1
2
Αφροδίτη Μανουσάκη Γεννήθηκα στο Sao Paolo της Βραζιλίας από Έλληνες γονείς. Mεγάλωσα στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασα Πληροφορική στο ΤΕΙ Αθήνας και από το 2004 ζω στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Σταδιακή πορεία ανόδου, από τον Νότο στον Βόρρα δηλαδή. Τα τελευταία τρία χρόνια ταξιδεύω μέσα από τις ιστορίες μου παντού...
Στοιχεία επικοινωνίας Facebook profile: Αφροδίτη Μανουσάκη E-mail: aphroditemanousaki@yahoo.com http://aphroditemanousaki.wix.com/spring
3
4
Διηγήματα της Ελπίδας (αν με είχαν βαφτίσει έτσι)
Θα σε αγαπήσω μετά Η ζητιάνα Οιστρογόνα σε απόγνωση Φθόνος
5
6
ΘΑ Σ΄ΑΓΑΠΗΣΩ ΜΕΤΑ Η Κατερίνα έκλεισε το κινητό της και το πέταξε στον καναπέ. «Αυτό δεν είναι λύση… είναι τρέλα !», σκέφτηκε και τσαλάκωσε το χαρτάκι που κρατούσε στα χέρια της. Κοίταξε το τζάκι και ήταν έτοιμη να το πετάξει στην φωτιά αλλά δεν τόλμησε. Τελευταία στιγμή το φύλαξε στην τσέπη της. Πέταξε τα παπούτσια της, μάζεψε το πόδια της και κούρνιασε στην πολυθρόνα μπροστά από το τζάκι. Θυμόταν αυτήν την παλιά πολυθρόνα από την ημέρα που γεννήθηκε. Ένοιωθε το κάθε σημείο αυτού του παλιού επίπλου στο κουρασμένο της κορμί σαν γνώριμη αγκαλιά. Σήμερα έβρεχε πολύ 7
και η βροχή χτυπούσε στο τζάμι τόσο δυνατά που την λύτρωνε από τον ήχο της τηλεόρασης που έβλεπε η αδερφή της στο άλλο δωμάτιο. Κοίταξε το ρολόι της. Ήταν πέντε η ώρα. Τέτοια ώρα περίπου συνήθιζε να σχολάει ο πατέρας της. Όλοι στο εργοστάσιο σχολάνε τώρα πια στις εφτά. Υπερωρίες και λιγότερα χρήματα. Μα ο πατέρας δεν γκρίνιαζε. Άνθρωπος του Θεού, ένοιωθε τυχερός και ευλογημένος αφού είχε ακόμη δουλειά. Η μητέρα της τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι σαν φάντασμα. Καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και έκανε λογαριασμούς. Μα δεν μιλούσε. Εκείνη την μέρα η Κατερίνα είχε ξυπνήσει νωρίς το πρωί για να πάει στον ΟΑΕΔ. Πρωί-πρωί ήταν ήδη εκεί με την κάρτα και την ταυτότητα της. Άνοιξε την πόρτα και έτρεξε με λαχτάρα να
διαβάσει τον πίνακα
ανακοινώσεων. Προς μεγάλη της απογοήτευση είδε να αναζητούν συγκεκριμένες ειδικότητες και ένα νεαρό ζευγάρι να δουλέψει στην Γερμανία σε Ελληνικό εστιατόριο.
8
«Ωραία δουλειά θα μας βρουν εδώ. Στον δρόμο για τα ξένα…», είπε με θυμό. Κάποιος σαν να γέλασε πίσω της. Ήταν ένας νεαρός γύρω στα 30 που κρατούσε στα χέρια του κάτι έντυπα να συμπληρώσει. Σίγουρα έψαχνε κι αυτός για δουλειά. «Βγήκε το καινούριο πρόγραμμα;», τον είχε ρωτήσει με ενθουσιασμό η Κατερίνα. «Τι και αν βγήκε; Όλα αυτά είναι μιλημένα», της είχε πει με πικρία κουνώντας το κεφάλι του. Χιλιάδες νέοι εκείνη την ημέρα είχαν ξυπνήσει από νωρίς για να βρεθούν στην ουρά, ο καθένας στην δική του πόλη, για μια θέση στην ελπίδα. Σε μια τέτοια ουρά περίμεναν κι αυτοί. Ο Αλέξης μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του στην Αθήνα ενώ παράλληλα δούλευε σε μια πιτσαρία και είχε γυρίσει για να βοηθήσει την οικογένεια του αλλά τίποτα δεν μπορούσε να βρει πέρα από δουλειές του ποδαριού. Οι φόβοι και οι ανησυχίες τους ήταν κοινές. Είχαν πάψει να ελπίζουν ότι θα βρουν αυτό που κάποτε λέγαμε δουλειά. Έλπιζαν πια να βρουν το «ό, τι να’ ναι», αρκεί να βγουν από το αδιέξοδο της ζωής και το περιθώριο της αχρηστίας. Η κουβέντα τους ξεκίνησε αυθόρμητα, έγινε 9
