Τάσος Λειβαδίτης, ο ποιητής της πιο όμορφης ουτοπίας Για όσους γνώρισαν από κοντά τον Τάσο Λειβαδίτη είναι γνωστό ότι, η ζωή του ταυτίζόταν απόλυτα με το αξιακό σύστημα το οποίο οικοδόμησε με το έργο του. Ο Λειβαδίτης αποτελεί την περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος ταύτισε το έργο με τη ζωή του. Με αδιατάρακτη συνέπεια ο Λειβαδίτης έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, την αγάπη, την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με διαχρονικές αξίες. Αυτή η στάση ζωής, εκφραζόταν πολιτικά ως καθημερινή πρακτική και στο έργο του, όχι απλά ως καταγραφή επιθυμιών ή οραμάτων, αλλά ως υψηλής αισθητικής ποιητική, γεμάτη συναίσθημα, με κινητήρια δύναμη το όνειρο του καλύτερου αυριανού κόσμου.
Η καθημερινότητά του υφαίνονταν στο υπόστρωμα της προσφοράς. Έδινε απλόχερα σε όλους. Παρείχε ιδιαίτερα στους νέους ποιητές, την άδολη αγάπη του, τον πολύτιμο χρόνο του, τις ατέλειωτες γνώσεις του, την τεράστια πείρα του στη ζωή και την τέχνη. Η μεγαθυμία και γενναιοδωρία του, ήταν παροιμιώδης. Νεαρός, στα δεκαοχτώ μου, τόλμησα να του τηλεφωνήσω για να του δείξω χειρόγραφά μου. Μετά λίγες μέρες ανακάλυψα, ότι είχε κάνει εκτεταμένες σημειώσεις σε κάθε σελίδα που του είχα δώσει. Μεταξύ άλλων μου είπε: «είναι τιμητικό, πολύ σημαντικό, να απευθύνονται νέοι άνθρωποι σε μένα. Είναι μεγάλη δικαιολογία ύπαρξης αυτή. Κάποτε θα συμβεί αυτό και σε σένα…». Ο Λειβαδίτης δεν είχε αυταπάτες. Γνώριζε ότι μέσα από την επικοινωνία του με τους νέους εισέπραττε ένα ακόμα στοιχείο δικαιολογίας ύπαρξης, αλλά ήξερε επίσης τη σημαντικότητα της βοήθειάς του και δεν την αρνιόταν. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να υμνεί με την ποίησή του την αγάπη και ύψιστες ανθρώπινες αξίες και στην πράξη να φερόταν αλαζονικά.Από το 1954 έως το 1967 και από τη μεταπολίτευση το 1974 έως το 1980, έγραψε στην εφημερίδα «Αυγή», δεκάδες κριτικές για νέους ποιητές στηρίζοντας την προσπάθειά τους. Οι κριτικές του αποτελούν μνημειώδη κείμενα μιας έντιμης κριτικής προσέγγισης και ενθάρρυνσης των αξίων. Ως και υλική βοήθεια πρόσφερε σε ανθρώπους αδύναμους και μάλιστα σε περιόδους που ζούσε ο ίδιος μέσα στη στέρηση ως και των στοιχειωδών. Μία ημέρα που είχε εισπράξει από τον εκδότη του συγγραφικά δικαιώματα, σε περίοδο μεγάλης ένδειας, επέστρεψε χωρίς δραχμή στο σπίτι. Και είπε στη γυναίκα του: «Έδωσα τα χρήματα στον τυφλό ζητιάνο στη γωνία. Έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μας». Ως προερχόμενος πολιτικά από την Αριστερά, δεν πίστευε στην ελεημοσύνη, αλλά στο ότι ένα οργανωμένο κράτος οφείλει να καλύπτει τις ανάγκες των αναξιοπαθούντων πολιτών του. Παρά ταύτα ενέδιδε στην ελεημοσύνη, με τη σκέψη ότι δεν μπορεί αυτός να κατέχει πράγματα που είναι πολύ πιο αναγκαία σε έναν συνάνθρωπό του. Το συναίσθημα υπερκάλυπτε τη
λογική, αλλά εξέφραζε μια προσωπική στάση προσφοράς, όχι βεβαίως άμοιρη των ποιητικών επιλογών του. Δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, ο ποιητής που έγραψε : «Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί». Όσοι τον γνώρισαν καταθέτουν την ηπιότητα που εξέπεμπε, παρά τις τρικυμίες της ψυχής του. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, παρά τις αδικίες που υπέστη από ομοτέχνους του και από κομματικούς μηχανισμούς. Δεν επέρριψε ευθύνη σε άλλους, απεναντίας φορτωνόταν ο ίδιος τα βάρη των ευθυνών των άλλων, λες κι ήταν ο μέγας ενοχικός. