Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο
Εργασία του μαθητή της Β΄1 τάξης, Καραμπουγιούκη Κωνσταντίνου
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ •
•
•
• •
Η γυναίκα της βυζαντινής περιόδου ζούσε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της στο σπίτι. Διαβάζουμε : "Τας θυγατέρας σου ως καταδίκους έχε εγκεκλεισμένας και απροόπτους ". Οι έξοδοι, πάντα με συνοδεία, για την εκκλησία, τα πανηγύρια και το λουτρό, καθώς και οι επισκέψεις σε συγγενικά πρόσωπα, ήταν οι μόνες κοινωνικά αποδεκτές δραστηριότητες της γυναίκας έξω από το σπίτι. Επίσης, δεν ήταν ευπρεπές να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους άνδρες, παρά μόνο αν ήταν πολύ στενά συγγενικά της πρόσωπα, όπως για παράδειγμα ο πατέρας, ο σύζυγος και οι αδελφοί. Συχνά έτρωγε σε χωριστή αίθουσα, όπως σε χωριστά δωμάτια από τους άντρες περνούσε την ημέρα της. Από πολύ μικρή μάθαινε "τα του οίκου", ενώ οι γραμματικές γνώσεις της περιορίζονταν συνήθως σε γραφή και ανάγνωση. Κάποιες γυναίκες, αναλογικά ελάχιστες, αποκτούσαν και ευρύτερη μόρφωση. H κόρη μπορούσε να παντρευτεί από τα 12-13 χρόνια της. Για το γάμο της φρόντιζαν οι γονείς. Συχνά μάλιστα βοηθούσαν στην επιλογή του συζύγου οι προξενήτρες, που είχαν ως αμοιβή ποσοστά από την προίκα. Η θέση της συζύγου ήταν άσχημη. Οι χριστιανικές αρχές που καθόριζαν τις λειτουργίες της βυζαντινής κοινωνίας εξασφάλιζαν μία αξιοπρεπή ζωή στην παντρεμένη γυναίκα. Ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη όπου ανήκε ήταν οικοδέσποινα και κυρά. Η απόκτηση παιδιών την εξύψωνε. Στον επαγγελματικό τομέα ο ρόλος της γυναίκας ήταν μικρός. Οι γυναίκες των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων δούλευαν στα χωράφια και στα εργαστήρια της οικογένειάς τους. Λίγες γυναίκες, μορφωμένες, ήταν ιατροί που θεράπευαν το γυναικείο πληθυσμό. Άλλες, οι λεγόμενες κοινές, ζούσαν στα μιμαρεία και στα καπηλειά.
Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ •
•
•
•
•
Οι γραπτές πηγές που μας παρέχονται για την περίοδο του Βυζαντίου δεν είναι εξαιρετικά πολλές, μας επιτρέπουν όμως να έχουμε μια σειρά από δεδομένα ώστε να γνωρίζουμε τα βασικά διατροφικά αγαθά των Βυζαντινών, καθώς και τα καθημερινά επιτραπέζια σκεύη τους. Το ψωμί, τα λαχανικά, τα ψάρια, το λάδι και το κρασί ήταν τα κύρια είδη κατανάλωσης των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης .Τα ίδια αγαθά βλέπουμε να αποτελούν και την τροφή των μοναχών, που με λεπτομέρειες ρυθμίζουν και καθορίζουν τα μοναστηριακά Τυπικά. Πρόκειται για τη διαχρονική δίαιτα μιας τυπικά αγροτικής και μεσογειακής κοινωνίας, που διαφοροποιείται κάπως στις καταναλωτικές συνήθειες των ανώτερων κοινωνικά και οικονομικά ομάδων όπως οι αξιωματούχοι, οι αυλικοί, οι άρχοντες, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες κ.ά. Για πολλές εκατονταετίες δηλ. από την πρώιμη βυζαντινή εποχή (324-610) μέχρι και τον δωδέκατο αιώνα οι διατροφικές συνήθειες παραμένουν σχεδόν ίδιες, όπως σχεδόν ίδια παραμένουν τα σχήματα και τα μεγέθη των μαγειρικών και επιτραπέζιων σκευών που χρησιμοποιούνται. Η σημαντική αλλαγή μαρτυρείται μετά το 1204, όταν την Πόλη την καταλαμβάνουν οι Φράγκοι οπότε τα σκεύη γίνονται μικρότερα και βαθύτερα γεγονός που υποδηλώνει τη μετάβαση από την κοινή στην ατομική χρήση τους, ένδειξη νέων διατροφικών συμπεριφορών και κοινωνικών εξελίξεων. Μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση των διατροφικών συνηθειών αυτής της περιόδου έπαιξε ο Χριστιανισμός, η νέα θρησκεία που διδάσκει ταπεινοφροσύνη στην ανθρώπινη συμπεριφορά, καθώς νηστεία και απλότητα στη διατροφή. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ορισμένα λαχανικά όπως τα ραπανάκια που εικονίζονται μεταξύ των επιτραπέζιων σκευών και των εδεσμάτων σε διάφορες τοιχογραφίες, λειτουργούν ως σύμβολα τόσο ασκητικής χορτοφαγίας όσο και καταπράυνσης των σαρκικών ορέξεων, καθώς και της άκρατης οινοποσίας που επικρατούσε τα χρόνια αυτά. Στην καθημερινή ζωή βασική επιδίωξη ήταν η αυτάρκεια του νοικοκυριού και γι' αυτό κάθε οικογένεια καλλιεργούσε τα βασικά λαχανικά και εξέτρεφε κατοικίδια ζώα, συνήθως πουλερικά. Αυτό συνέβαινε στην επαρχία, στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στη Κωνσταντινούπολη που την περίοδο της ακμής της, ξεπερνούσε τις 500.000 κατοίκους, επενέβαινε η κρατική μέριμνα, κυρίως μέσω του διοικητή (επάρχου) της πόλης. Πολλές φορές η έλλειψη ψωμιού, προκαλούσε στάσεις και επεισόδια μεγάλης έκτασης.
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ •
Η εκπαίδευση των παιδιών στο Βυζάντιο δεν ήταν υποχρεωτική. Yπήρχαν μόνο ιδιωτικά και εκκλησιαστικά σχολεία, που λειτουργούσαν σε σπίτια, σε ναούς ή σε μοναστήρια. Οι γονείς πλήρωναν δίδακτρα σε είδος ή χρήματα, ανάλογα με το επάγγελμά τους. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο σε ηλικία έξι ως οκτώ χρόνων.
•
Το βασικό σχολείο είχε τέσσερις τάξεις. Στις δύο μικρότερες οι μαθητές μάθαιναν να γράφουν, να διαβάζουν και να λογαριάζουν. Ασκούνταν ακόμη να ακούν προσεχτικά το δάσκαλό τους και να προφέρουν σωστά τα λόγια τους. Στις μεγαλύτερες τάξεις διδάσκονταν ορθογραφία, γραμματική και αριθμητική. Αποστήθιζαν ιστορίες από τον Όμηρο, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και από τους μύθους του Αισώπου. Στα σχολεία ακόμη μάθαιναν να τραγουδούν και να ψέλνουν. Στα εκκλησιαστικά σχολεία, εκτός από τα παιδιά της πόλης, συχνά φοιτούσαν δωρεάν ορφανά παιδιά ή μαθητές από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, που διακρίνονταν για τη φιλομάθειά τους. Τα κορίτσια κι ένας μεγάλος αριθμός αγοριών, που οι γονείς τους δεν είχαν να πληρώσουν δίδακτρα, δεν πήγαιναν σχολείο. Έμεναν στο σπίτι, έπαιζαν στις αυλές και στους δρόμους και βοηθούσαν τους γονείς τους στις δουλειές. Την αγωγή αυτών των παιδιών αναλάμβαναν οι γονείς, οι γιαγιάδες και οι παππούδες. Αυτοί μάθαιναν στα παιδιά ιστορίες για τη ζωή και τον τόπο τους και τα ασκούσαν να διατηρούν τα έθιμα και τις παραδόσεις των Βυζαντινών. Τα κορίτσια κοντά στις μητέρες τους μάθαιναν να κεντούν, να πλέκουν και να υφαίνουν. Τα αγόρια που δεν πήγαιναν στο σχολείο μάθαιναν από μικρή ηλικία τέχνες κοντά σε ειδικούς τεχνίτες. Εκεί εργάζονταν, ως άμισθοι μαθητευόμενοι, συνήθως δύο χρόνια. Ύστερα εργάζονταν κοντά τους με αμοιβή ή αναζητούσαν αλλού εργασία. Κάθε τεχνίτης μπορούσε να έχει μόνο δύο μαθητευόμενους. Ο σεβασμός των νέων αυτών προς το «αφεντικό» τους ήταν μεγάλος και συχνά κρατούσε για όλη τους τη ζωή.
