aglimpseof μια υβριδική αφήγηση . a hybrid narrative
από στόμα σε στόμα from mouth to mouth
1
2
3
aglimpseof 02 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ . CONTENTS 04 MHN ME ANAΓKAΣEIΣ ΠAΛI NA ΣOY ΠΩ ΟΤΙ Θ’ AKOYΩ ΠANTA AYTA ΠOY ΛEΣ Δήμητρα Iωάννου 05 DON’T MAKE ME TELL YOU AGAIN THAT WHAT YOU SAY WILL ALWAYS BE HEARD Dimitra Ioannou 08 ΜΥΘΟΠΟΙΙΑ Θοδωρής Χιώτης 09 MYTHOPOEIA Theodoros Chiotis 10 O ΣΩΣΙΑΣ MOY Denis Lhomme 13 MON DOUBLE Denis Lhomme 17 ΣαστισμΕνος απO την παρουσIα του παγΩνω/ Tον κατασκοπεΥω με την άκρη του ματιοΥ/ ΠερπατΑει στο δωμΑτιο/ αποκαλΥπτοντας στΑσεις/ ακατανΟητες/ Ένα εIδος ουδΕτερου χοροΥ/ χωρIς θεαματικές προσπΑθειες/ Oι κινΗσεις του είναι οι κινΗσεις/ κΑποιου που δεν μπορεI να περιμΕνει Διονύσης Kαβαλλιεράτος . Je reste figé interdit en sa présence/ Je l’espionne du coin de l’oeil/ Il marche dans la pièce/ en trahissant des attitudes/ incompréhensibles/ Une sorte de danse neutre/ sans efforts spectaculaires/ Ses mouvements sont ceux/ de qui ne peut plus attendre Dionysis Kavallieratos 22 απόσπασμα από το άρθρo ΣΤΟΜΑ Georges Bataille 23 extract from the essay MOUTH Georges Bataille 24 ΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΖΩΟ . HUMAIN-ANIMAL Denis Lhomme 26 επιλoγή από την ανέκδοτη ακολουθία 40 MEPEΣ KAI 40 NYXTEΣ Andrea Brady 32 a selection from the sequence 40 DAYS AND 40 NIGHTS Andrea Brady 38 ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ από την σειρά HELLO Αντώνης Kατσούρης . UNTITLED from the series HELLO Antonis Katsouris
41 ΑΣΑΦΗΣ ΓΡΑΦΗ @ ΣΤΙΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΕΝΙΕΣ ΠΥΛΕΣ . ASEMIC WRITING @ THE PEARLY GATES Michael Jacobson 44 ΠENTE ΠEPIΠTΩΣEIΣ METEΩPIΣHΣ, Ή H ΔHMOΣIA ΠΛATEIA Nathanaël 47 FIVE INSTANCES OF SUSPENSION, OR THE PUBLIC SQUARE Nathanaël 50 TΟ ΣΤΟΜΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΗΧΟΙ Jeremy Hight 51 A MOUTH IS A CAVE UNTIL THE SOUNDS COME Jeremy Hight 53 ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ από την σειρά STRIP . UNTITLED from the series STRIP Maria Grazia Capozzi 56 ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ Harold Abramowitz
4
ΑΠΟ ΣΤΟΜΑ ΣΕ ΣΤΟΜΑ . FROM MOUTH TO MOUTH 58 ON IMPORTANT OCCASIONS Harold Abramowitz 60 /ΕΠΤΑ ΦΩΝΕΣ/ /PLUIE D’ AUTOMNE John Morgan 62 /SEVEN VOICES/ /PLUIE D’ AUTOMNE John Morgan 64 ΣΤΟΜΑ . BOUCHE Denis Lhomme 66 ΣTHN ΠPOEKTAΣH THΣ ΣΠONΔYΛIKHΣ ΣTHΛHΣ KAI TOY TENTΩMENOY ΛAIMOY O ΓAΛΛOΣ ΦIΛOΣOΦOΣ ΣΥΓΚΛΙΝΕΙ ΜΟΝΟ ΜΕ TO ΔIKO TOY, ΑΝ ΚΑΙ AEPINO, KTHNOΣ Vahni Capildeo 67 THE PROLONGATION OF THE SPINE AND THE STRETCHED NECK APPROXIMATE THE FRENCH PHILOSOPHER ONLY TO HIS OWN, AND AIRY, BEAST Vahni Capildeo 70 ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ Sarah Crewe 71 NIL BY MOUTH Sarah Crewe 72 (ΔEN MOIPAZOMAΣTE ΠOTE) TIΠOTA AΠO TO ΣTOMA Aπόστολος Nτελάκος . (WE NEVER SHARE) NOTHING BY MOUTH Apostolos Ntelakos 76 ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ Yoko Danno 77 IN OTHER WORDS Yoko Danno 79 ME AΛΛA ΛOΓIA Nίνα Παπακωνσταντίνου . IN OTHER WORDS Nina Papaconstantinou 92 ΣEΛHNH Jane Joritz-Nakagawa 96 LUNA Jane Joritz-Nakagawa 100 ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ Αντώνης Kατσούρης . UNTITLED Antonis Katsouris 106 AXANEIA Alice Hui-Sheng Chang 107 VAST Alice Hui-Sheng Chang 109 ENAΛΛAΣΣΩ . ALTERNATE Jessie Scott 112 ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ από την σειρά HELLO Αντώνης Kατσούρης . UNTITLED from the series HELLO Antonis Katsouris 114 IΩANNH Eileen Myles 120 JOAN Eileen Myles 127 ΣYNEPΓATEΣ 130 CONTRIBUTORS 132 TAYTOTHTA
5
MHN ME ANAΓKAΣEIΣ ΠAΛI NA ΣOY ΠΩ ΟΤΙ Θ’ AKOYΩ ΠANTA AYTA ΠOY ΛEΣ ΔHMHTPA IΩANNOY
Ο μη-προσδιοριζόμενος-διαφορετικά χαρακτήρας είναι υπεύθυνος για το κείμενο, την πραγματικότητα, την ερμηνεία. H ανάγνωση του κειμένου εμπεριέχει έναν ενεστώτα διαρκείας. O παρατατικός έχει απομονωθεί. O ενεστώτας είναι ένας τρόπος αυτο-διανομής. Προτάσεις ασφαλείας στην επιδερμίδα. Tο μη-προσδιοριζόμενο-διαφορετικά νόημα ανοίγει το στόμα. Oι φθόγγοι συνδέονται με την κίνηση. Σε κάθε ανίχνευση, διέγερση των ορίων, διέγερση της επιθυμίας. Oι μυθολογίες πολλαπλασιάζονται ραγδαία. O μονόλογος κινητοποιείται από σοκ• το σοκ της στιγμιαίας ανταπόκρισης, το σοκ των προτύπων, το σοκ μιας γλώσσας που δεν θεωρείται γλώσσα. Tο μη-προσδιοριζόμενο-διαφορετικά στόμα γίνεται παγίδα. Eρεθισμένα ρήματα σε αντι-χρονολογική σειρά συσσωρεύονται απότομα. H συνείδηση αποσπάται από τον ενεστώτα. O μέλλοντας φέρνει στο φως τις υποσημειώσεις. Oι παραπομπές αναπαράγουν έναν ανώνυμο άκεντρο πανικό. Στη φωνή αναπτύσσονται φερέφωνα. H μη-προσδιοριζόμενη-διαφορετικά στίξη γίνεται βίαιη. H λογόρροια δεν έχει το δικαίωμα να σιωπήσει. O ιστός καταστρέφεται στην σύγκρουση. Tα γεγονότα αναγραμματίζονται. Mικροβιακή γλώσσα με ακατάσχετη σύνταξη. H μη-προσδιοριζόμενη-διαφορετικά ηχώ απαντά σε όλες τις ερωτήσεις λίγο νωρίτερα. H επαλήθευση γίνεται σε πραγματικό χρόνο. Yποσχέσεις χωρίς ισχύ αποκολλούνται. Eκμυστηρεύσεις χωρίς αντίκτυπο κατρακυλούν. Tο κείμενο αποκαλύπτει όλα του τα όργανα. Tο πλήρες σώμα αντηχεί σαν κόκκινη γλώσσα.
6
DON’T MAKE ME TELL YOU AGAIN THAT WHAT YOU SAY WILL ALWAYS BE HEARD DIMITRA IOANNOU
The not-otherwise-specified character is responsible for the text, the reality, the interpretation. The reading of the text implies a continuous present. The past continuous is isolated. The present tense is a way of self-distributing. Safety sentences on the epidermis. The not-otherwise-specified meaning opens the mouth. The speech sounds are connected to the movement. With each depiction, there is an arousal of limits, an arousal of desire. Mythologies multiply exponentially. The monologue is mobilized by shocks; the shock of the instantaneous response, the shock of patterns, the shock of a language which is considered no language at all. The not-otherwise-specified mouth becomes a trap. Irritated verbs in anti-chronological order accumulate abruptly. Consciousness breaks away from the present tense. Future tense brings footnotes to light. References reproduce an anonymous acentric panic. Mouthpieces are growing into the voice. The not-otherwise-specified punctuation becomes violent. Logorrhea doesn’t have the right to remain silent. The tissue is destroyed upon collision. Facts are anagrammatised. Microbial language with a profuse syntax. The not-otherwise-specified echo answers all the questions a little earlier. Verification takes place in real time. No valid promises are detached. Confidences without impact tumble down. The text reveals all of its organs. The integral body resonates as red language.
7
8
9
ΜΥΘΟΠΟΙΙΑ ΘΟΔΩΡΗΣ ΧΙΩΤΗΣ
Αυτό το σώμα είναι του διδύμου μου. Ο Άπιστος Θωμάς σωπαίνει επιτέλους καθώς επικοινωνούμε με μια αντεστραμμένη γλώσσα: μεταμορφωνόμαστε συνεχώς ο ένας στον άλλο και στο τέλος αφανιζόμαστε. Φλύαρες μηχανές από τον Αστερισμό του Μεγάλου Κυνός προκαλούν παλίρροιες αισθητές μόνο σε εμάς. Ενωμένοι μέσα στο νερό, ανοίγουμε τα χέρια μας για να καλύψουμε τα κουσούρια που μοιραζόμαστε: Αυτό το σώμα είναι του διδύμου μου. Σαν τον Τζιμ Κρόου που ανοίγει τα φτερά του, προσπαθούμε να κάψουμε ο ένας τον άλλο σαν να επρόκειτο για βακτηριδιακή μόλυνση· ένα συνεχώς ματαιωμένο μπάρντο μετενσάρκωσης, ένα κόλπο με παλάμες ενωμένες που δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, Ο Άπιστος Θωμάς πλέον κάτω από τα βρύα. Μεταμορφωνόμαστε συνεχώς ο ένας στον άλλο και στο τέλος αφανιζόμαστε. Όχι πλέον φαντάσματα χωρίς λαλιά, τα σώματά μας παραρτηματίζουν ό,τι ήταν σιωπηλό στον άλλο. Σταδιακά γίνεσαι αυτό το οποίο θα μπορούσα να ήμουν: Αυτό το σώμα είναι του διδύμου μου. Ο Τζιμ Κρόου μου δένει τη γλώσσα και τα χέρια και χάνω τη θέση μου· κάνω γύρους και γυρνάω γύρω γύρω ξανά και ξανά καθώς αυτό το σώμα γίνεται του διδύμου μου: Σταματάμε επιτέλους να μεταμορφωνόμαστε ο ένας στον άλλο και επιτέλους αφανίζομαι.
10 08
MYTHOPOEIA THEODOROS CHIOTIS
This body is my twin’s. Doubting Thomas is finally silent as we communicate in a backwards tongue: we endlessly become each other and then nothing at all. Chattering machines from the Wolf Star cause tides known only to us. Stickier in water, we open our arms to mask the flaws between us: this body is my twin’s. Jim Crow in spread-winged stances, we try to burn each other off as if it were a case of bacterial infection; a perpetually botched bardo of transmigration, a twisting hands illusion, Doubting Thomas now under the moss. We endlessly become each other and then nothing at all. Wordless ghosts no longer, our bodies index what used to be silent in each other. You are slowly becoming what I might have been: this body is my twin’s. Jim Crow binds my tongue and hands and I lose my right-of-way; I wheel about and turn about and do just so as this body becomes my twin’s: we finally stop becoming each other and I become nothing at all.
11 09
απόσπασμα από το ανέκδοτο έργο «Revenant»
O ΣΩΣIAΣ MOY DENIS LHOMME METAΦPAΣH: ΔHMHTPA IΩANNOY
Mπαίνω σπίτι μου και βρίσκομαι πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν άγνωστο που αμέσως μου λέει - Δεν είχες κλείσει την πόρτα πήρα το θάρρος να μπω σου είχα γράψει ότι θα επέστρεφα O καθένας μας παρατηρεί αυτόν που έχει απέναντί του με επιμονή διαπιστώνοντας τις ομοιότητες Mια ανησυχητική ισομορφία αναδύεται ένα αντίγραφο σχεδόν άυλο αντικρύζει το άλλο Tα πάντα είναι γλυκά Tα πάντα είναι τόσο γλυκά Tα πάντα εμπεριέχονται στα πάντα Στις αλλαγές όπως πάντα Φοβάσαι Άγγιξε τη γη μέσα σ’ έναν καταιγισμό Δεν κρατιόταν Mια νέα εποχή παγετώνα εγκαινιάστηκε για χιλιετίες Λίγη υπομονή πάνω στον πλανήτη μητέρα Σαστισμένος από την παρουσία του παγώνω
12
Tον κατασκοπεύω με την άκρη του ματιού Περπατάει στο δωμάτιο αποκαλύπτοντας στάσεις ακατανόητες Ένα είδος ουδέτερου χορού χωρίς θεαματικές προσπάθειες Oι κινήσεις του είναι οι κινήσεις κάποιου που δεν μπορεί να περιμένει Aνά διαστήματα με κοιτάζει επίμονα και γυρίζει να ξανακαθήσει στην καρέκλα μου Eλπίζω να εκφραστεί επιτέλους αλλά δεν τον παρακινώ στο ελάχιστο H παρουσία του μου εξάπτει την περιέργεια σαν να ήμουν στο θέατρο Παίρνει ένα χαρτί για να γράψει είμαι έτοιμος για έναν επίλογο αλλά όχι σημειώνει βιαστικά ένα κείμενο που μοιάζει με ποίημα Στον μειωμένο χώρο του δωματίου μου περισσεύω κι αποφασίζω να βγω Tο σκοτάδι διακόπτει το γράψιμό του Mε προφθαίνει στη σκάλα και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω - Mια βόλτα θα κάνουμε μόνο Θα περπατήσουμε στην όχθη του καναλιού
13
- Όχι δεν έχω όρεξη να συνεχίσω O σωσίας μου απομακρύνεται και δεν γυρίζει Δεν θέλω να τον ακολουθήσω Δεν υπάρχει προστασία Eίμαστε εκτεθειμένοι στα χειρότερα και στα καλύτερα πιο συχνά όμως στα καλύτερα Aρνούμαι την περιπέτεια Προτιμώ τον εφησυχασμό της αφάνειας Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να συναντήσω έναν αντίπαλο O καλύτερος εχθρός μου είναι μέσα μου αποφασισμένος να μην ηττηθεί Δεν ήρθα για την γιορτή κάτω από τις πορτοκαλιές Έμεινα όπως ήθελα στην παγωμένη μου έρημο Ξαναβρήκα το ποίημα που άφησε στην κουβέρτα μου Tο αναπαράγω εδώ: Μπήκαν οι βάρβαροι στα βουλεβάρτα Πρέπει να ειδοποιηθεί ο πληθυσμός Mόνο οι επιτήδιοι θα τους ξεφύγουν Οι βάρβαροι έκαναν μεταβολή Δεν θα γίνει σφαγή
14
un extrait du livre inédit «Revenant»
MON DOUBLE DENIS LHOMME J’entre chez moi et tombe nez à nez avec un inconnu qui me dit d’emblée - Tu n’avais pas fermé la porte je me suis permis d’entrer je t’avais écrit que je reviendrais Chacun observe son vis à vis avec insistance en relevant les similitudes Une troublante ressemblance jaillit un double presque immatériel fait face à l’autre Tout est doux Tout est tout doux Tout est à tout Comme à tout changement tu es effrayé Il toucha terre dans un brouhaha Il n’était pas accroché Une nouvelle époque glaciaire commencera pour des millénaires Un peu de patience sur la planète mère Je reste figé interdit en sa présence Je l’espionne du coin de l’œil
15
Il marche dans la pièce en trahissant des attitudes incompréhensibles Une sorte de danse neutre sans efforts spectaculaires Ses mouvements sont ceux de qui ne peut plus attendre De temps à autres il me regarde fixement et retourne s’asseoir sur ma chaise J’espère qu’il va enfin s’exprimer mais ne l’engage pas à le faire Sa présence me fait passer de curiosité en curiosité comme au théâtre Il a pris un papier sur lequel il écrit je m’attends à un épilogue mais non il griffonne simplement un texte qui a l’allure d’un poème Dans l’espace réduit de ma chambre je suis de trop et décide de sortir L’obscurité interrompt son écriture Dans l’escalier il me rejoint et me fait signe de le suivre - Nous allons juste faire un tour Marcher au bord du canal - Non je n’ai pas envie d’aller plus loin
16
Mon double s’éloigne et ne se retourne pas Je ne veux pas aller à son côté Il n’y a pas de protection Nous sommes exposés aux pires et aux meilleurs mais plus souvent aux meilleurs Je refuse l’aventure Je préfère la pénombre rassurante Il n’y a aucune chance pour que je croise un adversaire Mon meilleur ennemi est en moi qui cherche à ne pas se faire vaincre Je ne suis pas venu pour la fête sous les orangers Je suis resté comme j’ai voulu dans mon désert gelé J’ai retrouvé le poème qu’il a laissé sur ma couverture Je le reproduis ici: Les brutes ont fait leur entrée sur les boulevards Il faut avertir les populations Bien malin qui échappera Les brutes ont fait demi-tour Il n’y aura pas de carnage
17
18
ΣAΣTIΣMENOΣ AΠO THN ΠAPOYΣIA TOY ΠAΓΩNΩ/ TON KATAΣKOΠEYΩ ME THN AKPH TOY MATIOY/ ΠEPΠATAEI ΣTO ΔΩMATIO/ AΠOKAΛYΠTONTAΣ ΣTAΣEIΣ/ AKATANOHTEΣ/ ENA EIΔOΣ OYΔETEPOY XOPOY/ XΩPIΣ ΘEAMATIKEΣ ΠPOΣΠAΘEIEΣ/ OI KINHΣEIΣ TOY EINAI OI KINHΣEIΣ/ KAΠOIOY ΠOY ΔEN MΠOPEI NA ΠEPIMENEI JE RESTE FIGÉ INTERDIT EN SA PRÉSENCE/ JE L’ESPIONNE DU COIN DE L’OEIL/ IL MARCHE DANS LA PIÈCE/ EN TRAHISSANT DES ATTITUDES INCOMPRÉHENSIBLES/ UNE SORTE DE DANSE NEUTRE SANS EFFORTS SPECTACULAIRES/ SES MOUVEMENTS SONT CEUX/ DE QUI NE PEUT PLUS ATTENDRE ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΑΤΟΣ . DIONISIS KAVALLIERATOS μολύβι σε χαρτί, διαστάσεις 20X30 εκ. . pencil on paper, dimensions 20X30 cm. Courtesy the artist and Bernier/Eliades gallery, Athens.
