Κυθέρειο τοπίο μια ουτοπική πραγματικότητα
σπουδάστρια / χελιώτη αδαμαντία επιβλέπων καθηγητής / ανδριανόπουλος τηλέμαχος σχολή αρχιτεκτόνων μηχανικών / εθνικό μετσόβιο πολυτεχνείο αθήνα / φεβρουάριος 2020
3
Το ταξίδι/οδοιπορικό στο Κυθέρειο ου-τοπίο είχε συνεπιβάτες πρόσωπα αγαπημένα. Τους γονείς μου, Γιώργο & Ευφροσύνη, τον αδερφό μου Δημήτρη, τους: Μαρία, Μαρία 2, Αυγή, Τζίνα, Χρύσα, Εύα, Νέλη, Γιούλα, Ζωή, Νίκη , Άνθη, καθώς και τον καθηγητή μου, Τηλέμαχο Ανδριανόπουλο, που μου έδωσε οδηγίες σωστής πλεύσης. Οι ουτοπίες έχουν υπόσταση μόνο όταν υπάρχει κάποιος ή κάτι, να σε περιμένει στο λιμάνι.
5
ωραίο νησί με τις πράσινες μυρτιές γεμάτο ανθισμένα λουλούδια, τιμημένο παντοτινά από όλα τα έθνη, όπου οι στεναγμοί των καρδιών σε κατάσταση λατρείας κυλούν σαν το θυμίαμα σε ένα κήπο με ρόδα.
7
αιώρηση
γείωση
περιεχόμενα
0/ προοίμιο 1/ εισαγωγή 2/ αποσαφήνιση εννοιών 2/1/ η ουτοπία 2/2/ ο τόπος 2/3/ το τοπίο 3/ Κύθηρα / η φυσιογνωμία ενός τόπου 3/1/ αλήθειες 3/2/ μύθοι 4/ σύνταξη μιας ουτοπίας 4/1/ ζωγραφική 4/2/ ποίηση 4/3/ κινηματογράφος 5/ τοπίο πραγματικότητας 5/1/ η αρχιτεκτονική 5/2/ το βίωμα 6/ η συγκατοίκηση - φαντασιακό και πραγματικό τοπίο 7/ αντί επιλόγου βιβλιογραφία
9
0/ προοίμιο
/ προοίμιο Οι λέξεις κλειδιά που οδήγησαν στην ανάλυση του θέματος και αποτέλεσαν την εναρκτήριο πράξη του ταξιδιού στο τοπίο των Κυθήρων, είναι το καλοκαίρι [ως χρονική παράμετρος], ο τόπος, η ουτοπία, το τοπίο και η συγκατοίκηση των δύο τελευταίων σε έναν κοινό χώρο. Το καλοκαίρι. Εποχή συνυφασμένη στην Ελλάδα με το τοπίο που είναι περιστοιχισμένο από τη θάλασσα, με χωρικές μονάδες διάσπαρτες στο απέραντο γαλάζιο. Τα παιδικά μου καλοκαίρια είναι συνδεδεμένα με το νησί των Κυθήρων, με χρώματα όπως το κίτρινο χρώμα της σεμπρεβίβας [sempre viva: αιώνια ζωή] και το μπλε της θάλασσας. Χρώμα βαθύ μπλε, ως αποτέλεσμα της χωρικής σύγκρουσης τριών πελάγων. Με μία χρονική επανάληψη, απέκτησα τόσο υποσυνείδητα όσο και συνειδητά, βιωματικές και χωρικές εμπειρίες από έναν τόπο, οι οποίες δημιούργησαν μία συγκεκριμένη εικόνα για αυτόν. Πέραν της βιωματικής εμπειρίας, επιχιρείται η έρευνα της διαμόρφωσης του τοπίου των Κυθήρων, τόσο στο πραγματικό όσο και στον φαντασιακό χρόνο. Χρόνος, τόπος, τοπίο και φαντασία σε μία αέναη σύνδεση, σε μία κυκλική σχέση, η οποία έχει στο κέντρο της το νησί των Κυθήρων. Μία σχεσιακή συνθήκη που αφήνει το αποτύπωμά της στο χώρο. Το καλοκαίρι ως χρονική παράμετρος, είναι η εποχή που επιτρέπει στο ελληνικό νησιωτικό τοπίο την πλήρη «άνθησή» του. Η προσωπική διαδρομή στο τοπίο των Κηθύρων πραγματοποιείται στο θέρος. Ο τόπος. Η επιλογή του τόπου ως χωρική αναφορά διερεύνησης δεν θα μπορούσε να είναι τυχαία. Έγινε βάσει της παγιωμένης προσωπικής εικόνας, αλλά και της αβεβαιότητας που κρύβει αυτή. Αβεβαιότητα που έγκειται σε μεροληπτικούς παράγοντες συγκρότησης της, σε υποσυνείδητες και συνειδητές βιωματικές εμπειρίες. Το ερώτημα που γεννάται και αναζητά απάντηση στον τόπο, ο οποίος είναι απαλλαγμένος από τα ιμάτια του βιώματος, είναι ποιές αλήθειες και ποιοι μύθοι συνέβαλαν στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του τόπου και του τοπίου του, ως χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Ο τόπος αποτυπώνεται στο πραγματικό περιβάλλον, σαν απόρροια της ανθρώπινης και φυσικής παρέμβασης στο χρόνο. Η ουτοπία. Κατασκεύασμα του νου, της σκέψης, της θέλησης δημιουργίας ενός κόσμου ιδεατού, ενός τόπου που υπάρχει μόνο στο φαντασιακό περιβάλλον. Υπάρχουν ακόμα ουτοπίες και αιωρούμενες φαντασιακές εικόνες; Πως συντάσσεται μία ουτοπία στην συλλογική αλλά και στην ατομική αντίληψη; πως επιλέγει την χωρική αναφορά της και πως την επηρεάζει; Γιατί ο άνθρωπος αναζητά διαχρονικά έναν εξιδανικευμένο τόπο; Το τοπίο. Έννοια που γίνεται αντιληπτή σχεδόν με όλες τις αισθήσεις του ατόμου, με την όραση, την ακοή, την αφή και την όσφρηση. Όπως και ο τόπος, αποτελεί έννοια
που αναπτύσσεται στο πραγματικό περιβάλλον. Τόπος και τοπίο σε μία σχέση συνάφειας αλλά και διακριτής χωρικής οντότητας. Πως συντάχθηκε το τοπίο βάσει των ιδεο λογικών ουτοπιών και πως βάσει παγιωμένων συνθηκών και βιωμάτων στον τόπο και στον χρόνο; 12
Η συγκατοίκηση στον τόπο. Πως το δομημένο στο νου και στη συνείδηση φαντασιακό τοπίο, η ουτοπική εικόνα συγκατοικεί και συνδιαλέγεται με τον πραγματικό χώρο; ποιες είναι οι αποκλίνουσες και οι συγκλίνουσες αρχές του; πως η διαμόρφωση ενός απτού τόπου επηρεάστηκε από τα αιωρούμενα κατασκευάσματα του μυαλού; ερωτήσεις που φέρνουν κοντά την ουτοπία, το μη υπαρκτό τοπίο με το τοπίο που είναι «χειροπιαστό». Φαντασιακό και πραγματικό περιβάλλον σε σύγκρουση και σε συγκατοίκηση. Αντίθετες έννοιες, σαν μόρια με αντίθετα φορτία, θετικό και αρνητικό, που γεννούν έναν χωρικό οργανισμό. Σε μία αντιστοίχιση με την Πυθαγόρειο Τετράκτυς1, για την ουσία και την ερμηνεία των τεσσάρων πρώτων αριθμών, γίνεται η εξής σύνδεση εννοιών και αριθμών: / η μονάδα αντιστοιχούσε με το πνεύμα, τον αιθέρα, την ενέργεια και την δύναμη που δημιουργείται από το καθετί, / η δυάδα συμβολίζει την ύλη, το νερό και την γη, / η τριάδα είναι παράμετρος του χρόνου, ως Θεού με τρεις υποστάσεις, το παρελθόν, το παρών και το μέλλον και τέλος / η τετράδα, είναι ο χώρος, πάνω στον οποίο πατάω και βρίσκομαι κάτω από τον ουρανό. Θέλοντας να νοηματοδοτηθεί η σχέση μεταξύ των εναρκτήριων λέξεων της περιήγησης στον τόπο των Κυθήρων, πραγματοποιείται ένας παραλληλισμός με την Πυθαγόρειο θεωρία. Συνεπώς συνθέτοντας το τρίγωνο της τετράκτυς στο πλαίσιο του ταξιδιού, παρατηρείται: / η μονάδα είναι η ουτοπία, / η δυάδα αποτελεί τον τόπο, / η τριάδα αντιπροσωπεύει τον χρόνο και / η τετράδα σηματοδοτεί το τοπίο και τον χώρο που εξελίσσονται οι αισθήσεις, οι σκέψεις και οι χωρικές εμπειρίες. Με αυτό το τρόπο συντάσσεται μία «τοπιακή τετράκτυς», με γνώμονα την σύνδεση των εννοιών του θεωρητικού υπόβαθρου2.
1 Ιάμβλιχος, Περί του Πυθαγορικού Βίου, εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα, 2001
13
Τετράκτυς εννοιολογικού πλαισίου
Εικόνα 1: σχηματική απεικόνιση θεωρητικού υπόβαθρου
14
15
1/ εισαγωγή
1/ εισαγωγή Μύθοι και αλήθειες, ουτοπίες και πραγματικότητες. Ζευγάρια λέξεων που βρίσκονται απέναντι αλλά ταυτόχρονα και σε μία σχέση αλληλουχίας. Άραγε οι μύθοι δημιουργούν τις ουτοπίες; Μήπως η πραγματικότητα είναι η χωρική έκφραση της αλήθειας; Ο άνθρωπος είχε πάντα την ανάγκη της άρνησης της πραγματικότητας και της δημιουργίας ενός φαντασιακού ιδανικού κόσμου, του ου-τόπου. Πως είναι όμως να συμβιώνουν ο ουτοπικός και ο πραγματικός τόπος; Το τοπίο που συγκροτείται στο νου, του μη υπαρκτού κόσμου και του τοπίου που αληθινά υπάρχει και ξεδιπλώνει τις πτυχές του μπροστά στα μάτια μας. Ένα ταξίδι, μια περιήγηση στα Κύθηρα επιχειρεί να απαντήσει στις ερωτήσεις αυτές. Ένα νησί που οι αρχέγονοι μύθοι το συνέδεσαν με έναν τόπο παραδεισένιο, όπου κρύβεται ο έρωτας. Η αιώρηση του τόπου και του τοπίου του, στη σφαίρα του φαντασιακού, του ιδεατού, και η γείωση των δύο εννοιών στον πραγματικό χώρο. Η περιήγηση ξεκινά από τον χώρο που δεν έχει όρια και νοητικές δεσμεύσεις και καταλήγει στο λιμάνι του αληθινού, με φόντο το τοπίο του νησιού, που μοιάζει να απολαμβάνει την μακάρια μοναξιά του. Τα Κύθηρα μετουσιώθηκαν σε σύμβολο ενός τόπου ιδανικού, όπου επικρατεί η αγνή και άδολη αγάπη και ο βαθύς απέραντος έρωτας, προς τον οποίο πορευόμαστε με λαχτάρα, με θέλγητρα, που όμως δεν προσεγγίζουμε και δεν φτάνουμε ποτέ. Στον πραγματικό χρόνο του σήμερα, το ταξίδι αυτό θα έχει αποβίβαση στο χώρο/ τόπο, αφού πρώτα κινηθεί στον αιθέρα του μη υπαρκτού. Η ανάλυση μια ιδεώδους υπέργειας/υπερβατικής εμπειρίας σε αντιπαραβολή, αλλά και σε συγκατοίκηση με την επίγεια βιωματική εμπειρία. Στο τέλος του ταξιδιού, κρίνεται αν αυτός ο χώρος είναι ευτοπικός ή δυς-τοπικός, αν συνάδει με τα κατασκευάσματα του μυαλού μας.
Εικόνα 2: διαγραμματική απεικόνιση αιώρησης και γείωσης
18
Εικόνα 3: οι μικροί περιηγητές, 1996
19
2 / αποσαφήνιση εννοιών
2/ αποσαφήνιση εννοιών Οι έννοιες του τόπου, της ουτοπίας και του τοπίου είναι το θεωρητικό πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσεται το ταξίδι στα Κύθηρα. Ο χρόνος, σηματοδοτείται από την διάρκεια του εν λόγω ταξιδιού. Η αποσαφήνιση τους βοηθά στην εννοιολογική προσέγγιση των ερωτημάτων που τίθενται, ως οδηγός στο οδοιπορικό που γίνεται σε πρόσωπο πρώτο ενικό. Η αρχή γίνεται από την κορυφή της θεωρητικής πυραμίδας, το ουτοπικό σημείο και καταλήγει στην βάση, στη σύνταξη του τοπίου. Ο ενδιάμεσος χώρος, χώρος νοητός ή υπαρκτός είναι ο τόπος. Ο τόπος όπως έχει εξελιχθεί χρονικά. Το κατώφλι, ο μεταβατικός/ ενδιάμεσος χώρος μεταξύ αέρα και γης. Μεταξύ αιώρησης και γείωσης.
2/1/ η ουτοπία Η μονάδα της ουτοπίας. Στο σύγχρονο χώρο η ουτοπία μπορεί να φανεί σαν μία έννοια πεπερασμένη ή μπορεί η ανάγκη για σύνταξη της, συλλογικά ή ατομικά να φαντάζει επιτακτική, ως άρνηση της εκάστοτε πραγματικότητας. Τι είναι όμως η ουτοπία; πόσο δύσκολο είναι να ορίσεις κάτι που δεν υφίσταται στον πραγματικό χρόνο και χώρο; Ο ουτοπικός χώρος είναι αυτός που ο ήρωας φτάνει στη νίκη: είναι ο χώρος όπου πραγματοποιούνται οι εκδηλώσεις, τόπος που συχνά στις μυθικές διηγήσεις είναι συχνά υπόγειος, ουράνιος ή υποθαλάσσιος.1 Ας βασιστούμε στα λεγόμενα του Δημήτρη Φατούρου2, ο οποίος σημειώνει πως «οι ουτοπίες και όχι η ουτοπία, γιατί η ουτοπία δεν είναι ενός είδους, κινούνται στην καθημερινή ζωή, άλλοτε με τίτλο και άλλοτε χωρίς τίτλο…οι ουτοπίες ως γενικευμένη και αφηρημένη στάση χρησιμοποιούνται συχνά ως εργαλείο κριτικής και αυτοκριτικής αλλά και ως εργαλείο προσωπικού εφησυχασμού. Ίσως ακριβώς και για αυτό να χρησιμοποιούνται άλλοτε ως διέξοδος προγραμματική και άλλοτε όχι». Για την καλύτερη κατανόηση και αντίληψη του όρου, προβαίνει σε μία κατηγοριοποίηση των ουτοπιών: 1] η ιστορική ουτοπία, με χρονικές τομές αποτελεί την απαρχή του όρου, 2] η κοινωνική ουτοπία, 3] η ουτοπία των ανθρώπινων σχέσεων και της συμπεριφοράς και τέλος 4] η επιχειρησιακή ουτοπία. Η περιγραφή της ουτοπίας για τον Δημήτρη Φατούρο δεν είναι αποσπασματική, αλλά βασίζεται στον συνδυασμό των παραπάνω κατηγοριών ενώ όλες έχουν ως κοινό παρονομαστή μία αρνητική σχέση αντίδρασης προς την κυρίαρχη κάθε φορά εξουσία, και έναν τρόπο διαφυγής και προσωπικής διεξόδου. Η δομή των κοινωνιών, της πολιτικής και της οικονομίας, της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας παρήγαγε τα είδη της ουτοπίας, που όμως έχουν κοινό χαρακτηριστικό την σύνταξη μίας αφηρημένης και ασαφούς μηπραγματικότητας. Την νοητή εξιδανίκευση ενός τόπου που δεν υφίσταται χωρικά, αλλά είναι κατασκεύασμα της φαντασιακής σφαίρας. Οι ουτοπίες αναζητούν το ονειρικό, το μη
1 Greimas A.J., Courtes J., Semiotique, Dictionnaire raisonne de la théorie du langage, Hachette, Παρίσι, 1979 2 Δημήτρης Φατούρος, Ουτοπίες, Αρχιτεκτονική και πόλη, άρθρο 22
υπαρκτό, ως άρνηση της εκάστοτε πραγματικότητας. Ο χώρος και ο χρόνος δεν έχουν νόημα, δεν υπάρχουν όρια και δεσμεύσεις, παρά μόνο επιθυμίες και ιδεώδη. Η αρχετυπική μη υπαρκτή πολιτεία του Πλάτωνα3, με το όνομα Καλλίπολη, είναι η απαρχή αυτού του ου-τόπου. Η ιδεώδης αυτή πολιτεία χαρακτηρίζεται από τέσσερις αρετές: σοφία, ανδρεία, σωφροσύνη και δικαιοσύνη, ενώ κυριαρχεί η ισοτιμία στην κοινωνία και στην πολιτική. Η ψυχή του ατόμου ισορροπεί σε μία αρμονική συνύπαρξη των μερών της4. Η Καλλίπολη είναι μία κοινωνία που βαδίζει με βάση τα υψηλότερα των ιδανικών με τους φιλοσόφους να έχουν τα ηνία της εξουσίας. Αυτή είναι και η Ουτοπία 5 του Thomas More 6[1516], η οποία βαδίζει στα χνάρια της Πλατωνικής εξιδανικευμένης Πολιτείας, σε μία κοινωνία ισότητας, κοινοκτημοσύνης και θρησκευτικής αντοχής, που θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν όλοι οι άνθρωποι θα είναι καλοί. Στο ίδιο πλαίσιο κυμαίνεται και η Νέα Ατλαντίδα στο λογοτεχνικό έργο του Francis Bacon7 [1629], όπου οι κάτοικοι της νήσου Μπενσαλέμ διέπονται από το νέο επιστημονικό πνεύμα, με την εφαρμογή του οποίου κατορθώνουν να βελτιώσουν έμπρακτα τη ζωή τους. Ο χώρος σύνταξης των τριών ουτοπικών τόπων είναι κοινός: ένα απομακρυσμένο νησί, απομονωμένο και αυτόνομο, άγνωστο για την εκάστοτε εποχή του ουτοπικού κατακσευάσματος. Η ουτοπία είναι η χαμένη Ιθάκη του Οδυσσέα, ο τερματικός σταθμός μιας νοητής περιήγησης, διαμέσου κακουχιών, όπου οι δομές της κοινωνίας και οι αξίες βρίσκονται σε ισορροπία και σε αρμονία. Όπως στο έργο Όρνιθες του Αριστοφάνη [414 π.Χ.], όπου υμνείται η ιλαρότητα της αναζήτησης μιας ουτοπίας, ενός κόσμου χωρίς πάθη, πολέμους και μίσος. Στον ουτοπικό τόπο, πραγματοποιούνται αυτά που δεν υπάρχουν. Οι ουτοπίες συχνά προτείνουν μια συνθήκη κοινωνικής δικαιοσύνης, με έκφραση συχνά δυναμική, που πάντα περιέχει τακτοποίηση και ταξινόμηση ή απομάκρυνση, ακόμη και απομόνωση, από τον κόσμο, για χάρη ενός άλλου κόσμου. Βασικός παράγοντας σύνταξης της ουτοπίας είναι ο χώρος, ο τόπος υλοποίησης της ονειρικής πράξης, το χωρικό υπόβαθρο. Άραγε είναι η νήσος των Κυθήρων αυτό ο τόπος που ευνοεί την σύνθεση ουτοπιών; Σύμφωνα με τον Δημήτρη Φατούρο, η ουτοπία έχει μία πολυεπίπεδη σύσταση, που αφορά την ανεκπλήρωτη και αδύνατη επιθυμία, με όρους ασαφείς, με ορισμένα ίσως στοιχεία της με σχετική σαφήνεια, μη πραγματική, καλοπροαίρετη και φαντασιακή, και με βούληση προγραμματισμένη πεισματική ως και φανατική, ακόμη και επιθετική και βίαιη.
3 Ο Πλάτωνας αναφέρει στο έργο του Πολιτεία [ή περί Δικαίου] το 374π.Χ. την πολιτεία της Καλλίπολης 4 Ο Πλάτωνας στο έργο του Πολιτεία [380-374 π. Χ.] αναφέρει πως η ψυχή του ατόμου έχει τρεις πτυχές: το επιθυμητικόν, το θυμοειδές και το λογιστικόν. 5 Ο αρχικός λατινικός τίτλος του βιβλίου ήταν Nusquama [αγγλικά Nowhere=πουθενά], αλλά μετά από επέμβαση μάλλον του Έρασμου επικράτησε η «Ουτοπία», από τις αρχαιοελληνικές λέξεις «ου» και «τόπος», που καθιερώθηκε έκτοτε ως νέα λέξη, υποδηλώνοντας μία ιδεατή κατάσταση, που ναι μεν δεν έχει υπάρξει ακόμα, αλλά μπορεί να υπάρξει. 6 Thomas More, Ουτοπία, μετ. Γιώργος Καραγιάννης, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1970 7 Francis Bacon, New Atlantis, 1626, Νέα Ατλαντίδα, μετ. Νούτσος Παναγιώτης, Εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα, 1990 23
Εικόνα 4: Η Ατλαντίδα του Πλάτωνα
Εικόνα 5: Η ουτοπία του Thomas Moore 24
Εικόνα 6, 7 : H Nέα Ατλαντίδα του Francis Bacon
25
2/2/ ο τόπος Η δυάδα του τόπου. Θα ήταν άτοπο να μιλήσει κανείς για την έννοια του τόπου, χωρίς να τον συνδέσει με την έννοια του χώρου στο ευρύτερο πλαίσιο. Σύμφωνα με τον Claude Lévy-Strauss1, ο χώρος είναι μία κοινωνία νοηματοδοτημένων τόπων. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Kenneth Robert Owling υποστηρίζει πως «ο τόπος νοείται ως ένας βιωμένος ή εντοπισμένος χώρος». Πρόκειται δηλαδή για έναν χώρο, ο οποίος μέσα στα μη γεωμετρικά του όρια, έχει το αποτύπωμα του ανθρώπου και των βιωματικών του εμπειριών και πράξεων. Χώρος, χρόνος, τόπος και περιηγητής/κάτοικος σε μία σχέση αλληλεξάρτησης. Ο Ιωσήφ Στεφάνου2 νοηματοδοτεί τη σχέση μεταξύ χώρου και τόπου, λέγοντας πως «Ο χώρος, όπως και ο χρόνος, αποτελεί μία αφηρημένη συνθήκη. Είναι ένα απλό περιέχον και η αξία του στηρίζεται στην περιεκτικότητα του. Ο αφηρημένος χώρος από μόνος του δεν έχει χαρακτήρα ούτε ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Αυτά τα δύο στοιχεία εμφανίζονται τη στιγμή που η παρουσία του ανθρώπου με τις δραστηριότητες του συγκεκριμενοποιεί το χώρο πληρώνοντας τον με ανθρώπινες μορφές, με λειτουργίες, με όνειρα, με προσδοκίες, με συναισθήματα, με σημασίες. Τότε ο χώρος μετατρέπεται σε τόπο». «Τόπος είναι η γη, με όλα τα ζώα και τα φυτά, είναι ο αέρας που αναπνέουμε, είναι και η θάλασσα και τα ποτάμια, το εκτυφλωτικό φως και η ζέστη του καλοκαιριού, ή το τσουχτερό κρύο του χειμώνα. Τόπος είναι η φύση, με όλες τις μυρωδιές και όλα τα χρώματα του δειλινού, με όλες τις δυσκολίες και τις ομορφιές του περιβάλλοντος που δεν το φτιάχνει χέρι ανθρώπου. Αυτός ο τόπος μεταβάλλεται συνέχεια στο χρόνο, από τη μια εποχή στην άλλη, αν και στα μάτια τα δικά μας μένει στην ουσία του αμετάβλητος. Τόπος είναι και η χτισμένη εγκατάσταση του ανθρώπου, η οργάνωση της κοινωνίας στο χώρο. Είναι οι πόλεις και τα χωριά, τα σπίτια και τα σχολεία, οι δρόμοι και οι πλατείες, τα καλλιεργημένα χωράφια, τα εξωκλήσια και οι ασπρισμένες μάντρες, κάθε τι που φτιάχνεται από το χέρι ανθρώπου. Και αυτός ο τόπος μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου, άλλοτε αργά και άλλοτε απότομα, από τις ίδιες τις ενέργειες του ανθρώπου, που αποτυπώνονται με τις κατασκευές και τις καταστροφές, και αποτελούν την ορατή ιστορία του κόσμου. Αυτός ο τόπος - το πραγματικό δημιούργημα του ανθρώπου - έχει αποτυπωμένη επάνω του αφ’ ενός τη σχέση με τη φύση και αφ’ ετέρου τη δομή της κοινωνίας» [Παναγιώτης Τουρνικιώτης 2016]3. Ο Αριστοτέλης, στον αντίποδα της πλατωνικής θεωρίας περί χώρου4, στο έργο του
1 Claude Lévy-Strauss, Η άγρια σκέψη [La Pensée sauvage, 1962], Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2019 2 Ιωσήφ Στεφάνου, Περί τόπου και Τοπίου, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τεύχος 49, περίοδος Β’, Ιανουάριος - Φεβρουάριοε 2005, Αθήνα 3 Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Εισαγωγή στην ιστορία και θεωρία της αρχιτεκτονικής και της πόλης, Σχολή αρχιτεκτόνων μηχανικών ΕΜΠ, Αθήνα, 2016-2017 4 O Πλατών στο διάλογο του Τιμαίος ή Περί Ατλαντίδος και φύσεως [358-357 π.Χ.], δεν χρησιμοποιεί την λέξη τόπος, αλλά την λέξη Χώρα για την περιγραφή του χώρου ως «την οικουμενική φύση που δέχεται όλα τα σώματα, η οποία πρέπει πάντοτε να αποκαλύπτεται με τον ίδιο τρόπο. Διότι, ενώ είναι δέκτης όλων των πραγμάτων, ποτέ δεν απομακρύνεται από τη φύση της και ποτέ με κανέναν τρόπο και καμία στιγμή δεν λαμβάνει μορφή παρόμοια με αυτή των πραγμάτων που εισέρχονται σε αυτή.». Η Χώρα του Πλάτωνα είναι ο χώρος του γίγνεσθαι και των αμετάνλητων ιδεών και όχι των όντων, ενώ η ύλη είναι η κυρίαρχη. 26
Φυσικής Ακροάσεως, εισάγει την έννοια του τόπου [αντί της χώρας] και υποστηρίζει πως ὅταν «γὰρ ἀφαιρεθῇ τὸ πέρας καὶ τὰ πάθη τῆς σφαίρας, λείπεται οὐδὲν παρὰ τὴν ὕλην. διὸ καὶ Πλάτων τὴν ὕλην καὶ τὴν χώραν ταὐτό φησιν εἶναι ἐν τῷ Τιμαίῳ· τὸ γὰρ μεταληπτικὸν καὶ τὴν χώραν ἓν καὶ ταὐτόν. ἄλλον δὲ τρόπον ἐκεῖ τε λέγων τὸ μεταληπτικὸν καὶ ἐν τοῖς λεγομένοις ἀγράφοις δόγμασιν, ὅμως τὸν τόπον καὶ τὴν χώραν τὸ αὐτὸ ἀπεφήνατο. λέγουσι μὲν γὰρ πάντες εἶναί τι τὸν τόπον, τί δ᾿ ἐστίν, οὗτος μόνος ἐπεχείρησεν εἰπεῖν».5 Ο αριστοτελικός ορισμός της έννοιας του τόπου, αντιστέκεται στην ταύτιση της ύλης με τον χώρο και τονίζει πως ο τόπος ενός αντικειμένου είναι το εσωτερικό όριο του περιβάλλοντος σώματος, ενώ το ίδιο το όριο αποτελεί την μορφή του αντικειμένου. Τα όρια αυτά συμπίπτουν όμως δεν είναι ποιοτικά ίδια, δημιουργώντας μία δυναμική σχέση6. Ο τόπος ως χωρική οντότητα με φυσιογνωμία και ταυτότητα είναι ένα αποτέλεσμα της συνολικής αντίληψης που πηγάζει από τους περιηγητές του. Τούτη η συλλογική και συνολική αντίληψη, τούτη η πραγματική συναισθηματική και ιδεολογική εικόνα που ένας τόπος προσφέρει δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που ονομάζουμε τοπίο [Ιωσήφ Στεφάνου, 1980]7.
