Λευτέρης Τσίλογλου
ΤΑ Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α τη χρονιά του εγκλεισμού - 1973
Αθήνα
2013 1
2
Εισαγωγή Τα ποιήματα τη χρονιά του εγκλεισμού – 1973 Τα ποιήματα που παραθέτω γράφτηκαν ομαδόν μεταξύ των μηνών Μαΐου και Αυγούστου του 1973. Είχε συμπληρωθεί σχεδόν μια οκταετία ( Ιαν. 1966- Αυγ. 1973) χωρίς διακοπή απομόνωσης από τη ζωή- στρατιωτικό, παρανομία, φυλακή- και περίσσεψαν πλέον η νοσταλγία για πρόσωπα και πράγματα. Την ίδια περίοδο συμβαίνει κι η βαθμιαία αποκαθήλωση των αρχικών ψευδαισθήσεων, που μας καθοδηγούσαν σε απόψεις, πράξεις και συναισθήματα, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Πρέπει ακόμα αυτά να ιδωθούν μέσα και στο πλαίσιο των προσωπικών μου ιδιαιτεροτήτων. Όταν αρχίζω κάτι που μ’ αρέσει δίνομαι αφοσιωτικά με μια προσήλωση που η πρώτη ανάγνωσή της θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένας φανατισμός- δογματισμός. Ίσως να είναι κι έτσι. Εγώ αυτός ήμουν μια ζωή σ’ όλες τις εκφάνσεις της. Δοσμένος, ίσως και λίγο αφελής…. Τα χωρίζω από άποψη περιεχομένου σε δυο κατηγορίες: α) Στα ερωτικά και β) στα άλλα. Έχουν τη σημασία τους γιατί απεικονίζουν σε προέκταση τον προβληματισμό και τις επιθυμίες ανθρώπων, που ζούνε κάτω από τις ειδικές συνθήκες σε μια παρατεταμένη διάρκεια. Μέσα στις συνθήκες της φυλακής υπήρξαν αρκετοί συγκρατούμενοι που έγραψαν και κάποιοι ήδη δημοσίευσαν ποιητικές τους προσπάθειες. Εγώ γνωρίζω πάνω από δέκα τέτοιες περιπτώσεις και είναι αρκετά πιθανόν να υπάρχουν πολύ περισσότερες που δεν υπέπεσαν στην αντίληψή μου. Δημοσιεύονται σήμερα σαράντα χρόνια μετά.
Λευτέρης Τσίλογλου
3
4
Α. Τα ερωτικά 1. Η Ποίηση λογοπαίγνιο της απλότητας των ματιών
5
2.
Αγέρας που φουσκώνει το πανί στο τρεχαντήρι η θύμησή σου…
6
3.
Λουσμένη με φρέσκο χιόνι μοιάζεις με κεράσι πάνω σε σαντιγί.
7
4.
Κοντινή και μακρινή παρουσία. Πότε θα μαζέψουμε πάλι μαζί αγριολούλουδα να τα ρίξουμε στο βάραθρο;
8
5.
Η στέρηση Τα χέρια μου ξεχάσανε τη μυρωδιά της επιδερμίδας σου. Τώρα αγγίζουν κάτι μικρές κραυγές κρεμασμένες στην κουπαστή ενός σύντομου ταξιδιού.
9
6.
Η μορφή σου εισχωρεί στα μάτια μου τεμαχισμένη μέσα από το παμφάγο σιδέρινο πλέγμα.
10
7.
Λησμόνησα τη γεωγραφία του κορμιού σου συγκεκριμένη γυναίκα κάθε μέρα γίνεσαι και πιο αχνή.
11
8.
Απληστία Η αναπνοή σου τραγουδά στο σώμα μου νωχελικό τραγούδι άπληστο όμως αυτό αποζητά εμβατήριο.
12
9.
Το σώμα γυμνό, παραδομένο καραδοκεί την εχθρική επίθεση. Τότε θα ζωντανέψει σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου.
13
10.
Εγώ, εσύ, αυτό το δωμάτιο και η αγάπη. ..Ώρα της φύσης..
14
11.
