Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν της Έλλης Αλεξίου

Page 1

Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν της Έλλης Αλεξίου

Οι μαθητές και οι μαθήτριες της Β 2 τάξης δίνουν ένα διαφορετικό τέλος στο διήγημα



Τα παιδιά, λυπημένα και απογοητευμένα που πέρασαν κι αυτές τις γιορτές χωρίς τον πατέρα τους, άρχισαν να πιστεύουν πως δε θα τον ξαναδούν ποτέ, πως δε θα γυρίσει πίσω. Ίσως και η μητέρα να έκανε ανάλογες σκέψεις, μερικές φορές να περνούσε από το μυαλό της ότι ο άντρας της δε ζει, αλλά ποτέ δε μαύρισε την ψυχή των παιδιών της, αντίθετα τους εμψύχωνε δίνοντας τους ελπίδες και προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της. Ένας χρόνος πέρασε. Ήταν και πάλι παραμονές Χριστουγέννων, όταν ξαφνικά ο πατέρας γύρισε. Βέβαια η εικόνα που αντίκρισε η οικογένεια του δεν ήταν και τόσο καλή.



Ήταν πολύ ταλαιπωρημένος και τραυματισμένος από τις σκληρές κακουχίες. Αυτό όμως η μητέρα και τα παιδιά το προσπέρασαν, έπεσαν με λαχτάρα στην αγκαλιά του. Ήξεραν πως όλα τα υπόλοιπα με τον καιρό θα τα ξεπεράσουν. Πάντως για τα παιδιά αυτό ήταν το καλύτερο δώρο Χριστουγέννων που θα μπορούσαν να έχουν. Έτσι η ζωή τους είχε πάρει μια ευχάριστη τροπή, γιατί πλέον είχαν στο πλευρό τους τον πατέρα τους που ήταν το στήριγμά τους. Παπαφωτίου Μαρία



Οι μέρες περνούσαν και ο πατέρας δεν ερχόταν. Κάθε μέρα ο Πέτρος κρατώντας την Αγγελικούλα από το χέρι πήγαινε στην οδό Αιόλου και κοιτούσε τη βιτρίνα. Κάποια μέρα είδε πως ο σιδηρόδρομος έλειπε. Λίγο πιο κάτω συνάντησε ένα παιδί που μαζί έβλεπαν τη βιτρίνα και γεμάτο χαρά του είπε πως οι συγγενείς του τού αγόρασαν το τρενάκι. Ο Πέτρος απογοητευμένος και θυμωμένος έκανε τα παράπονα του στη μητέρα του. Εκείνη προσπάθησε να τον παρηγορήσει. Το βράδυ όμως που η Αγγελικούλα κοιμήθηκε, τον πήρε στην αγκαλιά της και του είπε, όσο πιο ήρεμα μπορούσε, ότι οι κακοί άνθρωποι σκότωσαν τον πατέρα του. Ο Πέτρος συντετριμμένος ξέσπασε σε κλάματα. Ελένη Μόμτσιου



Κάποια μέρα πριν την Πρωτοχρονιά, χτύπησε η πόρτα του σπιτιού τους. Τα παιδιά έτρεξαν να δουν ποιος είναι , με την ελπίδα να είναι ο μπαμπάς τους. Άνοιξαν την πόρτα… και πράγματι ήταν ο μπαμπάς. Επιτέλους μετά από τόσα χρόνια ξαναβλέπουν τον πατέρα τους. Η χαρά τους δεν περιγράφεται. Και τα δυο μαζί άρχισαν να τον ρωτούν διάφορα πράγματα και γρήγορα η συζήτηση πήγε και στο σιδηρόδρομο. Τον ρώτησαν αν τους το αγοράσει. Ο πατέρας βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αλλά τους υποσχέθηκε πως μόλις τα πράγματα καλυτερέψουν και βρει δουλειά θα τους τον πάρει. Και πράγματι η κατάσταση άλλαξε. Οι γονείς βρήκαν δουλειά και έτσι το Πάσχα μπόρεσαν και τους αγόρασαν το σιδηρόδρομο. Τα παιδιά ήταν πια ευτυχισμένα.. Έϊλι Χότζα



