ΓΕΦΥΡΙΑ Υπάρχουν πάνω από 20 πετρόκτιστα γεφύρια, τα οποία στο σύνολό τους έχουν χτιστεί από ντόπιους μαστόρους. Χτισμένα διάσπαρτα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, σε μελετημένες θέσεις, το καθένα με τη δική του ιστορία, θρύλους και ταυτότητα. Μονότοξα, δίτοξα, ή πολύτοξα, ποικίλουν σε μορφή και μέγεθος όσο ο Πραμόριτσα γίνεται φαρδύτερος καθώς κατηφορίζει στις χαράδρες του βουνού. Αποτελούν ζωντανά μνημεία της εποχής της ακμάζουσας μετακινούμενης κτηνοτροφίας στο Βόιο και γενικότερα στην Πίνδο. Τότε οι ορεινοί οικισμοί έσφυζαν από ζωή. Οι δυτικομακεδόνες έμποροι, με παροικίες σε όλη την Κεντρική Ευρώπη, πηγαινοφέρνανε εμπορεύματα σε Ελλάδα και Δούναβη, και οι χιλιοτραγουδισμένοι κλέφτες παραμόνευαν κοντά στα γεφύρια. Οι καιροί βέβαια άλλαξαν, τα περισσότερα γεφύρια πλέον δε χρησιμοποιούνται, αλλά κρατάν τη μνήμη ζωντανή. Για τους περισσότερους επισκέπτες τα γεφύρια είναι μόνο η αφορμή για ευχάριστες διαδρομές στη φύση.
Το γεφύρι του Τσιούκαρη στο Ροδοχώρι
Δίπλα στο γεφύρι, στην απέναντι όχθη του Πραμόριτσα -όπως έρχεται κάποιος από το Ροδοχώρι-, υπάρχει ο αρχαιολογικός χώρος του «Παλιομονάστηρου». Πρόκειται για αρχαίο οικισμό με κάποια από τα ερείπια του οποίου χτίστηκε το γεφύρι. Το γεφύρι βρίσκεται σε μια περιοχή με οργιώδη βλάστηση, σε απόσταση 2,5 χιλιομέτρων από τον οικισμό του Ροδοχωρίου. Το σηματοδοτημένο μονοπάτι ξεκινάει από την κεντρική πλατεία του χωριού, ακολουθώντας το δασικό δρόμο. Η διαδρομή συνίσταται για ευχάριστη και εύκολη πεζοπορία διάρκειας 1 ώρας περίπου όπου μπορεί να θαυμάσει, κυρίως την ανοιξιάτικη και καλοκαιρινή περίοδο, πελώρια σε έκταση λιβάδια στολισμένα με αμέτρητα χρώματα. Το γεφύρι του Τσιούκαρη συνέδεε παλιά τον οικισμό του Ροδοχωρίου με το Τσοτύλι.
Χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για τη διάβαση αγροτικών μηχανημάτων. Χτίστηκε με τη χορηγία του Δημητρίου Τσιούκαρη, ενός Ροδοχωρίτη μάστορα ξενιτεμένου στην Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία κτίσης, αλλά το αναφέρουν ιστορικές μαρτυρίες του 1890. Είχε πέντε καμάρες, από τις οποίες οι δύο μικρότερες ελάχιστα διακρίνονται σήμερα λόγω της βλάστησης και των προσχώσεων. Η μεγαλύτερη καμάρα στην οποία ήταν εντοιχισμένη και η χρονολογία κτίσης του γεφυριού κατέρρευσε το 1955 από διάβρωση της βάσης της και αντικαταστάθηκε με πλάκα από σκυρόδεμα. Το γεφύρι του Κριμηνίου
Το γεφύρι του Κριμηνίου χτίστηκε το 1802 πάνω στον ποταμό Πραμόριτσα ή Πολύστροφο, παραπόταμο του Αλιάκμονα. Κατασκευάστηκε για να συνδέσει το Κριμήνι με το Τσοτύλι, κάτι που συνεχίζει να το
