YERUSHA L AYIM DE BALK AN τα υλ ικά ί χ ν η τ ης εξά λ ειψης η συγκρότηση εθνικής ταυτότητας: το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης
διάλεξη 9ου εξαμήνου σπουδάστριες Αριδά Διώνη Κεχράκου Αναστασία-Άννα επιβλέπουσα καθηγήτρια Κουτρολίκου Πέννυ
YERUSHALAYIM DE BALKAN τα υλ ικά ί χ ν η τ ης εξά λ ειψης η συγκρότηση εθνικής ταυτότητας: το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης
διάλεξη 9ου εξαμήνου σπουδάστριες Αριδά Διώνη Κεχράκου Αναστασία-Άννα επιβλέπουσα καθηγήτρια Κουτρολίκου Πέννυ
σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ Αθήνα, Ιούνιος 2018
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να καταδείξει τους μηχανισμούς και τις πρακτικές που χρησιμοποιεί η μορφή έθνος-κράτος -το βασικό μεθοδολογικό μας εργαλείο- για να παγιώσει την ύπαρξη και τη συνέχειά της μέσα από τη διαχείριση της υλικότητας των πόλεων. Επιλέχθηκε το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος του 19ου αιώνα και η πόλη της Θεσσαλονίκης. Μελέτη περίπτωσης αποτελεί η εβραϊκή ιστορία της που καθρεφτίζει τη διαγραμμένη μνήμη της πολυπολιτισμικής αυτής πόλης των Βαλκανίων και συμβαδίζει με τις επιτακτικές ιστορικές αναγκαιότητες της εποχής για εθνική ομοιογένεια. Η αφήγηση ξεκινάει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη του 19ου αιώνα, ακολουθεί η κατάκτηση της πόλης από τον ελληνικό στρατό, η πυρκαγιά του 1917 και η νέα αστικότητα που προκύπτει από τη δεκαετία του ‘20 και εμπεριέχει την κατασκευή των συγκείμενων που υποδηλώνουν την ελληνικότητα της πόλης. Ακολουθεί η πολυκύμαντη περίοδος του Μεσοπολέμου και η οριστική απάλειψη της εβραϊκότητας της πόλης κατά τη διάρκεια της Shoah. Μελετώνται τα υλικά ίχνη από διαφορετικά ιστορικά υπόβαθρα, οι μνήμες και τα θραύσματα που έχουν απομείνει στο σημερινό αστικό τοπίο και συγκροτούν τις αντιθέσεις και τις συνθέσεις μιας ολότητας έπειτα από μεταλλαγές χιλιετιών. Προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε με τεκμήρια την ιστορία αυτής της πόλης, κάτι που προϋποθέτει την κατανόηση της εβραϊκής ιστορίας της.
ABSTRACT The aim of the present work is to shed light on the mechanisms and the practices that in principle the nation-state –our basic unit of analysis- uses in order to solidify its existence and its continuation through the materiality of the city. The focus is on the newly-founded Greek state and the city of Thessaloniki. Our case study is the jewish history of the city, the suppressed memory of its multicultural past and the categorical historical necessities for national homogeneity. The narrative begins with the Ottoman Empire at the end of the 19th century, followed by the Greek army conquering the city, the fire of 1917 and the new urbanism resulting during the ‘20s and involves the construction of sites denoting the greekness of the city. The mid-war period follows and the final erasure of the jewishness of the city takes place during the Shoah. The various traces from different historical backgrounds are studied, the memories and the fragments left in today’s urban landscape of Thessaloniki, constituting the oppositions and syntheses that accumulate through the eras. We are decoding with evidence from the city’s history, and for this, an understanding of its Jewish history.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 15
I.
Έ iσ αγωγη
Α’ ΜΕΡΟΣ 21
Α’ ΜΕΡΟΣ
II. Έ θνος
– Κ ράτος
25
Α. Μηχανισμοί
33
Β. Αστικός Εκσυγχρονισμός
Β’ ΜΕΡΟΣ 45
III. Yerushalayim de
B alk an
49
Α. Πριν την ελληνοποίηση
71
Β. Ο εξελληνισμός
77 00
Ιντερλούδιο 1: Αστικός εκσυγχρονισμός και πολιτική στο βενιζελικό κράτος 1910-20
83
Νέο εθνικο-πολιτικό πλαίσιο
95
Πυρκαγιά και νομοθετικό πλαίσιο ανοικοδόμησης
115
Η νέα αστικότητα
145 00
Ιντερλούδιο 2: Αστικός εκσυγχρονισμός και πολιτική στο βενιζελικό κράτος 1920-28/1928-32
153
Μεσοπόλεμος
167
Γενοκτονία
185 IV. Μ νημη
- Συ μπερα σματα
193 Βιβλιογραφία
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
15
I. Ε ισ α γ ωγή Εισαγωγικές διευκρινίσεις για το αν τικείμενο της μελέτης, την άρθρωση του κειμένου και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε
Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να καταδείξει τους μηχανισμούς και τις τελεσίδικες πρακτικές που χρησιμοποιεί η μορφή έθνος-κράτος για να παγιώσει την ύπαρξη και τη συνέχειά της, μέσα από τη διαχείριση της υλικότητας των πόλεων. Με ποιόν τρόπο, δηλαδή, γειώνονται χωρικά οι εθνικές στρατηγικές και επιδιώξεις αυτής της μορφής που αποτέλεσε το εξελικτικό μοντέλο μετά το πέρασμα των αυτοκρατοριών που άρχισαν αναπόφευκτα να καταρρέουν στην Ευρώπη ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα. Για να είναι απτή η έρευνά μας διαλέξαμε ένα οικείο πεδίο μελέτης που προκύπτει από την άμεση εμπειρία του ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα και την πόλη της Θεσσαλονίκης, ένα εκκωφαντικό παράδειγμα μεταλλαγών –δημογραφικών και χωρικών- που συμβαδίζουν με τις επιτακτικές ιστορικές αναγκαιότητες της εποχής για εθνική ομοιογένεια. Μελέτη περίπτωσης αποτελεί η εβραϊκή ιστορία της Θεσσαλονίκης, που καθρεφτίζει τη διαγραμμένη ιστορική μνήμη της πιο πολυπολιτισμικής και πολυεθνικής πόλης των Βαλκανίων. Αποκτώντας μια επαφή με την κοινωνικοπολιτική και πολεοδομική ιστορία της Θεσσαλονίκης, μας προέκυψε η ανάγκη να ψηλαφίσουμε συγκεκριμένα πεδία που η εμβάθυνσή τους συμπληρώνει την απλή επιστημονική καταγραφή και αποτελεί τη φυσική συνέχεια της έρευνας που θέλουμε να κάνουμε. Παρατηρούμε ότι υπάρχουν υλικά ίχνη από διαφορετικά ιστορικά υπόβαθρα (τα οποία αποτέλεσαν αφετηριακό σημείο του ενδιαφέροντός μας): κατοικίες, συναγωγές, διάσπαρτες σ’ όλη την πόλη πλάκες από το εβραϊκό νεκροταφείο· η ίδια η θύμιση ότι όλο το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο είναι θαμμένο κάτω από το Α.Π.Θ. Σ’ αυτά τα σπαράγματα διαφαίνεται ένα κομμάτι που αναπόφευκτα ερμηνεύεται και αναλύεται μέσα από
16
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
την επιβολή της καθαρότητας ενός εθνικού φαντασιακού. Και αυτό ακριβώς το κομμάτι θέλουμε να γειώσουμε χωρικά. Ας περάσουμε στην εξήγηση της ροής της αφήγησης: Ο βασικός κορμός του κειμένου αποτελείται από δύο βασικά κομμάτια: το πριν και το κατά τη διάρκεια/μετά τον εξελληνισμό της πόλης, με σαφή επικέντρωση στο δεύτερο και φυσικά στο εβραϊκό στοιχείο. Στα πριν την ελληνοποίηση ψηλαφίζουμε το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για τη Θεσσαλονίκη την εβραϊκή ηγεμονία, όπως και τη χωρική σύνθεση, μαζί με τις επιδιώξεις εκσυγχρονισμού του τέλους του 19ου αιώνα που άφησαν έναν σαφή απόηχο και στο βίωμα της παροντικής πόλης. Είναι μια ad hoc εισαγωγή, για την κατανόηση της ατμόσφαιρας στην καταρρέουσα Μεγάλη Ασθενή,1 που προετοιμάζει τη μετέπειτα αναφορά στον ελληνικό εθνικισμό που κινείται προς το βορρά και ανταγωνίζεται ταυτόχρονα τους άλλους αναδυόμενους βαλκανικούς εθνικισμούς (τον βουλγάρικο και τον σέρβικο) της εποχής του. Στο δεύτερο κομμάτι, ξεκινάει μια αφήγηση που συμβαδίζει αναγκαστικά με το ελληνικό κράτος και τον ελληνικό ιμπεριαλισμό: προηγείται της ιστορικής αφήγησης ένα πρώτο ιντερλούδιο, που προλογίζει τα μετέπειτα κεφάλαια εξηγώντας την πολιτική γραμμή του βενιζελικού κράτους την περίοδο 1910-1920 σε σχέση κυρίως με τον αστικό εκσυγχρονισμό, συνομιλώντας με αντίστοιχες επιστημονικές και πολιτικές πρακτικές που είχαν ήδη ακολουθηθεί ή αναπτύσσονταν παράλληλα στον ευρωπαϊκό χώρο. Ακολουθεί η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό και η μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Εν συνεχεία βλέπουμε τους νόμους για την ανοικοδόμηση και την απόλυτα νόμιμη οικειοποίηση της καταστροφής· τη νέα αστικότητα που προκύπτει από τη δεκαετία του 1920 και εμπεριέχει την κατασκευή των συγκείμενων που υποδηλώνουν την ελληνικότητα της Θεσσαλονίκης. Παρεμβάλλεται ένα δεύτερο ιντερλούδιο για την καθολικά πολυτάραχη περίοδο 1920-1928 και ακολούθως για την τελευταία τετραετία του Βενιζέλου το διάστημα 1928-1932. Περνάμε δηλαδή στον Μεσοπόλεμο, βλέπουμε άμετρους εποικισμούς, συνθήκη της Λωζάνης του 1922, ανταλλαγή των πληθυσμών, αλλαγή των δημογραφικών αναλογιών: ταχεία «ελληνοποίηση» της πόλης, πλέον με καθαρά κοινωνικούς όρους. Αντιεβραϊκά μέτρα, θεσμοποιημένα από το κράτος, και τελικά τη διάχυση του αντισημιτισμού στο κοινωνικό σώμα. Αποκορύφωμά τους αποτελεί το αντιεβραϊκό πογκρόμ του 1931. Όλα αυτά, οδηγούν στο Ολοκαύτωμα, στη Shoah2 και στην οριστική απάλειψη της εβραϊκής μνήμης. Χωρικό ακόλουθο η ολοκληρωτική καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου και το θάψιμό του κάτω από το Α.Π.Θ.
1. «L’ Homme malade de l’Europe»: χαρακτηρισμός που αποδόθηκε σαν επιθετικός προσδιορισμός στη διαλυόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών αναστατώσεων του 19ου αιώνα. 2. Η Γενοκτονία των Εβραίων από τους Γερμανούς ναζιστές είναι γνωστή με την ονομα-
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
17
Αναφορικά με τη μεθοδολογία: η προσέγγιση του θέματος ξεκίνησε με την βιβλιογραφική έρευνα της ιστορικής/πολεοδομικής εξέλιξης της πόλης, της κοινωνικής ζωής της και σημειακά της αρχιτεκτονικής. Η σύντομη αυτή διαδικασία, λειτούργησε ως υπόβαθρο στο ταξίδι που κάναμε στη Θεσσαλονίκη και την επιτόπια έρευνά μας. Πιο συγκεκριμένα, έγινε παρατήρηση και καταγραφή της πόλης. Έχοντας ήδη από παλαιότερα αποκτήσει γενική προσωπική εμπειρία με το υπάρχον της Θεσσαλονίκης, πλέον μπορούσαμε να επικεντρωθούμε στους εβραϊκούς τόπους μνήμης: το εβραϊκό μουσείο, τις συναγωγές, τον χώρο του Α.Π.Θ., τις πολυτελείς βίλες της συνοικίας των Εξοχών, το νοσοκομείο Χιρς (νυν Ιπποκράτειο), τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό κ.ά. Με την αποκτηθείσα γνώση μπορούσαμε να βλέπουμε και τις αποδείξεις της βίαιης διαδικασίας εξελληνισμού που υπέστη η πόλη· ανάμεσά τους η πλατεία Αριστοτέλους, ο ένας μιναρές που απέμεινε στη Ροτόντα, τα Πανεπιστήμια. Ακολούθησε η επεξεργασία των δεδομένων που συλλέχθηκαν και περάσαμε στην αναζήτηση περισσότερων βιβλιογραφικών πηγών. Τελικά, οδηγηθήκαμε στην ανάπτυξη ενός θεωρητικού πλαισίου που συγκρότησε και το πρωτεύον μας εργαλείο: τη μορφή του έθνους-κράτους, η οποία αναλύεται σαν αφετηριακή βάση στο κείμενο και μας οπλίζει με τις δυνατότητες για αιχμηρή κριτική. Εστιάζουμε στο πώς η πολεοδομία και οι επιταγές για αστικό εκσυγχρονισμό γίνονται τελεστές της κοινωνικής «προόδου» και της εθνικής ομογενοποίησης στα νεαρά έθνη-κράτη του ευρύτερου βαλκανικού χώρου και της ανατολικής Μεσογείου. Με αυτά τα βασικά εργαλεία, προσπαθούμε με την περισσότερη ενάργεια να εμπλέξουμε στη ροή της αφήγησης δύο στοιχεία: την πολεοδομική ανάλυση και τον χωρικό σχολιασμό, μαζί με τις κοινωνικοπολιτικές συνιστώσες της εποχής. Εν ολίγοις, την ώσμωση του εβραϊκού στοιχείου με τη μορφή της πόλης –με κυρίαρχο παράλληλο γεγονός την ύπαρξη του καλπάζοντος ελληνικού εθνικισμού. Επιδιώξαμε την ανάδειξή της και τη σταθερή επιμονή σε αυτά τα στοιχεία που ενσταλάζονται από το ένα πεδίο στο άλλο. Αποβλέπουμε τελικά, σε μια χωρική προσέγγιση χωρίς επικάλυψη της κοινωνικής δυναμικής και των πραγματικών υλικών σχέσεων γύρω σία «Ολοκαύτωμα», λέξη της αρχαίας ελληνικής που σημαίνει «θυσία δια της πυράς». Οι προβληματισμοί γύρω από την ονομασία που δόθηκε για αυτό το ιστορικό γεγονός, δηλαδή τη μαζική, οργανωμένη και πραγματοποιημένη μεθοδικά δολοφονία άμαχου πληθυσμού, έχουν απασχολήσει τους μελετητές και ιστορικούς οι οποίοι δείχνουν ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη γλώσσα της ιστοριογραφίας. Η ναζιστική γενοκτονία υπήρξε ένα ιστορικό γεγονός χωρίς προηγούμενο στον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό και είναι απολύτως κατανοητή η ανάγκη των μελετητών να προσδώσουν μια ειδική ονομασία, ώστε να διαφοροποιηθεί από άλλα ανάλογα ιστορικά γεγονότα. Η εβραϊκή γλώσσα, όπως και η γίντις, διέθεταν λέξεις που να μπορούν να αποδώσουν την καταστροφή και την εξολόθρευση, όρους γνωστούς από τη Βίβλο και τους θρηνητικούς ψαλμούς. ‘Ήδη από το 1940 υιοθετήθηκε η λέξη «Sho’ ah», που σημαίνει στα εβραϊκά «καταστροφή». Ο όρος «Holocaust» -μεταφορά στα αγγλικά του ελληνικού όρου-, παρά τις αντιρρήσεις, έχει σήμερα καθιερωθεί και μάλιστα χρησιμοποιείται κατ’ αναλογία ευρύτερα για μεγάλες καταστροφές και θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας «τόπος», μια «νεκρή μεταφορά». Στην παρούσα εργασία θα χρησιμοποιούμε τον όρο Shoah. [Αμπατζοπούλου 1994: 70]
18
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
από τις οποίες διαφαίνεται μια λειτουργική κεντρικότητα. Σε αυτό το σημείο, κλείνουμε λέγοντας ότι η συγκεκριμένη θεματική, όσο μεγάλωνε το εύρος και το βάθος που καταλάμβανε στο μυαλό μας, αναπόφευκτα οδήγησε και στο άγγιγμα πάρα πολλών άλλων γνωσιακών πεδίων. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν και στο κείμενο αναφορές στην αρχαιολογία, στη σημειολογία, στη φιλοσοφία κ.λπ. Πεδία που προφανώς χρήζουν περαιτέρω μελέτης και ειδικής ενασχόλησης.
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ
21
IΙ. Έ θνος - Κ ράτ ος Βασικό μεθοδολογικό εργαλείο για την κατανόηση του θεωρητικού συγκείμενου
Η Θεσσαλονίκη στην αυγή του 20ου αιώνα συμπυκνώνει ακριβώς τη μετάβαση από βαλκάνια πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μητρόπολη του ελληνικού κράτους. Κατά την εκπνοή του 19ου αιώνα πολλά κράτη είχαν σταθεροποιηθεί και συνυπήρχαν με μεγάλες αυτοκρατορίες που κυριαρχούσαν στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Το έθνος-κράτος κέρδιζε σταθερά έδαφος υιoθετώντας αποτελεσματικούς πολιτικούς θεσμούς έναντι των παρωχημένων δομών των αυτοκρατοριών. Συγκεκριμένα, το ελληνικό έθνος-κράτος, καθώς προσαρτούσε τις βόρειες πολυπολιτισμικές επαρχίες του, βρισκόταν αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που έπρεπε βίαια να εξελληνίσει για να εξασφαλίσει την επικυριαρχία του. Εμείς, παρακολουθούμε τον υλικό αντίκτυπο της εθνικής ομογενοποίησης σε όλα τα επίπεδα (κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό, οικονομικό) στο πολυεθνικό σώμα της Θεσσαλονίκης. Πιστεύουμε, πλάι στον Hobsbawm, ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την ιστορία της ανθρωπότητας τους τελευταίους δύο αιώνες, χωρίς να κατανοήσουμε την έννοια έθνος.3 Όσο λοιπόν μας επιτρέπουν τα όρια αυτής της εργασίας και του συγκεκριμένου επιστημονικού μας πεδίου, θα αναδείξουμε σε γενικές γραμμές τη χρησιμότητα ενασχόλησης με την έννοια του έθνους, καθώς αυτή συνδέεται απόλυτα με την υλικότητα των πόλεων, τη διαχείριση της συλλογικής μνήμης -ή και λήθης- και την αντίληψη για τον χρόνο. Η βιβλιογραφία γύρω από την έννοια του έθνους-κράτους και του εθνικισμού αποτελεί πλέον ευρύ πεδίο επιστημονικής μελέτης με πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. O λόγος γύρω από αυτά τα αμφιλεγόμενα ζητήματα, απαντά σε μια πραγματική κοινωνική ανάγκη κατανόησης ενός φαινομένου το οποίο θεωρού3. Hobsbawm 1994: 11
22
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
ταν, λανθασμένα, «παρελθόν», καθώς μετά από τις σκοτεινές στιγμές της Ιστορίας, φαινομενικά, οι αρνητικές του συνέπειες είχαν σε μεγάλο βαθμό διευθετηθεί στα μάτια των Ευρωπαίων.4 Η συγκυρία, λοιπόν, απαιτεί και θα καθιστά επίκαιρη την κατανόηση της κοινωνικής λογικής του έθνους σαν οργανωτικής δομής, αλλά και των μηχανισμών που συνδέονται μαζί του. Ψηλαφίζοντας την έννοια του έθνους, σε πρώτο επίπεδο προκύπτει η ανάγκη να επισημάνουμε τη νεωτερικότητα του φαινομένου. Τέκνο του Διαφωτισμού και της εκκοσμικευμένης σκέψης, η ιδέα του εθνικού κράτους αποτελεί νεωτερική κατασκευή, αλλά στηρίζεται στην ιδέα μιας προαιώνιας ύπαρξης του έθνους -ιδέα ρομαντικών καταβολών και μεταφυσικών προεκτάσεων.5 Εάν είναι γενικά παραδεκτό ότι τα εθνικά κράτη αποτελούν φαινόμενο «νέο» και «ιστορικό», τα έθνη στα οποία τα εθνικά κράτη δίνουν πολιτική υπόσταση μοιάζουν να προβάλλουν από ένα πανάρχαιο παρελθόν, και, ακόμα πιο σημαντικό, να κινούνται προς ένα απεριόριστο μέλλον.6 Η ιδέα ενός κοινωνικού οργανισμού που κινείται με βάση το ημερολόγιο μέσα σ’ έναν «ομοιογενή, κενό χρόνο»,7 βρίσκει το ακριβές ανάλογό της στην ιδέα του έθνους, το οποίο συλλαμβάνεται σαν μια συμπαγής κοινότητα που κινείται σταθερά μέσα στην Ιστορία, προς τα πίσω (ή προς τα εμπρός).8 Η έννοια του έθνους συγχρονίζεται με την έννοια του εθνικισμού· δηλαδή το έθνος δεν προϋπάρχει λογικά, ούτε ιστορικά, του εθνικισμού όπως συνήθως πιστεύεται.9 Ο εθνικισμός δηλαδή παράγει την οντότητα που δίνει νόημα και υπόσταση στο έθνος.10 Σε αντίθεση µε ό,τι παρουσιάζεται από τον εθνικισμό ως ανέκαθεν παρόν στον χώρο και τον χρόνο, το «έθνος» μπορεί να αναγνωριστεί μόνον a posteriori11 και αποτελεί μια ιστορική κατασκευή που συγκροτείται και νομιμοποιείται από την εθνικιστική ιδεολογία. Πολλοί ιστορικοί έχουν μελετήσει τις ρίζες του φαινομένου σε μια προσπάθεια κατανόησής του. Εμείς θα απαγκιστρωθούμε από το ερώτημα περί της καταγωγής και φύσης των πολιτικών και πολιτισμικών ριζών του εθνικισμού, καθώς πρώτα θα έπρεπε να εξετάσουμε τις ιστορικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατή την επινόηση του έθνους και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες σχεδιάστηκε, προσαρμόστηκε και μετασχηματίστηκε. Η γέννηση του έθνους δεν ακολουθεί μια αυστηρή χρονολογική σειρά. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, ημερολογιακά τοποθετημένη, παρά για μια αλληλουχία συγκυ4. Αναφερόμαστε στις μεταπολεμικές συνθήκες για τη δημιουργία του Οργανισμού Ενωμένων Εθνών. [Χαμηλάκης 2012: 11] 5. Πλάντζος Δημήτρης 2011: 28 6. Anderson 1997: 3 7. ό.π.: 48 8. ό.π.: 49 9. Gellner 1992: 106 10. Χαμηλάκης 2012: 14 11. Hobsbawm 1994: 22
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ
23
ριακών σχέσεων που διαπλέκεται με θεσμούς άνισης παλαιότητας και νεωτερικές πολιτικές δομές.12 Η σύλληψή του φαίνεται να ακολουθεί τις απαρχές του καπιταλιστικού κόσμου, αναδύεται τον 18 ο και 19ο αιώνα, και τον 20ο πια αποτελεί αναγκαίο γεγονός. Η φαντασία διαχέεται στην υλική πραγματικότητα, το τυχαίο γίνεται πεπρωμένο και αποκρυσταλλώνεται σε ένα δυναμικό, εξελίξιμο μόρφωμα, με γερά θεμέλια και σαφείς πολιτικές επιδιώξεις. Σε αυτό το σημείο είναι εύλογο το ερώτημα τι είναι ένα έθνος, στο οποίο οι ιστορικοί παραδέχονται την αδυναμία προσδιορισμού αντικειμενικών κριτηρίων ταξινόμησης μιας ανθρώπινης συλλογικότητας χωρίς να προκύπτουν εξαιρέσεις. O Benedict Anderson δίνει έναν ικανοποιητικό ορισμό για το έθνος: «αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυριαρχική».13 To γεγονός ότι απολαμβάνει βαθιάς κοινωνικής αποδοχής και νομιμοποίησης προκύπτει από τη βίαιη ομογενοποίηση και πειθάρχηση των πληθυσμών στη βάση μιας ενοποιημένης κυρίαρχης κοινότητας, που προσδιορίζεται αποκλείοντας το «Άλλο» και παράλληλα αγνοεί τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς εντός της. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ένα έθνος σαν στοιχεία ταυτότητας μπορεί να έχει πιο ρομαντικές καταβολές: γλώσσα, θρησκεία, έδαφος, φύλο, ή πιο εκκοσμικευμένες: δικαιώματα, νόμοι, πολιτική συνείδηση, κουλτούρα, μνήμη. Μια λογική συνειρμική πορεία, θα αναδείκνυε την αδυνατότητα να αποτελέσουν, ακόμα και όλα τα σύμβολα αυτά μαζί, ικανό και λογικό κριτήριο συγκρότησης. Εν τέλει, ο εθνικισμός ως ιδεολογία και φαντασίωση ορίζει και τεκμηριώνει την ύπαρξη του έθνους. Όντας αρκετά περίπλοκο και ρευστό φαινόμενο, μάλλον θα μιλούσαμε για εθνικισμούς που παράγουν τα αντίστοιχα εθνικά αφηγήματα και εμφανίζονται με διαφορετικά περιεχόμενα σε διαφορετικά χωροχρονικά καθεστώτα. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια κοινά αξιακά χαρακτηριστικά που απαντώνται στους διαφορετικούς εθνικισμούς και παρ’ όλη την ποικιλομορφία τους οδηγούν σε μια συνθετική ανάλυση του φαινομένου. Οι κοινοί παρονομαστές αποδομούν το επιχείρημα των εθνικιστών για ιδιαιτερότητα και sui generis μοναδικότητας του κάθε έθνους.
12. «Η δημιουργία αυτών των κατασκευασμάτων προς το τέλος του 18ου αι. ήταν το αυθόρμητο απόσταγμα μιας σύνθετης ”συνάρτησης” διαφορετικών ιστορικών δυνάμεων. Αλλά και ότι, αφότου δημιουργήθηκαν, έγιναν ”μοντέλα” ικανά να μετεμφυτευτούν, με ποικίλους βαθμούς αυτοσυνείδησης, σε μια μεγάλη ποικιλία κοινωνικών εδαφών, να συγχωνεύσουν και να συγχωνευτούν με μια αντίστοιχα μεγάλη ποικιλία πολιτικών και κοινωνικών μορφωμάτων.» [Anderson 1997: 24] 13. ό.π.: 26
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ: ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ
25
Α. Μηχανισμοί Εσ τίαση σ τους θεσμούς που συμβάλ λουν σ την αποκρυσ τάλλωση του έθ νους-κράτους σ τον χώρο
Π
αρότι φαινόμενο ρευστό, νεωτερικό, φαντασιακό και κατασκευασμένο, η υλική έκφραση του έθνους-κράτους αποτελεί τεκμήριο του βάθους και της ισχύος της ιδεολογίας. Φαίνεται ότι η εθνικιστική ιδεολογία αποτελεί μια από τις πλέον πιο ολοκληρωμένες απόπειρες για κοινωνική συνοχή και ανταποκρίνεται στα εκσυγχρονιστικά οράματα υπέρβασης της κλυδωνιζόμενης παραδοσιακής κοινωνικής άρθρωσης. Στο σημείο αυτό, καθώς θα ήταν αδύνατο να αναφερθούμε σε όλους τους μηχανισμούς που «φυσικοποιούν» την ιδιότητά μας να ανήκουμε σε κάποιο έθνος, θα εστιάσουμε στους θεσμούς που συμβάλλουν σε αυτόν τον σκοπό με έναν πιο υπόρρητο και υπαινικτικό τρόπο διότι εμπεριέχουν και αλληλεπιδρούν με τη διάσταση του «χώρου». Τέτοιοι θεσμοί είναι η αρχαιολογία που αποτελεί μια εκσυγχρονισμένη μέθοδο επεξεργασίας του υλικού παρελθόντος, η πολιτισμική κληρονομιά όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα και –φυσικά- η πολεοδομία. Αρχαιολογία
Το παρελθόν, ως συσσώρευση γεγονότων φορτισμένα με την έννοια της προόδου, κατασκευάζεται και μάλιστα κατασκευάζεται στο παρόν μέσα από μια ιδιαίτερη και επιπλέον μεταλλασσόμενη νοητική πρακτική: την Ιστορία, η οποία αποτελεί την πρωταρχική προστασία και διατήρηση όλων σχεδόν των φάσεων της εξέλιξης που διαλύθηκαν προσφέροντας το υλικό τους στις κατοπινές.14 Η ιστορία και η αρχαιολογία λειτούργησαν ως πρακτικές παγίωσης ιστορικής συνείδησης και αναζήτησης της ταυτότητάς μας. Η συστηματική και εν μέρει τελετουργική συ14. Τουρνικιώτης 2006: 26
26
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[1] Η αψίδα του Γαλερίου απόλυτα ενταγμένη στον οθωμανικό καθημερινό αστικό ιστό. πηγή: http://parallaximag.gr/
[2] Η Αγία Σοφία πρίν «καθαριστεί» από τις οθωμανικές προσθήκες. πηγή: © Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Μ.Ε.
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ: ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ
27
γκέντρωση των κάθε λογής τεκμηρίων για εκείνα που υπήρξαν στο παρελθόν και συνεχίζουν να υπάρχουν στο παρόν, και η μεθοδική διερεύνηση των εξελικτικών τους σχέσεων, μας παρέχει «εκείνο που είμαστε στο φως εκείνου που δεν είμαστε πια»,15 ή ίσως, εκείνο που θελήσαμε να είμαστε στο σκοτάδι αυτού που απορρίψαμε. Η νεωτερική αρχαιολογία ως διαχωρισμένος κλάδος, ως επιστημονικός μηχανισμός, είναι προϊόν του 19ου αιώνα και των μεσαίων τάξεων. Από μερικές απόψεις, η αρχαιολογία αναπτύχθηκε σαν ένας από τους πολλούς «παράπλευρους πολιτισμικούς θεσμούς», μέσα στα ευρύτερα καθεστώτα αναπαράστασης, αλήθειας και εξουσίας.16 Φυσικά, δεν θα μπορούσε να ιδωθεί έξω από το πλαίσιο ανάδυσης των εθνών-κρατών και σε πολλές περιπτώσεις, λειτούργησε ως αυτόνομος, υποστηρικτικός κλάδος της εθνικής ιδεολογίας, υλοποιώντας το εθνικό φαντασιακό. Καθώς η εθνική ιδεολογία δημιουργούσε την εθνική αρχαιολογική μαρτυρία, οι αρχαιότητες γίνονταν αντιληπτές πλέον με διαφορετικό τρόπο και άρα έχρηζαν διαφορετικής αντιμετώπισης. Τα υλικά ίχνη του παρελθόντος που μέχρι πρότινος απολάμβαναν μια ισότιμη θέση στην κατοίκηση, έπρεπε να υποστούν μια ιδιότυπη συνθήκη θανάτου: οι αρχαιότητες είτε ιεροποιούνταν ως οπτικά εμβλήματα σε νέα εθνικά ιδρύματα και περιφράσσονταν σε οργανωμένες αρχαιολογικές θέσεις, είτε απαλείφονταν ολοκληρωτικά αν δεν συμβάδιζαν με τις επιταγές του έθνους.17 Αυτό, διότι τα υλικά αυτά εμβλήματα δεν αφορούν μόνο στο παρελθόν αλλά και στο άμεσο παρόν και στο μέλλον, ώστε η απόδειξη της βαθιάς στο χρόνο αρχαιότητας του έθνους, μέσω της διάσωσης, διατήρησης και ανάδειξης των συμβόλων του, να δοθεί στις μελλοντικές γενιές. Η επιλεκτική συντήρηση και απομόνωση από τον δημόσιο χώρο, προστατεύει τα ιερά λείψανα από τις πιθανές φθορές των ανθρώπινων πρακτικών, δημιουργώντας μια αίσθηση εύθραυστου και ευάλωτου - ιδεών που είχαν αναπτυχθεί κατά τον 18 ο αιώνα. Πριν όμως από τη γαλλική επανάσταση οι αρχαιότητες σηματοδοτούσαν την ανθεκτικότητα και επιβίωναν απολύτως ενταγμένες στον ιστό της καθημερινής ζωής.18 Τελικά, η ανάπτυξη της νεωτερικής αρχαιολογίας ως οργανωμένου κλάδου έρχεται σε αντιπαράθεση με μια απλή συνομιλία με το υλικό παρελθόν. Η αρχαιολογική σκέψη και πρακτική δημιούργησαν το δικό τους αντικείμενο του πόθου -την αρχαιολογική μαρτυρία, φτιαγμένη από τα υλικά ίχνη και θραύσματα του παρελθόντος.19 Έτσι και στο παράδειγμά μας, η αρχαιολογική μελέτη, ανασκαφή και ανάδειξη τον χώρων εθνικού ενδιαφέροντος δημιούργησαν μια διαφορετική διαλεκτική σχέση με το υπάρχον της «παλιάς» πόλης, με την πραγματική Θεσσαλονίκη να κρύβεται στο υπέδαφός της ή να βρίσκεται παραμελημένη ανάμεσα 15. ό.π.: 30 16. Χαμηλάκης 2015: 61 17. ό.π.: 62 18. ό.π.: 66 19. ό.π.: 78
28
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
στην κατοίκιση. Όπως θα δούμε στη συνέχεια πολλοί παράγοντες διαμόρφωσαν τη σημερινή πόλη, αλλά η αρχαιολογική πρακτική δημιούργησε τα «μνημεία» της πολιτισμικής κληρονομιάς της, τα οποία φέρουν συμβολισμούς, διαμορφώνουν κινήσεις και ροές, αποτελούν σημεία αναφοράς και συμβάλλουν ενεργά στην κατανόησή της. Τα «μνημεία» αυτά αποτέλεσαν πεδίο κατασκευής μιας νέας υλικής πραγματικότητας μέσα από μια περίπλοκη διαδικασία που περιελάμβανε διάφορες στρατηγικές όπως περιχαράκωση, κατεδάφιση, ανοικοδόμηση, ονοματοδότηση και επίδειξη. Τα πολυχρονικά υλικά ίχνη των θέσεων και των κτιρίων, δηλαδή χώρων που είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί, αναδιαμορφωθεί και τροποποιηθεί από διάφορους ανθρώπους και πολιτισμούς μετά την αρχαιότητα, κατά μεγάλο μέρος τους εξαλείφθηκαν. Πολιτισμική κ ληρονομιά «Όποιοι μέχρι σήμερα αναδείχθηκαν νικητές βαδίζουν στη θριαμβευτική πομπή μαζί με τους σημερινούς κυρίαρχους πάνω από τους υποταγμένους. Τα λάφυρa συνοδεύουν, όπως συνέβαινε πάντοτε, τη θριαμβευτική πομπή. Ονομάζονται όλα αυτά πολιτιστική κληρονομιά και στο πρόσωπο του ιστορικού υλιστή θα συναντήσουν έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή. Γιατί, χωρίς εξαίρεση, οτιδήποτε εξετάζει από αυτά έχει μια καταγωγή που δε μπορεί να τη σκεφτεί δίχως φρίκη.» Walter Benjamin, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, VII 20 Τα παραπάνω, λοιπόν, υλικά και άυλα τεκμήρια του έθνους τέθηκαν υπό την αιγίδα της πολιτισμικής κληρονομιάς, μιας έννοιας που έχει από καιρό χάσει την πρωταρχική της σημασία και εγγράφεται πλέον σε ένα ευρύ φάσμα ερμηνειών και περιεχομένων. Χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο των υλικών καταλοίπων που έχουν επιβιώσει στο παρόν αλλά σε αυτά μπορούν να προστεθούν όλες οι άυλες όψεις του παρελθόντος. Έτσι, έχουν αναδειχθεί ως άξια συμπερίληψης στην έννοια της κληρονομίας όχι μόνο τα αξιοθαύμαστα τεχνουργήματα άλλων εποχών αλλά και ο παραδοσιακός τρόπος ζωής, η κουλτούρα, η γλώσσα και τα ιδιώματά της, η λαϊκή τέχνη, ακόμα και τοποθεσίες που δε μαρτυρούν κάποια ιδιαιτερότητα αλλά συνδέονται με παρελθοντικά γεγονότα ή εθνικές προσωπικότητες. Με ένα τρόπο οποιαδήποτε σύγχρονη συνθήκη αποδίδεται στο ή επηρεάζεται από το παρελθόν μπορεί να θεωρηθεί προϊόν της «κληρονομιάς», όπως η ίδια η καθημερινότητα, η συλλογική μνήμη, οι συνήθειες, η στάση και η συμπεριφορά των κοινών ανθρώπων.21 Η έννοια διευρύνεται και συμπεριλαμβάνει όλη την πολιτιστική και καλλιτεχνική δραστηριότητα, παρελθοντική αλλά και σύγχρονη, ενσωματώνοντας 20. Benjamin 1988: 256 21. Tunbridge, Ashworth 1996: 1
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ: ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ
29
σχεδόν κάθε όψη της εθνικής ζωής που συμβάλλει στην κοινωνική λειτουργικότητα και την επιθυμητή εθνική εικόνα και εν τέλει ταυτίζεται με την ευρέως ορισμένη «εθνική κληρονομιά». Οι οικονομικές διαστάσεις του φαινομένου δίνουν στην πολιτισμική κληρονομιά εμπορευματική χροιά· την καθιστούν, δηλαδή, βιομηχανία. Οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες και ο τουρισμός είναι από τις πιο προφανείς όψεις αυτής της μετάβασης που δείχνουν σαφώς ότι ένα αξιοποιήσιμο εμπορικά παρελθόν πρέπει να εγγραφεί σε ένα πολιτισμικά διακριτό εμπορεύσιμο παρόν.22 Η μετατροπή της κληρονομιάς σε προϊόν εγείρει πολλές πολιτικές και ιδεολογικές ανησυχίες, καθώς το πρωτογενές υλικό της -ένα κράμα από παρελθοντικά γεγονότα, προσωπικότητες, μυθολογίες, τόποι, λαϊκές μνήμες, υλικά σπαράγματα- ερμηνεύεται με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να καταστεί αφομοιώσιμο και καταναλώσιμο. Ο τεράστιος και σχετικά πρόσφατος πληθωρισμός των εννοιών που αντικατοπτρίζονται στην έννοια της κληρονομιάς και το αξιοθαύμαστο κοινωνικό και κρατικό ενδιαφέρον που απολαμβάνει, πέραν του οικονομικού προσανατολισμού εγείρει και την ανησυχία ότι η αξιοποίηση ενός φανταστικού παρελθόντος -με βάση ένα επιθυμητό παρόν- και των παραπάνω ιστορικών πηγών τα καθιστά αντικείμενο καταστροφής, διαστρέβλωσης, καθαρμού ή και εξάλειψης.23 Γεγονός που επιβεβαιώνει ότι το παρελθόν στην ιστορία όπως και το παρελθόν στην κληρονομιά γίνεται αντιληπτό και χρησιμοποιείται με τους ίδιους τρόπους, καθώς και στα δύο ενέχεται η υποκειμενικότητα, η επιλεκτικότητα, η σαφής διάσταση του χρόνου αλλά και μια υπόρρητη σχέση με το χώρο και τις υλικές του εκφάνσεις. Σε αυτό το σημείο, θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε στα σημεία τομής της «κληρονομιάς» με τον υλικό χώρο και τη σημειολογία του. Η πόλη, όπως κάθε κατοικημένος χώρος, πέραν της λειτουργίας τους ως συλλογή σημείων που φέρουν συμβολισμούς, λειτουργούν όπως η γλώσσα, έτσι η γραμματική, το συντακτικό και το λεξιλόγιό της πρέπει να προσδιοριστούν τουλάχιστον όσον αφορά στις χρήσεις του παρελθόντος. Ο χώρος επικοινωνεί και μεταβιβάζει μηνύματα μέσω κωδίκων,24 όμως ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τους κώδικες -οι οποίοι δεν είναι σταθεροί και οικουμενικοί- οι ποικίλοι χρήστες του εξαρτάται από μια σειρά κριτηρίων που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την πόλη της Βαβυλωνίας και τις ζωντανές, χαμηλόφωνες, ακατανόητες ή νεκρές γλώσσες της. Ο αποτελεσματικός ρόλος της κληρονομιάς είναι να θέσει την ποικιλία, ποικιλομορφία και τον πλούτο των τοπικών διαλόγων σε μια ελεγχόμενη τροχιά αναδεικνύοντας μνημεία, παρελθοντικά αντικείμενα, γεγονότα και προσωπικότητες, ώστε ο τόπος να αποκτήσει τη δική του μοναδική και διακριτή ταυτότητα και να «μιλά» σε ένα προσδιορισμένο σώμα δεκτών με ικανότητα αποκωδικοποίησης των συμβόλων
22. ό.π.: 2 23. ό.π.: 4 24. ό.π.: 15
30
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
αυτών. Ένας τόπος, ανάμεσα σε άλλους, που συμπυκνώνει της επιδιώξεις της πολιτισμικής κληρονομιάς και ενέχει χωροχρονικές διαστάσεις δεν είναι άλλος από τον θεσμό του μουσείου.25 Τα μουσεία λειτουργούν οριοθετημένα και περιφραγμένα ως πυκνωτές πολιτισμού, ως «ετεροτοπίες απεριόριστης συσσώρευσης χρόνου»26 και ως εργαλείο που αποσκοπεί στη διαχείριση της ιστορίας και του παρελθόντος και στην αναμόρφωση της συλλογικής μνήμης. Επενεργούν μέσα και πάνω στο «παρόν», ενώ την ίδια στιγμή μένουν σε απόσταση από αυτό.27 Χωρίς αυτήν την απόσταση και παράλληλα την υπόσχεση για εγγύτητα, όμως, στον χώρο ή στον χρόνο, το παλαιό θα ήταν υπερβολικά οικείο ώστε να γίνει επιθυμητό28 και άρα αξιοποιήσιμο. Η στενότατη σχέση μεταξύ του καπιταλισμού και των θεσμών που διαχειρίζονται το παρελθόν (μουσεία, μνημεία, αρχαιολογικοί χώροι) δημιουργούν μια αίσθηση ότι η «κληρονομιά» βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ δημόσιας χρήσης και συλλογικής ιδιοκτησίας, αλλά η εθνοκεντρική διαχείρισή της, την μετατρέπει σε έναν ακόμη μηχανισμό περίφραξης και σφετερισμού· ένα πολιτιστικό κεφάλαιο προς αξιοποίηση. Σε ένα διευρυμένο επίπεδο η φαινομενικά ελεύθερη κίνηση στην πόλη έχει υποστεί μια επιβεβλημένη πορεία, απόρροια της προσπάθειας οργάνωσης και ταξινόμησης του χώρου, που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τον βιωμένο χρόνο στη σιωπή του μουσείου και στη γεμάτη περιορισμούς περιπλάνηση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ως διαμεσολαβημένη εμπορευματική σχέση. Ο τελευταίος μηχανισμός που μνημονεύουμε στα μεθοδολογικά και αναλυτικά μας εργαλεία είναι η επιστήμη της πολεοδομίας, η οποία ως οργανωμένος θεσμός γεφυρώνει υλικά τα οράματα της νέας επιθυμητής κοινωνικής διάρθρωσης και που χρησιμοποιεί το έθνος-κράτος για να επιβληθεί στον αστικό χώρο. Πέραν των λοιπών επιδιώξεών της, αναλαμβάνει να αποδώσει στους τόπους της εθνικής πολιτισμικής κληρονομιάς συνεκτικότητα και στιβαρότητα μέσω της χωρικής αποτύπωσης του ιδεολογικού τους φορτίου. Την αναλύουμε στη συνέχεια.