5 Αριστοτέλους, Φυσικών Β’, 209b 6 Αριστοτέλους, όπ. π., 211b, 10-14 7 J. Stefanou, Etudes des paysages – vers une Iconologie de l`image (Doctorat d’Etat), Univ. de Strasbourg I 1980 27
2/3/ το τοπίο Η τετράδα του τοπίου. Στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν άτοπο να γίνει αναφορά στο τοπίο, χωρίς την σύνδεση του με τον τόπο. Πραγματοποιείται έτσι μία γραμμική κάθετη σχέση με συνεπαγωγή, χώρου-τόπου - τοπίου. Έχοντας ως αφετηρία την φράση του Δημήτρη Πικιώνη [1935], «μελετούμε το πνεύμα που αναδίδεται από τους τόπους», είναι εύλογο να ειπωθεί ότι το τοπίο ανήκει στον τόπο, με την πολιτιστική και πολιτισμική του χροιά. Τόπος και τοπίο, με ετυμολογικά κοινή ρίζα γέννησης,1 που όμως έχουν αποκλείσεις στην ταύτιση τους. Το τοπίο σε σχέση συνάφειας με τον τόπο, καθώς αποτελεί τον χώρο αναφοράς του, αλλά ταυτόχρονα και σε μία διαλεκτική σχέση μαζί του. Περιγράφουν διακριτές χωρικές συνθήκες, υποδηλώνοντας μία διαφορετική θεώρηση για τον κόσμο. Ο «τόπος τοπείου» ως χαρα κτηρισμός του Ανδρέα Εμπειρίκου2 επιβεβαιώνει την σύνδεση τόπου και τοπίου, όπου το τοπίο εγγράφεται πάνω στον τόπο - που συνήθως ονομάζουμε τον φυσικό ή αστικό χώρο - με περιεχόμενο πολιτιστικό και πολιτισμικό, έχοντας ως δρώντα τον περιηγητή/περιπατητή. Όπως ο τόπος έχει ως απαρχή τον χώρο, έτσι και το τοπίο έχει ως αναφορά τον τόπο. Χώρος, τόπος και τοπίο σε μία σχεσιακή συνθήκη περιέχοντος και περιεχομένου με παράμετρο τον χρόνο. Σύμφωνα με τον A. Chemtoff [1981], «το τοπίο δεν είναι τέχνη. Το τοπίο δεν είναι θεωρία. Το τοπίο δεν είναι τεχνική. Δεν υπάρχει τοπίο, υπάρχουν τοπία, κήποι και πάρκα, πλατείες, αυλές, δρόμοι και παραλίες, αγροί και λόγοι, αμπέλια και δάση. Υπάρχει το σπίτι που γεννιέται η γλώσσα που μιλάς. Υπάρχει ένας πολιτισμός ευαίσθητος και διαρκής συγχρόνως……αυτός των τοπίων». Στην ίδια λογική, το τοπίο σύμφωνα με τον Ζήση Κοτιώνη3 [2004] δεν είναι αντικείμενο: σήμερα το τοπίο μπορεί να θεωρηθεί μία μεγάλη ανθρώπινη μητροπολιτική κατασκευή εν αναπτύξει, όπου τα αμιγώς φυσικά στοιχεία εμπλέκονται στο δίχτυ αυτής της μεγακατασκευής, χωρίς δυνατότητες διάκρισης των ορίων. Μιλώντας ωστόσο για το τοπίο θα ήταν λάθος να υποθέτουμε εξ αρχής ότι μιλούμε για ένα «αντικείμενο», για μια εξωτερικότητα η οποία αυτοπροσδιορίζεται καθευτήν και οπωσδήποτε ανεξάρτητα από την ματιά μας που την ακολουθεί, το σώμα μας που την κατοικεί, το νου μας που την εννοεί. Ο τόπος είναι το υπόβαθρο, η σκηνή που εξελίσσεται η παράσταση του τοπίου, έχοντας ως κύριο οδηγό το ανθρώπινο σώμα. Αυτή είναι η ματιά του Περικλή Γιαννόπουλου4 για το τοπίο του τόπου, ο οποίος ορίζει το τοπίο ως «μία μόνη γραμμή καμπύλη…μία καμπύλη γραμμή λόφου, μαλακά καμπυλωμένος λαιμός γυναικός, είναι γραμμή γεννώσα συμπάθειαν, πόθον θωπείας έλκουσα το φίλημα, είτε γυναικός είτε λόφου γραμμή είναι η έλκουσα προφανώς το χέρι δια την απαλήν θωπείαν, ζητητική θωπείας». Το τοπίο εξανθρωπίζεται και προσωποποιείται, το τοπίο - γυναίκα, ενώ ο τόπος είναι το χωρικό υπόβαθρο αυτής της δυναμικής εξέλιξης των βιωμάτων.
1 τοπίο < μεσαιωνική ελληνική τοπίο < ελληνιστική κοινή τόπιον < τόπος [< ] *top- [κείμαι] ή *tek-] [2. [σημασιολογικό δάνειο] γαλλική paysage 2 Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, συλλογή κειμένων, 1988 3 Ζήσης Κοτιώνης, Η τρέλα του τόπου, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2004 4 Περικλής Γιαννόπουλος, Η ελληνική γραμμή, από τα Άπαντα, Ελεύθερη Σκέψις, 1988, σ. 101 28
Αυτή η διαλεκτική ονομάστηκε από τον Άγγελο Σικελιάνο ως ερασμιότητα του τοπίου. Επιπλέον, το τοπίο αποτελεί κέντρο αναφοράς για κάθε πολιτισμό, όντας ο καμβάς της ανάπτυξης δραστηριοτήτων και βιωματικών εμπειριών. Ο Κώστας Μωραΐτης5 [2015] αναφέρει πως ο όρος «τοπίο», αναφέρεται σε ένα προσδιορισμό του τόπου από τον πολιτισμό, προσδιορισμό ο οποίος στην απλούστερη των περιπτώσεων περιορίζεται στην αντίληψη και ερμηνεία, ενώ στις περιπλοκότερες περιπτώσεις περιλαμβάνει την καταγραφή και παράσταση του ή ακόμη και δομική, κατασκευαστική παρέμβαση. Συνεχίζει στο ίδιο πνεύμα, τονίζοντας πως μπορούμε να περιγράψουμε το τοπίο ως σύνθεση όλων εκείνων των πολιτιστικών και πολιτισμικών πρακτικών που στοχάζονται, ερμηνεύουν και κατασκευάζουν τον τόπο - ως συγκεντρωτικό όρο ο οποίος επιτρέπει να αναφερθούμε σε όλες τις πρακτικές πολιτιστικής και πολιτισμικής δόμησης του τόπου συνολικά. Το τοπίο έχοντας την αισθητική της τέρψης χωροθετείται νοητά πέρα από τον τόπο, αφήνοντας το πολιτιστικό του αντίκτυπο σε αυτόν. Το τοπίο χαρακτηρίζεται ως κάτι «αδιανόητο» [Θεοδωρόπουλος, 1991], υποδηλώνοντας το εύρος των πολλαπλών εκφράσεων, ασύμβατων προς μία και μόνη στατική του καταγραφή. Οι κοινωνίες στο πέρασμα του χρόνου προσπαθούν να κατανοήσουν, να ελέγξουν, να ερμηνεύσουν και να ορίσουν τον τόπο. Αυτή η προσπάθεια ενσωματώνεται στον όρο του George Simmel 6[2004] «φιλοσοφία του τόπου», όπου πρακτικές οικειοποίησης, βιώματα ατομικά και συλλογικά, δράσεις προσδιορισμού και κατανόησης ή επανάκτησης του τόπου, έχουν ως απόρροια τον πολιτιστικό ορισμό του τόπου. Ο «τόπος τοπείου» ως χαρακτηρισμός του Ανδρέα Εμπειρίκου7 επιβεβαιώνει την σύνδεση τόπου και τοπίου, όπου το τοπίο εγγράφεται πάνω στον τόπο - που συνήθως ονομάζουμε τον φυσικό ή αστικό χώρο - με περιεχόμενο πολιτιστικό και πολιτισμικό, έχοντας ως δρώντα τον περιηγητή/περιπατητή. «Το τοπίο, αν και προϋποθέτει τον αυθύπαρκτο τόπο, τον υπερβαίνει. Συγκροτείται από την δράση του πολιτισμού, από κοινωνικές δραστηριότητες πολλαπλές και αλληλοεμπλεκόμενες, είτε αυτές εξαρχής αναφέρονται στον τόπο, είτε καταλήγουν σε αυτόν, ως τελικό πεδίο προβολής της έκφρασης τους» [Κώστας Μωραΐτης, 2015]. Το τοπίο λοιπόν δεν υπάρχει ως απομονωμένη φυσική συνθήκη, αλλά ως αποτέλεσμα της διαρκούς συσχέτισης φυσικών περιβαλλοντικών παραγόντων, δηλαδή στοιχείων συγκρότησης του τόπου, και κοινωνιών. Οι κοινωνικές αυτές συνθήκες, καταστάσεις, συγκροτούν επίσης τον τόπο και γεννούν το τοπίο. Σύμφωνα με τον Κ. Χατζημιχάλη [2011: 14, 16] «τα τοπία είναι ορατές εκφράσεις τριών παραγόντων, των γεωλογικών και των φυσικών διεργασιών, των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση και των κοινωνικών χώρων. Ουσιαστικά τα τοπία δεν είναι μόνο ένα κομμάτι γης με μια αστική, κοινωνική ή φυσική υλικότητα αλλά και ο χώρος όπου σημαντικό ρόλο παίζει η έννοια της θέασης, δηλαδή το πως οι οντότητες φαίνονται
5 Κώστας Μωραΐτης, Το τοπίο, πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου, Σημειώσεις για τη νεότερη τοπιακή επεξεργασία του τόπου, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2015 6 George Simmel, Philosophie der Landschaft, από το Das Individuum und die Freiheit, Essais. Βερολίνο, Ελλ. μετ. Φιλοσοφία του τόπου, στη συλλογή κειμένων G. Simmel: Περιπλάνηση στη Νεωτερικότητα [Simmel:2000] 7 Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, συλλογή κειμένων, 1988 29
από ένα συγκεκριμένο σημείο». Με περιεκτικό λόγο ο Δημήτρης Φατούρος 8εμπερικλεεί την έννοια του όρου σε μία φράση: «το τοπίο είναι ένας λαβύρινθος του βιωμένου και του φαντασιακού». Χώρος, τόπος και τοπίο σε μία σχέση ομόκεντρων κύκλων, σε μία σχέση περιέχοντος και περιεχομένου, όπου όσο πλησιάζεις στο κέντρο τόσο μεγαλώνει η επίδραση που ασκεί ο άνθρωπος με τις αντιλήψεις του, στο χωρικό υπόβαθρο. Ο χώρος ως γενική χωρική συνθήκη, εμπεριέχει τον τόπο, ως συγκεκριμένο βιωμένο χώρο με τα δικά του χαρακτηριστικά, ενώ τέλος, εμφανίζεται το τοπίο, σε μία ενιαία αντίληψη, με χαρακτήρα, φυσιογνωμία, σαν εικόνα - αντίληψη που εμφανίζει το σύνολο των χαρακτηριστικών του τόπου. Το τοπίο προσφέρει το χαρακτηριστικό της μοναδικότητας της οντότητας κάθε τόπου.
8 Δημήτρης Φατούρος, Το τοπίο: ένας κατάλογος σημειώσεων, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τεύχος 49, περίοδος Β’, Ιανουάριος - Φεβρουάριοε 2005, Αθήνα 30
31
3 / Κύθηρα η φυσιογνωμία ενός τόπου
3/1/ αλήθειες Η θέση/γεωγραφία, η μορφολογία, τα κατάλοιπα της ιστορίας με χωρικά αποδεικτικά στοιχεία, ο κάτοικος, η αρχιτεκτονική [ιδιωτική ή μη], το φυσικό περιβάλλον, θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως οι αλήθειες ενός τόπου. Ως χώρος νοείται το νησί, η αφηρημένη γεωγραφική οντότητα, ως τόπος, θεωρείται η οικιστική συγκρότηση του νησιού, οι οικισμοί, ο βιωμένος χώρος με τις αλήθειες και τα ιστορικά του ιζήματα, ενώ το τοπίο είναι αυτό που αποτυπώθηκε στη μνήμη και στη συλλογική συνείδηση μέσα στους κατοίκους, περιηγητές, εραστές του τόπου κατά καιρούς. η θέση του τόπου. Τα Κύθηρα, το νοτιότερο νησί των Επτανήσων, βρίσκεται νότια της Πελοποννήσου και βόρεια της δυτικής Κρήτης, στην είσοδο του Λακωνικού κόλπου. Αποτελεί ένα κομμάτι γης, το οποίο συναντάται στην συμβολή τριών πελάγων: του Μυρτώου στα ανατολικά [ως τμήμα του Αιγαίου πελάγους], του Κρητικού στα Νότια και του Ιονίου στα δυτικά. Ο Δ. Βασιλειάδης 1χαρακτηρίζει το νησί «ως έναν μεγάλο βιγλάτορα του νοτιά, ως μία ακροτελεύτια ελληνική φιγούρα στην κεντρική Μεσόγειο και σαν μια σταγόνα Μωριάς στην ανοικτίρμονη θάλασσα. Τα Κύθηρα στέκουν να κοιτούν στα βόρεια τη Λακωνία με τα δύο της πρόσωπα: τη Μάνη, την πύλη προς τον Άδη κατά τον μύθο, και την Επίδαυρο Λιμηρά. Γεωλογικό κατάλοιπο του Αιγαίου, τα Κύθηρα κοιτάζουν την Λακωνική γη με δέος, αφού οι ρέμπελοι κάβοι της, ο κάβο Μαλιάς και ο κάβος Ματαπάς, δεν είναι πρόσωπα που θα τ’αψηφήσεις. Βέβαια υπάρχει η ευδία του Ελαφονήσου ανάμεσα τους. Υπάρχει η τρικυμία του πιο άπιστου καναλιού… » [Δ. Βασιλειάδης, 1979]. Είναι ένας τόπος μακριά από τα συμπλέγματα νησιών τα οποία είναι συνυφασμένα με το ελληνικό καλοκαίρι, απομονωμένος και μοναχικός, γεμάτος με ΄θέλγητρα΄, αλλά ταυτόχρονα σε κοντινή απόσταση από την ηπειρωτική Ελλάδα, στο σημείο της Μεσογείου όπου σμίγει η Ανατολή και η Δύση. «Αποκεί περνάνε οι δύο κόσμοι, η αυγή και το ηλιοβασίλεμα, όρθρος και εσπερινός, ανατολή και δύση. Αποκεί πάντα περνούσαν. Περνούσαν και δεν σταματούσαν. Μονάχα στις μεγάλες φουρτούνες άραζαν. Τα καράβια που σκίζουν τα νερά του καναλιού είναι αμέτρητα, το χαράζουνε μέρα και νύχτα» [Δημήτρης Βασιλειάδης, 1979]. Η στρατηγική θέση του νησιού, μαζί με τα Αντικύθηρα, σημειώνεται και από τον Θουκυδίδη, στην ιστορική καταγραφή των γεγονότων του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αναγνωρίζεται από τότε η βαρυσήμαντη θέση του νησιού μεταξύ Κρήτης και Πελοποννήσου, καθώς και ως σημείο ένωσης εμπορικών δρόμων μεταξύ Μέσης Ανατολής και Δύσης. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο τόπος αυτός βρίσκεται στη συμβολή, στο σημείο σύγκλισης ενός σταυρικού σχήματος, μεταξύ τριών πελάγων. Πρόκειται λοιπόν, για ένα γεωγραφικό σταυροδρόμι, όπου συναντώνται, ενώνονται και διαχωρίζονται διαφορετικά πολιτιστικά
1 Δημήτρης Βασιλειάδης, Οδοιπορία στον Ελληνικό Χώρο, Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα, 1979 34
ρεύματα. Η γεωγραφική του θέση, εν κατακλείδι, καθιέρωσε τον τόπο, ως το ορμητήριο/ παρατηρητήριο της περιοχής. Συμπερασματικά, βρίσκεται ανάμεσα στο Αιγαίο και το Ιόνιο, στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, χωρίς όμως να μπορεί κανείς να τα εντάξει ανεπιφύλαχτα σε κανένα από τους παραπάνω χώρους, καθώς συγκεντρώνει στοιχεία από όλους τους.
Εικόνα 8: ο δρόμος του Καψαλιού, Γκραβούρα, 1785
35
Χάρτης 1, 2 : η θέση του τόπου στον Ελλαδικό χώρο & το αποτύπωμά του
36
Χάρτης 3: Χάρτης του νησιού, 1620
37
το βάπτισμα του τόπου. Στο λεξιλόγιο της αρχαιότητας, με το γράμμα α ως στερητικό, η λέξη ακύθηρος χαρακτήριζε τον στερημένο από θέλγητρα άνθρωπο. Ετυμολογικά υπάρχουν δύο εκδοχές για το όνομα του εν λόγω τόπου. Σύμφωνα με τον λεξικογράφο Ησύχιο και τον γεωγράφο του 1ου αιώνα μ.Χ. Ισίδωρου, η λέξη προέρχεται από το ρήμα κεύθω, το οποίο σημαίνει κρύπτω τον έρωτα στην κοιλιά, και αναφέρεται στη λατρεία της θεάς του έρωτα, Αφροδίτης. Στον αντίποδα αυτού, η ερμηνεία του Στέφανου Βυζαντίου, βασίζεται στον πρώτο οικιστή του νησιού, τον Κύθηρο από την Φοινίκη, δίνοντας φοινικική προέλευση στο όνομα. Παρόλα αυτά αν ληφθεί υπόψη η υπόθεση ότι οι Φοίνικες φέρεται να έφθασαν στα Κύθηρα τον 9ο ή 8ο π.Χ. αιώνα, τότε η φοινικική εκδοχή δεν πρέπει να ευσταθεί, εκτός αν υπάρχει προγενέστερη φοινικική παρουσία στα Κύθηρα, που δεν έχει ανιχνευθεί, αφού είναι γνωστή η θαλασσοκρατία του λαού αυτού στη Μεσόγειο ήδη από τον 15ο π.Χ. αιώνα [Κασσιμάτης, 1978]. Το όνομα του νησιού αποτελεί ένα από τα επτά αναφερόμενα αρχαιότερα ελληνικά τοπωνύμια, καθώς περιέχεται σε επιγραφή που βρέθηκε στη βάση αιγυπτιακού αγάλματος, την εποχή του Αμενόφι του Γ’, το 1400 π.χ. Η πρώτη ιστορική αναφορά γίνεται στα επικά έργα του Ομήρου, στη Ραψωδία Θ’ της Οδύσσειας και στην Ραψωδία Ο’ της Ιλιάδας, όταν ο Αίαντας θρηνεί για τον θάνατο του πιο αγαπητού του φίλου: η Κυθέρεια θεά του έρωτα τροφός 2[Κασσιμάτης, 1978]. Η Θεά Αφροδίτη, όπως θα αναλυθεί και στη συνέχεια, ταυτίζεται με τον τόπο. Εκτός όμως από τον Όμηρο, και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς της αρχαιότητας αναφέρουν το νησί με το όνομα Κύθηρα, όπως ο Πλάτωνας, ο Ηρόδοτος, ο Βιργίλιος, ο Οβίδιος, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοφώντας και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς. Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης αναφέρεται και σε έναν άλλον χαρακτηρισμό του νησιού, με το όνομα Πορφυρούσα, εξαιτίας της επεξεργασίας πορφύρας ενώ ο Ξενοφώντας στα Ελληνικά του χρησιμοποιεί τον όρο Κυθηρία γη. Η τέχνη της κατεργασίας της πορφύρας, ενός κοχυλιού [όστρακο Haustellum bandaris], από το οποίο έβγαινε το βαθύ κόκκινο χρώμα το οποίο χρησιμοποιούνταν στα βασιλικά ενδύματα, εισήχθηκε στο νησί από τους Φοίνικες. Η τεχνική αυτή προσέδωσε στο νησί την ονομασία Πορφύρις ή Πορφυρούσα. Ο δε πληθυντικός αριθμός, τα Κύθηρα, πιθανολογείται ότι αφορά και την ύπαρξη των γειτονικών Αντικυθήρων. Με το πέρασμα του χρόνου και των λαών που κατοίκησαν στο νησί, ο τόπος απέκτησε κατά την εποχή του Μεσαίωνα, 1260 μ.χ., μία ακόμα ονομασία, Τσιρίγο. Ετυμολογικά, ανάγεται στην λέξη Κύθηρα, μέσω ενός αμάρτυρου: Cytherium > Citerigo > Cirigo ή Cerigo. Με διαδοχικές παραφθορές της λέξης Κύθηρα οι Βενετοί, προσέδωσαν το όνομα Τσιρίγο στον τόπο.
2 Σύμφωνα με τον μύθο η θεά Αφροδίτη γεννήθηκε στο νησί. 38
φυσική ταυτότητα του τόπου. Η φύση είναι αυτή που πρώτη διαμορφώνει ένας τόπο. Στη φυσική του φυσιογνωμία αποτελεί ένα νησί μοναχικό, ως ένας «μεγάλος βιγλάτορας του νοτιά, ως μία ακροτελεύτια ελληνική φιγούρα στην κεντρική Μεσόγειο, μια σταγόνα Μωριάς στην ανοικτίρμονη θάλασσα», σύμφωνα με τον Δημήτρη Βασιλειάδη [1973], τα Κύθηρα, μαζί με τα Αντικύθηρα, διαμορφώνουν το νοτιοδυτικό τμήμα του εξωτερικού νησιωτικού τόξου του Αιγαίου. Αποτελούν το κορυφαίο αναδυμένο τμήμα του υποθαλάσσιου αβαθούς δίαυλου που συνδέει την Πελοπόννησο με την Κρήτη, και το Αιγαίο με το Ιόνιο, όντας κομβικό σημείο στη σύγκρουση τριών πελάγων. Με έκταση 277,28 km2 και μήκος ακτογραμμής 114,24 km2, σχήμα επίμηκες, με μέγιστο μήκος 29 km στον άξονα Β-Ν και μέγιστο πλάτος 19 km στον άξονα Α-Δ, έχουν ήπιο ανάγλυφο. Στο κέντρο του νησιού δημιουργείται ένα οροπέδιο με υψόμετρο περίπου 300m [περιοχή Μητάτων - Παλαιόπολης - Αγ. Βλασίου]. Περιφερειακά του νησιού το ανάγλυφο διαφοροποιείται, αφού χαρακτηρίζεται ως απότομο και τραχύ. Βορειοανατολικά και νοτιοδυτικά υψώνονται οι δύο σημαντικότεροι ορεινοί όγκοι, με υψόμετρα 507m και 490m, αντίστοιχα [MedINA, 20173]. Οι ακτές του βόρειου τμήματος παρουσιάζουν ποικιλομορφία ούσες ρηξιγενέις σε όλο σχεδόν το μήκος τους, όπως και οι δυτικές. Ως επικύρωση του έντονου ανάγλυφου του νησιού αποτελεί η μέση κλίση που υπολογίζεται στο 25% [MedINA, 2017]. Το συνολικό μήκος των ακτογραμμών του νησιού είναι περίπου 90 χιλιόμετρα. «Σαν άλλο γεωλογικό κατάλοιπο του Αιγαίου, το νησί δεν είναι άγριο, δεν είναι βουνίσιο, είναι ησυχασμένο, έχει καταλαγιάσει η ταραγμένη γη των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων έχει αναγείρει και πατιέται» [Δ. Βασιλειάδης, 1973]. Τα Κύθηρα συνδυάζουν αρμονικά την αγριότητα της αιγαιοπελαγίτικης ομορφιάς και την ευφορία του πράσινου χρώματος του Ιονίου και της Μεσογείου. Νησί των αντιθέσεων και στη φυσική του φυσιογνωμία, με την ανατολική και βόρεια πλευρά του νησιού να είναι ομαλές με πεδιάδες, ενώ η δυτική και η νότια είναι απόκρημνες, ιδιαίτερα στην περιοχή του Μυλοποτάμου. Πρόκειται για ένα νησί των αντιθέσεων. Με βάση τον προσανατολισμό, παρατηρούνται δύο μεγάλες αντιθέσεις, η μία από βορρά προς νότο σχετικά με την γεωμορφολογία του εδάφους και η άλλη από ανατολή προς δύση, όσον αφορά στο υδάτινο στοιχείο. Ως μία περιοχή συγκρούσεων και συμβιώσεων, τα Κύθηρα καταφέρνουν να συνδυάσουν αρμονικά τα χερσαία στοιχεία της Πελοποννήσου με της Κρήτης και την φυσιογνωμία του Αιγαίου με αυτής του Ιονίου πελάγους. Θα μπορούσε να ειπωθεί, επιπλέον, ότι η θέση του τόπου στο σύνολο της νησιωτικής Ελλάδας είναι διακριτική αν όχι αφανής.