κάνει εδώ και 205 χρόνια.Χορηγοί του έργου ήταν ο ιερέας του Κριμηνίου Παπαστεργίου και η παπαδιά του. Είναι πεντάτοξο, αλλά η τελευταία μικρότερη καμάρα του έχει καλυφθεί από προσχώσεις και δεν είναι ορατή. Η Μεγάλη καμάρα του ανατινάχτηκε το 1946 και έκτοτε αντικαταστάθηκε με πλάκα από σκυρόδεμα. Παλαιότερα είχε δύο ανοίγματα εκτόνωσης που όμως σε κάποια φάση της ζωής του τα έκλεισαν με πέτρες.Το γεφύρι βρίσκεται πάνω στον δρόμο που συνδέει το Τσοτύλι με το Κριμίνι περίπου δύο χιλιόμετρα πριν το Κριμίνι. Το μεγάλο γεφύρι της Χρυσαυγής
Το γεφύρι του Παλιομάγερου ή μεγάλο γεφύρι της Χρυσαυγής, είναι χτισμένο πάνω από το Παλιομάγερο και παλιά συνέδεε τον Οικισμό της Χρυσαυγής με τον Πεντάλοφο και το Δίλοφο. Κατά την παράδοση, το γεφύρι κτίστηκε το 1854 με τη χορηγία ενός ληστή, του Νικόλαου Ζάμπρου από το Πολυνέρι Γρεβενών. Σε μία καταδίωξή του
από τα αποσπάσματα, δεν κατάφερε να περάσει το ρέμα που εκείνη τη μέρα ήταν πλημμυρισμένο και ζήτησε από τους Χρυσαυγιώτες να τον κρύψουν. Ως αντάλλαγμα χρηματοδότησε την κατασκευή του γεφυριού, και επιθεωρούσε το έργο κρυμμένος στον παρακείμενο νερόμυλο. Ως αρχιμάστορας θεωρείται ο Διλοφίτης «Νικόλαος Αναγνώστης Τζιούφας», ο οποίος λέγεται ότι κατασκεύαζε ακόμα και τα εργαλεία του. Τα στηθαία κατασκευάστηκαν από τους Χρυσαυγιώτες Ευθύμιο Ζιούλα και Αθανάσιο Πούλιο, αν και μια άλλη παράδοση θέλει τους δύο τελευταίους αποκλειστικούς δημιουργούς ολόκληρης της κατασκευής. Το γεφύρι βρίσκεται σε μια όμορφη τοποθεσία 15 ευχάριστης πεζοπορικής διαδρομής. Ο περιβάλλον χώρος έχει διαμορφωθεί κατάλληλα και αποτελεί χώρο αναψυχής. Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει έναν παλιό νερόμυλο ο οποίος είναι πρόσφατα ανακαινισμένος.
Το γεφύρι του Ανθοχωρίου Το γεφύρι του Ανθοχωρίου είναι το μεγαλύτερο του Βοϊου. Συνέδεε εμπορικά Γρεβενά με το Τσοτύλι, και αποτελούσε
πέρασμα για τα κοπάδια του Βοϊου που ξεχειμώνιαζαν στη Θεσσαλία. Δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία κτίσης του, αλλά υπολογίζεται στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο θρύλος θέλει να κτίστηκε με τη χορηγία κάποιου μεγαλοκτηνοτρόφου από την Πίνδο. Όταν αυτός προσπάθησε να διαβεί με το κοπάδι και την οικογένειά του τον ποταμό, μια απότομη και ορμητική ροή έπνιξε τη μονάκριβη κόρη του. Ο τραγικός πατέρας το θεώρησε σημάδι του Θεού, που ήθελε να τον τιμωρήσει για την πλεονεξία του. Τη νύχτα είδε στον ύπνο του έναν άγγελο με κάπα και αγκλίτσα, ο οποίος τον πρόσταξε να χτίσει ένα γεφύρι στο σημείο που πνίγηκε η κόρη του. Το γεφύρι επισκευάστηκε πρώτη φορά το 1937, και δεύτερη στη δεκαετία του 70 όπου και κρίθηκε διατηρητέο μνημείο. Βρίσκεται σε απόσταση δύο χιλιμέτρων από το Ανθοχώρι, λίγα μέτρα πλησίον της επαρχιακής οδού που συνδέει το Ανθοχώρι με το Φυτώκι.
