qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwdfιστοριεςdρfghjklzxcvbnmqwert yuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλιqπςπζα wωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςjklzxcvλ Μια καλά σχεδιασμένη ληστεία Ιστορίες του μικρού χωριού μου οπbnαmqwertyuiopasdfghjklzxcvbn που ακροβατούν ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα mσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρωυdfg hjργklαzxcvbnβφδγωmζqwertλκοθξy uiύασφdfghjklzxcvbnmqwertyuiopaβ sdfghπαθηrυtγyεuνiιoαpasdfghjklzxc ηvbnασφδmqwertασδyuiopasdfασδ φγθμκxcvυξσμισηξτσδφrtyuφγςοιop aασδφsdfghjklzxcvασδφbnγμ,mqwer tyuiopasdfgασργκοϊτbnmqwertyσδφ γuiopasσδφγdfghjklzxσδδγσφγcvbn mqwertyuioβκσλπpasdfghjklzxcvbn mqwertyuiopasdγαεορlzxcvbnmqwe rtyuiopasdfghjkαεργαεργαγρqwertyu ΓΙΩΡΓΟΣ Η. ΖΩΙΤΣΗΣ ΑΓΙΟΣ ΘΩΜΑΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ – ΙΟΥΛΙΟΣ 2021
Ένα καλοσχεδιασμένο έγκλημα… «Κοπέλα μου σου έπεσε το μαντηλάκι», είπε ακουμπώντας ο ενωματάρχης στην πλάτη την Ασήμω και πριν προλάβει να αντιδράσει σκύβει εκείνος και το πιάνει. «Δικό σου είναι;» την ρωτά «Και βέβαια δικό μου είναι. Έχει και τα αρχικά μου κεντημένα με μπλε κλωστή. Α.Κ. αλλά δεν θυμάμαι να το έβαλα στην τσάντα μου». «Είσαι σίγουρη πως είναι δικό σου ή έχεις αμφιβολίες;» τη ρώτησε ξανά ο ενωματάρχης. «Αλίμονο τα μαντήλια που κεντώ μόνη μου δε γνωρίζω;» απάντησε η Ασήμω. Ξάφνιασε ο εκκλησιασμός του ενωματάρχη εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό της 4ης Ιουνίου του 1939. Προτιμούσε να κάθεται στο καφενέ και να απολαμβάνει τον καφέ του περιμένοντας τον παπά να τελειώσει τη λειτουργιά και να ξεκινήσουν την καθιερωμένη κρασοκατάνυξη. Μόνος καθώς ήταν, διέμενε στο δωματιάκι πίσω από τον σταθμό της χωροφυλακής και οι μεζέδες της κυρά Τούλιας ήταν κάτι παραπάνω από νόστιμοι και γνωστοί σε όλη την περιοχή. Αρχή του τόπου ήταν και σχεδόν κάθε μέρα όλο και σε κάποιο υποστατικό ήταν καλεσμένος. Όταν αποδέχτηκε τη μετάθεση για το χωριό μας, πήρε τις πληροφορίες του γιατί δεν ήταν από τους ανθρώπους που ήθελε να βασανίζει το μυαλό του με προβλήματα. Όχι ότι δεν ήταν έξυπνος, αλλά η ησυχία προτιμότερη. Ο Ιούνιος δε ήταν μήνας που όλοι είχαν κατά νου το θέρος, οπότε οι αγροτικές εργασίες δεν άφηναν περιθώρια για αψιμαχίες. Η είσοδος του ενωματάρχη στην εκκλησία, αν και προσπάθησε να μην γίνει αντιληπτός, έφερε αναστάτωση στα στασίδια. Πως θα μπορούσε άλλωστε να ξεφύγει από τα μάτια της θεια Σοφιάς και της θεια Ντίνας που κατέγραφαν την οποιαδήποτε κίνηση μέσα στο