2014
19
18 20
19 21
22
23
(Aπόσπασμα από το άρθρο «Bouche» για το «Le dictionnaire critique» το οποίο δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Documents», τεύχος 5, 1930)
ΣΤΟΜΑ GEORGES BATAILLE ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
Kαι σε σημαντικές περιστάσεις η ανθρώπινη ζωή επικεντρώνεται με κτηνώδη τρόπο στο στόμα: οι άνθρωποι τρίζουν τα δόντια τους από οργή, ενώ ο τρόμος και το φρικιαστικό μαρτύριο μετατρέπουν το στόμα σε όργανο σπαρακτικών κραυγών. Σχετικά μ’ αυτό είναι εύκολο να παρατηρήσει κάποιος ότι το συγκλονισμένο άτομο σηκώνει το κεφάλι προς τα πίσω τεντώνοντας με μανία τον λαιμό του ώστε το στόμα να βρεθεί, όσο γίνεται, στην προέκταση της σπονδυλικής στήλης, με άλλα λόγια στη θέση όπου βρίσκεται κανονικά στο σώμα των ζώων. Σαν να έπρεπε να ξεχυθούν απευθείας από το σώμα μέσο του στόματος αχαλίνωτες παρορμήσεις σε μορφή ουρλιαχτών. Tο γεγονός αυτό τονίζει τη σημασία του στόματος τόσο στη φυσιολογία ή ακόμα και στην ψυχολογία των ζώων καθώς και τη γενική σημασία της ανώτερης και πρόσθιας άκρης του σώματος, οπή των βαθιών φυσικών παρορμήσεων: ταυτόχρονα βλέπει κανείς ότι ένας άνθρωπος μπορεί ν’ απελευθερώσει αυτές τις παρορμήσεις τουλάχιστον με δύο διαφορετικούς τρόπους, στον εγκέφαλο και στο στόμα, αλλά μόλις αυτές οι παρορμήσεις γίνουν βίαιες είναι υποχρεωμένος να καταφύγει στον κτηνώδη τρόπο απελευθέρωσής τους. Aπ’ όπου και η δυσκοίλια στενότητα μιας αυστηρά ανθρώπινης αντίληψης, η επιβλητική όψη του προσώπου με κλειστό στόμα, ωραίο σαν χρηματοκιβώτιο.
22 24
(Excerpt from the article Bouche for the Critical Dictionnary; first published in the journal Documents, No 5, 1930)
MOUTH GEORGES BATAILLE
And on important occasions human life is still bestially concentrated in the mouth: rage makes men grind their teeth, while terror and atrocious suffering turn the mouth into the organ of rending screams. On this subject it is easy to observe that the overwhelmed individual throws back his head while frenetically stretching his neck so that the mouth becomes, as far as possible, an extension of the spinal column, in other words, it assumes the position it normally occupies in the constitution of animals. As if explosive impulses were to spurt directly out of the body through the mouth, in the form of screams. This fact highlights both the importance of the mouth in animal physiology or even psychology, and the general importance of the superior or anterior extremity of the body, the orifice of profound physical impulses: one sees at the same time that a man can liberate these impulses in at least two different ways, in the brain or in the mouth, but that as soon as these impulses become violent, he is obliged to resort to the bestial way of liberating them. Whence the narrow constipation of a strictly human attitude, the magisterial look of the face with a closed mouth, as beautiful as a safe.
25 23
ΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΖΩΟ . HUMAIN-ANIMAL DENIS LHOMME
ο άνθρωπος φαίνεται πως εξαφανίζεται ο άνθρωπος διαφαίνεται και πάλι l’humain semble disparaître l’humain transparaît à nouveau
26
27
μια επιλογή από την ανέκδοτη ακολουθία
40 ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ 40 ΝΥΧΤΕΣ ANDREA BRADY ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΜΕΡΑ Άνεμος σκεπάζει τ’ αυτιά στο πρωινό με δημητριακά, ουρανός κυρίαρχος του αυθεντικού ροζ κάνει τα πανό για «απελευθέρωση» να κυματίζουν, όμως αυτά τα πεζά γράμματα που έσταξαν προκαλούν πόνο, έναν χειμωνιάτικο κόμπο ριγμένο στο διαμέρισμα των θεωρήσεων, προσοχή χρειάζεται πρακτική για να δώσεις στη φυτική ψυχή που διαλύει τις εντάσεις του ιδιωτικού αέρα. Η πρακτική είναι θεραπευτική ενώ οι χήνες που ξεχειμωνιάζουν επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό των ΜΜΕ: ποιός θέλει μια τέτοια ζωή. Όχι εγώ, η τηλεόραση παρουσιάζει μια αθεράπευτη θλίψη, οι νύχτες παρασύρονται από τα κατάλοιπα. ΝΥΧΤΑ Η στενή ανθρώπινη αντίληψη είναι μια λωρίδα προσεδάφισης από δασωμένο καρστ, σαλεύει στην επιφάνεια του ραχιαίου άξονα/ πουλιά κάνουν στάση/ μακριές κίτρινες γραμμές φανερώνουν τα περάσματα. Πλατιά συμπτωματική γεωγραφία δίνει απλά την αίσθηση ενός θαύματος, οι λωρίδες ανάμεσα στις εκδορές/ ανάμεσα στις λείξεις/ είναι λιβάδια της Κριμαίας που τρέμουν σαν ήχος. Κινούμενες πλάκες, αφυπνισμένες ενδείξεις μιας υποτυπώδους σύγκλισης, υπερβολικά αχανείς για διακυβέρνηση σκοτεινιάζουν λίγο εκνευρισμένες. Η γλώσσα που μετακινείται βιαστικά έχοντας ως συνέπεια τα εναπομείνοντα ρίγη να αυξομειώνονται σε τριάντα τσκ αποδοκιμασίας
28
ποτίζει το στομάχι, το αθέριστο λιβάδι στην κορυφή του κεφαλιού είναι ένα φεγγαρόλουστο αχανές καλλιεργήσιμο έδαφος, τα πανκ νύχια σου πλακάτ διαμαρτυρίας σε παρανοϊκά περιφρουρημένες πόλεις. ΜΕΡΑ Ξαφνικοί ήχοι από την προσπάθεια να συνεχιστεί η εξέγερση στον δρόμο, οι κάδοι, οι κάδοι, οι κινητοί κάδοι, το ηλεκτρικό γάλα. Η μέρα μας καλεί να μεταχειριστούμε τους πολίτες της με πλαστή λεπτότητα: δικό μου το λάθος, μόνο εγώ θα μπορούσα να το κάνω, βέργα υπομονής. Δώσε τους φτερά μέσα στη μέρα, επώδυνα θολή, αποτυχίες συσσωρεύονται στο θερμοκήπιο του χαμένου χρόνου με μυριάδες αρθρόποδα να κινούνται στον υπόροφο όπως η μέδουσα. Βλέπω τον εαυτό μου με το χέρι στην τσέπη μου να πιάνει την CCTV, αυτή η κίνηση ανασύρεται ως απόδειξη οιωνός πρώιμου θανάτου.
ΝΥΧΤΑ Ο σκελετός μου μια πρότυπη αρχιτεκτονική φυλακής το κεφάλι μου ένα γεμάτο καλάθι, o θύλακας κάθε τρίχας ένα pinpod που φουσκώνει από ζεστό δηλητήριο, κεφαλαιοποιήθηκε μέσω καλωδίου ώστε τα μαλλιά να κατευθύνονται προς τα έξω, συνδεδεμένα με τη ραχοκοκκαλιά και την ταινία των εντέρων τα υπόλοιπα σκουλίκια που τυλίγονται επίσης στις πλαστικές ψυχές μου σκληραίνουν και πνίγουν. Διευθυντής εξυπηρέτησης πελατών με κοστούμι
29
πιθήκου ξύνεται πάνω στο σκαμπό ενός μπαρ, η γη τους στροβιλίζει βιαστικά γιατί οι καταδικασμένοι σκαρφαλώνοντας στα κελάρια της κόλασης περιστρέφονται σαν χάμστερ σε ρόδα. ΜΕΡΑ Bροχή πέφτει στ’ αυτιά, κουνέλια τσιρίζουν πάνω στους πάγκους εργασίας όπου τα γδέρνουν ουρλιάζοντας ακόμη ζωντανά για ανγκορά. Τα περιθώρια διατήρησης της ζωής εξισώνονται, νεκρές τροφικές ζώνες αγανακτούν με τον πλούτο του εγκαταλελειμμένου πεδίου ανάπτυξης, υποξικές, σκονισμένες. Πλήθη εμφανίζονται με υπνωτιστικές ομπρέλες, τρέμουν όπως οδηγούνται τα φτερωτά θηλαστικά σε Βικτωριανές δεξαμενές αερίου, πουλώντας θεραπεία για τον κοκκύτη, όμως αλήθεια το μεγάλο παχύ πόδι ελέφαντα με την τερατώδη πατούσα και τα γαμψά νύχια κατεβαίνει και σηκώνει αυτοκίνητα και τα πηγαίνει οπουδήποτε. Η ισότητα είναι στην ίδια κατηγορία βιομηχανίας, ανάλαφρη ψυχαγωγία, κατοικίες κι έναυσμα για παρέλαση. Τα πλήθη παραπατούν πάνω σε μια παραβολή σπασμένων αυγών, περιμένοντας ν’ απογειωθούν, περιμένοντας το τέλος του βιασμού. ΝΥΧΤΑ Φτερουγίζουν μέσα στη νύχτα, λιγότερο θολή, κρατώντας απαλά τα κεφάλια τους σε πνευματικό επίπεδο έτσι ώστε τα θλιμμένα μάτια τους να μετατρέπονται σε βαφή βλέμματος. Κάθε κεφάλι φτιάχνει έναν μοναδικό επίδεσμο
30
από τα μικρά άστρα, κάθε κεφάλι συγκεντρώνει την απόλυτα δική του συμπαντική προέκταση, απεριόριστα πληθυντικό, θριαμβευτικά προσωπικό. Αρπάζουν και κατέχουν μια απεραντότητα από τις ακτίδες της γεννήτριάς τους, ορίζουν το παρόν τους, κατέχουν τον χώρο τους, επιδεικνύουν την κατοχή τους, στο έδαφος. ΜΕΡΑ Να γερνώ όλη μέρα αρχίζω με το βάμμα της άσπρης κόλας άλλοθι για το αποκρουστικά κυρτό πρόσωπό μου. Mοιάζει σβωλιασμένο/ πράσινος θρόμβος οργής κουνιέται στην άκρη αυτού του δαχτύλου πάνω από το στεγνό πάρκο του αγοριού που συλλαβίζει. Ήθελε μόνο τρυφερότητα για τους πόνους του, αλλά μόλις που καταφέρνει να πει «όχι» και «έκανα» αφήνοντας το «σίγουρα» για τη χαρά κι όπως φώναζε στην άκρη το νερό ήρθε, όταν το νερό ήταν εκεί. ΝΥΧΤΑ Όταν φθάνεις εκεί το κρεβάτι είναι ήδη πλημμυρισμένο παραδίδομαι στην ειλικρίνεια τα ξεβαμμένα μάτια μου καρφιτσωμένα σε μουσελίνα οι ενδόμυχες σκέψεις μου κάνουν πατινάζ στον πάγο δικαιώνοντας εκτελεστές. Όταν η μέρα ξημερώνει απαλλαγμένη από την παρακολούθηση του μαραθωνίου χωρίς σνακς
31
είμαι η μανικιουρίστρια ζόμπι, προσπερνώ τις αρρώστιες μου και κληρονομώ τις στενοχώριες μου σαν chinoiserie/ ακατανόητη και πελιδνή αλλά τα παιδιά είναι ευχαριστημένα μ’ εμένα/ ένα ντραμ από τοξικά απόβλητα που παραπαίει προς το μέρος τους, μέσα στη σύγχυση του προπατορικού αμαρτήματος. ΜΕΡΑ Aν μπορούσα μόνο – να κάνω τα όνειρά μου αληθινά τότε μόνο θα μπορούσα να – εξυψώνει ή υποβιβάζει. Οι παρορμήσεις μου κρύβονται κάτω από τα σκεπάσματα καθώς το διαμέρισμα αδειάζουν μετακινούμενες ομάδες πολιτοφυλάκων με ψεύτικες σημαίες «εργασίας», με παίρνουν γυμνή όπως πήραν την τωρινή γύμνια μας από την αποθήκη των οργάνων μας, την πιστεύουμε όπως πιστεύουμε στον παράδεισο δεν κατηγορούμε τις ζωές μας ότι είναι απάνθρωπες στον αιώνα τον άπαντα αλλά μόνο στο επόμενο σύντομο διάστημα, αυτό το διάστημα μέχρι τότε. ΝΥΧΤΑ «Γιατί ένας άνθρωπος θα έτρωγε την καρδιά ενός άλλου;» Oμορφιά ανασχηματίζει το φως σε ανάγλυφους χρυσούς κεάνωθους στην ίριδα η μικροσκοπική έκλειψη ένας συγκεχυμένος δακτύλιος σε παλιές ευωδιαστές αλέες, αλέες σε παλιές κωμοπόλεις, στις πραμάτειες τους ωραίο είναι τώρα μόνο το μίσος.
32
Yποκρίνομαι πως έρχεται ο ύπνος, μύνησαν τη NC επειδή έκανε ένα παιδί θηλυκό. ΜΕΡΑ Eλευθερία είναι η προσωρινή επικράτηση του αστραπιαία συγκεντρωμένου πλήθους στην οδό Liverpool μηχανικά πιο μεθυσμένο από τα καταστήματα που ξεπούλησαν όλα τα κομμάτια της κούκλας που ήθελες αλλά μπορείς να περιμένεις μέχρι να μην την θέλεις πια, με αποτέλεσμα να σαπίζετε πάνω στο κλαδί, οι σκέψεις σας είναι η τέχνη σας που σαπίζει στο κλήμα. ΝΥΧΤΑ Γλείφοντας αλάτι από τον λαιμό του αντικαταστάτη των Xαμένων Aγοριών. Kουνάει στον δρόμο τα ματωμένα χέρια του για το Όλστερ, έχει μικρόφωνο εκ γενετής. Το κοινωνικό δίκτυο καταγράφει τις απώλειες ως μια περιστασιακά καυστική ενημέρωση για τον ρατσισμό, μέχρι το κόκκαλο και τέρμα. Kάπως πιο εύκολα δένει στον εμετικό χυλό αγωνίας που έφτιαξε το κεφάλι μου, τα πλευρά μου τόσο σπασμωδικά, μέσα στην εκκωφαντική ηγεμονία της νύχτας στριφογυρίζω τη σπονδυλική στήλη κάτω από τα σώματα των κοιμισμένων παιδιών μου όπως κάθομαι επινοώντας με πάθος απρεπείς εικόνες.
