« Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν» Της Έλλης Αλεξίου
Οι μαθητές και οι μαθήτριες της Β΄τάξης δίνουν ένα διαφορετικό τέλος.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η μητέρα με τα δυο παιδιά της κάθισαν να φάνε και να υποδεχτούν το νέο έτος. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. Ο Πέτρος έτρεξε να ανοίξει. Στην πόρτα στεκόταν ένας άντρας με τρεις μεγάλες σακούλες. Η μητέρα τον είδε και έβαλε τα κλάματα από τη συγκίνηση και τη χαρά της. «Είναι ο πατέρας σας» είπε στα παιδιά της. Η Αγγελικούλα και ο Πέτρος έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν. Ήταν η πιο ευτυχισμένη πρωτοχρονιά της ζωής τους. Κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι είπαν τα νέα τους, έφαγαν το φαγητό τους, έκλαψαν και γέλασαν. Ο πατέρας άνοιξε τις σακούλες και έβγαλε τρία μεγάλα κουτιά. Το ένα είχε ένα σιδηρόδρομο για τον Πέτρο, το δεύτερο μια πανέμορφη κούκλα για την Αγγελικούλα και το τρίτο ένα πολύ ωραίο παλτό για τη μητέρα. Όλοι τους ήταν τόσο, μα τόσο χαρούμενοι.. Δήμητρα Πολυμενοπούλου
Τη βραδιά της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά ήταν απογοητευμένα. Δυστυχώς και φέτος ο πατέρας τους δε θα επέστρεφε. Όμως πέντε λεπτά πριν αλλάξει ο χρόνος, χτύπησε η πόρτα τους. Τα παιδιά άνοιξαν και είδαν έναν άντρα, κουρασμένο, αλλά χαρούμενο να κρατά ένα τεράστιο κουτί, που είχε ζωγραφισμένο ένα τρένο. Ήταν ο σιδηρόδρομος που τόσο πολύ ήθελαν. Ο άντρας δεν ήταν άλλος από τον πατέρα τους . Τον κατάλαβαν από τον τρόπο που τους κοιτούσε και από το γέλιο του και έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν. Από εκείνη την ημέρα λοιπόν ο πατέρας ζούσε μαζί τους και όλα ήταν πιο ευχάριστα και πιο εύκολα. Είχαν περισσότερα χρήματα και τα παιδιά ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια. Σούλιου Κατερίνα
Και ο καιρός πέρασε κι ο μπαμπάς ακόμη να γυρίσει. Ο Πέτρος είχε πλέον κλείσει τα δεκαπέντε και είχε πιάσει δουλειά σε ένα ραφτάδικο. Καθάριζε, μάζευε και πετούσε τα κομμάτια από τα άχρηστα υφάσματα. Ένα βράδυ λοιπόν, καθώς συγύριζε το μαγαζί είδε κάτω υφάσματα πεταμένα και δαντέλες. Του φάνηκαν σχεδόν λυπημένα και απογοητευμένα, που κανείς δε τα ήθελε και δε τα χρειαζόταν. Ύστερα έκανε κάτι που ούτε ο ίδιος δεν το περίμενε. Έπιασε βελόνα και κλωστή και άρχισε το ράψιμο. Τόσες φορές είδε το αφεντικό και τους εργάτες του να ράβουν.. κάτι είχε μάθει και αυτός. Έκοβε, σχεδίαζε, έραβε και δημιουργούσε για ώρες πολλές, μέχρι που άρχισε να χαράζει και ο ήλιος να μπαίνει από το παράθυρο του ραφτάδικου και να τον φωτίζει. Εκείνη την ώρα έτυχε να περνά απ’ έξω μια κυρία, πολύ πλούσια, κοσμική. Το βλέμμα της έπεσε στο νεαρό Πέτρο και στο δημιούργημά του. Θαμπώθηκε από την ομορφιά του ρούχου, χτύπησε δυνατά την πόρτα , μια και ήταν κλειστά. Ο Πέτρος ταράχτηκε, είχε τόσο αφοσιωθεί σε αυτό που έκανε που είχε ξεχάσει τα πάντα γύρω του. Έτρεξε και άνοιξε την πόρτα. «Συγγνώμη, δεν έχουμε ανοίξει ακόμη» είπε διστακτικά και κάπως φοβισμένα. «Θέλω οπωσδήποτε αυτό το φόρεμα» είπε η κυρία χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια του. Η κυρία άρχισε να λέει κάποιες τιμές . Ο Πέτρος άκουγε τα νούμερα που ούτε φανταζόταν πως υπάρχουν. Στο τέλος πούλησε το δημιούργημα του σε μια εξωφρενικά υψηλή τιμή.