ναό; Ψιθυρίζοντας η μία μετά την άλλη διαδόθηκε αστραπιαία η παρουσία του. Ήταν και αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα που συνέβη πριν δυο μέρες και είχε αναστατώσει, φοβίσει και συγκλονίσει ολόκληρο το χωριό. Πως ήταν δυνατόν μια φιλήσυχη χήρα σαν τη Δημητρούλα, που προσπαθούσε με κόπο να μεγαλώσει τα παιδιά της διατηρώντας ένα περίπτερο να βρεθεί στραγγαλισμένη; Βούιξε ο τόπος. Ο ενωματάρχης ειδοποίησε τον εισαγγελέα ο οποίος έφθασε μαζί με έναν ιατροδικαστή που στο πόρισμά του αποφαίνεται: « Ο θάνατος επήλθε συνεπεία απόφραξης αναπνευστικής οδού επί μακρό χρονικόν διάστημα. Κατά την έρευνα ευρέθησαν ίχνη λινού υφάσματος επί της στοματικής κοιλότητας δεδομένου ότι είχε προηγηθεί αφαίρεσις μανδήλίου». «Είπα να έχω ένα ήσυχο Καλοκαίρι, αλλά από ότι φαίνεται έμπλεξα άσχημα» συλλογίστηκε ο ενωματάρχης. Αν και μετά από όσα του είπε και ο εισαγγελέας ήταν σχεδόν σίγουρος πως πρόκειται για τις γνωστές συμμορίες που λυμαίνονταν την περιοχή, εντύπωση του έκανε η εμφάνιση του Λουκά Μαρίνη στον σταθμό. Ωρυόταν και φώναζε πως θέλει να κάνει μήνυση στον Γιάννη Καρρά, γιατί του έχει ρημάξει τα κηπευτικά και αυτή τη φορά τον έπιασε επ’ αυτοφώρω να κλέβει το μποστάνι με τα σκόρδα. «Περίεργο τόσο [2]
καιρό να έχουμε ησυχία και αρχές Καλοκαιριού τόση αναστάτωση!» Έστειλε τον Δημητρό, έναν χωροφύλακα μαζί με τον Λουκά να δει τη ζημιά και εκείνος προσπάθησε να επικοινωνήσει με ένα φίλο του στο αρχηγείο της χωροφυλακής που είχε μεγάλη εμπειρία στις ληστοσυμμορίες αφού για χρόνια ήταν στη περιοχή της Λαμίας. Ανοίγει το συρτάρι του τραπεζιού που χρησιμοποιούσε για γραφείο και ξετυλίγει μια εφημερίδα μέσα στην οποία ήταν φυλαγμένο το μαντηλάκι της Ασήμως με τα αρχικά. Α.Κ. Εκείνη την Κυριακή δεν το επέστρεψε στην κοπέλα. Το κράτησε και πριν την χαιρετήσει τη ρώτησε αν είχε κάνει δώρο κάποιο από τα μαντηλάκια της σε κανέναν άλλο για να πάρει αρνητική απάντηση. Η κοπέλα αισθάνθηκε ντροπή καθώς ήταν σε ηλικία γάμου και με την κοριτσίστικη αφέλεια της εποχής του απάντησε: «Δεν κάνω εγώ τέτοια πράγματα κυρ Νωματάρχα». Ο συνάδελφος και φίλος του από το αρχηγείο τον είχε συμβουλέψει να μην αρκεστεί στα λεγόμενα του εισαγγελέα, αλλά να ερευνήσει τους συγγενείς της θανούσης. Πάλι όμως δεν έβγαινε νόημα. Η Δημητρούλα δεν είχε πειράξει ποτέ κανέναν στο χωριό, ούτε είχε προστριβές με συγγενείς για κληρονομιές. Ανοίγοντας κάθε τόσο το συρτάρι και κοιτώντας το μαντήλι προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου, να απαντήσει ερωτήματα και να βρει τον ένοχο. Ήταν ένας ή