Τίτλος Πρωτότυπου: Carrie
SΤΕΡΗΕΝ ΚΙΝG
ΚΑΡΥ © Ελληνικής Έκδοσης: ΕΠΙΛΟΓΗ Βασιλέως Ηρακλείου 40, Θεσσαλονίκη 54623 Τηλ. (031) 241917
Μετάφραση: Γιάννης Αβραμίδης
Αφιερώνεται στην Τάμπυ , που μ' έκανε να καταπιαστώ μ’ αυτήν την ιστορία
—κι υστέρα με βοήθησε να ξεμπλέξω
Μέρος Πρώτο
ΑΙΜΑΤΗΡΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Είδηση της εβδομαδιαίας εφημερίδας Έντερπραϊζ, της πόλης Γουέστοβερ (Μαίην). 19 Αυγούστου 1966: ΒΡΟΧΗ ΑΠΟ ΠΕΤΡΕΣ
Αξιόπιστοι μάρτυρες ανέφεραν ότι στις 17 Αυγούστου, βροχή από πέτρες έπεσε από τον καταγάλανο ουρανό, επί της οδού Κάρλιν της πόλης Τσάμπερλεν. Οι πέτρες έπεσαν κυρίως στο σπίτι της κ. Μάργκαρετ Γουάιτ, προκαλώντας σοβαρές ζημιές στη στέγη και καταστρέφοντας δύο υδρορροές και ένα αποχετευτικό σωλήνα αξίας περίπου 25$. Η κ. Γουάιτ είναι χήρα και ζει με την τρίχρονη κόρη της Καριέ-τα. Η κ. Γουάιτ δεν στάθηκε δυνατό να ευρεθεί για να δώσει περισσότερες πληροφορίες.
Η αλήθεια είναι ότι καμία τους δεν ένιωσε πραγματική έκπληξη όταν έγινε το συμβάν· βαθιά μέσα τους, έστω και ασυνείδητα, περίμεναν ότι κάποτε θα γινόταν κι αυτό. Όλα όμως τα κορίτσια που βρίσκονταν στα αποδυτήρια, φάνηκαν να συγκλονίζονται, να ντρέπονται ή απλώς να χαίρονται που το ζώον η Γουάιτ έγινε ρεζίλι για άλλη μια φορά. Μερικές ισχυρίστηκαν πως ένιωσαν κι έκπληξη, όμως βέβαια ο ισχυρισμός τους ήταν ολωσδιόλου υποκριτικός. Με αρκετές απ' αυτές η Κάρυ ήταν συμμαθήτρια από την πρώτη τάξη, κι από τότε ακόμα είχε αρχίσει αυτό να συσσωρεύεται, αργά και σταθερά, σύμφωνα με όλους τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη φύση, με την αδυσώπητη νομοτέλεια αλυσιδωτής αντίδρασης που οδηγεί σε πυρηνική έκρηξη.
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Φυσικά, αυτό που καμία τους δεν ήξερε ήταν ότι η Κάρυ Γουάιτ ήταν τηλεκινητική.
σουτιέν. Ατμοί γέμιζαν τον αέρα· αν δεν ήταν ο σταθερός θόρυβος από το σιφόνι στη γωνία, ο χώρος θα θύμιζε αυθεντικό αιγυπτιακό λουτρό. Σαν μπάλες του μπιλιάρδου πηγαινοέρχονταν στο χώρο σκόρπιες φωνές και ζωηρές κουβέντες. «-οπότε ο Τόμυ μου λέει πως τον τσάτισα και γω-» «-θα πάω με την αδερφή μου και τον άντρα της. Όλη την ώρα είναι ψόφιος για καυγά αλλά κι αυτή το ίδιο, κι οι δυο τους-» «-ντουζ μετά το σχολείο και-» «-δεν αξίζει πεντάρα, γι' αυτό η Σίντυ και γω-» Η δεσποινίς Ντέζαρντιν, η κοκαλιάρα γυμνάστρια τους με το ανύπαρκτο στήθος, μπήκε, έριξε μια γρήγορη ματιά δεξιά κι αριστερά και χτύπησε τα χέρια δυνατά. «Τι περιμένεις, Κάρυ; Τη Δευτέρα Παρουσία; Το κουδούνι χτυπάει σε πέντε λεπτά.» Φορούσε ένα εκτυφλωτικά λευκό σορτσάκι και τα γυμνασμένα πόδια της, αν και αδύνατα, ήταν καλλίγραμμα και ελκυστικά. Στο λαιμό της κρεμόταν μια ασημένια σφυρίχτρα, που την είχε κερδίσει σε αγώνες τοξοβολίας όταν ήταν στο κολλέγιο. Τα κορίτσια χασκογέλασαν και η Κάρυ σήκωσε το βλέμμα, θολό, παραζαλισμένο από τη ζέστη και το μονότονο κελάρυσμα του νερού. «Ε;» Μια φωνή βατραχίσια, παράξενα ταιριαστή, που έκανε τα κορίτσια να γελάσουν και πάλι. Η Σου Σνελ ξετύλιξε μια πετσέτα από τα μαλλιά της με δεξιοτεχνία ταχυδακτυλουργού που ετοιμάζεται να παρουσιάσει ένα θαυμαστό τρυκ, και βάλθηκε να χτενίζεται με γρήγορες κινήσεις. Η δεσποινίς Ντέζαρντιν έκανε μια βιαστική χειρονομία στην Κάρυ και αποχώρησε. Η Κάρυ έκλεισε τη βρύση. Ο ήχος του νερού έσβησε με ένα κελάρυσμα. Μόνο όταν βγήκε από το ντουζ είδαν όλες το αίμα που έτρεχε στο πόδι της.
Στο γυμνάσιο της οδού Μπάρκερ, στο Τσάμπερλεν, πάνω σε θρανίο, σκαλισμένο με αιχμηρό αντικείμενο ένα σύνθημα: Η Κάρυ Γουάιτ τρώει σκατά.
Τα αποδυτήρια είχαν γεμίσει φωνές που αντηχούσαν, ενώ τις συνόδευε σταθερά ο θόρυβος που έκαναν τα νερά πέφτοντας πάνω στα πλακάκια. Τα κορίτσια είχαν παίξει βόλεϋ την πρώτη ώρα και από τα κορμιά τους έτρεχε ένας ελαφρύς πρωινός ιδρώτας. Κάτω από το ζεστό νερό τα κορίτσια τέντωναν το κορμί τους, στριφογύριζαν, τσίριζαν, πιτσιλούσαν και έδιναν η μία στην άλλη σαπούνι. Ανάμεσα τους στεκόταν απαθής η Κάρυ, ένας βάτραχος ανάμεσα σε κύκνους. Ένα κοντόχοντρο κορίτσι, με εξανθήματα στο λαιμό, στην πλάτη και στον πισινό, και μουσκεμένα μαλλιά ολωσδιόλου άχρωμα. Κρέμονταν άχαρα και της σκέπαζαν το πρόσωπο, ενώ η ίδια δεν έκανε καμία κίνηση, μονάχα στεκόταν με το κεφάλι γερμένο ελαφρά, αφήνοντας το νερό να πέφτει και να κυλάει πάνω στη σάρκα της. Φαινόταν να παίζει το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, του αιώνιου περίγελου, του θύματος. Συχνά ευχόταν απεγνωσμένα να είχε το γυμνάσιο Γιούιν ατομικά ντουζ όπως τα γυμνάσια του Άντοουβερ ή του Μπόξφορντ. Την κοιτούσαν. Μια ζωή την κοιτούσαν. Ένα-ένα έκλειναν τα ντους, τα κορίτσια έβγαιναν, σκουπίζονταν, έβγαζαν τους σκούφους του μπάνιου, έβαζαν αποσμητικά σπρέυ, κοίταζαν κάθε τόσο την ώρα στο ρολόι πάνω από την πόρτα. Φορούσαν εσώρουχα, κούμπωναν
9
10
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Από το βιβλίο The Shadow Exploded (Ντοκουμέντα και Ειδικά Συμπεράσματα από την Περίπτωση της Καριέτα Γουάιτ), του David R. Congress (εκδ. Tulane Uniersity Ρress, 1981), σελ. 34: Το γεγονός ότι κανείς δεν είχε προσέξει τις τηλεκινητικές ικανότητες της Γουάιτ στη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας, χωρίς αμφιβολία οφείλεται στα στοιχεία που αναφέρουν οι Stearns και White στο δοκίμιο τους Τηλεκινησία: Ένα Άγριο Ταλέντο Επανεξετάζεται - δηλαδή στο ότι η ικανότητα να μετακινεί κανείς αντικείμενα μονάχα με τη δύναμη της θέλησης εμφανίζεται μόνο σε στιγμές μεγάλης υπερέντασης. Πρόκειται για ένα ταλέντο που μπορεί να παραμείνει πολύ καλά κρυμμένο· πώς αλλιώς θα μπορούσε να έχει παραμείνει επί τόσους αιώνες στην αφάνεια, έτσι ώστε να μην έχουμε δει παρά την κορυφή του παγόβουνου να ξεπροβάλλει μέσα από μια θάλασσα κομπογιαννιτισμού; Στοιχεία που θα μας επέτρεπαν να θεμελιώσουμε κάποια άποψη για την υπόθεση αυτή, πέρα από σκόρπιες φήμες και διηγήσεις, δεν υπάρχουν όμως ακόμη και αυτά επαρκούν ώστε να διαφανεί ότι η Κάρυ Γουάιτ διέθετε σε κατάσταση λανθάνουσα πολύ μεγάλες τηλεκινητικές ικανότητες. Το τραγικό είναι ότι η διαπίστωση αυτή γίνεται κατόπιν εορτής...
«Περίοδος!» Η πρώτη φωνή που ακούστηκε ήταν της Κρις Χάργκενσεν. Αντήχησε πάνω στους πλακόστρωτους τοίχους και πολλαπλασιάστηκε. Η Σου Σνελ άφησε να της ξεφύγει ένα πνιχτό γέλιο από τη μύτη και ένιωσε ένα παράξενο συναίσθημα, μίσος ανάμικτο με αηδία και οίκτο και οργή. Μα είχε τόσο ηλίθια όψη έτσι όπως στεκόταν εκεί χωρίς
ΚΑΡΥ
11
να ξέρει τι της συνέβαινε, για όνομα του θεού, λες και ποτέ της δεν__ «Περίοδος!» Φώναζαν όλες μαζί, σα χορωδία. Κάποια από το βάθος (ίσως η Χάργκενσεν κι αυτή τη φορά, η Σου δεν μπορούσε να βγάλει άκρη μες στο πανδαιμόνιο), φώναζε «Βάλε μια τάπα!», ξεδιάντροπα και βραχνά. «Πε-ρί-ο-δος, Πε-ρί-ο-δος!» Η Κάρυ στεκόταν σαν ηλίθια στη μέση του κύκλου που είχε σχηματιστεί, στάζοντας νερά από παντού. Στεκόταν σαν υπομονετικό βόδι, έχοντας καταλάβει πως η πλάκα γινόταν σε βάρος της (όπως πάντα), αμήχανη αλλά καθόλου ξαφνιασμένη. Η Σου ένιωσε απύθμενη αηδία βλέποντας τις πρώτες σκουρόχρωμες σταγόνες της περιόδου να πέφτουν πάνω στα πλακάκια και να σχηματίζουν λεκέδες σε μέγεθος δεκάρας. «Κάρυ, έχεις περίοδο, για τ' όνομα του θεού, σκουπίσου!» «Ε;» Έριξε γύρω της μια κοιμισμένη ματιά. Τα μαλλιά της, κολλημένα στα μαγουλά της έμοιαζαν με κράνος. Ο ένας της ώμος ήταν γεμάτος σπυράκια. Στα δεκάξι της χρόνια, είχε κιόλας αποτυπωμένη στο βλέμμα της μια αδιόρατη πληγωμένη έκφραση. «Νομίζει πως είναι για να βάφουν τα χείλη!» φώναξε με αλλόκοτη τέρψη η Ρουθ Γκρόγκαν και ξέσπασε σε διαπεραστικά γέλια. Όταν ύστερα από καιρό η Σου θυμήθηκε το σχόλιο αυτό, βρήκε τη θέση του μέσα στη γενικότερη εικόνα, τώρα όμως δεν ήταν παρά μια ακόμη ανόητη φράση ανάμεσα στις τόσες. Δεκάξι χρονών; σκεφτόταν. Δε μπορεί, θα ξέρει τι συμβαίνει, θα ξέρει _ Κ· άλλες σταγόνες αίμα. Η Κάρυ ζαλισμένη εξακολουθούσε ν κοιτάει τις συμμαθήτριες της ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Η Έλεν Σάιρς προσποιήθηκε κοροϊδευτικά ότι έκανε ε-
12
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
μετό. «Αιμορραγείς!» ούρλιαξε ξαφνικά έξαλλη η Σου. «Αιμορραγείς, βρε ηλίθιο πλάσμα!» Η Κάρυ κοίταξε κάτω, μπροστά της. Έβγαλε μια δυνατή στριγγλιά. Ξαφνικά ένα ταμπόν την πέτυχε στο στήθος και προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια της. Ένας κόκκινος λεκές άρχισε να απλώνεται στο βαμβάκι. Το γέλιο, αρχικά περιφρονητικό, τρομαγμένο, αγανακτισμένο, πολλαπλασιαζόταν αποκρουστικά και δυνάμωνε, και τα κορίτσια τώρα την βομβάρδιζαν με ταμπόν και σερβιέτες που είχαν μαζί τους στις τσάντες ή που έπαιρναν από το χαλασμένο αυτόματο μηχάνημα που βρισκόταν στον τοίχο. Σαν χιόνι γέμισαν τον αέρα ενώ τα κορίτσια άρχισαν να ψάλλουν: «Βούλωσε το. Βούλωσε το. Βούλωσε το __ » Η Σου πετούσε και κείνη, τραγουδώντας μαζί με τις υπόλοιπες, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι κάνει - μια καθησυχαστική σκέψη αναβόσβηνε στο μυαλό της σαν φωτεινή επιγραφή από νέον: Δεν βλάφτει αυτό κανένα δε βλάφτει κανένα δε βλάφτει _ και εξακολουθούσε να αναβοσβήνει ακόμα κι όταν η Κάρυ άρχισε να πισωπατεί με τα χέρια υψωμένα, βγάζοντας άναρθρες κραυγές και γρυλίσματα. Τα κορίτσια σταμάτησαν, συνειδητοποιώντας ότι ήρθε επιτέλους η στιγμή της έκρηξης. Αργότερα, καθώς αναθυμόνταν τα γεγονότα, στο σημείο αυτό μερικές ισχυρίστηκαν πως είχαν εκπλαγεί. Παρά τα τόσα χρόνια ταπείνωσης που είχαν προηγηθεί, - "βρήκα αυτό εδώ το ερωτικό γράμμα της Κάρυ στον Μπόμπυ Πίκετ, ας το αντιγράψουμε να το μοιράσουμε παντού-" ή, στην κατασκήνωση της ΧΕΝ -"να της κόψουμε κοντά τα σεντόνια" - "να κρύψουμε κάπου τα βρακιά της" - "βάλτε το φίδι μες στο παπούτσι της" -"να τη μπουγελώσουμε άλλη μια φορά", και άλλη μια φορά: κι η Κάρυ πάντα τελευταία στις εκδρομές με τα ποδήλατα, να ακολουθάει τους άλλους πεισματικά, τη μια χρονιά βλακόμουτρο και την άλλη
ΚΑΡΥ
13
ζώον, πάντα να μυρίζει ιδρωτίλα, πάντα ανίκανη να τους προλάβει, να κερδίσει το χαμένο έδαφος· να πηγαίνει για κατούρημα, να κάθεται πάνω σε τσουκνίδες και να το μαθαίνουν όλοι (τι έχει πάθει ο κώλος σου και ξύνεσαι;). Κάποτε που αποκοιμήθηκε μες στο αναγνωστήριο, ο Μπίλυ Πρέστον της έβαλε φυστικοβούτυρο στα μαλλιά· τσιμπήματα, απλωμένα πόδια στους διαδρόμους της τάξης, τα βιβλία της πεταμένα κάτω από το θρανίο, μια άσεμνη καρτποστάλ χωμένη στην τσάντα της· η Κάρυ πάντα να αστοχεί με τη μπάλα, να πέφτει κάτω με τα μούτρα στο μάθημα του Μοντέρνου Χορού και να σπάει ένα δόντι, να μπερδεύεται στο δίχτυ παίζοντας βόλεϋ, να φοράει κάλτσες που πάντα της έπεφταν στον αστράγαλο, κι οι μπλούζες της πάντα με λεκέδες ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες· και κείνο το τηλεφώνημα της Κρις Χάργκενσεν, δήθεν εκ μέρους της Εταιρίας Φρούτων Κέλυ, για να τη ρωτήσουν αν ήξερε ότι το σκατό του γουρουνιού γραφόταν Κ-Α-Ρ-Υ· ξαφνικά όλα αυτά μαζί αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα: δεν έλειπε παρά ο ύστατος εξευτελισμός, το τελευταίο πείραγμα, η έσχατη ταπείνωση. Και η έκρηξη. Έκανε πίσω στριγγλίζοντας μες στην ξαφνική σιωπή, με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από τα χοντρά της χέρια, και με ένα ταμπόν κολλημένο στο τριχωτό της ήβης. Τα κορίτσια την παρακολουθούσαν με δέος. Η Κάρυ ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο και αργά-αργά γλίστρησε και βρέθηκε καθισμένη. Αδύναμα βογγητά έβγαιναν από το στόμα της. Τα μάτια της γύρισαν προς τα πάνω, όπως τα μάτια ενός γουρουνιού μες στο σφαγείο, και φαινόταν μονάχα το ασπράδι. Σιγανά και διστακτικά, η Σου είπε: «Μου φαίνεται πως είναι η πρώτη φορά που της έρχεται—» Τότε άνοιξε διάπλατα η πόρτα μ' ένα δυνατό κρότο και όρμηξε μέσα η δεσποινίς Ντέζαρντιν για να δει τι συνέβαινε.
14
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Από το The Shadow Exploded (σελ. 41):
Και οι γιατροί και οι ψυχολόγοι συγγραφείς που έχουν καταπιαστεί με το θέμα αυτό, συμφωνούν ότι η εξαιρετικά καθυστερημένη και τραυματική πρώτη εμπειρία περιόδου της Κάρυ Γουάιτ, κατά πάσα πιθανότητα υπήρξε η αφορμή να εκδηλωθεί το κρυμμένο ταλέντο της. Φαίνεται απίστευτο το ότι η Κάρυ, ακόμα και μέχρι το 1979, δεν γνώριζε τίποτα για την εμμηνόρροια. Σχεδόν το ίδιο απίστευτο και το ότι η μητέρα του κοριτσιού άφησε να φθάσει η κόρη της στην ηλικία των δεκαεπτά χρόνων, χωρίς να συμβουλευθεί κάποιον γυναικολόγο σχετικά με τα αίτια της καθυστέρησης. Τα γεγονότα είναι αδιάσειστα. Όταν η Κάρυ Γουάιτ συνειδητοποίησε ότι αιμορραγούσε από τον κόλπο, δεν είχε ιδέα για το τι ακριβώς της συνέβαινε. Αγνοούσε τι σήμαινε εμμηνόρροια. Μία από τις συμμαθήτριες της που επέζησαν, η Ρουθ Κόγκαν, μας αφηγείται ότι ένα χρόνο πριν από τα γεγονότα που μας απασχολούν, μπαίνοντας στα αποδυτήρια των κοριτσιών του Γυμνασίου Γιούιν, είχε δει την Κάρυ Γουάιτ να χρησιμοποιεί ένα ταμπόν για να ξεβάψει τα χείλη της από το κραγιόν. Τη στιγμή εκείνη, η δεσποινίς Κόγκαν είπε: «Μα τι στην ευχή κάνεις εκεί;» Η δεσποινίς Γουάιτ αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό αυτό;» Η δεσποινίς Κόγκαν τότε είπε: «Πώς. Σωστό είναι.» Η Ρουθ Κόγκαν το είπε σε αρκετές φίλες της (αργότερα είπε στον δημοσιογράφο που της έπαιρνε συνέντευξη, ότι το είχε βρει "χαριτωμένο" σαν ιδέα), και έπειτα απ' αυτό, κάθε φορά που προσπαθούσε κανείς να πληροφορήσει την Κάρυ για την πραγματική χρήση του αντικειμένου με το οποίο είχε ξεβάψει τα χείλη της, εκείνη απέρριπτε τα όσα της έλεγαν, νομίζοντας ότι την κορόιδευαν. Αφορούσαν άλλωστε αυτά μία πλευρά της
ΚΑΡΥ
15
ζωής της γύρω από την οποία είχε γίνει εξαιρετικά επιφυλακτική και προσεκτική...
Όταν έπαψε να χτυπά το κουδούνι και τα κορίτσια μπήκανε στην τάξη τους (αρκετές είχαν προλάβει να ξεγλιστρήσουν από την πίσω πόρτα προτού αρχίσει η δις Ντέζαρντιν να παίρνει ονόματα), η δις Ντέζαρντιν εφάρμοσε τη συνηθισμένη μέθοδο αντιμετώπισης των υστερικών κρίσεων: έριξε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο της Κάρυ. Δύσκολα θα ομολογούσε την ευχαρίστηση που της έδωσε η πράξη της και σίγουρα θα αρνιόταν κατηγορηματικά ότι έβλεπε την Κάρυ σαν ένα τσουβάλι λίπος. Ήταν η πρώτη της χρονιά σαν καθηγήτρια και ήθελε ακόμα να πιστεύει ότι όλα τα παιδιά ήταν καλά. Η Κάρυ σήκωσε τα μάτια της και την κοίταξε ηλίθια, με το πρόσωπο παραμορφωμένο. «Δε-δε-σποινίς Ντε-ΝτεζΝτε__» «Σήκω πάνω», είπε ασυγκίνητη η δις Ντέζαρντιν. «Σήκω πάνω και φρόντισε τον εαυτό σου.» «Θα πεθάνω από την αιμορραγία!» στρίγγλισε η Κάρυ ενώ την ίδια στιγμή, ένα τυφλό χέρι υψώθηκε ψηλαφώντας και άρπαξε το άσπρο σορτς της διδας Ντέζαρντιν, αφήνοντας πάνω του ένα ματωμένο αποτύπωμα. «Θα... μα εσύ...» Μια έκφραση αηδίας φάνηκε στο πρόσωπο της γυμνάστριας, που απότομα άρπαξε την Κάρυ και τη σήκωσε όρθια. «Τράβα εκεί πέρα!» Η Κάρυ στάθηκε τρεκλίζοντας ανάμεσα στα ντους και τον τοίχο με τον αυτόματο πωλητή, με τα στήθη της να κρέμονται χαλαρά και τα χέρια της να ταλαντεύονται σαν παράλυτα. Έμοιαζε με πίθηκο. Τα μάτια της γυάλιζαν ανέκφραστα. «Λοιπόν», είπε η δις Ντέζαρντιν με φαρμακερή φωνή, «πάρε από κει μια σερβιέτα... άσε τον κερματοδέκτη, έτσι
16
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
κι αλλιώς δε λειτουργεί... πάρε μία και... ε, άντε λοιπόν που να πάρει ο διάολος! Κάνεις σα να μην είχες ποτέ σου περίοδο.» «Τι περίοδο;» είπε η Κάρυ. Η έκφραση δυσπιστίας και βουβής απόγνωσης ήταν τόσο αυθεντική που ήταν αδύνατο να μη γίνει πιστευτή. Μια φοβερή και σκοτεινή υποψία γεννήθηκε στο μυαλό της Ρίτα Ντέζαρντιν. Απίστευτο, δεν μπορεί. Η ίδια, λίγο μετά τα γενέθλια των έντεκα χρόνων της είχε για πρώτη φορά περίοδο, κι είχε τρέξει στο κεφαλόσκαλο για να φωνάξει ενθουσιασμένη, "Ε, μαμά, μου 'ρθε!" «Κάρυ;» είπε πλησιάζοντας το κορίτσι. «Κάρυ;» Η Κάρυ έκανε πίσω. Την ίδια στιγμή ένα ράφι με ρόπαλα του μπαίηζμπωλ έπεσε κάτω με δυνατό κρότο. Τα ρόπαλα κύλησαν προς όλες τις κατευθύνσεις, κάνοντας την Ντέζαρντιν να χοροπηδήξει. «Κάρυ, είναι η πρώτη φορά που έχεις περίοδο;» Ήταν πια σίγουρη, η ερώτηση ήταν περιττή. Το αίμα κυλούσε σκούρο και πηχτό. Τα πόδια της Κάρυ ήταν πασαλειμμένα σαν να είχε διασχίσει ένα ποταμό από αίμα. «Πονάει», βόγγηξε η Κάρυ. «Το στομάχι μου...» «Θα περάσει», είπε η δις Ντέρζαρντιν. Ένιωσε να την πλημμυρίζει οίκτος ανάμικτος με οργή. «Θα πρέπει να... ε... να σταματήσεις το αίμα. Να __» Κάτι άστραψε πάνω από το κεφάλι της με κρότο. Ένας από τους γλόμπους έσβησε. Η δις Ντέζαρντιν έβγαλε μια φωνή και της πέρασε από το μυαλό (όλα γκρεμίζονται εδώ μέσα) πως κάτι τέτοια συνέβαιναν πάντα όταν η Κάρυ ήταν αναστατωμένη, λες και η γρουσουζιά την ακολουθούσε σαν το σκυλί σε κάθε της βήμα. Η σκέψη χάθηκε το ίδιο γρήγορα όπως είχε έρθει. Πήρε από τον χαλασμένο αυτόματο πωλητή μία σερβιέτα και την ξετύλιξε. «Να, κοίτα», είπε. «Βάλ' την έτσι _ »
ΚΑΡΥΑπό το
17
Από το Τhe Shadow Exploded (σελ. 54): Η μητέρα της Κάρυ Γουάιτ, η Μάργκαρετ Γουάιτ, γέννησε την κόρη της στις 21 Σεπτεμβρίου του 1963, κάτω από συνθήκες που μόνο αλλόκοτες μπορούν να χαρακτηρισθούν. Στην πραγματικότητα, εξετάζοντας την περίπτωση της Κάρυ Γουάιτ, ένας παρατηρητικός μελετητής δεν μπορεί παρά να προσέξει πάνω απ' όλα, ότι η Κάρυ ήταν το μοναδικό παιδί μιας ασυνήθιστης οικογένειας που είχε τραβήξει την προσοχή του κόσμου. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, ο Ραλφ Γουάιτ σκοτώθηκε τον Φεβρουάριο του 1963 ενώ εργαζόταν σε μια οικοδομή στο Πόρτλαντ, από μία σιδερόβεργα που ξέφυγε από το γερανό που τη μετέφερε και έπεσε πάνω του. Η κ. Γουάιτ ζούσε από τότε μόνη της στη μονοκατοικία τους στο προάστιο Τσάμπερλεν. Εξαιτίας της φανατικής θρησκοληψίας των Γουάιτ, η κυρία Γουάιτ δεν είχε φίλους να της παρασταθούν στη διάρκεια του πένθους της. Και όταν, επτά μήνες αργότερα, ήρθε η ώρα να γεννήσει, ήταν ολομόναχη. Στις 21 Σεπτεμβρίου, γύρω στις 1:30 το μεσημέρι, οι γείτονες στην οδό Κάρλιν άρχισαν να ακούν κραυγές από το σπίτι των Γουάιτ. Ωστόσο, η αστυνομία δεν ειδοποιήθηκε παρά στις 6 μ.μ. Δύο είναι οι εκδοχές σχετικά με τους λόγους της αργοπορίας αυτής: είτε οι γείτονες της κ. Γουάιτ δεν ήθελαν μπλεξίματα με τις αστυνομικές αρχές είτε την αντιπαθούσαν τόσο που προτίμησαν να παραμείνουν ουδέτεροι θεατές και να αφήσουν τα πράγματα να εξελιχθούν από μόνα τους. Η κ. Τζώρτζια ΜακΛάφλιν, η μόνη από τους τρεις εναπομείναντες κατοίκους της γειτονιάς που δέχτηκε να μιλήσει στον υποφαινόμενο, είπε πως δεν κάλεσε την αστυνομία γιατί νόμισε πως οι κραυγές οφείλονταν σε κάποιου είδους "θρησκευτική καταληψία". Στις 6:22 όταν κατέφθασε η αστυνομία, οι κραυγές είχαν γίνει ακανόνιστες. Η κ. Γουάιτ βρέθηκε στο κρεβάτι
18
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
της στο επάνω πάτωμα, και ο αστυνόμος Τόμας Τ. Μήρτον νόμισε στην αρχή πως είχε πέσει θύμα επίθεσης. Το κρεβάτι ήταν μες στα αίματα και στο πάτωμα υπήρχε ένα χασαπομάχαιρο. Μόνο τότε είδε το νεογέννητο, τυλιγμένο ακόμα στη μεμβράνη του πλακούντα, πάνω στο στήθος της κ. Γουάιτ. Προφανώς η ίδια είχε κόψει μόνη της τον ομφάλιο λώρο με το μαχαίρι. Χρειάζεται μεγάλη φαντασία και ευπιστία για να δεχτεί κανείς την άποψη ότι η Μάργκαρετ Γουάιτ δεν γνώριζε πως ήταν έγκυος ή ακόμη ότι αγνοούσε την έννοια της εγκυμοσύνης. Σύγχρονοι μελετητές, όπως οι Τ. Μπάνκσον και Τζωρτζ Φέλντινγκ, έχουν διατυπώσει μια πιο λογικοφανή άποψη, υποστηρίζοντας ότι στο μυαλό της η έννοια της εγκυμοσύνης, άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη του "αμαρτήματος" της συνουσίας, είχε απωθηθεί τελείως και η ίδια προφανώς αρνούνταν να πιστέψει ότι ήταν δυνατό να της είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Υπάρχουν στα αρχεία μας τουλάχιστον τρεις επιστολές της προς κάποια φίλη της, κάτοικο της Κενόσα του Γουινσκόνσιν, από τις οποίες συμπεραίνει κανείς ότι από τον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της και μετά, η Μάργκαρετ Γουάιτ πίστευε πως είχε "καρκίνο μέσα στα απόκρυφα" και πως σύντομα θα συναντούσε τον άντρα της στους ουρανούς...
βαμβακερή της κυλότα. Επιχείρησε δυο φορές να της εξηγήσει αυτά που όλος ο κόσμος ήξερε για την περίοδο, όμως η Κάρυ βούλωσε τ' αυτιά της με τα χέρια, κλαίγοντας χωρίς σταμάτημα. Ο κ. Μόρτον, ο βοηθός του γυμνασιάρχη, σηκώθηκε αμέσως από το γραφείο του μόλις μπήκαν. Ο Μπίλυ Ντελόις και ο Χένρυ Τρέναντ, δύο αγόρια που βρίσκονταν στον προθάλαμο για να δεχτούν τις επιπλήξεις του επειδή είχαν κάνει κοπάνα από το μάθημα των Γαλλικών, έστρεψαν τα κεφάλια τους και τις κοίταζαν. «Περάστε μέσα», είπε ζωηρά ο Μόρτον. «Ελάτε, περάστε.» Πάνω από τον ώμο της Ντέζαρντιν είδε τα δυο αγόρια που κοίταζαν το ματωμένο αποτύπωμα πάνω στο σορτσάκι της. «Τι κοιτάτε εσείς;» «Το αίμα», είπε ο Χένρυ χαμογελώντας χαζά. «Δυο ώρες τιμωρία μετά το μάθημα», έκανε απότομα ο Μόρτον. Μετά, βλέποντας το ματωμένο αποτύπωμα, ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια. Έκλεισε πίσω τους την πόρτα και άρχισε να ψάχνει στο πάνω συρτάρι της αρχειοθήκης για να βρει τα έντυπα που συμπληρώνονταν σε περίπτωση ατυχήματος στο σχολείο. «Πώς αισθάνεσαι, ε...;» «Κάρυ», συμπλήρωσε η Ντέζαρντιν. «Κάρυ Γουάιτ.» Ο κ. Μόρτον είχε βρει το έντυπο. Πάνω του υπήρχε ένας μεγάλος λεκές από καφέ. «Δεν θα σας χρειαστεί αυτό, κύριε Μόρτον.» «Φαντάζομαι, θα χτύπησε στο γυμναστήριο. Τώρα θα... 8ε θα μου χρειαστεί;» «Όχι. Νομίζω όμως πως θα πρέπει να επιτραπεί στην Κάρυ να πάει σπίτι της. Είχε μια αρκετά δυσάρεστη εμπειρία.» Του έκανε κάποιο νόημα με τα μάτια, που εκείνος αντιλήφθηκε αλλά αδυνατούσε να αποκρυπτογραφήσει. «Ναι, εντάξει, αφού το λέτε εσείς. Κανένα πρόβλημα.» Ο Μόρτον έσπρωξε το έντυπο μέσα στο συρτάρι αλλά κα-
Ένα τέταρτο αργότερα, καθώς η δεσποινίς Ντέζαρντιν οδηγούσε την Κάρυ επάνω στα γραφεία, οι διάδρομοι ήταν ευτυχώς έρημοι. Οι τάξεις βούιζαν πίσω από τις κλειστές πόρτες. Οι στριγγλιές της Κάρυ είχαν τελικά σταματήσει, εξακολουθούσε όμως να κλαίει ασταμάτητα. Η Ντέζαρντιν της είχε τοποθετήσει η ίδια την σερβιέτα, την είχε σκουπίσει με βρεγμένα χαρτομάντηλα και της είχε φορέσει την
19
20
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
θώς το έκλεινε μάγκωσε τον αντίχειρά του και βόγγηξε. Σηκώθηκε κατόπιν και προχώρησε με άνετες κινήσεις μεχρι την πόρτα, την άνοιξε, και κοιτάζοντας τον Μπίλυ και τον Χένρυ, φώναξε: «Δεσποινίς Φις, συμπληρώστε ένα έντυπο αδείας, παρακαλώ. Στο όνομα Κάρυ Ράιτ. » «Γουάιτ», είπε η Ντέζαρντιν. «Γουάιτ», συμφώνησε ο Μόρτον. Ο Μπίλυ Ντελόις άφησε να του ξεφύγει ένα γελάκι. «Μια βδομάδα τιμωρία!» γαύγισε ο Μόρτον., Μια μελανιά είχε εμφανιστεί κάτω από το νύχι του αντίχειρά του. Τον πονούσε φοβερά. Το μονότονο κλάμα της Κάρυ συνεχιζόταν χωρίς σταματημό. Η δεσποινίς Φις έφερε το κίτρινο έντυπο για τις άδειες και ο Μόρτον έβαλε μια μονογραφή με το ασημένιο του μολύβι, μορφάζοντας καθώς πίεζε τον πληγωμένο του αντίχειρα. «Μήπως θέλεις να πας σπίτι με αμάξι, Κάσυ; Αν θέλεις, μπορούμε να φωνάξουμε ένα ταξί.» «Δεν με λένε έτσι!» στρίγγλισε ξαφνικά η Κάρυ. Ο Μόρτον πισωπάτησε ενώ η δεσποινίς Ντέζαρντιν τινάχτηκε σα να είχε δεχτεί πισώπλατο χτύπημα. Το βαρύ κεραμικό σταχτοδοχείο πάνω στο γραφείο του Μόρτον (μια μικρογραφία του Σκεπτόμενου του Ροντέν, που πάνω στο κεφάλι του στηριζόταν ένα τασάκι) ξαφνικά έπεσε στο χαλί λες και ήθελε να προστατευτεί από την ένταση της φωνής της. Γόπες και στάχτες από την πίπα του Μόρτον σκορπίστηκαν πάνω στο πράσινο χαλί. «Άκουσε να σου πω», είπε ο Μόρτον προσπαθώντας να δείξει αυστηρός, «μπορεί να είσαι αναστατωμένη, αλλ' αυτό δε σημαίνει πως θα ανεχτώ__» «Σας παρακαλώ», είπε ήρεμα η δεσποινίς Ντέζαρντιν. Ο Μόρτον ανοιγόκλεισε τα μάτια κι ύστερα κούνησε απότομα το κεφάλι, γνέφοντας καταφατικά. Πάντα προσπαθούσε να παρουσιάζει την εικόνα ενός αξιαγάπητου Τζων Γουαίην όταν ασκούσε τα πειθαρχικά του καθήκοντα, που αποτελούσαν και το κύριο μέρος της δουλειάς του ως
ΚΑΡΥ
21
Βοηθού Γυμνασιάρχη, αλλά δεν τα πολυκατάφερνε. Η διοίκηση του σχολείου (την οποία κατά κανόνα εκπροσωπούσε ο Γυμνασιάρχης Χένρυ Γκρέυλ, στις διάφορες εκδηλώσεις του σχολείου, στις συγκεντρώσεις γονέων και στο δημοτικό συμβούλιο), συνήθως τον ονόμαζε "ο αξιαγάπητος Μορτ". Το μαθητικό σώμα είχε την τάση να τον ονομάζει "εκείνο το τρελοκαθίκι από τα γραφεία". Όμως, καθώς ελάχιστοι μαθητές σαν τον Μπίλυ ντε Λόις και τον Χένρυ Τρέναντ έπαιρναν τον λόγο σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, ο χαρακτηρισμός της διοίκησης ήταν και ο πλέον διαδεδομένος. Τώρα, ο αξιαγάπητος Μορτ, συνεχίζοντας να τρίβει τον πονεμένο του αντίχειρα, χαμογέλασε στην Κάρυ και είπε, «Αν θέλεις, μπορείς να πηγαίνεις, δεσποινίς Ράιτ. Ή μήπως θα προτιμούσες να καθήσεις εδώ, να συνέρθεις λιγάκι;» «Θα φύγω», μουρμούρισε η Κάρυ τινάζοντας τα μαλλιά της. Σηκώθηκε και στράφηκε στην δεσποινίδα Ντέζαρντιν. Τα μάτια της ήταν σκοτεινά, γεμάτα επίγνωση. «Με κοροϊδέψανε. Μου πετάξανε πράγματα. Πάντα με κοροϊδεύουν.» Η Ντέζαρντιν την κοίταξε με απόγνωση. Η Κάρυ έφυγε. Για λίγη ώρα έπεσε σιωπή· ο Μόρτον κι η Ντέζαρντιν την παρακολούθησαν με το βλέμμα καθώς απομακρυνόταν. Ύστερα ο Μόρτον καθάρισε το λαιμό του κι έσκυψε να μαζέψει στάχτες και αποτσίγαρα από το πεσμένο τασάκι. «Για πες μου, τι ακριβώς έγινε;» Εκείνη αναστέναξε κοιτάζοντας με αποστροφή το καφετί αποτύπωμα που στέγνωνε πάνω στο σορτσάκι της. «Της ήρθε περίοδος. Για πρώτη φορά. Στα ντους.» Ο Μόρτον καθάρισε ξανά το λαιμό του και τα μαγουλά του κοκκίνησαν. Βάλθηκε να κουνάει το φύλλο χαρτιού με το οποίο σκούπιζε τις στάχτες, με μεγαλύτερη βιάση. «Μα δεν είναι κάπως, εεε _ »
22
23
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
«Μεγάλη; Οπωσδήποτε. Κι ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που πληγώθηκε τόσο. Αν και δεν καταλαβαίνω γιατί η μάνα της...» Η σκέψη λοξοδρόμησε, έσβησε από το μυαλό της. «Νομίζω πως δεν το χειρίστηκα πολύ σωστά το ζήτημα, Μόρτυ, αλλά δεν είχα καταλάβει τι συνέβαινε. Νόμιζε πως αιμορραγούσε θανάσιμα.» Της έριξε μια λοξή ματιά. «Μέχρι πριν από μισή ώρα, δε νομίζω να είχε ιδέα τι σημαίνει περίοδος.» «Πιάσε λίγο εκείνη τη βούρτσα, σε παρακαλώ. Ναι, αυτήν εκεί.» Ο Μόρτον βάλθηκε να συγκεντρώνει τις στάχτες πάνω στο χαρτί. «Ό,τι μείνει, ας το μαζέψει η ηλεκτρική σκούπα. Αυτά τα παχιά χαλιά είναι σκέτος μπελάς. Το τασάκι πάλι, πού βρέθηκε στην άκρη του γραφείου; Περίεργο, πώς πέφτουν έτσι εύκολα τα πράματα κάτω.» Χτύπησε το κεφάλι του στο γραφείο και ανασηκώθηκε απότομα. «Πάντως, μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως είναι δυνατόν ένα κορίτσι να 'χει κάνει τρία χρόνια σ' αυτό το σχολείο, ή σε οποιοδήποτε σχολείο, και να μη ξέρει τι εστί περίοδος.» «Και μένα μου είναι ακόμα πιο δύσκολο. Μόνο έτσι όμως μπορώ να εξηγήσω την αντίδραση της. Και να μη ξεχνάμε πως η Κάρυ ήταν ανέκαθεν ο αποδιοπομπαίος τράγος της τάξης.» «Μμμ.» Έσπρωξε στάχτες κι αποτσίγαρα μες στο καλάθι των αχρήστων και τίναξε τα χέρια του. «Νομίζω, κατάλαβα για ποια πρόκειται. Γουάιτ. Η κόρη της Μάργκαρετ Γουάιτ. Αυτή πρέπει να είναι. Τώρα εξηγούνται τα πράγματα.» Κάθισε πίσω από το γραφείο του και χαμογέλασε απολογητικά. «Είναι και πολλά τα αναθεματισμένα. Μετά από πέντε χρόνια παύεις να ξεχωρίζεις φάτσες, μπερδεύεσαι, βλέπεις ένα μαθητή και τον φωνάζεις με τ' όνομα του αδερφού του, τέτοια πράγματα. Δύσκολο, πολύ δύσκολο.» «Πραγματικά.» «Και πού να μείνεις είκοσι χρόνια εδώ πέρα, όπως ε-
γώ», συνέχισε κοιτάζοντας βλοσυρά τη μελανιά στο νύχι του. «Βλέπεις ένα παιδί που η φάτσα του σου φαίνεται γνωστή, και ανακαλύπτεις ότι είχες τον πατέρα του μαθητή την εποχή που πρωτοήρθες στο σχολείο. Η Μάργκαρετ Γουάιτ πάντως ήταν πολύ πριν από μένα. Ευτυχώς. Να σκεφτείς, είχε πει κάποτε στη μακαρίτισα τη δεσποινίδα Μπίσέντε, Θεός σχωρέστην, ότι ο Κύριος της είχε κρατημένη μια θέση στην κόλαση, επειδή είχε μοιράσει στα παιδιά μια περίληψη της θεωρίας του Δαρβίνου. Δυο φορές είχε πάρει αποβολή όσο ήταν εδώ -τη μια γιατί είχε βαρέσει μία συμμαθήτρια της με την τσάντα. Την είχε δει, λέει, να Καπνίζει τσιγάρο. Παράξενες θρησκευτικές αντιλήψεις. Πολύ παράξενες.» Στράβωσε το στόμα του όπως ο Τζων Γουαίην. «Τ' άλλα κορίτσια; Αλήθεια είναι ότι την κορόιδεψαν;» «Να 'ταν μονάχα αυτό... Την περιγελούσαν, φώναζαν, της πετούσαν σερβιέτες την ώρα που μπήκα. Τις πετούσανε λες κι ήταν... λες κι ήταν φυστίκια.» «Πω, πω.» Ο Τζων Γουαίην πήγε περίπατο. Ο κ. Μόρτον είχε γίνει κατακόκκινος. «Κράτησες ονόματα;» «Ναι. Όχι όλα φυσικά. Ορισμένες όμως δε θα διστάσουν να μαρτυρήσουν και τις υπόλοιπες. Η Κρις Χάργκενσεν Πρωτοστατούσε... ως συνήθως.» «Η Κρις και το σινάφι της», μουρμούρισε ο Μόρτον. «Ναι. Η Τίνα Μπλέηκ, η Ρέιτσελ Σπάις, η Έλεν Σάιρς, η Ντόνα Θάιμποντο κι η αδερφή της Μαίρη Λίλα Γκρέις, η Τζέσικα Άπσοου. Κι η Σου Σνελ.» Συνοφρυώθηκε. «Δεν το περίμενα κάτι τέτοιο από τη Σου. Ποτέ δε μου 'δωσε την εντύπωση ότι θα μπορούσε να φτάσει μέχρι αυτό το σημείο.» «Μίλησες καθόλου μ' αυτά τα κορίτσια;» «Τις πέταξα όλες έξω. Ήμουν έξω φρενών. Χώρια που την Κάρυ την είχε πιάσει υστερία.» «Μμμ.» Έπλεξε τα δάχτυλα του, κάνοντας τα κόκαλα να τρίξουν. «Σκοπεύεις να τους μιλήσεις;»
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
«Ναι.» Η φωνή της φανέρωνε κάποιο δισταγμό. «Διακρίνω μια απροθυμία _ » «Δεν αμφιβάλλω», κατσούφιασε η Ντέζαρντιν. «Βλέπεις, εγώ ζω την κατάσταση από τα μέσα. Καταλαβαίνω πώς μπορεί να ένιωθαν αυτά τα κορίτσια. Ακόμα και μένα μου 'ρθε να την αρπάξω και να την ταρακουνήσω. Δεν ξέρω, όταν πρόκειται για την περίοδο, ίσως να υπάρχει στις γυναίκες κάτι σαν ένστικτο που τις κάνει να δείχνουν μια επιθετικότητα, τι να πω. Συνέχεια μου 'ρχεται στο μυαλό η Σου Σνελ. Είχε ένα ύφος...» «Μμμ», επανέλαβε με σοφία ο Μόρτον. Δεν καταλάβαινε τις γυναίκες και δεν είχε καμία διάθεση να συζητάει για την εμμηνόρροια. «Θα τους μιλήσω αύριο», υποσχέθηκε η Ντέζαρντιν. «Αυτές θέλουν μια στο καρφί και μια στο πέταλο.» «Καλώς. Και φρόντισε, η τιμωρία να είναι ανάλογη του εγκλήματος. Κι αν νομίζεις πως καναδυό πρέπει να τις στείλεις εδώ σε μένα, μη διστάσεις καθόλου__ » «Εντάξει», είπε φιλικά η Ντέζαρντιν. «Α, μιας και το θυμήθηκα· την ώρα που προσπαθούσα να την καλμάρω, κάηκε μια λάμπα. Ήταν το κερασάκι πάνω στην τούρτα.» «Θα στείλω αμέσως τον επιστάτη», υποσχέθηκε. «Και ευχαριστώ που έκανες ό,τι περνούσε από το χέρι σου. Έχεις την καλωσύνη να πεις στη δεσποινίδα Φις να στείλει μέσα το Μπίλυ και τον Χένρυ;» «Ασφαλώς.» Έγειρε πίσω κι έδιωξε από το μυαλό του όλη αυτή την ιστορία. Μόλις έσκασαν μύτη ο Μπίλυ ντε Λόις κι ο Χένρυ Τρέναντ, κοπανατζήδες ολκής, τους στραβοκοίταξε πανευτυχής κι ετοιμάστηκε να πει μερικές σκληρές κουβέντες. Όπως συνήθιζε να λέει στον Χένρυ Γκρέυλ, τους κοπανατζήδες τους έτρωγε για πρωινό.
Πάνω σε θρανίο στο Γυμνάσιο του Τσάμπερλεν: Τα τριαντάφυλλα είναι κόκκινα, οι βιολέτες γαλάζιες, η ζάχαρη γλυκειά, μα η Κάρυ Γουάιτ τρώει σκατά.
24
25
Κατέβαινε τη λεωφόρο Γιούιν και στα φανάρια της διάβασης πέρασε απέναντι, στην οδό Κάρλιν. Το κεφάλι σκυφτό. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τίποτα. Την έπιαναν κράμπες που την ανάγκαζαν πότε να βραδύνει το βήμα και πότε να προχωράει γρήγορα, σαν αμάξι με χαλασμένο καρμπυρατέρ. Κοίταζε το πεζοδρόμιο. Κομματάκια χαλαζία γυάλιζαν μέσα στο τσιμέντο. Κάτι ξεθωριασμένες γραμμές με κιμωλία για κουτσό. Τσίχλες πατημένες. Κομματάκια αλουμινόχαρτο και περιτυλίγματα από καραμέλες. Με μισούν όλοι και δεν θα πάγουν ποτέ να με μισούν. Δεν θα βαρεθούν ποτέ. Κάτω ήταν πεσμένη μια δεκάρα. Την κλώτσησε. Για φαντάσου την Κρις Χάργκενσεν μες στα αίματα να ουρλιάζει, "έλεος". Με το πρόσωπο γεμάτο ποντίκια. Τι ωραία, τι ωραία. Θα της άξιζε. Ένα σκατό σκύλου και πάνω του, ακριβώς στη μέση, μια πατημασιά. Αποτσίγαρα. Μια κοτρώνα στο κεφάλι της, να της το σπάσει, ένας βράχος. Ολωνών τα κεφάλια. Τι καλά. Τι καλά. (ο σωτήρας ιησούς πράος και μειλίχιος) Αυτά ας τα πίστευε η Μαμά, με γεια της με χαρά της. Αυτή δεν είχε να αντιμετωπίζει καθημερινά τους λύκους, δεν ήταν αναγκασμένη να υπομένει γύρω της ένα καρναβάλι γέλιου, τα πειραχτήρια, τους χαιρέκακους, την καζούρα. Έπειτα, η Μαμά δεν έλεγε πως θα 'ρχόταν η Ημέρα της Κρίσης (και το όνομα του άστρου θα είναι άψινθος και οι αμαρτωλοί θα μαστιγωθούν με το φραγγέλιο) και θα εμφανιζόταν ένας άγγελος με σπαθί; Αν γινόταν να 'ρθει σήμερα ο Ιησούς· όχι σαν ποιμένας
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
με το αρνί και με τη γκλίτσα του, παρά με κοτρώνες στα χέρια να τους τσακίσει όσους κορόιδευαν, να ξεριζώσει το κακό και να το συντρίψει ουρλιάζοντας -ένας φοβερός Ιησούς, ματωμένος και δίκαιος. Ας γινόταν, αυτή να είναι το σπαθί Του και το χέρι Του! Είχε κάνει προσπάθειες να προσαρμοστεί. Είχε αψηφήσει τη Μαμά με εκατό πλάγιους τρόπους, είχε πασχίσει να εξαλείψει τον κόκκινο κύκλο της απομόνωσης που είχε χαραχτεί γύρω της από την πρώτη μέρα που άφησε το αποστειρωμένο περιβάλλον του μικρού σπιτιού της οδού Κάρλιν για να πάει με τα πόδια μέχρι το δημοτικό σχολείο στην οδό Μπέικερ, με τη Βίβλο κάτω από τη μασχάλη. Ακόμα τη θυμόταν εκείνη τη μέρα, τα βλέμματα και την ξαφνική, αφόρητη σιωπή που απλώθηκε μέσα στο εστιατόριο του σχολείου, όταν λίγο πριν το φαγητό γονάτισε να προσευχηθεί -από κείνη τη μέρα άρχισαν τα γέλια, που δεν έπαψαν να αντηχούν με το πέρασμα των χρόνων. Ο κόκκινος κύκλος γύρω της ήταν σαν το αίμα -όσο και να το βουρτσίζεις, όσο και να το ξεπλένεις, εκείνο δε λέει να σβηστεί, αφήνει ίχνη. Από τότε δεν ξαναγονάτισε για να προσευχηθεί σε δημόσιο χώρο, αν και δεν το είπε στη Μαμά. Ωστόσο, η ανάμνηση παρέμενε και στην ίδια και στους άλλους. Είχε κάνει αγώνα να πείσει τη Μαμά να την αφήσει να πάει στην Κατασκήνωση της Χριστιανικής Εκκλησίας, είχε μαζέψει και λεφτά ράβοντας. Η Μαμά, με βλέμμα σκοτεινό, της είπε πως ήταν Αμαρτία, πως ήταν των Μεθοδιστών και των Βαπτιστών και πως αν πήγαινε θα ήταν Αμαρτία και Αποστασία. Απαγόρεψε στην Κάρυ να κολυμπήσει στην κατασκήνωση. Ωστόσο εκείνη είχε κολυμπήσει και είχε γελάσει όταν της βουτούσαν το κεφάλι στο νερό (ώσπου δεν μπορούσε να πάρει ανάσα και κείνοι συνέχιζαν να τη βουτάνε και πανικόβλητη άρχισε να ουρλιάζει) και είχε προσπαθήσει να πάρει μέρος σ' όλες τις δραστηριότητες της κατασκήνωσης, και είχε ακούσει του κόσμου τις κοροϊδίες για τη θρησκόληπτη Κάρυ, και είχε
γυρίσει σπίτι της με το λεωφορείο μια βδομάδα νωρίτερα με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, κι η Μαμά τη μάζεψε από το σταθμό και βλοσυρά της είπε να θυμάται πάντα το μαρτύριο της σαν απόδειξη ότι η Μαμά ήξερε, ότι η Μαμά είχε δίκιο, ότι η μόνη ελπίδα σωτηρίας βρισκόταν μέσα στον κόκκινο κύκλο. "Διότι η Πύλη είναι στενή", της είπε απειλητικά μέσα στο ταξί, και όταν έφτασαν σπίτι την έκλεισε για έξι ώρες μέσα στην ντουλάπα. Η Μαμά, βέβαια, της είχε απαγορέψει να κάνει ντους με τα άλλα κορίτσια. Η Κάρυ έκρυβε όλα τα αξεσουάρ της στο ντουλάπι των αποδυτηρίων κι έκανε πάντα ντους με τις άλλες, παίρνοντας μέρος γυμνή σε μια τελετή που της προκαλούσε ντροπή και αμηχανία, με την ελπίδα πως ο κύκλος γύρω της θα έσβηνε, έστω και λίγο _ (όμως σήμερα αχ σήμερα) Ο Τόμυ Έρμπτερ, πέντε χρονών, έκανε ποδήλατο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ένα μικροκαμωμένο αγόρι με ζωηρό βλέμμα, πάνω σ' ένα ποδήλατο Σουίν με κόκκινες βοηθητικές ρόδες. Σιγοτραγουδούσε, "Σκούμπυ Ντου, Σκούμπυ Ντου". Μόλις είδε την Κάρυ, το πρόσωπο του έλαμψε και της έβγαλε τη γλώσσα. «Εε, σκατοκάρυ, ασχημομούρα!» Η Κάρυ τον κοίταξε με ξαφνικό θυμό. Το ποδήλατο ταλαντεύτηκε στις βοηθητικές του ρόδες και ξαφνικά αναποδογύρισε. Ο Τόμυ τσίριξε. Το ποδήλατο τον είχε πλακώσει. Η Κάρυ χαμογέλασε και συνέχισε να προχωράει. Οι κραυγές του Τόμυ έφθαναν στα αυτιά της σαν γλυκιά μουσική. Αν μπορούσε μονάχα να το πετυχαίνει αυτό όποτε ήθελε! (μόλις τώρα το πέτυχε) Εφτά σπίτια πριν από το δικό της, έμεινε ακίνητη. Τα μάτια κοίταζαν στο πουθενά. Πίσω της ο Τόμυ σκαρφάλωνε κλαμένος στο ποδήλατο του, τρίβοντας το γρατζουνισμένο του γόνατο. Κάτι της φώναξε αλλά εκείνη τον αγνόησε. Εδώ της είχαν φωνάξει τόσοι και τόσοι εξπέρ του είδους.
26
27
28
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Είχε σκεφτεί: (πέσε από το ποδήλατο σου παλιόπαιδο να σου δώσω μια να πέσεις από το ποδήλατο να σπάσεις το κεφάλι σου) Και, κάτι ακόμα είχε γίνει. Το μυαλό της είχε... είχε... πάσχιζε να βρει τη λέξη. Σαν να είχε λυγίσει. Όχι, δεν ήταν σωστή η λέξη αλλά δεν απείχε και πολύ. Μια περίεργη νοητική ελαστικότητα, σαν αγκώνας που τυλίγεται γύρω από όργανο γυμναστικής. Ούτε κι αυτό, βέβαια, ήταν εντελώς σωστό, αλλά ήταν το μόνο που της ερχόταν στο νου. Ένας αγκώνας χωρίς κόκαλα. Ένας αδύναμος μωρουδίστικος μυς. Σύσπαση. Ξαφνικά έριξε μια άγρια ματιά στο τζάμι της βιτρίνας της κυρίας Γιόρατυ. Σκέφτηκε: (ηλίθια, παλιόγρια σκύλα να σπάσει η βιτρίνα) Τίποτα. Η βιτρίνα της κ. Γιόρατυ εξακολουθούσε να αστράφτει στον πρωινό ήλιο. Η Κάρυ ένιωσε άλλη μια σουβλιά στην κοιλιά και συνέχισε το δρόμο της. Όμως. Η λάμπα. Και το σταχτοδοχείο. Μη ξεχνάς το σταχτοδοχείο. Κοίταξε πίσω (η σκατόγρια δε χωνεύει τη μαμά μου) πάνω από τον ώμο της. Ξανά της φάνηκε πως κάτι λύγισε... ανεπαίσθητα όμως. Η ροή των σκέψεων της φάνηκε να τρεμουλιάζει σαν άξαφνα να ανάβλυσε βαθειά από κάτω τους μια πηγή. Το τζάμι φάνηκε να κυματίζει. Τίποτα περισσότερο. Μπορεί να την ξεγέλασαν τα μάτια της. Μπορεί. Το κεφάλι της άρχισε να το νιώθει βαρύ, στα πρόθυρα του πονοκέφαλου. Τα μάτια της έκαιγαν, σαν να 'χε μόλις διαβάσει την Βίβλο της Αποκάλυψης μια κι έξω. Συνέχισε να περπατά προς το μικρό άσπρο σπίτι με τα μπλε παντζούρια. Μέσα της αναδύονταν τα γνώριμα συναισθήματα αγάπης-μίσους-φόβου. Ένας κισσός είχε σκαρφαλώσει σ' ολόκληρη τη δυτική πλευρά του μπανγκαλόου
ΚΑΡΥ
29
(πάντα μπανγκαλόου το λέγανε, γιατί αν το λέγαν οικία θα μπορούσαν να γίνονται σε βάρος τους πολιτικά λογοπαίγνια*, και η Μαμά έλεγε πως όλοι οι πολιτικοί ήταν απατεώνες και αμαρτωλοί που αργά ή γρήγορα θα παρέδιδαν τη χώρα στους Άθεους Κομμουνιστές, που θα έστηναν στον τοίχο όλους όσους πίστευαν στο Χριστό - ακόμα και τους Καθολικούς), κι ήταν ο κισσός πολύ γραφικός, το ήξερε πως ήταν γραφικός, όμως μερικές φορές τον μισούσε. Μερικές φορές, όπως και τώρα, ο κισσός έμοιαζε με φοβερό γιγάντιο χέρι όλο φλέβες που είχε πεταχτεί μέσα από τη γη για να αρπάξει το σπίτι. Τον πλησίασε σέρνοντας τα πόδια της. Βέβαια, ήταν κι οι πέτρες. Σταμάτησε ξανά, προσπαθώντας αδύναμα να αποδιώξει την ανάμνηση της μέρας εκείνης. Οι πέτρες. Η Μαμά δεν μιλούσε ποτέ για κείνο το γεγονός. Η Κάρυ δεν ήξερε αν η μαμά της θυμόταν καν τη μέρα εκείνη με τις πέτρες. Ήταν εκπληκτικό το ότι η ίδια θυμόταν ακόμα. Ήταν πολύ μικρή τότε. Πόσο να ήταν; Τριών χρονών; Τεσσάρων; Ήταν εκεί εκείνη η κοπέλα με το άσπρο μαγιώ κι ύστερα έπεσαν οι πέτρες. Και πράγματα μες στο σπίτι πετούσαν. Στο σημείο αυτό οι αναμνήσεις ξεκαθάρισαν, έγιναν ολοζώντανες. Λίς και όλον αυτόν τον καιρό παραμόνευαν κάτω από την επιφάνεια περιμένοντας να μπουν κι αυτές στην εφηβεία τους. Περιμένοντας, ίσως, τη σημερινή μέρα.
Από το Κάρυ: Η Μαύρη Αυγή της Τηλεκίνησης. (Περιοδικό Εsquire, 2 Σεπτεμβρίου 1980). Του Τζακ Γκέιβερ: Η Εστέλ Χόραν ζει δώδεκα χρόνια στο Πέρις, το όμορφο προάστιο του Σαν Ντιέγκο κι η εξωτερική εμφάνιση της *(σ.τ.μ.:)The White House: Ο Λευκός Οίκος
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
είναι τυπικά καλιφορνέζικη: ζωηρόχρωμο, ριχτό φόρεμα και κεχριμπαρένια γυαλιά ηλίου, μαλλί ξανθό με σκουρόχρωμες ανταύγειες. Οδηγεί ένα μαρόν Φολκσβάγκεν φόρμουλα μ' ένα αυτοκόλλητο χαμόγελο στο καπάκι της βενζίνης, κι ένα ακόμη οικολογικό αυτοκόλλητο στο πίσω τζάμι. Ο άντρας της είναι διευθυντικό στέλεχος στο υποκατάστημα της Τράπεζας της Αμερικής του Πέρις. Ο γιος κι η κόρη της είναι μέλη του Συλλόγου "Ήλιος και Διασκέδαση" της Νότιας Καλιφόρνια· δυο πλάσματα ηλιοψημένα, που τον περισσότερο χρόνο τους τον περνούν στην ακρογιαλιά. Στη μικρή, όμορφη αυλή τους πίσω από το σπίτι ζει ένας χιμπατζής, και το κουδούνι της εξώπορτας παίζει το ρεφραίν του τραγουδιού "Ηey Jude ". Η κυρία Χόραν, όμως, διατηρεί κάπου βαθιά μέσα της τη λεπτή ιδιοσυγκρασία της πατρίδας της, της Νέας Αγγλίας, και έτσι όταν μιλάει για την Κάρυ Χουάιτ, το πρόσωπο της παίρνει την αλλόκοτη και ανήσυχη εκείνη έκφραση που ταιριάζει περισσότερο στον κόσμο του Λάβκραφτ από το Άρκχαμ, παρά σε κείνον του Κέρουακ της Νότιας Καλιφόρνια. «Ήτανε, βέβαια, παράξενη», μου λέει η Εστέλ Χόραν, ανάβοντας το δεύτερο τσιγάρο της προτού καλά καλά σβήσει το πρώτο. «Όλη η οικογένεια ήτανε παράξενη. Ο Ράλφ ήταν οικοδόμος κι ο κόσμος έλεγε πως κουβαλούσε πάντα στη δουλειά του μια Βίβλο κι ένα τριανταοχτάρι περίστροφο. Τη Βίβλο την είχε για το διάλειμμα και για το μεσημεριανό. Το όπλο για την περίπτωση που θα συναντούσε τον Αντίχριστο επί το έργον. Τη Βίβλο τη θυμάμαι κι εγώ. Το όπλο... ποιος ξέρει; Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με σκούρο δέρμα και τα μαλλιά του πάντα κουρεμένα κοντά σαν βούρτσα. Φαινόταν κακός. Ήτανε πάντα σκυθρωπός και δε σε κοίταζε ποτέ κατάματα. Τα μάτια του γυάλιζαν. Όταν τον έβλεπες να έρχεται, άλλαζες πεζοδρόμιο και ποτέ δεν του έβγαζες τη γλώσσα πίσω από την πλάτη του. Ποτέ. Τόσο πολύ σε φόβιζε!»
Σταμάτησε και φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου της προς το ταβάνι - μια ψευδοροφή σε απομίμηση κόκκινου (όλου. Η Εστέλ Χόραν έζησε στην οδό Κάρλιν μέχρι τα είκoσί της χρόνια, και καθημερινά έπαιρνε λεωφορείο για να πηγαίνει στο Μότον όπου σπούδαζε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Κολλέγιο Λιούιν. Ωστόσο, το επεισόδιο με τις πέτρες το θυμάται καλά. «Μερικές φορές», λέει, «αναρωτιέμαι μήπως ήμουν εγώ η| αιτία. Η πίσω αυλή τους ήτανε πλάι στη δική μας και η Κυρία Γουάιτ είχε φτιάξει έναν φράχτη από θάμνους που ακόμη όμως δεν είχανε ψηλώσει αρκετά. Εκατό φορές είχε διαμαρτυρηθεί στη μάνα μου για την "επίδειξη" που έκανα στην αυλή μας. Το μαγιώ μου, βέβαια, ήτανε πολύ σεμνό για τα σημερινά δεδομένα. Ένα ολόσωμο μαγιώ ήταν. Η Κυρία Γουάιτ μουρμούριζε συνέχεια πως ήμουνα πραγματικό σκάνδαλο για το "μωρό" της. Η μητέρα μου... έε, προσπαθεί πάντα να είναι ευγενική αλλά είναι και πολύ οξύθυμη. Δεν ξέρω τι ακριβώς της είπε η Μάργκαρετ Γουάιτ και έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Φαντάζομαι πως θα με είπε Πόρνη της Βαβυλώνας, κι η μάνα μου της είπε πως η αυλή ήτανε δική μας και πως αν θέλαμε μπορούσαμε να χορεύουμε ακόμα και τσίτσιδες το χορό της κοιλιάς. Την είπε, επίσης, βρωμιάρα, και πως το κεφάλι της ήταν γεμάτο σκουλήκια. Είπανε κι άλλες κουβέντες αλλά αυτές ήταν οι πιο βαριές. "Θέλησα τότε να σταματήσω την ηλιοθεραπεία. Δεν μ' αρέσουν οι φασαρίες. Μου ανακατώνουν το στομάχι. Η μητέρα μου, όμως, όταν της μπει κάτι στο μυαλό, είναι φοβερή. Μου αγόρασε ένα άσπρο μικροσκοπικό μπικίνι. Μου είπε πως έτσι θα έβλεπε όλο το σώμα μου ο ήλιος. "Στο κάτω-κάτω", μου είπε, "η αυλή είναι δική μας!"». Η Εστέλ Χόραν χαμογελά καθώς τα θυμάται, και σβήνει το τσιγάρο της. «Προσπάθησα να φέρω αντίρρηση, να της πω πως δεν ήθελα άλλες φασαρίες, πως δεν είχα καμιά όρεξη να γίνω
30
31
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
πιόνι στον πόλεμο τους. Μάταιος κόπος. Τη μάνα μου, όταν την τσιμπούσε η μύγα, δεν τη σταματούσε κανείς. Δεν ήταν όμως, μόνο αυτό. Η αλήθεια είναι ότι τους φοβόμουν τους Γουάιτ. Δεν είναι να παίζει κανείς με τους θρησκόληπτους. Ο Ραλφ Γουάιτ, βέβαια, είχε πεθάνει, αλλά αν η Μάργκαρετ είχε φυλάξει το όπλο του; Κι έτσι ένα Σάββατο απόγευμα, ήμουνα ξαπλωμένη σε μια κουβέρτα, πασαλειμμένη με αντηλιακό, και άκουγα τα Τοπ Φόρτυ από το ραδιόφωνο. Η μάνα μου τη μισούσε εκείνη τη μουσική και κάθε φορά που την έβαζα, μου φώναζε να χαμηλώσω το ραδιόφωνο πριν την πιάσουνε τα νεύρα της. Εκείνη όμως τη μέρα πήγε και το άνοιξε δυο φορές μόνη της. Είχα αρχίσει πραγματικά να νιώθω σαν Πόρνη της Βαβυλώνας. »Κανείς, όμως, δε βγήκε στην αυλή των Γουάιτ. Ούτε η μάνα για να απλώσει την μπουγάδα της. Άλλο πάλι κι αυτό· ποτέ δεν άπλωνε τα εσώρουχα τους έξω στην αυλή. Ούτε καν της Κάρυ όταν ήταν τριών χρονών. Πάντα μέσα στο σπίτι. »Είχα αρχίσει να χαλαρώνω. Μάλλον θα υπέθεσα πως η Μάργκαρετ θα είχε πάει την Κάρυ στο πάρκο για να προσευχηθεί στο ύπαιθρο ή κάτι τέτοιο. Κι έτσι, ύστερα από λίγη ώρα γύρισα ανάσκελα, σκέπασα τα μάτια μου με το χέρι μου κι αποκοιμήθηκα. »Όταν ξύπνησα, η Κάρυ στεκότανε πλάι μου και κοίταζε το σώμα μου.» Η Εστέλ Χόραν σταματάει να μιλάει και συνοφρυώνεται, κοιτώντας το κενό. Απ' έξω ακούγεται ο θόρυβος των αυτοκινήτων που περνούν ασταμάτητα. Ακούω το σταθερό σιγανό βόμβο του μαγνητοφώνου μου. Όλα, όμως, μου μοιάζουν κάπως εύθραυστα, κάπως φτιαχτά, μια ψεύτικη πατίνα που σκεπάζει ένα κόσμο σκοτεινό, έναν κόσμο όπου οι εφιάλτες γίνονται πραγματικότητα. «Κι ήταν τόσο χαριτωμένο κορίτσι», καταλήγει η Εστέλ Χόραν, ανάβοντας άλλο ένα τσιγάρο. «Έχω δει μερικές
φωτογραφίες της από το γυμνάσιο, κι εκείνη τη φοβερή ασπρόμαυρη φωτογραφία της στο εξώφυλλο του Νιουσγουηκ. Τις κοιτάω και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι, "Θεέ μου, πώς έγινε έτσι; Τι της έκανε εκείνη η γυναίκα; Ύστερα με πιάνει αηδία και λύπη. Ήταν τόσο χαριτωμένη! Είχε ένα ροδαλό προσωπάκι με φωτεινά καστανά μάτια, Και τα μαλλιά της είχαν εκείνη την ξανθή απόχρωση που ξέρεις ότι αργότερα θα σκουρήνει. Ήταν γλυκιά, αυτή είναι η λέξη που της ταίριαζε. Γλυκιά, και έξυπνη και αθώα. Τότε τουλάχιστον δεν την είχε αγγίξει η αρρώστια της μάνας της. »Έκανα να σηκωθώ και προσπάθησα να χαμογελάσω. Δεν ήξερα τί να κάνω. Είχα ζαβλακωθεί κι από τον ήλιο και το μυαλό μου δεν έπαιρνε στροφές. Της είπα “Γειά σου". Φορούσε ένα κίτρινο φουστάνι, όμορφο αλλά φοβερά μακρύ για ένα μικρό κοριτσάκι και μάλιστα τέτοια εποχή. Έφτανε σχεδόν στους αστραγάλους της. Δεν μου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Έδειξε με το δάχτυλο και ρώτησε "Τι είναι αυτά;" Κοίταξα χαμηλά και είδα πως το σουτιέν του μαγιώ είχε γλυστρήσει την ώρα που κοιμόμουν. Το έβαλα στη θέση του και της είπα: "Αυτά είναι τα στήθη μου, Κάρυ". Τότε εκείνη, με ύφος σοβαρό, είπε: "Θα ήθελα να είχα κι εγώ μερικά". Της είπα: "Πρέπει να περιμένεις, Κάρυ. Να περάσουνε τουλάχιστον... οχτώ μ' εννιά χρόνια και μετά θα 'χεις και συ". "Όχι, δε θα 'χω", μου λέει. "Η μαμά λέει πως τα καλά κορίτσια δεν έχουν". Η έκφραση της ήταν πολύ παράξενη για παιδί της ηλικίας της. Είχε ένα ύφος θλιμμένο και ενάρετο συνάμα. »Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Της είπα το πρώτο πράγμα που μου 'ρθε στο μυαλό: "Μα εγώ είμαι καλό κορίτσι. Κι η μαμά σου δεν έχει στήθος;" «Χαμήλωσε τα μάτια της και κάτι μουρμούρισε, πολύ σιγανά. Όταν της ζήτησα να το επαναλάβει, με κοίταξε προκλητικά και μου είπε πως η μαμά της ήταν κακιά όταν τη γέννησε και γι' αυτό είχε στήθη. Τα 'λεγε βρωμομαξιλα-
32
33
34
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
ράκια- έτσι ακριβώς, σα να ήτανε μία λέξη. »Είχα μείνει άφωνη. Δεν μπορούσα ούτε να σκεφτώ, ούτε να πω τίποτα. Κοιτούσαμε η μια την άλλη και το μόνο που ήθελα ήταν ν' αρπάξω αυτό το θλιμμένο κοριτσάκι και να φύγω μαζί του τρέχοντας. »Τότε βγήκε η Μάργκαρετ Γουάιτ στην πίσω πόρτα και μας είδε. »Για λίγη ώρα έμεινε με γουρλωμένα τα μάτια, σαν να μη μπορούσε να το πιστέψει. Ύστερα άνοιξε το στόμα της και έβγαλε μια φωνή. Ήταν ο πιο άσχημος ήχος που έχω ακούσει στη ζωή μου. Σα φωνή κροκόδειλου. Οργή. Φοβερή, παράλογη οργή. Το πρόσωπο της έγινε κατακόκκινο σαν πυροσβεστήρας, σήκωσε τις γροθιές της και έσκουξε προς τον ουρανό. Έτρεμε ολόκληρη. Σκέφτηκα πως θα πάθαινε αποπληξία. Το πρόσωπο της είχε παραμορφωθεί κι έμοιαζε με τέρας. »Νόμιζα πως η Κάρυ θα λιποθυμούσε -ή πως θα πέθαινε επί τόπου. Της είχε κοπεί η ανάσα κι είχε γίνει κάτασπρη. »Η μάνα της ούρλιαζε: "ΚΑΑΑΑΑΡΥΥΥΥΥΥ!" »Εγώ πετάχτηκα πάνω και της φώναξα: "Μην της φωνάζετε έτσι! Ντροπή σας!" Κάποια τέτοια βλακεία. Δε θυμάμαι. Η Κάρυ άρχισε να προχωράει προς το μέρος της, σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε να προχωρεί. Πριν όμως περάσει από την αυλή μας στη δική τους, γύρισε και με κοίταξε. Είχε μια έκφραση... αχ, φοβερή. Δεν μπορώ να την περιγράψω. Ήταν γεμάτη λαχτάρα, μίσος, φόβο... και δυστυχία. Τριών χρονών παιδί κι έμοιαζε λες κι η ζωή την είχε λιθοβολήσει. »Η μητέρα μου βγήκε έξω στην πίσω πόρτα και μόλις είδε το παιδί έκανε ένα μορφασμό. Κι η Μάργκαρετ... συνέχιζε να ουρλιάζει και να λέει για βρωμογυναίκες, για πόρνες και για τους πατεράδες που τις επισκέπτονταν και που οι αμαρτίες τους κρατούν εφτά γενιές. Η γλώσσα μου είχε ξεραθεί τελείως. Για ένα δευτερόλεπτο, η Κάρυ στάθηκε α-
νάμεσα στις δυο αυλές σαν να αμφιταλαντευότανε. Τότε η Μάργκαρετ Γουάιτ κοίταξε προς τα πάνω και, μα το Χριστό, γαύγισε προς τον ουρανό. Και ύστερα άρχισε να... αυτοτραυματίζεται, να βασανίζεται. Γρατζούνισε με τα νύχια της το λαιμό της και τα μαγουλά της, αφήνοντας κόκκινα σημάδια. Έσχισε το φόρεμα της. »Η Κάρυ τσίριξε, "Μαμά" κι έτρεξε προς το μέρος της. Η κυρία Γουάιτ... κόαξε σα βάτραχος κι άνοιξε διάπλατα τα χέρια της. Νόμιζα πως θα τη χτυπούσε και φώναξα. Η γυναίκα χαμογελούσε. Χαμογελούσε και της τρέχαν τα σάλια στο πηγούνι. Μου 'ρθε αναγούλα. Πραγματικά, αναγούλιασα. Μάζεψε τη μικρή και μπήκαν μέσα. Εγώ έκλεισα το ραδιόφωνο μου και την άκουγα. Όχι βέβαια όλα όσα έλεγε, πάντως αρκετά. Εξάλλου δε χρειαζότανε ν' ακούσεις όλα τα λόγια για να καταλάβεις τι γινόταν. Προσευχές, λυγμοί, και στριγγλιές. Τρελά πράγματα. Η Μάργκαρετ να λέει στο παιδί να κλειστεί στην ντουλάπα να προσευχηθεί. Η μικρή να κλαίει, να τσιρίζει ότι το μετάνιωσε και ότι είχε ξεχαστεί. Ύστερα τίποτα. Η μάνα μου κι εγώ κοιταζόμασταν. Ποτέ μου δεν είχα δει τη μητέρα μου σε τόσο άσχημη κατάσταση. Ούτε όταν είχε πεθάνει ο πατέρας μου. "Το παιδί..." είπε μόνο, κι αυτό ήταν όλο. Μπήκαμε μέσα.» Σηκώνεται, πηγαίνει και στέκεται στο παράθυρο με την πλάτη γυρισμένη προς τα μέσα· μια ελκυστική γυναίκα με κίτρινο εξώπλατο. «Ξέρετε, είναι σα να τα ξαναζώ όλ' αυτά», λέει χωρίς να στραφεί προς το μέρος μου. «Τώρα έχω πάλι αναστατωθεί.» Γελά αμήχανα, κρατώντας τους αγκώνες μες στις παλάμες και λικνίζοντας τους απαλά. «Μα ήταν τόσο όμορφη! Αδύνατο να το φανταστεί κανείς βλέποντας αυτές τις φωτογραφίες.» Τ' αυτοκίνητα έξω πηγαινοέρχονται κι εγώ κάθομαι και περιμένω να συνεχίσει. Μου θυμίζει αθλητή του άλματος εις ύψος που κοιτάζει τη μπάρα κι αναρωτιέται μήπως είναι τοποθετημένη πολύ ψηλά. «Η μητέρα μου έφτιαξε δυνατό, σκωτσέζικο τσάι με γα-
35
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
λα, όπως ακριβώς το συνήθιζε την εποχή που ήμουν αγοροκόριτσο, όταν τύχαινε κάποιος να με σπρώξει και να πέσω μες στις τσουκνίδες ή να πέσω από το ποδήλατο μου. Ήταν απαίσιο αλλά το ήπιαμε καθισμένες στην κουζίνα, η μια απέναντι στην άλλη. Εκείνη φορούσε μια παλιά ρόμπα, που το στρίφωμά της κρεμούσε πίσω κι εγώ το μπικίνι της Πόρνης της Βαβυλώνας. Μου 'ρχόταν να βάλω τα κλάματα, αλλά ένα κλάμα δεν αρκούσε, δεν είμασταν στο σινεμά, όλα ήταν αληθινά. Κάποτε, όταν βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, είδα ένα γέρο μεθυσμένο να κρατά από το χέρι ένα κοριτσάκι με γαλάζιο φόρεμα. Το κοριτσάκι έκλαιγε γοερά κι είχε ματώσει η μύτη του. Ο μεθύστακας είχε βρογχοκήλη κι ο λαιμός του έμοιαζε με χοντρό σωλήνα. Στο κούτελο του είχε ένα κόκκινο καρούμπαλο. Κι ο κόσμος, οι περαστικοί, συνέχιζαν το δρόμο τους γιατί αν κοντοστέκονταν, θα ήταν υποχρεωμένοι να τους κοιτάζουν για περισσότερη ώρα. Ήταν κι αυτό αληθινό, ήταν πραγματικότητα. »Ήθελα να αναφέρω εκείνο το περιστατικό στη μητέρα μου και πάνω που άνοιγα το στόμα μου, συνέβη εκείνο το γεγονός... το γεγονός για το οποίο θέλετε να σας μιλήσω. Ακούστηκε απ' έξω ένας φοβερός κρότος, που έκανε τα ποτήρια στο ντουλάπι να κουδουνίσουν. Ένα τράνταγμα, ένας θόρυβος δυνατός, λες και ρίξαν κανένα σιδερένιο χρηματοκιβώτιο πάνω απ' τη στέγη.» Ανάβει άλλο ένα τσιγάρο και τραβάει βιαστικιές ρουφηξιές. «Πήγα στο παράθυρο», συνεχίζει, «και κοίταξα έξω, αλλά δεν είδα τίποτα. Όμως τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να γυρίσω στη θέση μου, είδα να πέφτει κάτι άλλο. Άστραφτε στον ήλιο. Για μια στιγμή, νόμισα πως ήταν μια μεγάλη γυάλινη σφαίρα. Χτύπησε πάνω στη στέγη των Γουάιτ και κομματιάστηκε. Δεν ήταν γυαλί. Ήταν ένα μεγάλο κομμάτι πάγος. Έκανα να γυρίσω και να το πω στη μητέρα μου και τότε αρχίσανε να πέφτουν πολλά τέτοια κομμάτια. Σα βροχή.
