι τον ζβαλε ςτο χαρτοφφλακα που είχε φζρει μαηί του. Κα τον [74]
άνοιγε μόνο ςτο δωμάτιό του ςε ςυνκικεσ αςφάλειασ. Πταν ανοίχτθκε μζςα ιταν μια επιςτολι που απευκυνόταν ς’ αυτόν, μια ςειρά αποκόμματα εφθμερίδων και μερικζσ φωτογραφίεσ. Ρρϊτα άρχιςε να διαβάηει τθν επιςτολι. Αγαοησέ μαρ Ηλία Όοψρ ςξτ είοα ςσημ οπώση εοιςσξλή, αοό σημ οπώση ςσιγμή οξτ ςε γμψπίςαμε ςε ςτμοαθήςαμε. Με σα αοξκόμμασα οξτ είμαι σξοξθεσημέμα με φπξμξλξγική ςειπά θα αοξκσήςειρ μια εικόμα σηρ ξικξγεμειακήρ σπαγψδίαρ οξτ ζήςαμε. Τξ οαιδί μαρ ήσαμ έμα αςσέπι οξτ έςβηςε οπιμ λάμχει μ’ όλη ση δύμαμη σξτ. Κάμαμε εοαμειλημμέμερ αισήςειρ ςσημ Αςστμξμία και σιρ ειςαγγελικέρ απφέρ μα επετμήςξτμ αοό σημ απφή σα ςσξιφεία. Φψμή βξώμσξρ εμ ση επήμψ. Δεμ ειςακξτςσήκαμε. Ο γιξρ μαρ ατσξκσόμηςε γιασί δεμ άμσενε σημ μσπξοή και σξ διαςτπμό. Τη Μαπιώ σημ αγαοξύςε. Μαρ σημ έυεπε ςσξ ςοίσι και είδαμε με σα μάσια μαρ σημ λασπεία οξτ έσπευε ξ έμαρ για σξμ άλλξ. Ούσε ςσιγμή δεμ οέπαςε αο’ σξ μταλό μαρ η ςκέχη οψρ ξ γιξρ μαρ έφει ςτμμεσξφή ςε ατσό σξ αμξςιξύπγημα. Ππξςοαθήςαμε μα έπθξτμε ςε εοαυή με σημ ξικξγέμεια σηρ Μαπιώρ αλλά δεμ βπήκαμε αμσαοόκπιςη. Σσείλαμε απκεσά γπάμμασα, αλλά καμιά αοάμσηςη δεμ τοήπνε. Τξτρ κασαλαβαίμψ και σξτρ δικαιξλξγώ. Κι ατσξί έφαςαμ σξ οαιδί σξτρ. Κάοξια ςσιγμή δεφσήκαμε εμ μέπει σημ άδικη μξίπα μαρ. Πξτλήςαμε με μεςίση όςξ-όςξ όλα σα οεπιξτςιακά μαρ ςσξιφεία και ςτμυψμήςαμε μα ζήςξτμε σξ τοόλξιοξ σηρ ζψήρ μαρ ςσημ αμψμτμία.
Η οίκπα
όμψρ ζξύςε ζψμσαμή μέςα μαρ.
Όσαμ ςε γμψπίςαμε είοαμε με ση γτμαίκα μξτ μα ςξτ μεσαβιβάςξτμε ατσό σξ καθήκξμ. Κάμε, αγόπι μξτ, μια οπξςοάθεια ςσξ όμξμα σηρ δικαιξςύμηρ. Ό,σι γίμει. Καμείρ δε θα ςξτ ζησήςει ετθύμερ. Σσηπιζόμαςσε μόμξ ςσημ καλή ςξτ διάθεςη. Τα [75]
λευσά οξτ ςξτ δώςαμε είμαι μα ςξτ κάμξτμε ση διαβίψςη οιξ άμεση. Σε μαρ είμαι άφπηςσα. Κι άλλψςσε η τγεία μξτ δεμ μξτ αυήμει οξλλά οεπιθώπια. Σε μιώθξτμε λίγξ ςαμ οαιδί μαρ και σα δικαιξύςαι. Σξτ ετφόμαςσε καλή ςσαδιξδπξμία κι ετστφία ςση ζψή ςξτ. Αμσώμηρ- Κασίμα
Τα αποκόμματα τα διάβαςε ζνα- ζνα, μα θ ςυηιτθςθ που είχε γίνει με το Φϊτθ του είχαν δϊςει ιδθ μια πρϊτθ εικόνα. Τθν προςοχι του τθν τράβθξαν οι φωτογραφίεσ. Ιταν φωτογραφίεσ του γιου τουσ ςε διάφορεσ θλικίεσ, μια φωτογραφία τθσ Μαριϊσ μόνθ τθσ με γλυκιά αφιζρωςθ ςτον «αγαπθμζνο τθσ Νίκο» και μια οι δυο αγκαλιαςμζνοι βγαλμζνθ από ζναν από τουσ φωτογράφουσ που με τισ τρίποδεσ μθχανζσ τουσ βρίςκονταν ς’ όλεσ τισ πλατείεσ εκείνθ τθν εποχι.
34. Επικοινωνία Θλία και Φϊτθ Τον ςυγκίνθςε όλθ θ υπόκεςθ. Τελικά οι χρυςοί άνκρωποι Αντϊνθσ και Κατίνα ηοφςαν με ςιωπι κι αξιοπρζπεια το μεγάλο δράμα τουσ. Τόςα χρόνια δεν είπαν κουβζντα, δεν παραπονζκθκαν ποτζ. Αξιοπρεπείσ ςτο ζπακρο και φιλάνκρωποι. Δε μπορεί ο Θλίασ να ξεχάςει τα πρϊτα χριματα που του ζδωςαν κι ζκαναν υποφερτι τθν φοιτθτικι του περίοδο. Τϊρα του το εξιγθςαν. Τουσ κφμιηε τον αδικοχαμζνο μοναχογιό τουσ. Στιριξαν ς’ αυτόν τθν τελευταία ελπίδα δικαίωςθσ. Ο κυρ Αντϊνθσ δεν πρόλαβε ο άμοιροσ. Τον πρόδωςε θ καρδιά του, γεγονόσ που ίςωσ είχε ευκεία ςχζςθ με τθ ςυςςωρευμζνθ πίκρα που θ ηωι του επεφφλαξε. Ηει όμωσ θ κυρία Κατίνα που είναι κι θ καλφτερθ ςυντροφιά ςτθ μάνα του. Ζχει άπειρο χρζοσ απζναντί τθσ. Ορκίηεται ςε ό,τι ζχει ιερό κι όςιο να κάνει τα πάντα για να πάψει θ αδικία. Βεβαίωσ οι ηωζσ δε γυρίηουν πίςω, αλλά κα είναι τόςο ανακουφιςτικι μια θκικι δικαίωςθ. Αρχίηει κι αυτόσ να αιςκάνε[76]
ται λίγο ςαν το χαμζνο παιδί τουσ. Κα προςπακιςει όςο μπορεί. Κα ςτφψει το μυαλό του να κατεβάςει ιδζεσ που κα βοθκιςουν να αποκαλυφκεί θ αλικεια. Ρρϊτον κα αποκαλφψει ςτο Φϊτθ τθν ευτυχι ςφμπτωςθ να γνωρίηει κι αυτόσ τθν υπόκεςθ και τθ ςτερεά απόφαςι του να αναηθτιςει τθν αλικεια. Μετά ιδθ ζχει ςτο μυαλό του κάποια από τα επόμενα βιματα. Δεν ζχαςε καιρό. Ριγε ςτο ςπίτι του και τον βρικε. Μαηί του είχε όλο το αποδεικτικό υλικό. Πταν άκουςε τισ πρϊτεσ εξθγιςεισ και είδε ςτισ φωτογραφίεσ τθν αγαπθμζνθ του αδελφι ξζςπαςε ςτα κλάματα: - Δεν εξθγείται αλλιϊσ αδελφζ θ ςφμπτωςθ. Ζβαλε το χζρι του ο Θεόσ για να λάμψει θ αλικεια. Ρροςφζρομαι εκελοντισ ς’ αυτόν το ςτόχο. Ράμε ςτον ΟΤΕ να πάρω τθλζφωνο ςτον αδελφό μου. Δεν μποροφςε να αρνθκεί ςτον αδελφό τθσ Μαριϊσ οποιαδιποτε χάρθ. Ζνιωκε πλιρωσ τον πόνο του. Ρθγαίνοντασ για το τθλζφωνο ο Φϊτθσ του είπε: - Θζλω μια ακόμα μεγαλφτερθ χάρθ. Για τθ μάνα μου περιςςότερο, που μζρα με τθ μζρα λιϊνει μ’ αυτόν τον καθμό. Να πάμε αφριο ςτα Γιάννενα. Να τθσ τα πεισ, να τα δει. Είναι παλικάρι. Θα πάρει πάλι πάνω τθσ. Μθ ςτεναχωριζςαι για τα ζξοδα. Τα ειςιτιρια κα τα πλθρϊςω εγϊ. Δίςταςε λίγο ςκεφτικόσ. Και μετά αποφαςιςτικά του απάντθςε: - Για τα λεφτά δεν υπάρχει κακόλου πρόβλθμα. Η οικογζνεια από τθν αρχι με προίκιςε καλά. Θζλω κι εγϊ ζνα αντίδωρο από ςζνα. Πταν γυρίςουμε κα πάμε μαηί ςτο Βόλο. Ο κυρ Αντϊνθσ πζκανε, αλλά θ κυρά Κατίνα περιμζνει χρόνια μια καλι είδθςθ. - Ζγινε. Στο υπόςχομαι Ηλία! Ραράτθςαν τα πάντα. Ραρακολουκιςεισ μακθμάτων κι άλλεσ δικζσ τουσ αςχολίεσ. Τθν άλλθ μζρα το πρωί μπικαν ςτο λεωφορείο τθσ γραμμισ και ξεκίνθςαν για τα Γιάννενα. [77]
35. Θ χαρά τθσ Μαριγϊσ Ζφταςαν το απόγευμα και ςτο ςτακμό τουσ περίμενε ο Κϊςτασ. Κερμι αγκαλιά με τον αδελφό του και ςυγκρατθμζνοσ αλλά ευγενικόσ χαιρετιςμόσ ςτον καινοφργιο επιςκζπτθ. Τουσ πιγε κατευκείαν ςτο ςπίτι, όπου θ ειδοποιθμζνθ Μαριγϊ είχε ςτιςει ζνα πλοφςιο τραπζηι, αντάξιο τθσ οικογενειακισ τουσ παράδοςθσ. Ζγιναν οι ςυςτάςεισ κι ο Φϊτθσ ορμθτικόσ άρχιςε να περιγράφει τα νζα ςτοιχεία και τουσ ζδειξε και τισ φωτογραφίεσ. Υπιρχε μια ςυγκίνθςθ που τα τραγικά ςυμβάντα ηωντάνεψαν για μια ακόμα φορά. Μετά ο Θλίασ μίλθςε για το ηευγάρι Αντϊνθ και Κατίνασ που ιρκαν ςτθ γειτονιά του. Τουσ είπε ότι ποτζ δεν μίλθςαν για το δράμα τουσ. Μόνο μετά το κάνατο του πατζρα Αντϊνθ άρχιςε να μακαίνει για το κζμα. Τουσ είπε για τθν οικονομικι βοικεια που του ζδωςαν και τθν άγνωςτθ μζχρι δυο μζρεσ αποςτολι που του ανάκεςαν. Τθν Μαριγϊ τθν ζπιαςαν τα κλάματα και το παράπονο: - Αχ παιδί μου, αυτό το δράμα πζρα απ’ το αγγελοφδι μασ, ζςτειλε ςτον τάφο και τον άντρα μου. Απ’ τθ ςτεναχϊρια και τον καθμό ζπακε ότι ζπακε. Κςωσ δεν κάναμε καλά που δε δεχτικαμε επαφι με τθν οικογζνεια του Νίκου. Η γνωριμία ςου με το Φϊτθ μου είναι κακαρό μινυμα απ’ το κεό και πρζπει να το ςεβαςτοφμε και να το ακολουκιςουμε. Πχι παιδιά μου, δεν είναι τυχαία πράγματα αυτά. Είναι θ κεία πρόνοια που ςϊηει κι ευλογεί. Γιατί να μθν είναι ηωντανόσ κι ο Τάςοσ μου να δει λίγθ χαρά. Να είςαι καλά αγόρι μου. Θα είναι βάλςαμο ςτθν ψυχι μου ν’ αποκαλυφκεί θ αλικεια. Θ χαρά τθσ μάνασ τουσ ιταν παρθγοριά και για τα δυο αγόρια. Ο αρχικόσ διςταγμόσ του Κϊςτα ζγινε ενκουςιαςμόσ κι ακολοφκθςε ζνα γενναίο φαγοπότι, που κράτθςε μζχρι αργά το βράδυ. Τθν άλλθ μζρα οι δυο τουσ, είπαν ότι γυρίηουν ςτθν Ακινα. Στισ διαμαρτυρίεσ τθσ Μαριγϊσ και του Κϊςτα αντζτειναν το επιχείρθ[78]