3 Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο, Καταγραφή και Αξιολόγηση του Φυσικού Περιβάλλοντος Κυθήρων και Αντικυθήρων, Β’ Αναθεωρημένη Έκδοση, Ιούνιος 2017 39
ιστορικά θραύσματα του τόπου. Αν η φύση έχει την ευθύνη της παρθενογένεσης ενός τόπου, η εξελεγκτική του πορεία εξαρτάται από τον άνθρωπο και τις πράξεις αυτού, στο διάβα του χρόνου. Θα πραγματοποιηθεί μία συνοπτική ανασκόπηση στην ιστορία του τόπου και στις σημαντικές χρονικές τομές που επηρέασαν την εξέλιξη του τόπου. Έχοντας την αρχαιότητα ως απαρχή, η αρχαία ιστορία του νησιού, πατάει στην ιστορία των νησιών του Αιγαίου: Φοίνικες - Σπαρτιάτες - Αθηναίοι- Ρωμαίοι. Το «ταραγέμνο» κανάλι των Κυθήρων αποτελούσε από πανάρχαια χρόνια το χιλιοπατημένο θαλασσινό οδοιπορικό, το πιο αιματοβαμμένο, εννοώντας ο Δημήτρης Βασιλειάδης τη στρατηγική θέση που κατείχε το νησί στην Μεσόγειο και την δράση των πειρατών. «Ταξίδι στα Κύθηρα» και η πραγματικότητα μας πάει σε έναν τόπο, που η ιστορία δεν έφερε ποτέ στο προσκήνιο, αλλά πέρασε αφήνοντας έντονα τα σημάδια της. Κρήτες, Φοίνικες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Βενετοί και Άγγλοι σημάδεψαν ο καθένας με τον τρόπο και το χαρακτήρα της παράδοσης του τόπου, δημιουργώντας μία ιδιομορφία, όχι μόνο κοινωνική ή οικονομική, αλλά και πολιτιστική [Συλλογικός τόμος για τα Κύθηρα, 1983]. Τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα κατοικούνται από τα προϊστορικά χρόνια, με πρώτους κατοίκους τους Μινωίτες. Έπειτα ήρθαν στο νησί οι Φοίνικες και οι Μυκηναίοι και αργότερα οι Σπαρτιάτες. Οι Κρήτες ιδρύουν την πόλη Κύθηρα [Παλαιόπολη] και το επίνειό της, τη Σκάνδεια, στον κόλπο του Αυλέμονα. Στην ίδια περιοχή οι Φοίνικες [15ος αιώνας π.Χ.] ιδρύουν λιμάνι, τον Φοινικούντα και αποικία, για εμπορικούς σκοπούς και εισήγαγαν την αλιεία και την κατεργασία της πορφύρης κογχύλης. Κατά τον Ηρόδοτο, η ίδρυση ναού αφιερωμένου στη θεά Αφροδίτη, οφείλεται στους Φοίνικες, οι οποίοι εισάγουν από την ανατολή την λατρεία μιας όμοιας θεϊκής ύπαρξης. Με την ακμή του Μυκηναϊκού κράτους [1500-1100 Πχ.], το νησί περνάει στην κυριαρχία του. Στην περιοχή του Βόθωνα, της Παλαιόπολης , ανακαλύφθηκαν τέσσερις μυκηναϊκοί λαξευτοί τάφοι [Κασσιμάτης, 1978]. Εξαιτίας της έλλειψης ιστορικών μαρτυριών μέχρι το 600 π.Χ., δεν είναι γνωστή η Λακωνική κυριαρχία επί της νήσου, με την κατοχή των Σπαρτιατών να εναλλάσσεται με αυτής των Αθηναίων, μέχρι το 222 π.Χ. Την ίδια χρονική στιγμή, με την πτώση της Σπάρτης, τα Κύθηρα περιέρχονται στους Μακεδόνες ενώ έπειτα από την κατάληψη της Αχαίας, στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., τέθηκαν στα χέρια των Ρωμαίων. Στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο το νησί παρακμάζει, ενώ η περίοδος ακμής ξεκινάει κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, καθώς αποτελούν αποικία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Την περίοδο αυτή, 5ος - 7ος αιώνας μ.Χ., αναπτύσσονται γεωργικά νέες περιοχές και κτίζονται νέοι οικισμοί στην περιοχή της Παλαιόπολης και των Μητάτων. Αξιοσημείωτο είναι το πλήθος των βυζαντινών εκκλησιών και των μοναστηριών, που συναντώνται διάσπαρτα στην ενδοχώρα, σε συνολικό αριθμό που φτάνει τα τριακόσια μνημεία και ναούς. Το 1000 μ.Χ. το νησί ερημώνεται, και έναν αιώνα μετά εγκαθίστανται σε αυτό οι εκ Μονεμβασίας Ευδαιμονογιάννηδες. Το 1204 μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, κατά τη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας, τα Κύθηρα περιέρχονται για μικρό χρονικό διάστημα στην δικαιοδοσία 40
των Βενετών. Το 1248 κτίζεται ο μεγαλύτερος βυζαντινός οχυρωμένος οικισμός, ο οποίος και σώζεται μέχρι και σήμερα, με το όνομα Παλαιόχωρα ή Άγιος Δημήτριος. Έπειτα, το 1309, το νησί χωρίζεται με φεουδαρχικό τρόπο υπό την κυριαρχία των Βενετών, σε 24 τιμάρια, εκτός των περιοχών της Παλαιοχώρας και του Καψαλιού [Χώρας], και αυτό γιατί οι δύο αυτοί οικισμοί ήταν ήδη οχυρωμένοι. Οι Βενετοί κυριαρχούν στο νησί από το 1502 έως και το 1797. Το 1502 ανακατασκευάζεται από τους Βενετούς το κάστρο της Χώρας, ενώ 1537 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα λεηλατεί τη βυζαντινή πολιτεία του Αγίου Δημητρίου [Παλαιοχώρα], όπου πλέον ως πρωτεύουσα καθορίζεται ο οικισμός της Χώρας. Το 1562 κτίζεται το κάστρο στον Μυλοπόταμο και ενετικό καστέλι στον Αυλέμονα. Τον 16ο αιώνα το νησί απαριθμεί 4.000 κατοίκους, ενώ τα τελευταία χρόνια της Βενετικής κυριαρχίας ο πληθυσμός θα αγγίξει τις 7.500 κατοίκους. Το έτος 1797 οι νέοι κυρίαρχοι του νησιού είναι οι Γάλλοι, ενώ μετά από τρία ταραχώδη κοινωνικά χρόνια, το 1800, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνωρίζει το πολίτευμα της Πολιτείας των Ιον΄θων Νήσων. Το 1809 ξεκινάει η περίοδος της Αγγλοκρατίας για το νησί, η οποία συνδέθηκε με τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα αλλά και την έντονη κοινωνική καταπίεση. Είναι το 1815 που τα Κύθηρα μαζί με όλα τα Επτάνησα θα αποτελέσουν το Ηνωμένο Κράτος Ιόνιων Νησιών. Εν ολίγοις «Με μία ιστορία πλούσια κι όμως όχι ένδοξη, καθώς δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό στο παρελθόν του νησιού, εκτός ίσως από το γεγονός ότι κατόρθωσε να επιβιώσει ως σήμερα, μετά τους χαλασμούς και τα λογής δεινά, που σώριασαν πάνω του οι λογής κατακτητές, αιώνες ολόκληρους. Η παλιά φοινικική Πορφυρούσα έγινε τα Ησιόδεια Κύθηρα [όπως η φοινικική Αστάρτη έγινε η Κυθέρεια, η Ουράνια Αφροδίτη, πριν καταλήξει Πάνδημη, στην Κύπρο], που χωρίς να έχουν πλούτο, δύναμη ή αίγλη, αποτέλεσαν το μήλο της έριδας - ένα από τα πολλά - για την Αθήνα και τη Σπάρτη. Αιτία η στρατηγική τους θέση, αυτή η γεωγραφική μοναδικότητα, στην οποία χρωστά το νησί τους ταλανισμούς και τις όποιες εύνοιες της τύχης. Βουτηγμένο στην αφάνεια τους χρόνους της ρωμαϊκής κυριαρχίας, σπάρθηκε με εκκλησίες και μοναστήρια και ταυτόχρονα ερημώθηκε από πειρατικές επιδρομές, όσο αποτελούσε τμήμα της βυζαντινής επικράτειας……Σήμερα τα Κύθηρα συνεχίζουν την πορεία τους στο χρόνο, ηρωικό έρμαιο των εποχών και της ιστορίας, κουβαλώντας τα κατάλοιπα και τα σημάδια της και ζώντας την παρούσα στιγμή τους» [Αννίτα Π. Παναρέτου, 1990]4.
4 στο: Γιώργο Δρίζος, Μια ζωγραφική ματιά στην αρχιτεκτονική των Κυθήρων, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα, 1990 41
Χάρτης 4: Χάρτης Κυθήρων με τη διαχρονική εξέλιξη των οικισμών από την προιστοική εποχή μέχρι και σήμερα,
42
43
Εικόνα 9: Το κάστρο και η χώρα των Κυθήρων και το λιμάνι στο Καψάλι, 1863
44
Εικόνα 10: Άποψη από το Καψάλι, 1857
45
3/2/ μύθοι Η δημιουργία μύθων ανέκαθεν στόχευε στην επεξήγηση καταστάσεων και όψεων του κόσμου που δεν μπορούσαν να βρουν ερμηνεία στην αλήθεια. Σύμφωνα με τον Claude Lévi-Strauss, «οι μύθοι διερευνούνται ως οι αποσπασματικές πηγές προφορικής ιστορικής αφήγησης ως ενδείξεις κοινωνικών αξιών που διαμορφώνουν τον κοινωνικό χάρτη μιας ομάδας ανθρώπων και τις καθολικές [συμπατικές] δομές τους»1. Χαρακτηρίζει τον μύθο ως μια αρχετυπική μορφή, σαν βασικό στοιχείο της κοσμολογίας όλων των λαών. Η ελληνική αρχαιότητα είχε στη βάση της πορείας της στο χρόνο την σύνταξη μύθων. Η στρουκτουραλιστική μέθοδος ανάλυσης εφαρμόστηκε συστηματικά στον χώρο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας κυρίως από τους J.-P. Vernant, P. Vidal-Naquet και M. Detienne. Για τον τόπο των Κυθήρων επικρατούν δύο μύθοι, όσον αφορά την δημιουργία του τόπου και την σύνδεσή του με την αληθινή παντοτινή αγάπη και τον κρυμμένο έρωτα. Οι μύθοι αποτυπώθηκαν τόσο στην ιστορική όσο και στην συλλογική μνήμη, συνδέοντας τον τόπο με εξιδανικευμένες μορφές και έννοιες και επηρέασαν την μετέπειτα εξέλιξη του και τον συμβολισμό του. μύθος 1 / η ανάδυση. Όσον αφορά στο νησί των Κυθήρων, ο μύθος για την δημιουργία του τόπου αυτού, έχει ως απαρχή την γέννηση της Θεάς Αφροδίτης, ενός μυθικού θεϊκού προσώπου. Σύμφωνα με την Θεογονία του Ησίοδου, η Γη θέλοντας να τιμωρήσει τον άνδρα της Ουρανό για τα δεινά που της είχε προκαλέσει, κάλεσε τα παιδιά τους και ζήτησε να θανατώσουν τον πατέρα τους. Ο Κρόνος πήρε από τα σπλάχνα της μητέρας του ένα δρεπάνι και τον θανάτωσε κόβοντας τα γεννητικά του όργανα. Εκείνα έπεσαν στη θάλασσα των Κυθήρων και έγιναν μικρά νησάκια, ενώ το αίμα πέφτοντας, άγγιξε τον αφρό της θάλασσας και μέσα από την ένωση αυτών των δύο στοιχείων γεννήθηκε η Ουράνια Αφροδίτη [ετυμολογικά προέρχεται από την λέξη αφρός], η θεά του Έρωτα. Σε συνέχεια του μύθου, τα κύματα παρέσυραν τη θεά, η οποία έφθασε στην Πάφο της Κύπρου, όπου επίσης λατρεύτηκε ως θεά προστάτης του νησιού. Από τα Κύθηρα πήρε το προσωνύμιο Κυθέρεια, όπως αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα Ορφικά [6ος - 5ος αιώνας π.Χ.]. Η Κυθέρεια Ουράνια Αφροδίτη, λατρεύτηκε κατά την αρχαιότητα με τρεις μορφές: 1] ως Ουράνια θεά, προστάτης της αγάπης και του αγνού έρωτα, με κύριο τόπο λατρείας τα Κύθηρα και την Κύπρο, 2] ως Πάνδημος, προστάτης του σαρκικού έρωτα και της αναπαραγωγής, με κύριο τόπο λατρείας την Κύπρο, και τέλος 3] ως Αποστρόφια, λιγότερο γνωστή μορφή/ προστάτης της ηθικής τάξης και της οικογένειας, με τόπο λατρείας την Θήβα. Η ύπαρξη τριών προσωνύμιων επιβεβαιώνεται από τον ιστορικό Παυσανία στα Βοιωτικά, ο οποίος αναφέρει πως την αρχαία Θήβα κοσμούσαν τρία διακεκριμένα ξόανα της Aφροδίτης, αφιερώματα ευλαβικά της γυναίκας του βασιλιά Kάδμου Aρμονίας. Σύμφωνα πάλι με
1 Claude Lévi-Strauss, Μύθος και νόημα, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1986 46
την Θεογονία του Ησίοδου, η Aφροδίτη γεννήθηκε στα Kύθηρα ως Oυράνια και από εκεί ταξίδεψε στην Kύπρο, όπου όμως αποβιβάστηκε ως Πάνδημη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία με το δρεπάνι, τα πέταξε απ’ τη στεριά, στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην Κύπρο που βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη [αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη] την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα [και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.] Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή, να έχει ανάμεσα στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και τη γλυκιά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Θεογονία Ησιόδου, κείμενο σε απόδοση, στίχοι 1-1022 Η σύνδεση του νησιού των Κυθήρων με την γέννηση της θεάς Αφροδίτης, καθόρισε την μετέπειτα εξέλιξη του τόπου, καθώς προσέδωσε στο νησί τον ομηρικό χαρακτηρισμό ΄ζάθεα΄, δηλαδή πανάγια. Σύμφωνα με την Παλαιοντολογία, οι αρχαίοι Έλληνες συνέδεσαν την ανάδυση της Θεάς Αφροδίτης με την ανάδυση του τόπου των Κυθήρων, θέλοντας να ερμηνεύσουν σημειολογικά την γέννηση του νησιού από την θάλασσα. Ο αποσυμβολισμός του μύθου αναφέρεται σε γεωλογικές ανακατατάξεις που είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάδυση του τόπου από τη θάλασσα. Αποδεικτικά στοιχεία αυτού, αποτελούν τα παλαιοντολογικά ευρήματα από την υδάτινη ζωή σε εκτεταμένες περιοχές των Κυθήρων [Μητάτα, Βιαράδικα]. Ο Ισίδωρος [1ος αιώνας μ.Χ], είχε υποστηρίξει πως το νησί πήρε το όνομα του από την Κυθέρεια Αφροδίτη, και όχι το αντίστροφο. Η σύνδεση του νησιού με την θεά Αφροδίτη και η ταύτιση του ως λατρευτικού τόπου της, κατά την αρχαιότητα, είχε ως απόρροια την δημιουργία ναού αφιερωμένου στην θεά 47
στην περιοχή του Παλαιόκαστρου [6ος αιώνας π.Χ.]. Σε απόσταση 253 μέτρων από την θάλασσα, η περιοχή είχε χαρακτηριστεί από τον Θουκυδίδη ως ΄Άνω Κύθηρα΄ και ήταν η αρχαία πρωτεύουσα του νησιού. Την ύπαρξη ναϊκού οικοδομήματος επιβεβαιώνει και ο αρχαιολόγος Heinrich Schliemann2, κατά την επισκεψή του στο νησί στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι πιστοί προς τιμήν της θεάς ανεβοκατέβαιναν στο Παλαιόκαστρο κρατώντας τρυγόνια, τα ιερά πουλιά της θεάς. Κατά τη παράδοση οι κοπέλες του νησιού ζήτησαν από τη θεά να τους δίνει ομορφιά και χάρη. Η θεά άφησε τη ζώνη της την οποία όποια κοπέλα την έβλεπε γινόταν πολύ όμορφη.
Εικόνα 11: Η γέννηση της Αφροδίτης, La nascita di Venere, Sandro Botticelli, 1484-1485
2 Εφημερίδα Παλιγγενεσία, Νοέμβριος 1887, Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Βιβλιοθήκη της Βουλής 48
Εικόνα 12, 13: σκίτσο με ακουαρέλα της διεργασίας ανάδυσης του τόπου
49
μύθος 2 / ο κίτρινος έρωτας. Προστάτιδα του νησιού και του αγνού έρωτα, βάσει του δεύτερου μύθου, ήταν αυτή η θεά που προστάτευσε το γνωστότερο ζευγάρι της ελληνικής αρχαιότητας, τον Πάρη και την ωραία Ελένη. Σύμφωνα λοιπόν με την μυθολογία, η Αφροδίτη είχε υποσχεθεί στον Πάρη την Ωραία Ελένη της Σπάρτης, για την απόφαση του να δώσει σε αυτήν το μήλο της Έριδος. Σε συνέχεια του ίδιου μύθου, η θεά προστάτεψε το ζευγάρι μετά την απαγωγή της Ελένης από τον Πάρη. Στη διάρκεια του ταξιδιού τους για την επιστροφή στην Τροία, οι δύο τους βρήκαν καταφύγιο στο νησί των Κυθήρων έως ότου να φυσήξει ούριος άνεμος. Ένας από τους περιηγητές που πέρασαν από το νησι, ο Nicobay, Γάλλος γεωγράφος που ήρθε στα Κύθηρα το 1550, διηγείται ότι υπήρχε στο Παληόκαστρο άγαλμα της ωραίας Ελένης το κεφάλι του οποίου ο τότε Βενετός προβλεπτής μετέφερε στη Βενετία. Διηγείται ακόμη πως υπήρχε μια παραδοχή σύμφωνα με την οποία εδώ χάρηκε ο Πάρης τον έρωτά του με την Ελένη μετά την απαγωγή της, την οποία υποστηρίζει και ο Όμηρος. Σε συνέχεια του μύθου, το ζευγάρι πραγματοποίησε σπονδή από το λιμάνι της Σκάνδειας, επίνειο των κυθήρων, μέχρι το Παλαιόκαστρο όπου βρισκόταν ο ναός της θεάς Αφροδίτης. Πέραν όμως από την σύνδεση του πρώτου και του δεύτερου μύθου, μέσω μιας αρχετυπικής θεϊκής μορφής, ο δεύτερος μύθος συσχετίζει το ζευγάρι με ένα φυσικό στοιχείο του τόπου, το λουλούδι σεμπρεβίβα [sempre vivere: παντοτινή ζωή], ή ελίχρυσος ή σενέκιον το ταυγέτιον. Στο ταξίδι αυτό προς την Τροία, το ζευγάρι αποβιβάστηκε στα Κύθηρα για να πραγματοποιήσει σπονδές στην θεά Αφροδίτη και ολοκλήρωσε τον έρωτα του στο νησί. Ο Πάρης προσέφερε το λουλούδι με το κίτρινο χρώμα στην ωραία Ελένη ως αποδεικτικό της παντοτινής τους αγάπης. Το μυθολογικό αυτό αυτοφυές φυτό, συμβολίζει την αθανασία, την αιωνιότητα και λειτουργεί συνδετικά μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μύθου. Ένα φυσικό στοιχείο ως απόδειξη του συμβολισμού του τόπου με τον εξιδανικευμένο έρωτα.
50
Εικόνα 14 : Πάρις και Ωραία Ελένη, The loves of Paris and Helen, Jacques-Louis David, 1788
Εικόνα 15: Η σεμπρεβίβα
51
4 / σύνταξη μιας ουτοπίας
4/ συνταξη μιας ουτοπίας Στον καλλιτεχνικό και λόγιο κόσμο τα Κύθηρα ήταν και είναι η ‘Γη της Επαγγελίας’, η δεύτερη Ιθάκη του Οδυσσέα, ένας τόπος ουτοπικός, ένας τόπος που δεν υπάρχει, αλλά αποτελεί κομμάτι του φανταστικού, που η ιστορία δεν έφερε ποτέ στο προσκήνιο. Ο μύθος της γέννησης της Θεάς Αφροδίτης στιγμάτισε το νησί και την εξέλιξη της σύνταξης του ως ουτοπίας. «Το ταξίδι στα Κύθηρα», τίτλος γνωστός και κοινός, σηματοδοτεί ένα ταξίδι σε ένα τόπο που δεν υπάρχει στον πραγματικό κόσμο, μία νοσταλγική περιπλάνηση σε μέρη εξωτικά, ονειρικά. Διερευνάται ο τρόπος σύνταξης αυτής της ουτοπίας στην ποίηση, στην ζωγραφική και στον κινηματογράφο. Παρατίθενται δύο παραδείγματα από κάθε καλλιτεχνική πτυχή. Η αιώρηση σε έναν κόσμο που δεν έχει όρια, σε έναν ελεύθερο χώρο έκφρασης των εννοιών, πάνω από το τόπο, από το όριο του εδάφους. Η αιώρηση αυτή πραγματοποιείται με την ανάλυση και επεξήγηση παραδειγμάτων από εκφάνσεις των τεχνών: την ποίηση, τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο. Μέσω αυτών πραγματοποιείται η αφήγηση και η σύνταξη του ιδεατού χώρου. Συγκεκριμένα μέσα από τα εξής πρόσωπα και τα έργα τους: Ζωγραφική 1/ Jean-Antoine Watteau / Επιβίβαση στα Κύθηρα / 1717 2/ Γιώργος Δρίζος / Μία ζωγραφική ματιά στην αρχιτεκτονική των Κυθήρων / 1990 Ποίηση 1/ Charles Pierre Baudelaire / Ταξίδι στα Κύθηρα / 1789 2/ Κώστας Ουράνης / Ταξίδι στα Κύθηρα / 1920 Κινηματογράφος 1/ Γιώργος Τζαβέλλας / Μια ζωή την έχουμε / 1958 2/ Θεόδωρος Αγγελόπουλος / Ταξίδι στα Κύθηρα / 1985 Μέσα από τα παραπάνω πρόσωπα, θα διανύσουμε ένα διαφορετικό κάθε φορά «Ταξίδι στα Κύθηρα», αναλύοντας την ουτοπία που συντάχθηκε από τους δημιουργούς με φόντο τον τόπο των Κυθήρων. Οδοιπορικό σε τοπία μη υπαρκτά, εικονικά και ονειρικά, που πραγματεύονται τις ιδανικές συνθήκες του ανθρώπινου βίου. Η επιλογή του τόπου σύνταξης και εξέλιξης των ουτοπιών δεν θα μπορούσε να είναι αποδεσμευμένη από τους μύθους που πλανώνται γύρω από την νήσο των Κυθήρων και το αρχέγονο κυθέρειο τοπίο. Η ταύτιση του νησιού ως γενέθλιου τόπου της θεάς Αφροδίτης, το βάπτισμα του ως τόπος με κρυμμένα θέλγητρα, η κομβική αλλά και συνάμα μοναχική θέση του στη Μεσόγειο, καθώς και η συμβίωση αντίθετων στοιχείων με αρμονικό αποτέλεσμα, αποτέλεσαν την εναρκτήριο πράξη περί της αναζήτησης του εξιδανικευμένου τόπου. Ένας μύθος αρκούσε για να «σημαδέψει» τον τόπο, η ανάδυση της Αφροδίτης στην «Θεογονία» του Ησιόδου, στιγμάτισε αιώνες μετά διανοητές και καλλιτέχνες της Γαλλίας και της Ιταλίας, που με την σειρά τους επηρέασαν τις αντιλήψεις περί ουτοπικού τόπου τους νεότερους. 54
4/1/ ζωγραφική 1/ Jean-Antoine Watteau / Επιβίβαση στα Κύθηρα / 1717 O Jean-Antoine Watteau [1684-1721], ήταν γάλλος ζωγράφος και ένας από τους πρώτους εκπροσώπους του ροκοκό.1 Βασικό χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας του είναι τα έντονα αρμονικά μεταξύ τους χρώματα, ο απαλός φωτισμός και τα ειδυλλιακά τοπία. Το 1717, λίγο πριν τον θάνατο του, σαν το «κύκνιο άσμα» του, ζωγραφίζει τον πίνακα με τίτλο «Επιβίβαση στα Κύθηρα» [“L’ Embarquement pour Cythère”], γνωστός και ως «Προσκύνημα στη Νήσο των Κυθήρων». Σαν συνέχεια των αρχετυπικών μύθων, ο Watteau έχει ως βασικό θέμα τον ουτοπικό παράδεισο, επηρεασμένος από τις αλήθειες και τους μύθους του τόπου. Η αρχέγονη λατρεία της Κυθέρειας Αφροδίτης στο νησί και η συνήθεια των υπαίθριων, εύθυμων εορτών, έδωσαν την έμπνευση στον καλλιτέχνη. Σαν από σκηνή θεάτρου, ο πίνακας απεικονίζει μία ομάδα ανθρώπων με περούκες που προσκυνούν την θεά Αφροδίτη, τον αγνό έρωτα υμνόντας την φύση, την ελευθερία και τον ουράνιο έρωτα. Στον αέρα, σαν άλλες ουτοπίες, αιωρούνται φτερωτοί ροδαλοί άγγελοι, οι ερωτιδείς, που σηματοδοτούν τον προορισμό. Ο πίνακας έχει δύο παραλλαγές: η πρώτη εκδοχή με τίτλο «Επιβίβαση στα Κύθηρα»2, 1717, ενώ η δεύτερη εκδοχή με τίτλο «Προσκύνημα στη Νήσο των Κυθήρων», 1718-1719 βρίσκεται στο παλάτι Charlottenburg, στο Βερολίνο. Στη δεύτερη εκδοχή τα χρώματα είναι πιο ζωηρά, με έντονη την αντίθεση φωτός - σκιάς, ενώ βασική διαφορά αποτελεί η προσθήκη στην αριστερή πλευρά του πλοίου με το κατάρτι, και τους αγγέλους που το γυροφέρνουν. Πολυπληθέστερος, με τους φτερωτούς αγγέλους να εκτείνονται σε όλον τον πίνακα, να πετούν ανάμεσα στην αντένα και στα ξάρτια του πλοίου, ο Watteau εξελίσσει την αναπαραστατική του τεχνική με πληθωρικότητα. Και οι δύο εκδοχές είναι ένας ύμνος στην «άφατη ευτυχία», σε έναν μυθικό μυσταγωγικό χώρο λατρείας. Το Προσκύνημα στα Κύθηρα είναι μία εξωραϊσμένη επανάληψη πινάκων ζωγραφικής του Watteau, καθώς αναδεικνύει την επιπολαιότητα και τον αισθησιασμό του καλλιτεχνικού ρεύματος του ροκοκό. Σαν μία άλλη αναπαράσταση των περίφημων σκηνών «fêtes galantes»3 [σκηνές από υπαίθριες γιορτές], ο πίνακας αναπαριστά μία ερωτική γιορτή στο τοπίο των Κυθήρων. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Jean-Antoine Watteau δεν είχε επισκεφτεί ποτέ τα Κύθηρα, παρά κατασκεύασε με την φαντασία και με τους μύθους τον τόπο και τη μορφή του τοπίου του. Το έργο γιορτάζει τον έρωτα, σε ένα νησί που τον υμνεί από την αρχαιότητα. Από τον
1Αποτελεί καλλιτεχνι κό ρεύμα που διαδέχθηκε το κίνημα του Μπαρόκ και αναπτύχθηκες κυρίως στη Γαλλία, στις αρχές του 18ου αιώνα. Εκδηλώθηκε κατά κύριο λόγο στη ζωγραφική, στη διακόσμηση και στην αρχιτεκτονική. Στη ζωγραφική εκφράζεται μέσω των έντονων χρωμάτων, των καμπύλων, ενώ τα θέματα πηγάζουν από την μυθολογία. Βασικές αναπαραστάσεις του είναι οι άγγελοι, οι ευχάριστες καθημερινές σκηνές, τα ειδυλλιακά τοπία και πρόσωπα. 2 Ο πίνακας εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. 3 Ονομάστηκαν οι ειδυλλιακές σκηνές στην εξοχή με ανθρώπους να γλεντούν και να χαίρονται τη ζωή τους, και ανήκουν στο καλλιτεχνικό ρεύμα ροκοκό 55
μύθο της ανάδυσης της θεάς Αφροδίτης έως τον μύθο της ολοκλήρωσης του έρωτα του Πάρι και της Ωραίας Ελένης, και από το σύμβολο της παντοτινής ζωής με το λουλούδι της σεμπρεβίβας. Ερωτιδείς περιίπτανται πάνω από ένα τοπίο ανθισμένο, σε μία οργιώδη φύση, γύρω από τα ζευγάρια, τα οποία ακολουθώντας τα βήματα του Πάρι και της Ελένης, προσκυνούν το άγαλμα της Θεάς και ζητούν την προστασία της. Το τοπίο συντάσσεται σαν ένας εξιδανικευμένος τόπος, με στοιχεία από την ηδυπάθεια του Peter Paul Rubens και από το όνειρο του Leonardo Da Vinci. Το τοπίο του Watteau είναι μία οπτασία τη στιγμή που εξαφανίζεται, προσφέροντας στον θεατή μία εικόνα του παραδείσου, που του την αναιρεί την επόμενη στιγμή. Αυτο πραγματοποιείται αντιπαραθέτοντας την ουτοπική εικόνα με την εκάστοτε πραγματικότητα. Στο προσκήνιο πάνω σε ένα έξαρμα του εδάφους, υπάρχουν τρία ζευγάρια εραστών, σαν φωτογραφική εξέλιξη κινήσεων του ανθρώπινου σώματος. Συγκεκριμένα από δεξιά προς αριστερά: ένα ζευγάρι που κάθεται και ασχολείται με πάθος με το ραντεβού του, το μεσαίο ζευγάρι που σηκώνεται από το έδαφος και τέλος ακολουθεί το τρίτο ζευγάρι, το οποίο είναι σε όρθια στάση, με την κοπέλα να ρίχνει ματιές πίσω της, στο άλσος της Θεάς Αφροδίτης. Στο παρασκήνιο, στους πρόποδες του λόφου, ζευγάρια σε κατάσταση ευτυχισμένης μέθης, ετοιμάζονται να επιβιβαστούν στο πλοίο. Είναι αναμφίβολο αν τα ζευγάρια επιβιβάζονται ή αποβιβάζονται από το καράβι που περιστοιχίζεται από τους αγγέλους. Υπάρχει ένα αίνιγμα σχετικά με την επιβίβαση ή αναχώρηση από το νησί. Ο ουτοπικός παράδεισος του Watteau σηματοδοτεί έναν τόπο όπου ο καθένας μπορεί να βρει τον ιδανικό σύντροφο. Αυτός ο τόπος είναι η νήσος των Κυθήρων, αφήνοντας ένα γλυκόπικρο αίσθημα, και αψηφώντας το ταξίδι των αρχαίων χρόνων. «Η Επιβίβαση στα Κύθηρα, το πιο διάσημο ζωγραφιστό πλοίο που ναυπήγησε ο Watteau για τις ανάγκες των ερωτικών γιορτών του, τούτη την πιο ψηλή κορφή του ροκοκό, δεν ήταν και αυτή παρά μία από τις πολλές γιορτές της καλπαστικά ανερχόμενης γαλλικής αστικής τάξης των αρχών του 18ου αιώνα… Ο Watteau είχε όλο το δικαίωμα να είναι κωμικά αισιόδοξος: η αστική τάξη δεν είχε καταλάβει ακόμα την εξουσία και είναι ζωηρή και ευδιάθετη, γιατί ονειρεύεται από τώρα την επιβίβασή της για τα Κύθηρα», [Βασίλης Ραφαηλίδης, 2003]. Για τους αδελφούς Goncourt, «Επιβίβαση στα Κύθηρα», είναι ο έρωτας, αλλά ένας έρωτας ποιητικός, ένας έρωτας που ονειρεύεται και στοχάζεται, ένας έρωτας μοντέρνος, με τις νοσταλγίες του και τη γιρλάντα της μελαγχολίας του» [Βασίλης Ραφαηλίδης, 2003]. Σύμφωνα με τον Jonathan Jones, αρθρογράφο στην εφημερίδα Guardian4, o Watteau αγγίζει κάποια βαθύτερη χορδή στην ψυχοσύνθεση του δυτικού ανθρώπου. Και μαζί έναν ολόκληρο ιδεολογικοποιημένο κόσμο που εμφαννίζεται εδώ και εκεί, σε όλη την πορεία της νέας, ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Ο πίνακας είναι ένας επαναπροσδιορισμός, μία ανασύνθεση του μύθου περί της γέννησης της Αφροδίτης, με στοιχεία από τον πίνακα «Η γέννηση της Αφροδίτης» του Sandro Botticelli [1485-1486], όπως το πάμφυτο νησί και οι ερωτιδείς, και από τους πίνακες του Leonardo Da vinci με τα μυστηριακά τοπία, με
4 Jonathan Jones, Watteau at the Royal Academy: the theatre of life, Art & Design, 14/03/201, The Guardian 56
το νησί να μοιάζει πιο επικίνδυνο. Ο πίνακας κατάφερε να λειτουργίσα καταλυτικά στην σύνταξη του ουτοπικού, ιδεατού τόπου στη συλλογική συνείδηση, στον καλλιτεχνικό και λόγιο κόσμο που έπεται αυτού, και στην ταύτιση του με το νησί των Κυθήρων.