«Έπεφταν πάνω στη στέγη των Γουάιτ, στο γρασίδι της αυλής τους και μπροστά στην πόρτα του υπογείου τους. Η πόρτα ήταν μεταλλική, κι όταν έπεσε πάνω της το πρώτο κομμάτι έκανε ένα φοβερό θόρυβο, σαν καμπάνα εκκλησίας. Η μητέρα μου κι εγώ βάλαμε τις φωνές. Είχαμε αγκαλιάσει η μια την άλλη, σαν κοριτσάκια την ώρα της καταιγίδας. »Μετά από λίγο σταμάτησε το κακό. Από το σπίτι τους δεν ακουγότανε ο παραμικρός θόρυβος. Μόνο το νερό από το λιωμένο πάγο που έσταζε από τα κεραμίδια της στέγης τους. Ένα μεγάλο κομμάτι πάγου είχε σφηνωθεί στη γωνία που σχημάτιζε η στέγη με την καμινάδα τους. Έλαμπε στον ήλιο, τόσο που ένιωσα τα μάτια μου να πονάνε καθώς το κοιτούσα. »Η μητέρα με ρωτούσε αν είχαν σταματήσει να πέφτουν, όταν η Μάργκαρετ Γουάιτ άρχισε να ουρλιάζει. Ήταν χειρότερα απ' ότι πριν, γιατί αυτή τη φορά οι στριγγλιές της φανερώνανε τρόμο. Αμέσως μετά, ακούστηκε σαματάς, διάφοροι κρότοι, σαν να πετούσε στο κοριτσάκι ό,τι πιατικό και κατσαρολικό υπήρχε μες στο σπίτι. Η πίσω πόρτα τους άνοιξε κι έκλεισε με πάταγο. Κανείς όμως δε βγήκε έξω. Κι άλλες στριγγλιές. Η μητέρα μου είπε να τηλεφωνήσω στην αστυνομία αλλά εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ. Είχα μείνει καρφωμένη στη θέση μου. Ο κ. Κερκ και η Βιρτζίνια, η γυναίκα του, βγήκαν στην αυλή τους για να δούνε τι συνέβαινε. Το ίδιο και οι Σμιθ. Μετά από λίγο βγήκαν έξω όλοι όσοι έμεναν στον δρόμο μας, ακόμα και η γριά κυρία Γουώργουηκ, που έμενε στην άλλη άκρη του τετραγώνου, και μάλιστα ήταν κουφή από το ένα αυτί. «Πράγματα αρχίσανε να πέφτουν και να σπάνε. Μπουκάλια, ποτήρια και γω δε ξέρω τι. Και ξαφνικά σπάει ένα παράθυρο κι από μέσα πετάγεται το τραπέζι της κουζίνας. Μάρτυς μου ο Θεός. Ήταν ένα μεγάλο τραπέζι από μαόνι, που σίγουρα ζύγιζε τουλάχιστον εκατό κιλά. Πώς ήταν δυνατόν μια γυναίκα -ακόμα και χειροδύναμη- να πετάξει έ-
36
37
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
ξω τέτοιο πράγμα;» Ρωτώ την Εστέλ Χόραν, αν υπονοεί κάτι, «Σας λέω τι έγινε», επιμένει, δείχνοντας ξαφνικά σαστισμένη. «Δε σας ζητώ να πιστέψετε-» Παίρνει μια ανάσα κι ύστερα συνεχίζει με ύφος ανέκφραστο: «Για πέντε περίπου λεπτά δεν έγινε απολύτως τίποτα. Από τις υδρορροές του σπιτιού τους κυλούσε νερό. Κι ο κήπος τους ήταν γεμάτος πάγους. Έλιωναν γρήγορα.» Γελά κοφτά και σβήνει το τσιγάρο της, "Γιατί όχι; Αύγουστος ήταν.» Πλησιάζει αφηρημένη προς τον καναπέ κι απομακρύνεται πάλι. «Και μετά οι πέτρες. Από τον ουρανό. Σφυρίζανε σα βόμβες. Η μητέρα φώναξε: «Χρίστος και Παναγία!» κι έβαλε τα χέρια της πάνω στο κεφάλι, Εγώ, όμως, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Τα παρακολουθούσα όλα σαν απολιθωμένη. Έτσι κι αλλιώς όμως, δεν κινδυνεύαμε. Όλες πέφτανε στο σπίτι των Γουάιτ. »Μια από τις πέτρες χτύπησε σε μια υδρορροή και την τίναξε πάνω στο γρασίδι. Άλλες τρύπηοαν τη στέγη και πέσανε μες στη σοφίτα. Κάθε χτύπημα πάνω στη στέγη προκαλούσε τρομακτικό κρότο και σήκωνε σύννεφα σκόνης. Οι πέτρες που πέφτανε στο έδαφος έκαναν τη γη να τρέμει κάτω απ' τα πόδια μας. Τα γυαλικά μας κουδούνιζαν, ένα ουαλέζικο μπουφεδάκι που είχαμε έτρεμε, και το φλυτζάνι της μαμάς μου έπεσι κάτω κι έσπασε. Όπου και να 'πεφταν στο γρασίδι, ανοίγανε μεγάλους λάκκους. Ολόκληρους κρατήρες. Αργότερα, η κυρία Γουάιτ φώναξε έναν σκουπιδιάρη να τις μαζέψει από 'κει, χι ο Ί'ζέρυ Σμιθ, που έμενε λίγο πιο πάνω, του έδωσε ένα δολάριο για να τον αφήσει να πάρει ένα κομμάτι από μια πέτρα, Την πήγε για εξέταση στο γεωλογικό ινστιτούτο, και κει την είδαν και του είπαν ότι ήταν συνηθισμένος γρανίτης, »Μια από τις τελευταίες κοτρώνες έπεσε πάνω σ' ένα μικρό τραπεζάκι που είχαν στην αυλή και το ‘κανε κομμά-
τια. »Όμως δε χτυπήθηκε τίποτα, μα τίποτα, έξω από το χώρο των Γουάιτ.» Σταματά να μιλάει και από το παράθυρο όπου στέκεται, γυρίζει και με κοιτάει. Το πρόσωπο της δείχνει φοβερά καταβεβλημένο. Το χέρι της παίζει αφηρημένα με τα μαλλιά της. «Στις τοπικές εφημερίδες δεν γράφτηκαν πολλά πράγματα. Όταν έφτασε ο Μπίλυ Χάρις -ένας ανταποκριτής μιας εφημερίδας στο Τσάμπερλεν- η κυρία Γουάιτ είχε κιόλας επισκευάσει τη στέγη, κι έτσι όταν οι γείτονες του είπαν πως οι πέτρες είχαν τρυπήσει τη σκεπή, νόμιζε πως τον δούλευαν. »Κανείς δε θέλει να το πιστέψει, ακόμα και σήμερα. Εσείς και οι άνθρωποι που θα διαβάσουν αυτά που θα γράψετε, θα προτιμούσαν να προσπεράσουν το γεγονός κάνοντας κάποιο ειρωνικό σχόλιο, θα προτιμούσαν να πιστέψουν ότι είμαι ένα ψώνιο που έχει μείνει για πολλή ώρα στον ήλιο. Ωστόσο, όλα αυτά έγιναν. Ένα σωρό κόσμος βρισκόταν εκεί και τα είδε, και όλα ήταν τόσο αληθινά όσο κι ο μεθυσμένος που έσερνε μαζί του το κοριτσάκι με τη ματωμένη μύτη. Και υπάρχει και κάτι άλλο. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το προσπεράσει κάνοντας χιούμορ. Πεθάνανε πάρα πολλοί άνθρωποι. »Και όχι βέβαια στο σπίτι των Γουάιτ!» Χαμογελάει, αλλά στο χαμόγελο της δεν υπάρχει ίχνος χιούμορ. Λέει: «Ο Ραλφ Γουάιτ ήταν ασφαλισμένος. Όταν πέθανε, η Μάργκαρετ πήρε πολλά λεφτά... διπλή αποζημίωση. Το σπίτι το είχε κι αυτό ασφαλισμένο αλλά η Μάργκαρετ δεν δέχτηκε ούτε δεκάρα από την ασφαλιστική εταιρία για να το επισκευάσει. Γιατί η ζημιά ήταν λέει έργο του Θεού. Ιδεώδης δικαιοσύνη, ε;» Γελά αλλά και πάλι το γέλιο της δεν είναι χαρούμενο...
38
39
41
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Βρέθηκε γραμμένο πολλές φορές στη σελίδα ενός τετραδίου του Γυμνασίου Γιούιν, που ανήκε στην Κάρυ Γουάιτ:
χε εισπράξει για το ατύχημα του πατέρα της, είχαν αρχίσει να σώνονται. Δούλευε από τις εφτάμιση το πρωί ως τις τέσσερεις το απόγευμα. Το πλυντήριο ήταν οίκος αμαρτίας. Η Μαμά της το 'χε πει πολλές φορές. Ο προϊστάμενος, ο κ. Έλτον Μοττ, ήταν άθεος μέχρι το κόκαλο. Η Μαμά έλεγε πως ο Σατανάς είχε κρατημένη για τον Ελτ μια περίοπτη θέση στην Κόλαση -Ελτ τον φωνάζανε στη Γαλάζια Κορδέλα. Μόνη. Άνοιξε τα μάτια της. Στο σαλόνι υπήρχαν δυο καρέκλες με επίπεδες πλάτες. Επίσης ένα τραπεζάκι ραπτομηχανής με μια λάμπα, όπου η Κάρυ τα βράδια έραβε μερικές φορές φουστάνια ενώ η Μαμά έπλεκε δαντελένια πετσετάκια και μιλούσε για τον Ερχομό Του. Ο κούκος κρεμόταν στον απέναντι τοίχο. Υπήρχαν πολλές θρησκευτικές εικόνες στο δωμάτιο, αλλά της Κάρυ της άρεζε περισσότερο εκείνη που ήταν κρεμασμένη πάνω από την καρέκλα της. Έδειχνε το Χριστό να οδηγεί πρόβατα σ' ένα λόφο καταπράσινο κι απαλό που έμοιαζε με το γήπεδο του γκολφ στο Ρίβερσαϊντ. Οι άλλες εικόνες δεν ήταν τόσο γαλήνιες: ο Χριστός έδιωχνε τους εμπόρους από το ναό, ο Μωυσής πετούσε τις πλάκες με τις Εντολές πάνω σ' εκείνους που λάτρευαν το Χρυσό Μοσχάρι, ο άπιστος Θωμάς έβαζε τα χέρια πάνω στις πληγές του Χριστού (ω, τι τρομαχτική γοητεία και πόσους εφιάλτες της είχε προκαλέσει αυτή η εικόνα όταν ήταν μικρή), η κιβωτός του Νώε έπλεε πάνω από τους δύστυχους αμαρτωλούς που πνίγονταν, ο Λωτ κι η οικογένεια του έφευγαν για να γλυτώσουν από τα φλεγόμενα Σόδομα και Γόμορα. Σ' ένα τραπεζάκι υπήρχε μια λάμπα και μια στοίβα φυλλάδια. Το φυλλάδιο που βρισκόταν πάνω πάνω, έδειχνε έναν αμαρτωλό (την ψυχική του κατάσταση πρόδιδε η γεμάτη αγωνία έκφραση του προσώπου του) που πάσχιζε να συρθεί κάτω από μια τεράστια κοτρώνα. Ο τίτλος σάλπιζε: Ούτε ο βράχος θα μπορέσει να τον κρύψει
40
Ενerybody’s guessed/ that baby can’t be blessed/ ‘till she finally sees that she’s like all the rest…*
Η Κάρυ μπήκε στο σπίτι κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Το φως του ήλιου χάθηκε· τώρα απλώνονταν παντού καφετιές σκιές, δροσιά και γαλήνη και μια έντονη μυρωδιά ταλκ. Ο μοναδικός ήχος ήταν το τικ-τακ ινός ρολογιού με κούκο, που βρισκόταν στο σαλόνι. Η Μαμά είχε αποκτήσει τον κούκο με Λαχειοφόρα Κουπόνια. Κάποτε, όταν ήταν στην έκτη τάξη, η Κάρυ θέλησε να ρωτήσει τη Μαμά αν τα Πράσινα Κουπόνια δεν ήταν αμαρτία, αλλά δε βρήκε το κουράγιο. Προχώρησε στο χωλ και κρέμασε το παλτό της μες στη ντουλάπα. Πάνω από τις κρεμάστρες, φωσφόριζε η εικόνα ενός εξαϋλωμένου Χριστού που αιωρούνταν βλοσυρός πάνω από μια οικογένεια καθισμένη στο τραπέζι. Από κάτω ήταν γραμμένη η φράση (κι αυτή με φωτεινά γράμματα): Ο Αόρατος Καλεσμένος. Μπήκε στο σαλόνι και στάθηκε στη μέση του φθαρμένου χαλιού. Έκλεισε τα μάτια της και παρακολούθησε τα μικρά φωτεινά στίγματα με φόντο το σκοτάδι. Ο πονοκέφαλος σφυροκοπούσε τους κροτάφους της. Μόνη. Η Μαμά δούλευε στο σιδερωτήριο του πλυντηρίου Γαλάζια Κορδέλα στο Κέντρο του Τσάμπερλεν. Έπιασε δουλειά εκεί την εποχή που η Κάρυ ήταν πέντε χρονών, γιατί τα λεφτά της αποζημίωσης και η ασφάλεια που εί*(σ.τ.μ.:) Στίχοι τραγουδιού του Μπομπ Ντύλαν: Όλοι το 'χονν μαντέψει/ πως αυτό το μωρό δεν θ' αποκτήσει χαρίσματα/ ώσπου να καταλάβει τελικά ότι είναι σαν όλους τους άλλους...
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
42
ΟΤΑΝ ΕΛΘΕΙ Η ΗΜΕΡΑ ΕΚΕΙΝΗ!
Στο δωμάτιο, όμως, δέσποζε ένας τεράστιος γύψινος σταυρός, τέσσερα πόδια ψηλός, κρεμασμένος στον τοίχο που βρισκόταν στο βάθος. Η Μαμά τον είχε παραγγείλει ταχυδρομικώς από το Σαιντ Λιούις. Ο Χριστός που ήταν καρφωμένος πάνω του, έμοιαζε παγωμένος σι μια γκροτέσκα στάση, με το στόμα ανοιχτό σε μια έκφραση πόνου, σα να βογγούσε. Το ακάνθινο στεφάνι τον είχε ματώσει και κόκκινα ρυάκια κατηφόριζαν στους κροτάφους και στο μέτωπο του. Τα μάτια του, στραμμένα προς τα πάνω, είχαν μία επίπλαστη έκφραση αγωνίας, μεσαιωνικού στυλ. Τα χέρια του ήταν κι αυτά ματωμένα και τα πόδια του ήταν καρφωμένα σε μια γύψινη βάση. Λυτό το σώμα είχε προκαλέσει αμέτρητους εφιάλτες στην Κάρυ· έβλεπε τον Χριστό ακρωτηριασμένο να την κυνηγά σε ονειρικούς διαδρόμους, κρατώντας σφυρί και καρφιά και ικετεύοντας την να φορτωθεί τον σταυρό της και να Τον ακολουθήσει. Τώρα τελευταία αυτά τα όνειρα είχαν εξελιχτεί σε κάτι λιγότερο κατανοητό αλλά πολύ πιο δυσοίωνο. Το αντικείμενο τους φαινόταν να μην είναι πια ο φόνος αλλά κάτι ακόμα πιο τρομερό. Μόνη.
Οι πόνοι στα πόδια, στην κοιλιά και στ' απόκρυφα της είχαν κάπως υποχωρήσει. Τώρα πια δεν πίστευε πως θα πέθαινε από την αιμορραγία. Η σωστή λέξη ήταν εμμηνόρροια· μια έννοια που ξαφνικά της φάνηκε απόλυτα λογική και αναπόφευκτη. Ήταν Η Περίοδος του Μήνα. Άφησε να της ξεφύγει ένα παράξενο, φοβισμένο γέλιο μέσα στη βαριά ησυχία του σαλονιού. Όλο το πράγμα της θύμιζε τηλεοπτικό κουίζ. Κερδίστε και σεις ένα ταξίδι στις Βερμούδες στις Μέρες του Μήνα, με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Όπως η ανάμνηση από τις πέτρες που έπε σαν, έτσι και η επίγνωση της περιόδου ανέκαθεν βρισκόταν καταχωνιασμένη κι αυτή κάπου, εγκλωβισμένη αλλά σε κατάσταση αναμονής.
ΚΑΡΥ
43
Με βήματα βαριά ανέβηκε τις σκάλες για πάνω. Το μπάνιο είχε ξύλινο πάτωμα, που από το πολύ το τρίψιμο είχε σχεδόν ξασπρίσει (η Καθαριότητα πάει χέρι-χέρι με την Ευσέβεια) και μια μπανιέρα με πόδια λιονταριού. Το σιφόν ήταν σκουριασμένο. Ντους δεν υπήρχε. Η Μαμά έλεγε πως τα ντους είναι αμαρτία. Η Κάρυ μπήκε μέσα, άνοιξε το ντουλάπι με τις πετσέτες κι άρχισε να ψάχνει αποφασιστικά αλλά με προσοχή ώστε να μην τις ανακατέψει. Της Μαμάς δεν της ξέφευγε τίποτα. Το γαλάζιο κουτί βρισκόταν στο βάθος, πίσω από τις παλιές πετσέτες που είχαν περιπέσει σε αχρηστία. Στη μια πλευρά του κουτιού υπήρχε η σιλουέτα μιας γυναίκας με μακρύ φουστάνι. Πήρε μια από τις σερβιέτες και την κοίταξε με περιέργεια. Κάποτε σε ανοιχτό χώρο, στη γωνιά ενός δρόμου, είχε χρησιμοποιήσει μία να καθαρίσει τα χείλη της από το κραγιόν που είχε κρύψει στην τσάντα της. Θυμόταν τώρα (ή νόμιζε πως θυμόταν) τα ερωτηματικά, σοκαρισμένα βλέμματα των περαστικών. Το πρόσωπο της φούντωσε. Και κείνες όταν την κορόιδευαν, κάτι τέτοιο της είχαν πει. Άσπρισε από το θυμό. Πήγε στη μικροσκοπική κρεβατοκάμαρα της. Εδώ υπήρχαν ακόμα περισσότερες θρησκευτικές εικόνες, μόνο που τα πρόβατα πλειοψηφούσαν ενώ οι σκηνές οργής ήταν αισθητά λιγότερες. Πάνω από το ντουλάπι της είχε καρφιτσωμένη μια σημαιούλα του Γιούιν, ενώ πάνω στο ίδιο το ντουλάπι υπήρχε μια Βίβλος κι ένας φωσφορούχος πλαστικός Χριστός. Γδύθηκε -πρώτα τη μπλούζα της, ύστερα την μισητή φούστα που της έφτανε ως τα γόνατα, το σλιπ της, το μεσοφόρι, τις καλτσοδέτες, τις κάλτσες της. Έριξε ένα αξιοθρήνητο βλέμμα στο σωρό με τα βαριά ρούχα. Στη βιβλιοθήκη του σχολείου υπήρχαν ένα σωρό παλιά τεύχη του περιοδικού Seventeen, και συχνά τα ξεφύλλιζε, φορώντας στο πρόσωπο μια ηλίθια έκφραση προσποιητής αδιαφορίας. Τα φωτομοντέλα έμοιαζαν τόσο άνετα και ξένοιαστα με
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
τις κοντές τσαχπίνικες φούστες, τα σορτσάκια και τα σουρωτά εσώρουχα με τα διάφορα σχέδια. Βέβαια η λέξη ξένοιαστος ήταν μια από τις αγαπημένες λέξεις της Μαμάς όταν ήθελε να περιγράψει αυτούς. Ένα τέτοιο ντύσιμο θα την έκανε ακόμα πιο συνεσταλμένη, το ήξερε αυτό. Μισόγυμνη, διεφθαρμένη, κηλιδωμένη από την αμαρτία της επίδειξης, με το αεράκι να ασελγεί πάνω στα πόδια της, διεγείροντας ανομολόγητους πόθους. Και ήξερε καλά πως οι Αλλοι θα καταλάβαιναν το πώς θα ένιωθε ντυμένη διαφορετικά. Όλα τα καταλάβαιναν. Πάλι θα βρίσκαν τρόπο να την προσβάλουν, να της δώσουν μια σπρωξιά, να την ξαποστείλουν στη σφαίρα του γελοίου. Τέτοιοι ήταν. Εκείνη, όμως, μπορούσε, το ήξερε πως μπορούσε να
στητά κι απαλά. Οι θηλές είχαν ένα χρώμα ανοιχτό καφέ. Τις χάιδεψε με τα χέρια της κι ένιωσε να τη διαπερνά μια ανατριχίλα. Ω, ήταν δαιμονικό, κακό. Η Μαμά της είχε πει, πως υπήρχε Κάτι. Αυτό το Κάτι ήταν επικίνδυνο, προαιώνιο, ανείπωτα κακό. Μπορούσε να σε κάνει να νιώσεις αδύναμη. Πρόσεχε, έλεγε η μαμά. Έρχεται τη νύχτα. Θα σε κάνει να σκέφτεσαι τις βρωμιές που γίνονται στα πάρκινγκ και στα χορευτικά κέντρα. Παρ' όλο, όμως, που τώρα ήταν εννιά και είκοσι το πρωί, σκέφτηκε η Κάρυ, αυτό το Κάτι ήρθε να τη βρει. Χάιδεψε πάλι τα στήθη της (βρωμομαξιλαρακια) και το δέρμα τους ήταν παγωμένο αλλά οι ρώγες ζεστές και σκληρές. Τσίμπησε τη μια ρώγα της κι ένιωσε να παραλύει, να διαλύεται. Ναι, αυτό ήταν το Κάτι. Η κιλότα της ήταν λεκιασμένη με αίμα. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να κλάψει, να φωνάξει, να ξεριζώσει μέσα από το κορμί της αυτό το Κάτι, να το συντρίψει, να το λιώσει, να το σκοτώσει. Η σερβιέτα που της είχε βάλει η δεσποινίς Ντέζαρντιν είχε τα χάλια της και την άλλαξε προσεκτικά, ενώ σκεφτόταν πόσο κακιά ήταν, και η ίδια και οι άλλοι, πόσο μισούσε κι εκείνους και τον εαυτό της. Μόνο η Μαμά ήταν καλή. Η Μαμά είχε πολεμήσει το Μαύρο Άνθρωπο και τον είχε νικήσει. Η Κάρυ το είχε δει αυτό σ' ένα όνειρο. Η Μαμά τον είχε πετάξει έξω από την πόρτα με το σκουπόξυλο κι ο Μαύρος Άνθρωπος είχε ορμήσει στην οδό Κάρλιν μέσα στη νύχτα, ενώ οι οπλές του, δίχηλες σαν του τράγου, έβγαζαν σπίθες καθώς χτυπούσαν στο πεζοδρόμιο. Η Μαμά της είχε ξεριζώσει από μέσα της αυτό το Κάτι και ήταν αγνή. Η Κάρυ τη μίσησε. Είδε το πρόσωπο της στον καθρέφτη που ήταν κρεμασμένος πίσω από την πόρτα της. Ήταν ένας μικρός καθρέφτης με πράσινη πλαστική κορνίζα κατάλληλος μόνο για να χτενίζεται.
44
(τι)
η θέση της να είναι διαφορετική. Ήταν παχιά στη μέση, γιατί μερικές φορές ένιωθε τόσο δυστυχισμένη, τόσο άδεια, τόσο βαριεστημένη, που ο μόνος τρόπος για να γεμίσει αυτό το φοβερό κενό, ήταν να τρώει, να τρώει, να τρώει -αλλά δεν ήταν και τόσο χοντρή. Η χημεία του σώματος της δεν θα της επέτρεπε να πάρει περισσότερο βάρος. Και πίστευε πως τα πόδια της ήταν πραγματικά όμορφα, όμορφα όσο και της Σου Σνελ ή της Βίκυ Χάνσκομ. Θα μπορούσε να (τι αχ τι αχ τι) να κόψει τις σοκολάτες κι θα της φεύγαν τα σπυριά. Πάντα έφευγαν. Θα μπορούσε να φτιάξει τα μαλλιά της. Ν' αγοράσει ψιλές κάλτσες, γαλάζια και πράσινα στενά παντελόνια. Να φτιάξει φουστίτσες και φορέματα από τα πατρόν που υπήρχαν στα περιοδικά. Τι κόστιζαν; Όσο το εισιτήριο του λεωφορείου, του τρένου. Θα μπορούσε να είναι, θα μπορούσε να είναι, θα μπορούσε να είναι _ Ζωντανή Ξεκούμπωσε το χοντρό βαμβακερό σουτιέν της και το άφησε να πέσει. Τα στήθη της ήταν άσπρα σαν το γάλα,
45
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Το μισούσε το πρόσωπο της. Το ηλίθιο, ανέκφραστο, βλακώδες πρόσωπο της, τα άτονα μάτια, τα σπυριά που γυαλίζανε, τα μαύρα μπιμπίκια. Μισούσε τη φάτσα της περισσότερο απ' ο,τιδήποτε άλλο. Ξαφνικά το είδωλό της διαλύθηκε με κρότο, κι ο καθρέφτης έπεσε στο πάτωμα και κομματιάστηκε μπροστά στα πόδια της. Πάνω στην πόρτα μόνο η στρόγγυλη πλαστική κορνίζα έμεινε την κοιτάζει σαν τυφλωμένο μάτι.
κατεβασμένα ακόμα στους αστραγάλους του -μια εικόνα κωμική μα και παράξενα τρυφερή συνάμα) της είχε ζητήσει να πάνε μαζί για μπόουλινγκ. Αυτό, βέβαια, ήταν και για τους δυο μια ανομολόγητη πρόφαση. Κι οι δυο, απ' την αρχή ακόμη, είχαν κατά νου το σεξ. Η Σου έβγαινε με τον Τόμυ σταθερά από τον Οκτώβριο (τώρα ήταν Μάιος) αλλά εραστές είχαν γίνει μόλις δύο βδομάδες πριν. Εφτά φορές, υπολόγισε η Σου. Απόψε ήταν η έβδομη φορά. Δεν είχε δει, βέβαια, πυροτεχνήματα ούτε είχε ακούσει μελωδίες, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα είχαν πάει κάπως καλύτερα. Την πρώτη φορά είχε πονέσει φοβερά. Οι φίλες της, η Έλεν Σάιρς και η Τζην Γκωλτ, το είχανε κάνει, και την είχαν βεβαιώσει και οι δυο τους πως ο πόνος κρατάει μόνο ένα λεπτό -σαν μια ένεση πενικιλίνης- και πως ύστερα όλα είναι ρόδινα. Η Σου όμως, την πρώτη φορά είχε νιώσει σαν να την ανοίγανε με τη λαβή μιας τσάπας. Ο Τόμυ αργότερα της είχε ομολογήσει χαμογελώντας, πως κοντά στ' άλλα είχε βάλει στραβά το προφυλακτικό. Απόψε ήταν η δεύτερη φορά που ένιωσε μια κάποια ηδονή, που όμως δεν κράτησε πολύ. Ο Τόμυ είχε κρατηθεί όσο μπορούσε περισσότερο αλλά ύστερα... όλα τέλειωσαν. Για τόσο λίγο δεν φαινόταν να αξίζει τον κόπο τόση ταλαιπωρία. Μετά τον έρωτα ένιωθε πεσμένη και μελαγχολική και οι σκέψεις της στραφήκανε στην Κάρυ. Ένιωσε να την πλημμυρίζει ένα κύμα ενοχών και καθώς όλες οι συναισθηματικές της άμυνες είχαν ατονίσει, όταν ο Τόμυ έπαψε να κοιτάζει προς το λόφο Μπρίκγυαρντ και στράφηκε προς το μέρος της, την είδε να κλαίει. «Έ», είπε ξαφνιασμένος. «Έλα τώρα.» Την αγκάλιασε αδέξια. «Δεν έχω τίποτα», του είπε εξακολουθώντας να κλαίει. «Δε φταις εσύ. Σήμερα έκανα κάτι άσκημο. Αυτό σκεφτόμουν.» «Τι;» Της χάιδεψε απαλά το λαιμό. Του αφηγήθηκε το πρωινό επεισόδιο, μη μπορώντας κι ίδια να πιστέψει το ρόλο που είχε παίξει σ' αυτό.
46
Από το Λεξικό Ψυχικών Φαινομένων του Ότζιλβυ:
Η τηλεκινησία είναι η ικανότητα να κινεί κάποιος αντικείμενα ή να τους αλλάζει θέση μόνο με τη δύναμη του μυαλού. Το φαινόμενο αυτό συχνά έχει παρατηρηθεί σε στιγμές μεγάλης κρίσης ή υπερέντασης, όπως, παραδείγματος χάρη, σε περιπτώσεις όπου αυτοκίνητα ή ίριίπια γκρεμισμένων κτιρίων έχουν μετακινηθεί πάνω από παγιδευμένα ανθρώπινα σώματα. Το φαινόμενο αυτό πολλοί το συγχέουν με την ύπαρξη των πόλτεργκαιστ, που πιστεύεται πως είναι πνεύματα με "παιχνιδιάρικη" διάθεση. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί πως τα πόλτεργκαιστ είναι αστρικά όντα αμφιβόλου υποστάσεως, ενώ η τηλεκίνηση είναι μια επιβεβαιωμένη λειτουργία του μυαλού, πολύ πιθανά ηλεκτροχημικής φύσεως...
Αφού έκαναν έρωτα, η Σου Σνελ, ξαναφορώντας με αργές κινήσεις τα ρούχα της στο πίσω κάθισμα της Φορντ '63 του Τόμυ Ρος, για άλλη μια φορά συνειδητοποίησε πως το μυαλό της διαρκώς έτρεχε στην Κάρυ Γουάιτ. Ήταν Παρασκευή βράδυ κι ο Τόμυ (που τώρα κοιτούσε σκεφτικός κι αμίλητος το πίσω τζάμι, με τα παντελόνια
47
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Προσπαθούσε να αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια τα πράγματα, κι ήξερε πως ουσιαστικά είχε πάει με τον Τόμυ επειδή ήταν (ερωτευμένη; ξεμυαλισμένη; δεν είχε καμία σημασία, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο) μαζί του και τώρα αυτό που του έλεγε -πως είχε πρωταγωνιστήσει σε μια βρώμικη πράξη που έγινε στ' αποδυτήρια- σίγουρα δεν ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος να κερδίσεις ένα αγόρι. Κι ο Τόμυ ήταν δημοφιλής. Το ίδιο περιζήτητη κι αυτή, ανέκαθεν -κι ήταν φαίνεται γραφτό της να συναντήσει και να ερωτευτεί κάποιον το ίδιο διάσημο. Ήταν σχεδόν σίγουρη, πως θα τους εκλέγανε βασιλιά και βασίλισσα στον Ανοιξιάτικο Χορό του γυμνασίου. Η τελευταία τάξη είχε κιόλας ψηφίσει και τους είχε ανακηρύξει ζευγάρι της χρονιάς. Ήσαν οι δυο τους ένα σταθερό αστέρι στο άστατο στερέωμα των ειδυλλίων του γυμνασίου, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα του σχολείου. Η Σου σκέφτηκε με α-ποστρβφή, πως δεν υπήρχε γυμνάσιο στην Αμερική που να μην είχε κι ένα ζευγάρι σαν αυτούς. Έχοντας αποκτήσει κάτι που πάντα λαχταρούσε -την αίσθηση ότι κάπου ανήκε, ασφάλεια, κοινωνική καταξίωση- συχνά ανακάλυπτε πως η αίσθηση αυτή κουβαλούσε μαζί της και μια αόριστη ανησυχία, σαν σκοτεινή αδερφή. Δεν ήταν όλα όπως τα περίμενε. Ο ζεστός, φωτεινός κύκλος τους περιτριγυριζόταν από σκοτάδια. Η ιδέα, λόγου χάρη, ότι τον είχε αφήσει να την γαμήσει (κι είναι ανάγκη να το λες έτσι ναι αυτή τη φορά ναι) μόνο και μόνο επειδή ήταν Διάσημος. Το ότι έδειχναν ταιριαστοί καθώς περπατούσαν μαζί στο δρόμο ή ότι όταν κοιτούσε τα είδωλα τους στις βιτρίνες σκεφτόταν: Να, ένα γοητευτικό ζευγάρι. Ήταν σίγουρη (η απλώς έλπιζε) πως δεν ήταν τόσο αδύναμη, πως δεν ήταν διατεθειμένη να ικανοποιήσει πειθήνια τις αυτάρεσκες φιλοδοξίες των γονιών της, και τις προσδοκίες των φίλων. Να όμως που
ένα επεισόδιο στ' αποδυτήρια ήταν αρκετό για να την παρασύρει, να την κάνει ένα με τους άλλους, δίνοντας της μια άγρια χαρά. Η λέξη που φοβόταν ήταν η Συμμόρφωση. Αυτή η λέξη της έφερνε στο νου θλιβερές εικόνες: μπικουτί στα μαλλιά, ατελείωτα απογεύματα μπροστά στην σιδερώστρα ή στις σαπουνόπερες της τηλεόρασης, το σύζυγο να τραβάει τα μύρια όσα σε κάποιο ανώνυμο γραφείο· κοσμικές συγκεντρώσεις, κι ύστερα, όταν το εισόδημα θα έφθανε σε πενταψήφιο νούμερο, η αθλητική λέσχη της πόλης· χάπια αμέτρητα σε στρογγυλά κίτρινα κουτιά για να εξασφαλιστεί η διατήρηση της νεανικής σου σιλουέτας πριν να είναι αργά, χάπια για να αποφύγεις την εισβολή των μικρών ξένων που κάνουν τα κακά στο βρακί τους και σκούζουν στις δύο το πρωί· ευπρεπείς και κόσμιες κινητοποιήσεις για την απομάκρυνση των νέγρων από ορισμένες περιοχές, πλάι-πλάι με την Τέρρυ Σμιθ (Μις Άνθος Πατάτας 1975) και τη Βίκυ Τζόουνς (Πρόεδρο της Ένωσης Γυναικών), οπλισμένη με συνθήματα και αιτήματα, και γλυκά, ελαφρώς απελπισμένα χαμόγελα. Η Κάρυ, αυτή η καταραμένη η Κάρυ, ήταν το σφάλμα της. Μέχρι σήμερα ίσως δεν είχε ακούσει παρά μόνο κάποια μακρινά βήματα στο σκοτάδι που περιτριγύριζε το φωτεινό κύκλο της· απόψε, όμως, καθώς άκουγε τον εαυτό της να διηγείται τη βρωμερή και τιποτένια ιστορία της, είδε τις πραγματικές μορφές, τα κίτρινα μάτια που έλαμπαν σαν προβολείς στο σκοτάδι. Είχε κιόλας αγοράσει την τουαλέτα που θα φορούσε στο χορό. Ήταν γαλάζια. Ήταν όμορφη. «Έχεις δίκιο», της είπε ο Τόμυ, όταν τελείωσε. «Όλα αυτά είναι άσχημα. Δε μπορώ να σε φανταστώ...» Το πρόσωπο του ήταν σκυθρωπό κι η Σου ένιωσε έναν ψυχρό τρόμο. Τότε της χαμογέλασε -είχε ένα κεφάτο χαμόγελο- και τα σκοτάδια υποχώρησαν. «Κάποτε κλώτσησα ένα παιδί στα πλευρά», συνέχισε ο Τόμυ, «την ώρα που ήταν πεσμένο κάτω. Σου το έχω πει
48
49
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
ποτέ αυτό;» Κούνησε το κεφάλι της. «Ναι.» Έτριψε τη μύτη του σκεφτικά και το μάγουλο του συσπάστηκε μ' ένα μικρό τικ, όπως τότε που της είχε ομολογήσει πως την πρώτη φορά δεν είχι βάλ»ι σωστά το προφυλακτικό. «Το παιδί το λέγαν Ντάνυ Πάτρικ. Μια φορά, όταν ήμασταν στην έκτη τάξη, με είχε σπάσει στο ξύλο. Τον μισούσα, αλλά τον φοβόμουν κιόλας. Του την φυλούσα. Ξέρεις πώς είναι αυτά.» Η Σου δεν ήξερε αλλά κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Τέλος πάντων, έτυχε την άλλη χρονιά να τα βάλει με λάθος άνθρωπο. Τον Πητ Τάμπερ. Ήταν μικροκαμωμένος ο Πητ, αλλά ήταν μπρατσωμένο παιδί. Ο Ντάνυ βρήκε μια αφορμή και του επιτέθηκε. Δεν θυμάμαι, νομίζω για κάτι μπίλιες μαλώσανε, ώσπου ο ΙΙήτερ, που είχε και δίκιο, τον έσπασε στο ξύλο. Αυτό έγινε στο γήπεδο, στο παλιό γυμνάσιο Κέννεντυ. Ο Ντάνυ έπεσε κάτω, χτύπησε το κεφάλι του και λιποθύμησε. Όλοι αρχίσανε να τρέχουν. Νομίζαμε πως είχε πεθάνει. Απομακρύνθηκα κι εγώ, αφού όμως πρώτα του έδωσα μια γερή κλωτσιά στα πλευρά. Αργότερα ένιωσα πολύ άσχημα γι' αυτό που έκανα. Τι λες, θα της ζητήσεις συγνώμη;» Η ερώτηση βρήκε τη Σου απροετοίμαστη και το μόνο που μπόρεσε ήταν να ρωτήσει αδύναμα: «Εσύ του ζήτησες;» «Ε; Όχι βέβαια! Είχα πολύ καλύτερα πράγματα να κάνω, από το να χάνω τον καιρό μου μι τέτοια. Υπάρχει, όμως, μια μεγάλη διαφορά, Σούζυ.» «Τι διαφορά;» «Δεν είμαστε πια στην πρώτη γυμνασίου. Χώρια που εγώ είχα κάποια δικαιολογία, έστω και της πλάκας. Εσένα όμως, αυτό το θλιβερό και ηλίθιο πλάσμα... εσένα τι σου 'κανε;» Η Σου δεν απάντησε γιατί δεν έβρισκε τι να πει. Σ' όλη της τη ζωή δεν είχε ανταλλάξει περισσότερες από εκατό
λέξεις με την Κάρυ και τις τριάντα απ' αυτές τις είχε πει σήμερα. Η Φυσική Αγωγή ήταν το μόνο μάθημα που παρακολουθούσαν μαζί από τότε που είχαν τελειώσει την τρίτη γυμνασίου. Η Κάρυ είχε γραφτεί στον τομέα επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η Σου, φυσικά, ετοιμαζόταν για το κολλέγιο. Ξαφνικά ένιωσε ν' αηδιάζει με τον εαυτό της. Μη μπορώντας να το αντέξει αυτό, τα 'βαλε με κείνον. «Από πότε άρχισες να δίνεις μαθήματα ηθικής; Από τότε που άρχισες να με πηδάς;» Είδε να σβήνει από το πρόσωπο του κάθε καλή διάθεση και αμέσως μετάνιωσε. «Καλύτερα να μην άνοιγα το στόμα μου», είπε εκείνος μαζεύοντας τα παντελόνια του. «Δε φταις εσύ, εγώ φταίω». Του άγγιξε το μπράτσο απαλά. «Ντρέπομαι, κατάλαβες;» «Το ξέρω», της είπε. «Κι εγώ όμως δεν έπρεπε να αρχίσω τις συμβουλές. Δεν τα καταφέρνω σ' αυτά.» «Τόμυ, δε σου τη δίνει ποτέ που είσαι τόσο...ας πούμε, διάσημος;» «Εγώ;» Η ερώτηση φάνηκε να τον εκπλήσσει. «Θες να πεις, που είμαι στην ομάδα και πρόεδρος της τάξης και τα λοιπά;» «Ναι.» «Όχι. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Το γυμνάσιο δεν είναι κανένα σπουδαίο μέρος, μη νομίζεις. Όταν πάει κανείς για πρώτη φορά, το θεωρεί μεγάλη υπόθεση, όταν όμως το έχει τελειώσει δεν το πιστεύει πια, εκτός κι αν έχει πιεί πολλές μπύρες. Βλέπω από τον αδερφό μου και τους φίλους του.» Αυτό δεν την παρηγόρησε. Χειροτέρεψε τους φόβους της. Η νύχτα γινόταν όλο και πιο σκοτεινή έξω από τα θολά παράθυρα του αυτοκινήτου. «Ίσως καταλήξω να δουλεύω στο συνεργείο του πατέρα μου», είπε ο Τόμυ. «Παρασκευή και Σαββάτο βράδυ να πη-
50
51
52
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
γαίνω επίσκεψη στο θείο Μπίλυ ή να κάθομαι στο Κάβαλιερ να πίνω μπύρες και να μιλάω για κείνο το απόγευμα του Σαββάτου, τότε που μου 'ριξε τη μπαλιά ο Σώντερς και νικήσαμε το Ντόρτσεστερ. Να παντρευτώ καμιά γκρινιάρα, να οδηγάω πάντα το μοντέλο της περασμένης χρονιάς, να ψηφίζω Δημοκρατικούς _ » «Όχι», είπε εκείνη, νιώθοντας να πλημμυρίζει το στόμα της ένας σκοτεινός, γλυκός τρόμος. Τον τράβηξε πάνω της. «Αγάπα με. Δεν νιώθω καλά απόψε. Αγάπα με. Αγάπα με.» Κι έτσι της έκανε έρωτα, κι αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά, αυτή τη φορά δεν ήταν στενός ο χώρος μες στο αμάξι και τα τριψίματα του δεν την κούρασαν παρά την έκαναν να νιώθει μια γλύκα που όσο πήγαινε και κορυφωνόταν. Ο Τόμυ χρειάστηκε να σταματήσει δυο φορές, λαχανιασμένος, και να τραβηχτεί, για να μπορέσει να συνεχίσει (ήταν παρθένος πριν από μένα και το παραδέχτηκε και ψέματα να μου έλεγε θα τον πίστευα) μ' όλη του την ορμή κι η ανάσα της έγινε κοφτή, ένα γρήγορο αγκομαχητό κι ύστερα άρχισε να φωνάζει, να του σφίγγει την πλάτη ανίκανη να σταματήσει, μούσκεμα στον ιδρώτα, η άσχημη γεύση είχε χαθεί, κάθε της κύτταρο έμοιαζε να φθάνει σε οργασμό, το κορμί της ήταν πλημμυρισμένο με φως, στο μυαλό της άκουγε μουσική κι έβλεπε πεταλούδες να στριφογυρίζουν. Αργότερα, καθώς γύριζαν σπίτι, ο Τόμυ τη ρώτησε αν ήθελε να πάει στον Ανοιξιάτικο Χορό μαζί του. Εκείνη του απάντησε ναι. Ο Τόμυ τη ρώτησε αν είχε αποφασίσει τί θα έκανε με την Κάρυ. Του είπε πως δεν είχε αποφασίσει. Ο Τόμυ είπε πως δεν είχε καμιά σημασία αλλά εκείνη σκέφτηκε πως είχε. Πως είχε μάλιστα αρχίσει ν' αποκτά σημασία μεγαλύτερη απ' ο,τιδήποτε άλλο.
Από το άρθρο Τηλεκινησία: Ανάλυση και Συμπεράσματα (Επιστημονική Επετηρίς 1981), υπό Ντην Λ. ΜακΓκάφιν:
53
Σήμερα εξακολουθούν, βέβαια, να υπάρχουν επιστήμονες -με προεξάρχοντες, δυστυχώς, τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Ντιούκ- που απορρίπτουν τα τρομακτικά συμπεράσματα που απορρέουν από την περίπτωση της Κάρυ Γουάιτ. Όπως οι Ροδόσταυροι, ή αυτοί που επιμένουν ότι η Γη είναι επίπεδη, ή οι Κόρλυς της Αριζόνα που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη της ατομικής βόμβας, έτσι κι αυτοί οι δύστυχοι προτιμούν να στρουθοκαμηλίζουν αντί να αντιμετωπίσουν τη λογική. Όλοι, βέβαια, γνωρίζουν ότι σε κάθε επιστημονικό συνέδριο επικρατεί αναταραχή, φωνές υψωμένες, οργισμένες επιστολές, καυγάδες. Άλλωστε, η ιδέα της τηλεκινησίας είναι ένα πικρό χάπι που δύσκολα μπορεί η επιστημονική κοινότητα να το καταπιεί, δεδομένου ότι παραπέμπει σε ταινίες τρόμου, πνευματιστικές συγκεντρώσεις και μέντιουμ, σε ιπτάμενα αντικείμενα, χτύπους πάνω σε τραπέζια και τα συναφή· όμως είναι άλλο πράγμα να δείχνει κανείς κατανόηση, κι άλλο να συγχωρεί την επιστημονική ανευθυνότητα. Η έκβαση της υπόθεσης Γουάιτ εγείρει σοβαρά και δύσκολα ζητήματα. Ένας σεισμός έχει συνταράξει τις κατασταλαγμένες απόψεις μας σχετικά με τον τρόπο που δρα κι αντιδρά ο φυσικός κόσμος. Πώς μπορεί κανείς να κατηγορήσει ένα πασίγνωστο φυσικό, όπως είναι ο Τζέραλντ Λούπονετ, ο οποίος ισχυρίζεται πως όλη αυτή η ιστορία είναι μια απάτη, τη στιγμή που η επιτροπή Γουάιτ έχει παρουσιάσει ατράνταχτες μαρτυρίες; Διότι, αν η Κάρυ Γουάιτ είναι η αλήθεια, τότε ο Νεύτων τι είναι;...
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Κάθονταν στο σαλόνι, η Κάρυ και η Μαμά κι άκουγαν τον Τέννεσυ Έρνυ Φορντ να τραγουδά "Αφήστε τα Κεριά να Ανάβουν", από ένα φωνόγραφο (η Μαμά τον έλεγε βικτρόλα, ή, όταν ήταν στα κέφια της, ο Βικ). Η Κάρυ καθισμένη στην ποδοκίνητη ραπτομηχανή έραβε τα μανίκια ενός καινούριου φουστανιού. Η Μαμά καθόταν κάτω από το γύψινο σταυρό, κι έπλεκε δαντέλες χτυπώντας το πόδι της στο ρυθμό του τραγουδιού, που ήταν από τα πιο αγαπημένα της. Ο κ. Π.Π. Μπλις που είχε γράψει αυτόν τον ύμνο καθώς κι αμέτρητους άλλους, αποτελούσε ένα από τα λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση που ο Θεός είχε δημιουργήσει επί προσώπου γης. Ήταν ναυτικός κι αμαρτωλός (δυο όροι συνώνυμοι στο λεξικό της Μαμάς), μέγας βλάσφημος που αψηφούσε τον Ύψιστο. Κάποτε, όμως, ξέσπασε στη θάλασσα μια καταιγίδα που απειλούσε ν' αναποδογυρίσει το σκάφος. Ο κ. Π.Π. Μπλις, αντικρύζοντας την Κόλαση να ανοίγει τις υγρές πύλες της έτοιμη να τον δεχτεί, έπεσε στ' αμαρτωλά του γόνατα και προσευχήθηκε στο Θεό. Ο κ. Π.Π. Μπλις υποσχέθηκε στο Θεό, πως αν τον έσωζε, θ' αφιέρωνε την υπόλοιπη ζωή του σε Κείνον. Η καταιγίδα, βέβαια, σταμάτησε αμέσως. Λαμπρά ακτινοβολεί ο οίκτος του Κυρίου Αιώνια από το φάρο Του, Όμως σε μας δίνει τα φώτα της ακτής Αναμμένα να κρατάμε... Όλοι οι ύμνοι του κυρίου Π.Π. Μπλις είχαν γεύση από θάλασσα. Το φόρεμα που έραβε ήταν αρκετά όμορφο. Είχε το χρώμα του σκούρου κόκκινου κρασιού -το μόνο κόκκινο που της επέτρεπε η Μαμά- και τα μανίκια ήταν φουσκωτά. Προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή της στο ράψιμο, αλλά το μυαλό της ταξίδευε. Το φως από πάνω έφεγγε μ' ένα σκληρό, κίτρινο φως και το σκονισμένο βελούδινο καναπεδάκι παραδίπλα έμοιαζε έρημο και μόνο (δεν είχε ποτέ της δεχτεί επίσκεψη από κανένα αγόρι, να το έβαζε
να καθίσει εκεί)· και στον απέναντι τοίχο ζωγραφίζονταν δύο παρόμοιες σκιές: του Εσταυρωμένου και της Μαμάς. Από το σχολείο είχαν τηλεφωνήσει στη Μαμά, στο πλυντήριο, κι εκείνη είχε γυρίσει σπίτι το μεσημέρι. Η Κάρυ την είδε να ανεβαίνει το δρομάκι και την έπιασε σύγκρυο. Η Μαμά ήταν μεγαλόσωμη γυναίκα και φορούσε πάντοτε καπέλο. Τον τελευταίο καιρό τα πόδια της είχαν αρχίσει να πρήζονται και έμοιαζαν έτοιμα να ξεχειλίσουν από τα παπούτσια της. Φορούσε μαύρο παλτό με μαύρο γούνινο γιακά. Τα γαλάζια της μάτια φαίνονταν τεράστια πίσω από τα χωρίς σκελετό γυαλιά της. Κρατούσε πάντα μια μεγάλη μαύρη τσάντα κι είχε μέσα πορτοφόλι για τα ψιλά, πορτοφόλι για τα χαρτονομίσματα (μαύρα και τα δυο), μια μεγάλη Βίβλο (επίσης μαύρη) που είχε πάνω τυπωμένο τ' όνομα της με χρυσά γράμματα κι ένα σωρό φυλλάδια δεμένα μ' ένα λάστιχο. Τα φυλλάδια ήταν συνήθως πορτοκαλί και κακοτυπωμένα. Η Κάρυ ήξερε αόριστα πως η Μαμά κι ο Μπαμπάς Ραλφ, ήταν κάποτε Βαπτιστές, και πως είχαν αφήσει την εκκλησία όταν πείστηκαν πως οι Βαπτιστές συνεργάζονταν με τον Αντίχριστο. Από τότε, οι εκκλησιασμοί γίνονταν μέσα στο σπίτι. Τις Κυριακές, τις Τρίτες και τις Παρασκευές. Αυτές τις μέρες τις έλεγαν Άγιες Ημέρες. Η Μαμά ήταν ο ιερέας και η Κάρυ το ποίμνιο. Οι λειτουργίες κρατούσαν δυο με τρεις ώρες. Η Μαμά είχε ανοίξει την πόρτα κι είχε μπει μέσα ανέκφραστη. Σταθήκαν κι οι δυο μες στο χωλ, η μια αντίκρυ στην άλλη σαν πιστολέρος έτοιμοι να τραβήξουν τα περίστροφα. Ήταν μια από κείνες τις στιγμές που (φόβος ήταν άραγε φόβος αυτό που είδα στα ματιά της μαμάς) η διάρκεια τους φαντάζει πολύ μεγαλύτερη όταν τις αναθυμάται κανείς έπειτα από καιρό. Η μαμά έκλεισε πίσω της την πόρτα. «Έγινες γυναίκα», είπε απαλά.
54
55
56
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
57
Η Κάρυ ένοιωσε το πρόσωπο της να μορφάζει και να παραμορφώνεται αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. «Γιατί δε μου το είπες;» φώναξε. «Μαμά, να 'ξερες πόσο φοβήθηκα! Και τα κορίτσια όλα με κοροϊδέψανε κι άρχισαν να μου πετάν πράγματα και __» Η Μαμά είχε προχωρήσει καταπάνω της και το χέρι της τινάχτηκε ξαφνικά και σβέλτα -ένα χέρι σκληραγωγημένο, γεμάτο μύες από τη δουλειά στο πλυντήριο. Τη χτύπησε με την ανάποδη στο σαγόνι και η Κάρυ έπεσε μπροστά στην πόρτα του σαλονιού, κλαίγοντας δυνατά. «Και ο Θεός έπλασε την Εύα από το πλευρό του Αδάμ», είπε η Μαμά. Τα μάτια της, τεράστια πίσω από τα γυαλιά, έμοιαζαν με τηγανητά αυγά. Έδωσε μια με το πόδι στην Κάρυ κι η Κάρυ στρίγγλισε. «Σήκω πάνω, γυναίκα. Πάμε μέσα να προσευχηθούμε. Ας προσευχηθούμε στο Χριστό για τη γυναικεία αδυναμία μας, για τις αμαρτωλές ψυχές μας.» «Μαμά...» Οι λυγμοί δεν την άφηναν να πει περισσότερα. Η μέχρι πριν λίγο ανεκδήλωτη υστερία, της έβγαινε τώρα με μορφασμούς κι άναρθρες φωνές. Δεν μπορούσε να σηκωθεί. Σύρθηκε στο σαλόνι με τα μαλλιά να της σκεπάζουν το πρόσωπο. Κάθε τόσο, η Μαμά την έσπρωχνε με το πόδι. Πέρασαν έτσι το σαλόνι κι έφτασαν στο ιερό, ένα χώρο που κάποτε ήταν μια μικρή κρεβατοκάμαρα. «Και η Εύα ήταν αδύναμη και... πες το, γυναίκα. Μίλα!» «Όχι, Μαμά, σε παρακαλώ, βοήθησε με __ » Το πόδι τινάχτηκε. Η Κάρυ ούρλιαξε. «Και η Εύα ήταν αδύναμη κι εξαπέλυσε πάνω από τον κόσμο το μαύρο κοράκι», συνέχισε η Μαμά, «και το κοράκι ονομαζόταν Αμαρτία και η πρώτη Αμαρτία ήταν η Συνουσία. Και ο Κύριος καταράστηκε την Εύα κι η Κατάρα ήταν η Κατάρα του Αίματος. Κι ο Αδάμ και η Εύα οδηγήθηκαν έξω από τον Κήπο, στον Κόσμο, και η Εύα είδε ότι
η κοιλιά της είχε μεγαλώσει γιατί είχε μέσα ένα παιδί.» Το πόδι τινάχτηκε και βρήκε τον πισινό της Κάρυ. Η μύτη της γδάρθηκε πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Μπήκαν στο ιερό. Πάνω σ' ένα τραπέζι στρωμένο μ' ένα κεντητό μεταξωτό ύφασμα υπήρχε ένας σταυρός περιτριγυρισμένος με άσπρα κεριά, κι από πίσω μερικές φτηνές εικόνες του Χριστού και των αποστόλων Του. Και πέρα, δεξιά βρισκόταν το χειρότερο μέρος απ' όλα, ο οίκος του τρόμου, η σπηλιά όπου έσβηνε κάθε ελπίδα και κάθε αντίσταση στο θέλημα του Θεού και της Μαμάς. Η πόρτα της ντουλάπας μισάνοιξε. Μέσα, κάτω από ένα φοβερό γαλάζιο λαμπτήρα που ήταν πάντα αναμμένος, δέσποζε ένα έργο του Ντερώ, εμπνευσμένο από τα περίφημα κυρήγματα του Τζόναθαν Έντουαρντς. Οι αμαρτωλοί στα Χέρια του Οργισμένου Θεού. «Και την καταράστηκε για δεύτερη φορά κι αυτή ήταν η Κατάρα της Τεκνοποίησης και η Εύα γέννησε τον Κάιν με αίμα και ιδρώτα.» Τώρα την έσερνε στην αγία τράπεζα όπου και οι δυο γονάτισαν. Η Μαμά άρπαξε σφιχτά τον καρπό της Κάρυ. «Και μετά τον Κάιν η Εύα έφερε στον κόσμο τον Άβελ, αφού δεν μετανόησε για το Αμάρτημα της Συνουσίας. Και ο Κύριος καταράστηκε την Εύα για τρίτη φορά κι η Κατάρα αυτή ήταν ο Φόνος. Ο Κάιν πήρε μία πέτρα και χτύπησε τον Άβελ. Και πάλι η Εύα δεν μετανόησε, και οι κόρες της Εύας δεν μετανόησαν, και μπόρεσε χάρη στην Εύα ο Πονηρός Όφις να θεμελιώσει το βασίλειο της πορνείας και της πανώλης.» «Μαμά!» τσίριξε η Κάρυ. «Μαμά, σε παρακαλώ, άκουσε με! Δεν έφταιγα εγώ!» «Σκύψε το κεφάλι σου», είπε η Μαμά. «Ας προσευχηθούμε.» «Έπρεπε να μου είχες μιλήσει!» Η Μαμά κατέβασε το χέρι της πάνω στο σβέρκο της Κάρυ με όση δύναμη είχε αποκτήσει στα έντεκα χρόνια
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
που κουβαλούσε τους ασήκωτους σάκους του πλυντηρίου και μετέφερε στοίβες από βρεγμένα σεντόνια. Το κεφάλι της Κάρυ τινάχτηκε μπροστά και το μέτωπο της χτύπησε στην αγία τράπεζα λεκιάζοντας την και κάνοντας τα κεριά να τρεμουλιάσουν. «Ας προσευχηθούμε», είπε απαλά η Μαμά. Κλαίγοντας και ρουφώντας τη μύτη της, η Κάρυ έσκυψε το κεφάλι. Μύξα κρεμόταν πάνω από τα χείλη της και τη σκούπισε (αν έπαιρνα μια δεκάρα για κάθε φορά που μ' έχει κάνει να κλάψω εδώ μέσα) με την ανάποδη του χεριού της. «Κύριε», φώναξε η Μαμά ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, «βοήθησε αυτήν την αμαρτωλή γυναίκα που βρίσκεται πλάι μου να δει τις αμαρτίες της. Δείξε της, πως αν είχε μείνει αναμάρτητη, ποτέ δε θα έπεφτε πάνω της η Κατάρα του Αίματος. Ίσως να υπέπεσε στο αμάρτημα της Λάγνας Σκέψης. Ίσως να άκουσε μουσική ροκ εντ ρολ από το ραδιόφωνο. Ίσως ο Αντίχριστος να την έχει βάλει σε Πειρασμό. Δείξε της πως το ευγενικό, εκδικητικό Σου χέρι είναι που _ » «Όχι! Άφησε με!» Η Κάρυ έκανε να σηκωθεί και το χέρι της Μαμάς δυνατό κι άσπλαχνο σα σιδερένια χειροπέδη, την ανάγκασε πάλι να γονατίσει. « _που της φανέρωσε το Σημάδι Σου, και ότι πρέπει από τώρα και στο εξής να βαδίσει στον ίσιο δρόμο, για να μη καταλήξει στο Αιώνιο Πυρ. Αμήν.» Έστρεψε τα λαμπερά, τεράστια μάτια της πάνω στην κόρη της. «Πήγαινε τώρα στη ντουλάπα.» «Όχι!» Η φωνή της βγήκε πνιχτή από το φόβο. «Μπες στη ντουλάπα. Προσευχήσου μυστικά. Ζήτα να σου συγχωρεθούν οι αμαρτίες.»
«Δεν αμάρτησα εγώ, Μαμά. Εσύ αμάρτησες. Δε μου είπες τίποτα και όλοι με κορόιδευαν.» Πάλι της φάνηκε πως είδε μια λάμψη φόβου στα μάτια της Μαμάς, μια λάμψη που χάθηκε γρήγορα κι αθόρυβα, σαν καλοκαιρινή αστραπή. Η Μαμά βάλθηκε να σπρώχνει την Κάρυ προς το γαλάζιο φως της ντουλάπας. «Προσευχήσου στο Θεό και ίσως να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου.» «Μαμά, άφησε με.» «Προσευχήσου, γυναίκα.» «Θα κάνω πάλι να ξαναπέσουν πέτρες, Μαμά.» Η Μαμά σταμάτησε. Ακόμα κι η ανάσα της έμοιαζε να έχει σταματήσει. Ύστερα το χέρι της τινάχτηκε μπρος, την άρπαξε από το λαιμό κι έσφιγγε με τέτοια δύναμη, που η Κάρυ είδε μπροστά της κόκκινες φαντασμαγορικές κηλίδες κι ένιωσε να θολώνει το μυαλό της. Τα τεράστια μάτια της Μαμάς αναδύθηκαν μπροστά της. «Σπέρμα του Σατανά», ψιθύρισε. «Γιατί να είμαι καταραμένη;» Το μυαλό της Κάρυ πάσχιζε να βρει κάτι μεγάλο για να εκφράσει τον πόνο, τη ντροπή, τον τρόμο, το μίσος, το φόβο της. Λες κι ολάκαιρη η ζωή της είχε συμπυκνωθεί σ' αυτή τη θλιβερή, τσακισμένη εξέγερση της. Τα μάτια της στριφογύρισαν τρελά και το στόμα της, γεμάτο σάλια, άνοιξε διάπλατα. «ΠΟΥΤΆΝΑ!» ούρλιαξε. Η Μαμά έβγαλε ένα συριγμό σαν ζεματισμένη γάτα. «Αμαρτία!» φώναξε. «Ω, αμαρτία!» Άρχισε να την χτυπά στην πλάτη,, στο σβέρκο, στο κεφάλι. Την έσυρε στο γαλάζιο φως της ντουλάπας. «ΓΑΜΙΕΣΑΙ!» ούρλιαξε η Κάρυ. (να το να το επιτελούς το είπα πως αλλιώς νόμιζες πως με γέννησες ω θεέ μου τι καλά)
58
59
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Η Κάρυ έφυγε μες στη ντουλάπα με το κεφάλι μπροστά, χτύπησε στον απέναντι τοίχο κι έπεσε στο πάτωμα, μισολιπόθυμη. Πίσω της η πόρτα έκλεισε με πάταγο και το κλειδί γύρισε στην κλειδαριά. Μόνη μαζί με το θυμωμένο Θεό της Μαμάς. Η γαλάζια λάμπα έριχνε το φως της πάνω στην εικόνα ενός τεράστιου γενειοφόρου Γιαχβέ που έσπρωχνε εκατοντάδες ανθρώπους που έσκουζαν, μέσα σε μια άβυσσο φωτιάς. Από κάτω, μαύρες φρικαλέες μορφές τους περίμεναν μέσα στο αιώνιο πυρ, ενώ Ο Μαύρος Άντρας καθόταν σ' έναν τεράστιο θρόνο στο χρώμα της φωτιάς, κρατώντας στο χέρι μια τρίαινα. Το σώμα του ήταν ανθρώπινο αλλά είχε μυτερή ουρά και κεφάλι τσακαλιού. Αυτή τη φορά δε θα έσπαγε. Όμως, βέβαια, έσπασε. Χρειάστηκε να περάσουν έξι ώρες, αλλά έσπασε, και με κλάματα φώναξε τη Μαμά να της ανοίξει και να την αφήσει να βγει έξω. Η ανάγκη της να πάει για κατούρημα της ήταν φοβερή. Ο Μαύρος Άντρας της χαμογελούσε με στόμα τσακαλιού και τα πορφυρά μάτια του ήξεραν όλα τα μυστικά του γυναικείου αίματος. Μια ώρα αφότου άρχισε να της φωνάζει η Κάρυ, η Μαμά της άνοιξε να βγει. Η Κάρυ όρμησε σαν τρελή στην τουαλέτα. Και μόνο τώρα, τρεις ώρες αργότερα, καθισμένη εδώ, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από τη ραπτομηχανή σαν μετανοούσα Μαγδαληνή, θυμήθηκε το φόβο που είχε δει στα μάτια της Μαμάς και ήταν σχεδόν βέβαιη πως ήξερε τα αίτια εκείνου του φόβου. Άλλες φορές, η Μαμά την είχε κλείσει στη ντουλάπα για μια ολάκερη μέρα -τότε που είχε κλέψει ένα δαχτυλίδι του μισού δολαρίου από το κατάστημα Σούμπερ, ή τη φορά εκείνη που είχε βρει κάτω από το μαξιλάρι της τη φωτογραφία του Φλας Μπόμπυ Πίκετ- και μια φορά η Κάρυ είχε λιποθυμήσει από την πείνα και τη μυρωδιά των περιτ-
τωμάτων της. Και ποτέ της, ποτέ δεν της είχε αντιμιλήσει όπως σήμερα. Σήμερα είχε πει ακόμα και τη λέξη που αρχίζει από γ... Και παρ' όλα αυτά η Μαμά την άφησε να βγει- ^ Ορίστε. Το φουστάνι ήταν έτοιμο. Τράβηξε το πόδι της από το πεντάλ και το κράτησε ψηλά για να το κοιτάξει. Ήταν μακρύ και της φάνηκε άσχημο. Το μισούσε. Ήξερε για ποιο λόγο την άφησε η Μαμά να βγει. «Μαμά, μπορώ να πάω για ύπνο;» «Ναι.» Η Μαμά δε σήκωσε τα μάτια της από τη δαντέλα που κεντούσε. Η Κάρυ δίπλωσε το φουστάνι στο μπράτσο της. Κοίταξε τη ραπτομηχανή. Αμέσως το πεντάλ κινήθηκε από μόνο του. Η βελόνα άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει αντανακλώντας ρυθμικά το φως που έπεφτε πάνω της. Ο πλαϊνός τροχός γύριζε με ταχύτητα. Η Μαμά σήκωσε απότομα το κεφάλι της με τα μάτια διάπλατα. Η θηλειά, που τόσο προσεκτικά είχε φτιάξει στην άκρη της δαντέλας της, ξαφνικά λύθηκε και το νήμα μπερδεύτηκε. «Τυλίγω την κλωστή», είπε απαλά η Κάρυ. «Πήγαινε στο κρεβάτι σου», είπε κοφτά η Μαμά κι ο φόβος φάνηκε πάλι στα μάτια της. «Ναι (φοβήθηκε μη τινάξω την πόρτα της ντουλάπας από τους μεντεσεδες) Μαμά.» (και νομίζω πως θα μπορούσα να το κάνω θα μπορούσα νομίζω θα μπορούσα)
60
61
Από το βιβλίο The Shadow Exploded (σελ.58): Η Μάργκαρετ Γουάιτ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μό-
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
τον, μια μικρή κωμόπολη που συνορεύει με το Τσάμπερλεν. Τα παιδιά του Μότον φοιτούν στο γυμνάσιο του Τσάμπερλεν. Οι γονείς της ήταν αρκετά ευκατάστατοι· ήταν ιδιοκτήτες ενός νυχτερινού κέντρου έξω από το Μότον που ονομαζόταν Τζόλυ Ρόουντχαουζ. Ο πατέρας της Μάργκαρετ, ο Τζων Μπρίγκχαμ, έχασε τη ζωή του στη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών σ' ένα μπαρ, το καλοκαίρι του 1959. Η Μάργκαρετ Μπρίγκχαμ, που τότε πλησίαζε τα τριάντα, άρχισε να συμμετέχει σε θρησκευτικές εκδηλώσεις και σε ομαδικές προσευχές. Η μητέρα της είχε συνδεθεί με άλλον άντρα (τον Χάρολντ Άλισον, με τον οποίον αργότερα παντρεύτηκε), κι οι δυο τους ήθελαν να φύγει η Μάργκαρετ από το σπίτι -η Μάργκαρετ πίστευε πως η μητέρα της Τζούντιθ κι ο Χάρολντ Άλισον ζούσαν αμαρτωλό βίο και δεν έχανε ευκαιρία να τους γνωστοποιεί την άποψη της αυτή. Η Τζούντιθ Μπρίγκχαμ ήταν βέβαιη πως η κόρη της θα έμενε γεροντοκόρη για όλη της τη ζωή. Όπως έλεγε καυστικά ο μέλλων πατριός της, "η φάτσα της Μάργκαρετ έμοιαζε με το πίσω μέρος βυτιοφόρου αλλά και το κορμί της δεν πήγαινε πίσω". Την έλεγε "ο μικρός προσευχόμενος Ιησούς". Μέχρι το 1960, η Μάργκαρετ αρνιόταν να φύγει από το σπίτι, ώσπου γνώρισε τον Ραλφ Γουάιτ σε κάποια θρησκευτική συγκέντρωση. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, μετακόμισε σ' ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο του Τσάμπερλεν. Ο δεσμός της Μάργκαρετ Μπρίγκχαμ και του Ραλφ Γουάιτ κατέληξε σε γάμο στις 23 Μαρτίου του 1962. Στις 3 Απριλίου 1962 η Μάργκαρετ Γουάιτ μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο Γουέστοβερ. «Όχι, δε μας έλεγε τί είχε πάθει», είπε ο Χάρολντ Άλισον. «Μια φορά που πήγαμε να τη δούμε, μας είπε πως εί-μασταν μοιχοί -παρ' όλο που είμασταν κανονικό ζευγάρι-, και πως θα πηγαίναμε στην κόλαση. Είπε πως ο θεός είχε
βάλει ένα αόρατο σημάδι στα μέτωπα μας όμως εκείνη, λέει, το έβλεπε. Το φέρσιμο της ήταν ολωσδιόλου παλαβό. Η μάνα της προσπάθησε να είναι καλή μαζί της, προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβαινε. Η Μάργκαρετ έπαθε υστερία κι άρχισε να παραμιλάει για έναν άγγελο με σπαθί που θα έμπαινε στα πάρκινγκ των εστιατορίων και θα τσάκιζε τους ανήθικους. Σηκωθήκαμε και φύγαμε.» Η Τζούντιθ Άλισον, πάντως, είχε μια ιδέα σχετικά με το τι μπορεί να είχε συμβεί στην κόρη της· πίστευε πως η Μάργκαρετ είχε κάνει αποβολή. Αν συνέβη κάτι τέτοιο, τότε το μωρό ήταν εξώγαμο. Αν μπορούσε αυτό να επιβεβαιωθεί, θα έριχνε ένα νέο φως στην προσωπικότητα της μητέρας της Κάρυ. Σ' ένα πολυσέλιδο και μάλλον παρανοϊκό γράμμα που είχε στείλει στη μητέρα της στις 19 Αυγούστου του 1962, η Μάργκαρετ έγραφε πως εκείνη και ο Ραλφ ζούσαν αναμάρτητοι, χωρίς "την Κατάρα της Συνουσίας". Παρότρυνε τον Χάρολντ και τη Τζούντιθ Άλισον να εγκαταλείψουν "την αμαρτωλή ζωή τους" και να κάνουνε το ίδιο. Προς το τέλος του γράμματος η Μάργκαρετ ισχυρίζεται: "Αυτός είναι ο μοναδικός [sic] τρόπος να αποφύγετε, εσύ κι Αυτός ο Άντρας τη Βροχή του Αίματος. Ο Ραλφ κι εγώ, όπως η Μαρία και ο Ιωσήφ, δεν θα γνωρίσουμε ούτε θα βεβηλώσουμε [sic] ο ένας τη σάρκα του άλλου. Αν πρόκειται να υπάρξει σύλληψη, ας είναι Άμωμος Σύλληψη." Βεβαίως, το ημερολόγιο μας δείχνει ότι έμεινε έγκυος στην Κάρυ λίγο αργότερα την ίδια εκείνη χρονιά...