«Αριστούργημα, αριστούργημα» έλεγε και ξαναέλεγε η κυρία. «Θα γίνεις προσωπικός μου σχεδιαστής», είπε στον Πέτρο και το βλέμμα της έδειχνε πως δε δεχόταν αντιρρήσεις. Έτσι ο Πέτρος έγινε μεγάλος ράφτης. Και όσο μεγάλωνε αυτός, τόσο μεγάλωνε και η φήμη του. Ώσπου το όνομά του ακούστηκε σε όλες τις γωνιές της γης. Παντού στον κόσμο μιλούσαν για τον Πέτρο από την Ελλάδα. Ένα απόγευμα που έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι, μακριά από τη γυναίκα του, τα παιδιά του και την αδελφή του, είδε στη βιτρίνα ενός καταστήματος ένα σιδηρόδρομο. Θυμήθηκε εκείνα τα Χριστούγεννα, όταν ήταν κι αυτός παιδί και μαζί με τα άλλα παιδιά επιθυμούσε το τρενάκι μαζί με την επιστροφή του πατέρα του. Μπήκε στο κατάστημα, το αγόρασε μαζί και με άλλα δώρα, ετοίμασε τις βαλίτσες του και με το πρώτο τρένο γύρισε στο σπίτι του. Η πόρτα ενός διώροφου και καταστόλιστου σπιτιού άνοιξε. Ο Πέτρος μπήκε μέσα φορτωμένος δώρα. Χαρές και τραγούδια ακολούθησαν … ο μπαμπάς γύρισε στο σπίτι.. Το οικογενειακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι στρώθηκε και η αγάπη γέμισε τις καρδιές όλων διώχνοντας μακριά τις πικρές αναμνήσεις από το παρελθόν του Πέτρου. Χρυσάνθη Τυχάλα
Ένα χρόνο μετά ακούστηκε ότι οι εξόριστοι θα επέστρεφαν στις οικογένειές τους. Η μαμά με τα παιδιά της πήγαν στο λιμάνι και περίμεναν ανυπόμονοι την επιστροφή του πατέρα τους. Όλες οι ελπίδες τους είχαν χαθεί. Δεν ήξεραν καν γιατί πήγαιναν. Πόσες φορές τους είπαν ότι θα επιστρέψουν, αλλά τίποτε. Το έκαναν όμως ασυναίσθητα. Μαζί τους ήταν και άλλες οικογένειες . Ανυπόμονες και αυτές, αλλά τελείως απαισιόδοξες. «Μαμά τι περιμένουμε; Το ξέρουμε πια, ούτε ο πατέρας θα έρθει , ούτε εμείς θα αποκτήσουμε τα παιχνίδια που τόσο πολύ επιθυμούμε … και οι γιορτές θα είναι το ίδιο καταθλιπτικές, όπως κάθε χρόνο» είπε ξεσπάζοντας ο Πέτρος. Η μαμά σώπασε, δεν είχε κουράγιο να απαντήσει. Να όμως που κάποιος άντρας έτρεχε κατά πάνω τους κουνώντας τα χέρια του και φωνάζοντας ενθουσιασμένος. Η μητέρα τον αναγνώρισε αμέσως. Τα παιδιά έκαναν λίγη ώρα. Ήταν ο πατέρας. Όταν συνειδητοποίησαν την κατάσταση, αγκαλιάστηκαν σφικτά με δάκρυα στα μάτια, χωρίς να πουν πολλά. Επιτέλους ο μπαμπάς επέστεψε… Παπασταύρου Κατερίνα