25. Η ανάδυση του θεσμού έχει συγκεκριμένη ιστορική γενεαλογία και αντικαθιστά το «cabinet of curiosity» (αίθουσες επίδειξης παράξενων αντικειμένων από τον 17ο αι.), όταν ακριβώς ο αιτιώδης χρόνος αντικαταστάθηκε από τον κανονιστικό χρόνο, με αποτέλεσμα η επίδειξη περίεργων και μοναδικών αντικειμένων που δεν είχαν καμία συνεκτική σχέση μεταξύ τους να αντικατασταθούν από μια ορθολογική κατασκευή που συγκροτεί τον ιστορικό χρόνο και χώρο σύμφωνα με τις αρχές της ταξινόμησης. [Terzogloy 2011: 568] 26. Συλλογικό 2015: 200 27. Χαμηλάκης 2015: 61 28. ό.π.: 68
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ: ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
33
Β. Ασ τικός Εκσυγ χρονισμός Επικέν τρωση στον θεσμό της πολεοδομίας με ειδική αναφορά σ τον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου
Ιστορία πρώτη. Αγγλία - Μάντσεστερ, 1840: «[το] Μάντσεστερ, αριθμεί τουλάχιστον 400.000 κατοίκους, αν όχι περισσότερους. Το Μάντσεστερ στεγάζει, στο κέντρο του, μιαν αρκετά εκτεταμένη εμπορική συνοικία, που το μήκος της φτάνει το ενάμισι χιλιόμετρο και το πλάτος της περίπου το ίδιο, και που αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από λογιστήρια και αποθήκες. Ολόκληρη σχεδόν αυτή η συνοικία είναι ακατοίκητη, και, κατά το διάστημα της νύχτας, είναι έρημη και άδεια. Μόνο οι περίπολοι της αστυνομίας περιφέρονται με τα φανάρια τους στους στενούς και σκοτεινούς δρόμους. Το μέρος αυτό διασχίζεται από μερικές μεγάλες αρτηρίες με μια τεράστια κίνηση, που τα ισόγειά τους τα καταλαμβάνουν πολυτελή καταστήματα· σ’ αυτούς τους δρόμους, βρίσκουμε εδώ κι εκεί, κατοικημένα πατώματα, και βασιλεύει ως αργά τη νύχτα μια αρκετά έντονη κίνηση. Μ’ εξαίρεση την εμπορική αυτή συνοικία, όλη η καθαυτό πόλη του Μάντσεστερ, δεν είναι παρά ένα εργατικό διαμέρισμα που έχει κυκλωμένη την εμπορική συνοικία σα μια ζώνη. Πέρα απ’ αυτή τη ζώνη, κατοικούν η μεσαία αστική τάξη και η ανώτερη αστική τάξη –η μεσαία αστική τάξη σε κανονικούς δρόμους, που γειτονεύουν με την εργατική κατοικία– η ανώτερη αστική τάξη στα περίπτερα με κήπους, είδος επαύλεων, πιο απομακρυσμένες, στον καθαρό υγιεινό αέρα της υπαίθρου, σε λαμπρά και άνετα διαμερίσματα, και που υπηρετούνται κάθε μισή ώρα ή κάθε τέταρτο της ώρας από λεωφορεία που οδηγούν στην πόλη. Και το ωραιότερο είναι ότι αυτοί οι πλούσιοι αριστοκράτες της χρηματιστικής ολιγαρχίας μπορούν, διασχίζοντας όλες τις εργατικές συνοικίες απ’ τον πιο σύντομο δρόμο, να φθάσουν στο γραφείο της επιχείρησής τους στο κέντρο της πόλης
34
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[3] Frans Masereel: The City, 1925. (ξυλογραφία) πηγή: https://www.ica.art/whats-on/frans-masereel-city
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ: ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
35
χωρίς να έχουν παρατηρήσει ότι διασταυρώνονται στα δεξιά τους και τ’ αριστερά τους με την πιο ρυπαρή αθλιότητα.»29 Ιστορία δεύτερη. Γερμανία - Βερολίνο, 1903: «Οι μόνιμες εντυπώσεις, οι εντυπώσεις οι οποίες δεν διαφέρουν παρά ελάχιστα μεταξύ τους, οι εντυπώσεις οι οποίες ακολουθούν κανονική και τακτική πορεία και αντανακλούν κανονικές και τακτικές αντιθέσεις απασχολούν, ας πούμε, λιγότερο τη συνείδηση απ’ όσο η γρήγορη συσσώρευση μεταβαλλόμενων εικόνων, η απότομη ασυνέχεια σε όσα αρπάζει μια ματιά, και η απροσδόκητη εισβολή εντυπώσεων. Αυτές είναι οι ψυχολογικές συνθήκες που δημιουργεί η μεγαλούπολη. Με κάθε διασταύρωση του δρόμου, με τον ρυθμό του οικονομικού, επαγγελματικού και κοινωνικού βίου, η μεγαλούπολη συνιστά μια βαθιά αντίθεση απέναντι στη μικρή πόλη και την αγροτική ζωή όσον αφορά τα αισθητηριακά θεμέλια του ψυχικού βίου.»30 Ιστορία τρίτη. Γερμανία - Βερολίνο, 1925: Η διπλανή εικόνα.31
Ο
ι παραπάνω ιστορίες αναδεικνύουν ιδιαίτερα γλαφυρά τις συνθήκες και τις σχέσεις που ενυπάρχουν σε ευρωπαϊκές πόλεις των μέσων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Ο Engels περιγράφει την πρώιμα βιομηχανοποιημένη περιοχή του Μάντσεστερ και δείχνει την ταξική κατανομή των κατοίκων στην πόλη. Ο Simmel αποδίδει τη μητροπολιτική αίσθηση μέσα από τις ψυχολογικές διαστάσεις της ζωής στη μεγαλούπολη, ενώ ο εξπρεσσιονιστής χαράκτης απεικονίζει την ανθρώπινη εμπειρία στη μεγαλούπολη του Βερολίνου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Επιλέξαμε αυτήν την τριμερή αφήγηση για να δείξουμε εν συντομία την πρώιμη ανάπτυξη που υπέστησαν οι ευρωπαϊκές πόλεις32 και την αντίθεση αυτών με την οθωμανική πολυπολιτισμική και ριζικά διαφορετική πόλη της Θεσσαλονίκης που θα περιγράψουμε παρακάτω. Ταυτόχρονα, παραθέτοντας τις ημερομηνίες, θέλουμε να καταστήσουμε σαφή τη χρονική διαφορά επέκτασης, εκσυγχρονισμού παντός είδους και καπιταλιστικοποίησης αυτών των δύο πόλων, που σχεδόν ομοιάζει με τη χωρική τους απόσταση. Θα συνεχίσουμε παρατηρώντας πως, απ’ την αρχή του χρόνου, οι πόλεις αλ29. Engels 1985: 98-100 30. Simmel 2009: 20-21 31. Masereel 2017 32. Ήδη κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα, η Ευρώπη πραγματευόταν την επιστήμη της πολεοδομίας μέσα από τις απόψεις των κοινωνιολόγων της, τις εγγλέζικες κηπουπόλεις, τις καινοτομίες του Bauhaus και τις ιδέες που έθεσαν τα μεταγενέστερα CIAM. Κοινή αναζήτηση: η συγκρότηση της σύγχρονης πόλης. Εκείνη την εποχή, στην Ελλάδα ελάχιστα είχαν ξεκινήσει αντίστοιχες συζητήσεις με έμφαση σε ζητήματα πολεοδομίας. [Χαστάογλου 1988: 94]
36
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
λάζουν όπως αλλάζουν και όλα αυτά που τις συγκροτούν· η οικονομία, η κοινωνική κίνηση, η τεχνική, οι ανάγκες για υποδομές, για δρόμους, κ.ο.κ. Στα πλαίσια της παρούσης εργασίας δεν μπορούμε να μπούμε στη διαδικασία εξιστόρησης των μεταλλαγών των πόλεων γενικά· μπορούμε μόνο να ψηλαφίσουμε τις εξελίξεις στο πολεοδομικό πεδίο, στο χρονικό εύρος που έχουμε ορίσει –και στην αντίστοιχη χωρική επικράτεια-, και να περιγράψουμε τις επιτελούμενες μεταλλαγές από τον 19ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου, για τις θεματικές που μας ενδιαφέρουν. Επικεντρωμένες δηλαδή, στα εργαλεία με τα οποία η μορφή του έθνους-κράτους, και ειδικά στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, παγιώνεται στο υλικό της παρόν. Βαλκάνια και ανατολική Μεσόγειος Οι πόλεις των Βαλκανίων και γενικά της ανατολικής Μεσογείου βρίσκονται ξαφνικά σε ένα πολύ σοβαρό μεταίχμιο· ανάδυση των εθνών-κρατών και τέλος του οθωμανικού πολυπολιτισμικού μωσαϊκού. «Κατά τη διάρκεια ενός αιώνα (1820-1920), ο σχεδιασμός στα Βαλκάνια ανέπτυξε μια μεγάλη ποικιλία αστικών μοντέλων, όπως τα πρώιμα νεοκλασικά-αποικιακά μοντέλα, ιδέες του τέλους του 19ου αιώνα, όπως και τα εξεζητημένα σχέδια του 20ου. Ο εκσυγχρονισμός θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια της ιστορικής παράδοσης και με καθολική επιθυμία για διαγραφή των ιχνών ενός παρελθόντος που είχε διαρκέσει πέντε αιώνες. Η δημιουργία μιας νέας εθνικής ταυτότητας σήμαινε τον τονισμό όλων των διαχωριστικών στοιχείων μεταξύ των ανθρώπων που είχαν ζήσει ο ένας δίπλα στον άλλο για αιώνες, και την ελαχιστοποίηση των κοινών παραδόσεων και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Σε αυτή τη γραμμή σκέψης, η ιστορική κληρονομιά γενικώς απορρίφθηκε, κάθε τι τοπικό ήταν μια θύμιση της ξένης διοίκησης, της εθνικής και θρησκευτικής καταπίεσης, της κοινωνικής και οικονομικής οπισθοδρόμησης.»33 Ομοίως, για όλες τις σημαντικές (και ακόμα παραδοσιακές) πόλεις της ανατολικής Μεσογείου εκπονήθηκαν πολλά σχεδιαστικά εγχειρήματα στο διάστημα 1900-1940· προσπαθούσαν να εισάγουν μια «νέα αστική αισθητική» η οποία είχε ήδη αφομοιωθεί ως υλοποιημένη εμπειρία στην υπόλοιπη Ευρώπη τα προηγούμενα χρόνια.34 Ο εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός σχεδίων που αποσκοπούσαν στη ριζική αναμόρφωση των πόλεων της ανατολικής Μεσογείου και ευρύτερα της νοτιοανατολικής Ευρώπης, και η εμβέλεια αυτής της επιχείρησης, αντανακλούν την 33. Yerolympos 1993: 253 34. Για περισσότερα βλ. Benevolo 1971 και Colquhoun 1985
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ: ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
37
επιτακτικότητα της κοινωνικο-πολιτικής συγκυρίας της εποχής. Συγκεκριμένα, «η υιοθέτηση των αστικών αισθητικών ιδεών για τον ανασχεδιασμό των παραδοσιακών πόλεων της περιοχής, αποδεικνύεται στις περισσότερες περιπτώσεις συνδεόμενη με τη διαδικασία συγκρότησης των εθνών-κρατών. Επιπλέον, αποκαλύπτει τη σχέση του αστικού σχεδίου με την παγίωση των νέων εθνικών ταυτοτήτων, και καθιερώνει μια σχετική εθνική αστική μορφή».35 Στην ανάλυση των λόγων και των τρόπων για/με τους οποίους επιδιώχθηκε ο ανασχεδιασμός αυτών των πόλεων εντοπίζουμε δύο σκέλη: ένα με καθαρά ιδεολογική χρησιμότητα και ένα που αφορά στην επιστημονική/πρακτική προσέγγιση των εγχειρημάτων. Η πολεοδομία ως εθνοκρατικός μηχανισμός «Αντανάκλαση των αντιθέσεων της κοινωνίας, ή, κατ’ άλλους, ειρήνευση της πάλης των τάξεων στον χώρο της πόλης, η πολεοδομία αναπτύσσεται γύρω στα 1900 ως μια συνιστώσα της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας που θέτει στον εαυτό της μια διπλή αποστολή: να επιταχύνει με κάθε μέσο τις απαραίτητες μεταλλάξεις της οικονομίας, να ελέγξει και να καλύψει με μια συμμετοχική ιδεολογία τις ανεπάρκειες και τις αντιθέσεις αυτής της επιτάχυνσης.»36 Με τη βοήθεια του παραπάνω χωρίου, μπορούμε να πούμε αυθωρεί ότι όλα τα παραπάνω σχέδια μπορούν να κατανοηθούν σαν αντανακλάσεις μιας ευρύτερης στρατηγικής που χρησίμευε για την αναδιοργάνωση και επανατοποθέτηση της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής/πολιτιστικής ζωής. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η πόλη λειτούργησε σαν σημαντικός υποστηρικτής του εκσυγχρονισμού και του καπιταλισμού. Αυτή η συνύφανση των λειτουργιών οδήγησε στην αναγκαιότητα για δίκτυα οικισμών μέσα σε εθνικά σύνορα που απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία για την καινούρια οικονομική και ιδεολογική σύνθεση των νέων εθνών-κρατών, και φυσικά η επανακατασκευή των πόλεων βρέθηκε στο κέντρο των εκσυγχρονιστικών προγραμμάτων τους. Η ιδεολογική ανάγκη για εκσυγχρονισμό, οδήγησε στην προκειμένη περίπτωση στο επιτακτικό σβήσιμο του οθωμανικού παρελθόντος, που για σχεδόν πέντε αιώνες είχε προκαλέσει αγόγγυστα βαθιές χαραγματιές στον αστικό ιστό και στο αστικό τοπίο.37 Κεντρικό ζήτημα λοιπόν, η ανάδυση μια νέας και σύγχρονης, εθνικά ομοιογενούς, αστικής κοινωνίας. Η νέα αυτή κοινωνία όφειλε να «εκπολιτίσει» την πόλη, με τα πολιτισμικά στοιχεία που θα αύξαιναν και την κυριότητά της. Αυτή η κυριότητα, είχε ήδη κατασκευαστεί και καταχωρηθεί στο συλλογικό ασυνείδητο μέσα
35. Hastaoglou 2011: 154 36. Γερόλυμπου 1995: 57 37. Yerolympos 1993: 235
38
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[4] Το εμπραρικό σχέδιο για τη Θεσσαλονίκη, 1918. πηγή: wikipedia.org
[5] Επανασχεδιασμός της Izmir μετά την πυρκαγιά. Στο φόντο η παλιά πολεοδομική διάρθρωση. πηγή: Bugatti 2013: 510 / City Archive of Izmir, APIKAN
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ: ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
39
από τη συνεχόμενη ιστορία του αντίστοιχου έθνους, και αυτή ακριβώς η ιστορία έπρεπε να είναι έκδηλη στο αστικό τοπίο. Η σύνδεση της ιστορίας του έθνους με την ιστορία της πόλης οδηγεί απευθείας στην επιλεκτική διατήρηση μνημείων, σε σύμπλευση με τους εκσυγχρονιστικούς οραματισμούς. Ακόμα πιο ειδικά, ένα εξιδανικευμένο βάρος του «παλιού» πάνω στο καινούριο, λαχταρούσε τη νέα αστική μορφή, σβήνοντας ταυτόχρονα το ανεπιθύμητο «σκοτεινό» παρελθόν της πόλης.38 Επομένως έχουμε, μέσα από τα νέα σχεδιαστικά εγχειρήματα, τη συνύπαρξη των χωρικών ιστορικών αναφορών με τις νέες χωρικές μορφές που θα εισήγαγαν την πόλη σε μια νέα χάραξη της ιστορίας της.39 Διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε άρθρο της καθηγήτριας του Α.Π.Θ. και ερευνήτριας Βίλμας Χαστάογλου: «Στο κέντρο της διαδικασίας εκσυγχρονισμού βρίσκεται η σχέση ανάμεσα στο νέο και το παλιό, το παρελθόν και το μέλλον: ένθερμοι υποστηρικτές του εκσυγχρονισμού, πολιτικές και αρχιτεκτονικές ελίτ έβλεπαν την “κληρονομημένη” πόλη σαν ένα αδρανές και περιφρονητέο υπόβαθρο ενάντια σε αυτό που οραματίζονταν για το μέλλον για την επιθυμητή αναδυόμενη αστική μορφή. Η γοητεία που προέκυπτε από την υποσχόμενη και φαντασιακή πόλη δικαιολογεί τη μαζική κατασκευή του παρόντος (και του παρελθόντος) σαν ένα αποτέλεσμα της εφαρμογής του σχεδίου. Για να δανειστούμε έναν όρο από την οικονομική θεωρία, είναι μια “δημιουργική καταστροφή” της ιστορικής συνέχειας, που συνάδει με την επιθυμητή πόλη του μέλλοντος, με ορθολογικό σύστημα, λειτουργική οργάνωση και αισθητική αρμονία, με την οποία το παρελθόν (ή η ιστορία) συμμετέχει με έναν μετριασμένο και κατευθυνόμενο τρόπο.»40 Η αναγκαιότητα για την υλοποίηση αυτής της καινούριας και εθνικά συναφούς αστικής μορφής, επιβεβαιώνεται συγκεκριμένα από το ελληνικό κράτος με τον ανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης, αλλά και από το επίσης νεοσύστατο τουρκικό με το σχεδιασμό της Ankara και της Izmir, όλα τους ζητήματα ύψιστης εθνικής σημασίας.41 Ίσως τα δύο πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Θεσσαλονίκη και η Izmir, οι οποίες κάηκαν και προσέφεραν το έδαφός τους ως tabula rasa, έτοιμες για ριζική και επιλεκτική αναμόρφωση. Το ελληνικό και το τουρκικό κράτος αντίστοιχα, για να προσδώσουν τα δικά τους εθνικά χαρακτηριστικά, έπρεπε 38. Hastaoglou 2011: 156 39. Για την περιοχή των Βαλκανίων, χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ljubljana στη Σλοβενία: πρώην επαρχιακή πόλη που γίνεται η πολιτισμική πρωτεύουσα της Σλοβενίας. Εργαλεία η «μνημειοποίηση» και η «δεξιοτεχνία» για μια «πρωτότυπη σύνθεση κλασικών και καλλιτεχνικών στοιχείων». Στόχος: «η αίσθηση μιας αστικής/τοπικής υπερηφάνειας και η αίσθηση του ”ανοίκειν” στους κατοίκους». Σβήσιμο του αυστρο-ουγγρικού παρελθόντος της. [ό.π.: 156] 40. ό.π.: 178 41. ό.π.: 177
40
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
επειγόντως να απo-οθωμανικοποιήσουν τις αστικές περιοχές, και να ορίσουν μια νέα αστική ταυτότητα ιδίως στις κεντρικές περιοχές. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η εθνική ομογενοποίηση του χώρου δεν ήταν εύκολη και δεν υποστηριζόταν απ’ όλον τον πληθυσμό·42 αντιθέτως, λόγω της παγιωμένης πολυεθνικότητας επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρχαν ακόμα μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά/συνήθειες/επιθυμίες κ.λπ. Η επίτευξη της ομογενοποίησης και η εξαφάνιση της αντίθεσης έμελλε να φανεί στο μέλλον. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, στην επικράτεια της Ελλάδας ο σχεδιασμός των πόλεων είχε δύο σκοπούς: πρώτον, να εφευρεθεί η φαντασιακή χαμένη σύνδεση με το παρελθόν –άρα και με τον δυτικό πολιτισμό-, και δεύτερον, να δοθεί έμφαση στη συνέχεια με τις πιο εκτιμητέες περιόδους που «έχτισαν» τον ελληνικό πολιτισμό –την κλασική αρχαιότητα και το Βυζάντιο. Αυτή η απόλυτη επιμονή στο παρελθόν, μεταλλάχθηκε λίγο όταν μεταλλάχθηκε και η πολεοδομική πρακτική κατά τον 20ο αιώνα, όπου η κρατική παρέμβαση θέλησε να εισαγάγει σύγχρονες διαδικασίες σχεδιασμού. Τα ισχυρά επιχειρήματα περί «προόδου» και η αναγκαιότητα για βιομηχανική ανάπτυξη, αντικατέστησαν -σε ένα μικρό βαθμό- τις αναφορές στο παρελθόν. Ειδικά με την προσάρτηση των «Νέων Χωρών», δηλαδή (του σημερινού ελληνικού κομματιού) της Μακεδονίας και της Θράκης, βλέπουμε δύο τέτοιες «σύγχρονες» επεμβάσεις: στην πόλη των Σερρών (1914-18) και στη Θεσσαλονίκη (μετά το 1917).43 Με τον συγκερασμό παρελθόντος-νέων διαδικασιών σχεδιασμού και με την επιμονή στις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού,44 στην πόλη της Θεσσαλονίκης επιτεύχθηκε η ρήξη στην ιστορική συνέχεια –ρήξη με το οθωμανικό παρελθόν-, και η αναμόρφωση της πόλης με εκσυγχρονισμένα μέσα.45 Τα αποτελέσματα αυτής της επέμβασης είναι σήμερα αναγνωρίσιμα και συνιστούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης. Αποικιοκρατική εμπειρία και εκσυγ χρονισμός Στην προσπάθεια αποφυγής του πρόσφατου «ντροπιαστικού» παρελθόντος και σύμπλευσης με τις δυτικές δυνάμεις, η αστική ανάπτυξη αναδύθηκε σαν αυτούσιος στόχος.46 Η δημιουργία της νέας αστικής ταυτότητας έπρεπε να επιτευχθεί σε πρακτικό επίπεδο· χρησιμοποίησε, λοιπόν, την ευρωπαϊκή εμπειρία πολεοδο42. Bugatti 2013: 499 43. Yerolympos 1993: 242 44. Bugatti 2013: 499 45. Hastaoglou 2011: 156 46. Κάτι ακόμα, ουσιαστικό, που οφείλουμε να αναφέρουμε: η πολεοδομία, σαν θεσμός, λειτούργησε επιδιώκοντας το ευάερο και το ευήλιο, την καθαριότητα και όλες τις απαραίτητες συνθήκες υγιεινής κ.λπ. που έλειπαν μέχρι τότε από τις πόλεις. Και οι ίδιοι οι πολίτες πλέον είχαν αρχίσει να απαιτούν νέες κρατικές «προνοιακές» δομές, επομένως αυξήθηκε και η εμβέλεια της κρατικής παρέμβασης σε κάθε επίπεδο: το κράτος ως υπεύθυνος εγγυητής της βιωσιμότητας της πόλης και των πολιτών της. Στις «Νέες Χώρες» της Ελλάδας, διαπιστώθηκε η
IΙ. ΕΘΝΟΣ - ΚΡΑΤΟΣ: ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
41
μικού σχεδιασμού, μαζί με την ιδέα που είχε δομηθεί περί «εκσυγχρονισμού»·47 ο τελευταίος, ιδωμένος σαν κοινωνικός τελεστής της «προόδου». Στον ίδιο χρόνο, πρέπει να αναφέρουμε ότι η ίδια η πολεοδομία δεν είχε αναπτυχθεί σαν κρατικό μέσο παρέμβασης στην Ελλάδα, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη είχε ήδη αποκτήσει συγκεκριμένα οικονομικά, τεχνικά και νομικά χαρακτηριστικά.48 Η κατανόηση λοιπόν γύρω από τις επικρατούσες σχεδιαστικές κουλτούρες που αναπτύχθηκαν τότε σε «μη-δυτικά» περιβάλλοντα, έχει να κάνει με την άμεση σύνδεσή τους με Ευρωπαίους αρχιτέκτονες που έδρασαν σε όλη αυτήν την περιοχή. Αναφέρουμε ενδεικτικά, πως «οι ξένοι πολεοδόμοι και σχεδιαστές έφταναν συχνά σε μια ανοίκεια πόλη με μια σειρά από προαποφασισμένες σχεδιαστικές ιδέες και με μικρή επίγνωση των μη-δυτικών πόλεων. Οι πόλεις της περιφέρειας διατηρούσαν το παλιό τους σχέδιο με τα ίχνη του παρελθόντος. Ο κοσμοπολιτισμός και η πολυεθνική δομή, σαν ξένα πολιτισμικά στοιχεία, και η οικονομική καθυστέρηση, θεωρούνταν γενικά γνώρισμα των επαρχιώτικων αστικών μορφών, που ήταν παράταιρα σε σχέση με την αναζήτηση για μια μοντέρνα εθνική ταυτότητα.»49 Για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης, μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα ο Ernest Hébrard, καθώς ήταν ο άνθρωπος που άφησε τη σφραγίδα του στο σχέδιο που προέκυψε για τον ανασχεδιασμό της. Ο Ernest Hébrard (1875-1933) ήταν απόφοιτος της École des Beaux Arts των Παρισίων, και ανήκε σε έναν ευρύτερο κύκλο νεαρών αρχιτεκτόνων που πίστευε ακράδαντα στις αρχές της παγκόσμιας πολεοδομίας. Διάφοροι από αυτούς, το λεγόμενο «le cinq» group με τους E. Hébrard, L. Jaussely, J. Hulot, P. Bigot και H. Prost, κέρδισαν το σημαντικό Grand Prix de Rome. Όλων τα σχέδια ήταν για ξένες πόλεις, ειδικά σε αποικίες, και τόνιζαν την «υπεροχή της γαλλικής κουλτούρας».50 Αυτή η αίσθηση «υπεροχής» είχε να κάνει με τη βαθιά παράδοση της γαλλικής αποικιοκρατικής εμπειρίας που προωθούσε τον «εκπολιτισμό» των ντόπιων πληθυσμών. «Ο σχεδιασμός, πιστός στην προστασία των γηγενών πολιτισμών, δεν έγινε για λόγους ισότητας, καθώς στόχευε ακριβώς στο αντίθετο: την επίδειξη στους γηγενείς πληθυσμούς, και στους ίδιους τους Γάλλους, της υπεροχής της Γαλλίας.»51 Τα εργαλεία, λοιπόν: αποικιοκρατική εμπειρία και συνδυασμός του αναδυόμενου μοντερνισμού με τον αρμονικό τρισδιάστατο σχεδιασμό του αστικού χώρου, ακολουθώντας παράλληλα την κλασικιστική παράδοση της École des Beaux Arts ακαταλληλότητα περί υγιεινής των ανομοιογενών (εθνικά και πολιτισμικά) πόλεων. [Χαστάογλου 1988: 96] 47. Yerolympos 1993: 253 48. Με τον σχεδιασμό της Θεσσαλονίκης και των Σερρών δοκιμάστηκε σε μεγάλη έκταση ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους μέσω σχεδιαστικών εργαλείων, αλλά δεν παρήχθησαν τελικά πιο σταθερές πολιτικές αστικής ανάπτυξης. Αφέθηκε μόνο μια παρακαταθήκη, κατά βάση νομική, η οποία θα αναφερθεί επί του συγκεκριμένου αργότερα στο κείμενο. 49. Hastaoglou 2011: 156 50. ό.π.: 163 51. Lagopoulos 2005: 65
42
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
(με τον τονισμό της μορφής του αστικού ιστού, τα γεωμετρικά σχέδια, την προσοχή στις «επίσημες» όψεις της πόλης,52 χώροι πρασίνου και δημόσιοι χώροι). Ταυτόχρονα, η άμεση εμπειρία από τις παρεμβάσεις του βαρόνου Haussmann στο Παρίσι την περίοδο 1853-1870, μια συνειδητή κρατική πρόθεση για «χωρική διευθέτηση των κοινωνικών σχέσεων».53 Σαν τελευταίο εργαλείο-παρακαταθήκη, το γεγονός ότι γενικά στη Γαλλία είχε ήδη τοποθετηθεί το επιστημονικό ενδιαφέρον γύρω από τις «νέες τεχνολογικές κατακτήσεις σε συμφωνία με τις παραγωγικές ”ανάγκες”, και συνδυάζει μια στέρεα γνώση των εργαλείων παρέμβασης (αυτοκίνητο, λειτουργικές και ιεραρχικές κλίμακες στην οργάνωση του χώρου και γνώσεις στο επίπεδο του θεσμικού πλαισίου), με τις προτάσεις μιας μορφολογίας που έλκει από τις κλασικές παραδόσεις της Σχολής Καλών Τεχνών».54 Εν ολίγοις, οι καλύτερες συστάσεις. Τελικά, έχουμε επιβολή της νέας αστικής αισθητικής που είναι και προσβάσιμη στις αστικές μάζες και έμμεσα –λόγω της ικανότητας του αστικού τοπίου να ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις, «η αστική τέχνη σαν ένα ισχυρό εργαλείο της δημόσιας αρχής να ρυθμίζει τους πολίτες της».55 Η πολεοδομία αναδεικνύεται σαν εργαλείο δημόσιου ελέγχου. Ο Hébrard, που σχεδίασε τη Θεσσαλονίκη, και ο Prost που ανέλαβε την πόλη της Izmir, μελλοντικά έχτισαν στο Μαρόκο και στην Ινδοκίνα.56,57
52. Yerolympos 1993: 253 53. Γερόλυμπου 1995: 53 54. ό.π.: 53 55. Hastaoglou 2011: 154 56. Amygdalou 2014: 8 57. «Οι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες είχαν τις δική τους γνώμη και για τη δυτική πολεοδομία και για την Οθωμανική πόλη, και δεν συνέπιπτε απαραίτητα με τις απόψεις που είχαν οι ντόπιοι αρχιτέκτονες (είτε είχαν εκπαιδευτεί στη Δύση είτε όχι) και οι τοπικές αρχές. Η εξέταση του παρελθόντος του Hébrard (και του Prost για τη Σμύρνη) και η αυτενέργεια στην εκπόνηση του σχεδίου αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα των πολυμερών προβολών ταυτότητας και πολιτισμικών ροών που έλαβαν χώρα σαν κομμάτι μοντερνοποίησης και εθνικοποίησης του αστικού χώρου, και βοήθησαν στην υπέρβαση των συμβατικών διπολικοτήτων της ”Ανατολής” και της “Δύσης”». [ό.π.: 2] Αναρωτιόμαστε, ποιά τα όρια της αυτενέργειάς τους στον σχηματισμό ταυτότητας των νέων πόλεων;
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN
IΙI. Yerushal ayim D e B alk an Μελέτη περίπτωσης: η ιστορία της Θεσσαλονίκης πριν και μετά τον εξελ ληνισμό της
«Η Κλαρίσα, η ένδοξη πόλη, έχει μια βασανισμένη ιστορία. Παρήκμασε και ξανάνθισε πολλές φορές, κρατώντας πάντα την πρώτη Κλαρίσα ως απαράμιλλο πρότυπο λάμψης, σε σύγκριση με το οποίο η παρούσα κατάσταση της πόλης δεν παύει να προκαλεί νέους αναστεναγμούς κάθε που γυρίζουν τ’ άστρα. Στους αιώνες της υποβάθμισης, η πόλη, ερημωμένη από τους λοιμούς, χαμηλωμένη από την κατάρρευση ζευκτών και αετωμάτων και τις κατολισθήσεις του εδάφους, σκουριασμένη και μπουκωμένη από αμέλεια ή επειδή οι υπεύθυνοι για τη συντήρηση πήγαν διακοπές, άρχισε να ξαναγεμίζει αργά από τις ορδές όσων επιβίωσαν, ορδές που αναδύθηκαν μέσα από υπόγεια και τρύπες και όπως τα ποντίκια έκαναν σαν μανιακοί για να ψαχουλέψουν και να ροκανίσουν και να συλλέξουν και να αποθηκεύσουν, σαν πουλιά που χτίζουν τη φωλιά τους. Έπεφταν πάνω σε οτιδήποτε μπορούσε να αφαιρεθεί από κάπου και να τοποθετηθεί σε ένα άλλο μέρος για να χρησιμεύσει σε κάτι άλλο: οι κουρτίνες από μπροκάρ κατέληγαν να γίνουν σεντόνια· στις μαρμάρινες τεφροδόχους υδρίες φύτευαν βασιλικό· τα κάγκελα που αφαιρούνταν από τα παράθυρα του κάθε γυναικωνίτη χρησίμευαν για το ψήσιμο γατίσιου κρέατος πάνω σε φωτιές από ωραία, σκαλισμένα ξύλα. Στημένη από τα παράταιρα κομμάτια μιας άχρηστης πλέον Κλαρίσας, άρχισε να παίρνει μορφή η Κλαρίσα της επιβίωσης, μια πόλη γεμάτη τρώγλες και φτωχοκάλυβα, μολυσμένους οχετούς, κλουβιά για κουνέλια. Κι όμως, από την παλιά λάμψη της Κλαρίσας δεν είχε χαθεί σχεδόν τίποτα, όλα ήταν εκεί, τοποθετημένα απλώς με διαφορετική τάξη, προσαρμοσμένη όπως και πριν στις ανάγκες των κατοίκων. Τις εποχές της ένδειας ακολουθούσαν εποχές πιο χαρούμενες: μια Κλαρί-
45
46
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
σα μεγαλοπρεπής πεταλούδα έβγαινε από το κουκούλι μιας Κλαρίσας άθλιας χρυσαλλίδας· η νέα αφθονία έκανε την πόλη να ξεχειλίζει από καινούρια υλικά κτίρια αντικείμενα· νέοι πληθυσμοί συνέρρεαν από άλλα μέρη· τίποτα και κανείς δεν είχε πλέον σχέση με την Κλαρίσα ή τις προηγούμενες Κλαρίσες· και όσο περισσότερο αντιλαμβανόταν πως απομακρυνόταν από αυτή, πως την κατέστρεφε το ίδιο γρήγορα με τα ποντίκια και τη μούχλα: παρά την περηφάνεια που ένιωθε για τη νέα χλιδή, στο βάθος της καρδιάς της ένιωθε ξένη, ασυνεπής, σφετερίστρια. Να λοιπόν που όσα υπολείμματα της πρώτης λάμψης είχαν σωθεί προσαρμοσμένα σε πιο σκοτεινές ανάγκες, τώρα γίνονταν αντικείμενα νέων μετακινήσεων: τα φύλαγαν σε γυάλινες βιτρίνες, τα έκλειναν σε προθήκες, τα απόθεταν πάνω σε βελουδένια μαξιλάρια, και όχι πλέον επειδή μπορούσαν να φανούν ακόμα χρήσιμα αλλά γιατί μέσω αυτών ήθελαν να ανασυνθέσουν μια πόλη για την οποία κανείς πια δεν ήξερε τίποτα. Η Κλαρίσα γνώρισε και άλλες παρακμές, και άλλες ακμές. Οι πληθυσμοί και τα ήθη άλλαξαν πολλές φορές· παραμένουν το όνομα, η τοποθεσία και όσα αντικείμενα καταστρέφονται πιο δύσκολα. Κάθε νέα Κλαρίσα, συμπαγής σαν ένα ζωντανό σώμα με τις μυρωδιές και την ανάσα του, επιδεικνύει σαν να ήταν κόσμημα ό,τι απομένει από τις αρχαίες αποσπασματικές και νεκρές Κλαρίσες. Κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς τα κορινθιακά κιονόκρανα βρίσκονταν στην κορυφή των κιόνων τους: το μόνο που κάποιοι θυμούνται είναι ότι ένα από αυτά, για πολλά χρόνια, στήριζε σε ένα κοτέτσι το καλάθι μέσα στο οποίο οι κότες έκαναν τα αυγά τους, και ότι από το κοτέτσι πέρασε κατευθείαν στο Μουσείο των Κιονοκράνων, στη σειρά τα άλλα δείγματα της συλλογής. Η σειρά διαδοχής των εποχών είχε χαθεί· το ότι είχε υπάρξει μια πρώτη Κλαρίσα αυτό αποτελεί μια ευρύτατα διαδεδομένη πεποίθηση αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να το αποδεικνύουν· τα κιονόκρανα θα μπορούσαν να υπήρχαν πρώτα στα κοτέτσια και μετά στους ναούς, οι μαρμάρινες υδρίες να φυτεύονταν πρώτα με βασιλικό και μετά να γέμιζαν με οστά των νεκρών. Το μόνο που ξέρουμε σίγουρα είναι το εξής: ένας συγκεκριμένος αριθμός αντικειμένων μετατοπίζεται σε έναν συγκεκριμένο χώρο που άλλοτε κατακλύζεται από μια ποσότητα νέων αντικειμένων και άλλο αυτοαναλίσκεται χωρίς τελειωμό· ο κανόνας είναι να τα ανακατεύει κανείς κάθε φορά και να προσπαθεί να τα ξανατοποθετήσει το ένα δίπλα στο άλλο. Ίσως απλώς η Κλαρίσα να υπήρξε πάντα ο τόπος στον οποίο συνήθιζαν να μετακινούν παράταιρες, άχρηστες παλιατσαρίες.»58 Italo Calvino, Οι Αόρατες Πόλεις
58. Calvino 2009: 134-136
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
49
Α. Πριν την ε λ ληνοποίηση Η ο θ ω μ α ν ι κ ή π ό λ η τ ο υ 19 ο υ α ι ώ ν α : κοινωνικοπολιτικές συνισ τώσες και χωρική διάρθρωση
Η
ιστορική μας αναδρομή ξεκινά το ταξίδι της από την πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα Βαλκάνια ως εν είδει κομμάτι που ενίσχυε την πλουραλιστική σύνθεσή της, γλωσσικά, εθνοτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά. Για να κατανοήσουμε τις αντιθέσεις, δεν μπορούμε παρά να αναμοχλεύσουμε τις βασικές διαστάσεις των δημογραφικών και πολιτισμικών συνθηκών που επικρατούσαν στις βαλκανικές πόλεις πριν και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αυτή η μεθοριακή ζώνη της Ευρώπης βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία για σχεδόν πέντε αιώνες μέχρι τις εσωτερικές αναταραχές που την ανέτρεψαν. Η μουσουλμανική φιλοσοφία της συνύπαρξης με τους μονοθεϊστές «λαούς της Βίβλου» και ο έμμεσος χαρακτήρας της οθωμανικής νομοθετικής εξουσίας, έδωσαν αίσθημα ασφάλειας και άφησαν περιθώρια αυτονομίας των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων που ζούσαν εντός της. Παρόλο που η αυτοκρατορία κυβερνούσε υπό καθεστώς απόλυτης μοναρχίας και οι απαρχαιωμένες δομές της βασίζονταν σε δικαστικές διαφοροποιήσεις των υπηκόων με βάση το θρήσκευμά τους, οι κοινότητες διοικούνταν στη βάση της κοινοτικής οργάνωσης.59 Από τον πασά και τον καδή -που και οι δυο είχαν επίσης ευρύτερη περιφερειακή αρμοδιότητα-, με βοηθούς τους αρχηγούς των συντεχνιών, τους επικεφαλής των συνοικιών και τους ηγέτες των κοινοτήτων.60 Από τις πρώτες μουσουλμανικές κατακτήσεις υιοθετήθηκε και κωδικοποιήθηκε μια στάση υπέρ της συνέχειας της αστικής ζωής και διατήρησης της κοινωνικής δομής της υπάρχουσας πόλης/χωριού μέσω καθορισμένων υποχρεώσεων (το χαράτσι –haraç- και το cizye), ώστε να τονίζεται η διάκριση μεταξύ 59. Yerolympos 1993: 235 60. Mazower 2006: 292
50
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[6] Η Οθ. Αυτοκρατορία το 1900 (λευκό χρώμα). Με το βαθύτερο γκρι το βιλαέτι της Θεσ/κης. πηγή: https://el.wikipedia.org/
[7] Χάρτης του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης περιοχής. πηγή: http://users.auth.gr/users/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
51
πιστού/άπιστου -müslim/kâfir.61 Άρα, «η κοινοτική οργάνωση των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, των millet,62 των Rumi (Ελλήνων), των Ermeni (Αρμενίων) και των Yahudi (Εβραίων) στα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας, επηρεάστηκε σημαντικά από το οθωμανικό φορολογικό σύστημα, που επικύρωνε την ιδιαίτερη εθνικοθρησκευτική τους οντότητα και τους παρείχε το δικαίωμα της διοικητικής και δικαστικής αυτονομίας».63 Την εποχή όπου αναδύονταν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη και υποβάλλονταν σε σημαντικές αλλαγές σχετικά με τη συνταγματική διοίκηση, τα πολιτικά δικαιώματα και την κοινωνική και οικονομική αναδιάρθρωση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συντηρούσε ουσιαστικά μεσαιωνικούς θεσμούς.64 Είχε, όμως, βαθιά επίγνωση για την αποτελεσματικότητα με την οποία η «Δύση» κατοχύρωνε την κίνησή της στην Ιστορία. Εξάλλου, ήταν η εποχή «όπου ο χαρακτηρισμός της ”Δύσης” σαν μοντέλο –σαν πηγή λύσεων για την ενδυνάμωση του κράτους και τη διαχείριση των νέων κοινωνικών και πολιτικών προκλήσεων- και σαν μια περιβάλλουσα ταυτότητα»,65 κατοχυρωνόταν και αποκτούσε ισχύ. Στα πλαίσια, λοιπόν, αναδιοργάνωσης της καταρρέουσας Αυτοκρατορίας σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας και σχέσεων με τους υπηκόους της, o σουλτάνος Abdulmedjin υπέγραψε το 1839 τα Tanzimat,66 μια σειρά μεταρρυθμίσεων κατά τα δυτικά πρότυπα, οι οποίες βασίστηκαν πάνω σε μια διπλή λογική: την παραχώρηση ίσων δικαιωμάτων σε όλους τους πολίτες (δικαιώματα ιδιοκτησίας, εκπαίδευσης, κυβερνητικών διορισμών και απονομής της δικαιοσύνης)67 και τον διαχωρισμό της κοσμικής από τη θρησκευτική εξουσία,68 καθώς και το οικονομικό «άνοιγμα» της Αυτοκρατορίας προς το δυτικό κεφάλαιο. Η ουσιαστική επίδραση των Μεταρρυθμίσεων θα αναλυθεί παρακάτω και θα μεταφραστεί χωρικά, συγκεκριμένα στο παράδειγμά μας. Αφού πρώτα, κινούμενες από το γενικό στο ειδικό, θα δούμε την ιδιαίτερη συνθήκη της εβραϊκής παρουσίας στην Αυτοκρατορία και δη στη Θεσσαλονίκη, καθώς και την ιστορία της χωρικής ανάπτυξής της, ως το «κείμενο» της ιστορικής της συνέχειας· ορίζοντας δηλαδή, το άμεσο ιστορικό πλαίσιο για τα γεγονότα που ακολουθούν.
61. Todorov 1986: 46 62. Millet: οθωμανικός όρος που καθορίζει μια εθνική ή θρησκευτική ομάδα, ελληνική, εβραϊκή ή αρμενική, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 63. Μόλχο 2014α: 53 64. Yerolympos 1993: 235 65. Amygdalou 2014: 2 66. Η λέξη Tanzimat στην οθωμανική διάλεκτο σημαίνει αναδιοργάνωση, αλλά ερμηνεύτηκε και ως εκσυγχρονισμός. Τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 1839-1876. «Ήταν παρ’ όλα αυτά αποσπασματικές απαντήσεις στις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές των καιρών και δεν κατέκτησαν την κλίμακα, το βάθος και το συμβολικό νόημα των εκσυγχρονιστικών πλάνων που σημάδεψαν τη μετα-αυτοκρατορική ιστορία της πόλης.» [ό.π.: 2] 67. Naar 2018: 21 68. Μόλχο 2014α: 53
52
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[8] Γηροκομείο Saul Modiano. Ένα από τα πολλά ιδρύματα της Εβραϊκής Κοινότητας. πηγή: © Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Μ.Ε.
[9] Νοσοκομείο Χιρς, νυν Ιπποκράτειο. Σχεδιάστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Πιέρο Αριγκόνι και εγκαινιάστηκε το 1908. Η Κλάρα ντε Χιρς, σύζυγος του Βαρόνου Χιρς, διέθεσε 200.000 χρυσά φράγκα για την ανέγερση Νοσοκομείου που θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της κοινότητας. πηγή: © Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Μ.Ε.
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
53
Εβραϊκή ηγεμονία Η κατανόηση της Θεσσαλονίκης, λοιπόν, συνιστά την κατανόηση του εβραϊσμού της, η ιστορία του οποίου συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την οθωμανική ιστορία της πόλης.69 Οι Εβραίοι βρίσκονταν από το 1290 υπό καθεστώς διωγμού στο μεγαλύτερο τμήμα της δυτικής Ευρώπης, με αποτέλεσμα στα μέσα του 16ου αιώνα το κέντρο βάρους του εβραϊκού κόσμου να έχει μετατοπιστεί οριστικά προς τ’ ανατολικά ασφαλή εδάφη της ταχέως εξαπλούμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.70 Η παρουσία και δράση των Εβραίων της Αυτοκρατορίας, πριν την άφιξη των Σεφαραδιτών, διαμόρφωσε τους όρους κοινωνικής συνύπαρξης των μεταγενέστερων με την υπόλοιπη οθωμανική κοινωνία.71 Παρόλο που προέρχονταν από διαφορετικά υπόβαθρα, μετανάστευαν από διαφορετικές χώρες και μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, οι ομάδες αυτές είχαν διαμορφώσει μια εμπειρία ενδοεβραϊκής αφομοιωσιμότητας.72 «Στις 31 Μαρτίου 1492 οι βασιλείς της Ισπανίας Φερδινάνδος και Ισαβέλλα εκδίδουν την περίφημη διαταγή με την οποία οι Εβραίοι της χώρας τους υποχρεώνονται να την εγκαταλείψουν μέσα σε τρεις μήνες».73 Στην ουσία, πάλι επρόκειτο για μια αλυσίδα μεταναστεύσεων, αρχικά από την Ισπανία, μετά από την Πορτογαλία, την Ιταλία και τέλος από τη Ναβάρα, προς τη βόρεια Αμερική, τη βόρεια Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ανατολία, και τις βορειοδυτικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· οι ποικίλες αυτές ομάδες ορίζονται συλλογικά ως Σεφαραδίτες.74,75 Στην ατέρμονη πάλη μεταξύ Ισλάμ και Καθολικισμού, οι οθωμανικές αρχές εκμεταλλευόμενες τα αντιεβραϊκά μέτρα του εχθρού τους, καλωσόριζαν τα διαδοχικά κύματα Εβραίων προσφύγων που έφταναν στο κύριο αυτό λιμάνι της αυτοκρατορίας.76 Το 1518 η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε στο αστικό κέντρο της Βαλκανικής χερσονήσου με τη μεγαλύτερη αναλογία εβραϊκού πληθυσμού, σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με
69. Fleming 2009: 86 70. ό.π.: 25 71. Ευθυμίου 1994: 10 72. Τα παλαιότερα στοιχεία εβραϊκής παρουσίας είναι οι Ρωμανιώτες (ελληνόφωνη εβραϊκή κοινότητα). Κατά τον 13ο αιώνα καταφθάνουν στα βυζαντινά και οθωμανικά εδάφη πολλοί ιταλόφωνοι Εβραίοι και Ασκενάζι -που μιλούσαν γερμανικά, ουγγρικά, γαλλικά, πολωνικά, κ.λπ.- εκδιωγμένοι από τη Ρωμαιοκαθολική Δύση. Τότε περίπου ξεκινούν οι πρώτες μεταναστεύσεις των Σεφαραδιτών. [Bowman 1986: 45] 73. Δημητριάδης 1983: 155 74. Fleming 2009: 73 75. «Σεφαράντ: άγνωστος βιβλικός τόπος, που αργότερα ”ταυτίστηκε” με την Ισπανία, αλλά και η λέξη που στην εβραϊκή σημαίνει Ισπανία. Οι Θεσσαλονικείς ανέπτυξαν μια βαθιά σχέση με τον διωγμό τους αλλά και με τον τόπο εξορίας τους –την πόλη της Θεσσαλονίκης. Πραγματικά, με τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Θεσσαλονίκη θα αντικαθιστούσε την Ιβηρική ως την πολυπόθητη πατρίδα.» [ό.π.: 86-87] 76. Mazower 2006: 73-74
54
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[10] Ο χάρτης εστιάζει σε εβραϊκές συνοικίες του ιστορικού κέντρου. Στο κάτω μέρος διακρίνεται η παραλιακή και η θάλασσα. Οι συναγωγές συμβολίζονται με το αστέρι του Δαβίδ. Αποτυπώνεται χωρικά η πολλαπλότητα και η διακριτικότητά τους. πηγή: Δημητριάδης 1983: 167
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
55
τις υπόλοιπες θρησκευτικές ομάδες77 -για το λόγο αυτό άλλωστε ονομάστηκε και Yerushalayim de Balkan, πράγμα που μεταξύ άλλων έκανε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης να την οραματίζονται εκ νέου σαν μια εξαιρετική «επίγεια Ιερουσαλήμ» (Yerushalayim shel mata), χωρίς όμως να αποποιούνται την πίστη τους στην «επουράνια Ιερουσαλήμ» (Yerushalayim shel mala).78 Η εβραϊκή παρουσία τελικά, κατάφερε να συνδράμει στην πραγματική ρήξη με το Βυζάντιο και δη στην αποδυνάμωση της βυζαντινής ιστορίας της πόλης, καθώς ο αριθμός των Χριστιανών είχε μειωθεί πολύ -τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό επί του συνόλου.79 Έτσι, η Θεσσαλονίκη έγινε η παγκόσμια πρωτεύουσα της λαντινόφωνης ραβινικής φιλολογικής κουλτούρας. Η Λαντίνο (ισπανοεβραϊκή γλώσσα) ήταν η κύρια γλώσσα της παιδείας και λογοτεχνίας, των επιχειρήσεων, της επιστήμης και της ιατρικής, αλλά και η καθημερινή γλώσσα στους μόλους, στα ψαροκάικα, στην αγορά και στα εργαστήρια.80 Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης σφυρηλάτησαν μια ενιαία σεφαραδιτική ταυτότητα από ένα ανομοιογενές πλήθος Εβραίων προσφύγων, με έκδηλα τα στοιχεία της εξορίας, που μορφοποιήθηκε από την ανάμνηση της Σεφαράντ αλλά και από τον διωγμό τους απ’ αυτήν. Η σεφαραδιτική παρουσία είχε επιτύχει την αφομοίωση όλων των μικρότερων εβραϊκών πολιτιστικών ομάδων: της ελληνικής, της γαλλικής, της ιταλικής, της γερμανικής και της αραβικής. Στη σχετική ομογενοποίηση συνέδραμε η σημαντικότατη θεολογική σχολή Talmud Tora, κοινή για όλες τις κοινότητες. Καθώς η κοινή ανώτατη εκπαίδευση επέβαλε τη γλωσσική, τουλάχιστον, αλλά και ως ένα βαθμό την εθιμοτυπική ομοιομορφία, οι αποσχιστικές τάσεις των διαφορετικών πολιτιστικών ομάδων μειώθηκαν, τάσεις οι οποίες διατηρήθηκαν επί μακρόν στις άλλες σημαντικές κοινότητες.81 Η κοινωνική και πολιτική ηγεμονία της εβραϊκής κοινότητας, διαφαίνεται (όχι μόνο) στην πληθυσμιακή αναλογία,82 που όντας διπλάσια σε μέγεθος από τις άλλες κοινότητες επιβαλλόταν στη φυσιογνωμία της πόλης. Επίσης, αναγνωριζόταν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής καθώς τα άτομα που τη συνιστούσαν συμμετείχαν σε όλους τους οικονομικούς κλάδους και αντιπροσωπεύονταν σε όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις.83 Υλικά, ο καθοριστικός κοινωνικός ρόλος της εκφραζόταν μέσω των πολυάριθμων ευαγών ιδρυμάτων κοινής ωφέλειας που είχε ιδρύσει η Κοινότητα
77. Ευθυμίου 1994: 11 78. Naar 2018: 9 79. Mazower 2006: 75 80. ό.π.: 78 81. Μόλχο 2014α: 54 82. «Η μοναδικότητα της εβραϊκής φυσιογνωμίας στη Θεσσαλονίκη επιβεβαιώνεται αν τη συγκρίνουμε με τις κοινότητες άλλων ελληνικών πόλεων, καμία από τις οποίες δεν είχε περισσότερους από 5.000 Εβραίους, καθώς και με άλλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως την Κωνσταντινούπολη ή τη Σμύρνη, όπου δεν αντιπροσώπευαν παρά το 5% έως το 10% του πληθυσμού.» [ό.π.: 51-52] 83. ό.π.: 18
56
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[11] Χάρτης της Θεσσαλονίκης του 1882-1883, πριν τις εκσυγχρονιστικές επεμβάσεις. Ορατός ο ιστός της πόλης. Δεν διακρίνονται τα νεκροταφεία που βρίσκονται προς τα ανατολικά (παρατίθενται σε επόμενο χάρτη μεταγενέστερης περιόδου). Δημοσιεύθηκε το 1981 από τον Eyice και το 1983 από τις Σαμουηλίδου Α., Στεφανίδου Αιμ.: Η Θεσσαλονίκη κατά την Τουρκοκρατία. Τα μνημεία. Αρχαιολογία, τχ. 7. πηγή: https://commons.wikimedia.org/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
57
για να εξυπηρετήσει γενικά τους Θεσσαλονικείς, ανεξαρτήτως θρησκεύματος.84 Στον ιστό της πόλης, ωστόσο, τα σύμβολα της εβραϊκής λατρείας -οι συναγωγέςδεν έφεραν κανένα φορτίο μνημειακότητας, είχαν επιμελώς καλυφθεί πίσω από απλές οικοδομές, χωρίς κανένα εξωτερικό στολίδι και δεν ξεχώρισαν όπως τα υπόλοιπα θρησκευτικά κτίρια. Αυτή η αποφυγή κάθε επίδειξης και η ανάγκη για διακριτικότητα είναι απόρροια των αλλεπάλληλων διωγμών που υπέστησαν για αιώνες από τις χριστιανικές χώρες της Ευρώπης.85 Η πόλη κατά τον 19 ο αιώνα Αφού ορίσαμε την ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης ως πόλης με έντονο το εβραϊκό στοιχείο, θα εξετάσουμε τη φυσική μορφή της στην οποία εγγράφεται η προσωπική της ιστορία. Όντας κύρια μητρόπολη των νοτίων Βαλκανίων μοιράζεται τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών οθωμανικών πόλεων της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά παράλληλα πρωτοστατεί λόγω της μεγάλης οικονομικής, γεωστρατηγικής και πολιτικής της σημασίας.86 Ο βορειοελλαδικός χώρος εμφανίζεται χωροταξικά ως μια προέκταση του κεντροευρωπαϊκού, ως ενδιάμεσος σταθμός των δρόμων προς την εγγύς Ανατολή και η Θεσσαλονίκη ως μια από τις κυρίαρχες διεξόδους της Βαλκανικής προς τη θάλασσα.87 Η Θεσσαλονίκη κατοικείται σχεδόν 2.000 χρόνια. Ιδρύθηκε το 316 π.Χ. και σχεδιάστηκε κατά το Ιπποδάμειο σύστημα των μακεδονικών πόλεων της ελληνιστικής εποχής, το οποίο ακολουθήθηκε και μετά το 168 π.Χ., όταν πέρασε υπό ρωμαϊκή κυριαρχία. Η υιοθέτηση του χριστιανισμού εισήγαγε έναν νέο κοινωνικο-θρησκευτικό τρόπο οργάνωσης της πόλης σε μικρές αστικές ενότητες, ενορίες, που αναπτύσσονταν γύρω από έναν πυρήνα: την εκκλησία. Η νέα πολυπήρηνη και εσωστρεφής αστική οργάνωση επέδρασε στη γεωμετρική διάταξη της πόλης, διαρρηγνύοντας τη συμμετρία της. Η σταδιακή μεταλλαγή επιταχύνθηκε με την προοδευτική «οριενταλοποίηση» της Θεσσαλονίκης, ειδικά όταν έγινε κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1430. Τα ίχνη του αρχικού γεωμετρικού πλέγματος των δρόμων εντοπίζονται στον ιστό της πόλης, δύο εκ των οποίων, προσανατολισμού ΒΔ-ΝΑ, αντιστοιχίζονται με τη σημερινή Εγνατία οδό και την οδό Αγίου Δημητρίου,88 ίχνη που έχουν διατηρηθεί και από τις εξελίξεις των πιο πρόσφατων αιώνων. Με το τέλος του 17ου αιώνα όπου ο πληθυσμός της είχε ανακάμψει αισθητά 84. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: Νοσοκομείο Χιρς-νυν Ιπποκράτειο (1908), άσυλο φρενοβλαβών (1908), ορφανοτροφείο “Charles Allatini” (1908), Koupa Yetoumat: ταμείο των ορφανών κοριτσιών (1923). [ό.π.: 93-108] 85. Δημητριάδης 1983: 367 86. Μόλχο 2014α: 79-81 87. Καλογήρου 1988: 84 88. Lagopoulos 2005: 62-63
58
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
εβραϊκές συνοικίες χριστιανικές συνοικίες μουσουλμανικές συνοικίες εμπορικός τομέας όριο πυρικαύστου ζώνης
[12] Χάρτης της καμένης περιοχής με ταυτόχρονο εντοπισμό των εβραϊκών γειτονιών. Αποδίδει σε μεγάλο βαθμό την εθνικοθρησκευτική κατανομή στον χώρο της πόλης επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1890. Ο συγκεκριμένος χάρτης επεξεργάστηκε από τη Βίλμα Χαστάογλου, καθηγήτρια της Ιστορίας της Αρχιτεκτονική στο Α.Π.Θ και συμπεριλαμβάνεται στη μελέτη της με τίτλο «Για την κατάσταση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917: Ανέκδοτο υπόμνημα και άλλα στοιχεία από το αρχείο του Ε. Μοργκεντάου (ΗΠΑ)», Σύγχρονα Θέματα, 52, 1994, σελ. 33-34.