62
63
Τα κορίτσια ντύθηκαν σιωπηλά για τη Δευτεριάτικη πρωινή γυμναστική τους, χωρίς χοροπηδητά, χωρίς στριγγλιές και νιαουρίσματα, και καμιά τους δεν έδειξε έκπληξη όταν η δεσποινίς Ντέζαρντιν άνοιξε με φόρα την πόρτα των αποδυτηρίων και μπήκε μέσα. Η ασημένια σφυρίχτρα της
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
κρεμόταν ανάμεσα στα μικρά της στήθη, κι αν φορούσε το ίδιο σορτσάκι που φορούσε την Παρασκευή, δεν υπήρχε κανένα ίχνος από τα αιμάτινα αποτυπώματα της Κάρυ. Τα κορίτσια συνέχισαν να ντύνονται βλοσυρά, χωρίς να την κοιτάζουν. «Εδώ δες κάτι μούτρα που μου θέλουν να γίνουν και απόφοιτοι», είπε μαλακά η δεσποινίς Ντέζαρντιν. «Πότε είναι η τελετή της αποφοίτησης; Σε κανένα μήνα; Κι ο Χορός της Άνοιξης; Ακόμα νωρίτερα. Βάζω στοίχημα πως οι περισσότερες έχετε κιόλας από τώρα ετοιμάσει τις τουαλέτες σας κι έχετε διαλέξει και τον καβαλιέρο σας. Σου, εσύ θα πας με τον Τόμυ Ρος. Η Έλεν με τον Ρου Έβαρτς. Κρις, φαντάζομαι πως κι εσύ έχεις κάνει την εκλογή σου. Ποιος είναι ο τυχερός;» «Ο Μπίλυ Νόλαν», είπε η Κρις Χάργκενσεν κατσουφιασμένη. «Ααα, αυτός κι αν είναι τυχερός», είπε η Ντέζαρντιν. «Και τί δώρο σκοπεύεις να του κάνεις για τη γιορτή; Μήπως καμιά ματωμένη σερβιέτα; Ή μήπως μεταχειρισμένο χαρτί υγείας; Γιατί μου φαίνεται πως κάτι τέτοια είναι πολύ του γούστου σου τώρα τελευταία.» Η Κρις έγινε κατακκόκινη. «Φεύγω. Δεν είμαι υποχρεωμένη να κάθομαι και να τ' ακούω αυτά.» Η Ντέζαρντιν ολόκληρο σαββατοκύριακο δεν μπόρεσε να διώξει απ' το νου της την εικόνα της Κάρυ -την Κάρυ να ουρλιάζει, να τραυλίζει, με μια μουσκεμένη σερβιέτα κολλημένη στο εφηβαίο της -και τη δική της αρρωστημένη, άγρια αντίδραση. Και τώρα, καθώς η Κρις έκανε να την προσπεράσει, την άρπαξε και την κόλλησε πάνω στα πράσινα ντουλάπια των αποδυτηρίων. Τα μάτια της Κρις γούρλωσαν. Μια τρελή οργή ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. «Δεν έχεις δικαίωμα να μας χτυπήσεις!» φώναξε. «Θα βρεις το μπελά σου! Δοκίμασε και θα δεις, σκύλα!» Τ' άλλα κορίτσια έκαναν μορφασμούς αγωνίας και κρα-
τούσαν την ανάσα τους με τα μάτια καρφωμένα στο δάπεδο. Η κατάσταση είχε παρασοβαρέψει. Η Σου με την άκρη του ματιού της έπιασε τη Φερν και τη Ντόνα Θάιμποντο να κρατιούνται από τα χέρια. «Δε μ' ενδιαφέρει, Χάργκενσεν», είπε η Ντέζαρντιν. «Αν εσύ ή η παρέα σου νομίζετε πως αυτή τη στιγμή σας μιλάω σαν καθηγήτρια, κάνετε πολύ μεγάλο λάθος. Θέλω να ξέρετε όλες σας πως αυτό που κάνατε την Παρασκευή ήταν πούστικο. Ήταν πραγματικά πούστικο.» Η Κρις Χάργκενσεν χαμογελούσε περιφρονητικά προς το πάτωμα. Οι υπόλοιπες κατέβαλαν αξιοθρήνητες προσπάθειες να προσηλώσουν το βλέμμα τους οπουδήποτε αλλού εκτός από τη γυμνάστρια τους. Ασυναίσθητα η Σου κοίταξε μέσα στο ντους - στον τόπο του εγκλήματος- και αμέσως έστρεψε τα μάτια της αλλού. Καμιά τους δεν είχε ποτέ ακούσει καθηγήτρια να λέει τη λέξη πούστικο. «Μα δεν έχει κάτσει ποτέ καμιά από σας να σκεφτεί ότι η Κάρυ Γουάιτ έχει κι αυτή αισθήματα; Κάθεται ποτέ καμιά από σας να σκεφτεί; Σου; Φερν; Έλεν; Τζέσικα; Καμιά από σας; Τη θεωρείτε άσχημη. Ε, λοιπόν, όλες σας είστε άσχημες. Το είδα την Παρασκευή το πρωί.» Η Κρις Χάργκενσεν μουρμούριζε πως ο πατέρας της ήταν δικηγόρος. «Σκασμός!» της φώναξε καταπρόσωπο η Ντέζαρντιν. Η Κρις έκανε πίσω απότομα και το κεφάλι της χτύπησε στο ντουλάπι. Άρχισε να κλαψουρίζει και να τρίβει το κεφάλι της. «Άλλη μια λέξη αν πεις», είπε απαλά η Ντέζαρντιν, «θα σου δώσω μια και θα βρεθείς απέναντι. Μήπως θέλεις να δοκιμάσεις;» Η Κρις, που προφανώς το είχε πάρει απόφαση πως είχε να κάνει με τρελή, δεν είπε κουβέντα. Η Ντέζαρντιν έβαλε τα χέρια της στους γοφούς της. «Η διεύθυνση αποφάσισε να σας βάλει τιμωρία, κορίτσια. Όχι, βέβαια, την τιμωρία που πρότεινα εγώ και λυπάμαι γι' αυ-
64
65
66
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
το. Εγώ πρότεινα τρεις μέρες αποβολή και απαγόρευση εισόδου στο χορό.» Κάμποσα κορίτσια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μουρμουρίζοντας με απόγνωση. «Αυτό θα σας χτυπούσε εκεί ακριβώς που πονάτε», συνέχισε η Ντέζαρντιν. «Δυστυχώς όμως, το προσωπικό της διεύθυνσης του Γιούιν αποτελείται από άντρες. Δε νομίζω πως είναι σε θέση να αντιληφθούν πόσο πρόστυχο ήταν αυτό που κάνατε. Αποτέλεσμα: επί μία βδομάδα θα μένετε εδώ τιμωρία μετά τα μαθήματα.» Ακούστηκαν στεναγμοί ανακούφισης. «Όμως, θα σας έχω εγώ. Θα κάνετε γυμναστική. Θα σας αλλάξω τα φώτα.» «Δε θα έρθω», είπε η Κρις. Τα χείλη της είχαν στενέψει πάνω στα δόντια της. «Δικαίωμα σου, Κρις. Δικαίωμα σας. Η τιμωρία σας όμως μετά θα είναι τρεις μέρες αποβολή και απαγόρευση εισόδου στο χορό. Καταλάβατε;» Δε μίλησε καμία. «Ωραία. Ντυθείτε. Και σκεφτείτε αυτά που σας είπα», είπε και έφυγε. Για λίγη ώρα απλώθηκε σιωπή. Ύστερα η Κρις Χάργκενσεν έβγαλε μια υστερική κραυγή. «Δεν θα περάσει έτσι αυτό!» Άνοιξε ένα ντουλαπάκι στην τύχη, έβγαλε ένα ζευ γάρι πάνινα παπούτσια και τα εκσφενδόνισε στην άλλη ά κρη του δωματίου. «Θα δει αυτή! Θα την κάνω εγώ να τρέχει και να μη φτάνει! Στο διάολο η μαλακισμένη! Αν μείνουμε ενωμένες θα__ » «Σκάσε, Κρις», είπε η Σου, και τρόμαξε με τη σοβαρότητα και την κούραση που υπήρχε στη φωνή της. «Σκάσε.» «Αυτή η ιστορία δεν τέλειωσε», είπε η Κρις Χάργκενσεν, ξεκουμπώνοντας με μια απότομη κίνηση τη φούστα της και ψάχνοντας για το πράσινο σορτσάκι της γυμναστικής. «Έχουμε μέλλον μπροστά μας!»
ΚΑΡΥ
67
Κι είχε απόλυτο δίκιο.
Από το Τhe Shadow Exploded (σελ.60-61): Κατά τη γνώμη του γράφοντος, πάρα πολλοί από κείνους που ερεύνησαν την υπόθεση Κάρυ Γουάιτ -είτε για λογαριασμό επιστημονικών περιοδικών είτε για λογαριασμό εντύπων και εφημερίδων ευρείας κυκλοφορίας- έκαναν το λάθος να ρίξουν το βάρος τους σε μιαν άκαρπη αναζήτηση τηλεκινητικών περιστατικών στην διάρκεια της παιδικής ηλικίας της κοπέλας. Είναι -για να κάνω μία χονδροειδή παρομοίωση- σαν να ερευνά κανείς τις πρώτες εμπειρίες νηπιακού αυνανισμού ενός μετέπειτα βιαστή. Το εντυπωσιακό περιστατικό με τις πέτρες, απ' αυτήν την άποψη, λειτουργεί παραπλανητικά. Πολλοί ερευνητές έχουν υιοθετήσει την εσφαλμένη άποψη, ότι όπου συνέβη ένα περιστατικό, σίγουρα θα πρέπει να συμβούν και άλλα. Αυτό πάλι είναι σαν να εγκαθιστούμε στο Εθνικό Πάρκο του Κρατήρα μια ομάδα παρατηρητών για να παρακολουθεί την κίνηση των μετεωριτών, μόνο και μόνο επειδή ένας τεράστιος αστεροειδής κατέπεσε στο σημείο εκείνο πριν δύο εκατομμύρια χρόνια. Απ' όσο ξέρω, δεν έχουν γίνει γνωστά άλλα τέτοια περιστατικά από την παιδική ηλικία της Κάρυ. Ίσως αν η Κάρυ δεν ήταν μοναχοπαίδι, να είχαμε δεκάδες αναφορές γι' άλλα μικρότερης έκτασης επεισόδια. Στην περίπτωση του Αντρέα Κόλιντς (βλ. Παράρτημα II για περισσότερα στοιχεία) ακούμε πως ύστερα από ένα ξυλοδαρμό επειδή σκαρφάλωσε στη στέγη, "το ντουλαπάκι του φαρμακείου άνοιξε, το πάτωμα γέμισε μπουκαλάκια που άρχισαν να κυκλοφορούν μόνα τους μες στην τουαλέτα, πόρτες άνοιξαν κι έκλεισαν με πάταγο και -το αποκορύφωμαένα έπιπλο στερεοφωνικού συγκροτήματος που
68
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ζύγιζε εκατό κιλά, αναποδογύρισε ενώ δίσκοι πετούσαν μέσα στο σαλόνι και τσακίζονταν πάνω στους τοίχους ή χτυπούσαν όσους βρίσκονταν εκεί". Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω αποτελούν περιγραφή ενός από τα αδέλφια του Αντρέα, που δημοσιεύτηκε στις 4 Σεπτεμβρίου του 1955 στο περιοδικό Λάιφ. Το Λάιφ, βέβαια, δεν είναι ούτε η πιο σοβαρή ούτε η πιο αδιαμφισβήτητη πηγή, υπάρχουν, όμως, πάρα πολλά άλλα παράλληλα στοιχεία που τεκμηριώνουν το γεγονός· απλώς πιστεύω πως αρκούν για να καταδειχθεί η σημασία μαρτυριών που προέρχονται μέσα από το οικογενειακό περιβάλλον. Στην περίπτωση της Κάρυ Γουάιτ, μόνος μάρτυρας των όσων είχαν προηγηθεί του κορυφαίου γεγονότος ήταν η Μάργκαρετ Γουάιτ, που βέβαια είναι νεκρή.
Ο Χένρυ Γκρέυλ, γυμνασιάρχης του Γιούιν, τον περίμενε ολόκληρη τη βδομάδα, όμως ο πατέρας της Κρις Χάργκενσεν δεν φάνηκε παρά την Παρασκευή -δηλαδή μια μέρα αφότου η Κρις το είχε σκάσει από την ώρα της γυμναστικής και τη φοβερή διδα Ντέζαρντιν. «Μάλιστα, δεσποινίς Φις;» μίλησε τυπικά στο εσωτερικό τηλέφωνο, παρ' όλο που από το παράθυρο που επικοινωνούσε με το διπλανό γραφείο έβλεπε τον άντρα που βρισκόταν εκεί και που το πρόσωπο του του ήταν γνωστό από την τοπική εφημερίδα. «Θέλει να σας δει ο κ. Τζων Χάργκενσεν, κ. Γκρέυλ.» «Στείλε τον μέσα, σε παρακαλώ.» Να σε πάρει ο διάολος, Φις, είναι ανάγκη να δείχνεις τόσο εντυπωσιασμένη; Ο Γκρέυλ ήταν πρωταθλητής στο στράβωμα συνδετήρων, στο σκίσιμο χαρτομάντηλων και στο τσάκισμα χαρτιών. Για να δεχτεί τον Τζων Χάργκενσεν, αυτόν τον νομικό αστέρα της πόλης, είχε επιστρατεύσει το βαρύ πυροβολικό -μπροστά του είχε τοποθετήσει ένα ολόκληρο κουτί με
ΚΑΡΥ
69
χοντρούς συνδετήρες, ακριβώς στη μέση του γραφείου. Ο Χάργκενσεν ήταν ψηλός, εντυπωσιακός, οι άνετες κινήσεις του έδειχναν μεγάλη αυτοπεποίθηση και από τα αεικίνητα χαρακτηριστικά του καταλάβαινε κανείς ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού της κοινωνικής επιρροής και επιβολής. Φορούσε ένα καφέ κοστούμι με διακριτικές, λεπτές πράσινες και χρυσές ρίγες που έκανε τον Γκρέυλ να ντρέπεται για το φτηνιάρικο που φορούσε στη δουλειά. Ο χαρτοφύλακας του ήταν από λεπτό, γνήσιο δέρμα, και πλαισιωμένος με γυαλιστερό ανοξείδωτο ατσάλι. Το άψογο χαμόγελο του περιλάμβανε μια σειρά από ψεύτικα, καλοφτιαγμένα δόντια -ένα χαμόγελο που έκανε τις καρδιές των κυριών ενόρκων να λιώνουν σα βούτυρο στο τηγάνι. Η χειραψία του έκρυβε υπεροχή, ήταν ζωηρή, ζεστή και παρατεταμένη. «Κύριε Γκρέυλ, από καιρό ήθελα να σας συναντήσω.» «Πάντα χαίρομαι να βλέπω γονείς που δείχνουν ενδιαφέρον», είπε ο Γκρέυλ χαμογελώντας στεγνά. Γι' αυτό το λόγο διοργανώνουμε κάθε Οκτώβριο τη Συνέλευση Γονέων. «Βεβαίως.» Ο Χάργκενσεν του χάρισε ένα ακόμη χαμόγελο. «Απ' ότι φαντάζομαι, θα πρέπει να είστε πολύ απασχολημένος, εξ άλλου κι εγώ πρέπει να βρίσκομαι στο δικαστήριο σε σαράντα πέντε λεπτά. Μπορούμε να μπούμε στο θέμα μας;» «Ασφαλώς.» Ο Γκρέυλ έχωσε το χέρι στο κουτί με τους συνδετήρες κι άρχισε να στραβώνει τον πρώτο. «Φαντάζο μαι, πως σας έφερε εδώ η τιμωρία που επιβλήθηκε στην κόρη σας, Κριστίν. Θα πρέπει να ξέρετε πως η πολιτική του σχολείου σ' αυτά τα θέματα είναι δεδομένη. Σαν άνθρωπος που ασχολείσθε με τη δικαιοσύνη, σίγουρα θα καταλαβαίνετε πως η παραβίαση των κανόνων συνεπάγεται __ » Ο Χάργκενσεν κούνησε ανυπόμονα το χέρι του. «Προφανώς, κύριε Γκρέυλ, υπάρχει κάποια παρεξήγηση. Βρίσκομαι εδώ γιατί η γυμνάστρια σας, η δεσποινίς Ράντα
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Ντέζαρντιν, κακομεταχειρίστηκε την κόρη μου. Φοβάμαι επίσης, πως την έβρισε κιόλας. Αν δεν κάνω λάθος, η δεσποινίς Ντέζαρντιν μιλώντας στην κόρη μου είπε τη λέξη "πούστικο".» Ο Γκρέυλ αναστέναξε μέσα του. «Έχει δεχτεί επίπληξη γι' αυτό η δεσποινίς Ντέζαρντιν.» Το χαμόγελο του Τζων Χάργκενσεν κρύωσε κατά δέκα βαθμούς. «Φοβάμαι πως μια επίπληξη δεν αρκεί. Αν δεν κάνω λάθος, είναι η πρώτη χρονιά που ασκεί τα καθήκοντα της αυτή η νεαρή... ε... κυρία.» «Ναι. Και την θεωρούμε απόλυτα ικανοποιητική.» «Μήπως ο όρος σας απόλυτα ικανοποιητική περιλαμβάνει και το ότι σπρώχνει τις μαθήτριες στα ντουλάπια και βρίζει σα ναύτης;» Ο Γκρέυλ προσπάθησε να ξεφύγει: «Ως δικηγόρος, θα γνωρίζετε ότι η πολιτεία αναγνωρίζει το σχολείο ως loco parentis - πέρα από την πλήρη ευθύνη που φέρουμε, ασκούμε δικαιώματα ίσα με κείνα των γονέων στη διάρκεια των ωρών του σχολείου. Αν δεν το ξέρετε, θα σας πρότεινα να μελετήσετε τη σχετική νομολογία· διαβάσετε την απόφαση Ενοποιημένο Γυμνάσιο Περιφέρειας Μόνοντοκ κατά Κρέινπουλ, ή » «Έχω πολύ καλά υπ' όψη μου την έννοια loco parentis», είπε ο Χάργκενσεν. «Ξέρω επίσης καλά πως η περίπτωση Κρέινπουλ -που τόσο συχνά επικαλείστε εσείς οι διευθυντέςκαι η περίπτωση Φρικ δεν καλύπτουν ούτε καν εξ αποστάσεως τη σωματική βία και τη βωμολοχία. Υπάρχει βέβαια και η Σχολική Περιφέρεια Νο 4 κατά Ντέηβιντ. Αυτήν την γνωρίζετε;» Ο Γκρέυλ την ήξερε. Όπως ήξερε και τον Τζώρτζ Κράμερ, ένα φιλαράκο με τον οποίο έπαιζαν πόκερ παλιά, πρώην βοηθό γυμνασιάρχη στην 4η Περιφέρεια. Τώρα πια ο Τζώρτζ σπάνια έπαιζε πόκερ. Βρήκε δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρία από τότε που πήρε την πρωτοβουλία να
κόψει τα μαλλιά ενός μαθητή. Το σχολείο είχε πληρώσει εφτά χιλιάδες δολάρια αποζημίωση -χίλια δολάρια περίπου για κάθε ψαλιδιά. Ο Γκρέυλ καταπιάστηκε με έναν άλλο συνδετήρα. «Ας μην αρχίσουμε να επικαλούμαστε δικαστικά προηγούμενα, κύριε Γκρέυλ», είπε ο Χάργκενσεν. «Έχουμε και οι δυο πολλές δουλειές. Δε μου αρέσουν οι δυσάρεστες καταστάσεις. Αποφεύγω τις φασαρίες. Η κόρη μου βρίσκεται στο σπίτι. Θα μείνει εκεί και τη Δευτέρα και την Τρίτη, ώσπου να συμπληρωθούν οι τρεις μέρες της αποβολής. Αυτό δεν με πειράζει.» Άλλη μια απαλλακτική κίνηση με το χέρι του. (Έλα Αζώρ, πιάσ' το αγοράκι μου το κόκαλο) «Αυτό που θέλω εγώ είναι το εξής», συνέχισε ο Χάργκενσεν. «Πρώτον, εισιτήριο του χορού για την κόρη μου. Ο χορός των τελειοφοίτων είναι γεγονός πολύ σημαντικό για μια κοπέλα, και η Κρις είναι καταστεναχωρημένη. Δεύτερον, να μην ανανεώσετε το συμβόλαιο της Ντέζαρντιν. Αυτά μου αρκούν. Πιστεύω, πως αν τραβούσα το σχολείο σας στα δικαστήρια θα κέρδιζα και την απόλυση της και μια γερή χρηματική αποζημίωση. Δε θέλω να φανώ εκδικητικός.» «Αν, λοιπόν, δε συμφωνήσω στις απαιτήσεις σας η μοναδική εναλλακτική λύση είναι το δικαστήριο;» «Απ' ότι ξέρω, συνήθως προηγείται μία ακρόαση στο Σχολικό Συμβούλιο, αλλά αυτό πια είναι καθαρά τυπικό. Ε, λοιπόν, ναι, το δικαστήριο θα είναι η τελευταία λύση. Πολύ δυσάρεστο για σας.» Άλλος ένας συνδετήρας. «Για φυσική βία και εξύβριση, έτσι δεν είναι;» «Βασικά, ναι.» «Κύριε Χάργκενσεν, το ξέρετε πως η κόρη σας και δέκα περίπου όμοιες της, πετάξανε σερβιέτες σ' ένα κορίτσι που είχε για πρώτη φορά στη ζωή του περίοδο; Σ' ένα κορίτσι που είχε την εντύπωση πως αιμορραγούσε θανάσιμα;»
70
71
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Ο Χάργκενσεν συνοφρυώθηκε ανεπαίσθητα, σα να είχε ακούσει κάποιον να μιλά από κάποιο μακρινό δωμάτιο. «Δε νομίζω πως τέτοιου είδους ισχυρισμοί είναι το θέμα μας. Εγώ μιλώ για ό,τι ακολούθησε...» «Αφήστε το αυτό», τον έκοψε ο Γκρέυλ. «Δε μ' ενδιαφέρει για ποιο πράγμα μιλάτε. Το κορίτσι αυτό, την Καριέτα Γουάιτ, την είπαν ηλίθιο ζώο, της είπαν να βάλει μια τάπα στο πράμα της, και της έκαναν ένα σωρό χυδαίες χειρονομίες. Δε νομίζετε, πως όλ' αυτά μοιάζουνε πολύ με φυσική βία και εξύβριση; Εγώ πάντως έτσι νομίζω.» «Δε σκοπεύω να καθίσω εδώ», είπε ο Χάργκενσεν, «και ν' ακούω μισές αλήθειες ή κηρύγματα που προορίζονται για μαθητές, κύριε Γκρέυλ. Ξέρω αρκετά καλά την κόρη μου και...» «Ορίστε», είπε ο Γκρέυλ, κι άπλωσε το χέρι του στο συρμάτινο καλάθι που έγραφε ΕΙΣΕΡΧΟΜΚΝΑ. Έβγαλε μια δεσμίδα ροζ καρτέλες και τις πέταξε πάνω στο γραφείο του. «Αμφιβάλλω, αν γνωρίζετε έστω και κατά το ήμισι την κόρη που βρίσκεται μέσα σ' αυτές τις καρτέλλες. Αν την ξέρατε, τότε θα καταλαβαίνατε πως καιρός είναι να την κλείστε μέσα σε καμιά αποθήκη. Καιρός είναι να τη βάλετε στη θέση της, προτού κάνει χειρότερη ζημιά.» «Δε σας _ » «Τέσσερα χρόνια στο Γιούιν», τον διέκοψε ο Γκρέυλ. «Ιούνιος του '78· πλαστογράφηση βαθμολογίας. Τον επόμενο μήνα· τεστ νοημοσύνης με υψηλότερο βαθμό το 140· ογδοντατρείς βαθμοί. Ωστόσο βλέπω πως έγινε δεχτή στο Όμπερλιν. Μαντεύω πως κάποιος -πιθανόν εσείς, κύριε Χάργκενσεν- έβαλε μεγάλα μέσα γι' αυτό. Εβδομήντα τέσσερις φορές τιμωρία μετά το μάθημα. Θα μπορούσα να πω πως οι είκοσι τουλάχιστον της επεβλήθηκαν επειδή βασάνιζε παιδιά που είχαν κάποιο σωματικό ελάττωμα. Η Κρις και η κλίκα της τα βρίσκουν όλ' αυτά πολύ διασκεδαστικά. Πενήντα μία φορές το έσκασε από τον περιορισμό που της είχε επιβληθεί. Η μία απ' αυτές τις τιμωρίες της επιβλήθη-
κε επειδή έβαλε ένα βαρελότο στο παπούτσι κάποιου κοριτσιού... η καρτέλα γράφει πως απ' αυτή τη μικρή φάρσα το κορίτσι - Ίρμα Σόουπ το λένε- παραλίγο να χάσει δυο δάχτυλα. Η Σόουπ είναι λαγόχειλη. Σας μιλώ για την κόρη σας, κύριε Χάργκενσεν. Σας λέει τίποτα αυτό;» «Ναι», είπε ο Χάργκενσεν, καθώς σηκωνόταν. Το πρόσωπο του είχε κοκκινήσει ελαφρά. «Μου λέει πως θα τα πούμε στο δικαστήριο. Κι όταν θα έχουμε τελειώσει, τότε θα έχετε ίσως την τύχη να βρείτε δουλειά ως πλασιέ εγκυκλοπαιδειών.» Ο Γκρέυλ σηκώθηκε κι εκείνος θυμωμένος, κι οι δυο άντρες κοιταχτήκανε στα μάτια. «Στο δικαστήριο, λοιπόν», είπε ο Γκρέυλ. Πρόσεξε μια ελαφριά έκπληξη στο πρόσωπο του Χάργκενσεν. Έμπλεξε τα δάχτυλα του και ετοιμάστηκε να δώσει το τελικό χτύπημα -αν δεν τον καταρράκωνε τώρα τελείως, τουλάχιστον θα έσωζε την Ντέζαρντιν και θα του 'κοβε κάπως το βήχα αυτουνού του μαλάκα. «Φαίνεται, κύριε Χάργκενσεν, πως δεν έχετε καταλάβει τη σημασία του in loco parentis σ' αυτήν την περίπτωση. Η ομπρέλα που προστατεύει την κόρη σας, προστατεύει και την Κάρυ Γουάιτ. Κι αν μας μηνύσετε για εξύβριση και φυσική βία, εμείς θα ασκήσουμε αγωγή με τις ίδιες κατηγορίες, ενάντια στην κόρη σας, για τη συμπεριφορά της σε βάρος της Κάρυ Γουάιτ.» Ο Χάργκενσεν έμεινε για λίγο με το στόμα ανοιχτό. «Αν νομίζεις ότι θα τη βγάλεις καθαρή με τέτοια φτηνά κόλπα, είσαι δικ _ » «Μήπως πήγατε να με πείτε δικηγοράκο;» χαμογέλασε βλοσυρά ο Γκρέυλ. «Ξέρετε από πού είναι η έξοδος, κύριε Χάργκενσεν. Η τιμωρία που έχει επιβληθεί στην κόρη σας εξακολουθεί να ισχύει. Αν θέλετε να δώσετε συνέχεια στο θέμα, δικαίωμα σας.» Ο Χάργκενσεν διέσχισε αλύγιστος το δωμάτιο, σταμάτησε, σαν κάτι να ήθελε να προσθέσει, όμως έφυγε, συ-
72
73
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
γκρατώντας τον εαυτό του να μη βροντήξει πίσω του την πόρτα. Ο Γκρέυλ ξεφύσηξε δυνατά. Ήταν φανερό από ποιόν κληρονόμησε η Κρις Χάργκενσεν τον εγωισμό και το πείσμα. Ένα λεπτό αργότερα μπήκε μέσα ο Α.Π. Μόρτον. «Πώς πήγε;» τον ρώτησε. «Ο χρόνος θα δείξει, Μόρτυ», είπε ο Γκρέυλ. Κοίταξε μορφάζοντας το σωρό με τους στραβωμένους συνδετήρες. Μου κόστισε πάντως εφτά συνδετήρες. Μου φαίνεται έχω σπάσει ρεκόρ σήμερα.» «Τι λέει, έχει σκοπό να το δημοσιοποιήσει το θέμα;» «Δεν ξέρω. Όταν του είπα πως θα του κάνουμε κι εμείς αγωγή, μου φάνηκε πως ταράχτηκε.» «Πάω στοίχημα», είπε ο Μόρτον, κι έριξε μια ματιά στο τηλέφωνο πάνω στο γραφείο του Γκρέυλ. «Νομίζω πως είναι καιρός να ενημερώσουμε τον επιθεωρητή για όλες αυτές τις αηδίες. Εσύ τι λες;» «Ναι», είπε ο Γκρέυλ σηκώνοντας το ακουστικό. «Ευτυχώς που πληρώνω τις δόσεις για ασφάλεια ανεργίας.» «Κι εγώ το ίδιο», είπε πειθήνια ο Μόρτον.
προς τα έξω." Από τον τοίχο με βλέπει ο Χριστός Όμως το πρόσωπο τoυ κρύο σαν την πέτρα είναι. Κι αφού στ' αλήθεια μ' αγαπάει —όπως μου λέει εκείνη Τότε γιατί νιώθω τόση μοναξιά; Το περιθώριο της σελίδας με τους λίγους αυτούς στίχους είναι διακοσμημένο με αρκετές μορφές Εσταυρωμένων που μοιάζουν να χορεύουν...
74
Από το βιβλίο The Shadow Exploded (παράρτημα III): Η Κάρυ Γουάιτ παρέδωσε τους παρακάτω στίχους, ως μέρος μιας εργασίας στο μάθημα της ποίησης, όταν ήταν στην πρώτη γυμνασίου. Ο φιλόλογος κ. Έντουιν Κινγκ, καθηγητής της Κάρυ, μας λέει: "Δεν ξέρω για ποιο λόγο φύλαξα αυτούς τους στίχους. Η Κάρυ σίγουρα δεν ήταν σπουδαία μαθήτρια, κι ούτε αυτοί εδώ οι στίχοι ήταν σπουδαίοι. Ήταν πολύ ήσυχη και δε θυμάμαι να σήκωσε το χέρι της ούτε μια φορά στην τάξη. Όμως μου είχε φανεί πως μ' αυτούς τους στίχους κάτι προσπαθούσε να βγάλει
75
Τη Δευτέρα το απόγευμα, ο Τόμυ είχε προπόνηση με την ομάδα του μπέιζ-μπωλ και η Σου πήγε να τον περιμένει στην "Εταιρία Φρούτων Κέλυ" στο Κέντρο. Το Κέλυ'ς ήταν το μοναδικό μαθητικό στέκι για το οποίο θα μπορούσε να καυχηθεί ο αραιοκατοικημένος δήμος του Τσάμπερλεν, από τότε που ο σερίφης Ντόυλ είχε κλείσει ένα άλλο κέντρο ύστερα από μια έφοδο για ναρκωτικά. Ιδιοκτήτης ήταν ένας μίζερος χοντρός, ο Χιούμπερτ Κέλυ, που έβαφε τα μαλλιά του μαύρα και παραπονιόταν διαρκώς πως όπου να 'ταν θα πάθαινε ηλεκτροπληξία από τον βηματοδότη που του είχαν τοποθετήσει στην καρδιά. Το στέκι ήταν ένας συνδυασμός μπακάλικου, αναψυκτήριου και βενζινάδικου - μπροστά είχε μια σκουριασμένη αντλία της εταιρίας καυσίμων Τζένυ, που ο Χιούμπυ δεν φρόντισε να την αντικαταστήσει όταν η εταιρία συγχωνεύτηκε. Πουλούσε επίσης μπύρα, φτηνό κρασί και πορνό βιβλία, και διέθετε μια ευρεία γκάμα τσιγάρων -κάτι άγνωστες μάρκες, Μirad, Κing Sanο, Μarvel Straights. Το αναψυκτήριο αποτελούνταν από ένα πάγκο από γνήσιο μάρμαρο και τέσσερα πέντε σεπαρέ για παιδιά που είχαν την ατυχία να ξεμείνουν από φίλους και δεν είχαν πού να πάνε να μεθύσουν ή να μαστουρώσουν. Στο βάθος, πλάι στο ράφι με τα πορνό βιβλία, ένα αρχαίο φλιπεράκι που τα λαμπάκια
76
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
του αναβόσβηναν μόνο στο τρίτο μπαλάκι. Μπαίνοντας η Σου, πρόσεξε αμέσως την Κρις Χάργκενσεν που καθόταν σ' ένα από τα πίσω τραπεζάκια. Το πρόσφατο φλερτ της, ο Μπίλυ Νόλαν, στεκόταν πλάι στο σταντ με τα περιοδικά και ξεφύλλιζε το τελευταίο τεύχος του Ρopular Mechanix. Η Σου δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έβρισκε μια πλούσια και διάσημη κοπέλα όπως η Κρις, του Νόλαν που σαν παράξενος ταξιδιώτης του χρόνου έμοιαζε να ξεφύτρωσε μέσα από τη δεκαετία του '50 με το μαλλί λαδωμένο, ένα μαύρο πέτσινο μπουφάν με αμέτρητα φερμουάρ και μια σαράβαλη Σεβρολέτ. «Σου!» φώναξε η Κρις. «Έλα 'δω!» Η Σου κούνησε το κεφάλι της και σήκωσε το χέρι της να χαιρετήσει αν και ένιωσε την απέχθεια, σα χάρτινο φίδι να της ανεβαίνει στο λαιμό. Κοιτάζοντας την Κρις ήταν σα να έβλεπε από μια μισάνοιχτη πόρτα την Κάρυ κουλουριασμένη να σκεπάζει το κεφάλι της με τα χέρια. Όμως κι η δική της υποκρισία (το κούνημα του κεφαλιού και ο χαιρετισμός) βρήκε πως ήταν ακατανόητη και αηδιαστική. Γιατί δεν της έκοβε την καλημέρα; «Μια μπύρα», είπε στον Χιούμπυ. Ο Χιούμπυ σερβίριζε τη μπύρα σε τεράστια παγωμένα κρίκερ του 1890. Σκόπευε να πιεί τη μπύρα της αργά αργά διαβάζοντας ένα διήγημα από την εφημερίδα όση ώρα θα περίμενε τον Τόμυ. Παρ' όλο που η μπύρα της έκανε κακό στο δέρμα, η Σου την αγαπούσε πολύ. Ανακάλυψε όμως κατάπληκτη, πως δεν είχε καμιά όρεξη να πιεί αυτήν που παράγγειλε. «Πώς πάει η καρδιά σου, Χιούμπυ;» τον ρώτησε. «Αχ, εσείς τα παιδιά», είπε ο Χιούμπυ, παίρνοντας μ' ένα μαχαίρι τον αφρό από το ποτήρι της Σου και γεμίζοντας το ως απάνω. «Δεν καταλαβαίνετε τίποτα. Σήμερα το πρωί έβαλα στην πρίζα την ξυριστική μηχανή και δέχτηκα εκατόν δέκα βολτ από το βηματοδότη μου. Έχετε ιδέα εσείς τα παιδιά τι θα πει αυτό;» «Δε νομίζω.»
ΚΑΡΥ
77
«Όχι. Ο Θεός να βάλει το χέρι του να μην χρειαστεί να μάθετε. Πόσο καιρό θ' αντέξει η καρδιά μου ακόμα; Θα το μάθετε όλοι σας, όταν έρθει η ώρα μου να με πάνε στα μνήματα, και πλακώσουν εδώ οι ηλίθιοι της πολεοδομίας και το κάνουν το μαγαζί μου πάρκινγκ. Δέκα σεντς.» Η Σου έσπρωξε το κέρμα πάνω στο μάρμαρο. «Πενήντα εκατομμύρια βολτ περνάνε μέσα απ' τους σωλήνες μου», είπε βλοσυρά ο Χιούμπυ, και χαμήλωσε το βλέμμα κοιτώντας ένα μικρό εξόγκωμα στην τσέπη του στήθους. Η Σου γλύστρισε με προσοχή στο κενό κάθισμα απέναντι από την Κρις. Η Κρις ήταν στις ομορφιές της. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν πιασμένα με πράσινη κορδέλα, και μια στενή μπλούζα άφηνε να διαγράφεται το στητό στήθος της. «Πώς πάει, Κρις;» «Μια χαρά», είπε η Κρις με υπερβολικά εύθυμο ύφος. «Τα έμαθες τα νέα; Απαγορεύεται να έρθω στο χορό. Αλλά βάζω στοίχημα πως αυτός ο παλιοπούστης ο Γκρέυλ θα χάσει τη δουλειά του.» Η Σου τα ήξερε όλα. Όπως κι όλοι στο Γιούιν. «Ο μπαμπάς θα τους κάνει μήνυση», συνέχισε η Κρις, κι ύστερα, πάνω απ' τον ώμο της: «Μπίλυυυυ! Έλα εδώ να χαιρετήσεις τη Σου.» Πέταξε το περιοδικό που κρατούσε και σύρθηκε νωχελικά προς το μέρος τους, με τους αντίχειρες περασμένους πίσω από τη ζώνη, και τα δάχτυλα να κρέμονται χαλαρά πάνω από το εξόγκωμα που διαγραφόταν μέσα από το στενό τζην του. Η Σου βρήκε την εικόνα τόσο εξωπραγματική, που μόλις και μετά βίας συγκρατήθηκε να μη βάλει τα γέλια. «Γεια σου, Σούζυ», είπε ο Μπίλυ. Κάθισε πλάι στην Κρις κι αμέσως άρχισε να της κάνει μασάζ τον ώμο. Το πρόσωπο του ήταν τελείως ανέκφραστο. Σαν να έπιανε βοδινό κρέας αντί για άνθρωπο. «Αλλά μου φαίνεται πως θα μπουκάρουμε με το ζόρι», είπε η Κρις. «Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, κάτι τέτοιο.» «Σοβαρά μιλάς;» Η έκπληξη της Σου ήταν αληθινή.
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
«Όχι», αποκρίθηκε η Κρις. «Δε ξέρω.» Το πρόσωπο της ξαφνικά συσπάστηκε σε μια έκφραση οργής, ξαφνικής και απρόσμενης. «Αυτό το μαλακισμένο, η Κάρυ Γουάιτ! Που να της μπουν στον κώλο κι οι θρησκείες κι οι άγιοι κι όλο της το σόι!» «Θα το ξεπεράσεις», είπε η Σου. «Αν όλες εσείς είχατε πάρει το μέρος μου... να πάρει η ευχή, Σου, γιατί δεν το κάνατε; Τώρα θα τους είχαμε στο χέρι. Ποτέ μου δεν σε θεωρούσα μαριονέτα της εξουσίας.» Η Σου ένιωσε το πρόσωπο της να φουντώνει. «Δεν ξέρω για τις άλλες, εγώ πάντως δεν ήμουν ποτέ μαριονέτα κανενός. Δέχτηκα την τιμωρία γιατί σκέφτηκα ότι μου άξιζε. Ήταν πολύ χοντρό αυτό που κάναμε. Τελεία και παύλα.» «Μαλακίες. Εδώ αυτή γυρίζει και λέει παντού πως όλοι θα πάνε στην κόλαση εκτός απ' αυτήν και τη μάνα της, κι εσύ την υποστηρίζεις; Μωρέ, έπρεπε να παίρναμε τις σερβιέτες και να τις χώναμε στο στόμα της.» «Βέβαια. Ναι. Άντε γεια σου, Κρις.» Η Σου έκανε να σηκωθεί. Τώρα ήταν η σειρά της Κρις να κοκκινίσει. Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. «Μη μου παριστάνεις εμένα την Ζαν Ντ' Αρκ! Αν θυμάμαι καλά, ήσουν κι εσύ μαζί και πετούσες πράγματα.» «Ναι», είπε η Σου τρέμοντας. «Σταμάτησα όμως!» «Α, ώστε έτσι;» θαύμασε η Κρις. «Ω, μα βέβαια. Πάρε μαζί και τη μπύρα σου. Φοβάμαι μήπως την αγγίξω και μεταμορφωθώ σε χρυσάφι.» Η Σου άφησε τη μπύρα στο τραπέζι. Βγήκε έξω σχεδόν τρεκλίζοντας. Η αναστάτωση της ήταν τόση που δεν μπορούσε ούτε να κλάψει ούτε να θυμώσει. Πάντα της ήταν καλόβολη κοπέλα. Αυτό το επεισόδιο ήταν ο πρώτος της καυγάς από την εποχή που πήγαινε στο δημοτικό και της τραβούσανε τις κοτσίδες. Και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που έπαιρνε το μέρος ενός Γυμνασιάρχη. Η Κρις, βέβαια, είχε πετύχει διάνα, την χτύπησε στο
πιο ευαίσθητο σημείο: όντως ήταν υποκρίτρια, αυτό δεν υπήρχε τρόπος να το αρνηθεί, και κατά βάθος ήξερε πως αν συμμετείχε στη φυσική αγωγή της δεσποινίδας Ντέζαρντιν και ιδρωκοπούσε μες στο γυμναστήριο, τα κίνητρα της δεν ήταν διόλου ευγενικά. Για κανένα λόγο δεν ήθελε να χάσει το Χορό της Άνοιξης. Για κανένα λόγο. Ο Τόμυ δε φαινόταν πουθενά. Κίνησε ξανά για το σχολείο. Ένιωθε καούρα στο στομάχι. Η Μικρή Δεσποινίς Σύνδεσμος Γυναικείας Αλληλοβοήθειας, Η Σούζυ Το Ανθότυρο, Το Καλό Κορίτσι που το κάνει μόνο με το αγόρι που σκοπεύει να παντρευτεί -και με δημοσιογραφική κάλυψη του γάμου από το κυριακάτικο φύλλο, φυσικά. Ο Χορός της Άνοιξης. Γαλάζια τουαλέτα. Το λουλούδι που θα φορέσει στο στήθος, όλο το απόγευμα μες στο ψυγείο. Ο Τόμυ με άσπρο βραδινό σακάκι, φαρδιά ζώνη, μαύρο παντελόνι, μαύρα παπούτσια. Γονείς να τραβούν φωτογραφίες στον καναπέ του σαλονιού με Κόντακ και Πολαρόιντ. Πέπλα να κρύβουνε τα μεταλλικά δοκάρια του γυμναστηρίου. Δυο ορχήστρες: η μία ροκ η άλλη ελαφρά. Οι άσημοι ας μη μπουν στον κόπο να θέσουν υποψηφιότητα. Σπασίκλες και φρόνιμα παιδάκια, παρακαλούμε περάστε έξω. Επιτρέπονται μόνο τα μεγαλόσχημα μέλη της Λέσχης της πόλης και οι μέλλοντες κάτοικοι των καλών συνοικιών. Δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά της κι άρχισε να τρέχει.
78
79
Από το The Shadow Exploded (σελ. 60): Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι μιας επιστολής της Κριστίν Χάργκενσεν προς τη Ντόνα Κέλογκ. Η Κέλογκ μετακόμισε από το Τσάμπερλεν στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ, το φθινόπωρο του 1978. Προφανώς υπήρξε μια από
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
τις λίγες στενές φίλες της Κρις Χάργκενσεν και πρόσωπο έμπιστο. Η ταχυδρομική σφραγίδα έχει ημερομηνία 17 Μαίου 1979: "Κι έτσι αποκλείστηκα από το χορό κι ο χέστης ο πατέρας μου λέει πως δεν είναι διατεθειμένος να τους δώσει ένα μάθημα. Εγώ, όμως, δεν πρόκειται να το αφήσω να περάσει έτσι. Δεν ξέρω ακόμα τι ακριβώς πρόκειται να κάνω αλλά σου εγγυώμαι πως τους ετοιμάζω όλους μια μεγάλη έκπληξη..."
πε να την έχει αναποδογυρίσει κι ύστερα αιωρήθηκε, σαν να ήταν κρεμασμένη από αόρατους σπάγγους. Η Κάρυ έκλεισε τα μάτια. Οι φλέβες πάλλονταν στους κροτάφους της. Ένας γιατρός θα ενδιαφερόταν να δει τι συνέβαινε στο σώμα της εκείνη τη στιγμή· μόνο που δεν θα έβγαζε νόημα. Η αναπνοή της είχε πέσει στις δεκάξι ανάσες το λεπτό. Η πίεση της είχε ανέβει στα 190/100. Οι χτύποι της καρδιάς ήταν 140 -περισσότεροι ακόμα κι από τους χτύπους των αστροναυτών στους θαλάμους των ασκήσεων. Η θερμοκρασία της είχε πέσει στους 35 βαθμούς. Το σώμα της κατανάλωνε ενέργεια που δε φαινόταν να προέρχεται από πουθενά ούτε και να διοχετεύεται πουθενά. Ένα εγκεφαλογράφημα θα έδειχνε κύματα Άλφα που δεν ήταν πια κύματα αλλά μεγάλα καρφιά. Άφησε προσεκτικά τη βούρτσα να ακουμπήσει κάτω μαλακά. Μπράβο. Το περασμένο βράδυ της είχε πέσει κάτω. Έχασες όλους τους βαθμούς, πας φυλακή. Έκλεισε πάλι τα μάτια της κι άφησε την καρέκλα να κουνηθεί μπρος πίσω. Οι φυσικές λειτουργίες άρχισαν να επιστρέφουν στα φυσιολογικά τους επίπεδα· η ανάσα της μόνο επιταχύνθηκε, ώσπου έμοιαζε με λαχάνιασμα. Η κουνιστή καρέκλα έτριζε ελαφρά. Δεν ήταν καθόλου ενοχλητικό αυτό. Ίσα-ίσα, την γαλήνευε. Κουνήσου, κουνήσου. Καθάρισε το μυαλό σου. «Κάρυ;» Η φωνή της μητέρας της, κάπως ανήσυχη. (να που κάνει κι αυτή παράσιτα όπως το ραδιόφωνο όταν βάζεις μπρος το μπλέντερ τι καλά τι καλά). «Είπες την προσευχή σου, Κάρυ;» «Αυτό κάνω», απάντησε. Ναι. Την προσευχή της έκανε, βέβαια. Κοίταξε το μικρό κρεβάτι της. Φοβερό βάρος. Πελώριο. Ασήκωτο. Το κρεβάτι άρχισε να τρέμει κι ύστερα η μια του άκρη ανασηκώθηκε τρεις ίντσες περίπου. Έπεσε με πάταγο. Περίμενε, μ' ένα μικρό χαμόγελο να παίζει στις άκρες των
80
Δεκαεφτά του μηνός. Δεκαεφτά του Μάη. Αφού πρώτα φόρεσε το μακρύ άσπρο νυχτικό της, διέγραψε από το ημερολόγιο της τη μέρα. Διέγραφε κάθε μέρα που περνούσε μ' ένα χοντρό μαύρο μαρκαδόρο· κάτι της έλεγε πως αυτό φανέρωνε μια πολύ αρνητική στάση ζωής· δεν την πολυενδιέφερε. Το μόνο πράγμα που αληθινά την ενδιέφερε ήταν πως η Μαμά την άλλη μέρα θα την υποχρέωνε να πάει στο σχολείο και πως θα ήταν αναγκασμένη να αντικρύσει όλους τους Άλλους. Κάθισε σε μια μικρή κουνιστή καρέκλα (που την είχε αγοράσει με δικά της λεφτά) πλάι στο παράθυρο, έκλεισε τα μάτια της και απόδιωξε από το νου τους Άλλους μαζί με τον κυκεώνα των σκέψεων που τη βασάνιζαν. Σαν να σκουπίζει κανείς πάτωμα. Να σηκώνει το χαλί του υποσυνείδητου και να σπρώχνει όλα τα σκουπίδια από κάτω. Χαίρετε. Άνοιξε τα μάτια. Κοίταζε τη βούρτσα για τα μαλλιά πάνω στο γραφειάκι της. Λύγισμα. Η βούρτσα σηκωνόταν. Ήταν βαριά. Σαν να σήκωνε ένα τεράστιο ψάρι με αδύναμα μπράτσα. Ωχ. Γρύλλισμα. Η βούρτσα έφτασε στην άκρη του γραφείου, προχώρησε, προσπέρασε το σημείο όπου κανονικά η βαρύτητα θα 'πρε-
81
82
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
χειλιών, από στιγμή σε στιγμή ν' ακούσει τη Μαμά να της φωνάζει θυμωμένη. Δεν της φώναξε. Η Κάρυ σηκώθηκε, πήγε στο κρεβάτι και γλίστρησε ανάμεσα στα δροσερά σεντόνια. Το κεφάλι της πονούσε κι ένιωθε ζαλισμένη όπως πάντα μετά από αυτές τις ασκήσεις. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, μ' ένα τρόπο που την φόβιζε. Άπλωσε το χέρι της, έσβησε το φως και έγειρε πίσω. Χωρίς μαξιλάρι. Η Μαμά δεν επέτρεπε μαξιλάρια. Της ήρθαν στο νου πονηρά πνεύματα και μάγισσες (μαμά είμαι μάγισσα πόρνη του διαβόλου) να πετούν μέσα στη νύχτα, να ξινίζουν το γάλα, ν' αναποδογυρίζουν τους κάδους με το βούτυρο, να καταστρέφουν τα σπαρτά, ενώ οι Άλλοι έχουν μαζευτεί μέσα στα σπίτια τους και πάνω στις πόρτες τους έχουν σκαλισμένα σύμβολα που τους προστατεύουν από τα μάγια. Έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε τεράστιες ζωντανές πέτρες να πέφτουν μέσα από τη νύχτα, να γυρεύουν τη Μαμά, να γυρεύουν τους Άλλους. Εκείνοι προσπάθησαν να το βάλουν στα πόδια, να κρυφτούν. Ο βράχος, όμως, δεν μπορούσε να τους κρύψει· το νεκρό δένδρο δεν τους προστάτευε.
ήσει σαν αποδιοπομπαίο τράγο, δεν το έχει αντιληφθεί. Αυτό το πράγμα είναι το πιο βασικό γεγονός: Είμασταν παιδιά. Η Κάρυ ήταν δεκαεφτά χρονών, η Κρις Χάργκενσεν ήταν δεκαεφτά χρονών, εγώ ήμουν δεκαεφτά χρονών, ο Τόμυ Ρος ήταν δεκαοκτώ χρονών, ο Μπίλυ Νόλαν (που έμεινε δυο φορές στην τρίτη γυμνασίου, προφανώς προτού μάθει πώς να κλέβει στις εξετάσεις) ήταν δεκαενιά χρονών... Τα μεγάλα παιδιά συνήθως αντιδρούν με τρόπους περισσότερο αποδεκτούς κοινωνικά απ' ότι τα μικρότερα παιδιά, εξακολουθούν ωστόσο με τον τρόπο τους να κάνουν εσφαλμένες επιλογές, συχνά οι αντιδράσεις τους χαρακτηρίζονται από ένα στοιχείο υπερβολής, κι ακόμη, συχνά υποτιμούν κάποιες καταστάσεις. Στο πρώτο μέρος που ακολουθεί αυτή την εισαγωγή, θα πρέπει να καταδείξω τις τάσεις αυτές, κάνοντας λόγο για μένα την ίδια όσο πιο πιστά μπορώ. Ωστόσο, το θέμα στο οποίο αναφέρομαι βρίσκεται στη ρίζα της παρέμβασης μου τη Νύχτα του Χορού. Μιας και θέλω να ξεκαθαρίσω τη θέση μου, ας αρχίσω φέρνοντας στη μνήμη μου κάποιες σκηνές που μου είναι ιδιαίτερα οδυνηρές. Αυτήν την ιστορία την έχω ξαναπεί, στην κατάθεση μου ενώπιον της Επιτροπής Γουάιτ. Η επιτροπή όμως την αντιμετώπισε με μεγάλη δυσπιστία. Ύστερα από τετρακόσιους θανάτους και την καταστροφή μιας ολόκληρης πόλης, είναι τόσο εύκολο να ξεχάσει κανείς ένα βασικό πράγμα: Είμασταν παιδιά. Είμασταν παιδιά. Είμασταν παιδιά που προσπαθούσαμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο περνούσε από το χέρι μας...
Από το βιβλίο Το Όνομα Μου Είναι Σούζαν Σνελ, υπό Σούζαν Σνελ (Νέα Υόρκη: εκδόσεις Simon & Schuster, 1986), σελ. Ι-ΙV: Υπάρχει ένα πράγμα που κανείς μέχρι τώρα δεν έχει αντιληφθεί. Ο Τύπος δεν το έχει αντιληφθεί, οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου Ντιούκ δεν το έχουν αντιληφθεί, ο Ντέιβιντ Κόνγκρες δεν το έχει αντιληφθεί -αν και το βιβλίο του, το Shadow Exploded, ίσως είναι το μοναδικό σοβαρό βιβλίο που έχει γραφτεί πάνω σ' αυτό το θέμα- και σίγουρα η Επιτροπή Γουάιτ, που προσπάθησε να με χρησιμοποι-
83
«Δεν είσαι με τα καλά σου.» Ο Τόμυ ανοιγόκλεινε τα μάτια του, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Βρίσκονταν στο σπίτι του κι η τηλεόραση ήταν α-
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
ναμμένη αλλά δεν την παρακολουθούσε κανείς. Η μητέρα του είχε πάει να επισκεφθεί την κυρία Κλαιν που έμενε απέναντι. Ο πατέρας του ήταν στην αποθήκη κι έφτιαχνε κάποιο κλουβί. Η Σου έμοιαζε αμήχανη αλλά αποφασισμένη. «Έτσι θέλω να γίνει, Τόμυ.» «Εγώ όμως δεν θέλω. Μου φαίνεται πως είναι το πιο παλαβό πράγμα που άκουσα ποτέ στη ζωή μου. Απ' αυτά που κάνει κανείς μόνο όταν έχει βάλει κάποιο στοίχημα.» Το πρόσωπο της σφίχτηκε. «Έτσι, ε; Καλά, εσύ δεν ή σουν που έλεγες τα μεγάλα λόγια προχτές το βράδυ; Δη λαδή, όταν έρχεται η ώρα της αλήθειας, τότε ξέρουμε να την κοπανάμε__ » «Εε, για περίμενε.» Της χαμογελούσε. Δεν έδειχνε προσβεβλημένος. «Με άκουσες να λέω όχι; Τουλάχιστον μέχρι τώρα.» «Μα _ » «Περίμενε. Περίμενε. Άσε να πω και γω. Θέλεις να ζητήσω από την Κάρυ Γουάιτ να την πάω εγώ στο Χορό της Άνοιξης. Εντάξει, αυτό το κατάλαβα. Υπάρχουν όμως ένα δυο πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω.» «Πες τα μου», είπε γέρνοντας προς το μέρος του. «Πρώτον, σε τι θα ωφελήσει αυτό; Και δεύτερον, τι σε κάνει να νομίζεις πως θα δεχτεί αν της το ζητήσω;» «Δε θα δεχτεί; Μα αφού __» κόμπιασε. «Εσύ είσαι... ό λες σε γουστάρουν και__» «Ξέρουμε καλά και οι δυο πως η Κάρυ δεν έχει κανένα λόγο να ενδιαφέρεται για κείνους που τους γουστάρουν όλες.» «Μαζί σου θα πήγαινε.» ) «Γιατί;» Πίεσε τον εαυτό της να μη φανεί προκλητική και περήφανη μαζί. «Την έχω δει πώς σε κοιτάζει. Είναι τσιμπημένη μαζί σου. Όπως τα μισά κορίτσια στο Γιούιν.» Ο Τόμυ κοίταξε ψηλά απηυδισμένος.
«Απλώς στο λέω έτσι», δικαιολογήθηκε η Σου. «Δε θα μπορέσει να σου το αρνηθεί.» «Ας πούμε πως σε πιστεύω», της είπε. «Για το άλλο τι έχεις να πεις;» «Σε τι θα ωφελήσει; Να... θα τη βγάλει από το καβούκι της, φυσικά. Θα την κάνει...» «Ένα με τους άλλους; Έλα ρε Σούζυ, τώρα. Μη μου πεις ότι το πιστεύεις αυτό.» «Εντάξει», του είπε. «Ίσως να μην το πιστεύω. Όμως εξακολουθώ να πιστεύω πως υπάρχει κάτι που πρέπει να επανορθώσω.» «Γι' αυτό που έγινε στ' αποδυτήρια;» «Για πολύ περισσότερα. Αν ήταν μόνο αυτό, μπορεί και να το άφηνα να περάσει έτσι, αλλά τα άσχημα αστεία σε βάρος της έχουν αρχίσει από την εποχή που είμασταν στο δημοτικό. Σε μερικά απ' αυτά έχω πάρει μέρος και γω. Αν ήμουν στην παρέα της Κρις, βάζω στοίχημα πως θα είχα πάρει μέρος σε πολύ περισσότερα. Τότε μου φαινόταν... ότι απλώς είχε πλάκα. Τα κορίτσια σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι μοχθηρά, βγάζουν μεγάλη κακία, ενώ τα αγόρια δεν το βλέπουν έτσι. Τ' αγόρια κορόιδευαν την Κάρυ για λίγο και μετά το ξεχνούσαν αλλά τα κορίτσια... το συνέχιζαν, το συνέχιζαν, και δώστου το συνέχιζαν -και δε μπορώ καν να θυμηθώ πότε άρχισε. Αν ήμουν, πάντως, η Κάρυ, δε θα είχα μούτρα ν' αντικρύσω τον κόσμο. Θα χωνόμουνα κάτω από ένα μεγάλο βράχο να κρυφτώ.» «Είσασταν παιδιά», είπε εκείνος. «Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν. Τα παιδιά δεν ξέρουν πως οι αντιδράσεις τους πολλές φορές πληγώνουν τους άλλους. Δεν έχουν... έεε, συναίσθηση. Μπήκες;» Η Σου πάλευε να βρει λέξεις, να εκφράσει τη σκέψη που ξύπνησε μέσα της η τελευταία φράση του, γιατί ξαφνικά της φάνηκε πάρα πολύ σημαντική, της φάνηκε πως δέσποζε πάνω στο επεισόδιο των αποδυτηρίων, όπως ο ουρανός πάνω από το βουνό.
84
85
87
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
«Μα σχεδόν κανείς δεν ανακαλύπτει ποτέ πως οι πράξεις του πραγματικά πληγώνουν άλλους ανθρώπους! Οι άνθρωποι δε γίνονται καλύτεροι, απλώς γίνονται πιο έξυπνοι. Κι όταν γίνεσαι πιο έξυπνος, τότε δεν παύεις να βασανίζεις μύγες, να τους βγάζεις τα φτερά, απλώς βρίσκεις σοβαρότερους λόγους για να το κάνεις. Πολλά παιδιά λένε πως λυπούνται για την Κάρυ Γουάιτ -κυρίως τα κορίτσια, κι αυτό είναι το αστείο- αλλά εγώ στοιχηματίζω πως κανείς τους δεν έχει καταλάβει τι σημαίνει να είσαι η Κάρυ Γουάιτ κάθε δευτερόλεπτο, κάθε μέρα. Χώρια που δεν τους νοιάζει κιόλας.» «Εσένα σε νοιάζει;» «Δεν ξέρω!» του φώναξε. «Κάποιος, όμως, ας κάνει τον κόπο να ζητήσει συγγνώμη έμπρακτα, μ' ένα τρόπο που να μετράει... που να έχει κάποιο νόημα.» «Εντάξει, θα την καλέσω.» «Θα την καλέσεις;» Δεν είχε φανταστεί πως Τόμυ θα δεχόταν. «Ναι. Νομίζω όμως πως θα αρνηθεί. Υπερεκτιμάς τη γοητεία μου. Αυτή η ιστορία ότι είμαι δημοφιλής είναι μια μαλακία και μισή. Μου φαίνεται ότι την έχεις ψωνίσει μ' αυτό το θέμα.» «Ευχαριστώ», του είπε, κι η λέξη ακούστηκε παράξενα, σαν να ευχαριστούσε τον Ιεροεξεταστή για τα βασανιστήρια που της έκανε. «Σ' αγαπώ», είπε ο Τόμυ. Τον κοίταξε κατάπληκτη. Ήταν η πρώτη φορά που της το έλεγε.
καν που ζήτησα από τον Τόμυ να συνοδεύσει την Κάρυ στον Ανοιξιάτικο Χορό. Ωστόσο, ξαφνιάστηκαν που το έκανε, πράγμα που δείχνει πως το μυαλό των ανδρών δεν περιμένει αλτρουιστικές κινήσεις από τους ομοίους τους. Ο Τόμυ δέχτηκε γιατί μ' αγαπούσε και γιατί αυτή ήταν η επιθυμία μου. Και πώς ήξερες ότι σε αγαπούσε; ρωτάει ένας σκεπτικιστής από τον εξώστη. Γιατί έτσι μου είπε, κύριε. Κι αν τον είχατε γνωρίσει, αυτό θα σας ήταν αρκετό...
86
Από το βιβλίο Το Όνομα Μου Είναι Σούζαν Σνελ (σελ. 6): Πολλοί είναι αυτοί -κυρίως άντρες- που δεν ξαφνιάστη-
Την κάλεσε την Πέμπτη, μετά το μεσημεριανό, κι ανακάλυψε πως ένιωθε μεγάλη νευρικότητα, σαν παιδί που πήγαινε στο πρώτο του πάρτυ. Η Κάρυ ήταν καθισμένη τέσσερα θρανία πιο μπροστά από κείνον στην τάξη, κι όταν τελείωσε η ώρα, ο Τόμυ άνοιξε δρόμο ανάμεσα σ' ένα τσούρμο παιδιών που έσπευδαν να βγουν τρέχοντας από την αίθουσα. Στην έδρα, ο κύριος Στήβενς, ένας ψηλός άντρας που είχε αρχίσει να παχαίνει, τακτοποιούσε αφηρημένα τα χαρτιά του μέσα σ' ένα καφετί παμπάλαιο χαρτοφύλακα. «Κάρυ;» «Εε;» Η Κάρυ σήκωσε το βλέμμα από τα βιβλία της και μισόκλεισε τα μάτια σα να περίμενε κάποιο χτύπημα. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη και τα φώτα νέον από το ταβάνι δεν κολάκευαν ιδιαίτερα το ωχρό της δέρμα. Εκείνος όμως πρόσεξε για πρώτη φορά (γιατί ήταν η πρώτη φορά που την πρόσεχε) πως κάθε άλλο παρά απωθητική ήταν. Το πρόσωπο της ήταν μάλλον στρογγυλό παρά ωοειδές, και τα τόσο σκούρα μάτια της έμοιαζαν να ρίχνουν σκιές προς τα κάτω. Τα σκούρα ξανθά μαλλιά της τα είχε πιασμένα πίσω σε κότσο, πράγμα που δεν της πήγαινε καθόλου. Τα χείλη της ήταν γεμάτα, σχεδόν εξαίσια, και τα δόντια της κατάλευκα από φυσικού τους. Η σωματική της διάπλαση ήταν ολωσδιόλου ακαθόριστη. Ένα χοντρό πουλόβερ έκρυ-
88
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
βε τα στήθη της και δε διακρίνονταν παρά δυο συμβολικά εξογκώματα που έδειχναν πως κάτι υπήρχε από κάτω. Η φούστα, χωρίς να είναι άχρωμη, έδειχνε απαίσια. Το μάκρος της έφτανε σχεδόν ως τη μέση της γάμπας, σχηματίζοντας ένα άχαρο Α, λες και βγήκε από κολλεξιόν του 1958. Οι γάμπες της ήταν τορνευτές (η προσπάθεια να τις κρύψει φορώντας χοντρές κάλτσες ως τα γόνατα, παρ' ότι υπερβολική, ήταν ανεπιτυχής) και γοητευτικές. Η Κάρυ κοίταξε προς τα πάνω και η έκφραση της φανέρωνε έναν ανεπαίσθητο φόβο αλλά και κάτι άλλο. Ήταν αρκετά βέβαιος πως ήξερε τι πράγμα ήταν αυτό το κάτι άλλο. Η Σου είχε δίκιο, σκέφτηκε, και μόλις που του έφτανε ο χρόνος να αναρωτηθεί αν αυτό που πήγαινε να κάνει ήταν απλώς μια ευγενική κίνηση ή μήπως ήταν κάτι που θα επιδείνωνε την κατάσταση. «Αν δεν έχεις κανονίσει με κανέναν άλλον για το Χορό, θα ήθελες να πάμε μαζί;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και τότε του συνέβη κάτι παράξενο. Μισό δευτερόλεπτο κράτησε, αλλ' αργότερα ο Τόμυ δεν δυσκολευόταν καθόλου να το φέρει στο μυαλό, όπως συμβαίνει με τα όνειρα. Ένιωσε μια ζαλάδα, λες και το μυαλό του δεν εξουσίαζε πια το σώμα του - η δυσάρεστη εκείνη αίσθηση που κυριεύει κάποιον που έχει πιεί πολύ και είναι στα πρόθυρα του εμετού. Του πέρασε όμως αμέσως.
«Δεν μου αρέσει να με δουλεύουν», του είπε μαλακά και έσκυψε το κεφάλι της. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή κι ύστερα τον προσπέρασε. Σταμάτησε, γύρισε και τον κοίταξε, και τότε ο Τόμυ είδε στο ύφος της μια αξιοπρέπεια τόσο φυσική, που αμφέβαλε αν το γνώριζε κι η ίδια. «Όλοι εσείς», συνέχισε η Κάρυ, «νομίζετε πως μπορείτε να με κοροϊδεύετε για πάντα; Ξέρω καλά με ποια βγαίνεις.» «Δε βγαίνω με καμιά που να μην τη θέλω», είπε ο Τόμυ υπομονετικά. «Καλώ εσένα στο χορό γιατί θέλω να σε καλέσω.» Επιτέλους, μέσα του ήξερε πως της μιλούσε ειλικρινά. Αν η Σου επιθυμούσε αυτή τη χειρονομία εξιλέωσης, σίγουρα δεν ήταν η μόνη. Οι μαθητές της έκτης ώρας είχαν αρχίσει να έρχονται και μερικοί τους κοίταξαν περίεργα. Ο Ντέυλ Ούλμαν είπε κάτι σ' ένα αγόρι που ο Τόμυ δεν το ήξερε, κι οι δυο τους κρυφογέλασαν. «Έλα, πάμε», είπε ο Τόμυ. Βγήκαν έξω στο διάδρομο. Βρίσκονταν στα μισά της τετάρτης πτέρυγας -η τάξη του ήταν από την άλλη μεριά- και προχωρούσαν πλάι-πλάι, θα 'λεγε κανείς από σύμπτωση, όταν, με φωνή που μόλις ακουγόταν, η Κάρυ είπε: «Θα το ήθελα πολύ. Πάρα πολύ.» Ο Τόμυ είχε αρκετή αντίληψη ώστε να καταλάβει πως αυτό δεν ήταν ακριβώς μια καταφατική απάντηση, και ξανά του γεννήθηκαν αμφιβολίες. Όμως η αρχή είχε γίνει. «Κάν' το, τότε. Θα είναι ωραία. Και για τους δυο μας. Από μας εξαρτάται.» «Όχι», του είπε με μια ξαφνική μελαγχολία που θα 'λεγε κανείς ότι σχεδόν την ομόρφαινε. «Θα είναι ένας εφιάλτης.» «Δεν έχω πάρει ακόμα εισητήρια», είπε ο Τόμυ, σαν να μη την είχε ακούσει. «Σήμερα είναι η τελευταία μέρα που πουλάνε.» «Ε, Τόμυ, έχεις πάρει λάθος δρόμο!», του φώναξε ο Μπρεντ Τζίλιαν.
«Τι; Τι;»
Τουλάχιστον δεν είχε θυμώσει. Ο Τόμυ περίμενε ένα ξέσπασμα οργής και τη δική του άτακτη υποχώρηση. Να όμως που δεν ήταν θυμωμένη· φαινόταν να μη μποοεί να συλλάβει το νόημα της φράσης του. Τώρα βρίσκονταν μόνοι σε μια τάξη που είχε αδειάσει από μαθητές και που σύντομα θα ξαναγέμιζε. «Ο Χορός», της είπε κάπως κλονισμένος. «Είναι την Παρασκευή που μας έρχεται και ξέρω πως είναι αργά τώρα που σου το ζητάω, αλλά _ »
89
90
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Η Κάρυ σταμάτησε. «Θ' αργήσεις», του είπε. «Θα έρθεις;» «Το μάθημα σου», είπε αναστατωμένη. «Το μάθημα σου. Θα χτυπήσει το κουδούνι.» «Θα έρθεις;» «Ναι», του είπε με οργισμένη απόγνωση. «Το ήξερες πως θα δεχόμουνα.» Σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη του χεριού της. «Όχι, δεν το ήξερα», της είπε. «Τώρα το ξέρω. Θα περάσω να σε πάρω στις εφτάμισι.» «Ωραία», ψιθύρισε η Κάρυ. «Σ' ευχαριστώ.» Έμοιαζε έτοιμη να λιποθυμήσει. Τότε, αβέβαιος όσο ποτέ, της άγγιξε το χέρι.
θρώπου που πάτησε τη σκανδάλη, που πυροδότησε την καταστροφή. Ένα ερώτημα παραμένει. Το έκανε σκόπιμα ή εν αγνοία του; Η Σούζαν Σνελ παραδέχεται πως ο Ρος επρόκειτο να συνοδεύσει την ίδια. Ισχυρίζεται ότι η ίδια ζήτησε από τον Ρος να συνοδεύσει την Κάρυ, σαν επανόρθωση για το επεισόδιο που είχε συμβεί στ' αποδυτήρια. Όσοι αντικρούουν αυτήν την εκδοχή -τον τελευταίο καιρό επικεφαλής τους βρίσκεται ο Τζωρτζ Τζέρομ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ-ισχυρίζονται, πως πρόκειται είτε για διαστροφή, έστω και ρομαντικού χαρακτήρα, είτε για συνειδητό ψέμμα. Ο Τζέρομ, με την εγκυρότητα και την ευγλωττία που τον διακρίνουν, ισχυρίζεται πως είναι ολωσδιόλου ασυνήθιστη στα γυμνασιόπαιδα η "τάση επανόρθωσης" οποιασδήποτε πράξης τους -και ιδιαίτερα της προσβολής προσώπου με μαθητική ιδιότητα, αποκλεισμένου από τις μαθητικές παρέες. "Θα ήταν πάρα πολύ ενθαρρυντικό αν μπορούσαμε να πιστέψουμε πως η ανθρώπινη φύση στη διάρκεια της εφηβείας είναι διατεθειμένη να περισώζει με τέτοιες χειρονομίες την περηφάνεια και τον αυτοσεβασμό ενός 'αδύναμου πουλιού' που υφίσταται τα μύρια όσα", δήλωσε ο Τζέρομ σε ένα πρόσφατο τεύχος του Αtlantic Monthly, "όμως συμβαίνει να γνωρίζουμε δυστυχώς πώς έχουν τα πράγματα. Το αδύναμο πουλί δεν μπορεί να ελπίζει σε καμία βοήθεια· τα άλλα πουλιά δεν πρόκειται να το περιμαζέψουν μέσα από τα χώματα· το πιθανότερο είναι να το αποτελειώσουν γρήγορα και χωρίς κανένα οίκτο." Ο Τζέρομ, βέβαια, έχει απόλυτο δίκιο -όσον αφορά στα πουλιά τουλάχιστον- και η ευγλωττία του χωρίς αμφιβολία έχει στοιχειοθετήσει την άποψη ότι ο Ρος έπαιξε ρόλο γελωτοποιού, άποψη την οποία η Επιτροπή Γουάιτ προσέγγισε αλλά απέφυγε να διατυπώσει απερίφραστα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο Ρος και η Κριστίν Χάργκενσεν (βλ. σελ. 10-18), αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας συνομωσίας με σκοπό να προσελκύσουν την Κάρυ Γουάιτ στον Χορό,
Από το Τhe Shadow Exploded (σελ. 74-76): Ίσως καμία άλλη πλευρά της υπόθεσης Κάρυ Γουάιτ δεν έχει παρεξηγηθεί σε τέτοιο βαθμό, δεν έχει αμφισβητηθεί ή δεν έχει τυλιχτεί με πέπλο μυστηρίου, όσο ο ρόλος που έπαιξε ο Τόμας Έβερετ Ρος, ο συνοδός της Κάρυ στο Χορό της Άνοιξης του Γυμνασίου Γιούιν. Ο Μόρτον Κρατσμπάρκεν, σε μια ομολογουμένως εντυπωσιακή επιστολή που απηύθηνε πέρσυ στην Εθνική Συν-διάσκεψη Ερευνητών Ψυχικών Φαινομένων, είπε πως τα δυο πιο εκπληκτικά γεγονότα του 20ου αιώνα υπήρξαν η δολοφονία του Τζων Φ. Κέννεντυ το 1963 κι η καταστροφή του Τσάμπερλεν το Μάιο του 1979. Ο Κρατσμπάρκεν τονίζει πως και τα δυο γεγονότα, χάρη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, γνώρισαν μεγάλη δημοσιότητα, και πως και τα δύο σχεδόν κραύγαζαν την τρομαχτική αλήθεια ότι, ενώ κάτι είχε τελειώσει, κάτι άλλο είχε αναπότρεπτα τεθεί σε κίνηση. Αν μπορεί να υπάρξει κάποια σύγκριση, τότε ο Τόμας Ρος έπαιξε το ρόλο του Λη Χάρβευ Όσβαλντ -του αν-
91
93
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
όπου θα τους ήταν εύκολο να την ταπεινώσουν στο έπακρο. Κάποιοι μελετητές της υπόθεσης (κυρίως συγγραφείς αστυνομικών έργων) ισχυρίζονται επίσης, πως η Σου Σνελ είχε λάβει ενεργό μέρος σ' αυτή τη συνομωσία. Αυτή η θεωρία χρωματίζει τον "μυστηριώδη" κ. Ρος με τον χειρότερο τρόπο, εμφανίζοντας τον ως γελωτοποιό που σκοπίμως οδήγησε ένα άβουλο κορίτσι σε κατάσταση τρομαχτικής υπερέντασης. Ο υποφαινόμενος πιστεύει πως κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με τον χαρακτήρα του κ. Ρος. Πρόκειται για μια πλευρά που δεν έχει ερευνηθεί σχεδόν καθόλου από τους δυσφημιστές του, που τον έχουν περιγράψει ως ένα μάλλον νωθρό πνευματικά άτομο, που μπόρεσε να καταξιωθεί μέσα από μαθητικά κυκλώματα και φατρίες χάρη στην ενασχόληση του με τον αθλητισμό. Η φράση "μουγκός πίθηκος" εκφράζει τέλεια την άποψη αυτή για τον Τόμυ
Νύχτα του Χορού, όπως την ονομάζει τώρα ο Τύπος, επέζησαν μόνο δώδεκα άτομα. Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι όσοι δεν είχαν προσέλθει ήταν στην πλειοψηφία τους οι λιγότερο δημοφιλείς μαθητές των τελευταίων τάξεων. Αν αυτοί οι "παρίες" θυμούνται τον Ρος σαν εγκάρδιο κι ευγενικό τύπο (αρκετοί τον χαρακτήρισαν "πολύ σωστό παιδί"), τότε οι απόψεις του Καθηγητή Τζέρομ είναι φανερό πως διόλου δεν ευσταθούν. Ο σχολικός φάκελος του Ρος -που σύμφωνα με το νόμο δεν μπορώ να παραθέσω εδώ- σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις των συμμαθητών του, και τα σχόλια συγγενικών προσώπων, γειτόνων και καθηγητών, μας δίνει την εικόνα ενός εξαιρετικού νέου. Πρόκειται για ένα γεγονός που δεν δένει καθόλου με την εικόνα του πανούργων και σκληρών νέων του καθηγητή Τζέρομ. Προφανώς, ο Τόμυ ήταν σε θέση να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα κι ήταν αρκετά αυτόνομος ώστε να μη διστάσει να καλέσει την Κάρυ. Στην πραγματικότητα, ο Τόμας Ρος αποτελούσε μία σπάνια περίπτωση: ήταν ένας νεαρός με κοινωνική συνείδηση. Δεν πάω να τον βγάλω άγιο. Όμως ύστερα από σχολαστική έρευνα, μπορώ να υποστηρίξω ότι δεν ήταν ούτε και "κόκορας" στο κοτέτσι ενός σχολείου, που συνέβαλε στην εξόντωση μιας αδύναμης κότας...