μα ότι ζχουν υποχρεϊςεισ ςτθ ςχολι. Θ Μαριγϊ τουσ γζμιςε με καλοφδια τθσ περιοχισ και τουσ ζδωςε τθν ευχι τθσ. Μζςα ςτο λεωφορείο κάνοντασ τον απολογιςμό, ο Φϊτθσ είπε: - Καλά πιγαμε ωσ εδϊ. Στθ ςυνζχεια τί κάνουμε; - Ρρϊτα κα πάμε ςτο Βόλο. Το χρωςτάω ςτθν κυρά Κατίνα. Μετά ζχω κάποιεσ ιδζεσ, αλλά κα τισ ςυηθτιςουμε ςτθν επιςτροφι. - Εντάξει! είπε ο Φϊτθσ. Πταν θ μάνα του Θλία, τουσ είδε ζξω από τθν πόρτα ζβγαλε μια κραυγι χαράσ: - Τί όμορφθ ζκπλθξθ αυτι Ηλία μου; Ροιό είναι το παλικάρι δίπλα ςου; Ζκανε τισ ςυςτάςεισ: - Ο φίλοσ ο Φϊτθσ. Κι αυτόσ ςπουδάηει δικθγόροσ ςτθν Ακινα. - Ελάτε μζςα παιδιά μου! - Μάνα, θ κυρά Κατίνα τι κάνει; - Καλά είναι. Να τθν φωνάξω να ςε δει; - Άςε να πάμε εμείσ ςτο ςπίτι τθσ. Νζεσ χαρζσ και άνοιγμα τθσ πόρτασ να μποφνε μζςα. - Ρϊσ από δω Ηλία; - Κάτςε ςτθν καρζκλα κυρία Κατίνα. Ο νζοσ δίπλα μου ονομάηεται Φϊτθσ και είναι ζνα πρόςωπο που ςε ενδιαφζρει. Ριρε μια ανάςα και μπικε κατευκείαν ςτο ψθτό: - Ο Φϊτθσ είναι ο ζνασ από τα δυο αδζλφια τθσ Μαριϊσ. Θ κυρά Κατίνα πετάχτθκε όρκια: Τι; Αφοφ θρζμθςε τθν κυρά Κατίνα, άρχιςε να τθσ εξιςτορεί τισ εξελίξεισ των τελευταίων θμερϊν. Εκείνθ είχε αρχίςει να κλαίει: - Αγόρι μου, είπε ςτον Φϊτθ, αλλάξατε άποψθ για τον Νίκο μασ. Εςείσ χάςατε το γλυκό κι όμορφο κορίτςι ςασ και εμείσ χάςαμε τον μονάκριβό μασ. Αχ δεν πρόλαβε ο Αντϊνθσ μου να ηιςει αυτι τθ χαρά. Το κορίτςι ςασ το ζφαγε κάποιοσ τρίτοσ και κανείσ δεν ε[79]
ρεφνθςε το κζμα. Το πίςτευε βακιά ο άνδρασ μου. Ζλα να ςε αγκαλιάςω αγόρι μου. Τισ ευχζσ μου ς’ όλθ τθν οικογζνεια ςου. Επίτρεψζ με αγόρι μου να ςε φιλιςω. Πταν ο Φϊτθσ πλθςίαςε τον ζςφιξε με δφναμθ ςτθ αγκαλιά τθσ λζγοντασ: - Τι όμορφο ηευγάρι που ιταν τα παιδιά μασ! Μασ τα πιρε όμωσ νωρίσ ο χάροσ. Και για ςζνα Θλία μου να είςαι καλά αγόρι μου. Στάκθκεσ άξιοσ τθσ εμπιςτοςφνθσ που ςου δείξαμε. Ο άνδρασ μου κα ιταν περιφανοσ για ςζνα. - Δεν τελειϊςαμε κυρά Κατίνα. Τϊρα που άνοιξε ο δρόμοσ κα ψάξουμε για παρακάτω! - Μθ μπείτε ςε κίνδυνο όμωσ. Και ςζνα αγόρι μου θ μάνα ςου ς’ ζχει μοναδικό ςτιριγμα. - Μθ φοβάςαι. Ξζρουμε τι κάνουμε. Εςφ να προςζχεισ τθ μάνα μου και τϊρα που άνοιξε θ υπόκεςθ ενθμζρωςζ τθν.
36. χεδιάηοντασ τισ επόμενεσ ενζργειεσ Ριγαν κι ζφυγαν αυκθμερόν. Στισ διαμαρτυρίεσ τθσ μάνασ του είχαν ζτοιμθ τθν απάντθςθ: - Ζχουμε αφριο υποχρζωςθ ςτθ ςχολι μάνα. Άλλθ φορά κα ςου φζρω το Φϊτθ να τον χορτάςεισ! Μζςα ςτο λεωφορείο κάνανε μια αναςκόπθςθ: - Τα δυο ταξίδια απζδωςαν καρποφσ, είπε ο Θλίασ - Σίγουρα θρζμθςαν τθ μάνα μου, ςυμπλιρωςε ο Φϊτθσ, τϊρα τι κάνουμε ςτθ ςυνζχεια. Αυτό είναι το κζμα! Ο Θλίασ αποφαςιςτικόσ μίλθςε: - Αυτό ςκζφτομαι ςυνεχϊσ. Κάποιεσ ενζργειεσ κλωκογυρίηουν ςτο μυαλό μου. Άκου να δεισ. Ρρϊτον κα προςλάβουμε ζναν δικθγόρο. Μθν ανθςυχείσ για τα ζξοδα. Φρόντιςε ο μακαρίτθσ πατζρασ του Νίκου και από νωρίσ μου άφθςε χριματα γι’ αυτόν το ςκοπό. Θα του ανακζςουμε τθν αποςτολι να πάρουμε αντίγραφο του [80]
φακζλου τθσ υπόκεςθσ. Αυτόσ μαηί μασ κα μελετιςει τα ςτοιχεία και κα μασ προτείνει ενζργειεσ. Μετά κα πλθςιάςουμε δθμοςιογράφουσ. Θα τουσ ενθμερϊςουμε με όλα τα ςτοιχεία που ζχουμε ςτα χζρια μασ. Αν χρειαςτεί κα τουσ δελεάςουμε και με τθν προοπτικι τθσ αμοιβισ, αν με άρκρα ανοίξουν πάλι τθ καμμζνθ υπόκεςθ. Βλζπεισ είχε και ελκυςτικό για το αναγνωςτικό κοινό τίτλο! «Ο δράκοσ του Ρεδίου του Άρεωσ» . Ροτζ δεν ξζρεισ εκ των προτζρων ποφ κα οδθγιςουν αυτά. - Συμφωνϊ με όλα Ηλία. Να το ξζρεισ. Η οικογζνειά μου κι εγϊ ςου οφείλουμε πολλά κι εγϊ είμαι διακζςιμοσ για κάκε βοικεια και αποςτολι. Πταν ζφταςαν ςτθν Ακινα ζβαλαν αμζςωσ εμπρόσ τα ςχζδιά τουσ. Χρειάηονταν ζναν ζμπειρο δικθγόρο να ηθτιςει το φάκελο τθσ υπόκεςθσ και γιατί όχι τθν αναψθλάφθςι τθσ. Πταν ο Θλίασ ρϊτθςε τον Φϊτθ αν θ οικογζνειά του ζχει ςτθν Ακινα κανζνα γνωςτό πιρε αρνθτικι απάντθςθ. Του είπε: - Άςε κα το φροντίςω εγϊ το κζμα. - Να με κρατάσ όμωσ ενιμερο και ό,τι χρειαςτείσ είμαι διακζςιμοσ. Μζςα ςτο μυαλό του Θλία είχε ςχθματιςτεί μια ιδζα. Είχε πραγματικι υπόςταςθ αλλά πίςω τθσ κρυβόταν και μια υςτεροβουλία. Μζςα ςτουσ κφκλουσ τθσ Ματίνασ κυκλοφοροφςαν ζμπειροι δικθγόροι. Μπορεί να βρεκεί ζνασ αποφαςιςμζνοσ να αναλάβει, επ’ αμοιβι βζβαια, τθν υπόκεςθ, αλλά είναι και μια αφορμι να ςπάςει ο πάγοσ που υπιρχε μεταξφ τουσ. Δεν είχαν κόψει τθν καλθμζρα, ο χωριςμόσ τουσ ζγινε ςε πολιτιςμζνθ ατμόςφαιρά, μα ο Θλίασ ποτζ δεν ζπαψε να τρζφει αιςκιματα για τθν Ματίνα. Ιταν θ πρϊτθ του αγάπθ διάολε!
[81]
37. Απόπειρα επαναςφνδεςθσ Ραραφφλαξε ϊρεσ ςτθ ςχολι μζχρι να τθν πετφχει. Πταν τθσ είπε ότι χρειάηεται να μιλιςουν για μια υπόκεςθ βρικε τθν επικυμθτι προκυμία: Ναι Ηλία και τϊρα αν κζλεισ. Ράμε ςτο γνωςτό καφενείο. Πταν κάκιςαν ς’ ζνα απόμερο τραπζηι, ο Θλίασ άρχιςε να τθσ περιγράφει τθν υπόκεςθ, χωρίσ να τθσ κρφψει τίποτα. Θ πλοκι των πραγμάτων και οι ςυμπτϊςεισ που υπιρξαν κράτθςαν ς’ όλθ τθ διάρκεια τθσ περιγραφισ αμείωτο το ενδιαφζρον τθσ Ματίνασ: - Και τϊρα τι ηθτάσ; - Ζναν ζμπειρο κι αποφαςιςτικό δικθγόρο. Θα πλθρωκεί κανονικά. Η οικογζνεια μου ζδωςε χριματα για ότι χρειαςτεί. - Εντάξει κα ρωτιςω και ςφντομα κα ζχεισ νζα μου. Με τθν ευκαιρία για πεσ μου τι κάνεισ ςτα προςωπικά ςου κζματα; - Σκατά Ματίνα! Εδϊ και μινεσ είμαι μόνοσ. Για τθν Βολιϊτιςςα ιμουν πολφ παραδοςιακόσ. Με άφθςε για ζναν πιο ςφγχρονο και προχωρθμζνο. Δεν ζνιωςα και άβολα. Ήδθ θ ςχζςθ μασ είχε κρυϊςει από πριν. Εςφ; Θ Ματίνα ζμεινε μερικά δεφτερα αμίλθτθ. Μετά με κάποιο διςταγμό του είπε: - Αν κυμάςαι δεν ςε ζδιωξα εγϊ. Απλϊσ ζκανεσ τθν επιλογι ςου. Κι ιταν δικαίωμά ςου. Εγϊ ςυνεχίηω το δρόμο που ξζρεισ. Είναι θ πολιτικι μου επιλογι και βαςικι εςωτερικι μου ανάγκθ. Στον αιςκθματικό χρόνο δεν ζχω να ςου πω κανζνα νζο. Δεν μου ζτυχε κάτι καινοφριο. Κςωσ και δεν το επιδίωξα. - Σζβομαι τθν επιλογι ςου και το ξζρεισ. Η ηωι και των δυο μασ είναι μπροςτά μασ και κανζνασ δεν ξζρει τι κα γίνει ςτο μζλλον. Μια αμθχανία επικράτθςε για λίγο ανάμεςά τουσ. Μςωσ ο ζνασ περίμενε τον άλλο να πάρει κάποια πρωτοβουλία. Ο Θλίασ μίλθςε: - Ρεριμζνω με ενδιαφζρον τα νζα για τθν υπόκεςθ. Τϊρα δε κα χακοφμε. Άλλωςτε, ςτον ίδιο χϊρο κινοφμαςτε και ηοφμε. [82]
- Ζγινε. Θα κοιτάξω να ζχω ςφντομα νζα! Δε χρειάςτθκε να περιμζνει πολλζσ μζρεσ. Σε μια εβδομάδα του ζκλειςε ραντεβοφ με ζναν γνωςτό ςτθν πιάτςα ποινικολόγο. Τθσ είπε: Κα πάρω μαηί μου και τον Φϊτθ.