περισσότεροι; Πως μπήκε στο σπίτι την ώρα που έλειπαν τα παιδιά; Είχε λεφτά στη μπάντα η δύστυχη; Γιατί οι γείτονες δεν άκουσαν τις φωνές της; Οι σκέψεις αυτές θα συνέχιζαν να τον απασχολούν αν δεν έμπαινε μέσα ο Δημητρός. «Κυρ Ενωματάρχα μου αυτός ο ευλογημένος ο Καρράς δεν άφησε σκόρδο για σκόρδο στου Μαρίνη». «Τον ρώτησες τι ώρα τον έπιασε;» ρώτησε ο ενωματάρχης. «Στις 3 τη νύχτα μου είπε ο Λουκάς. Παραφύλαγε γιατί κάθε πρωί όλο και κάτι έλειπε από το μποστάνι» «Εκείνη την ώρα περίπου δεν έγινε και το φονικό, όπως είπε ο ιατροδικαστής;» αναρωτήθηκε ο ενωματάρχης. «Βρε μπας και παραλογίζομαι και βγάλω λάθος συμπεράσματα;» «Τέλος για σήμερα» λέει στους δυο χωροφύλακες. «Αύριο να είστε πρωί πρωί εδώ». Κλειδώνει τον σταθμό και κατευθύνεται προς το πίσω δωμάτιο να ξεκουραστεί. Ξαφνικά στρέφει προς την έξοδο. Φοράει το πηλίκιό του και παίρνει τον δρόμο για τα Μαρινέικα. Έχει ήδη σουρουπώσει και από τα μποστάνια δεν ξεχωρίζουν οι καρποί από τα φυτά. «Λουκά! Λουκά!» «Καλώς την εξουσία» ακούγεται μια φωνή μετά το τρίξιμο από το άνοιγμα της ξύλινης πόρτας. «Δεν είναι ώρα για αστεία. Θέλω να σου κάνω μερικές ερωτήσεις.» «Πότε κατάλαβες ότι σου λείπουν πράγματα από το μποστάνι;» «Εδώ και δυο βδομάδες όλο και κάτι έλειπε, ώσπου παραφύλαξα και τον τσίμπησα τον αίτιο». «Καλά ο Δημητρός μου είπε ότι έγινε στις 3 το βράδυ. Πως είσαι σίγουρος ότι ήταν ο Καρράς;» [3]
«Είχα αγανακτήσει και παραφύλαγα στο χαγιάτι, όπου φαίνεται όλο το μποστάνι. Τώρα όμως που το ξανασκέφτομαι αν και φώναξα, εκείνος συνέχισε να κόβει τα σκόρδα μέχρι να φθάσω κοντά. Μόλις είδε την κάνη από το δίκαννο, έγινε καπνός». Ο Ενωματάρχης χαιρέτησε τον Μαρίνη και άρχισε να διαγράφει με τα πόδια τη διαδρομή που του υπέδειξε ότι ακολούθησε ο Καρράς. Ήταν βέβαιος πλέον πως ήταν περισσότεροι του ενός οι συνεργοί. Προσπαθούσε να συσχετίσει τον στραγγαλισμό με τη καταστροφή στο μποστάνι. Φανατικός αναγνώστης των ιστοριών του Σέρλοκ Χολμς, έψαχνε στην ιστορία αυτή να συνδυάσει τα αποδεικτικά που θα αποκαλύψουν τους ενόχους. Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε και ξύπνησε από τα δυνατά χτυπήματα των χωροφυλάκων στη πόρτα. «Γιατί ήρθατε χαράματα;» τους ρώτησε. «Έτσι δεν μας είπες χθες κυρ Νωματάρχα;» «Καλώς. Τραβάτε να πιείτε καφέ στο καφενείο και έρχομαι και γω». Αν και λιγοστός κόσμος στο καφενείο λόγω του θέρους, μία ήταν η κουβέντα και πολλές οι ερωτήσεις προς τα όργανα της τάξης. «Βρήκατε τους ενόχους κύριε Ενωματάρχα μου;» ρώτησε ο Γιώρ Ούζιας κερνώντας παράλληλα τους καφέδες. Ο ενωματάρχης τον