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δεν μίσησε. Το 1950 εξόριστος στη Μακρόνησο, απευθυνόμενος στον ανθρωποφύλακα σκοπό του στρατοπέδου έγραψε: «Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/ χτύπα με αλλού/ μη σημαδέψεις την καρδιά μου./ Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./ Δεν θάθελα να το λαβώσεις». Μοναχικός οδοιπόρος, όπως σκληρά απαιτεί η Ποίηση, έζησε με μια ταπεινότητα, που όμοιά της δεν συναντάμε συχνά στον κόσμο της δημιουργίας, ο οποίος βρίθει ματαιοδοξίας, έπαρσης, αλαζονείας. Ο Λειβαδίτης ήταν ταπεινός με όλη τη μεγαλοσύνη της έννοιας. Τον χαρακτήριζε η ευγένεια, μια ιδιαίτερη σεμνότητα και η πλήρης απουσία αλαζονείας. Κάποιοι ελάχιστοι που προσπάθησαν να τον μειώσουν, προφανώς αγνοούσαν ότι δεν μπορεί ποτέ να ταπεινωθεί ένας επί της ουσίας ταπεινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ισοπέδωνε ο ίδιος ενσυνείδητα το εγώ του. Και ήταν δυνατό γι αυτόν, να κάνει την υπέρβαση βίωμα. Έγραψε: «...γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή / υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ / απ' τον εαυτό της / η ζωή των άλλων». Θα μου επιτρέψετε να καταθέσω έναν συλλογισμό, που προκύπτει από την πολύχρονη φιλία μου με τον ποιητή. Η ταπεινότητα δεν επιβάλλεται, αποτελεί κατάκτηση των πνευματικών ανθρώπων και μέγα βήμα προς την ελευθερία. Πιστεύω, πως ουσιαστικό βήμα ελευθερίας είναι να μη θέλεις να αποδείξεις τίποτα στον εαυτό σου, ούτε σε κανέναν άλλο. Ο μέγας ταπεινός, ο άγιος Λειβαδίτης, είχε κάνει αυτό το μεγάλο βήμα. Νομίζω επίσης, πως η άρνηση της συνεχούς επιβεβαίωσης της ύπαρξής του, αποτελεί την πιο βαθιά κατάφαση της ταπεινοσύνης του.
Έγραψε: «Μας φτάνει να μιλήσουμε/ απλά/ όπως πεινάει κανείς απλά/ όπως αγαπάει/ όπως πεθαίνουμε/ απλά». Ο Λειβαδίτης επέλεξε το χαμηλό μέτρο, την ταπεινότητα, μέσα από μια πορεία φιλοσοφική. Από τις συζητήσεις μαζί του μπορούσε εύκολα να καταλάβει κανείς, ότι ο ποιητής ένιωθε σε βάθος ελεύθερος. Για αυτόν, επίγνωση του τραγικού της ανθρώπινης μοίρας, δεν ήταν το αναπόφευκτο φυσικό μας τέλος. Το τραγικό γι αυτόν, είχε να κάνει κυρίως με την υστέρηση ποιοτικών χαρακτηριστικών της ζωής και εξεχόντως της ελευθερίας. Ο Λειβαδίτης πικραινόταν από την έλλειψη αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών. Τον ένιωθα να έχει αποστεί από καιρό του μικρόκοσμού μας κι ας ζούσε ανάμεσά μας. Κι όπως είπε: «Και μόνον ο τυφλός χαμογελούσε/ καθώς το ραβδί του, σοφό, τον πήγαινε πέρα από τη ματαιότητα,/ μες στο σκοτάδι». Μετρημένος, γνώριζε τη σημαντικότητα του έργου του, αλλά παράλληλα είχε πλήρη συνείδηση της ανθρώπινης μοίρας και δεν ξεχνούσε το φθαρτό και τη θνητότητά μας. Πράγματα που εξαφάνιζαν κάθε αλαζονικό στοιχείο και στήριζαν μια σπάνια ευγένεια συμπεριφοράς και ψυχής. Έγραψε: «Kι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας, τα βιβλία μου, στέρεα και απλά, θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια, ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού». Σιωπούσε φλύαρα, έγραφε ακατάπαυστα, υπηρετώντας με την Ποίησή του την υψηλή αισθητική και το στοχαστικό βάθος. Η σπανιότητα του έργου του έχει συστατικό τη χρήση απλών καθημερινών λέξεων, οι οποίες υπηρετούσαν υψηλά νοήματα και ένα μοναδικό φιλοσοφικό εύρος.