Τα σηκωμένα στον ουρανό πόδια της γυναίκας είναι χαιρετισμός στ’ αστέρια ή μια διπλή μούντζα στον Πλάστη για την μοίρα της;
15
12.
Όαση στον Πόλο τι θα έπρεπε να είναι; Μήπως μια σόμπα που θα καίει θερμές ευχές κάθε επέτειο;
16
13. Το τρόπαιο Σα βλέπω στα μάτια σου το φέγγισμα καλπάζοντας να έρχεται γοργόφτερο άτι γίνομαι που πηδά χαίνουσες ρεματιές Σα βλέπω στο πρόσωπό σου την αυλακιά στα δυο το πρόσωπο να κόβει σχίζω τη θάλασσα με ρωμαλέες απλωσιές στα απύθμενα της σκοτεινής σου σπηλιάς να φτάσω τα βάθη γυρεύοντας λαχανιασμένα το τρόπαιο της έσχατης νίκης.
17
14. Ανασφάλεια
Επιθυμίες κρεμασμένες σε τσιγκέλια, ως ερίφια, μετέωρες στο χώρο, κουρνιασμένες στα βάθη μιας σκέψης μουντής, κυνηγημένες σ’ απόμακρα μονοπάτια, τρεχαλητό δίχως ανασασμό…. ……………………………………………….. Μέσα σ’ αλάνες κι’ άδειες οικοδομές, σε θάμνους ξερούς, στο πεζοδρόμιο, κάτω από τα δένδρα, σε αρχαία μνήματα στην τρύπα του βράχου, δίπλα στη θάλασσα. ………………………………………………. Με την καρδιά ζωσμένη σα σε πνιγμό από τους ίσκιους γύρω που τον ποδοπατούν Ίδιο θεριό που τρώει κλεφτά ρίχνοντας ζερβόδεξα σαΐτικες ματιές. ………………………………………. Ανάστατη η φούστα, το στήθος γυμνό μες’ τη νύχτα να ραμφίζεται λες από βρέφος Τα χάδια απελπισμένες χειρονομίες Στο πρόσωπο ένας μορφασμός. ………………………………………… 18
Το φίδι μέσα του βιαστικό κλωτσάει και πρόωρο αλύτρωτη αφήνοντας την πλήρωση Το βογκητό ζώου φωνή, παράπονο γιομάτη Κι’ ύστερα το κενό….. Ένα φιλί πικρό. …………………………………………………. Στα χείλη παλεύουν να φτάσουν λόγια Από ανεκπλήρωτες επιθυμίες Τα χέρια σφίγγονται κι’ αφήνονται ασταμάτητα δίνοντας την υπόσχεση μιας επανάληψης …………………………………………….. Η ώρα του ύστατου λεωφορείου αγγίζει. Γιατί, Θεέ μου, τόση ανασφάλεια;
19
15. Μικρές στιγμές Μικρές στιγμές ανεπανάληπτες, αρχίζουν με δυνατό καλπασμό και σβήνουν στην απαλή κίνηση του κύματος πάνω στην άμμο. Μικρές κραυγές πρωτόγονες μεταφράζουν στην ίδια πάντα γλώσσα την αιώνια λειτουργία ζωής και γέννησης. Τα μέλη παραδομένα στην εξουσία του ιδρώτα μάταια αποπειρώνται ν’ αδραχτούν από τα κρόσσια του πορφυρού χιτώνα της Εσύ κι’ εγώ σμαράγδια καρφιτσωμένα στο γκρίζο φόντο της μνήμης.
20
16.
Ο ρ ι σ μ ό ς Εκκένωσις είναι ο έρως υψηλής εντάσεως όστις γεννάται κατά την προσέγγισιν δύο σωμάτων χωριζομένων από βαθύτατο μίσος.
21
17. Τη μορφή σου πάνω στο βράχο με πείσμα και υπομονή πελέκησα Κόπιασα πολύ, ειν’ αλήθεια. Τα δάχτυλα ματώσανε. Έκανα όμως κάτι για σένα Τη μορφή σου εκεί αποτύπωσα Το κύμα που σκάει πάνω δεν ξέρω αν χάδι ή ράπισμα το νιώθεις. Αμίλητη σφίγγα! Ούτε λέξη δεν θα σου πάρω Ένα όμως ξέρω η θάλασσα θα κοπιάσει το ίδιο για να σε κλέψει.