38. Θ ςυηιτθςθ με τον δικθγόρο Θ πρϊτθ κουβζντα του γνωςτοφ ποινικολόγου ιταν: - Ρλθροφορικθκα ότι είςτε μελλοντικοί ςυνάδελφοι. Άντε με το καλό! Ασ μποφμε κατευκείαν ςτο κζμα. Τι ηθτάτε από μζνα; Μίλθςε ο Θλίασ. Του περιζγραψε με τα λιγότερα κατά το δυνατόν λόγια τθν υπόκεςθ. Του ζδωςε όλα τα ςτοιχεία που είχε ςτα χζρια του και του εξιγθςε τί ηθτά από αυτόν. Ο δικθγόροσ ς’ όλθ τθ διάρκεια τθσ περιγραφισ άκουγε με προςοχι, αλλά όταν πιρε τον λόγο δεν ιταν τόςο ενκαρρυντικόσ: - Ακοφςτε ςυνάδελφοι. Ξζρετε καλά ποιά είναι ςτθ χϊρα μασ και πϊσ λειτουργεί θ κρατικι μθχανι. Να παραδεχκοφν ότι ζκαναν λάκοσ το βλζπω πολφ δφςκολο. Ιδιαίτερα όταν κα αναβιϊςει θ ευκφνθ τουσ για τθν απϊλεια μιασ ακϊασ ανκρϊπινθσ ηωισ. Ρρζπει με ζμμεςο τρόπο να ενεργιςουμε. Στθν αρχι θ αίτθςθ μασ κα είναι απρόςωπθ και τυπικι. Δε κα αναφζρεται ςε ευκφνεσ, οφτε κα περιζχει υπαινιγμοφσ. Αλλά μθν τρζφετε αυταπάτεσ από το περιεχόμενο του φακζλου. Αν ευοδωκεί θ προςπάκειά μασ μθν πιςτεφεται ότι κα περιζχει το κλειδί τθσ λφςθσ. Θα περιλαμβάνει τα τυπικά υπθρεςιακά ζγγραφα. Ρρζπει να βροφμε άλλουσ τρόπουσ για ν’ ανοίξει το κζμα. Μθν ξεχάςω. Θα ετοιμάςω δυο ζγγραφα προκαταρκτικά. Ρρϊτον θ αίτθςθ ςτθν ειςαγγελία πρζπει να υπογραφεί επιςιμωσ από τουσ εκπρόςωπουσ των δυο οικογενειϊν, που ςτθν περίπτωςι μασ είναι οι μάνεσ και δεφτερον ότι ανακζτουν ςε μζνα τθν εκπροςϊπθςι τουσ ςτισ αρμόδιεσ αρχζσ. Επενζβθ ο Θλίασ: [83]
- Ζχουμε ιδθ ςκεφκεί να πλθςιάςουμε δθμοςιογράφουσ. Να τουσ εξάψουμε το ενδιαφζρον κι αν χρειαςτεί να τουσ δελεάςουμε και με μια υπόςχεςθ χρθματικισ αμοιβισ. - Σωςτι θ ςκζψθ, αλλά θ άποψι μου είναι να μθν αναφζρετε τίποτε για χριματα. Μοναδικό κίνθτρο είναι μθ βγάλουν κανζνα λαβράκι. Ασ περάςει αφριο ζνασ από ςασ να του δϊςω υποδείγματα των αιτιςεων που ςασ είπα. Βεβαίωσ κα χρειαςτοφν κάποια χριματα. - Αφριο κα ςασ φζρουμε μια προκαταβολι. Βγαίνοντασ από το γραφείο ο Φϊτθσ είπε: Καλόσ φαίνεται! Ναι, αλλά να τον ζχουμε κι από κοντά: Οι εξουςιοδοτιςεισ ςτάλκθκαν ςε Γιάννενα και Βόλο. Υπογράφτθκαν και γφριςαν πίςω. Πταν δόκθκαν ςτο δικθγόρο τουσ προςγείωςε πάλι: - Μθν περιμζνετε άμεςα αποτελζςματα. Οι κρατικζσ υπθρεςίεσ κινοφνται με τον αραμπά. Αν ζχω νζα κα ςασ ειδοποιιςω. Ζφυγαν με τον ενκουςιαςμό τουσ λίγο ψαλιδιςμζνο, αλλά τθν απόφαςθ να προχωριςουν ανζνδοτθ και πειςματικι.
[84]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ 39. Ο Μπάμπθσ κυμάται Θ μνιμθ του Μπάμπθ ιταν καρφωμζνθ ςτο πρόςωπο τθσ μάνασ του. Τον πατζρα του ςχεδόν δεν τον κυμάται πια, αφοφ νωρίσ δραπζτευςε από τον αυταρχικι ατμόςφαιρα που δθμιουργοφςε ςτο ςπίτι ο χαρακτιρασ τθσ μάνασ του. Αλλά, από τθ μζρα που ζφυγε, ποτζ δε φάνθκε να ενδιαφζρεται ότι πίςω του άφθςε κι ζνα παιδί να ηει κάτω από τθν εξουςία ενόσ ανκρϊπου, που ο ίδιοσ δεν άντεξε. Σαν πατζρασ δεν ανταποκρίκθκε ςτοιχειωδϊσ ςτισ αυτονόθτεσ υποχρεϊςεισ του κι ζτςι από νωρίσ τον είχε ξεγραμμζνο και ποτζ δεν ενδιαφζρκθκε να αναηθτιςει τα ίχνθ του. Θ φπαρξθ ι θ ανυπαρξία του τον άφθςε αδιάφορο. Πμωσ όποτε κυμόταν τθ μάνα του ηωντάνευε ς’ όλο το κορμί του ο αφόρθτοσ ςωματικόσ πόνοσ που ζνιωςε εκατοντάδεσ φορζσ από τουσ απάνκρωπουσ ξυλοδαρμοφσ τθσ. Αυτι θ κφμθςθ ςφράγιςε τον χαρακτιρα του ς’ όλεσ τισ πλευρζσ τθσ ηωισ του. Άδικα, γενίκευςε το μίςοσ του ςτο γυναικείο φφλο και θ τάςθ για εκδίκθςθ τθσ ςυμπεριφοράσ τθσ μάνασ του πιρε κακά μονοπάτια. Δεν ενδιαφζρκθκε ποτζ να φτιάξει δικι του οικογζνεια. Δεν ςποφδαςε τίποτα, με το ηόρι και ςερνόμενοσ τζλειωςε τον υποχρεωτικό κφκλο τθσ εκπαίδευςθσ. Δεν ζμακε καμιά τζχνθ αφοφ ο εριςτικόσ του χαρακτιρασ δεν τον άφθνε να ςτεριϊςει ςε κανζναν εργοδότθ. Ηοφςε ςτο πατρικό ςπίτι που πλζον μετά τθν κατάλθξθ τθσ μάνασ του είχε μετατραπεί ςε αχοφρι. Κάποια ςτιγμι ςε φάςθ ζνταςθσ και ξυλοδαρμοφ, θ μάνα ξαφνικά ζπιαςε το ςτικοσ τθσ και το πρόςωπό τθσ παραμορφϊκθκε από τον πόνο. Ππωσ αργότερα οι γιατροί διαπίςτωςαν, ιταν ζνα οξφ καρδιακό επειςόδιο, που τθσ πιρε τθ ηωι μια κι ζξω. Πταν τθν είδε φαρδιά πλατειά ξαπλωμζνθ [85]
και ακίνθτθ ςτο πάτωμα δεν ζνιωςε κανζνα αίςκθμα λφπθσ γι αυτιν. Απλϊσ φϊναξε τθ γειτόνιςςα να ζρκει να δει και πιρε τθλζφωνο ςτο 166. Σφντομα τελείωςαν οι τυπικζσ διαδικαςίεσ. Το κάψιμο τθσ μάνασ του το ζνιωςε ωσ απελευκζρωςθ από τον ηυγό τθσ κι ζγινε ςτθ ςυνζχεια μόνοσ κάτοικοσ και κυρίαρχοσ ς’ όλουσ τουσ χϊρουσ του ςπιτιοφ, ακόμα και ςτθν κρεβατοκάμαρά τθσ που γι αυτόν από χρόνια ιταν άβατο. Ζψαξε τα πάντα. Ξεςικωςε κάκε ζπιπλο να βρει τουσ κθςαυροφσ. Μα βρικε άνκρακεσ. Λίγα λεφτά, που δαπανικθκαν για να ξεχρεϊςουν τα ζξοδα τθσ κθδείασ. Τα κοςμιματά τα ςκότωςε ςτο πρϊτο μαγαηί που ζδειξε ενδιαφζρον και ςτο βιβλιάριο τθσ τράπεηασ που θ μάνα του το φφλαγε κάτω απ’ το ςτρϊμα τθσ ζνα ποςόν για να περάςει ςυντθρθτικά τουσ πρϊτουσ δυο-τρεισ μινεσ. Ρζταξε κάκε άλλο προςωπικό αντικείμενο τθσ μάνασ του, ενϊ ζςκιςε με μανία κάκε φωτογραφία τθσ. Αν ιταν δυνατόν να πετάξει και απ’ το μυαλό του τθν ενοχλθτικι εικόνα τθσ. Μα ςτον τομζα αυτόν μάταιοσ ο κόποσ. Θ μιςθτι εικόνα τθσ τον κυνθγοφςε ςτον φπνο και τον ξφπνιο του. Τον είχε ςφραγίςει δια παντόσ.