Με τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα, τον πίεζα επί πολλά χρόνια, να μου δώσει συνέντευξη ή να μου μιλήσει, έστω για κάποια έκδοση βιβλίου του. Αντιστεκόταν σθεναρά και η απάντηση του πάντα ίδια: "O δημιουργός μιλάει με το έργο του." Δεν μίλησε σε μέσο ενημέρωσης ποτέ. Το μόνο που καταφέραμε ήταν να απαγγείλει δυο - τρία ποιήματα στην τηλεοπτική κάμερα. Θα ήταν πολύ απλό γι αυτόν να μπει στο φιλάρεσκο παιχνίδι της δημοσιότητας. Το αρνήθηκε. Στάση ηθικής, μετριοφροσύνης, αλλά και αυτοπροστασίας… «Όσοι δοκίμασαν να μας αναζητήσουν χάθηκαν στο δρόμο/ κι εκείνοι που τελικά μας ανακάλυψαν, βρήκαν ένα απλό όνομα γραμμένο στον τοίχο». Η ζωή του ήταν πολυτάραχη, με αλλαγές που επιβάλλονταν συχνά βίαια, λόγω της συνέπειας του ποιητή σε ιδεολογικές αρχές, οι οποίες προκαλούσαν το καθεστώς. Ο Λειβαδίτης έφερε βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τη δικτατορία Μεταξά, τους αγώνες της Αριστεράς, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη δικτατορία του 1967 και τόσα άλλα. Παρά τις τόσες κακουχίες, παρέμενε λάτρης, υμνητής της ζωής. Έγραψε: «Γιατί δεν είναι άλλος δρόμος, άλλο χέρι, άλλο όνομα, άλλη σημαία, άλλη καρδιά, άλλο άστρο, άλλη δικαιοσύνη - απ' τη ζωή». Το 1955 στις 10 Φεβρουαρίου ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου". Πλήθος ανθρώπων και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη, όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο, αλλά και τους δικαστές, που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά». Αυτά αναφέρει ο Γιάννης Κουβαράς στο βιογραφικό του Λειβαδίτη. Ο ποιητής, μας λέει, «μετέτρεψε το εδώλιο σε βήμα». Σε μια εποχή που μεσούσαν τα εμφυλιοπολεμικά πάθη … Οι αναφορές μου αποσκοπούν στην ανάδυση του περιβάλλοντος στο οποίο έζησε ο Λειβαδίτης. Ένα περιβάλλον, το οποίο ο ίδιος διαμόρφωσε και του οποίου αντίστοιχα προϊόν ήταν ο ποιητής. Έζησε τα καθοριστικά γεγονότα μιας ιστορικής διαδρομής «εκ των έσω», με μύριες δυσκολίες, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να κάμψουν το φρόνημά του, όπως έγινε με τόσους άλλους. Και αποτύπωνε θαρραλέα τη ματιά του, τις προσλήψεις που ζύμωνε η ευαίσθητη ποιητική ψυχή του, υψώνοντας το ανάστημα του πνευματικού ανθρώπου του ταγμένου να φυλάει Θερμοπύλες. Πιστός σε ανθρώπινα ιδανικά, αυτά που τραγουδούσε μέχρι τελευταίας πνοής. Ίσως γι αυτό όσοι πλησίασαν το έργο και τον ποιητή, ένιωθαν αγάπη δεμένη με βαθιά εκτίμηση. Έγραψε: «ο κόσμος είναι για την ευτυχία». Και: «Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα./ Και τότε/ όλα τα βράδια κι όλα τα άστρα κι όλα τα τραγούδια/ θάναι δικά μας». Επιστρέφω στο βιογραφικό: Τον Οκτώβριο του 1961 Περιόδεύε με τον Mίκη Θεοδωράκη την επαρχία, Kαβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Nάουσα, Bέροια και όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών έκανε απαγγελίες ή συνομιλούσε με το κοινό. Στη Bέροια μάλιστα θα δέχτηκαν άγρια επίθεση από τους παρακρατικούς της εποχής.