22
18.
Ο ν ε ι ρ ο π ό λ η μ α (σε τέσσερις πράξεις)
18.1. Κελί με θέα Από τη σιδεριά, η πόλη φαντάζει κονσερβαρισμένη σε παραλληλόγραμμα. Ακίνητα, μακρινά τοπία σε αχνά σεντόνια ομίχλης τυλιγμένα. Τα μάτια μου, περιπολία, σεργιανούν πάνω στο σώμα της και περιγράφουν τις εικόνες. Μπροστά του έρημου γηροκομείου τα χαλάσματα πεισματικά υπομένουν θόρυβους και μπόρες. Τη μέρα νιώθουν τα παιδικά σκαρφαλώματα και τη νύχτα αφουγκράζονται τους κρυφούς έρωτες. Σιμά απλώνεται η αλάνα ανήμπορη να διατηρήσει των παιδιών τους ανέμελους ήχους όταν τη μέρα τη σχίζουν με τα τσέρκια τους. Φουγάρα εργοστασίων, σπίτια σκαρφαλωμένα σε λόφους στεγάζουν αγάπες και δράματα. Η Ακρόπολη λουσμένη στο τουριστικό φως. Στο βάθος συρματοπλεγμένη με φωτεινά αστέρια μια μαύρη έκταση, η θάλασσα. Κι ένα ουράνιο φίδι, η κορυφογραμμή του Υμηττού. Ωκεανός ανθρώπων και μηχανών που πλημμυρίζουν το χώρο. Εδώ φτάνει ένα απρόσωπο τοπίο και λίγοι σβησμένοι ήχοι. Άραγε, αυτή τη στιγμή σε πόσα κρεβάτια πλέκονται νέοι κόμβοι στο κομποσκοίνι της ζωής. 23
18.2. Το κελί Στην απέραντη σιωπηλή νύχτα το κελί κλουβί, σφίγγει το σώμα. Στους τοίχους reproductions κι αφίσες την ομοιομορφία να σπάσουν προσπαθούν. Με της άγιας τρέλας του τα μάτια, σ’ ετοιμόρροπο άλογο ο Δον Κιχώτης, μεταμορφώνει τους ανεμόμυλους σε κάστρα των εχθρών του. Του Μοντιλιάνι η κατακλυσμιαία γυναίκα τα μάτια της επάνω μου στυλώνει. Το ξύπνιο πρόσωπο του Καραγκιόζη φαίνεται να με κοροϊδεύει. Τρεις γλάστρες στο παραθύρι αθόρυβα δίπλα μου ζουν Το ψάρι στη γυάλα – κομμάτι θάλασσας εξωτικής- μοιάζει με τις πελώριες φτερούγες του σαν έντομο της νύχτας. Εγώ ένα λείψανο που σκέφτεται κι’ ονειρεύεται.
18.3. Το όραμα ... Ξάφνου, ζεστό ένα χέρι ένιωσα μέσα στη χούφτα. Αλαφιασμένος πισωπλάτησα . Λιανοτρέμουλη μια σιλουέτα σιμά μου στεκόταν. Είχε Μαντόνας πρόσωπο, γλυκόγελο στα χείλη. Τους ώμους κάλυπτε μεταξωτός χιτώνας πού έφτανε στους μηρούς Στα πόδια σαντάλια με λουριά τυλίγανε τις κνήμες. 24
Ήχος αχνός έφτασε στα χείλη. Με μια κίνηση απάντησε των βλεφάρων. Μ’ ανάλαφρα τα βήματα κάθισε στην καρέκλα και το κοντράστ έδειξε τόσο έντονο. Το χέρι μου άπλωσα δειλά κατά τα ξέπλεκα μαλλιά της. Προς τη μεριά της κίνησης έγειρε με χάρη το κεφάλι. Μου είπε απλά: Φίλησε με!.....