92
Ρος.
Είναι αλήθεια, πως ο Ρος ήταν ένας αθλητής με πολύ σπουδαίες επιδόσεις. Το αγαπημένο του σπορ ήταν το μπέιζμπωλ και ήταν μέλος τη ομάδας του Γιούιν από τότε που ήταν στη δευτέρα τάξη. Ο Ντικ Ο' Κόνελ, μάνατζερ της ομάδας των Ρεντ Σοκς της Βοστώνης, έχει δηλώσει πως αν ο Ρος βρισκόταν τώρα εν ζωή, θα του προσφερόταν ένα πολύ μεγάλο ποσό προκειμένου να υπογράψει συμβόλαιο. Ο Ρος, όμως, ήταν ταυτόχρονα και αριστούχος μαθητής (πράγμα που δεν ταιριάζει με την εικόνα του "μουγκού πιθήκου") και οι γονείς του έχουν πει πως είχε αποφασίσει ν' αφήσει το μπέιζμπωλ μέχρι να τελειώσει το Κολλέγιο, όπου σκόπευε να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Ενδιαφερόταν για την ποίηση, και έξι μήνες πριν από το θάνατο του ένα "μικρό περιοδικό", το Ενerleaf, είχε δημοσιεύσει ένα ποίημα του. Μπορείτε να το βρείτε στο παράρτημα V. Οι επιζώντες συμμαθητές του μιλούν γι αυτόν με τα καλύτερα λόγια, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Από τη
Ήταν ξαπλωμένη (δεν τη φοβάμαι δεν τη φοβάμαι) στο κρεβάτι της με το μπράτσο πάνω από τα μάτια. Ήταν Σάββατο βράδυ. Αν σκόπευε να φτιάξει το φουστάνι που είχε σχεδιάσει, θα έπρεπε να ξεκινήσει το αργότερο (δε φοβάμαι μαμά) την επομένη. Είχε κιόλας αγοράσει το ύφασμα από το John’s στο Γουέστοβερ. Η απαλότητα κι η πολυτέλεια του την τρόμαξαν. Την είχε τρομάξει κι η τιμή του, όπως κι ο
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
τεράστιος χώρος του καταστήματος και οι κομψές κυρίες που πηγαινοέρχονταν με τα ανάλαφρα ανοιξιάτικα φορέματα τους, εξετάζοντας τα τόπια. Υπήρχε κάτι το παράξενο στην ατμόσφαιρα εκείνου του μαγαζιού, που σε τίποτα δεν θύμιζε τα μαγαζάκια του Τσάμπερλεν. Πτοήθηκε αλλά δεν έκανε πίσω. Γιατί, αν ήθελε, μπορούσε να τους κάνει όλους εκεί μέσα να βγουν στους δρόμους ουρλιάζοντας. Ν' αναποδογυρίσει τις κούκλες, να ρίξει κάτω τα φώτα, να τινάξει τα τόπια στον αέρα. Σαν τον Σαμψών στο ναό, μπορούσε, αν το ήθελε, να σκορπίσει την καταστροφή. (δε φοβάμαι) Το πακέτο το είχε κρυμμένο σ' ένα ράφι κάτω στην αποθήκη και θα το έφερνε πάνω. Απόψε. Άνοιξε τα μάτια.
τέσσερα λάστιχα του φολκσβάγκεν της δεσποινίδας Μακάφερτυ ξεβιδώνοντας τις βαλβίδες. Οι πέτρες _ (!!! όχι όχι όχι όχι όχι!!!) _ τώρα όμως δεν μπορούσε πια ν' αποδιώξει τη μνήμη, όπως δεν μπορούσε να καταργήσει και την περίοδο της, κι η ανάμνηση αυτή δεν ήταν καθόλου θολή, αυτή όχι· ήταν σκληρή και αστραφτερή σαν κεραυνός: το κοριτσάκι (μαμά σταματά δε μπορώ ν'αναπνευσω ωχ ο λαιμός μου αχ μαμά συγνώμη δεν θα ξανακοιτάξω μαμά η γλωσσά μου τρέχει αίμα έχω αίματα στο στόμα) το καημένο το κοριτσάκι (στριγγλιες: βρωμοθηλυκο ξέρω τι σου χρειάζεται εσένα ξέρω τι πρέπει να γίνει) το καημένο το κοριτσάκι ξαπλωμένο το μισό μέσα στη ντουλάπα και το μισό απ' έξω, να βλέπει μαύρα αστέρια να χορεύουν μπρος στα μάτια του όπου κι αν κοίταζε, ένας βόμβος απόμακρος, η γλώσσα πρησμένη, νωθρή ανάμεσα στα χείλη, ο λαιμός γδαρμένος εκεί που έσφιγγε η Μαμά, και να η Μαμά επιστρέφει, έρχεται καταπάνω της, η Μαμά κρατά το μεγάλο χασαπομάχαιρο του Μπαμπά Ραλφ (θα στο ξεριζώσω πρέπει να ξεριζωθεί το κακό οι αμαρτίες της σάρκας ω τα ξέρω γω αυτά καλά τα ματιά σου θα στα βγάλω τα ματιά) στο δεξί της χέρι, το πρόσωπο της Μαμάς παραμορφωμένο, σάλια στο σαγόνι της και στο άλλο χέρι κρατά τη Βίβλο του Μπαμπά Ραλφ (έτσι δεν θα ξανακοιτάξεις άλλη φορά αυτή τη γυμνή πόρνη) και κάτι σαν να λύγισε, όχι ακριβώς λύγισε, κάτι ΕΥΚΑΜΠΤΟ μέσα της, τεράστιο, ασχημάτιστο, τιτάνιο, μια πηγή δύναμης που δεν ανήκε σ' αυτήν και που ποτέ δεν θα ξανααποκτούσε, κι ύστερα κάτι έπεσε πάνω στη στέγη κι η Μαμά ούρλιαξε και της έπεσε από το χέρι η Βίβλος του Μπαμπά Ραλφ, κι ήταν καλό αυτό, κι ύστερα κι άλλοι κρότοι κι άλλα χτυπήματα κι ύστερα το σπίτι άρχισε να
94
Λύγισμα.
Το γραφείο σηκώθηκε στον αέρα, ταλαντεύτηκε για μια στιγμή κι ύστερα σηκώθηκε ακόμα ψηλώτερα, ώσπου άγγιξε το ταβάνι. Το χαμήλωσε. Το ξανασήκωσε. Το χαμήλωσε πάλι. Τώρα το κρεβάτι μαζί με την ίδια. Πάνω. Κάτω. Πάνω. Κάτω. Σαν ασανσέρ. Δεν ήταν καθόλου κουρασμένη. Ε, λιγάκι. Όχι πολύ. Η ικανότητα της, σχεδόν ανύπαρκτη δυο βδομάδες πριν, βρισκόταν τώρα σε πλήρη άνθηση. Είχε κάνει προόδους με μια ταχύτητα που _ σχεδόν την τρόμαζε. Και τώρα, φαινομενικά απρόσκλητες -όπως κι η περίοδος- ένα σωρό αναμνήσεις την κατέκλυζαν, λες και κάποιο φράγμα του μυαλού είχε σπάσει, και νερά πρωτόγνωρα ξεχύνονταν παντού. Μια θολή ανάμνηση ενός μικρού κοριτσιού· αληθινή παρ' όλα αυτά. Σκόρπιες αναμνήσεις· εικόνες να χορεύουν πάνω στους τοίχους· βρύσες να ανοίγουν από μόνες τους στην άλλη άκρη της κουζίνας· η Μαμά να της ζητά (καρυ κλείσε το παράθυρο θα βρέξει) να κάνει κάτι, και όλα τα παράθυρα του σπιτιού ξαφνικά να κλείνουν με πάταγο· να ξεφουσκώνει με μιας και τα
95
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
πετά τα έπιπλα πέρα δώθε κι η Μαμά έριξε κάτω το μαχαίρι κι έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να προσεύχεται με τα χέρια ψηλά και να κουνιέται και τα κρεβάτια βροντοκοπούσαν στο πάνω πάτωμα ενώ γύρω της σφύριζαν οι καρέκλες και το τραπέζι προσπαθούσε να βγει από το παράθυρο και τα μάτια της Μαμάς είχαν γουρλώσει και με το δάχτυλο έδειχνε το μικρό κορίτσι (εσύ εσύ σπέρμα του σατανά μάγισσα δαίμονα εσν τα κανείς) κι ύστερα οι πέτρες κι η Μαμά λιποθύμησε την ώρα που η οροφή έσπαγε λες και πατούσε πάνω της ο Θεός κι ύστερα— Ύστερα έχασε τις αισθήσεις της κι εκείνη. Και μετά από αυτό δεν θυμόταν τίποτα. Η Μαμά δεν μίλησε ποτέ γι αυτό. Το χασαπομάχαιρο μπήκε στη θέση του, στο συρτάρι. Η Μαμά της έκρυψε τις μελανιές στο λαιμό και η Κάρυ σαν να θυμόταν πως την είχε ρωτήσει πώς είχαν γίνει οι μελανιές κι η Μαμά είχε σφίξει τα χείλη και δεν είχε πει κουβέντα. Σιγά-σιγά ξεχάστηκαν αυτά. Τα μάτια της μνήμης άνοιγαν μονάχα στα όνειρα. Οι εικόνες δεν χοροπήδησαν ξανά στους τοίχους. Τα παράθυρα δεν ξανάκλεισαν από μόνα τους. Η Κάρυ δε θυμότανε εποχή που τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι κοιτούσε το ταβάνι καταϊδρωμένη. «Κάρυ! Φαγητό!» «Ευχαριστώ (δε φοβάμαι) Μαμά.» Σηκώθηκε κι έπιασε τα μαλλιά της με μια μπλε κορδέλα. Μετά κατέβηκε στο κάτω πάτωμα.
Πόσο φανερό ήταν το "άγριο ταλέντο" της Κάρυ και τί να πίστευε γι' αυτό η Μάργκαρετ Γουάιτ σύμφωνα με την ακραία χριστιανική ηθική της; Αυτό, ίσως, δε θα το μάθουμε ποτέ. Βεβαίως, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να πιστέψει πως η αντίδραση της κυρίας Γουάιτ σίγουρα θα ήταν κι αυτή ακραία...
96
Από το The Shadow Exploded (σελ. 59):
97
«Ούτε που την άγγιξες την πίτα σου, Κάρυ», είπε η Μαμά σηκώνοντας το κεφάλι της από το φυλλάδιο που μελετούσε. «Είναι σπιτικιά.» «Όταν την τρώω, βγάζω σπυράκια, Μαμά.» «Τα σπυράκια στα στέλνει ο Κύριος για να σε τιμωρήσει. Φάε την πίτα σου.» «Μαμά;» «Ναι;» Η Κάρυ έκανε τη βουτιά. «Ο Τόμυ Ρος με κάλεσε στο Χορό της Άνοιξης, που θα γίνει την επόμενη Παρασκευή—» Το φυλλάδιο ξεχάστηκε. Με μάτια γουρλωμένα, η Μαμά την κοιτούσε σα να μη πίστευε τ' αυτιά της. Τα ρουθούνια της τρεμόπαιξαν, όπως τα ρουθούνια του αλόγου που ακούει την ουρά ενός κροταλία. Η Κάρυ προσπάθησε να καταπιεί έναν κόμπο στο λαιμό (δεν φοβάμαι όχι φοβάμαι) αλλά δεν τα κατάφερε. « _ κι είναι πολύ ευγενικό παιδί. Υποσχέθηκε να έρθει να σε γνωρίσει πριν και_» «Όχι.» « _ να με φέρει σπίτι στις έντεκα. Εγώ _ » «Όχι, όχι, όχι!» « _ δέχτηκα. Μαμά, σε παρακαλώ, κατάλαβε πως πρέπει ν' αρχίσω... να προσπαθήσω, να συμβαδίσω με τον κόσμο. Είμαι γελοία -θέλω να πω, πως τα παιδιά νομίζουν
98
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
πως είμαι γελοία. Δε θέλω να είμαι έτσι. Θέλω να προσπαθήσω να γίνω ένας κανονικός άνθρωπος, πριν να είναι πολύ αργά _ » Η κ. Γουάιτ πέταξε το τσάι της στο πρόσωπο της Κάρυ. Ήταν χλιαρό αλλά ακόμα και καυτό να ήταν, πάλι το ίδιο απότομα θα έκοβε στη μέση την ομιλία της κόρης της. Η Κάρυ σώπασε μουδιασμένη ενώ το κεχριμπαρένιο υγρό έσταζε απ' τα μάγουλα και το πηγούνι πάνω στην άσπρη μπλούζα της. Κολλούσε και μύριζε κανέλα. Η κ. Γουάιτ έτρεμε. Το πρόσωπο της ήταν παγωμένο και μόνο τα ρουθούνια της εξακολουθούσαν να πεταρίζουν. Απότομα, έριξε το κεφάλι της πίσω και ούρλιαξε προς το ταβάνι: «Θεέ! Θεέ! Θεέ!» Το σαγόνι της τιναζόταν άγρια σε κάθε συλλαβή. Η Κάρυ καθόταν ακίνητη. Η κ. Γουάιτ σηκώθηκε κι έκανε το γύρο του τραπεζιού. Τα δάχτυλα της ήταν λυγισμένα σα νύχια αρπακτικού. Το πρόσωπο της είχε μια παρανοϊκή έκφραση που φανέρωνε οίκτο ανάμικτο με μίσος. «Στη ντουλάπα», είπε. «Πήγαινε στη ντουλάπα σου και προσευχήσου.» «Όχι, Μαμά.» «Αγόρια. Ναι, μετά έρχονται τ' αγόρια. Μετά το αίμα ακολουθούνε τ' αγόρια. Σα τα σκυλιά που μυρίζονται και τους τρέχουν τα σάλια και ψάχνουν να βρουν από πού έρχεται η μυρωδιά. Αυτή... η μυρουδιά!» Σήκωσε το χέρι της κι ο θόρυβος που έκανε η παλάμη της στο πρόσωπο της Κάρυ (ω Θεέ μου φοβάμαι πολύ τώρα) έμοιαζε με τον ήχο που βγάζει ένα δερμάτινο λουρί, όταν κάνει στράκα στον αέρα. Η Κάρυ έμεινε καθιστή παρ' όλο που το κορμί της έγειρε προς τα πίσω. Το αποτύπωμα στο μάγουλο, άσπρο στην αρχή, έγινε κατακόκκινο. «Το σημάδι», είπε η κυρία Γουάιτ. Τα μάτια της ήταν τεράστια αλλά ανέκφραστα· έπαιρνε
γρήγορες, κοφτές ανάσες. Έμοιαζε να μιλά στον εαυτό της, καθώς τα λυγισμένα δάχτυλα καρφώθηκαν στον ώμο της Κάρυ και την τράβηξαν από την καρέκλα. «Το είδα. Ω, ναι. Όμως. Εγώ. Ποτέ. Δεν έκανα. Μόνο γι' αυτόν. Αυτός. Με. Πήρε...» Το άψυχο βλέμμα της πλανιόταν ψηλά στο ταβάνι. Η Κάρυ τρομοκρατήθηκε. Της φάνηκε πως η Μαμά βρισκόταν στα πρόθυρα μιας φοβερής αποκάλυψης που θα μπορούσε να την καταστρέψει. «Μαμά__» «Στ' αυτοκίνητα. Ω, ξέρω πού σε πηγαίνουνε όταν σε παίρνουν. Στα περίχωρα. Στα μοτέλ. Ουίσκυ. Μυρίζουν... σε καταλαβαίνουν από τη μυρωδιά!» Η φωνή της έγινε στριγγλιά, οι τένοντες πετάχτηκαν στο λαιμό της και το κεφάλι της έκανε κύκλους σα να προσπαθούσε μέσα από μια σπειροειδή κίνηση να κατευθυνθεί προς τα πάνω. «Μαμά, καλύτερα να σταματήσεις.» Οι λέξεις φάνηκε να την επαναφέρουν σε μια θολή πραγματικότητα. Τα χείλη της συσπάστηκαν σε ένα μορφασμό έκπληξης και σταμάτησε, σαν να πάσχιζε να πιαστεί από κάποια παλιά στηρίγματα μέσα σ' ένα καινούριο κόσμο. «Στη ντουλάπα», μουρμούρισε. «Πήγαινε στη ντουλάπα σου και προσευχήσου.» «Όχι.» Η Μαμά σήκωσε το χέρι να τη χτυπήσει. «Όχι!» Το χέρι κοκάλωσε στον αέρα. Η Μαμά το κοίταζε σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως το χέρι βρισκόταν ακόμα εκεί, πως δεν είχε πάθει τίποτα. Το ταψί με την πίτα υψώθηκε από το τραπέζι και πετάχτηκε πάνω στον τοίχο, πλάι στην πόρτα του σαλονιού γεμίζοντας τον ζουμιά και βατόμουρα. «Θα πάω, Μαμά!» Το αναποδογυρισμένο φλυτζάνι της Μαμάς σηκώθηκε, πέταξε ξυστά από το κεφάλι της και τσακίστηκε πάνω στην κουζίνα. Η Μαμά έσκουξε κι έπεσε στα γόνατα με τα
99
100
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
χέρια υψωμένα πάνω από το κεφάλι. «Παιδί του διαβόλου», βόγγηξε. «Παιδί του διαβόλου, σπέρμα του σατανά...» «Μαμά, σήκω πάνω.» «Ασέλγεια κι ακολασία, οι πειρασμοί της σάρκας__ » «Σήκω πάνω!» Η φωνή της κόπηκε αλλά δε σηκώθηκε. Έμεινε με τα χέρια πάνω από το κεφάλι της σαν αιχμάλωτος πολέμου. Τα χείλη της σάλευαν. Της Κάρυ της φάνηκε πως προσευχόταν στον Κύριο. «Δεν θέλω να τσακωνόμαστε, Μαμά», είπε η Κάρυ με φωνή ραγισμένη. Αγωνίστηκε να συγκρατήσει ένα λυγμό. «Το μόνο που θέλω, είναι να μ' αφήσεις να ζήσω τη δική μου ζωή. Δεν... δε μου αρέσει η δική σου.» Σταμάτησε φοβισμένη, παρά τη δύναμη της. Είχε ξεστομίσει την ύστατη βλασφημία, μια βλασφημία πολύ χειρότερη από τη λέξη που αρχίζει από Γ. «Μάγισσα», ψιθύρισε η Μαμά. «Στο βιβλίο του Κυρίου λέει: "Ουδείς θα ανεχθεί μια μάγισσα ζωντανή." Ο πατέρας σου έκανε πάντα το θέλημα του Κυρίου...» «Δε θέλω να μιλήσω γι αυτό», είπε η Κάρυ. Την ενοχλούσε πάντα ν' ακούει τη Μαμά να μιλάει για τον πατέρα της. «Το μόνο που θέλω είναι να καταλάβεις πως τα πράγματα θ' αλλάξουν εδώ πέρα, Μαμά.» Τα μάτια της έλαμψαν. «Και καλά θα κάνουν να το καταλάβουν κι οι Αλλοι.» Η Μαμά όμως είχε αρχίσει πάλι να ψιθυρίζει. Απογοητευμένη από αυτή τη άδοξη μετάπτωση στα τετριμένα, η Κάρυ κατέβηκε στο υπόγειο να πάρει το ύφασμα για το φουστάνι της. Καλύτερα εκεί κάτω απ' ό,τι στη ντουλάπα. Οπουδήποτε αλλού θα ήταν καλύτερα παρά στη ντουλάπα με το γαλάζιο φως και τη μπόχα του ιδρώτα και της αμαρτίας της. Οπουδήποτε. Ο,τιδήποτε. Στάθηκε αγκαλιάζοντας σφιχτά το τυλιγμένο πακέτο κι έκλεισε τα μάτια, αποδιώχνοντας το αδύναμο φως του γυμνού, αραχνιασμέ-
ΚΑΡΥ
101
νου λαμπτήρα της αποθήκης. Ο Τόμυ Ρος δεν την αγαπούσε· το ήξερε. Η πράξη του ήταν ένα είδος επανόρθωσης και κείνη ήταν σε θέση να το καταλάβει αυτό και να ανταποκριθεί. Ήταν αρκετά εξοικειωμένη με το νόημα της μετάνοιας -εδώ και πολλά χρόνια. Της είχε πει πως θα περνούσαν όμορφα -ότι απ' αυτούς εξαρτιόταν. Ε, λοιπόν αυτή θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της. Αλλά καλά θα έκαναν να μην επιχειρήσουν τίποτα σε βάρος της. Το καλό που τους ήθελε, να μη την πειράξουν. Δεν ήξερε αν το χάρισμα της το χρωστούσε στον Άρχοντα του Φωτός ή του Σκότους, και τώρα που επιτέλους ανακάλυπτε πως δεν την ένοιαζε καθόλου αυτό, την πλημύριζε μια απερίγραπτη ανακούφιση, σαν να είχε γλιστρήσει από τους ώμους της ένα τεράστιο βάρος που κουβαλούσε από καιρό. Στο επάνω πάτωμα η Μαμά ψιθύριζε ακατάπαυστα. Τα λόγια της δεν ήταν η Προσευχή του Κυρίου. Ήταν ο Εξορκισμός, από το Δευτερονόμιο.
Από το βιβλίο Το Όνομα Μου Είναι Σούζαν Σνελ (σελ. 23): Τελικά αυτή την ιστορία την έκαναν ακόμα και ταινία. Την είδα τον περασμένο Απρίλιο. Όταν βγήκα έξω από τον κινηματογράφο μου 'ρχόταν να κάνω εμετό. Όποτε συμβαίνει κάτι σημαντικό στην Αμερική, πρέπει οπωσδήποτε να το επιχρυσώσουν. Έτσι, που να μπορεί να ξεχαστεί. Το να ξεχαστεί όμως η Κάρυ Γουάιτ ίσως είναι ένα λάθος πολύ μεγαλύτερο απ' όσο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί...
102
103
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Δευτέρα πρωί. Ο Γυμνασιάρχης Γκρέυλ κι ο βοηθός του Πητ Μόρτον έπιναν καφέ στο γραφείο του Γκρέυλ. «Είχαμε κανένα νέο από τον Χάργκενσεν;» ρώτησε ο Μόρτυ και το στόμα του στράβωσε όπως του Τζων Γουαίην, παίρνοντας μια έκφραση κάπως φοβισμένη. «Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Κι η Κριστίν έπαψε να λέει δεξιά κι αριστερά πως ο πατέρας της θα μας πετάξει στο δρόμο.» Ο Γκρέυλ φύσηξε τον καφέ του βλοσυρός. «Δε σε βλέπω όμως ιδιαίτερα ευχαριστημένο.» «Δεν είμαι. Το ήξερες πως η Κάρυ Γουάιτ θα πάει κι αυτή στο Χορό;» Ο Μόρτυ ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Με ποιόν; Με το Ράμφος;» Το Ράμφος ήταν ο Φρέντυ Χολτ, ένας από τους παρίες του Γιούιν. Ζύγιζε περίπου πενήντα κιλά χορτάτος κι όποιος τον κοιτούσε έμπαινε στον πειρασμό να πιστέψει πως τα τριάντα κιλά ήταν μύτη. «Όχι», είπε ο Γκρέυλ, «με τον Τόμυ Ρος.» Ο Μόρτυ στραβοκατάπιε τον καφέ του και πνίγηκε στο βήχα. «Έτσι ακριβώς αντέδρασα κι εγώ», είπε ο Γκρέυλ. «Και τι θα γίνει με το κορίτσι του; Τη μικρή Σνελ;» «Νομίζω πως αυτή τον έβαλε να το κάνει», είπε ο Γκρέυλ. «Όταν της μίλησα, κατάλαβα πως αισθάνεται ένοχη για το επεισόδιο με την Κάρυ. Τώρα είναι στην Επιτροπή Διακόσμησης, πανευτυχής, λες και το γεγονός ότι δε θα πάει στο χορό δε σημαίνει γι' αυτήν απολύτως τίποτα.» «Αα», είπε με σοφία ο Μόρτυ. «Όσο για τον Χάργκενσεν -νομίζω πως θα το συζήτησε και με άλλους και θα κατάλαβε πως αν θέλουμε, μπορούμε να του κάνουμε μήνυση για λογαριασμό της Κάρυ Γουάιτ. Πιστεύω πως του κόπηκε η φόρα. Εκείνη που με ανησυχεί είναι η κόρη του.» «Λες να γίνει κανένα επεισόδιο την Παρασκευή το
βράδυ;» «Δεν ξέρω. Ξέρω, όμως, πως η Κρις έχει πολλούς φίλους που θα βρίσκονται εκεί. Χώρια που τα 'χει με κεί-νον τον ελεεινό, τον Μπίλυ Νόλαν. Αυτουνού τους φίλους αν τους μαζέψεις, γεμίζεις ολόκληρο ζωολογικό κήπο. Καταλαβαίνεις τι σόι τύποι. Απ' αυτούς που ξεκινούν την καριέρα τους τρομάζοντας έγκυες γυναίκες. Η Κρις Χάργκενσεν τον σέρνει από τη μύτη, απ' ό,τι έχω ακούσει.» «Φοβάσαι τίποτα το συγκεκριμένο;» Ο Γκρέυλ έκανε μια χειρονομία ανησυχίας. «Συγκεκριμένο; Όχι. Αλλά είμαι σ' αυτή τη δουλειά αρκετό καιρό και μπορώ να καταλάβω πως θα 'χουμε μπελάδες. Θυμάσαι τον αγώνα με το Στάντλερ το '76;» Ο Μόρτυ έγνεψε καταφατικά. Τρία χρόνια ήταν πολύ λίγα για να ξεχαστεί ο αγώνας μπάσκετ Γιούιν-Στάντλερ. Ο Μπρους Τρέβορ ήταν μέτριος μαθητής αλλά καταπληκτικός μπασκετμπωλίστας. Ο προπονητής Γκέινς δεν τον συμπαθούσε, αλλά χάρη στον Τρέβορ το Γιούιν θα κατόρθωνε να φτάσει στα ημιτελικά του τουρνουά για πρώτη φορά ύστερα από δέκα χρόνια. Αποβλήθηκε από την ομάδα μια βδομάδα πριν τον κρίσιμο αγώνα με το Στάντλερ. Μια επιθεώρηση ρουτίνας -που μάλιστα είχε εκ των προτέρων ανακοινωθεί- στα ντουλάπια των αποδυτηρίων αποκάλυψε ένα κιλό μαριχουάνα πίσω από τα βιβλία της Αγωγής Πολίτου του Τρέβορ. Το Γιούιν έχασε το παιχνίδι -και την πρόκριση- με σκορ 104-48. Αυτό όμως δεν το θυμόταν κανείς. Εκείνο που θυμόνταν όλοι ήταν η διαδήλωση που είχε διακόψει τον αγώνα στο δεύτερο ημίχρονο· με αρχηγό τον Μπρους Τρέβορ, που με το δίκιο του φώναζε πως η δουλειά ήταν στημένη. Τέσσερα άτομα κατέληξαν στο νοσοκομείο. Ένα απ' αυτά ήταν ο προπονητής του Στάντλερ, που είχε χτυπηθεί στο κεφάλι μ' ένα μεταλλικό κουτί "πρώτων βοηθειών". «Έχω το ίδιο προαίσθημα που είχα και τότε», είπε ο Γκρέυλ.
104
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
«Σαν να μου φαίνεται πως κάτι μυρίζομαι. Κάποιος θα έρθει στο χορό με σάπιες ντομάτες ή κάτι τέτοιο.» «Ίσως να έχεις μαντικές ικανότητες», είπε ο Μόρτυ.
Από το The Shadow Exploded (σελ. 92-93): Τώρα πια είναι γενικά παραδεχτό πως η τηλεκινησία είναι ένα φαινόμενο που κληρονομικά εκφυλίζεται -όμως βρίσκεται στον αντίποδα ασθενειών όπως η αιμοφιλία, η οποία εμφανίζεται μόνο στους άρρενες, και που κάποτε ονομαζόταν "η Κατάρα των Βασιλέων". Το γονίδιο της ασθένειας αυτής, αν κληρονομηθεί από το θήλυ είναι ακίνδυνο. Οι άρρενες απόγονοι όμως είναι "αιμοφιλικοί". Η ασθένεια παρουσιάζεται μόνο αν ένας αιμοφιλικός άντρας παντρευτεί μια γυναίκα φορέα. Αν ο απόγονος μιας τέτοιας ένωσης είναι αρσενικός, τότε σίγουρα θα είναι αιμοφιλικός. Αν ο απόγονος είναι θήλυ, τότε θα είναι απλώς φορέας. Θα πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί, ότι είναι δυνατόν ένας άνδρας να φέρει απλώς το γονίδιο της αιμοφιλίας, ως ένα μέρος των γενετικών του χαρακτηριστικών. Αν όμως παντρευτεί γυναίκα με το ίδιο "παράνομο" γονίδιο, τότε αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα ο αρσενικός απόγονος να είναι σίγουρα αιμοφιλικός. Στις περιπτώσεις των βασιλικών οικογενειών -όπου συνηθίζονταν οι γάμοι ανάμεσα σε μέλη της οικογένειας-οι πιθανότητες αναπαραγωγής του γονιδίου ήταν πολύ μεγάλες -εξ ου και η ονομασία "Κατάρα των Βασιλέων". Στις αρχές του αιώνα η αιμοφιλία ήταν επίσης πολύ διαδεδομένη στα Απαλλάχεια Όρη, και αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στους πολιτισμούς εκείνους που επιτρέπουν την αιμομιξία και το γάμο ανάμεσα σε πρώτα ξαδέρφια. Στην περίπτωση της τηλεκινησίας, φορέας, κατά τα φαινόμενα, είναι ο άντρας. Το γονίδιο της τηλεκινησίας
ΚΑΡΥ
105
μπορεί να εκφυλίζεται στη γυναίκα αλλά συμβαίνει επίσης να κυριαρχεί μόνο στη γυναίκα. Φαίνεται λοιπόν πως ο Ραλφ Γουάιτ ήταν φορέας. Η Μάργκαρετ Μπρίγκχαμ έφερε, επίσης, κατά σύμπτωση το ίδιο "παράνομο" γονίδιο, για το οποίο όμως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι βρισκόταν σε λανθάνουσα κατάσταση, μιας και δεν έχουμε καμιά πληροφορία που να μας δείχνει ότι διέθετε τηλεκινητικές ικανότητες, όπως η κόρη της. Γίνονται τώρα έρευνες σχετικά με την ζωή της γιαγιάς της Μάργκαρετ Μπρίγκχαμ, της Σάντυ Κόχραν - γιατί αν το μοντέλο "κυρίαρχο/λανθάνον γονίδιο" ισχύει για την τηλεκινησία όπως και για την αιμοφιλία, τότε η Κόχραν κατά πάσα πιθανότητα υπήρξε τηλεκινητική. Αν ο απόγονος του γάμου των Γουάιτ ήταν άρρην, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν παρά ένας ακόμα φορέας. Σ' αυτή την περίπτωση είναι σχεδόν σίγουρο πως η μετάλλαξη αυτή θα χανόταν με τον θάνατο του, καθώς ούτε ο Ραλφ Γουάιτ ούτε η Μάργκαρετ Μπρίγκχαμ είχαν εξαδέλφια σε ηλικία γάμου με τον υποθετικό άρρενα απόγονο του ζεύγους. Επίσης θα ήταν πολύ μικρές οι πιθανότητες να συναντήσει ο υποτιθέμενος υιός τους και να παντρευτεί γυναίκα με το γονίδιο της τηλεκινησίας. Ση-μειωτέον δε, ότι μέχρι στιγμής καμία από τις επιστημονικές ομάδες που εργάζονται πάνω σ' αυτό το πρόβλημα δεν έχει κατορθώσει να απομονώσει το γονίδιο αυτό. Χωρίς αμφιβολία, ύστερα από το Ολοκαύτωμα του Μαίην, η απομόνωση του γονιδίου θα πρέπει να είναι μία από τις προτεραιότητες της ιατρικής επιστήμης. Το αιμοφιλικό, ή γονίδιο-Η, παράγει αρσενικούς απογόνους χωρίς αιμοπετάλια. Το τηλεκινητικό, ή γονίδιο-ΤΚ, παράγει θηλυκούς απογόνους που έχουν την ικανότητα να καταστρέφουν κατά βούληση...
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Τετάρτη απόγευμα. Η Σούζαν και δεκατέσσερις άλλοι μαθητές -η Επιτροπή Διακόσμησης του Χορού της Άνοιξης- ετοίμαζαν μια γιγαντοαφίσα που την Παρασκευή το βράδυ θα κρεμόταν πίσω από την εξέδρα της ορχήστρας. Η κεντρική ιδέα ήταν η Άνοιξη στη Βενετία (ποιος τα διάλεγε αυτά τα θέματα, αναρωτιόταν η Σου. Τέσσερα χρόνια ήταν μαθήτρια στο Γιούιν, είχε πάει σε δυο χορούς κι ακόμα δεν είχε ιδέα. Ήταν ανάγκη κάθε χρονιά να υπάρχει οπωσδήποτε και μια κεντρική ιδέα;): Ο Τζωρτζ Τσίζμαρ, ο πιο ταλαντούχος μαθητής του Γιούιν, είχε φτιάξει με κιμωλία ένα μικρό προσχέδιο· γόνδολες σ' ένα κανάλι με φόντο το ηλιοβασίλεμα κι ένα γονδολιέρη μ' ένα τεράστιο ψάθινο καπέλο, ακουμπισμένο στο κουπί, ενώ μια πανδαισία χρωμάτων, ροζ, κόκκινα και πορτοκαλί, έβαφε το νερό και τον ουρανό. Πάντως ήταν ωραίο, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ο Τζωρτζ είχε μεταφέρει το σχέδιο πάνω σ' έναν τεράστιο καμβά, διαστάσεων εφτά επί πέντε, αριθμώντας τα τετράγωνα με κιμωλία. Τώρα τα παιδιά της Επιτρο πής τα χρωμάτιζαν υπομονετικά, σαν πιτσιρίκια που βρέθηκαν ξαφνικά πάνω στο ανοιγμένο μπλοκ ζωγραφικής ενός γίγαντα. Παρ' όλα αυτά, σκέφτηκε η Σου κοιτάζο ντας τα χέρια της που ήταν γεμάτα ροζ κιμωλία, θα εί ναι ο ωραιότερος χορός που έγινε ποτέ. Πλάι της η Έλεν Σάιρς ανακάθησε, τεντώθηκε και βόγγηξε καθώς έτριζαν τα κόκαλα της πλάτης της. Με την ανάποδη του χεριού της μάζεψε μια τούφα μαλλιά που της είχαν πέσει στο μέτωπο, αφήνοντας πάνω του μια κόκκινη μουτζούρα. «Πώς στην ευχή με πείσατε να μπλεχτώ σ' αυτή την ιστορία;» «Μα δεν θέλετε να πετύχει, παιδιά;» μιμήθηκε η Σου τη δεσποινίδα Γκηρ (ή Μις Μουστάκι), τη γεροντοκόρη πρόεδρο της Επιτροπής Διακόσμησης. «Ναι, αλλά γιατί να μην μπω στην Επιτροπή Αναψυ -
κτικών ή στην Επιτροπή Διασκέδασης; Εκεί θέλει λιγότερο κόπο και περισσότερο μυαλό. Και μένα το κύριο προσόν μου είναι το μυαλό. Εσύ, πάλι, τι σκίζεσαι αφού—» Δάγκωσε τα χείλη της. «Δεν θα έρθω;» έκανε η Σούζαν σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους, κι έπιασε πάλι την κιμωλία της. «Όχι, θέλω να 'χει επιτυχία.» Και πρόσθεσε δειλά, «Θα 'ρθει ο Τό μυ.» Δούλεψαν για λίγο σιωπηλές κι ύστερα η Έλεν σταμάτησε πάλι. Κοντά τους δεν βρισκόταν κανείς. Η Χόλυ Μάρσαλ βρισκόταν στην άλλη άκρη και ζωγράφιζε το κάτω μέρος της γόνδολας. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, Σου;» ρώτησε τελικά η Έλεν. «Θεέ μου, όλοι γι αυτό το πράγμα μιλάνε.» «Και βέβαια.» Η Σου είχε σταματήσει να ζωγραφίζει και ανοιγόκλεινε τα χέρια της για να ξεμουδιάσει. «Ίσως πρέπει και γω να μιλήσω σε κάποιον, για να μη βγουν προς τα έξω άλλα αντ' άλλων. Εγώ ζήτησα από τον Τό -μυ να καλέσει την Κάρυ. Σκέφτομαι πως αυτό θα τη βοηθήσει κάπως... να βγει από το καβούκι της... να ξεπεράσει μερικά εμπόδια. Νομίζω πως τουλάχιστον αυτό της το χρωστάω.» «Αν είναι έτσι, τότε τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι άλλες;» ρώτησε η Έλεν, χωρίς ίχνος κακοβουλίας. Η Σου σήκωσε τους ώμους. «Ας το σκεφτεί η καθεμιά μόνη της αυτό που έγινε, Έλεν. Εγώ δεν λιθοβολώ κανέναν. Αλλά δεν θέλω και να νομίσει κανείς ότι το παίζω, ε...» «Ότι παριστάνεις την οσιομάρτυρα;» «Κάτι τέτοιο.» «Κι ο Τόμυ δέχτηκε;» Αυτό φαινόταν να την έχει εντυπωσιάσει πάνω απ' όλα. «Ναι», είπε η Σου αποφεύγοντας να πει περισσότερες λεπτομέρειες. Ύστερα από μια μικρή παύση, «Φαντάζομαι, οι άλλοι θα λένε πως έχω κάλο στον εγκέφαλο.»
106
107
108
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Η Έλεν το σκέφτηκε ξανά. «Να... όλοι γι' αυτό μιλάνε. Οι περισσότεροι όμως λένε πως είσαι πολύ εντάξει. Όπως είπες κι εσύ, ο καθένας αποφασίζει μόνος του για τον εαυτό του. Υπάρχουν, πάντως, κι αυτοί που έχουν αντιρρήσεις.» Χαμογέλασε λυπητερά. «Η παρέα της Κρις Χάργκενσεν;» «Και του Μπίλυ Νόλαν. Θεέ μου, τι ηλίθιος.» «Δε με συμπαθεί η Κρις;» «Σούζυ, σε μισεί θανάσιμα.» Η Σούζαν κούνησε το κεφάλι και μ' έκπληξη ανακάλυψε πως αυτή η ιδέα τη δυσαρεστούσε και την ενθουσίαζε ταυτόχρονα. «Άκουσα πως ο πατέρας της είχε σκοπό να κάνει μήνυση στο σχολείο και πως μετά άλλαξε γνώμη», είπε. Η Έλεν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Πάντως αυτό δεν τη βοήθησε σε τίποτα», είπε. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι μας είχε πιάσει, όλες μας. Ώρες ώρες λέω πως δεν ξέρω καθόλου τον εαυτό μου.» Συνέχισαν να δουλεύουν σιωπηλές. Στην άλλη άκρη της αίθουσας, ο Ντον Μπάρετ τοποθετούσε μια σκάλα, για ν' ανέβει να ντύσει με γκοφρέ χαρτί τ' ατσάλινα δοκάρια του ταβανιού. «Κοίτα», είπε η Έλεν, «η Κρις.» Η Σούζαν σήκωσε το κεφάλι όσο για να προλάβει να την δει να προχωρεί προς το γραφείο που βρισκόταν αριστερά από την έξοδο του γυμναστηρίου. Φορούσε ένα βελούδινο σορτσάκι στο χρώμα του κρασιού και μεταξωτό άσπρο μπλουζάκι - σουτιέν μάλλον όχι, αν έκρινε από το πώς κουνιόνταν τα στήθη της· να το ιδανικό αντικείμενο των φαντασιώσεων των ηλικιωμένων ανδρών, σκέφτηκε η Σου κι ύστερα αναρωτήθηκε τι μπορεί να γύρευε η Κρις στο γραφείο της Επιτροπής του Χορού. Μα βέβαια, στην Επιτροπή ήταν κι η Τίνα Μπλέηκ, η κολλητή της. Έλα, κόφτο, μάλωσε τον εαυτό της. Δηλαδή τι ήθελες, να 'ναι ντυμένη με τσουβάλια και κουρέλια;
ΚΑΡΥ
109
Ναι, παραδέχτηκε. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε ακριβώς αυτό. «Έλεν;» «Μμμμ;» «Λες να ετοιμάζουν τίποτα;» Το πρόσωπο της Έλεν πήρε μια δήθεν αδιάφορη έκφραση. «Δεν ξέρω.» Η φωνή της ήταν ανάλαφρη, υπερβολικά αθώα. «Α», έκανε ουδέτερα η Σου. (πως δεν ξέρεις κάτι ξέρεις: παραδεξου το που να σε πάρει ο διάολος μίλα) Συνέχισαν να χρωματίζουν αμίλητες. Η Σου ήξερε πως τα πράγματα γι αυτήν δεν ήταν και τόσο ρόδινα όπως της τα παρουσίασε η Έλεν. Το 'ξερε πως είχε πάψει πια να είναι το χρυσό κορίτσι στα μάτια των συμμαθητών της. Είχε κάνει κάτι επικίνδυνο που ξέφευγε από τον έλεγχο τους -είχε αφήσει κατά μέρος το προσωπείο κι είχε δείξει τον πραγματικό της εαυτό. Από τα ψηλά, φωτεινά παράθυρα του γυμναστηρίου έμπαινε η απογευματινή λιακάδα, ζεστή σα λάδι και γλυκιά σαν τα παιδικά χρόνια.
Από το βιβλίο Το Όνομα Μον Είναι Σούζαν Σνελ (σελ.40): Είμαι σε θέση να γνωρίζω πώς έφτασαν τελικά τα πράγματα ως τη νύχτα του χορού. Μπορώ λόγου χάρη να γνωρίζω πώς οδηγήθηκε ο Μπίλυ Νόλαν στην πράξη του εκείνη. Η Κρις Χάργκενσεν τον έσερνε από τη μύτη -τον περισσότερο χρόνο, τουλάχιστον. Ο Μπίλυ πάλι έσερνε από τη μύτη τους φίλους του. Ο Κένυ Γκάρσον, που παράτησε το γυμνάσιο όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών, είχε -διαπιστωμένα- ικανότητα ανάγνωσης παιδιού τρίτης
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
δημοτικού. Ο Στηβ Ντέιγκαν, ήταν κλινική περίπτωση ηλιθίου. Μερικοί από τους άλλους είχαν φάκελο στην αστυνομία· ο Τζάκυ Τάλμποτ είχε συλληφθεί για πρώτη φορά σε ηλικία εννιά χρονών, γιατί έκλεβε ζάντες αυτοκινήτων. Αν έχετε νοοτροπία κοινωνικού λειτουργού, μπορείτε να θεωρήσετε τους ανθρώπους αυτούς άτυχα θύματα. Τι θα μπορούσατε, όμως, να πείτε για την Κρις Χάργκενσεν; Νομίζω πως από την αρχή μέχρι το τέλος, μοναδική της επιθυμία ήταν η πλήρης και ολοκληρωτική καταστροφή της Κάρυ Γουάιτ...
γράμμα της πίστας του χορού· δυο εξέδρες για τις ορχήστρες· η εξέδρα όπου θα στέφονταν ο Βασιλιάς κι η Βασίλισσα της βραδυάς (πολύ θα γούσταρα να τους στέψω εγώ τη ρουφιανα τη σνελ η ακόμα και την καρυ) στο τέλος της εκδήλωσης. Στις τρεις πλευρές της αίθουσας ήταν τοποθετημένα τα τραπέζια των καλεσμένων, στην πραγματικότητα τραπέζια χαρτοπαιξίας που παραχώρησαν οι γονείς, καλυμμένα με άφθονο κρεπ χαρτί και δαντέλες· πάνω στο καθένα θα υπήρχαν αναμνηστικά, κονκάρδες, το πρόγραμμα του χορού και ψηφοδέλτια για το Βασιλιά και τη Βασίλισσα. Το βαμμένο της νύχι έτρεξε πάνω στο χαρτί, ανάμεσα στα τραπέζια δεξιά κι αριστερά από την πίστα του χορού. Νάτο: Τόμυ Ρ. και Κάρυ Γ. Ώστε πραγματικά σκόπευαν να το κάνουν. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έτρεμε ολό κληρη. Μα νόμιζαν πως θα περνούσε έτσι κάτι τέτοιο; Κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Η Νόρμαν Γουάτσον δεν φαινόταν πουθενά. Έβαλε το φύλλο στη θέση του και ξεφύλλισε γρήγορα τα υπόλοιπα χαρτιά που βρίσκονταν πάνω στο σημαδεμένο και γεμάτο σκαλίσματα θρανίο. Τιμολόγια (τα περισσότερα για γκοφρέ χαρτόνι και πινέζες), ένας κατάλογος των γονέων που είχαν δανείσει τα τραπέζια, αποδείξεις για μικροέξοδα, ένας λογαριασμός του τυπογραφείου Σταρ που είχε τυπώσει τα εισητήρια του χορού, ένα δείγμα ψηφοδελτίου του Βασιλιά και της Βασίλισσας _ Ψηφοδέλτιο! Το βούτηξε στη στιγμή. Υποτίθεται πως κανείς δεν θα έβλεπε τα ψηφοδέλτια του Βασιλιά και της Βασίλισσας πριν από την Παρασκευή, που οι μαθητές θ' άκουγαν τα ονόματα των υποψηφίων από τα μεγάφωνα του σχολείου. Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα θα ψηφίζονταν μόνο από όσους θα έπαιρναν μέρος στο χορό, αλλά λευκά ψηφοδέλτια για την ανάδειξη των υποψηφίων είχαν κυκλοφορήσει στις τάξεις ένα
110
«Δεν επιτρέπεται να το κάνω», είπε φοβισμένα η Τίνα Μπλέηκ. Ήταν ένα μικρόσωμο, χαριτωμένο κορίτσι με ένα θάμνο από κόκκινα μαλλιά μέσα από τα οποία ξεφύτρωνε επιδεικτικά ένα μολύβι. «Αν γυρίσει η Νόρμα και μας δει, θα το πει.» «Ασχολείται με τα γκοφρέ τώρα», είπε η Κρις. «Έλα.» Η Τίνα, παρ' ό,τι ταραγμένη, άφησε να της ξεφύγει ένα γελάκι. Ωστόσο, εξακολουθούσε να μην υποκύπτει. «Τι δουλειά έχεις να το δεις, μου λες; Αφού δεν θα 'ρθείς.» «Δεν έχει σημασία», είπε εύθυμα η Κρις φανερώνοντας, όπως πάντα, μια σκοτεινή χιουμοριστική διάθεση. «Ορίστε», είπε η Τίνα κι έσπρωξε πάνω στο γραφείο ένα φύλλο χαρτί κλεισμένο σε ζελατίνα. «Εγώ πάω να πιω μια κόκα-κόλα. Αν έρθει η Νόρμαν Γουάτσον και σε πιάσει, εγώ δεν ξέρω τίποτα.» «Εντάξει», μουρμούρισε η Κρις απορροφημένη κιόλας από το σχέδιο της κάτοψης που κρατούσε στα χέρια. Δεν άκουσε ούτε την πόρτα που έκλεισε. Την κάτοψη την είχε σχεδιάσει ο Τζωρτζ Τσίζμαρ κι ήταν άψογη. Το περί-
111
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
μήνα πριν. Τ' αποτελέσματα υποτίθεται πως ήταν απόρρητα. Ένα μεγάλο μέρος των μαθητών εναντιωνόταν σε όλη αυτή την ιστορία με τους Βασιλιάδες και τις Βασίλισες -αρκετά κορίτσια ισχυρίζονταν πως η όλη διαδικασία ήταν υποτιμητική για το γυναικείο φύλο ενώ τ' αγόρια απλώς την έβρισκαν ανόητη και ενοχλητική. Πολύ πιθανό αυτή να ήταν η τελευταία χρονιά που θα διατηρούσε ο χορός τον τυπικό και παραδοσιακό χαρακτήρα του. Για την Κρις όμως μόνο αυτή η χρονιά είχε σημασία. Περιεργάστηκε άπληστα το ψηφοδέλτιο. Τζωρτζ και Φρίντα. Αποκλείεται. Η Φρίντα Τζέησον ήταν Εβραία. Πήτερ και Μάιρα. Ούτε αυτοί. Η Μάιρα ανήκε σε κείνες που ήταν εναντίον του θεσμού. Ακόμα και να εκλεγόταν δεν θα δεχόταν τη στέψη. Χώρια που η φάτσα της ήταν σαν τον κώλο της μαϊμούς. Φρανκ και Τζέσικα. Είχαν πιθανότητες. Ο Φρανκ Γκρίερ είχε μπει φέτος στην μικτή ομάδα φούτμπωλ της Νέας Αγγλίας, αλλά η Τζέσικα ήταν μια πορδή με περισσότερα σπυράκια απ' ότι μυαλό. Ντον και Έλεν. Ξέχασ' το. Η Έλεν Σάιρς δε θα μπορούσε να εκλεγεί ούτε για μπόγιας. Και το τελευταίο ζευγάρι: Τόμυ και Σον. Μόνο που το όνομα της Σου είχε διαγραφεί και στη θέση του είχε γραφτεί τ' όνομα της Κάρυ. Το μαγικό ζευγάρι! Η Κρις ένιωσε ένα κύμα γέλιου να την πλημμυρίζει και βούλωσε το στόμα της με το χέρι. Μέσα όρμησε η Τίνα. «Για τ' όνομα του Θεού, Κρις, ακόμα εδώ είσαι; Έρχεται!» «Μη στεναχωριέσαι, κούκλα», είπε η Κρις ακουμπώντας τα χαρτιά πάνω στο γραφείο. Χαμογελούσε ακόμα καθώς έβγαινε έξω, και σταμάτησε όσο για να σηκώσει το χέρι κοροϊδευτικά στη Σου Σνελ που είχε στρώσει τον
κωλαράκο της κι έχυνε ιδρώτα πάνω σε μια ηλίθια γιγαντοαφίσα. Βγαίνοντας στον κεντρικό διάδρομο έβγαλε ένα κέρμα από την τσάντα της, το έριξε στον κερματοδέκτη και τηλεφώνησε στον Μπίλυ Νόλαν.
112
113
Από το The Shadow Exploded (σελ. 100-101): Αναρωτιέται κανείς, ως ποιο σημείο είχε προσχεδιαστεί η συντριβή της Κάρυ Γουάιτ -ήταν ένα προσεκτικά μελετημένο σχέδιο που είχε επανειλημμένα δοκιμαστεί, ή ήταν μια ανοργάνωτη, αυθόρμητη ενέργεια; ...Θέλω να πιστεύω το δεύτερο. Υποψιάζομαι πως η Κρίστιν Χάργκενσεν υπήρξε μεν ο εγκέφαλος της ιστορίας αλλά η ίδια δεν είχε ξεκαθαρίσει πώς ακριβώς θα "της την έφερνε" της Κάρυ. Υποψιάζομαι, επίσης, πως η ίδια είχε προτείνει στον Γουίλιαμ Νόλαν και τους φίλους του να κάνουν την εκδρομή στο αγρόκτημα του Ίργουιν Χέντυ, βορείως του Τσάμπερλεν. Ο σκοπός της εν λόγω εκδρομής, είμαι βέβαιος πως στην συνείδηση της Κρις ανταποκρινόταν σε ένα στρεβλό αίσθημα δικαίου.
Το αυτοκίνητο χύμηξε με εξηνταπέντε μίλια την ώρα στη γεμάτη λακούβες οδό Στακ Εντ, στο βόρειο Τσάμπερλεν. Κλαδιά που κρέμονταν χαμηλά έξυναν τη στέγη του παμπάλαιου Μπισκέιν. Το αμάξι ήταν σκουριασμένο κι οι προφυλαχτήρες του βουλιαγμένοι. Το πίσω μέρος του ήταν ανασηκωμένο κι εξοπλισμένο με δυο εξατμίσεις. Ο ένας προβολέας ήταν σβηστός· ο άλλος τρεμόπαιζε μέσα στο σκοτάδι κάθε φορά που το αμάξι περνούσε από λακούβα. Στο τιμόνι, που ήταν ντυμένο μ' ένα ροζ χνουδωτό ύ-
114
115
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
φάσμα, καθόταν ο Μπίλυ Νόλαν. Μέσα στο αμάξι είχαν στριμωχθεί ο Τζάκυ Τάλμποτ, ο Χένρυ Μπλέηκ, ο Στηβ Ντήγκχαν κι οι αδερφοί Γκάρσον, ο Κένυ κι ο Λου. Τρία τσιγαρλίκια άλλαζαν χέρια μες στο σκοτάδι. «Είσαι σίγουρος πως ο Χέντυ δε θα είναι εκεί;» ρώτησε ο Χένρυ. «Δεν έχω καμιά όρεξη να ξαναπάω αναμορφωτήριο να με ταΐζουν σκατά.» Ο Κένυ Γκάρσον, μαστουρωμένος ως το κόκαλο, το βρήκε απερίγραπτα αστείο και ξέσπασε σε δυνατά χαχανητά. «Δεν είναι εκεί», είπε ο Μπίλυ. Ακόμα κι αυτές οι λίγες λέξεις έβγαιναν από το -στόμα του απρόθυμα, παρά τη θέληση του. «Έχει πάει σε κηδεία.» Η Κρις το είχε ανακαλύψει αυτό εντελώς τυχαία. Ο γέρο-Χέντυ είχε ένα από τα λίγα πετυχημένα ανεξάρτητα αγροκτήματα στην περιοχή του Τσάμπερλεν. Αντίθετα με τον κλασικό τύπο της βουκολικής λογοτεχνίας, το γερο-παράξενο αγρότη με τη χρυσή καρδιά, ο γέρο-Χέντυ ήταν σατανάς. Η καραμπίνα του δεν ήταν γεμάτη αλατόσφαιρες αλλά πραγματικά σκάγια. Είχε επίσης μηνύσει αρκετούς τύπους για μικροκλοπές. Ένας απ' αυτούς ήταν και φίλος των αγοριών ένας άτυχος φουκαράς που τον έλεγαν Φρέντυ Όβερλοκ. Ο Χέντυ είχε τσακώσει επ' αυτοφόρω το Φρέντυ στο κοτέτσι του και του είχε γεμίσει τον πισινό σκάγια. Ο Φρεντ είχε περάσει τέσσερις ώρες βρίζοντας και βλαστημώντας, ξαπλωμένος μπρούμυτα στο Πρώτων Βοηθειών, όπου ένας εύθυμος εκπαιδευόμενος γιατρουδάκος του έβγαζε ένα-ένα τα σκάγια από τον κώλο και τα έριχνε σε μια μεταλλική λεκάνη. Πέρα όμως απ' αυτό, είχε πληρώσει και διακόσια δολάρια για κλοπή και καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας. Θανάσιμη έχθρα χώριζε τον Ίργουιν Χέντυ και την αληταρία του Τσάμπερλεν. «Και με τον Ρεντ τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Στηβ. «Προσπαθεί να καμακώσει μια καινούρια σερβιτόρα
στο Κάβαλιερ», είπε ο Μπίλυ κόβοντας απότομα το τιμόνι για να μπει στο δρόμο του Χέντυ. Ο Ρεντ Τρελόνεη ήταν ο επιστάτης του γέρο-Χέντυ. Ήταν μέγας πότης και, όπως το αφεντικό του, δεν το 'χε σε τίποτα να χρησιμοποιήσει το δίκανο. «Δε πρόκειται να γυρίσει αν δε κλείσει πρώτα το μπαρ.» «Πάντως για ένα αστείο βάζουμε το κεφάλι μας στον τορβά», μουρμούρισε ο Τζάκυ Τάλμποτ. Ο Μπίλυ πήρε σκληρό ύφος. «Μήπως θέλεις να φύγεις;» «Όχι...» βιάστηκε ν' αποκριθεί ο Τζάκυ. Ο Μπίλυ είχε βγάλει από την τσέπη ένα δράμι μαριχουάνα και τους την έδινε να τη μοιραστούν -χώρια που η επιστροφή ήταν εννιά ολόκληρα μίλια με τα πόδια. «Αξίζει τον κόπο, Μπίλυ.» Ο Κέυ άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, έβγαλε από μέσα ένα σκαλιστό τσιμπιδάκι (της Κρις) κι έπιασε μ' αυτό τη γόπα του. Η ιδέα του φάνηκε ιδιαίτερα διασκεδαστική και ξέσπασε πάλι σε χαχανητά. Τώρα προσπερνούσαν ταμπέλες δεξιά κι αριστερά που έγραφαν ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ. Η μυρουδιά της φρεσκοσκαμμένης γης, βαριά και γλυκιά, διαχεόταν στο ζεστό μαγιάτικο αέρα. Μόλις φτάσαν στον τελευταίο κατήφορο, ο Μπίλυ έσβησε τους προβολείς, έβαλε ουδέτερα κι έσβησε τη μηχανή. Ένας σιωπηλός μεταλλικός όγκος κυλούσε τώρα στο χωματόδρομο του Χέντυ. Ο Μπίλυ πήρε τη στροφή χωρίς δυσκολία· η ταχύτητα τους κόπηκε καθώς ανέβαιναν ένα μικρό ανάχωμα και προσπερνούσαν το σκοτεινό κι έρημο σπίτι. Είχε φανεί τώρα ο τεράστιος όγκος της σιταποθήκης και πίσω της το φως της σελήνης έφεγγε ονειρικά την τεχνητή λιμνούλα και τον οπωρώνα. Στο χοιροστάσιο, δυο γουρούνια έχωναν τις πλακουτσωτές τους μουσούδες ανάμεσα στα κάγκελα. Από τη σιταποθήκη ακούστηκε ένας αδύναμος μυκηθμός αγελά-
116
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
δας. Ο Μπίλυ σταμάτησε το αμάξι τραβώντας χειρόφρενο -καθόλου απαραίτητο, αλλά το στυλ της κίνησης είχε κάτι από επιδρομή κομάντος- και βγήκαν έξω. Ο Λου Γκάρσον έσκυψε μπρος κι έβγαλε κάτι μέσα από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Ο Μπίλυ και ο Χένρυ έκαναν το γύρο και άνοιξαν το πορτ-μπαγκάζ. «Ο πούστης θα πάθει την πλάκα του, όταν γυρίσει», είπε με αγαλλίαση ο Στηβ. «Εκδίκηση για τον Φρέντυ», είπε ο Χένρυ βγάζοντας τη βαριοπούλα από το πορτ-μπαγκάζ. Ο Μπίλυ δεν είπε τίποτα, σίγουρα πάντως δεν το 'κα-νε για τον Φρέντυ Όβερλοκ που ήταν μαλάκας. Το έκανε για χάρη της Κρις Χάρκγενσεν, όπως και κάθε τι άλλο, από τότε που η Κρις καταδέχτηκε να παρατήσει το αριστοκρατικό της περιβάλλον και να γίνει δική του. Ακόμα και φόνο θα 'κανε για χάρη της. Ο Χένρυ άρχισε να περιστρέφει δοκιμαστικά την πεντάκιλη βαριοπούλα με το ένα χέρι. Η βαριά μεταλλική άκρη έβγαζε ένα δυσοίωνο σφύριγμα καθώς έσχιζε το βραδινό αέρα, και τ' άλλα αγόρια μαζεύτηκαν γύρω από το Μπίλυ που άνοιξε το καπάκι του εκδρομικού ψυγείου κι έβγαλε από μέσα δυο γαλβανισμένους μεταλλικούς κουβάδες. Ήταν παγωμένοι και σκεπασμένοι με πάχνη. «Ωραία», έκανε ο Μπίλυ. Προχώρησαν και οι έξι σβέλτα προς το χοιροστάσιο με κομμένη την ανάσα από την υπερένταση. Τα δυο θηλυκά γουρούνια ήταν ήμερα σα γατάκια ενώ ένας γέρικος κάπρος κοιμόταν στην άλλη άκρη του χοιροστασίου. Ο Χένρυ κούνησε γι άλλη μια φορά το σφυρί στον αέρα, αυτή τη φορά όμως χωρίς αυτοπεποίθηση. Το έδωσε στον Μπίλυ. «Δεν μπορώ», είπε με αηδία. «Εσύ.» Ο Μπίλυ πήρε το σφυρί και κοίταξε ερωτηματικά το Λου, που κρατούσε το πλατύ χασαπομάχαιρο που είχε
ΚΑΡΥ
117
πάρει από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. «Μην ανησυχείς», του είπε ο Λου κι έτρεξε τον αντίχειρα του πάνω στην κόψη του μαχαιριού. «Το λαιμό», υπενθύμισε ο Μπιλ. «Ξέρω.» Ο Κένυ σιγοτραγουδούσε χαμογελαστός κι έριχνε στα γουρούνια τα υπολείμματα μιας σακούλας τσιπς. «Μη φοβάστε, γουρουνάκια, μη φοβάστε, ο μεγάλος Μπιλ θα σας σπάσει τα κεφάλια κι έτσι δε θα ανησυχείτε πια για την ατομική βόμβα. Τους έξυσε τα τριχωτά πηγούνια και κείνα ανοιγόκλειναν τα σαγόνια από ευχαρίστηση. «Τη ρίχνω», προειδοποίησε ο Μπίλυ και το σφυρί κατέβηκε με φόρα. Ο ήχος του θύμισε τον γδούπο μιας κόκκινη κολοκύθας που είχαν κάποτε πετάξει με τον Χένρυ στην οδό Κλάριτς από μια γέφυρα που περνούσε από πάνω. Το ένα γουρούνι έπεσε νεκρό με τη γλώσσα πεταμένη έξω και τα μάτια ανοιχτά και σκόρπια τσιπς γύρω από τη μουσούδα. Ο Κένυ έβαλε τα γέλια. «Ούτε να ρευτεί δεν πρόλαβε.» «Κάνε γρήγορα, Λου», είπε ο Μπίλυ. Ο αδελφός του Κένυ σήκωσε το κεφάλι του γουρουνιού προς το φεγγάρι -τα γυάλινα μάτια του κοιτάζανε το μισοφέγγαρο σα να 'ταν βυθισμένα σε έκσταση- και έκοψε το λαιμό. Το αίμα ξεπήδησε αμέσως με ορμή. Πιτσίλισε δυο τρία αγόρια που πήδηξαν προς τα πίσω φωνάζοντας αηδιασμένα. Ο Μπίλυ έσκυψε κι έχωσε τον ένα κουβά από κάτω. Ο κουβάς γέμισε στη στιγμή κι ο Μπίλυ τον έβαλε στην άκρη. Ο δεύτερος κουβάς είχε γεμίσει ως τη μέση, όταν το αίμα σταμάτησε να τρέχει. «Το άλλο τώρα», είπε ο Μπίλυ. «Ρε Μπίλυ, για το θεό», κλαψούρισε ο Τζάκυ. «Αυτό
118
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
δεν φτ __» «Το άλλο», επανέλαβε ο Μπίλυ. «Έλα, γουρουνάκι, γρουτς, γρουτς», φώναξε χαμογελαστός ο Κένυ, τινάζοντας την άδεια σακούλα των τσιπς. Το γουρούνι πλησίασε πάλι το κάγκελο, άρπαξε τη βαριά κατακούτελα, ο δεύτερος κουβάς γέμισε και το υπόλοιπο αίμα χύθηκε στο χώμα. Μια χάλκινη, εμετική μυρουδιά γέμισε τον αέρα. Ο Μπίλυ ανακάλυψε πως ήταν πασαλειμμένος με αίμα μέχρι τα μπράτσα. Κουβαλώντας τους κουβάδες στο πορτ-μπαγκάζ, άφηνε να περνούν οι συνειρμοί από το μυαλό του: Γουρουνίσιο αίμα. Καλό αυτό. Σωστή η Κρις. Πολύ καλό. Το ένα έχει σχέση με το άλλο. Γουρουνίσιο αίμα για ένα γουρούνι. Στερέωσε τους μεταλλικούς κουβάδες μέσα στο θρυμματισμένο πάγο, τους σκέπασε κι έκλεισε το καπάκι του εκδρομικού ψυγείου. «Πάμε να φύγουμε», είπε. Ο Μπίλυ κάθισε πίσω από το τιμόνι κι έλυσε το χειρόφρενο. Τα πέντε αγόρια πήγαν από πίσω κι άρχισαν να σπρώχνουν και το αυτοκίνητο, αφού πήρε μια κλειστή, αθόρυβη στροφή, προσπέρασε τη σιταποθήκη και φτάνοντας στην κατηφόρα απέναντι από το σπίτι του Χέντυ άρχισε να τσουλάει από μόνο του. Τ' αγόρια έτρεξαν και σκαρφάλωσαν μέσα ξεφυσώντας λαχανιασμένα. Στο σημείο όπου τέλειωνε ο κατήφορος, ο Μπίλυ έβαλε τρίτη κι έβαλε μπρος τη μηχανή αφήνοντας το συμπλέκτη. Γουρουνίσιο αίμα για ένα γουρούνι. Φοβερό. Περίπτωση. Χαμογέλασε, και βλέποντας τον ο Λου Γκάρσον ένιωσε έκπληξη και φόβο. Δεν θυμόταν να είχε δει ποτέ τον Μπίλυ Νόλαν να χαμογελάει. Δεν είχε καν ακούσει να κυκλοφορεί τέτοια φήμη. «Σε ποιανού κηδεία έχει πάει ο γέρο-Χέντυ;» ρώτησε ο Στηβ. «Στης μάνας του», είπε ο Μπίλυ. «Στης μάνας του;» έκανε κατάπληκτος ο Τζάκυ Τάλ-
ΚΑΡΥ
119
μποτ. «Καλά, αυτή πρέπει να ήταν μεγαλύτερη κι από το Θεό.» Ένας καταρράκτης γέλιου ξεχύθηκε μες στο ευωδιαστό σκοτάδι που ριγούσε στην κόψη του καλοκαιριού.
Μέρος Δεύτερο
Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
ΚΑΡΥ
123
Το πρωί της 27ης Μαΐου φόρεσε για πρώτη φορά το φουστάνι, στο δωμάτιο της. Είχε αγοράσει κι ένα ειδικό σουτιέν που κάπως συγκρατούσε τα στήθη της ανασηκωμένα (όχι πως το είχαν ιδιαίτερη ανάγκη) αφήνοντας το πάνω μέρος τους ακάλυπτο. Καθώς το δοκίμαζε πάνω της, ένιωσε ένα αλλόκοτο, ακαθόριστο συναίσθημα να την πλημμυρίζει: η γλυκειά ταραχή της ανταρσίας ανάμικτη με ντροπή. Το φόρεμα έφτανε σχεδόν στο πάτωμα. Κάτω ήταν φαρδύ όμως στη μέση εφαρμοστό, και το πολυτελές ύφα σμα ολωσδιόλου ξένο στην αφή με το δέρμα της που ήταν συνηθισμένο στα μάλλινα και βαμβακερά. Το μάκρος του έμοιαζε να 'ναι το σωστό - σε συνδυασμό βέβαια με τα καινούρια παπούτσια. Τα έβαλε, διόρθωσε το ντεκολτέ και πλησίασε στο παράθυρο. Δεν είδε στο τζάμι παρά ένα φάντασμα του εαυτού της, πάντως όλα έδειχναν να είναι εντάξει. Αργότερα, ίσως εύρισκε την ευκαιρία να _ Η πόρτα πίσω της άνοιξε σχεδόν αθόρυβα και η Κάρυ στράφηκε κι είδε τη μητέρα της. Είχε ντυθεί για τη δουλειά. Φορούσε το άσπρο της πουλόβερ· στο ένα χέρι κρατούσε το μαύρο της πορτοφόλι και στο άλλο τη Βίβλο του Μπαμπά Ραλφ. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ασυναίσθητα η Κάρυ ίσιωσε την πλάτη της και έμεινε έτσι, ευθυτενής, στο φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο. «Κόκκινο», μουρμούρισε η Μαμά. «Το φαντάστηκα πως θα ήταν κόκκινο.» Η Κάρυ δεν είπε τίποτα. «Φαίνονται τα βρωμομαξιλαράκια σου. Όλοι θα τα δούνε. Θα κοιτάζουν το κορμί σου. Η Βίβλος λέει __» «Τα στήθη μου είναι, Μαμά. Όλες οι γυναίκες έχουν στήθος.»
124
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
«Βγάλε αυτό το φουστάνι», είπε η Μαμά. «Όχι.» «Βγάλτο, Κάρυ. Βγάλτο να πάμε κάτω και να το κάψουμε μαζί στον φούρνο κι ύστερα να προσευχηθούμε για συγχώρεση. Να δείξουμε τη μετάνοια μας.» Τα μάτια της έλαμπαν με την παράξενη, αλλοπρόσαλλη θέρμη που την κυρίευε όποτε της συνέβαιναν γεγονότα που τα ερμήνευε σαν θεόσταλτα σημάδια που έβαζαν σε δοκιμασία την πίστη της. «Δε θα πάω στη δουλειά», συνέχισε, «ούτε κι εσύ θα πας στο σχολείο. Θα προσευχηθούμε. Θα ζητήσουμε να μας στείλει ο Κύριος ένα σημάδι. Θα πέσουμε στα γόνατα και θα ζητήσουμε το Πυρ της Πεντηκοστής.» «Όχι, Μαμά.» Η μητέρα της σήκωσε το χέρι και τσιμπήθηκε στο πρόσωπο. Άφησε ένα κόκκινο σημάδι. Κοίταξε την Κάρυ για να δει την αντίδραση της, δεν είδε καμία αντίδραση, λύγισε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της και γρατζούνισε το μάγουλο της, βγάζοντας αίμα. Κλαψουρίζοντας άρχισε να γέρνει μπρος πίσω πάνω στις φτέρνες της. Τα μάτια της άστραφταν από την αγαλλίαση. «Πάψε να πληγώνεις τον εαυτό σου, Μαμά. Δεν πρόκειται να με σταματήσεις έτσι.» Η Μαμά έβγαλε μια στριγγλιά. Έσφιξε την δεξιά της γροθιά και χτύπησε το στόμα της. Πασάλειψε τα δάχτυ λα της με το ίδιο της το αίμα, τα κοίταξε με βλέμμα θολό και άφησε μια κηλίδα πάνω στο εξώφυλλο της Βίβλου. «Χρισμένο στο αίμα του Αμνού», ψιθύρισε. «Πολλές φορές. Πολλές φορές εκείνος κι εγώ _ » «Φύγε, Μαμά.» Μια τρομαχτική έκφραση ιερής αγανάκτησης χάραξε το πρόσωπο της Μαμάς. «Κανείς δεν μπορεί να εμπαίζει τον Κύριο», ψιθύρισε. «Να είσαι σίγουρη, πως το αμάρτημα σου θα το δει. Κάψε το, Κάρυ! Πέτα από πάνω σου το χρώμα του διαβόλου και κάψε το! Κάψε το! Κάψ'
το!» Η πόρτα άνοιξε απότομα μόνη της. «Φύγε, Μαμά.» Το ματωμένο στόμα της Μαμάς σχημάτιζε ένα χαμόγελο γκροτέσκο, διεστραμμένο. «Όπως έπεσε από τον πύργο η Ιεζαβέλ, έτσι να πέσεις κι εσύ», της είπε. «Και ήλθον οι κύνες και έλειχον το αίμα. Έτσι λέει η Βίβλος! Είναι _ » Τα πόδια της είχαν αρχίσει να γλυστρούν πάνω στο πάτωμα κι έσκυψε να κοιτάξει απορημένη. Σα να είχε γίνει πάγος το δάπεδο και κείνη να έφευγε γλυστρώντας. «Σταμάτα το αυτό!» ούρλιαξε. Είχε βρεθεί στο χωλ τώρα. Αρπάχτηκε από το κούφωμα της πόρτας και κατάφερε να κρατηθεί για μια στιγμή· ύστερα τα δάχτυλα της ξεκόλλησαν από κει, από μόνα τους θα 'λεγε κανείς. «Σ' αγαπάω, Μαμά», είπε η Κάρυ με σταθερή φωνή. «Λυπάμαι γι' αυτό.» Η Κάρυ σκέφτηκε την πόρτα να κλείνει κι η πόρτα έκλεισε σαν να την είχε φυσήξει ένα απαλό αεράκι. Προσεχτικά για να μη την πονέσει, ελευθέρωσε τη μητέρα της από τα άυλα χέρια που την είχαν σπρώξει έξω. Ένα λεπτό αργότερα η Μάργκαρετ βροντοκοπούσε την πόρτα. Η Κάρυ την κράτησε κλεισμένη- τα χείλη της έτρεμαν. «Θα έρθει η θεία δίκη!» ωρυόταν η Μάργκαρετ Γουάιτ. «Εγώ νίπτω τας χείρας μου! Ό,τι μπορούσα έκαμα!» «Έτσι είπε κι ο Πιλάτος», μουρμούρισε η Κάρυ. Η μητέρα της απομακρύνθηκε. Ένα λεπτό αργότερα η Κάρυ την είδε να διασχίζει το δρόμο πηγαίνοντας στη δουλειά της. «Μαμά», ψιθύρισε κι ακούμπησε το μέτωπο της στο τζάμι.
