Οι ποιητές μας

Page 1

Οι ποιητές μας



• «Το μεγαλείο δεν μετριέται με το στρέμμα αλλά με της καρδιάς το πύρωμα και με το αίμα». • «To καλό πρέπει να το παίρνουμε, όπου το βρίσκουμε». • «Τα περασμένα εμπρός μου διαβαίνουνε ξανά και δέχονται άλλο σχήμα και φως τα τωρινά». • «Γνώρισα την Αγάπη, σ’ έζησα πια, ζωή!» • Παιδιά μου ὁ πόλεμος, γιὰ σᾶς περνάει θριαμβευτής· τῶν ἄδικων ὁ πόλεμος δὲν εἶν᾿ ἐκδικητής εἶναι ὁ θυμὸς τῆς ἄνοιξης καὶ τῆς δημιουργίας; Κι᾿ ἂν εἶναι, καὶ στὸν πόλεμο μέσα ἡ ζωὴ θυσία, ὁ τάφος εἶναι πέρασμα πρὸς τὴν Ἀθανασία!



• Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες…. Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε. Θερμοπύλες • Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την, γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία, ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Όσο Mπορείς



O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε. Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει, Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη. Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα, Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο· Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο. Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη, H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι· Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει· Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει. Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της. Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Kαθαρότατον ήλιο επρομηνούσε της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι, σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη· και από κει κινημένο αργοφυσούσε τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι, που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα: "Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα". H Ημέρα της Λαμπρής



• Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι διψάσαμε το μεσημέρι· μα το νερό γλυφό….. Mε τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή.

Η Άρνηση

• Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε Λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε Λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα Λίγο ακόμα



• Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις -εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου. • Αυτά που χάθηκαν, αυτά που δεν ήρθαν μην τα κλαις. Αυτά που τα 'χες και δεν τα 'δωσες κλάφ’ τα . • Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του. • Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου, Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;



• Eίμεθα στη όχθη σαν προβλήτες Tα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό Kαι κατεβάζουν τα πουλιά Kαι τα κελεύσματα των οδοιπόρων. Mία γυναίκα κάποτε μας σταματά Aν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξη. Όχθη

• Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ' άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. Ενδοχώρα



Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ' αμπέλια απάνωθεν εκοίταγε η σελήνη· κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας μες σε διπλή γαλήνη.

Βροχὴ πεφτάστρια γύρα μου κι ἀδιάκοπα σταλάζει τὸ ἀπέραντο γοργά· κι ὅπως χορεύει πέφτοντας στὸ χῶμα τὸ χαλάζι κι ὁ οὐρανὸς ὀργᾶ, σὰν ἀπ᾿ τῆς λύρας τὶς χορδὲς ἀνάμεσα τὸ χέρι φαντάζει ποὺ χτυπᾶ, ὅμοια ἡ καρδιά μου ὁλάκερη μέσα σὲ κάθε ἀστέρι σπαράζει κι ἀγαπᾶ!

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα... Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα ! Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!



• Δεν είναι διαβατάρικο πουλί, που για μια μέρα σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα, ούτε κισσός, π' αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει ούτ' αστραπή, που σβύνεται χωρίς αστροπελέκι, δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό, νοιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό. H προς την Πατρίδα Aγάπη μου • Bράχε, με λέν εκδίκηση. M’ επότισεν ο χρόνος χολή και καταφρόνεση. M’ ανάθρεψεν ο πόνος. Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με, έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με. Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη, σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη….. Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη· καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου γίγαντας στέκω εμπρός σου.» O Bράχος και το Kύμα



• ¨ επειδή κλαίω ακόμη στα κρυφά Καταπιάνομαι ακόμα με όνειρα. Τόσο, που αν πας να μ´αγκαλιάσεις, πασαλείβεσαι με άστρα.¨ Μαρία Νεφέλη 1978

• ¨Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βαστάει στη ζωή¨. Τα ρω του έρωτα 1972 • Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές. Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους!



• Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία. Αυτή (και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας) επτέρωσε τον Ίκαρον και αν έπεσεν ο πτερωθείς κι επνίγει θαλασσωμένος. Αφ’υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος. Ωδή εις Σάμον



Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε Tην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση O ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση, Mην τους κλαις, ο καϋμός σου όσος και νάναι!

Tέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε 'Σ της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση· Mα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση, A στάξη γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε. Kι' αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται, Διαβαίνοντας λειβάδι' απ' ασφονδήλι, Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται. A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι, Tους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν· Θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Λήθη



• Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Οι Μοιραίοι

• Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά... H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος! Σκλάβοι Πολιορκημένοι



• Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς, Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά, Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι, κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια…. Μπολιβάρ • Να ελπίζεις - να ελπίζεις πάντα πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους - που τους ρημάζει η τρομερή ''ευκολία'' θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους που τους διέπει καλοσύνη - πόθος ευγένειας – ηρεμία…



• Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά, δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά. Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές, κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές. Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά, μα 'ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά. Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς, Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς. Αθανασία • Λίγα δένδρα λίγα σπίτια κι ένας άδειος ουρανός Ήταν όλος μας ο κόσμος ήταν όλο μας το βιος Το κανάτι στο περβάζι το πηγάδι στην αυλή Το κουράγιο της μητέρας του πατέρα η συμβουλή Αυτή ήταν η ζωή μας



• Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν, που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί, κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι, περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί. Oι Γάτες των Φορτηγών • «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων». και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων. Ιδανικός και ανάξιος εραστής Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζωνη κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι, πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Kuro Siwo



Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος, τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ, καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος, κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ. Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω, τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Εχθές που ήταν Πρωταπριλιά, αποφασίσαν κι οι Τραπεζίτες, να μη φτωχαίνουν τον κόσμο πλια, και ούτε να ‘χουν κρυφούς μεσίτες κι απ’ τα καλά των και τους παράδες να πάρουν μέρος κι οι φουκαράδες...