18.4. Η προσγείωση ….Ένα ζεστό κύμα χαράς βόμβισε μες τις φλέβες. Όταν να κινηθώ κατόρθωσα του προβολέα το θανατερό φως περνώντας πάνω απ’ τους επάλληλους τοίχους ήρθε και πλήγωσε τα μάτια. Με βογκητό, στο πρόσωπο έφερα τις παλάμες. Έτσι στης πραγματικότητας το δάπεδο βρόντηξα πάλι. Ήταν μια οπτασία, της μυστηριακής νύχτας γέννημα, στερημένου νου απατηλό. Τώρα στους τοίχους μένουν οι αφίσες, γλάστρες στο παραθύρι, το ψάρι που σεργιανά αμέριμνο στη γυάλα του και μια καρδιά που αιμάσσει. Μου ήρθε να αφοδεύσω. Ο μόνος ήχος ο καταρράχτης του Νιαγάρα.
(Δημοσιεύθηκε στα «τετράδια της φυλακής» το καλοκαίρι του 1973)
25
Β. Τα άλλα ποιήματα 1. Οι πράξεις μου παροράματα στης ζωής το βιβλίο…..
26
2.
Δορκάδα σκέψη Δορκάδα σκέψη ακούραστη αποζητάς ανέξοδα ταξίδια. Άπιαστη κι άπιστη ταξιδεύτρα από έφηβα λιβάδια σαλτάρεις Στα θολωμένα νερά πολύβουου λιμανιού.
27
3.
Δραπέτης της ναφθαλίνης .
Δραπέτης της ναφθαλίνης σέρνοντας στα φρύδια ιστούς αράχνης λάθεψε νομίζοντας το χθες ως σήμερα. Στην άμιλλα με τον έφηβο έμεινε καταμεσής του δρόμου. Η γλώσσα κατάξερη γλύφοντας την ξερή άσφαλτο ζητά λίγες σταγόνες δροσιάς. Πάνω της δυο σερνικά κουνούπια Μιλάνε για σεξ
28
4.
Ο κύκλος Όταν να τρέξω μπόραγα πέταγα βαριεστημένα πέτρες στη θάλασσα το κύμα τις έφερε σιγά- σιγά και τις απόθεσε πάλι στα πόδια μου Τώρα μου απομένει τον κύκλο που έκλεισε να παρατηρώ
29
5.
Η απορία
Ανέβαινε κάθετα τον ουρανό όταν έσπασε τα μούτρα του στον αόρατο τοίχο που τον χώριζε από τ’ όνειρό του Σιωπώντας τον πόνο που τον έκαιγε ταλαντεύτηκε θολωμένος εδώ κι εκεί ώσπου άρχισε πάλι να υπάρχει. Αθόρυβα κατέβηκε στο μοναχικό σύννεφο και το έκανε σπίτι του. Μετά κοίταζε με απορία γύρω την πορεία προς τ’ απάνω που συνεχιζόταν.
30
6.
Κροκάλα Κροκάλα στο ποτάμι ταξίδεψε γνώρισε κόσμους έμαθε μάζεψε εμπειρίες διαμορφώθηκε. Τώρα θέλει να φτάσει στη θάλασσα.
31
7. Τα «πρέπει» Να παρακάμψουμε τα καλοστημένα «πρέπει» τους επίκτητους μύθους των κοντών ανθρώπων των στενών γραφείων των απαραβίαστων Γραφών. Να ξεπεράσουμε το σαβουάρ βιβρ των απόψεων τον κυκλοφοριακό κώδικα των λεωφόρων τη στάση στα αμφιθέατρα. Να σβήσουμε τις κόκκινες μολυβιές στα περιθώρια των σκέψεών μας τα «ναι» και «όχι» που εγκρίνουν και απορρίπτουν. Να κατεβάσουμε από τα βάθρα τους αγαλμάτινους ήρωες, να περπατήσουμε μαζί τους στο χώμα. Τότε θα κατακτήσουμε ένα κομμάτι απ’ ότι μας ανήκει.