125
126
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Από το The Shadow Exploded (σελ. 129): Πριν προχωρήσουμε σε μια πιο λεπτομερειακή ανάλυση του τι συνέβη τη Νύχτα του Χορού, καλό θα ήταν να ανακεφαλαιώσουμε τα όσα γνωρίζουμε για την Κάρυ Γουάιτ. Ξέρουμε πως η Κάρυ υπήρξε θύμα της θρησκευτικής μανίας της μητέρας της. Ξέρουμε πως είχε τηλεκινητικές ικανότητες. Ξέρουμε πως αυτό το "άγριο ταλέντο" είναι κληρονομικό και οφείλεται σε ένα γονίδιο. Υποψιαζόμαστε πως η τηλεκινητική ικανότητα ίσως είναι ορμονικής αιτιολογίας. Ξέρουμε πως η Κάρυ είχε δώσει ένα δείγμα της ικανότητας της όταν, σε πολύ μικρή ηλικία, συνέβη να βιώσει μια ακραία κατάσταση άγχους και ενοχών. Ξέρουμε πως βρέθηκε σε μια δεύτερη, παρόμοια κατάσταση κατά το επεισόδιο των αποδυτηρίων. Έχει διατυπωθεί η θεωρία (κυρίως από τους Γουίλιαμ Τζ. Θρόνμπερυ και Τζούλια Γκίβενς, του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϋ), ότι η επανεμφάνιση των τηλεκινητικών ικανοτήτων στην προκειμένη περίπτωση οφειλόταν τόσο σε ψυχολογικούς παράγοντες (η συνήθης ψυχολογική αντίδραση των κοριτσιών -και της ίδιας της Κάρυ- στην πρώτη εμμηνόρροια) όσο και σε φυσικούς παράγοντες (ο ερχομός της εφηβείας). Και τέλος, ξέρουμε πως τη Νύχτα του Χορού βίωσε -για τρίτη φορά- μία κατάσταση φοβερής έντασης, που έγινε και η αιτία για τα τρομακτικά γεγονότα που πρέπει τώρα ν' αρχίσουμε ν' αναφέρουμε. Ας αρχίσουμε με...
(δεν έχω αγωνία δεν έχω καθόλου αγωνία) Ο Τόμυ είχε περάσει νωρίτερα και της είχε προσφέρει το λουλούδι που θα φορούσε, και τώρα το καρφίτσωνε πάνω στο φόρεμα της, στον ώμο, μονάχη. Η Μαμά, βέ-
ΚΑΡΥ
127
βαια, δεν ήταν εκεί για να της το βάλει και να είναι σίγουρη πως μπήκε στη σωστή θέση. Η Μαμά είχε κλειδωθεί στο ιερό εδώ και δυο ώρες και προσευχόταν υστερικά. Η φωνή της πότε δυνάμωνε και πότε χαμήλωνε, με μια συχνότητα αλλοπρόσαλλη. (λυπάμαι μαμά αλλά δε μπορώ να σου ζητήσω συγγνώμη) Αφού καρφίτσωσε το λουλούδι της, άφησε τα χέρια της να πέσουν και στάθηκε για λίγο ακίνητη με τα μάτια κλειστά. Στο σπίτι δεν υπήρχε ολόσωμος καθρέφτης (ματαιοτης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιοτης) αλλά είχε την εντύπωση πως ήταν εντάξει. Δε μπορεί. Αφού _ Άνοιξε πάλι τα μάτια της. Ο κούκος του Μέλανα Δρυμού, ο αγορασμένος με Πράσινα Κουπόνια, έδειχνε εφτά και δέκα. (ο τομυ σε είκοσι λεπτά θα 'ναι εδώ) Θα είναι όμως; Όλ' αυτά μπορεί και να 'ναι ένα οργανωμένο αστείο, η τελευταία μεγάλη φάρσα, ο ύστατος εμπαιγμός. Να την αφήσουν εδώ να περιμένει όλη τη νύχτα μες στο βελούδινο φουστάνι της με τη στενή μέση, τα φουσκωτά μανίκια, τη μάξι φούστα και το τριαντάφυλλο καρφιτσωμένο στον αριστερό της ώμο. Στο άλλο δωμάτιο η φωνή δυνάμωνε ολοένα· «...στην καθαγιασμένη Γη! Ξέρουμε πως Εσύ είσαι ο Οφθαλμός ος τα Πάνθ' Ορά, ο Οφθαλμός των Τριών Αψίδων, ο ήχος της μαύρης σάλπιγγας. Εκ βάθους καρδίας μετανοούμε...» Η Κάρυ πίστευε ότι θα ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς τι κουράγιο χρειάστηκε να μαζέψει για να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα άφηνε τον εαυτό της εκτεθειμένο σε ο,τιδήποτε θα μπορούσε να της συμβεί τη νύχτα εκείνη. Το να την στήσουν απλώς, ήταν το μικρότερο κακό που θα μπορούσαν να της κάνουν. Και μάλιστα,
128
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
κάτι μέσα της τής έλεγε πως καλύτερα να 'ταν όλο κι ό λο αυτό, καλύτερα να 'ρχονταν έτσι τα πράγματα ___ (όχι σταματά να σκέφτεσαι έτσι) Θα της ήταν, βέβαια, πολύ πιο εύκολο να μείνει εδώ μέσα με τη Μαμά. Πιο ασφαλές. Ήξερε πως κι οι Άλλοι, τη Μαμά την υπολόγιζαν. Μπορεί η Μαμά να ήταν φανατική, να ήταν βαρεμένη, αλλά τουλάχιστον οι αντιδράσεις της ήταν οι αναμενόμενες, της ήταν οικείες, και το ίδιο το σπίτι της ήταν γνώριμο. Στο σπίτι ποτέ της δεν είχε να αντιμετωπίσει γέλια και κορίτσια να στριγγλίζουν και να της πετούν πράγματα. Κι αν εκείνος δεν ερχόταν κι αυτή αποτραβιόταν πάλι και κλεινόταν στο καβούκι της; Το σχολείο τελείωνε σ' ένα μήνα. Μετά τι; Μετά θα έμενε να σέρνεται μέσα σ' αυτό το σπίτι, να την ταΐζει η Μαμά, να παρακολουθεί τηλεοπτικά παιχνίδια και σαπουνόπερες με τις ώρες στην τηλεόραση της κυρίας Γκάρισον (κάθε φορά που η ογδονταεξάχρονη κυρία Γκάρισον θα την δεχόταν για επίσκεψη), να κατεβαίνει μετά το βραδυνό στο κέντρο για να πιεί μια μπύρα στου Κέλυ αν δεν βρισκόταν μέσα κανένας γνωστός, να παχαίνει, να χάνει κάθε ελπίδα, να χάνει ακόμα και τη δύναμη να σκέφτεται... Όχι. Όχι, Θεούλη μου, σε παρακαλώ (σε παρακαλώ κάνε να είναι ωραία η βραδυα) « _ προστάτεψε μας από τον Σατανά που παραμονεύει στα σοκάκια και στα πάρκινγκ των εστιατορίων, ω, Σωτήρα _ » Εφτά και είκοσι πέντε. Ασυναίσθητα, βάλθηκε ασταμάτητα να σηκώνει με το νου της διάφορα αντικείμενα και να τα βάζει πίσω στη θέση τους με τον ίδιο τρόπο που μια γυναίκα διπλώνει και ξεδιπλώνει νευρικά την πετσέτα της, περιμένοντας κάποιον στο εστιατόριο. Μπορούσε να σηκώνει πέντε έξι πράγματα στον αέρα την ίδια στιγμή, χωρίς ίχνος κούρασης και χωρίς να την πιάνει πονοκέφαλος. Περίμενε πως
ΚΑΡΥ
129
από μέρα σε μέρα η δύναμη της θα μειωνόταν, να όμως που διατηρούνταν στο ακέραιο, χωρίς το παραμικρό σημάδι υποχώρησης. Το προηγούμενο απόγευμα, γυρνώντας σπίτι από το σχολείο, είχε κυλήσει ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο (θεέ μου σε παρακαλώ κάνε να μην είναι φάρσα) δέκα μέτρα χωρίς να καταβάλει προσπάθεια. Οι αργόσχολοι έξω από το δικαστήριο το κοίταζαν με μάτια γουρλωμένα· κοίταζε κι εκείνη, βέβαια, αλλά μέσα της χαμογελούσε. Ο κούκος πετάχτηκε από το ρολόι κι έβγαλε μόνο μια φωνή. Εφτάμισι. Είχε αρχίσει λίγο λίγο ν' αντιλαμβάνεται την τρομερή υπερένταση στην οποία υπέβαλλε την καρδιά της, τα πνευμόνια, το θερμοστάτη του κορμιού της, με την άσκηση αυτή. Φοβόταν πως διόλου απίθανο η καρδιά της να εκραγεί απ' την υπερένταση. Λες κι καρδιά της ανήκε σ' άλλο σώμα κι ίδια την ανάγκαζε να ζορίζεται, να τρέχει χωρίς σταμάτημα. Δεν θα την πληρώσεις εσύ, το άλλο, το ξένο σώμα θα την πάθει. Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως η δύναμη της ίσως δεν διέφερε και πολύ από κείνη των Ινδών φακίρηδων που ξαπλώνουν πάνω σ' αναμμένα κάρβουνα, που καρφώνουν βελόνες στα μάτια τους ή θάβονται στη γη για έξι βδομάδες. Όταν το μυαλό επιβάλλεται πάνω στην ύλη, απομυζά με τρομαχτικό τρόπο τις δυνάμεις του κορμιού. Εφτά και τριάντα δυο. (δε θα έρθει) (μην το σκέφτεσαι - κατσαρόλα που την κοιτάς δε βράζει θα έρθει) (όχι δε θα έρθει σε κοροϊδεύει τώρα είναι μαζί με τους φίλους του και σε λίγο θα περάσουν μ' ένα αμάξι και θα γελάνε και θα κορνάρουν και θα σε κράζουν) Γεμάτη απογοήτευση, βάλθηκε να σηκώνει τη ραπτομηχανή πάνω-κάτω κι ύστερα από λίγο άρχισε να την
130
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
πηγαινοφέρνει στον αέρα, σε ολοένα και πιο μεγάλους κύκλους. « _ και προστάτεψε μας από τις εξεγερμένες θυγατέρες που έχουν παρασυρθεί από τον Πονηρό __ » «Σκάσε!» ούρλιαξε ξαφνικά η Κάρυ. Για μια στιγμή απλώθηκε μια έντρομη σιωπή κι ύστερα από λίγο άρχισε ξανά ένας ασυνάρτητος ψαλμός. Εφτά και τριάντα τρία. Δε θα έρθει. (θα γκρεμίσω το σπίτι) Στο μυαλό της οι εικόνες ξετυλίχτηκαν αβίαστα, με κινηματογραφική καθαρότητα. Πρώτα θα βροντούσε τη ραπτομηχανή πάνω στον τοίχο του σαλονιού. Μετά θα πετούσε τον καναπέ έξω από το παράθυρο. Θα τα πετούσε όλα, τραπέζια, καρέκλες, βιβλία και φυλλάδια, θα τα 'κανε όλα λίμπα, θα ξεχαρβάλωνε τα υδραυλικά, έτσι που να μοιάζουν σαν αρτηρίες που αποκολλήθηκαν από τη σάρκα. Αν μπορούσε, θα τίναζε στον αέρα ακόμα και τη στέγη. Τα κεραμίδια θα πετούσαν στον βραδυνό ουρανό σαν τρομαγμένα περιστέρια... Φώτα από προβολέα αυτοκινήτου στο παράθυρο. Είχαν περάσει κι άλλα αυτοκίνητα, κι έκαναν την καρδιά της να φτερουγίσει. Αυτό εδώ όμως έκοβε ταχύτητα. ( )
σωμό καθρέφτη. Στο διάδρομο χτύπησε το κουδούνι. Στάθηκε ακίνητη και περίμενε, παλεύοντας να συγκρατήσει το τρέμουλο των χεριών της, το δεύτερο κουδούνισμα. Άνοιξε την πόρτα και νάτον μπροστά της, μ' ένα εκτυφλωτικά λευκό σακάκι και μαύρο παντελόνι. Κοιτάχτηκαν αμίλητοι στα μάτια. Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει με την πρώτη άστοχη κουβέντα που θα του ξέφευγε· αν τον έβλεπε να γελάει θα πέθαινε! Ένιωθε σαν η δυστυχισμένη ζωή της να είχε στενέψει, να είχε γίνει ολόκληρη ένα μικρό σημείο που θα μπορούσε να είναι το τέλος ή η απαρχή μιας ηλιαχτίδας. Τελικά, γεμάτη απόγνωση, «Σου αρέσω;» είπε. «Είσαι όμορφη», της είπε. Πραγματικά, ήταν.
ω
Μη μπορώντας να κρατηθεί, έτρεξε στο παράθυρο, κι ήταν αυτός, ο Τόμυ, κι έβγαινε από το αυτοκίνητο του· ακόμα και στο λίγο φως του δρόμου ήταν όμορφος, ολοζώντανος και σχεδόν ήταν σαν... σα να πετούσε σπίθες. Η σκέψη αυτή της έφερε γέλια. Η Μαμά είχε σταματήσει τις προσευχές. Άρπαξε την μεταξωτή εσάρπα της που κρεμόταν στη ράχη της καρέκλας και την έριξε πάνω στους γυμν ούς της ώμους. Δάγκωσε τα χείλη της, διόρθωσε το μαλλί της, θα πουλούσε ακόμα και την ψυχή της για έναν ολό-
131
Από το Τhe Shadow Exploded (σελ. 131): Την ώρα που οι καλεσμένοι στον Ανοιξιάτικο Χορό του Γιούιν μαζεύονταν στο γυμνάσιο ή απομακρύνονταν από τους μπουφέδες με τα κεράσματα, η Κρίστιν Χάργκενσεν και ο Ουίλιαμ Νόλαν συναντιόνταν σ' ένα δωμάτιο πάνω από το κέντρο διασκέδασης The Cavalier. Ξέρουμε πως συναντιόνταν συχνά εκεί· το στοιχείο αυτό έχει καταχωρηθεί στα πρακτικά της Επιτροπής Γουάιτ. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι αν είχαν καταστρώσει το σχέδιο ως την τελευταία λεπτομέρεια ή αν όλα ήταν έμπνευση της στιγμής...
«Είναι ώρα;» τον ρώτησε μέσα στο σκοτάδι. Εκείνος κοίταξε το ρολόι του. «Όχι.»
133
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Μέσα από το ξύλινο πάτωμα έφτανε ως επάνω ο ήχος του τζουκ-μποξ που έπαιζε το She’s Got To Be a Saint του Ρέυ Πράις. Η Κρις σκέφτηκε πως το Κάβαλιερ δεν είχε αλλάξει τους δίσκους του από την πρώτη φορά που είχε έρθει εδώ, με πλαστή ταυτότητα, δυο χρόνια πριν. Τότε βέβαια είχε μείνει κάτω στο ισόγειο· δεν είχε ανέβει στα "ιδιαίτερα". Η κάφτρα από το τσιγάρο του Μπίλυ αναβόσβηνε μες στο σκοτάδι σαν μάτι ανήσυχου δαίμονα. Η Κρις το παρακολουθούσε σκεφτική. Δεν τον είχε αφήσει να κοιμηθεί μαζί της ως την περασμένη Δευτέρα, οπότε της υποσχέθηκε πως μαζί με τους φίλους του θα την βοηθούσαν να τιμωρήσει την Κάρυ Γουάιτ αν τολμούσε να πάει στο χορό με τον Τόμυ Ρος. Όμως είχαν ξαναβρεθεί εδώ αρκετές φορές και το 'χαν ρίξει στα χαϊδολογήματα και τα φιλιά - Σκωτσέζικο έρωτα το 'λεγε εκείνη, και κείνος, με την αλάθητη ικανότητα του να βρίσκει την χυδαιότερη εκδοχή, γαμήσι χωρίς χύσι. Η Κρις είχε σκοπό να τον αφήσει να περιμένει ώσπου να κάνει πραγματικά κάτι για το χατήρι της (μα είχε κιόλας κάνει κάτι είχε φέρει το αίμα) όμως τα πράγματα σαν να είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο της κι αυτό την ανησυχούσε. Αν τη Δευτέρα δεν του είχε δοθεί με τη θέληση της, θα την είχε πάρει με τη βία. Ο Μπίλυ δεν ήταν ο πρώτος εραστής της, αλλά ήταν ο πρώτος που δεν μπορούσε να τον χορέψει όπως ήθελε εκείνη. Πριν απ' αυτόν, τ' αγόρια που είχε ήταν έξυπνες μαριονέτες, με πρόσωπα καθαρά χωρίς σπυράκια, παιδιά γονιών με υψηλές γνωριμίες και διασυνδέσεις. Οδηγούσαν τα δικά τους Φολκσβάγκεν και σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης ή στο Κολλέγιο της Βοστώνης. Το φθινόπωρο φορούσαν τα μπουφάν του συλλόγου της σχολής τους και το καλοκαίρι φανελάκια με ζωηρά χρώματα. Κάπνιζαν μαριχουάνα και μιλούσαν για τ' αστεία πράγματα που τους συνέβαιναν όταν ήταν μαστου-
ρωμένοι. Στην αρχή, της φέρονταν με συγκατάβαση και στο τέλος πάντα κατέληγαν να τρέχουν από πίσω της σαν λαχανιασμένα, ξαναμμένα σκυλιά. Αν αυτό κρατούσε καιρό τότε η Κρις τους άφηνε να κοιμηθούν μαζί της. Τις περισσότερες φορές ξάπλωνε από κάτω τους παθητικά, χωρίς ούτε να συμμετέχει ούτε να τους εμποδίζει, μέχρι να τελειώσουν. Αργότερα, κατάφερνε να φτάνει μόνη της σε οργασμό, φέρνοντας στη σκέψη της εκείνες τις στιγμές. Είχε γνωρίσει τον Μπίλυ Νόλαν ύστερα από μια έφοδο της αστυνομίας για ναρκωτικά, σ' ένα διαμέρισμα στο Πόρτλαντ. Τέσσερις φοιτητές κι ο γκόμενος της Κρις είχαν συλληφθεί για κατοχή ναρκωτικών. Η Κρις και οι άλλες κοπέλες είχαν κατηγορηθεί για απλή συμμετοχή. Ο πατέρας της χειρίστηκε το θέμα με μεγάλη επιδεξιότητα και την ρώτησε αν ήξερε τι θα σήμαινε για. το κύρος και την καριέρα του μια καταδίκη της κόρης του για ναρκωτικά. Η Κρις του απάντησε πως δεν θεωρούσε το θέμα ιδιαίτερα σπουδαίο κι εκείνος της πήρε πίσω το αυτοκίνητο που της είχε χαρίσει. Μια βδομάδα αργότερα, ο Μπίλυ προσφέρθηκε να την πάει σπίτι της με το αμάξι του κι εκείνη δέχτηκε. Κανείς δεν φαινόταν να τον εκτιμάει ιδιαίτερα, ωστόσο κάτι πάνω του την γοήτευε, και τώρα, ξαπλωμένη σ' αυτό το παράνομο κρεβάτι και πλημμυρισμένη από έναν ηδονικό φόβο, σκεφτόταν πώς μπορεί να ήταν το αυτοκίνητο του -τον πρώτο καιρό, τουλάχιστον. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα σινιαρισμένα, απρόσωπα αυτοκίνητα των προηγούμενων φλερτ της, με τις πλαστικές ταπετσαρίες. Το αμάξι του Μπίλυ ήταν παλιό, σκούρο, θα 'λεγε κανείς καταχθόνιο. Το παρμπρίζ γύρω-γύρω ήταν γαλακτερό, λες κι είχε αρχίσει να παθαίνει καταρράκτη. Τα καθίσματα ήταν ξεχαρβαλωμένα. Στο πίσω μέρος κυλούσαν και συγκρούονταν μπουκάλια μπύρας ενώ μπροστά στα πόδια της υπήρχε μια τεράστια εργαλειoθή-
132
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
κη χωρίς καπάκι, γεμάτη γράσα. Τα εργαλεία μέσα ήταν πολλών λογιών και η Κρις υποψιαζόταν ότι τα περισσότερα ήταν κλεμμένα. Το αμάξι μύριζε λάδια και βενζίνα. Ο θόρυβος των εξατμίσεων περνούσε θριαμβευτικά μέσα από το φαγωμένο πάτωμα. Ο δείκτης λαδιού και το στροφόμετρο κρέμονταν ηττημένα από το ταμπλώ. Οι πίσω τροχοί ήταν υπερβολικά μεγάλοι και η σκεπή του αυτοκινήτου είχε τέτοια κλίση που έμοιαζε έτοιμη να καρφωθεί στο δρόμο. Και φυσικά το έτρεχε πολύ. Την τρίτη φορά που την πήγαινε σπίτι της, έσκασε το μπροστινό λάστιχο ενώ έτρεχαν με εξήντα πέντε μίλια την ώρα και το αμάξι ντεραπάρισε και τα φρένα στρίγγλιζαν πάνω στην άσφαλτο κι άρχισε να ουρλιάζει, βέβαιη για το θάνατο της. Η εικόνα του πτώματος της, σωριασμένου στη βάση μιας κολώνας και μες στα αίματα, πέρασε αστραπιαία από το μυαλό της σα φωτογραφία σε ταμπλόιντ. Ο Μπίλυ πάλευε με το χνουδωτό τιμόνι βλαστημώντας. Σταμάτησαν στην απέναντι άκρη του δρόμου κι όταν βγήκε από το αυτοκίνητο με τα γόνατα έτοιμα να λυγίσουν στο κάθε της βήμα, είδε πως οι ρόδες είχαν αφήσει στο δρόμο σημάδια από λιωμένο καουτσούκ, τριάντα μέτρα μήκος. Ο Μπίλυ άνοιγε κιόλας το πορτ-μπαγκάζ κι έβγαζε το γρύλο μουρμουρίζοντας. Ούτε μια τρίχα του δεν είχε φύγει από τη θέση της. Πέρασε πλάι της μ' ένα τσιγάρο κρεμασμένο στην άκρη των χειλιών του. «Φέρε το κουτί με τα εργαλεία, μωρό μου.» Είχε μείνει εμβρόντητη. Πριν καταφέρει να μιλήσει, α-νοιγόκλεισε δυο τρεις φορές το στόμα της σαν ψάρι που σπαρταρά. «Ο _ όχι! Παραλίγο να με σκο __ κόντεψες να__ τρελομαλάκα! Κι αυτό το κουτί είναι βρώμικο!» Γύρισε και την κοίταξε με βλέμμα ανέκφραστο. «Φερτό, αλλιώς αύριο βράδυ δε θα σε πάω στους αγώνες κατς.»
«Δε μου αρέσουν οι αγώνες κατς!» Δεν είχε πάει ποτέ της σε αγώνες πάλης. Οι φοιτητές την πήγαιναν σε συναυλίες ροκ που δεν της άρεσαν καθόλου. Χώρια που πάντα τύχαινε να κάθεται πλάι της κάποιος που είχε να πλυθεί βδομάδες ολόκληρες. Σήκωσε τους ώμους του, πήγε στο μπρος μέρος του αυτοκινήτου κι άρχισε να το σηκώνει με το γρύλο. Του κουβάλησε το κουτί με τα εργαλεία λερώνοντας με γράσσα το ολοκαίνουριο πουλόβερ της. Εκείνος άφησε ένα μουγκρητό χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. Το φανελάκι του είχε βγει από το τζην κι η γυμνή πλάτη του ήταν απαλή, μαυρισμένη απ' τον ήλιο και γεμάτη μύες. Την ερέθισε. Τον βοήθησε να βγάλει το λάστιχο και τα χέρια της έγιναν κατάμαυρα. Το αυτοκίνητο ταλαντεύτηκε απειλητικά πάνω στο γρύλο· το λάστιχο είχε σκιστεί σε δυο σημεία. Όταν τελείωσε η δουλειά και μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο, το πουλόβερ και η ακριβή κόκκινη φούστα της ήταν μες στις μουτζούρες. «Αν νομίζεις πως _ » άρχισε να λέει τη στιγμή που ε κείνος καθόταν πίσω από το τιμόνι. Έσκυψε απότομα προς το μέρος της και τη φίλησε, ενώ τα χέρια του ανέβαιναν από τη μέση στο στήθος της. Η ανάσα του μύριζε καπνό. Μια μυρουδιά μπριγιαντίνης και ιδρώτα γέμιζε τον αέρα. Όταν τραβήχτηκε τελικά για να πάρει ανάσα, χαμηλώνοντας το κεφάλι της κοίταξε το πουλόβερ που τα χέρια του το είχαν τώρα κάνει κατάμαυρο. Το είχε πληρώσει είκοσι δολάρια και τώρα ήταν για τα σκουπί δια. Ένιωσε να ερεθίζεται όσο ποτέ άλλοτε. «Τί θα τους πεις γι αυτό;» τη ρώτησε και τη φίλησε πάλι. Από τον τρόπο που τη φιλούσε, η Κρις κατάλαβε πως ο Μπίλυ χαμογελούσε. «Χάιδεψε με», του ψιθύρισε στ' αυτί. «Πιάσε με παντού. Βρώμισε με!» Η φούστα της ήταν κοντή και ο Μπίλυ την ανέβασε
134
135
136
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
βίαια ως τη μέση της. Την πήρε λαίμαργα, άτσαλα. Και κάτι -ίσως ο τρόπος του, ίσως η ξαφνική επαφή της με το θάνατο- προκάλεσε στην Κρις έναν ξαφνικό και δυνατό οργασμό. Την άλλη μέρα πήγε μαζί του στους αγώνες πάλης. «Οχτώ και τέταρτο», της είπε και ανακάθισε στο κρεβάτι. Άναψε το φως κι άρχισε να ντύνεται. Το κορμί του εξακολουθούσε να την ερεθίζει. Θυμήθηκε την περασμένη Δευτέρα, τι της είχε κάνει. Την είχε _ (όχι τώρα) Αργότερα που θα έβρισκε χρόνο, θα το σκεφτόταν με την ησυχία της, ίσως κάποια στιγμή που η ανάμνηση του γεγονότος θα της πρόσφερε κάτι παραπάνω από μια σκέτη διέγερση. Κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι και φόρεσε το διάφανο εσώρουχο της. «Ίσως να μην είναι και πολύ καλή η ιδέα», είπε, χωρίς να ξέρει αν δοκίμαζε εκείνον ή τον εαυτό της. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να πέφταμε πάλι στο κρεβάτι και __ » «Όχι, καλή ιδέα είναι», της είπε, και μια υποψία χιούμορ φάνηκε στο πρόσωπο του. «Γουρουνίσιο αίμα για ένα γουρούνι.» «Τι;» «Τίποτα. Έλα. Ντύσου.» Ντύθηκε και την ώρα που έφευγαν από την πίσω σκάλα ένιωσε να πλημμυρίζει την κοιλιά της μια άγρια, άπληστη διέγερση.
πόσο λυπούνται. Αυτό συνήθως συμβαίνει λίγο πριν μου ζητήσουν αυτόγραφο. Περιμένουν ίσως να σε δουν κλαμμένη, ντυμένη στα μαύρα, να πίνεις κάτι παραπάνω απ' όσο πρέπει ή να παίρνεις ναρκωτικά και να πουν, "Αχ, τι κρίμα. Όμως ξέρετε τι της συνέβη __ " και μπλα-μπλαμπλα. Όμως το "λυπάμαι", είναι για τα ανθρώπινα συναισθήματα ότι ένα απλό αναψυκτικό σε σχέση με τα σκληρά ποτά. Είναι κάτι που λέγεται όταν χύνει κανείς ένα φλυτζάνι καφέ ή όταν του φεύγει η μπάλα την ώρα που παίζει μπόοουλινγκ. Η αληθινή θλίψη είναι τόσο σπάνια όσο και η αληθινή αγάπη. Δεν λυπάμαι πια επειδή ο Τόμυ είναι νεκρός. Όλ' αυτά μοιάζουν σα να τα ονειρεύτηκα κάποτε ξυπνητή. Μπορεί να σκέφτεστε πως αυτό είναι σκληρό, όμως από τη νύχτα του χορού μέχρι σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες. Ούτε μετανιώνω που παρουσιάστηκα μπροστά στην Επιτροπή Γουάιτ. Είπα την αλήθεια -όση ήξερα, τέλος πάντων. Όμως λυπάμαι για την Κάρυ. Ξέρετε, έχει πια ξεχαστεί. Την έχουν καταντήσει ένα είδος συμβόλου κι έχουν ξεχάσει πως ήταν κι αυτή μια ανθρώπινη ύπαρξη, αληθινή όσο κι εσείς που διαβάζετε αυτό το βιβλίο, με ελπίδες, μ' όνειρα και μπλα-μπλα. Είναι βέβαια ανώφελο να τα λέω όλ' αυτά. Τίποτα πια δεν μπορεί να την αλλάξει, να την μετατρέψει ξανά σε άνθρωπο, σβήνοντας την εικόνα που έχουν δημιουργήσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Γιατί ήταν άνθρωπος και πονούσε. Πονούσε ίσως περισσότερο απ' όσο μπορούμε να φανταστούμε. Να λοιπόν για ποιο πράγμα λυπάμαι· κι ελπίζω εκείνος ο χορός να της είχε δώσει κάποια χαρά. Ελπίζω, μέχρι τη στιγμή που άρχισε η τραγωδία, να ήταν όλα όμορφα, υπέροχα και μαγικά για κείνη...
Από το βιβλίο Το Όνομα Μου Είναι Σούζαν Σνελ (σελ. 45): Ξέρετε, δε λυπάμαι για όλα όσα έγιναν, όσο νομίζουν μερικοί ότι θα 'πρεπε. Όχι πως σου το λένε κατάμουτρα· απλώς, οι ίδιοι δεν χάνουν ευκαιρία να τονίσουν πόσο μα
137
139
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Ο Τόμυ μπήκε στο πάρκινγκ κοντά στην καινούρια πτέρυγα του γυμνασίου, άφησε τη μηχανή αναμμένη για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα γύρισε το κλειδί. Η Κάρυ καθόταν πλάι του κρατώντας την εσάρπα της τυλιγμένη γύρω από τους γυμνούς της ώμους. Ξαφνικά της φάνηκε πως ζούσε μέσα σ' ένα όνειρο που έκρυβε ανομολόγητους σκοπούς που μόλις εκείνη τη στιγμή άρχισε να αντιλαμβάνεται. Τι γύρευε εδώ; Είχε αφήσει μόνη τη Μαμά. «Έχεις αγωνία;» τη ρώτησε κι εκείνη αναπήδησε. «Ναι.» Ο Τόμυ γέλασε και βγήκε από το αυτοκίνητο. Ήταν έτοιμη ν' ανοίξει την πόρτα της, αλλά πρόλαβε και της την άνοιξε εκείνος. «Δεν χρειάζεται να έχεις νευρικότητα», της είπε. «Μοιάζεις με τη Γαλάτεια.» «Με ποια;» «Με τη Γαλάτεια. Μάθαμε την ιστορία της στο μάθημα του κυρίου Έβερ. Που ήταν άγαλμα και μεταμορφώθηκε σε όμορφη κυρά έτσι που κανείς δεν την αναγνώριζε.» Έμεινε σκεφτική. «Εγώ θέλω να μ' αναγνωρίσουν», είπε τελικά. «Δίκιο έχεις. Έλα, πάμε.» Ο Τζωρτζ Ντόουσον και η Φρίντα Τζέησον στέκονταν πλάι της στον αυτόματο πωλητή της κόκα-κόλα. Η Φρίντα φορούσε ένα πορτοκαλί διάτρητο κατασκεύσμα και θύμιζε πνευστό όργανο. Η Ντόνα Θάιμποντο μάζευε τα εισιτήρια στην είσοδο μαζί με τον Ντέιβιντ Μπράκεν. Ήταν κι οι δυο μέλη της Εθνικής Λέσχης Τιμών κι αποτελούσαν μέρος της προσωπικής γκεστάπο της δεσποινίδας Γκηρ. Φορούσαν άσπρα φαρδιά παντελόνια και κόκκινα μπλαίηζερ -τα χρώματα του σχολείου. Η Τίνα Μπλέηκ κι η Νόρμα Γουάτσον μοίραζαν προγράμματα και τοποθετούσαν τον κόσμο στις αριθμημένες θέσεις. Φορούσαν κι οι δυο μαύρα, κι η Κάρυ υπέθεσε ότι θα θεωρούσαν το ντύσιμο τους πολύ σικ, της ίδιας όμως της θύμιζαν κοπέλες που πουλάν
τσιγάρα σε παλιά γκαγκστερική ταινία. Καθώς έμπαιναν μέσα ο Τόμυ κι η Κάρυ, όλοι στράφηκαν για να τους κοιτάξουν και για μια στιγμή απλώθηκε μια ψυχρή, αμήχανη σιωπή. Η Κάρυ ένιωσε έντονα την ανάγκη να γλείψει τα χείλη της αλλά συγκρατήθηκε. Τότε ο Τζωρτζ Ντόουσον είπε: «Ρος, σαν αδερφή είσαι, ρε!» Ο Τόμυ χαμογέλασε. «Πότε κατέβηκες από το δέντρο ρε Μπόνγκο και δεν σε πήραμε είδηση;» Ο Ντόουσον όρμησε μπροστά με τη γροθιά του υψωμένη και η Κάρυ πάγωσε από τον τρόμο. Όπως ήταν σφιγμένη από την αγωνία, παραλίγο να σηκώσει τον Τζωρτζ ψηλά και να τον εκσφενδονίσει στην άλλη άκρη της αίθουσας. Ύστερα κατάλαβε πως όλ' αυτά ήταν ένα παλιό παιχνίδι, μια πλάκα που την έκαναν συχνά, με την πρώτη ευκαιρία. Τα αγόρια σχημάτισαν γύρω τους ένα κύκλο. Ο Τζωρτζ, που είχε κιόλας αρπάξει δυο χτυπήματα στα πλευρά, έβγαλε μια κραυγή σαν της γαλοπούλας κι άρχισε να φωνάζει, «Απάνω τους! Να μη μείνει ούτε ρουθούνι βιετναμέζικο! Στα κλουβιά με τις τίγρεις!» κι ο Τόμυ εγκατέλειψε την αμυντική του στάση και λύθηκε στα γέλια. «Μη σ' απασχολεί», είπε η Φρίντα στην Κάρυ, ζαρώνοντας τη σουβλερή της μύτη καθώς περιφερόταν πέρα δώθε. «Αν σκοτωθούνε, θα χορέψουμε οι δυο μαζί.» «Μπα, πού να σκοτώσουν αυτοί οι χαζοβιόληδες», απάντησε η Κάρυ. «Σα τους δεινόσαυρους είναι κι αυτοί.» Βλέποντας τη Φρίντα να χαμογελάει, ένιωσε να χαλαρώνει μέσα της κάτι πολύ παλιό και σκουριασμένο. Κι ένιωσε ζεστασιά. Ανακούφιση. «Πού το αγόρασες το φουστάνι σου;» ρώτησε η Φρίντα. «Είναι φανταστικό.» «Το 'φτιαξα μόνη μου.»
138
140
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
«Το έφτιαξες;» Η Φρίντα γούρλωσε τα μάτια της με απροσποίητη κατάπληξη. «Πλάκα μου κάνεις!» Η Κάρυ ένιωσε να κοκκινίζει. «Ναι, το έφτιαξα μόνη μου. Μου... μου αρέσει να ράβω. Αγόρασα το ύφασμα από του Τζωνς, στο Γουέστοβερ. Το πατρόν ήταν πολύ εύκολο.» «Άντε, πάμε», είπε σε όλους ο Τζωρτζ. «Θ' αρχίσει η ορχήστρα.» Κοίταξε δεξιά κι αριστερά με μάτια γουρλωμένα κι άρχισε να χορεύει μονάχος. «Να βλέπω παλμό! Να βλέπω παλμό! Εμείς οι Βιετκόνγκ τρελαινόμαστε για ηλεκτρικές κιθάρες!» Την ώρα που έμπαιναν μέσα ο Τζωρτζ προσπαθούσε με διάφορες κινήσεις να μιμηθεί μια ληστεία μετά φόνου, η Κάρυ έλεγε στη Φρίντα για το φουστάνι της κι ο Τόμυ χαμογελούσε με τα χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες του. Η Σού σίγουρα θα του έλεγε πως έτσι χαλούσε τη γραμμή του σακακιού του αλλά δε βαριέσαι, όλα έδειχναν να πηγαίνουν ρολόι. Του Τόμυ, του Τζωρτζ και της Φρίντα δεν τους απόμεναν παρά δυο ώρες ζωής ακόμα.
την πρωτοβουλία των κινήσεων από την Κρις Χάργκενσεν και έδρασε αυτόβουλα...
Από το The Shadow Exploded (σελ. 132): Η θεωρία της Επιτροπής Γουάιτ σχετικά με την αφορμή των γεγονότων -δυο κουβάδες με γουρουνίσιο αίμα, στηριγμένοι σ' ένα δοκάρι πάνω από την εξέδρα- φαίνεται υπερβολικά ανεπαρκής και δεν ευσταθεί, ακόμα και στο φως των πενιχρών αποδείξεων που έχουμε στη διάθεση μας. Αν κανείς θελήσει να πιστέψει τα λεγόμενα των στενών φίλων του Νόλαν (οι οποίοι, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν φαίνονται ιδιαίτερα ευφυείς ώστε να μπορούν να πουν με τρόπο πειστικό ένα ψέμμα), ο Νόλαν, όσον αφορά σ' αυτό το μέρος της συνομωσίας, αφαίρεσε
141
Όταν οδηγούσε δε μιλούσε καθόλου· του άρεσε να οδηγεί. Όλη αυτή η επιχείρηση του έδινε μια αίσθηση δύναμης που τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της, ούτε καν το γαμήσι. Προερχόταν από ένα διαλυμένο σπίτι· ο πατέρας του την είχε κοπανήσει όταν χρεωκόπησε το βενζινάδικο του από κακοδιαχείριση, την εποχή που ο Μπίλυ ήταν μόλις δώδεκα χρονών, και η μάνα του από τότε είχε αλλάξει τέσσερις γκόμενους. Για την ώρα, έδειχνε αδυναμία στον Μπρούσι, ένα τύπο που όσο περνούσε ο καιρός, εξελισσόταν σε ολοένα και μεγαλύτερο κάθαρμαΤο αυτοκίνητο όμως: το αυτοκίνητο του χάριζε δόξα και ισχύ, αντλώντας από τη δική του απόκρυφη δύναμη. Του 'δινε αξία, ακτινοβολία. Δεν ήταν τυχαίο που τα περισσότερα πηδήματα του τα είχε κάνει στο πίσω κάθισμα. Τ' αυτοκίνητο ήταν σκλάβος του και Θεός του. Του έδινε και του έπαιρνε. Τον είχε φυγαδεύσει τόσες και τόσες φορές όταν τον έπιανε μανία φυγής. Εκείνες τις ατέλειωτες χωρίς ύπνο νύχτες, όταν τσακώνονταν η μάνα του με τον Μπρούσι, ο Μπίλυ την κοπανούσε κι έβγαινε με τ' αμάξι να κυνηγήσει αδέσποτα σκυλιά. Τα πρωινά τσούλαγε με σβηστή μηχανή στο γκαράζ που είχε φτιάξει πίσω από το σπίτι, με τον προφυλακτήρα να στάζει αίμα. Η Κρις είχε μάθει πια πολύ καλά τις συνήθειες του και δεν έμπαινε στον κόπο να κάνει μαζί του συζητήσεις που έτσι κι αλλιώς δεν θα έπιαναν τόπο. Καθισμένη τώρα πλάι του, με το ένα πόδι διπλωμένο κάτω από το σώμα της, δάγκωνε τα νύχια της. Τα φώτα των αυτοκινήτων που τους προσπερνούσαν έκαναν τα μαλλιά της να ασημίζουν. Εκείνος αναρωτιόταν για πόσο καιρό ακόμα θα κρα-
143
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
τούσαν μαζί. Ίσως όχι και τόσο πολύ ύστερα από την αποψινή βραδυά. Κατά κάποιο τρόπο όλα, από την αρχή ακόμα της σχέσης τους, οδηγούσαν στην αποψινή βραδυά, κι όταν πια θα τέλειωνε κι αυτό, ό,τι τους ένωνε μπορεί και να χανόταν, και θα έμεναν μετά ν' αναρωτιούνται πώς ήταν ποτέ δυνατό να τα 'χουν φτιάξει οι δυο τους. Σκέφτηκε πως η Κρις θα έπαυε τότε να μοιάζει με θεά και θα ξαναγινόταν ένα σκατό της υψηλής κοινωνίας, και μπορεί να του την έδινε και να της έριχνε μερικές καρπαζιές. Ή μάλλον πολλές καρπαζιές. Θα της έτριβε τη μούρη στο χώμα. Ανηφόρησαν στο λόφο Μπρίκγυαρντ. Από κάτω φάνηκε το γυμνάσιο, με το πάρκινγκ γεμάτο γυαλιστερά αυτοκίνητα των μπαμπάδων. Η θέα τους του προκαλούσε μίσος και απέχθεια. Μια στυφή γεύση του ανέβαινε στο λαιμό. Θα τους περιποιηθούμε (θα τη θυμούνται αυτή τη νύχτα) για τα καλά. Στο χέρι μας είναι. Η πτέρυγα όπου βρίσκονταν οι τάξεις ήταν σκοτεινή κι έρημη· η αίθουσα υποδοχής ήταν φωτισμένη και η γυάλινη πρόσοψη του γυμναστηρίου έβγαζε ένα αμυδρό πορτοκαλί φως. Ξανά η στυφή γεύση· του 'ρθε να βγει από τ' αμάξι και ν' αρχίσει να τους πετάει πέτρες. «Βλέπω τα φώτα, βλέπω τα φώτα του πάρτυ», μουρμούρισε. «Ε;» έκανε εκείνη ξαφνιασμένη σαν μόλις να την ξύπνησαν. «Τίποτα.» Την άγγιξε στο σβέρκο. «Μου φαίνεται πως θα αφήσω να τραβήξεις εσύ το σπάγγο.»
ρο από τα μαθήματα του σχολείου, αλλά το είχε μάθει πολύ καλά. Τ' αγόρια που είχαν πάει μαζί του το περασμένο βράδυ στο αγρόκτημα του Χέντυ δεν ήξεραν καν τι το ήθελε το αίμα. Ίσως να το φαντάστηκαν πως ήταν μπλεγμένη η Κρις, αλλά δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι γι αυτό. Τα χαράματα της Παρασκευής οδήγησε το αμάξι στο σχολείο, έκανε δυο γύρους για να βεβαιωθεί πως ήταν έρημο και πως δεν υπήρχε εκεί κανένα από τα δυο περιπολικά της αστυνομίας του Τσάμπερλεν. Μπήκε στο πάρκινγκ με τα φώτα σβηστά, έκανε το γύρο και βρέθηκε στο πίσω μέρος του κτιρίου. Άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ και ξεκλείδωσε το καπάκι του ψυγείου. Το αίμα είχε παγώσει εντελώς, αλλά αυτό δεν πείραζε καθόλου. Ώσπου να περάσει το εικοσιτετράωρο θα είχε ξεπαγώσει. Ακούμπησε τους κουβάδες στο έδαφος κι έβγαλε μερικά εργαλεία από το κουτί. Τα έχωσε στην κωλοτσέπη κι άρπαξε από το κάθισμα έναν καφετί σάκκο. Μέσα ακουστήκανε να κουδουνίζουν βίδες. Δούλευε δίχως να βιάζεται, με άνεση και αυτοσυγκέντρωση ανθρώπου που δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα συλληφθεί επ' αυτοφόρω. Το γυμναστήριο όπου θα γινόταν ο χορός ήταν επίσης και το θέατρο του σχολείου και τα μικρά παράθυρα που έβλεπαν προς την πλευρά όπου είχε παρκάρει, ήταν της αποθήκης πίσω από τη σκηνή. Έβγαλε μια σπάτουλα και την έχωσε στη σχισμή ενός παράθυρου. Ήταν σπουδαίο εργαλείο. Το είχε φτιάξει ο ίδιος στο μηχανουργείο του Τσάμπερλεν. Την κούνησε πάνω κάτω ώσπου υποχώρησε το μάνταλο. Έσπρωξε το παράθυρο προς τα πάνω και γλίστρησε μέσα. Ήταν κατασκότεινα. Στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά από τις μπογιές που χρησιμοποιούσε για τα σκηνικά της η θεατρική ομάδα. Οι βλοσυρές θήκες των οργάνων της ορχήστρας και τα αναλόγια έστεκαν ολόγυρα σαν φρουροί. Σε μια γωνιά βρισκόταν το πιάνο του κυρίου Ντόου-
142
Ο Μπίλυ το 'κανε τελικά ο ίδιος, γιατί ήξερε πάρα πολύ καλά πως δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν άλλον. Αυτό ήταν ένα μάθημα δύσκολο, πολύ δυσκολότε-
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Ο Μπίλυ έβγαλε από το σάκο ένα μικρό φακό, προχώρησε στη σκηνή και πέρασε μέσα από τις κόκκινες βελούδινες κουρτίνες. Το δάπεδο του γυμναστηρίου με τις γραμμές για το μπάσκετ γυάλιζε σα λίμνη από κεχριμπάρι. Έριξε το φως του φακού του στο μπροστινό μέρος της σκηνής. Πάνω στα σανίδια, κάποιος είχε σχεδιάσει με κιμωλία τα περιγράμματα των θρόνων του βασιλιά και της βασίλισσας που θα τοποθετούνταν εκεί την επόμενη μέρα. Κατόπιν, ολόκληρη η σκηνή θα στρωνόταν με χάρτινα λουλούδια... ένας θεός ξέρει για ποιο λόγο. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά στρέφοντας το φακό του προς τα πάνω. Ένα σύμπλεγμα από μεταλλικά δοκάρια στήριζε την οροφή. Τα δοκάρια που βρίσκονταν πάνω από την πίστα ήταν ντυμένα με κρεπ χαρτί, εκείνα όμως που βρίσκονταν πάνω ακριβώς από τη σκηνή δεν είχαν διακοσμηθεί. Τα έκρυβε μια κουρτίνα που κρεμόταν μπροστά τους. Η ίδια κουρτίνα έκρυβε και τους προβολείς που θα φώτιζαν την γιγαντοαφίσα με τη γόνδολα. Ο Μπίλυ έσβησε το φακό, προχώρησε στ' αριστερά της σκηνής και σκαρφάλωσε μια μεταλλική σκάλα που ακουμπούσε στον τοίχο. Το περιεχόμενο της τσάντας, που για περισσότερη ασφάλεια την είχε χώσει μες στο πουκάμισο του, κουδούνιζε και αντηχούσε χαρωπά μες στο έρημο γυμναστήριο. Στην κορυφή της σκάλας υπήρχε μια μικρή πλατφόρμα. Τώρα, κοιτάζοντας κάτω, οι κουρτίνες και τα σκηνικά βρίσκονταν δεξιά του και το γυμναστήριο αριστερά του. Μερικά από τα σκηνικά του Θεατρικού Συλλόγου χρονολογούνταν από το 1920. Μια προτομή της Παλλάδας που είχε χρησιμοποιηθεί παλιά σε κάποια θεατρική διασκευή του "Κορακιού" του Πόε, κοίταζε τον Μπίλυ με μάτια τυφλά, ξαπλωμένη πάνω σ' ένα σκουριασμένο σομιέ. Ακριβώς μπροστά του υπήρχε ένα μεταλλικό δοκάρι που περνούσε πάνω από το μπροστινό μέρος της σκηνής.
Κάτω από το δοκάρι κρέμονταν οι προβολείς που θα φωτίζαν τη γόνδολα. Περπάτησε πάνω του άφοβα και χωρίς δυσκολία. Σιγομουρμούριζε ένα τραγουδάκι της μόδας. Το δοκάρι είχε ίνα δάχτυλο σκόνη κι ο Μπίλυ άφηνε πάνω του μακρόστενες πατημασιές. Φτάνοντας στη μέση, σταμάτησε, γονάτισε, και κοίταξε κάτω. Ναι. Με το φακό μπόρεσε να διακρίνει πάνω στη σκηνή το περίγραμμα με την κιμωλία. Άφησε ένα σιγανό σφύριγμα, (πέφτουν βόμβες) σχημάτισε ένα Χ με το ένα δάχτυλο του πάνω στη σκόνη κι ύστερα γύρισε πίσω στην πλατφόρμα. Κανείς δεν θα ανέβαινε εδώ πάνω. Οι προβολείς που θα φώτιζαν τη γόνδολα και τη σκηνή όπου θα στέφονταν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα (θα γίνει μια στέψη που θα τη θυμούνται όλοι) άναβαν από έναν πίνακα με διακόπτες που βρισκόταν στο πίσω μέρος της σκηνής. Όποιος κοίταζε προς τα πάνω θα τυφλωνόταν από τα φώτα. Η μόνη περίπτωση να ανακαλυφθεί το σχέδιο, ήταν να προσέξει κανείς τα δοκάρια από την πίσω μεριά όπου ήταν αποθηκευμένα τα σκηνικά. Οι πιθανότητες ήταν ελάχιστες. Άνοιξε την καφετιά τσάντα κι έβγαλε ένα ζευγάρι λαστιχένια γάντια, τα φόρεσε κι ύστερα πήρε μια από τις δυο μικρές τροχαλίες που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα. Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο, τις είχε πάρει από ένα κατάστημα στο Μπόξφορντ. Σφήνωσε στα χείλη του μερικά καρφιά σαν να ήταν τσιγάρα κι έπιασε σφυρί. Εξακολουθώντας να σιγοτραγουδάει με τα καρφιά στο στόμα, στερέωσε την τροχαλία σε μια γωνιά πάνω στην πλατφόρμα. Πλάι της έβαλε μια μικρή βίδα. Κατέβηκε τη σκάλα, πήγε πίσω στα παρασκήνια και σκαρφάλωσε σε μια άλλη σκάλα που ήταν κοντά στο παράθυρο απ' όπου είχε μπει. Βρέθηκε σ' ένα είδος σοφίτας. Γύρω υπήρχαν σωροί από παλιά σχολικά βιβλία,
144 νερ.
145
147
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
σκωροφαγωμένες αθλητικές φόρμες και πανάρχαια τετράδια ροκανισμένα απ' τα ποντίκια. Κοιτάζοντας αριστερά με το φακό πάνω από τις κουρτίνες τις σκηνής, μπορούσε να δει την τροχαλία που μόλις είχε τοποθετήσει. Από τα δεξιά του έμπαινε ένα ψυχρό αεράκι μέσα από έναν εξαεριστήρα που υπήρχε στον τοίχο. Έβγαλε τη δεύτερη τροχαλία και την κάρφωσε ψηλά. Κατέβηκε κάτω, σύρθηκε έξω από το παράθυρο που είχε παραβιάσει και πήρε τους δυο κουβάδες με το γουρουνίσιο αίμα. Είχε περάσει σχεδόν μισή ώρα κι ωστόσο ούτε που είχε αρχίσει να ξεπαγώνει. Σήκωσε τους κουβάδες και προχώρησε πάλι προς το παράθυρο. Μέσα στο σκοτάδι έμοιαζε με αγρότη που μόλις είχε τελειώσει το πρώτο άρμεγμα. Έβαλε πρώτα τους κουβάδες μέσα κι ύστερα μπήκε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ευκολώτερο το περπάτημα πάνω στο δοκάρι με τους κουβάδες στα χέρια για ισορροπία. Όταν έφτασε στο σημείο όπου είχε βάλει το σημάδι Χ, ακούμπησε κάτω τους κουβάδες, κοίταξε γι' άλλη μια φορά το περίγραμμα με την κιμωλία, κούνησε το κεφάλι καταφατικά, και γύρισε πίσω στην πλατφόρμα. Είχε σκεφτεί να σκουπίσει τους κουβάδες την τελευταία στιγμή -πάνω τους είχαν τ' αποτυπώματα του Κένυ, αλλά και του Ντον και του Στηβ- αλλά αποφάσισε πως θα ήταν καλύτερα να τους αφήσει έτσι. Το πρωί του Σαββάτου μπορεί να τους περίμενε μια μικρή έκπληξη. Σούφρωσε τα χείλη του με τη σκέψη αυτή. Το τελευταίο πράγμα που είχε απομείνει στην τσάντα ήταν ένα κουβάρι σπάγγος. Γύρισε πίσω στους κουβάδες κι έδεσε τα χερούλια τους με χαλαρούς κόμπους. Ύστερα πέρασε το σπάγγο από τη βίδα και μετά την τροχαλία. Πέταξε το κουβάρι στο υπερώο και μετά πέρασε το σπάγγο και στη δεύτερη τροχαλία. Πιθανό να μη του φαινόταν και τόσο διασκεδαστικό αν ήξερε πως μέσα στο σκοτάδι του θεάτρου, σκεπασμένος από τη σκόνη δεκαε-
τιών και με ιστούς αράχνης να κρέμονται από τα μαλλιά του, θύμιζε έναν Ρουμπ Γκόλντμπεργκ καμπούρη και μισότρελο, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να φτιάξει την καλύτερη ποντικοπαγίδα του κόσμου. Έριξε το κουβάρι πάνω σ' ένα σωρό από κοφίνια πλάι στον εξαεριστήρα. Κατέβηκε για τελευταία φορά και ξεσκόνισε τα χέρια του. Η δουλειά του είχε τελειώσει. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο, σκαρφάλωσε και πήδηξε έξω. Έκλεισε το παράθυρο, έχωσε ξανά τη σπάτουλα κι έκλεισε το μάνταλο όσο μπορούσε. Ύστερα γύρισε στ' αυτοκίνητο του. Η Κρις είχε πει πως υπήρχαν πολλές πιθανότητες να βρεθούν κάτω από τους κουβάδες ο Τόμυ Ρος κι η σκρόφα η Γουάιτ· είχε κιόλας παροτρύνει με τρόπο τις φίλες της να συμβάλουν κι αυτές ώστε να γίνει αυτό. Θα είχε πολύ γούστο να έρχονταν έτσι τα πράγματα. Αλλά για τον Μπίλυ θα είχε γούστο, όποιος και αν βρισκόταν από κάτω. Είχε αρχίσει να σκέφτεται πως θα είχε γούστο ακόμα κι αν από κάτω ήταν η ίδια η Κρις. Έβαλε μπρος το αμάξι και απομακρύνθηκε.
146
Από το (σελ. 48):
βιβλίο Το Όνομα Μου Είναι Σούζαν Σνελ
Η Κάρυ πήγε να δει τον Τόμυ μια μέρα πριν το χορό. Περίμενε έξω από την τάξη του -αργότερα ο Τόμυ μου είπε πως η Κάρυ είχε ένα κακόμοιρο ύφος, σαν να φοβόταν μήπως της έβαζε τις φωνές, μήπως της έλεγε να πάψει να τον τριγυρνάει και να τον ενοχλεί. Η Κάρυ του είπε πως έπρεπε να βρίσκεται σπίτι της στις έντεκα και μισή το αργότερο αλλιώς η μητέρα της θ' ανησυχούσε. Του είπε πως δεν ήθελε να του χαλάσει
148
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
τη διασκέδαση αλλά δεν ήταν σωστό ν' ανησυχήσει τη μητέρα της. Ο Τόμυ της πρότεινε να σταματήσουν μετά στου Κέλυ για μια μπύρα κι ένα χάμπουργκερ. Όλα τα παιδιά θα πήγαιναν στο Γουέστοβερ ή στο Λιούιστον κι έτσι ολόκληρο το μαγαζί θα ήταν δικό τους. Το πρόσωπο της φωτίστηκε, μου είπε. Του απάντησε πως ήταν πολύ ωραία ιδέα. Πάρα πολύ ωραία. Αυτό είναι το κορίτσι που όλοι δεν χάνουν ευκαιρία να επαναλάβουν πως ήταν ένα τέρας. Θέλω να το θυμόσαστε αυτό. Ένα κορίτσι που μετά τον πρώτο του χορό αρκείται σε ένα χάμπουργκερ και μια μπύρα μόνο και μόνο για να μην ανησυχήσει η μαμά της.
Το πρώτο πράγμα που ξάφνιασε την Κάρυ όταν μπήκαν μέσα, ήταν η Λάμψη. Όχι η λάμψη αλλά η Λάμψη. Οι τουαλέτες που θρόιζαν -σατέν, σιφόν, μετάξι, δαντέλες. Ο αέρας που μοσχοβολούσε λουλούδια. Τα κορίτσια με τα εξώπλατα, τα βαθιά ντεκολτέ, την εφαρμοστή μέση. Οι μακριές φούστες, οι γόβες. Τα εκτυφλωτικά άσπρα βραδινά σακάκια, οι φαρδιές μεταξωτές ζώνες, τα μαύρα γυαλιστερά παπούτσια. Στην πίστα βρίσκονταν λίγα άτομα, και μέσα στο απαλό ημίφως έμοιαζαν αυλές μορφές. Δεν ήθελε να τους βλέπει σα συμμαθητές της. Ήθελε να τους βλέπει σαν ωραίους ξένους. Ο Τόμυ την κρατούσε σταθερά από τον αγκώνα. «Ωραία η ζωγραφιά στον τοίχο», της είπε. «Ναι», συμφώνησε με φωνή που μόλις ακουγόταν. Οι πορτοκαλί προβολείς έδιναν στα χρώματα μια γλυκεία λαμπρότητα. Ο γονδολιέρης ακουμπούσε πάνω στο κουπί με μια αιώνια νωχέλεια ενώ το ηλιοβασίλεμα τριγύρω του έβγαζε φωτιές και τα σπίτια έγερναν πάνω από τα νερά της πόλης. Η Κάρυ ένιωσε με σιγουριά πως αυτή η στιγμή θα έμενε για πάντα, ζωντανή στη μνήμη
ΚΑΡΥ
149
της. Αμφέβαλε αν ένιωθαν κι οι άλλοι έτσι -εκείνοι θα είχαν δει τόσα και τόσα- αλλά ακόμα κι ο Τζωρτζ έμεινε για ένα λεπτό σιωπηλός καθώς κοιτούσαν τη ζωγραφιά, κι η σκηνή, η μυρουδιά, ακόμη κι ο ήχος της ορχήστρας, που έπαιζε κάποιο γνωστό κινηματογραφικό κομμάτι, κλειδώθηκαν μέσα της για πάντα. Η ψυχή της, σαν ύφασμα τσαλακωμένο και παραπεταμένο που επιτέλους σιδερώθηκε και απλώθηκε στον ήλιο, για μια στιγμή πλημμύρισε με μια πρωτόγνωρη γαλήνη. «Να βλέπω ένταση!», πάτησε μια φωνή ο Τζωρτζ και τράβηξε τη Φρίντα στην πίστα. Άρχισε να κουνιέται κωμικά κάνοντας μια παλιομοδίτικη φιγούρα τζαζ, και κάποιος τον ξεφώνισε. Ο Τζωρτζ κάτι απάντησε, χαμογέλασε πονηρά, σταύρωσε τα χέρια και προσπάθησε να μιμηθεί ένα κοζάκικο χορό, ώσπου βρέθηκε πεσμένος με τον πισινό πάνω στη πίστα. Η Κάρυ χαμογέλασε. «Πλάκα έχει ο Τζωρτζ», είπε. «Α, βέβαια. Είναι πολύ καλός τύπος. Υπάρχουν πολλά καλά παιδιά εδώ μέσα. Θες να καθίσουμε;» «Ναι», είπε η Κάρυ μ' ευγνωμοσύνη. Ο Τόμυ πήγε στην πόρτα και γύρισε με τη Νόρμα Γουάτσον που λάνσαρε ένα εξωφρενικό χτένισμα, ειδικά για την περίσταση. «Το τραπέζι σας είναι από την ΑΛΛΗ μεριά», τους είπε και με μάτια που γυάλιζαν κοίταξε την Κάρυ από πάνω ως κάτω, ψάχνοντας να δει αν φαινόταν καμιά τιράντα του σουτιέν, τίποτε σπυριά ή ο,τιδήποτε άλλο μπορούσε να μεταφέρει στους άλλους για κουτσομπολιό, όταν θα γύριζε πίσω στην πόρτα. «Το φουστάνι σου είναι ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ, Κάρυ. Μα από ΠΟΥ το πήρες;» Η Κάρυ της εξήγησε καθώς η Νόρμα τους οδηγούσε γύρω από την πίστα στο τραπέζι τους. Πίσω της άφηνε μια μυρουδιά σαπουνιού, κολώνιας και φρουτότσιχλας. Το τραπέζι ήταν με δυο καθίσματα (τυλιγμένα και με
151
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
το αναπόφευκτο κρεπ χαρτί στα χρώματα του σχολείου). Πάνω του υπήρχαν ένα κερί σε μια μπουκάλα του κρασιού, ένα πρόγραμμα του χορού, ένα μικρό επιχρυσωμένο μολύβι και δυο αναμνηστικά -μικροσκοπικές γόνδολες γεμάτες ξηρούς καρπούς. «Δεν μπορώ να το ΧΩΝΕΨΩ», έλεγε η Νόρμα. «Έχεις αλλάξει τόσο πολύ!» Έριξε στα κλεφτά μια ματιά στο πρόσωπο της Κάρυ κι ένιωσε μια νευρικότητα. «Κυριολεκτικά ΛΑΜΠΕΙΣ. Ποιο είναι το μυστικό σου;» «Είμαι η κρυφή ερωμένη του Ντον Μακ Λην», είπε η Κάρυ. Ο Τόμυ άφησε να του ξεφύγει ένα πνιχτό γέλιο και αμέσως έφερε το χέρι του στο στόμα. Το χαμόγελο της Νόρμα πάγωσε για μια στιγμή. Η Κάρυ είχε μείνει έκπληκτη με την τόλμη και το πνεύμα της. Να πώς μοιάζεις όταν η πλάκα γίνεται σε βάρος σου. Σαν να σου τσίμπησε τον πισινό μια μέλισσα. Η Κάρυ το βρήκε πολύ ευχάριστο να βλέπει έτσι τη Νόρμα. Καθόλου χριστιανικό αυτό. «Να πηγαίνω εγώ», είπε η Νόρμα. «Δεν είναι ΥΠΕΡΟΧΑ, Τόμυ;» Το χαμόγελο της έδειχνε συμπόνοια: Δε θα ήταν υπέροχα αν _ ; «Μ' έχει λούσει κρύος ιδρώτας», είπε με σοβαρότητα ο Τόνυ. Η Νόρμα έφυγε μ' ένα απορημένο χαμόγελο. Τα πράγματα δεν έπαιρναν την αναμενόμενη τροπή. Όλοι ξέραν πώς έπρεπε να εξελιχτούν τα πράγματα με την Κάρυ. Ο Τόμυ κρυφογέλασε πάλι. «Θα ήθελες να χορέψουμε;» τη ρώτησε. Η Κάρυ δεν ήξερε χορό αλλά δεν ήταν ακόμα έτοιμη να το παραδεχτεί. «Ας καθίσουμε λιγάκι.» Τη στιγμή που ο Τόμυ της κρατούσε την καρέκλα για να καθίσει, η Κάρυ είδε το κερί και ρώτησε τον Τόμυ αν μπορούσε να το ανάψει. Ο Τόμυ το άναψε. Τα μάτια τους συναντήθηκαν πάνω στη φλόγα του. Ο Τόμυ άπλω-
σε το χέρι του κι έπιασε το δικό της. Κι η ορχήστρα συνέχισε να παίζει.
150
Από το βιβλίο Τhe Shadow Exploded (σελ. 133-134): Ίσως κάποτε μελετηθεί πιο ολοκληρωμένα η περίπτωση της μητέρας της Κάρυ, όταν πια το θέμα της ίδιας της Κάρυ αποκτήσει περισσότερο ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Ίσως το επιχειρήσω ο ίδιος, αρκεί να μου δοθεί η δυνατότητα να ερευνήσω το οικογενειακό δέντρο των Μπρίγκχαμ. Θα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον να γνωρίσει κανείς τα περίεργα γεγονότα που μπορεί να συνέβησαν πριν από δυο ή τρεις γενεές... Ξέρουμε, βέβαια, ότι η Κάρυ το βράδυ του χορού επέστρεψε στο σπίτι της. Γιατί; Είναι πολύ δύσκολο να πούμε πόσο λογικά ήταν τα κίνητρα της Κάρυ εκείνη τη στιγμή. Ίσως να επέστρεψε θέλοντας να ζητήσει άφεση αμαρτιών και συγχώρεση· ίσως όμως να επέστρεψε με σαφή πρόθεση να διαπράξει μητροκτονία. Όπως και να 'χει, τα στοιχεία φανερώνουν ότι η Μάργκαρετ Γουάιτ την περίμενε...
Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ήταν φευγάτη. Νυχτιάτικα. Φευγάτη. Η Μάργκαρετ Γουάιτ προχώρησε με αργά βήματα από την κρεβατοκάμαρα της στο σαλόνι. Πρώτα το αίμα και μαζί οι βρωμερές επιθυμίες που φέρνει ο διάβολος. Ύστερα αυτή η δαιμονική δύναμη που της είχε χαρίσει ο διάβολος. Ταυτόχρονα με το αίμα και την τριχοφυΐα, φυ-
152
153
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
σικά. Την ήξερε καλά τη Δύναμη του Διαβόλου. Την είχε κι η γιαγιά της. Μπορούσε να ανάψει φωτιά στο τζάκι χωρίς καν να σηκωθεί από την κουνιστή πολυθρόνα της πλάι στο παράθυρο. Τα μάτια της γυάλιζαν (και δεν θα ανεχθείτε μάγισσα ζωντανή) σα να ήτανε μάγισσα. Και καμιά φορά, στο τραπέζι την ώρα του φαγητού, το βάζο με τη ζάχαρη στροβιλιζόταν τρελά σα δερβίσης που χορεύει. Κάθε φορά που γινόταν αυτό, η Γιαγιά κακάριζε σαν τρελή με το στόμα να στάζει σάλια και ξεμάτιαζε τον εαυτό της. Μερικές φορές, τις μέρες που είχε ζέστη, λαχάνιαζε σαν το σκυλί, κι όταν πέθανε από καρδιακή προσβολή, με γεροντική άνοια παρ' όλο που δεν ήταν παρά μονάχα εξηνταέξι χρονών, η Κάρυ δεν ήταν ούτε ενός έτους. Ένα μήνα μετά τη κηδεία, η Μάργκαρετ είχε μπει στο δωμάτιο του μωρού και το είδε ξαπλωμένο στο κρεβατάκι να γελάει και να γουργουρίζει, παρακολουθώντας ένα μπουκάλι να αιωρείται στον αέρα, πάνω από το κεφάλι του. Παραλίγο να την είχε σκοτώσει τότε. Τη σταμάτησε ο Ραλφ. Δεν έπρεπε να του επιτρέψει να παρέμβει. Τώρα η Μάργκαρετ στεκόταν στη μέση του σαλονιού. Ο Χριστός από το Γολγοθά την κοιτούσε με το πληγωμένο και επιτιμητικό βλέμμα του. Ο κούκος από το Μέλανα Δρυμό έδειχνε οχτώ και δέκα. Είχε μπορέσει να νιώσει, πραγματικά να νιώσει τη Δύναμη του Διαβόλου να μπαίνει στο σώμα της Κάρυ. Σέρνεται παντού στο κορμί σου, σε γαργαλάει με πολλά μικροσκοπικά μοχθηρά δάχτυλα. Άλλη μία φορά είχε αποφασίσει να κάνει το καθήκον της όταν η Κάρυ ήταν τριών χρονών και την συνέλαβε να κοιτάζει την πόρνη του Διαβόλου στη διπλανή αυλή. Τότε έπεσαν οι πέτρες και λιποψύχισε. Και να που η δύναμη παρουσιάστηκε και πάλι, ύστερα από δεκατρία χρόνια. Δεν ξεγελάστηκε ο Θεός. Πρώτα το αίμα, μετά η δύναμη
(και το όνομα του με αίμα γραμμένο) και τώρα ένα αγόρι και χορός και μετά θα την πάρει σε κάποιο εστιατόριο, θα την πάρει στο πάρκινγκ, θα την πάρει στο πίσω κάθισμα, θα την πάρει __ Αίμα, φρέσκο αίμα. Πάντα το αίμα στη ρίζα του κακού· και μονάχα το αίμα φέρνει την εξιλέωση. Ήταν μεγαλόσωμη γυναίκα, με μπράτσα τόσο ευτραφή που στους αγκώνες της το μόνο που φαινόταν ήταν δυο μικρά λακάκια, όμως το κεφάλι της φάνταζε εκπληκτικά μικρό πάνω από τις δίπλες του χοντρού της λαιμού. Το πρόσωπο της κάποτε ήταν όμορφο. Και κατά ένα παράξενο τρόπο εξακολουθούσε να έχει μια δική του, αλλόκοτη ομορφιά. Τα μάτια της όμως είχαν ένα απόκοσμο, αφηρημένο βλέμμα, κι οι γραμμές είχαν βαθύνει άσπλαχνα γύρω από το αδύναμο στόμα της. Τα μαλλιά, κατάμαυρα μέχρι πριν από ένα χρόνο, ήταν τώρα σχεδόν άσπρα. Ο μόνος τρόπος να πεθάνει η αμαρτία, η μαύρη αμαρτία, ήταν να πνιγεί στο αίμα (πρέπει να θυσιαστεί) μιας μεταμελημένης καρδιάς. Ασφαλώς ο Θεός το καταλάβαινε αυτό· την είχε αγγίξει με το χέρι Του. Ο ίδιος ο Θεός δεν είχε διατάξει τον Αβραάμ να θυσιάσει τον γιο του: Σέρνοντας τις φθαρμένες παντόφλες της μπήκε στην κουζίνα κι άνοιξε το συρτάρι με τα μαχαιροπήρουνα. Το χασαπομάχαιρο ήταν μακρύ και κοφτερό, και στη μέση, από το πολύ ακόνισμα είχε γίνει κοίλο. Κάθησε σ' ένα ψηλό σκαμνί πλάι στον πάγκο, έπιασε την πέτρα για το ακόνισμα και βάλθηκε να την τρίβει πάνω στην κόψη της λεπίδας, με το απόκοσμο βλέμμα και την απαθή προσήλωση των καταραμένων. Ο κούκος του Μέλανα Δρυμού μετρούσε τα δευτερόλεπτα, ώσπου τελικά πετάχτηκε έξω για να αναγγείλει πως η ώρα ήταν οχτώ και μισή. Στο στόμα της είχε μια
154
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
γεύση από ελιές.
Η ΤΑΞΗ ΤΟΥ '79 ΔΙΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΤΟΝ ΧΟΡΟ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
27 Μαίου, 1979 Παίζουν οι ορχήστρες The Billy Bosman Band και Josie and the Moonglows ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
"Cabaret" "500 Miles" "Lemon Tree" "Mr Tambourine Man" Μουσική φολκ του John Swithen και Μaureen Cowan "The Street Where You Live" "Raindrops Keep Fallin’ on My Head" Χορωδία του Γυμνασίου Γιούιν "Bridge Over Troubled Waters" ΕΠΙΤΗΡΗΤΕΣ
Ο κος Στήβενς, η δις Γκηρ, ο κος και η κα Λούμπλιν, η δις Ντέζαρντιν Τελετή στέψης, 10 μ.μ. Να θυμάστε ότι είναι ο ΔΙΚΟΣ ΣΑΣ χορός· κάντε ό,τι μπορείτε για να σας μείνει αξέχαστος!