57
Εικόνα 15: Πίνακας με τίτλο Επιβίβαση στα Κύθηρα, “L’ Embarquement pour Cythère” , Jean-Antoine Watteau, 1717
58
Εικόνα 16: Πίνακας με τίτλο Προσκύνημα στη Νήσο των Κυθήρων, “L’ Embarquement pour Cythère” , Jean-Antoine Watteau, 1718-1719
59
2/ Γιώργος Δρίζος / Μια ζωγραφική ματιά στην των Κυθήρων / 1990 Στα νεότερα χρόνια, αρκετά μεταγενέστερος του Jean-Antoine Watteau, με απόσταση στις τεχνοτροπίες και στα καλλιτεχνικά κινήματα, ο ζωγράφος/τοπιογράφος Γιώργος Δρίζος [1930-], φιλοτεχνεί [1990]5 μία σειρά από πίνακες αφιερωμένους στο νησί και στην αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία. Αν και όχι Κυθηραίος, ο Δρίζος γοητεύεται από τα Κύθηρα και εγκαθίσταται στο νησί. Έχοντας ως πηγή έμπνευσης του την φύση, το χρώμα αποτελεί το βασικό στοιχείο των ζωγραφικών του συνθέσεων, σε μία ελεύθερη απεικόνιση του τοπίου. Ο Δρίζος συντάσσει το Κυθέρειο τοπίο μέσα από την βιωματική του ματιά. Προβάλει την πολυσύνθετη αισθητική διάσταση του νησιού που υπάρχει στο βάθος της ψυχής του. Οι πίνακες του χαρακτηρίζονται από το άπλετο φως, την πολύμορφη φύση του νησιού και την ιδιόρρυθμη και πολυσύνθετη αρχιτεκτονική κληρονομιά του, με ένα αίσθημα μυστηριακό. Δεν συντάσσει ουτοπία, αλλά παρουσιάζει τον τόπο και το τοπίο του μέσα από τις αλήθειες. Σύμφωνα με την ιστορικό τέχνης, αναπληρώτρια καθηγήτρια στη σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, Μελίτα Εμμανουήλ, «αρχαϊκή, σκληρή, φλογερή θα έλεγε κανείς, είναι η βίωση του τοπίου από τον Γιώργο Δρίζο, έναν από τους maîtres της νεοελληνικής ζωγραφικής. Βουνοπλαγιές της Λακωνίας, τα Κύθηρα με τον κάμπο, την Παλαιόπολη με τα αρχαία ερείπια, το Λειβάδι, τα Φριλιγγιάνικα, το Καψάλι, τον Ποταμό είναι τόποι, που γίνονται μέσα από το έργο του σύμβολα, ΄μια ευτυχία των ματιών, που είναι και της ακοής και της αφής και του νου΄, αφού μας μεταδίδουν την αίσθηση του αυγουστιάτικου μεσημεριού, την καλοκαιρινή ραστώνη. Τα έργα του μας γοητεύουν καθώς ΄τραβούν το κουρτινάκι σε κάποια μυστική γωνιά της ψυχής μας και παρακολουθούμε άφωνοι μία πραγματικότητα που είναι θαμμένη μέσα στη συνείδηση μας, που μας πάει πίσω στα παιδικά μας χρόνια ή σε στιγμές ξεχασμένες, τότε που είμαστε ερωτευμένοι»6. Γίνεται κατανοητό πως ο Δρίζος, χρησιμοποιεί το τοπίο ως αναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά συντάσει την ουτοπία εντός του μυαλού, μέσα από την παρατήρηση. Αν μιλούσαμε για λογοτεχνία ή για ποίηση θα μπορούσε να ειπωθεί η τεχνική της επίκλησης στο συναίσθημα. Αυτό επιτυγχάνει ο Γιώργος Δρίζος, χρησιμοποιώντας ως χωρικό υπόβαθρο τον πραγματικό τόπο ως έχει, με το τοπίο του, προκαλεί την εμφάνιση αναμνήσεων. Το τοπίο των Κυθήρων ο εικαστικός πιο πολύ το αισθάνεται και το βιώνει με την συνείδηση του, παρά με την όραση του. Χρησιμοποιεί ζεστά χρώματα όπως η ώχρα, το κίτρινο, οι σιένες, το χρώμα του κρόκου, το κόκκινο, κατασκευάζοντας τα λιβάδια, τους κάμπους και τους όγκους των σπιτιών του νησιού. Η ζωγραφική απεικόνιση του τοπίου του είναι απαλλαγμένη από καθετί τυπικό, γραφικό και ουσιαστικό. Δίνει σημασία στο
5 Γιώργος Δρίζος, Μια ζωγραφική ματιά στην αρχιτεκτονική των Κυθήρων, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα, 1990 6 στο ίδιο, σ. 45 60
όλο του φωτός και στη χρωματική αξία που το περιβάλλει, προχωρόντας πέρα από την επιφανειακή ωρολόγια του ακαδημαϊκού ιμπρεσιονισμού. Τα τοπία του είναι προσωπικές ερμηνείες, γήινα, ερωτικά και αισθησιακά, ένα αρμολόγημα ουτοπικού και πραγματικού κόσμου.
Εικόνα 17: Αισθητική του εγκέλαδου, Κύθηρα - Χύτρα, Ελαιογραφία, Γιώργος Δρίζος, 1990
61
Εικόνα 18: Ακανόνιστη αντιπαράθεση επιφανειών, Τοπίο των Κυθήρων 2, Γιώργος Δρίζος, 1990
62
Εικόνα 19: Πιτσινάδες, Τοπίο των Κυθήρων 2, Γιώργος Δρίζος, 1990
63
Εικόνα 20: Τριγωνικές οροφές, Τοπίο των Κυθήρων 2, Γιώργος Δρίζος, 1990
64
Εικόνα 21: Φρουριακές μνήμες, Κάστρο Κυθήρων, Γιώργος Δρίζος, 1990
65
4/2/ ποίηση 1/ Charles Pierre Baudelaire / Ταξίδι στα Κύθηρα / 1789 Ο γάλλος ποιητής Charles Pierre Baudelaire [1821-1867], ο Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής, όπως τον χαρακτήρισε ο Jules Barbey d’ Aurevilly7, είναι εκφραστής του Ρομαντισμού8, ενώ για ορισμένους και θεμελιωτής του συμβολισμού. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως «ο ρομαντισμός δεν βρίσκεται ούτε στην επιλογή του θέματος ούτε στην ακρινή αληθεια, αλλά περισσότερο σε έναν τρόπο να αισθάνεσαι τον κόσμο». Το έργο του κυριαρχείται από τις πεποιθήσεις του, από την «ύφανση» αντίθετων εννοιών, όπως της ομορφιάς με την κακία, της βίας και της ηδονής, της μελαγχολίας και της νοσταλγίας. Απέρριψε τις πλάνες του ρεαλισμού και της «τέχνης για την τέχνη», έχοντας την αίσθηση της κατάρας που βαραίνει κάθε ανθρώπινο πλάσμα μετά το προπατορικό αμάρτημα. Στόχευε στην κατάκτηση μίας θεμελιώδους αλήθειας. Σε αυτό το ποιητικό πλαίσιο, μην έχοντας επισκεφτεί ποτέ τα Κύθηρα, αλλά μάλλον επηρεασμένος από τους μύθους και από τις περιγραφές του Gérard de Nerval9, ο οποίος το 1843 και στο δωδεκάμηνο ταξίδι του περνά διάστημα της ζωής του στο νησί, αναφέροντάς το στο έργο του «Ταξίδι στην Ανατολή» 1851, γράφει ένα δεκαπεντάστοιχο ποίημα αφοερωμένο στο νησί, ενταγμένο στη ποιητική του συλλογή το 1857. Συγκεκριμένα αναφέρει «έψαχνα τους βοσκούς και τις βοσκοπούλες του Watteau, τα στολισμένα με γιρλάντες πλοία τους που πλησίαζαν τις ανθισμένες όχθες, ονειρευόμουν αυτές τις τρελές συντροφιές των προσκυνητών της αγάπης…δεν είδα εκεί, παρά έναν τζέντλεμαν που σημάδευε μπεκάτσες και περιστέρια», ενώ σε άλλο σημείο του κειμένου του περιγράφει «Φτάνουν, πλησιάζουν, γλύφουν ερωτικά τα θεία κύματα, που χαρίζουν την ημέρα στα Κυθέρεια... Αλλά τι λέω: Μπρος μας επί του ορίζοντα αυτή η ασημόχρυση ακτή των εμπόρφυρων λόφων που μοιάζουν με σύννεφα είναι αυτή η νήσος της Αφροδίτης, τ΄ αρχαία Κύθηρα με τις πορφυρές ακτές. Κυθείρη πορφυρούσα... Σήμερα η νήσος λέγεται Τσιρίγο και ανήκει εις τους Άγγλους…». Είναι φανερό πως ο πίνακας του Αntoine Watteau έχει επηρεάσει και τους δύο ποιητές/πεζογράφους. Η αναπαράσταση ενός τόπου αποτυπώθηκε στην ατομική τους μνήμη σαν κάτι υπαρκτό, που αναπαριστά μία αλήθεια. Βασιζόμενος στα παραπάνω, το 1855 γράφει το ποίημα «Ταξίδι στα Κύθηρα» ή «Un Voyage à Cythère» , ενώ ο ίδιος δεν είχε πραγματοποιήσει ποτέ αυτό το ταξίδι, περιγράφει ένα οδοιπορικό στην «δύσκολη επιτυχία», πραγματοποιώντας ένα νοητό ταξίδι στον τόπο. Ενώ η αρχή του ποιήματος είναι ευοίωνη, θα διαπιστώσει, γράφοντας, πως
7 Jules Barbey d’ Aurevilly, Γάλλος μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος [1808-1889] 8 Καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στην Δυτική Ευρώπη και διαδέχθηκε ιστορικά τον διαφωτισμό. Κύριο γνώρισμα του αποτελεί η έμφαση στην πρόκληση ισχυρής συγκίνησης μέσω της τέχνης, ενώ αποδεσμεύεται από τις κλασικές αντιλήψεις, έχοντας μεγαλύτερη ευελιξία και ελευθερία στη φόρμα. Η λογική δεν έχει κυρίαρχη μονόπλευρη θέση, αλλά συνδιαλέγεται με το συναίσθημα. 9 Γάλλος ρομαντικός ποιητής και πεζογράφος [1808-1855]. Ανήκε στην Γαλλική σχολή των «καταραμένων» ποιητών 66
όλα τα πλοία προς το νησί έχουν βουλιάξει. Αρχικά, στην πρώτη στροφή, εκφράζει τον ενθουσιασμό και τη χαρά του για το ταξίδι: «Σαν το πουλί περίχαρη πετούσε και η καρδιά μου κι ελεύτερη τριγύριζεν ανάμεσα απ’ τα ξάρτια. Κάτου απ’ τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο». Αυτός ο ενθουσιασμός πηγάζει από την εικόνα του ιδεατού κόσμου που προσεγγίζει. Εν συνεχεία, στη δεύτερη στροφή πραγματοποιείται η γείωση. Έχοντας οπτική επαφή με το νησί, ο ίδιος ρωτά «ποιο είναι το θλιβερό και μαύρο νησί που βλέπει», παίρνοντας προς δυσαρέσκεια του την απάντηση πως είναι τα Κύθηρα. Στο σημείο αυτό ξεκινά η αποδόμηση του ουτοπικού τόπου: «Τα Κύθηρα· των τραγουδιών η φημισμένη χώρα, των γεροντοπαλίκαρων η χιλιοπατημένη παράδεισο· και μ’ όλα αυτά φτωχή του η γη, για κοίτα!». Όντας απογοητευμένος καταρρίπτει την πλασματική εικόνα περί ιδεατού τόπου, και χαρακτηρίζει το τοπίο μαύρο και φτωχικό. Με την ερώτηση που θέτει, θέλει ίσως να δείξει ότι το λογοτεχνικό τοπίο διαφέρει από το πολιτισμικό τοπίο, τόσο που δεν είναι αναγνωρίσιμο. Στην τρίτη στροφή παρατηρείται πάλι αντίθεση, με την επαναφορά στον μύθο, και στις ομορφιές του νησιού, στον αρχέγονο μύθο της γέννησης της Αφροδίτης. Το φτωχικό και θλιβερό νησί γίνεται πάλι γλυκό και φορτωμένο, με τον ρεαλισμό και ρομαντισμό σε αλληλουχία. Συνεχίζει, αναφέροντας την αγιότητα του τόπου. Την θρησκευτική διάσταση που βρίσκουν καταφύγιο οι στεναγμοί των πιστών. Τα θρησκευτικά σύμβολα αποδίδουν την ένδειξη της καθαρότητας που έχει ο τόπος. Παρατηρούμε λοιπόν, μία εναλλαγή αιώρησης και γείωσης, ευτοπικού και δυστοπικού τόπου. Οι εκφάνσεις του τόπου είναι αντιφατικές και κινούνται αλλεπάλληλα μέσα από αντιστικτικές μεταβολές. Ενώ θα περιμέναμε μία κλασσική περιγραφή του νησιού, ως νήσος ερωτικής πλησμονής, ο ποιητής μας γειώνει σε μία ζοφερή πραγματικότητα, σε μία φθαρμένη αίγλη. Παρόλα αυτά δίνει στίγματα της προσδοκούμενης εικόνας του μύθου, που έπειτα τις αναιρεί: «Ωραίο νησί με τις χλωμές μυρτιές, μυριανθισμένο, κι απ’ όλα τα έθνη δοξαστό στων αιώνων τους αιώνες, που σ’ εσέ φέρνουν οι καρδιές τ’ αναστενάσματά τους, σαν της λατρείας το λιβάνι απάνου από ‘να κήπο ρόδων ή σαν περιστεριού παντοτινό το βόγγο! Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι χέρσο και μια ερημιά κακοτοπιά που την αναταράζαν στριγγιές φωνές. Μα ξάνοιγα παράξενο εκεί κάτι». Με μία διάθεση ειρωνικής αμφισβήτησης αναιρεί τον μύθο. Δεν συντάσσει μία νέα ουτοπία, αλλά «πατάει» σε μία υπάρχουσα, την οποία την αποδέχεται, μέσα από ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ενώ ταυτόχρονα την αμφισβητεί και κατακρίνει την εγκυρότητα του μυθικού τόπου.