(μια σύντομη παραμονή στο στόμα του Bataille)
33
a selection from the unpublished sequence
40 DAYS AND 40 NIGHTS ANDREA BRADY
DAY Wind covers ears in cornmeal, sky overlord of original pink waves the placards for ‘liberation’ but these fringed miniscules make an ache, a winter knot, dropped in a speculative apartment, attention it takes practice to pay to the vegetable soul breaking up volumes of private air. Practice is curative, and wintering geese evoke the media plea: who wants this life. Not me, the television shows incurable sadness, nights drift with residue.
NIGHT The narrow human attitude is a landing strip of forested karst, it ripples outward from the spinal border/ birds light/ long yellow lines mark out causeways. Wide specific geography that just has a miracle for feeling, the strips between scratches/ between licks/ are Crimean fields quivering like sound. Moving plates, waking marks of a parochial encounter, all too vast for governance get broody and a little pissed off. The tongue that skips over leaving thirty clicks of unspent tremors bickering in its wake
34
ditches the stomach, unmowed grassland scalps a moon-warmed vast peasanted territory, your punky nails the picket of paranoid garrison towns.
DAY Surprising sounds of work resuming rise on the street, the bins, the bins, the mobile bins, the electric milk. Day invites us to treat its citizens with off-ledger softness: my mistake, only I could have made it, a ferule of patience. Buzz them into the day, painfully blurred, failures stacking up in the conservatory of lost time with a myriad of gribblies living on a jellied drift in the understory. I see myself put my hand in my pocket on CCTV, unearth that gesture as evidence an omen of untimely death.
NIGHT My skeleton a model prison architecture my head a blister-pack, each hair follicle a pinpod swelling with hot poison, capitalized in lead so that the hair leads to the outdoors binding to the spine and the tapeworm the other worms also spooling inside my plastic souls harden and neck. A customer service manager in an ape
35
suit rubs himself on a bar stool, the earth hurriedly rotates them because the damned climb the vaults of hell spinning like hamsters in a ball.
DAY Rain falls in ears, rabbits fizzle on workbenches where they are stripped crying and alive for angora. Margins in which life can be sustained are equalized, trophic dead zones seething with the wealth cast-off of field growth, hypoxic, dusted. Crowds appear with mesmeric umbrellas, tremble as they herd the fledgling mammals into Victorian gas tanks, selling a cure for whooping cough, but really the monster foot big thick elephant leg and curved nails comes down and picks up cars and takes them anywhere. Equality is the same range of industries, light entertainment, dwellings and parade grounds. The crowds teeter on a parabola of crushed eggs, waiting for take-off, waiting for the end of rape.
NIGHT They buzz into the night, less blurred, carrying their heads gently on a spirit-level so their eyes float sadly with a gaze paint. Each head cuts a singular swathe out of the little stars, each head gathers
36
a sweep of the universe entirely its own, infinitely plural, triumphantly personal. They grab and hold an immensity from the rays of their generatrix, present etched by them, hold their space, manifest their hold, on the ground.
DAY Aging all day I start at the tincture of white glue alibi of my horridly convex face. It looks beady/ a green clot of rage waggled on the end of this very finger in the dry park at the mouthing boy. He wanted only tenderness for his pains, but could just about say ‘no’ and ‘I did’ leaving ‘definitely’ for joy and baying at the edge the water came to, when the water was there.
NIGHT When you get there the bed is already drowned I fall into a straightness my bleached eyes pinned to muslin my warden thoughts go ice-skating for executioners. When day breaks released from the marathon screening without snacks I’m the zombie manicurist, I pass my diseases off and sorrows on like
37
chinoiserie/ confusing and it’s livid but the children are pleased with me/ a toxic waste drum tottering towards them, mystified with original sin. DAY If only I could – to string a life on only could I – is either magnificent or discount. My impulses hide under the covers as the flat is cleared by roving militias under false flags of ‘work’, they take me nude by work which took our actual nakedness from our storehouse of organs, we believe in it like heaven it isn’t our lives in perpetuity which are accountably unliveable but only this little next bit, this bit till then. NIGHT ‘Why would a man eat another man’s heart?’ Beauty shakes down the light pricked in gold ceanothus on the iris a miniature eclipse ring-addled all old fragrant alleys, old town alleys, their wares now hate is their literal splendour. Faking the come-on of sleep, NC sued for making child female.
38
DAY
Freedom’s a temporary craze flashmob at Liverpool Street insipidly drunker than the shops have sold all out of the one frame doll you wanted but you might wait till you don’t want it anymore, you are in effect rotting on the branch, your thoughts are your art rotting on the vine.
NIGHT
Licking salt off the neck of the bench-warmer for the Lost Boys. He waves his ulstered hands in the road, is congenitally microphoned. The social network records the losses as casually blistered racism feed, bone and goner. It is a little bit easier to stitch it on to the nasty nut and bolus of agony my head made, my rib so spasmodic, the cranked-up hegemony of night where I in spinal twists under the bodies of my sleeping children sit passionately fabricating indecent images.
(a temporary inhabiting of Bataille’s mouth)
39
«ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ» ΑΠΟ ΤΗν ΣΕΙΡΑ «HELLO» “UNTITLED” FROM THE SERIES “HELLO” ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΗΣ . ANTONIS KATSOURIS
40
HELLO, I AM THE TONGUE TRAP 41
42
ΑΣΑΦΗΣ ΓΡΑΦΗ @ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΕΝΙΕΣ ΠΥΛΕΣ ASEMIC WRITING @ THE PEARLY GATES MICHAEL JACOBSON
43
44
45
ΠENTE ΠEPIΠTΩΣEIΣ METEΩPIΣHΣ, Ή H ΔHMOΣIA ΠΛATEIA NATHANAËL ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
Σκέφτηκα : αν πεθάνω, θα με κοιτάξει. —Marguerite Duras
: O πιο φρικιαστικός οργασμός είναι αυτός που αναδύεται στον ύπνο. H πληγή αυτού που κοιμάται, ναρκωμένη όπως είναι, προσκρούει στο σώμα, τον βράχο των ναυαγών, καταπνίγοντάς τους μακριά από την ακτή αυτού του ασυνήθιστου πόθου.
: κοιμάμαι και έρχομαι. Mε περιμένεις εκεί όπως με περίμενες πάντα, νεώτερος, ζωντανός. Δεν υπάρχουν φαντάσματα, μόνο η προέκταση μιας βαναυσότητας που ανήκει στη λήθη. Bγαίνεις από τη λήθη και λες : M’ αγαπάς. Περισσότερο από το οτιδήποτε και τον οποιονδήποτε.
: Tο στόμα είναι τόσο συχνά ένα μαρτύριο.
: Θέλησαν να κρίνουν τον θάνατό σου. H συγκέντρωση της ζωής σου εντάθηκε σ’ ένα τερματικό ουρλιαχτό, και αγκαλιάστηκα. H κοινότερη πράξη αντίστασης. O εαυτός μου υψώθηκε σαν ένας απόλυτα ανίσχυρος τοίχος ενάντια στην εξαντλητική ζωτικότητά σου, την κουρνιασμένη στα δάχτυλα που γρατσούνιζαν τον λαιμό σου, ούτε μία σταγόνα αέρα, νερού ή σάλιου δεν τον διαπερνούσε. Tο λευκό των ματιών σου, το στόμα σου αιματηρό και ξηρό, μ’ αναζητούσε, ταπεινωμένο από τον πόνο σου και τη δική μου ανεπάρκεια, με πίκραινες. Πρώτα έφτυνες αίμα για μέρες, μετά ούρλιαζες. Για έξι μέρες ούρλιαζες με ωμή και παραληρηματική οργή, σκότωσέ με, φώναζες, θα το σκοτώσω, ναι, έλεγα, σκότωσέ το, μπροστά στο φθαρμένο 46
αντικείμενο, αυτό το οποίο δεν είχα ποτέ αρνηθεί, εκμηδενισμένο. Oύρλιαζες ενώ το αίμα διόγκωνε τα κόκκαλά σου και τους πλημμυρισμένους πνεύμονές σου, νεκρική ωχρότητα, ασφυξία, ρίχτηκες στην ξέφρενη επίθεση της διείσδυσης, της εξαπάτησης και των συμβιβασμών. Kλονίστηκα στην κραυγή που έκανα δική μου για να παρατείνω τη δική σου. Έβγαλα την άσπλαχνη κραυγή σου διπλασιάζοντας τις έξι μέρες σου με τις δικές μου, έξι παραπάνω, μόλυνες την αϋπνία μου με το ακατάσχετο τραύμα σου, η διάρκειά σου διαλύθηκε μ’ έναν λυγμό που παρουσιάστηκε χωρίς διακριτικότητα ή σεμνότητα σαν η απλοϊκότερη ένσταση στην αναγγελία του κενού, το σεντόνι τραβήχτηκε, το αίμα έβγαινε από μέσα σου, φώναξες με την θέρμη του αίματός σου, σε σκέπασα. Mε άρπαξες, μ’ έσφιξες, με συνέθλιψες στην ασφυξία σου, κατάπιε, κατάπια, έφτυσες, έβηξα, το αίμα σου.
: Tο ίδιο δωμάτιο βρίσκεται στο τέλος κάθε διαδρόμου.
: Η U. τηλεφωνεί τη νύχτα. Μιλάει για τη φωτιά. Λένε ότι ο βάλτος έχει πιάσει φωτιά. O βάλτος πιάνει φωτιά. Oι φλόγες κερδίζουν σταδιακά το σπίτι πάνω στους πασσάλους. H U. δεν ανοίγει το φως. Το μόνο που σκέφτεται είναι να τηλεφωνήσει. Όχι να ξεφωνίσει. Δεν ξεφωνίζει, καλεί. Παίρνει το τηλέφωνο για να καλέσει. Όχι για να ξεφωνίσει. Λέει ότι δεν έχει το κουράγιο του T.. Oύτε την παρατηρητικότητά του. Ότι όλα τα βιολογικά είδη που θα καταστραφούν από τη φωτιά δεν πρόκειται να καταγραφούν ποτέ. Ότι θαύμαζε, πραγματικά, τους ερωδιούς, τους 47
βάτραχους, τις λιβελούλες, τα νούφαρα και τη λάσπη στην επιφάνεια του βάλτου, αλλά ότι ποτέ δεν θ’ αποφάσιζε να τους δώσει ένα όνομα. Nα τους δώσει το όνομα με το οποίο θα αναγνωρίζονταν σ’ ένα βιβλίο φτιαγμένο ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό, δηλαδή την ταυτοποίηση των ειδών. Eδώ ήταν ανίκανη να βρει στο νησί το όνομα του πουλιού που πέταγε πάνω από το θαλασσοδαρμένο σπίτι της ποίησης. H αλήθεια είναι ότι έτσι ονομάστηκε το δέντρο του ταξιδιώτη, αλλά το ίδιο το όνομα καταργεί την ονομασία όπως σύντομα οι φλόγες κυκλώνοντας το σπίτι θα καταργήσουν την κατασκευή του. Θα πάρει λίγο χρόνο ακόμα, αρκετά λεπτά, ίσως ώρες. Mέρες, αν αλλάξει η διεύθυνση του ανέμου. H U. δεν μετράει. Tηλεφωνεί. Δεν σκέφτεται πως ένα σπίτι από χώμα και πέτρα θα ήταν καλύτερο από ένα σπίτι στον βάλτο πάνω σε πασσάλους το οποίο πρόκειται να τυλιχθεί στις φλόγες. O βάλτος είναι μακριά από τα πάντα. Kανένα μέρος δεν συνορεύει με τον βάλτο. Tο σπίτι και ο βάλτος είναι ένα. Ένα μόνο μέρος. Mία κατοικία. Ένα οικοσύστημα. Ένα μόνο τηλεφώνημα. Kαι μία φωτιά. Eίναι νύχτα. H U. τηλεφωνεί. Δεν τηλεφωνεί σε κάποιον συγκεκριμένα. Δίνει τη φωνή της στο τηλέφωνο. Στη φωνή που ίσως ανταποκριθεί. H U. δεν προσπαθεί να μάθει αν θ’ ανταποκριθεί η άλλη φωνή. Ή ακόμα αν υπάρχει άλλη φωνή εκτός από τη δική της που καλεί τη νύχτα με τις φλόγες. O βάλτος είναι ένα μέρος όπως όλα τ’ άλλα. Πιάνει φωτιά. Θα μπορούσε το ίδιο εύκολα να πιάσει φωτιά το βουνό ή η πεδιάδα. H φωτιά καίει το ξύλο όπως καίει το νερό. Ή ακόμα την πέτρα. H αιτεία της φωτιάς είναι άυλη. H U. δεν μπαίνει στον κόπο να προσπαθήσει να μάθει από πού προέρχεται ή πώς άρχισε. Eίναι εκεί τη νύχτα. Γύρω από το σπίτι και η U., μέσα, καλεί. 48
Five Instances of Suspension; or, The Public Square NATHANAËL
J’ai pensé : si je meurs, il me regardera. —Marguerite Duras
: The most atrocious orgasm is the one that arises in sleep. The wound of what sleeps, and sleeping, breaks against the body, the very rock of the capsized, all drowned, off the shore of that unhabituated desire.
: I sleep and I come. You are waiting for me there as ever you have awaited me, younger, alive. There are no ghosts, only the extension of a cruelty which belongs to oblivion. You come out of oblivion and you say : You love me. More than anything and anyone.
: The mouth is so often a suffering.
: They wanted to judge your death. The concentration of your life fortified in a terminal howl, and I braced myself. The most banal act of resistance. A self erected as an infinitely powerless wall against your exhaustive vitality, curled into the fingers scraping at your throat, through which not a drop of air, water or saliva, could pass. The white of your eyes, your mouth bloody and dry, searched me, humiliated by your pain and my insufficiency, I resented you. First you spat up blood for days, then you howled. For six days howled a coarse and delirious rage, kill me, you shouted, I’ll kill it, yes, I said, kill it, before the disappearing object, the undeniable it, gone. 49
Howled the blood distending your bones and your flooded lungs, mortific pallor, asphyxia, hurled yourself at the unbridled assault of infiltration, lures and accommodations. I dislocated in the cry I made mine in order to prolong yours. Cried your disembowelled cry, doubling your six days with mine, six more, riddled my insomnia with your insatiable injury, your duration dismantled by a sob advanced as the most crass argument, against the annunciatory void with neither discretion nor modesty, the sheet pushed back, the blood coming out of you, shouted the ardour of your blood, I covered you. You grabbed me, gripped me, slammed me into your suffocation, swallow, I swallowed, you spat, I coughed, your blood.
: The same room is at the end of every corridor.
: U. calls in the night. She says there is a fire. The marsh has caught fire, it is said. The marsh catches fire. The house on stilts is progressively gained by the fire. U. doesn’t turn a light on. She thinks only to call. Not to cry out. She doesn’t cry out, she calls. She takes the telephone to call. Not to cry out. She says that she doesn’t have T.’s courage. Nor his ability to observe. That all the biological species which will be destroyed by the fire will never have been catalogued. That she will have admired, it’s true, the egrets, the frogs, the dragonflies, the lily pads and the silt
50
at the surface of the marsh, but that never will she have arrived at the decision to name them. To attribute to them the name that would be identifiable in a book prepared for that purpose, in other words the identification of species. No more than she was able to name the bird on the island that flew over the poet’s house bitten by the sea. It is true, in fact, the traveller’s tree was named, but the name itself escapes nomination just as the house will soon escape its structure when it will be gained by the flames. It will be a while yet, several minutes, hours perhaps. Days, if the wind changes direction. U. doesn’t count. She calls. She doesn’t say to herself that a house made of earth or stone would be preferable to a house on stilts on the verge of catching fire in the marsh. The marsh is far from everything. No place adjoins the marsh. The house and the marsh are one. A single place. A habitation. An ecosystem. A single call. And a fire. It is night. U. calls. She doesn’t call anyone in particular. She gives her voice to the telephone. To the voice that may or may not respond. U. doesn’t try to know whether the other voice responds. Or even whether there is a voice other than her own which calls in the night in flames. The marsh is a place like any other. It catches fire. It could just as easily have been the mountain, or the plain. The fire burns wood the way it burns water. Even stone. The reason for the fire is immaterial. U. doesn’t bother trying to know where it comes from nor how it came about. It is there, in the night. Around the house, and U., inside, calls.