Όταν της το ζήτησε και για τρίτη φορά, η Κάρυ αναγκάστηκε να ομολογήσει πως δεν ήξερε να χορεύει. Απόφυγε να προσθέσει πως, τώρα που η ροκ ορχήστρα κρατούσε το πρόγραμμα για μισή ώρα, θα ένιωθε ολωσδιό-
ΚΑΡΥ
155
λου ξένη αν σηκωνόταν στην πίστα και στριφογύριζε (και αμαρτωλή) ναι, και αμαρτωλή. Ο Τόμυ κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε. Έγειρε προς το μέρος της και της είπε πως κι ο ίδιος μισούσε το χορό. Μήπως θα ήθελε να κάνουν καμιά βόλτα να επισκεφτούν κι άλλα τραπέζια; Ένας κόμπος της έσφιξε το λαιμό, αλλά κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Ναι, ωραία θα ήταν. Την φρόντιζε, της έκανε τα χατήρια. Έπρεπε κι αυτή να κάνει το ίδιο (ακόμα κι αν εκείνος δεν είχε τέτοια απαίτηση)· ήταν κι αυτό μες στη συμφωνία. Σ' αυτόν χρωστούσε εξάλλου τη μαγεία της αποψινής βραδυάς. Και ξαφνικά ένιωσε με βεβαιότητα ότι κανείς δεν θα άπλωνε το πόδι να της βάλει τρικλοποδιά, κανείς δεν θα της κολλούσε στην πλάτη αυτοκόλλητο με τη φράση "ρίξε μου κλωτσιά", κανείς δεν θα την πιτσιλούσε με νερό στα μούτρα, κάνοντας δήθεν πως της προσφέρει ένα γαρύφαλο για να φύγει μετά πισωπατώντας και κακαρίζοντας ενώ οι άλλοι, σκασμένοι στα γέλια, θα την έδειχναν με το δάχτυλο και θα την έκραζαν. Κι αν υπήρχε εδώ μαγεία, δεν ήταν θεία αλλά παγανιστική (μαμά ξεκολλά από πάνω μου μεγαλώνω) και της άρεσε έτσι. «Κοίτα», της είπε καθώς σηκώνονταν. Δυο τρεις βοηθοί σκηνής έσερναν από τα παρασκήνια τους θρόνους του Βασιλιά και της Βασίλισας ενώ ο κ. Λαβουαγιέ ο επιστάτης, καθοδηγούσε με χειρονομίες την τοποθέτηση τους στο προκαθορισμένο σημείο της σκηνής. Της θύμιζαν βασιλιά Αρθούρο οι θρόνοι, ντυμένοι όπως ήταν μ' ένα εκτυφλωτικό λευκό ύφασμα, στρωμένοι με αληθινά λουλούδια και στολισμένοι με δυο μεγάλους θυρεούς. «Ωραίοι είναι», είπε η Κάρυ. «Εσύ είσαι ωραία», είπε ο Τόμυ, και κείνη ένιωσε πια
156
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
σίγουρη πως τίποτε άσχημο δε θα μπορούσε να συμβεί τη βραδυά αυτή -μπορεί και να εκλέγονταν οι δυο τους βασιλιάς και βασίλισα. Χαμογέλασε με την ανόητη σκέψη της. Η ώρα ήταν εννιά. «Κάρυ;» είπε διστακτικά μια φωνή. Τόσο είχε απορροφηθεί παρακολουθώντας την ορχήστρα, την πίστα και τα άλλα τραπέζια που δεν είχε δει να την πλησιάζει κανείς. Ο Τόμυ είχε πάει να φέρει ποτά. Στράφηκε και είδε την δεσποινίδα Ντέζαρντιν. Για μια στιγμή κοίταζαν μονάχα η μία την άλλη κι η κοινή ανάμνηση ταξίδεψε ανάμεσα τους, και επικοινώνησαν (με είδε, με είδε γυμνή να τσιρίζω, μες στα αίματα) χωρίς λέξεις. Με τα μάτια. Ύστερα η Κάρυ, ντροπαλά: «Είστε πολύ χαριτωμένη, δεσποινίς Ντέζαρντιν.» Κι ήταν πραγματικά. Ντυμένη μ' ένα λαμέ φουστάνι που ταίριαζε τέλεια με τα ξανθά μαλλιά της που τα είχε σηκώσει ψηλά. Στο στήθος της κρεμόταν ένα απλό μενταγιόν. Έδειχνε πολύ νέα, τόσο νέα που θα της ταίριαζε περισσότερο να βρίσκεται ανάμεσα στους καλεσμένους παρά στους επιτηρητές. «Σ' ευχαριστώ.» Ύστερα από ένα μικρό δισταγμό, άγγιξε με ένα γαντοφορεμένο χέρι το μπράτσο της Κάρυ. «Κι εσύ είσαι όμορφη», είπε, δίνοντας μια περίεργη έμφαση στην κάθε της λέξη. Η Κάρυ ένιωσε να κοκκινίζει πάλι και χαμήλωσε το βλέμμα της στο τραπέζι. «Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που μου το λέτε αυτό. Ξέρω πως δεν είμαι... πως δεν είμαι πραγματικά... αλλά πάντως σας ευχαριστώ.» «Αλήθεια σου λέω», είπε η Ντέζαρντιν. «Κάρυ, όλα όσα έγιναν... έχουν κιόλας ξεχαστεί, θέλω να το ξέρεις αυτό.» «Εγώ δεν μπορώ να τα ξεχάσω», είπε η Κάρυ. Σήκωσε το βλέμμα. Της ήρθε να πει: Δεν κατηγορώ κανέναν πια. Κρατήθηκε. Ήταν ψέμμα. Τους κατηγορούσε όλους
ΚΑΡΥ
157
και θα τους κατηγορούσε πάντα και ήθελε πάνω απ' όλα να είναι ειλικρινής. «Όμως το 'χω ξεπεράσει. Τώρα το 'χω ξεπεράσει.» Η δεσποινίς Ντέζαρντιν χαμογέλασε και τα μάτια της πλανήθηκαν στην πίστα. «Θυμάμαι το δικό μου χορό», είπε μαλακά. «Με τα τακούνια ήμουν δυο ίντσες ψηλότερη από τ' αγόρι που με συνόδευε. Μου είχε χαρίσει κι ένα λουλούδι που δεν ταίριαζε καθόλου με το φουστάνι μου. Η εξάτμιση του αυτοκινήτου του ήταν τρύπια κι έκανε... ένα τρομερό σαματά. Ήταν όμως μαγεία. Δεν ξέρω γιατί. Ήταν το ωραιότερο μου ραντεβού.» Κοίταξε την Κάρυ. «Συμβαίνει το ίδιο και με σένα;» «Είναι πολύ όμορφα», είπε η Κάρυ. «Αυτό είν' όλο;» «Όχι. Υπάρχουν κι άλλα. Δεν θα μπορούσα να τα πω πουθενά. Σε κανέναν.» Η Ντέζαρντιν χαμογέλασε και της έσφιξε το μπράτσο. «Θα σου μείνει αξέχαστη αυτή η βραδυά», είπε. «Θα τη θυμάσαι για πάντα.» «Έχετε δίκιο.» «Εύχομαι να περάσεις υπέροχα, Κάρυ.» «Ευχαριστώ.»
Ο Τόμυ γύρισε με δυο πλαστικά κύπελα με ποντς τη στιγμή που η Ντέζαρντιν έκανε το γύρο της πίστας για να πάει στο τραπέζι των καθηγητών. «Τί ήθελε;» τη ρώτησε ακουμπώντας προσεχτικά τα κύπελα στο τραπέζι. Η Κάρυ, παρακολουθώντας την με το βλέμμα, είπε: «Νομίζω πως ήθελε να μου ζητήσει συγνώμη.»
Η Σου Σνελ καθόταν ήσυχα στο σαλόνι του σπιτιού της κι έραβε τον ποδόγυρο μιας φούστας της, ακούγοντας το Long John Silver των Jefferson Airplane. Ο δί-
158
159
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
σκος ήταν παλιός και γεμάτος γρατζουνιές αλλά την ηρεμούσε. Η μάνα κι ο πατέρας της είχαν βγει έξω. Ήξεραν τι είχε συμβεί, η Σου ήταν σίγουρη γι αυτό, πάντως την απάλλαξαν από την υποχρέωση να ακούσει τους επαίνους τους, το πόσο περήφανοι ένιωθαν για Το Κορίτσι τους, πόσο χαρούμενοι που επιτέλους Ωρίμαζε. Η Σου χαιρόταν που αποφάσισαν να την αφήσουν μόνη· εξακολουθούσε να μην έχει ξεδιαλύνει τα κίνητρα της, και φοβόταν να τα εξετάσει σε βάθος, μήπως κι ανακαλύψει το πολύτιμο πετράδι του εγωισμού να λάμπει κοροϊδευτικά πάνω στο μαύρο βελούδο του υποσυνείδητου της. Το είχε κάνει· αυτό της ήταν αρκετό. (λες να την ερωτευτεί) Σήκωσε τα μάτια της λες και κάποιος της είχε μιλή σει από το χωλ. Στα χείλη της είχε σχηματιστεί ένα ξαφνιασμένο χαμόγελο. Πολύ παραμυθένιο τέλος αυτό. Ο Πρίγκηπας σκύβει πάνω από την Ωραία Κοιμωμένη και την φιλά _ Σον, δεν ξέρω πώς να σον το πω, αλλά___ Το χαμόγελο έσβησε. Είχε καθυστέρηση. Μια βδομάδα σχεδόν. Και πάντα η περίοδος της ερχόταν κανονικά, με ακρίβεια ημερολογίου. Το πικάπ άλλαζε δίσκο· στην ξαφνική, σύντομη σιωπή που μεσολάβησε, ένιωσε κάτι μέσα της ν' αναποδογυρίζει. Ίσως η ψυχή της. Είχε πάει εννιά και τέταρτο.
λουν το βασιλιά και τη βασίλισσα», της είπε. «Κι αμέσως μετά, μια από τις ορχήστρες θ' αρχίσει να παίζει τον ύμνο του σχολείου. Που σημαίνει πως την ώρα εκείνη θα κάθονται στους θρόνους, στο στόχο.» «Τα ξέρω όλ' αυτά. Άσε με να φύγω. Με πονάς.» Ο Μπίλυ της έσφιξε με δύναμη τον καρπό κι ένιωσε τα μικροσκοπικά κόκαλα της να τρίζουν. Αυτό του έδωσε μια άγρια ευχαρίστηση. Ωστόσο η Κρις δε φώναξε. Σπουδαίο παιδί η Κρις. «Άκουσε με. Θέλω να ξέρεις ακριβώς τι πρέπει να κάνεις. Μόλις αρχίσει το τραγούδι, τραβάς το σπάγγο. Τον τραβάς δυνατά. Στην αρχή θα σου φανεί κάπως χαλαρός. Όταν τραβήξεις και καταλάβεις πως οι κουβάδες πέφτουν, θα το βάλεις στα πόδια. Δε θα κάτσεις εκεί ν' ακούσεις τις φωνές τους. Δεν παίζουμε ούτε κάνουμε καμιά φάρσα. Είναι ποινικό αδίκημα αυτό, αν δεν το 'χεις καταλάβει. Δε σου βάζουν πρόστιμο εδωπέρα. Σε κλείνουν φυλακή και πετάν το κλειδί στο συρτάρι.» Για τον Μπίλυ, αυτός ήταν ένας υπερβολικά μακρύς μονόλογος. «Μπήκες;» «Ναι.» «Εντάξει. Μόλις πέσουν οι κουβάδες, θ' αρχίσω να τρέχω. Μόλις μπω στο αμάξι, θα βάλω μπρος και θα φύγω. Αν είσαι μαζί μου, καλώς. Αλλιώς σε παρατάω εδωπέρα. Αν σ' αφήσω εδώ και σε μαγκώσουν και μιλήσεις, θα σε σκοτώσω. Με πιστεύεις;» «Ναι. Πάρ' τα κωλόχερά σου από πάνω μου.» Την άφησε. Μια υποψία χαμόγελου άγγιξε το πρόσωπο του. «Ωραία. Θα 'χει πλάκα.» Βγήκαν από τ' αυτοκίνητο. Η ώρα ήταν σχεδόν εννιάμισι.
Ο Μπίλυ οδήγησε ως την στην άκρη του πάρκινγκ και, στάθμευσε το αυτοκίνητο με τη μούρη στραμμένη προς τον δρόμο. Η Κρις ετοιμάστηκε να βγει έξω αλλ' εκείνος την άρπαξε από τον ώμο. Τα μάτια του γυάλιζαν άγρια μες στο σκοτάδι. «Τι θες;» έκανε νευριασμένη. «Πρώτα θ' ακούσουμε απ' τα μεγάφωνα ν' αναγγέλ -
Ο Βικ Μούνεϋ, Πρόεδρος των Τελειοφοίτων, φώναζε
161
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
χαρωπά στο μικρόφωνο: «Λοιπόν, κυρίες και κύριοι. Στις θέσεις σας, παρακαλώ. Ήρθε η ώρα της ψηφοφορίας. Θα ψηφίσουμε για το Βασιλιά και τη Βασίλισσα.» «Αυτός ο διαγωνισμός προσβάλλει τις γυναίκες!» φώναξε εύθυμα η Μάιρα Κρους. «Προσβάλλει και τους άντρες!» φώναξε ο Τζωρτζ Ντόουσον, κι όλοι έβαλαν τα γέλια. Η Μάιρα δεν αποκρίθηκε. Μια συμβολική διαμαρτυρία της ήταν αρκετή. «Στις θέσεις σας, παρακαλώ!» Ο Βικ χαμογελούσε στο μικρόφωνο, χαμογελούσε και κοκκίνιζε, σκαλίζοντας ένα σπυράκι στο σαγόνι του. Ο γιγάντιος γονδολιέρης κοιτούσε με βλέμμα ονειροπόλο πάνω από τον ώμο του Βικ. «Ώρα για την ψηφοφορία.» Η Κάρυ και ο Τόμυ κάθισαν. Η Τίνα Μπλέικ κι η Νόρμα Γουάτσον μοίραζαν σ' όλους ψηφοδέλτια κι όταν η Νόρμα πέταξε ένα στο τραπέζι τους ψιθυρίζοντας «καλή ΤΥΧΗ!», η Κάρυ το πήρε και του 'ριξε μια ματιά. Έμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο. «Τόμυ, είμαστε κι εμείς εδώ!» «Ναι, το είδα», της είπε. «Το σχολείο ψηφίζει μεμονωμένους υποψήφιους και οι συνοδοί τους θέλουν δε θέλουν ανεβαίνουν κι αυτοί στο καράβι. Καλώς όρισες στο κατάστρωμα. Μήπως θέλεις ν' αρνηθούμε;» Δάγκωσε τα χείλη της και τον κοίταξε. «Εσύ θέλεις;» «Μπα, όχι», της είπε γελαστά. «Ο νικητής το μόνο που έχει να κάνει είναι να κάτσει εκεί πάνω ώσπου να τελειώσει ο ύμνος του σχολείου, να κουνάει το σκήπτρο και να παριστάνει τον ηλίθιο. Τον τραβάν και φωτογραφίες για το βιβλίο του σχολείου, για να μη ξεχάσει κανείς πόσο ωραία τα κατάφερε να παραστήσει τον ηλίθιο.» «Εμείς, ποιόν λες να ψηφίσουμε;» Η Κάρυ κοίταζε αναποφάσιστα πότε το ψηφοδέλτιο, πότε το μολυβάκι πλάι στη γόνδολα με τους ξηρούς καρπούς. «Έτσι κι αλλιώς, περισσότερο δικοί σου άνθρωποι είναι παρά δικοί μου.» Της ξέφυγε ένα γελάκι. «Εδώ που τα λέμε, εγώ δεν έχω
δικούς μου.» Ο Τόμυ σήκωσε τους ώμους. «Τους εαυτούς μας να ψηφίσουμε. Κάτω η υποκρισία της μετριοφροσύνης!» Η Κάρυ γέλασε δυνατά κι αμέσως έκλεισε το στόμα της με το χέρι. Ο ήχος της ήταν ολωσδιόλου ξένος. Πριν καλά-καλά το σκεφτεί έβαλε έναν κύκλο γύρω από τα ονόματα τους που ήταν τρίτα στη σειρά. Το μικρό μολύβι έσπασε στο χέρι της και της κόπηκε η ανάσα. Μια αγκί-δα είχε τρυπήσει το δάχτυλο της και έβγαλε μια μικρή σταγόνα αίμα.
160
«Πόνεσες;»
«Όχι.». Πήγε να του χαμογελάσει, αλλά ξαφνικά της ήταν πολύ δύσκολο. Το αίμα της προκαλούσε απέχθεια. Σκούπισε το χέρι της με την πετσέτα της. «Έσπασα όμως το μολύβι που ήταν αναμνηστικό. Τι βλακεία.» «Ορίστε, έχεις τη γόνδολα», της είπε και την έσπρωξε προς το μέρος της. «Του, τούουτ.» Ο λαιμός της σφίχτηκε κι ήταν σίγουρη πως θα έβαζε τα κλάματα και θα γινόταν ρεζίλι. Δεν έκλαψε, όμως τα μάτια της ήταν υγρά και έσκυψε το κεφάλι για να μη το προσέξει ο Τόμυ. Η ορχήστρα έπαιζε μια χαρούμενη μουσική υπόκρουση ενώ τα μέλη της επιτροπής μάζευαν τα διπλωμένα ψηφοδέλτια. Τα πήγαιναν στο τραπέζι των καθητητών που βρισκόταν πλάι στην πόρτα, όπου τα μετρούσε ο Βικ, ο κ. Στήβενς και το ζεύγος Λούμπλιν. Η δεσποινίς Γκηρ παρακολουθούσε την όλη διαδικασία με ύφος βλοσυρό. Η Κάρυ ένιωσε να τρυπώνει μέσα της η αγωνία και να της σφίγγει το στομάχι. Πίεσε δυνατά το χέρι του Τό μυ. Μα ήταν γελοίο. Κανείς δεν θα τους ψήφιζε. Το άτι θα είχε πιθανότητες να κερδίσει, αν δεν ήταν ζεμμένο πλάι στο βόδι. Θα ψήφιζαν τον Φρανκ και τη Τζέσικα ή τον Ντον Φάνχαμ και την Έλεν Σάιρς. Ή __ στο διάολο! Δυο στοίβες από ψηφοδέλτια ψήλωναν περισσότερο από τις άλλες. Ο κ. Στήβενς τελείωσε τη διαλογή κι οι τέσσερις τους άρχισαν να καταμετρούν τις δυο μεγάλες
162
163
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
στοίβες που φαίνονταν περίπου ίδιες. Πλησίασαν τα κεφάλια τους, αντάλλαξαν μερικές κουβέντες και επανέλαβαν την καταμέτρηση. Ο κ. Στήβενς κούνησε το κεφάλι, ακούμπησε τον αντίχειρα πάνω στα ψηφοδέλτια σαν παίχτης του πόκερ έτοιμος να μοιράσει χαρτί, και τα επέστρεψε στον Βικ. Ο Βικ ανέβηκε στη σκηνή και πλησίασε το μικρόφωνο. Η ορχήστρα του Μπίλυ Μπόσμαν έπαιξε ένα περίτεχνο αυτοσχεδιασμό. Ο Βικ χαμογέλασε νευρικά, έβηξε δοκιμαστικά στο μικρόφωνο κι ανοιγόκλεισε τα μάτια ξαφνιασμένος με την ένταση του ήχου. Παραλίγο να του πέσουν τα ψηφοδέλτια στο πάτωμα που ήταν γεμάτο χοντρά ηλεκτρικά καλώδια. Κάποιος χλιμίντρισε κοροϊδευτικά. «Έχουμε σκαλώσει σ' ένα εμπόδιο», είπε αδέξια ο Βικ. «Ο κύριος Λούμπλιν λέει πως απ' ό,τι θυμάται, είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του Χορού της Άνοιξης που _ » «Από πότε θυμάται;» γκρίνιαξε κουρασμένα μια φωνή πίσω από τον Τόμυ. «Από το χίλια οχτακόσια;» « _ έχουμε ισοψηφία.» Το πλήθος έβγαλε ένα μουρμουρητό. Ο Βικ χαμογέλασε σπασμωδικά και ξανά λίγο έλειψε να του πέσουν τα ψηφοδέλτια από τα χέρια. «Εξηντατρείς ψήφοι για τον Φρανκ Γκρηρ και την Τζέσικα Μακλήν, και εξηντατρείς ψήφοι για τον Τόμας Ρος και την Κάρυ Γουάιτ!» Για μια στιγμή απλώθηκε σιωπή και ύστερα ξαφνικά το πλήθος ξέσπασε σε ζωηρές επευφημίες. Ο Τόμυ κοίταξε την κοπέλα του. Το κεφάλι της ήταν σκυμμένο σαν να ντρεπόταν, αλλά εκείνος ένιωσε ξαφνικά (καρυ, καρυ, καρυ) το ίδιο αίσθημα που είχε νιώσει λίγες μέρες πριν, τη στιγμή που την καλούσε στο χορό. Σα να υπήρχε μέσα στο μυαλό του μια ξένη φωνή που φώναζε τ' όνομα της Κάρυ ξανά και ξανά. Σαν να __ «Προσοχή!» φώναξε ο Βικ. «Προσοχή, παρακαλώ.»
Τα χειροκροτήματα σταμάτησαν. «Θα ψηφίσουμε ξανά. Στα χαρτιά που θα σας μοιραστούν, γράψτε παρακαλώ το ζευγάρι της προτίμησης σας.» Απομακρύνθηκε από το μικρόφωνο με φανερή ανακούφιση. Τα ψηφοδέλτια έκαναν το γύρο. Ήταν κομμάτια χαρτί που είχαν σκιστεί βιαστικά από προγράμματα που είχαν περισσέψει. Η ορχήστρα έπαιζε χωρίς να την προσέχει κανείς κι όλοι μιλούσαν μ' έξαψη. «Δεν χειροκροτήσανε για μας», είπε η Κάρυ σηκώνοντας τα μάτια. Η αλλόκοτη αίσθηση που είχε νιώσει ο Τόμυ (ή νόμιζε πως είχε νιώσει) είχε χαθεί. «Δεν μπορεί να χειροκροτήσανε για μας.» «Ίσως να χειροκροτήσανε για σένα.» Τον κοίταξε βουβή.
«Γιατί αργούνε τόσο;» του σφύριξε στο αυτί. «Άκουσα να χειροκροτούν. Μπορεί να έχουν τελειώσει κιόλας. Έτσι και τα 'χεις κάνει σκατά...» Ο σπάγγος κρεμόταν χαλαρά ανάμεσα τους, χωρίς να τον έχει αγγίξει κανείς από τη στιγμή που τον είχε τραβήξει ο Μπίλυ μ' ένα κατσαβίδι μέσα από τον εξαεριστήρα. «Μην ανησυχείς», της είπε ήρεμα. «Θα παίξουν τον ύμνο του σχολείου. Πάντα τον παίζουν.» «Ναι αλλά _ » «Σκάσε. Μιλάς πολύ.» Η Κρις το βούλωσε. Αλλά (ε ρε τι έχεις να πάθεις όταν τελειώσει το αποψινό θα σ' αφήσω με την ψωλή στο χέρι μαλακά) το μυαλό της επαναλάμβανε με μανία κάθε του λέξη. Κανένας δεν της μιλούσε μ' αυτό τον τρόπο. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος. Η ώρα ήταν εφτά παρά δέκα.
164
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Κρατούσε το σπασμένο μολύβι, έτοιμος να γράψει, όταν του άγγιξε το χέρι διστακτικά. «Μη...» «Τι πράγμα;» «Μη ψηφίσεις εμάς», του είπε τελικά. Ο Τόμυ συνοφρυώθηκε απορημένος. «Γιατί όχι; Μωρέ, τράβα μπρος και μη σε νοιάζει. Έτσι λέει πάντα η μητέρα μου.» (μητέρα) Στιγμιαία παρουσιάστηκε στο μυαλό της η εικόνα της μητέρας της να μουρμουρίζει ατέλειωτες προσευχές σ' έναν πανύψηλο, απρόσωπο Θεό που περιφερόταν στα πάρκινγκ μ' ένα πύρινο σπαθί. Μέσα της ξύπνησε ένας μαύρος τρόμος κι αγωνίστηκε μ' όλη της τη δύναμη να τον συγκρατήσει. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το φόβο της, το κακό της προαίσθημα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να χαμογελάσει απεγνωσμένα και να ξαναπεί: «Μη. Σε παρακαλώ.» Τα μέλη της επιτροπής γύριζαν και μάζευαν τα διπλωμένα χαρτιά. Εκείνος δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα ξαφνικά έγραψε Τόμυ και Κάρυ στο χαρτί. «Για σένα», της είπε. «Απόψε είσαι η πρώτη.» Δεν μπόρεσε να αποκριθεί τίποτα, γιατί τα κακά προαισθήματα της αφορούσαν μονάχα την ίδια· είχαν το πρόσωπο της μητέρας της.
Το μαχαίρι ξέφυγε από την πέτρα που το ακόνιζε και της έκοψε την παλάμη κάτω από τον αντίχειρα. Κοίταξε το κόψιμο. Το αίμα έβγαινε αργά αργά, πηχτό από τ' ανοιχτά χείλη της πληγής, έσταζε από το χέρι της πάνω
ΚΑΡΥ
165
στο φθαρμένο πλαστικό δάπεδο της κουζίνας. Ωραία λοιπόν. Πολύ ωραία. Η λεπίδα είχε γευτεί τη σάρκα της και άφησε να τρέξει το αίμα. Αντί να δέσει την πληγή, άφησε το αίμα να λεκιάσει την κοφτερή λεπίδα. Ύστερα άρχισε πάλι να το ακονίζει αδιαφορώντας για τις σταγόνες που τινάζονταν πάνω στα ρούχα της. Αν ο δεξιός οφθαλμός σε κολάζει, ας ξεριζωθεί. Ήταν σκληρή εντολή, αλλά ήταν και γλυκεία και σωστή. Για όλους όσους παραμονεύουν στις σκιές, στα δωμάτια των μοτέλ, μες στους θάμνους πίσω από τις αίθουσες των μπόουλινγκ. Ας ξεριζωθεί. (ω και τι βρωμερή μουσική που παίζουν) Ας (κι οι κοπέλες δείχνουν τα εσώρουχα τους μουσκεμένα, μουσκεμένα στο αίμα) ξεριζωθεί. Ο κούκος του Μέλανα Δρυμού χτύπησε δέκα και αν (σκόρπισε τα έντερα της στο πάτωμα) ο δεξιός οφθαλμός σε κολάζει ας ξεριζωθεί.
Με το φουστάνι της είχε τελειώσει αλλά δεν μπορούσε ούτε τηλεόραση να παρακολουθήσει ούτε να διαβάσει ούτε να πάρει τηλέφωνο τη Νάνσυ. Το μόνο που μπορούσε ήταν να κάθεται στον καναπέ και να κοιτάζει το σκοτάδι από το παράθυρο της κουζίνας, νιώθοντας μέσα της να μεγαλώνει ένας φόβος ακατανόμαστος. Άφησε έναν αναστεναγμό και ασυναίσθητα άρχισε να κάνει μασάζ στα μπράτσα της. Ήταν παγωμένα κι ανατριχιασμένα. Ήταν δέκα και δώδεκα λεπτά και δεν υπήρχε κανένας, πραγματικά κανένας λόγος, να νιώθει πως ερχόταν το τέλος του κόσμου.
166
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Οι στοίβες ήταν ψηλότερες αυτή τη φορά αλλά εξακολουθούσαν να μοιάζουν ίδιες. Καταμετρήθηκαν άλλες τρεις φορές για σιγουριά. Και ύστερα ο Βικ Μούνεϋ πλησίασε ξανά στο μικρόφωνο. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλός, απολαμβάνοντας την ένταση που υπήρχε στην ατμόσφαιρα, κι ύστερα ανάγγειλε απλά: «Νίκησαν ο Τόμυ και η Κάρυ. Με διαφορά μιας ψήφου.» Για μια στιγμή απλώθηκε νεκρική σιγή. Ύστερα ξέσπασαν χειροκροτήματα, μερικά με κάποια δόση ειρωνίας. Η Κάρυ έβγαλε μια πνιγμένη κραυγή κι ο Τόμυ αισθάνθηκε (όμως μόνο για ένα δευτερόλεπτο) εκείνο τον παράξενο ίλιγγο (καρυ καρυ καρυ καρυ) που έσβηνε από το μυαλό του κάθε σκέψη εκτός από τ' όνομα και την εικόνα αυτού του παράξενου κοριτσιού που συνόδευε. Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσε κυριολεκτικά να παγώνει από το φόβο. Κάτι έπεσε στο πάτωμα και την ίδια στιγμή το κερί ανάμεσα τους έσβησε. Κι αμέσως μετά, οι Josie and the Moonglows άρχισαν να παίζουν σε διασκευή ροκ το "Ρomp and Circumstance" οι προπομποί εμφανίστηκαν στο τραπέζι τους (ως δια μαγείας· όλ' αυτά τα είχαν προβάρει πολλές φορές με τη δίδα Γκηρ που, σύμφωνα με τις φήμες, έτρωγε ζωντανούς τους αδέξιους προπομπούς), ένα σκήπτρο τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο βρέθηκε στο χέρι του Τόμυ κι ένας μανδύας με γιακά από γούνα φορέθηκε στους ώμους της Κάρυ, και ένα αγόρι και μια κοπέλα με άσπρα μπλαίηζερ τους οδήγησαν στον κεντρικό διάδρομο. Η ορχήστρα έπαιζε στο φουλ. Το ακροατήριο χειροκροτούσε. Η δεσποινίς Γκηρ φαινόταν να νιώθει δικαιωμένη. Ο Τόμυ Ρος χαμογελούσε σαστισμένος. Ανεβήκανε τα σκαλοπάτια της σκηνής, προχώρησαν στους θρόνους και κάθισαν. Τα θυελλώδη χειροκροτήματα συνεχίζονταν. Δεν υπήρχε σ' αυτά κανένας σαρκασμός πι-
ΚΑΡΥ
167
α· ήταν ειλικρινή και κάπως τρομαχτικά. Η Κάρυ χάρηκε που μπόρεσε πάλι να καθίσει. Όλα γίνονταν πολύ γρήγορα. Τα πόδια της έτρεμαν και ξαφνικά, παρ' όλο που το ντεκολτέ της δεν ήταν ιδιαίτερα τολμηρό, τα στήθη της (βρωμομαξιλαρακια) της φάνηκαν φοβερά εκτεθειμένα. Ο ήχος των χειροκροτημάτων της έφερνε ζαλάδα, ένιωθε σα μεθυσμένη. Ένα μέρος του εαυτού της πίστευε πως όλ' αυτά ήταν ένα όνειρο, απ' όπου θα ξυπνούσε με ανάμικτα αισθήματα απώλειας και ανακούφισης. Ο Βικ φώναξε στο μικρόφωνο: «Ο Βασιλιάς κι η Βασίλισσα του Χορού της Άνοιξης του 1979... ο Τόμυ ΡΟΣ κι η Κάρυ ΓΟΥΑΙΤ!» Χειροκροτήματα ακόμα, κρότοι, σαματάς. Ο Τόμυ Ρος, που ζούσε τώρα τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, έπιασε το χέρι της Κάρυ και της χαμογέλασε, ενώ σκεφτόταν πόσο σωστή ήταν η διαίσθηση της Σούζυ. Του χαμογέλασε και 'κείνη. Ο Τόμυ (είχε δίκιο και την αγαπώ και αγαπώ κι αυτήν εδώ την Καρυ είναι είναι όμορφη και τους αγαπώ όλους το φως το φως στα ματιά της) κι η Κάρυ (δεν τους βλέπω τα φωτά είναι πολύ δυνατά τους ακούω αλλά δεν τους βλέπω το ντους θυμήσου το ντους αχ μαμά είναι ψηλά εδώ πάνω νομίζω πως θέλω να κατεβώ ω μήπως γελάνε ετοιμάζονται να μου πετάξουν πράματα να βάλουν τα γέλια δεν τις βλέπω δεν τους βλέπω είναι όλα τόσο φωτεινά) και το δοκάρι από πάνω τους. Κι οι δυο ορχήστρες, μέσα από έναν απρόσμενο και πετυχημένο συνασπισμό ροκ ενορχήστρωσης και πνευστών, άρχισαν να παίζουν τον ύμνο του σχολείου. Όλοι σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να τραγουδάνε συνεχίζοντας το χειροκρότημα. Η ώρα ήταν δέκα και εφτά.
168
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Ο Μπίλυ λύγισε τα γόνατα του κι οι κλειδώσεις του έτριξαν. Η Κρις Χάργκενσεν, όρθια πλάι του, έδειχνε ολοένα και μεγαλύτερη νευρικότητα. Τα δάχτυλα της ανεβοκατέβαιναν άσκοπα πάνω στις ραφές του τζην της και δάγκωνε το κάτω χείλος της μασώντας και παραμορφώνοντας το. «Λες να ψηφίσουν αυτούς;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο Μπίλυ. «Θα τους ψηφίσουν. Το 'χω κανονίσει. Γιατί συνεχίζουν να χειροκροτάνε; Τι γίνεται εκεί μέσα;» «Μη με ρωτάς εμένα, μωρό μου. Εγώ _ » Ξαφνικά, μέσα στο απαλό μαγιάτικο αεράκι ακούστηκε ο ύμνος του \σχολείου και η Κρις τινάχτηκε σαν να την είχαν τσιμπήσει. Της ξέφυγε μια μικρή κραυγή. Σταθείτε όλοι όρθιοι για το Σχολειόόό μας το Τόμας Γιούιν... «Εμπρός», της είπε. «Έχουν πάρει τις θέσεις τους.» Τα μάτια του γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι. Μια υποψία χαμόγελου φάνηκε ξανά στο πρόσωπο του. Έγλειψε τα χείλη της. Κοιτάξανε και οι δυο το σπάγ-γο σε όλο του το μήκος. Τις σημαίες τον θα νψώσουμε ως τον ουρανόόόό... «Σκάστε», ψιθύρισε η Κρις. Έτρεμε ολόκληρη και κείνος σκέφτηκε πως ποτέ άλλοτε το κορμί της δεν ήταν τόσο προκλητικό και ερεθιστικό. Όταν θα τελείωναν όλ' αυτά, θα της τα 'δινε όλα στο κρεβάτι, έτσι που όλες της οι προηγούμενες φορές θα της φαίνονταν σαν να το 'χε κάνει με το μικρό της δαχτυλάκι. Θα έμπαινε μέσα της σαν ψημένο καλαμπόκι σε βούτυρο που λιώνει. «Δεν έχεις κότσια, μωρό μου;» Έσκυψε προς το μέρος της. «Εγώ πάντως δεν πρόκειται να τον τραβήξω. Θα μείνει εκεί ώσπου να παγώσει η κόλαση.» Με περηφάνεια φοράμε το κόκκινο και το άσπρο...
ΚΑΡΥ
169
Η Κρις αφήνοντας μια πνιγμένη κραυγή, έσκυψε μπροστά και τράβηξε βίαια το σπάγγο και με τα δυο της χέρια. Τον ένιωσε χαλαρό και σκέφτηκε πως ο Μπίλυ την είχε κοροϊδέψει και πως ο σπάγγος δεν ήταν δεμένος πουθενά. Ξαφνικά όμως τεντώθηκε και ξέφυγε απότομα μέσα από τις παλάμες της αφήνοντας ένα μικρό κάψιμο. «Εγ _ » πήγε να πει. Η μουσική, ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα παραφωνίας, σταμάτησε. Για λίγο εξακολούθησαν να ακούγονται σκόρπιες φωνές, ύστερα σταμάτησαν κι αυτές. Απλώθηκε σιωπή και μετά κάποιος ούρλιαξε. Και ξανά σιωπή. Κοιτάχτηκαν μες στο σκοτάδι, ακινητοποιημένοι από την ίδια τους την πράξη, σαν να μην είχαν ποτέ φανταστεί πως θα την πραγματοποιούσαν. Ένιωσε την ανάσα της να της γδέρνει το λαιμό. Και τότε από μέσα ακούστηκαν τα γέλια.
Είχε πάει δέκα και εικοσιπέντε και το προαίσθημα ολοένα χειροτέρευε. Η Σου στεκόταν μπροστά στο μάτι της κουζίνας περιμένοντας να βράσει το γάλα για να ρίξει μέσα τον καφέ. Δυο φορές είχε ξεκινήσει ν' ανέβει πάνω και να φορέσει το νυχτικό της και τις δυο φορές είχε σταματήσει, και χωρίς κανένα λόγο είχε σταθεί στο παράθυρο της κουζίνας, που έβλεπε χαμηλά τους πρόποδες του λόφου Μπρίκγυαρντ και τις στροφές της 6ης Οδού που κατηφόριζε στο κέντρο της πόλης. Και τώρα, καθώς ούρλιαζε η σειρήνα που βρισκόταν στη στέγη του δημαρχείου, δεν πήγε αμέσως στο παράθυρο, παρά έσβησε τη φωτιά για να μην καεί το γάλα. Η σειρήνα του δημαρχείου χτυπούσε μόνο κάθε μεσημέρι στις δώδεκα ακριβώς, και βέβαια κάθε φορά που ξεσπούσε πυρκαϊά κι έπρεπε να μαζευτούν εθελοντές πυροσβέστες, πράγμα που συνήθως συνέβαινε τον Αύγουστο
170
171
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
και τον Σεπτέμβριο όταν έκαιγαν τα χωράφια. Την χρησιμοποιούσαν μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης, και μέσα στο άδειο σπίτι ο ήχος της ακουγόταν εξωπραγματικός και τρομαχτικός. Πλησίασε το παράθυρο με αργά βήματα. Το ουρλιαχτό της σειρήνας δυνάμωνε και χαμήλωνε, δυνάμωνε και χαμήλωνε. Από κάπου μακριά ακούγονταν κορναρίσματα, όπως όταν γινόταν κάποιος γάμος. Η Σου είδε το είδωλο της στο σκοτεινό τζάμι, τα χείλη μισάνοιχτα, τα μάτια γουρλωμένα, κι ύστερα η ανάσα της θάμπωσε το τζάμι και την εξαφάνισε. Στο μυαλό της ξαναζωντάνεψε μια ανάμνηση μισοξεχασμένη. Τον καιρό που πήγαινε στο δημοτικό, έκαναν ασκήσεις αεράμυνας. Όταν η δασκάλα χτυπούσε τα χέρια της κι έλεγε, Ή σειρήνα του δημαρχείου σφυρίζει", έπρεπε να χωθούν κάτω/από τα θρανία τους, να βάλουν τα χέρια τους πάνω από τα κεφάλια τους και να περιμένουν, ή να περάσουν όλα ή να τους κάνει σκόνη ο εχθρός. Τώρα, κουδούνιζαν (η σειρήνα του δημαρχείου σφυρίζει) οι λέξεις στο μυαλό της. Κάτω αριστερά, εκεί που βρισκόταν το πάρκινγκ του σχολείου -μια σειρά φώτα έδιναν το στίγμα του, αν και το ίδιο το κτίριο του σχολείου ήταν αόρατο μέσα στο σκοτάδι- φάνηκε κάτι σαν απότομη αναλαμπή, λες και ο Θεός είχε χτυπήσει δυο τεράστιες τσακμακόπετρες. (εκεί βρίσκονται οι δεξαμενές καυσίμων) Η λάμψη φάνηκε να διστάζει για λίγο κι ύστερα ξαφνικά ζωήρεψε, σκορπίζοντας πορτοκαλί ανταύγειες. Τώρα φάνηκε και το σχολείο. Είχε πάρει φωτιά. Η Σου βρισκόταν κιόλας στη ντουλάπα για να πάρει το μπουφάν της, όταν η πρώτη έκρηξη έκανε το πάτωμα να τρέμει κάτω από τα πόδια της και τις πορσελάνες της μαμάς της να κουδουνίζουν μέσα στον μπουφέ.
Από το άρθρο Επιζήσαμε από το Μαύρο Χορό, της Νόρμα Γουάτσον (δημοσιευμένο στο τεύχος του Αυγούστου του 1980 του Readers Digest, στη σειρά "Το Δράμα στον Πραγματικό Κόσμο"): ...κι όλα έγιναν τόσο γρήγορα που κανείς στ' αλήθεια δεν πρόλαβε να καταλάβει τί συνέβαινε. Είμασταν όλοι όρθιοι, χειροκροτούσαμε και τραγουδούσαμε τον ύμνο του σχολείου. Και τότε -εγώ βρισκόμουν στο τραπέζι των τα-ξιθετών πλάι στην κύρια είσοδο, και κοιτούσα τη σκηνή-φάνηκε μια λάμψη, καθώς το φως των προβολέων που βρίσκονταν πάνω από τη σκηνή, καθρεφτίστηκε σε κάτι μεταλλικό. Στεκόμουν δίπλα στην Τίνα Μπλέικ και τη Στέλα Χόραν και νομίζω πως το είδαν κι εκείνες. Μεμιάς, μια τεράστια κόκκινη μάζα ξεχύθηκε στον αέρα. Ένα μέρος χύθηκε πάνω στην γιγαντοαφίσα. Κατάλαβα αμέσως, πριν ακόμα πέσει πάνω τους, πως ήταν αίμα. Η Στέλα Χόραν νόμιζε πως ήταν μπογιά, αλλά εγώ είχα αυτή τη διαίσθηση, όπως κάποτε που ο αδερφός μου χτυπήθηκε από ένα φορτηγό. Οι δυο τους λούστηκαν στο αίμα. Το περισσότερο έπεσε πάνω στην Κάρυ. Έμοιαζε σαν να την είχαν βουτήξει σ' ένα βαρέλι με κόκκινη μπογιά. Έμεινε καθισμένη και δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Το αίμα είχε πιτσιλίσει και την ορχήστρα που βρισκόταν πιο κοντά στη σκηνή. Η άσπρη κιθάρα του πρώτου κιθαρίστα έγινε κατακόκκινη από τα αίματα. Είπα: "θεέ μου, αυτό είναι αίμα!" Μόλις το είπα, η Τίνα πάτησε ένα ουρλιαχτό τόσο δυνατό, που ακούστηκε σ' όλη την αίθουσα. Ο κόσμος είχε πάψει να τραγουδάει, όλοι έμειναν βουβοί. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Έμεινα καρφωμένη στην θέση μου. Κοίταξα ψηλά και είδα δυο κουβάδες να ταλαντεύονται ακριβώς πάνω από τους θρόνους. Εξακολουθούσαν να στάζουν αίμα. Ξαφνικά έπεσαν, παρασύροντας μαζί τους και το σκοινί όπου ήταν δεμένοι. Ο ένας κου-
173
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
βάς βρήκε τον Τόμυ Ρος στο κεφάλι. Έκανε ένα φοβερά δυνατό θόρυβο, σαν γκονγκ. Αυτό έκανε κάποιον να γελάσει. Δεν ξέρω ποιος ήταν, πάντως δε γέλασε όπως γελάει κανείς όταν βλέπει κάτι αστείο και διασκεδαστικό. Το γέλιο του ήταν σκληρό και υστερικό και απαίσιο. Την ίδια στιγμή η Κάρυ άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Τότε ήταν που άρχισαν όλοι να γελάνε. Κι εγώ το ίδιο, ας με συγχωρέσει ο Θεός. Ήταν τόσο... τόσο τρελό. Όταν ήμουν μικρή είχα ένα βιβλίο του 7 Γουώλτ Ντίσνεϋ που το έλεγαν Το Τραγούδι τον Νότου και μέσα ήταν γραμμένη η ιστορία του Θείου Ρήμους για το κατραμένιο μωρό. Είχε και μια εικόνα με το μωρό καθισμένο στη μέση του δρόμου, κι ήταν ίδιο με τους παλιούς νέγρους μίνστρελ, με το κατάμαυρο πρόσωπο και τα γουρλωτά κάτασπρα μάτια. Όταν η Κάρυ άνοιξε τα μάτια της, έτσι ακριβώς ήταν. Τα μάτια της ήταν το μόνο πράγμα πάνω της που δεν ήταν κατακόκκινο. Και ο προβολέας που έπεφτε πάνω τους τα έκανε να λάμπουν. Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά ήταν πραγματικά αστεία. Αυτό ήταν που έκανε τον κόσμο να γελάσει. Ήταν αδύνατο να συγκρατηθούμε. Ήταν από τις περιπτώσεις όπου ή θα γελάσεις ή θα τρελαθείς. Η Κάρυ ήταν χρόνια το επίκεντρο κάθε αστείου κι όλοι εμείς, εκείνο το βράδυ, νιώθαμε πως παίρναμε μέρος σε κάτι πολύ σπουδαίο· ήταν σαν να βλέπαμε κάποιον να επανεντάσσεται στο ανθρώπινο είδος, και τουλάχιστον εγώ έλεγα μέσα μου δόξα τω θεώ. Και ύστερα συνέβη αυτό. Αυτό το φοβερό πράγμα. Δεν υπήρχε λοιπόν άλλη επιλογή. Έπρεπε ή να κλάψουμε ή να γελάσουμε, ποιος όμως ήταν σε θέση να κλάψει για την Κάρυ ύστερα από τόσα χρόνια; Έμενε λοιπόν ακίνητη και τους κοιτούσε ενώ τα γέλια δυνάμωναν ολοένα και περισσότερο. Όλοι κρατούσαν τις κοιλιές τους διπλωμένοι στα δυο και την έδειχναν. Ο Τόμυ ήταν ο μόνος που δεν την κοιτούσε. Είχε γείρει στο
κάθισμα του σαν να τον είχε πάρει ο ύπνος. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν χτυπημένος γιατί το αίμα τον είχε σκεπάσει ολόκληρο. Και τότε το πρόσωπο της... έσπασε. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο και έκανε να σηκωθεί. Έχασε την ισορροπία της κι έπεσε κάτω, κι αυτό έκανε τον κόσμο να γελάσει ακόμα περισσότερο. Ύστερα... πήδηξε από τη σκηνή. Ήταν σα να έβλεπες ένα μεγάλο κόκκινο βάτραχο να πηδάει μέσα από ένα λουλούδι. Κόντεψε πάλι να πέσει, αλλά τελικά κατάφερε να σταθεί στα πόδια της. Η δις Ντέζαρντιν έτρεξε προς το μέρος της με τα χέρια απλωμένα, έχοντας πάψει πια να γελάει. Ξαφνικά όμως άλλαξε κατεύθυνση και χτύπησε στον τοίχο, πίσω από την εξέδρα. Ήταν το πιο παράξενο πράγμα που είχα δει ποτέ. Δεν είχε σκοντάψει πουθενά. Ήταν σαν κάποιος να την είχε σπρώξει με δύναμη, μόνο που κοντά της δεν βρισκόταν κανείς. Η Κάρυ έτρεξε ανάμεσα στον κόσμο σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια της. Κάποιος άπλωσε το πόδι του. Δεν ξέρω ποιος ήταν. Η Κάρυ έπεσε μπρούμυτα, αφήνοντας στο πάτωμα μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα. Και είπε: "Ουφ!" Αυτό το θυμάμαι καλά. Ο τρόπος που είπε εκείνο το Ουφ μ' έκανε να γελάσω ακόμα περισσότερο. Σύρθηκε για λίγο στο πάτωμα και ύστερα σηκώθηκε κι έτρεξε έξω. Πέρασε ακριβώς δίπλα μου. Μου 'ρθε στη μύτη η μυρουδιά του αίματος. Μύριζε κάτι αηδιαστικό, σαπισμένο. Κατέβηκε δυό-δυό τα σκαλιά και ύστερα βγήκε από την πόρτα κι εξαφανίστηκε. Τα γέλια αρχίσανε σιγά-σιγά να σβήνουν. Μερικοί είχαν λόξυγγα, άλλοι ρουφούσαν τη μύτη τους. Ο Λένυ Μπροκ είχε βγάλει ένα μεγάλο άσπρο μαντήλι και σκούπιζε τα μάτια του. Η Σάλυ ΜακΜάνους ήταν κάτασπρη κι έμοιαζε σαν να της ερχόταν να κάνει εμετό, ωστόσο δεν μπορούσε να σταματήσει το χαχανητό. Ο Μπίλυ
172
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Μπόσμαν είχε μείνει ακίνητος με τη μπαγκέτα στο χέρι και κουνούσε το κεφάλι του. Ο κ. Λούμπλιν καθισμένος πλάι στη δίδα Ντέζαρντιν φώναζε να φέρουν ένα χαρτομάντηλο. Η μύτη της είχε ματώσει. Πρέπει να καταλάβετε πως όλ' αυτά έγιναν μέσα σε δυο λεπτά. Κανείς δεν θα μπορούσε να τα αναπαραστήσει. Ύστερα απ' αυτό, τα είχαμε χαμένα. Μερικοί τριγύριζαν πέρα δώθε και έλεγαν δυο τρεις κουβέντες. Η Έλεν Σάιρς έβαλε τα κλάματα και αρκετές άλλες τη μιμήθηκαν. Ύστερα ακούστηκε μια φωνή: «Ένα γιατρό! Εε, φωνάξτε γρήγορα ένα γιατρό!» Ήταν ο Τζόσυ Βρεκ. Είχε ανέβει στη σκηνή κι ήταν γονατισμένος πλάι στον Τόμυ Ρος. Το πρόσωπο του ήταν άσπρο σαν χαρτί. Προσπάθησε να τον ανασηκώσει αλλά ο θρόνος αναποδογύρισε και ο Τόμυ κύλησε στο πάτωμα. Κανείς δεν κουνήθηκε. Όλοι στέκονταν και κοιτούσαν. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν: Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου. Ύστερα μια άλλη σκέψη τρύπωσε στο μυαλό μου κι έμοιαζε σαν να μην ήταν δική μου. Σκεφτόμουν την Κάρυ. Και το Θεό. Κι ήταν και τα δυο πολύ μπερδεμένα μεταξύ τους. Ήταν φοβερό. Η Στέλα γύρισε και μου είπε: «Η Κάρυ γύρισε.» Κι εγώ της είπα: «Ναι, βέβαια.» Οι πόρτες που έβγαζαν στο χωλ έκλεισαν με πάταγο. Ο θόρυβος που έκαναν, έμοιαζε με απανωτά χτυπήματα χεριών. Κάποιος στο βάθος ούρλιαξε και τότε ξέσπασε ο πανικός. Έτρεξαν όλοι προς τις πόρτες. Έμεινα ακίνητη, μη μπορώντας να πιστέψω στα μάτια μου. Πριν ακόμα φτάσουν οι πρώτοι κι αρχίσουν να σπρώχνουν, πρόλαβα να δω την Κάρυ που στεκόταν από πίσω κοιτάζοντας μέσα από το τζάμι. Το πρόσωπο της ήταν όλο πασαλειμμένο κι έμοιαζε με Ινδιάνο που είχε βαφτεί με τα χρώματα του πολέμου. Χαμογελούσε. Είχαν πέσει πάνω στις πόρτες, τις βαρούσαν, αλλά ήταν αδύνατο να τις ανοίξουν. Μαζεύονταν όλο και περισσότεροι, ο ένας πάνω στον άλλο, κι οι πρώτοι είχαν στρι-
μωχτεί άσχημα, κολλημένοι πάνω στις πόρτες και βογγούσαν, δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Οι πόρτες δεν άνοιγαν με τίποτα. Οι πόρτες αυτές δεν κλειδώνονται ποτέ. Απαγορεύεται από το νόμο. Ο κ. Στήβενς και ο κ. Λούμπλιν ορμήσανε κι άρχισαν να τους τραβούν από τα σακκάκια, από τις φούστες, απ' όπου μπορούσαν. Όλοι στρίγγλιζαν και στριμώχνονταν σα γελάδια. Ο κ. Στήβενς χαστούκισε καναδυό κορίτσια και χτύπησε με τη γροθιά του τον Βικ Μούνεϋ στο μάτι. Τους φωνάζανε να πάνε πίσω και να βγουν από τις εξόδους κινδύνου. Μερικοί πήγαν. Αυτοί ήταν και οι μόνοι που επέζησαν. Τότε ήταν που άρχισε να βρέχει... έτσι τουλάχιστον νόμιζα στην αρχή. Παντού έπεφταν νερά. Κοίταξα ψηλά και είδα πως όλοι οι πυροσβεστήρες του γυμναστηρίου ήταν ανοιχτοί και κατάβρεχαν με νερό ολόκληρο το γήπεδο του μπάσκετ. Ο Τζόσυ Βρεκ φώναζε στους μουσικούς του να σβήσουν αμέσως τους ενισχυτές και τα μικρόφωνα αλλά όλοι τους είχαν εξαφανιστεί. Τέλος, πήδησε κι αυτός κάτω από τη σκηνή. Ο πανικός στις πόρτες σταμάτησε. Ο κόσμος έκανε πίσω κοιτάζοντας το ταβάνι. Άκουσα κάποιον -τον Ντον Φάρναμ νομίζω- να λέει: «Θα χαλάσει το γήπεδο του μπάσκετ». Μερικοί πήγαν πάνω από τον Τόμυ Ρος και τον κοιτούσαν. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως έπρεπε πάσει θυσία να φύγω από κει μέσα. Άρπαξα το χέρι της Τίνα Μπλέικ και είπα: «Τρέχα! Γρήγορα!» Για να φτάσει κανείς στις εξόδους κινδύνου έπρεπε να διασχίσει ένα μικρό διάδρομο που βρισκόταν στ' αριστερά της σκηνής. Υπήρχαν κι εκεί καταβρεχτήρες, αλλά δεν ήταν ανοιχτοί. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές -κι είδα μερικούς να τρέχουν έξω. Οι περισσότεροι όμως είχαν κάνει πηγαδάκια και κοιτούσαν απορημένοι ο ένας τον άλλον. Μερικοί κοίταζαν τον λεκέ από αίμα που είχε αφήσει η Κάρυ στο πάτωμα. Τον ξέπλενε το νερό.
174
175
176
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Άρπαξα την Τίνα από το μπράτσο κι άρχισα να την τραβώ προς την πινακίδα που έγραφε Έξοδος. Την ίδια στιγμή κάτι άστραψε κι ακούστηκε μια στριγγλιά. Κοίταξα πίσω και είδα τον Τζόσυ Βρεκ να κρατά ένα μικρόφωνο. Δεν μπορούσε να το αφήσει από τα χέρια. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί έξω, τα μαλλιά του ήταν ολόρθα κι έμοιαζε σα να χόρευε. Τα πόδια του γλιστρούσαν μέσα στα νερά κι από το πουκάμισο του είχε αρχίσει να βγαίνει καπνός. Έπεσε πάνω σ' έναν από τους ενισχυτές -ήταν μεγάλοι, ενάμισι με δύο μέτρα ύφος- και τον έριξε στο πάτωμα, μες στα νερά. Το βουητό που έβγαζε ο ενισχυτής κορυφώθηκε σε μια διαπεραστική στριγγλιά, ώσπου έβγαλε μια λάμψη κι έσβησε ο ήχος. Το πουκάμισο του Τζόσυ είχε πάρει φωτιά. «Τρέχα!» μου φώναξε η Τίνα. «Έλα, Νόρμα. Σε παρακαλώ!» Τρέξαμε έξω στο διάδρομο κι απ' το πίσω μέρος της σκηνής ακούστηκε μια έκρηξη - θα πρέπει να ήταν ο πίνακας με τους κεντρικούς διακόπτες. Κοίταξα πίσω μου για ένα δευτερόλεπτο. Από κει που βρισκόμουν φαινόταν η σκηνή και το σημείο όπου ήταν πεσμένος ο Τόμυ Ρος, γιατί η αυλαία ήταν σηκωμένη. Όλα τα βαριά καλώδια ήταν στον αέρα, στριφογύριζαν και τινάζονταν όπως τα φίδια που βγαίνουν από το καλάθι ενός φακίρη. Ένα από τα καλώδια ήταν κομμένο στη μέση. Μόλις ακούμπησαν οι άκρες του στο νερό, έβγαλαν μια βιολετιά λάμψη και αμέσως άρχισαν όλοι να ουρλιάζουν. Βγήκαμε από την έξοδο κινδύνου και τρέξαμε στο πάρκινγκ. Νομίζω πως ούρλιαζα και γω. Δε θυμάμαι καλά. Δε θυμάμαι καλά τίποτα απ' όσα έγιναν απ' τη στιγ μή που άρχισαν να ουρλιάζουν και μετά. Από τη στιγμή που τα καλώδια υψηλής τάσης ακούμπησαν στα νερά...
Για
τον δεκαοχτάχρονο Τόμυ Ρος το τέλος
ήρθε
177
σπλαχνικά· αιφνίδια και σχεδόν ανώδυνα. Δεν πήρε είδηση πως κάτι πολύ σημαντικό συνέβαινε. Άκουσε έναν μεταλλικό θόρυβο που στιγμιαία συνδυάστηκε με μια ανάμνηση (παν οι κουβάδες με το γάλα) παιδική από το αγρόκτημα του θείου Γκάλεν και ύ στερα με (κάποιου του 'πεσε κάτι) την ορχήστρα που βρισκόταν χαμηλά μπροστά του. Έπιασε τη ματιά του Τζόσυ Βρεκ που κοίταζε πάνω από το κεφάλι του (μπας κι έβγαλα κανένα φωτοστέφανο) και ύστερα του 'ρθε στο κεφάλι ένας κουβάς. Το μυτερό γείσο του πάτου τον βρήκε στο κεφάλι και (εε αυτό πον) ύστερα βυθίστηκε στην ανυπαρξία. Ήταν ακόμα ξαπλωμένος στη σκηνή, όταν η φωτιά που ξεκίνησε από τον εξοπλισμό του Τζόσυ απλώθηκε στην γιγαντοαφίσα με τον γονδολιέρη και μετά πίσω από τη σκηνή, στα ποντικοφαγωμένα βιβλία, τις στολές και τα χαρτιά. Ήταν ήδη νεκρός όταν, μισή ώρα αργότερα, ανατινάχτηκε η δεξαμενή της βενζίνης.
Από ταινία τηλετύπου, Νέα Αγγλία, 10:46 μ.μ. ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ, ΜΑΙΗΝ ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΘΕΙ ΥΠΟ ΕΛΕΓΧΟ Η ΠΥΡΚΑΙΆ ΠΟΥ ΞΕΣΠΑΣΕ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΙΟΥΙΝ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ. ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΟΤΙ Η ΦΩΤΙΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΒΡΑΧΥΚΥΚΛΩΜΑ. ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΟΙ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΡΕΣ ΤΕΘΗΚΑΝ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ, ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΒΡΑΧΥΚΥΚΛΩΜΑ ΣΤΟΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΕΞΟ-ΠΛΙΣΜΟ ΜΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΡΟΚ. ΜΕΡΙΚΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
178
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΠΩΣ ΕΧΟΥΝ ΚΟΠΕΙ ΗΛΕΚΤΡΙΚΑ ΚΑΛΩΔΙΑ ΥΨΗΛΗΣ ΤΑΣΗΣ. ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΟΤΙ ΣΤΟ ΦΛΕΓΟΜΕΝΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΠΑΣΑ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΑ ΠΕΡΙΠΟΥ ΕΚΑΤΟΝ ΔΕΚΑ ΑΤΟΜΑ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΒΕΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΕΧΕΙ ΖΗΤΗΘΕΙ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΜΟΤΟΝ, ΓΟΥΕΣΤΟΒΕΡ ΚΑΙ ΛΙΟΥΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ ΗΔΗ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΚΑΘ1 ΟΔΟΝ. ΜΕΧΡΙ ΣΤΙΓΜΗΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΦΕΡΘΕΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ. ΤΕΛΟΣ. 10:46 Μ.Μ. 27 ΜΑΙΟΥ 6904D
Από ταινία τηλετύπου, Νέα Αγγλία, 11:22 μ.μ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ, ΜΑΙΗΝ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΕΚΡΗΞΗ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΕ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ Γ Ι ΟΥΙΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ ΤΟΥ ΜΑΙΗΝ. ΤΡΙΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ ΠΟΥ ΕΣΠΕΥΣΑΝ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΙΑΣ, ΔΕΝ ΣΤΑΘΗΚΕ ΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΚΑΤΑΣΒΕΣΟΥΝ ΤΗΝ ΦΩΤΙΑ. ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟΙ ΚΡΟΥΝΟΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΕΙ ΚΑΙ Η ΠΙΕΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΔΟ ΣΠΡΙΝΓΚ ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΓΚΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΗΔΕΝΙΚΗ. ΕΝΑΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ ΔΗΛΩΣΕ: "ΟΙ ΒΑΛΒΙΔΕΣ ΗΤΑΝ ΟΛΕΣ ΒΓΑΛΜΕΝΕΣ. ΤΟ ΝΕΡΟ ΧΑΡΑΜΙΣΤΗΚΕ ΟΛΟ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΚΑΙΓΟΝΤΑΝ". ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΙΣΥΛΛΕΓΕΙ ΤΡΙΑ ΠΤΩΜΑΤΑ. ΤΟ ΕΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΗΚΕ. ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΤΟΜΑΣ ΜΗΡΣ, ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗ ΤΟΥ ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ. ΤΑ ΑΛΛΑ ΔΥΟ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ. ΤΡΕΙΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΟΥ ΜΟΤΟΝ ΜΕ ΕΛΑΦΡΑ ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ. ΕΙΧΑΝ ΧΑΣΕΙ ΤΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΝΙΓΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΝΟ. Η ΕΚΡΗΞΗ ΕΓΙΝΕ ΟΤΑΝ Η ΦΩΤΙΑ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΙΣ ΔΕΞΑΜΕΝΕΣ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ. Η ΠΥΡΚΑΙΑ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΕ ΒΡΑΧΥΚΥΚΛΩΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΒΛΑΒΗ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑΣΒΕΣΗΣ. ΤΕΛΟΣ. 11:22 Μ.Μ. 27 ΜΑΙΟΥ 70119Ε
ΚΑΡΥ
179
Η Σου δεν είχε δίπλωμα οδήγησης, πήρε ωστόσο τα κλειδιά του αυτοκινήτου της μητέρας της που βρίσκονταν κρεμασμένα σ' ένα καρφί πλάι στο ψυγείο κι έτρεξε στο γκαράζ. Το ρολόι της κουζίνας έδειχνε 11 ακριβώς. Στη βιασύνη της να βάλει μπρος το αμάξι το μπούκωσε, και πίεσε τον εαυτό της να περιμένει λίγο πριν ξαναδοκιμάσει. Μόλις πήρε μπρος η μηχανή, χωρίς δεύτερη σκέψη πάτησε το γκάζι με δύναμη και όρμηξε έξω από το γκαράζ. Ο προφυλαχτήρας βρήκε σε μια γωνία του τοίχου. Έκανε μια απότομη στροφή επί τόπου κι οι πίσω ρόδες γλίστρησαν στο χαλίκι. Η Πλύμουθ της μητέρας της όρμησε στο δρόμο σπινάροντας. Καναδυό φορές το αμάξι βρήκε πάνω στο πεζοδρόμιο και της Σου της ήρθε να κάνει εμετό. Μόνο τότε συνειδητοποίησε πως από μέσα της έβγαζε ένα μακρόσυρτο βογγητό, σαν παγιδευμένο ζώο. Δεν έκοψε καν ταχύτητα στη διασταύρωση της 6ης Οδού με την περιφερειακή του Τσάμπερλεν. Οι πυροσβεστικές σειρήνες γέμιζαν τον αέρα. Ακούγονταν από τ' ανατολικά, εκεί που συνορεύει το Τσάμπερλεν με το Γουέστοβερ και από τα νότια, πίσω της -το Μότον. Βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου όταν το σχολείο τινάχτηκε στον αέρα. Πάτησε φρένο και με τα δυο της πόδια κι έπεσε πάνω στο τιμόνι σα πάνινη κούκλα. Οι ρόδες στρίγγλισαν πάνω στην άσφαλτο. Ψηλαφώντας βρήκε το χερούλι, βγήκε από τ' αμάξι κι έβαλε το χέρι στα μάτια για να τα προφυλάξει από τη λάμψη. Μια τεράστια φλόγα έσχιζε τον ουρανό παρασύροντας μαζί της μεταλλικά δοκάρια της στέγης, ξύλα και χαρτιά. Μια βαριά μυρωδιά είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα. Η Κεντρική Οδός ήταν λουσμένη στο φως. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η Σου είδε το γυμναστήριο του Γιούιν να μεταμορ-
181
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
φώνεται σε φλεγόμενο ερείπιο. Μια στιγμή αργότερα, η δόνηση την τίναξε προς τα πίσω. Σκουπίδια του δρόμου περνούσαν πετώντας πλάι της με φοβερή ταχύτητα, παρασυρμένα από ένα ξαφνικό κύμα ζεστού αέρα που της θύμισε αμυδρά (η μυρουδιά του μετρό) ένα ταξίδι που είχε κάνει στη Βοστώνη ένα χρόνο πριν. Τα τζάμια στις βιτρίνες του φαρμακείου και του Κέλυ έτριξαν και κατέρρευσαν προς τα μέσα. Η Σου είχε πέσει στο πλάι. Η φωτιά είχε μετατρέψει το δρόμο σε μεσημεριάτικη κόλαση. Ό,τι ακολούθησε μετά, της φάνηκε πως διαδραματιζόταν σε αργή κίνηση, καθώς το μυαλό της κατέγραφε τα πάντα (νεκροί είναι όλοι νεκροί καρυ γιατί σκέφτομαι την καρυ) στο δικό του ρυθμό. Αυτοκίνητα έτρεχαν προς το σχολείο και οι άνθρωποι είχαν βγει από τα σπίτια τους με τις ρόμπες, τα νυχτικά και τις πυτζάμες. Είδε έναν άντρα να βγαίνει από την πόρτα της αστυνομίας του Τσάμπερλεν, που ήταν συγχρόνως και δικαστήριο. Προχωρούσε αργά. Τα αυτοκίνητα προχωρούσαν αργά. Ακόμα και οι άνθρωποι που έτρεχαν προχωρούσαν αργά. Είδε έναν άντρα στις σκάλες του αστυνομικού τμήματος να φέρνει τα χέρια γύρω από το στόμα του και να φωνάζει κάτι, που της ήταν αδύνατο να ακούσει μέσα στο πανδαιμόνιο των σειρήνων της πυροσβεστικής, του συναγερμού του δημαρχείου και της φωτιάς. Ο δρόμος εκεί κάτω ήταν μουσκεμένος. Οι λάμψεις από τις φλόγες χόρευαν πάνω στο νερό, κοντά στο βενζινάδικο της Αιηοοο. « _ εε, εκεί είναι το _ » Και τότε, ο κόσμος τινάχτηκε στον αέρα.
Κουίλαν, στην Ανακριτική Επιτροπή του Μαίην, για τα γεγονότα της 27ης προς 28η Μαίου στο Τσάμπερλεν (η περικοπή που ακολουθεί είναι από το βιβλίο Μαύρος Χορός. Η Αναφορά της Επιτροπής Γουάιτ, εκδόσεις Signet, Νέα Υόρκη 1980):
180
Από
την ένορκη κατάθεση που έδωσε ο Τόμας Κ.
Ε. Κύριε Κουίλαν, είστε κάτοικος του Τσάμπερλεν; Α. Μάλιστα. Ε. Πού μένετε; Α. Σ' ένα δωμάτιο πάνω από τα μπιλιάρδα. Εκεί δουλεύω. Σφουγγαρίζω το πάτωμα, καθαρίζω τα τραπέζια και είμαι υπεύθυνος στα μηχανάκια -στα φλιπεράκια, ξέρετε. Ε. Πού βρισκόσασταν στις 10.30, τη νύχτα της 27ης Μαΐου, κ. Κουίλαν; Α. Εεε... βρισκόμουν στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος. Βλέπετε, κάθε Πέμπτη πληρώνομαι. Και πά ντα πηγαίνω και τα τσούζω. Πηγαίνω στο Κάβαλιερ, κατεβάζω μερικές Σλιτζ, παίζω και κανένα ποκεράκι. Μόνο που όταν πίνω, παραφέρομαι. Σα να μπαίνει μέσα μου ο διάολος, και μερικές φορές δεν ξέρω τί κάνω. Μια φορά, έσπασα μια καρέκλα στο κεφάλι ενός τύπου και __ Ε. Και το είχατε συνήθειο, κάθε φορά που νιώθατε έτσι, να πηγαίνετε στην αστυνομία; Α. Ναι. Ο Μεγάλος, ο Ότις είναι φίλος μου. Ε. Αναφέρεστε στο Σερίφη της κομητείας, τον Ότις Ντόυλ; Α. Ναι. Μου έχει πει να πηγαίνω στο τμήμα κάθε φορά που μπαίνει μέσα μου ο διάολος. Μια νύχτα πριν γίνει ο χορός, είχαμε μαζευτεί εγώ και μερικοί άλλοι στο πίσω δωμάτιο του Κάβαλιερ και παίζαμε πόκερ. Εγώ την είχα ψυλλιαστεί ότι ο Μαρσέλ Ντυμπέ έκλεβε. Αν δεν ήμουν πιωμένος, θα το είχα καταλάβει αμέσως - όμως ο Γάλλος όταν πάει να κλέψει, δεν ξεκολλάει τα μάτια του από τα χαρτιά του κι έτσι τον πήρα είδηση. Εί-
182
183
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
χα όμως κατεβάσει μερικές μπύρες κι έτσι τα παράτησα και πήγα στο τμήμα. Είχε υπηρεσία ο Πλέσυ και μ' έβαλε κατευθείαν στο κελλί νούμερο ένα. Ο Πλέσυ είναι πολύ καλό παλικάρι. Παλιά ήξερα τη μητέρα του, αλλά πάει πολύς καιρός από τότε. Ε. Κύριε Κουίλαν, τι λέτε, μπορούμε να μιλήσουμε για τη νύχτα της 27ης Μαΐου; Α. Αυτό δεν κάνουμε; Ε. Το ελπίζω. Συνεχίστε. Α. Λοιπόν, ο Πλέσυ με κλείδωσε μέσα γύρω στις δύοδυόμισι κι εγώ, με το που μπήκα, ξεράθηκα στον ύπνο. Ξύπνησα γύρω στις τέσσερις την άλλη μέρα το απόγευμα, κατέβασα τρία Αλκασέλτζερ και συνέχισα να κοιμάμαι. Έχω ειδικότητα σ' αυτό. Κοιμάμαι έτσι που να μου 'χει περάσει εντελώς ο πονοκέφαλος από το μεθύσι όταν θα 'χω ξυπνήσει. Ο Μεγάλος λέει πως πρέπει ν' ανακαλύψω πώς ακριβώς το πετυχαίνω αυτό και να πάρω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Λέει πως έτσι θα σωζόταν πολύς κόσμος. Ε. Όσο γι' αυτό, είμαι βέβαιος, κ. Κουίλαν. Τώρα, πείτε μας, πότε ξυπνήσατε πάλι; Α. Γύρω στις δέκα, το βράδυ της Παρασκευής. Πεινούσα πολύ κι είπα να κατέβω να βάλω κάτι στο στόμα μου. Ε. Σας είχαν αφήσει ολομόναχο σ' ένα ξεκλείδωτο κελλί; Α. Βέβαια. Όταν είμαι ξεμέθυστος, είμαι φανταστικός τύπος. Κάποτε __ Ε. Περιοριστείτε στο τι συνέβη όταν φύγατε από το κελλί. Α. Άρχισε να βαράει η σειρήνα του συναγερμού, αυτό συνέβη. Πήρα μια λαχτάρα! Είχα να την ακούσω νύχτα αυτή τη σειρήνα από τότε που τελείωσε ο πόλεμος του Βιετνάμ. Τρέχω λοιπόν στο πάνω πάτωμα και, να πάρει ο διάολος, δε βρίσκω κανένα στο γραφείο. Λέω μέσα μου,
πάει, θα βρει το μπελά του ο Πλέσυ. Υποτίθεται πως πρέπει πάντα να υπάρχει κάποιος στο γραφείο, σε περίπτωση που πάρει κανείς τηλέφωνο. Πάω λοιπόν στο παράθυρο και κοιτάζω έξω. Ε. Το σχολείο φαίνεται απ' αυτό το παράθυρο; Α. Βέβαια. Είναι απέναντι από το δρόμο, ενάμισι τετράγωνο παρακάτω. Κόσμος έτρεχε πάνω κάτω και φώναζε. Και τότε είδα την Κάρυ Γουάιτ. Ε. Την είχατε δει ποτέ άλλοτε την Κάρυ Γουάιτ; Α. Όχι. Ε. Τότε πώς καταλάβατε πως ήταν εκείνη; Α. Είναι δύσκολο να σας το εξηγήσω. Ε. Την βλέπατε καθαρά; Α. Στεκόταν κάτω από ένα φανάρι του δρόμου, δίπλα σε μια βαλβίδα της πυροσβεστικής στη γωνία των οδών Μαίην και Σπρινγκ. Ε. Συνέβη τίποτα τη στιγμή εκείνη; Α. Μάρτυς μου ο Χριστός. Βλέπω ξαφνικά να τινάζεται το νερό με δύναμη σε τρεις κατευθύνσεις. Αριστερά, δεξιά και προς τον ουρανό. Ε. Πότε συνέβη αυτή η... εεε... βλάβη; Α. Γύρω στις έντεκα παρά είκοσι. Πιο αργά αποκλείεται. Ε. Ύστερα τι έγινε; Α. Την είδα να προχωράει προς το κέντρο. Πού να σας τα λέω, ήταν ένα μάτσο χάλια. Φορούσε ένα φουστάνι απ' αυτά που φοράνε στα πάρτυ, δηλαδή ό,τι είχε απομείνει από το φουστάνι, ήταν μουσκεμένη από τα νερά που πετάγονταν απ' τις βαλβίδες, κι είχε κι αίματα. Έμοιαζε σαν να 'χε μόλις βγει από αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Αλλά, χαμογελούσε. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο χαμόγελο. Σαν το χάρο έμοιαζε. Κοίταζε συνέχεια τα χέρια της και τα 'τριβε πάνω στο φουστάνι της λες και προσπαθούσε να τα καθαρίσει από το αίμα χωρίς όμως να τα καταφέρνει, και σα να σκεφτόταν πώς να αιματο-
184
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
κυλήσει την πόλη, να τους κάνει όλους να πληρώσουν. Μη συζητάς. Ε. Πώς ξέρετε τι σκεφτόταν; Α. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ε. Κύριε Κουίλαν, θα σας παρακαλέσω στην υπόλοιπη κατάθεση σας να περιοριστείτε μόνον σ' αυτά που είδατε. Α. Εντάξει. Στη Πλατεία Γκρας, στη γωνία, υπήρχε άλλος ένας πυροσβεστικός κρουνός που κι αυτός άνοιξε από μόνος του. Αυτόν τον έβλεπα καλύτερα. Οι βαλβίδες από το πλάι ξεβιδώθηκαν μόνες τους. Τις είδα. Κι εκείνη είχε μια φάτσα χαρούμενη. Μέσα της έλεγε, αυτό θα τους δώσει ένα μάθημα, αυτό θα τους... ωοοοπ, με συγχωρείτε. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να περνάν οι πυροσβεστικές και την έχασα. Οι πυροσβεστικές σταμάτησαν μπροστά στο σχολείο, αλλά όταν πήγαν να συνδεθούν με τους κρουνούς είδαν πως δεν είχε νερό. Ο αρχηγός της πυροσβεστικής, ο Μπάρτον, έβαλε τις φωνές και τότε ακριβώς έγινε η έκρηξη στο σχολείο. Χριστέ μου! Ε. Φύγατε από το αστυνομικό τμήμα; Α. Ναι. Ήθελα να βρω τον Πλέσυ και να του πω για την τρελή και για τους κρουνούς. Κοίταξα προς το βενζινάδικο της Αmoco και πάγωσε το αίμα μου μ' αυτό που είδα. Και οι έξι μάνικες της βενζίνης ήταν βγαλμένες από τις αντλίες. Ο Τέντυ Ντυσάμπ έχει πεθάνει από το 1968, Θεός σχωρέσ'τον, ο γιος του όμως τις κλείδωνε κάθε βράδυ, όπως ακριβώς κι ο Τέντυ. Κάθε μια είχε κι από μια κλειδαριά Γιέηλ, όμως τώρα τα λουκέτα κρέμονταν ανοιγμένα. Οι μάνικες είχαν πέσει στην άσφαλτο και οι αντλίες είχαν αρχίσει να δουλεύουν αυτόματα. Η βενζίνα χυνόταν πάνω στο δρόμο. Παναγία μου, όταν το είδα αυτό, ζαλίστηκα. Και τότε είδα να πλησιάζει ένας τύπος με αναμμένο τσιγάρο. Ε. Τι κάνατε; Α. Άρχισα να του φωνάζω. Έε! Το τσιγάρο, ρε! Μην πας κοντά, έχει βενζίνα εκεί πέρα! Πού να μ' ακούσει,
ΚΑΡΥ
185
με τόση φασαρία που γινόταν, από τη μια ο συναγερμός του δήμου, από την άλλη οι σειρήνες της πυροσβεστικής και τ' αμάξια που τρέχαν πάνω κάτω. Τον είδα έτοιμο να πετάξει το τσιγάρο κι έκανα να μπω πάλι μέσα στο τμήμα. Ε. Ύστερα τι έγινε; Α. Ύστερα; Ύστερα γίναμε Κόλαση στο Τσάμπερλεν...