Με την έλευση της δικτατορίας και το διάστημα μεταξύ 1967 και 1972, ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Tο καθεστώς των συνταγματαρχών κλείνει την εφημερίδα «AYΓH» και ο ποιητής μένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο «Pόκκος», έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης. Λίγο αργότερα έγραψε: «Κι έπρεπε σαν έναν άλλο, πιο μεγάλο ουρανό, ν’ αντέξουμε την καθημερινή μας ιστορία». Ενδεικτική για όσα προανέφερα η ματιά του Τάσου Λειβαδίτη για την Ποίηση και τον Ποιητή: Ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις - και γίνονται πουλιά. ..ώ Ποίηση εσύ, ελάχιστε, θνητέ σπόρε του αιώνιου χρόνου. ... ώσπου η σελήνη έγερνε πάνω στο λόφο, αιμόφυρτη - σαν τον ποιητή πάνω σ' αυτό το πεπαλαιωμένο αλφάβητο. ... ή σαν τον ωραίο ποιητή που γίνεσαι όταν δεν έχεις τίποτ' άλλο στον κόσμο. ... χέρια μου, δε σας είχα ποτέ δικά μου, όπως τα λόγια του ο ποιητής... ... λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δύο δισεκατομμύρια εκδοχές για έναν μοναδικό κόσμο... ... οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο... Kι η ποίηση είναι σα ν' ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό. Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών την ώρα που πέφτουν χτυπημένα. Ένα σπίτι για να γεννηθείς, ένα δέντρο για ν' ανασάνεις, ένας στίχος για να κρυφτείς, κι ο κόσμος για να πεθάνεις . Και κλείνω με την υπέροχη παραίνεση: «Γι αυτό σας λέω ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική». Πηγή: Γιώργος Δουατζής (poeticanet.com)
Τάσος Λειβαδίτης -Γ.Ρίτσος-Ν.Καρούζος-Μια παλιά ιστορία Οι νεκροί προηγούνται "Θα περιγράψω ένα περιστατικό σχετικά με δημοσίευση ποιημάτων του Λειβαδίτη σε περιοδικό, γιατί νομίζω ότι έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται σ’ αυτό και άλλοι σημαντικοί ποιητές. Το 1988 ήταν τα δεκάχρονα του περιοδικού «Το Δέντρο» και στο πανηγυρικό τεύχος ο Μαυρουδής και ο Γουδέλης θέλησαν να τιμήσουν τον Λειβαδίτη, με πρωτοσέλιδα ανέκδοτα ποιήματά του.
Ο Μαυρουδής γνώριζε την φιλία μου με τον Λειβαδίτη και με παρακάλεσε να μεσολαβήσω για τη συγκατάθεσή του και να έρθουν τα πρωτότυπα κείμενα στα χέρια τους. Πράγματι τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του εξήγησα την πρόθεση του περιοδικού και εκείνος συμφώνησε. Συναντηθήκαμε στο σπίτι του και μου έδωσε τα ποιήματα, τα οποία και έδωσα στο «Δέντρο». Το περιοδικό όμως είχε ζητήσει συνεργασία, για το ίδιο, πανηγυρικό τεύχος και από τους Ρίτσο, Καρούζο, Βρεττάκο, κ.λ.π.