51
TΟ ΣΤΟΜΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΗΧΟΙ JEREMY HIGHT ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: KIKA KYPIAKAKOY
κάποιος μήνας, κάποια μέρα, εβδομάδα, ώρα του 2000 Το στόμα της μητέρας μου μένει για πάντα ανοικτό στο σημείο αυτό. Εξαιτίας της σκλήρυνσης κατά πλάκας για πολλά χρόνια αποτελούσε μια ανίσχυρη σπηλιά, χωρίς φωνή, ανίκανο να μασήσει, ήταν απλά μια φόρμα με τοιχώματα. Για πολλά χρόνια επικοινωνούσε με τα δάχτυλά της σχηματίζοντας σύντομες φράσεις με τα πλαστικά γράμματα ενός παιδικού παιχνιδιού. Eδώ αυτό είναι πλέον αδύνατον, σαν το μισό της κορμί που παρέλυσε χρόνια πριν από εδώ, να είναι φόρμα μόνο ενός άψυχου γλυπτού. Μάζευε απολιθωμένα δόντια καρχαρία με αυτά τα χέρια, έγραφε άρθρα για μια τοπική εφημερίδα με αυτά τα δάχτυλα, αυτά τα πόδια χόρευαν και έκαναν πεζοπορία και υπάρχει μια κασέτα από το χαμένο τεχνούργημα της φωνής της που σαπίζει σε κάποιο κουτί. Το στόμα είναι μια σπηλιά μέχρι να έρθουν οι ήχοι. Eδώ το δικό της μοιάζει κατασκευασμένο από γυαλί ή πέτρα, ένας παράξενος απατεώνας στη θέση εκείνου που μας τραγουδούσε όταν ήμασταν παιδιά. Όμως τα μάτια της φωνάζουν όταν είναι ώρα να φύγω, φωνάζουν τις λέξεις που η σπηλιά δεν μπορεί πλέον να εκπνεύσει και να δημιουργήσει. Στρέφομαι σε αυτή την ανάμνηση και τα τοιχώματα γίνονται σάπιες τρύπες, ανίκανα στόματα, φυτεμένα με το μουντό γρασίδι των κοντινών δρόμων.
52
A MOUTH IS A CAVE UNTIL THE SOUNDS COME JEREMY HIGHT
2000 some day, month, week, hour My mom’s mouth is forever open here. Her multiple sclerosis for several years had deemed it an impotent cave, voiceless, unable to chew, simply walls and form. She had for many years communicated with her fingers forming short sentences from a plastic collection of kid’s toys letters; here that has long become impossible like that half of her body that fell away years before here to paralysis, again form only like some cruel sculpture. She picked fossil shark teeth with those hands, she wrote articles for a local newspaper with those fingers, those legs danced and hiked and there is a tape of that lost artifact of her voice somewhere in a box moldering away. A mouth is a cave until the sounds come. Here hers is as though made of glass or stone, some odd imposter where once she sang to us as children; her eyes shout though when it is time to leave, shout of the words that the cave can no longer bring into breath and being. I turn in this memory and the walls are rotten holes, impotent mouths, shot through with the dull grass of nearby streets.
53
54
«ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ «STRIP» “UNTITLED” FROM THE SERIES “STRIP” MARIA GRAZIA CAPOZZI
55
56
57
ΣE ΣHMANTIKEΣ ΠEPIΣTAΣEIΣ HAROLD ABRAMOWITZ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
Σε σημαντικές περιστάσεις, μου φαίνεται πως έτρεχα. Ήταν καλοκαίρι στην πόλη. Θα μάθαινα πόσο θα στοίχιζε να κάνω αυτό που έπρεπε. Και μετά έβρεξε. Με άλλα λόγια, περίμενα στη βροχή έχοντας κάτι στα χέρια μου ή στην καρδιά μου. Συνειδητοποίησα πως μπορούσα να συζητάω πολύ γι’ αυτό το θέμα, αν ήθελα. Έκανε κρύο και κάτι με προβλημάτιζε. Σε σημαντικές περιστάσεις, ίσως γύριζα να μιλήσω στο πρόσωπο που καθόταν δίπλα μου στο τρένο. Με άλλα λόγια, ήταν σημαντικό να γνωρίζω πού θα πήγαινα αμέσως μετά. Γύρισα το κεφάλι μου. Ήμουν στη γωνία. Συνειδητοποίησα πως μπορούσα να μιλάω γι’ αυτό το θέμα επί ώρες. Και μετά με είδες. Ήμουν στη γωνία. Ένιωθα καλά έξω στη βροχή. Σε σημαντικές περιστάσεις, σου ζητούσα να με συναντήσεις στη γωνία. Με άλλα λόγια, έβρισκα την όλη κατάσταση συναρπαστική. Μπορούσα να χαμογελάσω. Μπορούσα να κρατήσω το κεφάλι μου ψηλά. Αλλά όταν ήθελα να ψάξω, γύριζα το κεφάλι. Mπορούσα να συζητάω γι’ αυτό θέμα επί ώρες. Άρχισε να κάνει κρύο. Νομίζω πως ήταν μία καθημερινή. Πώς το ήξερα; Σε σημαντικές περιστάσεις, ίσως έψαχνα. Ήταν αστείο να το σκέφτομαι. Στο τέλος βρισκόταν κάποια περίσταση. Υπήρχε κάτι για το οποίο έπρεπε να μάθω. Έβρεχε και κάποιος, ένας άγνωστος, κάποιος, μου είπε κάτι ενώ ήθελα να ψάξω τριγύρω. Στεκόμουν στη γωνία. Σε σημαντικές περιστάσεις, ίσως σου ζήταγα να έρθεις έξω μαζί μου. Στεκόμασταν παρέα στη βεράντα κουβεντιάζοντας που και που. Αυτό ήταν που σου έλεγα την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε. Με άλλα λόγια, είχα τρομάξει. Κράτησα το κεφάλι μου ψηλά. Δεν θα έλεγα κάτι τέτοιο άλλη στιγμή, σκέφτηκα. Συζητούσαμε. Μπορούσα να μιλάω γι’ αυτό το θέμα επί ώρες. Κατά κάποιο τρόπο ήταν αστείο. Προσπαθούσα να σου μιλήσω. Μπορούσα να σε καλώ από το σταθερό μου οποιαδήποτε στιγμή ήθελα να σου μιλήσω. Στεκόμουν στη γωνία. Όλα είχαν γίνει πριν από πολύ καιρό. Κάποιος στεκόταν στη γωνία. Μπορούσα να δω την αντανάκλασή μου στη βιτρίνα του καταστήματος. Σε σημαντικές περιστάσεις, ξεκινούσα και μετά αποφάσιζα να σταματήσω. Μου φαίνεται πως είχα χάσει το θάρρος μου. Μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι ν’ αποφασίσω
58
πού θα πάω. Είχα φίλους. Είχα εχθρούς. Και αν μπορούσα να κρατήσω το κεφάλι μου ψηλά, τότε τα πράγματα θα άλλαζαν. Με άλλα λόγια, εγώ άλλαζα. Άρχισε να βρέχει. Κανένας δεν σταμάτησε να με ρωτήσει κάτι. Θα μπορούσα να στέκομαι εκεί για πάντα παλεύοντας. Μόλις άρχισα να χάνω τις δυνάμεις μου, σταμάτησες να περπατάς προς το μέρος μου. Ξανάρχισες. Σχετικά μ’ αυτό το θέμα θα μπορούσε να συζητάει κάποιος για ώρες, σκέφτηκα. Σε σημαντικές περιστάσεις, ίσως να σ’ έψαχνα στον δρόμο. Μερικές φορές μπορούσα να σε δω από τη γωνία όπου στεκόμουν. Είχε μια δυναμική ο τρόπος που στεκόμουν στη γωνία. Mην νομίζεις πως έκανα κάτι. Με άλλα λόγια, βαριόμουν. Ήταν καλοκαίρι στην πόλη. Σου δάνεισα ένα βιβλίο, εκτός αν σου δάνεισα χρήματα. Να δανείζεσαι χρήματα. Να καθυστερείς τις πληρωμές. Είχα άποψη για όλ’ αυτά, τα έβλεπα ξεκάθαρα σ’ εκείνο το σημείο. Κάθε φορά μπορούσα να συζητάω γι’ αυτό το θέμα επί ώρες. Μετά φανταζόμουν τον εαυτό μου σε μια πεδιάδα. Πώς θα κρυβόμουν στ’ αγριόχορτα μέχρι ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Φύτρωναν πολλά αγριόχορτα στη γωνία. Είχα ζήσει και καλύτερα, σκέφτηκα. Σκεφτόμουν τη στάση μου απέναντι στα πράγματα. Σε σημαντικές περιστάσεις, ίσως να σ’ έψαχνα. Μπορούσα να σε δω από τη γωνία όπου στεκόμουν. Πώς αλλιώς να το διατυπώσω; Με άλλα λόγια, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σ’ αυτό που ήθελα να πετύχω. Η κρίση μου ήταν επιπόλαιη. Η αντίληψή μου για τα πράγματα. Μάλλον δεν σκεφτόμουν αρκετά, σκέφτηκα. Κοίταξα την πόλη. Μπορούσα να δω όλη την πόλη από τη γωνία όπου στεκόμουν. Στεκόμουν στη βροχή. Έβρεχε. Με άλλα λόγια, δεν θα ξαναπαντρευόταν ποτέ κανείς. Είχα μια γενική εικόνα των πραγμάτων. Mπορούσα να συζητάω γι’ αυτό το θέμα επί ώρες. Και μετά βγήκε ήλιος. Όταν υπήρχε αληθινή ελπίδα για το μέλλον ίσως και ν’ αναστέναζα. Ήταν ανακουφιστικό. Έπρεπε να διαρκεί περισσότερο. Έπρεπε να γίνεται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Εκείνη την περίοδο είχα ν’ αντιμετωπίσω πολλά, σκέφτηκα.
59
ON IMPORTANT OCCASIONS HAROLD ABRAMOWITZ
On important occasions, I think I would run. It was summer in the city. I was going to find out how much it cost to do what I needed to. And then it rained. In other words, I would wait in the rain with something in my hands, or in my heart. I found that I could speak a lot on this subject, if I wanted to. It was cold and there was something weighing heavily on my mind. On important occasions, I might turn and say something to the person sitting next to me on the train. In other words, it was important to know where I was going to go next. I turned my head. I was on the corner. I found that I could talk on this subject for hours. And then you saw me. I was on the corner. It felt good to be outside in the rain. On important occasions, I would ask you to meet me on the corner. In other words, I found the whole thing fascinating. I could smile. I could hold my head up high. But whenever I wanted to look around, I would turn my head. I could speak on this subject for hours. It was beginning to get cold. I think it was a weekday. How did I know? On important occasions, I might look around. It was funny to think about. In the end there was some sort of occasion. There was something that I needed to find out about. It was raining, and someone, a stranger, someone, said something to me while I was looking around. I was standing on the corner. On important occasions, I might ask you to come outside with me. We would stand together on the veranda and occasionally speak in tongues. It was what I was saying to you the first time we met. In other words, I was scared. I held my head high. I could not have said such a thing at any other time, I thought. I would speak to you. I could talk on this subject for hours. It was funny, in its way. I was trying to talk to you. I could call you on my telephone whenever I wanted to talk to you. I was standing on the corner. It all happened a long time ago. There was someone standing on the corner. I could see my reflection in the store window. On important occasions, I would start, and then stop myself. I think I was feeling a little
60
bit low. It took a long time to decide where I was going. I had friends. I had enemies. And if I could hold my head up high, then things would change. In other words, I was changing. It was beginning to rain. No one stopped to ask me anything. I could have stood there forever, fighting. I was losing momentum, and then you stopped walking towards me. You started again. On this subject, one might speak for hours, I thought. On important occasions, I might look for you on the street. I could sometimes see you from where I was standing on the corner. There was real power in the way I was standing on the corner. I wasn’t doing anything, mind you. In other words, I was bored. It was summer in the city. I lent you a book, or I lent you some money. Borrowing money. Being behind in payments. All of this was something I could speak to, it was something I could see very clearly, at that point. I could speak on this subject for hours at a time. Then I would imagine myself in the lowlands. The way I might hide in the weeds and wait for the moment to pass. There were plenty of weeds growing on the corner. I used to be a lot more comfortable, I thought. I would think about the ways I was standing. On important occasions, I might look for you. I could see you from where I was standing on the corner. There was no other way of putting it. In other words, I felt a little too scattered to be effective. I had been hasty in my thinking. In the way I thought about things. I was getting a little too cute, I thought. I looked all over the city. I could see the city from where I was standing on the corner. I was standing in the rain. It was raining. In other words, no one was ever going to get married again. I could see the forest for the trees. I could speak on this subject for hours. And when there was sun shining. When there really was hope for the future, I might find myself sighing. It took a lot out of me. It had to be extended. It had to be either this way or that. At that point, I was putting up with a lot, I thought.
61
62
63
64
65
ΣΤΟΜΑ . BOUCHE DENIS LHOMME
Αναβλύζει κατευθείαν απ’ το σώμα και κόβει οποιονδήποτε δεσμό με το déjà-vu, με το déjà-ψηλαφηθέν. Jaillir directement du corps et couper toute appartenance au déjà-vu, au déjà-vu-palpé.
66
67
ΣTHN ΠPOEKTAΣH THΣ ΣΠONΔYΛIKHΣ ΣTHΛHΣ KAI TOY TENTΩMENOY ΛAIMOY O ΓAΛΛOΣ ΦIΛOΣOΦOΣ ΣΥΓΚΛΙΝΕΙ ΜΟΝΟ ΜΕ TO ΔIKO TOY, ΑΝ ΚΑΙ AEPINO, KTHNOΣ VAHNI CAPILDEO ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
Tο στόμα είναι πλανητικό, συστηματικές παλίρροιες το κυκλώνουν. O μαλακός πυρήνας, η γλώσσαρίζα• οι μικροβιοτικές πόλεις• ο σιρόκος και οι αυστηρότητες της αναπνοής.
* Tο στόμα είναι γεωγραφικό στο μέτρο που το σώμα είναι έδαφος. H μικρο-ζωή του ξεφλουδισμένου δέρματος και των μηρών που αυτο-ζευγαρώνουν μπορεί να υπάρξει και να οργανωθεί χωρίς γλώσσα• υπερβολικά μεγάλος για να γίνει αντιληπτός, ο πύθωνας που κατοικεί στη στοματική κοιλότητα μπορεί να παραμείνει για πάντα ανερμήνευτος από το αθεϊστικό επιδερμικό πλήθος. * Tο στόμα οργανώνεται με βάση το κοινωνικό φύλο. Στη στενοχώρια ή τον θυμό η αδελφή μου συστρέφει το στόμα της σε μια παγίδα αντί να το ανοίγει για να βγει το παροξυσμικό μουγκανητό που της επιτρεπόταν στον τοκετό• δυστυχώς το στόμα της σφραγίζει, ακόμα και τα χείλη της γυρίζουν προς τα μέσα ενώ τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα και οι τένοντες του λαιμού της τραβιούνται έξαλλοι χάνοντας, όπως είναι φυσικό, κάθε μουσικότητα. * Tο στόμα είναι ανεμόνη. Bλέπεις, στο σκοτεινό δάσος άνθισε και, μόλις το αντιλήφθηκες, ανατρίχιασες• όμως η κοινωνική περίσταση σ’έβγαλε από τα πιθανά μονοπάτια σου στο σκοτεινό δάσος όπου άνθιζε η υπόσχεση και εμφώλευε η περιοχή με τα κοιμισμένα φίδια. * Tο στόμα είναι το ήμισυ ενός κόμπου. Mε τα χείλη μου σε δένω• τα σώματά μας είναι πλοίο και πλημμυρισμένη προβλήτα, η ζωώδης προσκόλλησή μας αναμφίβολα εντοπίζεται από τον αγχωμένο Γάλλο, ο οποίος αγχώθηκε επειδή διαταράξαμε το σπουδαστήριο του κρανίου του κι έξω από το παράθυρο της μελέτης του, ω τόσο ξαφνικά, η μία κραυγή μετά την άλλη διαταράσσουν τη νύχτα καθώς προεκτείνουμε το έδαφος κάτω από τα πόδια του σαν θάλασσα, καθώς ξεγλιστράμε (τα στόματα δεμένα) από τα ατομικά ερωτικά οχήματά μας αδιαφορώντας για το αν έχουμε τη δύναμη να πληγώνουμε ή όχι.
68
THE PROLONGATION OF THE SPINE AND THE STRETCHED NECK APPROXIMATE THE FRENCH PHILOSOPHER ONLY TO HIS OWN, AND AIRY, BEAST VAHNI CAPILDEO
The mouth is planetary, circled by systematic tides. The molten core, the tongue-root; the microbial cities; the sirocco and austerities of breath. * The mouth is geographical to the extent that the body is terrain. The tiny life of flaking skin and selfmating thighs may exist and teem without language; the python inhabiting the buccal cavity may remain uninterpretable, too big to be perceived, by the atheistic dermal crowd. * The mouth is engineered by gender. In grief and anger, my sister’s mouth will twist into a trap, it will not drop to let out the paroxysmal bellow which would be permitted her in childbirth; however and alas, her mouth seals itself, even her lips turn in as her eyes widen and the sinews in her neck become unmusically, why not furiously, strung. * The mouth is an anemone. See, in the dark wood it flowered and, sensing something, your hair raised up; but the social occasion smoked over your possible paths into the dark wood that flowered with promise and that tussored over the sleeping area of snakes. * The mouth is half of a knot. With my lips I tie you; our bodies are boat and floating jetty, our cinched animality no doubt locatable by the anxious Frenchman, who is rendered anxious because we have unnerved the chapterhouse of his skull and outside his studious window, oh so suddenly, cry after cry unnerves the night, as we prolong the ground as sea beneath his feet, as we slip (mouths knotted) out from the erotic vessels of ourselves, careless of the power to hurt or to do none.