67
Ταξίδι στα Κύθηρα Σαν το πουλί περίχαρη πετούσε και η καρδιά μου κι ελεύτερη τριγύριζεν ανάμεσα απ’ τα ξάρτια. Κάτου απ’ τον ξάστερο ουρανό κυλούσε το καράβι σα μεθυσμένος άγγελος από λαμπρότατο ήλιο. Το μαυρονήσι ποιο είν’ αυτό το θλιβερό; Μας είπαν: — Τα Κύθηρα· των τραγουδιών η φημισμένη χώρα, των γεροντοπαλίκαρων η χιλιοπατημένη παράδεισο· και μ’ όλα αυτά φτωχή του η γη, για κοίτα! Για τα γλυκά τα μυστικά, για όσες γιορτές γιορτάζει, νησί, η καρδιά, νά! της αρχαίας το φάντασμα Αφροδίτης απάνου από τα κύματά σου υπέρκαλο αρμενίζει, γιομίζοντας τους λογισμούς λαγγέματα και αγάπες. Ωραίο νησί με τις χλωμές μυρτιές, μυριανθισμένο, κι απ’ όλα τα έθνη δοξαστό στων αιώνων τους αιώνες, που σ’ εσέ φέρνουν οι καρδιές τ’ αναστενάσματά τους, σαν της λατρείας το λιβάνι απάνου από ‘να κήπο ρόδων ή σαν περιστεριού παντοτινό το βόγγο! Τα Κύθηρα δεν ήταν πια παρά χωράφι χέρσο και μια ερημιά κακοτοπιά που την αναταράζαν στριγγιές φωνές. Μα ξάνοιγα παράξενο εκεί κάτι. Ναοί δεν ήταν που ίσκιωνα τα δεντρολίβανα, όπου η νέα ιέρεια των ανθών η ερωτεμένη ερχόταν με το κορμάκι από κρυφές φωτοκαμένο φλόγες, σε φόρεμα μισανοιγμένο από διαβάτρες αύρες. Μα νά! Καθώς πλευρώνοντας άκρη-άκρη το ερμονήσι, ξαφνίζαμε και τα πουλιά με τ’ άσπρα τα πανιά μας, που ήταν είδαμε στητή κρεμάλα από τρεις κλάδους· ξεχώριζε μαυριδερή σα να ήταν κυπαρίσσι. Όρνια άγρια στο ταΐνι τους σκαρφαλωμένα απάνου με λύσσα τρώγανε ώριμο πια κάποιον κρεμασμένο· και το καθένα φύτευε τη βρωμερή του μύτη, χώνοντάς τη, σα σύνεργο, παντού μέσ’ στη σαπίλα. Τρύπες τα μάτια του, κι απ’ την αδιάντροπη κοιλιά του βαριά τ’ άντερα χύνονταν απάνου στα μηριά του, κι από γλυκάδες βδελυρές χορτάτοι οι δήμιοί του, δέρνοντάς τον, ολότελα τον είχαν ευνουχίσει. Κάτου στα πόδια του αγριμιών ζηλιάρικα κοπάδια, με μούρες ανασηκωτές, γυρίζαν τριγυρίζαν, και ζώο πιο μεγαλόκορμο στη μέση τους κουνιούνταν από τους παραστάτες του τριγυριστός, ο μπόγιας. 68
Στα Κύθηρα που κάθισες, παιδί ουρανού πανώριου, αμίλητος υπόμενες βρισιές, χτυπιές, ω φρίκη! για να πλερώσεις άτιμες λατρείες σου κι αμαρτίες που σου το απαγορέψανε το μνήμα. Ω κρεμασμένε ρεζιλεμένε, οι συφορές σου, οι συφορές σου, και όταν είδα να ρεύει το κορμί σου, αιστάνθηκα ώς απάνου στα δόντια μου, σαν εμετός, να μου ξανανεβαίνει των πόνων του παλιού καιρού το φαρμάκι, ποτάμι. Μπροστά σ’ εσέ, φτωχέ άμοιρε και πόσο αγαπημένε! όλα τα ράμφη αιστάνθηκα των που τρυπούν κοράκων και που πονούν, και τα σαγόνια των παρδάλεων όλα που άλλοτε τόσο ορέγονταν τη σάρκα μου να τρίβουν. — Ωραίος ήταν ο ουρανός και η θάλασσα καθρέφτης, για μένα αιματοσπάραχτα μαύρα στο εξής τα πάντα, και νά! την είχα, αλίμονο! σα σε χοντρό σουδάρι σ’ αυτό το παραμάντεμα θαμμένη την καρδιά μου. Δεν ηύρα στο νησί σου ορθό, Αφροδίτη, ή μια κρεμάλα, ένα σημείο, και κρέμοταν η εικόνα μου από κείνη. Το θάρρος και τη δύναμη, Θεέ μου, ν’ αντικρύσω το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως ν’ αηδιάσω. μτφ. Κωστής Παλαμάς, Παγκόσμια ποιητική Ανθολογία, τ. Α’, επιμ. Δημήτρης Γιάκος και Μανώλης Γιαλουράκης, Εκδόσεις Αυλός, Αθήνα, 1977, σ.265-266
69
Η μετάβαση από την αθωότητα στην βιωματική εμπειρία, στο δρόμο προς την αυτογνωσία, από την έκσταση στην συνειδητοποίηση της φρικτής πραγματικότητας κορυφώνεται προς το τέλος του ποιήματος: «Ω κρεμασμένε ρεζιλεμένε, οι συφορές σου, οι συφορές σου, και όταν είδα να ρεύει το κορμί σου, αιστάνθηκα ώς απάνου στα δόντια μου, σαν εμετός, να μου ξανανεβαίνει των πόνων του παλιού καιρού το φαρμάκι, ποτάμι. Μπροστά σ’ εσέ, φτωχέ άμοιρε και πόσο αγαπημένε! όλα τα ράμφη αιστάνθηκα των που τρυπούν κοράκων και που πονούν, και τα σαγόνια των παρδάλεων όλα που άλλοτε τόσο ορέγονταν τη σάρκα μου να τρίβουν». Ο Baudelaire είναι επηρεασμένος φανερά από τον πρωταρχικό μύθο για την ανάδυση του νησιού, από την διαμάχη του Κρόνου με τον Ουρανό, όπου η φύση φανερώνει το βίαιο και θανάσιμο πρόσωπο της. Παρουσιάζεται όχι μία στιγμή κατά την οποία απαγχονίζεται κάποιος, αλλά το αποτέλεσμα της εγκατάλειψης και της ασέβειας προς το νεκρό σώμα. Νεκρό τοπίο και σώμα σε κατάσταση σύνδεσης, καθώς υποδηλώνεται ότι το σώμα είναι το ίδιο το νησί. Αυτή η παρομοίωση ίσως να σηματοδοτεί την απόλυτη γείωση στη πραγματικότητα και την άρνηση του ιδεατού τόπου. Η μυθική ευδαιμονία μετατρέπεται σε λύπη, φόβο και απογοήτευση, κατακρημνίζοντας το φαντασιακό. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο Βασίλη Ραφαηλίδη10, το κάλεσμα σε ταξίδι δεν είναι παρά το ειρωνικό ποιητικό «διάβασμα» του διάσημου πίνακα του Αntoine Watteau, που τον γνώριζε καλά ο Baudelaire, ενώ ήταν από τους λίγους που είχαν καταλάβει πως τα Κύθηρα δεν υπάρχουν, παρά μόνο ως συνώνυμο της ουτοπίας. Συνεχίζει, τονίζοντας πως ο «παρακμίας» Baudelaire θα επιχειρήσει το δικό του ταξίδι στα Κύθηρα μέσα απ’ το όπιο, εγκαινιάζοντας έτσι μια καινούργια εποχή στα ποιητικά «ταξίδια», που συνεχίζεται. Έναν αιώνα σχεδόν μακριά από το 1789 και το 1717, τη χρονιά που ο Watteau φιλοτέχνησε τον πίνακα και έφερε στο προσκήνιο της σύνταξης της κυθέρειας ουτοπίας, o Baudelaire, σε μία εκστατική κατάσταση ζάλης, πραγματοποιεί την γείωση, μέσα από την εικόνα μιας , ενός άδοξου τέλους. Ένα ταξίδι μέσα από την γραφή του, από τον μύθο στην πραγματικότητα, και όπως ο ίδιο λέει: «…να είσαστε συνεχώς μεθυσμένοι από κρασί, από ποίηση και από αρετή κατά την προτίμησή σας», τονίζοντας πως η σύνταξη της ατομικής ουτοπίας μπορεί μόνο να έχει νόημα αν ο νους είναι σε μη νημφάλια κατάσταση, σε μία φαντασιακή υπερδιέγερση. Περιγράφει έναν τόπο ευλογημένο, ανθισμένο, που όμως κρύβει μία θλίψη, που είναι στοιχιωμένο από τον αγνό έρωτα της προστάτιδας Αφροδίτης, αντιφάσεις μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ μοναξιάς και έρωτα. Το ταξίδι στα Κύθηρα έχει μπροστά του έναν καθρέπτη, ο οποίος δείχνει τον πραγματικό εαυτό του καθενός. Συγκεκριμένα αυτό γίνεται κατανοητό όταν από την εξωτερική σκηνή, ο Baudelaire περνά στην εσωτερική, στην προσωπική, με τον εξής στίχο: «Ωραίος ήταν ο ουρανός και η θάλασσα καθρέφτης, για μένα αιματοσπάραχτα μαύρα στο εξής τα πάντα, και νά! την είχα, αλίμονο! σα σε χοντρό σουδάρι σ’ αυτό το παραμάντεμα θαμμένη την καρδιά μου. Δεν ηύρα στο νησί σου ορθό, Αφροδίτη, ή μια κρεμάλα, ένα σημείο, και κρέμοταν η εικόνα μου από κείνη. Το θάρρος και τη δύναμη, Θεέ μου, ν’ αντικρύσω το σώμα μου και την καρδιά μου δίχως ν’ αηδιάσω». Η φρίκη δεν είναι μία κατάσταση που αναιρεί την ουτοπική εικόνα του τόπου. Είναι η κατάσταση της αυτοκριτικής και αυτογνωσίας,
10 Κινηματογραφικά Θέματα, τόμος 2, Αιγόκερως, Αθήνα, 1985 70
η αντιμετώπιση του ίδιου σου του εαυτού κατά τον ποιητή. Στο τέλος προσπαθεί να επαναφέρει το αρχικό αίσθημα, με τα φυσικά στοιχεία να αποκτούν και πάλι ομορφιά. Είναι στο σημείο της κάθαρσης και η επανάκτηση της ελπίδας για την ουτοπία. Η συνάντηση δεν γίνεται στον τόπο, αλλά στο βίωμα. Ο ουτοπικός τόπος, πλασμένος από μύθους, πίνακες και άλλα, χρησιμοποιείται ως το χωρικό υπόβαθρο της συνάντησης με τον εαυτό σου. Το ποίημα του Baudelaire, είναι κοντά στην έννοια του πεπερασμένου και της αλγηδόνας. Συνεπώς δεν συντάσσει ουτοπίες, περιγράφει μία άγονη γη, τις χρησιμοποιεί και τις αναιρεί, λέγοντας πως η διαμάχη κακού και καλού βρίσκεται εντός μας. Το τοπίο στο ποίημά του έχει τρία στοιχεία που κυριαρχούν: την φύση που συνδέεται με τις μυρτιές και το ανθισμένο έδαφος, το υδάτινο στοιχείο, την θάλασσα, και την παρέμβαση του ανθρώπου, το κτισμένο περιβάλλον, τους ναούς, αφιερωμένους στα Θεία. Το ταξίδι στα Κύθηρα του Baudelaire, είναι ένα ταίδι στον Άδη. Ως η αιτία του ταξιδιού του και όχι ως ένα νησί περαστικό στη πορεία του, επιβεβαιώνει πως ο μύθος του τόπου και όχι ο τόπος δίνει νόημα στο ταξίδι και στην αναζήτησή των κρυμμένων μυστικών και θησαυρών. 2/ Κώστας Ουράνης / Ταξίδι στα Κύθηρα / 1920 Εκφραστής του λογοτεχνικού ρεύματος του νεορομαντισμού, ο Κώστας Ουράνης [18901953], ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, καθώς και λάτρης των ταξιδιών, γεγονός που επηρέασε την συγγραφική του πορεία. Ορμώμενος στα Κύθηρα και φανερά επηρεασμένος από τον προγενέστερο του Charles Baudelaire, και με ομώνυμο τίτλο «Ταξίδι στα Κύθηρα», 1920, το ποίημα του ακολουθεί το ίδιο πνεύμα και την ίδια λογική. Το ποίημα αναφέρεται στον ιδεατό τόπο των Κυθήρων που τελικά μένει ως ένα όνειρο, ως κάτι απατηλό. Ο ποιητής ακολουθεί το ισχύον ρεύμα, την ιδέα πως τα Κύθηρα δεν υπάρχουν ή ότι δεν θα υπάρξουν ποτέ, τον τόπο όπου κανένας δεν μπορεί να ζήσει. Το βάρος του μυθικού τόπου στοιχιώνει το νησί, το κάνει άφταστο, μη προσβάσιμο στα θέλγητρα μας. Το ταξίδι και εδώ ξεκινάει από την μακρινή παρατήρηση, την που έχει ο θεατής/ ταξιδιώτης από το πλοίο, καθώς προσεγγίζει τον τόπο. Το τοπίο και εδώ όπως και στον Baudelaire είναι ανθισμένο, παραπέμπει στην Άνοιξη, στην εποχή της άνθισης του έρωτα. Το υδάτινο στοιχείο κύριαρχο, το αλμυρό νερό που αγγίζει το πλοίο, ενώ παράλληλα ο ναός της Αφροδίτης δεσπόζει, σαν ιστορικό θραύσμα του μύθου και της λατρείας του έρωτα. Η αισιόδοξη αρχή, γειώνεται και εδώ με το τέλος του ποιήματος. Σε μία εξελικτική πορεία, σε μία διαδρομή μέσα στο ονειρικό τοπίο, η επιθυμία μετατρέπεται σε κάτι το μη υλοποιήσιμο. Το τοπίο μαραζώνει, καθώς μαραζώνει και το όνειρο.
71
Ταξίδι στα Κύθηρα Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι, γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο, μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο, μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα σὲ δέντρα καὶ λούλουδα καὶ γάργαρα νερὰ ὑψώνεται ὁ μαρμάρινος ναὸς γιὰ τὴ λατρεία τῆς Ἀφροδίτης – τοῦ ἔρωτα τὴ θριαμβικὴ θεά. Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!… Οἱ φανταχτερὲς κι ἀνάλαφρες παντιέρες μουσκευτῆκαν, τὰ χρώματα ξεβάψανε καὶ τ᾿ ἄνθη ἐμαραθῆκαν καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο στὸ κῦμα τ᾿ ἀφρισμένο μὲ τὸ φτωχό μας Ὄνειρο στὴν πρύμνη πεθαμένο. Κώστας Ουράνης, ποιητική συλλογή Νοσταλγίες, 1920 Ο ουτοπικός τόπος παραμένει το χωρικό υπόβαθρο του ταξιδιού. Ο εκ των προτέρων καθορισμός και ταύτιση του νησιού με την χαμένη Ατλαντίδα, με την Καλλίπολη, με την μακρινή Ιθάκη, είναι και εδώ φανερός. Η πραγματικότητα αναιρεί τον ιδεατό τόπο, με τον θάνατο. Τον θάνατο των ιδεών, όχι του ίδιου του εαυτού, όπως στον Baudelaire. Όπως και στον πίνακα του Watteau, στην απαρχή της σύνταξης ουτοπιών περί Κυθέρειου τοπίου, τα δύο ποιήματα επαναφέρουν τον αναγνώστη στην πραγματικότητα και στην αναφορά στον εαυτού του. Συντάσσουν ένα μαγικό, ονειρικό τοπίο, το οποίο στιγμιαία προσφέρει τέρψη στον αναγνώστη, και αμέσως έπειτα το αίσθημα της γείωσης στην τρέχουσα κατάσταση του βίου του. Όπως και ο Baudelaire, έτσι και ο Κώστας Ουράνης, αποδομεί τον μυθοπλαστικό τόπο. Η γείωση στην πραγματικότητα μέσα από την προσωπική επαφή, αναιρεί την ψευδαίσθηση του ιδεατού νησιού. Το όνειρο μετατρέπαται σε φτωχό, μέσα στη μοναξιά του, όπως και το νησί. Ένα ταξίδι στα Κύθηρα ήταν ένα ταξίδι στο πιο πυκνό κέντρο της ηδονικής ευδαιμονίας που το ονειρεύονταν επίμονα οι ποιητές, τουλάχιστον οι πριν απ’ τον 19ο αιώνα, γιατί, αργότερα, τα πράγματα δυσκόλεψαν, ακόμα και για τους ποιητές.
72
4/3/ κινηματογράφος 1/ Γιώργος Τζαβέλλας / Μια ζωή την έχουμε / 1958 Εδώ γίνεται η μετάβαση από την τέταρτη στην έβδομη τέχνη, και η περιγραφή της σύνταξης της ουτοπίας. Η ταινία του σκηνοθέτη Γιώργου Τζαβέλλα, με τίτλο «Μια ζωή την έχουμε», είναι μία ελληνική ρομαντική κωμική ταινία του 1958, που όμως δεν έχει χωρική αναφορά στα Κύθηρα. Σαν ένα άλλο φαντασιακό τοπίο, τα Κύθηρα, μέσα από τον πίνακα του Jean-Antoine Watteau, «Ταξίδι στα Κύθηρα», εισβάλλουν σε μία σκηνή της ταινίας, προσδιορίζοντας την χαμένη ουτοπία του πρωταγωνιστή. Ο Watteau και σε αυτή την περίπτωση αποτελεί σημείο αναφοράς στην σύνταξη της ουτοπίας, στον ερωτικό τόπο. Η πλοκή διαδραματίζεται σε αστικό τοπίο, στην Αθήνα, και αφορά τη ζωή ενός φτωχού υπάλληλου τράπεζας, του Κλέωνονος [Δημήτρης Χορν], ο οποίος ερωτεύεται την ερωμένη του αφεντικού του, Υβόν Σανσόν [Ευλαμπία Κουμουνδρουπούλου].Η ταινία ξεκινάει στον χώρο των φυλακών και τελειώνει στο λιμάνι, όπου ο πρωταγωνιστής είναι έτοιμος να φύγει. Συνοπτικά, ο ταμίας τράπεζας εξηγεί στον φύλακα του κελιού του [Βασίλη Αυλωνίτη], πως κατέληξε να καταχραστεί ένα τεράστιο ποσό και να βρεθεί στη φυλακή για χάρη του έρωτα του. Περιγράφει τη σχέση του με την σαγηνευτική Υβόν Σανσόν, η οποία και τον έκανε να ξοδέψει αλόγιστα ποσά. Στο τέλος όμως απελευθερώνεται και φεύγει για το εξωτερικό. Παρατηρείται και εδώ το κοινό στοιχείο διαφυγής, το καράβι, όπως και στα προηγούμενα παραδείγματα. Το αίσθημα της αναζήτησης και της διαφυγής, της άρνησης της πραγματικότητας είναι ισχυρό. Το σενάριο αφορά ως επί το πλείστον τον έρωτα, όπου ο Κλέων για χάρη της Μπίμπης κάνει τα πάντα. Παρόλα αυτά, το κρυμμένο κύριο θέμα του έργου είναι η πνευματική φυλακή του ατόμου. Η απόδραση από τα δεσμά του εαυτού του επιτυγχάνεται με την βοήθεια του έρωτα. Ο Γιώργος Τζαβέλλας κάνει την αναφορά στον πίνακα του Watteau, ο οποίος όπως ήδη έχει γραφεί, αφορά την αναχώρηση, την ευτυχία της αποβίβασης, τη θλίψη του αποχαιρετισμού ή το τέλος του εωρτικού ονείρου. Ο πίνακας κοσμεί την τράπεζα όπου εργάζεται ο Κλέων, σε ένα αντιφατικό περιβάλλον σε σχέση με το περιεχόμενο του - μάλλον οι ουτοπίες ανθίζουν παντού - , σε ένα κτίριο γραφειοκρατικής αρχιτεκτονικής. Ο Κλέων, καθώς τον κοιτάζει, ονειροπολεί, γνωρίζοντας μάλλον τη θεματική ή απλά παρασυρμένος από την δική του ανάγκη για διαφυγή. Η σκηνή ξεκινάει με φόντο τον πίνακα και συνεχίζει με τον Κλέων να καπνίζει και να τον παρατηρεί: «Μεθυσμένος από έρωτα και από μουσική……Αυτό είναι το ταξίδι στα Κύθηρα…». Σε άλλη σκηνή, στο κελί της φυλακής, συνομιλώντας με τον φύλακα, και εξιστορώντας τον έρωτα του για την Μπιμπή, λέει: «Πόσες φορές δεν χάζεψα και εγώ μπροστά σε εκείνη τη βιτρίνα με το υπερωκιάνυο……Πόσες φορές δεν ονειροπόλησα ένα ταξίδι στα Κύθηρα… Ταξίδι στα Κύθηρα είναι ο πίνακας που ζωγράφισε ένας μεγάλος ζωγράφος…ο Βατώ…το μπαρκάρισμα για το νησί του έρωτα, πάνω σε μία βάρκα που την σέρνουν αγγελούδια». Σε μία από τις τελευταίες πράξεις του έργου, ο Κλέων συνομιλεί με συνάδελφο του και λέει πως: «Έτσι θα κάνω και εγώ ένα μεγάλο ταξίδι. Πάντα δεν ονειρευόμουν ένα μεγάλο 73
ταξίδι……Δεν υπάρχουν τα Κύθηρα Μανώλη…». Στην συνείδηση του πρωταγωνιστή, στην αντίληψη του, έχει ριζώσει η ιδέα πως τα Κύθηρα είναι ο ονειρικός τόπος, τόσο από τους αρχέγονους μύθους, όσο και από τα μέχρι τότε κατασκευάσματα της τέχνης περί κυθέρειας ουτοπίας. Η αντιπαραβολή του κιγκλιδώματος προστασίας του ταμία, μπορεί να παραλληλιστεί με την προσωπική του φυλακή, ενώ πίσω προβάλει ο πίνακας. Το πλοίο, η θάλασσα, η ονειρική στεριά, το παγιδευμένο άτομο στα θέλγητρα του ή στις αδυναμίες του, είναι στοιχεία που κυριαρχούν σε όλα τα παραδείγματα. Το ταξίδι, η πορεία πλεύσης προς τον ουτοπικό τόπο, θα τους απελευθερώσει ή θα τους απογοητεύσει περισσότερο, ως ευτοπία ή ως δυστοπία. Ο πρωταγωνιστής απογοητευμένος από τον έρωτα αναιρεί την ύπαρξη της ουτοπίας του, αρνούμενος πως υπάρχουν τα Κύθηρα, αρνούμενος πως υπάρχει η σκηνή του λυρικού πίνακα, που ήταν η απαρχή του δικού του συντακτικού.
Εικόνα 22: Σκηνή από την ταινία Μια ζωή την έχουμε, Γιώργος Τζαβέλλας, 1958
74
2/ Θεόδωρος Αγγελόπουλος / Ταξίδι στα Κύθηρα / 1985 Το δικό του ταξίδι στα Κύθηρα πραγματοποιεί ο Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο μεγάλος τοπιογράφος του κινηματογράφου, με την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του με τον ομώνυμο τίτλο «Ταξίδι στα Κύθηρα», το 1985, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της Τριλογίας της Σιωπής για τον Έλληνα σκηνοθέτη. Το νησί των Κυθήρων παρουσιάζεται μόνο στον τίτλο της ταινίας, καθώς δεν αποτελεί το χωρικό υπόβαθρο εξέλιξης του σεναρίου. Το μυθοπλαστικό νησί συντηρεί την μυθική του διάσταση ως ένας τόπος συμβολισμού του επιθυμητού, του ανέφικτου. Μια Γη της Επαγγελίας που όμως δεν βρίσκεται στη Γη, και που για να φτάσεις στο λιμάνι της οφείλεις πρωτίστως να διανύσεις όλη την απόσταση μιας εξορίας προσωπικής, πολιτικής, κοινωνικής και φανταστικής. Συγκεκριμένα, η ταινία πραγματεύεται τον τόπο και τον τρόπο επιστροφής στην Ελλάδα, ενός πολιτικού εξόριστου, του Σπύρου [Μάνος Κατράκης] έπειτα από 32 χρόνια. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος πραγματοποιεί μία περιπλάνηση στην νεότερη ελληνική ιστορία, ενώ παράλληλα εξιστορεί τη δική του προσωπική εμπειρία, τη δική του ζωή, τις δικές του οπτικές για το πολιτικό σύστημα στον Ελλαδικό τόπο. Η επιστροφή είναι δύσκολη, αφού ακόμα και η γυναίκα του [Ντόρα Βολανάκη] μοιάζει ξένη. Όμως, ένας σκηνοθέτης, που θέλει να κάνει μια ταινία για τους πολιτικούς πρόσφυγες, θα ακολουθήσει τον Σπύρο σ’ αυτό το τελευταίο του ταξίδι. Στο χωριό του, ο Σπύρος, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας ενός ξεπουλήματος της γης και των ιδεών, και προσπαθεί να το αποτρέψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Απομονώνεται. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική Πηνελόπη, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι. Για την επίσημη πολιτεία, ο Σπύρος δεν ανήκει σε αυτόν τον τόπο, είναι ένας άντρας χωρίς εθνικότητα, με τη μνήμη του στραμμένη στο παρελθόν, ένας Οδυσσέας που γυρίζει σε ένα σπίτι που δεν υπάρχει. Οι κοινωνικές και πολιτικές δομές της χώρας και το παρελθόν του εξακολουθούν να είναι ασύμβατα. Η χώρα αδυνατεί να τον αφομοιώσει ως σάρκα από τη σάρκα της. Ο Αλέξανδρος, ο σκηνοθέτης που φαντάζεται όλη αυτή την ιστορία με τον επαναπατρισθέντα πατέρα του, παίζει το ρόλο σύγχρονου Τηλέμαχου, ακολουθώντας τον Οδυσσέα σε αυτήν την μεταϊθακική περιπέτεια. Ο Σπύρος είναι ένας από τους Οδυσσείς της ελληνικής ιστορίας, με την γυναίκα του σαν μια άλλη Πηνελόπη να τον περιμένει καρτερικά. Το νησί των Κυθήρων είναι μία άλλη Ιθάκη, που δεν επιθυμεί να πάει, αλλά τον διώχνουν [αντί-οδύσσεια]. Το ταξίδι στα Κύθηρα, όπως και στο ποίημα του Baudelaire, είναι ένα ταξίδι στον Άδη, που την είσοδό του συνεχίζουν να φυλούν οι Κέρβεροι [πολιτικές Αρχές]. Ο Αγγελόπουλος κάνει ένα κάλεσμα σε μία κάθοδο στον Άδη της Ελληνικής Ιστορίας, όπου βρίσκονται ενταφιασμένα όλα τα ελληνικά ιδανικά. Ωστόσο, αυτό το ταξίδι στο μύθο διά της Ιστορίας και στην Ιστορία διά του μύθου μπορεί να έχει ένα πολύ πρακτικό αποτέλεσμα: να σου μάθει να διακρίνεις το μυθικό από το πραγματικό [Βασίλης Ραφαηλίδης, 2003]. «Ταξίδι στα Κύθηρα, στο παντού και στο πουθενά. Σχέδιο της νοσταλγίας ενός ταξιδιού στα Κύθηρα κι όχι ένα πραγματικό ξεκίνημα με τελικό προορισμό το επώνυμο νησί. Η καλύτερα, 75
τα Κύθηρα στην απροσδιόριστη άκρη ενός διεσταλμένου χρόνου, όπου χωρούν τα αργά πλάνα του φιλμικού κειμένου ως στοιχεία της σύνταξης του, τα όνειρα του πηγαιμού και της επιστροφής, η αρχή μιας άλλης ταινίας, η περίοδος της ανέφικτης ευτυχίας, η χαμένη πατρίδα του πρόσφυγα που δε βρέθηκε, οι αλλεπάλληλοι θάνατοι κι οι σβησμένοι έρωτες, η απογοήτευση και η σιωπή των ηρώων της ταινίας, η ανεύρεση του σώματος ως τόπου προσωρινής σωτηρίας σε μια θάλασσα χωρίς ίχνος στέρεης γης στον ορίζοντα. Ο Σπύρος και η Κατερίνα κάνουν ένα βήμα πιο πέρα απ’ την Ιθάκη. Αποφασίζουν να ξαναξενιτευτούν μαζί. Να μη χωρίσουν ξανά πια. Η γριά Πηνελόπη λες και βλέπει ότι μάταια φύλαξε τόσα χρόνια την εστία. Αφού δε χωρά πια τον Οδυσσέα ήρθε ο καιρός να την αφήσει κι’ αυτή. Εστίες πια για τους δυο τους είναι τα δύο γεροντικά σώματα, το ένα σφιχτά κοντά στο άλλο, κι ο ελάχιστος χώρος που καταλαμβάνουν ανάμεσα σε θάλασσα, γη και ουρανό» [Νίκος Κολοβός, 1990]. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, σε πείσμα όλων των μη ουτοπιστών, θεωρεί πως τα Κύθηρα είναι υπαρκτά, και το ταξίδι σε αυτά εφικτό. Ενώνει δύο συνιστώσες, την ιστορική και την υπαρξιακή σε μία συνισταμένη, η οποία δραπετεύει, χάνεται μέσα στην ομίχλη για τον εξιδανικευμένο τόπο. Στην τελευταία σκηνή υπάρχει μόνο νερό και ένας ζωντανός άνθρωπος, ο οποίος έρχεται από τον ωκεανό και ξαναγυρίζει στον ωκεανό. Για αυτόν δεν είναι τάφος, αλλά λίκνο. Στο Ταξίδι στα Κύθηρα, τούτη την αντι-Oδύσσεια, ο Oδυσσέας δε φεύγει γιατί το θέλει· τον διώχνουν. Το έπος είναι ανέφικτο στον καιρό μας. Όλοι οι ήρωες έχουν πεθάνει, κι όσοι ζουν ακόμα, είναι ανεπιθύμητοι στον τόπο απ’ όπου αντλούσαν τη δύναμή τους. Το Ταξίδι στα Κύθηρα είναι μια ελεγεία για τον χαμένο στον ωκεανό Oδυσσέα, που δεν πρόκειται να ξαναβγεί στη στεριά, γιατί δεν υπάρχει πια η στεριά. Υπάρχουν μόνο τα Κύθηρα· δηλαδή ο μύθος της ευτυχίας που ονειρεύτηκε ο Watteau σε μια περίοδο μεγάλης ακμής της αστικής τάξης, η οποία εδώ, στην Ελλάδα, γνώρισε τις fêtes galantes όψιμα και χάρη σε «δάνεια» που συνεχίζονται [Βασίλης Ραφαηλίδης, 2003]. Σύμφωνα με τον Σ. Αλιφραγκή11 «ο φακός διατρέχει σχεδόν αντιστικτικά πόλους όπως επιβατικούς σταθμούς λιμανιών, σιδηροδρομικούς σταθμούς, αστικά και υπεραστικά οδικά δίκτυα, ψυχρές αίθουσες ανα- μονής γραφείων, υγρά και σκοτεινά δωμάτια ξενοδοχείων, συρρικνώνοντας την παρουσία του υπόλοιπου, ενδιάμεσου ιστού σε σύντομες αναφορές που συνωστίζονται στην περιφέρεια των πλάνων. Τα αστικά τοπία αναμονής στις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του σκηνοθέτη μετουσιώνονται σε ισχυρούς τόπους όπου η προσμονή του επικείμενου ταξιδιού ξετυλίγει το νήμα της αφήγησης. Η εμπειρία του κατοικείς μετασχηματίζεται σε εμπειρία του ταξιδεύειν». Συνεχίζει, λέγοντας ότι «ο Marc Augé περιγράφει το χώρο του ταξιδιώτη ως το πεδίο που ενεργοποιείται ο μη- τόπος, ένας χώρος-κατώφλι όπου τα παραδοσιακά πλέγματα διαπροσωπικών σχέσεων αντικαθίστανται από μηχανισμούς ελέγχου εξατομικευμένων ταυτοτήτων». Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος αναπλάθει το αποδομημένο τοπίο του Baudelaire και παρουσιάζει τα Κύθηρα ως το νησί της λύτρωσης. Ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη
11 Σταύρος Αλιφραγκής, Αστικά τοπία αναμονής στο ταξίδι στα Κύθηρα του Θ. Αγγελόπουλου, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, ΣΑΔΑΣ - ΠΕΑ, τεύχος 53, τόμος Β’, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2005 76
φαντασία, σε ένα κόσμο που ονειρεύεσαι και έναν κόσμο που δεν θα μπορέσεις να βρεις ποτέ, σε μια Ελλάδα που υποκρίνεται και μια άλλη που έχει μάθει να ζει με τις πληγές της, το «Ταξίδι στα Κύθηρα» αποκτά τις διαστάσεις μιας σύγχρονης Οδύσσειας, μιλώντας για όλες τις Ιθάκες και όλα τα Κύθηρα που αγιάζουν το ταξίδι, παραμένοντας νησιά και μαζί χώρες ονειρικές, στόχος για να ζεις ή τουλάχιστον για να μην αρνηθείς ποτέ ότι έζησες. Κατασκευάζει ένα ομιχλώδες τοπίο θλίψης, το οποίο βρίσκεται μεταξύ πραγματικότητας και ψέματος, με τα Κύθηρα να ανήκουν μόνο στη σφαίρα τουφαντασιακού. Το φως παρουσιάζεται μόνο στο τέλος, όταν η πλωτή πλατφόρμα χάνεται στον ωκεανό, βαδίζοντας προς το νησί. Ο Αγγελόπουλος ως άρνηση σε όλους τους πεσιμιστές, τους απογοητευμένους προγενέστερους του που βίωσαν την απογοήτευση του ουτοπου, συμβολίζει τα Κύθηρα με το φως της κάθαρσης, ως η μία τελευταία επιλογή. Ο συμβολισμός του ιδεατού τόπου ανακουφίζει τόσο τον ίδιο και τον πρωταγωνιστή του, όσο και τον θεατή. Πραγμοποιεί μία ρομαντική στροφή, επιθυμώντας να παρουσιάσει τις διαστάσεις του ου-τόπου που αμφισβητήθηκαν, δείχοντας τον συμβολισμό του νησιού σε σχέση με την θλιβερή πραγματικότητα, με το τοπίο που εξελίσσονται τα γεγονότα. Ο χώρος εξέλιξης των γεγονότων είναι ένας μεταβατικός χώρος, ένας χώρος αναμονής, ένα κατώφλι πριν την αρχή της αποβίβασης για το ταξίδι στα Κύθηρα, στον ιδεατό κόσμο που υπάρχει.