Καθώς τα παιδιά κατευθύνονταν προς την οδό Αιόλου, παρατήρησαν στην άκρη του δρόμου ένα χαρτοφύλακα. Με μεγάλη περιέργεια τον άνοιξαν και έμειναν έκπληκτοι. Μέσα υπήρχαν πολλά χαρτονομίσματα. Τι χαρά, σκέφτηκαν ότι η τύχη τους χαμογέλασε. Θα περνούσαν πλουσιοπάροχα την Πρωτοχρονιά και θα έπαιρναν και εκείνο το σιδηρόδρομο, που τόσο καιρό τον λαχταρούσαν. Η μητέρα τους όμως τους προσγείωσε στην πραγματικότητα. Αυτός που τα έχασε αυτά τα χρήματα, ίσως τα είχε μεγάλη ανάγκη και σίγουρα θα ήταν πολύ στενοχωρημένος. Τα παιδιά συμφώνησαν και αποφάσισαν να τα παραδώσουν στην αστυνομία. Ο αστυνομικός διευθυντής τους συνεχάρη για την πράξη τους και ζήτησε τη διεύθυνσή της κατοικίας τους. Αργά το απόγευμα χτύπησε η πόρτα τους. Ήταν ένας κύριος με ένα τεράστιο δέμα. Ήταν ο κύριος του χαρτοφύλακα . Συγκινημένος τους ευχαρίστησε για την πράξη τους, λέγοντάς τους ότι με αυτά τα χρήματα θα πληρώνονταν οι υπάλληλοι της εταιρείας που δούλευε. Σαν μια μικρή ανταμοιβή τους πρόσφερε δώρο ένα σιδηρόδρομο με το τρενάκι του. Τα παιδιά πέταξαν από τη χαρά τους. Το όνειρό τους έγινε πραγματικότητα. Και δεν έμεινε εδώ. Λίγο αργότερα ξαναχτύπησε η πόρτα τους. Ήταν ο πατέρας τους που γύρισε από την εξορία. Πέρασαν την πιο ωραία πρωτοχρονιά της ζωής τους. Ηλίας Τσβετάνωβ
Η μητέρα των παιδιών πριν φύγει από το σπίτι για εξωτερικές δουλειές της τόνισε στα παιδιά να μην ανοίξουν σε κανέναν την πόρτα. Κάποια στιγμή το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε. Τα παιδιά ξέχασαν τη συμβουλή της της μητέρας τους και άνοιξαν την πόρτα. Ήταν ένας άνθρωπος κακόμοιρος, σε άθλια κατάσταση, με άγρια γένια, μάλλον ζητιάνος . Τα παιδιά τον λυπήθηκαν και τον έβαλαν μέσα στο σπίτι. Του έδωσαν κάτι να φάει, από το λιγοστό φαγητό τους. Εκείνη τη στιγμή ήρθε η μητέρα που κατάλαβε πως ο ξένος ήταν ο άντρα της. Τα παιδιά πέταξαν από τη χαρά τους. Πέρασαν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής τους, παρόλο που δεν πήραν το σιδηρόδρομο. Θανάσης Παπαδόπουλος
Επιτέλους τρία χρόνια μετά ο πατέρας γύρισε πίσω στο σπίτι του, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι εξόριστοι. Οι εποχές έγιναν πολύ καλύτερες, αφού δούλευε και η μητέρα αλλά και ο πατέρας. Τα παιδιά δεν ήθελαν παιχνίδια για να είναι χαρούμενα, τους έφτανε που μετά τόσα πολλά χρόνια είχαν πάλι κοντά τους τον πατέρα τους. Δεν υπήρχε πια φτώχεια, ήταν όλοι μαζί ευτυχισμένοι. Κατερίνα Τζιβανίδου
Όμως μετά από πολύ καιρό οι κακοί άνθρωποι άφησαν τον πατέρα να γυρίσει στην οικογένεια του. Όταν ο πατέρας πήγε στο σπίτι του τα παιδιά ήταν τόσο ευτυχισμένα, που χοροπηδούσαν από τη χαρά τους. Την επόμενη ημέρα ο πατέρας έκανε μια έκπληξη στα παιδιά του. Τους έκανε δώρο το σιδηρόδρομο. Όλοι ζήσανε ευτυχισμένοι.. Κλέα Μπίτρα Όλα τα παιδιά περίμεναν να αποκτήσουν το τρενάκι της βιτρίνας. Κανένα όμως παιδί δεν μπόρεσε να το αποκτήσει. Ο Πέτρος ήταν τόσο στεναχωρημένος, που δεν ήρθε ο πατέρας του!. Το βράδυ όμως της τελευταίας μέρας του