Όταν έπεσαν οι κουβάδες, στην αρχή άκουσε μόνο ένα δυνατό μεταλλικό θόρυβο που διέκοψε τη μουσική και ύστερα ένιωσε να την πλημμυρίζει κάτι ζεστό. Έκλεισε αυτόματα τα μάτια της. Δίπλα της άκουσε ένα βογγητό, και στο μέρος εκείνο του μυαλού της που τόσο πρόσφατα είχε αφυπνισθεί, ένιωσε ένα στιγμιαίο πόνο. (ο τομυ) Η μουσική διακόπηκε, ενώ μερικές φωνές συνέχισαν για λίγο να αιωρούνται σαν σπασμένες χορδές, και μες στην ξαφνική σιωπή που γεμίζει το κενό ανάμεσα στη στιγμή του γεγονότος και τη συνειδητοποίηση του, σαν καταδίκη, άκουσε τη φωνή κάποιου να λέει καθαρά: «Θεέ μου, αυτό είναι αίμα!» Μια στιγμή αργότερα, σαν να ήθελε να το επιβεβαιώσει οριστικά και αμετάκλητα, κάποιος άρχισε να ουρλιάζει. Η Κάρυ έμεινε ακίνητη με τα μάτια κλειστά κι ένιωσε να την πλακώνει ο σκοτεινός όγκος του τρόμου. Η Μαμά είχε δίκιο τελικά. Πάλι την είχαν πιάσει κορόιδο, την είχαν ξεγελάσει, την είχαν γελοιοποιήσει. Κανονικά, η φρίκη του γεγονότος δεν θα 'πρεπε να ξεπερνάει τα συνηθισμένα· την είχαν ανεβάσει εδώ πάνω, εδώ πάνω μπροστά σ' όλο το σχολείο κι είχαν επαναλάβει τη σκηνή των αποδυτηρίων... μόνο που η φωνή είχε πει κάτι (θεέ μου αυτό είναι αίμα)
186
187
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
τόσο φοβερό που δεν το χωρούσε το μυαλό. Αν άνοιγε τα μάτια της και ήταν αλήθεια, τότε τι θα γινόταν; Τι θα γινόταν; Κάποιος άρχισε να γελά. Ήταν ένα γέλιο μοναχικό, τρομαγμένο, σαν της ύαινας, και κείνη άνοιξε τότε τα μάτια της, τ' άνοιξε για να δει ποιος ήταν κι ήταν αλήθεια αυτό που είχε ακούσει· κι ήταν το τελειωτικό χτύπημα· κόκκινη, να στάζει αίμα· την είχαν περιλούσει· ακόμα κι η μυστικότητα του αίματος πάνω της έγινε αντικείμενο χλευασμού κι η σκέψη της (ω... εγώ... ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΗ... μ' αυτό) βάφτηκε κι αυτή μ' ένα απαίσιο κόκκινο της ντροπής και της ταραχής. Μύριζε πάνω της τη δυσοσμία του αίματος, εκείνη την απαίσια, υγρή, χάλκινη μυρουδιά. Στο καλειδοσκόπιο του μυαλού της, είδε το αίμα να κυλάει στα γυμνά της μπούτια, άκουσε το νερό του ντους πάνω στα πλακάκια, ένιωσε πάνω στο δέρμα της τα ελαφρά χτυπήματα από τα ταμπόν και τις σερβιέτες, άκουσε φωνές να την προτρέπουν να βουλώσει το πράμα της, γεύτηκε την πίκρα του τρόμου. Τελικά της είχαν κάνει το ντους που ήθελαν. Μια δεύτερη φωνή ενώθηκε με την πρώτη και την ακολούθησε μια τρίτη -το διαπεραστικό χαχανητό ενός κοριτσιού- και ύστερα μια τέταρτη, μια πέμπτη, μια ντουζίνα, όλοι τους, όλοι τους γελούσαν. Ο Βικ Μούνεϋ γελούσε. Τον έβλεπε. Το πρόσωπο του έδειχνε ταραγμένο, παγωμένο, και παρ' όλα αυτά γελούσε. Έμεινε ακίνητη, αφήνοντας την οχλοβοή να τη σκεπάσει σαν κύμα. Ήταν ακόμη ωραίοι όλοι τους, η ατμόσφαιρα δεν είχε χάσει τη μαγεία της, μόνο που εκείνη είχε τώρα περάσει πάνω από μια διαχωριστική γραμμή και το παραμύθι είχε μολυνθεί, είχε γεμίσει κακούς· σ' αυτό το παραμύθι θα δάγκωνε ένα δηλητηριασμένο μήλο, θα την έπαιρναν στο κατόπι οι δράκοι, θα την έτρωγαν τίγρεις. Πάλι γελούσαν σε βάρος της. Και ξαφνικά έσπασε.
Συνειδητοποίησε σε όλο της το μέγεθος την άγρια εξαπάτηση που είχε υποστεί, και μια φριχτή κραυγή (ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΟΥΝ)
αγωνιζόταν να βγει από μέσα της. Σκέπασε το πρόσωπο της με τα χέρια για να κρύψει την κραυγή και σηκώθηκε τρεκλίζοντας από την καρέκλα. Η μοναδική της σκέψη ήταν να τρέξει, να απομακρυνθεί από τα φώτα, ν' αφήσει το σκοτάδι να την τυλίξει και να την προστατέψει. Ήταν όμως σα να προσπαθούσε να τρέξει πάνω σε πετιμέζι. Το προδοτικό μυαλό της επιβράδυνε τη ροή του χρόνου· σαν κάποιος Θεός να είχε γυρίσει το διακόπτη από τις 78 στις 33 στροφές. Ακόμα και το γέλιο τους είχε βαθύνει, είχε γίνει ένα καταχθόνιο, μπάσο βουητό. Τα πόδια της μπερδεύτηκαν, κόντεψε να πέσει από τη σκηνή. Βρήκε την ισορροπία της, λύγισε τα γόνατα και πήδηξε στο πάτωμα. Τα γέλια έγιναν δυνατότερα. Ακούγονταν τώρα σαν πέτρες που τρίβονται μεταξύ τους. Δεν ήθελε να βλέπει, αλλά έβλεπε· τα φώτα ήταν πολύ δυνατά κι έβλεπε καθαρά τα πρόσωπα τους. Τα στόματα, τα δόντια, τα μάτια τους. Έβλεπε ακόμα και τα ματωμένα της χέρια μπροστά στο πρόσωπο της. Η δεσποινίς Ντέζαρντιν έτρεχε καταπάνω της, και στο πρόσωπο της είδε μια ψεύτικη έκφραση συμπόνοιας. Η Κάρυ έβλεπε κάτω από την επιφάνεια, την δεσποινίδα Ντέζαρντιν να καγχάζει και να χαχανίζει με γεροντοκορίστικη ξετσιπωσιά. Το στόμα της δεσποινίδας Ντέζαρντιν άνοιξε και η φωνή της βγήκε αργή και βαθιά και απαίσια: «Άσε με να σε βοηθήσω, χρυσό μου. Ω, πόσο λυπ__ » Την κάρφωσε με το βλέμμα (λύγισμα) και η Ντέζαρντιν τινάχτηκε στον τοίχο πλάι στη σκηνή και μετά σωριάστηκε κάτω. Η Κάρυ έτρεξε. Πέρασε ανάμεσα τους. Είχε το πρόσωπο σκεπασμένο με τα χέρια, αλλά πίσω από τη φυλακή των δαχτύλων της τους έβλεπε όλους, το πώς έδειχναν
188
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ωραίοι, λουσμένοι στο φως, τυλιγμένοι ο καθένας μέσα στο λαμπρό αγγελικό μανδύα της Κοινής Αποδοχής και Καταξίωσης. Τα γυαλισμένα παπούτσια, τα καθαρά πρόσωπα, τα φροντισμένα χτενίσματα, τις αστραφτερές τουαλέτες. Απομακρύνονταν από κοντά της σαν να είχε πανούκλα, αλλά εξακολουθούσαν να γελάνε. Ένα πόδι απλώθηκε ύπουλα (ω ναι έτσι γινόταν πάντα ω ναι) και η Κάρυ έπεσε κάτω και σύρθηκε στα τέσσερα με τα ματωμένα, μπερδεμένα μαλλιά της πεσμένα στο πρόσωπο, σαν τον Απόστολο Παύλο που τυφλώθηκε από το φως, στο δρόμο για τη Δαμασκό. Τώρα σίγουρα κάποιος θα την κλωτσούσε στον πισινό. Κανείς όμως δεν το έκανε, και σε λίγο μπόρεσε πάλι να σηκωθεί όρθια. Η ροή των γεγονότων επιταχύνθηκε. Βγήκε από την πόρτα έξω στο χωλ και όρμησε στις σκάλες που με τόση μεγαλοπρέπεια, δυο ώρες πριν, είχαν ανέβει με τον Τόμυ. (ο τομυ είναι νεκρός πλήρωσε το τίμημα πλήρωσε γιατί έφερε την πανούκλα σ' ένα χώρο γεμάτο φως) Κατέβηκε τις σκάλες με μεγάλους, αδέξιους διασκελισμούς, ενώ τα γέλια φτερούγιζαν γύρω της σαν μαύρα πουλιά. Ύστερα, το σκοτάδι. Όρμηξε έξω στο προαύλιο, πάνω στο γρασίδι· τα γοβάκια της βγήκαν από τα πόδια και συνέχισε ξυπόλητη. Το φρεσκοκομμένο χορτάρι ήταν μαλακό σαν βελούδο, νοτισμένο με την υγρασία της νύχτας, και τα γέλια είχαν μείνει πίσω. Άρχισε κάπως να ηρεμεί. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο κι έπεσε φαρδιά πλατιά, πλάι στο κοντάρι της σημαίας. Έμεινε ασάλευτη, ανασαίνοντας βαριά, με το ξαναμμένο πρόσωπο της χωμένο στο δροσερό γρασίδι. Τα δάκρυα της ντροπής ανάβλυζαν καυτά και αστείρευτα, όπως το αίμα της πρώτης περιόδου της. Την είχαν χτυπήσει, την είχαν νικήσει, μια για πάντα. Όλα είχαν τελειώσει. Θα σηκωνόταν τώρα χωρίς άλλη καθυστέρηση και θα κινούσε για
ΚΑΡΥ
189
το σπίτι, αποφεύγοντας τους κεντρικούς δρόμους, καλύτερα μες στο σκοτάδι μήπως και την έπαιρνε κανείς στο κατόπι. Θα έβρισκε τη Μαμά, θα παραδεχόταν το σφάλμα της_ ("ΟΧΙ!!) Σαν ατσάλινο σπαθί ξεσηκώθηκε η θέληση της και φώναξε δυνατά τη λέξη. Η ντουλάπα; Οι ατέλειωτες, ασυνάρτητες προσευχές; Τα φυλλάδια και ο σταυρός και ο μηχανικός κούκος του Μέλανα Δρυμού να μετράει τις υπόλοιπες ώρες και μέρες και χρόνια και δεκαετίες της ζωής της; Ξαφνικά, σαν να είχε ένα βίντεο μες στο μυαλό της, είδε τη δίδα Ντέζαρντιν να τρέχει καταπάνω της, και την είδε να τινάζεται πάνω στον τοίχο σα σπασμένη κούκλα, καθώς, χωρίς καν να το προσπαθήσει, την απόδιωχνε με το μυαλό της. Γύρισε ανάσκελα κοιτάζοντας με τ' αγριεμένα μάτια της τ' αστέρια. Ξεχνούσε (!!ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ!!)
Ήταν καιρός πια να τους δώσει ένα μάθημα. Ήταν καιρός να τους δείξει ένα δυο πράγματα. Γέλασε υστερικά. Αυτή ήταν μια από τις αγαπημένες φράσεις της μαμάς. (η μαμά γυρίζει σπίτι αφήνει κάτω την τσάντα της τα γυαλιά της αστράφτουν ε λοιπόν σήμερα στο μαγαζί τους έδειξα ένα δυο πράματα) Μες στο γυμναστήριο υπήρχε ένα σύστημα πυρόσβεσης με καταβρεχτήρες. Μπορούσε να το βάλει σε λειτουργία, πολύ εύκολα. Ξέσπασε άλλη μια φορά σε γέλια, σηκώθηκε κι άρχισε να προχωρεί ξυπόλητη προς το γυμναστήριο. Θα άνοιγε τους καταβρεχτήρες και θα έκλεινε όλες τις πόρτες. Θα κοίταζε μέσα και θα άφηνε να τη δουν να τους κοιτάζει, να παρακολουθεί και να γελάει καθώς τα νερά θα μούσκευαν τα φουστάνια τους, θα χαλούσαν τα μαλλιά τους, τα καλογυαλισμένα παπούτσια
190
191
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
τους. Το μόνο που τη στεναχωρούσε ήταν ότι θα τους έβρεχε με νερό αντί για αίμα. Το χωλ ήταν άδειο. Σταμάτησε στα μισά της σκάλας και (ΛΥΓΙΣΜΑ) όλες οι πόρτες έκλεισαν με πάταγο, υπακούοντας στην αόρατη δύναμη που εστίασε πάνω τους. Άκουσε μερικούς να ουρλιάζουν και ο ήχος τους έφτασε στ' αυτιά της σα μουσική, σα γλυκιά μουσική. Για μια στιγμή τίποτα δεν άλλαξε κι αμέσως μετά η Κάρυ τους ένιωσε να σπρώχνουν τις πόρτες, να πασχίζουν να τις ανοίξουν. Η πίεση τους ήταν ασήμαντη. Ήταν παγιδευμένοι (παγιδευμένοι) και η λέξη αντηχούσε στο μυαλό της μεθυστικά. Τους είχε στο χέρι, χάρη στη δύναμη της. Δύναμη! Τι λέξη! Ανέβηκε τις υπόλοιπες σκάλες, κοίταξε μέσα και είδε τον Τζωρτζ Ντόουσον κολλημένο πάνω στο τζάμι να παλεύει, να σπρώχνει, με το πρόσωπο παραμορφωμένο από την προσπάθεια. Πίσω του είχαν στριμωχτεί κι άλλοι, κι έμοιαζαν όλοι τους με ψάρια σε ενυδρείο. Κοίταξε ψηλά και ναι, να κι οι σωλήνες του νερού με τα μικροσκοπικά επιστόμια, όμοια με μεταλλικές μαργαρίτες. Οι σωλήνες χάνονταν μέσα στον τοίχο. Είχε ένα σωρό, απ' ό,τι θυμόταν. Υποχρεωτικοί από το νόμο για περίπτωση πυρκαϊάς, κάτι τέτοιο. Το μυαλό της ξαφνικά θυμήθηκε (μαύρα χοντρά καλώδια σα φίδια) τα ηλεκτρικά καλώδια που υπήρχαν πάνω στη σκηνή. Ο κόσμος δεν τα έβλεπε γιατί τα 'κρυβαν τα φώτα της ράμπας, εκείνη όμως είχε αναγκαστεί να περάσει από πάνω τους με προσοχή για να φτάσει στο θρόνο. Ο Τόμυ τη βαστούσε από το χέρι. (φωτιά και νερό) Έστειλε το μυαλό της να εντοπίσει τους σωλήνες, να
τους ψηλαφήσει. Ήταν κρύοι, γεμάτοι νερό. Στο στόμα της ήρθε η μεταλλική γεύση που έχει το νερό όταν βγαίνει από το επιστόμιο λάστιχου για το πότισμα των κήπων. Λύγισμα. Για λίγη ώρα δεν συνέβη τίποτα. Ύστερα, άρχισαν όλοι ξαφνικά ν' απομακρύνονται από τις πόρτες και να κοιτάζουν τριγύρω. Πλησίασε το μικρό, μακρόστενο τζάμι της μεσαίας πόρτας και κοίταξε μέσα. Μέσα στο γυμναστήριο έβρεχε. Η Κάρυ άρχισε να χαμογελάει. Δεν τους είχε παγιδεύσει όλους, μόνο μερικούς. Ανακάλυψε όμως πως όταν κοιτούσε τους καταβρεχτήρες, μπορούσε να τους κατευθύνει πιο εύκολα. Άρχισε να ανοίγει κι άλλους, κι άλλους. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Δεν είχαν αρχίσει ακόμα να κλαίνε· δεν ήταν λοιπόν αρκετό. (πόνεσε τους τότε πόνεσε τους) Πάνω στη σκηνή, πλάι στον Τόμυ, ένας νεαρός χειρονομούσε άγρια και κάτι φώναζε. Τον είδε να κατεβαίνει από τη σκηνή και να τρέχει προς την ορχήστρα. Άρπαξε ένα από τα μικρόφωνα και έμεινε αποσβολωμένος. Η Κάρυ παρακολουθούσε μαγεμένη, καθώς το κορμί του έμοιαζε να εκτελεί ένα σχεδόν ακίνητο χορό. Τα πόδια του ήταν βουτηγμένα στα νερά, τα μαλλιά του ολόρθα και το στόμα του ανοιχτό όπως του ψαριού. Ήταν αστείος. Η Κάρυ έβαλε τα γέλια. (μα το χριστό θα τους κάνω όλους αστείους) Με μια ξαφνική, τυφλή ώθηση, εξαπέλυσε όση δύναμη μπορούσε να συγκεντρώσει. Μερικές λάμπες κάηκαν. Κάπου φάνηκε μια λάμψη καθώς ένα καλώδιο με ρεύμα έπεσε στο νερό. Ο νεαρός που κρατούσε το μικρόφωνο έπεσε πάνω σ' έναν από τους ενισχυτές, ακολούθησε μια έκρηξη από βιολετιές σπίθες και το κρεπ χαρτί που ήταν κρεμασμένο γύρω από τη σκηνή, άρπαξε φωτιά. Ακριβώς κάτω από τους
192
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
θρόνους, ένα καλώδιο των 220 βολτ κροτάλιζε πάνω στο δάπεδο και δίπλα του η Ρόντα Σίμαρντ με το πράσινο, αραχνοΰφαντο τούλι, χόρευε σαν μαριονέτα. Η μακριά της φούστα άρπαξε φωτιά και η Ρόντα έπεσε κάτω ενώ το κορμί της εξακολουθούσε να τινάζεται. Η Κάρυ έγερνε πάνω στην πόρτα. Η καρδιά της χτυπούσε τρελά, ωστόσο το σώμα της ήταν παγωμένο. Το κεφάλι της δονούνταν, αποδιώχνοντας κάθε συνειδητή σκέψη. Απομακρύνθηκε από τις πόρτες παραπατώντας, εξακολουθώντας να τις κρατά κλειστές, χωρίς όμως πια να συγκεντρώνεται σ' αυτές. Μέσα οι φλόγες είχαν φουντώσει και σκέφτηκε θολά πως η γιγαντοαφίσα θα είχε σίγουρα πάρει φωτιά. Σωριάστηκε στο κεφαλόσκαλο κι ακούμπησε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, προσπαθώντας να επιβραδύνει το ρυθμό της ανάσας της. Οι άλλοι προσπαθούσαν πάλι να βγουν από τις πόρτες αλλά εκείνη, σχεδόν χωρίς προσπάθεια, τις κρατούσε κλειστές -αυτό από μόνο του δεν της προκαλούσε υπερένταση. Κάποια άγνωστη αίσθηση την πληροφορούσε πως μερικοί ξέφευγαν από τις εξόδους κινδύνου, αλλά τους άφησε. Θα τους κανόνιζε αργότερα. Θα τους κανόνιζε όλους. Μέχρι τον τελευταίο. Κατέβηκε αργά τα σκαλιά και βγήκε από την εξώπορτα εξακολουθώντας να κρατά τις πόρτες του γυμναστηρίου κλειστές. Της ήταν εύκολο. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τις φέρνει στιγμιαία στο μυαλό της. Ξαφνικά άρχισε να χτυπά ο συναγερμός του δημαρχείου. Της ξέφυγε μια κραυγή και σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια (η σειρήνα του συναγερμού είναι δεν είναι τίποτα) για μια στιγμή. Από το μυαλό της χάθηκαν οι πόρτες του γυμναστήριου και μερικοί παραλίγο να βγουν. Όχι, όχι. Άτακτα παιδιά. Ξανάκλεισε τις πόρτες με πάταγο, μαγκώνοντας τα δάχτυλα κάποιου -σα να της φάνηκε πως ήταν του Ντέηλ Νόρμπερτ- στο κούφωμα. Ένα δά-
ΚΑΡΥ
193
χτυλο κόπηκε. Ξεκίνησε παραπατώντας για την Κεντρική Οδό, σα σκιάχτρο με γουρλωμένα μάτια. Δεξιά της ήταν το κέντρο της πόλης -το πολυκατάστημα, το μαγαζί του Κέλυ, το κομμωτήριο, το κουρείο, βενζινάδικα, το αστυνομικό τμήμα, η πυροσβεστική— (θα μου σβήσουν τη φωτιά) Τίποτα δεν θα έσβηναν. Άρχισε να χαχανίζει· ένα γέλιο τρελό· θριαμβευτικό, χαμένο, νικηφόρο, τρομοκρατημένο. Έφτασε στον πρώτο πυροσβεστικό κρουνό και προσπάθησε να στρίψει τη μεγάλη βαλβίδα που υπήρχε στη μια πλευρά. (ωωωχχ) Ήταν βαριά. Ήταν πολύ βαριά. Την είχαν βιδώσει σφιχτά για να της χαλάσουν τα σχέδια. Δεν είχε καμιά σημασία. Την έστριψε με μεγαλύτερη δύναμη και την ένιωσε να ξεσφίγγει. Ύστερα την άλλη. Ύστερα την από πάνω. Ύστερα και τις τρεις μαζί, κι έκανε πίσω. Το νερό, άσπρο από την πίεση, πετάχτηκε προς τα πάνω και προς τα πλάγια, σε σχήμα σταυρού. Την πάνω βαλβίδα την τίναξε δυο μέτρα ψηλά. Η Κάρυ άρχισε να βαδίζει προς την Πλατεία Γκρας χαμογελώντας, με την καρδιά της να χτυπά διακόσιες φορές το λεπτό. Δεν είχε συναίσθηση ότι διαρκώς έτριβε τα ματωμένα χέρια της στο φουστάνι της σαν τη Λαίδη Μάκβεθ, ούτε και πως έκλαιγε ακόμα και τις στιγμές που γελούσε, και πως κάποιο κρυφό σημείο του μυαλού της θρηνολογούσε για την τελική και ολοκληρωτική καταστροφή. Γιατί θα τους έπαιρνε μαζί της, θα έκαιγε τα πάντα ώσπου να φλομώσει όλος ο τόπος από την απαίσια μυρουδιά της πυρκαϊάς. Άνοιξε τον κρουνό της Πλατείας Γκρας και ύστερα προχώρησε προς το βενζινάδικο της Αmoco. Έτυχε να είναι το πρώτο βενζινάδικο που έβρισκε στο δρόμο της, όχι όμως και το τελευταίο.
194
Από την ένορκη κατάθεση του Σερίφη Ότις Ντόυλ στην Ανακριτική Επιτροπή του Μαίην (από την Αναφορά της Επιτροπής Γουάιτ), σελ. 29-31: ου;
ΚΑΡΥ
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Ε. Σερίφη, πού βρισκόσασταν τη νύχτα της 27ης Μαί-
Α. Στην Οδό 179, που είναι γνωστή και σαν Οδός Ολντ Μπένταουν, όπου είχα πάει για κάποιο αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Είχε γίνει βέβαια έξω από τα όρια του Τσάμπερλεν, στο Ντάρχαμ, αλλά πήγα για να βοηθήσω τον Μελ Κρέιγκερ, τον αστυνόμο του Ντάρχαμ. Ε. Πότε πληροφορηθήκατε τα επεισόδια που συνέβαιναν στο Γυμνάσιο Γιούιν; Α. Με ειδοποίησε με τον ασύρματο, στις 10:21 ο αξιωματικός Τζέικομπ Πλέσυ. Ε. Ποιο ήταν το περιεχόμενο του μηνύματος; Α. Ο αστυνόμος Πλέσυ είπε πως γίνονταν φασαρίες στο σχολείο αλλά δεν ήξερε αν ήταν κάτι το σοβαρό. Μου είπε πως ακούγονταν φωνές και πως κάποιος είχε βάλει μπροστά το συναγερμό της πυροσβεστικής. Μου είπε πως θα πήγαινε για να εξακριβώσει τι συνέβαινε. Ε. Σας είπε πως το σχολείο είχε πάρει φωτιά; Α. Όχι. Ε. Του ζητήσατε να σας κρατά ενήμερο; Α. Μάλιστα. Ε. Πήρατε καμία άλλη ειδοποίηση από τον αστυνόμο Πλέσυ; Α. Όχι. Ο Πλέσυ σκοτώθηκε στην έκρηξη που έγινε στο βενζινάδικο της Αιηοοο, στη γωνιά των οδών Μαίην και Σάμερ. Ε. Πότε είχατε ξανά επικοινωνία με τον ασύρματο; Α. Στις 10:42. Την ώρα εκείνη επέστρεφα στο Τσάμπερλεν μ' έναν ύποπτο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινή-
195
του μου -ένα μεθυσμένο οδηγό. Όπως σας είπα, το δυστύχημα είχε γίνει στην περιοχή του Μελ Κρέιγκερ, αλλά στο Ντάρχαμ δεν υπάρχει κρατητήριο. Όταν τον έφερα στο Τσάμπερλεν, δεν είχαμε πια ούτε εμείς. Ε. Τι μήνυμα λάβατε στις 10:42; Α. Με κάλεσαν από την Πολιτειακή Αστυνομία, που είχε ειδοποιηθεί από την πυροσβεστική υπηρεσία του Μότον. Ο τηλεφωνητής της πολιτειακής αστυνομίας μου είπε πως το γυμνάσιο Γιούιν είχε πάρει φωτιά και πως γίνονταν ταραχές και κατά πάσα πιθανότητα είχε γίνει και μία έκρηξη. Εκείνες τις στιγμές κανείς δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Μην ξεχνάτε πως όλα έγιναν μέσα σε σαράντα λεπτά. Ε. Το καταλαβαίνουμε αυτό, Σερίφη. Τι έγινε ύστερα; Α. Επέστρεψα στο Τσάμπερλεν με τη σειρήνα αναμμένη. Προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τον Τζέικ Πλέσυ αλλά δεν τα κατάφερα. Και τότε άκουσα τη φωνή του Τομ Κουίλαν ο οποίος παραμιλούσε και μου 'λεγε πως ολάκερη η πόλη είχε πάρει φωτιά και πως δεν υπήρχε νερό.
Ε. Ξέρετε τι ώρα ήταν ακριβώς; Α. Μάλιστα. Μέχρι εκείνη την ώρα κρατούσα αρχείο. Ήταν 10:58. Ε. Ο Κουίλαν λέει πως το βενζινάδικο ανατινάχτηκε στις 11 ακριβώς. Α. Εγώ θα προτιμούσα το μέσο όρο. Ας πούμε πως ήταν 10:59. Ε. Τι ώρα φτάσατε στο Τσάμπερλεν; Α. Στις 11:10 μ.μ. Ε. Ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση που σχηματίσατε μόλις φτάσατε, σερίφη Ντόυλ; Α. Έμεινα αποσβολωμένος. Δεν πίστευα στα μάτια μου.
Ε. Τι ακριβώς βλέπατε; Α. Ο μισός εμπορικός τομέας της πόλης καιγόταν. Το
196
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
βενζινάδικο της Αmoco είχε εξαφανιστεί. Από το κατάστημα του Γούλγουορθ είχε απομείνει ένας φλεγόμενος σκελετός. Η φωτιά είχε απλωθεί σε τρεις ξύλινες προσόψεις καταστημάτων παραδίπλα -στο Μπαρ και Γκριλ του Ντάφυ, στην Εταιρεία Φρούτων Κέλυ και στην αίθουσα του μπιλιάρδου. Η ζέστη ήταν φοβερή. Οι σπίθες έφθαναν ως τις στέγες του Κτηματομεσιτικού Γραφείου Μέιτλαντ και στο κατάστημα αυτοκινήτων του Νταγκ Μπραν. Πυροσβεστικές αντλίες έρχονταν συνέχεια αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν σπουδαία πράγματα. Όλοι οι πυροσβεστικοί κρουνοί σ' αυτόν τον δρόμο ήταν ανοιγμένοι. Τα μόνα φορτηγά που ήταν σε θέση κάτι να κάνουν, ήταν δύο παλιά με αντλίες, των εθελοντών πυροσβεστών από το Γουέστοβερ, και το μόνο που κατάφερναν ήταν να βρέχουν τις στέγες των γύρω κτιρίων. Και το σχολείο, φυσικά. Το σχολείο... είχε ισοπεδωθεί. Ήταν, βέβαια εντελώς απομονωμένο -δεν υπήρχε κοντά του άλλο κτίριο για να έπαιρνε κι αυτό φωτιά- όμως όλα εκείνα τα παιδιά που ήταν μέσα... όλα εκείνα τα παιδιά... Ε. Είδατε την Σούζαν Σνελ τη στιγμή που μπαίνατε στην πόλη; Α. Μάλιστα, κύριε. Με σταμάτησε με χειρονομίες. Ε. Τι ώρα ήταν; Α. Μόλις μπήκα στην πόλη... στις 11:12, μάλλον όχι, λίγο αργότερα. Ε. Τι σας είπε; Α. Ήταν σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Είχε πάθει ένα ασήμαντο ατύχημα με το αυτοκίνητο και δεν μπορούσα να βγάλω νόημα από αυτά που μου έλεγε. Με ρώτησε αν ο Τόμυ ήταν νεκρός. Τη ρώτησα ποιος ήταν αυτός ο Τόμυ αλλά δεν μου απάντησε. Με ρώτησε αν είχαμε πιάσει την Κάρυ. Ε. Η Επιτροπή ενδιαφέρεται πάρα πολύ γι αυτό το σημείο της κατάθεσης σας, Σερίφη Ντόυλ. Α. Μάλιστα, κύριε. Το έχω υπ' όψη μου.
ΚΑΡΥ
197
Ε. Τι απαντήσατε στην ερώτηση της; Α. Απ' όσο ήξερα, μία μόνο Κάρυ υπήρχε στην πόλη μας, η κόρη της Μάργκαρετ Γουάιτ. Τη ρώτησα αν η Κάρυ είχε καμιά σχέση με τις φωτιές. Η δεσποινίς Σνελ μου είπε πως η Κάρυ τις είχε βάλει. Για την ακρίβεια μου είπε: Ή Κάρυ τα 'κανε όλα. Η Κάρυ τα 'κανε όλα". Το είπε δυο φορές. Ε. Είπε τίποτ' άλλο; Α. Μάλιστα. Είπε: "Είναι η τελευταία φορά που πληγώνουνε την Κάρυ". Ε. Σερίφη, είσαστε σίγουρος πως δεν είπε: "Είναι η τελευταία φορά που πληγώνουμε την Κάρυ"; Α. Είμαι απόλυτα σίγουρος. Ε. Εκατό τοις εκατό; Α. Κύριε, η πόλη καιγόταν ολάκερη γύρω μας, γινόταν χαμός. Πώς να— Ε. Ήταν μεθυσμένη; Α. Πώς είπατε; Ε. Ήταν μεθυσμένη; Είπατε προηγουμένως πως είχε τρακάρει με το αμάξι. Α. Νομίζω πως είπα ότι είχε ένα ασήμαντο ντεραπάρισμα. Ε. Και δεν μπορείτε να είσαστε σίγουρος αν είπε πληγώνουνε ή πληγώνουμε; Α. Μπορεί και να το είπε, αλλά— Ε. Τι έκανε ύστερα η δεσποινίς Σνελ; Α. Άρχισε να κλαίει. Της έδωσα ένα χαστούκι. Ε. Γιατί το κάνατε αυτό; Α. Μου φάνηκε πως την είχε πιάσει υστερία. Ε. Ηρέμησε τελικά; Α. Ναι. Συνήρθε κάπως, όσο βέβαια το επέτρεπαν οι περιστάσεις. Ας μη ξεχνάμε πως ο φίλος της πολύ πιθανό να ήταν ήδη νεκρός. Ε. Την ανακρίνατε; Α. Όχι βέβαια με τον τρόπο που ανακρίνουμε κάποιον
198
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
εγκληματία. Την ρώτησα μονάχα αν ήξερε τίποτα για τα όσα είχαν συμβεί. Μου επανέλαβε αυτά που ήδη είχε πει αλλά αυτή τη φορά με πιο ήρεμο τρόπο. Την ρώτησα πού βρισκόταν όταν άρχισαν οι φασαρίες και μου είπε πως είχε μείνει σπίτι της. Ε. Ανακρίνατε τον πατέρα της; Α. Όχι. Ε. Άλλο τίποτε δεν σας είπε; Α. Μάλιστα, κύριε. Μου ζήτησε -με ικέτεψε- να βρω την Κάρυ Γουάιτ. Ε. Ποια ήταν η αντίδραση σας; Α. Της είπα να γυρίσει σπίτι της. Ε. Σας ευχαριστούμε, Σερίφη Ντόυλ.
Ο Βικ Μούνεϋ βγήκε τρεκλίζοντας από τις σκιές, πίσω από το πάρκινγκ της τράπεζας, μ' ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο, πλατύ και απαίσιο, που αναδύθηκε στην επιφάνεια του σκοταδιού και επέπλεε σαν απομεινάρι του ολέθρου και της τρέλας. Τα μαλλιά του, προηγουμένως περιποιημένα στην τρίχα, τώρα πετάγονταν ψηλά σαν πρόκες. Μικρές σταγόνες αίμα είχαν κολλήσει στο μέτωπο του, ύστερα από κάποιο χτύπημα, κάποια πτώση που ούτε καν θυμόταν, στην ξέφρενη φυγή του από το Χορό. Το ένα μάτι του ήταν μαβί, πρησμένο και μισόκλειστο. Έπεσε πάνω στο σταματημένο αυτοκίνητο του σερίφη Ντόυλ, πετάχτηκε πίσω σαν μπάλα του μπιλιάρδου, και χαμογέλασε στο μεθυσμένο που κοιμόταν στο πίσω κάθισμα. Μετά στράφηκε προς τον Ντόυλ που μόλις είχε αφήσει τη Σου Σνελ. Οι φλόγες έριχναν παντού φωτεινές, κυματιστές ανταύγειες, δίνοντας στα πάντα μια απόχρωση ξεραμένου αίματος. Τη στιγμή που ο Ντόυλ στρεφόταν προς το περιπολικό, τον άρπαξε ο Βικ Μούνεϋ. Τον έπιασε όπως θα αγκάλιαζε ένας άξε-
ΚΑΡΥ
199
στος ερωτύλος την κοπέλα του για να χορέψουν. Τον έσφιξε και με τα δυο του χέρια, κοιτάζοντας τον με ηλίθιο βλέμμα και πλατύ χαμόγελο. «Βικ _ » άρχισε να λέει ο Ντόυλ. «Άνοιξε όλες τις βαλβίδες», είπε με απαλή φωνή ο Βικ, χαμογελώντας. «Όλες τις βαλβίδες και το νερό ββζζ, ββζζ, ββζζ.» «Βικ _ » «Να μη τις αφήσουμε. Α, όχι. Όχι, όχι, όχι. Δε γίνεται. Η Κάρυ τις άνοιξε όλες. Η Ρόντα Σίμαρντ κάηκε ζωντανή. Ω, Χριστεέ _ » Ο Ντόυλ του έριξε δυο χαστούκια. Η σκληρή παλάμη του έπεσε με φόρα στο πρόσωπο του αγοριού κι η κραυγή κόπηκε απότομα αλλά το χαμόγελο παρέμενε στο πρόσωπο του, σαν απόηχος. Ένα ξεχειλωμένο, φριχτό χαμόγελο. «Λέγε, τι έγινε;» είπε άγρια ο Ντόυλ. «Τι έγινε στο σχολείο;» «Η Κάρυ», μουρμούρισε ο Βικ. «Η Κάρυ, να τι έγινε στο σχολείο. Η Κάρυ...» Αποξεχάστηκε και κοίταξε χαμηλά, χαμογελώντας ακόμα. Ο Ντόυλ τον τράνταξε με δύναμη τρεις φορές. Τα δόντια του Βικ χτυπήσανε σαν καστανιέτες. «Τι έγινε με την Κάρυ;» «Βγήκε Βασίλισσα», μουρμούρισε ο Βικ. «Κι εκείνη και τον Τόμυ τους έριξαν αίμα από πάνω.» «Τι _ » Ήταν έντεκα και τέταρτο. Το βενζινάδικο του Τόνυ στην οδό Σάμμερ, ανατινάχτηκε ξαφνικά μ' έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Η νύχτα έγινε μέρα και οι δυο τους σκέπασαν τα μάτια τους και σκουντουφλώντας τρέξαν να καλυφθούν πίσω από το περιπολικό. Ένα τεράστιο πυρακτωμένο σύννεφο υψώθηκε πάνω από τις φτελιές του Πάρκου του Δικαστηρίου, φώτισε τη λίμνη με τις πάπιες κι έκανε το μνημείο να φαντάζει κατακόκκινο. Μέσα στο
201
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
φοβερό ορυμαγδό της φωτιάς ο Ντόυλ άκουσε τζάμια, ξύλα και κομμάτια από τα ντουβάρια του βενζινάδικου να πέφτουν στη γη. Ακολούθησε μια δεύτερη έκρηξη. Ο Ντόυλ ακόμη δεν μπορούσε να το χωνέψει (στην πόλη μου αυτά συμβαίνουν στην πόλη μου) πως όλα αυτά συνέβαιναν στο Τσάμπερλεν, στο Τσάμπερλεν, για τ' όνομα του Θεού, όπου καθόταν κι έπινε τσάι με παγάκια στη βεράντα της μητέρας του κι ήταν διαιτητής στους αγώνες μπάσκετ και κάθε νύχτα γυρνώντας από την τελευταία περιπολία του στην 6η Οδό, πρώτα περνούσε από το κέντρο Cavalier κι ύστερα πήγαινε να παραδώσει το αμάξι και να πέσει για ύπνο. Η πόλη του καιγόταν. Ο Τομ Κουίλαν βγήκε από το αστυνομικό τμήμα κι έτρεξε προς το περιπολικό. Τα μαλλιά του πετούσαν όρθια, φορούσε μια βρώμικη πράσινη φόρμα κι ένα πουκάμισο και είχε φορέσει τα παπούτσια του ανάποδα, όμως ο Ντόυλ σκέφτηκε πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε χαρεί τόσο πολύ που συναντούσε κάποιον. Ο Τομ Κουίλαν ήταν ένα κομμάτι του Τσάμπερλεν και ήταν εδώ -σώος και αβλαβής. «Ω, ρε Παναγία μου», είπε λαχανιασμένος. «Το είδες αυτό;» «Τι γίνεται εδώ πέρα;» ρώτησε απότομα ο Ντόυλ. «Άκουγα τον ασύρματο», είπε ο Κουίλαν. «Ρώτησαν από το Μότον και το Γουεστόβερ αν θέλουμε να στείλουν νοσοκομειακά και τους είπα ναι, που να πάρει ο διάβολος, να στείλουνε απ' όλα. Ακόμα και νεκροφόρες να στείλουνε. Καλά δεν έκανα;» «Ναι», είπε ο Ντόυλ, περνώντας και τα δυο χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. «Μήπως είδες τον Χάρυ Μπλοκ;» Ο Μπλοκ ήταν δημοτικός υπάλληλος, αρμόδιος για την ύδρευση. «Όχι. Ο Ντέιγκαν όμως λέει πως υπάρχει νερό στη Συνοικία Ρέννετ, στην άλλη άκρη της πόλης. Τώρα συν-
δέουν τους σωλήνες. Μάζεψα μερικά παιδιά κι αυτή τη στιγμή στήνουν ένα πρόχειρο νοσοκομείο στο αστυνομικό τμήμα. Καλά παιδιά είναι, αλλά το πάτωμα θα σου το γεμίσουν αίματα, Ότις.» Του Ότις Ντόυλ του φάνηκε ότι ζούσε στον κόσμο της φαντασίας. Σίγουρα αυτή η συζήτηση ήταν αδύνατο να γίνεται στο Τσάμπερλεν. Αδύνατο. «Δε πειράζει, Τό-μυ. Καλά έκανες. Πήγαινε πάλι μέσα και πάρε τηλέφωνο σ' όλους τους γιατρούς που θα βρεις στον τηλεφωνικό κατάλογο. Εγώ πάω στην οδό Σάμμερ.» «Εντάξει, Ότις. Κι αν δεις την τρελή, πρόσεχε.» «Ποιάν;» Ο Ντόυλ σπάνια ύψωνε τον τόνο της φωνής του, αλλά αυτή τη φορά άφησε να του ξεφύγει ένα γαύγισμα. Ο Τομ Κουίλαν έκανε πίσω. «Την Κάρυ. Την Κάρυ Γουάιτ», είπε. «Ποιάν; Πού το ξέρεις εσύ;» Ο Κουίλαν ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Ξέρω γω; Έτσι...μου 'ρθε και το 'πα.»
200
Από ταινία τηλετύπου, 11:46 μ.μ. ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ, ΜΑΙΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΗΜΕΙΩΘΗΚΕ ΑΠΟΨΕ ΣΤΟ ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ ΤΟΥ ΜΑΙΗΝ. ΠΥΡΚΑΓΙΑ ΠΟΥ ΞΕΣΠΑΣΕ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΙΟΥΙΝ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΧΟΡΟΥ, ΑΠΛΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΕΚΡΗΞΕΙΣ ΠΟΥ IΣΟΠΕΔΩΣΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΟΤΙ ΦΛΕΓΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΣΤΑ ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΟΜΩΣ ΠΡΟΕΧΕΙ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΟΠΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΩΝ. ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΠΩΣ ΠΟΛΛΑ ΑΤΟΜΑ ΕΧΟΥΝ ΠΑΓΙΔΕΥΤΕΙ ΜΕΣΑ. ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΓΟΥΕΣΤΟΒΕΡ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΣΥΝΑΝΤΗ-
203
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
ΣΑΜΕ ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ ΔΗΛΩΣΕ ΟΤΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΦΘΑΝΟΥΝ ΤΟΥΣ 67, ΚΙ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. ΣΕ ΕΡΩΤΗΣΗ ΜΑΣ, ΠΟΣΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΙ ΠΩΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΣΥΝΟΛΙΚΑ, ΜΑΣ ΕΙΠΕ: "ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ. ΔΕΝ ΤΟΛΜΑΜΕ ΟΥΤΕ ΝΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΥΜΕ". ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΡΕΙΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΧΟΥΝ ΞΕΦΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ. ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΕΜΠΡΗΣΜΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΘΕΙ.
των από το νεκροταφείο πλάι στη διασταύρωση της 6ης οδού με την οδό Μπέλσκουιζ. Με τις πυτζάμες και τα μπικουτί (η κυρία Ντόουσον, η μητέρα ενός - άλλοτε εύθυμου και χωρατατζή- νεκρού μαθητή, βγήκε φορώντας μάσκα προσώπου, λες και θα έπαιρνε μέρος σε νέγρικο σόου), έρχονταν για να δούνε τι συνέβαινε στην πόλη τους, για να δουν αν πραγματικά ισοπεδωνόταν και αιμορραγούσε. Πολλοί απ' αυτούς έρχονταν για να χάσουν τη ζωή τους. Η οδός Κάρλιν ήταν γεμάτη κόσμο· ένα ανθρώπινο ποτάμι κάτω από τον ταραγμένο ουρανό κυλούσε προς το κέντρο της πόλης, όταν η Κάρυ βγήκε από την προτεσταντική εκκλησία της οδού Κάρλιν, όπου είχε μπει για να προσευχηθεί. Μόλις πριν από πέντε λεπτά είχε μπει, αφού πρώτα άνοιξε τον κεντρικό αγωγό του υγραερίου (της ήταν εύκολο· το μόνο που χρειάστηκε, ήταν να φέρει στο μυαλό της την εικόνα του αγωγού, θαμμένου κάτω από το δρόμο), κι όμως της φαινόταν πως είχαν περάσει ώρες. Είχε προσευχηθεί με όση δύναμη μπορούσε, άλλοτε σιωπηλά κι άλλοτε υψηλόφωνα. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Οι φλέβες στο πρόσωπο και το λαιμό της είχαν πρηστεί. Το μυαλό της ήταν γεμάτο από τη γνώση των ΔΥΝΑΜΕΩΝ και της ΑΒYΣΣΟΥ. Μπροστά στην Αγία Τράπεζα, με το φουστάνι μουσκεμένο, σκισμένο και ματωμένο, ξυπόλητη, με πόδια βρώμικα, κομμένα από ένα σπασμένο μπουκάλι που είχε πατήσει, γονάτισε και προσευχήθηκε. Η ανάσα της έβγαινε με λυγμούς και μες στην εκκλησία τα πάντα έτριζαν, ταλαντεύονταν, άνοιγαν στα δυο, καθώς ξεχύνονταν από μέσα της κύματα ψυχικής ενέργειας. Στασίδια έπεφταν κάτω, προσευχητάρια πετούσαν στον αέρα, κι ένα ασημένιο σκεύος της θείας μετάληψης διέ σχισε σιωπηλά το σκοτάδι της εκκλησίας και τσακίστηκε στον απέναντι τοίχο. Προσευχόταν, αλλά απόκριση δεν έπαιρνε καμιά. Κανείς δεν βρισκόταν εκεί· ή κι αν ακόμα
202
11:46 Μ.Μ. 27 ΜΑΙΟΥ 8943 F ΑΡ
Από το Τσάμπερλεν δεν μεταδόθηκαν άλλα ρεπορτάζ. Στις 12:6 π.μ. ανοίχτηκε ο κεντρικός αγωγός υγραερίου της Λεωφόρου Τζάκσον. Στις 12:17 π.μ. ένας νοσοκόμος των Πρώτων Βοηθειών από το Μότον, πέταξε το τσιγάρο του έξω από το παράθυρο του νοσοκομειακού, την ώρα που αυτό κατευθυνόταν προς την οδό Σάμμερ. Η έκρηξη κατέστρεψε μισό περίπου οικοδομικό τετράγωνο και τα γραφεία της Εφημερίδας Κλάριον του Τσάμπερλεν. Στις 12:18 π.μ. το Τσάμπερλεν είχε αποκοπεί από την υπόλοιπη χώρα που κοιμόταν αμέριμνη.
Στις 12:10, εφτά λεπτά πριν από την έκρηξη του κεντρικού αγωγού του υγραερίου, ήδη στο τηλεφωνικό κέντρο αντιμετώπιζαν μια πιο ήπια έκρηξη: μια πρωτοφανή συμφόρηση όσων τηλεφωνικών γραμμών εξακολουθούσαν να λειτουργούν. Οι τρεις κοπέλες που είχαν βάρδια, παρέμεναν στις θέσεις τους αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ένας πέτρινος τρόμος είχε χαραχτεί στα πρόσωπα τους, καθώς πάσχιζαν πυρετωδώς να συνδέσουν τις αμέτρητες κλήσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Κι έτσι το Τσάμπερλεν ξεχύθηκε στους δρόμους. Πλήθη ανθρώπων πήραν τους δρόμους, με άσπρες ρόμπες και νυχτικά σαν σάβανα, λες και γινόταν εισβολή φαντασμά-
204
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
βρισκόταν -Όποιος και να ήταν Αυτός- την απέφευγε. Ο Θεός είχε αποστρέψει το πρόσωπο Του -και γιατί όχι; Αυτή η φρίκη ήταν τόσο δικό Του έργο όσο και δικό της. Έτσι η Κάρυ εγκατέλειψε την εκκλησία, έφυγε για να πάει σπίτι να βρει τη μητέρα της και να ολοκληρώσει την καταστροφή. Σταμάτησε στο χαμηλότερο σκαλοπάτι, κοιτάζοντας μπροστά της τα πλήθη των ανθρώπων που συνωστίζονταν στο κέντρο της πόλης. Ζώα. Ας καούν, λοιπόν. Ας γεμίσουν οι δρόμοι με την οσμή της θυσίας τους. Ας ονομασθεί ο τόπος αυτός Ράκα, Ίκαμποντ, Άψινθος. Οι μετασχηματιστές πάνω στις κολώνες του ηλεκτρικού άστραψαν μ' ένα εκτυφλωτικό φως, σκορπίζοντας σπίθες σα να 'ταν πυροτεχνήματα. Καλώδια υψηλής τάσης πέσαν στους δρόμους και μερικοί πήγαν να το βάλουν στα πόδια, κι ήταν λάθος τους αυτό, γιατί τώρα ολόκληρος ο δρόμος ήταν στρωμένος με καλώδια, και μια βρωμερή μυρωδιά γέμιζε τον αέρα, και άνθρωποι ούρλιαζαν και πισωπατούσαν και άγγιζαν τα καλώδια και τα σώματα τους εκτελούσαν ένα μακάβριο χορό· κάποιοι είχαν κιόλας σωριαστεί στο δρόμο κι οι ρόμπες και οι πυτζάμες τους είχαν αρπάξει φωτιά. Η Κάρυ στράφηκε και κοίταξε την εκκλησία που μόλις είχε εγκαταλείψει, κι οι βαριές πόρτες έκλεισαν ξαφνικά με πάταγο. Η Κάρυ κίνησε για το σπίτι.
Από την ένορκη κατάθεση της κυρίας Κόρα Σήμαρντ στην Ανακριτική Επιτροπή (από την Αναφορά της Επιτροπής Γουάιτ), σελ. 217-218: Ε. Κυρία Σήμαρντ, γνωρίζουμε ότι χάσατε την κόρη σας τη Νύχτα του Χορού και συμμεριζόμαστε τον πόνο
ΚΑΡΥ
205
σας. Θα προσπαθήσουμε να είμαστε όσο το δυνατόν πιο σύντομοι. Α. Σας ευχαριστώ. Θέλω πολύ να σας βοηθήσω, αν μπορώ, βέβαια. Ε. Στις 12:12, όταν η Καριέτα Γουάιτ βγήκε από την εκκλησία της οδού Κάρλιν, βρισκόσασταν εκεί; Α. Ναι. Ε. Για ποιο λόγο; Α. Ο άντρας μου έλειπε στη Βοστώνη για δουλειές και η Ρόντα είχε πάει στο Χορό. Ήμουν μόνη στο σπίτι και έβλεπα τηλεόραση περιμένοντας την να γυρίσει. Έβλεπα το φιλμ της Παρασκευής, όταν ξαφνικά άκουσα τη σειρήνα του δημαρχείου, αλλά ο νους μου δεν πήγε στο χορό. Ύστερα, όμως, έγινε η έκρηξη... δεν ήξερα τι να κάνω. Προσπάθησα να τηλεφωνήσω στην αστυνομία αλλά το τηλέφωνο βούιζε μετά τα τρία πρώτα νούμερα. Τότε... τότε... εγώ... Ε. Δε χρειάζεται να βιάζεστε, κυρία Σήμαρντ, έχετε όλο το χρόνο στη διάθεση σας. Α. ...Κόντευα να τρελαθώ. Ακούστηκε και δεύτερη έκρηξη -το πρατήριο βενζίνης της ΑΙΪΙΟΟΟ , απ' ότι έμαθα εκ των υστέρων- και τότε αποφάσισα να κατέβω στο κέντρο της πόλης και να δω τι συνέβαινε. Στον ουρανό υπήρχε μια λάμψη, μια φοβερή λάμψη. Και τότε ήρθε η κυρία Σάιρς και χτύπησε την πόρτα μου. Ε. Η κυρία Τζωρτζέτ Σάιρς; Α. Ναι, το σπίτι τους είναι πίσω από τη γωνία. Στο 217 της οδού Γουίλοου. Εκεί που αρχίζει η οδός Κάρλιν. Χτυπούσε την πόρτα μου και φώναξε: "Κόρα, είσαι μέσα; Είσαι μέσα;" Πήγα στην πόρτα. Ήταν με τη ρόμπα και τις παντόφλες της. Μου είπε πως είχαν πάρει τηλέφωνο στο Γουεστόβερ για να δουν αν ήξεραν τίποτα, κι από κει τους είπαν πως το σχολείο είχε πάρει φωτιά. Κι εγώ είπα: "Ω Θεέ μου, η Ρόντα είναι στο χορό". Ε. Και τότε αποφασίσατε να πάτε στο κέντρο της πό-
206
ΚΑΡΥ
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
λης με την κυρία Σάιρς; Α. Δεν αποφασίσαμε τίποτα. Ξεκινήσαμε κατευθείαν, χωρίς δεύτερη σκέψη. Έβαλα ένα ζευγάρι παντόφλες -νομίζω πως ήταν της Ρόντα. Είχαν κι άσπρα μπονμπόν πάνω. Θα έπρεπε να είχα βάλει τα παπούτσια μου αλλά εκείνη τη στιγμή δε σκεφτόμουν τίποτα. Νομίζω, πως ούτε τώρα σκέφτομαι. Τι σας ενδιαφέρουν εσάς τώρα τα παπούτσια μου; Ε. Μιλήστε όπως σας αρέσει, κυρία Σήμαρντ. Α. Σας ευχαριστώ. Έδωσα στην κυρία Σάιρς μια παλιά ζακέτα που βρήκα ακουμπισμένη κάπου και φύγαμε. Ε. Υπήρχε πολύς κόσμος στην οδό Κάρλιν την ώρα που ξεκινούσατε; Α. Δεν ξέρω. Ήμουν τόσο αναστατωμένη. Καμιά τριανταριά άνθρωποι. Ίσως περισσότεροι. Ε. Τί συνέβη μετά; Α. Η Τζωρτζέτ κι εγώ προχωρήσαμε προς το κέντρο πιασμένες από το χέρι, σα να 'μασταν μικρά κορίτσια που περπατάν νύχτα μες στην ερημιά. Τα δόντια της Τζωρτζέτ χτυπούσαν. Το θυμάμαι καλά αυτό. Μου 'ρχό-ταν να της πω να σταματήσει να χτυπάει τα δόντια της, αλλά σκέφτηκα πως δεν θα ήταν ευγενικό. Είμασταν ένα τετράγωνο περίπου μακριά από την εκκλησία, όταν είδα πως η πόρτα της ήταν ανοιχτή και σκέφτηκα: κάποιος έχει πάει μέσα για να ζητήσει βοήθεια από το Θεό. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα, όμως, είδα πως είχα κάνει λάθος. Ε. Πώς το καταλάβατε; Το πιο λογικό θα ήταν να διατηρήσετε την αρχική σας εντύπωση, έτσι δεν είναι; Α. Μα το κατάλαβα. Ε. Γνωρίζατε το πρόσωπο που βγήκε από την εκκλησία; Α. Ναι. Ήταν η Κάρυ Γουάιτ. Ε. Είχατε ξαναδεί ποτέ την Κάρυ Γουάιτ; Α. Όχι. Δεν έκανε παρέα με την κόρη μου.
207
Ε. Είχατε δει ποτέ φωτογραφία της Κάρυ Γουάιτ;
Α. Όχι.
Ε. Κι οπωσδήποτε ήταν σκοτεινά, και βρισκόσασταν ένα τετράγωνο μακριά από την εκκλησία. Α. Μάλιστα. Ε. Κυρία Σήμαρντ, πώς καταλάβατε ότι ήταν η Κάρυ Γουάιτ; Α. Το κατάλαβα. Ε. Αυτή η διαίσθηση, κυρία Σήμαρντ: μήπως ήταν σαν μια δέσμη φωτός μέσα στο μυαλό σας;
Α. Όχι.
Ε. Σαν τι πράγμα ήτανε; Α. Τι να σας πω. Δε θυμάται το μυαλό μου· είναι όπως όταν έχεις δει ένα όνειρο, και μετά όταν ξυπνάς δεν μπορείς να θυμηθείς τι όνειρο έβλεπες. Πάντως το κατάλαβα. Ε. Μήπως αυτή η διαίσθηση συνοδευόταν και από κάποιο άλλο συναίσθημα; Α. Ναι. Ένιωσα τρόμο. Ε. Τί κάνατε τότε; Α. Γύρισα στην Τζωρτζέτ και της είπα: "Νάτην". Και η Τζωρτζέτ είπε: "Ναι, αυτή είναι". Πήγε να πει κάτι ακόμα, αλλά τότε ολόκληρος ο δρόμος φωτίστηκε από μια φοβερή λάμψη κι άρχισαν ν' ακούγονται κρότοι, και τα καλώδια άρχισαν να πέφτουν στο δρόμο και να τινάζουν παντού σπίθες. Ένα καλώδιο χτύπησε έναν άντρα μπροστά μας και τον είδαμε να κ-καίγεται. Ένας άλλος άρχισε να τρέχει και πάτησε ένα από τα καλώδια. Το σώμα του... λύγισε προς τα πίσω λες κι ήταν από λάστιχο. Κι έπεσε κι αυτός κάτω. Ο κόσμος ούρλιαζε κι έτρεχε πάνω κάτω, στα τυφλά, ενώ έπεφταν όλο και περισσότερα καλώδια. Είχαν ζώσει τον τόπο, σαν τα φίδια. Και κείνη χαιρόταν. Χαιρόταν! Το ένιωθα πως χαιρόταν. Κατάλαβα πως έπρεπε να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Όσοι έτρεχαν πάθαιναν ηλεκτροπληξία. Η Τζωρτζέτ μου είπε:
208
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
"Γρήγορα, Κόρα. Ω, Θεέ μου, δε θέλω να καώ ζωντανή". Της απάντησα: "Σταμάτα. Να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας, να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει, Τζωρτζέτ, αλλιώς δε θα μπορέσουμε να το βάλουμε να δουλέψει άλλη φορά", κάποια τέτοια ανοησία της είπα. Εκείνη όμως δε μ' άκουσε. Τράβηξε το χέρι της και πήγε να τρέξει προς το πεζοδρόμιο. Της φώναξα να σταματήσει -μπροστά μας ακριβώς είχε ένα καλώδιο- εκείνη όμως δε μ' άκουσε. Και... και... ω, όταν άρχισε να καίγεται μου 'ρθε η μυρουδιά της. Από τα ρούχα της βγαίναν καπνοί και σκέφτηκα: Να πώς είναι όταν κάποιος παθαίνει ηλεκτροπληξία. Η μυρουδιά ήταν γλυκιά, σα χοιρινό κρέας. Έχετε μυρίσει ποτέ κάτι τέτοιο; Μερικές φορές μου 'ρχεται αυτή τη μυρουδιά στα όνειρα μου. Έμεινα ακίνητη σα στήλη άλατος κι έβλεπα την Τζωρτζέτ Σάιρς να γίνεται κάρβουνο. Από τα δυτικά ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη, αλλά ούτε που έδωσα σημασία. Κοίταξα τριγύρω κι είδα πως ήμουν ολομόναχη. Άλλοι το είχαν βάλει στα πόδια κι άλλοι καίγονταν. Είδα έξι σώματα, νομίζω. Ήταν σα σωροί από κουρέλια. Ένα καλώδιο είχε πέσει στη βεράντα ενός σπιτιού και το σπίτι άρπαζε φωτιά. Θα πρέπει να έμεινα πολλή ώρα εκεί, λέγοντας συνέχεια μέσα μου πως έπρεπε να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Ώρες μου φαινόταν πως είχαν περάσει. Άρχισα να φοβάμαι μήπως λιποθυμήσω και πέσω πάνω σε κανένα καλώδιο, ή μήπως με πιάσει πανικός κι αρχίσω και γω να τρέχω. Όπως... όπως η Τζωρτζέτ. Άρχισα, λοιπόν, να βαδίζω. Σιγά-σιγά. Ο δρόμος τώρα φωτιζόταν κι από το σπίτι που καιγόταν. Πέρασα πάνω από δυο καλώδια και μετά γύρω από ένα πτώμα που έμοιαζε σα ... σα λιμνούλα με λάσπη. Έπρεπε να... να προσέχω πού πατούσα. Στο χέρι του πτώματος υπήρχε μια βέρα, ήταν όμως κατάμαυρη. Κατάμαυρη. Χριστέ μου, Χριστέ μου. Πέρασα άλλο ένα καλώδιο και ύστερα είδα μπροστά μου τρία καλώδια μαζί.
Στάθηκα και τα κοίταξα. Σκέφτηκα, να, έτσι και περάσω κι αυτά, σώθηκα... δεν τολμούσα, όμως. Ξέρετε τι μου 'ρχόταν συνέχεια στο νου; Ένα παιχνίδι που παίζαμε παιδιά, το κουτσό. Μια φωνή μέσα μου έλεγε: Κόρα, κάνε το μεγάλο πήδημα πάνω από τα καλώδια. Κι εγώ σκεφτόμουν: Μπορώ; Μπορώ; Το ένα από τα καλώδια εξακολουθούσε να πετάει σπίθες. Τ' άλλα δυο, όμως, φαίνονταν να μην έχουν ρεύμα. Δε μπορείς, όμως, να ξέρεις. Στεκόμουν, λοιπόν, εκεί και περίμενα να έρθει κανένας άνθρωπος, αλλά κανείς δε φάνηκε. Το σπίτι εξακολουθούσε να καίγεται και οι φλόγες είχαν απλωθεί στον κήπο, στα δέντρα, στους θάμνους. Αλλά η πυροσβεστική δεν ερχόταν. Πού να έρθει! Αφού εκείνη την ώρα καιγόταν ολόκληρη η δυτική πλευρά της πόλης. Μου 'ρχόταν να λιποθυμήσω. Ώσπου κατάλαβα· ή θα έκανα το μεγάλο βήμα ή θα έπεφτα ξερή, και το πήρα απόφαση κι έβαλα τα δυνατά μου και το 'κανα. Η φτέρνα μου έφτασε μόλις μια ίντσα από το τελευταίο καλώδιο. Λίγο παρακάτω πέρασα άλλο ένα καλώδιο και μετά άρχισα να τρέχω. Αυτά μόνο θυμάμαι. Όταν ξημέρωσε, ήμουν ξαπλωμένη σε μια κουβέρτα στο αστυνομικό τμήμα μαζί με πολλούς άλλους. Μερικοί -δυο τρεις- ήταν παιδιά από το χορό. Άρχισα να ρωτάω αν είχαν δει τη Ρόντα. Και μου είπαν... μου εί... είπαν...
(Μια σύντομη διακοπή)
209
Ε. Είστε βέβαιη πως όλα τα έκανε η Κάρυ Γουάιτ; Α. Ναι. Ε. Σας ευχαριστούμε, κυρία Σήμαρντ. Α. Θα ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση, αν μου επιτρέπετε. Ε. Ορίστε. Α. Τι θα συμβεί, αν υπάρχουν κι άλλοι σαν κι αυτήν; Τι θα γίνει ο κόσμος;
210
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Από το The Shadow Exploded (σελ. 151): Στις 12:45 το πρωί της 28ης Μαίου η κατάσταση στο Τσάμπερλεν ήταν κρίσιμη. Το σχολείο είχε καεί ολοκληρωτικά, ήταν όμως σχετικά απομονωμένο από την υπόλοιπη πόλη. Ολόκληρο όμως το κέντρο της πόλης είχε παραδοθεί στις φλόγες. Όλοι οι πυροσβεστικοί κρουνοί στην περιοχή εκείνη είχαν στερέψει, όμως υπήρχε αρκετό νερό (σε χαμηλή πίεση) στους κεντρικούς αγωγούς της οδού Ντέιγκχαμ, ώστε να σωθούν όσα κτίρια βρίσκονταν πέρα από τη διασταύρωση της κεντρικής οδού με την οδό Όουκ. Η έκρηξη στο βενζινάδικο της οδού Σάμερ, είχε προκαλέσει μια τρομακτική πυρκαϊά, που μέχρι τις 10 το επόμενο πρωί είχε σταθεί αδύνατο να τεθεί υπό έλεγχο. Στην οδό Σάμερ υπήρχε νερό· δεν υπήρχαν όμως ούτε πυροσβέστες ούτε εξοπλισμός. Την ώρα εκείνη βρίσκονταν καθ' οδόν ενισχύσεις από τις πόλεις Λιούιστον, Όμπορν, Λίσμπον και Μπρούνσγουικ, οι οποίες όμως κατέφθασαν γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Επίσης, πυρκαϊά είχε ξεσπάσει και στην οδό Κάρλιν από ηλεκτρικά καλώδια που είχαν πέσει πάνω στο οδόστρωμα. Η φωτιά απλώθηκε, απανθρακώνοντας όλα τα σπίτια της βορεινής πλευράς του δρόμου, συμπεριλαμβανομένου και του σπιτιού όπου ζούσαν η Μάργκαρετ Γουάιτ με την κόρη της. Η δυτική συνοικία της πόλης, στους πρόποδες του υψώματος Μπρίκγυαρντ, γνώρισε την χειρότερη καταστροφή: ένας κεντρικός αγωγός υγραερίου εξερράγη, και η επακόλουθη πυρκαϊά κράτησε μέχρι το τέλος της επόμενης μέρας. Παρατηρώντας σ' ένα χάρτη της πόλης (βλ. ένθετο χάρτη) τις παραπάνω περιοχές που υπέστησαν καταστροφές, μπορούμε να παρακολουθήσουμε την πορεία της Κά-
ΚΑΡΥ
211
ρυ - μια εθελούσια περιπλάνηση στους δρόμους της πόλης, που σκόρπιζε παντού τον όλεθρο, με ένα σχεδόν βέβαιο προορισμό ωστόσο: το σπίτι...
Κάποιο αντικείμενο έπεσε στο πάτωμα του σαλονιού, κι η Μάργκαρετ Γουάιτ τινάχτηκε όρθια και έστησε αυτί. Το χασαπομάχαιρο γυάλιζε θαμπά στο φως που έριχναν οι φλόγες. Το ρεύμα είχε κοπεί λίγη ώρα πριν και μόνο οι αναλαμπές της πυρκαϊάς απ' έξω φώτιζαν τα δωμάτια του σπιτιού. Μια από τις εικόνες έπεσε από τον τοίχο μ' ένα γδούπο. Αμέσως μετά έπεσε ο κούκος του Μέλανα Δρυμού. Το μηχανικό πουλί έβγαλε ένα μικρό, πνιχτό κρώξιμο κι ύστερα βουβάθηκε. Οι σειρήνες της πόλης ούρλιαζαν ασταμάτητα, παρ' όλα αυτά άκουσε βήματα να σέρνονται στο δρομάκι της αυλής. Η πόρτα άνοιξε. Βήματα στο χωλ. Άκουσε τις γύψινες πλάκες στο σαλόνι (ΧΡΙΣΤΟΣ, Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ· ΤΙ ΘΑ ΕΚΑΜΕ Ο ΙΗΣΟYΣ· ΗΓΓΙΚΕΝ Η ΩΡΑ· ΕΑΝ ΑΠΟΨΕ ΗΡΧΕΤΟ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΘΑ ΗΣΟYΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΜΕΝΟΣ) να τσακίζονται η μία μετά την άλλη, όπως τα ψεύτικα πουλιά στα σκοπευτήρια. (ω έχω πάει σ αυτά τα μέρη έχω δει τις πόρνες να χορεύουν) Κάθισε στο σκαμνί της σαν σοφός δάσκαλος που αντικρύζει την τάξη του. Τα μάτια της, όμως, έπαιζαν ανήσυχα. Τα παράθυρα του σαλονιού άνοιξαν με πάταγο. Η πόρτα της κουζίνας βρόντηξε πάνω στον τοίχο κι η Κάρυ μπήκε μέσα. Το κορμί της έμοιαζε στρεβλωμένο, γέρικο, σα να είχε μικρήνει. Το φόρεμα του χορού κρεμόταν πάνω της κου-
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
ρελιασμένο και το ξεραμένο γουρουνίσιο αίμα ήταν όλο γρόμπους και ρωγμές. Στο μέτωπο της είχε μια μουτζούρα από γράσσο και τα γόνατα της ήταν γεμάτα γρατζουνιές. «Μαμά», ψιθύρισε. Τα μάτια της είχαν μια λάμψη αφύσικη, σα γερακίσια, αλλά το στόμα της έτρεμε. Αν τις έβλεπε κανείς, θα έμενε κατάπληκτος με την ομοιότητά τους. Η Μάργκαρετ Γουάιτ έμενε καθισμένη στο σκαμνί με το χασαπομάχαιρο κρυμμένο στις πτυχές της φούστας της ανάμεσα στα γόνατα. «Έπρεπε να αυτοκτονήσω όταν μπήκε μέσα στο σώμα μου», είπε με καθαρή φωνή. «Μετά την πρώτη φορά, προτού παντρευτούμε, μου είχε δώσει το λόγο του. Ποτέ ξανά. Μου είπε πως είχαμε... παρασυρθεί. Τον πίστεψα. Ύστερα έπεσα κάτω κι έχασα το μωρό. Ήταν θέλημα Θεού. Πίστευα, πως είχα έτσι εξιλεωθεί. Με το αίμα. Η αμαρτία, όμως, ποτέ δε σβήνει. Η αμαρτία...ποτέ... δε σβήνει.» Τα μάτια της γυάλισαν. «Μαμά, εγώ...» «Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Ζούσαμε αναμάρτητοι. Κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι, κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον μερικές φορές και, ω, ένιωθα την παρουσία του Όφι, αλλά ποτέ. δεν. το κάναμε, ώσπου.» Ένα σκληρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της. «Εκείνη τη νύχτα τον είδα να με κοιτάει παράξενα. Πέσαμε στα γόνατα και προσευχηθήκαμε να μας δώσει δύναμη ο Θεός. Κι εκείνος... μ' άγγιξε. Σε κείνο το σημείο, το γυναικείο. Τον πέταξα έξω από το σπίτι. Έλειψε πολλές ώρες κι εγώ προσευχόμουν για κείνον. Τον έβλεπα με τα μάτια της φαντασίας μου να περπατά στους δρόμους, μες στο σκοτάδι, να παλεύει με το διάβολο, όπως ο Ιακώβ με τον Άγγελο του Κυρίου. Κι όταν γύρισε πίσω, η καρδιά μου ήταν πλημμυρισμένη ευγνωμοσύνη.» Σταμάτησε, χαμογελώντας στις σκιές που αναδεύονταν μες στο δωμάτιο.
Πιάτα αρχίσαν να πετάγονται από τα ράφια σαν πήλινα περιστέρια. «Όταν μπήκε μέσα, η ανάσα του μύριζε ουίσκι. Και με πήρε. Με πήρε! Βρώμαγε ολόκληρος ουίσκι και με πήρε... και μου άρεσε!» Η Μάργκαρετ ούρλιαξε τις τελευταίες λέξεις κοιτάζοντας το ταβάνι. «Μου άρεσε που με γαμούσε και που τα χέρια του με πιάναν παντού, Σ' ΟΛΟ ΜΟΥ ΤΟ ΣΩΜΑ!»
212
«Μαμά, δε θέλω να τ' ακούσω αυτά!»
«ΜΑΜΑ!» (!!ΜΑΜΑ!!)