ανάγκη για επικοινωνία και βρέθηκαν να πίνουν μαζί καφέ από το αυτόματο μηχάνημα. Κέρασε ο Αλέξης· επέμενε για αυτό. Ήταν σίγουρος για τα κέρματα που είχε στην τσέπη του. Σε λίγη ώρα η Κατερίνα θα έπρεπε να φύγει. Έβγαλε από την τσέπη της ένα λιπ-μπαλμ και πέρασε λίγο στα χείλη της με τα δάχτυλα για να μην σκάσουν. Στην πραγματικότητα ήθελε να κάνει την χαρακτηριστική θηλυκή κίνηση και το παιχνίδι με τα χέρια και τα χείλη της. Τα χείλη της πλέον είχαν αρχίσει να λάμπουν σε κάθε χαμόγελο. Κάπου πίσω από την απογοητευμένο προσωπάκι της, που χαμογελούσε πάντα από ευγένεια, κρυβόταν ένα κορίτσι που είχε ανάγκη να φλερτάρει. Κοίταζε το ρολόι της και στεναχωριόταν που κάποια στιγμή θα έπρεπε να φύγει. -«Έχεις δουλειά;», την ρώτησε. -«Δουλειά;», απάντησε εκείνη και άρχισε να γελάει. Της φάνηκε αστείο σαν έκφραση. «Δουλειά, ε; Σαν αστείο ακούγεται. Ποιος να το έλεγε... Ήρθαμε σήμερα με την ελπίδα να βρούμε κάτι και το μόνο που υπάρχει είναι στην … Γερμανία. Εσύ πάσχιζες τόσα χρόνια για ένα πτυχίο για να εξασφαλίσεις το μέλλον σου και τώρα 10
το μόνο που χρειάζεσαι για να βρεις δουλειά είναι ένα διαβατήριο και μια γυναίκα», είπε η Κατερίνα και άρχισε να γελάει αγκαλιάζοντας το πλαστικό ποτηράκι καφέ και με τα δύο της χέρια σαν να μπορούσε να της τα ζεστάνει από το κρύο. Ο Αλέξης δεν γελούσε. -«Συγγνώμη, δεν ήθελα να…», συμπλήρωσε η Κατερίνα που κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά. -«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγνώμη. Αυτή είναι η πραγματικότητα… Κρυώνεις;», τη ρώτησε κι έπιασε τα χέρια της. Εκείνη ξαφνιάστηκε με αυτήν του την οικειότητα αλλά δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Της άρεσε αυτή η επαφή αλλά δεν γνωριζόντουσαν αρκετά γι’ αυτό. Τα χέρια του ήταν ζεστά και την κοιτούσε με εκείνο το εξεταστικό βλέμμα που έχει κάποιος που θέλει
να
διαβάσει τις σκέψεις του άλλου. «Σωστά, χρειάζομαι ένα διαβατήριο και μία γυναίκα για αυτήν την δουλειά. Κι εσύ; Εσύ χρειάζεσαι ένα διαβατήριο κι έναν άντρα … γι’ αυτήν την δουλειά!» Για μερικά δευτερόλεπτα η Κατερίνα έμεινε να τον κοιτά, ελπίζοντας ότι της κάνει πλάκα. Δεν της έκανε πλάκα όμως. Της είχε κάνει πρόταση να φύγουν μαζί στο εξωτερικό. Όταν συνήλθε 11
από το αρχικό σοκ, τράβηξε τα χέρια της τόσο απότομα που έφυγε το καπάκι από τον καφέ της και χύθηκε πάνω στο μανίκι της. Καθώς έψαχνε να βρει χαρτομάντιλα να σκουπιστεί εκείνος της έβαλε ένα κομμάτι χαρτί στην τσέπη του μπουφάν της. -«Έχει το τηλέφωνο μου επάνω εάν το σκεφτείς καλύτερα», της είπε. Εκείνη βρήκε γρήγορα μια δικαιολογία, τον ευχαρίστησε για τον καφέ και έφυγε. Αυτά είχαν συμβεί εκείνο το πρωί. Στριφογυρνούσε στο μυαλό της η κάθε στιγμή. Λέξη προς λέξη όλα όσα είπαν αλλά και κάθε του έκφραση ζωντάνευαν ξανά και ξανά στο μυαλό της. Αυτό που την τρόμαζε πιο πολύ ήταν πως το μικρό αυτό χαρτάκι ήταν ακόμη στην τσέπη της. Δεν είχε αρνηθεί ακόμη την πρόταση του. Όταν ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι είχε ήδη σκοτεινιάσει. Δεν είχε όρεξη να φάει εκείνο το βράδυ και μάζεψε την οικογένεια του γύρω από το τραπέζι για να τους μιλήσει και να τους προετοιμάσει. Σε λίγο καιρό το σπίτι μπορεί να μην τους ανήκε πια. Αυτό το σπίτι που
αποκαλούσε
πατρικό
δεν
θα
μπορούσε
να
«αγκαλιάσει» την οικογένεια τους πια. Ένοιωσε σαν να 12
της ξεριζώνουν ένα κομμάτι από την καρδιά της. Από εκείνο το βράδυ και μετά τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο σε αυτήν την πόλη. Ο φόβος κι η ανασφάλεια είχαν φωλιάσει στην καρδιά της. Ο πατέρας δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει τη στέγη ή την ασφάλεια της οικογένειας όπως παλιά. Οι μέρες πέρασαν και το μικρό τσαλακωμένο χαρτί ξαναβρέθηκε μπροστά της. Έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει με αυτό. Πήρε το κινητό της κι άρχισε να πληκτρολογεί: «Δεν έχω μονάδες. Ισχύει η πρόταση για δουλειά στην Γερμανία;» Θα πρέπει να το κοίταζε περίπου μισή ώρα μέχρι που έκλεισε τα μάτια της κι έστειλε το μήνυμα. Λίγες μέρες αργότερα το ταξίδι είχε ξεκινήσει. Πρώτη φορά ταξίδευε με τρένο τόσο μακριά από την οικογένεια της. Η Κατερίνα κοιτούσε πίσω της και τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Ένας φόβος είχε κυριεύσει όλο της το κορμί. Τώρα πια είχαν αρχίσει να πλησιάζουν τα σύνορα. «Που πηγαίνω;» Κοίταζε τον Αλέξη που προσπαθούσε