40. Θ νζα φάςθ τθσ ηωισ του Ραρά τθν ζντονθ επικυμία του να βρει μια κοπζλα με τθν οποία να ανοίξει παρτίδεσ ποτζ δεν το κατόρκωςε. Οι μετρθμζνεσ προςπάκειεσ που μζχρι τϊρα είχε κάνει όλεσ είχαν αποτφχει. Αρκοφνταν ςτθν αυτοϊκανοποίθςθ και μια φορά που δοκίμαςε τον πλθρωμζνο ζρωτα δεν είχε καμιά επιτυχία. Το ιδθ αναπτυγμζνο μίςοσ του για τισ γυναίκεσ μζςα του γιγαντϊκθκε και βρικε διζξοδο ςτο κυνιγι. Κα τισ ζκανε δικζσ του με το ηόρι. Να μάκουν να μθν του δίνουν ςθμαςία! Τισ είχε ζνα άχτι. Κα πλθρϊςουν για ότι υπζφερε μια ηωι από τθ μάνα του. Ναι! Ιρκε θ ϊρα να πάρει τθν εκδίκθςθ του. [86]
Οι δυο πρϊτεσ απόπειρεσ είχαν αποτυχία, αλλά κάκε αποτυχία είχε και τθ κετικι τθσ πλευρά. Αποκτοφςε εμπειρία και βελτίωνε τθν τεχνικι του. Θ επιλογι του κφματοσ, ο τόποσ, θ ϊρα και τόςα άλλα. Αυτόν τον καιρό, για να εξαςφαλίηει τα ςτοιχειϊδθ για να ηει, ζκανε κάκε τόςο μεροκάματα ςτισ οικοδομζσ. Από γεννθςιμιοφ του ιταν δυνατόσ και θ οικοδομι τον ζψθςε περιςςότερο. Ζτςι διζκετε τθ μυϊκι δφναμθ να εξουδετερϊνει και να φυλακίηει ςτα χζρια τα κφματά του. Πςο κι αν φαίνεται ςιμερα παράξενο, τα ικθ τθσ εποχισ που αναφερόμαςτε ιταν τζτοια, που τα κφματα βιαςμοφ -τουλάχιςτον τα περιςςότερα - απζφευγαν να καταγγείλουν το πάκθμα τουσ. Ο τρίτοσ κα ζλεγε με ευκολία: «Ε! τα ικελε και τα ζπακε!». Άντε να πείςεισ τον άλλο ότι είςαι κφμα ςεξουαλικισ επίκεςθσ. Ζτςι κι αλλιϊσ το όνομα ςου κα αμαυρωνόταν κι άντε να βγάλεισ τθν ντροπι από πάνω ςου. Δυο φορζσ κφμα. Ζτςι τα ςτόματα μζνανε κλειςτά και το κφμα ηοφςε το δράμα, ςτθ ςιωπι με όλεσ τισ παρεπόμενεσ ςυνζπειεσ. Θ πρϊτθ επιτυχία του Μπάμπθ ιρκε ζνα βράδυ, όταν ςτο δρόμο δίπλα ςε ζνα ςυνοικιακό πάρκο, μια κοπζλα προχωροφςε μόνθ τθσ. Κατά πάςα πικανότθτα λόγω και του προχωρθμζνου τθσ ϊρασ επζςτρεφε ςτο ςπίτι από κάποια διαςκζδαςθ. Πταν τθν πλθςίαςε από πίςω ακόρυβα και βάηοντασ το μαχαίρι ςτο λαιμό τθσ είπε με άγρια φωνι: Τςιμουδιά γιατί κα ςε ςφάξω κακομοίρα μου! Αγκαλιάηοντασ τθν ανζβαςε και μπικαν ςτο πάρκο. Με ζνα μαντιλι τθσ ζκλειςε το ςτόμα: Αν βγάλεισ κιχ πζκανεσ! Τρομοκρατθμζνθ ζγινε άκυρμα ςτα χζρια του. Εκεί ςτα όρκια ςτθρίηοντασ τα χζρια τθσ ςτο δζντρο μπικε μ’ όλθ τθν αγριάδα μζςα τθσ. Τα βογγθτά τθσ του ζγιναν γι’ αυτόν κίνθτρο. Επιτζλουσ, για πρϊτθ φορά ςτθ ηωι του ζνιωςε τθν πλιρθ θδονι. [87]
Αυτό του άνοιξε τθν όρεξθ και ακολοφκθςε μια αλυςίδα παρόμοιων ενεργειϊν. Δυο τρεισ καταγγελίεσ ζγιναν αλλά οι ζρευνεσ πάνω ς’ αυτό το κζμα δεν είχαν το απαιτοφμενο πείςμα κι ζτςι αποτζλεςμα δεν υπιρξε. Ενϊ ςτθν αρχι οι επικζςεισ του ιταν ςε μοναχικζσ γυναίκεσ ζφταςε κι ο καιρόσ που μετά από παραφφλαγμα ςε απόμερεσ γωνιζσ ζκανε «μάτι» ςε ηευγαράκια που ερωτοτροποφςαν. Οι εικόνεσ τον διζγειραν, αλλά ικελε και ηωντανι ςυμμετοχι. Τότε ιρκε και το αίμα. Θ αφαίρεςθ ανκρϊπινθσ ηωισ.
41. Σο Πεδίο του Άρεωσ Ιταν το ςυχνό του ςτζκι. Κοντά ςτο κζντρο, με πολλζσ εξόδουσ διαφυγισ, εφκολα προςβάςιμο από ηευγαράκια που δεν είχαν προςωπικό χϊρο, αλλά όρεξθ για επαφι και απαγορευμζνθ χαρά. Άπειρεσ κρυψϊνεσ και κζςεισ για να παραφυλάξεισ τα υποψιφια κφματα ςου. Εκεί είχε ςθμειϊςει κάποιεσ μικρζσ μζχρι τϊρα επιτυχίεσ, κυρίωσ οπτικζσ κι ακουςτικζσ που του ζδιναν το κίνθτρο τθσ αυτοϊκανοποίθςθσ. Το ηευγαράκι όμωσ που αυτι τθ φορά του ζτυχε δεν του ζδινε κανζνα κίνθτρο. Άπλωςαν πάνω ςτο παγκάκι το φαγθτό τουσ και χαροφμενοι και ευτυχιςμζνοι άρχιςαν να τρϊνε. Ηιλεψε τθν ευτυχία τουσ, αλλά κι άδικι αναμονι τον εκνεφριηε πολφ. Δε χρειάςτθκε πολφσ κόποσ ο εκνευριςμόσ να γίνει κυμόσ κι ο κυμόσ λφςςα. Άρπαξε το ξερό χοντρό κλαδί που υπιρχε δίπλα του και με φόρα τουσ ζφταςε. Ανυποψίαςτοι δεν πρόλαβαν ν’ αντιδράςουν. Ρριν καλά-καλά καταλάβουν τί ςυμβαίνει, το ρόπαλο ζπεςε με όλθ τθ δφναμθ ςτο κεφάλι του αγοριοφ ρίχνοντάσ τον αναίςκθτο. Θ κοπζλα ζντρομθ ζςκυψε να τον βοθκιςει και τα ςτιβαρά χζρια του ειςβολζα τυλίχτθκαν πριν προλάβει ν’ αντιδράςει γφρω απ’ το λαιμό τθσ. Ιταν πάνω απ’ τισ δυνάμεισ τθσ. Με κάποιεσ απεγνωςμζνεσ [88]
προςπάκειεσ να πάρει ανάςα ζνιωςε να ςβινει πριν καταλάβει τι ςυμβαίνει. Το άψυχο πια ςϊμα τθσ ζπαψε να αντιςτζκεται. Ο άλλοσ ςε υπερδιζγερςθ δε φοβικθκε κακόλου. Δίπλα ο νζοσ ςυνζχιηε να παραμζνει ακίνθτοσ. Δεν ζχαςε χρόνο. Ράνω ςτο άψυχο κορμί τθσ κοπζλασ, κόρεςε με όλθ τθ βία τισ ανϊμαλεσ ορζξεισ του και ςαν κφριοσ ςτθ ςυνζχεια βγικε απ’ το πάρκο. Ενοχζσ κακόλου, ευχαρίςτθςθ πλζρια. Τθν άλλθ μζρα αγόραςε εφθμερίδα για να ενθμερωκεί τθ ςυνζχεια τθσ υπόκεςθσ. Ζμεινε κατάπλθκτοσ με τισ εξελίξεισ. Ωσ ζνοχοσ κεωρικθκε ο νεαρόσ. Ηιλεψε που του παίρνει τθ δόξα. Αχ, να μποροφςε να βγει ςτουσ δρόμουσ και να φωνάξει: Τι λζτε βρε κωκϊνια. Δικό μου κατόρκωμα είναι αυτό! Αλλά τόςο χαηόσ δεν ιταν. Ζμεινε μουγγόσ με τθν πίκρα ότι δυςτυχϊσ δε μπορεί να μιλιςει. Οι εξελίξεισ ςτθ ςυνζχεια τον άφθςαν κατάπλθκτο. Ο νεαρόσ μζςα ςτο κελί ζκοψε τισ φλζβεσ του και θ υπόκεςθ ζκλειςε οριςτικά. - Ρολφ κωλοφαρδία, δικζ μου! Τθν ζβγαλα εντελϊσ κακαρι και χωρίσ καμιά ςυνζπεια! Αλλά ςτο βάκοσ του παρζμενε ακζραιοσ ο πλθγωμζνοσ εγωιςμόσ του. Οφτε μια ςτάλα δόξα για το κατόρκωμά του: Ρουτάνα κοινωνία!
[89]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ 42. Άνοιγμα τθσ υπόκεςθσ Θ Ματίνα τον πλθςίαςε πρϊτθ. Φυςικό κι αναμενόμενο, αφοφ αυτι του είχε ςυςτιςει το δικθγόρο: Ρϊσ πιγε θ ςυνάντθςθ; Τθσ διθγικθκε όλεσ τισ ενζργειεσ, που ζγιναν ςτο διάςτθμα αυτό και τθν τελικι άποψθ του δικθγόρου να μθν περιμζνουμε κάτι ςυνταρακτικό: - Ρρζπει Ματίνα να ςκεφτϊ κι άλλεσ ενζργειεσ να αναςτθκεί θ υπόκεςθ. Θ Ματίνα του είπε ότι τθν ςυγκίνθςε όλθ θ υπόκεςθ και είναι ςτθ διάκεςι του να βοθκιςει, αν κάπου μπορεί: - Μθ με αφιςεισ απ’ ζξω από αυτιν τθν υπόκεςθ. Βζβαια εςφ κι ο Φϊτθσ ζχετε πιο προςωπικό ενδιαφζρον για τθν υπόκεςθ, αλλά κι εγϊ εδϊ είμαι! Τθσ είπε για τθν ιδζα του να πιάςουν δθμοςιογράφουσ και να τουσ περιγράψουν τθν υπόκεςθ. Μςωσ δείξουν ενδιαφζρον. - Ωραία ιδζα. Ράμε κι οι τρεισ μασ. Πχι όπου να ‘ναι. Υπάρχουν εφθμερίδεσ που τρζφονται με τζτοια. Εκεί κα απευκυνκοφμε. - ε, είπε από μζςα του ο Θλίασ. Οι γυναίκεσ είναι πιο ζξυπνεσ και πρακτικζσ από μασ! Ρράγματι ςε δυο μζρεσ πιγαν ςε επιλεγμζνο από τθν Ματίνα ςτόχο. Ρροθγουμζνωσ είχε πλθροφορθκεί ρωτϊντασ με τον δικό τθσ αποτελεςματικό τρόπο το όνομα του αρμόδιου ςυντάκτθ και τθν ϊρα που είναι εκεί. Μετά τθν αναγκαία ειςαγωγι που ζκανε ςτο κζμα θ Ματίνα, ανζλαβε ο Θλίασ να παρακζςει με κάκε λεπτομζρεια όλα τα ςτοιχεία που διζκεταν και κλείνοντασ πζταξε το δόλωμα: [90]