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
59
λόγω της έλευσης τον Εβραίων προσφύγων, η χωρική κατανομή των κατοίκων με βάση το θρήσκευμά τους σταθεροποιήθηκε89 και οι εβδομήντα συνοικίες που άνθισαν τους δύο επόμενους αιώνες, συνέχισαν να ομαδοποιούνται κατά εθνικο-θρησκευτική μειονότητα και γύρω απ’ το θρησκευτικό τους κτίσμα. Οι κύριες εθνότητες συγκροτούσαν τις εβραϊκές, τούρκικες και χριστιανικές συνοικίες τους, οι οποίες αναπτύσσονταν ως ενότητες-νησίδες σε σχετική αυτονομία η μια από την άλλη, αλλά χωρίς σαφή όρια, αδιαχώριστες θραυσματικές δομές μιας συμπαγούς ολότητας. Όλες χαρακτηρίζονταν από εσωστρέφεια λόγω των περίκλειστων διατάξεων των κτιρίων τους, γύρω από τη συναγωγή, το τζαμί ή την εκκλησία αντίστοιχα, το κυρίαρχο δηλαδή θρησκευτικό κτίσμα ανά περιοχή, και ενσωμάτωναν εργαστήρια, αποθήκες, καταστήματα, κ.λπ.90 Οι δραστηριότητες δεν διαχωρίζονταν μεταξύ τους με αποτέλεσμα να συνυπάρχουν και να επικαλύπτονται η κατοικία με τις υπόλοιπες παραγωγικές και πολιτισμικές συναλλαγές. Η χωροταξία των συνοικιών ακολούθησε τη διάταξη των μεσαιωνικών χρόνων και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα είχε ως εξής: όλες οι εβραϊκές γειτονιές –ανάμεσά τους και δύο χριστιανικές καθώς και δύο μουσουλμανικές- εκτείνονταν ως το βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, καταλαμβάνοντας ολόκληρο το κέντρο, την προκυμαία και το λιμάνι,91 οι μουσουλμανικές απλώνονταν στις πλαγιές της Άνω Πόλης, και οι ελληνικές παραμερίστηκαν στα όρια της πόλης κοντά στον Άγιο Μηνά στα δυτικά, και στην περιοχή των λειψάνων του παλιού Ιπποδρόμου.92 Η μη οργανωμένη θεσμική παρέμβαση και οι ιδιοκτησιακοί νόμοι παρήγαγαν αλλεπάλληλα τα προϋπάρχοντα μοτίβα χωρικής διάρθρωσης με αποτέλεσμα η πόλη να παρουσιάζεται κατακερματισμένη, χωρίς να αντιμετωπίζεται σαν ολότητα. Δεν υπήρχε καμία προφανής κοινωνική ανάγκη οργάνωσης ελεύθερων χώρων για δημόσιες εκδηλώσεις (π.χ. μεγάλες πλατείες) όπως και δημόσιων ή ημιδημόσιων κτιρίων. Στο κέντρο της πόλης αναπτυσσόταν η κοινωνική ζωή, χωρίς να ταυτίζεται με ειδική, αποκλειστική δραστηριότητα και πρακτική· η κατοικία και οι εμπορικές δραστηριότητες ήταν στοιχεία του. Η ακανόνιστη γεωμετρία των οικοπέδων δημιουργούσε ακανόνιστες και λαβυρινθώδεις συνοικίες με δαιδαλώδη δρομάκια.93 Η απουσία σχεδίου οργάνωσης των δρόμων και οριοθέτησης των ιδιοκτησιών, σχημάτιζε μια ατέρμονη ποικιλία στη σχέση κτιρίων-δρόμων/κτισμένου-άκτιστου, στη σύνδεση εσωτερικών-εξωτερικών, δίκτυο διαδρόμων-περασμάτων, δημόσιων και ιδιωτικών. Ο δρόμος αποτελούσε φυσική και νοητή συνέ-
89. ό.π.: 65 90. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 453 91. Μόλχο 2014α: 109-110 92. Mazower 2006: 84 93. Ο αστικός ιστός ουσιαστικά παραμένει ο ίδιος μέχρι την εποχή που τα νέα αναδυόμενα κοινωνικά στρώματα θα ταράξουν την ισορροπία που συνάρθρωνε το μωσαϊκό των φυλετικών ενοτήτων-συνοικιών και θα αμφισβητήσουν τη συνεκτικότητα της συγκεκριμένης σύνθεσής του.
60
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
εβραϊκά νεκροταφεία μουσουλμανικά χριστιανικά (Ευαγγελίστριας)
[13] Τοποθέτηση των νεκροταφείων σε σχέση με την πόλη. Σε επεξεργασία των γραφουσών. πηγή: http://www.yadvashem.org/
[14] Λεπτομέρεια από τοπογραφικό χάρτη της Θεσσαλονίκης (περ. 1916). Δείχνει τη χωρική σχέση του εβραϊκού νεκροταφείου (Cimetières Israélites) με το ελληνικό (Cimetière Grec) και το τουρκικό (Cimetière Turc), ανατολικά των τειχών της πόλης. Αξιοπρόσεκτο είναι το μέγεθος του εβραϊκού νεκροταφείου. πηγή: Δημητριάδης 1983: 231
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
61
χεια του κτίσματος.94 Η πόλη ακόμα δεν εκτείνεται έξω από την τραπεζοειδή περιτείχισή της. Μετά την περιγραφή της intra muros χωρικής διάταξης, αναφερόμαστε σύντομα στην άμεσα εξαρτώμενη ζώνη αφιερωμένη στους νεκρούς, εστιάζοντας στο εβραϊκό νεκροταφείο. Η εδαφική ζώνη έξω από τα ανατολικά τείχη, λοιπόν, ήταν αφιερωμένη στην ταφική χρήση και εκεί βρίσκονταν τα νεκροταφεία των κυριότερων θρησκευτικών ομάδων που κατοικούσαν στην πόλη. Το εβραϊκό νεκροταφείο ήταν το μεγαλύτερο και επεκτεινόταν συνέχεια διότι η εβραϊκή κοινότητα αποτελούσε πλειονότητα και, επιπλέον, η εβραϊκή θρησκεία απαγορεύει την ανακομιδή των νεκρών.95 Βρίσκονταν πάνω στην κύρια οδική αρτηρία, την Εγνατία οδό, λίγο μετά τη μεγάλη ρωμαϊκή αψίδα του Γαλερίου, πύλη της πόλης, μέχρι να καταστραφούν τα τείχη.96 Η νεκρόπολις είχε έκταση πάνω από 350 στρέμματα, μέγεθος που την καθιστούσε από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης. Υπολογίζεται ότι περιλάμβανε 30.000 τουλάχιστον μνήματα διαφόρων ειδών από λευκό μάρμαρο, χρονολογούμενα απ’ τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, γεγονός που της προσέδιδε μεγάλη αρχαιολογική αξία.97 Οι Χριστιανοί έθαβαν τους νεκρούς τους στο Σέιχ Σου και στον χώρο που σήμερα ταυτίζεται με το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, ενώ υπήρχαν δυο τούρκικα νεκροταφεία, το ένα στη δυτική πλευρά και το δεύτερο στην ανατολική, και βρίσκονταν νοτιότερα του εβραϊκού. Επίσης, νοτιότερα του εβραϊκού βρίσκονταν το νεκροταφείο τον Ντονμέδων (απόγονοι Εβραίων προσήλυτων στο Ισλάμ που είχαν αναγνωριστεί επίσημα ως Μουσουλμάνοι)98 και βορειότερα και ανατολικά από τα κάστρα υπήρχε το νεκροταφείο που θάβονταν τα θύματα της πανούκλας.99 Εκσυγ χρονισμός Ο απόηχος των επιδιώξεων εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει εμπεδωθεί και διαφαίνεται σημειακά στις μητροπόλεις της. Για τη Θεσσαλονίκη, η διαδικασία εκσυγχρονισμού, περιλαμβάνει τη συγκρότηση δημοτικής αυτοδιοίκησης με αποτέλεσμα να αποκτήσει νομική οντότητα, ειδικούς πόρους, πρόγραμμα έργων και δημόσιες υπηρεσίες.100 Η ουσιαστική επίδραση των Μεταρρυθμίσεων είχε την αφετηρία της στο 1869 όταν ανέλαβε τη θέση του γενικού διοικητή του βιλαετίου ο Σαμπρί πασάς. Από τότε χρονολογούνται εκτός από την εγκατάσταση δημοτικής αρχής η έκδοση επίσημης νομαρχιακής εφημερίδας
94. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 454 95. Σάλεμ 2002: 7 96. Laqueur 2005: 37 97. ό.π.: 33 98. Πηγή: Naar 2018: 3 99. Σάλεμ 2002: 7 100. Γερόλυμπου 2007: 3
62
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
και το άνοιγμα της πόλης προς την ενδοχώρα με την εγκατάσταση νέων σιδηροδρομικών γραμμών, όσο και στη θάλασσα με την κατεδάφιση μεγάλου τμήματος των τειχών101 και επέκτασης του λιμανιού. Συγχρόνως, νέα έργα υποδομής περιλάμβαναν την κατασκευή ενός σύγχρονου δικτύου ύδρευσης, την επέκταση της γραμμής του αεριόφωτος στις ανατολικές συνοικίες, την εγκατάσταση αστικής συγκοινωνίας με ιππήλατους τροχιόδρομους που σύντομα μετατράπηκαν σε ηλεκτροκίνητους, τη δημιουργία γραμμής λεωφορείων και αστικής ακτοπλοΐας.102 Η κατεδάφιση των τειχών συνέδεσε την πόλη άμεσα με τον σιδηρόδρομο και το λιμάνι και αποτέλεσαν τη σημαντικότερη οικονομική και πολεοδομική επέμβαση που έγινε στην πόλη τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα. Οι πρώτες ρυμοτομημένες επεκτάσεις το 1879 και το σχέδιο εντός τον τειχών του 1882, το οποίο βρήκε γόνιμο έδαφος υλοποίησης μετά την πυρκαγιά του 1890 στην κεντρική συνοικία, διάβρωσαν την παραδοσιακή διάρθρωση της πόλης, εισάγοντας ένα νέο οργανωτικό στοιχείο αστικού ιστού, το κανονικό οικοδομικό τετράγωνο. Η μορφή της Θεσσαλονίκης αλλάζει, και αυτή η αλλαγή συμπίπτει με την κοσμοπολίτικη και οικονομική ακμή της. Η οικονομική άνθηση, άμεση απόρροια της εκσυγχρονιστικής επαφής με την Ευρώπη, ωθεί αναπόφευκτα στην κοινωνική ανασύνθεση και στην ανάδυση μια νέας τάξης πραμάτων. Η Θεσσαλονίκη ξέφυγε από το βαρυτικό πεδίο της Istanbul και δημιούργησε επικερδείς νέες διασυνδέσεις με τη δυτική Ευρώπη103 μέσω μιας κάστας εμπόρων, οι οποίοι λόγω εξοικείωσης με τους δυτικούς κώδικες κοινωνικών αξιών, τους υιοθέτησαν στις επαγγελματικές και στις κοινωνικές τους συναλλαγές. Μια εύπορη «αριστοκρατία» απέκτησε επιρροή και άρχισε προοδευτικά να ασκεί επίσημη εξουσία στους κόλπους της κοινοτικής διοίκησης, αναλαμβάνοντας τη δημιουργία φορέων σύγχρονων ιδεών (σχολεία, εφημερίδες).104 Ουσιαστικά τότε μεταβλήθηκε η ταυτότητα των θρησκευτικών κοινοτήτων, καθώς η ανάδυση της αστικής τάξης δημιούργησε έναν νέο συνασπισμό δυνάμεων που διηύθυνε τις υποθέσεις της απορροφώντας δύναμη από τον εκάστοτε θρησκευτικό ηγέτη. Η νέα κοσμοπολίτικη ελίτ είχε έντονα δια-κοινοτικό χαρακτήρα και ως ένα βαθμό γεφύρωνε τα χάσματα μεταξύ Χριστιανών, Μουσουλμάνων και Εβραίων, αλλά παράλληλα άνοιγε θεμελιώδη κοινωνικά (ταξικά) ρήγματα.105 Η πόλη χαρακτηρίζεται πλέον από μια σειρά ιδιοτυπιών. Το μεγαλοαστικό στρώμα διαμορφώθηκε δίπλα στην αδιαφοροποίητη ιεραρχικά εθνοτική ομάδα και ο αστικός δρόμος με τις εκλεκτικιστικές κατοικίες συνυπήρχε με τον παραδοσιακό του πρόδρομο.106 Η ατέρμονη ποικιλία στις χωρικές σχέσεις δείχνει ότι ο εκσυγχρονισμός της έμεινε 101. ό.π.: 2 102. ό.π.: 5 103. Mazower 2006: 275 104. Μόλχο 2014α: 71 105. Mazower 2006: 306 106. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 455-456
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
63
ατελής και σημειακός, καθώς η οργάνωση της πόλης διατήρησε τελικά ατόφια τα βασικά συνθετικά της στοιχεία.107 Η Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα γνώρισε ίσως την πιο ανεπτυγμένη και κοσμοπολίτικη περίοδο της καθώς αποτελούσε μεγάλο εμπορικό, στρατιωτικό, διοικητικό και διαμετακομιστικό κέντρο της βαλκανικής ενδοχώρας, με έντονο διεθνή χαρακτήρα. Η ακτινοβολία της δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Έτσι, σε μια περίοδο ιδιαίτερα ρευστή για τη Μακεδονία λόγω των αναδυόμενων βαλκανικών εθνικισμών, η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε αντικείμενο επεκτατικού στόχου όλων των αντιμαχόμενων εθνικών ομάδων οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν την απουσία εδαφικών διεκδικήσεων εκ μέρους των Εβραίων, που ήταν από τα παλαιότερα και πλέον πολυάριθμα στοιχεία της.108 Αναπόφευκτα βρισκόταν στη δίνη του μακεδονικού αγώνα109 αλλά παράλληλα γεννιόταν στους κόλπους της ένα δυναμικό, μαχητικό και δραστήριο εργατικό κίνημα το οποίο ανέπτυσσε πολιτικά περιεχόμενα.110 Ως ένα βαθμό εγκόλπωνε εργάτες όλων των εθνοτικών ομάδων, σε μια πολιτική συγκυρία όμως που τα εθνικά κριτήρια κέρδιζαν έδαφος ως ιδεολογία, φαντασίωση και επιθυμία. Αυτό άλλωστε έγινε πασιφανές από την επικείμενη κατάληψη της πόλης από το ελληνικό κράτος. Τελικά, ο κτισμένος χώρος της πόλης ως «απολιθωμένος χρόνος», ξεδιπλώνει την ιστορική πορεία που καθορίζεται από τη συνέχεια και την ασυνέχεια των φυσικών μορφών της, και βοηθάει στην κατανόηση της διάρρηξης του εθνολογικού βαλκανικού μωσαϊκού λόγω των βαλκανικών πολέμων και τις εκκωφαντικές αλλαγές που υπέστη σε διάστημα τριάντα χρόνων -τις πιο έντονες και πρωτοφανείς μέσα στους αιώνες της ιστορίας της.111
107. ό.π.: 453 108. Μόλχο 2014α: 49 109. «Ο μακεδονικός αγώνας που σάρωσε την πόλη και τα περίχωρά της ξεκίνησε σαν ενδοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στους Χριστιανούς της περιοχής, αλλά γρήγορα μετατράπηκε σ’ ένα μέσο με το οποίο οι αγωνιστές επέβαλλαν τις εθνικές ταυτότητες ”ελληνική”, ”βουλγάρικη” ή ακόμα και ”μακεδονική” σε όσους τις αρνιόνταν, σε ένα οθωμανικό περιβάλλον, όπου οι άνθρωποι αδυνατούσαν να τις αντιστοιχίσουν με τον τρόπο που είχαν συνηθίσει να βλέπουν τον εαυτό τους. Την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. πια, χάρη σε συγκρούσεις που κράτησαν χρόνια, υπήρχαν πράγματι Έλληνες, Βούλγαροι και Τούρκοι με την εθνική έννοια.» [Mazower 2006: 311] 110. «Κύρια ομάδα αποτελεί η Ομοσπονδία [Φεντερασιόν] Εργατικής Αλληλεγγύης. Οι οθωμανικές αρχές είχαν περάσει έναν νόμο που απαγόρευε όσες οργανώσεις είχαν ιδρυθεί με εθνικά κριτήρια, αλλά επέτρεψαν την λειτουργία της Φεντερασιόν, γιατί ήταν νομιμόφρων προς την αυτοκρατορία και επαγγελλόταν τη διαθρησκευτική ενότητα. Αντιθέτως, οι Έλληνες, οι Μουσουλμάνοι και οι Αρμένηδες εργάτες έλκονταν από τις κοινοτικές τους οργανώσεις. Σύντομα η τουρκόφωνη και η ελληνόφωνη έκδοση της εφημερίδας του Μπεναρόγια έκλεισαν, και έμεινε η εβραιοϊσπανική και η βουλγαρική. Παρά την αγωνιστικότητα των Βουλγάρων διανοουμένων, η μεγάλη πλειονότητα των απλών μελών της Φεντερασιόν ήταν Εβραίοι, και δε θα ‘ταν υπερβολή αν λέγαμε πως ο εργατικός διεθνισμός έγινε από τις κύριες πολιτικές εκφράσεις του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ου αιώνα.» [ό.π.: 346] 111. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 449
64
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[15] Χάρτης της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης μετά τις επεμβάσεις που έγιναν λόγω της πυρκαγιάς του 1890 και πριν την πυρκαγιά του 1917. Φαίνονται όλες οι ρυμοτομημένες περιοχές εντός και εκτός του ιστορικού κέντρου καθώς και η μεγάλη έκταση του εβραϊκού νεκροταφείου (και των υπολοίπων) σε σχέση με το σύνολο της πόλης. πηγή: http://www.yadvashem.org/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
65
Παράρτημα 1: Λεπτομερειακή περιγραφή των εκσυγχρονιστικών μέτρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Intra muros Όλα τα οικονομικά εκσυγχρονιστικά μέτρα είχαν απόλυτο χωρικό αντίκτυπο και συνέβαλαν στην αλλοίωση του παραδοσιακού μοντέλου διάρθρωσης της πόλης. Όπως είδαμε, η κατεδάφιση των παραλιακών τειχών και η δημιουργία εκτεταμένης εμπορικής προκυμαίας112 σηματοδότησε έναν ανανεωμένο διεθνή και τοπικό ρόλο για τη Θεσσαλονίκη. Εκτός από τη λειτουργική επέκτασή της προς τα ανατολικά και τα δυτικά αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής στο εσωτερικό του ιστορικού κέντρου, τα νεοσχηματιζόμενα οικόπεδα προσέλκυσαν εμπορικές επιχειρήσεις την ανάπτυξη των οποίων δεν επέτρεπε η αρχαϊκή διάρθρωση του υπάρχοντος αστικού χώρου. Επιχειρηματικές λειτουργίες, ξενοδοχεία και αναψυχή ήταν το τρίπτυχο των καινούριων δραστηριοτήτων. Το πρόγραμμα επέμβασης δέσμευε ορισμένα οικόπεδα για δημόσιες λειτουργίες με αποτέλεσμα τη δημιουργία δημόσιου πάρκου στην περιοχή του παλιού κήπου Μπεχτσινάρ και τη διαπλάτυνση της οδού Σαμπρί πασά (σημερινή Βενιζέλου) προς τη θάλασσα, που κατέληξε στη διαμόρφωση της πλατείας Ελευθερίας και ολοκλήρωσε την εικόνα ενός σημαντικού εμπορικού δρόμου, πρότυπο της «σύγχρονης» Θεσσαλονίκης. Το σχέδιο για το σύνολο της πόλης εντός των τειχών ετοιμάστηκε πριν από το 1882 με πρωτοβουλία της Δημαρχίας και προέβλεπε τη διάνοιξη ορισμένων κάθετων δρόμων προς την παραλία, ώστε να συνδεθούν καλύτερα οι υπόλοιπες κατοικίες της πόλης με τον νέο αυτό χώρο δραστηριοτήτων και αναψυχής. Η περιοχή του κέντρου ενσωμάτωσε τελικά διάφορες λειτουργίες όπως χώρους γραφείων, τράπεζες, θέατρα, μεγάλα καταστήματα, αποθήκες και εργοστάσια. Χάρη στην αυξανόμενη οικονομική απόδοση της εγγείου ιδιοκτησίας η ανοικοδόμηση ήταν μεγάλη από το 1882 και μετά, με αποτέλεσμα η παραδοσιακή διάρθρωση της πόλης με τις διακεκριμένες εθνικο-θρησκευτικά συνοικίες και το σύμπλεγμα των χαμηλόκτιστων εκτεταμένων αγορών της να γνωρίσει συνεχείς μεταμορφώσεις.113 Extra muros Η πρώτη σχεδιασμένη επέκταση τοποθετείται στα 1879 -χρονολογία κατεδάφισης τμήματος του ανατολικού τείχους. Η πόλη επεκτάθηκε με γρήγορους ρυθμούς στα δημόσια εδάφη που απελευθερώθηκαν από τις οχυρώσεις και στα γειτονικά τους ιδιωτικά κτήματα, επιβεβαιώνοντας την αύξηση του αστικού πληθυσμού. Πράγματι,
112. Απόρροια των νέων συνθηκών ανάπτυξης του εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο (ειδικά μετά τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ). 113. Γερόλυμπου 2007: 3 114. «Ειδικότερα, οι νεοαφιχθέντες Ρώσοι Εβραίοι πρόσφυγες συνέβαλαν στην αύξηση του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης. Τις συνθήκες διαβίωσης των οποίων, αλλά και όλων των Θεσσαλονικέων, βελτίωσε η εγκατάσταση του φωτισμού με υγραέριο και του δικτύου διανομής πόσιμου νερού, καθώς και η αποξήρανση των ελών στην περιοχή της εβραϊκής συνοικίας του Βαρδαρίου, την οποία η πολιτεία ανέλαβε προς αντιμετώπιση των επιδημιών και της ελονοσίας.» [Μόλχο 2014α: 35]
66
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
από 50.000 περίπου κατοίκους στα 1850 αυξήθηκαν σε 135.000 στα 1905,114 με αποτέλεσμα την πύκνωση της δόμησης εντός των τειχών και την πρόχειρη εγκατάσταση στις νέες ρυμοτομημένες περιοχές· στεγαστικά προβλήματα και ανθυγιεινές συνθήκες κατοίκησης που οι ανεπτυγμένες πόλεις της Δύσης είχαν γνωρίσει καιρό πριν. Σχεδόν αναπόφευκτα, λοιπόν, στο σχέδιο πόλης του 1889 εμφανίζονται για πρώτη φορά δύο «προάστια» που καλύπτουν μια επιφάνεια 90 εκταρίων ανατολικά και 60 εκταρίων δυτικά (έναντι 300 εκταρίων του πυρήνα εντός των τειχών). Παρατηρείται μια εντελώς νέα μορφή οργάνωσης του χώρου, κανονικής ρυμοτομίας με νέες χρήσεις, απορρίπτοντας τον παραδοσιακό διαχωρισμό κατά θρήσκευμα.115 «“Προσφυγικό στρατόπεδο” και ”εξευρωπαϊσμένες συνοικίες” συνθέτουν το διπλό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης στο γύρισμα του αιώνα».116 Η πυρκαγιά του 1890 Το 1890 η κεντρική συνοικία ανάμεσα στην Εγνατία και την προκυμαία γύρω από την Αγία Σοφία και τη Μητρόπολη καταστράφηκε από πυρκαγιά. Η προσπάθεια ανασχεδιασμού του τμήματος (20 περίπου εκταρίων) είχε μεγάλες επιπτώσεις στη μορφολογία, καθώς εισήγαγε ένα νέο οργανωτικό στοιχείο αστικού ιστού, το κανονικό οικοδομικό τετράγωνο. Τα κτίρια δε διέπονταν πλέον από εσωστρέφεια, διατάσσονταν γραμμικά και «ανοίγονταν» προς την πόλη με πρόσοψη στον δρόμο. Τότε η πόλη αποκτά τους πρώτους αστικούς, φαρδείς, σύγχρονους δρόμους. Όπως είδαμε, οι εβραϊκές γειτονιές καταλάμβαναν ολόκληρο το κέντρο της πόλης. Δεδομένης της μικρής έκτασης, του μεγάλου πληθυσμού καθώς και της μεγάλης συγκέντρωσης επαγγελματικής δραστηριότητας, ήταν εξαιρετικά πυκνοκατοικημένες. Ήδη από το 1890 οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν σε ολόκληρη την πόλη, καθώς μια σειρά από συμβάντα έπληξαν το σημαντικότερο τμήμα του ιστορικού τομέα και κατ’ επέκταση τον εβραϊκό χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης.117
115. Γερόλυμπου 2007: 4 116. «Μια κοινωνική και λειτουργική εξειδίκευση του χώρου αρχίζει να διαμορφώνεται: κατοικία ανώτερων οικονομικών στρωμάτων στην ανατολική επέκταση και κατά μήκος της βασικής αρτηρίας των Πύργων (Βασιλίσσης Όλγας), ενώ αντιδιαμετρικά σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, λιμάνι, αποθήκες και κατοικία χαμηλότερων στρωμάτων στις δυτικές επεκτάσεις. Ενδιάμεσα, Μικρά και μεσαία εισοδήματα κατακλύζουν τις ανασχεδιασμένες περιοχές του κέντρου και τις ανατολικές επεκτάσεις σε απόσταση από τη θάλασσα, δημιουργώντας εμβρυακές συγκεντρώσεις με διακεκριμένη κοινωνική σύνθεση και μεικτή εθνικοθρησκευτική προέλευση.» [ό.π.: 5] 117. Μόλχο 2014α: 109-110
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
67
Μια μικρή παρέκβαση: η ηδονοβλεψία της δυτικής φαντασίωσης Παρεμβάλουμε το συγκεκριμένο χωρίο καθώς το θεωρούμε χρήσιμο στις μελλοντικές εμπραρικές διευθετήσεις αναφορικά με τα «οριενταλιστικά» στοιχεία της Θεσσαλονίκης που διατηρήθηκαν· στοιχεία που είχαν ιδωθεί υπό το δυτικό βλέμμα των διαφόρων Ευρωπαίων τουριστών-θιασωτών της «Ανατολής». Στα μέσα του 19ου αιώνα έφτασε ο τουρισμός στη Θεσσαλονίκη. Οι αφηγήσεις, οι περιγραφές και ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν οι Ευρωπαίοι περιηγητές την πόλη επηρέασαν την εικόνα της, ενώ οι προβολές της επιβιώνουν μέχρι σήμερα ως κομμάτι της ευρύτερης βαλκανικής ιστορίας. Η ενασχόληση με την ιστοριογραφία –όχι στο κενό αλλά σε δυτικά συμφραζόμενα- που αναφέρεται στην «Ανατολή» –αυτό το νεφελώδες και ρευστό εννοιολόγημα- περνά αναπόφευκτα από τα μονοπάτια της δυτικής ματιάς. Δηλαδή από την χρωματισμένη οριενταλιστική αντίληψη της «ανακάλυψης» ενός υποδεέστερου, βάρβαρου κόσμου αλλά και την κατασκευή μιας επινοημένης αλληλεπίδρασης –τηρουμένων των αναλογιών και των αποστάσεων- μαζί του. Βέβαια, νεότεροι μελετητές έχουν επισημάνει τους κινδύνους της αισθητικοποίησης του «Άλλου», της αυτο-αισθητικοποίησης της Δύσης -καλύτερα-, ως το ηγεμονικό κομμάτι της διχοτομίας, τονίζοντας ότι το θέμα των Βαλκανίων πολλές φορές διαχωρίστηκε από τον οριενταλισμό όταν η νοτιοανατολική Ευρώπη θεωρήθηκε γεωπολιτικά διακριτή από την Μέση Ανατολή, λευκή και χριστιανική.118 Η ώσμωση με τη Δύση, πέραν της κατασκευής του υποτιμητικού όρου «Βαλκάνια», κυρίως έθεσε τις βάσεις ενός κλάδου έντονα επαγγελματικοποιημένου -αυτού της συστηματικής και επιλεκτικής καταγραφής της ιστορίας και των υλικών εκφάνσεων αυτής στη διαμόρφωση της πόλης. Εργαλεία που δανείστηκε στη συνέχεια το ελληνικό κράτος επιβάλλοντας τη νέα πραγματικότητά του. Αυτή η ώσμωση μπόρεσε να επιτευχθεί με έναν πιο εντατικό τρόπο στα πλαίσια εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· έτσι η εξευρωπαϊσμένη συνοικία της προκυμαίας ήταν ο τόπος που το ηδονοβλεπτικό τουριστικό κοινό μπορούσε να αισθανθεί την πόλη βιώσιμη και το ταξίδι ρεαλιστικό, αλλά χωρίς αυτό φυσικά να χάνει την εσάνς και τον σκοπό του, την εικόνα της δυτικής φαντασίωσης: το γραφικό. Καθώς η Αθήνα και το Βελιγράδι απάλειφαν τα ίχνη του πρόσφατου οθωμανικού παρελθόντος τους, η αποκλίνουσα φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης γινόταν όλο και πιο θελκτική μέσα σ΄ ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον. Όσο περισσότερο άλλαζε ο κόσμος –και τα Βαλκάνια- τόσο πιο ανατολίτικη κατέληγε η πόλη.119 Η αίσθηση του γραφικού πέραν από την πολιτισμική κινητικότητα αλληλοδιαπλεκόταν με την ιστορία της πόλης. Τα θραύσματα του παρελθόντος μαρτυρούσαν θάνατο, αλλά 118. Todorova 1994: 454-455 119. Mazower 2006: 238
68
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[16] Λιθογραφία του Olfert Dapper που απεικονίζει τη Θεσσαλονίκη κατά τον 17ο αιώνα. πηγή: https://el.wikipedia.org/
Οι διαφορετικές όψεις της πόλης. [17] αριστερά. Η Εγνατία στην περιοχή της Καμάρας η οποία διακρίνεται στο βάθος, στα τέλη του 19ου αιώνα. πηγή: http://www.thessaloniki.photos.vagk.gr/ [18] δεξιά. Αγγλικό ή Γαλλικό αερόπλοιο πάνω από την πόλη σε καρτ ποστάλ που προβάλλει το ξενοδοχείο Olympos Palace (το οποίο καταστράφηκε στην μεγάλη πυρκαγιά του 1917). πηγή: http://www.thessaloniki.photos.vagk.gr/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΙΗΣΗ
69
ήταν παντού γύρω, ορατά· τα σπόλια μαρτυρούσαν τη δεύτερη ζωή τους, εγγράφοντας τη θνητότητά τους στην υπηρεσία της κατοίκησης όντας απόλυτα ενταγμένα στον καθημερινό ιστό. Εκείνη όμως την περίοδο η Δύση εντόπισε τη «φευγαλέα» εικόνα του παρελθόντος και «η νεότερη πόλη υπήρχε μόνο ως το παρασκήνιο για ό,τι είχε απομείνει από την πιο σημαίνουσα πρόγονό της»120 -ένα σκηνικό βάθους για την αρχαιότητα. Παράλληλα, το ενδιαφέρον της Δύσης είχε μετατοπιστεί από τη μοναδική λατρεία του νεοκλασικισμού προς το μεσαιωνικό και βυζαντινό παρελθόν, μέσα από τους υποστηρικτές του κλάδου βυζαντινών σπουδών που έβλεπαν στο πρόσωπο της πόλης την εξελικτική πορεία του χριστιανισμού. Το ταξίδι μπορούσε να θεωρηθεί και ως ένα ιδιότυπο μοντέλο προσκυνήματος,121 αλλά ο 19ος αιώνας ήταν η εποχή του ευρωπαϊκού ορθολογισμού και οι δυνατότητες του παρελθόντος βρίσκονταν στην υπηρεσία της αρχαιολογικής μελέτης και της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής παρά της θεολογίας. Οι πρώιμοι αυτοί «αρχαιολόγοι» και οι ερασιτέχνες συλλέκτες σπάνιων αντικειμένων αισθάνθηκαν το καθήκον να σώσουν τα ερείπια της αρχαίας κατοίκησης για χάρη του πολιτισμού και προωθώντας παράλληλα ένα έντονα φυλετικοποιημένο λεξιλόγιο «ενίσχυσαν την άποψη, που ήταν όπως είδαμε εντονότατη σε όλη την περίοδο του ευρωπαϊκού περιηγητισμού, ότι η πραγματική Θεσσαλονίκη βρίσκονταν κάτω από την οθωμανική επιφάνεια».122 Έτσι ο ελληνικός εθνικισμός όπως και οι υπόλοιποι βαλκανικοί εθνικισμοί με τη σειρά τους, αφομοιώνοντας τη δυτική φαντασίωση μετατόπισαν την «Ανατολή» προς τους άμεσους γείτονές τους και η ταυτότητά τους οικοδομήθηκε από την επιθυμία εξάλειψης του οθωμανικού παρελθόντος. Ακριβώς τη στιγμή που το ελληνικό κράτος έψαχνε στα Βαλκάνια «ελληνικές αιχμές», «οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι έδειξαν ότι αντί να γίνουν σαν και αυτούς –τους άλλους, τους Δυτικούς- θα μπορούσαν επίσης να αποκτήσουν αυτοσυνείδηση, να εκσυγχρονιστούν, να εξευρωπαϊστούν, να γίνουν πολίτες του κράτους τους, ενστερνιζόμενοι την ιστορία τους και τη διακριτή ταυτότητά τους (...) κρατώντας ένα καθρέφτη στραμμένο προς το παρελθόν τους (...) ως κληρονόμοι της Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων, ονομασία που επινόησαν ακριβώς για να πετύχουν αυτόν τον σκοπό. Ο ενστερνισμός του συχνά υποτιμητικού τοπωνύμιου φανερώνει ότι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης προάσπισαν τελικά τη θέση τους ως Βαλκάνιων εντός της Ευρώπης και ωστόσο ενταγμένων στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Ανατολής και Δύσης».123
120. ό.π.: 262 121. Mazower 2006: 258-259 122. ό.π.: 271 123. Naar 2018: 296
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
71
Β. Ο εξε λ ληνισμός Η Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η μ ε τ ά τ ο 19 12 : δ ι ε ρ ε ύ ν η σ η τ ω ν χ ω ρ ι κ ώ ν μ ε ταλ λαγών και της εβραϊκής παρουσίας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ε
ίδαμε παραπάνω πώς η ιστορία και η ιστοριογραφία αναλαμβάνουν την ανασύνθεση του παρελθόντος και πώς αυτό διαμορφώνεται με βάση το επιθυμητό παρόν. Σε αυτό το σημείο, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας και τους συμβολισμούς της, διότι βάσει αυτών κατάφερε να κατασκευάσει το παρελθόν και τις προβολές του στο ορατό και υλικό επίπεδο.124 Σε αυτή την πορεία συγκρότησης εθνικής συνείδησης και εν τέλει σύστασης κράτους η συνάντηση με τη Δύση και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη, σε συμβολικό και πρακτικό επίπεδο, ήταν αναπόφευκτη. Όσον αφορά σε αυτή την ώσμωση μεταξύ Ελλάδας και Δύσης, η Ευρώπη επινόησε τη νεότερη Ελλάδα, κατασκευάζοντας το εννοιολόγημα του δυτικού ελληνισμού125 και παρουσίασε την ίδρυσή της ως πράξη αποκατάστασης της προαιώνιας τάξης.126 Παράλληλα, η ελληνική ταυτότητα προσπάθησε να εγγραφτεί σε αυτήν της ευρωπαϊκής ώστε να κατοχυρώσει το κύρος της ύπαρξής της και δυνατούς σύμμαχους.127 124. Τα όρια του επιστημονικού μας πεδίου περιορίζουν φυσικά την εμβάθυνση και ανάδειξη των βαθύτερων μηχανισμών συγκρότησης του ελληνικού κράτους, οι οποίοι ακολουθούν μια αντίστοιχα περίπλοκη πορεία, απόσταγμα μιας σύνθετης «συνάρτησης» διαφορετικών δυνάμεων. 125. Χαμηλάκης 2012: 150 126. Πλάντζος 2011: 28 127. Φυσικά, αυτή η σχέση είναι αμφίδρομη και πηγάζει από τον παλαιό κραταιό φιλελληνισμό μιας και το συμβολικό κεφάλαιο του κλασικού πολιτισμού καταλάμβανε (και καταλαμβάνει) κεντρική θέση στο φαντασιακό ή αλλιώς στην κοσμολογία της Δύσης. «Ο φιλελληνισμός –πάντα αποσπασμένος από το ιστορικό του υπόβαθρο- προϋπέθετε έναν ελληνισμό θεματοφύλακα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και, αντίστροφα, ένα ελληνικό κράτος που η πρόοδός του θα αποτελούσε θεμελιώδες ευρωπαϊκό συμφέρον.» [Σκοπετέα 1999: 168]
72
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[19] Η Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας κατά την περίοδο εδραίωσης της ελληνικής επικράτειας, 1832-1947. πηγή: Naar 2018: xxviii
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
73
Ας δούμε, λοιπόν, τις τρεις πτυχές πάνω στις οποίες συγκροτήθηκε ο ελληνικός εθνικισμός: Αρχαιότητα, Βυζάντιο και Ορθοδοξία. Τα τρία αυτά επίπεδα της ελληνικότητας οικοδομήθηκαν ιδεολογικά, και παρόλες της αντιφάσεις που αυτά ενείχαν –τυπικό γνώρισμα άλλωστε κάθε εθνικής ιδεολογίας-, συγκρότησαν τις απαραίτητες νοητές ατομικές και συλλογικές ταυτίσεις και διαφορές. Παρακολουθούμε, αρχικά, την απαραίτητη για τη συγκρότηση και παγίωση της ελληνικής ταυτότητας σύνδεση με τον κλασικό και ευρύτερα αρχαιοελληνικό πολιτισμό μιας και η εθνικιστική ρητορική βασίστηκε στη ζωτική συμβολή των κλασικών σπουδών για να οργανώσει το αφήγημά της: φιλόλογοι, ιστορικοί, αρχαιολόγοι παρήξαν όλες τις απαραίτητες θεωρητικές και απτές αποδείξεις για την προαιώνια ανωτερότητα του έθνους.128 Παρόλη τη δυσκολία της επιστημονικής τεκμηρίωσης της ζωής ενός έθνους στο διηνεκές129 πολλοί Έλληνες διανοούμενοι εργάστηκαν ενσυνείδητα πάνω στο συγκεκριμένο ιδεολόγημα.130 Η θεωρία της συνέχειας υποστηρίχθηκε ιδιαίτερα από τον Κωνσταντίνο Π. Παπαρρηγόπουλο (1815-1891) ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτής της μοντέρνας ελληνικής ιστοριογραφίας και ο εθνικός ιστορικός της Νεότερης Ελλάδας. Σύμφωνα με την πολύτομη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», η ελληνική ιστορία μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους: αρχαία, μεσαιωνική και νέα, και επιδίωξε να αναιρέσει τις κυρίαρχες εκείνη την εποχή απόψεις ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν περίοδος παρακμής και εκφυλισμού. Αποκατέστησε επίσης στην εθνική αφήγηση τη Μακεδονία του Φιλίππου και του Αλέξανδρου επινοώντας τον όρο «μακεδονικός ελληνισμός».131 Πιστεύεται ότι έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας. Το θέμα του Βυζαντίου αποτέλεσε ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα σ’ όλη την περίοδο συγκρότησης του νέου ελληνικού κράτους διότι, όπως είναι γνωστό, στα πρώτα του βήματα το είχε καταδικάσει.132 Στην Αθήνα του πρώιμου και μέσου 19ου αιώνα άλλωστε κατεδαφίστηκαν βυζαντινές και μεσαιωνικές εκκλησίες (και φυσικά τζαμιά) μιας και το υπέδαφός τους έκρυβε βαρύτερης σημασίας αρχαιοελληνικά κατάλοιπα. Η επιλεκτική κατεδάφιση ορισμένων καταλοίπων του υλικού παρελθόντος συμβάδιζε με την επιλεκτική διατήρηση και προστασία άλλων υλικών ιχνών που ενσάρκωναν το νεοελληνικό ιδεώδες. Ξέρουμε ότι τα σημαντικότερα κλασικά μνημεία καθαρίστηκαν και καθαρίζονται από προγενέστερες προσθήκες και τροποποιήσεις. Κατά τον Χαμηλάκη: «τελετουργική κάθαρση των ιερών τόπων του έθνους».133 Στη Θεσσαλονίκη όμως, είναι -εκτός των αρχαιοελληνικών- τα βυζαντινά κατάλοιπα που υπέστησαν τελετουργική προστασία και ανάδειξη. Αυτό 128. Πλάντζος 2011: 27 129. Σκοπετέα 1999: 43 130. Πλάντζος 2011: 27 131. Χαμηλάκης 2012: 144 132. Σκοπετέα 1999: 83 133. Χαμηλάκης 2015: 66
74
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
συνέβη διότι στα τέλη του 19ου αιώνα, η ελληνική εθνική αφήγηση αποκατέστησε τον εθνικό ιστορικό ρόλο του Βυζαντίου, ο οποίος «συνδέθηκε στενότατα με την αποκατάσταση της ελληνικής ιστορικής συνέχειας και τον εξελληνισμό του βαλκάνιου παρόντος της χώρας, με συγκεκριμένες επιπτώσεις στην κατεύθυνση της αρχαιολογίας και την αντιμετώπιση των μνημείων».134 Η στροφή αυτή διαφαίνεται με την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας το 1884, την εγκατάσταση του Βυζαντινού Μουσείου στην Αθήνα το 1930, τη σύσταση νέων εδρών βυζαντινής ιστορίας και άλλες ενέργειες προς αυτήν την κατεύθυνση.135 Η σύνδεση με την αρχαιότητα είναι κατανοητή, ωστόσο η ενσωμάτωση του Βυζαντίου περιέπλεξε τη μονοσήμαντη δυαδική αντίφαση Ανατολής και Δύσης η οποία είχε αποκρυσταλλωθεί σε μεγάλο βαθμό ως αντίφαση Βυζάντιου και αρχαίας Ελλάδας. Αλλά ο ελληνισμός δεν ήταν ένα ομογενοποιημένο ιδεολογικά σύμπλεγμα. Αφομοίωσε την εισαγόμενη εξιδανίκευση της κλασικής αρχαίας Ελλάδας από τον δυτικό φιλελληνισμό και κατ’ επέκταση το ιδεολόγημα της συνέχειας, αλλά παράλληλα προσαρμόστηκε (από τον εγχώριο ελληνισμό) στην πραγματική εμπειρία και έδωσε διέξοδο στην οικεία ορθόδοξη παράδοση της βυζαντινής κουλτούρας και τις ανατολίτικες επιρροές της.136 Για τη συντριπτική πλειονότητα των απλών ανθρώπων ο χριστιανισμός εξακολουθούσε να αποτελεί οργανωτική αρχή του κόσμου· έτσι, θα μιλούσαμε για μια συνθετική και συγκριτική σύμμειξη θρησκευτικών και εθνικιστικών στοιχείων.137 Κάπου εδώ λοιπόν, η τρίτη πτυχή, η ορθόδοξη θρησκεία -απόλυτα συνυφασμένη με το Βυζάντιο- βρήκε τη δίοδό της. Προφανώς η σύνδεση με το Βυζάντιο έχει κι άλλες συνδηλώσεις, αυτές που συνδέονται με τις πολυπόθητες διπλανές εδαφικές επικράτειες. Μια φαντασιακή κοινότητα δεν μπορεί παρά να είναι εδραιωμένη σε ένα εξίσου φαντασιακό έδαφος, μια πατρίδα -ένα μέρος που αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη του έθνους και την ολοκλήρωσή του.138 Η εξιδανικευμένη εδαφική οντότητα της εποχής περιελάμβανε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, όπως βλέπουμε να αποκρυσταλλώνεται στον λόγο του Ι. Κωλέττη το 1844139 και να σβήνει με την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη φλεγόμενη Σμύρνη. Τα εδαφικά σύνορα του νέου κράτους ήταν περιορισμένα, σαφώς στενότερα από τα φαντασιακά όρια του έθνους· έτσι αναπόφευκτα προέκυψε το όνειρο απόκτησης των θεωρούμενων ελληνικών εδαφών που είναι αντάξια του έθνους, πράγμα το οποίο αναμειγνύει αλυτρωτικές βλέψεις.140 Δεν ήταν άλλωστε λίγος ο πληθυσμός έξω από την ελληνική εδαφική επικράτεια που μιλούσε ελληνικά και ασπαζόταν τον χριστια-
134. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 464 135. Καμπούρη-Βαμβούκου 2011: 332 136. Lagopoulos 2005: 74 137. Χαμηλάκης 2012: 112 138. Lagopoulos 2005: 74 139. Σκοπετέα 1988: 257 140. Lagopoulos 2005: 74
75
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
νισμό, εκπλήρωνε δηλαδή τα στοιχεία που αποτελούσαν τους δύο πυλώνες της ελληνικής ταυτότητας. Συγκεκριμένα η Istanbul, η βόρεια όχθη του Αιγαίου και οι ακτές της Ιωνίας -οι περιοχές που συγκροτούσαν το φαντασιακό εδαφικοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, είχαν έναν πληθυσμό από 1.500.000 Χριστιανούς. Αυτοί βέβαια, «ήταν διεσπαρμένοι κατά τέτοιο τρόπο ώστε για να ενωθούν με την Ελλάδα θα έπρεπε να ενσωματωθούν πληθυσμοί άλλων εθνοτήτων τουλάχιστον τρεις φορές πολυαριθμότεροι».141 * Η νεότερη ελληνική ιστορία μοιάζει να γράφεται πάνω σε μια απουσία, καθώς ο χρόνος βιώνεται με έναν περίπλοκο τρόπο κατά τη νεωτερικότητα· υπερχιλιετή ιστορικά κενά μας οδηγούν στον χρυσό αιώνα του Περικλή, τέσσερεις αιώνες ιστορικού κενού μας οδηγούν στην καρδιά του Βυζαντίου. Ο αντι-οθωμανισμός αποτέλεσε το μέγιστο διακύβευμα, ώστε η εθνική κοινότητα των Ελλήνων να αποκτήσει σάρκα και οστά, να εγγραφεί στον συνειδητό ιστορικό χρόνο, να πάψει να αποτελεί «ιδέα», να απορρίψει το πρόσφατο παρελθόν. Η σχεδόν μεταφυσική αναβίωση και επαναταύτιση συνεχίζει και επιτυγχάνεται μέσω της συνέχειας ονομάτων, γλώσσας και τοπίων -παρόλο που η περιβόητη αυτή συνέχεια είναι αποτέλεσμα κατασκευής, καθαρμού, ακόμα και επινόησης. Επίσης, άλλη μια όψη του αντι-οθωμανισμού είναι η συσπείρωση γύρω από μια αντίθεση, έναν «εχθρό», και συνιστά βασικό συστατικό της ενδυνάμωσης του εθνικού αφηγήματος. Ομοίως, αυτή η ενδυνάμωση ενισχύεται από την εξάλειψη ή απόκρυψη ή καταναγκαστική αλλαγή του «Άλλου» με το να εξαλείφονται παράλληλα οι αντιθετικές με το έθνος οπτικές και αφηγήσεις. «Το να αρνούμαστε την ύπαρξη του αφηγήματος είναι, φυσικά, ο ασφαλέστερος τρόπος να αποδεχτούμε την εντέλειά του.»142 Έτσι, βαδίζοντας στα μονοπάτια της αντι-μνήμης143 σκαλίζουμε τις ρωγμές, τις ασυνέχειες, τα ερείπια, που επιμελώς καλύφθηκαν από τις νεωτερικές βεβαιότητες. Η βία, φυσικά, είναι ο κατεξοχήν τρόπος δια του οποίου το έθνος επιβεβαιώνει την κατά τα άλλα αυταπόδεικτη ανωτερότητά του και διεκδικεί το –αποκλειστικό- δικαίωμα στην ύπαρξη.144 Διαπίστωση που επιβεβαιώθηκε σε όλη της την ένταση μέσα από το διαγραμμένο εβραϊκό και οθωμανικό παρελθόν της Θεσσαλονίκης και των περιχώρων της. Περνάμε στην επί του θέματος εξιστόρηση.