χρόνου χτύπησε η πόρτα του σπιτιού τους. Ο Πετράκης πήγε να ανοίξει την πόρτα και βρέθηκε μπροστά σε έναν άντρα. Ήταν ο πατέρας του. ¨Πέρασαν όλοι μαζί μια αξέχαστη πρωτοχρονιά. Την επόμενη ημέρα πήγαν στο κατάστημα να πάρουν το τρενάκι, όμως αυτό έλειπε. Ρώτησαν το μαγαζάτορα, ο οποίος τους είπε ότι το πούλησε πριν λίγο. Ο Πέτρος απογοητεύτηκε λίγο, αλλά του αρκούσε που ο πατέρας του γύρισε κοντά τους Γιώργος Κόντος
Πέρασε ένας χρόνος . Ξαναήρθαν τα Χριστούγεννα. Ο πατέρας δεν γύρισε ακόμη. Τα παιδιά έχασαν την ελπίδα ότι θα δουν τον πατέρα τους. Δεν είχαν διάθεση και όρεξη για τίποτα. Παραμονή Χριστουγέννων χτύπησε η πόρτα τους. Η Αγγελικούλα άνοιξε την πόρτα. Ένα ψηλός άντρας στεκόταν μπροστά της. Ο πατέρας φώναξε και έτρεξαν όλοι να τον αγκαλιάσουν. Ήταν όλοι τους τόσο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Την επόμενη μέρα πήγαν να αγοράσουν τα δώρα τους. Στο κατάστημα των παιχνιδιών δεν υπήρχε σιδηρόδρομος, πράγμα που απογοήτευσε τα παιδιά. Γυρνώντας όμως στο σπίτι μια έκπληξη τους περίμενε. Στο σαλόνι του σπιτιού υπήρχε ένας σιδηρόδρομος με ένα τρενάκι να κινείται και να σφυρίζει χαρούμενο. Ήταν το δώρο του θείου Φρανκ που ήρθε να τους επισκεφτεί από τη Γερμανία Ραφαήλ Μπαρδάκας
Περνούσαν τα χρόνια και ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Τα δυο παιδιά μεγάλωσαν και έχασαν πια κάθε ελπίδα για την επιστροφή του. Δυστυχώς κι άλλο κακό τους βρήκε. Μια μέρα, ξαφνικά, πέθανε η μητέρα τους από ανακοπή καρδιάς. Τα παιδιά έπεσαν σε βαριά θλίψη. Έμειναν μόνα τους. Για να ζήσουν αναγκάστηκαν να ζητιανεύουν. Μια μέρα η μικρή αγόρασε ένα λαχνό. Ήταν το τυχερό τους. Κέρδισαν. Η ζωή τους άλλαξε, έγιναν εκατομμυριούχοι. Είχαν τώρα τα πάντα. Κατάφεραν να φέρουν και τον πατέρα τους από την εξορία, ο οποίος μάλιστα αργότερα πολιτεύτηκε προσφέροντας πολύτιμη βοήθεια στη χώρα του. Τα παιδιά με τον πατέρα τους έζησαν πολλά χρόνια μαζί. Τους έλειπε όμως η μητέρα τους που πάντα τη σκέφτονταν με αγάπη και ευγνωμοσύνη Κουτσουράς Βασίλης
Η Πρωτοχρονιά πέρασε και ο μπαμπάς δε γύρισε. Η μητέρα μα τα παιδιά καθόταν μπροστά στο τζάκι βυθισμένη στις σκέψεις τους. Η μητέρα σκεφτόταν τον εξόριστο άντρα της, ο Πέτρος το σιδηρόδρομο και η Αγγελικούλα την κούκλα. Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. Όλοι πετάχτηκαν όρθιοι. Η μητέρα άνοιξε την πόρτα και βλέπει μπροστά της τον άντρα της με δώρα στα χέρια. Πέταξε από τη χαρά της. Τον καλωσόρισε, τον έβαλε μέσα στο σπίτι . Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν. Αγκάλιασαν τον πατέρα τους και άνοιξαν τα δώρα τους. Του Πέτρου ήταν ο σιδηρόδρομος της βιτρίνας και της Αγγελικούλας η κούκλα. Κάθισαν όλοι μαζί και συζητούσαν. Η ζωή τους από εδώ και πέρα θα ήταν πιο εύκολη, αφού θα είχαν και τους δυο γονείς τους δίπλα τους. Νικολέτα Φαφούτη