να
βολευτεί
σε
ένα
κάθισμα
κι
αναρωτιόταν εάν είχε κάνει καλά που τον είχε 13
εμπιστευτεί. Δεν τον γνώριζε καθόλου, αλλά τι σημασία είχε; Ήξερε βαθιά μέσα της ότι θα ήθελε να είναι μαζί του, αλλά κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Αν είχε προλάβει τουλάχιστον να τον γνωρίσει πρώτα λίγο παραπάνω. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να καταλάβει τι τους οδήγησε να πάρουν τόσο βιαστικές αποφάσεις. Μήπως δεν έγιναν όλα τόσο γρήγορα όσο νόμιζε αλλά οι συνθήκες για τη φυγή της είχαν ωριμάσει ήδη σιγά-σιγά; Τώρα όλα την οδηγούσαν εκεί. Δεν ήθελε να μείνει στο σπίτι της γιαγιάς της και να περνάει κάθε μέρα μπροστά από το πατρικό της και να το βλέπει σε ξένα χέρια. Ήθελε απελπισμένα μια δουλειά για να απασχολεί το μυαλό της να μην τρελαθεί και τέλος ήθελε να δώσει μια ακόμη ευκαιρία στον νεαρό που γνώρισε τυχαία εκείνο το πρωινό. Ο έρωτας θα την βοηθούσε ή θα δημιουργούσε κι άλλα προβλήματα; Έκλεισε τα μάτια της και δάκρυα κύλησαν για μια ακόμη φορά. «Όλα θα πάνε καλά», άκουσε μια φωνή πίσω της. Ο Αλέξης δεν βολευόταν να κοιμηθεί και σηκώθηκε. «Αλλά ακόμη και αν δεν έρθουν όπως τα λογαριάζεις 14
πάντα μπορείς να γυρίσεις πίσω στην οικογένεια σου. Κανείς δεν σε δεσμεύει. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου. Δες το σαν μια νέα αρχή...». Της φόρεσε το μπουφάν της που είχε παρατήσει στο κάθισμα της. «Θα κρυώσεις εδώ στο παράθυρο» -«Μα που πηγαίνουμε; Δεν γνωρίζουμε κανένα εκεί; Δεν είναι τρέλα; Εσύ δηλαδή τι περιμένεις να βρεις εκεί;», ρώτησε απορημένη. -«Αυτή είναι η λύση που έχουμε τώρα. Να περιμένουμε δεν βοηθάει. Σήμερα είναι αυτό· αύριο μπορεί να είναι καλύτερα να γυρίσουμε πίσω... Δεν ξέρω. Αλλά μπορούμε να το επιχειρήσουμε γιατί είμαστε νέοι κι έχουμε πολλά περιθώρια ακόμη για αλλαγές στην ζωή μας. Εξάλλου τώρα, όπως έχουν έρθει τα πράγματα, δεν έχουμε πατρίδα να μας προστατεύει. Μην φοβάσαι δεν είσαι μόνη σου.» Πόσο θα ήθελε τώρα να νιώσει την δική του προστασία σε μια αγκαλιά. Μα ήταν νωρίς ακόμη για τέτοιες εκδηλώσεις. Κούμπωσε το μπουφάν της και σταύρωσε τα χέρια της. Για αρχή είχε κάποιον να την
15
προσέχει. Είχε αρχίσει να τον εμπιστεύεται. Τώρα πια μπορούσε να ονειρεύεται ξανά...
16
Η ΖΗΤΙΑΝΑ Έβρεχε καταρρακτωδώς όταν σε ένα μικρό καφέ στην πλατεία, ένας άντρας άνοιγε την πόρτα να μπει μέσα. Το μπουφάν του έσταζε από παντού. Η ομπρέλα που πάσχιζε να κλείσει δεν μπόρεσε να τον προστατέψει. Κοίταξε γύρω του σε όλα τα τραπέζια. Κι όμως ήταν τόσο σίγουρος ότι μπήκε στο σωστό καφέ. Δεν είχε κουράγιο να βγει έξω ξανά για να βεβαιωθεί. Ρώτησε τη όμορφη γκαρσόνα πίσω από το μπουφέ και έκατσε στο μοναδικό τραπεζάκι που είχε μείνει ελεύθερο. «Λες να μην έρθει;», αναρωτήθηκε με ανησυχία. Δεν ήταν μόνο
17
το μπουφάν του μούσκεμα, αλλά και όλα του τα ρούχα. Όχι από την βροχή αλλά από τον ιδρώτα και την αγωνία. Ο Ιορδάνης του είχε πει ότι θα έρθει. Και αν είχε καταλάβει τον πραγματικό λόγο που τον είχε καλέσει εκεί και τον απέφευγε; Δεν είχε μονάδες στο κινητό του να τον καλέσει. Περίμενε λοιπόν. Έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του ένα μάτσο χαρτιά. Όλα του τα χρέη. Όλα τα καθυστερούμενα. Χαρτί, μελάνι και αριθμοί. Αριθμοί ικανοί να του πάρουν το σπίτι. Ο αδερφός του δεν θα το επέτρεπε αυτό. Το πατρικό σπίτι έπρεπε πάση θυσία να σωθεί. Η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα φορώντας ένα παλιό τριμμένο μοντγκόμερι με μακριά καρό φούστα μπήκε μέσα. «Καταραμένη βροχή», ψέλλισε. Τα μαλλιά της είχε μέρες να τα χτενίσει και βρεγμένα τώρα έμοιαζαν να έχουν καθίσει και να μην πετούν πέρα δώθε. Στάθηκε πίσω από την πόρτα και κοιτούσε την βροχή. Η γκαρσόνα την πλησίασε και την ρώτησε ευγενικά εάν θα καθίσει. «Ναι, βέβαια…», απάντησε και έκατσε στην μόνη καρέκλα δίπλα στον μπουφέ που ήταν ελεύθερη. Δεν φαινόταν σίγουρη για αυτό που έκανε. 18