141. Καλογήρου 1988: 86 142. Πλάντζος 2011: 28 143. Foucault 1977 144. Πλάντζος 2011: 28
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
77
Ιν τερλούδιο Ι
Αστικός εκσυγ χρονισμός και πολιτική στο βενιζελικό κράτος Σημείο πρώτο: Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936). Κόμμα των Φιλελεύθερων.145 Ο πιο γνωστός Έλληνας πολιτικός, διετέλεσε για επτά φορές πρωθυπουργός, με πρώτη φορά το 1910 και φυσικά με ένα λαμπρό παρελθόν: την επανάσταση του Θερίσου και την ενασχόληση με το Κρητικό Ζήτημα· ακόμα πιο λαμπρό προδιαγραφόταν το μέλλον. Διακρίνουμε τρεις περιόδους στην ελληνική πολιτική σκηνή της εποχής:146 1910-1920: αστικός εκσυγχρονισμός και εθνική ολοκλήρωση (πρώτη περίοδος κυβέρνησης Βενιζέλου) 1920-1928: από τη Μικρασιατική Εκστρατεία προς τη νέα τετραετία Βενιζέλου 1928-1932: κρατική αναδιοργάνωση / ανάπτυξη και κοινωνικοπολιτικές προτεραιότητες (τελευταία περίοδος κυβέρνησης Βενιζέλου). Σημείο δεύτερο: Δεν θα αφιερωθούμε με ακρίβεια με τη σταδιοδρομία του ίδιου του Βενιζέλου, μιας και εμάς μας αφορά περισσότερο η έννοια του Βενιζελισμού. Αυτή, είναι χρησιμότερο να γίνεται αντιληπτή σαν «παράταξη» ή αλλιώς σαν πολι145. Ειδικός εκφραστής του «εκσυγχρονισμού» το κόμμα των Φιλελεύθερων, αυτό δηλαδή του Βενιζέλου. Ανταποκρίθηκε με ενάργεια στον ιστορικό του ρόλο και αποτέλεσε τον καλύτερο εκφραστή του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού –και των συνεπειών του- στην Ελλάδα. [Μαυρογορδάτος 1988: 9] 146. Βασιζόμαστε επακριβώς στον διαχωρισμό που έχει γίνει στην πηγή: Σταματίου 2005: 223
78
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
τικό ρεύμα -ένα διευρυμένο «κίνημα» που ασχολούταν με όλους τους τομείς της εθνικής ζωής. Ο Βενιζελισμός μάλλον αναφέρεται γενικά στη χάραξη μιας φιλελεύθερης πολιτικής και στην τακτική συνέχιση της συγκεκριμένης κατεύθυνσης. Μέσα από αυτήν την οπτική μπορούμε να καταφέρουμε τη σφαιρικότερη ερμηνεία ενός εγχειρήματος αστικού εκσυγχρονισμού με σχετικά συλλογικό χαρακτήρα, χωρίς την προσωποπαγή αναφορά και επιμονή στον Βενιζέλο. Σαν κομμάτι του «κινήματος» του Βενιζελισμού, διακρίνουμε τη χάραξη της πολιτικής του αστικού εκσυγχρονισμού. Η έννοια του αστικού εκσυγχρονισμού μπορεί «να οριστεί εντελώς επιγραμματικά ως ταυτόσημη με τον εξευρωπαϊσμό, ή, κάπως αναλυτικότερα, ως εκσυγχρονισμός κατά το δυτικό πρότυπο, στα πλαίσια του καπιταλισμού και της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, δηλαδή υπό αστική ηγεμονία».147 Με το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20 ου αιώνα, η Ελλάδα βρίσκεται με μια διαμορφωμένη αντίληψη και επιθυμία για το μετασχηματισμό της πόλης, η οποία ολοκληρώνεται υλικά στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Η τεχνική ελίτ του κρατικού μηχανισμού ανέλαβε να δώσει υπόσταση στον αστικό χώρο της νεαρής τότε ακόμα αστικής τάξης –χώρος ο οποίος ανταποκρίνεται στα νέα διευρυμένα όρια αυτής και του εθνικού της κράτους.148 Εκσυγχρονισμός, λοιπόν, ως «τρόπος ελεγχόμενης μετάβασης σε μια νέα πραγματικότητα, και αστικότητα ως κωδικοποίηση της νέας μορφής που παίρνει η κοινωνική οργάνωση και ο φυσικός χώρος της, του νέου savoir-faire και savoir-vivre των πόλεων».149 Όπως ο Βενιζελισμός, έτσι και το βενιζελικό σχέδιο αστικού εκσυγχρονισμού δεν εκφράστηκε ποτέ μέσα από ένα ενιαίο κείμενο. Αφορά σε ένα πλήθος λόγων και έργων που συγκρότησαν τελικά αυτή την πολιτική γραμμή σε βάθος χρόνου. Η πληρέστερη εικόνα μας δίνεται πρώτον από το πεδίο της εκπαίδευσης, και δεύτερον από αυτό της χωροταξίας και της πολεοδομίας, μιας και είναι τομείς που επιτρέπουν έναν συνολικό σχεδιασμό, με βασική προϋπόθεση μια αποσαφηνισμένη αντίληψη για την επιθυμητή δομή της κοινωνίας.150 Για το πεδίο της χωροταξίας και της πολεοδομίας, που αποτελούσε σημαντικότατο τομέα της κρατικής παρέμβασης για την αναδιάρθρωση του χώρου, δημιουργήθηκε η αναγκαία τεχνική υποδομή για την ανάπτυξη ώστε να αυξηθεί η κινητικότητα του κεφαλαίου και της εργατικής δύναμης.151 Υλική αποτύπωση αυτού: δρόμοι, σιδηροδρομική σύνδεση βόρειας και νότιας Ελλάδας το 1918, έργα διευθέτησης λιμανιών κ.λπ.152
147. Μαυρογορδάτος 1988: 9 148. Γερόλυμπου, Παπαμίχος 1988: 119 149. Χαστάογλου 1988: 93 150. Μαυρογορδάτος 1988: 12 151. Καλογήρου 1988: 88 152. ό.π.: 89
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
79
1910-1920: αστικός εκσυγ χρονισμός και εθνική ολοκ λήρωση Η δυναμική του Βενιζελισμού προκύπτει από το γεγονός ότι αποτελεί έναν εκκωφαντικό συνδυασμό αστικού εκσυγχρονισμού και αστικού εθνικισμού, «σε αδιάσπαστη και διαλεκτική ενότητα», πάντα άρρηκτα δεμένος με τις εκάστοτε προτεραιότητες της εθνικής ολοκλήρωσης. Συγκεκριμένα, από το 1910, «ο εκσυγχρονισμός τέθηκε στην υπηρεσία της εθνικής ολοκλήρωσης. Με τη σειρά της, η εθνική ολοκλήρωση υπηρέτησε τον εκσυγχρονισμό μέχρι το τέλος, προσφέροντας την αναντικατάστατη πολιτική και ιδεολογική του νομιμοποίηση»,153 γεγονός που αποδεικνύει την ιδεολογική συνέχιση και αναγκαιότητα του Βενιζελισμού για το ελληνικό κράτος. Πρωταρχικό παράδειγμα των παραπάνω, η ανάγκη για πλήρη μετάλλαξη του βορειοελλαδικού χώρου μετά την ενσωμάτωσή του στην Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.154 Κατά την περίοδο 1910-1920, το περιεχόμενο της εθνικής ολοκλήρωσης του Βενιζελισμού αφορούσε στην απελευθέρωση των «αλύτρωτων» περιοχών, με αντίστοιχη εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους· κοίταγμα δηλαδή, στον εξωτερικό εχθρό. Αυτή η συνάρθρωση με τον αλυτρωτισμό είχε ως ιδεολογικό επιστέγασμα της βενιζελικής πολιτικής την πλήρη υιοθέτηση του Μεγαλοϊδεατισμού.155 Η πολλαπλότητα της βενιζελικής πολιτικής αποσαφηνίζεται στο εξής χωρίο: «Αν οι οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές ανάγκες για τον εκσυγχρονισμό των αστικών χώρων συγκροτούν έναν πόλο που τροφοδοτεί την εκδήλωση πολιτικών πρωτοβουλιών και αποτελεί το αντικείμενο των θεσμικών ρυθμίσεων που θα επιχειρηθούν μετά το 1914, ο δεύτερος πόλος είναι η εθνική ομογενοποίηση του χώρου και η κατοχύρωση της νέας εθνικής ταυτότητας. Επιδιώξεις που διατυπώνονται στα επίσημα κείμενα ως ”αποτουρκισμός, εξελληνισμός, εκσυγχρονισμός”, τελικά ως ”εκπολιτισμός” των πόλεων του ελληνικού χώρου.»156 Επιδιώξεις που θα μελετήσουμε αργότερα επί του συγκεκριμένου. Έχουμε τελικά την εμφάνιση ενός «Κράτους Δικαίου» με επιδιώξεις για σαφή ιστορικότητα και κοινωνική σύνθεση, καθώς και κοινά εθνικά χαρακτηριστικά, το οποίο και αποτέλεσε τη βάση της βενιζελικής συνταγματικής σκέψης.157 Ταυτόχρονα, η πολιτική σκηνή αναγνωρίζει ότι το Κράτος Δικαίου αποτελεί έναν «συμβολικό δημόσιο χώρο» στον οποίο αποκρυσταλλώνονται υλικά ο κρατικός ορθολογισμός και η πολιτική και κοινωνική αντιπαλότητα.158 Τελικά, η «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» αποτέλεσε το απόγειο του οράματός του κατά την πρώτη περίοδο βενιζελικής διακυβέρνησης. Οφείλουμε, πάντως, να αξιολογούμε τις διάφορες κινήσεις σαν μια προσπάθεια διαχείρισης 153. Μαυρογορδάτος 1988: 10 154. ό.π.: 13 155. ό.π.: 10 156. Γερόλυμπου, Παπαμίχος 1988: 118 157. Κωτσάκη 2005: 121 158. ό.π.: 122
80
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
του ταξικού και κοινωνικού ανταγωνισμού από μεριάς ενός νεαρού εθνο-κρατικού μηχανισμού που δεν είχε επιλύσει ακόμα τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Η προσπάθεια γεφύρωσης του τεράστιου χάσματος με τον κοινωνικό κορμό έμελλε να γίνει τις επόμενες περιόδους. Το βενιζελικό σχέδιο περί αστικού εκσυγχρονισμού δεν περιορίστηκε μόνο στην κρατική οργάνωση, αλλά επιδίωξε και την οργάνωση της ίδιας της κοινωνίας και της ταξικής της σύνθεσης. Το 1914 ιδρύθηκε το Υπουργείο Οικονομίας το οποίο αμέσως θέσπισε βασικούς νόμους για τα εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια, τα γεωργικά επιμελητήρια, τα σωματεία και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς. Αυτή η νομοθεσία αποτέλεσε ένα ενιαίο σύνολο, «ένα ενιαίο σχέδιο ορθολογικής οργάνωσης και έγκυρης εκπροσώπησης όλων των βασικών ταξικών συμφερόντων».159 Ταυτόχρονα, ο Βενιζελισμός αποτέλεσε μια «αστική συμμαχία, με επικεφαλής την επιχειρηματική αστική τάξη και μαζικότερα ερείσματα τα φιλικά της μικροαστικά στρώματα και κυρίως τους ακτήμονες αγρότες, από τους οποίους, μαζί με τους πρόσφυγες [μετά το 1922], προέκυψαν οι νέοι μικροϊδιοκτήτες της αγροτικής μεταρρύθμισης. Στο πλαίσιο αυτής της συμμαχίας είχαν τη θέση τους οι τεχνικοί ως κατεξοχήν “οργανικοί διανοούμενοι” της επιχειρηματικής αστικής τάξης». Οι αντιθέσεις στον αστικό εκσυγχρονισμό, με αντιβενιζελικές αιχμές, εκφράστηκαν από μια «αντίρροπη διαταξική συμμαχία στην οποία διακρίνει κανείς τη λεγόμενη κρατική αστική τάξη» (γαιοκτήμονες, άλλοι εισοδηματίες κ.λπ.), και κυρίως τον «συντριπτικό όγκο των παλιών μικρονοικοκυραίων της πόλης και του χωριού, δηλαδή των κατεξοχήν προκαπιταλιστικών και αντικαπιταλιστικών μικροαστικών στρωμάτων».160 Ξαναστεκόμαστε στη σημαίνουσα ημερομηνία: 1914. Την ίδια χρονιά, ιδρύθηκε το Υπουργείο Συγκοινωνίας, «με καθαρά τεχνικό χαρακτήρα», το οποίο θα καθόριζε το πρόγραμμα και τους μηχανισμούς ελέγχου πάνω σε ζητήματα πολεοδομικής πρακτικής.161 Στις αρμοδιότητές του θα υπάγονταν «τα δημόσια έργα, οι συγκοινωνίες, οι δρόμοι και τα λιμάνια, οι ταχυδρομικές και τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, η υποδομή, η ενέργεια, η πολεοδομία και η τεχνική εκπαίδευση».162 Βλέπουμε δηλαδή την εκχώρηση της αρμοδιότητας για την εξασφάλιση μιας συνολικής και οργανωμένης παρέμβασης στον αστικό χώρο στο κράτος. Εν ολίγοις επήλθε η συνειδητοποίηση ότι με την τεχνική αναδιάρθρωση του ελληνικού κράτους θα ακολουθήσει η κοινωνική και οικονομική. Όλα αυτά αποτέλεσαν την πρώτη συντονισμένη προσπάθεια για αντιμετώπιση και επαναδιαπραγμάτευση του αστικού χώρου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε αυτό το υπουργείο υπάχθηκαν τρεις διευθύνσεις που μέχρι τότε είχε αναλάβει το Υπουργείο Εσωτερικών: των Δημοσίων Έργων, των Σιδηροδρόμων και Τροχιοδρόμων, των Τηλεγράφων
159. Μαυρογορδάτος 1988: 12 160. ό.π.: 11 161. Χαστάογλου 1988: 96 162. Γερόλυμπου, Παπαμίχος 1988: 120
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
81
και Τηλεφώνων. Η ευθύνη δηλαδή της οικιστικής και πολεοδομικής ανάπτυξης μετατοπίστηκε σε έναν κεντρικό και συγκεντρωτικού τύπου κρατικό έλεγχο και απομπλέχθηκε από την αρμοδιότητα των τοπικών φορέων και αυτοδιοικήσεων.163 Αυτή η ολιστική εκσυγχρονιστική προσπάθεια εκδηλώνεται τελικά μέσα από τρία σημεία: την πρωτοφανή αναθεώρηση του γενικού θεσμικού πλαισίου άσκησης της πολεοδομικής πρακτικής, τα καλά αντανακλαστικά του κρατικού μηχανισμού σε οριακές περιπτώσεις καταστροφής όπως αυτές της Θεσσαλονίκης (μετά το 1917) και των Σερρών (1920), και στην ανασυγκρότηση των σπουδών των μηχανικών.164 Το τελευταίο, ανταποκρίνεται στην ανάγκη για στελέχωση από ικανούς τεχνικούς, «ειδικούς» του πεδίου. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το 1914 υπήρξε διάταγμα για την αναδιοργάνωση του ΕΜΠ (που μέχρι τότε ονομαζόταν «Σχολείον Βιομηχανικών Τεχνών» και υπαγόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών) που αφενός το κατέστησε ισότιμο προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών, και αφετέρου υπήχθη οργανωτικά στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Συγκοινωνίας και συγκεκριμένα στη Διεύθυνση των Δημοσίων Έργων.165 Ακόμα πιο συγκεκριμένα, με τον Ν. 980/24/1917, λίγο αργότερα, ιδρύθηκαν μεταξύ άλλων τρεις σχολές: Αρχιτεκτόνων, Χημικών Μηχανικών και Τοπογράφων Μηχανικών.166 Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, βλέπουμε το Υπουργείο Συγκοινωνιών να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο ως ο αρμόδιος κρατικός φορέας ρύθμισης του αστικού –και μη- χώρου.167 Με τη θέσπιση του απαραίτητου νομικού πλαισίου κατάφερε να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα στην πολεοδόμηση και τη ρύθμισή της, με σαφή κατεύθυνση προς την «αστικοποίηση» της κοινωνίας και τη δημιουργία σαφούς εθνικής ταυτότητας που πάντα φιλτράρεται, καθορίζεται και επαναδιατυπώνεται μέσα από τον καθορισμένο από τα εθνικά σύνορα αστικό χώρο.168 Τελικά, η παρέμβαση του κράτους, σε κάθε επίπεδο της καθημερινής ζωής, εκδηλώνεται υλικά και ρητά με τον επανασχεδιασμό των πόλεων.
163. Γερόλυμπου 1995: 71 164. ό.π.: 71 165. Χαστάογλου 1988: 96 166. Σταματίου 2005: 225 167. ό.π.: 223 168. Γερόλυμπου 1995: 74
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
83
Νέο εθνικο-πολιτικό πλαίσιο
Το ελληνικό κράτος, μετά την πρόσφατη δημιουργία του, προσπαθούσε να επεκτείνει την εδαφική κυριαρχία του -πάντα φερόμενο επιθετικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ύστερα από τη μεγάλη ήττα του στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 –το «μαύρο ‘97»- ακολούθησε μια ιδιαίτερα τεταμένη περίοδος. Στη διάρκεια δώδεκα χρόνων (από το 1897 μέχρι το 1909 με το κίνημα στο Γουδί με το οποίο ανέβηκε ο Βενιζέλος στην εξουσία), η Ελλάδα διήλθε από μεγάλη αποσταθεροποίηση: τα δύο κύρια πολιτικά κόμματα κατέρρευσαν, οι πόλεις πέρασαν από μεγάλες αναταραχές, η μοναρχία περιθωριοποιήθηκε και οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες έπαψαν να λειτουργούν. Η μόνη σταθερή πολιτική που είχε η Ελλάδα σχετιζόταν με την «απελευθέρωση» της Μακεδονίας. Η βενιζελική πολιτική ατζέντα απαρτιζόταν από δύο σκέλη: πρώτον, να προστατέψει τους εκτός των συνόρων ομοεθνείς από το ανερχόμενο ανθελληνικό κίνημα των Νεότουρκων και δεύτερον να εξελληνίσει, δηλαδή να ομογενοποιήσει, τις εντός συνόρων πολυεθνικές περιοχές.169 Κατά τη διάρκεια διεύρυνσης του «Μακεδονικού Αγώνα» το ελληνικό κράτος είχε τον απαραίτητο χρόνο για να εκσυγχρονίσει τον στρατό του.170 Τελικά ενεπλάκη στους Βαλκανικούς Πολέμους αποβλέποντας στην κατάκτηση των αποσπώμενων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία εγγύς εδαφών. Ωστόσο, στην περιοχή της Μακεδονίας ο επεκτατισμός –οικονομικός και κοινωνικός- είχε επιτευχθεί μεθοδευμένα αρκετά πριν τους Βαλκανικούς.
169. Μαυρογορδάτος 1988: 10,14 170. Fleming 2009: 106
84
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[20] Το πανηγυρικό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Μακεδονία» την επόμενη μέρα από την εισβολή του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη. πηγή: https://el.wikipedia.org/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
85
Επεκτατισμός πριν τους Βαλκανικούς Οι Έλληνες απέβλεπαν καιρό στην «ανάκτηση» την Μακεδονίας. Ταυτόχρονα με τον δικό τους επεκτατισμό, είχαν να ανταγωνιστούν και τον αντίστοιχο επεκτατισμό του βουλγαρικού εθνικισμού που ομοίως προσπαθούσε να αυξήσει την επιρροή του στην περιοχή. Ήδη πριν το 1908 είχαν σταλθεί στη Μακεδονία, και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, Έλληνες οικονομικοί πράκτορες. Σκοπός τους η επιτόπια αξιολόγηση περί πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας σε αυτά τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν κομμάτια ορθόδοξου πληθυσμού. Οι πράκτορες αυτοί φυσικά διαπίστωσαν την πλήρη αδυνατότητα οικονομικής και κοινωνικής υπεροχής του ελληνικού κομματιού του πληθυσμού της πόλης σε σχέση με τα υπόλοιπα, και κυρίως με το εβραϊκό, το οποίο κατείχε το μεγαλύτερο αριθμητικό εύρος.171 Επιχειρήθηκε τότε η άμεση ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου: στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν ήδη ιδρυθεί στη Θεσσαλονίκη τρεις ελληνικές τράπεζες. Επίσης, επιτεύχθηκε η αντικατάσταση των Εβραίων μεσαζόντων που κατείχαν τις αντίστοιχες θέσεις για τη διάθεση προϊόντων των Ελλήνων αγροτών, που όμως δεν απήλαυσε ιδιαίτερης επιτυχίας λόγω των πραγματικών κοινωνικών συσχετισμών. Η επιμονή όμως στον αγώνα για την ελληνοποίηση της Μακεδονίας –και ειδικά της Θεσσαλονίκης- μεγάλωσε σε ένταση και «δεν άργησε να ξεπεράσει τα όρια του οικονομικού ανταγωνισμού κατά των ανθιστάμενων Εβραίων».172 Οι παραπάνω ενέργειες καταδεικνύουν την ένταση της προσπάθειας για την επικείμενη εγκαθίδρυση του ελληνικού στοιχείου στη Μακεδονία. Επιπλέον, αναδεικνύουν την αναγκαιότητα των υλικών σχέσεων μέσω των οποίων θα ήταν δυνατή αυτή η εγκαθίδρυση. Γι’ αυτό και συνεχίστηκαν: ενισχύθηκε κι άλλο ο οικονομικός ανταγωνισμός με διάφορους αποκλεισμούς, όπως ο εμπορικός με την ίδρυση διάφορων ελληνικών εμπορικών οίκων στη Θεσσαλονίκη για να παρακάμψουν τους Εβραίους μεσάζοντες, και αυτός των Εβραίων εργατών που όριζαν ένα αρκετά διευρυμένο υποκείμενο της τοπικής εργατικής τάξης. Αυτή η εξάπλωση του ελληνικού εθνικισμού έγινε ακόμα πιο διάχυτη και κοινωνικά προσβάσιμη από μέσα όπως οι εφημερίδες «Φάρος» και «Αλήθεια» που περιείχαν συνεχείς συκοφαντίες αίματος κατά των Εβραίων.173 Οι ίδιοι οι Έλληνες, «απέδιδαν όλες τις αποτυχίες των προσπαθειών τους για την ελληνοποίηση της πόλης στην εβραϊκή στάση».174
171. Μόλχο 2014α: 230 172. ό.π.: 231 173. ό.π.: 231 174. ό.π.: 243
86
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
Η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης Φτάνουμε λοιπόν σε μια στιγμή εδαφικοποίησης του μεγαλοϊδεατισμού· μια πρώιμη στιγμή πραγμάτωσης του ελληνικού αλυτρωτισμού. Το 1912 ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Η σύνθεση του Α’ Βαλκανικού Πολέμου είχε ως εξής: η Ελλάδα με τη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τελευταία, κατέληξε σε ασύλληπτη καταστροφή· μέσα σε έξι εβδομάδες, το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1912, έχασε σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά της εδάφη, κάποια εκ των οποίων κατείχε για περισσότερα από πεντακόσια χρόνια.175 Εν συνεχεία, ο πόλεμος μετατράπηκε σε ανταγωνισμό των προηγουμένως συμμαχικών κρατών τα οποία διεκδικούσαν την ευνοϊκότερη προς αυτά κατανομή των εδαφών που άφησαν πίσω τους οι ηττημένοι Οθωμανοί. Τον Οκτώβριο του 1912 το ελληνικό κράτος νίκησε το βουλγάρικο·176 στις 26 Οκτωβρίου, ημέρα γιορτής του Αγίου Δημητρίου, υπεγράφησαν στη Θεσσαλονίκη τα πρωτόκολλα παράδοσης της πόλης από την οθωμανική διοίκηση στον ελληνικό στρατό. Το ότι η κατάληψη της πόλης συνέπεσε με τη γιορτή του πολιούχου της, είναι γεγονός με απόλυτη θρησκευτική και συμβολική σημασία. Από την ελληνική σκοπιά, αυτή η θρησκευτική χροιά ολοκληρώνει την «τελεολογική αντίληψη των ελληνορθόδοξων» περί του ότι ο Άγιος Δημήτριος, ο προστάτης της πόλης, κατάφερε να τους απελευθερώσει, αυτούς προσωπικά, από τον τουρκικό ζυγό.177 «Ο μύθος του ελληνικού εθνικού ευαγγελισμού ήρθε τώρα να επικαλύψει τον ιδρυτικό μύθο του χριστιανισμού.»178 Βλέπουμε λοιπόν ότι η επέτειος κατάληψης της Θεσσαλονίκης είναι «γεγονός με εθνικιστική, πολιτική και θρησκευτική σημασία». Η χρονική σύμπτωση της «απελευθέρωσης» μπορούσε πλέον να συνδέσει τη γραφόμενη νεο-ελληνική ιστορία με τη μονοσήμαντη ελληνορθόδοξη παράδοση. Το ελληνικό κράτος, με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, όχι μόνο κατάφερε τη διόγκωση των συνόρων του, αλλά έμμεσα και συμβολικά κατάφερε να υπογραμμίσει τη βαθιά θρησκευτικότητα του ελληνικού εθνικισμού. Το γεγονός αυτό ήταν ένα προμήνυμα της μελλοντικής ομογενοποίησης του πληθυσμού της πόλης. Η κατάκτηση της Θεσσαλονίκης, πέρα από εκπλήρωση της ελληνικής στρατηγικής, έφερε στο προσκήνιο και διάφορα άλλα «παράπλευρα»: μέσα σε μια νύχτα το ελληνικό κράτος προσάρτησε στα εδάφη του τη μεγαλύτερη εβραϊκή πόλη στην Ευρώπη (μιλώντας πάντα για το ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού της). Είπαμε, Yerushalayim de Balkan: οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης αποτελούσαν το μεγαλύτερο εμπόδιο για τον εξελληνισμό της πόλης.179 Αναγκαστική λοιπόν προ175. Mazower 2006: 352 176. Fleming 2009: 107 177. Αντίστοιχη «σύμπτωση» έλαβε χώρα ενενήντα χρόνια νωρίτερα, κατά την Ελληνική Επανάσταση, με την 25η Μαρτίου η οποία είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού. 178. Naar 2018: 27 179. Fleming 2009: 107
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
87
ϋπόθεση ήταν το να ξαναγραφτεί το εβραϊκό παρελθόν της, όπως και των υπόλοιπων μειονοτήτων της·180 το ίδιο το παρόν και το μέλλον της. Μιας και πέρα από την ορθοδοξία κλειδί για την ελληνικότητα αποτελούσε και η ελληνική γλώσσα, ήδη από το 1915 όλα τα εβραϊκά και μουσουλμανικά κοινοτικά σχολεία, που εξαρτιόνταν από το δημόσιο, ήταν υποχρεωμένα να τη διδάσκουν.181 Για το επόμενο διάστημα η πόλη έμεινε υπό την ελληνική κυριαρχία. Με τη λήξη και του Β’ Βαλκανικού Πολέμου και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 10 Αυγούστου του 1913, η Θεσσαλονίκη και οι πέριξ περιοχές (συμπεριλαμβανομένων μεγάλων κομματιών της Ηπείρου και της Μακεδονίας, όπως επίσης και η Κρήτη λίγο αργότερα) έγιναν επισήμως κομμάτια της ελληνικής εδαφικής επικράτειας. Στη συνθήκη δεν γινόταν καμιά ιδιαίτερη μνεία για τους σεφαραδίτες Εβραίους της, οι οποίοι βρίσκονταν σε πλήρη σύγχυση έχοντας επίγνωση των νέων μελλοντικά επιβαλλόμενων συνθηκών: ήταν αδύνατο το έθνος-κράτος που ονομαζόταν Ελλάδα να τους αντιμετωπίσει με την καλοπροαίρετη αφέλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.182 Μια ματιά πάνω από την πόλη: το 1913, εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της, 61.439 Εβραίοι, 45.867 Τούρκοι, 39.956 Έλληνες, 10.627 από άλλες εθνοτικές ομάδες.183 Ευρύτερα στην ελληνική Μακεδονία, οι Έλληνες αποτελούν μόνο το 42% επί του συνολικού πληθυσμού.184 Περί της εβραϊκής παρουσίας και αντισημιτικών πρακτικών Μέχρι το 1912 στην Ελλάδα (που δεν είχε προσαρτήσει ακόμα τις «Νέες Χώρες») δε ζούσαν πάνω από 10.000 Εβραίοι. Οι τελευταίοι ήταν ρωμανιώτες, δηλαδή γηγενείς ελληνόφωνοι Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί στη νότια Βαλκανική από τους πρώτους αιώνες μ.Χ. Με τους Βαλκανικούς Πολέμους επομένως, ο εβραϊκός πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε αιφνίδια κατά 70.000. Σε αντίθεση με τους ρωμανιώτες, οι σεφαραδίτες Εβραίοι πολιτισμικά και ιστορικά δεν πληρούσαν παρά
180. Το 1912, η Θεσσαλονίκη είχε πληθυσμό 160.000 περίπου ατόμων. Περίπου τα μισά ήταν Εβραίοι σεφαραδίτες, ενώ τα υπόλοιπα Μουσουλμάνοι, ορθόδοξοι Χριστιανοί, Ντονμέδες (εξισλαμισμένοι Εβραίοι), Αρμένιοι, Σλάβοι, Ρομά και ξένοι πολίτες. Πολλοί από αυτούς διεκδικούσαν να έχουν διπλή υπηκοότητα. Με τη νέα κατάκτηση της πόλης από ένα έθνος-κράτος, που επιζητεί την εσωτερική ομογενοποίηση, τίθεται το ερώτημα για το κατά πόσο θα διατηρηθεί η προηγούμενη κοινωνική και θρησκευτική πολυμορφία. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες και ειδικά οι Εβραίοι οι οποίοι αποτελούσαν την κυρίαρχη ομάδα της πόλης ουσιαστικά αυτοδιοικούνταν, ενώ τώρα ήταν φανερό από την αρχή ότι την προσοχή της ελληνικής διοίκησης θα κατείχε η ελληνορθόδοξη μειονότητα και τα δικά τους προνόμια θα μειώνονταν σταθερά. [Fleming 2009: 109] 181. Mazower 2006: 474 182. Μόλχο 2014α: 242 183. Lagopoulos 2005: 65 184. Καλογήρου 1988: 85
88
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
ελάχιστα το μωσαϊκό της ελληνικότητας. Είχαν δική τους γλώσσα, ισχυρή ταυτότητα ως Οθωμανοί υπήκοοι, την ισχύ του αριθμού τους,185 και λόγω του τελευταίου οικονομική υπεροχή. Η ισχυρή τους κοινότητα έπρεπε να σηκώσει το εξής βάρος: το να είναι ταυτόχρονα η λιγότερο ελληνοποιημένη αλλά και η μεγαλύτερη από αυτές που συνιστούσαν τον ελληνικό εβραϊσμό. Παραθέτουμε κάποια αποτελέσματα αυτής της ταυτοτικής διαφοροποίησης. Για δύο μήνες μετά την είσοδο των ελληνικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, ο τοπικός ελληνικός πληθυσμός, ασυγκράτητος, και πολλές φορές μαζί με τη βοήθεια στρατιωτών, προέβησαν σε αγριότητες που θύμιζαν πογκρόμ. Συγκεκριμένα, πάνω από πενήντα Εβραίες κατήγγειλαν το βιασμό τους, λεηλατήθηκαν τετρακόσια εβραϊκά μαγαζιά και πάνω από τριακόσια σπίτια. Ταυτόχρονα, διάφοροι ένοπλοι έκαναν ληστείες στο κέντρο της πόλης μέρα μεσημέρι και δύο απ’ τους Εβραίους που αντιστάθηκαν δολοφονήθηκαν. Άλλοι υπέστησαν κακοποίηση ή και φυλάκιση χωρίς καμιά συγκεκριμένη κατηγορία. Λόγω της αδυναμίας παρέμβασης των νέων αρχών της πόλης, οι τελευταίες προειδοποιήθηκαν από Άγγλους και Γάλλους προξένους με την απειλή της επέμβασης των κυβερνήσεών τους με σκοπό την ασφάλεια των κατοίκων. Ενώ μέχρι τότε οι ελληνικές αρχές είχαν αγνοήσει τις οποιεσδήποτε διαμαρτυρίες του εβραϊκού πληθυσμού, τώρα, με την προειδοποίηση των προξένων που δημιουργούσε το φόβο επικείμενης αδυνατότητας για ανεξαρτησία κινήσεων της ελληνικής αρχής, το ελληνικό στοιχείο απέκτησε διαφορετική στάση απέναντι στο πληγέν εβραϊκό.186 Να σημειώσουμε ότι γενικότερα μετά την προσάρτηση της Θεσσαλονίκης οι εντάσεις ανάμεσα σε Εβραίους και Χριστιανούς ορθόδοξους εντάθηκαν, όχι μόνο λόγω των πολιτισμικών τους διαφορών, «αλλά και λόγω των ανθεκτικών στον χρόνο προκαταλήψεων, όπως αντανακλώνταν στις συνεχείς κατηγορίες ότι οι Εβραίοι σκότωσαν τον Χριστό, στις περιστασιακές συκοφαντίες αίματος και στον οικονομικό ανταγωνισμό».187 Ας δούμε ένα απόσπασμα από γράμμα προς τη γυναίκα του ενός αξιωματικού ονόματι Ιπποκράτης Παπαβασιλείου: «14 Μαΐου 1913: Εσιχάθηκα φοβερά. Θα προτιμούσα δε χίλιαις φοραίς να ήμουν στρατοπεδευμένος υπό σκηνήν σε κανένα βουνό παρά εδώ εις αυτήν την παρδαλήν πόλιν όπου είναι συγκεντρωμέναι όλαι αι φυλαί του Ισραήλ. Σε βεβαιώ ότι αντιπαθητικότερος τόπος δεν υπάρχει». «19 Μαΐου: Δεν ξέρω κατά πόσον δύναται να αρέσει μια πόλις με κοινωνίαν παρδαλήν, αποτελούμενην κατά τα 9/10 από εβραίους. Δεν έχει ουδέν το Ελληνικόν αλλ’ ούτε το ευρωπαϊκό. Δεν έχει τίποτε».188 Οι παραπάνω αντιλήψεις και η συνειδητοποίηση της επισφαλούς τους θέσης λόγω του ότι η Θεσσαλονίκη είχε μετατραπεί σε συνοριακή πόλη, έκανε τους
185. Fleming 2009: 80 186. Μόλχο 2014α: 245 187. Naar 2018: 28 188. Mazower 2006: 353
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
89
Εβραίους να νιώθουν ανασφάλεια. Ενώ για τόσα χρόνια απολάμβαναν σχετική ανεξαρτησία, φοβούνταν πλέον ότι ο καθορισμός εθνικών συνόρων θα μείωνε σημαντικά τις εμπορικές τους δραστηριότητες.189 Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν και άλλα τόσα επαγγέλματα κάθε είδους και κοινωνικής τάξης: τραπεζίτες, έμποροι, ναυτιλιακοί και ασφαλιστικοί πράκτορες, μικροπωλητές, αχθοφόροι, μεταφορείς, ναυτικοί κ.λπ.190 Όλος αυτός ο κόσμος βρισκόταν σε απελπιστική θέση όταν συνειδητοποιούσε ότι θα υποβαθμιζόταν οικονομικά μιας και θα έπρεπε τώρα να ευθυγραμμιστεί με τα συμφέροντα του «ασταθούς» ελληνικού κράτους, ενώ τόσα χρόνια εξυπηρετούσε μια αγορά των τριών ή τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων των εγγύς εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και φρόντιζε έτσι για την αναπαραγωγή του. Πολλοί επέλεξαν ως άμεση λύση τη μετανάστευση για να αναζητήσουν νέους πόρους ζωής. Όσον αφορά στους Εβραίους που έμειναν και συγκεκριμένα τις εβραϊκές πολιτικές παρατάξεις, αυτές, έχοντας επίγνωση της υπεροχής τους, προσπάθησαν ακόμα και να καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη διεθνή πόλη –δηλαδή υπό εβραϊκή κατά προτίμηση διοίκηση, κάτι σαν αυτόνομη εβραϊκή πόλη-κράτος. Ήταν πεπεισμένες ότι «η Θεσσαλονίκη δεν ήταν ούτε ελληνική, ούτε τουρκική, ούτε βουλγάρικη, αλλά εβραϊκή και δεν ήταν δυνατόν να εξομοιωθεί με τους χωρικούς της Μακεδονίας».191 Αυτή η πρωτοβουλία πάρθηκε από τους ίδιους τους Εβραίους της περιοχής, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα τους αναγνώριζαν ως «αδιαφιλονίκητους άρχοντες της περιοχής». Σχέδιο που, παρότι δημοφιλές, τελικώς απορρίφθηκε από τις διεθνείς εβραϊκές οργανώσεις που συμβάδιζαν με το κίνημα του σιωνισμού και υποστήριζαν ότι η ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στη Θεσσαλονίκη θα υπονόμευε την εγκαθίδρυση ενός στον χώρο της Παλαιστίνης.192 Το γεγονός αυτό (παρά την έκβασή του), όπως και άλλα, έκαναν το ελληνικό κράτος να ακολουθήσει μια φιλοεβραϊκή πολιτική, με αναχαίτιση κάθε πράξης βίας ή αντίδρασης κατά των Εβραίων, έχοντας ως βασικό διακύβευμα την ευνοϊκή στάση των Μεγάλων Δυνάμεων για την καθιέρωση και επικράτηση του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή της Μακεδονίας. Τελικά επιχειρήθηκε μια πιο μετριοπαθής στάση, που οδήγησε στη μετακίνηση Ελλήνων από τη Θράκη και στην άφιξη δημοσίων υπαλλήλων και Ελλήνων της νότιας Ελλάδας που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη στα πλαίσια των ανοιγόμενων δυνατοτήτων.193
189. Εκείνη την περίοδο η Θεσσαλονίκη ήταν το σημαντικότερο λιμάνι του Θερμαϊκού και ρύθμιζε τη μεταπρατική δραστηριότητα σ’ έναν ευρύτερο άξονα Αλβανίας-Ηπείρου-Παλαιάς Σερβίας-Μακεδονίας-Θράκης ενώ ταυτόχρονα ήταν και κύριος προμηθευτής τους. 190. Μόλχο 2014α: 253 191. ό.π.: 51 192. Naar 2018: 1-3 193. Μόλχο 2014α: 44
90
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
Η πολιτική δύναμη της εβραϊκής κοινότητας Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης ήταν πολύ διαφορετική από τις υπόλοιπες που συνιστούσαν τον ελληνικό εβραϊσμό στα διάφορα αστικά κέντρα.194 Παρά τον μεγάλο της αριθμό που έχει ήδη αναφερθεί, εντοπίζουμε τη σύμπλευση άλλων πολλών ιδιαίτερων χαρακτηριστικών. Αρχικά παρατηρούμε τη σαφή πολιτική τοποθέτηση των Εβραίων στο μεταβατικό διάστημα 1912-1919, όπου αρνούνταν να δεχθούν τη νέα κατάσταση ως δεδομένη.195 Συμπεριφέρονταν δηλαδή ως ντόπιοι και όχι ως «φιλοξενούμενοι». Ταυτόχρονα, η πολιτική τους τοποθέτηση και δύναμη φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το ελληνικό κράτος, αφού το ίδιο τελικά υιοθετεί μια αναπάντεχη φιλοεβραϊκή πολιτική,196 όπως προαναφέραμε. Επιπλέον, ακόμα και μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913 που επικύρωνε την εδαφική κυριαρχία του ελληνικού κράτους, το ίδιο συναίνεσε σε προσωρινή παραχώρηση διαφόρων προνομίων που είχε ζητήσει η εβραϊκή κοινότητα, τα οποία και τήρησε.197 Ένα καλό παράδειγμα είναι, μεταξύ άλλων, η διατήρηση της (εβραϊκής) αργίας του Σαββάτου, που κατατέθηκε σε υπόμνημα της κοινότητας τον Ιανουάριο του 1914.198 Βλέπουμε λοιπόν μια αντιστροφή ρόλων, όπου η επίσημη εξουσία προσπαθεί να εκμαιεύσει τη συμπάθεια μιας μειονοτικής (στην επικράτειά του) πληθυσμιακής ομάδας, που όμως λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της καταφέρνει και επιβάλλεται. Τα παραπάνω δεν είναι ούτε η αναμενόμενη συμπεριφορά ενός λαού που «απελευθερώνει» κατακτημένα εδάφη, ούτε η συμπεριφο-
194. «Ποιά είναι τα κοινά – τα τυπικά χαρακτηριστικά της συνηθισμένης αστικής εβραϊκής κοινότητας; Κατά κανόνα, πρόκειται για πληθυσμιακή και πολιτιστική μειονότητα, που δύσκολα συγχρωτίζεται με τις υπόλοιπες εθνοτικές αλλά και κοινωνικές μειονότητες με τις οποίες συμβιώνει στις οθωμανικές πόλεις. Η εβραϊκή μειονότητα συμπεριφέρεται διαφορετικά από τις άλλες καθώς δεν έχει πολιτική υπόσταση. Δεν διακινδυνεύει να εκφράσει πολιτικές και, πολύ περισσότερο, εδαφικές διεκδικήσεις ακόμη κι αν χαρακτηρίζεται από μακρά προϊστορία. (...) Αντίθετα, η προσπάθεια της εβραϊκής μειονότητας (...) επικεντρώνεται στο να ευθυγραμμίζεται με την εκάστοτε πολιτική εξουσία η οποία και ελέγχει την παραμονή της. (...) Η συνηθισμένη εβραϊκή κοινότητα συμπεριφέρεται ως απολιτική ομάδα που ιεραρχεί τους προβληματισμούς της κυρίως μέσω της εβραϊκότητάς της, δηλαδή της διαφορετικότητάς της, παρά ως τμήμα του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκει. (...) Η αποστασιοποίηση της τυπικής εβραϊκής μειονότητας από τον ευρύτερο κοινωνικό της χώρο είναι και ένας από τους λόγους που ενισχύει την εχθρότητα του μη εβραϊκού πληθυσμού κατά των Εβραίων. Δηλαδή η δυσκολία ταύτισης που παρουσιάζει αυτή η κατ’ ανάγκην εβραιοκεντρική συμπεριφορά, τους εμφανίζει να ευθυγραμμίζονται με την εξουσία. Καθώς η στάση «υποταγής» της εβραϊκής κοινότητας είναι a priori δεδομένη, εκλαμβάνεται κατ’ ανάγκην ως εχθρική προς τα υπόλοιπα εθνοτικά ή κοινωνικά στοιχεία. (...) Προσαρμόζεται αλλά δεν επεμβαίνει στην πολιτική διαδικασία, και αρκείται σε μια εσωστρεφή διαδικασία ανάπτυξης, που περιορίζει τη δραστηριότητά της στον επαγγελματικό και στον εβραϊκό κυρίως τομέα.» [ό.π.: 22-23] 195. ό.π.: 22 196. Ταυτόχρονα, οι υπόλοιπες αστικές εβραϊκές (μικρότερες) και κατά βάση «φιλότουρκες» κοινότητες συνεχίζουν να δέχονται αντισημιτικές επιθέσεις. 197. ό.π.: 275 198. ό.π.: σελ. 274
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
91
ρά ενός κατακτημένου λαού που περιμένει με αγωνία τον ελευθερωτή του. Την περίοδο που ακολούθησε τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η Θεσσαλονίκη θα βίωνε περισσότερες μορφολογικές και πολιτιστικές αλλαγές απ’ όσες κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων. Η εβραϊκή κοινότητα μετασχηματίστηκε έντονα από εξωτερικές και εσωτερικές (πολιτικές) αλλαγές. Με την επικείμενη ελληνική πολιτιστική ηγεμονία στην περιοχή της Μακεδονίας, εμφανίστηκε η ανάγκη για μια βαθιά αφομοιωτική πολιτική. Η αποδοχή των μειονοτήτων στο νέο εθνικό κράτος θα επέβαλε μια συγκεκριμένη οπτική σε συνάρτηση με τις ήδη διαμορφωμένες εθνικές βλέψεις των Ελλήνων. Η κακομεταχείριση των Μουσουλμάνων, των Βούλγαρων, των Εβραίων και των υπολοίπων, όχι μόνο θα υπονόμευε τη διεθνή υπόληψη της Ελλάδας, αλλά θα αποτελούσε και αφορμή για αντίστοιχη συμπεριφορά απέναντι στις ελληνορθόδοξες μειονότητες που ζούσαν ακόμα στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, με πρωτοστάτη τη βασιλική οικογένεια, πάσχισε να πείσει ιδίως τον εβραϊσμό της Θεσσαλονίκης για τις καλές της προθέσεις και ακολούθησε μια πολιτική που την ονόμασε «υπερσημιτισμό», αποκαλύπτοντας έτσι τη θέληση της για την προστασία όχι μόνο των εβραϊκών κοινοτήτων αλλά και των υπολοίπων μειονοτήτων της χώρας γενικά.199 Έχουμε λοιπόν μια νέα –σύντομη- πολιτική πραγματικότητα κατά την οποία το κυρίαρχο έθνος δεν εξαλείφει τις υπάρχουσες μειονότητες αλλά τις εγκολπώνει ως ισότιμα μέλη. Το παραπάνω διασώζει την ψευδαίσθηση περί φιλοεβραϊσμού του ελληνικού κράτους και θέτει τις βάσεις για τη φιλία και την ομαλή συνύπαρξη μεταξύ Εβραίων και Ελλήνων της οθωμανικής επικράτειας. «Στο σημείο αυτό ο ελληνικός εθνικισμός υπήρξε δημιουργικός και ενοποιητικός, σε αντίθεση με το κλασικό μοντέλο που ήταν απορριπτικό και διασπαστικό».200 Παρ’ όλα αυτά μας εντυπωσιάζει η προσωρινότητα αυτής της πολιτικής, γιατί, όπως αποδείχθηκε, μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917 ο ελληνικός εθνικισμός προσπάθησε αυθωρεί και χωρίς κανένα δισταγμό να επιτύχει την ομογενοποίηση της πόλης. Πρωτόλειες προσπάθειες εκσυγ χρονισμού Έχει ενδιαφέρον η οπτική που αποδεικνύει την αναγκαιότητα για άμεσο εκσυγχρονισμό, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρισκόταν με σοβαρότατα στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα. Πολύ σύντομα μετά την κατάληψη της πόλης, το φθινόπωρο του 1913, συγκροτήθηκε μια ομάδα αρχιτεκτόνων, τεχνικών και καλλιτεχνών, με εισηγητή τον Α. Ζάχο, οι οποίοι συνέστησαν την Επιτροπή Εξωραϊσμού, όπως αυτή ονομάστηκε.201
199. Mazower 2006: 360 200. Μόλχο 2014α: 290 201. Γερόλυμπου 2014: 500
92
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[21] Οι αλλαγές των ονομασιών των δρόμων στα ελληνικά. πηγή: Δημητριάδης 1983
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
93
«Στις προτάσεις της Επιτροπής Εξωραϊσμού περιλαμβανόταν η διάνοιξη της Εγνατίας σε συνολικό πλάτος 24 μέτρων, με πεζοδρόμια 5 μέτρων δενδροφυτεμένα· ομοίως η διαπλάτυνση, σε 24 μέτρα, της κάθετης προς τη θάλασσα –σημερινής οδού Βενιζέλουπου συνέδεε το λιμάνι με το Διοικητήριο και ήταν, όπως γνωρίζουμε ήδη, σε πολλά της σημεία σκεπαστή. Ταυτόχρονα, σε σύμπνοια με την Αρχαιολογική Υπηρεσία, προτάθηκαν η διατήρηση του βυζαντινού τείχους και η διάνοιξη πλατειών μπροστά από πολλά μνημεία της πόλης, όπως την Αψίδα του Γαλερίου και όλες τις σημαντικές εκκλησίες, παράλληλα με την επιβολή ειδικών δεσμεύσεων στις όψεις των γειτονικών ιδιωτικών κτιρίων. Επίσης δραστήρια παρέμβαση έγινε υπέρ της διατήρησης του Λευκού Πύργου, όταν εκδηλώθηκαν σκέψεις για την κατεδάφισή του. Αξίζει εδώ να προστεθεί ότι σε μια μεταγενέστερη συνέντευξή του στις εφημερίδες, ο Α. Ζάχος υποστήριξε ότι το 1913 ο Λευκός Πύργος γλίτωσε την κατεδάφιση μόνο εξ αιτίας της μεγάλης δαπάνης που απαιτούσε το έργο!»202 Οι εργασίες ατόνησαν την άνοιξη του 1914 και διακόπηκαν πάραυτα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την έλευση της Στρατιάς της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη, που έθεσαν την πόλη σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Παρόμοιες όμως υφές θα δούμε και στα επόμενα σχέδια, πραγματοποιήσιμα τελικώς ή μη. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η μετονομασία των οδών, το οποίο αποτελεί τυπική πρακτική εδραίωσης μνήμης και ιστορικότητας. «Τα νέα ονόματα των οδών διατράνωναν τώρα, όπως το διατύπωσε με ειρωνεία ένας παρατηρητής, ”όλες τις λαμπρότερες δόξες του Ελληνισμού”».203 Όλα τα κατασκευασμένα σύμβολα του ελληνισμού μπορούσαν πλέον να ιδωθούν στις μικρές, γαλλικού τύπου εμαγιέ πινακίδες. Μπορούσε κανείς να δει τον Αλέξανδρο, τον Αριστοτέλη, τον Βασίλειο το Βουλγαροκτόνο. Η λεωφόρος των Εξοχών, που διέσχιζε την ομώνυμη ανώτερων στρωμάτων συνοικία, έγινε η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας. Η λεωφόρος Χαμηδιέ, που κατέληγε στον Λευκό Πύργο και είχε σημαντικές υπηρεσίες και διοικητικά γραφεία της πόλης, μετονομάστηκε σε Λεωφόρος Ενώσεως, έπειτα Πριγκίπος Κωνσταντίνου, έπειτα Βασιλέως Κωνσταντίνου και κατέληξε στη γνωστή Εθνικής Αμύνης. «Οι ταμπέλες των μαγαζιών ξαναβάφτηκαν με περίοπτα ελληνικά γράμματα, συχνά γαλανόλευκα».204
202. Γερόλυμπου 2007: 6 203. Mazower 2006: 362 204. ό.π.: 362
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
95
Πυρκαγιά και νομοθε τικό πλαίσιο ανοικοδόμησης
Η πυρκαγιά του 1917 Η κάθε είδους ροπή προς την ελληνοποίηση της πόλης, είχε ήδη ξεκινήσει όταν ο Βενιζέλος καθόρισε δικό του διοικητή για τη Θεσσαλονίκη. Επιπλέον, ήδη από το 1914 με το ξεκίνημα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οργάνωσε δική του (προσωρινή) κυβέρνηση στην πόλη, σε σαφή πολιτική αντίθεση με την κεντρική (και βασιλική) στην Αθήνα.205 Το 1915, όπως είδαμε, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη η Στρατιά της Ανατολής, δηλαδή τα συμμαχικά στρατεύματα κατά τον «Μεγάλο Πόλεμο», όπου στρατωνίζονταν ως επί το πλείστον εκτός των τειχών. Με την εγκατάστασή τους ξέσπασε στην πόλη ένα όργιο κερδοσκοπίας και επιχειρηματικότητας. Την ώρα λοιπόν μεγάλου οικονομικού αναβρασμού (χαρακτηριστικό σε κάθε περίοδο πολέμου) και τη στιγμή που το ελληνικό κράτος αποφάσιζε να συνδράμει στην εκστρατεία των συμμαχικών στρατευμάτων, το τελευταίο βρέθηκε αντιμέτωπο με μια εσωτερική καταστροφή.206 Ο γενικός αναβρασμός στην πόλη έμελλε να λήξει βίαια και καταστροφικά με την πυρκαγιά του 1917. Η πυρκαγιά ξεκίνησε το απόγευμα της 5ης (18ης) Αυγούστου, στην οδό Ολυμπιάδος στη βορειοανατολική πλευρά της πόλης, στις 3.30 το απόγευμα. Σε χρονικό διάστημα 32 ωρών, το ιστορικό κέντρο που επί τέσσερις και πλέον αιώνες οριζόταν από την εβραϊκή παρουσία, έγινε «παρανάλωμα του πυρός».207 Η πυρκαγιά έληξε την επόμενη μέρα, στις 6 (19) Αυγούστου, στις 11.30 τη νύχτα. Το αποτέλεσμα, 205. Bugatti 2013: 501 206. Fleming 2009: 122 207. Μόλχο 2014α: 120
96