Λίγο πριν τελειώσει τη φράση της η μητέρα, χτύπησε δυνατά η πόρτα και μπήκε μέσα ένας άντρας, ψηλός, τυλιγμένος με ένα χοντρό μάλλινο κασκόλ και χοντρά σκισμένα γάντια. Έτρεξε και αγκάλιασε σφικτά τη μητέρα η οποία χαρούμενη φώναξε δυνατά «Ω θεέ μου, επιτέλους γύρισες… παιδιά ο πατέρας σας..» Και οι τέσσερις αγκαλιάστηκαν σφιχτά . Οι ερωτήσεις δε σταματούσαν. Τα παιδιά όμως ήταν κάπως ανήσυχα. Βλέπετε περίμεναν πως ο πατέρας τους θα τους έφερνε δώρα από το μεγάλο παιχνιδάδικο της οδού Αιόλου. Κάποια στιγμή ο πατέρας φώναξε δυνατά: «Ω θα ξεχνούσα, παιδιά, τα δώρα σας» και έβγαλε δυο σακούλες. Μέσα ήταν τα δώρα που επιθυμούσαν. Ήταν η καλύτερη πρωτοχρονιά της ζωής τους. Γιώργος Μαλλιαρός



Τελικά ο μπαμπάς τους ήρθε ανήμερα της πρωτοχρονιάς και τους έφερε δώρα, όχι βέβαια το σιδηρόδρομο, αλλά ήταν κι αυτά εξίσου καλά. Ήταν η πιο όμορφη Πρωτοχρονιά της ζωής τους. Μπορεί να μην είχαν πολλά λεφτά, αλλά ήταν όλη η οικογένεια επιτέλους μαζί. Εύα Μπουδουρίδου


Καθώς περπατούσαν στην οδό Αιόλου και κοιτούσαν για πολλοστή φορά το κατάστημα με τα παιχνίδια, ένας άνθρωπος τους παρατηρούσε και μάλιστα τους ακολούθησε, καθώς γυρνούσαν στο σπίτι τους. Κάποια στιγμή η μητέρα γυρίζοντας προς το μέρος του κοντοστάθηκε και άρχισε να τρέχει φωνάζοντας «παιδιά γύρισε ο πατέρας σας, γύρισε». Όλοι έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν, χωρίς να μπορούν να κρύψουν τη συγκίνησή τους. Ο πατέρας τους δεν ήρθε με άδεια χέρια, κρατούσε και κάποια δώρα για τα παιδιά. Όλοι ήταν πια χαρούμενοι Παπαδόπουλος Πασχάλης



Μόλις είχε μπει ο καινούριος χρόνος. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει. Τα παιδιά απογοητευμένα πήγαν για ύπνο. Ξαφνικά ακούστηκε η πόρτα. Ίσως ήταν ο αέρας σκέφτηκε ο Πέτρος και γύρισε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού. Την επόμενη ημέρα όμως, όταν ξύπνησαν είδαν έναν άντρα ξαπλωμένο στον καναπέ. Έτρεξαν κοντά του. Ήταν ο πατέρας τους. Τον αγκάλιασαν χαρούμενα και δε χόρταιναν να τον βλέπουν. Αυτός έβγαλε από το σάκο του ένα μεγάλο πακέτο. «Είναι ένα ξεχωριστό δώρο» τους είπε. Το άνοιξαν με λαχτάρα. Ναι, ήταν ο σιδηρόδρομος. Πέρασαν την καλύτερη Πρωτοχρονιά της ζωής τους. Γεωργία Ράντου



Τα παιδιά γύρισαν στεναχωρημένα στο σπίτι τους και κάθισαν ανόρεχτα μαζί με τη μητέρα τους στο τραπέζι, προκειμένου να πάρουν το μεσημεριανό τους. Ένα χτύπημα στην πόρτα τους ξάφνιασε. Η μητέρα τους άνοιξε την πόρτα, έμεινε ακίνητη για κάποια δευτερόλεπτα και μετά έπεσε στην αγκαλιά ενός ξένου άντρα που βρισκόταν μπροστά της . Τα παιδιά παρακολουθώντας με έκπληξη και με απορία ρώτησαν ποιος ήταν ο ξένος . «Ο πατέρας σας» απάντησε η μητέρα. Με μιας και τα δυο έπεσαν στην αγκαλιά του πατέρα τους. Όλα , παιχνίδια, σιδηρόδρομοι, κούκλες, ξεχάστηκαν. Τώρα το μόνο που τους ένοιαζε ήταν ο πατέρας τους. Αθηνά Νικητοπούλου