Προσωπικά αγνοούσα τα ονόματα των άλλων συνεργατών πλην του Λειβαδίτη. Δέκα μέρες, περίπου, αργότερα με παίρνει τηλέφωνο ο Λειβαδίτης. Άρχισε διστακτικά να μου λέει ότι δεν ήταν απαραίτητο να μπουν «πρώτα» τα ποιήματά του, και κάτι τέτοια. Του απάντησα ότι η επιλογή ήταν πηγαία, ότι «ήταν μια επιλογή εκτίμησης και αγάπης σ’ εσένα και το έργο σου» κ.λ.π. «Καλά παιδί μου», απάντησε, όπως συνήθιζε με τους φίλους του. Την επόμενη άλλο τηλεφώνημα, γύρω από το ίδιο θέμα με αυξανόμενη αγωνία. Παρά τις εξηγήσεις μου, που προς το παρόν τον έπειθαν, επανερχόταν εναγωνίως. Όταν τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος, απάντησε αρνητικά. Όμως όπως έμαθα αργότερα, υπήρχε. Στο μεταξύ ο Νίκος Καρούζος, αυτός ο σπουδαίος ποιητής, φίλος επίσης, και με πιο συχνές συναντήσεις, είχε μάθει τη μεσολάβησή μου για τα ποιήματα του Λειβαδίτη στο «Δέντρο». Με παίρνει, λοιπόν, έξαλλος, σ’ ένα μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα, βρίζοντας τους υπεύθυνους του περιοδικού και αφήνοντας αρκετές αιχμές για τη δική μου μεσολάβηση. «Τον Φίλο σου τον Λειβαδίτη», όπως έλεγε συχνά με κάποια ζηλόφθονη σκοπιμότητα. Πάνω από μισή ώρα φώναζε με ένα βάναυσο επίμονο, δαιμονικό αλλά συγκρατημένο λόγο: «κανείς ζωντανός δεν μπορεί να προηγηθεί από μένα, να το πεις στους φίλους σου, στον άθλιο Μαυρουδή και τον τρισάθλιο Γουδέλη, ας μην τολμήσουν…σαράντα χρόνια τώρα μου χρωστάει η Ελλάδα…κανένας ζωντανός», επαναλάμβανε για πολλοστή φορά ως συνήθιζε, «μόνο οι νεκροί μπορούν να προηγηθούν, μόνο οι νεκροί», κ.ο.κ. Προσπάθησα μάταια να τον καθησυχάσω. Επαναλάμβανε σαν από μαγνητόφωνο τις ίδιες ακριβώς φράσεις, σα μια οργισμένη μηχανή που ήξερε να χρησιμοποιεί μόνο αυτές τις λέξεις, με αυτήν την αλληλουχία, με την ίδια αδιάλειπτη οξύτητα και οργή. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την επομένη. «Αλλά οι άθλιοι ας μην τολμήσουν» ήταν η επωδός. Όταν έκλεισε ήρθε μπροστά μου η ήρεμη, καλοσυνάτη μορφή του Λειβαδίτη, ο διακριτικός, γεμάτος δισταγμούς λόγος του, που «απαιτούσε» ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που απαιτούσε ο μαινόμενος Καρούζος. Τι διαφορά! Έβλεπα μπροστά μου δυο ειδών παραλογισμούς, που μόνο από καλλιτέχνες μπορούσαν να εκφραστούν. Όταν αργότερα βρέθηκα στο σπίτι του Λειβαδίτη, σε μια στιγμή που εκείνος έλειπε, η γυναίκα του η Μαρία, πολύ εμπιστευτικά μου αποκάλυψε ότι ο Τάσος δεν θέλει να είναι πρωτοσέλιδο «γιατί θα στεναχωρηθεί και θα θυμώσει ο Γιαννάκης», δηλ. ο Ρίτσος, μου είπε χαμηλόφωνα. Και πρόσθεσε, σχεδόν φοβισμένη: «Έχει κάνει και τρεις μήνες να του πει καλημέρα, σε κάποιες ανάλογες περιπτώσεις. Πρέπει όλα να περνούν από την έγκρισή του. Ο Τάσος τον σέβεται, τον θεωρεί δάσκαλό του, αν κι εκείνος δεν παύει ποτέ να μας το υπενθυμίζει, αλλά και τον φοβάται. Συχνά για τέτοια, τον κρατά σε καραντίνα, πράγμα που ο γλυκός μου ο Τάσος, δεν μπορεί να αντέξει. Εσύ ξέρεις πόσο καλός και πόσο εύθραυστος είναι. Ο Ρίτσος έμαθε για το
πρωτοσέλιδο του «Δέντρου» και ήδη μας έκανε αρκετούς υπαινιγμούς, ξέρει εκείνος τον τρόπο», πρόσθεσε. Ήταν η Τρίτη κατά σειρά έκπληξή μου. Όταν την επομένη μου τηλεφώνησε ο Λειβαδίτης, για το γνωστό θέμα, του είπα, σχεδόν, οργισμένος. «Ε, ως εδώ, Τάσο. Τα ποιήματά σου θα μπουν πρωτοσέλιδο. Οι τιμές και τα πρωτοσέλιδα του Ρίτσου δεν μετριούνται. Δεν έχεις δικαίωμα να αποποιηθείς μια τιμή που σου κάνει ένα περιοδικό. Μη με ξαναπάρεις γι’ αυτό το θέμα, τέρμα και τελεία. Ο Ρίτσος έχει μπουχτίσει, αλλά παραμένει άπληστος. Ως εδώ». Φαίνεται ότι η οργή μου τον ανακούφισε.