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[22] Διάγραμμα του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Με μαύρο χρώμα σημειώνονται τα κατεστραμμένα τετράγωνα. Από το λεύκωμα «Incendie de Salonique. 18-19 Août 1917» της Αεροναυτικής Υπηρεσίας του γαλλικού στρατού. πηγή: https://el.wikipedia.org/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
97
συνοπτικά: «κατέκαυσε 120 εκτάρια του σημαντικότερου τμήματος του κέντρου, εξαφάνισε οριστικά την ”ανατολίτικη” όψη και την παραδοσιακή διάρθρωση της Θεσσαλονίκης που συνέχιζαν να επιβιώνουν παρά τις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες στο γύρισμα του αιώνα».208 Σε κείμενο του Απόστολου Βακαλόπουλου, μνημονεύεται η εμπειρία ενός Γάλλου αξιωματικού του ναυτικού –του Dufour de la Thuillerie- που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη της αυγουστιάτικης πυρκαγιάς. Λέει χαρακτηριστικά: «Ανήσυχος διαπίστωνα ότι ο Βαρδάρης φυσούσε με πάρα πολύ μεγάλη σφοδρότητα, και ότι η εστία της φωτιάς ήταν ακριβώς στα δυτικά τείχη. Όπως το είπε ένας πνευματώδης συγγραφέας, ”ο Βαρδάρης είναι ο Μιστράλ της Θεσσαλονίκης, αλλά είναι ένας σκληρός βουνίσιος αέρας, που εφορμά σαν καταιγίδα από τα άγρια Βαλκάνια”. Είναι ένας δυτικός ή βορειοδυτικός άνεμος. Σπρώχνει λοιπόν τις φλόγες προς την πόλη. Στις 7 η ώρα 300 σπίτια είχαν καταστραφεί και, με την επίδραση του ανέμου που επέμενε, η πυρκαγιά εξαπλώνεται με τρομακτική ταχύτητα. Στις 8 η μισή πόλη βρισκόταν ανάμεσα στις φλόγες, χωρίς να είναι δυνατόν πια στο εξής ν΄ αναχαιτιστεί η θεομηνία. Από καιρό σε καιρό στο απέραντο αυτό καμίνι, εκρηγνύονταν με πάταγο αποθήκες από λάδι, από βενζίνη, από οινόπνευμα, καθώς επίσης κρυφές αποθήκες με μπαρούτι και δυναμίτιδα, που δεν έλειπαν βέβαια σ’ έναν τόπον ετοιμασμένο για αγώνες και επαναστάσεις. Παρατηρούνταν τεράστιες αναλαμπές, που το ύψος τους έφτανε τα 100 μέτρα. 20 Αυγούστου 1917. Η Θεσσαλονίκη, η εμπορική, η πλούσια, η ζωντανή, η καρδιά του ευρύχωρου οικισμού που απλώνεται μέσα στον περίβολο της αρχαίας πόλης, δεν είναι πια παρά ένας σωρός από φλεγόμενα συντρίμμια και καπνίζοντα ερείπια».209 Σημειώνουμε ότι, «από τον Nehama και άλλους ιστορικούς η πυρκαγιά θεωρείται το σοβαρότερο χτύπημα για την κοινότητα, πριν από το Ολοκαύτωμα».210 Υπήρχαν πολλά αίτια για την ταχύτατη εξάπλωση της φωτιάς. Ήταν τέλη του καλοκαιριού, της πιο ζεστής και ξηρής εποχής, μετά από περίοδο ανομβρίας· ο Βαρδάρης που, όπως είδαμε, είναι βορειοδυτικός, «έσπρωχνε» τη φωτιά προς το ιστορικό κέντρο· υπήρχε λειψυδρία στην πόλη, μιας και έπρεπε να καλυφθούν οι ανάγκες των χιλιάδων στρατιωτών των συμμαχικών στρατευμάτων και των στελεχών του κυβερνητικού μηχανισμού του Βενιζέλου που είχαν πρόσφατα εγκατασταθεί στην πόλη· η απουσία οργανωμένης πυροπροστασίας έκανε μια τοπική 208. Γερόλυμπου 2007: 6 209. Βακαλόπουλος 1989-90: 307-311 210. Χαστάογλου 1994: 33
98
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[23] Εναέρια φωτογραφία της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της φωτιάς. Διακρίνεται το λιμάνι με τη Βρετανική αποβάθρα. πηγή: http://www.news247.gr/
[24] Τα ισοπεδωμένα από την πυρκαγιά τετράγωνα. Στο βάθος ο Λευκός Πύργος. πηγή: http://gr.euronews.com/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
[25] Το κατεστραμμένο παραλιακό μέτωπο. πηγή: http://www.xalkidikipolitiki.gr/
[26] Τμήμα της Θεσσαλονίκης μετά τη Μεγάλη Πυρκαγιά. πηγή: https://www.archaiologia.gr/
99
100
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
εφημερίδα, τα «Βαλκανικά Νέα», να σχολιάζουν την ακαταλληλότητα των σωλήνων της πυροσβεστικής, που ήταν υπερβολικά τρυπημένοι, λέγοντας ότι «θα ήταν καλύτερα να άπλωναν τους σωλήνες κατά μήκος της φωτιάς».211 Επιπλέον τα συμμαχικά στρατεύματα, με χαρακτηριστικό «ζήλο», ανατίναζαν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα με σκοπό τη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών· αυτά όμως μετατρέπονταν αμέσως σε νέες πύρινες εστίες.212 Τέλος, η ίδια η ρυμοτομία και τα οικοδομικά υλικά ευνόησαν την ταχεία εξάπλωση της πύρινης λαίλαπας: η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα ευάλωτη στις φωτιές, με σπίτια κολλητά το ένα στο άλλο, σε στενούς δρόμους.213 Το ξύλο αποτελούσε το βασικό δομικό υλικό,214 μιας και «το 1917 το τούβλινο σύνορο που προχωρούσε για αιώνες με αργό ρυθμό από την παράκτια ζώνη της βόρειας Ευρώπης προς τα νοτιοανατολικά δεν είχε ακόμα φτάσει στα Βαλκάνια».215 Οι απώλειες συγκαταλέγονται ως εξής: η πυρκαγιά «κατέκαυσε 120 εκτάρια του πυκνοκατοικημένου ιστορικού πυρήνα της πόλης, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι οικονομικές λειτουργίες, οι διοικητικές υπηρεσίες, τα πιο σημαντικά πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα, καταστρέφοντας 9.500 οικοδομές και αφήνοντας πάνω από 70.000 άστεγους, σε συνολικό πληθυσμό που το 1920 φτάνει τους 170.000 κατοίκους. Περίπου 5.000 άτομα εγκατέλειψαν την πόλη».216 Σύμφωνα με την άμεση απογραφή που διετέλεσε η ελληνική κυβέρνηση, ο αριθμός των (καταγεγραμμένων) αστέγων ανήρχετο στους 74.448 εκ των οποίων οι 52.000,217 δηλαδή ένα συντριπτικά μεγάλο ποσοστό επί του συνόλου, ήταν Εβραίοι. «Από αυτούς, οι 40.000 ήταν τελείως άποροι. Από τις 10.000 οικογένειες, που καταστράφηκαν εντελώς, οι 8.000 δεν είχαν πια ούτε στέγη ούτε πόρους ζωής.»218 Εννιάμισι με δέκα περίπου χιλιάδες μαγαζιά και σπίτια καταστράφηκαν. Οι ζημιές ήταν κολοσσιαίες· υπολογίστηκαν δε σε ένα δισεκατομμύριο φράγκα, από τα οποία το 75% ανήκε στους Εβραίους. Αλλά το χειρότερο πλήγμα που υπέστη συνολικά η Κοινότητα –ενώ ήταν ταυτόχρονα η πιο πληγείσα από τη φωτιά-, ήταν η σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των «θρησκευτικών, φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών ιδρυμάτων της».219 Η πυρκαγιά, πέρα από τα τρία τέταρτα των εβραϊκών συνοικιών, «κατέκαυσε 45 συναγωγές και ευκτήριους οίκους, κοινοτικά διοικητικά και ευαγή ιδρύματα, σχολεία, καταστήματα, εργοστάσια, εργαστήρια, επιχειρήσεις, λέσχες κ.λπ.»220 Kαταλαβαίνουμε 211. Fleming 2009: 123 212. Mazower 2006: 382 213. Γερόλυμπου 2007: 7 214. «Η πυρκαϊά του Αυγούστου του 1917 είναι ασφαλώς η μεγαλύτερη απ’ όσες είχαν συμβεί στο παρελθόν, οι οποίες έβρισκαν βέβαια εύφλεκτο υλικό στους ξύλινους σκελετούς των σπιτιών, στους τσατμάδες.» [Βακαλόπουλος 1989-90: 305] 215. Mazower 2006: 383 216. Χαστάογλου 1994: 33 217. Να σημειώσουμε ότι το 1917 η εβραϊκή κοινότητα αριθμούσε γύρω στα 75.000 άτομα. [Χαστάογλου 1994: 36] 218. Μόλχο 2014α: 120 219. ό.π.: 121-122 220. Χαστάογλου 1994: 33
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
101
το μέγεθος της καταστροφής η οποία πέρα από υλική ήταν τεράστια και σε πολιτιστικό, θρησκευτικό και πνευματικό επίπεδο. Στη διάρκεια μιας νύχτας χάθηκαν όλα τα κτίρια και τα μνημεία, άρα και το οικονομικό, πολιτισμικό και πνευματικό κεφάλαιο που προσέδιδαν στη Θεσσαλονίκη τον εβραϊκό της χαρακτήρα.221 Μιας και αμέσως πάρθηκαν κυβερνητικές αποφάσεις, κάποιες από αυτές αφορούσαν στη στέγαση των πυροπαθών. Αυτοί μεταφέρθηκαν σε έμπεδα222 που δημιουργήθηκαν περιφερειακά της πόλης σε συμμαχικά στρατόπεδα,223 τα οποία ύστερα από έναν χρόνο άρχισαν να αφομοιώνονται από μονιμότερους αναπτυσσόμενους συνοικισμούς, μετά από οργανωμένες προσπάθειες. Από τους 40.000 τελείως άπορους Εβραίους πυροπαθείς, «χιλιάδες ήταν εκείνοι που στριμώχτηκαν σε μικρά δωμάτια, 2.133 οικογένειες βρήκαν άσυλο σε σκηνές, άλλες 685 σε στάβλους, σε αποθήκες, στην ύπαιθρο και σε σπηλιές».224 Οι ίδιες οι κοινότητες βέβαια (η μουσουλμανική και η εβραϊκή), επισκεύασαν προσωρινά κτίσματα, ναούς και σχολεία που τους ανήκαν. Επιπλέον, κατασκεύασαν ξύλινα παραπήγματα στις οδούς Στρατού και Ολυμπιάδος.225 Σε γενικό πλαίσιο είναι καταφανής η επικείμενη έλλειψη της εβραϊκής παρουσίας από την καθιερωμένη αύρα της Θεσσαλονίκης, μιας και το μεγαλύτερο ποσοστό του εβραϊκού πληθυσμού εξοβελίστηκε στα προάστια.226 Ήταν αναμενόμενο η απομάκρυνσή τους από το κέντρο να επιταχύνει τον εξελληνισμό της πόλης. Περί του νομοθετικού πλαισίου ανοικοδόμησης Τη στιγμή λοιπόν που η Ελλάδα κλονίζεται από καταστροφές και πολιτικούς χειρισμούς ποικίλων εντάσεων, το μήνυμα προς τους τεχνοκράτες και τους επιστήμονες διεθνώς ήταν σαφές. Έπρεπε να υποδειχθούν άμεσες και ρεαλιστικές λύσεις σε ζητήματα κομβικής σημασίας όπως η στέγαση και η λειτουργική επάρκεια των πόλεων, με κοινό παρανομαστή τον «εκσυγχρονισμό». Έπρεπε το πρόβλημα να γίνει οικειοποιήσιμο -να αναδυθεί η εκμεταλλευτική διάσταση της πύρινης θανάτωσης της Θεσσαλονίκης. Οι φορείς που επινόησαν και τελικά υλοποίησαν αυτές τις επιδιώξεις με τη χρήση της τεχνολογίας και της ορθολογικής οργάνωσης, επιζητούσαν και υπόσχονταν τον άμεσο τεχνικό και κοινωνικό μετασχηματισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας. Από το 1912 η Θεσσαλονίκη είχε γίνει ελληνική. Με την καταστροφή του πιο 221. Μόλχο 2014α: 133-134 222. Ως έμπεδα, προσδιορίζονταν μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι, συγκροτούμενες σύμφωνα με τα υφιστάμενα τότε σχέδια επιστράτευσης, υπηρεσίες ή μονάδες με στόχο την αναπλήρωση αντίστοιχης οργανικής υπηρεσίας ή μονάδας που είχε απομακρυνθεί από την έδρα της. 223. Χαστάογλου 1994: 33 224. Μόλχο 2014α: 120-121 225. Γερόλυμπου 1995: 85 226. Μόλχο 2014α: 120
102
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[27] Παγκόσμιο Κέντρο, 1912. Προοπτικό. πηγή: https://el.wikipedia.org/ Η διεθνής φήμη του Hébrard είχε ήδη προωθηθεί από το 1912, με την πρότασή του για το λεγόμενο «Παγκόσμιο Κέντρο» (World Centre), μετέπειτα σχεδιαστικό μοντέλο -με ενιαίες αρχές- για τη Θεσσαλονίκη και την Ινδοκίνα. Με εργαλεία τον βιωμένο ορθολογισμό του βαρόνου Haussmann και την αφομοιωμένη εμπειρία της École des Beaux Arts, ο Γάλλος επιστήμων σχεδίασε μια διεθνή πρωτεύουσα που συγκεντρώνει την παγκόσμια ελίτ. Τα ιδανικά του Hébrard, δηλαδή η τάξη, το υγιεινό περιβάλλον, η καθαριότητα, ο χωρικός-κοινωνικός διαχωρισμός και η ενσωμάτωση στον σχεδιασμό των σύγχρονων επιτευγμάτων της πολεοδομίας για τα δίκτυα μεταφορών και υποδομών, μεταφράστηκαν σε χώρο συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Μέσα από μια νεοκλασική σύνθεση οπτικής και ορθολογικής αρμονίας, ξετυλίγεται μια απόλυτη συμμετρία: ελλειψοειδής οργάνωση του χώρου, με μια μνημειακή κεντρική αξονική προοπτική, τη «Λεωφόρο των Εθνών» με πρεσβείες και εκπροσωπήσεις όλων των κρατών. Γενικά, ένας καλός συνδυασμός ορθολογικής οργάνωσης του χώρου και βιομηχανικής ανάπτυξης, με τις κατοικίες των εργαζόμενων στρωμάτων, για τις οποίες δεν βρέθηκαν τα αντίστοιχα σχέδια, οργανωμένες σε αυτάρκεις ομάδες. Χαρακτηριστική προβολή του επιδιωκόμενου «εκσυγχρονισμού» το αεροπλάνο στο κάτω αριστερό μέρος της εικόνας [27]. [Hastaoglou 2011: 163. Γερόλυμπου 1995: 54-55]
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
103
ελκυστικού κομματιού της, το ελληνικό κράτος είχε το περιθώριο να διαδραματίσει αποφασιστικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανοικοδόμησή της.227 Δεν άργησε στο ελάχιστο: μόλις πέντε μέρες μετά την καταστροφή, στις 11 Αυγούστου 1917, η κυβέρνηση του Βενιζέλου αποφάσισε τον πλήρη και ριζικό ανασχεδιασμό της πόλης, καθώς και τα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Στις 13 Αυγούστου, ήδη έχοντας προβάλει το πρόσχημα εξασφάλισης του «εκσυγχρονισμού και της απολύμανσης»,228 ανακοινώθηκε η πλήρης απαγόρευση των οικοδομικών εργασιών στην περιοχή εντός πυρίκαυστου ζώνης (με κάποιες μεταγενέστερες εξαιρέσεις), δηλαδή απαγορεύθηκε η ανοικοδόμηση σε ιδιωτική βάση θέτοντας τα θεμέλια για ένα συστηματικό πρόγραμμα αστικού ανασχεδιασμού.229 «Εξαρχής, είναι ρητή η επιθυμία να αγνοηθεί τελείως η παλιά κατάληψη του χώρου.»230 Τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, ο Βενιζέλος είχε ήδη εκφράσει την απογοήτευσή του για την αδυναμία επιβολής των αισθητικών και υγειονομικών βελτιώσεων που επιθυμούσε. «Η πυρκαγιά ήρθε, όπως έλεγε, ”σχεδόν σταλμένη από τη θεία πρόνοια”, και είπε στον πρόεδρο της επιτροπής [ανασχεδιασμού], τον διακεκριμένο Βρετανό αρχιτέκτονα τοπίου Thomas Mawson, να αντιμετωπίσει την πόλη σαν ένα φύλλο άγραφο χαρτί».231 Είναι μάλλον αδύνατον σχεδόν βέβαιες αντιδράσεις που θα ξεσήκωναν οι πολιτικές κινήσεις της κυβέρνησης να μην είχαν προβλεφθεί από δύο πολιτικούς σαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου (τότε Υπουργό Συγκοινωνιών). «Η λεπτομερής έκθεση των πιέσεων που ασκήθηκαν αποκαλύπτεται από τον πρώτο στην Βουλή ενώ ο δεύτερος δηλώνει: ”Εσυκοφαντήθη μάλιστα η Κυβέρνησις, ότι δια των μέτρων, τα οποία ήθελε να θέση εις εφαρμογήν, επεδίωκεν να εκτοπίση τον πληθυσμόν της Θεσσαλονίκης και να εγκαταστήση άλλον”». Η ισχύουσα αυτή επιλογή όχι μόνο δεν ανατράπηκε αλλά συνέχισε ακάθεκτη χωρίς παρέμβαση προς την τελείωσή της. Αποτέλεσμα: «το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης θα απελευθερωθεί από κάθε ιστορική, κοινωνική και ανθρώπινη διάσταση και θα προσφερθεί στους σχεδιαστές του απαλλαγμένο από κάθε δέσμευση».232 Αμέσως μετά την πυρκαγιά ξεκίνησε η διεργασία που αφορούσε στην επάνδρωση της ομάδας του εγχειρήματος. Μετά από έμμεσες πιέσεις του γαλλικού επιτελείου τέθηκαν στη διάθεση του Α. Παπαναστασίου 18 αρχιτέκτονες υπό την επίβλεψη του Ernest Hébrard. Ο τελευταίος, γνωστός αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, αρχαιολόγος, διεθνούς αναγνώρισης (Grand Prix de Rome, World Centre του 1912) και με σχεδιαστικές καταβολές και κουλτούρα που έχουμε ήδη αναφέρει, βρισκόταν στρατευμένος στη Στρατιά της Ανατολής και είχε την πλήρη υποστήριξη του στρατηγού Sarrail για την ανάθεση του σχεδιασμού. Αφού στην ομάδα προστέ227. Γερόλυμπου 2014: 503 228. Μόλχο 2014α: 122 229. Γερόλυμπου 1995: 84 230. ό.π.: 82 231. Mazower 2006: 386 232. Γερόλυμπου 1995: 83
104
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
θηκε και ο λοχαγός του μηχανικού Joseph Pleyber (πολιτικός μηχανικός και ειδικός εξυγιαντικών έργων), η ομάδα ξεκίνησε να εργάζεται στις 12 Αυγούστου 1917. Για να υπάρχει ισορροπία προτιμήσεων μεταξύ των δύο συμμαχικών στην Ελλάδα δυνάμεων (δηλ. Αγγλία και Γαλλία), σχεδόν αμέσως προσκλήθηκε για συμμετοχή στο έργο και ο Άγγλος Thomas Mawson, σημαίνων αρχιτέκτων, ήδη γνωστός στην Ευρώπη.233 Ο Mawson, ειδικευμένος αρχιτέκτονας τοπίου, «γνωστός κυρίως για τη δουλειά του σε υποστατικά αποικιακού στυλ, από το λονδρέζικο προάστιο Χάμστεντ ως το Βανκούβερ», είχε ήδη δώσει πριν τον πόλεμο συμβουλές για βελτιώσεις στην πόλη της Αθήνας.234 Παρά όμως τις καλές συστάσεις, τη δοκιμασμένη εμπειρία και το παρελθόν των σχέσεών του με το ελληνικό πεδίο, γνωρίζουμε ότι η ομάδα δεν αναφέρεται πουθενά σαν «ομάδα Mawson» παρά μόνο σαν «ομάδα Hébrard», διότι ο τελευταίος ήταν που τελικά διηύθυνε την ομάδα σχεδιασμού και έβαλε την προσωπική του σφραγίδα στον επανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης.235,236 Δεν θα μπορούσε εύκολα να υπάρξει καλύτερη επιλογή για τον ανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης από τον Hébrard. Είχε γνώσεις και σπουδές σχετικές με το αρχαιολογικό πεδίο, ήταν ήδη γνωστός για την αποκατάσταση του παλατιού του Διοκλητιανού στο Split της Κροατίας και εκείνη τη στιγμή είχε το ρόλο του διευθυντή για την Αρχαιολογική Υπηρεσία της Στρατιάς της Ανατολής.237 Αυτός ο ρόλος συνεπαγόταν την ενδελεχή του εμπλοκή με τις αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης, η οποία με το ρωμαϊκό και μεσαιωνικό (βυζαντινό) της παρελθόν πρέπει να του ήταν αρκετά οικειοποιήσιμη.238 Ο Hébrard είχε όντως μελετήσει σε βάθος τα ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία της, αλλά γενικά ήταν λιγότερο εξοικειωμένος με την ιστορία των «ανατολίτικων» πολυεθνικών πόλεων της Εγγύς Ανατολής, πόσω μάλλον με τις πόλεις τις Άπω Ανατολής με τις οποίες θα κληθεί να ασχοληθεί αμέσως μετά.239 Η κυβέρνηση Βενιζέλου πήρε όλες τις απαραίτητες αποφάσεις διαμορφώνοντας την εξής σύνθεση για την Επιτροπή του Σχεδίου: πέρα από τους Hébrard, Mawson και Pleyber συμμετείχαν οι αρχιτέκτονες Αριστοτέλης Ζάχος και Κωνσταντίνος Κιτσίκης, ο ειδικός λιμενολόγος Άγγελος Γκίνης (τότε καθηγητής του Ε.Μ.Π.) και ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Αγγελάκης.240 Συγχρόνως, υπό την καθοδήγηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, μια επιτροπή ικανών νομομαθών (συνεργατών του Βενιζέλου, όπως οι Περ. Αργυρόπουλος, Αν. Δημητρακόπουλος, Α. Πάλλης, Δ. Λαμπαδάριος κ.ά.) είχε αναλάβει να πλαισιώσει με τα απαραίτητα νομικά εργαλεία την εφαρμογή του σχεδίου.241 Επάνδρωση δηλαδή με 233. ό.π.: 90 234. Mazower 2006: 386-387 235. Τσιλαλής 2005: 172 236. Mazower 2006: 387 237. Γερόλυμπου 1995: 90 238. Τσιλαλής 2005: 176, σημείωση 5 239. Hastaoglou 2011: 163 240. Γερόλυμπου 2007: 7 241. Τσιλαλής 2005: 172
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
105
ελληνορθόδοξους και δυτικοευρωπαίους πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες. Αφού προηγήθηκε ακριβής τοπογράφηση και κτηματογράφηση της Θεσσαλονίκης, σειρά είχε η επιμέλεια της νομικής επεξεργασίας του πλαισίου εφαρμογής για τον ανασχεδιασμό της πόλης. Ο νόμος 1394/1918 «περί εφαρμογής του Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» Ο βασικός νόμος 1394, αφού κατατέθηκε σε συνεδρίαση της Βουλής στις 3 Απριλίου 1918 και παρουσιάστηκε από τον Α. Παπαναστασίου, ψηφίσθηκε ομόφωνα την 3/9η Μαΐου ως κατεπείγων.242 Αποτελεί ένα πρωτοφανώς συγκροτημένο και ολοκληρωμένο πλαίσιο πολεοδόμησης, ένα συνολικό εργαλείο παρέμβασης σε υπάρχοντα ιστό.243 Είναι το θεμελιακό μέσο για τον επανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης και περιέχει το σύνολο των ιδεών που αναπτύχθηκαν με τη συγκεκριμένη «ευκαιρία».244 Επίσης, προέβλεπε με επιμέλεια την ανοικοδόμηση των συνοικιών που καταστράφηκαν από την πυρκαγιά του 1917, οι οποίες θα εντάσσονταν σε ένα νέο σχέδιο.245 Γενικώς, είναι μια «πολύτιμη μαρτυρία για τις ιδέες που κυριαρχούν τα χρόνια αυτά σχετικά με τις δυνατότητες των αστικών χώρων να συνεισφέρουν στον επιχειρούμενο οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό-πολιτικό μετασχηματισμό του νεοελληνικού κράτους».246 Οι διάφορες «καινοτομίες» διατυπώθηκαν με σαφήνεια στον Νόμο 1394/1918, σύμφωνα με τον οποίο η εφαρμογή του νέου σχεδίου της πόλης προϋποθέτει: • Πλήρη απαλλοτρίωση του συνόλου των ακινήτων εντός πυρίκαυστου ζώνης, δηλαδή όλου του ιστορικού κέντρου, και αποζημίωση των ιδιοκτητών σύμφωνα με τους τίτλους ιδιοκτησίας.247 Η πλειονότητα των 4.101 ιδιοκτητών στην καμένη έκταση ήταν Εβραίοι· αναμενόμενο ήταν να προκληθούν ισχυρότατες πολιτικές αντιδράσεις από την Εβραϊκή Κοινότητα στη Θεσσαλονίκη και στο εξωτερικό, αφενός επειδή ο νόμος ερχόταν σε αντίθεση με την ιδεολογία του φιλελεύθερου κόμματος, αφετέρου επειδή λογικά θεωρήθηκε ως αντιεβραϊκός και αντιδραστικός.248 • Σύσταση μιας Κτηματικής Ομάδας 249 η οποία είχε ως μέλη της όλους 242. Σε σύντομο διάστημα υπέστη διάφορες τροποποιήσεις ως προς τα σημεία του. [Γερόλυμπου 1995: 90] 243. Γερόλυμπου 2014: 501 244. Γερόλυμπου 1995: 98 245. Μόλχο 2014α: 123 246. Γερόλυμπου 2014: 501 247. Μόλχο 2014α: 124 248. ό.π.: 122 249. «Η σύσταση της Κτηματικής Ομάδας απαλλάσσει την πολιτεία από την υποχρέωση να καταβάλει χρηματικές αποζημιώσεις για την απαλλοτρίωση την οποία απαιτεί η εφαρμογή του Νέου Σχεδί-
106
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
τους παλιούς ιδιοκτήτες, και υπέρ της γινόταν η απαλλοτρίωση.250 Συγκροτήθηκε από όλα τα ακίνητα της καμένης έκτασης ή και από ακίνητα που βρίσκονται εντός του Νέου Σχεδίου της Θεσσαλονίκης.251 Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της το γεγονός ότι συνασπίζονται οι ιδιοκτήτες μιας ευρύτερης περιοχής και δρουν σαν «συλλογικό υποκείμενο σχεδιασμού» «το οποίο ”δύναται να υποδιαιρεθεί εις πλείονας ανεξαρτήτους οικονομικούς οργανισμούς”»·252 ο χώρος δηλαδή δεν έγινε αντιληπτός σαν άθροισμα ιδιοκτησιών. Επιπλέον η Κτηματική Ομάδα «σύμφωνα με την αρχική της θεσμοποίηση αποτελεί ένα μηχανισμό αναδιανομής των πόρων κατ’ αρχήν μεταξύ των μελών της και κατά δεύτερο λόγο μεταξύ και των υπολοίπων κατοίκων της πόλης».253 Είχε προβλεφθεί διανομή των κερδών της Κτηματικής Ομάδας εξ ίσου μεταξύ παλαιών ιδιοκτητών και Δήμου, μιας και ο τελευταίος θα τα χρησιμοποιούσε για αναγκαία έργα υποδομής στην πόλη. Οι ιδιοκτήτες που έγιναν μέτοχοι της Κτηματικής Ομάδας σύμφωνα με την αξία του κτήματός τους, πιστοποίησαν το δικαίωμά τους αυτό με την έκδοση ενός «Κτηματόγραφου». Τα Κτηματόγραφα «εκδίδονται πληρωτέα από το Δημόσιο Ταμείο (σε κάποιον χρόνο που θα ορισθεί μελλοντικά) και αποφέρουν τόκο 6% που καταβάλλεται κάθε έξι μήνες. Είναι ονομαστικά και απαγορεύεται πλήρως η διαίρεση, πώληση ή κατάσχεσή τους, ενώ επιτρέπεται η ενεχυρίαση μόνον στην Εθνική Τράπεζα μέχρι τα 3/4 της εμφαινόμενης αξίας τους».254 Οι αγοραπωλησίες απαγορεύθηκαν για να μην αλλάξουν χέρια οι ιδιοκτησίες της καμένης έκτασης.255 Μία από τις επιδιώξεις για τη δημιουργία της Κτηματικής Ομάδας ήταν η εισχώρηση νέων ιδιοκτητών στο ιστορικό κέντρο, δηλαδή η προσέλκυση διαφόρων κεφαλαίων στην πόλη, η ορθολογικοποίηση «των αξιών και της αποδοτικότητας της ιδιοκτησίας. Σίγουρα είχε ως στόχο της να εκδιώξει από το κέντρο στρώματα εισοδηματικά και χρήσεις μη επιθυμητές». ου. Αποζημιώσεις που ρητά επιβάλλει το Σύνταγμα και οι οποίες διεκδικήθηκαν επίμονα στα 1919 από εκπροσώπους των ιδιοκτητών. Εν μέσω συνθηκών που επικρατούσαν στην πόλη μετά την πυρκαγιά και ισοδυναμούσαν με οικονομική καταστροφή, η παροχή αποζημιώσεων μπορούσε να ματαιώσει κάθε πιθανότητα επιτυχίας του επανασχεδιασμού της πόλης. Καμιά εγγύηση δεν υπήρχε ότι οι παλιοί ιδιοκτήτες θα επανεπένδυαν τα ποσά των αποζημιώσεων στην ανοικοδόμηση ή στην αγορά νέων οικοπέδων, ενώ πιθανόν ήταν να εγκαταλείψουν την πόλη. Αντίθετα η αποζημίωση υπέρ της Κτηματικής Ομάδας, αποδεσμεύοντας τον ιδιοκτήτη από το συγκεκριμένο του οικόπεδο, τον δένει ωστόσο με το σύνολο της διαδικασίας επανασχεδιασμού της πόλης. Με την έννοια αυτή συνδέει το ατομικό με το ”συλλογικό” συμφέρον.» [Γερόλυμπου 1995: 107] 250. Γερόλυμπου 2007: 10 251. Γερόλυμπου 1995: 100 252. Γερόλυμπου 2005: 352 253. Γερόλυμπου 2014: 505 254. Γερόλυμπου 1995: 100 255. Γερόλυμπου 2007: 10
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Το γεγονός αυτό, και η «απαλλοτρίωση της κατά πλειονότητα ισραηλιτικής ιδιοκτησίας της πυρίκαυστης ζώνης υπέρ της Κτηματικής Ομάδας εκλήφθηκε ως μέσο για την εκδίωξη των συγκεκριμένων ιδιοκτητών από την έγγειο ιδιοκτησία τους».256 • «Ελεύθερο σχεδιασμό του κέντρου χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν τα όρια των ιδιωτικών οικοπέδων. Ο σχηματισμός των νέων οικοπέδων θα υπακούει σε γενικότερες σχεδιαστικές παραμέτρους, όπως τις: εδαφικές ιδιοτυπίες, την ιεραρχία και το πλάτος των δρόμων, τις προβλεπόμενες χρήσεις της περιοχής και του οικοπέδου, την επιδιωκόμενη αρχιτεκτονική της πόλης.»257 Ο χαρακτήρας της κρατικής παρέμβασης αλλάζει και επιδιώκει τη συνολική αναδιάρθρωση του χώρου και όχι σημειακές και περιστασιακές παρεμβάσεις.258 • Σημειώνουμε σε αυτό το σημείο ότι το τελικό νέο καθεστώς ιδιοκτησίας των οικοπέδων καθορίστηκε μέσα από ελεύθερες σε όλους πλειοδοτικές εκποιήσεις (δηλαδή πλειστηριασμούς με έγγραφες προσφορές).259 Καταλαβαίνουμε ότι ενισχύθηκε ένας ελεύθερος ανταγωνισμός που κινδύνευε να δημιουργήσει κοινωνικά προβλήματα μιας και τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα δεν θα είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν οικόπεδα στο σύνολο της περιοχής. Υιοθετήθηκε τελικά μια μεικτή λύση, «που επιτρέπει απεριόριστες αυξήσεις για ορισμένα οικόπεδα και δεσμευμένες ανώτατες τιμές για τα υπόλοιπα».260 Βέβαια, η αξία των νέων οικοπέδων είχε ήδη σημειώσει σημαντική αύξηση. Στην αναδιανομή τους συμπεραίνουμε ότι παραβλεπόταν εντελώς η παραδοσιακή ιδιοκτησία γης.261 Η προσπάθεια του νόμου γενικά ήταν φανερή· έδινε περιθώρια μεγάλης στήριξης στην ιδιωτική πρωτοβουλία για συμμετοχή της στην ανοικοδόμηση. Ήταν επίσης επιθυμητή η επένδυση ελληνικών κεφαλαίων από μη-θεσσαλονικείς, με σκοπό την ενδυνάμωση της ελληνικής παρουσίας στην οικονομία της πόλης.262 Αυτό το νέο στάδιο ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, έκανε να αναδυθούν συγκρούσεις οι οποίες όμως επιλύθηκαν σταδιακά με την επέκταση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους.263 Κατά τον νόμο, «η κατανομή γίνεται με δημόσια εκποίηση και όχι με κλήρωση, ανταλλαγή κ.λπ., εκτός από τα οικόπεδα που προορίζονται από το Σχέδιο για την ανέγερση δημοσίων, δημοτικών, θρησκευτικών ή κοινής 256. Γερόλυμπου 1995: 106 257. Γερόλυμπου 2007: 10 258. Γερόλυμπου 1995: 103 259. Γερόλυμπου 2007: 10 260. Γερόλυμπου 1995: 104 261. Μόλχο 2014α: 124 262. Γερόλυμπου 2014: 505 263. ό.π.: 502
107
108
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
ωφελείας κτιρίων και τα οποία διατίθενται με την ελάχιστη τιμή που όρισε η επιτροπή διατίμησης. Στην συνέχεια καλούνται από την επιτροπή εκποίησης σε τακτές προθεσμίες οι μέτοχοι της Κτηματικής Ομάδας, αλλά και όποιος άλλος επιθυμεί, να υποβάλουν εγγράφως προσφορές για τα οικόπεδα που τους ενδιαφέρουν. Αρχικές τιμές θεωρούνται οι καθορισμένες από την επιτροπή διατίμησης. Όσοι δεν είναι κάτοχοι κτηματογράφων υποχρεώνονται να καταθέσουν ως εγγύηση το ένα δέκατο της ελάχιστης τιμής του οικοπέδου. Για τα οικόπεδα που επιδέχονται απεριόριστη αύξηση, επί ίσων προσφορών προτιμάται πρώτα ο παλιός ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου τμήματος της έκτασης. Εάν δεν υπάρχει ιδιοκτήτης, προτιμάται το μέλος της κτηματικής ομάδας, και αλλιώς, αποφασίζει ο κλήρος. Στα υπόλοιπα οικόπεδα η κατακύρωση γίνεται στον πλειοδότη (μέχρι του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου) με την ίδια σειρά προτίμησης. Κανένας παλιός ιδιοκτήτης δεν μπορεί να αποκτήσει οικόπεδα εμβαδού μεγαλύτερου των παλιών ιδιοκτησιών του ή δύο επί πλέον όσων είχε, ενώ οι νέοι αγοραστές μπορούν να αποκτήσουν έως δύο μόνον οικόπεδα.»264 • Τέλος, να προσθέσουμε ότι ο νόμος προέβλεπε την ανέγερση οικοδομών με πρωτοφανείς για την εποχή δυνατότητες οικοδομικής εκμετάλλευσης, λόγω χρήσης σύγχρονων επιτευγμάτων στον τομέα της οικοδομικής τεχνολογίας (εκτεταμένη χρήση σκυροδέματος), που επέτρεψε την ύπαρξη ψηλότερων κτιρίων και συνακόλουθα νέων μορφών συνιδιοκτησίας.265 Ο νόμος 2633/1921: η νομοθεσία που εφαρμόσθηκε ως προς τη διάθεση των οικοπέδων Τον Νοέμβριο του 1920 η κυβέρνηση Βενιζέλου ηττήθηκε στις εκλογές -μεταξύ άλλων λόγω της δυσαρέσκειας των Θεσσαλονικέων-266 και αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος του Δημητρίου Γούναρη, με τον Παναγή Τσαλδάρη στη θέση του Α. Παπαναστασίου σαν υπουργό Συγκοινωνιών. Ο παραπάνω νόμος «πάγωσε ως προς τα άρθρα που αφορούσαν τις διαδικασίες νέας οικοπεδοποίησης, διατίμησης και εκποίησης των οικοπέδων και αντικαταστάθηκε από τον Νόμο 2633/1921»,267 «περί διαθέσεως των εντός του νέου σχεδίου της καείσης εκτάσεως Θεσσαλονίκης περιλαμβανομένων ακινήτων»,268 ή, τον νόμο του Γούναρη. Μέχρι το 1920 η διαδικασία εφαρμογής του σχεδίου δεν είχε προχωρήσει λόγω αντιδράσεων ομάδων «μεγάλων οικονομικών συμφερόντων» της Θεσσαλονί264. Γερόλυμπου 1995: 102 265. Μόλχο 2014α: 124 266. ό.π.: 124 267. Γερόλυμπου 1995: 102 268. ό.π.: 90
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
109
κης. Στην ταξική σκάλα, τα μικρομεσαία στρώματα δεν μπορούσαν να εκφράσουν τις αντιπαραθέσεις τους, ενώ η εργατική τάξη που ήταν και η πλειονότητα, πρόβαλε αιτήματα και διεκδικήσεις διαφορετικών περιεχομένων. Σαν αποτέλεσμα, ήταν οι ισχυροί κεφαλαιούχοι που παρουσιάστηκαν σαν εκφραστές του συνόλου με την ηγεμονική έκφανση να εκφράζεται ως γενικότητα. Αυτοί, κατόρθωσαν την υπαναχώρηση του νόμου σε μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά της αρχικής σύλληψης χωρίς να επιβάλουν ταυτόχρονα ριζική αλλαγή του σχεδίου.269 Για τις νομικές αλλαγές που έκανε η συνεργασία Γούναρη και Τσαλδάρη προσλήφθηκε για άλλη μια φορά ο Hébrard τον Φεβρουάριο του 1921. Του ζητήθηκαν δε οι ακόλουθες τροποποιήσεις: «Καμμία τροποποίηση ως προς τας οδούς, μείωση των επιφανειών όλων των δευτερευουσών πλατειών, καλύτερη προσαρμογή του σχεδίου στην υπάρχουσα κατάσταση εκτός της πυρίκαυστης, διπλασιασμός του αριθμού των νέων οικοπέδων με την κατάτμησή τους, και σχεδιασμός της περιοχής των Μπαζάρ (αγορές μικροεμπορίου) με μικρά οικόπεδα που θα αγορασθούν από μικρο-επαγγελματίες».270 Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν με τον νόμο 2633/1921 είναι οι εξής: • Οι μέτοχοι της Κτηματικής Ομάδας αποδεσμεύτηκαν, και τους επετράπη η ελεύθερη διάθεση των Κτηματογράφων στην αγορά. Άμεσο αποτέλεσμα: η λειτουργία «μιας παράλληλης αγοράς παλαιών τίτλων που ανταγωνίζεται τις εκποιήσεις των νέων οικοπέδων ενισχύοντας την κερδοσκοπία πάνω στη γη».271,272 • Η διαδικασία των εκποιήσεων άλλαξε σημαντικά, μιας και με το πρόσχημα της ενίσχυσης των θεσσαλονικέων αγοραστών, επιβλήθηκε στις δημοπρασίες η αποκλειστική παρουσία κατόχων κτηματογράφων, τα οποία όμως τώρα μπορούσε να έχει ο οποιοσδήποτε και όχι μόνο οι παλιοί ιδιοκτήτες. Επιπλέον, οι τιμές αφέθηκαν να διαμορφωθούν ελεύθερα, χωρίς τα προηγούμενα ανώτατα όρια, ξανά σε ανοικτές δημοπρασίες.273 Αυτές οι συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, θα οδηγούσαν στην υπέρμετρη ανατίμηση των οικοπέδων274 και κάνουν φανερό το ποιός είχε πρόσβαση σε αυτά. • Η περιοχή εντός πυρίκαυστης ζώνης διαιρέθηκε σε έξι το τομείς τα όρια των οποίων συνέπιπταν στο παλιό και στο νέο σχέδιο. Κάθε τομέ269. Γερόλυμπου 2007: 11 270. Γερόλυμπου 2014: 505 271. Γερόλυμπου 2007: 11 272. Ο Παπαναστασίου με τον προηγούμενο νόμο είχε απαγορεύσει τις μεταπωλήσεις γιατί «πιστεύοντας στην επιτυχία του σχεδίου, φοβόταν τις κερδοσκοπικές ανατιμήσεις της γης που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την ανοικοδόμηση της πόλης». [Γερόλυμπου 2014: 508] 273. Γερόλυμπου 2007: 11 274. Γερόλυμπου 1995: 116
110
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[28] επάνω. Η πυρίκαυστη ζώνη και οι τομείς της. (Ν. 2633/1921). πηγή: Γερόλυμπου 1995: 115 [29] δεξιά. Οικοπεδοποίηση κέντρου 1921 (λεπτομέρεια). Με το σχέδιο αυτό έγιναν οι εκποιήσεις. Συνολικός αριθμός οικοπέδων: 2.600. πηγή: Γερόλυμπου 1995: 182
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
111
112
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
ας ξεχωριστά διαιρέθηκε σε όσο το δυνατόν περισσότερα οικόπεδα, με μέριμνα για ένταξη των ελάχιστων διασωθέντων από την πυρκαγιά κτιρίων σε ακέραια οικόπεδα.275 «Ο αριθμός των οικοπέδων αυξήθηκε και οι δημόσιες εκτάσεις μειώθηκαν, ιδιωτικοποιήθηκαν και κληρώθηκαν χώροι που είχαν προηγουμένως κατακυρωθεί για συλλογική χρήση.»276 • «Τα κέρδη από τις εκποιήσεις δεν περιέρχονταν πλέον ανά ήμισυ στους μετόχους-παλαιούς ιδιοκτήτες και στο Δήμο, για να χρηματοδοτήσει τις συλλογικές εξυπηρετήσεις της πόλης, αλλά χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν τις αγορές των ακριβότερων οικοπέδων (περιοχή Βενιζέλου, 3ος τομέας) και για τις ανάγκες οδοποιΐας της πυρίκαυστης.»277 Αποτελέσματα Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Γερόλυμπου-Καραδήμου, ερευνήτρια και καθηγήτρια στην Αρχιτεκτονική του Α.Π.Θ., «η νομοθεσία αυτή αποτελεί μια πολύτιμη μαρτυρία για τις απόψεις που αναπτύσσονται στην δεκαετία 1910-1920 σχετικά με τις δυνατότητες των αστικών χώρων να συνεισφέρουν στον επιχειρούμενο οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό μετασχηματισμό του ελληνικού κράτους». Η ελληνική πόλη, μέχρι τότε, δεν μπορούσε να στηρίξει τον ζητούμενο οικονομικό και κοινωνικό «εκσυγχρονισμό» που προϋπέθετε την εκβιομηχάνιση της παραγωγής, την ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα και τη ροπή των πολυπληθών νέων αστικών στρωμάτων προς νέες και διαφορετικές συμπεριφορές κατανάλωσης.278 Ειδικά με τις διαφοροποιήσεις του 2633/1921, ευνοήθηκε η κερδοσκοπία πάνω στη γη σε βάρος του γενικού συμφέροντος, αφού ωφελήθηκαν οι πλούσιοι επενδυτές. Μια από τις επιπτώσεις, λοιπόν, το γεγονός ότι εισήχθη στη μακεδονική πρωτεύουσα «το νέο κοινωνικό πλαίσιο του εθνικού καπιταλισμού. Η άλλοτε κοσμοπολίτικη κοινωνία αντικαταστάθηκε από την ελληνική μικροαστική τάξη».279 Επιπλέον, καθιερώθηκε ο ρόλος της Θεσσαλονίκης σαν κέντρο διακομεταμιστικό και εμπορικό, σαν χρήσιμο κομμάτι του ελληνικού κράτους το οποίο σε λίγο θα συνέχιζε τον ιμπεριαλιστικό του πόλεμο. Ο πολιτικός και οικονομικός καθορισμός της πόλης διαφαίνεται άλλωστε από την πρόβλεψη για 350.000 κατοίκους, το λιμάνι, τον επιβατικό και εμπορικό σιδηροδρομικό σταθμό, τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις κ.λπ.280 275. «Τα κτίρια αυτά, αφού διατιμηθούν με τα οικόπεδά τους, παραχωρούνται στον αρχικό ιδιοκτήτη τους, εφόσον συμφωνήσει να καταβάλει την σχετική διαφορά προς το κτηματόγραφό του. Στην ενάντια περίπτωση χάνει το δικαίωμα παραχώρησης και το κτίσμα περιέρχεται στην Κτηματική Ομάδα.» [Γερόλυμπου 1995: 114] 276. Μόλχο 2014α: 124 277. Γερόλυμπου 2014: 508 278. Γερόλυμπου 2007: 9 279. Μόλχο 2014α: 124 280. Γερόλυμπου 1995: 94
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
113
«Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται ένας ακόμη στόχος, με ιδιαίτερη σημασία για την ιστορική συγκυρία, που ωστόσο δεν διατυπώθηκε ποτέ ρητά: πρόκειται για την ζητούμενη συγχώνευση και ομογενοποίηση μιας πολυθρησκευτικής κοινωνίας με ποικίλες πολιτιστικές καταβολές, οργανωτικές δομές και ευρύτερες διασυνδέσεις και στόχους, και την πληθυσμιακή και οικονομική ενίσχυση της ελληνικής παρουσίας στην πόλη.»281 Η Ρένα Μόλχο, ερευνήτρια και τέως καθηγήτρια Ιστορίας του Ελληνικού Εβραϊσμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αναφέρει ρητά: «το σχέδιο ανοικοδόμησης είχε ως στόχο να διευκολυνθεί η επέμβαση της πολιτείας έτσι ώστε να επιτευχθούν ο εκσυγχρονισμός και η ελληνοποίηση της πόλης».282 Ο Mark Mazower, ιστορικός, προσθέτει: «Δεν μπορούσες να εκδυτικίσεις τη Θεσσαλονίκη χωρίς να ξεριζώσεις τους Εβραίους».283
281. Γερόλυμπου 2007: 11 282. Μόλχο 2014α: 124 283. Mazower 2006: 390
115
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Η νέα ασ τικότητα
«Αν ένα κτίριο δεν φέρει καμιά ένδειξη ή απεικόνιση, το ίδιο του το σχήμα και η θέση που κατέχει στη διαρρύθμιση της πόλης αρκούν για να δείξουν τη λειτουργία του: το βασιλικό παλάτι, η φυλακή, το νομισματοκοπείο, η πυθαγόρεια σχολή. Το βλέμμα διατρέχει τους δρόμους σαν να πρόκειται για γραμμένες σελίδες: η πόλη λέει όλα όσα πρέπει να σκεφτείς, σε βάζει να επαναλάβεις την κουβέντα της, κι ενώ νομίζεις ότι επισκέπτεσαι την Ταμάρα, δεν κάνεις τίποτα άλλο από το να καταχωρείς τα ονόματα με τα οποία η ίδια χαρακτηρίζει τον εαυτό της και όλα της τα κομμάτια.»284 Italo Calvino, Οι Αόρατες Πόλεις * Έχει υποστηριχθεί σχεδόν συνολικά ότι ο ανασχεδιασμός της Θεσσαλονίκης ήταν το σπουδαιότερο πολεοδομικό εκσυγχρονιστικό τόλμημα που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, ενώ ο ίδιος ο Pierre Lavedan, Γάλλος ιστορικός της πολεοδομίας, το έχει χαρακτηρίσει ως το πιο σπουδαίο εγχείρημα του 20ου αιώνα στο επίπεδο των ευρωπαϊκών πόλεων285 -από τις σπάνιες ευκαιρίες που είχαν ποτέ οι πολεοδόμοι. Το σχέδιο, ήδη κατά τη διεργασία της εκπόνησής του, όπως και αργότερα, εμφανίσθηκε σε εκθέσεις, σχολιάστηκε, περιεγράφηκε, δημοσιεύθηκε, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα.286 Όταν δημοσιεύτηκαν άρθρα για το σχέδιο του Hébrard
284. Calvino 2009: 32 285. Yerolympos 1988: 149 286. Γερόλυμπου 1995: 124
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
118
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[30] προηγούμενη σελίδα. Συνολικό σχέδιο του Ernest Hébrard, του 1918. Απεικονίζονται οι χρήσεις γης και τα οικοδομικά συστήματα. πηγή: https://4.bp.blogspot.com/ [31] επάνω. Το σχέδιο που προέκυψε από τη “Διεθνή Επιτροπή Νέου Σχεδίου” και εγκρίθηκε το 1918. Στο κέντρο του κέντρου της περιοχής intra muros είναι διακριτός ο άξονας της Αριστοτέλους που διασχίζει το ιστορικό κέντρο. πηγή: https://el.wikipedia.org/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
119
στη Γαλλία, «το πρότζεκτ έγινε δημοφιλές επειδή ήταν ένα από τα πρώτα παραδείγματα εκτεταμένου πολεοδομικού σχεδιασμού, σε μη-δυτικό πλαίσιο, προϊόν της École des Beaux Arts».287 Η ανάλυσή του είναι επίκαιρη μιας και οι βασικές του χαράξεις διατηρούνται έως σήμερα· έχει καθορίσει ριζικά τη φυσιογνωμία της πόλης ενώ διάφορες προτάσεις του υλοποιήθηκαν πολύ πρόσφατα: στο κέντρο η διάνοιξη της οδού Ιασωνίδου έγινε μόλις το 1980.288 Το πολεοδομικό σχέδιο που κληροδότησε ο Hébrard επέφερε τον ριζικό μετασχηματισμό του αστικού χώρου με απάλειψη των προηγούμενων ιδιαιτεροτήτων του και συνολική επανοηματοδότηση της λειτουργίας του.289 Σε μια παροντική περιήγηση στη Θεσσαλονίκη είναι έκδηλη η θραυσματικότητά της: θραύσματα με ποικίλα χαρακτηριστικά και ακολουθίες δημόσιων χώρων συνδέονται μεταξύ τους με τους πιο παράδοξους τρόπους καταφανούς ασυνέχειας, παρά τη συνεχή επιτακτικότητα για εμπέδωση της βαθιάς ιστορικότητας της πόλης. Ριζικά ετερογενή στοιχεία σε μέγεθος, κλίμακα και τυπολογία, δηλαδή οθωμανικά κτίρια, μικρές ξύλινες κατοικίες και ρωμαιοβυζαντινά υπολείμματα εντοπίζονται σαν αλλόκοτα objets trouvés στο κατά τ’ άλλα κλασικιστικών χαράξεων και οπτικά μεταπολιτευτικό τοπίο της Θεσσαλονίκης.290 Η πολυπλοκότητα της διαδικασίας που ανέδειξε ένα ολικά καινούριο αστικό τοπίο κρύβει πίσω της μια πολιτισμική ανταλλαγή «στην οποία το ”τοπικό” και η ”Δύση” δεν μπορούν να μειωθούν σε απλούς ορισμούς, και των οποίων το διαπραγματευόμενο προϊόν έγινε ο νέος αστικός χώρος της κάθε πόλης».291 Στόχος της ανάλυσής μας δεν είναι να κάνουμε μια εκτεταμένη αναφορά στο πολεοδομικό σχέδιο –γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει ήδη λεπτομερέστατο εγχειρίδιο-292 αλλά να ορίσουμε τους κώδικες τους οποίους χρησιμοποίησε ο Hébrard293 στη σύλληψη και στο σχεδιασμό του εγχειρήματος καθώς και στις σχεδιαστικές λεπτομέρειες της πόλης. Κατά τον Αλέξανδρο Λαγόπουλο, -μεταξύ άλλων ιδιοτήτων του ομότιμος καθηγητής της Πολεοδομίας του Α.Π.Θ.-, «με την έννοια ”κώδικες” εννοούμε τις διαφορετικές εννοιολογικές κατασκευές, κάθε μια εκ των οποίων αρθρώνει έναν μικρό διάλογο με τον κόσμο. Στην περίπτωση της πόλης, κάθε κώδικας αναπαριστά μια διαφορετική πτυχή του αστικού χώρου. Η συζήτηση για τον χώρο, όπως κάθε συζήτηση, φαίνεται να έχει διπλή ιδιότητα: αναφέρεται είτε στην πρακτική κατάσταση και τις διαδικασίες που προκύπτουν στον χώρο, είτε στο ”νόημα” των διαφορετικών τους χαρακτηριστικών και προβολών». Θα ακολουθήσουμε αυτή τη μεθοδολογία, 287. Bugatti 2013: 508 288. Γερόλυμπου 1995: 124 289. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 461 290. Bugatti 2013: 498 291. Amygdalou 2014: 1 292. Αναφερόμαστε φυσικά στην έρευνα της Αλεξάνδρας Γερόλυμπου-Καραδήμου: «Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917». 293. Παρ’ όλο που υπήρχαν κι άλλοι συμμετέχοντες στο σχέδιο, οι ερευνητές στηρίζουν ότι ο Hébrard είναι ο βασικός του παράγοντας, εξ ου και η προσωποπαγής αναφορά.