κοίταξε, σήκωσε το ποτήρι με το νερό για να ευχηθεί και βυθίστηκε σε σκέψεις. «Γίνονται και θαύματα σε αυτό το χωριό. Ο Ούζιας έγινε ξαφνικά κουβαρντάς και κερνάει» είπε ο Δημητρός που ήταν και ο πιο παλιός στον σταθμό χωροφυλακής του χωριού. Ο τελευταίος λόγος του χωροφύλακα κέντρισε σαν οίστρος τον ενωματάρχη, ο οποίος σηκώθηκε ξαφνικά ζητώντας συγνώμη από την παρέα και λέγοντας ότι τον καλεί το καθήκον. «Βρήκες καμιά άκρη;» τον ρωτάει ο Ούζιας. «Ληστές που κατεβαίνουν από τη Λαμία μάλλον είναι, αλλά που να τους βρεις;» απάντησε ο Ενωματάρχης παρατηρώντας μια ανάσα ανακούφισης στο πρόσωπο του Ούζια. Κατευθύνθηκε προς το περίπτερο της Δημητρούλας, που ήταν κλειστό. Το έφερε δύο τρεις βόλτες γύρω γύρω προσπαθώντας να βρει κάποιο σημάδι, αλλά δυστυχώς δεν παρατήρησε κάτι ανησυχητικό, όπως ίχνη παραβίασης. Κλωτσάει με νεύρα δυο κουκουνάρια που έπεσαν μπροστά του από το μεγάλο πεύκο και παίρνει την ανηφοριά για το σπίτι της Δημητρούλας. Στο δρόμο διάφορες σκέψεις τον απασχολούσαν. Εστίασε όμως στο ότι τα παιδιά εκείνο το βράδυ κοιμήθηκαν στη γιαγιά τους. Λες να το γνώριζαν οι ληστές; Φθάνει στη γειτονιά και σταματάει στη Μήλια που φούρνιζε τον φούρνο της στη διπλανή αυλή. «Κυρά Μήλια μήπως άκουσες κάτι εκείνο το βράδυ;» «Όχι παιδάκι μου. Δεν ακούω και καλά» Σιγά σιγά ο ενωματάρχης παρατηρεί πως έχει περικυκλωθεί από όλες τις γειτόνισσες οι οποίες από περιέργεια κυρίως ρωτούν διάφορα. «Τα παιδιά κοιμούνται συχνά στη γιαγιά;»
[4]
«Σχεδόν κάθε βράδυ, γιατί ξύπναγε χαράματα η Δημητρούλα» απαντάει η Τσεβή. Θέλοντας να ξεφύγει από το γυναικείο σμάρι, κατευθύνεται στο σπίτι που έγινε το φονικό. Σπρώχνει την πόρτα με το παπούτσι του η οποία δεν ήταν ασφαλισμένη και υποχωρεί. Το δωμάτιο όπως το άφησαν την ημέρα που ήρθε ο εισαγγελέας. Κοιτάζει τριγύρω και προσπαθεί να αναπαραστήσει το έγκλημα στο μυαλό του. Η πόρτα μπορούσε εύκολα να παραβιαστεί. Γιατί όμως δεν άκουσε κανείς τις φωνές; Κάποιος της κράτησε τα χέρια και κάποιος της έφραξε το στόμα με το μαντήλι. Με αυτές τις σκέψεις βγήκε στην αυλή και κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος που είχε μια μικρή τρακάδα. Για κάποιο λόγο παρατήρησε μια ακαταστασία στα ξύλα. Μήπως νόμισαν ότι εδώ έκρυβε χρήματα; Με μια πιο προσεκτική ματιά είδε ότι τα ξύλα είχαν υποχωρήσει σε τρία σημεία. Αυτό τον έκανε να υποθέσει πως ήταν τρία τα άτομα και μάλλον διέφυγαν πατώντας πάνω στα ξύλα. Ανέβηκε και αυτός εκεί και κατά διαβολική σύμπτωση το μάτι του μπορούσε να δει τα μποστάνια του Μαρίνη. «Μα τι σκέφτομαι;» Αναλογίστηκε