69
70
71
ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ Sarah Crewe ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
πάντως τίποτα δεν είναι στατικό δεν είσαι ποτέ στατική και δεν είσαι ποτέ αδρανής μόνο στάσιμη πληθωρική στις εβδομαδιαίες συνεδρίες χαρτογραφίας σήμερα είναι ΣABBATO το θέμα ΣΠITI TΩPA ταυρομάχος στην κουζίνα με καρώ με λουλουδιαστά με έντονα ασυνάρτητα υποτυπώδη μοτίβα ποτέ δεν περάσαμε την φάση grunge, την περάσαμε; ποτέ δεν έπιασα τα O-MOP-ΦA MAΛΛIA σου με πλαστικά λουλούδια& το δωμάτιο ήταν συνεχόμενο μισούσα τα δελφίνια την ψευτο φυσιολογική κοριτσίστικη διακόσμηση τον τρόπο που η αναπνοή σου έσπρωχνε με δύναμη τη βάση των δοντιών ριπές μπισκότων με καστανή ζάχαρη εγκεφαλική αξονική σιωπηλή αλλά ουρλιάζεις συχνά δεν μοιραζόμαστε τίποτα από το στόμα τίποτα κατευθείαν
72 70
NIL BY MOUTH Sarah Crewe
still nothing is constant you are never constant and you are never still but static ubiquitous in weekly cartography sessions today is SATURDAY the subject HOME NOW kitchen matador in gingham in floral in highly incongruous primal patterns we never did the grunge phase did we? I never clipped your BEAUT-IF-UL HAIR into plastic flowers& the room was annexed I hated the dolphins the pseudo normal girl dĂŠcor the way your breath pushes hard on bottom toothed brown-butterscotch streams cerebral spinal silent but you scream often we share nothing by mouth nothing directly
73 71
(ΔΕΝ ΜΟΙΡΑΖΟΜΑΣΤΕ ΠΟΤΕ) ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑ (WE NEVER SHARE) NOTHING BY MOUTH ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΝΤΕΛΑΚΟΣ . APOSTOLOS NTELAKOS
74
75
76
77
ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ: Yoko Danno ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
το υπερβολικά παγερό δεν αγγίζεται, το υπερβολικά θερμό δεν γλείφεται είναι η συμβουλή που σημείωσα σ’ ένα μαύρο φύλλο χαρτί που έσκισα από το σημειωματάριo με τα πράγματα που είναι να θυμάμαι ― ιταντακιμάσου υποδηλώνει τον ουρανό της αυγής μια ροζ τριανταφυλλί γεύση κατακλύζει το στόμα μέχρι το στομάχι προκαλώντας ουρλιαχτά στη μέση της ημέρας ― το κλονισμένο λεωφορείο μας επιτέλους σταματάει αφού βρυχήθηκε επί δύο ολόκληρες ώρες διασχίζοντας δύο έτη φωτός από τον Άρη από στόμα σε στόμα ― με άλλα λόγια πορφυρή πέψη
78 76
IN OTHER WORDS: Yoko Danno
too frozen to touch, too hot to lick is an advisory I scrawled on a sheet of black paper torn from my memorandum ― itadakimasu connotes a dawn sky a rosy pink appetite spreads in the mouth through to the stomach anticipating midday screams ― our loop bus finally stops after roaring for two straight hours across two light-years from mars from mouth to mouth ― in other words purple digestion
79 77
80
ME AΛΛA ΛOΓIA . IN OTHER WORDS ΝΙΝΑ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ . NINA PAPACONSTANTINOU
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
απόσπασμα από την ανέκδοτη συλλογή
ΣEΛHNH JANE JORITZ-NAKAGAWA ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΑ ΙΩΑΝΝΟΥ
λέξη / μέσα στη λέξη στατικό βλέμμα στο παρόν για όσους μετατοπίστηκαν και εγκαταλείφθηκαν δικαιοσύνη της αδυνατότητας ενδοχώρα οι θεοί που το έσκασαν καυτηρίασαν τη δίνη γίνομαι ερειπωμένη πόλη ανταλλαγή αδρανών ψυχών σε σιωπηλά χρώματα η λήθη ανθίζει παγιδευμένη σε ανοιχτές εκτάσεις ένα τόξο που κανείς δεν αγάπησε εκείνη έγινε εγώ ακόμα και τώρα με ποδοπατούν φιλόδοξη φωνητική κατεστραμμένο αλφάβητο σαγηνεύω ένα δέντρο μια σπηλιά αισθάνομαι πως ίσως γίνει στο σκοτάδι αν μπορούσα να ζήσω στη σκιά ενός δέντρου κάτω από τη μάσκα ένα άλλο δέντρο
94
ίσως στο σκοτάδι δίνομαι σε μια γλώσσα στον αέρα ένα λυπημένο δέντρο ένα μαντήλι με κάλυπτε οι λέξεις είναι οι σύντροφοί μου κρυμμένες πίσω από ένα γλωσσικό εμπόδιο μέσα στη ζωή χειρουργική μάσκα προκάλυμμα η αποθήκευση του σώματός μου ορισμένα δέντρα δεν έχουν άνθη αναχώρηση φωνών το κατάλοιπο ενός ψοφιμιού απλώς κατάλοιπο στον δρόμο του σώματός μου χρώμα ονείρων θάλασσα από γαλάζιο λιώνει διάφανο ουρανό XOXO υπερβολικό δράμα χαμένο σ’ ένα από τα δωμάτια του γαλάζιου πρόσκληση σε κατάδυση παγωμένο φως
95
εξομολόγηση χωρίς χιούμορ διακοπή της φυγής τραγούδι του μεσονυχτίου αναπάντεχος αέρας μοναχικό φεστιβάλ παράμερη ξαγρύπνια εγγαστριμυθία του δάσους σαλπάροντας δυτικά σε αναζήτηση της ανατολής δομική ανωμαλία χρήματα ασφάλειας εγκεφαλικά κανάλια μετά-υπνωτική ποίηση στραγγαλισμένο συναίσθημα όπου παγώνουν τα όνειρα απόμακρο γαλάζιο ανάδυση του θείου μυθολογία της επιδιόρθωσης νανούρισμα προσευχή χορωδία σε γαλάζιο παράθυρα σε διάλογο αντανάκλαση σελήνης μπαλάντα παντομίμα υπόκωφα τραγούδια δροσερή και ακούραστη μια γροθιά ανοίγει στη σκιά ενός δέντρου μετακινώντας τον ουρανό ποίημα ενός λευκού κλαδιού
96
καρδιά από ουρανό μοναχικό παράθυρο άδεια ακολουθία διπλό στόρι τυχαίες σκέψεις κανείς δεν κινείται εκμάθηση κοινωνικών τρόπων επισημαίνω άσχετες λεπτομέρειες φωνή ηχεί σαν τη δική μου συγγενικά νεκροταφεία ανώριμη κρυψώνα γλωσσική ασυλία κοινωνική κατηφορική εκτροπή κατρακύλισμα κεφαλιού ανάλογη ατημέλητη εμφάνιση αποπραγματοποίηση δέντρου απαιτητικός επιβάτης γλωσσικό άλλοθι καθετί μία ηχώς του τίποτα για την εποχή των παγετώνων υποκρίνομαι πως είμαι εγώ πολλαπλό νόημα αόρατη σουφραζέτα ξεχνάμε να χειροκροτήσουμε στους παγωμένους ουρανούς
97
extract from the unpublished collection
LUNA JANE JORITZ-NAKAGAWA word / in the world static gaze of the present for those displaced and abandoned justice of the impossible back country the gods who have fled cauterized vortex i become a ruined city dormant souls bartered in silent colors flowering oblivion trapped in open fields an arc no one loved she became me feet walk over me even now aspiring phonetics damaged alphabet a tree swoons over me a cave i feel may be in darkness if i could live in the shade of a tree under the mask another tree maybe in darkness i rush toward
98
a tongue in the wind a sad tree a scarf covered me words are my companions hidden behind a linguistic barrier life once inside surgical mask frontispiece the storage of my body some trees have no flowers a departure of voices a remnant of carrion just a remnant on the street of my body color of dreams sea of blue melts transparent sky XOXO hyperdrama lost in a room of blue plunging invitation frozen light endless blue sad correspondence humorless confession interrupted fugue
99
song of midnight unexpected wind lonely festival faraway vigil ventriloquism of the forest sailing west to find the east structural abnormality insurance money canals in the brain post-hypnotic poetry strangulated affect where dreams froze distant blue celestial emergence mythology of mending lullaby prayer chorus of blue dialogue of windows lunar reflection pantomime ballad muffled songs dewy & restless a fist opens in the shade of a tree moving the horizon poem of a white branch
100
heart of sky lonely window empty sequel double blind random thoughts no one moves to learn social skills heed irrelevant details voice sounding like my own related graveyards immature lair linguistic immunity downward social drift rolling head associative negligee derealization of tree exigent passenger linguistic alibi every something an echo of nothing for an ice age pretending to be me multi meaning invisible suffragette forgetting to applaud in frozen skies
101
102
ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ . UNTITLED ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΗΣ . ANTONIS KATSOURIS 2014
103
THE CARNALITY OF MY LANGUAGE 104
THE CARNALITY OF MY LANGUAGE 105
106
107
AXANEIA Alice Hui-Sheng Chang ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ANTΩNHΣ KATΣOYPHΣ
αέρας ένα χάσμα αντηχεί
ανάμεσα σε με
λησμονημένο ισοπεδωμένη καμπύλη έρποντας προς τα κάτω
λεπτός και αμυδρός εμένα κι εμένα πάλλεται μαζί με ένα σώμα
τι είναι διάστικτες σπείρες ένας λάκκος νερού η σελήνη
αυτιά ανάγλυφα ακούγοντας
μέσο του δέρματός μου
βαρύτης αιωρήσεις σφύξεις χαμόγελο λοξό ένα ρήγμα στην ένας βλαστός ελίσσεται λαχταρώντας φουσκώνοντας στην αχάνεια
Mελβούρνη, Aυστραλία Mάρτιος 2014
108 106
τρίζει
επαφή
VAST Alice Hui-Sheng Chang
air a gap ringing
between
thin and slim me and me
with
vibrating along with
left flattened curve crawl downwards
what is spotted threads a pool
crackling a body
the moon ears embossed listening
through my skin
gravity suspensions pulsations smile tilt an opening on the contact a sprout meanders longing swelling in the vast
Melbourne, Australia March 2014
109 107
110
εικόνα από το video . video still from
ΕΝΑΛΛΑΣΣΩ . ALTERNATE JESSIE SCOTT Στην είκονα . In image: Alice Hui-Sheng Chang
2011
111
112
113
«ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ «HELLO» “UNTITLED” FROM THE SERIES “HELLO” ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΤΣΟΥΡΗΣ . ANTONIS KATSOURIS
114
HELLO, I AM THE FOURTH VOICE 115
απόσπασμα από το «Inferno: (a Poet’s Novel)», OR books, 2010.
ΙΩΑΝΝΑ EILEEN MYLES METAΦPAΣH: KIKA KYPIAKAKOY
H περφόρμανς ήταν πάντα στο επίκεντρο της δουλειάς μου. Βρέθηκα στο Μίλτον της Νέας Υόρκης το 1975 για ν’ αποκτήσω τις έξι πρώτες σελίδες αυτού που διαβάζετε. Μου είναι ξεκάθαρο (σίγουρα από εδώ που βρίσκομαι) ότι υπήρχε κάτι που πάντα γνώριζε τι έκανα. Σας καλώ να υποστηρίξετε αυτό το κάτι. Kανείς δεν μου ζήτησε να έχω μια τέτοιου είδους ζωή, να είμαι ποιήτρια. Ήταν δική μου ιδέα. Αυτό που εννοώ και υποστηρίζω είναι πως η ποίηση αποτελεί έναν πολύ έμμεσο τρόπο για να ενώσεις την εργασία με τον χρόνο. Ο ποιητής είναι ένα πρόσωπο με πολύ σύντομο εύρος προσοχής, το οποίο στην πραγματικότητα αποφασίζει να μελετήσει. Να παρατηρήσει. Να εκφράσει. Πρόκειται για μία παλιά, μεσαιωνική άποψη. Tελικά αυτό που βλέπεις είναι αυτό που έχεις από κοινού με όλους τους άλλους και αυτό είναι και το μεγάλο αίνιγμα. Δεν έχει σχέση με την ποίηση. Όπως είπε κάποτε και ο Jimmy Schlyler το γράψιμο ενός ποιήματος αποτελεί το εύκολο μέρος, ο υπόλοιπος χρόνος είναι το πρόβλημα. Tώρα θα κάνω μια σύντομη αναφορά στο θέατρο και στην περφόρμανς, αν και η υπόθεση στις «Σταγόνες» είναι στην πραγματικότητα όλος αυτός ο χρόνος. Πώς τον σπάταλησε αυτή εδώ η ποιήτρια. Η περφόρμανς είναι σπατάλη. Kαι αποτελεί πάντα μια τεράστια απώλεια. Μια καλή ερωτική απογοήτευση, ασφαλώς, μπορεί να επιταχύνει την όλη διαδικασία. Οι περισσότεροι από εμάς είχαμε αρκετές από αυτές. Αλλά στα αλήθεια δεν τις χρειαζόμαστε. Κοιτάξτε απλά πως περνά μία ημέρα. Απλά προχωρά, προχωρά και δεν είναι τίποτα άλλο από απώλεια. Έτσι είναι η ζωή, και προφανώς αυτό είναι και η περφόμανς. Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθείτε αυτές τις σταγόνες είναι ως ηχογράφηση. Παλαιότερα οι αιώνες απλά περνούσαν ενώ τώρα έχουμε τη δυνατότητα να σώσουμε έναν. Αυτή η σκέψη και μόνο με συναρπάζει. Πρέπει να σας πω για την Ιωάννα. Δεν υπάρχει κανένα αρχείο από αυτό το έργο – την Ιωάννα της Λωραίνης, ένα είδος πευματικής ψυχαγωγίας στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου (1979), ίσως το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει ποτέ μου με οποιοδήποτε μέσο. Η Ιωάννα παραμένει το πρότυπό μου. Ήταν μια συλλογική προσπάθεια, κατά την οποία αξιοποιήσαμε τα ταλέντα πολλών από εμάς, είκοσι συνολικά γυναικών, αν και εγώ προσωπικά θυμάμαι να κάνω το μεγαλύτερο μέρος της γραφής, της οργάνωσης και της σκηνοθεσίας. Η Chris (O’ Day), η φίλη μου εκείνη την εποχή, η πρώτη μου ερωτική σύντροφος, ήθελε να υποδυθεί κάποιο ρόλο κι έτσι εμείς (εγώ, εκείνη και η Elinor Nauen) σκεφτήκαμε το έργο «Ιωάννα της Λωραίνης, μια πνευματική ψυχαγωγία» στο οποίο θα πρωταγωνιστούσε η Chris. Πάντοτε κάνω το σωστό για το λάθος λόγο. Άρχισα να γράφω θεατρικά έργα γιατί η Κρις δεν
116
με άφηνε να κάθομαι απλά στο διαμέρισμά μας όλη την ημέρα και να γράφω ποιήματα, οπότε έπρεπε να κάνω κάτι που θα την συμπεριελάμβανε. Ήταν μια αμφίθυμη καλλιτέχνης και ιδανική για το ρόλο της Ιωάννας. Όλη η ιδέα προέκυψε στον υπόγειο όταν επιστρέφαμε (εγώ, η Chris και η Elinor Nauen) από έναν αγώνα των Γιάνκις. Είπαμε, ας κάνουμε θέατρο. Tι αγαπάμε περισσότερο; Το Τέξας, την Ιωάννα της Λωραίνης και το μπέιζμπολ (η Elinor το λάτρευε), κι έτσι τα βάλαμε όλα μαζί σ’ ένα έργο. Κατά τη διάρκεια της περφόρμανς η Chris φρίκαρε (όπως ακριβώς ο Lawrence Harvey στον «Άνθρωπο της Μαντζουρίας»), όταν άκουσε τους ηλεκτρονικούς τόνους του οράματός της και αντί να εκπληρώσει το λαϊκό καθήκον της ως Ιωάννα και να πετάξει την μπάλα στο άνοιγμα της σεζόν στο γήπεδο του Astrodome Houston (προφέρεται Χάου-στον), άρπαξε το πολυβόλο που κατέβαινε σπασμωδικά από την οροφή και θέρισε τους παίκτες του μπέιζμπολ (Jeff Wright, Michael Scholnick, υπήρχε ένας τρίτος; Βέβαια, ο Greg.), οι οποίοι έκαναν προθέρμανση στο κατάμεστο γήπεδο που τους επευφημούσε (περισσότερα ηχογραφημένα εφέ). Οι άνδρες του έργου μας είχαν σχεδόν όλοι σκοτωθείμε εξαίρεση τον Anslem Berrigan που έπαιζε τον εφημεριδοπώλη (Χάουστον Χιγκλ, φέρτο εδώ!) Δεν ξέρω γιατί, αλλά σκεφτόμουν διαρκώς ένα έργο σχεδόν ασύνδετο, μία ακόμη βραδινή παράσταση που υπάρχει μόνο στη μνήμη των φίλων μου. Ξέρετε είμαι λεσβία και το αποκάλυψα στη ποιητική κοινότητα μάλλον άκομψα. Το χειρίστηκα όπως μπορούσα. Mου άρεσε να είμαι ποιήτρια γιατί ήμασταν μια παρέα. Νομίζω ότι ο Bob Holman παρουσίασε μία περίφημη ποιητική βραδιά στην εκκλησία. Βρισκόμουν στο αποκορύφωμα της πρωτόγνωρης λεσβιακής δυστυχίας μου (λες και χρειαζόμουν μία νέα ποικιλία δυστυχίας), όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία. Πάντα ήθελα να είμαι σε ένα συγκρότημα. Να παίζω κάτι. Αρχικά, φυσικά, ήθελα να παίζω κιθάρα. Είχα τότε μία στην κατοχή μου την οποία δεν είχα μάθει ποτέ να χρησιμοποιώ. Και είχα ένα πραγματικά φθηνό γυαλιστερό μπλε πουκάμισο όπου στο πίσω μέρος είχα κακογράψει με μαρκαδόρο «Σαπφώ». Η κιθάρα μου είχε μόνο δύο χορδές. Ίσως γι’ αυτό μου την έδωσαν. Θα έπρεπε να είχα πάρει και τις υπόλοιπες χορδές αλλά δεν το είχα κάνει. Κατά παρόδοξο τρόπο, όπως σε κάθε περφόρμανς, αυτή ήταν μια ευκαιρία να μου μείνει κάτι. Να χρησιμοποιήσω εγώ η ίδια την κιθάρα μου. Tην πήρα στην εκκλησία μαζί με το γυαλιστερό πουκάμισό μου σε μια τσάντα. Έπαιρνα πολλά ναρκωτικά τότε και ήμουν φτιαγμένη με σπιντ. Ακουλουθούσα τo προαίσθημά μου. Και σκεφτόμουν τον Hart Crane, τον οποίο λάτρευα. Αισθανόμουν μόνη στο πλήθος, όπως άλλωστε συνηθίζω. Κάθισα σε μια καρέκλα φορώντας το γυαλιστερό πουκάμισο, έχοντας την κιθάρα στο γόνατό μου. Άρχιζα να παίζω με τις χορδές σιγά σιγά.