120
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
που ορίζει ένα πρώτο είδος διαλόγου και του κώδικά του, ως πρακτικό· ακολουθούν οι υπόλοιποι κώδικες που έχουν μια υπαινισσόμενη και υπόρρητη σχέση με τον αστικό χώρο, και είναι είτε «αναπαραστατικοί/δηλωτικοί» («και παραπέμπουν στην άμεση, κειμενική ερμηνεία των αστικών φαινομένων»), είτε «υπαινικτικοί/υποδηλωτικοί» («πυροδοτώντας ένα συμβολικό νόημα κρυμμένο στην άμεση ερμηνεία»). Οι έννοιες αυτές θεωρείται ότι εξυπηρετούν μια γενική στόχευση και αποτελούν διαφορετικές πτυχές του ίδιου κώδικα.294 «Οι κύριοι κώδικες που λειτούργησαν στο σχέδιο του Hébrard, βάσει των δεδομένων που έχουμε στη διάθεσή μας είναι: οικονομικός, τοπογραφικός, οικολογικός, υγειονομικός, λειτουργικός, κυκλοφοριακός, κοινωνικός, αισθητικός, πολιτισμικός, αστικής μορφολογίας.»295 Γενικά σχεδιαστικά χαρακτηριστικά Μετά από μια χρήσιμη συνεισφορά του Mawson που τον Γενάρη του 1918 ολοκλήρωσε το πρώτο σχέδιο για την πόλη εντός των τειχών μαζί με τις ευμεγέθεις επεκτάσεις της εκτός, αυτός αναχωρεί λίγο μετά και αφήνει τη Διεθνή Επιτροπή Σχεδιασμού υπό την καθοδήγηση του Hébrard. Τον Μάιο του ίδιου έτους το πρώτο δεκτό σχέδιο ήταν έτοιμο και αποτέλεσε τη βάση για το πλάνο που τελικά υλοποιήθηκε.296 «Σχεδιάστηκε με την κλασική αστική διάρθρωση της Beaux Arts, με αξονικές προοπτικές και κανονική γεωμετρία. Πρότεινε το ριζικό μετασχηματισμό της πόλης μέσα από τα τείχη, και περιελάμβανε ένα λεπτομερές σχέδιο για όλη την αστική περιοχή εντάσσοντας τις μελλοντικές επεκτάσεις, για έναν προβλεπόμενο πληθυσμό των 350.000 (σε σύγκριση με τον υπάρχοντα των 170.000), περιορισμένο σε μια επιφάνεια των 2.400 εκταρίων.»297 Το κεντρικό σημείο της πόλης intra muros αντιστοιχεί στο σημερινό κέντρο της Θεσσαλονίκης, και μπορεί να περιγραφεί ως ένα ακανόνιστο τετράγωνο επιφάνειας περίπου 300 εκταρίων, με πλευρά προς το θαλάσσιο μέτωπο περίπου 2 χιλιόμετρα, δυτικά του 1.5 χλμ. και ανατολικά των 2 χλμ.298 Παρουσιάζει ενδιαφέρον η επιλογή για διατήρηση κτισμάτων και λειτουργιών της οθωμανικής Θεσσαλονίκης, με πιο κραυγαλέο παράδειγμα τη διατήρηση της Άνω Πόλης.299 Με αυτόν τον τρόπο γίνεται μια υπόρρητη και λειψή υπόμνηση της ιστορικής συνέχειας της πόλης, με την ασφάλεια της απόστασης από το πρόσφατο οθωμανικό παρελθόν. Η διατήρηση της «γηγενούς» πολεοδομικής παράδοσης έγινε εσκεμμένα, όχι από κάποια πίστη στην αναγκαιότητα για παρουσία αυτής της μορφολογίας αλλά για την επιθυμία πρόσδοσης γραφικότητας στην πόλη και για την προσέλκυση τουρισμού – η «παράδοση», λοιπόν, ως στοιχείο εξωτισμού.300 Η 294. Lagopoulos 2005: 66 295. ό.π.: 68 296. Lagopoulos 2004: 178 297. Hastaoglou 1997: 495 298. Lagopoulos 2004: 181 299. Ένα άλλο είναι η διατήρηση του Μπαζάρ στο κεντρικότερο σημείο της πόλης. 300. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986, 465
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
121
ιδεολογικά κατασκευασμένη εικόνα της Άνω Πόλης, μπολιασμένη με μια γενική αίσθηση «οριενταλισμού»,301 είναι προϊόν μιας αλαζονικής στάσης με φαντασιώσεις για μια ατμόσφαιρα παραμυθιού, φαντασίας, εξωτισμού και γοητείας. Για τον Lavedan, ο συνολικός χώρος της Θεσσαλονίκης: «ήταν στην πραγματικότητα, ο πιο χαοτικός και γραφικός της Ανατολής».302 Το δυτικό ευρωπαϊκό βλέμμα διατήρησε το πτώμα της παλιάς Θεσσαλονίκης με τα πολύχρωμα σπίτια πλαισιωμένα από τους σκοτεινούς λόφους, σαν κάδρο για την «πραγματική» πόλη -αυτή που βρίσκεται από κάτω. Εντοπίζουμε εδώ έναν αισθητικό κώδικα που είναι υποδηλωτικός και καθορίζει το τοπίο σαν γραφικό σκηνικό της πόλης.303 Πέρα από τη διατήρηση της Άνω Πόλης έχουμε μια γενικά γεωγραφική προσέγγιση του σχεδίου και έναν άμεσο συσχετισμό με την περιβάλλουσα φύση (ελεύθεροι χώροι, πάρκο Λευκού Πύργου, προκυμαία-σχέση με τη θάλασσα κ.λπ.)304 –τοπογραφικός κώδικας-, και την παροχή τελικά ενός γραφικού σκηνικού που δίνει έμφαση στον αισθητικό κώδικα.305 Τα πολιτισμικά στοιχεία και οι παλαιότεροι αισθητικοί και πολιτισμικοί κώδικες, διεγράφησαν βίαια· μνημονεύουμε εδώ την κατεδάφιση των μιναρέδων και άλλων οθωμανικών στοιχείων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσέγγιση του Παπαναστασίου που διαβλέπει τον ιδεολογικό χαρακτήρα αυτών των επιλογών: «Λυπούμαι διότι πολλά από τα (μουσουλμανικά) μνημεία εκολοβώθησαν δια της κατεδαφίσεως των μιναρέδων. Παραδέχομαι ως ορθήν και λογικήν την κατεδάφισιν των μιναρέδων των παλαιών χριστιανικών εκκλησιών που είχαν μεταβληθή εις τζαμιά. Αλλά το κρήμνισμα των μιναρέδων των τζαμιών που προσηρμόζοντο τόσο εις αυτά αποτελεί βάναυσον πράξιν προκληθείσαν από ανόητον σωβινισμόν. Εφαντάσθησαν οι διατάξαντες την κατεδάφισιν ότι έτσι εξαφανίζονται τα ίχνη της τουρκικής κατακτήσεως. Αλλ’ η ιστορία δεν διαγράφεται με την κατεδάφισιν αθώων μνημείων τα οποία εκαλλώπιζον την πόλιν. Οι Τούρκοι επέδειξαν μεγαλύτερον σεβασμόν εις τα δικά μας μνημεία. Το γεγονός ότι τα Ελληνικά μνημεία είναι πολύ μεγαλυτέρας τέχνης από τα Τουρκικά δεν δικαιολογεί την κατακρήμνισιν των τελευταίων, τα οποία είναι εθνικόν κτήμα, έχουν αξίαν και πρέπει να μείνουν σεβαστά. Η εξαφάνισις των ιχνών της κατακτήσεως πρέπει να γίνη μόνον δια της εξυψώσεως του ιδικού μας πολιτισμού».306 301. «Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε τον λόγο περί οριενταλισμού, όρο του Eduard Said, κατά τον οποίο, ο δυτικός τρόπος σκέψης, συνδεδεμένος με αποικιοκρατικές και ιμπεριαλιστικές λογικές παρουσιάζει μια ιδεολογικά κατασκευασμένη εικόνα της Ανατολής.» [Lagopoulos 2005: 70] 302. ό.π.: 70 303. ό.π.: 69 304. Γερόλυμπου 1995: 132 305. Lagopoulos 2005: 68 306. Συνέντευξη του Αλ. Παπαναστασίου στην «Εφημερίδα των Βαλκανίων» στις 8.11.1925. [Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 465]
122
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[32] Σε δρόμο στην Άνω Πόλη το 1917. πηγή: http://thessaloniki.photos.vagk.gr/
[33] Άνω Πόλη και τμήμα των Κάστρων. Δεκαετία 1910. πηγή: http://thessaloniki.photos.vagk.gr/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
123
Άλλο ένα βασικό υπαινικτικό χαρακτηριστικό είναι το σύστημα των χαράξεων πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το ιστορικό κέντρο. Υιοθετήθηκε ένας συνδυασμός του ελληνορωμαϊκού ιπποδάμειου, ορθοκανονικού κανάβου με κάθετες που καταλήγουν στην παραλία, με ένα ακτινωτό μοντέλο, δηλαδή αξονικές προοπτικές. Το ακτινωτό σχέδιο έχει τις ρίζες του στην Αναγέννηση, την εποχή που ανακαλύπτεται η προοπτική και δίνει τη σταθερή εντύπωση της τάξης και του ελέγχου. Η μνημειώδης αυτή προοπτική σύντομα συνδυάστηκε με το Ιπποδάμειο και ο συνδυασμός τους παρήξε προτάσεις για ιδανικές αναγεννησιακές πόλεις και «οδήγησε σε αστικές υποενότητες που υποτίθεται αναπαριστούσαν την αίσθηση μιας ελληνορωμαϊκής πόλης». Προϊόν αυτών των σχεδίων είναι ο κλασικισμός του 18 ου και 19ου αιώνα.307 Αναφορικά με το Ιπποδάμειο, αυτό υιοθετήθηκε όχι μόνο λόγω της δύναμης του πρώιμου μοντέρνου αλλά γιατί υποβοηθούσε στη νοηματική σύνδεση με τη διάταξη των αρχαίων ελληνικών πόλεων, μιας και για τους Έλληνες το «ανατολίτικο» (δηλαδή οι μικροί και πολλοί κατακερματισμένοι δρόμοι) είχε συνδεθεί με την οθωμανική κυριαρχία -ενώ είχε άμεσες και σαφείς συνδέσεις με την εποχή του Βυζαντίου.308 Συνεχίζουμε: Σαν βασικό στοιχείο, λοιπόν, αναδιάρθρωσης του αστικού ιστού στις εκσυγχρονιστικές επεμβάσεις που αποσκοπούσαν στη φυσική και κοινωνική ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής πόλης, χρησιμοποιήθηκε το οικοδομικό τετράγωνο, συνδεδεμένο με την αντίληψη και πρακτική κατοίκησης που εγκαθίδρυσε η αστική δημοκρατία.309 Ευρέως εφαρμοζόμενο στον ιστορικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης, συγκροτήθηκε σε επαναλαμβανόμενες κανονικές γεωμετρικές μορφές με τυποποιημένες τις κατατμήσεις των οικοπέδων του. Συμβαδίζει με την εμφάνιση ενός νέου τύπου συλλογικής κατοικίας, την πολυκατοικία με διαμερίσματα που αποπνέει την αντίληψη για τον πλέον «σύγχρονο» και πυκνοδομημένο αστικό χώρο -εγκαινιάζεται έτσι και η οριζόντια ιδιοκτησία.310 Ο δρόμος αναδεικνύεται σε κυρίαρχο οργανωτικό στοιχείο με τις οικοδομές και τις καθορισμένες όψεις τους στραμμένες προς αυτόν. Ο δρόμος ξεκίνησε να ρυθμίζει τις σχέσεις κοινωνικής ιεραρχίας ανάλογα με τις θέσεις των κτιρίων ως προς αυτόν: απ’ το αν η πολυκατοικία είναι γωνιακή ή ενδιάμεση και απ’ το αν τα διαμερίσματα βρίσκονται στην πρόσοψη ή στην αυλή.311 Τελικά οριοθετεί με σαφήνεια το ιδιωτικό απ’ το δημόσιο. Η παραδοσιακή γειτονιά-νησίδα που περιέκλειε ποικίλες δραστηριότητες αντικαταστάθηκε από την αυστηρά οριοθετημένη κατοικία και τις στενές λειτουργίες της, ως το απόλυτο κέντρο κοινωνικότητας που χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια –με τελικό απότοκο τη νέα μορφή οργάνωσης της καθημερινής ζωής που έχει στο κέντρο της την πυρηνική οικογένεια.312 307. Lagopoulos 2005: 70 308. ό.π.: 73 309. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 461 310. Γερόλυμπου 2007: 8 311. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 462 312. ό.π.: 461-462
124
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[34] Αναπαράσταση του ελληνιστικού ιπποδάμειου κανάβου της Θεσσαλονίκης. πηγή: Lagopoulos 2005: 174
[35] Σχέδιο της οθωμανικής πόλης με τις ελληνιστικές χαράξεις που διατηρήθηκαν. πηγή: Vickers 1972: 160
125
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
[36] 1ος τομέας πυρίκαυστης ζώνης. Κτηματογραφικός χάρτης 1917. πηγή: Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 458
[37] Ίδιο σημείο, αναθεωρημένο σχέδιο του 1921 και κατάτμηση σε οικόπεδα. πηγή: ό.π.: 458
[38] Σχέση παλαιού και νέου πολεοδομικού ιστού. Διάνοιξη Αριστοτέλους. πηγή: ό.π.: 460
126
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[39] Το οδικό δίκτυο στην οθωμανική Θεσσαλονίκη. πηγή: Γερόλυμπου 1995: 168
[40] Το εμπραρικό οδικό δίκτυο. Έχουν διατηρηθεί πολλές παράλληλες με την παραλιακή οδοί όπως η Εγνατία και η Αγίου Δημητρίου, ενώ και κάθετες όπως η Αγίας Σοφίας και η Εθνικής Αμύνης. πηγή: ό.π.: 168
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
127
Zoning Με το νέο σχέδιο της Θεσσαλονίκης εισήχθησαν στις συζητήσεις και εφαρμογές της ελληνικής πολεοδομίας οι ζώνες· η διάκριση και ο διαχωρισμός, δηλαδή, των λειτουργιών και των χρήσεων: εμπόριο, βιομηχανία, διοίκηση, κατοικία κ.λπ., που ενεργοποιούν τον λειτουργικό κώδικα.313 Θα περιγράψουμε εκτενέστερα το σχέδιο υιοθετώντας επακριβώς τον διαχωρισμό που κάνει περί ζωνών η Αλεξάνδρα Γερόλυμπου-Καραδήμου.314 Ακολούθως έχουμε: 1. Ζώνες γενικής σύλληψης: η πόλη χωρίζεται σε τρία μέρη: παραγωγή στα δυτικά, διανομή-διαχείριση (εμπόριο-διοίκηση) στο κέντρο, κατανάλωση (κατοικία) στα ανατολικά. Η διάρθρωση του χώρου ακολουθεί μια ακριβή διαδικασία μετάβασης από την παραγωγή στην κατανάλωση,315 ενώ ενσωματώνει έναν πολύ σημαντικό πρακτικό κώδικα, τον κυκλοφοριακό: τα επιμέρους στοιχεία συνδέονται άμεσα μεταξύ τους με ένα ιεραρχημένο, εκσυγχρονισμένο και ορθολογικό δίκτυο κυκλοφορίας έτοιμο να υποδεχθεί τη γρήγορη και ασφαλή χρήση του αυτοκινήτου που στα προηγούμενα στενοσόκακα της πόλης ήταν αδιανόητη, βοηθώντας έτσι στην αποσυμφόρηση του κέντρου. «Το κέντρο εντός των τειχών γίνεται διοικητικό κέντρο, σε συνδυασμό με πολυτελές και καθημερινό εμπόριο [λιανικής, τριτογενής], ελεύθερους χώρους και μεγαλο-μεσο-αστικές κατοικίες. Με αυτόν τον τρόπο η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε μεγαλοαστική πόλη. Το δυτικό κομμάτι περιλαμβάνει την επέκταση του λιμανιού, τις αποθήκες και το χονδρικό εμπόριο, τη βιομηχανία, την εργατική τάξη. Στα ανατολικά, πάρκο και πανεπιστήμιο και λίγο πιο μακριά τα μεγαλοαστικά προάστια.»316 Το κέντρο και τα προάστια, με τις διαφορετικές λειτουργίες τους, εντάχθηκαν σε ένα ενιαίο αστικό σύνολο που λειτουργεί σαν ολότητα.317 2. Ζώνες λειτουργικές: βιομηχανική, μεταφορές-διαμετακόμιση, κεντρικές λειτουργίες (με υποζώνες για το μικροεμπόριο, το διοικητικό και πολιτικό κέντρο κ.λπ.), ζώνες κατοικίας, αναψυχής-πολιτισμού, πράσινες ζώνες (περιαστικό δάσος, ανατολικό «ρήγμα» πάρκων 70 εκταρίων) κ.λπ. Αναφορικά με τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις που είχαν ως στόχο τη βελτίωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων, αυτές, θεωρούμενες ως «οχληρές, ανθυγιεινές ή επικίνδυνες», χωροθετήθηκαν υποχρεωτικά στο βιομηχανικό «κέντρο» 313. Lagopoulos 2005: 69 314. Στο: Γερόλυμπου 2005: 348 315. Γερόλυμπου 1995: 150 316. Lagopoulos 2005: 69 317. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 461
128
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
«που εκτεινόταν μεταξύ Βαρδαρίου και Δενδροπόταμου».318 Με αφορμή το όλο zoning, εκσυγχρονίστηκαν και χωροθετήθηκαν τα δίκτυα υποδομής, με την επέκταση του λιμανιού και την αναδιοργάνωση των σιδηροδρομικών σταθμών (επιβατικός και εμπορικός), πρωταρχικές εκφάνσεις του οικονομικού κώδικα όταν αυτός παρουσιάζεται ως πρακτικός.319 Το λιμάνι, ως ο ιστορικός λόγος ίδρυσης της πόλης και πύλη προς τη Βαλκανική, σε συνδυασμό με τον σιδηρόδρομο, αυξάνει συνολικά την εμπορική δραστηριότητα της πόλης τη στιγμή που η βιομηχανία είναι καίριας σημασίας. «Υποθέτουμε πως αυτά τα στοιχεία, από σημειωτική σκοπιά, υποδηλώνουν για τον Hébrard τη ”σύγχρονη” και ”σημαντική” πόλη.»320 Άξια αναφοράς η μονολειτουργική ζώνη, «ρήγμα» με την πόλη, στις αδόμητες πλαγιές έξω από το ανατολικό τείχος: η πανεπιστημιούπολη της Θεσσαλονίκης. «Η χωροθέτηση των χρήσεων στο Νέο Σχέδιο της Θεσσαλονίκης ολοκληρώνεται με την εγκατάσταση της Ανώτατης Εκπαίδευσης και των πολιτιστικών [θέατρο, ωδείο] και ψυχαγωγικών [περίπτερα, δημόσιος κήπος, γυμναστήρια κ.λπ.] λειτουργιών της πόλης στο μεγάλο πάρκο μεταξύ του ιστορικού κέντρου και της ανατολικής περιοχής. Πανεπιστήμια, Πολυτεχνείο, Σχολή Καλών Τεχνών και Βιβλιοθήκη, στο βορειοανατολικό τμήμα του, μέσα σε ελεύθερους πράσινους χώρους, υιοθετούν το μοντέλο του αγγλοσαξονικού campus»,321 με σκοπό την πνευματική και πολιτιστική διείσδυση και ηγετική θέση της Ελλάδας στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, γεγονός που θα συμβάλλει γενικά στην εξέλιξη της ανώτερης παιδείας.322 Η περιοχή πάνω στην οποία σχεδιάστηκε ήταν το εβραϊκό νεκροταφείο που καταλάμβανε τεράστια περιοχή έξω από τα ανατολικά τείχη και αποτελούσε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ εβραϊκής κοινότητας και δήμου επί δεκαετίες. Μεσοπολεμικά εμπόδισε την υλοποίηση του σχεδίου του Hébrard. Το πανεπιστήμιο, έχοντας ξεκινήσει από τη βίλα Αλλατίνι, περιορίστηκε στο μεγαλύτερο διάστημα του Μεσοπολέμου στο παλιό οθωμανικό κτίριο Ιδαδιέ, στην άκρη του νεκροταφείου.323,324
318. Γερόλυμπου 2005: 350 319. Γερόλυμπου 2007: 12 320. Lagopoulos 2005: 68 321. Γερόλυμπου 1995: 166 322. Γερόλυμπου 2005: 355 323. Mazower 2006: 502 324. Προσθέτουμε επιπλέον: Το κτίριο της σημερινής Φιλοσοφικής σχολής είναι το κτίριο της πρώην οθωμανικής ανώτερης σχολής διοίκησης (Lycée Hamidyé). Η λειτουργία της ξεκινά το 1927 και η μελέτη επέκτασης του κτιρίου αυτού ανατίθεται στους αρχιτέκτονες αδελφούς Δημητριάδη. Η λειτουργία του πανεπιστημίου ξεκίνησε το 1926, με τη Σχολή Φιλοσοφικής στο υπάρχον κτίριο της πρώην έπαυλης Αλλατίνι (σημερινή έδρα της νομαρχίας). [Γερόλυμπου 2005: 355]
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
129
3. Κοινωνικές ζώνες: εργατικές, μεσαίες αστικές, υψηλές αστικές. Με τη μετάβαση από την παραδοσιακή γειτονιά-νησίδα, επήλθε και η χωρική αποδέσμευση των κατοίκων ως προς την κοινοτική και θρησκευτική τους ταυτότητα.325 Γνώμονας ήταν πλέον η ταξική τους θέση και η κατανομή έγινε με τρόπο που έχει ήδη περιγραφεί στο (1), ενώ αυτή η κατανομή με ταξικά παρά εθνολογικά κριτήρια έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι ξεκινάει να γίνεται αμυδρά ήδη από το 1890· ότι δηλαδή τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα εποικίζουν το κέντρο με σκοπό την εξύψωση του γοήτρου του και την αντίστοιχη υλική του διαμόρφωση.326 «Οι εργάτες θα κρατιόνταν μακριά από την αστική τάξη, και οι τόποι ψυχαγωγίας τους επίσης.»327 Όπως και στην World City του 1912, ο Hébrard απομόνωσε την εργατική τάξη από την κεντρική περιοχή συμβάλλοντας στην αορατότητά της. Πρόκειται για έναν κοινωνικό κώδικα που στηρίζεται στο ταξικό zoning (με εξαίρεση τους Τούρκους της Άνω Πόλης οι οποίοι βέβαια ανταλλάχθηκαν το 1922). Ο Hébrard, «στα γραπτά του για τις πόλεις στην Ινδοκίνα, σημειώνει ότι κάθε ευρωπαϊκή κοινότητα χρειάζεται έναν γηγενή οικισμό για να υπάρξει. Στις δυτικές πόλεις, αυτή η αποικιοκρατική λογική μεταφράστηκε σε κοινωνικό διαχωρισμό και ιεραρχία, με την εργατική τάξη να παίρνει το ρόλο του αποικιοκρατούμενου πληθυσμού. Το σχέδιο της Θεσσαλονίκης προσαρμόστηκε στις ανάγκες τις μεγαλοαστικής τάξης. Συμπεραίνουμε ότι το νόημα της οργάνωσης με βάση τον κοινωνικό διαχωρισμό, φέρει τον πολιτισμικό συμβολισμό της ”ευρωπαϊκότητας”, μια υποδήλωση που δίνει πολύ συγκεκριμένη ταυτότητα στην πόλη».328 Τέλος, «το νέο ευρωπαϊκό σχέδιο επιβλήθηκε στην παλιά παραδοσιακή πόλη και βοήθησε στην προαγωγή της εικόνας μιας μεγαλύτερης ομογενοποίησης που στην πραγματικότητα όμως προκάλεσε αυστηρότερη κοινωνική και ταξική διαστρωμάτωση».329 Αν και τα περισσότερα άτομα της κοινότητας, αυτά που ανήκαν στα κατώτερα οικονομικά στρώματα, βρέθηκαν εκτός κέντρου, η νέα κοινωνική ιδιοποίηση του κέντρου της πόλης περιέλαβε φυσικά Εβραίους.330 Ο Mark Mazower αναφέρει: «Οι Εβραίοι δεν αποκλείστηκαν [άμεσα] από τα νέα οικόπεδα στην καρδιά της πόλης, ούτε εμποδίστηκαν να αγοράσουν εκεί. Αντιθέτως, η ισραηλιτική κοινότητα επένδυσε πάρα πολύ σε γη στην κεντρική ζώνη, και το ίδιο έκαναν και αρκετοί Εβραίοι επιχειρηματίες, παράλληλα με τους Χριστιανούς συναδέλφους-ανταγωνιστές τους. Χτίστηκε η στοά Μοδιάνο για να στεγαστεί η αγορά φρούτων και λαχανικών και μια καινούρια κεντρική συναγωγή παρέσχε το δημόσιο πρόσωπο της νέας, έντονα συγκεντροποιημένης θρησκευτικής κοινότητας. Η αλλαγή που συνέβη δεν ήταν μόνο εθνολογική αλλά και κοινωνικοοικονομική. Καθώς η κυβέρνηση βασίστηκε στους ιδιώτες επενδυτές για την 325. Γερόλυμπου 2007: 12 326. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 463 327. Mazower 2006: 390 328. Lagopoulos 2005: 68 329. Hastaoglou 1997: 493 330. Χαστάογλου 1994: 42
130
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[41] Η μνημειακή πλατεία, το «πολιτικό κέντρο» (Place Civique) σε σχέδιο του Ernest Hébrard, κάτοψη. (Hébrard, Dreyfus 1923). Βλέπουμε το κομμάτι που δεν πραγματοποιήθηκε και αντιστοιχεί στη σημερινή πλατεία Βενιζέλου. Διακρίνονται η Παναγία των Χαλκέων και τα οθωμανικά λουτρά Μπέη Χαμάμ. πηγή: https://thesstips.files.wordpress.com/
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
131
κάλυψη του κόστους της ανοικοδόμησης, οι πλουσιότεροι πρώην κάτοικοι του κέντρου ευνοήθηκαν περισσότερο και επέστρεψαν, ενώ όσοι πούλησαν τα πιστοποιητικά τους νωρίς ή δεν είχαν χρήματα σπρώχτηκαν προς τις παραγκουπόλεις στις παρυφές. Οι Εβραίοι εργάτες εγκαταστάθηκαν στις πλαγιές ανατολικά και δυτικά της πόλης, ενώ οι εβραϊκές μεσαίες τάξεις είχαν το προνόμιο της πρόσοψης στη θάλασσα από τις βίλες τους, στο δρόμο προς την Καλαμαριά».331 Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του σχεδίου ήταν η επιβολή της δημόσιας τάξης από τις ελληνικές αρχές στο κέντρο της πόλης, στόχος ασυμβίβαστος με την παλιά οργάνωση του χώρου.332 Επιπλέον, η μελλοντική εγκατάσταση των πυροπαθών στα προάστια, θα επέτρεπε στον κυβερνητικό μηχανισμό να διαγράψει οριστικά τον εβραϊκό χαρακτήρα του κέντρου.333,334 4. Ζώνες ρυθμιστικές-κανονιστικές: απαγόρευση δόμησης, πράσινες ζώνες, περιοχές προστασίας, όρων δόμησης, εκμετάλλευσης της γης κ.λπ. Ο προσανατολισμός και το κλίμα της πόλης, μαζί με τους πράσινους χώρους συγκροτούν έναν οικολογικό κώδικα, που τελικά επιδρά και στον υγειονομικό. «Ο Hébrard πίστευε στις καθολικές ανάγκες για αέρα, ήλιο και φως. Αναφέρεται στη δημιουργία μιας υγιούς πόλης για τους κατοίκους της».335 Υπήρξε επίσης στοιχειώδης αναδιοργάνωση των αξιών γης για κάποιες βασικές χρήσεις, αναπτύχθηκαν οι οικοδομικοί κανονισμοί και οι υπηρεσίες ελέγχου. Η χρήση του μπετόν και τα νέα αυξημένα επιτρεπόμενα ύψη στις οικοδομές εισήγαγαν νέες συμπεριφορές συλλογικής κατοικίας και νέες συνθήκες ιδιοκτησίας.336 Ειδικές εκφάνσεις της ελ ληνοποίησης 1. Για το συμβολικό κέντρο του σχεδίου Ακριβώς στο κέντρο της ιστορικής περιοχής intra muros, στο κέντρο του κέντρου του νέου σχεδίου, με άμεσες και τονισμένες τις προσβάσεις σε όλα τα σημαντικά σημεία της Θεσσαλονίκης, δεσπόζει ο νέος άξονας της πόλης που τον 331. Mazower 2006: 390 332. ό.π.: 391 333. Μόλχο 2014α: 129 334. Από τις πρώτες, χρονικά, επιπτώσεις: η αδυναμία να παγιωθεί στον χώρο η κοινωνική ιεράρχηση, που προβλεπόταν με τις προτάσεις για τις διαφοροποιημένες περιοχές και τύπους κατοικίας (εργατικά προάστεια-κηπουπόλεις δυτικά, μικροαστικές μονοκατοικίες ανατολικά), καθώς και με την αναμενόμενη ιδιοποίηση των κατοικιών του κέντρου (Αριστοτέλους) από τα υψηλά κοινωνικά στρώματα, στα οποία απευθύνονταν (και που παρέμειναν μέχρι τη μεταπολεμική περίοδο κατειλημμένες από μικρά και μεσαία αστικά στρώματα). [Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 468] 335. Lagopoulos 2005: 69 336. Γερόλυμπου 2007: 12
132
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
διασχίζουν Εγνατία, Τσιμισκή και Παραλία.337 Εν αρχή ην η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και η θάλασσα: χαράχθηκε ένας κάθετος άξονας που τα συνδέει·338 στο βορειότερο σημείο τοποθετείται η κορυφαία αστική λειτουργία, μια «πολιτική πλατεία» με μνημειακό χαρακτήρα, που περιλαμβάνει χρήσεις όπως Δημαρχείο, Διοίκηση και Δικαστήρια, Ταχυδρομείο, Τράπεζα (Εθνική), Χρηματιστήριο, Εμπορικό επιμελητήριο, Θέατρο, Ωδείο, Πανεπιστήμιο κ.ά. -«νέα δημόσια κτίρια της πόλης, που εξαίρονται με τη μορφολογία και τη θέση τους»-,339 τοποθετημένα συμμετρικά ως προς μια μεγαλόπρεπη Αψίδα (πλην της Νομαρχίας, που παραμένει στο κτίριο του παλιού Διοικητηρίου).340 Δίπλα, διατηρούνται η βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας των Χαλκέων και το οθωμανικό λουτρό Μπέη Χαμάμ, που υπογραμμίζουν το πολυπολιτισμικό παρελθόν της πόλης.341 Παρακάτω, η σημερινή πλατεία Αριστοτέλους με στοές που στεγάζουν χρήσεις πολυτελούς λιανικού εμπορίου και αναψυχής, συγκρινόμενη ως προς τη θέση της με την Piazzetta της Βενετίας.342 Ο προσανατολισμός που δίνεται στον άξονα είναι τέτοιος, που η οπτική από αυτόν ξεπερνά τη μνημειακότητα και αποκτά σχεδόν μεταφυσικά στοιχεία: παραπέμπει στη θέα προς τον Όλυμπο. Η μνημειώδης χάραξη δημιουργεί άρρηκτους δεσμούς ανάμεσα στο αισθητικό και το πολιτισμικό, που υποδηλώνεται με την «αγεφύρωτη» ανακεφαλαίωση της ιστορίας του άστεος: Όλυμπος, βασιλική Αγίου Δημητρίου, μοντέρνος αστικός σχεδιασμός, άρα σύνδεση ελληνικής αρχαιότητας-Βυζαντίου-σύγχρονης εποχής.343 Το Βυζάντιο υποδηλώνεται και από το νεοβυζαντινό στυλ των κτιρίων στο νότιο μέρος της Εγνατίας, στο οποίο θα αναφερθούμε αργότερα. Τα παραπάνω συγκροτούν ένα ενιαίο μνημειακό σύνολο με χωροθέτηση τονισμένη από λειτουργικές και συμβολικές διασυνδέσεις και χρήσεις που μαζί κατοχυρώνουν το οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό γόητρο του δυναμισμού της αναδυόμενης Θεσσαλονίκης. Σ’ όλη αυτή τη διεργασία ο πολιτισμικός και αισθητικός κώδικας συνδέονται στενά. Να σημειώσουμε ότι κατά την εφαρμογή του σχεδίου ο άξονας αυτός απέκτησε αρκετά διαφορετικό χαρακτήρα που κρίθηκε όμως ως αρνητικός. Κατά την απόφαση για την ανέγερση του Δικαστικού Μεγάρου, τη δεκαετία του ’60, η ανασκαφική έρευνα ανέδειξε την αρχαία ρωμαϊκή αγορά της πόλης και οι εργασίες οικοδόμησης διακόπηκαν. «Ένα εντυπωσιακό αρχαίο ”πολιτικό κέντρο” κατέλαβε δικαιωματικά τη θέση στην οποία οι πολεοδόμοι του 1917 είχαν προβλέψει ένα σύγχρονο.»344
337. Γερόλυμπου 1995: 156 338. ό.π.: 151 339. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 466 340. Γερόλυμπου 1995: 151 341. ό.π.: 156 342. Γερόλυμπου 2007: 12 343. Lagopoulos 2005: 70 344. Γερόλυμπου 2007: 13
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
133
2. Μνημεία της πόλης και δημόσιοι χώροι Έχει ήδη φανεί ότι ο πολιτισμικός κώδικας στηρίζεται σε δύο βασικές αρχές: στον εκσυγχρονισμό και στην ιστορικότητα. Αναφορικά με τον πρώτο διαφαίνεται σε στοιχεία του σχεδίου που έχουν ήδη αναφερθεί, όπως το zoning, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών, ο οδικός κάνναβος. Για τη δεύτερη έχει προβληθεί η σχέση του Hébrard με τις ιστορικές αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης και η εξοικείωσή του με την τοπική αρχιτεκτονική. Για τη Θεσσαλονίκη όμως αυτή η ιστορικότητα είναι η συνισταμένη δύο περιόδων: της αρχαιότητας και του Βυζαντίου. Είχε ήδη γίνει υπόμνηση της αρχαιότητας με την ανασύνθεση του Ιπποδάμειου, καταλληλότατο για το οδικό σύστημα, ενώ η σύνδεση με το Βυζάντιο επιτεύχθηκε με τα υπολειπόμενα μνημεία του στον ιστό της πόλης, δηλαδή τις βυζαντινές εκκλησίες, οι οποίες αποτέλεσαν κομβικά στοιχεία του σχεδίου αισθητικά και πολεοδομικά –«εκκλησίες και μνημεία έγιναν κεντρικά στοιχεία νέων πλατειών και βουλεβάρτων, σύμφωνα και με το σχέδιο του Οσμάν για το Παρίσι».345 Η παλιά εσωστρεφής χριστιανική ενοριακή οργάνωση μετατράπηκε σε εξωστρεφή: τα μνημεία μεταβλήθηκαν σε εστίες του σχεδίου δημιουργώντας ένα δίκτυο δημόσιων χώρων.346 Τα τζαμιά μετατράπηκαν πάλι σε εκκλησίες και αναστηλώθηκαν ενώ ο κατεστραμμένος από τη φωτιά Άγιος Δημήτριος ξαναχτίστηκε. Όλα τα μνημεία απομονώθηκαν και καθαρίστηκαν από προσκτήσεις αιώνων και συγκροτούν έκτοτε ανεξάρτητες οικοδομικές νησίδες ενώ αναδεικνύονται με έντεχνες προοπτικές και καδραρίσματα. «Στέγαστρα, μαγαζιά και άλλα ανάξια στοιχεία απομακρύνθηκαν από τους κύριους αρχαιολογικούς χώρους, επιτρέποντας την αποτίμησή τους μέσα σ’ ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, ξεγυμνωμένο από καθετί το εξωγενές και οχληρό.»347 Ο περιβάλλοντας χώρος υποβιβάζεται στον ρόλο του φόντου, «καθόλου ανταγωνιστικού αισθητικά, αντίθετα μάλιστα ομοιογενούς και άχρωμου (στην καλύτερη δε περίπτωση επιδιωγμένα συμπληρωματικού με τις ”επιβεβλημένες” ή ”διατεταγμένες” όψεις –facades ordonnancées- των γύρω κτιρίων)».348 Έχουμε ήδη μιλήσει για το μνημειακό κέντρο του σχεδίου, δημόσιο χώρο-πολιτικό κέντρο, στο οποίο συγκροτήθηκε ένα σύστημα πλατειών. Με την ίδια ακριβώς λογική έγινε μια νέα χάραξη που συνδέει ακόμα τη Ροτόντα με την Αψίδα του Γαλερίου, περνάει από την πλατεία Ναυαρίνου και καταλήγει στη θάλασσα «συνδυάζοντας τον αρχαιολογικό περίπατο και στοιχεία του τοπίου της πόλης (λόφους, θάλασσα) με μια πολυσύχναστη περιοχή εργασίας και κατοικίας».349 Στο σχέδιο του 1918 και μετέπειτα του 1921 είναι η στεγασμένη αγορά επί της σημερινής πλατείας Ναυαρίνου η οποία και δεν πραγματοποιήθηκε, δημιουργώντας τελικά έναν 345. Bugatti 2013: 508 346. Lagopoulos 2005: 69-70 347. Mazower 2006: 392-393 348. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 466 349. Γερόλυμπου 2007: 8
134
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
ελκυστικό ελεύθερο χώρο που συνδέει τα παραπάνω μνημεία. Ο Hébrard είχε ήδη κάνει εικασίες για τα Βυζαντινά Ανάκτορα τα οποία όντως βρέθηκαν στη συγκεκριμένη περιοχή και εντάχθηκαν φυσιολογικά σε αυτό το σύνολο που μαζί με την πλατεία Αριστοτέλους συγκροτούν δύο από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. «Μια αντίστοιχη ιδέα, που επιχειρούσε να συνδέσει τις πλατείες μπροστά στις εκκλησίες της Αχειροποιήτου και της Αγίας Σοφίας με έναν ελεύθερο γραμμικό χώρο και να πλαισιώσει το σύνολο με επιβεβλημένη αρχιτεκτονική όψεων, δεν ευτύχησε να επιβιώσει, καθώς οι ελεύθεροι χώροι αναλώθηκαν πλήρως στις ανάγκες της αυξημένης κυκλοφορίας. Όσο για την αρχιτεκτονική των όψεων, ουδέποτε επιβλήθηκε.»350 Περιγράψαμε μόνο λίγες από τις καλοσχεδιασμένες πλατείες που πλαισίωναν μνημεία και δημόσια κτίρια· άλλες όπως αυτή στον Λευκό Πύργο, την Αχειροποίητο, το Σιντριβάνι και το Βαρδάρι κ.ά. δεν κατασκευάσθηκαν ποτέ.351 3. Νεοβυζαντινό στυλ Έχουμε ήδη αναφέρει την αναβίωση, αποδοχή και κατοχύρωση του Βυζαντίου στη φαντασιακή κατασκευή του ελληνισμού. Την ίδια περίοδο η προσπάθεια ανάδειξης ενός χαρακτήρα ελληνικότητας στην καλλιτεχνική και πνευματική δημιουργία έφερε στην επιφάνεια πολλές αναζητήσεις μερικές από τις οποίες είναι ακόμα επίκαιρες.352 Η ρομαντική αντιμετώπιση του βυζαντινού παρελθόντος θα επηρεάσει την αρχιτεκτονική δημιουργία με βασικό εκφραστή αυτού του «νεοβυζαντινού» στυλ τον Αριστοτέλη Ζάχο -που ξέρουμε ήδη ότι συμμετείχε στην επιτροπή του νέου σχεδίου για τη Θεσσαλονίκη- και ενδιαφερόταν επίμονα για το ζήτημα της «ελληνικότητας». Στηριζόμενος σε μια συστηματική μελέτη αρχιτεκτονικής παράδοσης και βυζαντινής κληρονομιάς, έφτασε να κηρύσσει την «επιστροφή στις ρίζες». Τη διαδρομή του ακολούθησαν και άλλοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου· χαρακτηριστικός στο εικαστικό πεδίο ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965).353 Η συγκεκριμένη πίστη στην αξία της βυζαντινής κληρονομιάς, με ταυτόχρονη αναβίωση της λαϊκής τέχνης, ανανέωσε τα εκφραστικά μέσα των αρχιτεκτονικών έργων. Το νεοβυζαντινό στυλ σαν «εκλεκτικιστική αντίληψη για την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου»354 βρίσκει στα αντίστοιχα αρχιτεκτονήματα μια ποικιλία τρόπων έκφρασης, «αποτέλεσμα της διαφορετικής οπτικής και ερμηνείας των αρχών σύνθεσης της αρχιτεκτονικής». Φέρει τη σφραγίδα του στον πολεοδομικό σχεδιασμό και ορίζει τη ρυθμολογία δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της εφαρμογής του είναι η πόλη της Θεσσαλονίκης που συμβαδίζει με την προαναφερόμενη διατήρηση και ανάδειξη 350. Γερόλυμπου 1995: 166 351. Γερόλυμπου 2007: 8 352. Καμπούρη-Βαμβούκου 2011: 230 353. ό.π.: 231 354. ό.π.: 235
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
135
όλων των βυζαντινών υπολειμμάτων της355 και γενικά όλο το ακτινοβόλο βυζαντινό της παρελθόν: σύμπλευση της καλλιτεχνικής παράδοσης με τις επιθυμητές ιστορικογεωγραφικές αναφορές της πόλης.356,357 Ωστόσο, για τους Ευρωπαίους, η γοητεία των βυζαντινών μορφών συμβαδίζει με τον ρομαντισμό και τον οριενταλισμό ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα σε όλους τους πολιτισμικούς τομείς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι συχνά θεωρείται ως επείσακτο και παραλλαγή του ευρωπαϊκού νεο-βυζαντινισμού.358 Ταυτόχρονα, οι δόσεις οριενταλισμού που περιέχει δείχνουν μια άλλη χρήση του, παρόμοια με αυτήν της Άνω Πόλης, της τουριστικής attraction. Ερωτήματα επίσης εγείρει η ομοιότητά του με την αποικιοκρατική αρχιτεκτονική που εφαρμόστηκε στη βόρειο Αφρική την ίδια περίοδο.359 Παρ’ όλα αυτά η Επιτροπή Σχεδιασμού το υιοθέτησε απνευστί σε προτάσεις για συγκεκριμένα κτίρια και στα σχέδια για τις επιβεβλημένες όψεις.360 Οι τελευταίες αφορούσαν κτίρια τοποθετημένα σε σειρά και ενιαίο νεοβυζαντινό στυλ ώστε να δημιουργούν βουλεβάρτα. Σε επίπεδο κατοικίας είναι χαρακτηριστικά τα διαμερίσματα 400 τ.μ. του Κιτσίκη και οι βίλλες του Pleyber. Επιβλήθηκε και σε δημόσια κτίρια όπως και για την αρχιτεκτονική των Μπαζάρ (αγορές μικρεμπορίου Βλάλη, Βατικιώτη κ.λπ.).361 Η ενοποιητική σύνθεση με τη συγκεκριμένη επανερμηνεία του Βυζαντίου είναι φανερή σήμερα στην πλατεία Αριστοτέλους, η μόνη από τις προτάσεις για επιβεβλημένη αρχιτεκτονική που υλοποιήθηκε εν μέρει. Στον άξονα αυτό, από την Εγνατία μέχρι και τη θάλασσα, υπάρχουν στο σχέδιο κτίρια νεοβυζαντινού στυλ τα οποία θα στέγαζαν κεντρικές λειτουργίες της πόλης –«εμπόριο, γραφεία, κατοικία υψηλών εισοδημάτων, αναψυχή και ακριβά ξενοδοχεία- δίνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην περιοχή».362 Υλοποιήθηκαν κομμάτια του νότιου μέρους της πλατείας, με κτίρια που αποπερατώθηκαν στην πυρίκαυστο μετά το 1930 και δεσπόζουν ακόμα σήμερα.