Το γεφύρι της Τσούκας στη Μόρφη
Το γεφύρι της Τσούκας είναι χτισμένο πάνω στον ποταμό Πραμόριτσα. Παλιά συνέδεε τους οικισμούς Μόρφης, Κορυφής και Τσούκας. Ο τελευταίος οικισμός δεν υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια. Από προφορικές μαρτυρίες είναι γνωστό ότι χτίστηκε από πληρωμένους τεχνίτες και από αγγαρείες Μορφιτών μεταξύ 1720 και 1730. Είναι το παλαιότερο χρονολογημένο γεφύρι στο Δήμο Τσοτυλίου. Το γεφύρι της Τσούκας είναι ακριβώς ίδιο με το γεφύρι της Σβόλιανης στην Αγία Σωτήρα. Δίτοξα αμφότερα, με την μεγάλη καμάρα να εδράζεται σε κατακόρυφο βράχο, αποτελούν άριστα δείγματα της μαστοριάς των Βοϊοτών. Το 2007 η Οικολογική Κίνηση Κοζάνης σηματοδότησε την πεζοπορική διαδρομή που συνδέει το γεφύρι με τον οικισμό της Μόρφης, που στην ουσία αποτελεί τμήμα του παλιού μονοπατιού σύνδεσης Μόρφης
-Τσούκας. Η διαδρομή ξεκινάει από την πλατεία του χωριού και συνεχίζεται ακολουθώντας τα σήματα και δίνοντας προσοχή στη διάβαση της εθνικής οδού. Ο επισκέπτης μπορεί να κατηφορίσει σε 45 λεπτά στο γεφύρι που βρίσκεται σε μια όμορφη τοποθεσία, και να επιστρέψει ανηφορίζοντας στον οικισμό σε μία ώρα. Ο επισκέπτης θα έχει την ευκαιρία να περάσει από το παλιό όμορφο πηγάδι. Το πετρογέφυρο Το Πετρογέφυρο ή Πετσιανώτικο γεφύρι είναι χτισμένο πάνω στο χείμαρρο του λασπορέματος, παραπόταμο του Πραμόριτσα. Συνέδεε παλιά τους οικισμούς της Μόρφης και της Τριάδας με το Τσοτύλι.
Η ακριβής ημερομηνία κτίσης δεν είναι εξακριβωμένη, αλλά τοποθετείται στα 1810. Ο θρύλος θέλει μια χήρα Μορφήτισσα με τα ορφανά της τον Πέτρο και τη Γαλάνω, να ξεκινούν γύρω στο 1650 για τη Βιέννη για να διεκδικήσουν την περιουσία του πατέρα τους που μόλις είχε
αποβιώσει. Περνώντας το Λασπόρεμα, που εκείνη τη στιγμή είχε μεγάλη ροή, ο Πέτρος παρασύρθηκε και πνίγηκε. Η μητέρα του αργότερα χορήγησε την κατασκευή του γεφυριού, και το ονόμασε στη μνήμη του γιού της «Πετρογέφυρο». Μια άλλη παραλλαγή του θρύλου, θέλει τον Πέτρο γιο Διλοφίτη που επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη. Οι διάφορες παραλλαγές του θρύλου δείχνουν ότι πρέπει να υπάρχει κάποια ιστορική βάση. Παρά την κομψή κατασκευή του, το γεφύρι δεν ήταν αρκετά ανθεκτικό. Εκτός από τα τόξα του, η υπόλοιπη κατασκευή έγινε με ακατέργαστους λίθους χωρίς συνδετικό υλικό. Έτσι ο πανδαμάτορας χρόνος αλλά και οι χρυσοθήρες του προκάλεσαν αρκετές φθορές. Χρειάστηκε να επισκευαστεί το 1965 και το 1994. Το Πετρογέφυρο απέχει 2 km από το χωριό Τριάδα και συνίσταται για μια ευχάριστη πεζοπορία 1 ώρας. Το σηματοδοτημένο μονοπάτι ξεκινάει από την πλατεία του χωριού, διασχίζει τον επαρχιακό δρόμο για λίγα μέτρα και έπειτα εισέρχεται σε δασικό δρόμο λίγο πριν το γεφύρι, όπου ακολουθεί μικρό μονοπάτι. 200 μέτρα πριν φτάσει ο επισκέπτης στο Πετρογέφυρο έχει την ευκαιρία να το θαυμάσει πανοραμικά. Η
περιοχή στην οποία βρίσκεται, όπως και όλα τα γεφύρια του Τσοτυλίου, αποτελεί πέρασμα της αρκούδας της Πίνδου. Γεφύρια στο Βυθό
Στο Βυθό σώζονται τρία μικρά πανέμορφα πέτρινα γεφυράκια. Το πρώτο ονομάζεται ‘‘το γεφύρι της Λένως’’ και παλιότερα ένωνε τους κατοίκους του επάνω και του κάτω μαχαλά μέσω του καστανόδασους με το όνομα ‘‘Σιούτς’’. Σήμερα αποτελεί τμήμα του μεγάλου μονοπατιού ‘‘Το Ταξίδι του Ποταμού Πραμόριτσα’’ που ξεκινάει από το Μοναστήρι και καταλήγει στα πέτρινα γεφύρια της Μόρφης. Βρίσκεται στο ρέμα ακριβώς μετά το τέρμα του επάνω Βυθού.