117
Ω το όνομά μου είναι Σαπφώ. Πλινγκ. Πλινγκ. Πλινγκ. Πλινγκ. Ω το όνομά μου είναι Σαπφώ. Πλινγκ. Πλινγκ. Πλινγκ. Πλινγκ. Ω το όνομά μου είναι Σαπφώ, το όνομά μου είναι Σαπφώ. Το όνομά μου είναι Σαπ-ΦΩ. Mετά σηκώθηκα κι έσπασα την κιθάρα στην καρέκλα. Έγραψα ένα ποίημα που ονομάζεται «Ιωάννα» το οποίο βρίσκεται στον τρίτο τόμο της συλλογής «Το καράβι της Σαπφούς» (1982), αλλά στην πραγματικότητα το έγραψα για να διαβαστεί στο θεατρικό μας. Το ποίημα ήταν το αποτέλεσμα έρευνας. Λατρεύω την έρευνα. Δεν θέλω να ακουστεί υπερβολικό, σαν να κάνω αίτηση για υποτροφία, αλλά ως ποιήτρια πάντα πίστευα ότι τα γραπτά μου εξυπηρετούν ένα σημαντικότερο σκοπό όταν γίνονται μέρος μιας ευρύτερης κοινωνικής τοποθέτησης. Αυτή τη φορά ήταν μέρος μιας τελετουργίας. Η «Ιωάννα» ήταν σαν ένα μεσαιωνικό κοινοτικό θέατρο. Μια παράσταση γεμάτη πάθος. Ξεκινούσε με μια πομπή από δώδεκα γυναίκες με κοντομάνικα μπλουζάκια με μπλε σκόνη οι οποίες κρατούσαν βεγγαλικά, ενώ στο βάθος ακουγόταν ένα Γρηγοριανό άσμα.
Ιωάννα Σαν σήμερα, στις 30 Μαΐου, η Ιωάννα της Λωραίνης κάηκε. Ήταν 19 και όταν πέθανε ένας άντρας είδε λευκά περιστέρια να πετούν από το στόμα της. Η Ιωάννη γεννήθηκε το 1412 ανάμεσα στη Λωραίνη και την Καμπανία. Η Ιωάννη μεγάλωσε με θρύλους. Ο Μέρλιν είπε ότι η Γαλλία θα χανόταν από μία γυναίκα και θα σωζόταν από μία παρθένα. Η Ιωάννη δεν ήταν κορίτσι της περιπέτειας, δεν
118
ήταν αγοροκόριτσο αλλά πολύ ονειροπόλα, καλή, μια σπιτόγατα, το μωρό της οικογένειας. Δεν της ήρθε ποτέ περίοδος. Άκουγε αυτές τις φωνές από τις καμπάνες, έβλεπε αγγέλους στα χρωματιστά τζάμια. Πίστευε ότι ο ήλιος κινείται γύρω από τη γη επειδή το είχε δει. Πίστευε ότι ο Θεός ήθελε τον Κάρολο VII για Βασιλιά της Γαλλίας επειδή αυτό της έλεγαν ο Μιχαήλ, η Αικατερίνη και η Μαργαρίτα όταν οι καμπάνες ηχούσαν. Ο πατέρας της είπε ότι θα την έπνιγε αν δεν σταματούσε αυτές τις ανοησίες. Ήταν 19 χρονών όταν έκαψαν το σώμα της στο κέντρο της πόλης ενώ ήταν ακόμα ζωντανή. Όπως πέθαινε ένα λευκό περιστέρι βγήκε από το στόμα της. Πεντακόσια εξήντα επτά χρόνια σαν σήμερα. Aπό το στόμα της ξεπετάχθηκε ένα περιστέρι. Το κοινό παραληρούσε. Μας είπαν ότι έπρεπε να συνεχιστεί. Και συμφωνήσαμε. Θέλαμε πολύ ν’ ανεβάσουμε την Ιωάννα στο Club 57 στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, αλλά τον έλεγχο είχαν οι αδερφές και η Ann Magnuson. Aργότερα κάλεσαν την Chris κι εμένα να παρουσιάσουμε ένα απόσπασμα από την Ιωάννα κι ακόμα να πάρουμε μέρος σ’ ένα σκετς για την Valerie Solanas. Bέβαια! Μας άρεσε η Valerie Solanas και το Scum Μανιφέστο. Ήταν ακριβώς όπως
119
εμείς. Η Valerie Solanas ήταν το είδωλό μας. Όλοι εκείνοι οι γκέι μας αποδοκίμασαν και νομίζω πως αυτός ήταν και ο πραγματικός λόγος που μας κάλεσαν. Οι λεσβίες σε γενικές γραμμές ήταν κάτι το απαγορευμένο στη συγκεκριμένη σκηνή. Έπρεπε να κρύβεις την ταυτότητά σου στην γκέι κουλτούρα. Κάποτε η Rose και ο φίλος της, ο Tim Milk, ένα παράξενο, όπως έλεγαν όλοι, ζευγάρι από το Σικάγο συμφώνησαν να πάρουν μέρος σε κάτι που ονομαζόταν New Wave Vaudeville και συνέβαινε επί αρκετές νύχτες στο Irving Plaza. Ήταν μια σπουδαία σπουδαία σκηνή με τον Klaus Nomi, τον Lance Loud και ίσως την Ann, με όσους δηλαδή ήταν πρωτοποριακοί και κουλ εκείνη την περίοδο. Πήγαμε όλοι μας: εγώ, η Chris και η Barbara και η Chassler, και γενικά όλοι οι φίλοι μας. Υποθέτω ότι δεν είχαμε αντιληφθεί ότι ήμασταν κοινωνικά υποδεέστεροι. Νομίζαμε ότι ήταν κουλ που η Rose και ο Tim θα κάταφερναν τελικά να δώσουν συναυλία εκεί. Είχαν γίνει οι Rosewater και Tim Milk, δύο παράξενα παιδιά από το Σικάγο, και φορούσαν και οι δύο βελούδινα καλσόν. Είχαν πάρει άσιντ και η Rose προσπαθούσε να τραγουδήσει χαμηλόφωνα σαν τη Grace Slick, αλλά το αποτέλεσμα ήταν κακό. Ο Tim ήταν αδύνατος και είχε αρχίσει να σχηματίζει φαλάκρα αν και νέος. Τoυς άνοιξαν οι McGowan και McGough, οι οποίοι ήταν πραγματικά σοβαρά άτομα με εμφάνιση δανδήδων, οι οποίοι δεν είχαν ηλεκτρικό και ζούσαν σαν να ήμασταν στον 19ο αιώνα – η εμφάνισή τους ήταν ίδια ακριβώς με τον τρόπο ζωής τους. Τόσο απλά. Ο Tim and η Rose έστησαν τον μικρό Pignose ενισχυτή τους και ξεκίνησαν, αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα, το κοινό άρχισε να τους πετά πράγματα. Ήταν παγίδα. Συνέχισαν να προσπαθούν να παίζουν για λίγο έως ότου έγινε σαφές σε κάθε έναν από εμάς που στεκόμασταν αγέρωχοι και υπερήφανοι σαν οικογένεια που τη χτύπησε αρρώστια, πως γι’ αυτούς δεν ήμασταν παρά ένα αστείο. Το συμπέρασμα είναι πως μπορείς να διαφέρεις από τους άλλους αλλά να διαφέρεις με τον λάθος τρόπο. Η φίλη μου ήταν σε κατάσταση μανίας. Ήταν ένα απόγευμα γύρω στο 1980. Όλοι χαλαρώναμε στο λοφτ της Rose, αλλά η Chris ήταν στο βάθος και δακτυλογραφούσε δυνατά. Είχε αποφασίσει να μας εξασφαλίσει το πλήρες σενάριο της «Ιωάννας» μιας και τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν συνεισφέρει σ’ αυτό, όπως για παράδειγμα η Barbara Barg η οποία είχε γράψει ένα κήρυγμα με τον τίτλο Barjo βασισμένο στην προσωπική της περιθωριακή εμπειρία ως Εβραία του Νότου. Η Chris είχε συγκεντρώσει
120
όλα αυτά τα εύθραστα κείμενα μέσα στο Σαββατοκύριακο των Ευχαριστιών. Κι αυτό με έθλιβε. Κάποιες φορές ήθελα απλά να είμαι με τη φίλη μου και να χαλαρώνουμε και να μην ζούμε τόσο τρελλά. Η Chris ήταν στη φάση που φορούσε γυαλιά μυωπίας 50s για να δείξει ότι ήταν άνθρωπος του θεάτρου. Σαν τη Judy Holiday. Αυτό είχε πλάκα μόνο που δεν ήθελε να δουλέψει. Καμία δουλειά για την Chris! Και ήταν ήδη έτοιμη ν’ ανεβάσει το επόμενο έργο της. Ήταν τόσο αστείο. Άρα την στήριζα οικονομικά; Ήμουν περισσότερο άφραγκη απ’ όλους, αλλά ήταν η φίλη μου οπότε αυτό έπρεπε να κάνω. Αφού κάποια ήταν τόσο τρελή ώστε να έρθει σ’ εμένα για υποστήριξη, καλώς. Στο μεταξύ εργαζόμουν ως βοηθός του σπουδαίου ποιητή James Schuyler. Η δουλειά μου με τον Jimmy περιγράφεται στην μικρή ιστορία με τίτλο Chelsea Girls (1994). Όποιος πραγματικά ενδιαφέρεται για το έργο του και θα ήθελε να ξέρει πώς ακριβώς ήταν το δωμάτιό του το διάστημα 1979-1982, θα πρέπει οπωσδήποτε να ρίξει μια ματιά στο βιβλίο μου. Δεν υπάρχει πουθενά αλλού σχετική περιγραφή και μάλιστα η δική μου μοιάζει με μικρή ταινία. Πληρωνόμουν 235 δολάρια την εβδομάδα για να κάθομαι στο Τσέλσι με τον Jimmy και για να γκρινιάζω για την Chris και την ζωή μου ως γκέι, για να του φέρνω την εφημερίδα και να του φτιάχνω το γαλλικό τοστ του (με αποτέλεσμα να παχαίνει). Άσχημα πράγματα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της παραμονής μου εκεί: μια μέρα ο Jimmy τρελάθηκε και βγήκε στο ασανσέρ εντελώς γυμνός. Πέρνα μέσα Jimmy. Η Chris και εγώ αγοράσαμε εξάδες μπύρες με τα χρήματα που βρήκαμε στις τσέπες του παντελονιού του και μείναμε μαζί του μέχρι ν’ αποφασίσουν οι παλιότεροι φίλοι του τι θα γίνει. Θυμάμαι την Chris ν’ αλλάζει το ραδιοφωνικό σταθμό του Jimmy. Σφύριξα απειλητικά. Πρόκειται να μείνουμε εδώ για ώρες, είπε, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Όταν επιστρέψαμε από το σπίτι της Rose κάναμε έναν μεγάλο καυγά και η Κρις έσχισε το χειρόγραφο σε μικρά κομματάκια. Μόνο μία φορά, όχι δεύτερη, έχω υπάρξει βίαιη με κάποιον. Δύο φορές δεν είναι τόσο σημαντικό. Την είχα ακινητοποιήσει στο κρεβάτι με τα πόδια μου και την στραγγάλιζα. H καταστροφή ενός καλλιτεχνικού έργου ήταν αμαρτία. Ήταν σαν να σκοτώνεις τον εαυτό σου. Ήταν σαν να σκοτώνεις εμένα. Η «Ιωάννα» δεν ήταν μόνο δικό της ή δικό μου έργο. Ήταν το έργο όλων μας. Ήταν η ιστορία μας και δεν θα την συγκεντρώναμε ποτέ ξανά. Και δεν το κάναμε. Μέχρι τώρα.
121
extract from Inferno: (a Poet’s Novel), OR books, 2010.
JOAN EILEEN MYLES Performance has always been at the heart of my work. I went to Milton, New York in 1975 to acquire the first six pages of what you are reading. It seems clear to me (certainly from here) that something always knew what I was doing. I’m inviting you to support that something. No one asked me to have a life like this, to be a poet. It was my idea. I mean and I would definitely say poetry is a very roundabout way to unite both work and time. A poet is a person with a very short attention span who actually decides to study it. To look. To draw that short thing out. It’s an old, feudal idea. Finally what you see is the thing you have in common with everyone else. That’s the great riddle. It’s not about poetry at all. Like Jimmy Schuyler once said, the writing the poem part is easy, it’s the rest of the time that’s the problem. I’m going to talk a little about theater and performance now but the subject of “Drops” is really just all that time. How this poet spent it. Performance is spending. And it’s always a huge loss. One good heartbreak of course can speed the whole thing up. Most of us have plenty of that. But we don’t even really need it. Just look at the day. Going, going, going. Nothing but loss. That’s life, and obviously that’s performance. Maybe the best way to see these drops is as a recording. Centuries, previously, were just slipping away and now we have the capacity to save one. That thought just fascinates me. I have to tell you about Joan. We have no record of it—Joan of Arc, a spiritual entertainment at St. Mark’s Church (1979) which simply may have been the best thing I have ever done in any medium. Joan remains my ideal. It was a collective effort, utilizing the talents of a large number of us, twenty women, though I personally recall that I did the majority of the writing organizing and directing. Chris (O’Day), my girlfriend at the time, my first girlfriend, wanted to act and so we (me, her, Elinor Nauen) came up with the idea of “Joan of Arc a spiritual entertainment” and Chris would be its star. I am all for doing the right thing for the wrong reason. I began writing plays because Chris wouldn’t let me just sit around our apartment all day writing poems so I had to do something that would include her. She was an ambivalent artist and she was the perfect star of this Joan. The whole
122
thing was cooked up on the subway when we (me, Chris and Elinor Nauen) were coming back from a Yankees game. We were like let’s do theater. What do we love? Texas, Joan of Arc and baseball (Elinor loved) so we threw them all together in a play. In performance Chris freaked (like Laurence Harvey in “The Manchurian Candidate”) when she heard the electronic tones of her vision and rather than fulfilling her populist duty as Joan, and pitching the opening ball of the season inside the Houston (pronounce How-ston) Astrodome she grabbed the machine gun that was jerkily lowering from the ceiling and she mowed down the baseball players (Jeff Wright, Michael Scholnick, was there a third? Yeah, Greg.) who were warming up inside a cheering stadium (more recorded effects). The men in our play had pretty much all been killed with the exception of Anslem Berrigan who played a newsboy (How-ston Heagle, get it here!) I don’t know why but I kept thinking of an only tangentially-related project, just another night of performance that only exists in the memory of my friends. You know I’m a lesbian and I came out in the midst of the poetry community and it wasn’t very graceful. I coped as I could. The thing I loved about being a poet was that we were a neighborhood and we would play. I think maybe Bob Holman had a famous poet’s night at the church. I was at the height of my newfound lesbian suffering (like I needed a new variety of suffering) and here it was. I always wanted to be in a band. To play something. Initially of course to play a guitar. I had one in my possession at that time that I never learned to use. And I had a really cheap shiny blue shirt I scrawled “Sappho” on the back of in magic marker. My guitar had only two strings. Maybe that was the idea when someone gave it to me. I should get those other strings and I hadn’t. Weirdly like all performance this was an opportunity to save something. To use my guitar directly. I carried it to the church with my shiny shirt in a bag. I was doing a lot of drugs too. Very high on speed. Keeping my own counsel. And thinking about Hart Crane, who I loved. Feeling alone, in a crowd, which is my way. I sat down on a chair in the shiny shirt with the guitar across my knee. I plunked it slow. Oh my name is Sappho. Plunk. Plunk. Plunk. Plunk. Oh my name is Sappho. Plunk. Plunk. Plunk. Plunk. Oh my name is Sappho, my name is Sappho.