355. ό.π.: 236 356. Γερόλυμπου 1995: 169 357. Σε υποσημείωση: «Το θέμα της ”ελληνικότητας” της μορφής της πόλης και η ταύτιση της ελληνικότητας με το «βυζαντινό» στυλ έχει ρητά διατυπωθεί με πολλές ευκαιρίες κατά το σχεδιασμό της Θεσσαλονίκης από τους σημαντικότερους και επιφανέστερους συντελεστές του.» [Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 464] 358. ό.π.: 463 359. Hastaoglou 2011: 163 360. Γερόλυμπου 1995: 169 361. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 463 362. Γερόλυμπου 2007: 13
136
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[42] Η επιβεβλημένη αρχιτεκτονική στην Πλατεία Αριστοτέλους. πηγή: Hébrard, Dreyfus 1923 / 1927
[43] Το «κόκκινο κτίριο» στην πλατεία Αγίας Σοφίας. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1926. πηγή: Καμπούρη-Βαμβούκου 2011
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
137
[44] Γωνία Δημητρίου Γούναρη με Πολωνίας (τώρα Αλεξάνδρου Σβώλου) στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Αριστερά το κτίριο της Πυροσβεστικής και στο βάθος η Ροτόντα. πηγή: http://thessaloniki.photos.vagk.gr/
138
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
Παράρτημα 2: Η αρχιτεκτονική των κτιρίων Με το βλέμμα προς τη μοντέρνα πόλη όπως δημιουργήθηκε και υποπέφτει ακόμα στην αντίληψή μας, γίνεται αντιληπτό ένα τεράστιο απόθεμα κεφαλαίου το οποίο ξεκινάει με τη μοντέρνα οικονομία και ενεργοποιεί είτε ιδιωτικές είτε δημόσιες πρωτοβουλίες (είτε τον συνδυασμό τους), για να αποκτήσει έλεγχο και να αντλήσει υπεραξία από ακόμα μεγαλύτερες περιοχές του αστικού χώρου. Το δημόσιο και ιδιωτικό κεφάλαιο αλληλοδιαπλέκονται και δημιουργούν αντίστοιχες υλικότητες που έχουν και διαφορετική αρχιτεκτονική έκφραση, περιορισμούς και αντιμετώπιση. Το οικοδομικό τετράγωνο, με τη μοντέρνα πολεοδομία, κατέληξε να αποτελεί ένα αναπαραστατικό σύμβολο και βασικό δομικό στοιχείο της πόλης, με εναλλασσόμενο αρχιτεκτονικό σημειακά ύφος, αλλά σταθερά στοιχεία αναγνωρισιμότητας. Ορίζει τον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο –άρα την ιδιωτική και δημόσια ιδιοκτησία. Στη Θεσσαλονίκη βλέπουμε τα αποτελέσματα των αντίστοιχων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, με το κέντρο να έχει σημειακά ομοιογενές ύφος –στις επιβεβλημένες όψεις με το Νέο Σχέδιο, όπως η πλατεία Αριστοτέλους-, ενώ οι περιοχές πέριξ του κέντρου και αυτές που χτίστηκαν γενικά με ιδιωτική πρωτοβουλία να μεταφέρουν αυτήν την «πρωτοβουλία» και στα μορφοπλαστικά χαρακτηριστικά των κτιρίων.363 Η διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου πάντα όριζαν την οικονομία και τη μυθολογία της πόλης. Ο δημόσιος χώρος οφείλει να είναι αναπαραστατικός· συγκεντρώνει δημόσιες και συλλογικές λειτουργίες, τις αποδίδει συμβολικά· τους προσδίδει δηλαδή σε επίπεδο οπτικής αντίληψης διακεκριμένα χαρακτηριστικά, συγκεκριμένη αισθητική, αρχιτεκτονική γλώσσα και επιβλητικότητα, με τυπολογίες και μορφές που προσπαθούν να αποδώσουν την επιθυμητή δυναμική και συνοχή του κράτους που τα κατασκευάζει. Αντιθέτως, η ιδιωτική σφαίρα δεν είναι αναπαραστατική όπως η δημόσια· συνίσταται από μια αισθητική φόρμουλα σχετικά κοινότυπη και οι υλικές της απολήξεις έχουν να κάνουν με το χειρισμό της ατομικής ιδιοκτησίας: αποκτούν χρήση καθημερινή, όπως και η ομιλούμενη γλώσσα, γιατί αποτελούν προσωπική περιουσία. Με την παγίωση και εξέλιξη του θεσμού του έθνους-κράτους, το τελευταίο αποδίδει υλικά τις εσωτερικές του σχέσεις στον αστικό χώρο. Έτσι, στο δημόσιο πεδίο καταλήγουμε στον 20 ο και 21ο αιώνα να βλέπουμε δικαστήρια, κοινοβούλια, σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές, εργοστάσια, ξενοδοχεία κ.ο.κ., ενώ βλέπουμε ταυτόχρονα το ιδιωτικό πεδίο να εκφράζεται μέσω υποστασιοποίησης του ιδιωτικού κεφαλαίου: κατοικίες, μικροεπιχειρήσεις, καταστήματα κ.ο.κ.364 Με τη νέα πολεοδομία που τέθηκε σε εφαρμογή στη Θεσσαλονίκη, διατηρήθηκαν τα κτίρια-μνημεία του παρελθόντος μαζί με νέα οικοδομήματα-μνημεία του παρόντος, «που μαζί συγκροτούν την καινούρια εικόνα της πόλης και της ελληνικότητας».365 Τα νεόδμητα μνημεία, που συμβολίζουν το ιστορικό και σύγχρονο διακεκριμένο κτίριο, ενσωματώνουν λειτουργίες του νέου εθνικού κράτους που παγιώνει τη δυναμική του στον χώρο της πόλης. Εξ ου και η «Μνημειακή Πλατεία», το νεοβυζαντινό στυλ που ευθυγραμμίζεται με την υπόμνηση της ελληνικότητας και τη σύνδεσή της με τη βυζαντινή παράδοση, οι επιβεβλημένες όψεις. Στον αντίποδα βρίσκεται το ανώνυμο και επαναλαμβανόμενο κτίσμα, που ενσωματώνεται στην αρχιτεκτονική της αστικής κατοικίας και συλλαμβάνεται σαν ένα ουδέτερο και πρόσφορο πλαίσιο ανάδειξης 363. Colquhoun 1985: 83 364. ό.π.: 84 365. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 464
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
των παραπάνω. Με εξαίρεση όμως τις βίλλες της συνοικίας των Εξοχών –που ήταν άλλωστε δημιούργημα ενός προηγούμενου αιώνα-, και κάποιες νεοβυζαντινού στυλ κατοικίες, «η αστική κατοικία της Θεσσαλονίκης αποκτά το στυλ της χωρίς να έχει καθόλου στυλ».366 Η Αλεξάνδρα Γερόλυμπου-Καραδήμου κάνει μάλλον αυτήν την παρατήρηση, γιατί το κέντρο της Θεσσαλονίκης τελικά ανοικοδομήθηκε κατά βάση από τους διάφορους ιδιώτες, ενώ ελάχιστες από τις επιβεβλημένες όψεις τελικά πραγματοποιήθηκαν. Η ιδιωτική αρχιτεκτονική εντάχθηκε μεν σαν σύνολο στην εκλεκτικιστική παράδοση της πόλης επιλέγοντας ποικίλες μορφολογίες, αλλά διαφοροποιήθηκε από το παρελθόν της σε διάφορα πεδία: αξιοποίησε τη νέα αυξημένη εκμετάλλευση της οικοπεδικής γης, χρησιμοποίησε τις νέες τεχνολογίες και τα νέα υλικά που άλλαξαν ριζικά τις καθιερωμένες μορφές και τέλος είχε ως φορέα της τα αναδυόμενα μικρά και μεσαία στρώματα.367 Απέναντι λοιπόν στον μεταποιημένο εκλεκτικισμό, εμπλουτισμένο με νέο-αποικιακές τάσεις που επέβαλε η εμπειρία του Hébrard και ο νεοβυζαντινισμός του Ζάχου και του Κιτσίκη, όπως και της Art-Déco αισθητικής των ανερχόμενων κοινωνικών στρωμάτων, «η αρχιτεκτονική της αστικής κατοικίας ανταποκρίνεται μόνο στις κοινές ανάγκες και γούστα της μεγάλης μάζας του πληθυσμού, τις οποίες προσπαθεί να διαμορφώσει και να ικανοποιήσει. Η κατοικία ανάγεται στον κοινό τόπο της αρχιτεκτονικής που πρέπει να διαπνέεται από ένα common sens, προαναγγέλλοντας ίσως τον εκπτωχευμένο μοντερνισμό που θα κυριαρχήσει στην πόλη -και συνολικά στη χώρα- στη δεκαετία του ’50».368 Ειδικότερα, «τα ξενοδοχεία, τα κτίρια γραφείων, οι πολυκατοικίες, τα καφενεία και οι κινηματογράφοι των χρόνων του μεσοπολέμου κατέληξαν να είναι σε κάθε είδους στυλ –ψευδο- Λουί Κενζ, νεοαναγεννησιακά, νεοβενετσιάνικα και νεομορέσκ, Αρ Ντεκό, ”μαυριτανοϊσλαμιστικά”, ακόμα και περιστασιακές πινελιές από Μπαουχάους-, πλάι στο μάλλον άτονο βυζαντινοϊταλικό ύφος που ο Hébrard είχε θεωρήσει ως το πιο ενδεδειγμένο για την πόλη ως σύνολο».369
366. ό.π.: 466 367. Γερόλυμπου 1995: 172 368. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 467 369. Mazower 2006: 392
139
140
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
Τελική πραγμάτωση του σχεδίου Μετά από δύο αποτυχημένες διαδικασίες εκποιήσεων των αρχών του 1920 370 που έγιναν κατά τις διατάξεις του νόμου 1394/1918, το 1921 είχαν πουληθεί μόνο 90 οικόπεδα αξίας 5.500.000 δρχ. και άρχισε η ανοικοδόμηση 15 κτιρίων. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, απεγνωσμένη, είχε προσπαθήσει να ξεκινήσει η εφαρμογή του Νέου Σχεδίου και η Ανοικοδόμηση πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, όπου ανέλαβε το Λαϊκό Κόμμα υπό τον Δημήτριο Γούναρη. Με αυτήν την πολιτική αλλαγή αναστάλθηκε κάθε διαδικασία εκποιήσεων και όλες οι προηγούμενες πωλήσεις οικοπέδων –εκτός από αυτά που είχαν αρχίσει ήδη να ανοικοδομούνται.371,372 Μετά από μια βραχεία περίοδο μεγάλης αναταραχής η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας ανακοίνωσε ότι η ανοικοδόμηση θα συνεχιστεί όπως πριν, μιας και όπως είπε ο Γούναρης «το καταρτισθέν σχέδιον είναι αριστουργηματικόν, κάθε μεταβολή σημαίνει καταστροφήν», με τις αλλαγές που έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενο κεφάλαιο.373 Μέσα σε συνθήκες πλήρους αναστάτωσης για την εγχώρια πολιτική, ο νόμος 2633 υπογράφηκε από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1921 και σχεδόν παράλληλα με την «έναρξην γενικής επιθέσεως στο μέτωπον της Μ. Ασίας» άρχισε και η διαδικασία εφαρμογής του αναδιαρθρωμένου σχεδίου του Hébrard.374 Μέσω της τελικής αυτοχρηματοδότησης του ανασχεδιασμού της πόλης, με όλες τις κακές επιπτώσεις της στους παλιούς ιδιοκτήτες που ζημιώθηκαν ανεπανόρθωτα και την ανάκτηση του κέντρου από τις ψηλότερες κοινωνικές τάξεις, η πόλη ξεκινάει να χτίζεται· η διεργασία αυτή δεν είναι ομαλή, άλλοτε υπακούει 370. Αποτυχημένες, λόγω δυσαρέσκειας των παλιών ιδιοκτητών οι οποίοι στις αρχές του 1920 μετά από ανεπίσημη σύσκεψη ζήτησαν: «μείωση των επιφανειών των οικοπέδων με ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού τους, ανάληψη από τον δήμο της δαπάνης των υποδομών, απόδοση των κτιρίων που δεν έχουν καεί στους παλιούς ιδιοκτήτες τους», και «κρατική δανειοδότηση στους προτιθέμενους να οικοδομήσουν». [Γερόλυμπου 1995: 176] 371. ό.π.: 178 372. «Οι δημοπρασίες διήρκεσαν τέσσερα χρόνια (1921-1924) και υπήρξαν ιδιαίτερα κερδοφόρες. Η έρευνα στο αρχείο των 2.400 εκποιήσεων αποκαλύπτει ότι μόνον το 56% των κτηματογράφων (επί του συνόλου της αξίας τους) κατατέθηκε στις αγορές νέων οικοπέδων, χωρίς να είναι γνωστό πόσα από αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τους αρχικούς ιδιοκτήτες. Από το υπόλοιπο 44%, το 18,5% εξαργυρώθηκε και το 25,5% παρέμεινε αναξιοποίητο από τους κατόχους του οι οποίοι έτσι έχασαν κάθε δικαίωμα στην παλιά ιδιοκτησία τους. Μπορεί λοιπόν να υποστηριχθεί ότι τόσο η ίδια η καταστροφή της πόλης και η πενταετής περίπου καθυστέρηση ως την εκκίνηση την ανοικοδόμησής της, όσο και οι μηχανισμοί αναδιανομής του χώρου, όπως τελικά λειτούργησαν, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά των κερδών της επιχείρησης επανασχεδιασμού υπέρ των νεών ιδιοκτητών που αγόρασαν τα πιο προνομιακά οικόπεδα. Χαμένοι είναι όλοι όσοι δεν άντεξαν οικονομικά να περιμένουν, ή αποκλείστηκαν από την αρχή από τους πλειστηριασμούς: μικροϊδιοκτήτες, μικροτεχνίτες και μικρέμποροι (από κάθε εθνικοθρησκευτική προέλευση) που πούλησαν ή εξαργύρωσαν με υποτιμημένες δραχμές το κτηματόγραφό τους και εξοστρακίσθηκαν από τον χώρο του κέντρου για να εγκατασταθεί σε αυτόν η νέα οικονομικά ιεραρχημένη κοινωνία της πόλης.» [Γερόλυμπου 2007: 12] 373. Γερόλυμπου 1995: 179 374. ό.π.: 181
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
141
και άλλοτε έχει αποκλίσεις από τους κυβερνητικούς χειρισμούς και αποφάσεις.375 Πάντως, «στα τέλη του 1924 πάνω από 1.000 οικοδομές ήταν ήδη τελειωμένες ή υπό ανέγερση.» «Στις 31 Δεκεμβρίου 1928 η ανοικοδόμηση της πυρίκαυστης είχε προχωρήσει σημαντικά και 1.500 περίπου κτίρια ορθώνονταν στο κέντρο.» «Κατά την δεκαετία 1922-1932 στην πόλη κτίζονται 14.452 οικοδομές.» Το σχέδιο λοιπόν ακολουθήθηκε στην εφαρμογή του· σε σχέση με τις θυελλώδεις αλλαγές που επέφερε, οι μελλοντικές –σχεδιαστικές- παραβιάσεις του θα λέγαμε ότι είναι αμελητέες.376 Από τις σημαντικότερες και πρώτες χρονικά επιπτώσεις,377 με την αναπάντεχη έλευση των 100.000 προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, οι ανατολικές και δυτικές επεκτάσεις του σχεδίου Hébrard αναστάλθηκαν για να δώσουν χώρο σε μια επείγουσα ανάγκη στέγασης που έκανε την πόλη να αναπτυχθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, υπερβολικά γρήγορα και απρογραμμάτιστα.378,379 Το κληροδοτημένο αστικό κέλυφος και ο ζωντανός οργανισμός του, παράγωγο αιώνων, αγνοήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από το νέο σχέδιο: την αστική δημοκρατία σε αστική τυπολογία. Η «ελληνικότητα» κατάφερε να προβληθεί μέσα από τον εθνικό, τον πολιτικό και τον πολιτισμικό κώδικα και να ενσωματωθεί πλήρως στη σημειωτική του καινούριου σχεδίου.380 Τελικά, ο Hébrard «παρήγαγε ένα περίπλοκο σχέδιο, συνδυάζοντας όσο το δυνατόν περισσότερο τον ελληνικό νεοελληνισμό με τον δυτικό ελληνισμό, αφήνοντας χώρο στον ελληνικό αλυτρωτισμό και τον γαλλικό ιμπεριαλισμό», κάνοντάς το όμως ομόφωνα αποδεκτό από τους Έλληνες μέσα από τη συμβολική και κωδικοποιημένη του σύνδεση με την γεμάτη χάσματα ελληνική ιστορία. «Αυτός που ”διαβάζει” την πόλη, κάτοικος ή όχι, βλέπει τις ιδεολογικές του απαιτήσεις από την πρόταση να ολοκληρώνονται, καθώς το σχέδιο εναρμονίζεται με τη γενική ελληνική ιδεολογία, και τις έχει ήδη λάβει υπόψιν ως ταυτόσημες και ενσώματες αξίες κατά την παραγωγή του.»381 Το σχέδιο και η ολοκλήρωσή του ικανοποίησαν την επίμαχη ιδεολογική λειτουργία που παρουσιάζεται με διττή όψη: 375. ό.π.: 194 376. Γερόλυμπου 2014: 500 377. Άλλες ήταν: «ο περιορισμός και υποτονισμός των στοιχείων που προορίζονταν να δώσουν το συμβολικό κύρος της, των μνημείων του σύγχρονου άστεος, με την εγκατάλειψη των σχεδίων για το κεντρικό μνημειακό σύνολο της Αριστοτέλους και για τα διακεκριμένα κτίρια του κέντρου, με την ενσωμάτωση των πραγματοποιουμένων επισήμων δημοσίων κτιρίων μέσα σε οικοδομικά τετράγωνα, με την μεγάλη κατάτμηση των οικοπέδων του Μπαζάρ και την απόδοσή του όχι πια στις δημοτικές αρχές αλλά σε μικρέμπορους ιδιώτες.» [Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 468] 378. ό.π.: 468 379. Προσθέτουμε: «Στο κέντρο της πόλης, η βασική χάραξη των οδών έμεινε εντυπωσιακά πιστή στην αρχική σύλληψη του σχεδίου. Έξω από την πόλη όμως, η επίδραση του σχεδίου έμεινε εξαιρετικά εκτός στόχου. Οι μεγαλεπήβολες ιδέες για κηπουπόλεις έμειναν στα χαρτιά και πολλοί πρόσφυγες είτε στεγάστηκαν μόνοι τους σε παράγκες φτιαγμένες από λαμαρίνα, σανίδες και καδρόνια, είτε στεγάστηκαν στους στρατώνες και στα στρατιωτικά νοσοκομεία που άφησαν πίσω τους φεύγοντας οι Γάλλοι, οι Ιταλοί και οι Βρετανοί. Ένας πρότυπος εργατικός οικισμός έμεινε μισοτελειωμένος.» [Mazower 2006: 393] 380. Lagopoulos 2005: 73 381. ό.π.: 74
142
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
μέσω μιας θέσης και μιας αντίθεσης. Η αντίθεση έχει να κάνει με την απόρριψη της οθωμανικής πόλης, ενώ η θέση με την αποκατάσταση του Βυζαντίου και την επιβεβαίωση της συνέχειας με την αρχαία Ελλάδα και την ευρωπαϊκή κουλτούρα. «Με αυτό τον τρόπο τα πολεοδομικά σχέδια του 19ου έγιναν το όχημα του κοινού και μείζονος ιδεολογικού τόπου, ενός τόπου που ακόμα είναι το επίκεντρο όλων των μορφών ”discourse” στην Ελλάδα πολιτικά, επιστημονικά, καθημερινά, πνευματικά και καλλιτεχνικά. Το επίκεντρο είναι το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας. (...) Η συμβολική ταυτότητα που αποτυπώνεται στον αστικό χώρο δεν μπορεί παρά να ενισχύσει τις ιδέες και τα αισθήματα της εθνικής ταυτότητας των αποδεκτών της. Αυτή είναι η διαλεκτική του χώρου: ο κοινωνικός χώρος είναι αναμφίβολά κοινωνικό προϊόν, αλλά δεν είναι παθητικός καθώς ασκεί επίδραση στην κοινωνία που τον παράγει.»382
382. ό.π.: 74-75
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
145
Ιν τερλούδιο ΙΙ
Αστικός εκσυγ χρονισμός και πολιτική στο βενιζελικό κράτος Στο πρώτο «Ιντερλούδιο» επισημάνθηκε η συμβολή του Βενιζελισμού στην αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού και κατ’ επέκταση στον κοινωνικό μετασχηματισμό του αστικού χώρου που έγινε, έκτοτε, κρατική αρμοδιότητα. Κατά την περίοδο 1910-1920 διαφαίνεται η πολυεπίπεδη βενιζελική πολιτική με ιδεολογικό επιστέγασμα τον Μεγαλοϊδεατισμό και κύριες αιχμές τον αστικό εκσυγχρονισμό και την κοινωνική νομιμοποίηση του Κράτους Δικαίου. Οι βάσεις που έθεσε το τελευταίο αποτέλεσαν παρακαταθήκη για το ελληνικό κράτος και η συνέχιση του Βενιζελισμού, παρά την εκάστοτε βενιζελογενή πολιτική ή στρατιωτική εξουσία, στιγμάτισε τον Μεσοπόλεμο ακόμα και κατά την απουσία του ίδιου του Βενιζέλου. «Ο Βενιζέλος ήταν ο μεγάλος παρών-απών». Κατέληξε να παραμείνει ο πρωταγωνιστής της καινούργιας μετριοπαθούς πολιτικής και μετά το 1920 ακόμα και κατά τη μη ενεργή συμμετοχή του στη διακυβέρνηση, σε απόλυτη σύμπλευση με τις επιθυμίες των Μεγάλων Δυνάμεων, επιδιώκοντας τη διατήρηση της ασφάλειας και του status quo της Ελλάδας στον εύθραυστο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.383 1920-1928: από τη Μικρασιατική Εκστρατεία προς τη νέα τετραετία Στον απόηχο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), μετά τους Βαλκανικούς, το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις μαζικές αιματοχυσίες που προ383. Λούβη Λίνα 1988: 392-393
146
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
κλήθηκαν, έχουμε τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο (1919-1922). Στην αρχή λοιπόν της περιόδου που εξετάζουμε, το 1920, η Μεγάλη Ιδέα έφτασε στο απόγειό της.384 Το 1922 το όνειρο νεκρανάστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνετρίβη.385 Αυτήν την ημερομηνία-τομή, οι γεωπολιτικές επεκτατικές βλέψεις του ελληνικού κράτους «στριμώχτηκαν» στα νέα εθνικά σύνορα και η εθνική ολοκλήρωση απέκτησε νέα διάσταση. Στην εθνική μνήμη η Μικρασιατική Εκστρατεία έχει παραχωρήσει τη θέση της στη «Μικρασιατική Καταστροφή»· αυτό που στην Ελλάδα έχει καταγραφεί σαν καταβαράθρωση, στην Τουρκία ονομάζεται «Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας».386 Η ήττα της Ελλάδας όμως κατάφερε να εγγραφεί σε μια ευνοϊκή για το κράτος και τους στόχους του συγκυρία: με τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και από το πρωτόκολλο της Γενεύης του ιδίου έτους το ελληνικό κράτος βρέθηκε με έναν βίαια προλεταριοποιημένο πληθυσμό προσφύγων, ο οποίος όμως αύξησε τον ελληνικό πληθυσμό κατά 20% σε λιγότερο από ένα χρόνο.387 «Μετά το 1923 αποκλειστικός στόχος της ελληνικής εξωτερικής διπλωματίας θα είναι η διατήρηση της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας»·388 ο Βενιζελισμός συνέχισε το έργο του δίνοντας προτεραιότητα στην επίλυση των εσωτερικών προβλημάτων ή αλλιώς επικεντρώθηκε στον εσωτερικό εχθρό. Ιδίως μετά την εγκαθίδρυση της Ελληνικής Δημοκρατίας το 1924 το ελληνικό κράτος επιδόθηκε σε ένα «διεξοδικό και δυναμικό εθνοπλαστικό πρόγραμμα εξελληνισμού» της Θεσσαλονίκης και όλων των πολυεθνικών Νέων Χωρών που είχαν αποκτηθεί από το 1912 και μετά.389 Ο βορειοελλαδικός χώρος, διακύβευμα από την πρώτη στιγμή της απόκτησής του, έφερε έναν μεγάλο ετερογενή πληθυσμό που μέσα σε διάστημα δέκα χρόνων κατέληξε να αποτελεί μειονότητα. Συγκεκριμένα «η ελληνική Μακεδονία, στην οποία το ελληνικό στοιχείο αριθμούσε μόνο το 42% του πληθυσμού το 1913, διαθέτει το 1926 ποσοστό 89% αμιγούς ελληνικού πληθυσμού.»390 Η μετάφραση σε νούμερα είναι περίπου 513.000 Έλληνες Xριστιανοί το 1912 που το 1926 είχαν ανέλθει αριθμητικά σε 1.341.000. Ενώ, ο αριθμός των σεφαραδιτών Εβραίων στην Ελλάδα (έχοντας εξαιρεθεί από τις μετακινήσεις πληθυσμών)391 παρέμεινε σταθερός καθ’ όλη την περί384. Με τη Συνθήκη των Σεβρών ο Βενιζέλος είχε φτάσει τη μικρή του χώρα σε απόσταση αναπνοής από την «Ελλάδα των δυο Ηπείρων και των πέντε Θαλασσών». [Mazower 2006: 405] 385. Λούβη Λίνα 1988: 392 386. Naar 2018: 5 387. Συνθήκη της Λωζάνης: όλοι οι μουσουλμάνοι που ζούσαν στην Ελλάδα (εκτός της Θράκης) θα μετακινούνταν υποχρεωτικά στην Τουρκία & όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Τουρκίας (εκτός αυτών της Istanbul) θα μεταφέρονταν στην Ελλάδα. Τα νούμερα: 400.000 μουσουλμάνοι και 1.500.000 χριστιανοί ορθόδοξοι. [Fleming 2009: 131] 388. Λούβη 1988: 391 389. Naar 2018: 30 390. Καλογήρου 1988: 86 391. «Οι Εβραίοι παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό στην αρχική τους θέση. Αντί να μεταφερθούν σε άλλη χώρα, μια άλλη χώρα είχε έρθει σε εκείνους.» [Naar 2018: 5]
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
147
οδο –περίπου 70.000-, το ποσοστό τους επί του πληθυσμού έπεσε κατακόρυφα στο 15% με 20%.392 Κολοσσιαία, καλά σχεδιασμένη και συμφέρουσα αλλαγή δηλαδή των πληθυσμιακών αναλογιών μιας και το ελληνικό κράτος, με τον συνασπισμό των πρώην αλυτρώτων, γνώριζε ότι «στην πραγματικότητα, η ανταλλαγή των πληθυσμών δεν είχε να κάνει τόσο με την επανένωση ενός έθνους όσο με τη συναρμολόγηση των συστατικών μερών, από τα οποία θα προέκυπτε ένα έθνος.»393 Με την εξασφάλιση λοιπόν της εθνικής ομοιογένειας των «Νέων Χωρών», ο αστικός εκσυγχρονισμός όπως τον γνωρίσαμε μέσα από τη ματιά του Βενιζελισμού εναρμονίστηκε με τις επιδιώξεις για την οικοδόμηση ενιαίου εθνικού κράτους με ιδεολογικό επιστέγασμα την Αβασίλευτη Δημοκρατία.394 Όσον αφορά στον αστικό εκσυγχρονισμό σε χωροταξικό επίπεδο, το αντικείμενο των θεσμικών ρυθμίσεων που επιχειρήθηκαν στην αρχή του Μεσοπολέμου αναφέρεται στην οικονομική, κοινωνική και τεχνολογική αναβάθμιση του αστικού χώρου. Αυτό μετατοπίστηκε και προσαρμόστηκε στη συνθήκη του εποικισμού, παρόλο που η εθνική ομογενοποίηση του χώρου και η κατοχύρωση της εθνικής ταυτότητας παρέμεινε σταθερά ενεργό πρόταγμα.395 Μεγάλη πλειονότητα των προσφύγων απορροφήθηκε από τα αστικά κέντρα της χώρας καταρρίπτοντας σε μεγάλο βαθμό τη συντονισμένη και αρμονική προσπάθεια αναδιατύπωσης του πολεοδομημένου χώρου, όπως έγινε στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστικά, βλέπουμε ότι οξυμένο στεγαστικό πρόβλημα αλλά και οικοδομικός οργασμός χαρακτηρίζουν το διάστημα 1923-1928.396 Τότε οικοδομήθηκαν επί το πλείστον οι προσφυγικοί οικισμοί, αγροτικοί και αστικοί, «χωρίς διάκριση και διατήρηση των τοπικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων και χωρίς επιμέρους σχεδιασμό». Αναφορικά με τους θεσμικούς φορείς της εποχής, το υπουργείο Συγκοινωνιών συνέχισε να είναι ο αρμόδιος φορέας για τη ρύθμιση του χώρου στη μεσοπολεμική Ελλάδα, αλλά παρά την πρόθεσή του να μελετήσει το ζήτημα της στέγασης των προσφύγων δεν αναμείχθηκε εν τέλει καθόλου στο έργο αυτό.397 Η ανέγερση των συνοικισμών εξαιρέθηκε με ειδικούς νόμους και περιήλθε στην αρμοδιότητα άλλων φορέων όπως η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) που ήταν κυρίως υπεύθυνη για την εγκατάσταση σε αγροτικές περιοχές και το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας που ασχολούταν με αυτήν στις πόλεις.398
392. Fleming 2009: 137 393. Mazower 2006: 427 394. Μαυρογορδάτος 1988: 10 395. Γερόλυμπου, Παπαμίχος 1988: 117-119 396. «Οι προσφυγικοί οικισμοί, κρατικής πρωτοβουλίας ή αυθαίρετοι, εμφανίζονται ασύνδετοι με την υφιστάμενη πολεοδομική διάρθρωση. Το κράτος ανίκανο να αντιμετωπίσει προνοιακά το πρόβλημα, τηρεί στάση ανοχής στην αυθαίρετη δόμηση και τις κερδοσκοπικές ιδιωτικές επιχειρήσεις.» [Σταματίου 2005: 226] 397. Χαστάογλου 1988: 105 398. Hastaoglou 1997: 498
148
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
1928-1932: κρατική αναδιοργάνωση / ανάπτυξη και κοινωνικοπολιτικές προτεραιότητες (τελευταία περίοδος κυβέρνησης Βενιζέλου) Τελικά, «η εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας είχε δημιουργήσει μεγάλο κενό στόχων και οραμάτων το οποίο επέτεινε η παράταση του διχασμού»·399 έτσι ο Βενιζέλος, πιο συντηρητικός από το παρελθόν, την περίοδο 1928-1932 προσπάθησε να αποκαταστήσει τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες κατά την επάνοδό του στην εξουσία. Η προσοχή του στράφηκε στην εξομάλυνση των εσωτερικών ταξικών αντιθέσεων οι οποίες είχαν ενταθεί λόγω απουσίας εργατικής νομοθεσίας, αλλά και λόγω διόγκωσης της μικροαστικής τάξης ως αποτέλεσμα της προσφυγικής αποκατάστασης, μιας και ο εποικισμός δεν μπορεί να ιδωθεί ως μια απλή εγκατάσταση προσφύγων στην ύπαιθρο ή στις πόλεις αλλά περιλαμβάνει αναπροσανατολισμό των παραγωγικών σχέσεων, την εισαγωγή νέων πολιτισμικών προτύπων και τον έλεγχο της εκλογικής συμπεριφοράς των νέων πληθυσμών.400 Βέβαια η καταστρατήγηση του αστικού εκσυγχρονιστικού σχεδίου λόγω εποικισμού, η στάση του Βενιζελισμού απέναντι στο εργατικό ζήτημα όπως και η υπεροχή της μικροϊδιοκτησίας σε βάρος της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν είναι παρά το μοιραίο αντίτιμο της εθνικής ολοκλήρωσης.401 Η βενιζελική προωθημένη εργατική νομοθεσία του 1910 και η αλλαγή πλεύσης της μετά το 1920 είχε ήδη αντικατοπτρίσει ολοφάνερα την διάψευση των προσδοκιών ότι η εργατική τάξη και το σοσιαλιστικό κίνημα θα τάσσονταν υπέρ της αλυτρωτικής πολιτικής. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη -μεγάλη άλλωστε εργατική μητρόπολη- τα συμφέροντα της εργατικής τάξης βρίσκονταν υπό την πολυετή προστασία της Φεντερασιόν, η οποία έπαιξε ρόλο καταλύτη και πρωταγωνιστή στην ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Εβραϊκή Φεντερασιόν, που συνέχιζε να αρνείται τον αμετάκλητο χαρακτήρα της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη εβραϊκή κοινότητα της πόλης και του βορειοελλαδικού χώρου γενικότερα».402 Επίσης καθώς το ΣΕΚΕ μεταμορφώνονταν σε ΚΚΕ, απόλυτα συνεπές στην ολοκληρωτική απόρριψη του εθνικισμού, από τα χρόνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας προπαγάνδιζε απερίφραστα τον εδαφικό ακρωτηριασμό του εθνικού κράτους με σύνθημα την «ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» (σε αντίθεση με τις θέσεις που πρόβαλε δημόσια αρκετά πρόσφατα). «Χωρίς συναίσθηση της ιδιαιτερότητας αυτής, δεν είναι πλήρης η ερμηνεία ούτε της θέσπισης του ”ιδιωνύμου” ούτε της κατάχρησής του για τη βίαιη καταστολή των εργατικών αγώνων.»403 Το «ιδιώνυμο»404 θεσπίστηκε το 1929 και απαγόρευε κάθε νύξη για ανατροπή του 399. Κωτσάκη 2005: 124 400. Καλογήρου 1988: 87 401. Μαυρογορδάτος 1988: 14 402. ό.π.: 15 403. ό.π.: 16-17 404. «Ν4229/1929, το γνωστό «ιδιώνυμο», που τιμωρούσε με φυλάκιση όποιον επεδίωκε ”την
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
149
πολιτεύματος (της αστικής δημοκρατίας) και στοχοποιούσε οποιαδήποτε αναφορά για εκχώρηση εθνικής εδαφικής επικράτειας. Μπορεί να ιδωθεί ως η απαραίτητη θέσπιση για τη νίκη στο εσωτερικό μέτωπο, ως η τελεσίδικη εμπέδωση της εθνικής ολοκλήρωσης από τον εσωτερικό εχθρό. Η νομιμοποιημένη καταστολή των ύποπτων κομμουνιστ(ρι)ών θα αποτελούσε έτοιμο έδαφος προς εκμετάλλευση για τον δικτάτορα Μεταξά λίγο αργότερα. Εκτός από το «ιδιώνυμο» οι κυριότερες νομοθεσίες που αφορούσαν τον πολεοδομημένο χώρο θεσμοθετήθηκαν επίσης το 1929. Δεν είναι άλλες από τον Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό (ΓΟΚ) και τη νομοθεσία για την οριζόντιο ιδιοκτησία, οι οποίες προέκυψαν από την ανάγκη οικοδομικής εκμετάλλευσης και την μεγάλη ζήτηση στέγης.405 Μια συγκριτική μελέτη του πρόδρομου του βασικού αυτού νομοθετικού πλαισίου, το νομοθετικό διάταγμα του 1923 («περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών»), αναδεικνύει τις παρεκτροπές στην πολεοδομική πρακτική της αρχικής σύλληψης οι οποίες ειδικά μεταπολεμικά ενεργοποιήθηκαν σε ευρύτερη κλίμακα. Το πρώτο γενικό πλαίσιο ενσωματώνει πλήρως και με μεγάλη αισιοδοξία, όπως είδαμε, το σύνολο των απόψεων που διατυπώθηκαν στον πρότυπο σχεδιασμό της Θεσσαλονίκης. Η νεοελληνική πόλη παρουσιάζεται οργανική, αρμονική, αναπτυσσόμενη ευρύθμως, καλά σχεδιασμένη, ορθολογική· ακόμα και η ιδιωτική πρωτοβουλία οικοδομικής φέρει μια σειρά δεσμεύσεων. Οι αυξημένες όμως ανάγκες μεταβάλλουν το πνεύμα και την ενότητα της αρχικής λογικής και εν τέλει το κύριο μέλημα των συνεχών τροποποιήσεων είναι ο έλεγχος της ιδιωτικής αυθαιρεσίας ως προς την εκμετάλλευση της γης αλλά και η άσκηση οικονομικής ή κομματικής πολιτικής.406 Έτσι, η πολεοδομική πράξη καταλήγει απλώς να διευθετεί την ανανέωση των υπαρχόντων οικισμών μόνο ως προς το κτιριακό απόθεμα και την εξυπηρέτηση της κυκλοφορίας αλλά και να νομιμοποιεί τις ήδη οικοδομημένες και διαμορφωμένες αυθαίρετα επεκτάσεις.407 Κλείνοντας, παραθέτουμε τις διαφοροποιήσεις της οπτικής και των προτεραιοτήτων στα κρατικά ζητήματα μεταξύ πρώτης και τελευταίας περιόδου Κυβέρνησης Βενιζέλου που έχουν ως κύριες αιχμές πρώτον: την προσάρτηση των «Νέων εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος”. Η εκτελεστική εξουσία θα ενισχυθεί σε βάρος της νομοθετικής, όπως και ο κρατικός παρεμβατισμός με την επέκταση της ισχύος του νόμου ”περί καταστάσεως πολιορκίας” για την αντιμετώπιση και εσωτερικών απειλών. [το ιδιώνυμο] αποτελεί κορύφωση της διοικητικής εκτόπισης των υπόπτων πολιτών.» [Κωτσάκη 2005: 121-122] 405. Σταματίου 2005: 232 406. Γερόλυμπου 1995: 209 407. «Ο κάτοικος της πόλης ”προικοδοτείται” με την υπεραξία της αστικοποίησης, που επιτυγχάνεται μέσω της ταχύτατης μετατροπής της αγροτικής γης σε αστική και της συνεχούς αύξησης που γνωρίζει η επιτρεπόμενη εκμετάλλευση των αστικών οικοπέδων. Επίσης μεταπολεμικά εκμεταλλεύεται την νόμιμη και αυθαίρετη οικοδομική δραστηριότητα, τομέα-κλειδί της νεοελληνικής οικονομίας.» [ό.π.: 209-221]
150
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
Χωρών» και το φιλόδοξο πεδίο κοινωνικοοικονομικής, οικοδομικής και ευρύτερα αστικής ανάπτυξης, και δεύτερον: την εκ των υστέρων προσπάθεια της Πολιτείας για ρυθμίσεις τεχνικής υποδομής και κοινωνικών εξυπηρετήσεων408 που ούτε στοιχειωδώς δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της πρόβλεψης. Οι πίεσες για προνοιακή αντιμετώπιση του πληθυσμιακού όγκου και οι συγκρούσεις χρήσεων γης σε αναλογικά μικρό και ήδη πυκνοδομημένο χωρικά έδαφος διαφαίνονται κραυγαλέα στο πεδίο της πολεοδομίας, καθώς αποτελεί ευαίσθητο δείκτη με απολύτως απτές εκφάνσεις χρονικού βάθους. Ενώ, η περίπτωση της Θεσσαλονίκης συμπυκνώνει με μοναδικό, πρωτόγνωρο τρόπο και μεγάλη ευκρίνεια τις επιδιώξεις αλλά και τις ματαιώσεις των εκσυγχρονιστικών πλάνων του ενιαίου σχεδιασμού και εν τέλει τη θεσμοποίηση της νεοελληνικής πολεοδομικής πρακτικής που στιγματίζεται από τις μικροαστικές επιταγές.
408. Σταματίου 2005: 223
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
153
Μεσοπόλεμος
Ο Mεσοπόλεμος είναι η περίοδος που ολοκληρώνεται η προηγούμενη συζήτηση· παγιώνεται δηλαδή η νέα αστικότητα. Είναι η περίοδος δημιουργίας και ανάδυσης της σύγχρονης πόλης όπου γεννιέται η μορφή της και σταθεροποιούνται οι αλλαγές στον τρόπο ζωής των υποκειμένων της. Παρόλο που η σημερινή της μορφή αποκρυσταλλώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κύρια θεσμικά μέτρα και οι καθοριστικές προϋποθέσεις παραγωγής του πολεοδομημένου χώρου διαμορφώθηκαν τότε.409 Είδαμε την τρομακτικά σύντομη αλληλουχία της πυρκαγιάς και του σχεδίου ανοικοδόμησης, γεγονός που επιβεβαιώνει απλώς μια επιτάχυνση του αναπόφευκτου. Ενός εκσυγχρονισμού δηλαδή που μεθοδευμένα συγκροτήθηκε και κωδικοποιήθηκε από το βενιζελικό κράτος και αποσκοπούσε στη μετατροπή του γεωγραφικού και πολιτιστικού χάρτη της πόλης. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε ότι δεν εξετάζουμε την περίοδο αυστηρά χρονολογικά ούτε ως έναν αστερισμό γεγονότων, αλλά διαβλέπουμε τις αλλαγές που η πολεοδομία σαν θεσμός οραματίστηκε στιγμιαία και θέλησε να αποτυπώσει στον χώρο αγνοώντας ή απαλείφοντας τους κοινωνικούς συσχετισμούς της μικροκλίμακάς της. Με γνώμονα λοιπόν την παγίωση της κοινωνικής ταυτότητας της ελληνικής πλέον πόλης, παρακολουθούμε τις επιπτώσεις των άμετρων εποικισμών του 1922 και την εβραϊκή κοινότητα που σταδιακά εξουθενώνεται από τις αντιεβραϊκές πολιτικές και τον διάχυτο αντισημιτισμό του κοινωνικού σώματος.
409. Γερόλυμπου, Παπαμίχος 1988: 127
154
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
2 1
4 3
5
6 7
προσφυγικοί συνοικισμοί εβραϊκοί συνοικισμοί
8
9
1. συνοικισμός Χιρς (1890) 2. συνοικισμός Ξυροκρίνης 3. συνοικισμός Ρεζή - Βαρδάρι 4. συνοικισμός Αγίας Παρασκευής 5. παραπήγματα Αγγελάκη και Στρατώνα
10
6. εβραϊκός συνοικισμός (πρώην Νοσοκομείο 151) 7. συνοικισμός Καραγάτς 8. συνοικισμός Καλαμαριάς (1890) 9. συνοικισμός Νο 6 10. συνοικισμός Κάμπελ
[45] Η κατανομή των προσφυγικών και εβραϊκών συνοικισμών το 1930. Ο συγκεκριμένος χάρτης επεξεργάστηκε από τη Βίλμα Χαστάογλου, καθηγήτρια της Ιστορίας της Αρχιτεκτονική στο Α.Π.Θ και συμπεριλαμβάνεται στη μελέτη της με τίτλο «Για την κατάσταση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917: Ανέκδοτο υπόμνημα και άλλα στοιχεία από το αρχείο του Ε. Μοργκεντάου (ΗΠΑ)», Σύγχρονα Θέματα, 52, 1994, σελ. 33-34.