- Αν χρειαςτοφν κάποια ζξοδα είμαςτε ςε κζςθ να ςτα δϊςουμε. Ζλαμψαν τα μάτια του δθμοςιογράφου: - Μ’ αρζςει θ υπόκεςθ και κα τθν αρχίςω. Ο δράκοσ του Ρεδίου του Άρεωσ! Ναι, κυμάμαι τθν υπόκεςθ, αλλά μζςα ςε μια δυο μζρεσ θ υπόκεςθ ζκλειςε και δεν δϊςαμε προςοχι. Ζχει ψωμί θ υπόκεςθ. Σίγουρα κάποια ζξοδα κα χρειαςτοφν. - Άνοιξε εςφ το κζμα και κα ςου φζρω κάποια χριματα. Πταν βγικαν ζξω θ Ματίνα του είπε: - Βιάςτθκεσ να του πεισ για λεφτά. Θα κελιςει να ςε ρουφιξει. Μθν είςαι τόςο ανοιχτοχζρθσ ςε βδζλλεσ. - Τι κάνουμε τϊρα; - Θα περιμζνουμε εξελίξεισ. Αυτά δεν κυλάνε από μζρα ςε μζρα. Χρειάηεται υπομονι και ςτο μεταξφ μπορεί να ςκεφτοφμε κι άλλεσ πρωτοβουλίεσ. Μπικε ςτθ ςυηιτθςθ κι ο αμίλθτοσ μζχρι τότε Φϊτθσ: - Δε ςε γνϊριηα μζχρι τϊρα Ματίνα αλλά ςε παραδζχομαι. Μου ζχει ιδθ μιλιςει με καλά λόγια ο Ηλίασ και κζλω και εκ μζρουσ τθσ δικισ μου οικογζνειασ να ς’ ευχαριςτιςω! Ζτςι θ υπόκεςθ μπικε ς’ ζνα αυλάκι
43. Θ Ματίνα κι ο Θλίασ Από τθν πρϊτθ ςτιγμι κοντά τθσ ζνιωςε μια οικειότθτα κι ζνα ξεχωριςτό ταίριαςμα. Λεσ και γνωρίηονταν από παλαιά, πράγμα που δεν ιταν αλικεια. Άλλθ είναι θ εξιγθςθ. Ταίριαηαν οι χαρακτιρεσ τουσ. Με αυτό το κορίτςι πρωτοζνιωςε τθν αγάπθ, με αυτι δοκίμαςε τον ζρωτα, ζςτω τςαλαβουτϊντασ ςτθν άγνοια τουσ, γι’ αυτιν τρζφει χωρίσ διακοπι τρυφερά αιςκιματα. Καλά… είναι ζνασ θλίκιοσ με περικεφαλαία. Αυτό το κορίτςι το παράτθςε με άςχετεσ δικαιολογίεσ και ςτθν πρϊτθ ευκαιρία που του δόκθκε, ζγινε υπόδουλοσ ςτισ ορζξεισ μιασ αχόρταγθσ κι ανικανοποίθτθσ γυναίκασ. Από τθν πρϊτθ ςτιγμι [91]
κατάλαβε ότι είναι διαφορετικοί χαρακτιρεσ, με προςωπικοφσ ςτόχουσ που διζφεραν όςο θ νφχτα με τθ μζρα, αλλά του άρεςε να ηει τθν ερωτικι ζξαψθ και πίςω κρυμμζνθ ςτο μυαλό του ιταν και μια μθ ομολογθμζνθ ανάγκθ επίδειξθσ ςτον πραγματικό του ςτόχο. Να τισ πει με πράξεισ: - Είδεσ; Εγϊ μπορϊ και ηω μια ερωτικι περιπζτεια. Εςφ πιγαινε ςτισ ςυνεδριάςεισ ςου! Κανζνασ ςεβαςμόσ ςτισ ιδιαίτερεσ κλίςεισ του άλλου ανκρϊπου. Ρρζπει να το παραδεχτεί και μπροςτά τθσ αν είναι δυνατόν, πόςο υπεράνω μικροτιτων ςτάκθκε θ Ματίνα. Ροτζ τθσ δεν ζδειξε ενόχλθςθ, ποτζ δεν του εξζφραςε κανζνα παράπονο, αντίκετα τον χαιρετοφςε ςαν να μθν ςυνζβθ τίποτα και το πιο ςοβαρό όταν ηιτθςε τθν βοικειά τθσ, θ ανταπόκριςθ ιταν αμζριςτθ και ουςιαςτικι. Δεν είναι ςωςτό το κζμα να μζνει ςε εκκρεμότθτα. Ο ίδιοσ κα πάρει τισ αναγκαίεσ πρωτοβουλίεσ. Πταν ςυναντικθκαν ςτθ ςχολι θ άλλθ μ’ ενδιαφζρον τον ρϊτθςε: - Κανζνα νζο; - Ματίνα δεν υπάρχει νζο, αλλά κζλω να ςυηθτιςουμε κάτι πιο επείγον και ςοβαρό, που δε ςθκϊνει αναβολι. - Με βάηεισ ςε ανθςυχία. Τι είναι αυτό; - Ηρζμθςε. Ράμε ςτο καφενεδάκι ςτο ςτενό να ζχουμε τθν θρεμία μασ. Πταν κάκιςαν ο Θλίασ άρχιςε τθν αυτοκριτικι του - Εντάξει ρε Ματίνα το παραδζχομαι… - Μα…, θ άλλθ προςπάκθςε να τον ςταματιςει αλλά αυτόσ δεν τθσ άφθςε κανζνα περικϊριο: - Πχι εγϊ να μιλιςω γιατί κα ςκάςω. Εντάξει είμαι ζνα γαϊδοφρι Κυπραίικο. Εςφ είςαι ο άνκρωπόσ μου κι εγϊ είμαι αόμματοσ και θλίκιοσ. Να ξζρεισ, ακόμα κι όταν ιμουν μακριά ςου και αναλωνόμουν αλλοφ τςάμπα το μυαλό μου ςε ςζνα ιταν Σε αγαπάω Ματί[92]
να και δε μπορϊ να ηω μακριά ςου. Ζχεισ κάκε δικαίωμα να κάνεισ τισ επιλογζσ ςου. Δε κα ανακατευτϊ ςε αυτι ςου τθν ανάγκθ. Πμωσ το δζςιμο δυο ανκρϊπων είναι πολλά περιςςότερα από μια δραςτθριότθτα ςτθ ηωι. Θζλω να ηιςουμε μαηί. Πχι για ςιμερα. Για μια ηωι! Θ άλλθ τον άκουγε ςιωπθλι με μια αινιγματικι ζκφραςθ ςτο πρόςωπο. Ζμεινε αμίλθτθ για δευτερόλεπτα και θ αγωνία του Θλία ζφταςε ςτο κατακόρυφο. Πταν μίλθςε θ φωνι είχε μια νζα ηεςταςιά: - Βρε χαηοφλθ εγϊ ποτζ δεν ςε ζδιωξα. Είςαι ο μόνοσ άνδρασ που είχα ςχζςθ, γιατί απ’ τθν αρχι ςε ξεχϊριςα. Ασ κάνουμε μια παραδοχι που λφνει τα προβλιματα. Δε χωρίςαμε ποτζ ςυνεχίηουμε ςαν να μθν υπιρξε χωριςμόσ. Ζνα ηεςτό φιλί τθσ επιςφράγιςε τθ ςυμφωνία.
44. Θ αρχι ζγινε Ζνα παρατεταμζνο κι επίμονο χτφπθμα τθσ πόρτασ τον ξφπνθςε, πριν ακόμα ςυμπλθρϊςει τισ αναγκαίεσ ϊρεσ φπνου. Δίπλα του κοιμόταν ακόμα με μια ευτυχιςμζνθ ζκφραςθ, θ Ματίνα του. Χκεσ ιταν θ πρϊτθ μζρα αναβίωςθσ τθσ ςχζςθσ τουσ και οι ϊρεσ που πζραςαν τθ χκεςινι νφχτα ιταν ονειρεμζνεσ και για τουσ δυο. Πταν κατά τισ τρεισ του είπε ότι πρζπει να γυρίςει ςτου Ηωγράφου τθν παρακάλεςε: - Κάτςε μωρό μου εδϊ αυτι τθ νφχτα. Ασ κοιμθκοφμε αγκαλιά! - Το κζλω πολφ, μα οι δικοί μου κα ανθςυχοφν. - Ζχεισ τρόπο να τουσ ειδοποιιςεισ; - Τζτοια ϊρα όλα είναι κλειςτά. Τθλζφωνο δεν ζχουμε. Σκζφτθκε λίγο κι θ επικυμία κυριάρχθςε τθσ λογικισ: - Θα το διακινδυνεφςω. Και μια άλλθ φορά κοιμικθκα ςτθσ Χρφςασ. Μια φίλθ ςτθν οργάνωςθ. Μου ζβαλαν τισ φωνζσ αλλά εντάξει. Θα μείνω! [93]
Ζτςι, με μια γλυκιά κοφραςθ, αγκαλιά ιρκε αργά ο φπνοσ να τουσ πάρει. Και τϊρα το απότομο ξφπνθμα. Σθκϊκθκε προςεκτικά μθν τθν ξυπνιςει κι άνοιξε τθν πόρτα. Ιταν ο Φϊτθσ κρατϊντασ τθν εφθμερίδα Ακρόπολισ: Ζχει άρκρο για μασ! Επιτζλουσ άνοιξε θ υπόκεςθ! Ο δθμοςιογράφοσ που είχαν μιλιςει. Ζνα άρκρο ςτθν τελευταία ςελίδα με τισ φωτογραφίεσ του Νίκου και τθσ Μαριϊσ, που του είχαν δϊςει. Μεγάλοσ τίτλοσ με υπότιτλουσ δζςποηε ςτο πάνω μιςό τθσ ςελίδασ: Ο ΔΡΑΚΟ ΣΟΤ ΠΕΔΙΟΤ ΑΡΕΩ Ζνα ανεξιχνίαςτο ζγκλθμα με δυο ακϊα νεαρά κφματα! Εν τω μεταξφ ντυμζνθ εμφανίςτθκε και θ Ματίνα. Για τον Φϊτθ δεν ιταν ζκπλθξθ. Από μακριά φαινόταν ότι μεταξφ τουσ υπάρχει ςχζςθ. Γεμάτθ περιζργεια άκουςε τον Θλία να διαβάηει δυνατά το κείμενο. Ιταν μια ςφντομθ εξιςτόρθςθ τθσ υπόκεςθσ. Ανάφερε τθν αυτοκτονία του φερόμενου ωσ δράςτθ, τόνιηε τα μεγάλα κενά ςτθν ζρευνα που ςταμάτθςε, μια και τουσ βόλεψε θ αυτοκτονία του Νίκου και ζκλειςαν άδικα τθν υπόκεςθ παρά τθν επικυμία των οικογενειϊν των κυμάτων. Το καλφτερο που μποροφςαν να ελπίηουν. Αγκαλιάςτθκαν κι οι τρεισ ευτυχιςμζνοι. Επιτζλουσ! Να ειδοποιιςουμε τουσ δικοφσ μασ! Ρετάχτθκε θ Ματίνα: - Ρολφ ωραία! Αλλά ασ πάω πρϊτα ςτο ςπίτι μου, γιατί οι δικοί μου κα ανθςυχοφν μθν είμαι κφμα κανενόσ άλλου δράκου. Θα γυρίςω το απόγευμα, μόλισ μπαλϊςω τα πράγματα. Ζγινε παιδιά; Οι δυο άλλοι ζτρεξαν ςτον ΟΤΕ να τθλεφωνιςουν ςτουσ δικοφσ τουσ ν’ αγοράςουν τθν εφθμερίδα. Ο Φϊτθσ ςτο μαγαηί τουσ κι ο Θλίασ ςτον μπακάλθ να το πει ςτθ μάνα του ι ςτθν κυρά Κατίνα.