Εικόνα 23: Σκηνή από την ταινία Ταξίδι στα Κύθηρα, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, 1985
77
Εικόνα 24, 25: Σκηνές από την ταινία Ταξίδι στα Κύθηρα, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, 1985
78
Εικόνα 26, 27: Σκηνές από την ταινία Ταξίδι στα Κύθηρα, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, 1985
79
Εικόνα 28: Σκηνή από την ταινία Ταξίδι στα Κύθηρα, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, 1985
80
81
5 / τοπίο πραγματικότητας
5/ τοπίο πραγματικότητας Το τοπίο που ξεδιπλώνεται εμπρός μας. Αυτό που δεν κρύβει μυστικά. Το τοπίο που ανακαλύπτεις με τις αισθήσεις και όχι αυτό που δημιουργείς στη σφαίρα του φαντασιακού, είναι αποτέλεσμα τόσο του φυσικού όσο και του δομημένου περιβάλλοντος. Η αρχιτεκτονική, οι παρεμβάσεις του ανθρώπου, αυθόρμητες ή μη, το συγκροτούν, ενώ το βίωμα είναι το αποτέλεσμα μιας χωρικής και χρονικής εμπειρίας εντός του πλαισίου αυτού. Το τοπίο πραγματικότητας, σε αντίθεση με το ουτοπικό τοπίο, έχει όρια, μέσα στα οποία δημιουργούνται από μία χωροχρονική εμπειρία, βιώματα. Πέραν της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας ενός τόπου, προστίθεται η παράμετρος του προσωπικού βιώματος, στη χρονική στιγμή του σήμερα. Η περιήγηση/περιπλάνηση, ένα προσωπικό ταξίδι στα Κύθηρα, που αναζητά τη πραγματικότητα, όπως έχει αποτυπωθεί στο τοπίο. Η γείωση στην πραγματικότητα, η έκρηξη που γίνεται στη σφαίρα του ιδεατού, και πραγματοποιεί την επαναφορά στο έδαφος, στον τόπο. Οι αιωρούμενες έννοιες σε έναν χώρο ελεύθερο και ουτοπικό, προσγειώνονται σε μία χωρική οντότητα, διαμέσου ενός πραγματικού ταξιδιού. Το κοιμητήριο των ελληνικών ιδανικών, από την αρχαιότητα έως σήμερα, είναι ο τόπος της σύνταξης των ουτοπιών, εξιδανικευμένων φαντασιακών τοπίων, ανεξαρτήτων από τις επικρατούσες συνθήκες πραγματικότητας. Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία ενός τόπου αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο αυτών των συνθηκών πραγματικότητας κάθε χρονικής περιόδου. Στην αρχαία γενέτειρα της Αφροδίτης, οι αρχιτεκτονικές μορφές δεν είναι τίποτα περισσότερο από την έκφραση διάφορων, ίσως και αντίθετων, στοιχείων σε αρμονικό σύνολο. Ένα σύνολο που ισορροπεί το χθες με το σήμερα, την ελληνική παράδοση με την επίδραση της Δύσης, την τραχύτητα των στοιχείων της φύσης με την ήρεμη στατικότητα της ανθρώπινης κατασκευής. Πέραν όμως της αρχιτεκτονικής ταυτότητας του τόπου θα εισχωρήσει η προσωπική διαδρομή, ένα οδοιπορικό στο νησί και στα ίχνη του χρόνου, με στοιχεία αυτοψίας. Βίωμα και αρχιτεκτονική σε αναζήτησή της αλήθειας, του πραγματικού τοπίου, επιχειρώντας την γείωση στον τόπο, με τρόπο ομαλό, από τον αιθέρα των ουτοπιών. Τόσο στην ζωγραφική όσο και στην ποίηση, το πλοίο, το καράβι της εξερεύνησης του τόπου έχει κυρίαρχο χαρακτήρα, προς την εύρεση του ονειρικού τόπου ή του ονειρικού εαυτού. Μέσα από τρεις αποσαφηνίσεις, την περιηγητική, την αρχιτεκτονική και την βιωματική, δομείται το πραγματικό τοπίο. Με βήματα προς τα πίσω χρονικά, παρουσιάζεται η περιηγητική περιγραφή του τοπίου, πριν την αρχιτεκτονική και την βιωματική, όπως αποτυπώθηκε από τον Antoine Laurent Castellan1, ο οποίος επισκέφτηκε το νησί στις 24 Ιανουάριου του 17972. Ο Castellan έκανε στάση στα Κύθηρα, στο μακρύ ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη. Το 1808 εκδόθηκε το έργο του, το οποίο συγκέντρωνε τις εμπειρίες του από το εν λόγω
1 Antoine Laurent Castellan, γάλλος αρχιτέκτονας, σχεδιαστής και ζωγράφος, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Τεχνών, [1772 – 1838] 2 Γενικά Αρχεία Κράτους, Αρχείο Μνημών, 1820, επίσημη ιστοσελίδα: http://arxeiomnimon.gak.gr/search/ resource.html?tab=01&id=566911 84
ταξίδι, σε ένα βιβλίο με τίτλο «Lettres sur la Morée, l’ Helles - pont et Constantinople a Paris MDCCCXX» [Επιστολές περί το Μορέως]. Σε αυτό το έργο εικονογραφεί το τοπίο των Κυθήρων σε μία πραγματικότητα παρελθοντική, όπως την εξέλαβε μέσα από το δικό του βίωμα και οδοιπορικό στον τόπο. Την χρονική αυτή στιγμή της επίσκεψης του, το νησί βιώνει ιστορικά την κατάρρευση της Ενετοκρατίας. Ο Castellan δίνει βαρύτητα στα ιστορικά θραύσματα του τόπου, αναφερόμενος στις αρχαιολογικές περιοχές του νησιού και στους κίονες του πιθανολογούμενου ναού της Αφροδίτης στον οικισμό της Παλαιόπολης. Παρατηρείται λοιπόν μια σύνταξη του τοπίου πραγματικότητας βάσει των αρχαιολογικών καταλοίπων, της ιστορίας που εγγράφτηκε στον τόπο. Ταυτίζει το τοπίο σαν μία πρόσθεση φυσικού και ιστορικού, με πρόσημο ομώνυμο. Συγκεκριμένα, αναφέρει στο έργο του [Π. Ματζάρογλου, 1969:35-38]3: Διηυθύνθημεν προς το Τσιρίγο, τα αρχαία Κύθηρα. Το όνομα δημιουργεί πλήθος ευχάριστων εντυπώσεων και ενθυμίζει τα πλέον πνευματώδη μυθεύματα της Ελληνικής μυθολογίας. Η νήσος αυτή εχρησίμευσεν ως διαμονή της Αφροδίτης και των Χαρίτων, υπήρξεν η μάρτυς των πρώτων απολαύσεων του άρπαγος της Ελένης, της ολέθριας εκείνης καλλονής, χάρις της οποίας εχύθηκαν τόσα δάκρυα και αίμα. Άμα τη προσεγγίσει αι ονειροπολήσεις μας θραύονται επί των ξηρών βραχών, οίτινες περιβάλλουν την νήσον. Εντούτοις οι ταξιδιώται την έχουν καταφρονήσει. Ανεγνωρίσαμεν επ’αυτής μετ’ ενδιαφέροντος τα ίχνη των αρχαίων τεχνών. Οι κάτοικοι πάρα την βαθείαν των αμάθειαν ενυθυμούνται ακόμη τη περίφημον καταγωγή των…Είς τινα απόστασιν δίδουν το όνομα της πόλεως των Κυθήρων εις σωρόν συγκεχυμένων ερειπίων… Ο περιηγητής ταυτίζει το πολιτιστικό τοπίο με το λογοτεχνικό, με αναφορές στις διάφορες ονομασίες του τόπου, αναγεννώντας μνήμες αλλά και μυθολογικά και ιστορικά δρώμενα. Με αυτό το τρόπο συντάσσει το τοπίο στο νου του αλλά και παρουσιάζει την προσωπικότητα του. Και εδώ εμφανίζεται ο ουτοπικός τόπος, σαν όνειρο που όμως η πραγματικότητα το αναιρεί, δημιουργώντας μία εικόνα όπου τα όνειρα, οι ενθυμίσεις, οι νοητικές αναπαραστάσεις και η φυσική γεωγραφία καταστρέφονται πάνω στα ξηρά βράχια του νησιού. Πραγματοποιείται άλλη μία γείωση, μέσα από την βιωματική του εμπειρία. Οι μυθοπλαστικοί συμβολισμοί χάνονται σε μία σκληρή πραγματικότητα, που όμως τα ιζήματα του χρόνου, τους ξυπνούν ακόμη. Καταγράφει με τρόπο αντικειμενικό αλλά και με ευαισθησία την εικόνα του νησιού, με σημείο εστίασης στις παραδόσεις του τόπου. Είναι από τους πρώτους περιηγητές που ευαισθητοποιούνται με την ελληνική μουσική, και την ελληνορθόδοξη θρησκευτική τέχνη. Ισότονα με το κείμενο του, τα σχέδια του Γάλλου ταξιδιώτη παρακολουθούν τον ευγενικό αφηγηματικό του λόγο και το γραπτό του περιγράφει με ανιδιοτέλεια τον καινούργιο κόσμο που συναντά: κάστρα, πολιτείες, τεμένη, εκκλησίες, κρήνες, οικίες, μύλους, αρχαιότητες, ανθρώπους [Ιόλη Βιγγοπούλου, 2000].
3 Μετάφραση: Πολύκαρπος Ματζαρόγλου, Κύθηρα, 1969 85
Σε ένα άλλο απόσπασμα από το κείμενο του, ο Castellan αναφέρεται στο αρχιτεκτονικό απόθεμα του νησιού: Δεν αρκούμεθα εις την πρώτην εντύπωσιν και ζητούμεν ν’αντιληφθώμεν περί του τι μας περιβάλει. Παρατήρησα ήδη, ότι εις όλα σχεδόν τα οικοδομήματα οι κάτοικοι που τα εχρησιμοποιούν είχαν μέτριας αξιώσεις ως προς τον ρυθμόν και την τέχνην εν γένει, καθόσον δεν ανεζητούν εις ταύτα ίνα μιμηθούν τι από τας εις ξένας επιδράσεις οφειλόμενας μεγάλας συνθέσεις. Αλλά είναι φυσικά δύσκολον ν’αποφανθή τις περί της παραγωγής τόπου τίνος προ της συγκομιδής των καρπών του. Είναι φανερό πως ο αρχιτέκτονας-περιηγητής είναι απογοητευμένος από την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του νησιού, χαρακτηρίζοντας της ως μέτρια. Από την άλλη δικαιολογεί τους ντόπιους, για την αμάθειά τους. Συμπερασματικά στο έργο του, ο Castellan, απαξιώνει το ιδεατό τοπίο, καθώς δεν ήταν αυτό που προσδοκούσε, αυτό που είχε ονειρευτεί, δίνοντας μια εικόνα του νησιού εντελώς αλλιώτικη από αυτή της μυθοπλαστικής απόδοσής του τόπου. Ανακαλύπτει ότι έχει ονειρευτεί αυτό το μέρος και ότι τα όνειρά του συνετρίβησαν, όπως και του Baudelaire, στα ξηρά βράχια του νησιού. Το ταξίδι στα Κύθηρα, αν και πραγματοποιήθηκε, είχε διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό του ονείρου, είχε διαφορετικό συντακτικό από αυτό που είχε συντάξει. Η χρήση του πληθυντικού αιρθμού, υποδεικνύει το σύνολο των ταξιδιτών, που πίστευε στον φαντασιακό τόπο και κάνει πλέον τους ταξιδιώτες να αδιαφορούν για το νησί το οποίο θεωρούσαν σημαντικό και επιθυμούσαν να επισκεφτούν. Το τοπίο πραγματικότητας τους απογοητεύει, με μοναδικό θετικό στοιχείο τα αρχαία κατάλοιπα. Πιστεύει πως το μόνο ουτοπικό, αισιόδοξο στοιχείο, είναι τα σημάδια του παρελθόντος. Στον αντίποδα αυτού, ο Δημήτρης Βασιλειάδης [1979], Έλληνας αρχιτέκτονας που είχε επισκεφτεί το νησί, γοητεύτηκε όχι από τα ιστορικά θραύμσατα, αλλά από την λιτότητα του τοπίου και των φυσικών χαρακτηριστικών τους. Σε μία λυρική περιγραφή του για το τοπίο που αντικρίζει, υπογραμμίζει: «αυτό το ατελείωτο οροπέδιο, που στρώνεται πάνω στο νησί και του πατάει την καρδιά,, είναι σπαρμένο με ό,τι αγκυλώνει, βράχια και άγριους θάμνους: πρινάρια, φραγκοσυκιές, βατομουριές και στρατέματα από αγκάθια. Το χώμα για τα φυτέματα λιγοστό και συμμαζεμένο σε τόπους τόπους. Αμέτρητες ξερολιθιές ζώνουν τα χωράφια και τα χώματα. Δένδρα αραιά ρίχνουν σκιές σαν αντηλιά, πετώντας φύλλα χωρίς καρπούς……Το τοπίο στα Κύθηρα είναι ίσιο, γραμμή και κίνηση σε σωφροσύνη, αναμάρτητο, δεν έχει τίποτα να εξομολογηθεί. Ο αντίλογος του βουνού και η ανάβαση του ζυγιασμένη. Βέβαια αυτά ξετυλίγονται στο βόρειο και στο κεντρικό μέρος του νησιού, γιατί το νότιο έχει ένταση και αφροσύνη. Έκπληξη και ανταμοιβή για τη μονοτονία που στάλαζε στον οδοιπόρο, καθώς έψαχνε το νησί ζητώντας το μετρικό του. Η γη στο νότιο μέρος σπάζει, οι μορφές πλουταίνουν, κινούνται……Και ύστερα έρχεται ο άνθρωπος, με τα κτίσματα του, να τα υψώσει όλα αυτά τα άψυχα, και να τα αξιολογήσει». Ο αρχιτέκτονας/ περιηγητής δεν απογοητεύεται από την εικόνα που αντικρίζει, αλλά δικαιολογεί την απλότητα του δομημένου τοπίου ως συνέχεια του φυσικού και ιστορικού περιβάλλοντος που αναπτύχθηκε. Το αρχιτεκτονικό τοπίο ανασηκώνεται από το φυσικό. Συνεπώς η γείωση είναι ομαλή, χωρίς αναίρεση του προσδοκώμενου. 86
Εικόνα 29: Lettres sur la Morée et les iles de Cérigo, Εξώφυλλο έργου, Antoine Laurent Castellan , 1808
87
Εικόνα 30: The port of Avlemonas [Kastri or Agios Nikolaos], Cythera - Fishermen gathering their nets next to the Venetian Fortress of Agios Frangiskos, Λιμάνι Αυλέμονα, Γκραβούρα, Antoine Laurent Castellan, 1808
Εικόνα 31: The ruins of the putative Temple of Aphrodite in Palaiopolis, Cythera - According to the legend at this site stood a statue of Helen of Troy, as well as a castle of Menelaus, Παλαιόπολη, Γκραβούρα, Antoine Laurent Castellan, 1808 88
Εικόνα 32: View of the entrance to a certain cave on Cythera, probably the Cave of Houstis, near Diakofti, Διακόφτι, Γκραβούρα, Antoine Laurent Castellan, 1808
Εικόνα 33: Costumes of Cythera - Orthodox priest is leading a group of women to the church, Γκραβούρα, Antoine Laurent Castellan, 1808 89
5/1/ η αρχιτεκτονική Είναι δύσκολο να περιγραφεί η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία ενός τόπου ο οποίος έχει βιώσει το πέρασμα πολλών κατακτητών ανά τους αιώνες. Υπάρχουν δύο εκδοχές για αυτό: η εστίαση σε μία συγκεκριμένη περιοχή, με ιδιαίτερα συγκεντρωμένα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ή η συνοπτική περιπλάνηση στο σύνολο του αρχιτεκτονικού τοπίου του νησιού, επισημαίνοντας τα κυριότερα στοιχεία σύνθεσής του. Επιχειρείται η πρώτη εκδοχή, και η εστίαση στον οικισμό της Χώρας, με σκοπό την σύνταξη μιας συγκεντρωμένης εικόνας. Επιπλέον, αυτή αποτελεί τερματικό σταθμό του ταξιδιού μας. Ο οικισμός της Χώρας, αποτελεί τον μεγαλύτερο οικισμό και βρίσκεται στο νότιο άκρο του νησιού. Όντας ο πυρήνας του θα παρουσιαστεί συνοπτικά η αρχιτεκτονική του, καθώς συγκεντρώνει σχεδόν όλα τα φυσιογνωμικά αρχιτεκτονικά στοιχεία που μπορεί να συναντήσεις στον τόπο. Οικισμός που κτίστηκε μεταξύ 15ου και 16ου αιώνα, και εκτείνεται σε δύο τμήματα, στο τμήμα εντός του κάστρου και στο τμήμα εκτός, του Βούργου [προάστιο], στη βορεινή πλευρά, όπου ήταν και αυτό τειχισμένο. Το κάστρο ανασκευάστηκε ολοκληρωτικά στις αρχές του 16ου αιώνα4, με μήκος 200 μέτρων, πλάτος 80 μέτρα και ύψος τείχους 25 μέτρα. Η κεντρική είσοδος βρίσκεται βορειοδυτικά, ενώ υπάρχει και δεύτερη είσοδος στο βόρειο τμήμα. Το τείχος του Βούργου σχηματιζόταν από τους εξωτερικούς τοίχους σπιτιών και εκκλησιών και από ιδιαίτερα τειχισμένα τμήματα. Η πόλης εντός του κάστρου ήταν κτισμένη σε ένα πλάτωμα της κορυφής του βουνού, περικλεισμένη και σε απόσταση από το τείχος, ενώ ήταν χωρισμένη σε οικοδομικά τετράγωνα με Ιπποδάμειο σύστημα. Από την άλλη πλευρά, η πόλη του Βούργου, ήταν κτισμένη στην πλαγιά του βουνού, με το σύστημα των δρόμων να ακολουθεί τις υψομετρικές καμπύλες του. Χαρακτηρίζεται από πυκνή δόμηση, με ελάχιστους ελεύθερους χώρους. Συνολικά η ανάπτυξη του οικισμού της Χώρας πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις. Η δεύτερη φάση ήταν μεταξύ 17ου και 19ου αιώνα. Η Χώρα επεκτείνεται βορειοδυτικά, κατά μήκος ενός κεντρικού άξονα, χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό. Οι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι αναπτύσσονταν στα πλατώματα των εκκλησιών, ως κέντρα γειτονιάς. Βασικό αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνθεσης της δημόσιας εικόνας της Χώρας, είναι τα διαβατικά, τα οποία συναντάει κανείς στον κεντρικό δρόμο, ο οποίος οδηγεί στην είσοδο του κάστρου. Αυτά είναι περάσματα - καμάρες, κάτω από τα σπίτια, είναι στοιχείο της βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής [sottofortichi] [Κύθηρα, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, 1983]. Στην ιδιωτική αρχιτεκτονική, συναντάμε βενετσιάνικες μορφές, οι οποίες αφομοιώθηκαν με τα νησιωτικά στοιχεία και δόθηκαν απλουστευμένες σε όλες τις κατηγορίες σπιτιών. Ο οικισμός της Χώρας συνδυάζει την επιπεδότητα και την στατικότητα των παλαιότερων κατοικιών σε αυστηρό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο, με την πλαστικότητα των όγκων των λαϊκών σπιτιών του 19ου αιώνα. Οι κατοικίες πριν το 19ο αιώνα έχουν μεγάλο ύψος, μείωση στους τοίχους και μικρά ανοίγματα. Αυτός ο φρουριακός χαρακτήρας προέκυψε
4 Ο πρώτος προβλεπτής, ο Querrini, ήρθε στο νησί με αντολή να ανασκευάσει το Κάστρο της Χώρας. [Κύθηρα, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Συλλογικός Τόμος, 1983]. 90
τόσο για λόγους ασφαλείας και κατασκευής όσο και λόγω των καιρικών συνθηκών [έντονοι άνεμοι]. Αντίθετα, τα μεταγενέστερα οικοδομήματα έλαβαν περισσότερο υπόψην τους την ανθρώπινη κλίμακα. Διακρίνονται τρεις κατηγορίες ιδιωτικών κτισμάτων: 1/ τα αρχοντικά, 2/τα αστικά και 3/ τα λαϊκά, ενώ εκτός του οικισμού της χώρας συναντάται μία τέταρτη κατηγορία τα αρχοντικά σπίτια εξοχής. Κοινά στοιχεία αρχοντικών και αστικών κτισμάτων είναι η διώροφη διάρθρωση, καθώς και τα μορφολογικά βενετσιάνικα στοιχεία της όψης: ανάγλυφα θυρώματα, παραστάσεις με διακοσμημένα επίκρανα και εξώστες με περίτεχνες σιδεριές. Τα λαϊκά από την άλλη, έχουν μία ελευθερία σχεδιασμού τόσο στην κάτοψη όσο και στην όψη, με επιρροές από τη νησιώτικη αιγιοπελαγίτικη παράδοση. Η ανθρώπινη κλίμακα και η γραφικότητα των όγκων χαρακτηρίζουν και τις τρεις κατηγορίες. Στους υπόλοιπους οικισμούς παρατηρείται μορφολογική ομοιογένεια στις κατοικίες. Η κατασκευή και η μορφολογία βρίσκουν στο νησί διάφορους τρόπους αντιμετώπισης που συνήθως γενικεύονται σε όλες τις κατηγορίες σπιτιών. Τα βασικά υλικά δομής είναι η πέτρα και το ξύλο. Οι τοίχοι κατασκευάζονται από αργολιθοδομή με μικρές πέτρες και χαλίκια, ενώ οι γωνιακοί λίθοι είναι σπάνια εμφανείς. Στα παλαιότερα σπίτια συνηθισμένη αντιμετώπιση στέγασης είναι οι πέτρινες καμάρες, για τους ισόγειους χώρους, ενώ τα δώματα ως επί το πλείστον είναι επίπεδα. Ο ηλιακός είναι η πιο διαδεδομένη μορφή εξώστη, στον οποίο οδηγεί η κτιστή σκάλα που οδηγεί στον όροφο. Ένα στοιχείο όμως που κυριαρχεί στην συνολική εικόνα του νησιού είναι οι καμινάδες, ως στοιχείο της σύνθεσης, οι οποίες έχουν κωνική απόληξη και μεγάλο ύψος λόγω του ισχυρού ανέμου [Κύθηρα, Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, 1983]. Όσον αφορά στην συνολική αρχιτεκτονική εικόνα του τόπου, σύμφωνα με τον Δημήτρη Βασιλειάδη [1979], «ό,τι βλέπεις είναι μεταβυζαντινό: τα σπίτια, οι εκκλησίες, τα μοναστήρια. Ανήκουνε σε αυτήν την θαυμαστή περίοδο της παρακμής, όπως νομίζεται σαν κοιτάς πρόσωπο με πρόσωπο τη μεγάλη βυζαντινή εποχή. Η παρακμή που θεωρητικά συντελέστηκε μεταξύ 1453 και 1830». Η αρχιτεκτονική των Κυθήρων στο σύνολο της χρησιμοποίησε ταπεινά εκφραστικά μέσα σαν συνέχεια της ιστορίας της: «Δείχνει την πνευματική και αισθητική αξία της ταπείνωσης της, αποδείχνοντας την ηθική της αντοχή και δύναμη. Δείχνει το σφιχτό δέσιμο με την ακμή. Δείχνει τη συνέχεια της…Στην υψηλή ποιότητα που δεν σχετίζεται με το ηθογραφικό, με όλο που η υφή της είναι γραφική». Οι οικισμοί στα Κύθηρα είναι βαπτισμένοι στο επώνυμο του πρώτου οικιστή: Αρωδιάνικα, Καστρισιάνικα, Φριγκιλιάνικα κλπ. Η πολεοδομική τους εικόνα ακολουθεί τις υψομετρικές καμπύλες του εδάφους και όχι κάποιον οργανωμένο σχεδιασμό. Η περίοδος της Ενετοκρατίας, από το 1364 έως και το 1797 θεωρείται η πιο σημαντική για την εξέλιξη του νησιού. Δημιουργούνται οι σπουδαιότεροι οικισμοί και οικοδομούνται κτίρια, οχυρώσεις, εκκλησίες και κατοικίες, με τον οικισμό της Χώρας να βρίσκεται στο κέντρο των Εξελίξεων. Η αρχιτεκτονική που αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο στα Κύθηρα, χαρακτηρίζεται από μια απλούστευση των μορφών που εισήχθησαν κατά καιρούς. Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε στις διάφορες εποχές το νησί, οι ελάχιστες οικονομικές δυνατότητες και η ελαττωμένη σημασία του για τους κατακτητές, δεν επέτρεψαν κάποια οργανωμένη οικοδομική δραστηριότητα ούτε και την ανάπτυξη 91
τοπικής αρχιτεκτονικής παράδοσης. Η ανασφάλεια που χαρακτήριζε το νησί, λόγω γεωγραφικής θέσης, επηρέασε τη μορφή των σπιτιών και τους έδωσε έναν αμυντικό και εσωστρεφή χαρακτήρα [για παράδειγμα τα μικρά ανοίγματα], που εμφανίζεται και μεταγενέστερα. Όσον αφορά τους ελεύθερους χώρους - δημόσιοι και ιδιωτικοί - ή είναι πολύ μικροί ή λείπουν τελείως [Συλλογικός τόμος για τα Κύθηρα, 1983]. Η δεύτερη φάση ακμής είναι μεταξύ του 1814 και 1864, όταν το νησί περιέρχεται στην κυριαρχία των Άγγλων, οι οποίοι κατασκευάζουν δημόσια έργα και έργα υποδομών, όπως δρόμους, γέφυρες, αποχετευτικό σύστημα, ύδρευση κλπ. Η συνολική αρχιτεκτονική εικόνα είναι αρμονική με την συμβίωση στις μορφές, της βενετσιάνικης και αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής. «Και η αρχιτεκτονική του νησιού σε απλές και καθαρές φωνές, σε νοητά σχήματα, τα ταπεινά σπίτια και οι μικρές εκκλησίες, τα υπερήφανα αρχοντικά της φωτοχυσίας…Δρόμοι στενοί, δρόμοι σκεπαστοί εισβάλλουν στα σπίτια, στήνοντας αλησμόνητα διαβατικά που καντράρουν με ένταση το φόντο. Όπως σε όλα τα κάστρα του Αιγαίου, έτσι και εδώ στο βενετσιάνικο κάστρο των Κυθήρων, που χτίστηκε πριν το 1503, τα σπίτια ήταν στριμωγμένα μέσα στο φρούριο. Σιγά σιγά όμως με τον καιρό ξεχύθηκαν έξω από τα τείχη, στρώθηκαν κάτω από τα πόδια του κάστρου, κάτω από τη σκιά του και την παραθάρριά του, γράφοντας τη νεότερη γειτονιά του, το Μέσα Μπούργο, που σήμερα είναι η Χώρα. Όλα είναι αρματωμένα με λιακωτά και θόλους, το κεραμίδι απόβλητο. Όλα είναι υποταγμένα στο άσπρο. Όλα δουλεύουν σε γεωμετρικότητα ταλαντευόμενη που διαψεύδει τη γεωμετρία. Η αδιάφθορη έννοια του Αιγαίου: η πέτρινη εξωτερική σκάλα, ο εξώστης - ταρατσάκι, το τόξο που την υποβαστάει, το δώμα που σκεπάζει. Οι ίσιες ατσαλάκωτες επιφάνειες στους τοίχους, οι ατόφιοι όγκοι, ο αισθητικός αναβρασμός των μικρότερων όγκων της καμινάδας με τα λοξά επίπεδα, η πλαστική αρμογή, και η λογική αναγκαιότητα της αλληλουχίας και της πλοκής τους. Με δύο λόγια το καθησυχαστικό, το βέβαιο σύνολο της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής αναδρομής… Είναι οι φράγκικες μνήμες χαράγματα και ενθυμήσεις: οικόσημα, πόρτες και παράθυρα με δυτική μορφολογία, τα περίτεχνα καμπαναριά, με τις οξύτατες, γοτθικές απολήξεις και η μετρημένη νησιώτικη φυσιογνωμία του καιρού». Αυτή είναι η λυρική περιγραφή του αρχιτεκτονικού τοπίου στο σύνολο του, από τον Δημήτρη Βασιλειάδη [1979]. Η εσωστρεφής αρχιτεκτονική εικόνα του νησιού, συνάδει με τον μοναχικό χαρακτήρα του τοπίου του, με το αίσθημα της προστασίας και της απομόνωσης.