Καταλάβαινε επίσης πως είχα αντιληφθεί την πηγή της αγωνίας του. Και ότι με είχε εξοργίσει η αιτία αυτής της αγωνίας, αυτή η καταπιεστική μηχανή, η ρετουσαρισμένη με τόσο τέλεια και ατελείωτη απρέπεια, στο όνομα της φιλίας και της ιδεολογικής ανιδιοτελούς συντροφικότητας – τι κούφιες λέξεις! Σ’ αυτό το περιστατικό η μοίρα θέλησε να παίξει ένα μακάβριο παιχνίδι. Πριν κυκλοφορήσει το τεύχος του «Δέντρου» με τη συνεργασία αυτών των κορυφαίων ποιητών, ο Λειβαδίτης εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Αθηνών, και μετά από δύο εξάωρα χειρουργεία για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, στα οποία, με παράκληση του ποιητή, ήμουν παρών, πεθαίνει. Ένας τεράστιος, απρόβλεπτος θρόμβος (μοναδικός στα χρονικά της Αγγειοχειρουργικής κλινικής), έφραξε το μόσχευμα και παρά τις απέλπιδες προσπάθειες, κατέληξε. Φαντάζομαι ότι ο Καρούζος θα έμεινε άναυδος. Τώρα πια θα μπορούσαν άνετα να τεθούν σε εφαρμογή οι αφορισμοί του. «Οι νεκροί προηγούνται». Τον είχε προλάβει η πραγματικότητα. Και φυσικά, ούτε ο Ρίτσος θα τολμούσε να απαιτήσει υπακοή από τον νεκρό «μαθητή» και σύντροφο στους αγώνες και την τέχνη. Όταν αργότερα συνάντησα τον Καρούζο στο γνωστό στέκι της πλατείας Μαβίλη, μου επανέλαβε μ’ εκείνη τη βραχνή μεταλλική φωνή του «οι νεκροί όντως προηγούνται…είδες φίλε μου τι παιχνίδι μας έπαιξε η τύχη;». Μόνο που τώρα η φωνή του είχε ένα ράγισμα, ένα θάμπωμα. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι αισθάνθηκε τον παραλογισμό του και ότι είχε ίσως την υποψία ότι με την άγρια εμμονή του οδήγησε (σε επίπεδο μεταφυσικής) τα πράγματα, έτσι, που να προηγηθεί ο Λειβαδίτης, αλλά όχι βέβαια ζωντανός. Στο σπίτι του νεκρού πια Λειβαδίτη είχαμε μαζευτεί πολλοί. Ήταν εκεί και ο Ρίτσος. Έκλαιγε σπαρακτικά, με λυγμούς, απογυμνωμένος. Γέρος όσο ποτέ. Χωρίς κανένα φτιασίδι. Δίχως να σκέφτεται πως θα τον δει χωρίς τις προσωπίδες του ο κόσμος. Αφάνταστα γέρος, εύθραυστος και πελιδνός, αυτός με τις παλιές συντεταγμένες σοσιαλιστικές του βεβαιότητες με το αγέρωχο επιτηδευμένο ύφος που μας δήλωνε πόσο μακριά στεκόταν από ευτέλειες και ματαιοδοξίες. Ήταν καθισμένος εκεί, ένα θλιβερό ανθρώπινο κουρέλι με πραγματικούς λυγμούς και αληθινά δάκρυα. Πρώτη φορά τον έβλεπα αυθεντικό και γνήσιο. Ήταν η κατάρρευση ενός μύθου. Εκμηδενισμένος, ξένος προς το ποιητικό του σώμα. Έκλαιγε για όλους και για όλα που είχαν καταρρεύσει και προ πάντων για τον ίδιο. (Βρισκόμαστε στο 1989 που μόλις είχε καταρρεύσει
η Σοβιετική ΄Ενωση, ο Τσαουσέσκου, κ.λ.π.). Έκλαιγε μπροστά στο θάνατο ενός αληθινά Αγγελικού ποιητή. Που δεν ήξερε τι θα πει μικρότητα."