32
8. Απολογισμός Τι μας απόμειναν; Εικόνες διαθλασμένες στο πρίσμα της απομόνωσης Ήχοι παράφωνοι σε τρύπια αντηχεία Μνήμες απόμακρες παλαιωμένες στη χρήση Όνειρα ελλειπτικά κυνηγημένων μορφών Με ορρούς νοθευμένους μοιάζουν όλα στη δόση Πενιχρός ο απολογισμός στα ύστατα νήματα με τη ζωή.
33
9. Ο Λιάκος Ο Λιάκος ήταν που χθες το βράδυ άραξε πάνω στα σύννεφα φορώντας ένα κοντοβράκι μόνο κι έλεγε ιστορίες παλαβιάρικες για μεθυσμένους και μυξοπαρθένες Ναι! Ο Λιάκος ήταν, που λένε, πως μια βίδα του έστριψε τότε που μπρος στα μάτια του οι πειρατές κομμάτιασαν τα’ όνειρά του κι’ έπειτα πήγαν να κατοικήσουν στον ναό μέσα στη πόλη. Μα, τα έλεγε όλα στο βρόντο γιατί οι άγγελοι που ήταν σιμά του είχαν πιο σοβαρές δουλειές να κάνουν: Δοξολογίες και ύμνους ν’ αναπέμπουν στον Πάνσοφο Δημιουργό.
34
10.
Μάθημα αριθμητικής
Οι πολλές σιωπές ισούνται με μια κραυγή Η μοναξιά ισούται με τη μοναξιά εξισώσεις απλές πρώτου βαθμού επιδέχονται μια λύση θετική, αρνητική ή μηδέν ή μηδέν ή μηδέν.
35
11.
Ο κίνδυνος Η πόλη λουφάζει, καθηλωμένη στον ακαθόριστο κίνδυνο Μια κραυγή αγωνίας σέρνεται από υπέρηχους ανάκουστους στην ανθρώπινη αίσθηση Μόν’ αλυχτίσματα σκυλιών κάπου στο βάθος αραιά ακούγονται προμηνύματα μιας θύελλας που πλανιέται παντού. Τοπία γιομάτα σιωπές, σπίτια γονατισμένα στον κίνδυνο πρόσωπα χαραγμένα από δάκρυα πελεκημένα με πόνους Κάτω από την ακίνητη επιδερμίδα μιας ηρεμίας αμφίβολης βομβούν σφυγμοί ταραγμένοι κι αγωνίες πελώριες 36
Μόνο τα παιδιά αμέριμνα τρεχαλάνε στα πάρκα οι γκουβερνάντες τα παρατήσανε τρυπώνοντας στο πρώτο υπόγειο Μια πόλη ανίσχυρη, παραδομένη αναμένει το άγνωστο που έρχεται σιγά- σιγά πηδώντας τις πρώτες οικοδομές.
37
12.
Αυτάρκεια Να δρασκελίσει- άφοβα τα βήματα- βουνά που οι κορφές τους λογχίζουν τα σύννεφα να τις πατήσει το πέλμα του κι έπειτα, η Γη της Επαγγελίας.. Βούτηξε στους μαιάνδρους του Λαβύρινθου………… ………………………….. Η Αριάδνη με το νήμα της σήκωνε πολύχρωμο αετό που ετοίμασαν οι δούλοι Η άκρη του μπλεγμένη στις φτέρες. Ολόγυμνη αυτή χορεύει ανάμεσά τους φορώντας μόνο ένα αινιγματικό χαμόγελο. ………………………..