[94]
45. Οι εξελίξεισ ςυνεχίηονται Θ πρϊτθ κίνθςθ ιταν να γίνει κι ζγινε με τρανταχτό τρόπο. Είχαν περάςει κάποια χρόνια και το κλίμα ςτθ χϊρα είχε βελτιωκεί. Ζνα τζτοιο άρκρο δεν μποροφςε να περάςει απαρατιρθτο. Ο ανθλεισ ανταγωνιςμόσ των εφθμερίδων για τθν κυκλοφορία άνοιξε τθν όρεξθ και άλλων δθμοςιογράφων, που άνοιξαν τα αρχεία τουσ κι ζγραψαν ςχετικά άρκρα. Ζνασ ηθτοφςε από τθν αςτυνομία να τοποκετθκεί ςτο κζμα, χωρίσ προσ το παρόν ανταπόκριςθ. Οι τρεισ τουσ ςυναντικθκαν το απόγευμα ςτο δωμάτιο του Θλία να κάνουν μια αναςκόπθςθ τθσ νζασ κατάςταςθσ. Θ Ματίνα τουσ είπε ότι άκουςε τον εξάψαλμο, αλλά ότι εντάξει ςτο τζλοσ οι δικοί τθσ θρζμθςαν. Ο Φϊτθσ πιρε δυο φορζσ τθλζφωνο. Στθ δεφτερθ φορά ιταν θ μάνα του ςτο χαςάπικο: - Κι ζχεισ Ηλία πολλά χαιρετίςματα! Εςζνα Ματίνα δεν ςε ξζρει ακόμα, μα τθν ενθμζρωςα και ζχεισ πρόςκλθςθ να μασ επιςκεφτείσ ςτα Γιάννενα. Εννοείται και ο Ηλίασ. Κι ο Θλίασ είπε τα δικά του: - Ματίνα είπα δυο λόγια ςτθ μάνα νου για ςζνα. Θζλει να ςε γνωρίςει! - Ωχ! Αν με εγκρίνει; - Πχι ρε χαηό! Μοναχογιό μ’ ζχει. Δείξε κατανόθςθ. Τϊρα τι κάνουμε; - Να πάμε ςτο δικθγόρο μιπωσ ζχει κανζνα νζο. - Να πάμε και ςτον δθμοςιογράφο. Θα τον ταΐςω λίγο για να ςυνεχίςει. Και τα δυο ζγιναν. Εξελίξεισ ςχεδόν μθδενικζσ. Ο δικθγόροσ: - Σασ είχα προειδοποιιςει ότι ο κρατικόσ μθχανιςμόσ είναι ςκουριαςμζνοσ με ιςχυρά όμωσ ανακλαςτικά. Ροτζ δε κα παραδεχκεί ότι ζκανε λάκοσ. Επιςκζφτθκα τον διευκυντι τθσ Αςφάλειασ και μου το είπε κακαρά. Μθν περιμζνεισ γραπτι απάντθςθ. Δεν γίνονται αυτά. Αν επιμζνεισ πολφ κα ςου ποφμε ότι ο φάκελοσ δεν [95]
βρζκθκε και κα υπεραςπιςτοφμε τθν άποψθ μασ. ϊτα τουσ πελάτεσ ςου. Τουσ ςυμφζρει να κυμίςουμε ςτθ κοινι γνϊμθ ότι ο γιοσ τθσ μιασ οικογζνειασ ςκότωςε τθν κόρθ τθσ άλλθσ; Οι ηωζσ δε γυρίηουν πίςω. Ασ τουσ αφιςουμε ιςυχουσ ςτουσ τάφουσ τουσ. Ρζςτε μου, ποιά είναι θ επόμενθ κίνθςθ που κζλετε να κάνω. Εγϊ πελάτεσ κζλω, αλλά το βλζπω χλωμό να ζχουμε αποτζλεςμα… Ο δθμοςιογράφοσ: - Βρε κα τουσ μαςτιγϊςω με απανωτά άρκρα. Είδατε τθν εντφπωςθ. Ακολοφκθςαν κι άλλεσ εφθμερίδεσ. Αφιςτε πάνω μου το κζμα. Ζςτειλα δυο μικροφσ να ςυγκεντρϊςουν νζα ςτοιχεία από τουσ μάρτυρεσ και τα αςτυνομικά όργανα. Καταλαβαίνετε ότι αυτά ζχουν ζξοδα! Ο Θλίασ του ζδωςε ζνα ποςόν. Τι να ζκανε; Πταν γφριςαν ςτο ςπίτι ζκαναν μια αναςκόπθςθ με τελικό ςυμπζραςμα, που το ςυνόψιςε θ Ματίνα: Δεν υπάρχει άλλοσ δρόμοσ από το να ςυνεχίςουμε..
[96]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΣΟ 46. Ο Μπάμπθσ ςε ζλλειψθ Ενϊ ςτθ πορεία του είχε αφάνταςτεσ επιτυχίεσ και δοκίμαςε γυναίκεσ, που οφτε ςτθ φανταςία του δεν πίςτευε ότι κα τισ ακουμπιςει, ενϊ μζχρι τϊρα τθν είχε βγάλει κακαρι χωρίσ καμιά ςφλλθψθ, τον τελευταίο καιρό ζπεςαν κεςάτια του κερατά. Είχε ςυμπλθρωκεί ςχεδόν ζνα δίμθνο χωρίσ μία. Κάποιεσ απόπειρεσ ζμειναν μόνο απόπειρεσ, για τυχαίουσ και ςυγκυριακοφσ λόγουσ. Μια φορά εμφανίςτθκε τθ ςτιγμι που ιταν ζτοιμοσ για επίκεςθ ζνασ παίδαροσ δίμετροσ κι ιταν το αγόρι τθσ. Δεν το τόλμθςε και καλά ζκανε γιατί με τον νεαρό δεν κα τθν ζβγαηε κακαρι. Τθν άλλθ φορά πάλι ζκανε τθν εφόρμθςθ ςτον ζρθμο δρόμο, μα θ πουτάνα ιταν χειροδφναμθ και δεν μπόρεςε να τθν κάνει ηάφτι. Ζτρεξε και μπικε ςτο δρόμο που είχε κίνθςθ. Ραρατιρθςε κάτι. Οι περιςςότερεσ άφθναν να περάςει το επειςόδιο ςτο μουγγό. Βλζπεισ ιταν το κλίμα τθσ εποχισ που ς’ αυτζσ τισ περιπτϊςεισ θ γυναίκα ζβγαινε ζτςι κι αλλιϊσ χαμζνθ. Επικρατοφςε θ αντίλθψθ να μθν μπλζξει με τισ αρχζσ που προκαλοφςαν και δικαιολογθμζνα φόβο, οι κρίςεισ ςτον κφκλο των γνωςτϊν και κα ακουςτεί το όνομα. Δεν ιταν λίγοι και λίγεσ που ζλεγαν φταίει κι αυτι. Τί ικελε να κουνάει τον κϊλο τθσ αριςτερά και δεξιά; Ζτςι λίγεσ, μετρθμζνεσ ςτα δάκτυλα, απ’ ό,τι φανταηόταν ιταν οι καταγγελίεσ ςτθν αςτυνομία και καμιά ςφλλθψθ. Ζνιωκε περιφανοσ για τα κατορκϊματα του, μα πάλι κάτι τον πείραηε. Κανείσ δεν ιξερε ότι αυτόσ είναι ο μάγκασ που τα κατάφερε όλα αυτά. Του ζλειπε θ παραδοχι από τρίτουσ τθσ μαγκιάσ του. Εντάξει! Αυτόσ το ξζρει, αλλά τι καλά κα ιταν να το βροντοφωνάξει μπροςτά ςε όλουσ: [97]
-
Εγϊ είμαι ρε που τα ζκανα όλα αυτά, Ναι εγϊ είμαι! Μια φορά ςτθν ταβζρνα με ζναν ςυγκυριακά γνωςτό που κάνανε μεροκάματα ςτθν ίδια οικοδομι του ιρκε μζχρι τα χείλθ του να τ’ ομολογιςει, αλλά ευτυχϊσ τθν τελευταία ςτιγμι ςυγκρατικθκε. Τυχαία τισ προάλλεσ, διάβαςε ςτθν Ακρόπολθ ζνα άρκρο για τθν υπόκεςθ του Ρεδίου του Άρεωσ και κυμικθκε τα πάντα. Ρρζπει οι κουφάλεσ αν ιξεραν να τον παραδεχκοφν. Πχι μόνο δεν ζμπλεξε ο ίδιοσ αλλά το κάνατο τθσ κοπζλασ τον απζδωςαν ςτο βουτυρόπαιδο που ιταν μαηί τθσ. Αυτό κι αν ιταν επιτυχία. - Είςτε πολφ μικροί κουφάλεσ να μ’ ακουμπιςετε. Είμαι άτρωτοσ κι αόρατοσ! Θα ςασ δείξω εγϊ! Τον ζτρωγε θ πείνα, αλλά και θ ανάγκθ να απελευκερωκεί. ίςκαρε! Ράλι ςτο Ρεδίο τθν ζςτθςε ς’ ζνα από τα γνωςτά του ςτζκια για να κάνει μάτι ι ποφ ξζρεισ, μπορεί να του τφχει κανζνα τεφαρίκι. Είχαν περάςει δυο ϊρεσ χωρίσ να πλθςιάςει ψυχι. Είχε ςπάςει ςτο κατοφρθμα. Δε δίςταςε ανακουφίςτθκε επί τόπου κακιςμζνοσ ανακοφρκουδα. Τότε ιρκε και κάκιςε ςτο κοντινό παγκάκι ζνα ερωτικό ηευγαράκι κι άρχιςαν τα χάδια και τισ ερωτικζσ περιπτφξεισ. Φτιάχτθκε! Δεν του ζφτανε θ αυτοϊκανοποίθςθ. Ικελε κι αυτόσ ζνα κομμάτι απ’ τθν τοφρτα. Ρροςεκτικά πλθςίαςε και με βιάςθ χτφπθςε με μια πζτρα τον άντρα, ελπίηοντασ να τον βγάλει νοκ-άουτ. Ρλθν ματαίωσ. Ο άλλοσ αποδείχτθκε βράχοσ αντοχισ. Κι όχι μόνο. Αντεπιτζκθκε και προςπάκθςε να τον φυλακίςει ςτθν αγκαλιά του. Άρχιςε απεγνωςμζνθ πάλθ των δυο τουσ ενϊ θ κοπζλα κραφγαηε ηθτϊντασ βοικεια. Ρανικοβλικθκε! Ρρϊτθ φορά βρζκθκε ςε τόςο δφςκολθ κζςθ. Απεγνωςμζνα με δφναμθ, εξαντλϊντασ τθν τελευταία ικμάδα τθσ κζλθςισ του, κατόρκωςε να ξεφφγει απ’ τα χζρια του και το ζβαλε κυνθγθμζνοσ ςτα πόδια. Εντωμεταξφ κατζφταςαν κι άλλοι, αλλά ο αλιτθσ είχε γίνει καπνόσ. Θ υπόκεςθ δεν μποροφςε πια να παραμείνει κρυφι. Θ άφιξθ του αςτυνομικοφ οργάνου επιςθμοποίθςε [98]
τθν υπόκεςθ. Ζκανε γραπτι αναφορά του κζματοσ κι άνοιξε ο αςκόσ του Αιόλου. Θ ηωι είχε προχωριςει κι ο άντρασ πιγε ςτθν Αςφάλεια κι ζκανε καταγγελία. Του πιραν κατάκεςθ. Θ υπόκεςθ ζφταςε ςτισ εφθμερίδεσ.
47. Θ επανεμφάνιςθ του δράκου του Πεδίου του Άρεωσ Το ςυμβάν ιταν δϊρο κεοφ για τον δθμοςιογράφο τθσ Ακρόπολθσ, που είχε αναλάβει το κζμα. Ο τίτλοσ ιταν καταλυτικόσ: ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΘ ΣΟΤ ΔΡΑΚΟΤ ΣΟΤ ΠΕΔΙΟΤ ΣΟΤ ΑΡΕΩ Μζςα ςτο κείμενο υπιρχε εκτενισ περιγραφι του ςυμβάντοσ, τα κφματα τθσ επίκεςθσ, θ κατάκεςθ του άντρα που είδε κακαρά το πρόςωπο του δράςτθ, θ κατάκεςθ του αςτυνομικοφ οργάνου και όλα τα υπάρχοντα ςτοιχεία. Θ επωδόσ διανκιςμζνθ με επικετικό τρόπο ιταν μια ολομζτωπθ επίκεςθ προσ τουσ ανκρϊπουσ που είχαν παλαιότερα χειριςτεί τθν υπόκεςθ. Βοθκθτικό ςτοιχείο αποτελοφςε το γεγονόσ ότι οι αξιωματικοί που είχαν χειριςτεί τθν υπόκεςθ μζςα ςτα χρόνια είχαν ςυνταξιοδοτθκεί και δεν μποροφςαν πια να επιβάλουν τθν επικυμθτι ςιωπι που μζχρι τϊρα ωσ ταφόπλακα ςκζπαηε τθν υπόκεςθ. Τθ ςκυτάλθ πιραν και οι υπόλοιπεσ εφθμερίδεσ και οι υπερβολζσ ςυνθκιςμζνεσ ςε αυτζσ τισ περιπτϊςεισ κρατοφςαν επί μζρεσ το κζμα ςτθν επικαιρότθτα. Ζνασ χαρακτθριςτικόσ τίτλοσ τθσ Ακθναϊκισ: ΜΕΑ ΑΠΟ ΣΟΝ ΣΑΦΟ ΣΟΤ Ο ΑΔΙΚΟΧΑΜΕΝΟ ΝΙΚΟ ΗΘΣΑΕΙ ΔΙΚΑΙΩΘ Θ τριάδα των φίλων ιταν ςε διαρκι ςυναγερμό και δροφςε προσ όλεσ τισ κατευκφνεισ. Συνεχισ ενθμζρωςθ των οικογενειϊν, επαφζσ με τον δικθγόρο, που ηιτθςε ωσ εκπρόςωποσ τθσ οικογζνειασ όλα τα νζα ςτοιχεία. Με βάςθ τθν περιγραφι των χαρακτθριςτικϊν του δράςτθ θ αςτυνομία είχε κάνει ζνα πικανό ςκίτςο του. Ο δικθγόροσ προμθκεφτθκε ζνα αντίγραφο που θ τριάδα το αναπα-
[99]
ριγαγε εισ τριπλοφν και άρχιςε το ψάξιμο ς’ όλεσ τισ γωνιζσ τθσ πόλθσ. Ο ζνοχοσ Μπάμπθσ ιταν αναςτατωμζνοσ. Για πρϊτθ φορά ςτθ διαδρομι που είχε ακολουκιςει τα τελευταία χρόνια, κινδφνευςε πραγματικά να ςυλλθφκεί. Τθ γλφτωςε ςτο τςακ ξεφεφγοντασ απ’ τισ τανάλιεσ του άλλου που τον ζςφιγγαν. Δεν το μζτρθςε καλά το κζμα. Το είχε υποτιμιςει και τζτοιο ςφάλμα δεν πρζπει να επαναλθφκεί. Μςωσ να βιάςτθκε μετά τθν ζλλειψθ μιασ επιτυχίασ τόςων μθνϊν. Κι θ ζλλειψθ αυτι υπιρχε μζςα του και τον τςιγκλοφςε ςυνεχϊσ. Ζνιωκε ςαν τον ναρκομανι που του λείπει θ δόςθ του. Διζκετε τθ ςτοιχειϊδθ λογικι. Δεν ιταν υπεράνκρωποσ και μζχρι τϊρα ςτάκθκε κωλόφαρδοσ, αλλά μζχρι πότε; Κάποια ςτιγμι κα τον τςιμποφςανε, αλλά πείςε τον χωμζνο μζχρι το λαιμό ςτθν ανϊμαλθ ζξθ, να ςταματιςει. Άςε που μζςα του ογκωνόταν θ επικυμία για λφτρωςθ. Αν τον πιάναν κα ζκανε κι αυτόσ το κομμάτι του με τισ δθλϊςεισ. Να μάκουν ότι αυτόσ ιταν ο ιρωασ που όλθ θ πόλθ κυνθγοφςε. Αυτόσ ιταν ο μάγκασ!