Καθώς τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα της εξορίας, είδαν έναν άντρα με μακριά γένια. Ήταν βρώμικος, και ταλαιπωρημένος, λες και γύριζε από τον πόλεμο. Τραγούδησαν και σε αυτόν, αλλά επειδή δεν είχε χρήματα μαζί του, τους υποσχέθηκε ότι θα τους πάρει όποιο παιχνίδι ήθελαν, όταν θα μάζευε χρήματα. Μάλιστα τους ρώτησε πού μένουν για να τους τα στείλει. Τα παιδιά δεν απάντησαν. Θυμήθηκαν τα λόγια της μητέρας τους να μη μιλάνε σε αγνώστους. Μάλιστα έτρεξαν προς τη μητέρα τους κάπως τρομαγμένα. Μόλις η μητέρα είδε τον ξένο , έτρεξε και τον αγκάλιασε, μάλιστα τόσο σφικτά που θα τον έπνιγε. Ταυτόχρονα εξήγησε στα παιδιά της πως είναι ο πατέρας τους που γύρισε από την εξορία.


Όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι. Πήγαν στο σπίτι τους. Επιτέλους τα Χριστούγεννα ήρθαν και στη δική τους οικογένεια. Όταν την επόμενη ημέρα ξύπνησαν τα παιδιά αντίκρισαν δίπλα στο δέντρο δυο καλοτυλιγμένα δώρα και τους γονείς τους να τρώνε πρωινό. Τα άνοιξαν και με χαρά διαπίστωσαν ήταν αυτά που επιθυμούσαν, ένας σιδηρόδρομος για τον Πέτρο και μια κούκλα για την Αγγελικούλα. Τσώνη Μαρία



Και ο σιδηρόδρομος ήταν στεναχωρημένος.. Γιατί κι αυτός είχε έρθει στον κόσμο μόνο και μόνο για να δώσει χαρά στα παιδιά και τι κατάφερε να τους δώσει, μόνο πόνο και στεναχώρια. Τα παιδιά γύρισαν στο σπίτι με τη μαμά τους και κάθισαν μπροστά στη σόμπα να ζεσταθούν. Στεναχωρημένα και τα δυο σκέφτονταν το σιδηρόδρομο και τον μπαμπά τους. Τι καλά που θα ήταν να τους είχαν και τους δυο κοντά τους ή τουλάχιστον τον ένα από τους δυο. Η μαμά βλέποντας τα στεναχωρημένα τα λυπήθηκε και αποφάσισε να προσπαθήσει να μαζέψει τα χρήματα για το σιδηρόδρομο. Δεν ήταν εύκολο όμως… ήταν τόσο ακριβό το παιχνίδι.


Κάθε πρωί πήγαινε να διακονέψει στους δρόμους της πόλεις μέχρι που ο ήλιος ξαναβγήκε ζεστός και φωτεινός. Μέχρι το καλοκαίρι λοιπόν παιδευόταν η μάνα να μαζέψει χρήματα για να μεγαλώσει τα παιδιά της και παράλληλα να τους πάρει και το δώρο που επιθυμούσαν. Και πάλι όμως δεν τα κατάφερε. Η οικονομική κρίση η κούραση της μάνας την έριξε στο κρεβάτι για δυο αρκετά δύσκολες εβδομάδες. Όσο η μαμά τους ήταν άρρωστη, τα παιδιά την φρόντιζαν και παράλληλα συντηρούσαν και το σπίτι.


Η εμπειρία αυτή έκανε την Αγγελικούλα και τον Πέτρο να δουν τη ζωή με άλλα μάτια. Να ζήσουν τις δυσκολίες της, να την καταλάβουν και να προετοιμαστούν για το μέλλον. Έτσι όταν η μαμά έγινε καλά και τους πρότεινε να πάνε στο μαγαζί με τα παιχνίδια για να πάρουν το σιδηρόδρομο, τα παιδιά αρνήθηκαν και μάλιστα της είπαν να κρατήσει τα χρήματα για να συντηρεί το σπίτι και ότι θα περιμένουν τον μπαμπά τους να τους πάρει το σιδηρόδρομο. Ο καιρός πέρασε και ξαναήρθε ο χειμώνας. Ένας χειμώνας πιο άνετος, μια και τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας άρχισαν να λύνονται, από τη στιγμή που η μαμά έπιασε μια σταθερή δουλειά.