38
Κουράστηκε να ψάχνει για ξέφωτο Τώρα στις σπηλιές με πληγωμένα τα χέρια ανοίγει ένα δ ι κ ό τ ο υ λαγούμι. Το χώμα, οι πέτρες, λίγο νερό στο βάθος το κρεμασμένο στο λαιμό του φυλακτό ολάκερος ο κόσμος συντροφιά και τροφή τα σκουλήκια Α υ τ ά ρ κ ε ι α π λ ή ρ η ς…
39
13. Το αναπόδραστο, ο ανατέλλων ήλιος θα δύσει. Στο άρμα του Φαέθωνα δεν υπάρχει καιρός για ανάπαυλα. το βλέπω, το ακούω, το αφουγκράζομαι. Οι σύντομες συναντήσεις οι αμήχανες σιωπές το βούλιαγμα σε κοινοτυπίες το ποδόσφαιρο, η γυναίκα τα μόνα νήματα. Τα νήματα; Ένας ιστός αράχνης αντέχει το κουνούπι. μπορεί το ίδιο να κάνει στο χελιδόνι; Νιώθω τα δάχτυλα να γλιστράνε στην ιδρωτίλα της επανάληψης. Δε στέκει χώρος για παράπονα το χάσμα τόσκαψα μόνος μου αυτά τα χρόνια Με άρτον ου ζήσεται μόνον ο άνθρωπος… Όμως δε το μπορώ, όχι δε το μπορώ! Θ’ αφήνομαι να γλιστρώ όλο μακρύτερα Είναι η λύση με τις μικρότερες απώλειες… 40
14. Η αθώα μικρή λαβωματιά σε κάποια άμοιρη στιγμή, ουδέτερη, που δε θυμόταν πότε όλα τα χρόνια αυτά σιγότρωγε το μέσα του Το ένιωσε τη στιγμή που ταΐζε τα περιστέρια όταν μια τρύπα άνοιξε στο στήθος και μέσα του φάνηκε το μαύρο κενό Πάγωσε! Είμαι ένα τοίχωμα! είπε, ένα άδειο βαρέλι δίχως τα τσέρκια του Σαν ταύρος σε κόκκινου πανιού πρόκληση έπεσε κατακέφαλα πάνω σ’ αρχαίο άγαλμα. Στη βάση του κείται ένας σωρός άμορφος επιδερμίδων
41
15. Ο χώρος ξαφνικά καμπυλώθηκε έγινε αλλόκοτος Μια συσσώρευση παράλογη ύλης κάπου στο βάθος στρέβλωσε τις γραμμές διατάραξε τις διαστάσεις Οι φωτεινές ακτίνες πριν φτάσουν στα μάτια κάνουν παράξενα ζιγκ-ζαγκ εκτρέπονται Οι εικόνες φιλτραρισμένες στις επιφάνειες παραμορφωτικών κατόπτρων σα να ήρθαν από έναν κόσμο χαμένο στο διάστημα Το μάτι πιστό στην Ευκλείδεια τελειότητα αναβοσβήνει το κόκκινο φως του κινδύνου Τα ερτζιανά κύματα μεταδίδουν την ίδια συχνότητα του SOS Αυτό ακούγεται όμως αλλιώτικα SACK…SHOCK…ή κάπως έτσι.
42
16. Άρνηση της χειρονομίας
Πέταξε στην ήρεμη θάλασσα το άσπρο γιασεμί κι’ αυτό σήκωσε κύματα που πνίξανε το απέναντι τοπίο Έσκυψε πάνω της κι’ είδε ένα πρόσωπο σπασμένο κι’ ένα χαμόγελο μισό… Όλα με αποδιώχνουν, είπε ριγώντας. Έτσι αφέθηκε στο τράβηγμά της ώσπου τον σκέπασε Στις ύστατες στιγμές -αντίδραση στον πανικό;τόλμησε το πέρασμα στις αψηλάφητες μνήμες Αλλοίμονο! Ήταν αργά… Η αρμύρα βιαστική πλημμύρισε όλες τις παρόδους Ένα τυμπανιαίο πτώμα σέρνεται στην ακτή…
43
17. Φασματοσκόπιο Ώρες απογευματινές ντυμένες με κ ό κ κ ι ν α φορέματα βουτάνε στην ήρεμη θάλασσα κι’ όταν προβάλλουν ξανά αλλάζουν φιλιά με τους κ ί τ ρ ι ν ο υ ς γλάρους Η μορφή σχεδία χαμένη στο γ ά λ ά ζ ι ο πέλαγο των ματιών Η σημαία π ρ ά σ ι ν η στο κοντάρι λικνίζεται γι’ ένα απλό ανεπαίσθητο νεύμα Λύπες μ α β ι έ ς κρεμασμένες στα βλέφαρα σκιάζουν τα μήλα των παρειών μ’ ανταύγειες π ο ρ τ ο κ α λ ι έ ς Το μάτι φασματοσκόπιο στις ισόπεδες διαβάσεις του λ ε υ κ ο ύ.