92
Εικόνα 34: Χώρα Κυθήρων, Καλοκαίρι 2016
Εικόνα 35: Χώρα Κυθήρων, Καλοκαίρι 2016
93
Εικόνα 36: Κτίσμα στον οικισμό Μυλοπόταμος, Καλοκαίρι, 2016
Εικόνα 37: Λεπτομέρεια ανοίγματος και κλιμακοστασίου, Χώρα, Καλοκαίρι, 2017
94
Εικόνα 38: Λεπτομέρεια ανοίγματος, Χώρα, Καλοκαίρι, 2017
Εικόνα 39: Κτίσμα ερειπωμένο στη Χώρα, Καλοκαίρι, 2016
95
Εικόνα 40: Σκάλα εισόδου σε κατοικία, Χώρα, Καλοκαίρι, 2017
Εικόνα 41: Πανοραμική άποψη οικισμού Χώρας, Καλοκαίρι, 2016 96
Εικόνα 42: Η θέα από το κάστρο, Χώρα, Καλοκαίρι, 2016
Εικόνα 43: Σπίτι στον οικισμό του Μυλοποτάμου, έξω από το κάστρο, 1983
97
Εικόνα 44: Εκκλησία στη Χώρα, Καλοκαίρι, 2016
98
Εικόνα 45: Σπίτι στον οικισμό του Μυλοποτάμου, έξω από το κάστρο, 1983
Εικόνα 46: Σπίτι στον οικισμό Μπούργο, Χώρα, Καλοκαίρι, 2016
99
Εικόνα 47, 48 : Λεπτομέρειες ανοιγμάτων, Μπούργο, Χώρα, Καλοκαίρι, 2016
100
Εικόνα 49: λεπτομέρειες εισόδου, σπίτι στο Μπούργο, Χώρα, Καλοκαίρι, 2016
101
Εικόνα 50: Σκάλα σε σοκάκι στο Μπούργο, Χώρα, Καλοκαίρι, 2017
102
Εικόνα 51, 52: Περίτεχνα πώρινα διακοσμητικά στοιχεία σε θύρωμα και άνοιγμα, Χώρα, 1983
103
Εικόνα 46: Χώρα, 1979
104
105
Εικόνα 54, 55: Σπίτια στον οικισμό του Μυλοποτάμου, έξω από το κάστρο, 1983
106
Εικόνα 56: Διάγραμμα της Χώρας, όπου διακρίνονται οι φάσεις επέκτασης του οικισμού, 1983
107
5/2/ το βίωμα Το τελευταίο οδοιπορικό στο τοπίο πραγματικότητας είναι σε πρώτο πρόσωπο ενικού. Χωρίς βιβλιογραφικές αναφορές, αλλά με τη λογική της ημερολογιακής περιγραφής και του σημειώματος, θα συνταχθεί το προσωπικό ταξίδι στα Κύθηρα. Μία βιωματική περιήγηση σε έναν τόπο με το ίδιο το σώμα και τις αισθήσεις, απαλλαγμένη από τις επικρατούσες απόψεις, αλλά συνάμα συναισθηματικά δεμένη με αυτόν, με χωρικές εμπειρίες που συντάχθηκαν μέχρι και τη χρονική στιγμή του σήμερα. Το ταξίδι στα Κύθηρα έχει δύο στάσεις και δύο κινήσεις, ενώ διαθέτει τρία επίπεδα ανάγνωσης και εξέλιξης του βιώματος στον τόπο. Η διαδρομή διαπερνά κατά το μέσο το νησί, και ξεκινάει από το ακρότατο σημείο του βορρά, το λιμάνι στο Διακόφτι, καταλήγοντας με μία διχοτομική πορεία στο νότο, στη Χώρα, με βλέμμα προς Αιγαίο και Ιόνιο πέλαγος συνάμα. Το οδοιπορικό αυτό έχει επιρροές από το ταξίδι που πραγματοποίησε το 1962 στο ελληνικό τοπίο, ο Martin Heidegger, και το περιέγραψε στο βιβλίο του Διαμονές, το ταξίδι στην Ελλάδα5. Ο γερμανός φιλόσοφος επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1962, με σκοπό την αναζήτησή μιας εμπειρίας σκέψης. Μέσα από την κρουαζιέρα, περιπλανάται σε μία χώρα, την οποία έχει ήδη δημιουργήσει στο μυαλό του. Επιθυμεί να αντικρίσει τον μύθο που επικρατεί για ένα τόπο, καθώς και το ελληνικό dasein. Επιχειρεί όπως και ο Ελύτης, την τεκμηρίωση της ελληνικότητας, μέσω των αοσθήσεων, των βιωμάτων και της νόησης, ενώ ταυτόχρονα εντάσσει τον μύθο στην τοπιακή πρόσληψη ενός τόπου. Σε αυτό το πνεύμα εξελίσσεται και το προσωπικό ταξίδι, φέρνοντας σε αντιπαράθεση τον μύθο με την πραγματικότητα. Σε σχηματική τομή, τα τρία επίπεδα ανάγνωσης του τόπου είναι: η θάλασσα, οι κοιλότητες του τόπου και τέλος ο λόφος του τερματικού σταθμού. Στο επίπεδο 1 εξελίσσεται η πρώτη κίνηση, στο επίπεδο 2 η δεύτερη κίνηση και η πρώτη στάση, ενώ στο επίπεδο 3, το ταξίδι λαμβάνει τέλος, με την δεύτερη στάση. Σύμφωνα πάλι με τον Δημήτρη Βασιλειάδη [1979], «Πριν γνωρίσεις το νησί, πριν το πατήσεις, δεν υπάρχει για σένα ένα δίλημμα. Μα αφού το γνωρίσεις έτσι και αλλιώς θα το ξεκλειδώσεις. Θα αναμετρήσεις αυτό που έκανες». Το οδοιπορικό αυτό έχει επιρροές από το ταξίδι που πραγματοποίησε το 1962 στο ελληνικό τοπίο, ο Martin Heidegger, και το περιέγραψε στο βιβλίο του Διαμονές, το ταξίδι στην Ελλάδα. Ο γερμανός φιλόσοφος επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα, τ ο καλοκαίτι του 1962, με σκοπό την αναζήτησή μιας εμπειρίας σκέψης. Μέσα από την κρουαζιέρα, περιπλανάται σε μία χώρα, την οποία έχει ήδη δημιουργήσει στο μυαλό του. Επιθυμεί να αντικρίσει τον μύθο που επικρατεί για ένα τόπο, καθώς και το ελληνικό dasein6. Επιχειρεί όπως και ο Ελύτης, την τεκμιρίωση της ελληνικότητας, μέσω των αοσθήσεων, των βιωμάτων και της νόησης, ενώ ταυτόχρονα εντάσσει τον μύθο στην τοπιακή πρόσληψη ενός τόπου. Σε αυτό το
5 Martin Heidegger, Διαμονές, το ταξίδι στην Ελλάδα, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2015 6 Dasein: η λέξη στα γερμανικά σημαίνει βρίσκομαι εδώ. Η παράφραση της από τον Heidegger, υποδηλώνει την ύπαρξη, προκειμένου να εκφράσει ότι το νοήμον ον ανήκει εκάστοτε σε έναν τόπο [Γιώργος Φαρακλάς, Παρίσι 1990 - Πειραιάς 1998]. 108
πνεύμα εξελίσσεται και το προσωπικό ταξίδι, φέρνοντας σε αντιπαράθεση τον μύθο με την πραγματικότητα. Σε σχηματική τομή, τα τρία επίπεδα ανάγνωσης του τόπου είναι: η θάλασσα, οι κοιλότητες του τόπου και τέλος ο λόφος του τερματικού σταθμού. Στο επίπεδο 1 εξελίσσεται η πρώτη κίνηση, στο επίπεδο 2 η δεύτερη κίνηση και η πρώτη στάση, ενώ στο επίπεδο 3, το ταξίδι λαμβάνει τέλος, με την δεύτερη στάση.
Εικόνα 57: σχηματική απεικόνιση επιπέδων ταξιδιού, σκίτσο
109
Χάρτης 4: Ο άξονας προσανατολισμού της διαδρομής
110
Χάρτης 5: Η διαδρομή και οι κινήσεις/ στάσεις
111
/ κίνηση 1 Η πρώτη κίνηση γίνεται πάνω στο νερό, στη θάλασσα, που με ροηκότητα καταλήγει στη πρώτη στεριά, στη πρώτη στάση στον τόπο. Πριν όμως την αποβίβαση, πραγματοποιείται μία οπτική επαφή εξ αποστάσεως με τον τόπο. Οι καμπύλες του τόπου όπως καδράρονται από την κουπαστή. Μία μακρινή παρατήρηση, που περικλείει σχεδόν ολόκληρη την μία όψη του νησιού, από την θάλασσα. Η επιβίβαση γίνεται στο πλοίο από την απέναντι όχθη, το λιμάνι της Νέαπολης Λακωνίας, με χρονική διάρκεια μίας ώρας. Η διαδρομή μικρή, ικανή να σου δημιουργήσει το αίσθημα της έκπληξης μόλις πρωτοδείς την στεριά των Κυθήρων. Τόπος μοναχικός, αλλά συνάμα κοντινός στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μια δόση μικρής σε μέγεθος στεριάς είναι η νήσος Ελαφόνησος που διακόπτει το μπλε πριν την αποβίβαση. Από απόσταση, όπου μεταξύ της στεριάς και του σώματος υπάρχει η θάλασσα, διακρίνει κανείς την οριογραμμή του τόπου, με βραχώδης απότομες απολήξεις, λιγοστό σκούρο πράσινο χρώμα και μικρά λευκά οικοδομήματα αραιά μεταξύ τους. Τόπος τραχύς, με απότομες απολήξεις προς το νερό, δημιουργεί το αίσθημα του φόβου, και της δύσβατης προσέγγισης και αφομοίωσης του. Αίσθημα πρώτο: έκπληξη και φοβική αγωνία. Το αγκυροβόλημα γίνεται στο λιμάνι στο Διακόφτι, βορειοανατολικά. Με το πρώτο άγγιγμα της στεριάς αντικρίζει κανείς το ναυάγιο του Nordland7, το μισοβυθισμένο πλοίο είναι στοιχείο απαισιόδοξο, ενώ αναρωτιέται αν πρόκειται για το καράβι των εραστών του Watteau ή για το καράβι του Baudelaire ή του ήρωα του Ουράνη, ή μήπως είναι αυτό που οδηγούσε την ελπίδα του Σπύρου ή του Κλέωνος. Αίσθημα δεύτερο: θλίψη κα απογοήτευση για τα ιδανικά που ναυάγησαν στην πρώτη κιόλας στάση. Η επιβίβαση στο όχημα ξεκινάει τη δεύτερη κίνηση.
Εικόνα 58: Το ναυάγιο στο Διακόφτι
7 Το 2000 προσέκρουσε στη νησίδα Δραγονάρες , έξω από το λιμάνι στο Διακόφτι των Κυθήρων. 112
/ κίνηση 2 Αυτή πραγματοποιείται εντός του αυτοκινήτου, με σημείο εκκίνησης το λιμάνι στο Διακόφτι, και με μία καθοδική κίνηση προς το σημείο τερματισμού, την Χώρα. Η Χώρα, με κεντροβαρική θέση στο νότιο άκρο του νησιού, βοηθάει σε μία κίνηση που αναπτύσσεται από βορρά προς νότο, σαν μια άλλη Decumanus8, σχεδόν στον άξονα του κέντρου του τόπου. Η οπτική επαφή από το παράθυρο ενός οχήματος είναι ανάλογη του χρόνου, στιγμιαία. Η φωτογραφική αποτύπωση συγκρατεί τα κομμάτια που η εγκεφαλική διεργασία θεωρεί σημαντικά. Η πορεία των δρόμων ακολουθεί τις υψομετρικές του εδάφους. Η διαδρομή στον τόπο έχει ακραίες εναλλαγές, με συνολική απόσταση 31 χιλιόμετρα. Το σώμα και το βλέμμα διαπερνούν τους εξής οικισμούς: Φριγκιλιάνικα, Αλοιζιάνικα, Αρωνιάδικα, Δόκανα, Καρβουνάδες, Κοντολιάνικα, Λιβάδι. Μικροί οικισμοί, με ονόματα από τους πρώτους κατοίκους τους, έχουν σε δεσπόζουσα θέση την εκκλησία, ως κέντρο τους. Η αρχιτεκτονική απλότητα συναντά τις δυτικές επιρροές, ενώ τα λιγοστά άτομα που αντικρίζεις ή και όχι, κάνουν ακόμα πιο έντονο το αίσθημα της εσωστρέφειας του τόπου. Κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο ο τρούλος, ο οποίος τις περισσότερες φορές έχει αποχρώσεις του μπλε, σαν σύμβολο του ουράνιου θείου. Μία πρώτη αιώρηση. Αραιά τοποθετημένα τα κτίσματα, με μόνη εξαίρεση τον οικισμό Λιβάδι, ο οποίος δεν γλίτωσε από την τουριστική επιρροή στη φυσιογνωμία του. Αίσθημα πρώτο: η απομόνωση. Οι οικισμοί μοιάζουν να έχουν ξεχαστεί, με χειρονομίες στο τοπίο απλές, που δείχνουν το αναγκαίο και το απαραίτητο. Οι αρχιτεκτονικές μορφές απαντούν στο αίσθημα της επιβίωσης, της ασφάλειας και της προστασίας. Οι δημόσιοι χώροι λιγοστοί, σχεδόν μόνο μία κεντρική πλατεία, μπροστά από τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας - τοπόσημο. Ενδιάμεσα παρεμβάλλεται το τοπίο. Αίσθημα δεύτερο: η προσμονή. Η προσμονή για αυτό που θα ακολουθήσει, το οποίο δεν σε έχει προετοιμάσει. Μέχρι εκείνο στο σημείο το βουνό κατακόρυφα ακουμπούσε τη θάλασσα προκαλώντας δέος. Μέχρι την συνάντηση με τον πρώτο οικισμό, τα Φριγκιλιάνικα, το τοπίο ήταν ξερό, άγριο, βραχώδες με φρύγανα και χαμηλή βλάστηση. Λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από τον οικισμό ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά σου, εκατέρωθεν του δρόμου ένα δάσος από λεύκες, το οποίο, επίσης ξαφνικά μετά από λίγα μέτρα γειώνεται και γίνεται ένα με το έδαφος. Δεν υπάρχει καμία οπτική επαφή με τη θάλασσα μετά τον οικισμό Φριγκιλιάνικα. Αίσθημα τρίτο: η απορία. Η απορία αφορά το σώμα και την τοποθέτηση του στο χώρο. Αναρωτιέται αν είναι σε νησί και ποιες είναι οι συντεταγμένες που το έχουν απομακρύνει από τη θάλασσα. Ο προσανατολισμός έχει χαθεί ανάμεσα στους μικρούς οικισμούς με όριο τις γραμμές της φύσης, οι οποίες σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν βρίσκεσαι στην ηπειρωτική ή τη νησιωτική Ελλάδα. Συνεχίζοντας το οδοιπορικό το τοπίο παραμένει τραχύ και απόμακρο από τον περιηγητή.
8 Έτσι ονομαζόταν η οδός που ένωνε τον Βορρά με τον Νότο, στο σχεδιασμό των πόλεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρταορίας. 113
Αίσθημα που μεταβάλλεται καθώς εγγράφονται πάνω του οι ψηλές μορφές από τα κυπαρίσσια, και οι τόνοι λαδί από τα ελαιόδενδρα. Τα χρώματα που επικρατούν είναι η ώχρα, το σκούρο μπλε, το καφέ και το γκρι, και το βαθύ πράσινο. Οι δρόμοι είναι στενοί σε όλο το μήκος τους, σαν το τοπίο να θέλει να σε εγκλωβίσει ή μήπως να σε αγκαλιάσει. Το βαθύ πράσινο εντείνεται στη διαδρομή προς τη Χώρα, σαν να είναι ανάλογο της ανθρώπινης παρέμβασης. Οι οικισμοί που συναντάει κανείς στη πορεία του απέχουν από την θάλασσα και είναι τοποθετημένοι σε κοιλότητες που δημιουργούνται από τις άκαμπτες και αδρές καμπύλες των βουνών. Δημιουργούν έτσι το αίσθημα της ασφάλειας, της συνειδητής απομάκρυνσης από το υδάτινο στοιχείο για λόγους προστασίας, όπως αναλύθηκε παραπάνω. Το τοπίο με τις τόσες εναλλαγές και εκπλήξεις μπερδεύει τον περιηγητή, αλλά συνάμα τον εκπλήσσει με τη διαφορετικότητα του, με τα στοιχεία του Ιονίου και του Αιγαίου να διαπλέκονται. Τίποτα όμως δεν αποδεικνύει τον μεγάλο συμβολισμό του ανά τους αιώνες. Σαν να αποσιωπά, εξού και το ρήμα κεύθω, σαν να μην θέλει να προβάλλει τον ουτοπικό του χαρακτήρα. Προτιμά να παραμένει ταπεινό στην απλότητα των φυσικών και αρχιτεκτονικών μορφών του, δίχως να βροντοφωνάζει για τους μύθους που κουβαλάει, για τα ποιήματα και τους πίνακες που έχουν συνταχθεί για χάρη του. Το τοπίο απέχει από την εικόνα που οι άλλοι δόμησαν για αυτό.
Εικόνα 59, 60: Το τοπίο του νησιού από τον οικισμό Μυτάτα, Φθινόπωρο, 2019
114
Εικόνα 61: Το τοπίο στο δρόμο από το Διακόφτι προς τη Χώρα, Φθινόπωρο, 2019
Εικόνα 62: Παραλία Καλαδί, Καλοκαίρι, 2016 115
Εικόνα 62, 63: Το τοπίο και ο οικισμός Αρωνιάδικα, στον δρόμο προς τη Χώρα, Φθινόπωρο, 2019
116
Εικόνα 64: Άποψη του κάστρου από τον οικισμό Αυλέμονα, Καλοκαίρι, 2016
117
Εικόνα 65: Το κάτσρο και η Χώρα, άποψη από τον δρόμο προς Αυλέμωνα, Καλοκαίρι, 2016
118
Εικόνα 66: Το τοπίο εκτός του οικισμού Λιβάδι, στο δρόμο προς τη Χώρα, Φθινόπωρο, 2019
119
Εικόνα 66, 67: Ο οικισμός της Παλαιόπολης, Καλοκαίρι, 2016
120
Εικόνα 68: Ο οικισμός Αυλέμωνας, Καλοκαίρι, 2017
121
Εικόνα 69: Οι καταρράκτες στον οικισμό Μυλοπόταμος, Καλοκαί
122
/ στάση 1 / εκτός και εντός Η αποβίβαση από το όχημα γίνεται εκτός του οικισμού της χώρας. Ο κεντρικός πεζοδρομημένος άξονας εισάγει το σώμα εντός του οικισμού, σε μία πορεία προς την είσοδο του κάστρου, στον λόφο του τερματικού. Η δόμηση είναι πυκνή, επιβεβαιώνει όλα εκείνα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία που αναλύθηκαν. Η ανθρώπινη ζωή έντονη όπως και οι παρεμβάσεις οικειοποίησης του χώρου. Λευκοί όγκοi, με εξώστες στενούς, με λιγοστά ανοίγματα. Δεν έχεις θέα με το τοπίο, παρά μόνο με τα κτίσματα. Η θέα θα επανέλθει στο κάστρο, στο σημείο της πλήρους εποπτείας. Η θάλασσα εμφανίζεται μπροστά σου στο πρώτο πλάτωμα, σαν vista stopper, το οποίο αναπτύσσεται ανάμεσα στο όριο του παλιού και του νέου οικισμού της Χώρας [19ος αιώνας]. Έπειτα κάτω από ένα διαβατικό πραγματοποιείται η εισήγηση του περιηγητή στον οικισμό Βούργο. Ο δρόμος στενεύει και οι λευκοί όγκοι αγκαλιάζουν ασφυκτικά ο ένας τον άλλον. Η θέα προς το τοπίο και τη θάλασσα επιτυγχάνεται από μικρά κενά - κάδρα μεταξύ των κτισμάτων, δημιουργώντας το αίσθημα της έκπληξης. Η διαδρομή καταλήγει σε ένα πλάτωμα που αναπτύσσεται κάτω από το βενετσιάνικο κάστρο, το οποίο στο δίνει μια πρώτη αίσθηση της θέας: από αριστερά το Καψάλι, τόπος πεδινός, το επίνειο της Χώρας, και από δεξιά η Χύτρα με τους απότομους όγκους του βουνού. Η πέτρα κυριαρχεί στο σημείο. Με μία μικρή κλίση ανηφορική καταλήγεις στην βορειοανατολική είσοδο του κάστρου. Η κλίση συνεχίζει να σε καθοδηγεί, ενώ περικλείεσαι από το τείχος και σταματά η οπτική επαφή που είχες πριν. Ξαφνικά οδηγείσαι σε ένα πλάτωμα, από χώμα και πέτρα. Αίσθημα πρώτο: η ανακούφιση. Στα μάτια σου ξεδιπλώνεται το τοπίο, η αχριτεκτονική του τόπου, η θάλασσα και ο ορίζοντας. Αίσθημα δεύτερο: η εξιλέωση.