και με ένα πήδο άρχισε να κατευθύνεται προς τον Άγιο Νικόλα. Η ζέστη είχε προχωρήσει για τα καλά και έτσι επέστρεψε στον σταθμό για να ξεκουραστεί. Εκεί τον περίμενε ο Δημητρός στη πόρτα ανήσυχος. «Κυρ Ενωματάρχα μου έχω νέα» «Καλά ή άσχημα;» ρωτάει ο Ενωματάρχης. «Εκείνος ο ρουφιάνος ο Γάτσης μου είπε πως βλέπει συχνά κατά την Μπόεζα να συναντιούνται ο Καρράς με τον Ούζια και τον Κοσκιό. Κάποια στιγμή ο Καρράς πιάστηκε στα χέρια με τον Κοσκιό και τους χώρισε ο Ούζιας. Δεν μπορούσε όμως να ακούσει τι έλεγαν». «Βρε την Αγία Τριάδα! Εδώ έχει ψωμί η υπόθεση. Να τους παρακολουθείτε με τρόπο.» είπε ο ενωματάρχης. Εν τω μεταξύ ένα μεσημέρι στην Μπόεζα. «Μας πήρες στο λαιμό σου Γιάννο. Είχες πει ότι έχει πολλά λεφτά η Δημητρούλα. Γι αυτά πήγαμε. Δεν περιμέναμε ότι θα έκανες φονικό» «Για σταθείτε. Τι εννοείτε έκανα; Μαζί το κάναμε και οι τρεις» «Εγώ δεν έχω καμία ευθύνη. Τσίλιες φύλαγα απόξω. Που να ήξερα τι είχες στο μυαλό σου;» είπε ο Κοσκιός. «Εσύ ρε Ούζια που της κράταγες τα χέρια στο κρεβάτι δεν γνώριζες;» ρωτάει ο Γιάννος με ειρωνεία; «Εγώ έκανα ότι μου είπες. Που να φανταστώ ότι θα την έπνιγες με το μαντήλι;» Ξαφνικά ξεπετάγονται από τους βάτους οι δυο χωροφύλακες φωνάζοντας: «Αλτ! Αλτ! Ακίνητοι γιατί σας την ανάψαμε» Ο Ούζιας με τον Κοσκιό πηδούν στα γκρέμια της σπηλιάς, αλλά καταφέρνουν και κρατούν τον Καρρά και τον οδηγούν στο σταθμό της χωροφυλακής. Ο ενωματάρχης αφού ενημερώνεται από τους χωροφύλακες για όσα συζήτησαν οι τρεις, άρχισε την ανάκριση του Καρρά, ο οποίος αρχικά αρνήθηκε τα πάντα. Όταν όμως του έδειξε το μαντηλάκι της αδερφής του της Ασήμως με τα αρχικά Α.Κ. τότε έσκυψε το κεφάλι και ομολόγησε. «Είμαι σε άθλια κατάσταση. Με έχουν πνίξει τα χρέη. Ο Ζούλιας θέλει να μου πάρει το σπίτι. Θόλωσα». [5]
«Και οι άλλοι;» τον ρώτησε ο ενωματάρχης. «Και αυτοί χρωστάνε, αλλά εγώ το έκανα». «Και έφτιαξες καλό άλλοθι ανάθεμα σε με τα σκόρδα του Μαρίνη. Γι αυτό έμεινες όταν σου φώναξε. Για να σε δει και να βεβαιώσει ότι ήσουν εκεί.» Με την καταδίκη του Καρρά και την μεταφορά του στις φυλακές της Αίγινας γράφτηκε η τελευταία πράξη του εγκλήματος που συντάραξε τον τόπο μας εκείνο τον Ιούνιο του 1939 και απασχόλησε για αρκετό καιρό τον τοπικό και εθνικό τύπο της εποχής. Τα ορφανά μεγάλωσαν και έκαναν οικογένεια, αλλά κουβαλούσαν μέχρι το τέλος της ζωής τους την εικόνα της μάνας τους με το μαντήλι χωμένο στο στόμα της.
Απόσπασμα από τη συλλογή: Ιστορίες του μικρού χωριού μου που ακροβατούν ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα. Γιώργος Ηλ. Ζωίτσης
[6]