123
My name is Sap-PHO. Then I got up and smashed the guitar on the chair. I wrote a poem called “Joan” that appears in my third volume, Sappho’s Boat (1982) but actually I wrote it to be read in our play. The poem was the result of research. I love research. I don’t want to sound too much like I’m writing a grant but as a poet I always felt I was serving a higher function when my writing became part of a larger social installation. This time it was liturgy. “Joan” was like medieval community theater. A passion play. It opened with a procession of a dozen women in powder blue teeshirts carrying sparklers while a Gregorian chant echoed in the background.
Joan Today, May 30th, Joan of Arc was burned. She was 19 and when she died a man saw white doves fly from her mouth. Joan was born in 1412 between Lorraine and Champagne. Joan was raised on legends. Merlin said France would be lost by a woman and saved by a virgin. Joan was not an adventurous girl, not
124
a tomboy, but very dreamy, good, stay-at-home, the baby of the family. Joan neve got her period. She heard these voices in the bells, she saw angels in colored glass. She believed the sun moved around the earth because that’s what she saw. She believed God wanted Charles VII to be King of France because that’s what Michael, Catherine & Margaret told her when she listened to the bells. Her father said he’d drown her if she didn’t stop this nonsense. She was 19 years old when they burned her body in the middle of town while she was still alive. A white dove came out from her mouth as she died. Five hundred and sixty-seven years ago today. A dove leaped right out of her mouth.
125
The audience went wild. They told us it had to go on. And we agreed. We really wanted to do Joan at Club 57 on St. Mark’s Place but it was controlled by fags and
Ann Magnuson. Later they invited Chris and me to do an excerpt from Joan and also take part in a skit about Valerie Solanas. Of course! We loved Valerie Solanas and the Scum Manifesto. She was just like us. Valerie Solanas was our idol. We got totally booed by those gay men. I think it was why we were invited. Lesbians in general were verboten on this scene. You had to hide yourself in a gay culture. One time Rose and her friend Tim Milk admittedly a couple of weirdos from Chicago agreed to take part in something called New Wave Vaudeville which was happening over several nights at Irving Plaza. It was a great great scene with Klaus Nomi, and Lance Loud probably Ann; everyone who was vanguard cool at that time. We all came: me and Chris and Barbara and Chassler, all our friends. I guess we didn’t know that we were a bunch of social underlings. We thought it was cool that Rose and Tim finally got a gig. It was like they were Rosewater and Tim Milk, a couple of weird kids from Chicago, and they both wore velvet and tights. They were into an acid thing still and Rose was trying to sing low like Grace Slick it was bad. Tim was skinny and going bald, young. They were introduced by McGowan and McGough. Who were really serious people, dandified and arch, who had no electricity and lived as though it were the 19th century—they dressed the part, they lived the part. They just did. Tim and Rose set up their little pig nose amp and began and in a few seconds the audience started throwing shit at them. It was a set-up. They kept trying to play for a while until it was clear to every one of us who were high and proud like a sick family that we were a joke. The point is that you can be queer, but really be queer in the wrong way. My girlfriend seemed manic. It was an afternoon in almost 1980. Everyone was hanging out and relaxing in Rose’s loft but Chris was in the backroom typing loudly. Chris had decided to make sure
126
we had a complete script of “Joan” since so many different people had contributed for instance Barbara Barg had written a sermon called Barjo which drew upon her own outsider experience as a Southern Jew. All these fragile texts were collected by Chris over one Thanksgiving weekend. Which made me sad. Some time or other I just wanted her to be my girlfriend and relax and not be so mad. She was in this cat’s eye glasses phase which meant she was a theater person. Like Judy Holiday. Which was fun except she didn’t want to work. No job for Chris! She was all ready to do the next play. It was such a joke. Was I supporting her? No one was as broke as I. But she was my girlfriend so I had to. If someone was crazy enough to come to me for support, well. My job, meanwhile, was being assistant to the great poet James Schuyler. The job with Jimmy is described in the little story of Chelsea Girls (1994). In fact anybody interested in his work who would like to know exactly what his room looked like from 1979 to 1982 should totally take a gander at my book. There is no other account and mine is so much like a little movie. I was getting paid $235 a week to sit in the Chelsea with Jimmy and bitch about Chris and my gay life; bring him the paper and make the French toast (getting him totally fat.) Bad things happened during my tenure: Jimmy went mad, and walked out to the elevator one day completely naked. Jimmy, come in. Chris and I bought six-packs from the cash from his pants pockets and sat with him until his older friends decided what to do. I remember Chris changing Jimmy’s radio station. Don’t I hissed. We’re going to be here for hours she said lighting a smoke. When we got back from Rose’s we had a big fight and Chris tore the script up into tiny pieces. Only once no twice have I ever been violent with anyone. Twice I know is not so great. I had her pinned on the bed and I was strangling her. Destroying your art was a sin. It was killing yourself. It was killing me. “Joan” wasn’t just her work or my work. It was everyone’s work. It was our history and it would never be gathered again. And it hasn’t been. Until now.
127
note . f o se
p
aglim
COLLAGE: MΑΡΙΑΝΝΑ BΟΥΖΑ . MARIANNA VOUZA
128
s
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
O HAROLD ABRAMOWITZ είναι συγγραφέας και
με τους οποίους πιστεύει ότι μοιράζεται την ίδια
επιμελητής στο Λος Άντζελες. Έχει εκδώσει, μεταξύ
ευαισθησία. ma_kapoka@yahoo.it
άλλων, τα βιβλία «(!x==[33]) Book 1, Volume 1 by UNFO» σε συνεργασία με τον Dan Richert (Blanc
Η SARAH CREWE είναι από το λιμάνι του Liverpool.
Press, 2011), «Not Blessed» (Les Figues, 2010) και
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «sea witch» (Leafe
«Dear Dearly Departed» (Palm Press, 2008). O Harold
Press), «Signs of the Sistership» με τη Sophie Mayer
συνεπιμελείται τις λογοτεχνικές εκδόσεις σύντομης
(Knives, Forks & Spoons) και «flick invicta» (Oystercatcher
μορφής «eohippus labs». Γράφει και κάνει επιμέλειες
Press). Συνεπιμελήθηκε τη συλλογή «Catechism:
στα πλαίσια των συνεργατικών projects SAM OR
Poems For Pussy Riot» και αποτελεί το ένα τρίτο των
SAMANTHA YAMS και UNFO.
εκδόσεων Stinky Bear Press.
H ANDREA BRADY γεννήθηκε στην Φιλαδέλφεια,
Η ΥOKO DANNO είναι Γιαπωνέζα ποιήτρια που γράφει
σπούδασε στα πανεπιστήμια Columbia και Cambridge
αποκλειστικά στα αγγλικά. Zει στο Kόμπε. Tα ποιήματά
και σήμερα διδάσκει σύγχρονη και Aναγεννησιακή
της έχουν δημοσιευθεί σε πολλά διαδικτυακά και έντυπα
λογοτεχνία στο Queen Mary University του Λονδίνου.
περιοδικά, όπως και ανθολογίες. Έχει εκδώσει, μεταξύ
Έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία ποίησης «Vacation
άλλων, τις ποιητικές συλλογές «Epitaph for memories»
of a Lifetime» (Salt, 2001), «Wildfire: A Verse Essay
(The Bunny and the Crocodile Press, Washington,
on Obscurity and Illumination» (Krupskaya, 2010),
D.C., 2002), «The Blue Door» σε συνεργασία με τον
«Mutability: scripts for infancy» (Seagull, 2012), «Cut
James C. Hopkins (The Word Works, Washington, D.C.,
from the Rushes» (Reality Street, 2013) και «Dompteuse»
2006), «Trilogy & Hagoromo: A Celestial Robe» (The
(Bookthug, 2013). Διευθύνει το Archive of the Now
Ikuta Press, Kobe, Japan, 2010) και «Aquamarine»
(www.archiveofthenow.org), ένα ηλεκτρονικό αποθετήριο
(Glass Lyre Press, 2013). Έχει μεταφράσει στα αγγλικά
με ποιητικά έργα ηχογραφημένα από τους ίδιους τους
την παλαιότερη και σημαντικότερη συλλογή ιστοριών
δημιουργούς τους. Eίναι συνεκδότρια των εκδόσεων
σχετικά με την ίδρυση της Iαπωνίας και τις καταγωγές
Barque Press.
του Iαπωνικού πολιτισμού, «Songs and Stories of the Kojiki» (Ahadada Books, Toronto/Tokyo, 2008). http://
Η VAHNI CAPILDEO είναι ποιήτρια και πεζογράφος από
www.ikutapress.com/danno3.html
το Trinidad. Tο πέμπτο βιβλίο της «Utter» (Leeds, UK: Peepal Tree, 2013) ήταν εμπνευσμένο από την εργασία
O JEREMY HIGHT δημιούργησε την τοπική αφήγηση
της ως λεξικογράφος στο Oxford English Dictionary.
με το project «34 north 118 west». H επιστημονική εργασία
Aυτή την περίοδο εργάζεται πάνω στην ακολουθία
του «Narrative Archaeology» («Aφηγηματική αρχαιολογία»)
του με τίτλο «Shameless Acts of Ekphrasis».
θεωρείται ένα από τα τέσσερα σημαντικότερα κείμενα στον τομέα αυτό. Tο 2014 θα κυκλοφορήσει μια συλλογή
H MARIA GRAZIA CAPOZZI είναι εικαστικός και ζει
με πειραματική πρόζα και σύντομα μια συλλογή
στη Νάπολη. Έχει διδακτορικό στην αισθητική. Θεωρεί
ποιημάτων του. O Jeremy ανέπτυξε πρόσφατα ένα είδος
ότι το έργο της αποτελεί περισσότερο μια προσωπική
αφήγησης που δημιουργείται και διαβάζεται σύμφωνα
ανάγκη παρά μέσο βιοπορισμού, γι’ αυτό και δεν
με τους νόμους της κβαντικής φυσικής και της κβαντικής
ενδιαφέρεται να το διαδώσει με τον παραδοσιακό τρόπο,
μηχανικής. Έχει δώσει διαλέξεις στο M.I.T., στο
αλλά κυρίως μέσω συνεργασιών με άλλους καλλιτέχνες
Πανεπιστήμιο της Iowa, στη Silicon Valley και αλλού.
129
H ALICE HUI-SHENG CHANG είναι ηχητική καλλιτέχνης.
στην έκθεση «Directed» στο Minnesota Center for
Aπό το 2003 το έργο της εστιάζει αποκλειστικά στην
Book Arts κι έδωσε συνεντεύξεις στο «SampleKanon»
ανάπτυξη μιας διευρημένης τεχνικής φωνητικού
και το «Asymptote Journal».
αυτοσχεδιασμού. Oι φωνητικές εξερευνήσεις της περιλαμβάνουν ήχους ποικίλης έντασης από φυσικά
H JANE JORITZ-NAKAGAWA ζει στην κεντρική Ιαπωνία.
φωνητικά μέρη, την κατεύθυνση του αέρα σε εναλλακτικά
Η έβδομη ποιητική συλλογή της «FLUX» κυκλοφόρησε
περάσματα και δόνηση της φωνής και της αναπνοής. H
από τις εκδόσεις BlazeVOX το 2013. H ποιητική συλλογή
Alice έχει συμμετάσχει σε residencies στην Aυστραλία,
της «wild black lake» αναμένεται μέσα στο 2014. Τα
Tαϊβάν, Nότιο Kορέα, Γαλλία, Πορτογαλία και το H.B..
e-mails είναι ευπρόσδεκτα: janenakagawa@yahoo.com.
Έχει παρουσιάσει περφόρμανς και εκθέσεις της στην Aυστραλία, Tαϊβάν, N. Zηλανδία, Nότιο Kορέα, Kίνα, το Xονγκ Kονγκ, την Γαλλία, Γερμανία, Aυστρία, Iσπανία, Πορτογαλία, το H.B. και τις H.Π.A. Συνεργάζεται τακτικά με ηχητικούς καλλιτέχνες και καλλιτέχνες που δραστηριοποιούνται σε διάφορες μορφές τέχνης για site-specific δρώμενα. http://www.huishengchang.com/ H ΔHMHTPA IΩANNOY ζει στη σκιά της Γλώσσας. Έχει
O ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΑΤΟΣ είναι γλύπτης και ζωγράφος, αν και έχει ακουστεί να εμπιστεύεται σε φίλους ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του γλύπτη αλλά «ποιητή τρισδιάστατων παρόλο που ο λόγος του είναι πεζός». Η ζωγραφική του δεν είναι μια εξερεύνηση της ίδιας της ζωγραφικής τέχνης αλλά μια αφηγηματική απεικόνιση ιδεών.
γράψει τη νουβέλα «Mια θάλασσα από σόγια» (Futura, 2008), ίδρυσε και επιμελείται την (διαδικτυακή και
O ANTΩNHΣ KATΣOYPHΣ γράφει και οπτικοποιεί υπό
έντυπη) έκδοση «a glimpse of» κι έχει εκθέσει τη
την προσωρινή ή (κυρίως) τη μόνιμη επίδραση των
σειρά φωτογραφιών της «Motel Γαλήνη» (six d.o.g.s.,
αγαπημένων του κειμένων, των αγαπημένων του
2011). http://hotelrepertoire.wordpress.com
εικόνων. Το pastiche ή η (συναισθηματική) οικειοποίηση και απομίμηση ενός συγκεκριμένου Ύφους είναι ο τρόπος
O MICHAEL JACOBSON είναι συγγραφέας και καλλιτέχνης
του, η μέθοδός του, το (στοιχειωμένο) σπίτι του, το «ευχαριστώ»
από τη Μιννεάπολη της Mιννεσότα. Στα βιβλία του
του. Πάντα υπό την Επίδραση, υπό την Επιρροή...
περιλαμβάνονται τα «The Giant’s Fence», «Action Figures», «Mynd Eraser» και «The Paranoia Machine».
H KIKA KYPIAKAKOY έχει σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία
Είναι συνεπιμελητής της ανθολογίας «An Anthology
και ασχολείται με την πολιτιστική επικοινωνία. Ο πειραματικός
of Asemic Handwriting» (Uitgeverij). Εκτός από το να
κινηματογράφος, τα κολάζ, οι mods και ο Eadweard
γράφει βιβλία επιμελείται την γκαλερί asemic [ασαφούς]
είναι ορισμένα από τα πράγματα που αγαπά.
γραφής «The New Post-Literate» και είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «scriptjr.nl».
O DENIS LHOMME (1960-2014) έβλεπε τον εαυτό του
Tον ελεύθερο χρόνο του επεξεργάζεται τον σχεδιασμό
με το σχέδιο και την ποίησή του σαν λεπίδα ζωής πάνω
ενός πλανήτη στο κυβερνοδιάστημε που ονομάζεται
σε λεπίδα διάφανου ουρανού. Βιβλία του κυκλοφορούν
«THAT». Πρόσφατα, συμμετείχε στην ανθολογία οπτικής
από τις εκδόσεις Άγρα και Cube Art Editions. Ζούσε και
ποίησης «The Last Vispo Anthology» (Fantagraphics),
εργαζόταν στην Αθήνα. http://www.denislhomme.com/
130
O JOHN MORGAN είναι γλωσσολόγος εφαρμοσμένης
Mavrikakis και Hilda Hilst (σε συνεργασία με την
κατεύθυνσης και συγγραφέας ποίησης των διαμέσων.
Rachel Gontijo Araujo). H μετάφραση της Nathanaël
Ως ποιητής διευρευνά τους τρόπους με τους οποίους
του βιβλίου του Hervé Guibert «The Mausoleum of
η οπτική χωροθέτηση και χρονικότητα του κειμένου
Lovers» τιμήθηκε με υποτροφίες από το PEN American
μπορεί να εκφράζει τα συχνά θολά και διφορούμενα
Center και το Eθνικό Kέντρο Bιβλίου της Γαλλίας.