• • •
•
ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ •
O μοναχισμός ήταν ένα κίνημα λαϊκών και όχι κληρικών. 'Ίσως εξελίχθηκε από ορισμένες χριστιανικές ομάδες που ζούσαν μια ιδιαίτερη και αφοσιωμένη ζωή χωρίς ωστόσο να αποσύρονται από τον κόσμο. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν γνωστοί ως Σπουδαίοι ή Φιλόπονοι ενώ στις συριακές επαρχίες ονομάζονταν «οι Γιοί της Επαγγελίας» και είχαν κάποια μορφή οργάνωσης. • Στην οργάνωση αυτή ήταν συνήθως ένας λαϊκός που εγκατέλειπε την πόλη και ασκήτευε αρχικά σε μικρούς τάφους και στην συνέχεια στην έρημο. Κλασικό παράδειγμα ήταν ο άγιος Αντώνιος. Η έξοδος των ανθρώπων από τις πόλεις τους (οι αναχωρητές όπως ονομάστηκαν) παρατηρήθηκε τον 1ο αιώνα στην Αίγυπτο. Πρόκειται για περιπτώσεις εξαθλιωμένων ανθρώπων που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν τους φόρους τους στην αυτοκρατορία. • Ωστόσο με την ταχύτατη εξάπλωση του μοναχισμού δεν αφήνει περιθώρια να ισχύει κάτι τέτοιο για τους επόμενους αιώνες και έτσι βλέπουμε η αναχώρηση των ανθρώπων να γίνεται ως μέσο απόδρασης από τα βάρη της καθημερινής ζωής. Όντως ο μοναχισμός γνώρισε άμεση επιτυχία και θα συνεχίσει να έχει τεράστια επιτυχία ανά τους αιώνες μέχρι και σήμερα. Αν όπως γενικά πιστεύεται ότι ο μοναχισμός ξεκίνησε από την Αίγυπτο πρέπει να έφτασε στην Συρία στην Παλαιστίνη και στην Μεσοποταμία πολύ γρήγορα. Βλέπουμε η εδραίωση του μοναχισμού στην Βόρεια Μικρά Ασία να γίνεται πριν από το 340, ενώ γύρω στο 350 υπήρχαν λιγοστοί μοναχοί και στην δυτική Ευρώπη.
Η ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ •
•
•
•
Η αυστηρή βυζαντινή κοινωνία δεν ενθάρρυνε τις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις. Τα πατερικά κείμενα διδάσκουν ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν σύμφωνα με τις χριστιανικές διδαχές και να μην παρεκτρέπονται σε εκδηλώσεις άσεμνες, όπως ο χορός και το θέατρο. Η συχνή επανάληψη των συμβουλών και των απαγορεύσεων αυτών αποτελεί μάλλον ένδειξη ότι πολλές από αυτές δεν εφαρμόζονταν. Όλοι οι βυζαντινοί αγαπούσαν τις διασκεδάσεις. Θρησκευτικές γιορτές, γενέθλια, επέτειοι και σημαντικά κρατικά γεγονότα πρόσφεραν αφορμές για γλέντι. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης μιλάει για το Συρτό και τον Αντικριστό χορό: "κατ' ορθόν δι' αλλήλων έθεον". Άφθονα καπηλειά, μαγειρεία και μιμαρεία -δηλαδή λαϊκά θέατρα όπου εμφανίζονταν ακροβάτες και θαυματοποιοί ή παρουσιάζονταν αυτοσχέδιες, συνήθως προκλητικές, σατιρικές παραστάσεις- διασκέδαζαν τα βράδια τους άντρες της λαϊκής τάξης. Δεν ήταν βέβαια ευπρεπές να συχνάζει κανείς σε τέτοια μέρη. Οι μοναχοί καθαιρούνταν και όσες γυναίκες δούλευαν εκεί θεωρούνταν κοινές. Παρά την ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι το Βυζάντιο είναι ένας κόσμος που τον χαρακτηρίζει αυστηρότητα, θρησκευτικότητα και επιπλήξεις, θα ήταν πιο κοντά στην αλήθεια να φανταστούμε τον κάτοικο του Βυζαντίου περισσότερο κοσμικό από ότι υποψιαζόμαστε και καθόλου πληκτικό.