Ούτε ο Στεφανής, που είχε ξεχάσει τώρα το πρόβλημα του και την κοιτούσε απορημένος. Ήταν σίγουρος ότι αυτή η γυναίκα δεν μπήκε εκεί για να πιει καφέ αλλά για να προστατευθεί από την βροχή και το κρύο. Ήταν η άστεγη που έβλεπε κάθε μέρα πίσω από τον ναό του Αγίου Παντελεήμονα να ζητιανεύει. Την είχε δει και εχτές που πήγε στον πατέρα Εμμανουήλ να του ζητήσει βοήθεια. Ναι ήταν σίγουρος. Ο πάτερ του είχε πει: «Παιδί μου μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω. Μα τα χρήματα που χρειάζεσαι για να σώσεις το σπίτι σου είναι πολλά και με αυτά εγώ θα μπορέσω να χορτάσω πολύ κόσμο. Να δες εκεί, αυτήν την φτωχή γυναίκα. Η Μαρία κάθε μέρα περιμένει καρτερικά να της δώσω μερικά ευρώ να αγοράσει λίγο ψωμί να χορτάσει την πείνα της και δεν είναι η μόνη. Συγχώρα με, παιδί μου που δεν μπορώ να σε βοηθήσω...» Βγαίνοντας από τον ναό με τα χέρια του στην τσέπη ο Στεφανής κοντοστάθηκε πάνω από την φτωχή γυναίκα που του χαμογέλασε. Ένοιωσε στα δάχτυλα τα λίγα κέρματα που του είχαν απομείνει και αισθάνθηκε τέτοια ντροπή που πήγε να ζητήσει τόσα πολλά χρήματα από τον ιερέα, ενώ
19
κάποιοι άλλοι άνθρωποι είχαν ανάγκη τόσα λίγα για να επιβιώσουν. Έβγαλε από την τσέπη του τα ψιλά και της τα έδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ναι αυτή ήταν. «Στεφανή, συγνώμη που άργησα…», είπε ο Ιορδάνης μπαίνοντας φουριόζος μέσα. Παρόλο που δεν είχε πολύ χρόνο στην διάθεση του παρήγγειλε ένα καπουτσίνο. Άκουσε το πρόβλημα του αδερφού του στα γρήγορα. «Βέβαια και θα σε βοηθήσω αδερφέ! Το σπίτι αυτό είναι το πατρικό μας. Θα πληρώσω εγώ και το υπόλοιπο χρέος σου και θα φροντίσω να μην πάει σε ξένα χέρια. Θα το ανακαινίσω όπως του πρέπει, τώρα που παντρεύω την Σοφούλα μου.» Ο Ιορδάνης άφησε 10 ευρώ στο τραπέζι για τον καφέ που δεν πρόλαβε ούτε να δει και έφυγε βιαστικός. Δεν είχε χρόνο. Ήταν και αυτή μια παρηγοριά. Το χρέος του θα αποπληρωνόταν τελείως και το σπίτι δεν θα έπεφτε σε ξένα χέρια. Δεν θα ήταν άστεγος με χρέος, αλλά απλά άστεγος. «Κυρία μου δεν μπορείτε να μένετε εδώ μέσα δίχως να παραγγείλετε. Δεν το καταλαβαίνετε;», φώναξε η γκαρσόνα και επέμενε να διώξει την φτωχή και 20
ατημέλητη γυναίκα. Εκείνη επέμενε ότι περίμενε κάποιον. Ο Στεφανής λύγισε μπροστά σε αυτό το θέαμα. Σε λίγους μήνες θα ήταν και εκείνος άστεγος και δίχως δουλειά αυτή η μέρα είχε αρχίσει να πλησιάζει επικίνδυνα κοντά. «Μαρία, εδώ είμαι!», είπε αυθόρμητα. «Η κυρία περιμένει εμένα», συμπλήρωσε και τράβηξε την καρέκλα να καθίσει μαζί του. «Θα αργήσει πολύ αυτό το καπουτσίνο που έχουμε παραγγείλει δεσποινίς;» «Ευχαριστώ…», ήταν η μόνη λέξη που κατάφερε να πει. Ήπιε τον καφέ απολαμβάνοντας την ζεστασιά του σε κάθε γουλιά, με τα μάτια της κλειστά. Με τα δυο της χέρια αγκάλιαζε το φλιτζάνι που της τα κρατούσε ζεστά. «Σταμάτησε η βροχή, μπορώ να φύγω τώρα. Σε ευχαριστώ…», του είπε και έφυγε. Ο Στεφανής αφού ήπιε τον δικό του καφέ δεν έβρισκε άλλο λόγο να κάθεται εκεί. Πλήρωσε την πολυάσχολη γκαρσόνα και σηκώθηκε να φύγει. «Κύριε έχετε ξεχάσει την τσάντα σας!», του φώναξε η νεαρή κοπέλα και του έδωσε μια μικρή πλαστική τσάντα γεμάτη από διάφορα πράγματα. Ο Στεφανής 21