Και οι μέρες περνούσαν. Το βράδυ της παραμονής της πρωτοχρονιάς και την ώρα που η μητέρα μα τα παιδιά έκοβαν τη βασιλόπιτα, χτύπησε η πόρτα. Ανοίξανε την πόρτα. Ένας ψηλός άντρας στεκόταν μπροστά τους. Η μητέρα τον αγκάλιασε. Τα παιδιά κατάλαβαν πως ήταν ο πατέρας τους. Ρίχτηκαν στην αγκαλιά του. Μετά την πρώτη συγκίνηση κάθισαν όλοι μαζί και οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Τα παιδιά ήθελαν να μάθουν τα πάντα για τη ζωή του πατέρα τους. Μέχρι και την επιθυμία τους για τα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια του είπαν. Ο πατέρας τους υποσχέθηκε πως με τα πρώτα χρήματα που θα έβγαζε από την καινούρια του δουλειά, θα πραγματοποιούσε τις επιθυμίες τους Καρπουχτσής Παΐσιος Και οι μέρες περνούσαν. Πέρασε η Πρωτοχρονιά, κόντευαν τα φώτα και ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Κάποιο βράδυ άκουσαν βήματα στην εξώπορτα. Τα παιδιά έτρεξαν να δουν ποιος είναι. Και ναι ήταν ο μπαμπάς! Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Μέχρι πολύ αργά καθόταν και συζητούσαν. Κάποια στιγμή έπρεπε να πάνε για ύπνο. Ο πατέρας τους είπε πως δεν πρόλαβε να τους φέρει κάτι, αλλά την επόμενη μέρα θα πήγαιναν στην αγορά για να τους πάρει δώρα. Ο Πέτρος του είπε πως όλες τις γιορτές περίμενε ως δώρο ένα σιδηρόδρομο, όμως διαπίστωσε πως το καλύτερο δώρο ήταν το ότι ο πατέρας τους γύρισε στο σπίτι τους. Ζαφειρίδου Κική
Οι μέρες περνούσαν. Ήρθε και η παραμονή της Πρωτοχρονιάς , αλλά ο πατέρας δε φάνηκε. Άλλαξαν το χρόνο η μητέρα με τα παιδιά , όπως κάθε χρόνο, εδώ και πολύ καιρό. Τα παιδιά λυπημένα πήγαν για ύπνο στα κρεβάτια τους. Το πρωί της επόμενης ημέρας συζητούσαν τι θα κάνουν την υπόλοιπη μέρα. Θα ξαναπήγαιναν στην αγορά και θα περνούσαν την ώρα τους μπροστά στη βιτρίνα των παιχνιδιών. Όταν έφτασαν διαπίστωσαν ότι ο σιδηρόδρομος έλειπε. Κάποιος τον είχε αγοράσει. Απογοητευμένα γύρισαν στο σπίτι τους. Μια έκπληξη τους περίμενε. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο υπήρχαν κάποια δέματα. Τα άνοιξαν και ω του θαύματος… ήταν τα δώρα που τόσο επιθυμούσαν. Πριν καλά καλά συνέλθουν, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο πατέρας τους. Τον αναγνώρισαν, τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν. Όλοι μαζί κάθισαν στο τραπέζι σαν οικογένεια. Είχαν τόσα να πουν. Αλεκοπούλου Αγάπη