213
Η Μάργκαρετ σταμάτησε σα να 'χε φάει χαστούκι και κοίταξε την κόρη της ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Μου 'ρθε να σκοτωθώ», συνέχισε ήρεμα. «Κι ο Ραλφ έκλαιγε και γύρευε συγχώρεση αλλά εγώ δεν τον συχώρεσα κι ύστερα έχασε τη ζωή του κι εγώ πίστεψα πως ο Θεός μου 'στειλε τον καρκίνο. Πως τα γυναικεία μου όργανα γίναν μαύρα, σάπια σαν την αμαρτωλή ψυχή μου. Όμως κάτι τέτοιο θα Του ήταν πολύ απλό. Κι η σκέψη του Κυρίου ακολουθεί περίπλοκους δρόμους κι άγνωστα μονοπάτια. Τώρα το καταλαβαίνω. Όταν άρχισαν οι πόνοι πήρα ένα μαχαίρι, αυτό το μαχαίρι» -το σήκωσε ψηλά- «και περίμενα να γεννηθείς για να κάνω τη θυσία μου. Στάθηκα όμως αδύναμη κι αναποφάσιστη. Όταν ήσουν τριών χρονών, πήρα πάλι αυτό το μαχαίρι στα χέρια μου, και πάλι δίστασα. Και να που τώρα μπήκε ο σατανάς μέσα στο σπίτι.» Σήκωσε το μαχαίρι ψηλά και σαν υπνωτισμένη προσήλωσε το βλέμμα της στην καμπύλη της λεπίδας του. Η Κάρυ έκανε αργά ένα βήμα μπρος, έτοιμη να σωριαστεί. «Ήρθα για να σε σκοτώσω, Μαμά. Κι εσύ με περίμενες για να με σκοτώσεις. Δεν... δεν είναι σωστό, Μαμά. Δεν είναι δίκαιο...» «Ας προσευχηθούμε», είπε απαλά η Μαμά. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, και στα μάτια της ζωγραφίστηκε
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
μια παρανοϊκή συμπόνοια. Οι ανταύγειες της πυρκαϊάς είχαν ζωηρέψει τώρα και χόρευαν πάνω στους τοίχους. «Ας προσευχηθούμε για τελευταία φορά.» «Μαμά, βοήθησε με!» φώναξε η Κάρυ. Έπεσε στα γόνατα με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια υψωμένα. Η Μαμά έσκυψε μπροστά, κατεβάζοντας με δύναμη το μαχαίρι. Η Κάρυ, βλέποντας το με την άκρη του ματιού, τινάχτηκε προς τα πίσω και το μαχαίρι, αντί να της καρφω θεί στην πλάτη, βυθίστηκε στον ώμο της μέχρι τη λαβή. Τα πόδια της Μαμάς σκάλωσαν στην καρέκλα και σωριάστηκε στο πάτωμα. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή βουβές. Αίμα άρχισε να αναβλύζει γύρω από τη λαβή του μαχαιριού, και να στάζει στο πάτωμα. Τότε η Κάρυ είπε απαλά: «Θα σου κάνω ένα δώρο, Μαμά.» Η Μάργκαρετ προσπάθησε να σηκωθεί, παραπάτησε κι έπεσε πάλι στα τέσσερα. «Τι μου κάνεις;» έκρωξε βραχνά. «Φέρνω στο μυαλό μου την καρδιά σου, Μαμά», είπε η Κάρυ. «Είναι πιο εύκολο όταν βλέπεις τα πράγματα με το μυαλό σου. Η καρδιά σου είναι ένας μεγάλος κόκκινος μυς. Η δική μου χτυπά πιο γρήγορα όταν βάζω τη δύνα μή μου. Η δική σου όμως τώρα χτυπάει πιο αργά. Πιο αργά.» Η Μάργκαρετ προσπάθησε πάλι να σηκωθεί, δεν τα κατάφερε, και με τα χέρια της έκανε το σημείο του εξορκισμού. «Πιο αργά, Μαμά. Ξέρεις τι δώρο θα σου κάνω, Μαμά; Αυτό που πάντα ήθελες. Θα σου χαρίσω το σκοτάδι. Και το Θεό που ζει εκεί πέρα.» «Πάτερ ημών, ο εν τοις Ουρανοίς ___ », ψιθύρισε η
« _ αγιασθήτω τ' όνομα Σου _ » «Βλέπω το αίμα να λιγοστεύει εκεί μέσα. Πιο αργά.» « _ ελθέτω η Βασιλεία Σου _ » «Τα πόδια και τα χέρια σου είναι σα μάρμαρο, σα πορσελάνη. Κάτασπρα.» « _ γεννηθήτω το θέλημα Σου __» «Το δικό μου θέλημα, Μαμά. Πιο αργά.» « _ ως εν ουρανώ _ »
214
Μάργκαρετ. «Πιο αργά, Μαμά. Πιο αργά.»
«Πιο αργά.»
215
« _ και...και...και _ » Η Μάργκαρετ σφάδαζε πάνω στο πάτωμα. «__ και επί της γης.» «Τέρμα τώρα», ψιθύρισε η Κάρυ. Έσκυψε και κοίταξε τον εαυτό της κι έβαλε τα χέρια της αδύναμα γύρω από τη λαβή του μαχαιριού. (όχι ω όχι πονάει παρά πολύ) Προσπάθησε να σηκωθεί, δεν μπόρεσε, και στηρίχτηκε στην καρέκλα της Μαμάς. Της ήρθε σκοτοδίνη και αναγούλα. Ένιωσε τη γεύση του αίματος να της ανεβαίνει στο λαιμό. Πυκνός κι αποπνιχτικός καπνός έμπαινε τώρα από τα παράθυρα. Το διπλανό σπίτι είχε λαμπαδιάσει· σπίθες είχαν αρχίσει να πετάγονται πάνω στη στέγη που χίλια χρόνια πριν την είχε τρυπήσει μια βροχή από πέτρες. Η Κάρυ βγήκε από την πίσω πόρτα, προχώρησε παραπατώντας στο χορτάρι κι ακούμπησε (που είναι η μαμά μου) σ' ένα δέντρο. Έμενε να κάνει κάτι ακόμα. Κάτι που της έφερνε στο νου (τα παρκινγκ των μοτέλ) τον Άγγελο με την Ρομφαία. Την Πύρινη Ρομφαία. Δεν είχε σημασία. Θα το θυμόταν. Βγήκε στην Οδό Γουίλοου και από κει σύρθηκε ως το κράσπεδο της 6ης Οδού. Η ώρα ήταν μία και τέταρτο.
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Είχε πάει 11:20 όταν η Κρίστιν Χάργκενσεν και ο Μπίλυ Νόλαν γύρισαν στο Κάβαλιερ. Ανέβηκαν από την πίσω σκάλα, και πριν καλά-καλά προλάβει η Κρις ν' ανάψει το φως, ο Μπίλυ της τράβηξε τη μπλούζα. «Για όνομα του Θεού, περίμενε να την ξεκουμπώ σω__ » «Χέσ 'την τώρα τη μπλούζα.» Μ' ένα απότομο τράβηγμα, το ύφασμα στην πλάτη σκίστηκε από πάνω ως κάτω. Ένα κουμπί τινάχτηκε και κύλησε στο γυμνό ξύλινο πάτωμα. Η κάντρυ μουσική από το ισόγειο μόλις που έφθανε ως το δωμάτιο, το κτίριο όμως έτρεμε ολόκληρο από τον άτσαλο χορό των φορτηγατζήδων και των αγροτών και των κομμωτριών κα ι των πωλητριών. «Εε _ » «Βούλωσ' το.» Της έριξε ένα χαστούκι και το κεφάλι της τινάχτηκε προς τα πίσω. Στα μάτια της άστραψε μια θανατηφόρα λάμψη. «Τελειώσαμε, Μπίλυ.» Έκανε πίσω, με τα στήθη της να ανεβοκατεβαίνουν μες στο σουτιέν της και το στομάχι της να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει. Έκανε πίσω, πλησιάζοντας όμως στο κρεβάτι. «Τελειώσαμε», ξαναείπε. «Σιγά μη τελειώσαμε.» Όρμησε καταπάνω της κι εκείνη του 'δωσε μια γροθιά, μια εκπληκτικά δυνατή γροθιά στο μάγουλο. «Κουφάλα, μου μαύρισες το μάτι.» «Θα σου μαυρίσω και τ' άλλο.» Κοίταζαν ο ένας τον άλλον λαχανιασμένοι. Ύστερα εκείνος άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του χαμογελώντας. «Βλέπω, έχουμε κάνει προόδους, Τσάρλυ.» Την φώνα-
ζε Τσάρλυ κάθε φορά που ήθελε να της δείξει την επιδοκιμασία του. Εκείνη τη στιγμή της φάνηκε πως το όνομα αυτό γι' αυτόν ίσως σήμαινε, γενικά και αόριστα, καλό μουνί. Ένιωσε κάπως να χαλαρώνει κι άρχισε και κείνη να χαμογελάει, όταν ο Μπίλυ της πέταξε το πουκάμισό του στο πρόσωπο, και ορμώντας με το κεφάλι κάτω σαν κριάρι, τη βάρεσε στο στομάχι ρίχνοντας την πάνω στο κρεβάτι. Τα ελατήρια έτριξαν. Άρχισε να τον χτυπά απελπισμένα στην πλάτη με τις γροθιές της. «Άφησε με! Άφησέ με! Παλιοπούστη, άφησέ με!» Της χαμογελούσε, και με μια απότομη κίνηση της έσπασε το φερμουάρ γυμνώνοντας τους γοφούς της. «Θα πάρεις τηλέφωνο το μπαμπά;» γρύλλισε. «Αυτό θα κάνεις; Ε; Τον μπαμπά το δικηγόρο; Ε; Να σου πω κάτι; Πολύ θα γούσταρα να 'σουν εσύ κάτω από το κου βά, να σου τον άδειαζα πάνω στη κεφάλα. Με πιάνεις; Γουρουνίσιο αίμα για ένα γουρούνι. Θα _ » Εκείνη είχε πάψει ν' αντιστέκεται. Ο Μπίλυ σώπασε και την κοίταξε, κι είδε στο πρόσωπο της ένα αλλόκοτο χαμόγελο. «Από την αρχή το ήθελες, έτσι δεν είναι; Γελοίο υποκείμενο. Από την αρχή, ε; Σιχαμερό σκουλήκι.» «Τι σημασία έχει τώρα αυτό.» «Καμία», είπε εκείνη. «Απολύτως καμία.» Το χαμόγελό της έσβησε απότομα κι οι τένοντες του λαιμού της πετάχτηκαν καθώς μάζευε σάλιο στο στόμα της και τον έφτυνε κατάμουτρα. Κι οι δυο βυθίστηκαν σε μια κόκκινη ανυπαρξία. Κάτω η ορχήστρα έπαιζε στη διαπασών ("Κατεβάζω άσπρα χαπάκια και το μάτι μου είναι γαρίδα/ έξι μέ ρες είμαι στο τιμόνι αλλ' απόψε φτάνω σπίτι"), πέντε άτομα, με καουμπόυκα πλουμιστά πουκάμισα και καινούρια τζην γεμάτα μεταλλικά κουμπιά και πιρτσίνια, σκούπιζαν κάθε τόσο από το μέτωπο ιδρώτα ανάκατο με μπριγιαντίνη· ρυθμική κιθάρα, σόλο ηλεκτρική, κιθάρα ντόμπρο, μπάντζο, ντραμς: κανείς δεν άκουσε τη σειρήνα
216
217
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
του δημαρχείου, ούτε την πρώτη ούτε και τη δεύτερη έκρηξη. Και όταν τινάχτηκε στον αέρα ο κεντρικός σωλήνας του γκαζιού και σταμάτησε η μουσική και κάποιος ήρθε με το αμάξι κι ειδοποίησε τον κόσμο, η Κρις και ο Μπίλυ ήταν βυθισμένοι στον ύπνο.
στην πόλη με την παλιά Ντοτζ του Χένρυ και φτάνοντας στο Λόφο Μπρίκγυαρντ είδαν από ψηλά την έκρηξη του υγραερίου στη λεωφόρο Τζάκσον. «Το Τσάμπερλεν καίγεται», είπε στον Μπίλυ. «Ολόκληρη η πόλη, τα πάντα. Το σχολείο έγινε στάχτη. Το κέντρο στάχτη. Στα δυτικά έγινε μια έκρηξη, τίναξε τα πάντα στον αέρα. Η οδός Κάρλιν έχει λαμπαδιάσει. Και λένε πως τα 'κανε όλα η Κάρυ Γουάιτ!» «Ω, Θεέ μου», είπε η Κρις. Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και μάζευε τα ρούχα της. «Τι ακριβώς __ » «Σκάσε», είπε μαλακά ο Μπίλυ, «μη σου σπάσω τα μούτρα.» Γύρισε στον Τζάκυ και του 'κανε νόημα να συνεχίσει. «Την είδαν. Ένα σωρό κόσμος την είδε. Και λένε πως ήταν μες στα αίματα, Μπίλυ. Είχε πάει σε κείνο το χο ρό... ο Στηβ και ο Χένρυ δεν το κατάλαβαν, αλλά... Μπίλυ, μήπως... το αίμα απ' τα γουρούνια... ήταν...» «Ναι», είπε ο Μπίλυ. «Όχι, ρε γαμώ!» Ο Τζάκυ έκανε πίσω κι ακούμπησε στην κάσα της πόρτας. Η φάτσα του ήταν κατακίτρινη στο φως του διαδρόμου. «Ω, ρε Μπίλυ, ολόκληρη η πόλη...» «Θες να πεις πως η Κάρυ γκρέμισε ολόκληρη την πόλη; Η Κάρυ Γουάιτ; Δεν είσαι με τα καλά σου.» Του μιλούσε σε ήπιο τόνο, ενώ πίσω του η Κρις ντυνόταν με φούρια. «Πήγαινε κοίταξε από το παράθυρο», είπε ο Τζάκυ. Ο Μπίλυ πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω. Ανατολικά ο ορίζοντας ήταν πορφυρός. Την ίδια στιγμή πέρασαν ουρλιάζοντας τρεις πυροσβεστικές αντλίες. Το φως του πάρκινγκ ήταν αρκετό για να διακρίνει τα ονόματα πάνω στις πινακίδες τους. «Ω, ρε πούστη, αυτές οι πυροσβεστικές ήταν από το Μπρούνσγουικ!» «Από το Μπρούνσγουικ;» είπε η Κρις. «Το Μπρούνσγουικ είναι σαράντα μίλια από 'δω. Δεν είναι δυνατό...»
218
Η Κρις ξύπνησε απότομα· το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε μία και πέντε. Κάποιος βροντούσε την πόρτα. «Μπίλυ!» φώναζε. «Σήκω! Ξύπνα ρε! Εε!» Ο Μπίλυ κουλουριάστηκε, άλλαξε πλευρό, ρίχνοντας το φτηνό ξυπνητήρι στο πάτωμα. «Μα τι διάολο;» έκανε βραχνά κι ανακάθησε. Η πλάτη του έτσουζε. Η σκύλα τον είχε γεμίσει γρατζουνιές. Δεν το 'χε καταλάβει την ώρα που του έμπηγε τα νύχια, τώρα όμως αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να τη στείλει σπίτι της γεμάτη μελανιές. Έτσι για να της δείξει ποιος ήταν ο Μπ_ Τον ξάφνιασε η ησυχία που επικρατούσε. Το κέντρο δεν έκλεινε ποτέ πριν από τις δυο· μέσα από το βρώμικο τζάμι του παράθυρου είδε πως η φωτεινή επιγραφή του μαγαζιού εξακολουθούσε ν' αναβοσβήνει. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το σταθερό χτύπημα στην πόρτα, (κάτι έχει γίνει) κατά τ' άλλα το μέρος ήταν νεκροταφείο. «Μπίλυ, είσαι μέσα; Έε!» «Ποιος είναι;» ψιθύρισε η Κρις. «Ο Τζάκυ Τάλμποτ», της είπε αφηρημένα, και υψώνοντας τη φωνή, «τι τρέχει;» «Άνοιξε να μπω, Μπίλυ. Πρέπει να σου μιλήσω.» Ο Μπίλυ σηκώθηκε και πήγε αλαφροπατώντας ως την πόρτα. Ξεκλείδωσε και άνοιξε. Ο άλλος όρμηξε μέσα. Το μάτι του ήταν αγριεμένο και το μούτρο του μαυρισμένο από την κάπνα. Έπινε με τον Στηβ και τον Χένρυ μέχρι τις δώδεκα και δέκα που άκουσαν τα νέα. Γύρισαν
219
220
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Ο Μπίλυ στράφηκε πάλι στον Τζάκυ Τάλμποτ. «Εντάξει. Λέγε τί έγινε.» Ο Τζάκυ κούνησε το κεφάλι του. «Κανείς δεν ξέρει ακόμα. Όλα άρχισαν στο γυμνάσιο. Η Κάρυ και ο Τόμυ Ρος βγήκαν Βασιλιάς και Βασίλισσα και μετά κάποιος άδειασε πάνω τους κουβάδες με αίμα και η Κάρυ έφυγε. Τότε το σχολείο έπιασε φωτιά και λένε πως κανείς δεν μπόρεσε να βγει από μέσα. Ύστερα ανατινάχτηκε το βενζινάδικο του Τέντυ, ύστερα εκείνο το πρατήριο της Μόμπιλ, στην οδό Σάμερ...» «Κίτγκο», διόρθωσε ο Μπίλυ. «Της Κίτγκο είναι το βενζινάδικο.» «Τί μας νοιάζει ρε τίνος είναι το βενζινάδικο;» έβαλε τις φωνές ο Τζάκυ. «Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι παντού όπου γινόταν κάτι, από δίπλα ήταν αυτή! Κι οι κουβάδες... κανείς μας δεν φορούσε γάντια...» «Θα το φροντίσω εγώ αυτό», είπε ο Μπίλυ. «Δεν καταλαβαίνεις, Μπίλυ. Η Κάρυ είναι __» «Φεύγα.» «Μπίλυ _ » «Φεύγα, αλλιώς θα σου σπάσω το χέρι και θα στο δώσω να το φας.» Ο Τζάκυ έκανε πίσω. «Τράβα σπίτι σου. Μη μιλήσεις σε κανέναν. Θα τα κανονίσω όλα εγώ.» «Εντάξει. Εντάξει, Μπίλυ. Απλώς, σκέφτηκα __» Ο Μπίλυ του 'κλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Η Κρις έπεσε πάνω του στη στιγμή. «Μπίλυ τι θα κάνουμε, αυτή η σκύλα η Κάρυ Θεέ μου, τί θα __ » Της τράβηξε ένα χαστούκι μ' όση δύναμη είχε και την πέταξε στο πάτωμα. Η Κρις, ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά, σκέπασε με τα χέρια το πρόσωπο της κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Μπίλυ φόρεσε το παντελόνι του, το φανελάκι και τις μπότες. Ύστερα πήγε στο μικρό νιπτήρα που βρισκόταν σε μια γωνιά, έριξε λίγο νερό στο κεφάλι
και βάλθηκε να χτενίζει τα μαλλιά του, λυγίζοντας τα γόνατα για να βλέπει το πρόσωπο του μες στον παμπάλαιο, βρώμικο καθρέφτη. Η Κρις Χάργκενσεν ανακάθισε στο πάτωμα και σκούπιζε το αίμα που έτρεχε από τα σκισμένα της χείλη. «Άκου τώρα τί θα κάνουμε», της είπε. «Θα πάμε στην πόλη για να δούμε τις φωτιές. Ύστερα θα πάμε ο καθένας σπίτι του. Εσύ θα πεις στο μπαμπάκα σου πως όση ώρα γίνονταν όλ' αυτά, εμείς πίναμε μπύρα στο Κάβαλιερ. Το ίδιο θα πω και γω στη μαμάκα μου. Μπήκες;» «Μπίλυ, τ' αποτυπώματα σου», είπε η Κρις. Η φωνή της ήταν πνιγμένη, αλλά τώρα έδειχνε σεβασμό. «Τα δικά τους αποτυπώματα», της είπε. «Εγώ φορούσα γάντια.» «Δεν θα μιλήσουν;» τον ρώτησε. «Αν τους πάρει η αστυνομία για ανάκριση__ » «Σίγουρα», είπε ο Μπίλυ. «Θα τα ξεράσουν όλα.» Η χωρίστρα και το κοκοράκι στο μαλλί του είχαν φτιαχτεί, σχεδόν στην εντέλεια. Το πρόσωπο του ήταν ήρεμο, ξεκούραστο. Η χτένα που χρησιμοποιούσε ήταν παλιά και γεμάτη λίγδα. Του την είχε χαρίσει ο πατέρας του όταν έγινε έντεκα χρονών, κι ωστόσο δεν της έλειπε ούτε ένα δόντι. Ούτε ένα. «Μπορεί να μη βρούνε ποτέ τους κουβάδες», της είπε. «Και να τους βρούνε, τ' αποτυπώματα μάλλον θα 'χουν καεί από τη φωτιά, θα 'χουν σβηστεί. Ξέρω γω; Αν όμως ο Ντόυλ μπορέσει και πάρει αποτυπώματα, εγώ θα την κοπανήσω στην Καλιφόρνια. Εσύ κάνε ό,τι νομίζεις.» «Θα μ' έπαιρνες μαζί σου;» τον ρώτησε. Τον κοίταζε από το πάτωμα, με τα χείλη πρησμένα και τα μάτια γεμάτα ικεσία. Ο Μπίλυ χαμογέλασε. «Ίσως.» Δεν θα την έπαιρνε. Με τίποτα. Ύστερα απ' όσα έγιναν. «Έλα, πάμε στην πόλη.» Κατέβηκαν στο ισόγειο και πέρασαν μέσα από την ε-
221
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
ρημη αίθουσα χορού. Οι καρέκλες είχαν απομείνει τραβηγμένες στην άκρη κι οι μπύρες, χωρίς αφρό, παρατημένες πάνω στα τραπέζια. Καθώς έβγαιναν από την έξοδο κινδύνου, ο Μπίλυ είπε: «Αυτό το μέρος είναι σκατά, έτσι κι αλλιώς.» Μπήκαν στο αμάξι του κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Μόλις άναψε τους προβολείς, η Κρις άρχισε να ουρλιάζει σφίγγοντας τα μάγουλα με τις γροθιές της. Ο Μπίλυ το 'νιωσε την ίδια στιγμή: κάτι μέσα στο μυαλό του σάλπιζε την παρουσία της (η καρυ η καρυ η καρυ η καρυ) Η Καρυ στεκόταν μπροστά τους, κάπου είκοσι μέτρα μακριά. Οι προβολείς έπεφταν πάνω της κάνοντας να ξεχωρίζει μαυρόασπρη μες στο σκοτάδι, σα να είχε δραπετεύσει από ταινία φρίκης, πασαλειμμένη όπως ήταν με αίματα. Τώρα το περισσότερο αίμα ήταν δικό της. Το χασαπομάχαιρο ήταν ακόμα καρφωμένο στον ώμο της και το φουστάνι της ήταν γεμάτο χώματα και λεκέδες από γρασίδι. Είχε συρθεί ως εδώ από την οδό Κάρλιν για να καταστρέψει αυτό το κέντρο -αυτό το μέρος απ' όπου ίσως ξεκίνησε η κατάρα της ύπαρξης της. Λικνίζοντας το κορμί της και με τα χέρια απλωμένα σαν υπνοβάτης, άρχισε να προχωρεί καταπάνω τους. Όλα έγιναν μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο. Η Κρις δεν πρόλαβε καν να αποτελειώσει τη στριγγλιά της. Η αντίδραση του Μπίλυ ήταν στιγμιαία· έλυσε το χειρόφρενο και πάτησε το γκάζι στο τέρμα· τα λάστιχα της Σεβρολέτ στρίγγλισαν στην άσφαλτο και το αμάξι, σαν πανάρχαια ανθρωπόφαγα μηχανή, χύμηξε μπροστά. Η μορφή μεγάλωνε στο παρμπρίζ και συγχρόνως η φωνή μες στο κεφάλι του γινόταν πιο δυνατή
σαν ραδιόφωνο ανοιγμένο στη διαπασών. Ο χρόνος φάνηκε να κλείνει γύρω τους σαν κάδρο και για μια στιγμή όλα κοκκάλωσαν παρ' όλο που βρίσκονταν σε κίνηση: Ο Μπίλυ (Η ΚΑΡΥ οπως παταω τα σκυλια Η ΚΑΡΥ οπως τα κοπροσκυλα Η ΚΑΡΥ μακαρι Η ΚΑΡΥ να 'ταν Η ΚΑΡΥ ο μπρουσι) κι η Κρις (Η ΚΑΡΥ να μη τη σκοτώσει Χρίστε μου Η ΚΑΡΥ μη τη σκοτώσει Η ΚΑΡΥ Μπίλυ δεν Η ΚΑΡΥ θέλω να Η ΚΑΡΥ το δω Η ΚΑ) κι η ίδια η Κάρυ (βλεπω το τιμονι το αμαξι το πενταλ του γκαζιου το τιμονι βλεπω ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ ω θεε μου η καρδια μου η καρδια μου η καρδια μου) Κι ο Μπίλυ ένιωσε το αυτοκίνητό του να τον προδίνει, να ζωντανεύει, να ξεφεύγει μέσα από τα χέρια του. Η Σεβρολέτ έκανε πρώτα ένα ημικύκλιο βγάζοντας καπνούς, κι ύστερα το πλαϊνό ντουβάρι του Κάβαλιερ μεγάλωνε, μεγάλωνε και (τι ειναι αυτ) τσακίστηκαν πάνω του με σαράντα μίλια και το γκάζι πατημένο τέρμα, και τα σανίδια τινάχτηκαν στον αέρα, αμέτρητα κομμάτια στα χρώματα της φωτεινής επιγραφής. Ο Μπίλυ έπεσε μπροστά και μπήχτηκε στο στήθος του ο άξονας του τιμονιού. Η Κρις καρφώθηκε πάνω στο ταμπλώ. Το ρεζερβουάρ τρύπησε κι η βενζίνη που άρχισε να τρέχει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου πήρε αμέσως φωτιά. Η Καρυ, πεσμένη στο πλάι, με μάτια κλειστά ανάσαινε βαριά. Το στήθος της έκαιγε. Άρχισε να σέρνεται προς το πάρκινγκ, χωρίς κανένα σκοπό (μαμα λυπαμαι ολα πηγαν στραβα αχ μαμα σε παρακαλω ποναω πολυ ασχημα μαμα τι να κανω) και ξαφνικά, δεν είχε πια κανένα νόημα, τίποτα δεν είχε πια σημασία, φτάνει να κατόρθωνε να γυρίσει ανά-
222
(Η ΚΑΡΥ Η ΚΑΡΥ Η ΚΑΡΥ)
εκκωφαντική
(Η ΚΑΡΥ Η ΚΑΡΥ Η ΚΑΡΥ)
223
224
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
σκελα και να δει τ' αστέρια, να γυρίσει ανάσκελα να τα δει μια φορά, κι ας πεθάνει. Έτσι την βρήκε η Σου στις δυο η ώρα. Όταν την άφησε ο Σερίφης Ντόυλ, η Σου περπάτησε για λίγο και κατέληξε στα σκαλιά του πλυντηρίου της πόλης. Κοίταζε τον φλεγόμενο ουρανό χωρίς να τον βλέπει. Ο Τόμυ ήταν νεκρός. Ήξερε πως αυτό ήταν αλήθεια και το δεχόταν με μια ευκολία που την τρόμαζε. Κι αιτία ήταν η Κάρυ. Δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατό να τα ξέρει όλα, αλλά η βεβαιότητα της ήταν ξεκάθαρη, λες κι είχε να κάνει με απλή αριθμητική. Η ώρα περνούσε δίχως να το καταλαβαίνει. Δεν είχε σημασία. Ο Μάκβεθ είχε δολοφονήσει τον ύπνο και η Κάρυ είχε δολοφονήσει το χρόνο. Ωραίο λογοπαίγνιο. Βοn mot. Η Σου χαμογέλασε θλιμμένα. Εδώ τελειώνει η ιστορία της ηρωίδας μας, της Γλυκιάς Μικρής Δεκαεξάχρονης, τέρμα η έπαυλη στην αριστοκρατική συνοικία, τέρμα η κοσμική λέσχη. Στάχτη όλα. Κάποιος πέρασε τρέχοντας μπροστά της, παραμιλώντας ότι η οδός Κάρλιν είχε πάρει φωτιά. Καλά να πάθει η οδός Κάρλιν. Ο Τόμυ είχε χαθεί. Κι η Κάρυ είχε πάει σπίτι της για να σκοτώσει τη μάνα της.
(;;;;;;)
Πετάχτηκε όρθια, βυθίζοντας το βλέμμα της στο σκοτάδι.
(;;;;;;)
Δεν καταλάβαινε, πώς γινόταν να τα ξέρει αυτά. Αυτό που της συνέβαινε δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα όσα είχε διαβάσει για την τηλεπάθεια. Ούτε εικόνες έβλεπε με το μυαλό της ούτε αστραπές αποκάλυψης, μονάχα μια πεζή γνώση: με τον ίδιο τρόπο που ξέρει κανείς πως το καλοκαίρι ακολουθεί την άνοιξη, πως ο καρκίνος προκαλεί θάνατο, πως η μάνα της Κάρυ ήταν κιόλας νεκρή, πως...
ΚΑΡΥ
225
(!!!!!)
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Νεκρή; Έψαξε να βρει τι ήξερε για το συμβάν, πασχίζοντας να μη δίνει σημασία στον ανεξήγητο τρόπο με τον οποίο όλ' αυτά της γίνονταν γνωστά. Ναι, η Μάργκαρετ Γουάιτ ήταν νεκρή. Κάτι έπαθε η καρδιά της. Είχε όμως μαχαιρώσει την Κάρυ. Η Κάρυ ήταν άσχημα πληγωμένη. Ήταν __ Τίποτ' άλλο. Σηκώθηκε κι έτρεξε πίσω στο αυτοκίνητο της μάνας της. Δέκα λεπτά αργότερα παρκάριζε στη γωνία των οδών Μπραντς και Κάρλιν που ήταν τυλιγμένη στις φλόγες. Δεν είχαν έρθει ακόμα οι πυροσβεστικές αντλίες, αλλά ο δρόμος ήταν κλειστός και μια πινακίδα έγραφε: ΚΙΔΥΝΟΣ! ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΑ ΚΑΛΩΔΙΑ!
Η Σου έκοψε δρόμο από δυο αυλές, πέρασε με τα χίλια ζόρια μέσα από ένα φυσικό φράχτη γεμίζοντας γρατζουνιές από τ' αγκάθια, ώσπου έφτασε σε μια τρίτη αυλή, δίπλα στο σπίτι των Γουάιτ. Το σπίτι ήταν τυλιγμένο στις φλόγες. Η στέγη είχε λαμπαδιάσει. Ούτε σκέψη να πλησιάσει περισσότερο για να κοιτάξει μέσα. Στο φως της φωτιάς όμως, μπόρεσε να διακρίνει τα ματωμένα χνάρια που είχε αφήσει πίσω της η Κάρυ. Τ' ακολούθησε με το κεφάλι σκυφτό, προσπέρασε κάτι μεγάλες κηλίδες στα σημεία όπου η Κάρυ είχε σταματήσει για να ξαποστάσει, ακόμα ένα φράχτη, την πίσω αυλή ενός σπιτιού της οδού Γουίλοου και ύστερα μέσα από ένα οικόπεδο με μικρά πεύκα και βελανιδιές. Λίγο παραπέρα, ένας μικρός ανηφορικός χωματόδρομος έβγαζε στην 6η Οδό. Σταμάτησε ξαφνικά, καθώς ένιωσε να την πλημμυρίζει η αβεβαιότητα. Κι αν την έβρισκε; Τί θα της έκανε; Θα της σταματούσε κι αυτηνής την καρδιά; Θα της έβαζε φωτιά; Θα την ανάγκαζε να πέσει στις ρόδες κανενός αυτοκινήτου; Η ανεξήγητη γνώση της υπαγόρευε ότι η Κα-
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
ρυ ήταν ικανή για όλα. (βρες έναν αστυφύλακα) Γέλασε λίγο με τη σκέψη αυτή και κάθισε στο νοτισμένο γρασίδι. Μα είχε κιόλας βρει έναν αστυφύλακα. Ακόμα κι αν την είχε πιστέψει ο Ντόυλ, τί θα μπορούσε να κάνει; Έφερε στο μυαλό της την εικόνα εκατοντάδων ανθρωποκυνηγών να έχουν ζώσει την Κάρυ και να την καλούν να πετάξει τα όπλα της και να παραδοθεί. Την Κάρυ να σηκώνει υπάκουα τα χέρια, να ξεριζώνει το κεφάλι από τους ώμους της και να το παραδίδει στο Σερίφη Ντόυλ κι εκείνος, με ύφος επίσημο, να το τοποθετεί σ' ένα ψάθινο καλάθι με την επιγραφή Αποδεικτικό Στοιχείο Α. (κι ο τομυ ειναι νεκρος) Έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια και ξέσπασε σε αναφιλητά. Ένα απαλό αεράκι ψιθύριζε ανάμεσα στα κυπαρίσια στην κορυφή του λόφου. Στην 6η Οδό φάνηκαν κι άλλα πυροσβεστικά οχήματα να τρέχουν, σα γιγάντια κόκκινα κυνηγόσκυλα μες στη νύχτα. (η πολη καιγεται ε και τι εγινε) Ούτε είχε ιδέα πόση ώρα έμεινε εκεί, κλαίγοντας μισοναρκωμένη. Δεν είχε καν συνειδητοποιήσει ως την ώρα εκείνη πως τα βήματα της Κάρυ την οδηγούσαν στο Κάβαλιερ. Η Κάρυ ήταν πολύ άσχημα πληγωμένη, κι αυτή τη στιγμή ήταν μόνη της και μια πρωτόγονη αποφασιστικότητα την έσπρωχνε στο στόχο της. Το Κάβαλιερ απείχε τρία μίλια, ακόμα κι αν περνούσε κανείς μέσα από τα χωράφια, όπως η Κάρυ. Η Σου (την ειδε; τη σκεφτηκε; καμια σημασια) να πέφτει σ' ένα ρυάκι, να σέρνεται έξω, τρέμοντας, παγωμένη. Ήταν πραγματικά εκπληκτικό το πώς κατάφερνε ακόμα να προχωρεί. Όμως το 'κανε για χάρη της Μαμάς. Η Μαμά ήθελε να γίνει η Κάρυ η Πύρινη Ρομφαία του Αγγέλου, να καταστρέψει__ (θα το γκρεμισει κι αυτο)
Σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει άτσαλα, χωρίς ν' ακολουθεί τα ματωμένα χνάρια. Δεν τα χρειαζόταν πια.
226
227
Από το The Shadow Exploded (σελ. 164-165): Όποιες κι αν είναι οι σκέψεις μας, η υπόθεση της Κάρυ Γουάιτ ανήκει στο παρελθόν. Είναι πλέον καιρός να στραφούμε στο μέλλον. Όπως λέει ο Ντην Μακ Γκάφιν στο θαυμάσιο άρθρο του στην Επιστημονική Επετηρίδα, αν αρνηθούμε να το κάνουμε, τότε αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούμε να πληρώσουμε τα σπασμένα -και ασφαλώς το τίμημα θα είναι πολύ ακριβό. Εδώ προβάλλει ένα ακανθώδες ηθικό ζήτημα. Ήδη έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην κατεύθυνση της πλήρους απομόνωσης του γονιδίου της Τηλεκινησίας. Η επιστημονική κοινότητα λίγο-πολύ έχει αποδεχτεί την άποψη (μπορείτε, για παράδειγμα, να διαβάσετε το άρθρο των Μπουρκ και Χάνεγκαν "Μια άποψη για την απομόνωση του γονιδίου της τηλεκινησίας και συστάσεις όσον αφορά στις παραμέτρους των τεστ", που έχει δημοσιευτεί στην Ετήσια Μικροβιολογία, Μπέρκλεϋ, 1982), ότι αν και όταν καθιερωθεί το τεστ τηλεκινησίας στα σχολεία, θα καταλήξει να γίνει μια διαδικασία ρουτίνας παρόμοια με τον εμβολιασμό. Όμως η Τηλεκινησία δεν είναι μικρόβιο· είναι εγγενές στοιχείο του ατόμου που την φέρει, όπως ακριβώς και το χρώμα των ματιών του. Αν η απροκάλυπτη εκδήλωση τηλεκινητικών ικανοτήτων αποτελεί μέρος της εφηβείας και το υποθετικό αυτό τεστ τηλεκινησίας γίνεται στα παιδιά της πρώτης τάξης, τότε σίγουρα θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εκ των προτέρων. Σ' αυτήν όμως την περίπτωση, η εκ των προτέρων γνώση ισοδυναμεί με άμυνα; Αν το αποτέλεσμα μιας εξέτασης για φυματίωση είναι θετικό, το παιδί μπορεί να υποστεί
229
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
την απαιτούμενη θεραπευτική αγωγή ή να απομονωθεί. Ενώ αν βγει θετικό ένα τεστ τηλεκινησίας, η μόνη θεραπεία που υπάρχει είναι μία σφαίρα στο κεφάλι. Άλλωστε, πώς θα ήταν δυνατό να απομονωθεί ένα άτομο που θα έχει την ικανότητα να γκρεμίζει ακόμα και τοίχους; Αλλά κι αν ακόμα βρισκόταν τρόπος απομόνωσης, θα το επέτρεπε ο αμερικανικός λαός, να απομακρυνθεί δια της βίας ένα όμορφο κοριτσάκι, λόγου χάρη, από τους γονείς του για να κλειστεί σε κάποιο κελλί που δεν θα διαφέρει σε τίποτα από ένα χρηματοκιβώτιο τράπεζας, για όλη του τη ζωή; Πολύ αμφιβάλλω. Ιδιαίτερα ύστερα από την προσπάθεια της Επιτροπής Γουάιτ να πείσει τον κόσμο ότι ο εφιάλτης του Τσάμπερλεν οφειλόταν σε μια αλληλουχία ατυχών συμπτώσεων και τυχαίων περιστατικών. Απ' ότι φαίνεται, έχουμε επιστρέψει στο σημείο Μηδέν...
Α. Δεν θα μου απαντήσετε; Ε. __δύο τα ξημερώματα περίπου, της 28ης Μαίου. Σωστά; Α. Δεν πρόκειται ν' απαντήσω σε καμιά ερώτηση σας, αν πρώτα δεν μου απαντήσετε εσείς σ' αυτό που σας ρώτησα. Ε. Δεσποινίς Σνελ, αυτή η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να σας επιβάλει κυρώσεις αν αρνηθείτε να απαντήσετε για οποιονδήποτε λόγο, πέρα από αυτούς που προβλέπει το Σύνταγμα. Α. Δεν μ' ενδιαφέρει τι δικαιώματα έχετε. Εγώ έχω χάσει τον άνθρωπο μου! Να με κλείσετε στη φυλακή. Δεν μ' ενδιαφέρει. Εγώ__ εγώ _ δεν πάτε όλοι στο διάολο! Εσείς εδώ πέρα θέλετε να με... να με... σταυρώσετε. Παρατείστε με ήσυχη! (Μια σύντομη διακοπή) Ε. Δεσποινίς Σνελ, είστε πρόθυμη να συνεχίσετε την κατάθεση σας; Α. Μάλιστα. Αλλά δεν θέλω να με βασανίζετε, κ. Πρόεδρε. Ε. Και βέβαια όχι, δεσποινίς μου. Κανείς δεν θέλει να σας βασανίσει. Ισχυρίζεστε λοιπόν πως βρήκατε την Κάρυ στο πάρκινγκ εκείνης της ταβέρνας γύρω στις 2 το πρωί. Σωστά; Α. Μάλιστα. Ε. Ξέρατε τί ώρα ήταν; Α. Φορούσα στο χέρι μου το ρολόι που φορώ και τώρα. Ε. Λοιπόν. Το Κάβαλιερ δεν απέχει έξι περίπου μίλια από το σημείο όπου είχατε αφήσει το αυτοκίνητο της μητέρας σας; Α. Από το δρόμο, ναι. Αν όμως κόψει κανείς απ' τα χωράφια, η απόσταση είναι γύρω στα τρία μίλια. Ε. Κι όλην αυτή την απόσταση την κάνατε με τα πόδια;
228
Από την ένορκη κατάθεση της Σούζαν Σνελ στην Ανακριτική Επιτροπή του Μαίην (από την Αναφορά της Επιτροπής Γουάιτ), σελ. 306-472: Ε. Και τώρα, δεσποινίς Σνελ, η Επιτροπή θα ήθελε να ακούσει τη μαρτυρία σας σχετικά με την υποτιθέμενη συνάντηση σας με την Κάρυ Γουάιτ στο πάρκινγκ του κέντρου διασκέδασης Κάβαλιερ __ Α. Γιατί μου κάνετε τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά; Σας έχω μιλήσει ήδη δυο φορές γι αυτό. Ε. Θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι η κατάθεση σας είναι ακριβής από πάσης _ Α. Θέλετε να πιαστείτε από κάπου για να με βγάλετε ψεύτρα, έτσι; Δεν πιστεύετε πως σας λέω την αλήθεια; Ε. Λέτε πως συναντήσατε την Κάρυ στις _
230
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Α. Μάλιστα. Ε. Στην προηγούμενη κατάθεση σας, είπατε πως "ξέρατε" ότι πλησιάζατε την Κάρυ. Μπορείτε να μας το εξηγήσετε αυτό; Α. Όχι. Ε. Τη μυρίζατε; Α. Πώς; Ε. Σας οδηγούσε η όσφρηση σας; (γέλια στο ακροατήριο) Α. Με δουλεύετε; Ε. Απαντήστε στην ερώτηση σας παρακαλώ. Α. Όχι. Δεν με οδηγούσε η όσφρηση μου. Ε. Την βλέπατε; Α. Όχι. Ε. Την ακούγατε; Α. Όχι. Ε. Τότε πώς ήταν δυνατό να ξέρετε ότι βρισκόταν εκεί; Α. Πώς ήξερε ο Τομ Κουίλαν; Η Κόρα Σήμαρντ; Ή ο κακόμοιρος ο Βικ Μούνεϋ; Πώς ήξεραν όλοι αυτοί; Ε. Απαντήστε στην ερώτηση, δεσποινίς. Δεν είναι ώρα να αυθαδιάζετε. Α. Μα όλοι τους είπαν πως "απλώς ήξεραν", έτσι δεν είναι; Διάβασα στην εφημερίδα την κατάθεση της κυρίας Σήμαρντ! Ξεχνάτε τους πυροσβεστικούς κρουνούς που άνοιξαν μόνοι τους; Και τις αντλίες στα πρατήρια που από μόνες τους έχυναν τη βενζίνη στο δρόμο; Και τα καλώ δια που έπεσαν από τις κολώνες; Και __ Ε. Δεσποινίς Σνελ, σας παρακαλούμε__ Α. Μα όλα αυτά έχουν γραφεί στα πρακτικά της Επιτροπής Ε. Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Α. Τότε ποιο είναι; Ψάχνετε για την αλήθεια ή για κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο; Ε. Αρνείστε πως γνωρίζατε εκ των προτέρων πού
ΚΑΡΥ
231
σκόπευε να πάει η Κάρυ; Α. Και βέβαια το αρνούμαι. Αυτή η ιδέα είναι εντελώς παράλογη. Ε. Και γιατί είναι παράλογη; Α. Αν υπαινίσσεστε ότι υπήρχε κάποια συνομωσία μαζί της, η ιδέα σας αυτή εξακολουθεί να είναι παράλογη γιατί η Κάρυ ξεψυχούσε όταν τη βρήκα. Και δεν ήταν αυτός ο πιο ωραίος τρόπος να χάσει τη ζωή της. Ε. Αν δεν ξέρατε εκ των προτέρων πού σκόπευε να πάει, τότε πώς πήγατε απευθείας εκεί που βρισκόταν; Α. Ω, είστε ανόητος! Μα δεν ακούσατε τίποτα απ' όσα ειπώθηκαν εδώ μέσα; Οι πάντες ήξεραν πως ήταν η Κάρυ που τα 'κανε όλα! Ο καθένας θα μπορούσε να τη βρει, φτάνει να το είχε κατά νου. Ε. Να όμως, που μονάχα εσείς τη βρήκατε. Μπορείτε να μας πείτε γιατί δεν μαζεύτηκαν κι άλλοι εκεί πέρα; Πώς έγινε και δεν τους τράβηξε όλους εκεί σαν μαγνήτης; Α. Έχανε γρήγορα τη δύναμη της. Νομίζω πως ίσως... μίκραινε η ακτίνα επιρροής της. Ε. Εγώ νομίζω πως θα συμφωνήσετε πως αυτή η άποψη βασίζεται σε ελλιπείς γνώσεις. Α. Φυσικά. Στο θέμα της Κάρυ Γουάιτ, όλων οι απόψεις βασίζονται σε ελλιπείς γνώσεις. Ε. Όπως νομίζετε, δεσποινίς Σνελ. Τώρα, ας επιστρέψουμε στο...
Στην αρχή, όταν σκαρφάλωσε το ανάχωμα ανάμεσα στο χωράφι του Χένρυ Ντρέιν και στο Κάβαλιερ, νόμισε πως η Κάρυ ήταν νεκρή. Η μορφή της Κάρυ, κουλουριασμένη στη μέση του πάρκινγκ, της θύμησε ζώο πατημένο από φορτηγό στην εθνική οδό. Η παρουσία όμως εξακολουθούσε πεισματικά να πάλ-
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
λεται στο μυαλό της, επαναλαμβάνοντας το όνομα που συμβόλιζε την υπόσταση της Κάρυ Γουάιτ, ξανά και ξανά, όμως χαμηλόφωνα τώρα, όχι πια με εκκωφαντικές τυμπανοκρουσίες αλλά με ανεπαίσθητους κυματισμούς. Αναίσθητη. Πέρασε πάνω από τα κάγκελα και της ήρθε στο πρόσωπο ένα ζεστό κύμα αέρα. Το ξύλινο κτίριο που στέγαζε το Κάβαλιερ ήταν τυλιγμένο στις φλόγες. Στα δεξιά της πίσω πόρτας διακρίνονταν τα απομεινάρια ενός αυτοκινήτου. Η Σου δεν πλησίασε για να δει αν υπήρχε κανείς μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν την ενδιέφερε αυτό τώρα. Προχώρησε στο σημείο όπου ήταν πεσμένη η Κάρυ· από το θόρυβο της φωτιάς δεν άκουγε ούτε τα βήματα της. Κοίταξε σαστισμένη το κουβαριασμένο σώμα. Η Κάρυ ήταν ξαπλωμένη μέσα σε μια λιμνούλα από αίμα. Η λαβή του μαχαιριού πρόβαλε αμείλικτα από τον ώμο της, κι αίμα εξακολουθούσε να τρέχει μέσα από το στόμα της. Ήταν φανερό πως είχε παιδευτεί να γυρίσει ανάσκελα ώσπου έχασε τις αισθήσεις της. Είχε τη δύναμη να βάζει φωτιές, να ρίχνει ηλεκτρικά καλώδια, να σκοτώνει και μόνο με τη σκέψη· και νάτην τώρα ξαπλωμένη εδώ, ανίκανη ακόμη και να γυρίσει το σώμα της ανάσκελα. Η Σου γονάτισε, την έπιασε απαλά από το μπράτσο και την γύρισε. Η Κάρυ βόγγηξε βραχνά και τα μάτια της πετάρισαν. Η αίσθηση της παρουσίας της μέσα στο μυαλό της Σου εντάθηκε, σαν να εστιαζόταν επιτέλους ξεκάθαρα μια θολή νοερή εικόνα. (ποιος ειναι) Κι η Σου, χωρίς να το σκεφτεί, της αποκρίθηκε με τον ίδιο τρόπο: (εγω η σου σνελ) Μόνο που δεν ήταν καν ανάγκη να σκεφτεί τ' όνομα της. Η ίδια η παρουσία της δεν ήταν ούτε λόγια ούτε εικόνα. Την ίδια στιγμή που το συνειδητοποιούσε αυτό, το μυαλό της συλλάμβανε το κάθε τι στις πραγματικές του
διαστάσεις, κι η συμπόνοια για την Κάρυ την έβγαλε από την παράλυση που της είχε προκαλέσει το σοκ. Κι η Κάρυ με βουβό παράπονο: (με κοροϊδεψατε ολοι με κοροϊδεψατε) (καρυ εγω ουτε ξερω τι εγινε τι επαθε ο τομυ) (με κοροϊδεψατε αυτο εγινε ολα ηταν ενας εμπαιγμος μια βρωμερη κοροϊδια) Ένα απερίγραπτο, συγκλονιστικό σμίξιμο εικόνων και συναισθημάτων αίμα· θλίψη· φόβος· ο τελευταίος εμπαιγμός μιας μακριάς αλυσίδας εμπαιγμών: οι σκηνές διαδέχονταν η μία την άλλη με ιλιγγιώδη ρυθμό, κάνοντας το μυαλό της Σου να παραπαίει απεγνωσμένα. Οι δυο τους μοιράζονταν την ολοκληρωτική φρίκη της απόλυτης γνώσης. (καρυ μη μη ποναω) Τώρα τα κορίτσια πετούσαν σερβιέτες, γελούσαν, το πρόσωπο της Σου καθρεφτιζόταν στο ίδιο της το μυαλό: άσχημο σαν καρικατούρα, είχε γίνει ολάκερο ένα τεράστιο στόμα. (βλέπεις τις βρωμερές κοροϊδίες όλη μου η ζωή ήταν μια βρωμερή κοροϊδία) (κοιτα καρυ κοιτα μεσα μου) Και η Κάρυ κοίταξε. Κι η αίσθηση ήταν τρομακτική. Το μυαλό και το νευρικό της σύστημα είχαν γίνει μια αρχειοθήκη και κάποιος, σπρωγμένος από την απόγνωση, έψαχνε μέσα της, έτρεχε το δάχτυλο του στις ράχες των βιβλίων πάνω στα ράφια, έβγαζε μερικά, τα ξεφύλλιζε με φούρια και τα 'χωνε πάλι στη θέση τους, αφήνοντας άλλα να πέσουν κάτω, με τις σελίδες να γυρίζουν τρελά στον άνεμο (φευγαλεες ματιες αυτη ειμαι εγω παιδι τον μισω μπαμπα κατι μεγαλα δοντια α μαμα ο μπομπυ μ' έσπρωξε το γονατο μου βολτα με το αυτοκινητο παμε να δουμε τη θεια σεσιλυ μαμα γρηγορα κατουρησα πανω μου)
232
233
234
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
της μνήμης· και συνέχιζε δίχως σταμάτημα ώσπου έφτασε στο ράφι που έγραφε ΤΟΜΥ κι από κάτω ΧΟΡΟΣ. Τα βιβλία ανοίχτηκαν με βία, αποσπάσματα εμπειριών, και στα περιθώρια των σελίδων οι σημειώσεις, γραμμένες με τα ακατανόητα ιερογλυφικά των ανθρώπινων συναισθημάτων, πιο δυσανάγνωστες κι από τον Λίθο της Ροζέτης. Έψαχνε. Έβρισκε περισσότερα απ' όσα είχε υποψιαστεί ακόμα κι η ίδια η Σου -αγάπη για τον Τόμυ, ζήλεια, εγωισμός, ανάγκη να του επιβάλει την επιθυμία της να καλέσει την Κάρυ, αηδία για την Κάρυ, (γιατί δε φροντίζει λίγο τον εαυτό της σα ΒΑΤΡΑΧΟΣ είναι) μίσος για την Ντέζαρντιν, μίσος για τον εαυτό της. Όμως ούτε ίχνος κακοβουλίας για την Κάρυ, καμία πρόθεση να την εξευτελίσει, να την αποτελειώσει μπροστά σε όλους. Η πυρετική αίσθηση πως την βίαζαν στις πιο απόκρυφες πτυχές της ψυχής της, σιγά σιγά υποχωρούσε. Ένιωσε την Κάρυ ν' αποτραβιέται, αδύναμη και εξαντλημένη. (γιατι δε μ' αφηνατε στην ησυχια μου) (καρυ εγω) (τωρα θα ζουσε η μαμα σκοτωσα τη μαμα μου τη θελω ω ποναει το στηθος μου ο ωμος μου ω θελω τη μαμα μου) (καρυ εγω) Δεν υπήρχε όμως τρόπος να ολοκληρώσει τη σκέψη της, δεν έβρισκε πια τι άλλο να της πει. Ξαφνικά η Σου ένιωσε να της παγώνει ο τρόμος τα σωθικά· ένας τρόμος πρωτόγνωρος, γιατί δεν μπορούσε να τον κατονομάσει· αυτό το ματωμένο τέρας που ψυχορραγούσε πάνω στην άσφαλτο, της φάνηκε ξαφνικά ξένο και απαίσιο μέσα στην οδύνη και το θάνατο του. (αχ μαμα φοβαμαι μαμα ΜΑΜΑ)
Η Σου προσπάθησε ν' αποτραβηχτεί, ν' αποσυνδέσει το μυαλό της, να επιτρέψει στην Κάρυ τουλάχιστον να πεθάνει ήσυχη· της ήταν αδύνατο. Ένιωθε σαν να πέθαινε κι αυτή, και δεν ήθελε να δει τον ίδιο της το θάνατο πριν την ώρα του. (καρυ αφησε με να ΦΥΓΩ) (Μαμα Μαμα Μαμα ωωω ΩΩΩ) Η νοερή κραυγή έφτασε σ' ένα απίστευτο κρεσέντο και ύστερα ξαφνικά έσβησε. Για μια στιγμή, η Σου νόμισε πως είδε τη φλόγα ενός κεριού να χάνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο βάθος ενός σκοτεινού τούνελ. (πεθαινει Θεε μου νιωθω το θανατο της) Κι ύστερα η φλόγα εξαφανίστηκε, κι η τελευταία σκέψη (συγχώρεσε με μαμά που βρισκ) έμεινε ανολοκλήρωτη κι η Σου απόμεινε συντονισμένη στην βουβή συχνότητα του νευρικού της συστήματος, που θα χρειαζόταν να περάσουν ώρες ώσπου να ηρεμίσει. Απομακρύνθηκε σκουντουφλώντας με τα χέρια απλωμένα μπροστά σαν τυφλή. Πέρασε πάνω από το κάγκελο και κατρακύλησε στο ανάχωμα. Σηκώθηκε και προχώρησε σέρνοντας τα πόδια της μες στο χωράφι που το σκέπαζε τόπους τόπους η πάχνη. Οι γρύλοι συνέχιζαν με απάθεια το τραγούδι τους κι ένα πουλί (νυχτοπούλι κάποιος πεθαίνει) έκρωξε μέσα στη γαλήνη της αυγής. Η Σου άρχισε να τρέχει ανασαίνοντας βαριά, μακριά από τον Τόμυ, μακριά από τις φωτιές και τις εκρήξεις, μακριά από την Κάρυ, αλλά πάνω απ' όλα μακριά από τον ύστατο τρόμο, την αδύναμη φλόγα του κεριού που φώτιζε την τελευταία σκέψη και χάθηκε μέσα στο μαύρο τούνελ της αιωνιότητας. Ο απόηχος έσβηνε αργά, απρόθυμα, αφήνοντας ένα ευλογημένο, δροσερό σκοτάδι μέσα σ' ένα άδειο μυαλό που δεν γνώριζε τίποτα. Η Σου βράδυνε το βήμα. Ένιω-
235
236
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
σε πως κάτι είχε αρχίσει να της συμβαίνει. Κοντοστάθη κε στη μέση του μεγάλου χωραφιού περιμένοντας να συνειδητοποιήσει τι. Η ανάσα της της έγινε πιο αργή, ώσπου σταμάτησε, σαν να σκάλωσε σε κάποιο αγκάθι__ για να ξεχυθεί ξαφνικά στον αέρα, μέσα από ένα εξαπατημένο ουρλιαχτό__ καθώς ένιωσε να αργοκυλά πάνω στα πόδια της το σκούρο αίμα της περιόδου.
Μέρος Τρίτο
ΕΡΕΙΠΙΑ
ΚΑΡΥ
239
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΤΟΒΕΡ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟΥ
Όνομα:
Γουάιτ (επίθετο)
Καριέτα
Ν.
(μικρό)
(μεσαίο)
Διεύθυνση Κατοικίας:..Οδός..Κάρλιν...47. ...................................
Τσάμπερλεν,.Μαίην 02249
Θάλαμος Εντατικής Θεραπείας :....... Νοσοκομειακό Αυτοκ.: #16 Παρασχεθείσα Θεραπεία:
Ουδεμία
Χρόνος Θανάτου: 28 Μαΐου 1979 -
2 π.μ.
(περίπου) Αιτία Θανάτου:
Αιμορραγία, σοκ, αρτηριακή απόφραξις ή/και θρόμβωσις της στεφανιαίας (πιθανόν)
Πρόσωπο που αναγνώρισε την αποθανούσα: Σούζαν Ντ. Σνελ Οδός Μπακ Τσάμπερλεν 19 . Τσάμπερλεν , Μαίην 02249 Πλησιέστεροι συγγενείς:
Ουδείς
Την εκλειπούσα παρέλαβε: Η ΠΟΛΙΤΕΊΑ ΤΟΥ ΜΑΙΗΝ Ιατρός εν υπηρεσία: Ηarold Knibler MD Παθολόγος:
7M
240
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
Από ταινία τηλετύπου, Παρασκευή, 5 Ιουνίου, 1979: ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ, ΜΑΙΗΝ ΕΠΙΣΗΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΕΧΕΙ ΑΝΕΛΘΕΙ ΣΤΟΥΣ 409 ΕΝΩ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΑΓΝΟΟΥΝΤΑΙ 49 ΑΤΟΜΑ. ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΡΙΕΤΑ ΓΟΥΑΙΤ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΤΗΛΕΚΙΝΗΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ ΕΝΩ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΦΗΜΕΣ ΟΤΙ Η ΝΕΚΡΟΨΙΑ ΤΗΣ ΓΟΥΑΙΤ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ ΜΙΑ ΑΣΥΝΗΘΙΣΤΗ ΔΙΑΠΛΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΓΚΕΦΑΛΙΔΑΣ. ΤΕΛΟΣ, Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΕΔΩΣΕ ΕΝΤΟΛΗ ΝΑ ΣΥΣΤΑΘΕΙ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΛΕΥΚΑΝΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ. 5 ΙΟΥΝΙΟΥ 0303Ν ΑΡ
Άρθρο της εφημερίδας Ντέιλυ Σαν του Λιούιστον, Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου (σελ. 3):
Η Κληρονομιά της Τηλεκινησίας: Καμένη Γη και Καμένες Καρδιές. ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ: Η Νύχτα του Χορού ανήκει πλέον στο παρελθόν. Εδώ και πολλούς αιώνες, οι σοφοί λένε πως ο πανδαμάτωρ χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές. Μόνο που η πληγή της μικρής αυτής πόλης πιθανώς να είναι θανάσιμη. Οι δρόμοι των ανατολικών συνοικιών της πόλης καθώς και οι παμπάλαιες δεντροστοιχίες που τους περιβάλλουν εξακολουθούν βεβαίως να βρίσκονται στη θέση τους. Τα περιποιημένα σπίτια της οδού Μόριν και του Λόφου Μπρίκγυαρντ έχουν μείνει απείραχτα και διατηρούν τη γοητεία τους. Όμως αυτή η ειρηνική τοποθεσία της Νέας Αγγλίας βρίσκεται στο χείλος μιας μαύρης χοάνης, και πολλές από τις κομψές κατοικίες της έχουν στις αυλές τους την πινακίδα ΠΩΛΕΙΤΑΙ. Όσα σπίτια κατοικούνται ακόμα, έχουν στις εξώπορτες στεφάνια πένθους.
ΚΑΡΥ
241
Κίτρινα και πορτοκαλί φορτηγά μεταφορών γεμίζουν αυτές τις μέρες τους δρόμους του Τσάμπερλεν. Η μεγαλύτερη βιομηχανία της πόλης -το Κλωστοϋφαντουργείο Τσάμπερλεν- υπάρχει ακόμα, απείραχτη από την πυρκαϊά που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης τις δυο εκείνες μέρες του Μαίου. Από τις 4 Ιουνίου λειτουργεί με μία μόνο βάρδια και, όπως μας πληροφόρησε ο πρόεδρος της εταιρίας κ. Ουίλιαμ Α. Τσάμπλις, είναι πολύ πιθανό να γίνουν απολύσεις. «Έχουμε παραγγελίες», δήλωσε ο Τσάμπλις, «όμως ένα υφαντουργείο δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς εργάτες. Δεν έχουμε χέρια. Από τις 15 Αυγούστου έχουν παραιτηθεί τριαντατέσσερα άτομα. Σκεφτόμαστε να κλείσουμε το βαφείο και να τα δίνουμε έξω, φασόν. Μας στενοχωρεί που θα απολύσουμε το υπάρχον προσωπικό αλλά είναι θέμα οικονομική επιβίωσης.» Ο Ρότζερ Φήρον ζει στο Τσάμπερλεν είκοσι δυο χρόνια και έχει δουλέψει στο υφαντουργείο δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Είχε ξεκινήσει από φορτωτής με μισθό εβδομηντατρία σεντς την ώρα, και τώρα είναι προϊστάμενος του βαφείου- δεν φαίνεται ωστόσο να τον ανησυχεί ιδιαίτερα το ενδεχόμενο να χάσει τη δουλειά του. «Θα χάσω ένα πολύ καλό μεροκάματο», μας είπε ο Φήρον. «Όχι πως δεν είναι σοβαρό ζήτημα αυτό. Το κουβεντιάσαμε και με την κυρά. Λέμε να πουλήσουμε το σπίτι η αξία του είναι 20.000 δολάρια- αν και μπορεί να μη πιάσουμε ούτε τα μισά. Δε μας πειράζει. Δεν θέλουμε να ζήσουμε πια στο Τσάμπερλεν. Πείτε το όπως θέλετε, αλλά το Τσάμπερλεν δεν είναι για μας τόπος να μείνουμε.» Ο Φήρον δεν είναι ο μόνος. Ο Χένρυ Κέλυ, ιδιοκτήτης ενός καπνοπωλείου και αναψυκτηρίου που λεγόταν Κέλυ Φρουτ, το οποίο ισοπεδώθηκε τη βραδιά του Χορού, δεν έχει σκοπό να το ξαναχτίσει. «Πάνε τα παιδιά», λέει σηκώνοντας τους ώμους του. «Αν το ανοίξω πάλι, θα γεμίσει φαντάσματα. Θα πάρω τα λεφτά της ασφάλειας και θα αποσυρθώ στο Πήτερσμπουργκ».
242
243
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Μια βδομάδα μετά από τον τυφώνα του '54 που είχε σκορπίσει την καταστροφή και το θάνατο, στο Γουόρτσεστερ ο αέρας είχε γεμίσει από ήχους σφυριών και τη μυρουδιά της καινούριας ξυλείας, κι επικρατούσε ένα κλίμα αισιοδοξίας και προσαρμογής. Το φετινό φθινόπωρο, τίποτα απ' αυτά δεν βρίσκει κανείς στο Τσάμπερλεν. Η κεντρική οδός έχει απλώς καθαρισθεί από τα συντρίμια· αυτό ήταν όλο. Στα πρόσωπα που συναντά κανείς βλέπει ζωγραφισμένη την απόγνωση. Οι άντρες πίνουν μπύρα αμίλητοι στο μπαρ της οδού Σάλλιβαν ενώ οι γυναίκες, καθισμένες στις αυλές, ανταλλάσσουν μεταξύ τους ιστορίες θλίψης και πόνου. Το Τσάμπερλεν κυρήχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα διατεθούν τα απαιτούμενα κονδύλια ώστε να σταθεί η πόλη στα πόδια της και να ανοικοδομηθεί το Εμπορικό Κέντρο. Η βασική όμως απασχόληση του Τσάμπερλεν τους τέσσερις τελευταίους μήνες είναι οι κηδείες. Οι νεκροί έχουν φθάσει τους τετρακόσιους σαράντα και δέκα οχτώ εξακολουθούν να αγνοούνται. Εξήντα εφτά από τους νεκρούς ήταν μαθητές της τελευταίας τάξης του γυμνασίου Γιούιν. Ίσως αυτό, περισσότερο απ' ό,τιδήποτε άλλο, να είναι η αιτία που το Τσάμπερλεν έχει χάσει το ηθικό του. Οι νεκροί θάφθηκαν στις 1 και 2 Ιουνίου. Έγιναν τρεις ομαδικές τελετές. Στις 3 Ιουνίου τελέσθηκε λειτουργία στην πλατεία της πόλης. Ήταν η πιο συγκλονιστική τελετή που έχει ποτέ παρακολουθήσει ο υποφαινόμενος. Οι παρόντες ήταν χιλιάδες και όλοι έμειναν σε στάση προσοχής όταν η χορωδία του σχολείου, από την οποία έλειπαν δεκαέξι παιδιά, τραγούδησε τον ύμνο του σχολείου και το τραγούδι του αποχαιρετισμού. Την επόμενη βδομάδα, η τελετή της αποφοίτησης έγινε στο σχολείο της γειτονικής πόλης Μότον, αλλά είχαν απομείνει μόνο πενήντα δυο απόφοιτοι. Ο μαθητής Χένρυ Στάμπελ καθώς εκφωνούσε το λόγο του ξέσπασε σε λυγμούς και δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Μετά την τελετή δεν
έγινε ο καθιερωμένος εορτασμός. Οι απόφοιτοι παρέλαβαν τα απολυτήρια τους και πήγαν στα σπίτια τους. Το καλοκαίρι προχωρούσε κι οι νεκροφόρες συνέχιζαν να κυκλοφορούν στους δρόμους καθώς ανακαλύπτονταν καινούριοι νεκροί. Αρκετοί κάτοικοι ένιωθαν σαν να ξυνόταν γι' άλλη μια φορά η πληγή για να τρέξει ξανά φρέσκο αίμα. Αν είσαστε ένας από τους πολλούς περίεργους που έχουν επισκεφθεί το Τσάμπερλεν την τελευταία βδομάδα, θα έχετε αντικρύσει μια πόλη που θα 'λεγε κανείς πως πάσχει από καρκίνο του πνεύματος. Αρκετοί άνθρωποι, με ύφος χαμένο, γυρίζουν άσκοπα στο πάρκο. Η εκκλησία της οδού Κάρλιν έχει γίνει στάχτη. Η Καθολική εκκλησία της οδού Ελμ δεν έχει πάθει ζημιές, το ίδιο και η κομψή εκκλησία των Μεθοδιστών η οποία δεν έχει παρά ελάχιστα ίχνη από την πυρκαϊά. Ωστόσο πολύ λίγος κόσμος παρακολουθεί τις λειτουργίες. Οι ηλικιωμένοι εξακολουθούν να κάθονται στα παγκάκια της Πλατείας Δικαστηρίου, αλλά σχεδόν κανείς τους δεν έχει διάθεση για κουβέντα. Τα πάντα συνθέτουν την εικόνα μιας πόλης που περιμένει το τέλος της. Σήμερα, το να πει κανείς πως το Τσάμπερλεν δεν θα είναι ποτέ το ίδιο, δεν είναι παρά η μισή αλήθεια. Ίσως θα βρισκόμασταν πιο κοντά στην πραγματικότητα αν λέγαμε πως το Τσάμπερλεν δεν θα υπάρξει ποτέ πια.
Απόσπασμα επιστολής με ημερομηνία 9 Ιουνίου, που έστειλε ο Γυμνασιάρχης Χένρυ Γκρέυλ στον Πήτερ Φίλποτ, Επιθεωρητή: ...κι έτσι αισθάνομαι πως μου είναι αδύνατο να συνεχίσω να εργάζομαι στη θέση αυτή, διότι ξέρω πως η
244
245
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
τραγωδία θα είχε αποφευχθεί αν είχα φανεί περισσότερο προνοητικός. Ελπίζω να συμφωνήσετε και να δεχτείτε την παραίτηση μου από 1ης Ιουλίου...
ται μια φορά στα εκατό χρόνια, είναι μεν κατανοητή αλλά κάθε άλλο παρά παραδεκτή. Η πιθανότητα επανάληψης -γενετικά εννοώ- είναι 99%. Είναι λοιπόν καιρός να φροντίσουμε από τώρα για κάτι που μπορεί να...
Απόσπασμα επιστολής με ημερομηνία 11 Ιουνίου, που έστειλε η Ρίτα Ντέζαρντιν, καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, στον Γυμνασιάρχη Χένρυ Γκρέυλ: ...σας επιστρέφω λοιπόν το συμβόλαιο μοψ Προτιμώ ίσως να σκοτωθώ παρά να διδάξω ξανά. Αργά τις νύχτες με βασανίζει συνέχεια η ίδια σκέψη: Αν είχα πλησιάσει αυτό το κορίτσι, αν της είχα απλώσει το χέρι, αν...
Βρέθηκε γραμμένο με μπογιά στο οικόπεδο όπου βρισκόταν το σπίτι των Γουάιτ: Η ΚΑΡΥ ΓΟΥΑΙΤ ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΗΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΣΦΑΛΛΕΙ
Από το άρθρο "Τηλεκινησία: Ανάλυση και Συμπεράσματα" (Επιστημονική Επετηρίς 1981), του Ντην Λ. Μακ Γκάφιν: Θα ήθελα, τέλος, να υπογραμμίσω ότι εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους η στάση των αρχών, που θάβουν την υπόθεση Κάρυ Γουάιτ κάτω από το χαλί της γραφειοκρατίας -και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην λεγόμενη Επιτροπή Γουάιτ. Η διακαής επιθυμία των πολιτικών να εμφανισθεί η Τηλεκινησία σαν φαινόμενο που παρουσιάζε-
Από το Λεξικό Νεολογισμών και Ιδιωματισμών: Οδηγός Γονέων, του Τζων Ρ. Κουμπς (Νέα Υόρκη, εκδόσεις Λάιτχαουζ, 1985), σελ. 73: ρίχνω ένα Κάρυ: προβαίνω σε πράξεις βίας και καταστροφής, (2) προκαλώ εμπρησμούς (από την υπόθεση Κάρυ Γουάιτ, 1963-1979)
Από το The Shadow Exploded (σελ. 201):
Σ' αυτό το βιβλίο κάπου αναφέρεται πως σε κάποια σελίδα ενός σχολικού τετραδίου της Κάρυ Γουάιτ βρέθηκε γραμμένος πολλές φορές ο στίχος ενός γνωστού τραγουδιστή της ροκ της 10/ετίας του '60, του Μπόμπ Ντύλαν. Δεν θα ήταν λοιπόν άτοπο αν κλείναμε αυτό το βιβλίο με μερικούς στίχους από ένα άλλο τραγούδι του Μπόμπ Ντύλαν, στίχους που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και το επιτύμβιο της Κάρυ Γουάιτ: Μακάρι να μπορούσα να σον γράψω ένα τραγούδι τόσο απλό /που να σ' έσωζε αγαπητή μου κυρία από την τρέλα/ να σε ησύχαζε, να σε ηρεμούσε, να σε απάλλασσε από τον πόνο / της άχρηστης κι άσκοπης γνώσης...
246
247
ΣΤΗΒΕΝ ΚΙΝΓΚ
ΚΑΡΥ
Από το βιβλίο Το Όνομα Μου Είναι Σούζαν Σνελ (σελ. 98):
τη βλέπω να κοιμάται λέω πόσο μοιάζει με τη μάνα μας. Τις προάλλες, εκεί που έπαιζε στην αυλή πήγα και κρυφοκοίταξα κι είδα το πιο παράξενο πράμα του κόσμου. Η Άννυ έπαιζε με τους βώλους του αδερφού της, μόνο που οι βώλοι κουνιόνταν μονάχοι τους. Η Άννυ γελούσε αλλά εγώ να σου πω φοβήθηκα λιγάκι. Μερικοί βώλοι ανεβοκατέβαιναν στον αέρα. Αυτό μου θύμησε τη γιαγιά. Θυμάσαι μια φορά τότε που ήρθε η αστυνομία να πιάσει το θείο Πητ και τα πιστόλια φεύγαν μέσα από τα χέρια τους και πετούσαν κι η γιαγιά γελούσε όλη την ώρα; Θυμάσαι την πολυθρόνα της που την κουνούσε από μακριά; Όταν τα θυμήθηκα όλα αυτά, στεναχωρέθηκα. Ελπίζω να μην έχει κι η Άννυ ταχυπαλμίες σα τη γιαγιά -σ' αφήνω τώρα γιατί έχω να βάλω ρούχα στο πλυντήριο. Μη ξεχάσεις να δώσεις χαιρετίσματα στον Ριτς και κοίτα να στείλεις καμιά φωτογραφία- πάντως είναι ένα κουκλί με δυο μάτια σα κουμπάκια, ζωηρά και πανέξυπνα. Βάζω στοίχημα πως άμα μεγαλώσει θα κάψει καρδιές.
Αυτό το μικρό βιβλίο έφτασε πια στο τέλος του. Ελπίζω η έκδοση του να μου αποφέρει αρκετά ώστε να μπορέσω να πάω κάπου όπου δε θα με γνωρίζει κανείς. Θέλω να ξανασκεφτώ κάποια πράγματα, ν' αποφασίσω τι θα κάνω στη ζωή μου μέχρι να 'ρθει η ώρα που και το δικό μου φως θα χαθεί μέσα σε κείνο το σκοτεινό τούνελ...
Από το πόρισμα της Ανακριτικής Επιτροπής του Μαίην, σχετικά με τα γεγονότα της 27ης προς 28η Μαίου, στο Τσάμπερλεν: ...κι έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως, παρ' όλο που η νεκροψία έχει δείξει κάποιες κυτταρικές μεταβολές που πιθανόν να αποτελούν ένδειξη κάποιας παρά φύση δύναμης, δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι είναι δυνατή η επανάληψη ενός τέτοιου φαινομένου...
Απόσπασμα από ένα γράμμα, με ημερομηνία 3 Μαίου 1988, της Αμέλια Τζενκς, από το Ρόγιαλ Κομπ του Τένεσυ, προς την Σάντρα Τζενκς, στο Μάικεν της πολιτείας Τζώρτζια. ...κι η ανηψιά σου μεγαλώνει από μέρα σε μέρα, δυο χρονώ παιδί κι είναι φοβερά αναπτυγμένη. Έχει πάρει από τον μπαμπά της τα γαλάζια μάτια κι από μένα τα ξανθά μαλλιά, αλλά μπορεί τα δικά της να σκουρήνουν με τον καιρό. Πάντως είναι κουκλί και καμιά φορά όταν
μ' όλη μου την αγάπη Μέλια
ΤΕΛΟΣ
Οι στίχοι στη σελίδα 40 είναι από το τραγούδι Just Like a Woman. Οι στίχοι στη σελίδα 245 είναι από το τραγούδι Τοmbstone Blues. Και τα δυο είναι του Μπομπ Ντύλαν.
Π
ριν λίγο σχετικά καιρό, ο SΤΕΡΗΕΝ ΚΙΝG ήταν ένας καθηγητής γυμνασίου στην πολιτεία Μαίην - την ημέρα. Τη νύχτα μεταμορφωνόταν σε συγγραφέα ιστοριών τρόμου και γέμιζε μ' αυτές τα συρτάρια του... ώσπου κάποτε κυκλοφόρησε η ΚΑΡΥ, ένα βιβλίο που δεν άργησε να γίνει μπεστ σέλερ και να φτάσει στα 3.500.000 αντίτυπα. Ακολούθησαν τα βιβλία Η Λάμψη, ‘Salem’s Lot, Το Νεκροταφείο Κατοικίδιων Ζώων, Η Νεκρή Ζώνη, Κριστίν, C UJO , Στάσου Πλάι μου και αμέτρητα άλλα, πολλά από τα οποία έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες. Παρ' όλο που ο Κινγκ διαπρέπει στις «ιστορίες τρόμου» θεωρείται σήμερα ο μεγαλύτερος σύγχρονος Αμερικάνος του είδους αυτού, ένας γνήσιος απόγονος των Πόε και Λάβκραφτ - ένα σημαντικό μέρος του έργου του (Different Seasons, Τhe Dead Zone, Τhe Running Man κλπ., πολλά δοκίμια) δεν κατατάσσεται σ' αυτές. Ο Κινγκ έχει γίνει τόσο δημοφιλής που δεν δίστασε να «δοκιμάσει την πένα του» κυκλοφορώντας 4 βιβλία με το ψευδώνυμο Μπάχμαν, πράγμα όμως που δεν άργησε να γίνει αντιληπτό από το αναγνωστικό κοινό. Ζει με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά σ' ένα μικρό χωριό στις όχθες μιας λίμνης του Μαίην, που είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του.