κατάλαβε αμέσως ότι αυτά έπρεπε να ανήκαν στην γυναίκα που μόλις είχε φύγει. Ξεκίνησε για τον ναό με την ελπίδα ότι θα την βρει εκεί. Στο προαύλιο της εκκλησίας όμως δεν ήταν κανείς και έτσι αναζήτησε τον ιερέα για να του δώσει τα πράγματα της Μαρίας. «Τι λες βρε παιδί μου; Ρούχα της Μαρίας; Δεν τα χρειάζεται πια εκεί που πήγε παιδί μου. Κράτησε τα εσύ, ή δώσε τα κάπου αλλού», του απάντησε ο ιερέας. Η Μαρία είχε βρεθεί εκείνο το πρωινό νεκρή από τον νεαρό νεωκόρο του ναού. Δεν ταίριαζαν οι ώρες. Ποια να ήταν; Κι όμως, ήταν τόσο σίγουρος ότι ήταν εκείνη. Τώρα τι να τα κάνει αυτά τα πράγματα; Φτάνοντας στο σπίτι του είχε ξεχάσει πια όλη αυτή την περίεργη ιστορία της μυστήριας ζητιάνας. Άνοιξε την πόρτα του και μπήκε μέσα. Αυτό ήταν το σπίτι του και θα ήταν το σπίτι του για λίγες μέρες ακόμη. Πέταξε την τσάντα με τα παλιά πράγματα στον καναπέ και πήγε να καθίσει απογοητευμένος στην πολυθρόνα του. Από την πλαστική τσάντα που είχε μέσα ένα σωρό παλιόρουχα ξεχώρισε κάτι τελείως διαφορετικό. Άνοιξε 22
και είδε… Κουβαριασμένα
χαρτονομίσματα.
Όσα
χρειαζόταν να πληρώσει το χρέος του και έναν ακόμη καπουτσίνο…
23
ΟΙΣΤΡΟΓΟΝΑ ΣΕ ΑΠΟΓΝΩΣΗ Δεν περίμενε τον ιππότη της με το άσπρο άλογο. Με τα πόδια να ερχόταν και πάλι θα ήταν ευχαριστημένη. Αλλά ο Νεκτάριος μάλλον ονειρευόταν την πριγκίπισσά του με γοβάκι νούμερο 36. Τόσο μικρό ποδαράκι θα είχε η αντίζηλός της, φανταζόταν η Ελευθερία. Εκείνη φορούσε 40 και για το δικό της ύψος αυτό ήταν πολύ. Της το είχε πει ο παιδικός της φίλος μια μέρα. «Τι ποδάρα είναι αυτή κορίτσι μου;» Από τότε μέτραγε με το απορημένο βλέμμα της το μήκος της πατούσας της κουνώντας τα δάχτυλα της. Άραγε να έφταιγαν αυτά που ήταν πολύ μακριά ή η πλακουτσωτή της φτέρνα που 24
χρειαζόταν χώρο στο παπούτσι για να μπει. Κομμένα τα ξώφτερνα παπούτσια. Η φτέρνα ξεχείλιζε στραβά και όσο και να την έτριβε με την πλατιά την λίμα δεν ερχόταν στα ίσα της. Μόνο κλειστά στην φτέρνα και καμπυλωτά μπροστά της άρμοζαν. Η φούστα της έπρεπε να έχει το κατάλληλο μήκος ώστε να μπορεί να καλύπτει και τα παχουλά της γόνατα. Αν είχε και γραμμή άλφα, τότε οι γάμπες της ίσως και να φαινόταν λίγο πιο λεπτές. Σκούρο χρώμα και καθόλου σχέδια. Πολύ προσοχή, γιατί όλα αυτά παχαίνουν. Είχε μελετήσει όλα τα περιοδικά μόδας. «Πώς να ντυθείτε σύμφωνα με τον σωματότυπό σας», το αγαπημένο άρθρο. Ακόμη και οι μπλούζες της δεν θα έπρεπε να δένουν πίσω από τον λαιμό, μικραίνοντας την απόσταση των δύο ώμων. Μικρή πλάτη, μεγάλη λεκάνη δεν θα ήταν ένα απλό αχλάδι, θα ήταν φετέλ. Όλα τα έκανε στην εντέλεια, αλλά πάλι μοντέλο δεν γινόταν. Ήταν χαμένη περίπτωση. Το πάλευε όμως. Ακόμη και εάν ο Νεκτάριος δεν γινόταν ο πρίγκιπάς της μια μέρα, εκείνη θα ήταν πάντα στο πλευρό του, όπως οι εφτά νάνοι θα
25
είχαν για φίλη τους την Χιονάτη και θα ζήλευαν για πάντα τον πρίγκιπα και το φιλί του. Έτσι το είχε φανταστεί. Να τον κοιτάει από μακριά και να φροντίζει για την ευτυχία του. Με τις συμβουλές της, την συμπαράστασή της στα δύσκολα, τον γλυκό της το λόγο και το αυθόρμητο της χαμόγελο. Αυθόρμητο ήταν από παλιά, αυθόρμητο ήταν και τώρα ακόμη και όταν πονούσε, γιατί το τροφοδοτούσε πάντα ένας ανεκπλήρωτος παιδικός έρωτας. Από την άλλη η επικίνδυνη αντίπαλος. Η καχεκτική Νόνη, που την βάφτισαν Θεώνη, είχε κάτι από μοντέλο. Mini size όμως. Τι σημασία έχει; Όταν ανέβασε την φωτογραφία της καθισμένη στο παιδικό καρεκλάκι της ανιψιάς της, όλοι της έκαναν like πιστεύοντας πως είχαν δει σε φωτογραφία την δίμετρη Σουηδέζα γκόμενα. Μικροκαμμωμένη το λοιπόν, αλλά στα κιλά μιας δωδεκάχρονης. Αναλογικά καλά δηλαδή. Διπλά σε άντρα μόνο να μην την έβαζες. Μυαλό εάν είχε σε κανονικό μέγεθος για την ηλικία της, δεν θα μπορούσε να χωρέσει στο ξανθοβαμμένο άδειο κρανίο της. Είχε όμως ένα άλλο αέρα. Τον αέρα που φυσούσε δέκα 26