« Όμως του χρόνου , θα δείτε» είπε η μαμά στα δυο λυπημένα παιδιά της, «όλα θα αλλάξουν. Θα φύγουν οι κακοί άνθρωποι και όλοι οι καλοί μπαμπάδες θα γυρίσουν στα σπίτια τους» Και πράγματι έτσι έγινε. Οι μπαμπάδες επέστρεψαν, τα σπίτια γέμισαν χαρά και τα παιδιά χαμογέλασαν ευτυχισμένα. Ο πατέρας των μικρών παιδιών βρήκε δουλεια σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και με πολύ καλές αποδοχές μάλιστα. Και τα Χριστούγεννα έφτασαν και πάλι. Η βιτρίνα του παιχνιδάδικου στην οδό Αιόλου γέμισε με ένα σωρό παιχνίδια. Την κεντρική θέση πάλι κατείχε ο σιδηρόδρομος , αλλά και πάρα πολλές κούκλες και άλλα παιχνίδια. Τα παιδιά με τους γονείς τους πέρασαν από εκεί, έτρεξαν στη βιτρίνα και κοίταζαν χωρίς να ζητήσουν τίποτε. Ο πατέρας τους πήγε μέσα στο μαγαζί και τους αγόρασε τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους, ένα σιδηρόδρομο για τον Πέτρο, μια κούκλα και ένα καροτσάκι για την Αγγελικούλα. Τα παιδιά αγκάλιασαν και ευχαρίστησαν τον πατέρα τους. Γύρισαν στο σπίτι τους και έπαιξαν με τα δώρα τους. Ήταν τόσο ευτυχισμένα. Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που περνούσαν όλοι μαζί. Νόμιζαν ότι ζούσαν σε παραμύθι. Όμως ήταν αλήθεια. Ανθρακεύς Μαρία
Οι μέρες κυλούσαν. Η ημέρα διαδεχόταν τη νύχτα και το αντίστροφο. Εικοσιοκτώ, είκοσι εννιά Δεκεμβρίου.. και ο πατέρας άφαντος. Έφτασε τριάντα Δεκεμβρίου, τίποτα. Η ημέρα δεν ήθελα να φύγει, αν μπορούσα, θα τη σταματούσα. Είχα την ελπίδα πως ο πατέρας θα γυρνούσα και πως θα αποκτούσα το σιδηρόδρομο. Πλησίαζε το μεσημέρι. Είχα μια ανεξήγητη αγωνία. Νόμιζα πως θα γίνει κάτι και πως έπρεπε να το προλάβω. Για ακόμη μια φορά πέρασα από τη βιτρίνα του παιχνιδάδικου. Παραφυλούσα μήπως και κάποιο παιδί πάρει το σιδηρόδρομο. Κάθε φορά που έμπαινε κάποιος στο μαγαζί η καρδιά μου σφιγγόταν, οι παλμοί μου ανέβαιναν. Όταν συνειδητοποιούσα ότι δεν τον έπαιρνε, ανακουφιζόμουν. Αυτό έγινε μέχρι το βράδυ που ο καταστηματάρχης κλείδωσε την πόρτα και έφυγε. Απογοητευμένος επέστρεψα στο σπίτι. Παραμονή πρωτοχρονιάς. Είχα ακόμη μια μικρή ελπίδα. Και πάλι στην οδό Αιόλου να παρακολουθώ τη βιτρίνα. Ο κόσμος πήγαινε και ερχόταν βιαστικός για τα τελευταία ψώνια. Το κρύο ήταν τσουχτερό, άρχιζε να χιονίζει κιόλας. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν το αγκομαχητό του τρένου. Μέχρι που με σκούντησε η Αγγελικούλα. «Πέτρο, σου μιλάω, δεν ακούς; Μας περιμένει η μαμά να φύγουμε, βράδιασε πια» Δεν αντιλήφθηκα πως βράδιασε. Απογοητεύτηκα και απελπίστηκα. Ο πατέρας δεν ήρθε. Ο σιδηρόδρομος δε θα γινόταν ποτέ δικός μου. Αργά το βράδυ στο σπίτι, και ενώ ετοιμαζόμασταν να κοιμηθούμε, ακούστηκαν βήματα στην αυλή.