Το δεύτερο γεφύρι είναι λίγο μεγαλύτερο και βρίσκεται στον κάτω Βυθό, κατηφορίζοντας από το πηγάδι ‘‘Μπνάρι’’. Ενώνει τις δύο όχθες του ρέματος του Καραουλιού, το οποίο συχνά κατά το χειμώνα και την άνοιξη γίνεται
αρκετά ορμητικό. Το όνομά του είναι το ‘‘γεφυράκι του Κουκουτσίλη’’, λόγω του ιδιοκτήτη της διπλανής κατοικίας. Εξυπηρετούσε κυρίως τους κατοίκους του επάνω Βυθού που μετακινούνταν προς τον Πεντάλοφο, στα πηγάδια και στους κήπους που διατηρούσαν κοντά στο ρέμα. Στον κάτω Βυθό επίσης, στο διπλανό ρέμα βρίσκεται το μεγαλύτερο από τα τρία γεφύρια, το οποίο εξυπηρετούσε κι αυτό τις καθημερινές μετακινήσεις από και προς τον Πεντάλοφο. Η κοίτη του ρέματος που κατεβαίνει από το καστανόδασος ‘‘Σιούτς’’ είναι πιο πλατιά, λόγω του πιο χαλαρού εδάφους, με αποτέλεσμα και η καμάρα του γεφυριού να είναι και μεγαλύτερη. Οι εργασίες καθαρισμού και συντήρησης από την πλευρά της Κοινότητας ανέδειξαν αποτελεσματικά το πανέμορφο γεφυράκι. Γεφύρι Κοιλαδίου Το γεφύρι του Κοιλαδίου είναι χτισμένο δίπλα στον ομώνυμο οικισμό και ενώνει τις όχθες του Τσαβαλεριώτικου ρέματος πηγή του παραπόταμου «Βέλος». Χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από αυτοκίνητα που περνάνε πάνω από αυτό. Το 1905, και μετά από πολλές πλημμύρες που παρέσερνε τα μέχρι τότε ξύλινα
γεφύρια του Κοιλαδίου, οι τότε Βαλαάδες, -εξισλαμισμένοι Ελληνόφωνοι- κάτοικοί του αποφάσισαν να χτίσουν ένα πέτρινο. Το έργο το ανέθεσαν σε Πολυκαστανιώτες μαστόρους, οι οποίοι φθάνοντας στο Κοιλάδι, άνοιξαν βαθιά θεμέλια στους δυο αντίκρυ βράχους και ζήτησαν από τους κατοίκους του χωριού να θυσιάσουν ένα ζώο για να στεριώσει το γεφύρι. Οι κάτοικοι πρότειναν αρχικά έναν πετεινό και έπειτα ένα πρόβατο αλλά οι μάστοροι αρνήθηκαν και τα δύο γιατί επιθυμούσαν το τριμηνήτικο μοσχάρι του χότζα που έβοσκε παραδίπλα. Για να μην αποκαλύψουν τις προθέσεις τους στους Κοιλαδιώτες, τους ζήτησαν να αποφασίσει το ρέμα ποια θυσία θέλει. Έτσι περίμεναν μια μέρα που έβρεχε, και αφουγκράστηκαν τη βουή του ρέματος στη χαράδρα. Η βουή ακουγόταν σαν μουγκριτό μόσχου, και έτσι οι Βαλαάδες πείστηκαν ότι έπρεπε να θυσιαστεί το μοσχάρι. Το μοσχάρι θυσιάστηκε, ψήθηκε στο φούρνο και οι μάστορες το έτρωγαν για δύο ημέρες. Σε είκοσι μέρες η κατασκευή του γεφυριού είχε τελειώσει. Χαρακτηριστικό της κατασκευής του είναι τα στηθαία του, που χτίστηκαν με μακριές κάθετες πέτρες και επιβίωσαν ως τις μέρες
μας, αλλά και το χτίσιμο των βάθρων που έγινε κατά το ανισόδομο σύστημα. Το γεφύρι βρίσκεται μέσα στον οικισμό του Κοιλαδίου λίγα μέτρα από την πλατεία του χωριού. Αξίζει να αναφέρουμε έστω και ονομαστικά της Βελανιδιάς, της Ζούζουλης, του Κουσιουμπλή, του Ντέρη, του Πελεκάνου και της Σβόλιανης.