πόντους πιο ψηλά από το κεφάλι της. Είχε φτάσει εκεί ψηλά φορώντας τις παραμορφωμένες γόβες που αγόρασε από το διαδίκτυο. Αυτή η παραμόρφωση στην κλασσική γόβα που το μπροστινό μέρος είναι πολύ ψηλό, τόκα το λένε οι γνωρίζοντες, ενώ το τακούνι πίσω το κρατάς και για σκουπόξυλο μια μέρα όταν θα φύγει από την μόδα. Ένα πάρτι στην παραλία ήταν το λοιπόν μια ακόμη αναμέτρηση. Μέχρι το πάρκινγκ της παραθαλάσσιας καφετέριας η Νόνη έδειχνε να περπατάει σαν παππούς μετά από εγκεφαλικό που δεν πρόλαβε να αγοράσει ένα πι. Ανοιχτά τα χέρια της, στο ύψος του στήθους και σε ετοιμότητα να πιαστούν από κάπου. Άντρα κατά προτίμηση. Όχι όμως πολύ ψηλότερο της, γιατί θα την παρεξηγούσε εάν σκόνταφτε και έπεφτε πάνω του. Σταθερή η κορμοστασιά της. Και τα 155 εκατοστά του κορμιού της. Άντε 157 το πολύ. Παραπάνω όχι. Παρόλο που είχε καταβάλει κόπο να δώσει όγκο στο μαλλί της και να κερδίσει λίγους πόντους ακόμη, το λεξικό του Μπαμπινιώτη που είχε στο κεφάλι της όλο το απόγευμα στις πρόβες βαδίσματος της με τις καινούριες γόβες, το είχαν καθίσει πολύ. Χάρμα οφθαλμών λοιπόν το Νονάκι
27
που λέτε. Σε φωτογραφία μόνη της δηλαδή. Μην βάλεις άνθρωπο δίπλα της και φανεί το πραγματικό ύψος. Όλες οι φωτογραφίες ολόσωμες με νάζι και πόζα. Η οπτική γωνία από ψηλά και το μπούστο προτεταμένο προς τα έξω με την χαρακτηριστική χαράδρα. Και αυτό το έρμο το δεξί χεράκι ποτέ θα μπει στην φωτογραφία. Εκεί στην άκρη της φωτογραφίας να χάνεται και να μην χωράει. Καταραμένο σέλφι. Ανησυχούσε πολύ η ανόητη κάθε φορά που τις ανέβαζε στο προφίλ της, λες και θα περίσσευε κάτι από το κουτάκι. Εκείνη την βραδιά είχε βάλει στο μάτι τον Νεκτάριο. Με αυτό το τακούνι κάπου θα έφτανε, αρκεί να μην χρειαζόταν να τρέχει από πίσω του. «Καλώς την Νόνη μας», της είπε και με το χέρι έκανε να την αγκαλιάσει από τους ώμους. Αλλά το περπάτημα στην άμμο δεν ήταν για τις γεμάτο πούλιες γόβες της. Είχε περπατήσει ξυπόλητη μέχρι το αντικείμενο του πόθου της, μα η αγκαλιά αυτή δεν έγινε. Εάν ολοκλήρωνε την κίνηση ο Νεκτάριος, το χέρι του θα περνούσε πάνω από το κεφάλι της και σίγουρα αυτό θα ήταν τραγικό. Πήγε τότε και έκατσε δίπλα στην Ελευθερία.
28
-«Μα είναι τόσο κοντή τελικά;», είπε με φανερή έκπληξη. -«Όχι, μάλλον εσύ είσαι πολύ ψηλός…», απάντησε η φίλη του, που παρόλο που δεν χώνευε εκείνο το φαντασμένο δείγμα γυναίκας, δεν της άρεσε να την υποτιμά. Ήταν ένας αναγνωρισμένος εχθρός μισής μερίδας. -«Να εσύ ας πούμε… Έχεις το ιδανικό ύψος για μένα», της είπε και πέρασε το χέρι του στους ώμους της όπως έκανε πάντα από παιδί, όταν την τραβούσε προς το μέρος του να της πει μυστικά την επόμενη τους αταξία. Και τα χρόνια πέρασαν… Και η ίδια ανησυχία μένει πάντα όσα χρόνια και αν περάσουν. Οι ορμόνες της εφηβείας αφήνουν αυτόν τον φόβο χαραγμένο για πάντα μέσα στο θηλυκό εγκέφαλο. Σαν πάτημα ελέφαντα σε μαλακό χώμα για χρόνια μετά, όσο μυαλό και να βάλεις. Η Ελευθερία είναι πλέον 40. Κοιτάζει το σώμα της στον μεγάλο καθρέφτη του διαδρόμου. «Αυτού του τύπου οι φούστες μου πάνε
29
πολύ. Έπρεπε να πάρω και την κόκκινη. Πόσο να με παχαίνει το κόκκινο;» αναρωτήθηκε. -«Φύγε από την μέση μαμά! Θα έρθουν να με πάρουν και δεν είμαι έτοιμη. Χάλια είμαι. Κοίτα αυτό με παχαίνει. Τι να βάλω τώρα; Αααααα!!!», τσίριξε η Βάσω με μια φανερή απελπισία στο πρόσωπο. -«Είσαι κούκλα κορίτσι μου!» -«Τι λες ρε μαμά;» -«Λοιπόν θα πάρουμε και μια αντρική γνώμη. Νεκτάριε! Έλα να δεις λίγο την Βασούλα μας…» Βασούλα ετών 15. Κόρη του Νεκτάριου και της Ελευθερίας. Κορμοστασιά; Στα ίχνη της μαμάς της. Μεσογειακή γυναίκα. Αχλαδάκι. Ποικιλία, κρυστάλλια. Όχι φετέλ ακόμη. Φετέλ μετά την μητρότητα. Γλυκειά με ροδοκόκκινα μάγουλα γεμάτα υγεία. Δεν είναι ψηλή, δεν είναι κοντή. Δεν είναι αδύνατη, δεν είναι χοντρή. Είναι γυναίκα όμως, αλλά δεν το ξέρει ακόμη. Θα τις πάρει περίπου 25 χρόνια για να το μάθει.