Ὁ Ῥωμηός

Πρωταπριλιά



• Eίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις, χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε. Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις. Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε. Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε. Eίμαστε κάτι... • Περπατώντας αργά στην προκυμαία, "υπάρχω;" λες, κι ύστερα "δεν υπάρχεις!" Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία. Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης. Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία... Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία. Πρέβεζα



• Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες στα περασμένα χρόνια. Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα και σε βροχή, σε χιόνια, δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες. Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα, μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου. Γιατί μ’ αγάπησες



• Κι η ψυχή δεν έχει χρόνο, έχει μόνο φτερά Για να πετά και να προστατεύει κάτω από αυτά ό,τι αξίζει... • Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι, υπάρχει. • Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται και να σβήνουν, και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα, και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους, και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς, είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια, θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία, συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν…. Tέχνη



• O Mότσαρτ μ' ένα μαύρο σκύλο τριγυρίζει τα καμμένα σπίτια· ψάχνει κει μέσα στην καφτή τέφρα και την καρβουνίλα. Σε μερικές γωνιές δεν έχουν ακόμη σβήσει οι φωτιές... ―ΠAPAΞENO -λέει- ΠOYΘENA ΔEN AKOYΓETAI ΠIA H MOYΣIKH MOY... Ο Mότσαρτ • Ἔψαχνα νὰ βρῶ τὸ σπίτι μου. Οἱ δρόμοι ἦταν γεμάτοι ἐρείπια· μοναχὰ τοίχους πεσμένους καὶ πέτρες ἔβλεπες· κι οὔτε ἕνας ἄνθρωπος δὲν φαινόταν. Καὶ τότε φάνηκε ἡ ἄρρωστη μητέρα. Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο καλά, γεμάτη ἐνέργεια καὶ δύναμη, μὲ πῆρε ἀπ᾿ τὸ χέρι καὶ βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα συμπαθητικὸ δωμάτιο, τὸ σπίτι μας. Ἐγὼ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα γοερά... Κι αὐτή: Μὴ κλαῖς, ὁ καθένας μας μὲ τὴ σειρά του. Η Μητέρα



• Σπασμένο καράβι νάμαι, πέρα βαθιά –έτσι νάμαι– με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι. Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω, με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω. Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά –έτσι νάναι!– και τα βράχια κατάπληχτα και τ’ αστέρια μακριά να κυττάνε… Δίχως χτύπο οι ώρες, και οι μέρες θλιβές –δίχως χάρη– κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μέσ’ σε νύχτες βουβές το φεγγάρι… Σπασμένο καράβι



• Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάς μ’ αυτούς που έχασαν την εξουσία ή αντίθετα να τους λυπάσαι. Ίσως καλύτερα ταιριάζει η λύπηση έτσι κακόμοιροι που περιφέρονται ψάχνοντας κάτι να βάλουν πάνω τους για να σκεπάσουν τη γύμνια τους. Ή μήπως πρέπει πάντα να τους φοβάσαι έτοιμοι καθώς είναι μόλις ευπρεπιστούν μόλις φορέσουν το κατάλληλο κοστούμι ν’ αρπάξουν ξανά την εξουσία. «Γυμνοί και ντυμένοι»



Ο έρωτας, όνομα ουσιαστικόν πολύ ουσιαστικόν, ενικού αριθμού, γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού, γένους ανυπεράσπιστου. Πληθυντικός αριθμός οι ανυπεράσπιστοι έρωτες. Ο πληθυντικός αριθμός • Mε ημέρα αρχίζει η εβδομάδα, με ημέρα τελειώνει. Kι η Kυριακή, κόμπος σφιχτός να μη λυθούν οι εβδομάδες. Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες…… Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις, πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Kυριακές. Oι λυπημένες φράσεις



• Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω πώς κερδίζει πάντα αυτή ενώ χάνουμε εμείς. Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα • Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας εσύ θα τον ξαναθυμηθείς μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση τις πλαγιές, τα κύματα τα φυλλοβόλα δέντρα που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές Υπενθυμίσεις του έρωτα • Τα ποιήματα δεν μπορούν πια να ‘ναι ωραία αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει. Ποιητικό υστερόγραφο



• O αγαπημένος ουρανός τόσο αφελής τόσο αγαθός με το άπλετό του φως μάς ενοχλεί· δε συγχωρεί να ερωτευτούμε τη ζωή, με προθυμία Φιλίες • Ένας ουρανός ανασαίνει για σας, ματάκια μου, τώρα που απομείνατε ορφανά από κάθε καημό, και αγκαλιάζετε μονάχα ένα χρώμα

Πνοή



• Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «Δώστε τη χούντα στο λαό». Φοβᾶμαι... Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως. Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε. Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται… Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.



• «- Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος. Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια. Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου. Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι. Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά; Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι. Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις μου είπαν. Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος. Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. Ο Καιόμενος



• Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά, καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα, τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου, νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει. Τέλος •

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά, ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας, ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας, κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας, ἔστω καὶ μία φορά; Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους; Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή


Η ποίηση βρίσκεται γύρω μας παντού αρκεί να έχουμε τις καρδιές, τα μάτια και τ’ αυτιά μας ανοιχτά.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.