44
18. Πολιτισμός Τα χθεσινά μου δάκρυα τα έβαλα στην κατάψυξη! Ποιος ξέρει το σήμερα τι αύριο θα φέρει; Αίφνης μπορεί τα μάτια να στερέψουν ή, γιατί όχι, οι αδένες ν’ απεργήσουν επ’ αόριστον Τις υπερωρίες των τελευταίων χρόνων τις άφησα, βλέπεις, απλήρωτες. Είναι γνωστό πόσο φερέγγυος είμαι στην αγορά. Θέλω να είμαι και προνοητικός αν αύριο ο ρόλος το απαιτήσει δυο δάκρυα να χρειαστούν δε θα έχω παρά να την ανοίξω και να κολλήσω κάτω από τα μάτια δυο δάκρυα με σελλοτέιπ. Ο πολιτισμός μας έκανε τη ζωή τ ό σ ο ε ύ κ ο λ η.
45
19. Το θέαμα
Παρθένες ολάνοιχτες σε ποδηλατοδρόμια κρατούνε στα χέρια λευκά περιστέρια και προφυλακτικά Ψάλλουν ωδές στο Θείο Διόνυσο Αναμένουν…… Θεατές στις κερκίδες μάτια μυωπικά με τη Γραφή στο χέρι διαβάζουν σπασμωδικά την προς Ρωμαίους Επιστολήν «…Μετήλλαξον την φυσικήν χρήσιν εις την παραφύσιν…» Παρθένες κατάμονες σε ποδηλατοδρόμια γελούν χαμόγελο που όλο πλαταίνει πλαταίνει και διώχνει τις μυρωδιές των κερκίδων τ’ αποκαΐδια των μάταιων ήχων 46
Οι χειροπέδες ανοίγουν μια άσπρη έλικα γράφεται και σβήνεται στον ουρανό κλίμακα ως τα’ αστέρια. Τα προφυλακτικά χειρόκτια στα δάχτυλα με τα μακριά κόκκινα νύχια τα δάχτυλα, με τα κόκκινα νύχια, σκαπάνες στα σφραγισμένα απάτητα σπήλαια στα σφραγισμένα απάτητα σπήλαια στα απάτητα σπήλαια… στα σπήλαια…
47
20. Ό,τι μέχρι τώρα είχα μάθει ήταν στραβό ή στην πορεία αλλοιώθηκε. Η πολλή συνάφεια τα συγκεκριμένα περιστατικά μάτωσαν τις ανθρώπινες σχέσεις Το αυθόρμητο τραυματίστηκε βαριά μέσα μου, πίσω από τις λέξεις αναζητώ υστεροβουλίες, πίσω από τα χαμόγελα υποπτεύομαι προθέσεις. Αδιάκριτα επί δικαίων και αδίκων, γύρω μου σήκωσα ασπίδα προστατευτική, απομονώθηκα αδικώντας μαζί τον εαυτό μου. Έτσι πρέπει εξαρχής στο αλφαβητάρι των ανθρωπίνων σχέσεων πάλι να μαθητεύσω. Θάτανε λάθος στη σχετική βιβλιογραφία να ανατρέξω είναι ογκώδης και μάλλον άχρηστη. Το ίδιο ο νους κι’ η λογική. Όχι! Άλλα όπλα πρέπει να χρησιμοποιήσω ίσως την καρδιά ,το ένστικτο ή τις αισθήσεις Ποιος ξέρει; Αυτή τη φορά μπορεί να έχω επιτυχία.
48
21.
Θυμάσαι που σ’ απέφευγα; Ήταν γιατί ντρεπόμουν Μια ντροπή ντροπαλή Κρυμμένη στις γωνιές μιας σκέψης πολυάσχολης Είχα πολλά σκεπάσματα να την καλύψω Κι όταν βρισκόμουν μόνος κατέφευγα στα εύκολα θεάματα που κερδίζουν τη σκέψη.
49
22.