30
ΦΘΟΝΟΣ «Τα δικά μου θέλω, έγιναν όλα τα δικά σου έχω. Τα δικά μου έχω έπαψαν να υφίστανται. Έχασαν την αξία τους, αφού αξία δεν μου δίνουν και στο περιθώριο έχουν μείνει. Εκεί στο περιθώριο έχουν αφήσει και εμένα, χρόνια τώρα, να μην έχω, να μην ζω, να μην νιώθω, να μην υπάρχω για κανένα. Μόνο να πονώ. Σε ένα κενό ψάχνω να βρω την αιτία. Μια μαύρη τρύπα στην ψυχή μου που έχει το όνομά σου. Στην ψυχή όπου δεν μπόρεσε να φωλιάσει η αγάπη, βρίσκει το δικό του καταφύγιο ο φθόνος.»
31
Η Κατερίνα προσπάθησε να αναγνωρίσει τον γραφικό χαρακτήρα. Κάποιος άλλος είχε γράψει αυτά τα μοχθηρά λόγια. Κι όμως τα ένοιωθε τόσο οικεία, σαν να τα είχε γράψει η ίδια. Σαν μια φωνή που άκουγε πάντα, όταν έβλεπε την Αλεξάνδρα να χαμογελάει με τα ροδοκόκκινα μάγουλα και τα αστραφτερά μάτια της. Πάγωσε η ψυχή της, καθώς το διάβαζε. Το χαρτί αυτό ήταν μέσα στο βιβλίο που είχε δανειστεί από την δημοτική βιβλιοθήκη, λίγο πριν πάει στην δουλειά της εκείνο το πρωί. Θυμήθηκε τον βιβλιοθηκάριο με τα ανοιχτοπράσινα μάτια, που την κοίταζε με ένα κρύο και ανέκφραστο βλέμμα. Το χαρτί που κρατούσε στα χέρια της το ένοιωσε σαν απειλή. Όχι αυτά που ήταν γραμμένα εκεί, αλλά αυτά που ήταν γραμμένα μέσα της και εκείνα τα γατίσια μάτια του μπορούσαν να τα διαβάσουν. Καθώς την κοιτούσαν, το σώμα της γινόταν διάφανο και η ψυχή της ήταν εκτεθειμένη. Αυτός ο άνθρωπος είχε διαβάσει τις σκέψεις της. Ήταν παράλογη αυτή η εκδοχή, αλλά μόνο αυτό έβγαζε νόημα. Η Κατερίνα και η Αλεξάνδρα ήταν οι μοναχοκόρες δύο συνεταίρων που είχαν το παλαιότερο εστιατόριο 32
στην πόλη. Ο πατέρας της Κατερίνας δεν ζούσε, ενώ ο πατέρας της Αλεξάνδρας είχε αποσυρθεί δίνοντας την θέση του στην χαριτωμένη κόρη του. Καθεμία είχε τον ρόλο της στην λειτουργία του εστιατορίου, που ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία της. Η Κατερίνα, με ηγετικές ικανότητες, είχε την ευθύνη του προσωπικού και των σημαντικών αποφάσεων, ενώ η μικρότερη είχε τις δημόσιες σχέσεις. Ήταν χάρμα οφθαλμών και μόνο που χαμογελούσε. Αποτέλεσμα αυτής της διανομής ρόλων ήταν η Κατερίνα συχνά να μαλώνει το προσωπικό και να έχει την φήμη της στριμμένης εργοδότριας, ενώ η Αλεξάνδρα πάντα να παίρνει το μέρος τους, για να τους κατευνάζει. Όπως και την προηγούμενη μέρα που υποστήριξε τον Στέφανο που δεν είχε υπολογίσει σωστά τις προμήθειες. Η Κατερίνα είχε γίνει έξαλλη, καθώς δεν ήταν η πρώτη φορά που η Αλεξάνδρα την ακύρωνε έτσι μπροστά στο προσωπικό της. Εκείνος ήταν ένας καιροσκόπος
που
φλέρταρε
θρασύτητα
την
ελαφρόμυαλη εργοδότρια του. Με αυτόν τον τρόπο
33
διατηρούσε την θέση του στο μαγαζί, αν και τελείως άχρηστος. Ο πατέρας της Αλεξάνδρας δεν συμφωνούσε με την πρόσληψή
του
και
κυρίως
με
τον
τρόπο
που
περιτριγύριζε την κόρη του. Είχε παρατηρήσει ότι της είχε γίνει ιδιαίτερα φορτικός τελευταία. Είχε πάρει πολύ θάρρος και πίστευε ότι η κόρη του κινδύνευε. Θα είχε χαρεί ιδιαίτερα, εάν το πτώμα του Στέφανου είχε βρεθεί οπουδήποτε αλλού στην πόλη και όχι μέσα στην αποθήκη τους. Η Αλεξάνδρα, φανερά τρομοκρατημένη από το γεγονός, είχε δυσκολευτεί πολύ να απαντήσει στις ερωτήσεις των αστυνομικών. Ο πατέρας της έδειχνε φοβερά ανήσυχος για την κόρη του. Έμοιαζαν να κρύβουν κάτι. Αυτή ήταν η ευκαιρία της Κατερίνας να την ξεφορτωθεί μια για πάντα. Αν μπορούσε να αφήσει μερικά υπονοούμενα στον ανακριτή. Μια σύλληψή της θα τσαλάκωνε για πάντα την υπέροχη εικόνα της. Πόσο μάλλον μια καταδίκη.