Έτσι το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχε όλα τα καλά, και τα παιδιά ήταν ευτυχισμένα. Ξαφνικά τα ξημερώματα της γιορτινής μέρας ακούστηκε να χτυπά η εξώπορτα της μάντρας. Τα παιδιά ξύπνησαν ανήσυχα και με τη μητέρα τους έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Ένας άντρας ντυμένος αγιο- Βασίλης με ένα σάκο παραφουσκωμένο μπήκε μέσα και αγκάλιασε τη μάνα. Τα παιδιά έτρεξαν κι αυτά στην αγκαλιά του μπαμπά τους. Ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της οικογένειας. Αγγελική Συμεωνίδου



Μητέρα και παιδιά άρχισαν να κατευθύνονται προς το σπίτι. Στο δρόμο της επιστροφής, ο Πέτρος είδε στον απέναντι δρόμο μία παλαιού τύπου βιτρίνα. Ήταν σκονισμένη με πολλούς ιστούς αράχνης. Μέσα είχε διάφορα ξύλινα αντικείμενα, που πιθανόν κατασκευάστηκαν στο χέρι. Ο μικρός Πέτρος τράβηξε το χέρι του από τη χούφτα της μαμάς του και άρχισε να τρέχει προς τη απέναντι πλευρά. Δεν είδε όμως το αμάξι που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα. Η σύγκρουση του σώματος με το αμάξι άφησε ένα δυνατό, στενάχωρο ήχο. Η Αγγελική έτρεξε προς το αιμόφυρτο σώμα, το πήρε στα λεπτά χεράκια της και άρχισε να κλαίει γοερά. Χάιδεψε το χέρι και τα ματωμένα μαλλιά της μητέρας της.


Ο Πέτρος σηκώθηκε από το δρόμο, ζαλισμένος ακόμη από τη σύγκρουση. Έτρεξε και έφτασε κοντά στη μάνα και στην Αγγελικούλα. Αγκάλιασε το ακίνητο σώμα της μάνας -¨Είναι καλά;¨ Ρώτησε τρέμοντας. Η Αγγελικούλα ένευσε αρνητικά - ¨ Ένα ασθενοφόρο¨, φώναξε το κορίτσι. ¨Σας παρακαλώ, βοήθεια¨, ούρλιαξε. Ο άντρας που οδηγούσε το αμάξι βγήκε και έτρεξε να δει, αν η γυναίκα που χτύπησε ήταν ζωντανή. Έμεινε άναυδος. Η γυναίκα που κείτονταν ήταν ο έρωτας της ζωής του. Εδώ και δυο μήνες που γύρισε από την εξορία μάζευε λεφτά για να γυρίσει στην οικογένεια του με αξιοπρέπεια.


Πήρε στα χέρια του τη γυναίκα του και έτρεξε προς το πλησιέστερο νοσοκομείο. Τα παιδιά τον ακολούθησαν. Ευτυχώς υπήρχε πολύ κοντά ιατρικό κέντρο. Οι γιατροί μόλις τον είδαν έτρεξαν προς το μέρος του, πήραν τη γυναίκα και την οδήγησαν στο χειρουργείο. Ο πατέρας έμεινε με τα δυο παιδιά στην αγκαλιά έμειναν κλαίγοντας γοερά. Βέβαια μέσα στη λύπη και στη στενοχώρια δεν έλειψε και η χαρά που είδαν τον πατέρα τους


Τον αγκάλιασαν σφικτά, σοκαρισμένα από όλα αυτά που συνέβησαν. Ώρες περίμεναν τους γιατρούς για να τους πουν τα καλά ή κακά νέα. Επιτέλους ο γιατρός βγήκε ανέκφραστος από το χειρουργείο. Όλοι σοβάρεψαν και κρέμονταν από τα χείλη του -¨Συλλυπητήρια¨…… Μαριέττα Μελισσινά



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.