Στίχοι Στίχοι στοιβαγμένοι στο πίσω μέρος μιας χθεσινής σελίδας ημερολογίου Αισθήματα ζωντανά πριν λίγο εικόνες καμπύλες ή τραχιές Λέξεις ασύνδετες μεταξύ τους αφήνουν τώρα την τελευταία τους πνοή πάνω στο χαρτί της δεύτερης ποιότητας.
50
23.
Δ ι ά λ ο γ ο ς
- Τι είναι βροχή; - Το κλειστό προαύλιο - Τι είναι βουνό; - Αυτό απέναντι - Τι είναι γυναίκα; - Η μορφή στο μπαλκόνι - Τι είναι ζωή - Α! Δεν ξέρω
51
24.
Το χέρι που τείνω είναι έκκληση για βοήθεια ή παγίδα να παρασύρω κι’ άλλον στο βάραθρο;
52
25.
Να σώσω τη λίγη ανθρωπιά Άδειασα Σε λίγο μέσα μου θα μένει το τίποτα
53
26.
Τα δάκρυά μας πέτρωσαν έγιναν μπίλιες που παίζουν τα παιδιά στις φτωχογειτονιές
54
27.
Ήμουν ροδιά μεγαλωμένη στο βράχο σκληρόπετση και αντέχτρα Με μεταφύτεψαν, λένε, σε χώμα παχύ και εύφορο… Έχασα τη δύναμή μου οι πόροι μου έκλεισαν Τα φιλιά με τον ήλιο. το χάδι της βροχής έγιναν ραπίσματα πάνω στο πρόσωπό μου Ω! Δεν την αντέχω αυτή την τύχη. Γυρίστε με πάλι πίσω εκεί στην άκρη του βράχου.
55
28.
Ο καθρέπτης έσπασε σε χίλια κομμάτια Τώρα μαζεύω τα θραύσματα να ξαναχτίσω την εικόνα μα όλο κάτι λείπει ή κάτι περισσεύει. Ίσως ποτέ να μην ξαναβρώ αυτό που χάθηκε Κι’ όμως! Εγώ θα παλεύω αλλάζοντας συνεχώς τις θέσεις. Πότε αριστερά, πότε δεξιά, πάνω ή κάτω Το ψηφιδωτό αυτό ήταν η ψυχή μου η ίδια πού έχασα ένα απαλό καλοκαιρινό δείλι όταν οι κύκνοι κουρασμένοι από την έπαρσή τους χαμήλωναν το κεφάλι κι’ έβλεπαν στην επιφάνεια του νερού ολόκληρο το πρόσωπό τους.
56
29.
Το δάκρυ κύλησε στο χώμα και χάθηκε ανάμεσα στις δροσοσταλίδες του ανοιξιάτικου πρωινού Στη θέση του φύτρωσε ένα γιασεμί. Έσκυψα και το μύρισα Όλα στο πρόσωπό μου γέμισαν γιασεμιά.
57
30.
Όταν να τρέξω μπόραγα πέταγα βαριεστημένα πέτρες στη θάλασσα το κύμα τις έφερε σιγά- σιγά και τις απόθεσε πάλι στα πόδια μου Τώρα μου απομένει τον κύκλο που έκλεισε να παρατηρώ.
58
31. Όταν τα μηνύματα άρχισαν να καταφτάνουν έδειχναν ξεκάθαρα ότι το όραμά μας ήταν από τους ίδιους ναρκοθετημένο αυτούς που τάχτηκαν ως φύλακές του Όταν τα κρυμμένα σεντούκια αποσφραγίστηκαν γύρω ξεχύθηκε η μυρωδιά της φορμόλης. Τότε φτάσαμε να αναρωτιόμαστε μήπως η λύση κρύβεται στην άλλη πλευρά την αθέατη πλευρά της σελήνης Μα εμείς δεν είχαμε και δε θάχαμε ίσως τα μέσα να φτάσουμε έως εκεί έπρεπε αλλού να την αναζητήσουμε κάπου πιο κοντά, ίσως και μέσα μας Ναι! μέσα μας σε μια παρθένα γωνιά της καρδιάς μας.
59
60