48. Σο νζο πρόςωπο Θ ςχζςθ του Θλία με τθν Ματίνα ψικθκε μζςα ςτθ δράςθ και τθν κοινότθτα ςκοποφ. Θ Ματίνα με ενςωματωμζνθ μζςα τθσ τθν αντίλθψθ υπεράςπιςθσ των αδικθμζνων, όταν ενθμερϊκθκε για τθ δίκαιθ υπόκεςθ που είχε αναλάβει, ωσ κακικον ηωισ, ο αγαπθμζνοσ τθσ Θλίασ, ζγινε δραςτιρια κι αποφαςιςτικι ςφμμαχόσ του. Σ’ αυτό το διάςτθμα θ παρακολοφκθςθ μακθμάτων και θ προετοιμαςία για τισ εξετάςεισ πιγαν περίπατο. Αλλά χαλάλι τουσ. Ζνιωκε μζςα τθσ δφναμθ γιατί υπερίςχυαν τα κερμά αιςκιματα που από τθν πρϊτθ ςτιγμι ζνιωςε για τον Θλία. Πταν κάποια περίοδο τον ζχαςε ςτεναχωρικθκε βαριά, αλλά θ αξιοπρζπειά τθσ δεν τθν άφθςε να το δείξει και να τον πει ςε κανζναν. Στο διάςτθμα αυτό δραςτθριοποιικθκε πιο ζντονα ςτισ υποχρεϊςεισ ςτθν πολιτικι νεο[100]
λαία που ανικε, αλλά από μζςα τθσ τον ικελε με πάκοσ. Ιταν, βλζπεισ, ο πρϊτοσ και μοναδικόσ. Πταν τθσ ηιτθςε βοικεια για τθ δίκαιθ υπόκεςθ ζδωςε όλο τον εαυτό τθσ. Και θ ανταμοιβι ιρκε. Ο Θλίασ όχι μόνο τθν αγαποφςε, αλλά τθσ ζδειξε με πολλοφσ τρόπουσ ότι κζλει να ενϊςει για πάντα τθ ηωι του μαηί τθσ. Τϊρα, το ερωτικό τουσ ταίριαςμα επιςφράγιηε και βάκαινε τθ ςχζςθ τουσ. Ιταν ερωτευμζνθ κι αποφαςιςμζνθ. Τθν επόμενθ μζρα που ζγινε το νζο ςυμβάν ςτο Ρεδίο του Άρεωσ κι θ υπόκεςθ άνοιγε με κετικζσ και βάςιμεσ προοπτικζσ, ο Φϊτθσ το πρωί ςτο ςθμείο ςυγκζντρωςθσ τθσ ομάδασ, δθλαδι το δωμάτιο του Θλία, παρουςιάςτθκε μαηί μ’ ζνα όμορφο κορίτςι που τουσ το ςφςτθςε: Φίλοι μου, αυτι είναι θ Αντιγόνθ, το κορίτςι μου! Χαροφλεσ και επιφωνιματα. Θ Ματίνα τθν αγκάλιαςε και τθ φίλθςε: Καλϊσ όριςεσ ςτθν παρζα! Ο Θλίασ ζδωςε και τισ εξθγιςεισ: - Ήμαςταν ςυμμακθτζσ ςτο γυμνάςιο. Σπουδάηει ςτθ Φαρμακευτικι. Ο Θλίασ χαροφμενοσ για τθ ςυμπλιρωςθ του κουαρτζτου τον επζπλθξε γλυκά: Τόςο καιρό μασ τθν ζκρυβεσ; Εκείνοσ ντροπαλόσ πάντα, χαμογζλαςε χωρίσ να προςκζςει άλλα λόγια. Θ Ματίνα παρενζβθ: - Ασ τ’ αφιςουμε αυτά κι ασ κάνουμε μια ςυνόψιςθ τθσ πορείασ τθσ υπόκεςθσ. Είπε ο κακζνασ τα αποτελζςματα τθσ αναηιτθςθσ του ενόχου, αλλά θ αλικεια να λζγεται. Ρζρα από κάποια αςαφι λόγια του ςτιλ γνωςτόσ μου φαίνεται ι κάπου τον ζχει πάρει το μάτι μου, τί[101]
ποτα το ουςιαςτικό. Θ ψυχι τθσ παρζασ Θλίασ ζκλειςε τθ ςυηιτθςθ: Άλλο δρόμο δεν ζχουμε παρά να ςυνεχίςουμε… Σε λίγεσ μζρεσ ζςκαςε θ βόμβα. Πχι ωσ αποτζλεςμα τθσ ζρευνάσ τουσ, αλλά επαλικευςθ τθσ παροιμίασ, θ ςτάμνα πολλζσ φορζσ πάει ςτθ πθγι μα μια φορά κα ςπάςει. Θ πλθροφορία τουσ ιρκε από είδθςθ ςτισ εφθμερίδεσ.
49. Σο ζξυπνο πουλί από τθ μφτθ πιάνεται Το ιξερε καλά ο Μπάμπθσ, ότι ζπρεπε να κάτςει ςτα αυγά του. Ζχουν τα χαρακτθριςτικά του και τον κυνθγοφν κεοί και δαίμονεσ. Τυχαία ζμακε ότι μια κοπζλα τριγυρνάει ςτθ ςυνοικία μ’ ζνα ςκίτςο ςτο χζρι και ρωτάει αν κάποιοσ τον γνωρίηει. Το ζνιωκε πωσ ο κλοιόσ ςφίγγει, αλλά ζλα που βοφλωςε τ’ αυτιά του ςτθ φωνι τθσ λογικισ. Από τθ μια θ εςωτερικι παρόρμθςθ των ανϊμαλων ορζξεων του. Είχε καιρό να ικανοποιιςει το βίτςιο του. Κι από τθν άλλθ, χωρίσ να το ομολογεί οφτε ςτον ίδιο του τον εαυτό, είχε κουραςτεί και αναηθτοφςε μια λφτρωςθ. Τί είδουσ κι από ποιόν δεν το είχε ξεκακαριςμζνο. Ρρόςκεςε κι ζναν υπόκωφο παράγοντα που μζρα με τθ μζρα τον πίεηε όλο και περιςςότερο. Γοφςταρε λίγθ δθμοςιότθτα. Να γίνει, ζςτω και για λίγο το πρόςωπο τθσ θμζρασ. Να δουν όλοι που τον υποτιμοφςαν και τον αντιμετϊπιηαν ςαν τον τελευταίο τροχό τθσ άμαξασ ότι αυτόσ, ναι αυτόσ, τα κατάφερε όλα αυτά. Να τουσ μπει ςτο μάτι. Μια φορά ςτθ ηωι του να κάνει τθ φιγοφρα του. Αλλά οι ςυνζπειεσ; Σίγουρα τθν υπόλοιπθ ηωι του κα τθ ηοφςε ςτθ φυλακι, για να μθν ποφμε και το ενδεχόμενο να τον ςτιςουν ςτα ζξι μζτρα. Και λοιπόν; Ηωι ιταν αυτι που ηοφςε; Ιδθ είχε περάςει απ’ το μυαλό του θ ιδζα να πζςει ςτισ γραμμζσ του τρζνου! Ρουτάνα κοινωνία δε ς’ αντζχω! [102]
Θ λφτρωςθ γι αυτόν και τθν κοινωνία ιρκε μια κερινι νφχτα ςτο λόφο του Φιλοπάππου. Κανείσ δεν μπορεί να ξζρει τί ζχει ο κακζνασ κρυμμζνο μζςα ςτο μυαλό του, αλλά υπάρχουν κάποιεσ ενδείξεισ ότι, φτάνοντασ ςε αδιζξοδο, ο ίδιοσ ζςπρωξε τα πράγματα ςτθν προςωπικι του κάκαρςθ. Ζνα νζο ηευγαράκι ερωτοτροποφςε πάνω ςτο λόφο ςτθν απζναντι πλευρά ςτο φψοσ τθσ εκκλθςίασ του Άθ Δθμιτρθ του Λουμπαρδιάρθ. Απορροφθμζνοι ςτουσ εαυτοφσ τουσ δεν αντιλιφτθκαν ότι πολφ κοντά τουσ κάποια ςκοτεινι μορφι αυνανιηόταν ςε απόςταςθ δυο-τριϊν μζτρων απ’ αυτοφσ. Μόνο όταν άκουςαν τουσ βόγκουσ τθσ προςωπικισ του ικανοποίθςθσ θ κοπζλα τον είδε κι ζβγαλε απελπιςμζνεσ κραυγζσ φόβου κι ζκκλθςθσ για βοικεια. Το παράδοξο είναι ότι ο ανϊμαλοσ δεν το ζβαλε ςτα πόδια, όπωσ κάποιοσ κα περίμενε προςπακϊντασ να εξαφανιςτεί, αλλά ςχεδόν με κανονικό βθματιςμό κατζβθκε προσ τον κεντρικό πετροςτρωμζνο δρόμο του Ρικιϊνθ. Εκεί βριςκόταν κατά ςφμπτωςθ περίπολοσ αςτυνομικϊν οργάνων, που ζκανε ζρευνα για άλλθ υπόκεςθ ςτθν περιοχι. Ακοφγοντασ τισ απελπιςμζνεσ κραυγζσ τθσ κοπζλασ κινθτοποιικθκαν και βλζποντάσ τον, τον ςυνζλαβαν. Οι δυο νζοι, που κατζβθκαν κάτω επιβεβαίωςαν ότι αυτόσ είναι που τουσ επιτζκθκε. Οδθγικθκε με χειροπζδεσ ςτο Αςτυνομικό τμιμα τθσ περιοχισ. Μόλισ μπικε ςτθν είςοδο του κτιρίου άρχιςε αυτόματα θ ανακριτικι μζκοδοσ, που είχε πάντα ςχεδόν το αποτζλεςμά τθσ. Κλωτςιζσ, μπουνιζσ και φοβζρεσ ότι αν δεν τα ξεράςει όλα δεν κα βγει ηωντανόσ μζςα από εκεί. Δεν πρόλαβε να πει μόνοσ του ότι κα τα πει από μόνοσ του όλα. Μςωσ δεν τον άκουαν, ίςωσ λόγω αδράνειασ ικελαν να τον προετοιμάςουν ψυχολογικά όταν ζφτανε θ ϊρα τθσ κατάκεςθσ.