Εικόνα 70, 71: Κτίσματα στη Χώρα, Φθινόπωρο, 2019 123
/ στάση 2 / τερματικός σταθμός Η περιήγηση στο τοπίο των Κυθήρων έχει τερματικό σταθμό το κάστρο της Χώρας, πάνω σε ένα έξαρμα του εδάφους, σε ένα περιτειχισμένο χώρο, όπου βλέπεις το Βούργο - τον μεταγενέστερο οικισμό - να ξεδιπλώνεται στα βόρεια, ενώ νότια βλέπεις τη Χύτρα, τη μικρή ακατοίκητη βραχονησίδα να χάνεται μέσα στο μπλε των πελάγων. Τον μικρό τόπο που ανθίζει η αιωνιότητα, το άνθος της σεμπρεβίβας. Ανατολικά και δυτικά όγκοι βουνών με καμπύλες απότομες ή ομαλές, χωρίς πράσινο ή με τις ψηλόλιγνες φιγούρες από τα κυπαρίσσια, καθώς και ελαιόδενδρα να ξεπροβάλλουν. Τοπίο αντιθέσεων και αρμονικών συμβιώσεων. Το σημείο αυτό σου προσφέρει την πλήρη θέαση, την πλήρη οπτική επαφή με όλα εκείνα τα αντιθετικά στοιχεία σύνθεσής του τοπίου. Αίσθημα πρώτο, η ηρεμία. «Αναβήτε εις ένα λοφίσκον, λόφον. Εις τον Αδρηττόν, εις τον Λυκαβηττόν, εις τον Φιλόπαππον, εις την Ακρόπολιν, εις οποιονδήποτε θέλετε……Καθίσατε χωρίς καμμίας σκέψιν, χωρίς κανένα σκοπόν, αφήσατε την ψυχήν σας ελεύθεραν να τέρπεται από τα ορώμενα αθύρματα και τον εγκέφαλόν σας να φωτογραφή εις τον σκοτεινόν του θάλαμον λόφους, βουνάς, ακτάς, νερά, κανπούς, χρώματα, ό,ρι φαίνεται. Τι βλέπετε; Ένα ολόκληρον κόσμον.» Περικλής Γιαννόπουλος, Η ελληνική γραμμή, 1992 Είναι το σημείο αυτό που μπορείς να κάνεις τον απολογισμό του ταξιδιού σου. Αίσθημα δεύτερο, ο απολογισμός. Που μπορείς να δεις συγκεντρωτικά όλα αυτά τα φυσικά και ανθρωπογενή συστατικά στοιχεία του τόπου, και να αποφασίσεις έπειτα ποια θα κρατήσεις για τη σύνταξη του τοπίου. Τα ιστορικά ιζήματα, η αρχιτεκτονική πορεία, το φυσικό τοπίο, το νερό, είναι όλα μαζί μπροστά στα μάτια σου, έτοιμα να συντάξουν το τοπίο, να επαληθεύσουν όλα εκείνα τα αναγνώσματα ή να τα διαψεύσουν.
124
Εικόνα 72: Πανοραμική άποψη του κάστρου και του Μπούργου, Χώρα
125
Εικόνα 73: Εντός του κάστρου της Χώρας, Καλοκαίρι, 2017
126
Εικόνα 74: Εντός του κάστρου της Χώρας, Καλοκαίρι, 2016
127
Εικόνα 74: Εντός του κάστρου της Χώρας, Φθινόπωρο, 2019
128
Εικόνα 75: Εντός του κάστρου της Χώρας, Φθινόπωρο, 2019
129
Εικόνα 76: Εκτός του κάστρου της Χώρας, Φθινόπωρο, 2019
130
Εικόνα 77: Εκτός του κάστρου της Χώρας, Φθινόπωρο, 2019
131
Εικόνα 78: Εντός του Κάστρου της Χώρας, Φθινόπωρο, 2019
132
Εικόνα 79: Αισθητική θεώρηση του τόπου, Ακουαρέλα, 2019
133
Εικόνα 80: Το τοπίο και ο οικισμός εκτός του κάστρου, Χώρα, Φθινόπωρο, 2019
134
Εικόνα 81: Αισθητική θεώρηση του τοπίου, Ακουαρέλα, 2019
135
Εικόνα 82: Η Χύτρα, Καλοκαίρι, 2017
136
137
Εικόνα 83: Η Χύτρα, άποψη του τοπίου από το Κάστρο, Φθινόπωρο, 2019
138
139
Εικόνα 84: Το τοπίο, ώρα απογευματική, Ακουαρέλα, 2019
140
Εικόνα 85: Το τοπίο, ώρα μεσημεριού, Ακουαρέλα, 2019
141
6 / η συγκατοίκηση το φαντασιακό και το πραγματικό τοπίο
6/η συγκατοίκηση - το φαντασιακό και το πραγματικό τοπίο Πως δύο αντίθετα στοιχεία συμβιώνουν; Πως το ένα επηρεάζει την πορεία του άλλου; Άραγε επιβεβαιώνεται η φράση του Ηρακλείτου αρμονίη κόσμου παλίτροπος; Ουτοπικό και πραγματικό τοπίο σε συγκατοίκηση σε έναν τόπο. Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτής της κοινής ζωής στον χώρο; Ο ιδεατός τόπος που κατασκευάζει το μυαλό, σε αντιπαράθεση με τον υπαρκτό τόπο. Η απάντηση δίνεται από τη προσωπική διαδρομή στο τόπο. Η κριτική προσέγγιση των ερωτημάτων, μέσα από ένα ταξίδι ανάμεσα σε αιώρηση και γείωση: ως συμβίωση. Μία έκρηξη στο πραγματικό επίπεδο, όπου τοπίο συμβόλων και τοπίο πραγματικότητας συνυπάρχουν. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης για να τονίσει τον γεμάτο αντιθέσεις και αντιστίξεις αυτό τόπο, σημειώνει: «Τα Κύθηρα βρίσκονται στο νοτιότατο άκρο της Πελοποννήσου, Ν.∆. του ακρωτηρίου Μαλέα. Κι ωστόσο, διοικητικά ανήκουν στην Αττική! Τούτο το γαιοδιοικητικό παράδοξο έρχεται να μπολιαστεί σ’ ένα δεύτερο: τα Κύθηρα, ως μορφολογία, ανήκουν στις Κυκλάδες. Κι ωστόσο, είναι το έκτο νησί των Ιονίων νήσων [το έβδομο είναι τα ακόμα πιο μακρινά Αντικύθηρα]. Λοιπόν; Τα Κύθηρα ανήκουν στα Ιόνια νησιά; Ή ανήκουν στην Λακωνία; Τα Κύθηρα ανήκουν όπου τα τοποθετήσεις με μια απόφαση ή μια διοικητική πράξη. Τα Κύθηρα ανήκουν παντού... εκτός από τον εαυτό τους – όπως και η Ελλάδα. Τα Κύθηρα είναι ένας ου-τόπος [μια ουτοπία] με τόσο μπερδεμένη ιστορία, που κανείς ιστορικός δεν τα κατάφερε να την ξεμπερδέψει με επάρκεια, όπως και την «κυθήρεια» ελληνική Ιστορία». Ο George Simmel τονίζει πως «η φύση που κατά βάθος είναι και το νόημά της, δεν γνωρίζει τίποτα από ατομικότητα, αναδομείται ως η εκάστοτε ατομικότητα του τοπίου μέσω του ανθρώπινου βλέμματος, το οποίο την κατατέμνει και διαμορφώνει από τα τμήματα ξεχωριστές ενότητες». Ένα Βενετσιάνικο γνωμικό λέει: Un mondo fa un mondo, e Cerigo un altro mondo Όλος ο κόσμος είναι ένας κόσμος, το Τσιρίγο είναι ένας άλλος κόσμος Τα Κύθηρα είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ένας τόπος αντιθέσεων και συγκλίσεων που δημιουργεί μία ανεξάρτητη χωρική οντότητα που αναζητά διερεύνηση και προσωπικό βίωμα για την κατανόηση του. Μέσα από την τέχνη, την ποίηση και το κινηματογράφο, αξιοποιήθηκαν συμβολισμοί και γεννήθηκαν νέοι. Κοινό στοιχείο σε όλα τα συντακτικά μέσα είναι αυτό της ουτοπίας. Η αποδοχή ή άρνηση του ονειρικού τόπου. Η παραμονή στην αιώρηση και η απότομη γείωση στον πραγματικό κόσμο, είναι αποτελέσματα της σύνταξης ή της αποδόμησης του ιδανικού τόπου. Από την αρχαιότητα έως την Αναγέννηση και τον Ρομαντισμό, ή αργότερα στον Ρεαλισμό, το τοπίο αμφισβητήθηκε ή επαναπροσδιορίστηκε, πάντα όμως με απαρχή τον μύθο του Ησίοδου. Ο μύθος της γέννησης της Αφροδίτης, στιγμάτισε το νησί. Ο πραγματικός τόπος δεν επηρεάστηκε από το ουτοπικό πέπλο, δεν το φόρεσε, αλλά δημιούργησε τη δική του πορεία στο χρόνο. Με απλές χειρονομίες το ανθρωπογενές περιβάλλον εντάχθηκε στο φυσικό τοπίο με
144
αίσθημα ταπεινό, με σεβασμό προς όλα αυτά που το περικλείουν. Οι μύθοι δημιουργούν μεγάλες προσδοκίες για τον τόπο, που όμως ο τόπος δεν ενστερνίστηκε. Ανατέθηκε στον τόπο, εν αγνοία του, ένας μεγαλεπήβολος συμβολισμός, αρχέγονος. άλλες φορές το ταξίδι μετατρέπει τον τόπο σε ευτοπικό και άλλες σε δυστοπικό. Συγκεκριμένα, οι χαρακτηρισμοί που ταξιδεύουν από τους περιηγητές στη Δύση, θέλουν τα Κύθηρα να παρουσιάζουν μια εικόνα εγκατάλειψης και θλίψης, στοιχεία που αποθαρρύνουν ένα ταξίδι προς το νησί. Το λογοτεχνικό φαντασιακό τοπίο που συντάχθηκε από τον 7ο έως και τον 18ο αιώνα, καταρρίφθηκε από τον Ρεαλισμό, αποδομώντας το λεξιλόγιο του Ροκοκό και του Ρομαντισμού. Το τοπίο πέρασε κάθετα από τις τέχνες, τα καλλιτεχνικά ρεύματα και τους συμβολισμούς, διανύοντας και αυτό ένα ταξίδι. Από την ελαφρότητα και την φυγή από την πραγματικότητα του Watteau, περνάει στην σκεπτική στάση του Baudelaire, στο λυγισμό του Ουράνη και τέλος στην επαναφορά στον μύθο του Ησίοδου από τον Αγγελόπουλο. Ο τελευταίος επαναπροσδιορίζει τον ιδεατό χαρακτήρα του νησιού, ενσωματόνωντας τον μύθο στο σύγχρονο τοπίο [Α. Π. Παναρέτου, 7 ημέρες καθημερινή, 1998:2-3]. Παρατηρείται μία κυκλική διαδρομή, όπου το σημείο εκκίνησης, το μυθολογικό σημείο αιώρησης, έπειτα από διαδρομές γείωσης, συναντάει τον τερματικό σταθμό. Είναι ο τόπος που καταφέρνει να διατηρήσει αρμονικά τα αντίθετα στοιχεία συγκρότησης του, επιβεβαιώνοντας την φράση του Ηράκλειτου. Είναι ο τόπος που η αρχιτεκτονική ειλικρίνεια συναντά την αγριότητα του τοπίου και συμβαδίζουν μαζί, χωρίς το ένα να αναιρεί το άλλο. Είναι αυτό το τοπίο που συντάσσεται από αντίθετα σύμβολα, από το έντονο χρώμα της semper viva, στο άτονο χρώμα των βράχων, από τα ψηλά κυπαρίσσια στα χαμηλά φρύγανα, από το σκούρο μπλε της θάλασσας, στο ανοιχτό των ακρογραμμών και από τη στυβαρή αρχιτεκτονική του κάστρου της χώρας, στους λιτούς λευκούς όγκους. Έτσι είναι και τα αισθήματα που γεννιώτνται επισκέπτοντας το νησί: αντιθετικά, σαν απόλυτο μαύρο και λευκο. Η συγκατοίκηση αυτή είναι αρμονική, καθώς τα στοιχεία διαπλέκονται μεταξύ τους συμπληρωματικά. Το πραγματικό τοπίο δεν προβάλλει τα μυθικά του στοιχεία, αλλά σιωπηλό στέκει κάτω από το πέπλο της αιώρησης, δίχως να το φοράει.
145
Εικόνα 86: σχηματική απεικόνιση αιώρησης και γείωσης, Ακουαρέλα
146
Εικόνα 87: σχηματική απεικόνιση έκρηξης πραγματικού στοιχείου, Ακουαρέλα
147
Εικόνα 88: Το τοπίο από το κάστρο της Χώρας, Χύτρα και σεμπρεβίβα, Φθινόπωρο, 2019
148
Εικόνα 89: Αισθητική θεώρηση του τοπίου, Ακουαρέλα, 2019
149
Εικόνα 90: Το τοπίο από τον οικισμό Μυτάτα, Καλοκαίρι, 2017
150
Εικόνα 91: Αισθητική θεώρηση του τοπίου, Ακουαρέλα, 2019
151
Εικόνα 92: Η παραλία Φυρή Άμμος, Καλοκαίρι, 2017
152
Εικόνα 93: Αισθητική θεώρηση του τοπίου, Ακουαρέλα, 2019
153
Εικόνα 94: Το τοπίο έξω από το κάστρο της Χώρας, Φθινόπωρο, 2019
154
Εικόνα 95: Αισθητική θεώρηση του τοπίου, Ακουαρέλα, 2019
155
Εικόνα 96: Το τοπίο από το δρόμο προς Αυλέμωνα, Καλοκαίρι, 2017
156
Εικόνα 97: Αισθητική θεώρηση του τοπίου, Σκίτσο, 2019
157
Εικόνα 98, 99: Παραλία Καλαδί, Καλοκαίρι, 2017
158
159
7/ αντί επιλόγου
7/ αντί επιλόγου Η κατάληξη του ταξιδιού στα Κύθηρα, το συμπέρασμα μιας διαδρομής και μιας πορείας ανάμεσα σε δύο ΄συμπληγάδες πέτρες΄, που ανάμεσά τους χωροθετείται ο τόπος. Ο βράχος της ουτοπίας απέναντι από το βράχο της πραγματικότητας, σε σχέση συγκρουσιακή ή σε σχέση συμπληρωματική. Το ουτοπικό πέπλο που αιωρείται πάνω από έναν τόπο, και ο πραγματικός τόπος με ένα ανάμεσά χωρικό κενό που επιζητά σύνδεση. Αυτή η σύνδεση πραγματοποιείται μέσω του προσωπικού βιώματος, με μία αυτοψία. Πρόκειται για τον τόπο που αγαπάς ή μισείς, τον τόπο που προσφέρει την λύτρωση, την κάθαρση ή την θλίψη του ανεκπλήρωτου ονείρου. Η έκρηξη του πραγματικού και το συμπέρασμα της διαδρομής, αν δηλαδή επέρχεται η δικαίωση του ου-τόπου ή η απογοήτευση του θλιβερού τοπίου, βασίζεται στη προσωπική κρίση του περιηγητή. Στην ποιητική συλλογή του Victor Hugo, 1856, με τίτλο «Ενατενίσεις», η μελαγχολία είναι συνώνυμη με την λέξη Cerigo [Τσιρίγο], την ενετική ονομασία του νησιού. Τόπος μελαγχολικός, απομονωμένος, μοναχικός, που η ταυτισή του με τον ιδεατό ονειρικό τόπο, την Γη της Επαγγελίας προκαλεί το αίσθημα της μελαγχολίας, της δυσκολίας που έγκειται στην εύρεση του. Σε μία εύρεση όχι μόνο του τόπου, ως χώρου, αλλά και του ίδιου σου του εαυτού, που συντάσσει το τοπίο με τα βιώματα. Αρχέγονοι μύθοι που στιγμάτισαν την φυσιογνωμία του τόπου και τον συνέδεσαν με τον αγνό έρωτα και τα μυστικά. Μύθοι που στάθηκαν η αφορμή για την σύνταξη ουτοπιών στην συλλογική καλλιτεχνική συνείδηση. Ο συμβολισμός του νησιού διατηρήθηκε σε όλους τους αιώνες, μέχρι την αποθέωση του από τους ρομαντικούς του 18ου αιώνα. Το άυλο και μεταφυσικό, η υπερβατική υπόσταση, γειώθηκε από τους μεταγενέστερους ρεαλιστές, τον 20ο αιώνα. Προσωπικά ορμόμενη, στο πνεύμα του ρομαντισμού, σωματικά και ψυχικά τοποθετημένη στην αιώρηση, θεωρώ ότι οι ουτοπίες έχουν αξία, σε μία διαδρομή αναζήτησης του ιδανικού τόπου και του εαυτού μας. Σύμφωνα με τον Kenneth Clark, «αν η επίγεια ζωή μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύντομο και άθλιο διάλλειμμα, τότε το περιβάλλον στο οποίο ζούμε δεν χρειάζεται να απορροφά τη προσοχή μας. Αν οι ιδέες είναι σαν θεϊκές και οι αισθήσεις υποβαθμισμένες, τότε ο τρόπος που αποδίδουμε τις εμφανίσεις πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο συμβολικός, και η φύση, την οποία αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, γίνεται σαφώς αμαρτωλή». Δεν έχει σημασία να βρεις τον ου-τόπο, εν προκειμένης τα Κύθηρα, αλλά αφομοιώνοντας τους συμβολισμούς του, οφείλεις να οδεύσεις προς το μέρος του, προς το τοπίο και τον τόπο του, με αίσθημα ανακάλυψης, αμφισβήτησης, αποδοχής και ανασύνταξης. Σαν αλλιώτικες semper vives, οι συμβολισμοί και οι μυθοπλασίες για τον τόπο, δεν μαραίνονται ποτέ: οι συμβολισμοί από την αιώρηση κινούνται στο σημείο επαφής με τον πραγματικό τόπο, και στη συνέχεια επαναφέρονται στον ου-τόπο. Αρκεί ένα ταξίδι. Το ταξίδι στο Κυθέρειο τοπίο, στο παντού και στο πουθενά, λαμβάνει τέλος -με τη γραμμή της αιώρησης που έρχεται να ακουμπήσει τη γραμμή του τόπου.
162
Εικόνα 100: Διαγραμματικό σκίτσο, Το κάστρο και η θάλασσα, 2019
163
βιβλιογραφία Αλεξάκης Ελευθέριος, Εθνοπολιτιστικές παράμετροι του λαικού πολιτισμού των Κυθήρων. Ιστορικό-ανθρωπολογική προσέγγιση, Πρακτικά Α’ Διεθνούς Συνεδρίου Κυθηραικών Μελετών, τ.2, Κύθηρα, Ελεύθερο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δήμου Κυθήρων, 2003 Βασιλειάδης Δημήτρης, Οδοιπορία στις μορφές και το ήθος του ελληνικού χώρου, Ερμής, Αθήνα, 1973, 3η έκδοση, 1979 Βιγγοπούλου Ιόλη, Περιηγητές και Κύθηρα, Όψεις και Αντικειμενικότητες, Α΄διεθνές συνέδριο Κυθηραϊκών μελετών, Ελεύθερο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Δήμου Κυθήρων, Σεπτέμβριος 2000 Γιαννόπουλος Περικλής, Η ελληνική γραμμή, από τα Άπαντα, Ελεύθερη Σκέψις, 1988 Δουκέλλης Παναγιώτης [επιμέλεια], Το Ελληνικό τοπίο, Συλλογικό έργο, εκδόσεις Εστία, Αθήνα, 2005 Δρίζος Γιώργος, Μία ζωγραφική ματιά στην αρχιτεκτονική των Κυθήρων, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα, 1990 Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Συλλογικό έργο, Κύθηρα, Εκδσόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1983 Εμπειρίκος Ανδρέας , Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, συλλογή κειμένων, 1988 Ιάμβλιχος, Περί του Πυθαγορικού Βίου, εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα, 2001 Κασιμάτης Παναγιώτης, Ιστορικά από την παλαιά και σύγχρονη κυθηραϊκή ζωή, Βασιλόπουλος, Αθήνα, 1994 Κοτιώνης Ζήσης, Η τρέλα του τόπου, Αρχιτεκτονική στο Ελληνικό τοπίο, εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2004 Κολοβός Νίκος, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα, 1990 Λεβέντης Δημήτρης, Ου παντός πλειν ες Κύθηρα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Δεύτερη Έκδοση, Αθήνα, 2010 Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο, Καταγραφή και Αξιολόγηση του Φυσικού Περιβάλλοντος Κυθήρων και Αντικυθήρων, Β’ Αναθεωρημένη Έκδοση, Ιούνιος 2017 164
Μπονάτσου Έλενα [επιμέλεια], Τόπος Τοπίο, τιμητικός τόμος για τον Δημήτρη Φιλιππίδη, Μέλισσα, Αθήνα, 2018 Μωραΐτης Κώστας, Το τοπίο, πολιτιστικός προσδιορισμός του τόπου, Σημειώσεις για τη νεότερη τοπιακή επεξεργασία του τόπου, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2015 Μωραΐτης Κώστας, Η τέχνη του τοπίου, Πολιτιστική επισκόπηση των νεοτερικών τοπιακών θεωρήσεων και διαμορφώσεων, εκδόσεις Κάλλιπος, Αθήνα, 2015 Μωραΐτης Κώστας, Εισαγωγικό σημείωμα για το τοπίο και την κληρονομιά του πολιτισμού, Επεξηγώντας τον όρο Τοπίο και τη γενική σχέση του με τα κληροδοτήματα του πολιτισμού,άρθρο στο www.monumenta. org_articles Πετρόχειλος Γιάννης, Ιστορία της νήσου των Κυθήρων, Αθήνα, 1940 Ραφαηλίδης Βασίλης, Ταξίδι στο μύθο για της ιστορίας και στην ιστορία δια του μύθου: ο κινηματογράφος του Θόδωρου Αγγελόπουλου, Εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα, 2003 Στάθης Σπύρος, Κυθηραική επιθεώρηση, έτος Α’, Αθήνα, 1923 Σταυρίδης Σταύρος [επιμέλεια], Μνήμη και εμπειρία του χώρου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006 Σωτηρίου Γιώργος, Μεσαιωνικά μνημεία Κυθήρων, Εκδόσεις Σπάθης Σπ., έτος Α’, Αθήνα, 1923 Χατζημιχάλης Κωστής, Σύγχρονα ελληνικά τοπία: Γεωγραφική προσέγγιση από ψηλά, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 2011 Bacon Francis, New Atlantis, 1626, Νέα Ατλαντίδα, μετ. Νούτσος Παναγιώτης, Εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα, 1990 Antoine Laurent Castellan, «Lettres sur la Morée, l’ Helles - pont et Constantinople a Paris MDCCCXX» [Επιστολές περί το Μορέως], Paris, 1808 Greimas A.J., Courtes J., Semiotique; Dictionnaire raisonne de la théorie du langage, Hachette, Παρίσι, 1979 Clark Kenneth, Το τοπίο στην τέχνη, εκδόσεις Νησίδες, Αθήνα, 2018 Thomas More, Ουτοπία, μετ. Γιώργος Καραγιάννης, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1970 165
Norberg - Schutz Christian, Genius Loci, Το πνεύμα του τόπου: για μία φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής, επιμέλεια: Πεχλιβανίδου - Λιακάτα Αναστασία, μετάφραση: Φραγκόπουλος Μίλτος, ΕΜΠ Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, Αθήνα, 2009 Claude Lévy-Strauss, Η άγρια σκέψη [La Pensée sauvage, 1962], Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2019 Claude Lévi-Strauss, Μύθος και νόημα, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1986 Martin Heidegger, Διαμονές, το ταξίδι στην Ελλάδα, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 2015 Claude Levi- Strauss, La Pensee sauvage 1962, (ελληνικά: Άγρια σκέψη), μεταφ. Παπαζήσης, 1977 Simmel George, Pitter Joachim, Gombrich Hernst, Το τοπίο, μετάφραση: Σαγκριώτης Γιώργος, Αναγνώστου Λευτέρης, Δασκαλόπουλος Νίκος, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2004 ταινίες Αγγελόπουλος Θεόδωρος, Ταξίδι στα Κύθηρα, 1985 Τζαβέλλας Γιώργος, Μια ζωή την έχουμε, 1958 περιοδικά έντυπα Jonathan Jones, Watteau at the Royal Academy: the theatre of life, Art & Design, 14/03/201, The Guardian Αλιφραγκής Σταύρος, Αστικά τοπία αναμονής στο ταξίδι στα Κύθηρα του Θ. Αγγελόπουλου, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, ΣΑΔΑΣ - ΠΕΑ, τεύχος 53, τόμος Β’, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 2005 Εφημερίδα Παλιγγενεσία, Νοέμβριος 1887, Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Βιβλιοθήκη της Βουλής Κινηματογραφικά Θέματα, τόμος 2, Αιγόκερως, Αθήνα, 1985 Στεφάνου Ιωσήφ, Περί τόπου και Τοπίου, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τεύχος 49, περίοδος Β’, Ιανουάριος - Φεβρουάριοε 2005, Αθήνα Φατούρος Δημήτρης, Το τοπίο: ένας κατάλογος σημειώσεων, Περιοδικό Αρχιτέκτονες, 166
ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, τεύχος 49, περίοδος Β’, Ιανουάριος - Φεβρουάριοε 2005, Αθήνα διαδικτυακοί τόποι www.kythera.gr www.kithera.gr www.visitkithera.gr www.kithira.gr www.snazzy.com www.google. com www.wikipedia.com
167
πηγές εικόνων εικόνες 4, 5, 6, 7 : Thomas More, Ουτοπία, μετ. Γιώργος Καραγιάννης, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1970 και Bacon Francis, New Atlantis, 1626, Νέα Ατλαντίδα, μετ. Νούτσος Παναγιώτης, Εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα, 1990 εικόνα 8: Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Συλλογικό έργο, Κύθηρα, Εκδσόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1983 εικόνες 9, 10 : Lear Edward, Views in the Seven Ionian Islands by Edward Lear. A facsimile of the original edition published in 1863 by the Artist. Oldham: Hugh Broadbent [1979] εικόνα 11, 15,16, 22, 23, 28, 58, 72: www.google.com, www.wikipedia.com εικόνες 17, 18, 19, 20, 21: Δρίζος Γιώργος, Μία ζωγραφική ματιά στην αρχιτεκτονική των Κυθήρων, Εκδόσεις Ροές, Αθήνα, 1990 εικόνες 29, 30, 31, 32, 33: Antoine Laurent Castellan, «Lettres sur la Morée, l’ Helles - pont et Constantinople a Paris MDCCCXX» [Επιστολές περί το Μορέως], Paris, 1808 εικόνες43, 45, 51, 52, 54, 55, 56: εικόνα 8: Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Συλλογικό έργο, Κύθηρα, Εκδσόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1983 εικόνα 53: Βασιλειάδης Δημήτρης, Οδοιπορία στις μορφές και το ήθος του ελληνικού χώρου, Ερμής, Αθήνα, 1973, 3η έκδοση, 1979 εικόνες 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 46, 47, 48, 49, 50, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 80, 82, 83, 90. 92, 94, 96 : φωτογραφίες από το προσωπικό ταξίδι που πραγματοποιήθηκε στα Κύθηρα, τις χρονικές περιόδους 2016, 2017 και 2019 χάρτες 1,2: www.snazzy. com, ιδία επεξεργασία χάρτης 3: A Series of Twelve Views in the Mediterranean Grecian Archipelago Bosphorus and the Black Sea, Cospatrick Baillie Hamilton, London 1857. View of the Kapsali bay ant the castle of Kythera. Συλλογή Δήμητρα Ανδριτσάκη – Φωτιάδη. χάρτες 4,5: www.snazzy. com, ιδία επεξεργασία
168
/ τέλος ταξιδιού