Φοβηθήκαμε . Είδαμε κάποιον να τρέχει. Πήγαμε για ύπνο. Την επόμενη μέρα της Πρωτοχρονιάς, ανοίξαμε την πόρτα. Στο κατώφλι της ήταν ένα μεγάλο δέμα. Και μέσα τι φαντάζεστε; Ο σιδηρόδρομος… Η μητέρα μας αγκάλιασε και είπε… «μπορεί ο πατέρας σας να λείπει, αλλά δε σας ξέχασε..» Σταυρούλα Βουδουρίδου
Οι γιορτές φέτος ήταν στενάχωρες για όλα τα παιδιά. Για τη μητέρα της ιστορίας μας γινόταν όλο και χειρότερα. Οι δουλειές ήταν ελάχιστες, τα χρήματα δεν τους έφταναν, ήταν μόνη, δεν είχε από πουθενά κανένα στήριγμα. Κάποιο βράδυ χτύπησε η πόρτα τους. Θα ήταν πάλι κάποιος που τον χρωστούσαν και ήρθε να πάρει τα χρήματά του. Όμως ένας άνδρας ήταν στο κατώφλι. Ήταν ο πατέρας τους . Αγκάλιασε και φιλούσε με λαχτάρα τα παιδιά και τη γυναίκα του. Ζητούσε συγγνώμη για τα χρόνια που έλειπε, για τα οικονομικά τους προβλήματα, για τα δώρα που τόσα χρόνια δεν πήρε στα παιδιά του. Ο Πέτρος συγκινημένος του απάντησε ότι το καλύτερο δώρο που πήρε και δε θα το άλλαζε με το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου, ήταν που γύρισε κοντά τους. Αναγνωστοπούλου Νικολέττα
Ο χρόνος περνούσε και ο μπαμπάς δεν έλεγε να έρθει. Τα παιδιά μεγάλωσαν, ωρίμασαν, κατάλαβαν πως ο μπαμπάς δε θα επέστρεφε. Το μαγαζί έκλεισε και το τρενάκι στη βιτρίνα σκούριασε από την ακινησία και από τη μελαγχολία, μια και κανένα παιδί δεν τον πήρε. Δυο χρόνια αργότερα, παραμονές Χριστουγέννων πάλι, τα παιδιά ξαναπέρασαν από το δρόμο και σταμάτησαν στη βιτρίνα. «Αχ, αναφώνησε ο Πέτρος, θυμάσαι Αγγελικούλα πώς ανέβαινε το βουνό», «ναι, ναι και πώς περνούσε πάνω από τη γέφυρα». Τα μάτια των παιδιών βούρκωσαν. Επιστρέφοντας στο σπίτι τους βρήκαν τη μητέρα τους σε πολύ άσκημη κατάσταση. Κατάχλωμη κρατούσε ένα φάκελο στα χέρια της και ένα χαρτί που έγραφε «ο πατέρας της οικογένειας απεβίωσε» Τα παιδιά αγκάλιασαν τη μητέρα τους κλαίγοντας . Δεν μπορούσαν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε. Η Αγγελικούλα πιάνοντας το φάκελο διαπίστωσε πως είχε και κάτι άλλο μέσα. Χρήματα και ένα σημείωμα. «Για να αγοράσετε το τρενάκι, ο μπαμπάς σας» Βουλτσοπούλου Βικτώρια