34
-«Υπήρξε ένα φλερτ με την Αλεξάνδρα, αλλά δεν νομίζω να έχει κάποια σχέση αυτό», είπε για να καλύψει τις προθέσεις της. -«Αυτό θα το κρίνουμε εμείς… Εκείνη φορούσε το μπεζ παλτό της σήμερα το πρωί;» -«Μα ναι. Δεν καταλαβαίνω όμως… γιατί ρωτάτε;» -«Είστε σίγουρη; Προσέξτε, είναι πολύ σημαντικό.» -«Πολύ σίγουρη. Μα τι νόημα έχει αυτό;» Η Κατερίνα γνώριζε ότι είχαν βρεθεί κηλίδες αίματος στο παλτό της Αλεξάνδρας. Τις είχε δει όταν έφτασαν στο μαγαζί και βρήκαν το πτώμα. Η Αλεξάνδρα είπε ότι το είχε ξεχάσει το βράδυ μέσα στην αποθήκη. Πραγματικά το πρωί δεν το φορούσε. Άρα λοιπόν έλεγε την αλήθεια. Δεν την ένοιαζε όμως αυτό. Το βράδυ έκανε κρύο. Δεν είχε εξηγήσει γιατί έφυγε μέσα στην νύχτα χωρίς να το φορέσει. Τι την αναστάτωσε τόσο;
Η κατάθεση της
Κατερίνας φαινόταν πιο πιστευτή, αν και είχε πει ψέματα για να σιγουρευτεί ότι η Αλεξάνδρα θα έβρισκε τον μπελά της.
35
-«Εσείς επιστρέψατε ξανά;», συνέχισε τις ερωτήσεις του ο ανακριτής. -«Μα όχι. Για ποιόν λόγο;» Κι όμως. Είχε επιστρέψει, γιατί είχε ξεχάσει το κινητό της. Δεν μπορούσε να το πει αυτό. Όλες οι υποψίες θα έπεφταν επάνω της. Το γεγονός ότι είχε φύγει νωρίτερα από την Αλεξάνδρα αλλά και από τους υπαλλήλους της, την προστάτευε από τις υποψίες των αστυνομικών. Λίγες ώρες αργότερα η αστυνομία βρισκόταν έξω από το σπίτι της Κατερίνας. -«Τι θέλετε πάλι; Δεν έχω τίποτα άλλο να καταθέσω.» -«Σίγουρα έχετε. Απέναντι από το εστιατόριο σας υπάρχει μια τράπεζα. Η εξωτερική κάμερα δείχνει τα πάντα. Εσείς επιστρέψατε το βράδυ, αφού είχαν φύγει όλοι. Όλοι εκτός του θύματος, φυσικά. Επίσης έδειχνε την συνέταιρό σας το πρωί με μαύρο πανωφόρι. Πρέπει να
μας
εξηγήσετε
γιατί
θελήσατε
να
παραπλανήσατε. Θα μας ακολουθήσετε στο τμήμα.»
36
μας
-«Μα αυτό είναι τελείως παράλογο… Τι δουλειά έχω εγώ με αυτό το κάθαρμα το Στέφανο;» είπε και μετάνιωσε με μιας που έδειξε την απέχθεια της για το θύμα. Ο πατέρας της Αλεξάνδρας είχε πάει να πάρει την κόρη του εκείνο το βράδυ. Δεν το απέκρυψαν από την αστυνομία. Η κατάθεσή τους ήταν αληθής και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Η Κατερίνα όμως είχε πει ψέματα. Όλοι οι υπάλληλοι είχαν καταθέσει πως η μόνη κόντρα του θύματος ήταν με την Κατερίνα και πως μάλωναν πολύ συχνά. Ήθελαν να κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα με εκείνη. Να στρέψουν τις υποψίες στο πρόσωπο που απεχθάνονταν περισσότερο. Τα στοιχεία φαινόντουσαν να δένουν με έναν περίεργο τρόπο. Μετά από μια πολύωρη κατάθεση κρίθηκε απαραίτητη η προφυλάκισή της. Ένας αστυνομικός την οδήγησε στο κελί της. Κλείδωσε την πόρτα και την κοίταξε με μισόκλειστα τα ανοιχτοπράσινα γατίσια μάτια
του.
Ήταν ο φθόνος της πάλι. Ο φθόνος της που την είχε κλείσει μέσα.
37