[103]
50. Θ δθμοςιοποίθςθ τθσ ςφλλθψθσ Θ ςφλλθψθ του δράςτθ ζφταςε ςτα αυτιά των εφθμερίδων. Οι δθμοςιογράφοι ζτρεξαν για περιςςότερεσ πλθροφορίεσ, αλλά ςυνάντθςαν κλειςτζσ πόρτεσ και μια μυςτικότθτα που ζδειχνε ότι θ ιςτορία αυτι δεν είναι υπόκεςθ απλι ενόσ ματάκια. Αυτό ζγινε πιο κακαρό όταν τουσ είπαν ότι ζφυγε από το τμιμα και βρίςκεται ςτθ γενικι Αςφάλεια. Α ! Ρρζπει να ζχει πολφ ψωμί θ υπόκεςθ! Πταν πιγαν εκεί τουσ ειπϊκθκε λακωνικά: Επίςθμεσ ανακοινϊςεισ κα γίνουν αφριο. Τουσ άνοιξε θ όρεξθ. Το πρωί οι εφθμερίδεσ είχαν πρωτοςζλιδθ τθν είδθςθ με ποικιλία τίτλων: ΣΟΤ ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΤ ΤΝΕΛΘΦΘΘ ΘΔΟΝΟΒΛΕΨΙΑ! Ο ΔΡΑΚΟ ΣΟΤ ΦΙΛΟΠΑΠΟΤ! κι άλλεσ παρόμοιεσ. Θ τετράδα των φίλων χτφπθςε ςυναγερμό! Λεσ; είπε με ελπίδα ο Θλίασ. Θ Ματίνα του είπε: Θα πάω ςτο ςπίτι και προσ το βράδυ Ηλία κα ζλκω πίςω. Θα πω ςτουσ δικοφσ μου κάποια δικαιολογία και κα μείνω τθ νφχτα μαηί ςου. - Θα ςε περιμζνω! Συμφϊνθςαν να ςυναντθκοφν ςτθ ςχολι ςτισ 9 το πρωί, αναμζνοντασ πλθροφορίεσ για τθν υπόκεςθ του Φιλοπάππου. Αν απ’ τισ εφθμερίδεσ δεν μάκουν κα επιςκεφκοφν το γνωςτό τουσ δθμοςιογράφο. Θ νφχτα για τθ Ματίνα ιταν ανιςυχθ. Μετά ζναν ςφντομο ζρωτα άρχιςαν να ςυηθτοφν τα πικανά ενδεχόμενα: - Αν είναι το κτινοσ που ςκότωςε τθν Μαριϊ και τον Νίκο, κα είναι για μζνα μια απελευκζρωςθ από ζνα βάροσ. Η αποςτολι μου εξετελζςκθ. Ετοιμάςου. Θα πάμε ςτο Βόλο. Να ενθμερϊςουμε τθν
[104]
κυρά Κατίνα. Το κυριότερο; Να γνωρίςει θ μάνα μου τθ νφφθ τθσ. Εντάξει; Τθσ άρεςε θ ζκφραςθ «τθ νφφθ τθσ» χαμογζλαςε και τον φίλθςε ηεςτά. Πμωσ με τθν αγωνία τθσ αναμονισ δεν πζραςαν ιρεμθ νφχτα. Σθκϊκθκαν νωρίσ και κατζβθκαν ςτθ ςχολι. Οι εφθμερίδεσ που προμθκεφτθκαν δεν διευκρίνιηαν περιςςότερο τθν υπόκεςθ. Ιταν ςτο περίμενε. Ζπεςε θ πρόταςθ να πάνε ςτο δθμοςιογράφο. Κα τον βρίςκανε άραγε το πρωί ςτο γραφείο; Θ αγωνία δεν τουσ άφθνε να θρεμιςουν. Εκεί δεν τον βρικαν. Ο Φϊτθσ ζριξε τθν ιδζα να πάνε ςτθν κεντρικι Αςφάλεια. Εκεί δε κα γίνουν οι ανακοινϊςεισ; Το βρικαν λογικό. Ρροςπάκθςαν να μπουν ςτο κτίριο, αλλά ο φρουρόσ δεν τουσ το επζτρεψε. Απλϊσ ζμακαν ότι οι ανακοινϊςεισ κα γίνουν το μεςθμζρι. Τθν ζςτθςαν ςτο απζναντι πεηοδρόμιο μιπωσ δουν κανζναν ι μάκουν εγκαίρωσ κάτι. Μετά από κάποιο χρόνο είδαν τον γνωςτό τουσ δθμοςιογράφο να προςζρχεται προσ το κτίριο. Τον πρόλαβαν πριν μπει μζςα. - Ραιδιά ακόμα δεν ξζρω ακριβϊσ, αλλά μάλλον κα δικαιωκοφμε. Κάνετε υπομονι και κα ςασ ενθμερϊςω βγαίνοντασ.
51. Οι ανακοινϊςεισ Πταν ο αρμόδιοσ αξιωματικόσ μπικε ςτθν αίκουςα που ιταν οι δθμοςιογράφοι, είχε ζνα κριαμβευτικό φφοσ: - Αγαπθτοί κφριοι το ςυλλάβαμε το κτινοσ! Αυτόν που είχε γίνει φόβοσ και τρόμοσ ςτισ γειτονιζσ τθσ Ακινασ. Η ςφλλθψθ οφείλεται ςτθ ςυντονιςμζνθ δράςθ όλων των υπθρεςιϊν μασ και τουσ αξίηουν τα ςυγχαρθτιρια όλων. Ο αποτρόπαιοσ δολοφόνοσ ονομάηεται Μπάμπθσ Βαρουχάσ και περιςταςιακά εργαηόταν ςτισ οικοδομζσ. Ρρόκειται για ζνα περικωριακό άτομο, με ανϊμαλεσ ορζξεισ, που χρεϊνεται με μια μακρά ςειρά επικζςεων ςε γυναίκεσ και ηευγάρια ςτο δρόμο και ςε πάρκα. Για να ικανοποιεί τισ ανϊμαλεσ ο[105]
ρζξεισ ζφταςε ςε αφαίρεςθ ανκρωπίνων ηωϊν. Ευτυχϊσ πλζον βρίςκεται ςτα χζρια μασ και κα αντιμετωπίςει τθ δικαιοςφνθ. Ραρακαλϊ ασ περιοριςτοφμε ςε μια δυο τρείσ ερωτιςεισ. Ζχουμε πολφ ζργο μπροςτά μασ… Ο πρϊτοσ: - Πταν λζτε για αφαίρεςθ ηωϊν ςε ποιζσ περιπτϊςεισ αναφζρεςτε; - Είναι γνωςτι θ περίπτωςθ τθσ κοπζλασ ςτο Ρεδίο του Άρεωσ. - Μα ςφμφωνα με τθν επίςθμθ άποψθ τθσ Αςτυνομίασ αυτι είχε αποδοκεί ςτο φοιτθτι τθσ ΑΣΟΕΕ Νίκο Αναςταςίου, που αυτοκτόνθςε ςτα κρατθτιρια τθσ Αςφάλειασ. - Ο ςυλλθφκείσ ομολόγθςε ότι αυτόσ είναι ο φυςικόσ αυτουργόσ τθσ δολοφονίασ τθσ Μαριϊσ. Η αυτοκτονία του Νίκου ζκλειςε βιαςτικά τθν υπόκεςθ. Πμωσ κφριοι ασ μθ μζνουμε ςτισ λεπτομζρειεσ κι ασ επικεντρϊςετε τα ρεπορτάη ςασ ςτθ ςθμερινι ευτυχι κατάλθξθ. Ραρά τθν πίεςθ των δθμοςιογράφων δεν δόκθκε επιπλζον πλθροφορία για τθν υπόκεςθ μετακζτοντασ το κζμα, μετά τθν παραπομπι του ςτον ειςαγγελζα και τθν άςκθςθ τθσ δίωξθσ. Πταν τελείωςε θ ενθμζρωςθ τουσ ζδωςαν φωτογραφίεσ του δράςτθ και ζνα μικρό κείμενο, που περίπου ζλεγε αυτά που τουσ είπε διά ηϊςθσ ο αξιωματικόσ. Μόλισ ο δθμοςιογράφοσ φάνθκε ςτθν πόρτα τον περικφκλωςε θ τετράδα: - Ρεσ μασ, πεσ μασ! - Ζτςι ιταν όπωσ τα λζγαμε. Να ο δολοφόνοσ τθσ Μαριϊσ! Ομολόγθςε. Ο Φϊτθσ άκουγε κι ζβαλε τα κλάματα: - Αχ άτυχθ Μαριϊ μασ! Θ Αντιγόνθ, θ κοπζλα του τον αγκάλιαςε τρυφερά χωρίσ να πει κουβζντα. Ο δθμοςιογράφοσ ζκλειςε τθν κουβζντα: [106]
- Αφιςτε με τϊρα να πάω ςτθν εφθμερίδα. Αφριο κα ζχω εκτενζσ ρεπορτάη. Θα αναφερκϊ ςτθν τραγωδία των οικογενειϊν ςασ. Μζςα εκεί αυτό χαρακτθρίςκθκε λεπτομζρεια του παρελκόντοσ. Σιμερα ο αγϊνασ ςασ δικαιϊκθκε!
52. Θ ευτυχία αυτϊν που πρόλαβαν Τθν άλλθ μζρα ςτισ εφθμερίδεσ το κζμα τθσ ςφλλθψθσ του Μπάμπθ ιταν κυρίαρχο ςτισ ςτιλεσ των εφθμερίδων. Αποκάλυπταν ότι αυτόσ είναι ο δολοφόνοσ τθσ κοπζλασ ςτο Ρεδίο του Άρεωσ και μιλοφςαν για τον άδικο κάνατο του Νίκου. Λδιαίτερα το άρκρο του δικοφ τουσ δθμοςιογράφου ςτθλίτευε τθ ςτάςθ τθσ αςτυνομίασ, που παρά τισ εκκλιςεισ τθσ οικογζνειασ Αναςταςίου δεν προχϊρθςαν, ζςτω εκ των υςτζρων τθν ζρευνα. Ο πατζρασ του Νίκου χάκθκε νωρίσ με τθν πίκρα τθσ αδικίασ για το διαςυρμό όλθσ τθσ οικογζνειασ. Ο Θλίασ ζνιωκε δικαιωμζνοσ. Θ αποςτολι που του είχε ανακζςει ο κυρ Αντϊνθσ ζφταςε επιτυχϊσ ςτο τζλοσ τθσ. Ρρομθκεφτθκε όλεσ τισ εφθμερίδεσ των θμερϊν και με φφοσ που δε ςικωνε αντίρρθςθ είπε ςτθ Ματίνα: - Κορίτςι μου ετοιμάςου. Αφριο πάμε ςτο Βόλο με δυο ςκοποφσ. Να ενθμερϊςω ότι θ αποςτολι εξετελζςκθ και να ςυςτιςω ςτθ μάνα μου το κορίτςι που κα παντρευτϊ! - Για ςτάςου, του είπε θ Ματίνα, εγϊ δε χρειάηεται πριν να ερωτθκϊ και να ςυμφωνιςω; - Ξζρω ότι μ’ αγαπάσ. Πταν γυρίςουμε κα με ςυςτιςεισ ςτουσ δικοφσ ςου! Πλα λζγονταν με τζτοια ςιγουριά που τθν αφόπλιηε εντελϊσ. Το μόνο που τθσ απόμεινε ιταν να τον αγκαλιάςει και να του προςφζρει τα χείλθ τθσ…
[107]
[108]