όρια της βιωμένης, κληρονομημένης ή φανταστικής εμπειρίας. Eνδιαφέρεται ιδιαίτερα για το πώς οι
O AΠOΣTOΛOΣ NTEΛAKOΣ είναι εικαστικός και ζει
εμπειρίες μας ωθούν να υιοθετήσουμε ή να φτιάξουμε
τα τελευταία χρόνια μεταξύ Βόλου και Άμστερνταμ.
γραπτές φόρμες ως έναν τρόπο να κατανοήσουμε, να
Πιστεύει πως η τεχνολογία και κυρίως το Ίντερνετ έχουν
επανα-βιώσουμε και να μοιραστούμε αφηγήσεις οι οποίες
αλλάξει ριζικά την έννοιες περιφέρειας και κέντρου. Με
διασταυρώνονται και αλληλεπιδρούν με τις ζωές των
το έργο του εστιάζει στα «παραδοσιακά» πεδία των
άλλων. http://users.aber.ac.uk/jpm/pc/pc_index.html
εφαρμοσμένων τεχνών (κεραμική, γυαλί, ύφασμα). Ο τρόπος με τον οποίο τα προσεγγίζει δεν έχει να κάνει τόσο
Η EILEEN MYLES γεννήθηκε στη Βοστώνη (1949)
με την τεχνική τους όσο με τις εννοιολογικές επικαλύψεις
και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1974 για να γίνει
αυτών των υλικών/τεχνικών με τις καλές τέχνες. Συλλέγει
ποιήτρια. Το τελευταίο από τα 18 βιβλία που έχει εκδώσει
εικόνες και πηγές από αναλογικά και ψηφιακά αρχεία
έχει τίτλο «Snowflake/different streets» (poems, 2012).
τις οποίες επεξεργάζεται και ταξινομεί/παραθέτει εκ νέου.
Το μυθιστόρημά της «Inferno (a poet’s novel)»
Tον γοητεύει πολύ το βιβλίο ως μέσο εικαστικής έκφρασης.
κυκλοφόρησε το 2010. Tο βιβλίο της «The Importance of Being Iceland: travel essays in art» τιμήθηκε με
H NINA ΠAΠAKΩNΣTANTINOY είναι εικαστικός και ζει
δωρεά του Warhol/Creative Capital. Το 2010 η Poetry
στην Αθήνα. Την ενδιαφέρει η αινιγματική εικόνα της
Society of America τίμησε την Eileen με το βραβείο
γραφής.
Shelley και το 2012 πήρε υποτροφία από το Guggenheim. Είναι Eπίτιμη Kαθηγήτρια Δημιουργικής
H JESSIE SCOTT είναι καλλιτέχνης, συγγραφέας,
Γραφής στο UC San Diego. Ζει στη Νέα Υόρκη.
προγραμματίστρια και παραγωγός η οποία εργάζεται στο πεδίο της «screen culture» [σημ. μτφρ. ονομασία της
H NATHANAËL έχει γράψει πολλά βιβλία στα αγγλικά
σύγχρονης κινηματογραφικής κοινότητας της Aυστραλίας]
ή στα γαλλικά με πιο πρόσφατο το σεισμικό βιβλίο
στη Mελβούρνη. Συνδιευθύνει το φεστιβάλ «Channels: The
«Sisyphus, Outdone. Theatres of the Catastrophal»
Australian Video Art Festival» και είναι ιδρυτικό
(2012)». Στα έργα της περιλαμβάνονται η τριλογία
μέλος της οπτικοακουστικής καλλιτεχνικής κολεκτίβας
σημειώσεων «Carnet de désaccords» (2009), «Carnet
«Tape Projects». H τέχνη της εκτείνεται στους τομείς
de délibérations» (2011) και «Carnet de somme»
της video art, φωτογραφίας, εγκατάστασης, κοινοτικής
(2012), το δοκίμιο σε μορφή αλληλογραφίας «Absence
παραγωγής ταινιών, εκπαίδευσης και ζωντανής περφόρμανς.
Where As (Claude Cahun and the Unopened Book)» (2009), το οποίο αρχικά δημοσιεύθηκε στα γαλλικά με
O ΘOΔΩPHΣ XIΩTHΣ είναι ποιητής και ερευνητής. Βρίσκει
τον τίτλο «L’absence au lieu (Claude Cahun et le livre
τρομερά ενδιαφέρον το σημείο στο οποίο συναντώνται
inouvert)» (2007). Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, έργα
η ποίηση, η γλώσσα προγραμματισμού και η τέχνη
των Édouard Glissant, Danielle Collobert, Catherine
των νέων μέσων.
131
CONTRIBUTORS
HAROLD ABRAMOWITZ is a writer and editor in Los Angeles. His other books include (!x==[33]) Book 1, Volume 1 by UNFO (collaboration with Dan Richert, Blanc Press, 2011), Not Blessed (Les Figues, 2010), and Dear Dearly Departed (Palm Press, 2008). Harold coedits the short-form literary press eohippus labs, and writes and edits as part of the collaborative projects, SAM OR SAMANTHA YAMS and UNFO. ANDREA BRADY’s books of poetry include Vacation of a Lifetime (Salt, 2001), Wildfire: A Verse Essay on Obscurity and Illumination (Krupskaya, 2010), Mutability: scripts for infancy (Seagull, 2012), Cut from the Rushes (Reality Street, 2013) and Dompteuse (Bookthug, 2013). She was born in Philadelphia, studied at Columbia and Cambridge Universities and now teaches Renaissance and contemporary literature at Queen Mary University of London. She is director of the Archive of the Now (www.archiveofthenow.org), a digital repository of recordings of poets performing their own work, and co-publisher of Barque Press. VAHNI CAPILDEO is a Trinidadian writer of poetry and prose. Her fifth book, Utter (Leeds, UK: Peepal Tree, 2013) was inspired by her work as a lexicographer at the Oxford English Dictionary. She is currently working on a sequence, Shameless Acts of Ekphrasis. MARIA GRAZIA CAPOZZI is an artist living in Naples. She has a Ph.D. in aesthetics. As an artist, she has always considered her work more of a personal need than a job. So, she is not interested in disseminating her artworks in a traditional manner, but mainly by collaborating with other artists she considers close to her sensibility. ma_kapoka@yahoo.it THEODOROS CHIOTIS is a poet and researcher. He is obsessed with the intersection of poetry, programming code, and new media art. SARAH CREWE is from the Port of Liverpool. Her chapbooks include sea witch (Leafe Press), Signs of the Sistership with Sophie Mayer (Knives, Forks & Spoons), and flick invicta (Oystercatcher Press). She co-edited Catechism: Poems For Pussy Riot and is one third of Stinky Bear Press. YOKO DANNO is a Japanese poet who writes poetry solely in English. She lives in Kobe. Her poems have appeared internationally in many online/printed magazines and anthologies. Her books of poetry include
132
Epitaph For Memories (The Bunny and the Crocodile Press, Washington, D.C., 2002), The Blue Door, a collaboration with James C. Hopkins (The Word Works, Washington, D.C., 2006), Trilogy & Hagoromo: A Celestial Robe (The Ikuta Press, Kobe, Japan, 2010), and Aquamarine (Glass Lyre Press, 2013). She translated into English Songs and Stories of the Kojiki, the most important and oldest collection of stories concerning the founding of Japan and the beginnings of Japanese culture (Ahadada Books, Toronto/Tokyo, 2008). http://www.ikutapress. com/danno3.html JEREMY HIGHT created locative narrative in the project 4 north 118 west. His related paper Narrative Archaeology was named one of the four primary texts in the field. He has a book of experimental prose coming out in 2014, a series of poems coming soon and has recently developed a narrative that is composed and read by the laws of quantum physics and quantum mechanics. He has lectured about his work at M.I.T, The University of Iowa, Silicon Valley and many universities. ALICE HUI-SHENG CHANG is a sound artist. Since 2003, her work focuses solely on developing extended vocal technique in improvisation. Her vocal explorations include sound from varying tension of physical vocal parts, driving air into alternative passages and vibration of calls and breath. Alice Hui-Sheng Chang has been involved in residencies in Australia, Taiwan, South Korea, France, Portugal and UK. She has performed or exhibited in Australia, Taiwan, New Zealand, South Korea, China, Hong Kong, France, Germany, Austria, Switzerland, Spain, Poland, UK and US. She regularly collaborates with other sound artists and artists from different mediums in various site-specific context. http://www.huishengchang.com/ DIMITRA IOANNOU lives in the shadow of the Language. She is the author of Soya Sea (Futura, Athens, 2008), the founder and editor of the (online and print) journal a glimpse of, and has presented her solo photography exhibition titled Motel Galini (six d.o.g.s., Athens, 2011). http://hotelrepertoire.wordpress.com MICHAEL JACOBSON is a writer and artist from Minneapolis, Minnesota USA. His books include The Giant’s Fence, Action Figures, Mynd Eraser and The Paranoia Machine; he is also co-editor of An Anthology of Asemic Handwriting (Uitgeverij). Besides writing books, he curates a gallery for asemic writing called The New Post-Literate, and sits on the editorial board of
scriptjr.nl. In his spare time, he is working on designing a cyberspace planet named THAT. Recently, he was published in The Last Vispo Anthology (Fantagraphics), had work in the Minnesota Center for Book Arts exhibit Directed, and was interviewed by SampleKanon and Asymptote Journal. JANE JORITZ-NAKAGAWA’s seventh poetry book, FLUX, was published by BlazeVOX in 2013. Her poetry chapbook wild black lake is forthcoming in 2014. She lives in central Japan. Email is welcome: janenakagawa @yahoo.com. DIONISIS KAVALLIERATOS is a sculptor and a painter, although he has been heard disclosing to friends that he doesn’t consider himself a sculptor but “a poet of three dimensions, despite his speech being plain.” His painting is not a study of painting per se but a narrative depiction of ideas. ANTONIS KATSOURIS’s writing and image making is under the temporary or (mostly) the permanent influence of his favorite texts, and his favorite images. Pastiche or the (sentimental) appropriation and imitation of a specific Style is his way, his method, his (haunted) house, his “thanks.” Always under the influence... KIKA KYRIAKAKOU has studied English literature while now is working in the cultural communication field. Experimental cinema, collage, the mods and Eadweard are a few of the things she loves. DENIS LHOMME (1960-2014) se voyait avec son dessin et poème lame de vie sur lame de ciel translucide. Ses livres sont chez Agra et Cube Art Editions. Il vivait et travaillait à Athènes. http://www.denislhomme.com/ JOHN MORGAN is an applied linguist and writer of intermedial poetry. As a poet he explores ways in which visually spatialized and eventilized text can be representative of the often blurred and ambiguous boundaries of lived, received or imagined experience. His particular interest is in how experiences cause us to embrace or make written forms as a way of understanding, re-experiencing and sharing narratives that intersect and interact with the lives of others. http://users.aber.ac.uk/jpm/pc/pc_index.html EILEEN MYLES was born in Boston (1949) and moved to New York in 1974 to be a poet. Snowflake/different streets (poems, 2012) is the latest of her 18 books. Inferno
(a poet’s novel) came out in 2010. For The Importance of Being Iceland: travel essays in art she received a Warhol Creative Capital grant. In 2010 the Poetry Society of America awarded Eileen the Shelley Prize. She received a Guggenheim fellowship in 2012. She is a Prof. Emeritus of Fiction Writing at UC San Diego. She lives in New York. NATHANAËL is the author of a score of books, written in English or in French, most recently, the book of seisms, Sisyphus, Outdone. Theatres of the Catastrophal (2012); the trilogy of notebooks, Carnet de désaccords (2009), Carnet de délibérations (2011), Carnet de somme (2012); and the essay of correspondence, Absence Where As (Claude Cahun and the Unopened Book) (2009), first published in French as L’absence au lieu (Claude Cahun et le livre inouvert) (2007). Her translations include works by Édouard Glissant, Danielle Collobert, Catherine Mavrikakis and Hilda Hilst (in collaboration with Rachel Gontijo Araujo). A recipient of the Prix Alain-Grandbois in 2008, Nathanaël’s translation of Hervé Guibert’s The Mausoleum of Lovers has been recognized by fellowships from the PEN American Center and the Centre National du Livre de France. APOSTOLOS NTELAKOS is a visual artist living in Volos, Greece and in Amsterdam, the Netherlands. He believes that technology and especially the Internet have altered our perception of periphery and center for good. His artistic practice focuses on the areas of the “traditional” applied arts (that is ceramics, glass and textile). His approach though is not related to their production processes, but with the way these traditions and practices overlap with the so-called fine arts. He collects images and data from various digital and offline archives, processes them and reorders/presents them anew. Lately he has developed a fascination with the book as a medium of artistic production. NINA PAPACONSTANTINOU is a visual artist living in Athens. She is interested in the enigmatic image of the text. JESSIE SCOTT is an artist, writer, programmer and producer who works across the spectrum of screen culture in Melbourne. She is the co-director of Channels: The Australian Video Art Festival, and is a founding member of audiovisual art collective, Tape Projects. Her art practice has spanned video art, photography, installation, community film making, education and live performance.
133
a glimpse of . μια υβριδική αφήγηση Eκδότρια . Διευθύντρια Δήμητρα Iωάννου / aglimpseof@gmail.com Σχεδιασμός Mαριάννα Bούζα H Δήμητρα Iωάννου εκφράζει τις θερμότερες ευχαριστίες της σε όλους τους συνεργάτες που συμμετείχαν στο «a glimpse of» για την εμπιστοσύνη που έδειξαν στην έκδοση. Eυχαριστεί επίσης την Mαρία Παναγίδου, Διευθύντρια του Σπιτιού της Kύπρου, για την υποστήριξη. Tα πνευματικά δικαιώματα των έργων της έκδοσης ανήκουν στους δημιουργούς τους. Eκτύπωση Xρυσοτυπείον, Bασίλης Σταυριανόπουλος.
Aθήνα, 2014. ISSN 2241-6307
a glimpse of . a hybrid narrative Publisher . Editor Dimitra Ioannou / aglimpseof@gmail.com Design Marianna Vouza Dimitra Ioannou gives her heartfelt thanks to everyone who has contributed to a glimpse of, for their commitment and trust in the edition. She acknowledges Maria Panayides, Director of the House of Cyprus, for her support. All material contained within this edition is copyrighted by the identified creator. Printed in Athens, 2014. ISSN 2241-6307 Xορηγός . Sponsor
134
135
Tο περιοδικό «a glimpse of» συγκεντρώνει σύγχρονα λογοτεχνικά και εικαστικά έργα για να ενεργοποιηθεί μια υβριδική αφήγηση. Όλα τα έργα των περιεχομένων συνδέονται συνειρμικά μεταξύ τους. Tο δεύτερο τεύχος με τίτλο «από στόμα σε στόμα» είναι αφιερωμένο στο ανθρώπινο στόμα ως όργανο ομιλίας, χώρο σιωπής και κανάλι άναρθρων ήχων. Λογοτέχνες και καλλιτέχνες από την Aθήνα, το Άμπεριστγουιθ, το Kόμπε, τη Nάπολη, το Λος Άντζελες και τη Mελβούρνη, μεταξύ άλλων, μοιράζονται μαζί μας τις πρωτότυπες πειραματικές γραφές τους και τις οπτικοποιημένες ιδιοσυγκρασιακές σκέψεις τους. Άηχοι ή μη μονόλογοι, κραυγές θυμού, βιολογικές μεταφορές, σχήματα λόγου και φάλτσες εκφωνήσεις συνθέτουν το μεταβλητό πεδίο μιας πολυεπίπεδης αφήγησης. O άνθρωπος-σώμα-στόμα αντιτάσσει στον στερεοτυπικό και αρχετυπικό λόγο τις κριτικές, διαπεραστικές, ερωτικές, ανεπίσημες φωνοποιήσεις των γλωσσικών διερευνήσεών του. Tο χάρτινο «a glimpse of» μεταφέρει την ιδέα της υβριδικής αφήγησης από τη διαδικτυακή ομώνυμη έκδοση (http://aglimpseof.net/). The journal “a glimpse of” brings together works by contemporary writers and visual artists in order to generate a hybrid form of narrative. All works of contents are linked associatively. Issue 02 titled “from mouth to mouth” is dedicated to human mouth as an organ of speech, a space of silence and a channel of inarticulate sounds. Authors and artists from various cities, including Aberystwyth, Athens, Kobe, Naples, Los Angeles and Melbourne, share with us their original experimental writing and visualized idiosyncratic thoughts. Soundless, or not, monologues, cries of anger, biological metaphors, figures of speech and out of tune vocalizations compose a fluid dimension, in nuanced tones narrative of the human-body-mouth. It opposes the stereotype and the archetype through the critical, penetrating, erotic and unofficial voicings of its language investigations. The paper edition of “a glimpse of” conveys the idea of a hybrid narrative from its homonymous, digital edition (http://aglimpseof.net/).
Eξώφυλλο: Mαριάννα Bούζα Kολλάζ από φωτογραφίες της Anne Noble (σειρά «Ruby’s Room», 1998-2007) και μία εικόνα από το βίντεο της Ann Hamilton «aleph» (1992/1993). Cover: Marianna Vouza Collage made of photos from the series Ruby’s Room by Anne Noble (1998-2007), and a still from Ann Hamilton’s video aleph (1992/1993).
1362241-6307 ISSN