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
155
Οι επιπτώσεις της ανατροπής των αναλογιών Η ιδιαιτερότητα της κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης απαλείφθηκε μέσα σε μια εικοσαετία. Μεταξύ 1921 και 1924, ενώ κατέφθαναν οι μικρασιάτες πρόσφυγες, έγιναν οι πωλήσεις των νέων οικοπέδων και άρχισε η ανοικοδόμηση του κέντρου. Ο πολιτισμικός χαρακτήρας αλλοιώθηκε αισθητά καθώς εγκατέλειψαν υποχρεωτικά την πόλη οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της και σταδιακά, αν και διστακτικά, μετανάστευσε σημαντικός αριθμός Εβραίων προς τη δυτική Ευρώπη και την Παλαιστίνη.410 Μέχρι το 1928 εγκαταστάθηκαν στην πόλη 117.000 πρόσφυγες411 (αντιπαραθετικά με τους 25.000 Μουσουλμάνους που ανταλλάχθηκαν) με αποτέλεσμα να διογκωθεί το φυσικό της μέγεθος και να υπερβεί την αφομοιωτική ικανότητα της παραγωγικής υποδομής της.412 Οι πρόσφυγες χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλείο δημογραφικής αλλαγής ανατρέποντας ριζικά της πληθυσμιακές αναλογίες με το ελληνικό στοιχείο να είναι πλέον κυρίαρχο.413 Η ταχεία ελληνοποίηση της πόλης διαφαίνεται σε πρώτο επίπεδο με την άψογων αντανακλαστικών απόφαση της δημοτικής αρχής να κατεδαφίσει όλους τους μιναρέδες –χαρακτηριστικό γνώρισμα της κορυφογραμμής της Θεσσαλονίκηςκαι να καταστρέψει τους μουσουλμανικούς τόπους λατρείας. Όπως μας ενημερώνει δημοσιογράφος της εποχής «το ένα μετά το άλλο, τα σύμβολα μιας βάρβαρης θρησκείας πέφτουν στη γη και συντρίβονται».414 Η Άνω Πόλη έχοντας απαλλαγεί από τις πολιτιστικές της συνδηλώσεις και διαχωρισμένη τελεσίδικα από τους παλιούς της κατοίκους αποκτά μια νέα ρομαντικοποιημένη θελκτικότητα.415 Μετά από τις απόπειρες εξαφάνισης κάθε οθωμανικής ένδειξης στην πόλη οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης συμπυκνώθηκαν στην ανατροπή της εβραϊκής κυριαρχίας και της σημαντικής θέσης που κατείχαν οι Εβραίοι στην οικονομική ζωή. Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης μεταβλήθηκε σε μειονότητα -που αντιστοιχεί στην απόλυτη και σχετική μείωση της αριθμητικής βαρύτητάς της στο σύνολο του πληθυσμού της πόλης-416 και ως τέτοια αντιμετωπιζόταν επίσημα από το ελληνικό κράτος. Συγκεκριμένα, με τον νόμο 2456/1920 (που θεσπίστηκε στις 27/7/1920) οι 410. 10.000 περίπου Εβραίοι μετανάστευσαν. «Πράγματι, αν και 97.025 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν την ίδια εποχή στην πόλη, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης μεταξύ 1920 και 1928 αυξήθηκε μόνον κατά 74.380.» [Γερόλυμπου 2007: 13] 411. «Σε αντίθεση με τους Χριστιανούς ορθόδοξους resfuyidos (πρόσφυγες) που κατέφθασαν από τη Μικρά Ασία τη δεκαετία του 1920, οι Εβραίοι επέμειναν μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να αναφέρονται στον εαυτό τους ως yerlis (ντόπιους, από τα τουρκικά), περαιτέρω ένδειξη ότι στην αυτοαντίληψή τους ήταν γέννημα-θρέμμα της πόλης.» [Naar 2018: 20] 412. Hastaoglou 1997: 498 413. Fleming 2009: 132 414. Mazower 2006: 417 415. ό.π.: 419 416. Χαστάογλου 1994: 42
156
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
Εβραίοι αναγνωρίζονταν ως προστατευόμενοι μειονοτικοί πολίτες επιτρέποντας για πρώτη φορά, και από ελληνορθόδοξη και από εβραϊκή σκοπιά, τη δημιουργία της κατηγορίας του Έλληνα Εβραίου. Από το 1920 ξεκίνησε να χρησιμοποιείται σε επίσημη αλληλογραφία όχι απλώς ως «Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης» αλλά και ως «Ελληνική Εβραϊκή Κοινότητα».417 Μεταλ λαγές στη συνθήκη της πόλης Τη δεκαετία του 1920 η Θεσσαλονίκη είχε χάσει την ακτινοβολία της ως βιομηχανική πόλη με αυξημένες διεθνείς εμπορικές δραστηριότητες. Έχοντας κλείσει το μέτωπο προς την Ανατολή αλλά και ακρωτηριασμένη από την βαλκανική ενδοχώρα, οι πιθανότητες να αναδειχθεί σαν κύριο κέντρο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της χώρας -όπως οραματίζονταν το 1917 ο Βενιζέλος και ο Παπαναστασίου- ματαιώθηκαν. «Απέναντι σε μια Αθήνα που θα κρατούσε τον ιδεολογικό ρόλο, υπέπεσε στο ρόλο της επαρχιακής πρωτεύουσας, κέντρου μεγάλης περιφέρειας.»418 Οι αναζητήσεις και επιδιώξεις μεγάλης εμβέλειας εγχειρημάτων (όπως το πλάνο ανοικοδόμησης) προσαρμόστηκαν στις νέες πολιτικές, οικιστικές και πληθυσμιακές απαιτήσεις και προσγειώθηκαν στη νέα πραγματικότητα που επέτασσε η στέγαση 100.000 προσφύγων. Μέσα σε αντίξοες συνθήκες οικονομικής κρίσης ο έλεγχος της αστικής ανάπτυξης εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό μπροστά στις άμεσες ανάγκες, στιγματίζοντας την πόλη με απρόσμενους και άμετρους εποικισμούς. Θα παραθέσουμε επιγραμματικά τις πρώτες άμεσες παρεμβάσεις του κράτους για την οργάνωση της κοινωνικής στέγασης του πληθυσμού. Συγκεκριμένα, ένας αριθμός προσφύγων (11.179 οικογένειες) φιλοξενήθηκαν βιαστικά στις κεντρικές περιοχές της πόλης που δεν είχαν καταστραφεί από τη φωτιά, σε δωμάτια ιδιωτικών κατοικιών που νοικιάστηκαν από την κυβέρνηση, ενώ στους διαθέσιμους ελεύθερους χώρους (ερείπια, πλατείες, αυλές, ή πάνω στα τείχη της πόλης) στήθηκαν παράγκες και καλύβες. Μετά το 1925 οι κατοικίες των Μουσουλμάνων πουλήθηκαν σε δημοπρασίες που διηύθυνε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και 4.667 από αυτές τις ιδιοκτησίες ρευστοποιήθηκαν μέχρι το 1932. Μεταξύ του 1922 και 1930 γύρω από την πόλη και στις αστικές παρυφές περισσότερες από 50 αποικίες ιδρύθηκαν από τους πρόσφυγες, δημιουργώντας ένα ευρύ τόξο μήκους δεκαέξι χιλιομέτρων από βορρά προς νότο γύρω από το ιστορικό κέντρο. Μια «δεύτερη πόλη», διογκώθηκε προς κάθε κατεύθυνση καλύπτοντας μια περιοχή μεγαλύτερη από 1500 εκτάρια.419 Οι αποσπασματικές και ad hoc λύσεις επέβαλαν μια νέα αστική συνθήκη που 417. Fleming 2009: 145 418. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 467 419. Hastaoglou 1997: 499
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
157
ώθησε την πρώτη και αποφασιστική καταστρατήγηση της αρχικής σύλληψης της πόλης και της πολεοδομίας. Οι ρυθμίσεις του 1929, (που διατυπώθηκαν για πρώτη φορά στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης), η απασχόληση ενός μεγάλου και βίαια προλεταριοποιημένου πληθυσμού «αντανακλώνται στη διαμόρφωση της αγοράς κατοικίας που βρίσκει σύντομα το δικό της δρόμο, υπερβαίνοντας σε δύναμη την ισχύ του σχεδίου και αλλοιώνοντας τον αρχικό χαρακτήρα του».420 Η κατανομή των αποικιών καθορίστηκε από τη διαθεσιμότητα, την αξία γης και τη μικροϊδιοκτησία και η χωροταξία τους περιγράφεται κατατοπιστικά στο εξής χωρίο: «Το δακτυλίδι των προσφυγικών αποικιών που περικύκλωνε την πόλη δεν ήταν ούτε εσωτερικά συνεπές ούτε ομοιογενές. Ήταν ένα μωσαϊκό οικιστικών περιοχών, ανεπτυγμένο από διαφορετικές υπηρεσίες με τρόπο βεβιασμένο, και χωρίς καθόλου μελέτη για την ενσωμάτωσή τους σ’ ένα λογικό σχήμα αστικής ανάπτυξης.»421 Μορφολογικά, η πόλη εκφράζεται σχεδόν αμιγώς από το οικοδομικό τετράγωνο και την πολυκατοικία. Ταυτόχρονα διαφαίνεται ο πρώτος καθαρός κοινωνικός διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων που επιταχύνθηκε από την εγκατάσταση των προσφύγων και την εσωτερική τους ταξική διαστρωμάτωση.422 Η πόλωση των κοινωνικών τάξεων είχε ήδη αναγγελθεί από τον ανασχεδιασμό του κέντρου και τη σταδιακή απομάκρυνση των εβραϊκών συνοικισμών στα προάστια. Εξάλλου από τις επτά νέες συνοικίες που δημιουργήθηκαν για τους Εβραίους πυροπαθείς (τέσσερις από τη Νομαρχεία και τρεις από την Κοινότητα) μια μόνο βρίσκονταν κοντά στο κέντρο.423 Τελικά, Η ΕΑΠ και το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας μπορεί να απέτυχαν στο επίπεδο του αστικού σχεδιασμού αλλά πέτυχαν φυσικά στο κομμάτι του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η εισροή των προσφύγων κατάφερε να κάνει ελληνική την εβραϊκή πόλη που οραματίστηκε η Μεγάλη Ιδέα. Μια πόλη που πλέον «βρίσκει στα μικροαστικά πρότυπα τις σταθερότερες αξίες».424 Θεσμικός αντισημιτισμός και διάχυσή του Η ειρηνική ενσωμάτωση των Εβραίων φαίνεται να μην βρίσκεται πλέον στην επίσημη πολιτική ατζέντα της Ελλάδας. Η αδιάλλακτη στάση της κυβέρνησης ως προς την εφαρμογή του σχεδίου για την ανοικοδόμηση της πυρικαύστου ζώνης, όπου το 75% των ζημιών αφορούσαν στους Εβραίους κατοίκους, ήταν ένα μόνο από τα αντιεβραϊκά μέτρα που λαμβάνουν χώρα κατά το διάστημα του Μεσοπολέμου. Κατά την περίοδο 1922-23 ο Δήμος της Θεσσαλονίκης εκδίωξε όλους τους Εβραίους που εργάζονταν στο λιμάνι και παράλληλα απαγόρευσε να εργάζονται ως οδηγοί και μεταφορείς. Σε μια προσπάθεια περαιτέρω αποβολής των Εβραί420. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 468 421. Hastaoglou 1997: 499 422. ό.π.: 503 423. Μόλχο 2014α: 53 424. Γερόλυμπου, Χαστάογλου 1986: 469
158
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
ων από την οικονομική σφαίρα εφάρμοσε ειδικούς νόμους «εκτάκτου ανάγκης», υποβάλλοντάς τους σε εξονυχιστικούς ελέγχους και υπερφορολόγηση.425 Επίσης απαγορεύτηκαν στους δημόσιους χώρους όλες οι πινακίδες στη Λαντίνο και στην Εβραϊκή και τα καθιερωμένα από την μακραίωνη χρήση τούρκικα και εβραϊκά ονόματα των συνοικιών και των δρόμων426 εξαφανίστηκαν από τον χάρτη.427 Ο εβραϊκός τύπος λογοκρινόταν συστηματικά και η εβραϊκή κοινότητα έχανε έδαφος και πρόσβαση στον δημόσιο λόγο. Τα σημαντικότερα θέματα που απασχολούσαν την κοινότητα, μεταξύ άλλων, ήταν το ζήτημα των εκλογών, το θέμα της αργίας της Κυριακής και του εβραϊκού νεκροταφείου. Αναφορικά με το πρώτο, τον Νοέμβριο του 1920 η κυβέρνηση εξανάγκασε την εβραϊκή κοινότητα να ψηφίσει σε τέσσερα συγκεκριμένα εκλογικά τμήματα προφασιζόμενη την «προστασία» των αλλόθρησκων ψηφοφόρων.428 Το συγκεκριμένο μέτρο συνιστούσε εσκεμμένη πολιτική γκετοποίηση και αποσκοπούσε στην αποφυγή καταψήφισης του κόμματος των Φιλελευθέρων. Γι’ αυτό και το 1923 όλες οι εβραϊκές οργανώσεις συνέταξαν υπόμνημα προς την κυβέρνηση μέσω του οποίου εξέφραζαν εντονότατα τη διαμαρτυρία τους με την απειλή καθολικής αποχής. Τα γεγονότα της μαζικής αποχής εκμεταλλεύτηκαν οι εφημερίδες «Μακεδονία» και «Εθνικός Κύρηξ» που μέσω αντισημιτικών δημοσιευμάτων διέγειραν τα ένστικτα του κόσμου και της αντιεβραϊκής ένωσης «Γρηγόριος ο Ε’» ανάμεσα στους πρόσφυγες.429 Το 1928, ενόψει των εκλογών της 20ης Αυγούστου, η βενιζελική κυβέρνηση ακολούθησε την ίδια γραμμή απορρίπτοντας τη μεταχείριση των Εβραίων ως Έλληνες Πολίτες. Χαρακτηριστικά τα λόγια της Μόλχο: «Κατά τον Βενιζέλο, επομένως, προϋπόθεση παραχώρησης των δικαιωμάτων ισονομίας και ισοπολιτείας του Έλληνα πολίτη στους Εβραίους γηγενείς αποτελούσε η αφομοίωση του εβραϊκού στοιχείου που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο όταν το χριστιανικό στοιχείο θα ήταν έτοιμο να την αποδεχθεί. Το πόσο η αντιδραστική αυτή η αντιμετώπιση θα καθυστερούσε την έγκαιρη ωρίμανση των χριστιανών πολιτών, που ούτως ή άλλως είχαν επιδιώξει και εν τέλει είχαν επιτύχει την μετατροπή των Εβραίων σε πολίτες δευτέρας κατηγορίας, δεν αποτελούσε πρόβλημα για τον μεγάλο πολιτικό.»430 Η αντίθεση μεταξύ της φιλοεβραϊκής βενιζελικής πολιτικής του 1912 και της παγίωσης του 425. Fleming 2009: 135 426. Ενδεικτικά: Kastillia Havrasi Djadesi (Αγ. Νικολάου), Hasam Asher (Βύρωνος και Ισαύρων), Haham Matalon (Βασιλέως Ηρακλείου), Haham Saias (Ερμού), Boyadji Davi (17ης Ιουνίου και Μακένζι Κινγκ) [Μόλχο 2014α: 109-110] Στις κυρίαρχες εθνοκεντρικές ιστορικές αφηγήσεις η έμφαση δίνεται συνήθως στην απόδειξη της αυθεντικότητας ορισμένων τοπωνυμίων και της ιστορικής τους συνέχειας μέσα στον χρόνο. Εδώ, αναδεικνύεται η ασυνέχεια μέσα από τις αλλαγές που υφίστανται οι γεωγραφικές ονομασίες στον χρόνο. 427. Mazower 2006: 435 428. Μόλχο 2005: 80 429. ό.π.: 80-81. Χαστάογλου 1994: 35 430. Μόλχο 2005: 82-83
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
159
βενιζελικού πολιτικού αντισημιτισμού δεν είναι παρά η όψη του ίδιου νομίσματος –μια ισχυρή και πολυάριθμη κοινότητα εντός ενός αναδυόμενου εθνικισμού με αδυναμία αφομοιωτικής διαχείρισης. Η εκκωφαντική έκφραση της αλλαγής συσχετισμών δεν είναι άλλη από το παράδειγμα της κυριακάτικης αργίας. Όταν το 1919 η νομοθεσία του Βενιζέλου επέβαλε την Κυριακή ως επίσημη αργία για όλους τους πολίτες που είχαν επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη, οι έντονες διαμαρτυρίες της Κοινότητας εξανάγκασαν σε απόσυρση του νόμου μετά από μια εβδομάδα.431 Πέντε χρόνια αργότερα όμως έγινε πραγματικότητα και τέθηκε σε εφαρμογή στις 24 Μαΐου 1925. Η υποχρεωτική τήρηση της αργίας της Κυριακής έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την αργία του Σαββάτου που αποτελούσε βασικό θεσμό άσκησης της θρησκείας των Εβραίων και το μέτρο τους εξανάγκαζε είτε να μη δουλεύουν δύο μέρες την εβδομάδα είτε να παραιτηθούν από την άσκηση της θρησκείας τους.432 Ο Παπαναστασίου επικαλέστηκε την αρχή της ισότητας ενώπιον του δικαίου για να δικαιολογήσει την ύπαρξη της ίδιας ημέρας ανάπαυσης για όλους αλλά ο μόνος βάσιμος λόγος ήταν να δοθεί στους νεοφερμένους στη Θεσσαλονίκη πρόσφυγες ένα οικονομικό πλεονέκτημα απέναντι στους Εβραίους ανταγωνιστές τους.433 Παρόλη την ένταση της πάλης και τη σχετική προσφυγή της Εβραϊκής Κοινότητας στην Κοινωνία των Εθνών, οι πρόσφυγες κρατούσαν πλέον το μέλλον της πόλης στα χέρια τους και η ιουδαιοφοβική συμπεριφορά τους434 περιθωριοποιούσε ακόμα περισσότερο τους Εβραίους πολίτες.435 Η μυθική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης ως Shabatopolis ή πόλη του Σαμπάτ ανατράπηκε.436 Η ριζική αναθεώρηση της σύντομης φιλοεβραϊκής πολιτικής του Βενιζέλου δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα για την αναβίωση λαϊκών προκαταλήψεων με αποκορύφωμα την συκοφαντία αίματος που ξέσπασε στις 15 Απρίλιου του 1921 από μια Χριστιανή προς το πρόσωπο μια Εβραίας. Η αντιδραστική στάση που κράτησαν οι εφημερίδες σχετιζόταν απόλυτα με τη θέσπιση του πολιτικού αντισημιτισμού της κυβέρνησης Βενιζέλου αλλά και ευρύτερα των κυβερνήσεων του
431. Fleming 2009: 138-139 432. Μόλχο 2005: 81 433. Mazower 2006: 481 434. Οι προκαταλήψεις κατά των Εβραίων ήταν βαθιά ριζωμένες ανάμεσα στον χριστιανικό πληθυσμό και πηγάζει από τη μακραίωνη συνύπαρξη στα πλαίσια των Οθωμανικών millet. Οι εύθραυστες σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων προσδιορίζονταν από τη μειονεκτική σχέση των μη-Μουσουλμάνων (zimmis) στην κυρίαρχη οθωμανική κοινωνία και τους συσχετισμούς ισχύος που χαρακτήριζαν το κάθε millet. Στη μειονεκτική θέση των zimmis, οι διαφορετικές κοινότητες ήταν θεωρητικά ίσες, αλλά η ισχύς τους καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την προσπελασιμότητά της στα κέντρα διοίκησης και εξουσίας. Η θέση του εβραϊκού millet τον 16ο αιώνα ειδικά είναι σαφώς ευνοημένη. Έτσι εκφράζονταν άμεσα ή έμμεσα διάφορα αντισημιτικά στερεότυπα όπως η δημόσια και ομαδική καύση του Ιούδα το Πάσχα. [Ευθυμίου 1994: 12-13] 435. Χαστάογλου 1994: 36 436. Naar 2018: 32
160
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
Μεσοπολέμου. Τελικά η διάχυση του αντισημιτισμού στο κοινωνικό σώμα και η σταδιακή περιθωριοποίηση της εβραϊκής κοινότητας «θα επιτρέψει στα αντιδραστικά στοιχεία της κυρίαρχης ελληνικής κοινωνίας να προβούν ανενόχλητα σε διάφορες μειωτικές έως εγκληματικές πράξεις, που θα καταλήξουν στο πογκρόμ του 1931».437 Ένας εκρηκτικός προάγγελος της Ιστορίας. Είναι γνωστό ότι διάφορες εθνικιστικές ομάδες είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην ελληνική πολιτική σκηνή ήδη κατά την αρχή της περιόδου του Μεσοπολέμου προετοιμάζοντας το έδαφος για την ίδρυση της Εθνικής Ένωσις Ελλάδος (ΕΕΕ ή 3Ε) το 1927.438 Τα χιλιάδες μέλη της ήταν κυρίως μικρασιάτες πρόσφυγες –μόνο Χριστιανοί, σύμφωνα με το καταστατικό- που ανταγωνίζονταν και εχθρεύονταν τους Εβραίους. Η 3Ε συντάχθηκε αρχικά ως εταιρεία αλληλοβοήθειας αλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια υπερπατριωτική παραστρατιωτική οργάνωση.439 Η ύπαρξή της μας απασχολεί διότι αποδεικνύει περίτρανα την τρομακτική σύμπλευση πολιτικής ηγεσίας και λαϊκών αισθημάτων. Μας απασχολεί επίσης καθώς το βιαιότερο πογκρόμ που έλαβε χώρα στο ταραγμένο έδαφος της πόλης προκλήθηκε από μέλη της. Συνεχίζουμε βλέποντας τα γεγονότα: Με την ισχνή πρόφαση της συμμετοχής Εβραίων αθλητών σε βουλγάρικο πολιτικό εορτασμό (πράγμα που θεωρήθηκε ανθελληνικό γεγονός), από τον Μάιο του 1931 η καμπάνια της εφημερίδας «Μακεδονία» -φερέφωνο της 3Ε- αναζωπύρωσε υπάρχουσες εντάσεις με αποτέλεσμα τον Ιούνιο του 1931 να ξεκινήσουν βιαιότητες. Τις επόμενες μέρες μια ανεξέλεγκτη κατάσταση εξαπλώθηκε σε όλη την πόλη, εβραϊκά σπίτια και συναγωγές πετροβολήθηκαν και αναφέρθηκαν περιπτώσεις απόπειρας εμπρησμού, ξυλοδαρμοί και λεηλασίες.440 Στις 29 Ιουνίου 1931 2000 μέλη της Εθνικής Ένωσης Ελλάδος έβαλαν φωτιά στην πυκνοκατοικημένη εβραϊκή συνοικία Κάμπελ, μια φτωχογειτονιά όπου είχαν μετεγκατασταθεί Εβραίοι πυροπαθείς του 1917.441 «Εκτός από πολλά θύματα μεταξύ των κατοίκων του Κάμπελ, το πογκρόμ άφησε τις 220 οικογένειες που κατοικούσαν εκεί άστεγες, καθώς ο συνοικισμός αποτεφρώθηκε ολοσχερώς»442 και κατόπιν εγκαταλείφθηκε. Οι συνέπειες του τραγικού γεγονότος ήταν ένα μαζικό κύμα μετανάστευσης χιλιάδων Θεσσαλονικέων Εβραίων στην Παλαιστίνη και η συρρίκνωση της κοινότητας σε 56.000 άτομα.443 Η απόλυτη ρήξη επήλθε όταν ο πατριωτισμός –υπηρέτης του εθνικι-
437. Μόλχο 2005: 80 438. Το 1923 ιδρύθηκε στην πόλη ο Σύλλογος των Εθνικιστών Φοιτητών στον οποίο προσχώρησαν αργότερα ομάδες όπως η δεξιά Παμφοιτητική Ένωσης και η Εθνική Ένωσις Φοιτητών. Οι ομάδες αυτές συνδύαζαν τον αντικομμουνισμό με τον αντισημιτισμό και προέτρεπαν σε άγριο μποϊκοτάζ. [Mazower 2006: 485] 439. ό.π.: 486 440. Μόλχο 2005: 83 441. Mazower 2006: 485 442. Μόλχο 2005: 83 443. Μόλχο 2014β: 58
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
161
σμού- επιβραβεύτηκε από τον Νόμο.444 «Στη δίκη που επακολούθησε, στη Βέροια το 1932, όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.»445 Οι Εβραίοι αποτελούσαν απειλή για το έθνος· στην κρατική αλλά και λαϊκή αντίληψη εμφανίζονταν ως το απόλυτο «Άλλο». Ο κρατικός αντισημιτισμός επιβεβαίωσε αυτό το αίσθημα τα επόμενα χρόνια όταν μια σειρά αποφάσεων του δήμου έβαλε στο στόχαστρο το μεγάλο εβραϊκό νεκροταφείο.446 Μια μικρή 1η σημείωση: η πανεπιστημιούπολη Θεσσαλονίκης χτίστηκε την δεκαετία του 1960, δεσπόζει ακόμα στην ανατολική πλευρά της πόλης και θα συνεχίσει να επιτελεί τον κεντρικό της ρόλο και στο μέλλον. Κατά τα λόγια του Μ. Mazower: «Η αλλαγή αποτελεί αναντίρρητα την ουσία του αστικού βίου, και καμιά πετυχημένη πόλη δε διατηρείται σαν μουσείο του ίδιου της του παρελθόντος».447 Το Α.Π.Θ. δεν χρειάστηκε να φέρει καμία μνήμη του υπεδάφους του. Σημείωση 2η: το χριστιανικό νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας στέκει αγέρωχο στη βόρεια πλευρά της πανεπιστημιούπολης. Επιστρέφουμε στα χρόνια του Μεσοπολέμου: Κατά κάποιον τρόπο το εβραϊκό νεκροταφείο άρχισε να απειλείται από τη στιγμή που κατεδαφίστηκαν τα ανατολικά τείχη, όπου απαλλοτριώθηκε ένα μικρό κομμάτι του για τη σημερινή οδό Εθνικής Αμύνης και το κτίριο που αργότερα έγινε η Φιλοσοφική Σχολή.448 Το σχέδιο του 1917, όπως είδαμε, είχε ήδη προβλέψει την επέκταση της πόλης εκτός των ιστορικών της ορίων. Μετά την επάνοδο των Φιλελεύθερων, ο Hébrard επεξεργάστηκε το δεύτερο σχέδιο του 1929 και η απαλλοτρίωση του εβραϊκού νεκροταφείου αποτελούσε πλέον κεντρικό μέλημα.449 Ενώ λοιπόν ειδικός νόμος του 1918 προστάτευε τα νεκροταφεία ως ιδρύματα κοινής ωφέλειας, το 1929 με υπουργική απόφαση κηρύχθηκε αναγκαστικά απαλλοτριωτέα μια έκταση 6.850 τ.μ.450 Η εβραϊκή κοι-
444. «Εκπρόσωποι της 3Ε είχαν συναντηθεί με τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας την παραμονή των ταραχών, και εκείνος συντάχθηκε σαφώς με τους στόχους τους, όπως το έδειξαν τα σχόλιά του κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση που ακολούθησε. Άλλος που τους υποστήριξε ήταν ο υπουργός Πρόνοιας Ιασωνίδης, κορυφαίος πρόσφυγας πολιτικός του Μεσοπολέμου. Η οργάνωση έπαιρνε μέρος σε επίσημες παρελάσεις στις εθνικές γιορτές και λάβαινε επιχορηγήσεις από το δήμο και από μεγάλες τράπεζες. Ο Στυλιανός Γονατάς, γενικός διοικητής της Μακεδονίας, δήλωσε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τι το επιλήψιμο είχε μια ομάδα που είχε ιδρυθεί ”για να εξάρει το εθνικό φρόνημα” και να υπερασπιστεί την ”καθεστηκυία κοινωνική τάξη”.» [Mazower 2006: 486-487] 445. Fleming 2009: 154 446. ό.π.: 155 447. Mazower 2006: 23 448. Laqueur 2005: 37 449. Το σχέδιο Hébrard απομάκρυνε όλα τα νεκροταφεία ανεξαρτήτως θρησκευτικού δόγματος. Tο πρώτο βήμα έγινε το 1925 με τη μεταφορά των μουσουλμανικών νεκροταφείων. Tο 1929 ήταν η σειρά του εβραϊκού και του χριστιανικού της Ευαγγελίστριας. [Vassilikou 2000: 120] 450. Σάλεμ 2002: 12
162
[46] Εφημερίδα «Μακεδονία», 29 Ιουνίου 1931. πηγή: http://www.istorikathemata.com/
[47] Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 29 Ιουνίου 1931. πηγή: http://efimeris.nlg.gr/
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
163
[48] Η αγορά σε κάποια γιορτινή μέρα όπου όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά. Τα Σάββατα και τις μεγάλες εβραϊκές γιορτές η αγορά ερήμωνε. πηγή: https://www.huffingtonpost.gr/
[49] Το κτίριο του Πανεπιστημίου τη δεκαετία του 1930. Πίσω του τάφοι των εβραϊκών νεκροταφείων και o συνοικισμός της Αγίας Φωτεινής. πηγή: http://www.thessaloniki.photos.vagk.gr/
164
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
νότητα άρχισε να ανθίσταται καθώς ο εκταφιασμός και η μεταφορά των νεκρών απαγορεύεται από τον εβραϊκό νόμο και, ταυτόχρονα, υπήρχε σαφής επίγνωση περί του ότι η επίθεση στο εβραϊκό νεκροταφείο «αποσκοπεί στην ολοκληρωτική διαγραφή των ενδείξεων των ιστορικών τους συνδέσεων με τον τόπο».451 Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις η δυνατή Εβραϊκή Κοινότητα με θρησκευτικά και πολιτικά επιχειρήματα κατάφερε να καθυστερήσει τη συζήτηση. Οι ελληνικές αρχές για να ενισχύσουν το κρίσιμο επιχείρημα της δημόσιας ωφέλειας ώστε να αντισταθμίσουν τις πιέσεις που δέχονταν από το εσωτερικό αλλά και το εξωτερικό, εξέτασαν τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν άλλες κυβερνήσεις το θέμα των απαλλοτριώσεων. Σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τα εβραϊκά νεκροταφεία έμειναν ανέγγιχτα παρά τις πρωτοβουλίες πολεοδομικού ανασχεδιασμού, σε περιπτώσεις λόγω σεβασμού στην ιουδαϊκή παράδοση και επιτυχών διαπραγματεύσεων με τις εκεί Κοινότητες. Μεταξύ άλλων: Istanbul, Ανδριανούπολη, Πράγα, Βιέννη, Παρίσι, ενώ είχαν μεταφερθεί στη Βάρνα και στο Μπούρκας της Βουλγαρίας και απομακρυνθεί από τη Σμύρνη.452 Μεγάλο ενδιαφέρον αποτελεί η περίπτωση της Σμύρνης καθώς η κατεδάφιση του εβραϊκού νεκροταφείου ολοκληρώθηκε από την ελληνική διοίκηση για να αναγείρει το προβλεπόμενο Ιωνικό Πανεπιστήμιο κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής της πόλης (1919-1922).453 Τα πρακτικά πλεονεκτήματα της απαλλοτρίωσης μιας τόσο μεγάλης «άχρηστης» περιοχής μέσα στην πόλη ήταν φυσικά προφανή για την Κυβέρνηση, καθώς υπήρχε ήδη μεγάλος βαθμός δυσκολίας εύρεσης κατάλληλων χώρων για την εγκατάσταση των προσφυγικών οικισμών και συνδυαζόταν με επιχειρήματα όπως η βελτίωση των υλικών (φως, νερό, οδικά έργα, μετακίνηση) και υγειονομικών συνθηκών.454 Οι πολυάριθμες εμπλοκές και η δεινή οικονομική κατάσταση πάγωσαν το ζήτημα μέχρι το 1937, όπου μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ των εβραϊκών δημοτικών αρχών και της κυβέρνησης ψηφίστηκε ένας νόμος που παραχωρούσε κομμάτι του νεκροταφείου στο πανεπιστήμιο ενώ το υπόλοιπο θα μετατρεπόταν σε πάρκο και οι υφιστάμενοι τάφοι θα παρέμεναν ανέγγιχτοι.455,456 Οι ταφές θα απαγορεύονταν μετά από έναν χρόνο, παρόλο που πρακτικά συνεχίστηκαν καθώς
451. Vassilikou 2000: 124 452. Οι πληροφορίες της έρευνας ήταν αρκετά διαφοροποιημένες με αποτέλεσμα να αναβληθεί το πλάνο της απαλλοτρίωσης. Σε άλλες πόλεις όπως η Βουδαπέστη μετέφεραν οι δημοτικές αρχές με δικά τους έξοδα όλα τα νεκροταφεία για λόγους υγειονομικούς και άλλους, παίρνοντας μέτρα για καταγραφή ονομάτων από τους τάφους ιστορικής αξίας. Στις πόλεις όπου μεταφέρθηκαν εν τέλει, με ή χωρίς αποζημίωση, δόθηκε χρόνος για τη μεταφορά και διαταγή απαγόρευσης ενταφιασμών αρκετά χρόνια πριν. [ό.π.: 124] 453. Naar 2018: 261 454. Vassilikou 2000: 121 455. Saltiel 2014: 1 456. «Συγκεκριμένα, αποφασίστηκε: 1) μόλις δημοσιευτεί ο νόμος 12.300 εκτάρια θα παραχωρηθούν αμέσως στο Πανεπιστήμιο, 2) ένας δρόμος θα διασχίζει το νεκροταφείο ενώνοντας την περιοχή πίσω από του με το κέντρο της πόλης, 3) στις 2 μεριές του δρόμου θα ανεγερθεί τοίχος, 4) το νεκρο-
165
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
δεν έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες για ίδρυση άλλου νεκροταφείου.457 Τα χρόνια επίσημης και ανεπίσημης αντίστασης και διαπραγματεύσεων αποκαλύπτουν ότι οι βλέψεις για το εβραϊκό νεκροταφείο είχαν συνέχεια στον χρόνο. Το μεγάλο εβραϊκό νεκροταφείο απειλούταν πολύ πριν την έλευση των Ναζί στη Θεσσαλονίκη από τα σχεδία απαλλοτρίωσης των κυβερνήσεων του Μεσοπολέμου αλλά και από τις αντισημιτικές πράξεις των Μικρασιατών προσφύγων, με αποκορύφωμα την καταστροφή και τη βεβήλωση εβδομήντα τάφων τον Ιανουάριο του 1930 από πρόσφυγες που ζούσαν στη γειτονιά Σαράντα Εκκλησιές.458 Η Ελλάδα παρόλο που αντιλαμβάνονταν τον εαυτό της με φιλελεύθερους δημοκρατικούς όρους κατάφερε να θεσπίσει μια ιδιαίτερα σκληρή γραμμή αποκλεισμού των μειονοτήτων της και η βενιζελική πολιτική χαρακτηρίστηκε ως η πιο αντισημιτική στην ιστορία της χώρας. Παραδόξως ο Μεταξάς στα πλαίσια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου (1936-1941) –που το περιέγραφε ως «Τρίτο Μεγάλο Ελληνικό Πολιτισμό»-459 υιοθέτησε μια ουδέτερη στάση προς την εβραϊκή κοινότητα. Η συγκεκριμένη πολιτική ενδεχομένως λειτούργησε ως μια μικρή ανάσα, αν και όχι απλά δεν συνετέλεσε στην αποφυγή των αντιεβραϊκών πιέσεων αλλά μάλιστα επανέφερε τα μακροχρόνια σχέδια απαλλοτρίωσης που αναβάλλονταν επί είκοσι χρόνια. Την περίοδο 1936-1940 η αυστηρή απαγόρευση της αντισημιτικής προπαγάνδας και της δράσης της 3Ε, βοήθησε στην αφομοίωση των Εβραίων.460 Η προσαρμοστικότητα του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης δεν ήταν, βέβαια, παρά γέννημα της ανάγκης να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους όχι μόνο εντός της πόλης αλλά και εντός του υπό εδραίωση ελληνικού κράτους,461 τηρώντας μια γραμμή πολιτισμικής «προσχώρησης» στα δεδομένα του τελευταίου. * Οι στιγμές πολέμου είναι στιγμές κινδύνου για τον εβραϊσμό της πόλης, ο οποίος βρίσκεται στη σκιά της Γερμανικής Κατοχής.
ταφείο θα πάψει να χρησιμοποιείται και η εβραϊκή κοινότητα πρέπει να διαθέσει έδαφος για το νέο νεκροταφείο. Η ιδέα πίσω από την συμφωνία ήταν να κερδηθεί χρόνος, περίπου 30 χρόνια, ώστε να γίνει μια ολοκληρωμένη μελέτη όλων των πλακών και των επιγραφών ιστορικής αξίας.» [Vassilikou 2000: 127] 457. Mazower 2006: 502 458. Vassilikou 2000: 120 459. Ο παραλληλισμός με το Γ’ Ράιχ περιττός. [Fleming 2009: 160] 460. Βέβαια: «από το 1932 η πολιτεία ξεκίνησε μια επιχείρηση γλωσσικής αφομοίωσης του εβραϊκού στοιχείου θεσπίζοντας νόμο που απαγόρευε στα παιδιά να εγγράφονται στα ξενόγλωσσα σχολεία, στα οποία ανέλαβε να στέλνει Έλληνες δασκάλους. Ως αποτέλεσμα, οι περισσότεροι Εβραίοι εγγράφονταν στα ελληνικά σχολεία και σπούδαζαν στο ελληνικό πανεπιστήμιο». [Μόλχο 2014β: 58-59] 461. Naar 2018: 26
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Γε νοκ τονία
«Αρχίσανε ύπουλα ανεπαίσθητα στην αρχή, τα πρώτα μέτρα τους να φαίνουνται σχεδόν αθώα, κι ύστερα να γίνουνται διαρκώς και πιο φανερά, διαρκώς και πιο ανελέητα καθώς νιαζόντουσαν διαρκώς και λιγώτερο να καλύψουνε πια τις προθέσεις τους. Ζούσα και τά βλεπα να γίνουνται, όπως κάμναμε όλοι μας, όπως κάμνανε και οι ίδιοι οι Εβραίοι, ανήμποροι και σαστισμένοι, ανίκανοι να συλλάβουμε την πλήρη έννοια αυτού που γινότανε, με κάθε νέο περιοριστικό μέτρο να πιστεύουμε πως θα ‘τανε και το τελευταίο κι άλλο δε θα ‘χε, πως δεν ήτανε ανθρώπινα δυνατό να ‘χει άλλο, οι Εβραίοι να προσπαθούνε ακόμη και να το ρίχνουνε στο αστείο, εμείς ανίκανοι γι’ αστεία, κατάπληκτοι και φρικιασμένοι, πάντα θέλοντας να πιστέψουμε πως δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο το κακό, να πάει παραπέρα από όσο είχε κιόλας φτάσει – κι όμως κάθε λίγο το κακό πήγαινε και πιο πέρα, αν λέγαμε πως ήτανε ανθρωπίνως αδύνατο ξεχνούσαμε, απλούστατα, ότι ήτανε απανθρώπως δυνατό. Το Άστρο του Δαβίδ τοποθετήθηκε υποχρεωτικά στα σπίτια τους και στα μαγαζιά τους κι έπειτα καρφιτσώθηκε, κίτρινο μεγάλο και φανταχτερό, πάνω στα ίδια τα ρούχα τους, έτσι δείχνοντάς τους σ’ όλον τον κόσμο και μαζί αποκόβοντάς τους απ’ αυτόν, αρχίσανε οι απαγορεύσεις στην κίνησή τους μέσα στην πόλη, ολόκληρες περιοχές και μαγαζιά και τα τραμ ακόμη απαγορευτήκανε γι’ αυτούς. Κι ύστερα ήρθε εκείνη η μέρα όταν όλοι οι άρρενες Εβραίοι υποχρεωθήκανε να συναχτούνε στην πλατεία Ελευθερίας κι εκεί τους ανάγκασαν να γονατίσουνε στο χώμα και να μείνουνε εκεί, ακίνητοι, από τις οχτώ το πρωί μέχρι και τις δύο το μεσημέρι, οι νέοι και οι γέροι και οι άρρωστοι και ακόμα κι οι ραβίνοι, κάτω από τον φριχτό τον ήλιο, να τους δέρνουνε και
167
168
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
να τους χτυπάνε αν τολμούσανε να κουνηθούνε ή αν δεν αντέχανε και πέφτανε από εξάντληση, χωρίς κανένα λόγο να δώσουνε για τη συγκέντρωση αυτή, τίποτε, μόνος λόγος η υποταγή κι η ταπείνωση, ένα απίστευτο θέαμα ενός απίστευτου μαύρου αστείου πού βαλε το σημάδι του θανάτου πάνω σ’ όλους, τα θύματα αλλά και τους θύτες, κι εμείς το ζήσαμε όλες τις ώρες που κράτησε, το είδαμε να γίνεται μπροστά στα μάτια μας και γυρίσαμε στα σπίτια μας και το σημάδι του θανάτου σφράγισε και τις δικές μας τις καρδιές και τώρα ξέραμε πως τίποτε πια δε θα τους σταματούσε, από τίποτε δε θα υποχωρούσανε. Το είδα κι εγώ να γίνεται και δεν αντιστάθηκα και δεν πολέμησα και μέσα μου θεμελιώθηκε ένα μαύρο μίσος που μ’ ακολουθεί από τότε σαν τη σκιά μου.»462 Νίκος Κοκάντζης, Τζιοκόντα * Προσπαθήσαμε να αντιμετωπίσουμε τον Μεσοπόλεμο με την αυτοτέλεια που του αρμόζει χωρίς να τον επισκιάζουν τα ταραγμένα γεγονότα που τον διαδέχονται.463 Από την είσοδο της Βέρμαχτ στη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου του 1941 το κοινωνικό μωσαϊκό και ευρύτερα η ζωή της πόλης εγκλωβίζεται σε μια βίαιη και τελεσίδικη τροχιά. Τα μεσοπολεμικά όμως χρόνια φανερώνουν μια συνέχεια σε επίπεδο προθέσεων από πλευράς της ελληνικής κοινωνίας που μπορούν να ανεξαρτητοποιηθούν από τις στιγμές πολέμου, τις θεωρημένες επανειλημμένα ως «στιγμές εκτάκτου ανάγκης» -στιγμές εκτός τόπου και χρόνου, εκτός συνειδησιακής επεξεργασίας. Από τον Απρίλιο του 1941, λοιπόν, ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης μπήκε στο στόχαστρο των γερμανικών δυνάμεων κατοχής παρόλο που για τους επόμενους 15 μήνες (μέχρι τον Ιούλιο του 1942) δεν εφαρμόστηκε η ρατσιστική νομοθεσία.464 Η φαινομενική ψευδαίσθηση ασφάλειας επικράτησε μέχρι να οργανωθεί και να ολοκληρωθεί το επιχειρησιακό πλάνο των Ναζί για την λεηλασία της περιουσίας της Εβραϊκής Κοινότητας.465 Ωστόσο όταν τέθηκαν σε εφαρμογή μέτρα, ενώ αφορούσαν επί το πλείστον τους Εβραίους πολίτες, δεν θεωρήθηκαν αμιγώς αντιεβραϊκά επειδή εφαρμόστηκαν σε μικρότερη κλίμακα και κατά των χριστιανών πολιτών. Η Γκεστάπο είχε κλείσει όλους τους εβραϊκούς συλλόγους, 462. Κοκάντζης 1986: 89-91 463. Naar 2018: 13 464. Μόλχο 2014β: 53 465. «Όπως είχαν πράξει σε όλες τις Εβραϊκές Κοινότητες της Ευρώπης, οι Γερμανοί συνέλαβαν και φυλάκισαν το προσωπικό της Κοινότητας, έκλεισαν τα κοινοτικά γραφεία και κατέσχεσαν τα κοινοτικά αρχεία. Σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν τα κοινοτικά αρχεία για να συλλέξουν πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση της Κοινότητας και των μελών της και να μπορούν παράλληλα να ελέγχουν τα έγγραφα που σε άλλη περίπτωση θα πιστοποιούσαν το προμελετημένο έγκλημα της λεηλασίας.» [ό.π.: 51]
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
169
τις οργανώσεις και τα σχολεία, ο εβραϊκός Τύπος είχε παυτεί και ο ελληνικός κυκλοφορούσε αυστηρά ελεγχόμενος από τη γερμανική προπαγάνδα.466 Επίσης οι Γερμανοί οργάνωσαν πάλι την 3Ε και ενθάρρυναν το μποϊκοτάρισμα εβραϊκών επιχειρήσεων467 τη στιγμή που «ορισμένοι Θεσσαλονικείς είχαν ήδη αναρτήσει με πρωτοβουλία τους απαγορευτικές πινακίδες σε όλα τα εστιατόρια και τα καφενεία ότι οι Εβραίοι ήταν ανεπιθύμητοι.»468 Πλατεία Ελευθερίας Βέβαια, το πρώτο μαζικό αντισημιτικό μέτρο που έλαβε χώρα επί γερμανικής κατοχής δεν άργησε να εμφανιστεί. Εφαρμόστηκε στην Πλατεία Ελευθερίας το Σάββατο 11 Ιουλίου 1942 από τις 8:00 το πρωί και διήρκησε μέχρι τις μεσημεριανές ώρες, μετά από δημοσίευση στην «Απογευματινή» της διαταγής του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή βορείου Ελλάδος φον Κρέντσκι.469 Εκείνη τη μέρα -αποτυπωμένη στη μνήμη ως «Μαύρο Σάββατο»- 7 με 9 χιλιάδες Εβραίοι άντρες μεταξύ 18 και 45 χρονών που κλήθηκαν με εξαναγκαστικούς όρους στην πλατεία καταγράφηκαν και υπό την επιτήρηση της Γκεστάπο υποβλήθηκαν σε εξευτελισμούς, εξαντλητικές γυμναστικές και κακοποιήσεις κάτω από τον καυτό ήλιο. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμιά επίσημη παρέμβαση από τις ελληνικές αρχές ή από τις τοπικές χριστιανικές οργανώσεις ή από τους απορημένους περαστικούς υπέρ των Εβραίων επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά τις τεταμένες σχέσεις που επικρατούσαν.470 Η ανακοίνωση της εφημερίδας δεν αποκάλυπτε τον λόγο της απογραφής αν και οι κληθέντες πληροφορήθηκαν εκ των υστέρων ότι θα στρατολογούνταν σε καταναγκαστικά έργα του γερμανικού στρατού. Όντως, κάποιες μέρες αργότερα 466. ό.π.: 55 467. Fleming 2009: 175 468. Μόλχο 2014β: 55 469. Μόλχο 2014β: 56 470. Υπάρχουν υποψίες για την τοπική φύση της πρωτοβουλίας, πρώτον επειδή το μέτρο εφαρμόστηκε από το γερμανικό στρατιωτικό αρχηγείο που είχε βάση στη Θεσσαλονίκη χωρίς απευθείας εντολές από το Βερολίνο και δεύτερον για την ελληνική συνενοχή το παρακάτω χωρίο: «Αρχικά, τα μέτρα καταναγκαστικής εργασίας στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη απευθύνονταν σε νέους άντρες, ανεξαρτήτως θρησκείας. Η επικέντρωση στους Εβραίους μάλλον πυροδοτήθηκε από τον συνταγματάρχη Αθανάσιο Χρυσοχόου, σημαντικό και καλά συνδεδεμένο ανώτερο μέλος της ελληνικής τοπικής διοίκησης, ο οποίος παραπονέθηκε στους Γερμανούς ότι ”οι Εβραίοι- σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού- δεν είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν καταναγκαστική εργασία ή να συνεισφέρουν σε είδος”.» [Saltiel 2014: 3] και: «Ο γερμανικός στρατός χρειαζόταν επειγόντως εργάτες από τον άμαχο πληθυσμό. Εθελοντές είχαν ήδη στρατολογηθεί στην περιοχή και είχαν γίνει απόπειρες να επιστρατευτεί ο σωματικά ικανός πληθυσμός της πόλης κατά ηλικία. Την 1η βδομάδα του Ιουλίου Έλληνες δούλευαν ήδη στις αποβάθρες, χτίζοντας αντιαεροπορικά αμυντικά έργα. Καθώς η λαϊκή δυσαρέσκεια αυξανόταν, ένας ανώτερος αξιωματικός της χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης πρότεινε στον τοπικό στρατιωτικό διοικητή στρατηγό Φον Κρένσκι να χρησιμοποιηθούν οι Εβραίοι.» [Mazower 2006: 499]
170
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
περίπου 3.500 Εβραίοι απεστάλησαν σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας όπου εργάζονταν σε ορυχεία και μεταλλεία, σε κατασκευές στρατιωτικών οδικών δικτύων και αεροδρομίων κάτω από άθλιες συνθήκες εργασίες.471,472 Η καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου Οι πρώτοι νεκροί που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη ξεσήκωσαν την κατακραυγή της εβραϊκής κοινωνίας για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα καταναγκαστικά έργα και έκαναν επιτακτική την παρέμβαση των ηγετών της Κοινότητας ώστε να αντικατασταθούν οι Εβραίοι εργάτες.473 Ο Μέρτεν, -διευθυντής της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης της περιοχής- όντας κύριος υπεύθυνος για την στρατολόγηση των Εβραίων, διαπραγματεύτηκε την απόλυσή τους ζητώντας ένα υπέρογκο πόσο για λύτρα (2 δισεκατομμύρια δραχμές μετρητά) και θέτοντας παράλληλα μια προϋπόθεση: την καταστροφή του παλιού εβραϊκού νεκροταφείου, γη που κοστολόγησε στο 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές.474 Η απαίτηση για το μεγάλο κοιμητήριο ήταν σε μεγάλο βαθμό υποκινούμενη από τις ελληνικές δημοτικές αρχές οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν τις διαπραγματεύσεις ως ιδανική ευκαιρία διευθέτησης του ζητήματος.475 Έτσι, στις 17 Οκτωβρίου 1942 ένα πρωτόκολλο υπογράφηκε μεταξύ της Κοινότητας και του Μέρτεν ο οποίος με τη σειρά του κατέστησε υπεύθυνο του θέματος του νεκροταφείου τον γενικό διοικητή Μακεδονίας. Ο Βασίλης Σιμωνίδης, λοιπόν, ενημέρωσε την Εβραϊκή Κοινότητα ότι έπρεπε να μεταφέρει το υπάρχον νεκροταφείο και να χτίσει δύο νέα στις παρυφές της πόλης προσδιορίζοντας ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα για την εκτέλεση των διαταγών.476 Η Κοινότητα σπεύδει λοιπόν να εκπληρώσει τις αποφάσεις ζητώντας στην επίσημη συνάντηση στις 3 Δεκεμβρίου 1942 τον απαραίτητο χρόνο για μια τόσο χρονοβόρα διαδικασία. Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 1942, 10 η ώρα το πρωί: Μια συνάντηση έλαβε χώρα στον χώρο του νεκροταφείου με ειδήμονες της Εβραϊκής Κοινότητας, τον αρχιραβίνο Κόρετζ, τον Μέρτεν, τον Σιμωνίδη και άλλους.477 Ο Μέρτεν αποφάσισε επιτόπου να απαλλοτριωθεί το κομμάτι που εφαπτόταν με το Πανεπιστήμιο.478 Όταν ο Γερμανός εκπρόσωπος μπήκε στο αμάξι του οι ελληνικές αρχές έδωσαν εντολή 471. Fleming 2009: 180 472. Επίσης, «οι εργάτες μεταφέρονταν σε προορισμούς κοντά στη Θεσσαλονίκη υπό την επίβλεψη της γερμανικής και της ελληνικής αστυνομίας. Τα καταναγκαστικά έργα διευθύνονταν από έφεδρους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, υπό την επίβλεψη Ελλήνων μηχανικών και ενός μόνον υπεύθυνου της στρατιωτικής γερμανικής τεχνικής υπηρεσίας οδοποιίας (Strassenbahn).» [Μόλχο 2014β: 59] 473. ό.π.: 59 474. Saltiel 2014: 6 475. Mazower 2006: 502 476. Saltiel 2014: 9 477. Saltiel 2014: 11 478. Συμφωνία: «η πόλη και το Πανεπιστήμιο θα έπαιρναν περισσότερη γη απ’ όση είχαν κερδίσει με το νόμο του 37 αλλά θα ίσχυαν προστατευτικές διατάξεις σχετικά με τη μεθοδική μεταφορά
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
171
σε 500 Έλληνες εργάτες να καταστρέψουν τα πάντα, ακόμα και τους ιστορικούς ή πιο πρόσφατους τάφους. Οι εργάτες που προσλήφθηκαν χρειάστηκαν δύο εβδομάδες για να φέρουν τη δουλειά του εις πέρας, για την οποία έδειξαν αξιοπρόσεκτη ταχύτητα και ζήλο, ενώ οι ντόπιοι Εβραίοι έτρεχαν να περισώσουν τα υπολείμματα των νεκρών τους.479 «Η τεράστια νεκρόπολη, σπαρμένη με θραύσματα από πέτρα και μπάζα, έμοιαζε με πόλη που βομβαρδίστηκε βίαια ή καταστράφηκε από ηφαιστειακή έκρηξη».480 Ενώ, η κοινή γνώμη φαίνεται να αντιπροσωπευόταν χαρακτηριστικά από το παρακάτω απόσπασμα στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Απογευματινή» της 9 Δεκεμβρίου 1942 με τον κατατοπιστικό τίτλο «Η μεταφορά των νεκροταφείων»: «Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης ένιωσε ανακούφιση με το νέο ότι, με πρωτοβουλία της γερμανικής αρχής, αποφασίστηκε να μεταφερθεί το εβραϊκό νεκροταφείο από το κέντρο της πόλης στα περίχωρά της. Χάρη σε αυτή την απόφαση, η περιοχή στην οποία βρίσκονται σήμερα τα εβραϊκά νεκροταφεία, σύντομα θα εξωραϊσθεί με την επέκταση του κεντρικού πάρκου της πόλης μέχρι το σημείο αυτό και με την ανέγερση των δημόσιων κτιρίων που οραματίστηκε το σχέδιο της πόλης. Έτσι η πόλη θα ομορφύνει σε αυτόν τον τομέα και η υγειονομική κατάσταση θα βελτιωθεί σημαντικά καθώς αναζωογονητικό πράσινο θα καλύψει τόσο μεγάλη έκταση. Οι πολίτες της Θεσσαλονίκης καλωσορίζουν αυτήν την πρωτοβουλία των κατοχικών δυνάμεων με ευγνωμοσύνη.»481 Τα γεγονότα που διατρέχουν εκείνο τον Δεκέμβρη είναι η τρανότερη ένδειξη ότι ακόμα και οι δημοτικές αρχές δεν κατάφερναν ν’ αντισταθούν στον πειρασμό να επωφεληθούν από τις συμφορές των Εβραίων.482 Ο δήμος λοιπόν, έσπευσε να εξετάσει αν μπορεί να διεκδικήσει τη γη του εβραϊκού νεκροταφείου και το αντάλλαγμα που θα έπρεπε να λάβει από το κράτος για την απώλεια των δύο νέων οικοπέδων.483 Εν τέλει την οριστική απόφαση στο πρόβλημα της γαιοκτησίας δίνει η Shoah, καθώς λίγες βδομάδες από την καταστροφή του νεκροταφείου ξεκινά η γκετοποίηση των Εβραίων και οι εκτοπισμοί στο Άουσβιτς.484 Στις 14 Οκτωβρίου 1943 το έδαφος του παλιού νεκροταφείου καταχωρήθηκε επίσημα ως δημόσια ιδιοκτησία και παραχωρήθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με των τάφων ιστορικής σημασίας, ενώ θα έμεναν άθικτοι οι τάφοι των τελευταίων 30 χρόνων εφόσον υπήρχαν ζώντες συγγενείς των νεκρών και ο λοιπός χώρος θα δεντροφυτεύονταν». [Laqueur 2005: 40] 479. Saltiel 2014: 12 480. Naar 2018: 251 481. Saltiel 2014: 13 482. Mazower 2006: 502 483. Saltiel 2014: 15 484. Naar 2018: 252
172
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
την απόλυτα ειρωνική αιτιολογία της «εγκατάλειψης από τους ιδιοκτήτες του».485 Επίσης, εκτός από την ίδια τη γη, αντλήθηκε υπεραξία από τα πολύτιμα υλικά του πρώην τόπου ταφής καθώς το έδαφος έγινε στην πραγματικότητα ένα τεράστιο λατομείο προς εκμετάλλευση, γεγονός στο οποίο θα αναφερθούμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια παρακάτω. Η γη έμεινε ερειπωμένη και η οριστική της καταστροφή ολοκληρώθηκε μεταπολεμικά. Η συνειδητοποίηση ότι «η καταστροφή της εβραϊκής νεκρόπολης προηγήθηκε του αφανισμού της εβραϊκής μητρόπολης»486 και κατ’ επέκταση η μεταπολεμική εξάλειψή της από τη μνήμη καθιστούν την ερμηνεία της περίπλοκη. Η καταστροφή του νεκροταφείου ήταν κομβικής σημασίας καθώς δοκίμασε τις σχέσεις μεταξύ των γερμανικών στρατιωτικών αρχών, των ελληνικών αρχών και της Εβραϊκής Κοινότητας στην αυγή των απελάσεων.487 Αποτελεί μια μοναδική περίπτωση εξέτασης διότι δεν ήταν απευθείας συνδεδεμένη με την «Τελική Λύση»488 των Ναζί και εμπλέκει ενεργά τον ντόπιο ελληνοχριστιανικό παράγοντα. «Η παρουσία των Γερμανών επιτάχυνε τις εξελίξεις που υποκινούνταν για δεκαετίες αλλά ήταν κρυμμένες κάτω από την επιφάνεια.»489 Μολονότι η καταστροφή του εβραϊκού τόπου ταφής δεν ήταν σχέδιο των Ναζί και συνέβη χωρίς την επίβλεψή τους, η παρουσία τους υπήρξε καταλυτική για τη μεταβολή των ισορροπιών στην τοπική σύγκρουση συμφερόντων ειδικά γύρω από το ζήτημα του κοιμητηρίου, αποδυναμώνοντας πια εντελώς την Εβραϊκή Κοινότητα και την επιρροή της. Η πρωτοβουλία απομάκρυνσης του εβραϊκού νεκροταφείου, λοιπόν, δεν προήλθε από τις ναζιστικές κατοχικές δυνάμεις αλλά αντιθέτως προήλθε από τις τοπικές ελληνικές αρχές. Όπως αναφέρει ο Yacoel:490 «η ικανοποίηση του πολύχρονου αιτήματος της χριστιανικής δημόσιας γνώμης οδήγησε τους Γερμανούς να ασχοληθούν με ένα μη μιλιταριστικό θέμα, καθαρά πολιτικό».491 Πράγματι, ο βιαστικός τρόπος κατεδάφισης των εβραϊκών μνημείων, ο ενθουσιασμός των ελληνικών αρχών, 485. Laqueur 2005: 42 486. Naar 2018: 252 487. Saltiel 2014: 3 488. Με την ονομασία Τελική Λύση (γερμανικά: Endlösung) έγινε γνωστό το σχέδιο των Ναζιστών για τη συστηματική δολοφονία των Εβραίων, τόσο στη Γερμανία όσο και στις περιοχές που κατακτήθηκαν από αυτή κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αποτέλεσμα της εφαρμογής του σχεδίου αυτού ήταν η Shoah, η οποία στοίχισε στην Εβραϊκή Κοινότητα της Ευρώπης περίπου έξι εκατομμύρια νεκρούς άνδρες, γυναίκες και παιδιά. [https://el.wikipedia.org/] 489. Saltiel 2014: 26 490. Ο διαπρεπής λόγιος Γιομτώβ Γιακοέλ υπήρξε για είκοσι χρόνια νομικός σύμβουλος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης και εντεταλμένος της στις σχέσεις της με το ελληνικό κράτος. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής επιφορτίσθηκε με διοικητικό έργο που απέβλεπε στην εξαγορά της καταναγκαστικής εργασίας ομοθρήσκων του. Όταν διέγνωσε τα δολοφονικά σχέδια των ναζί παραιτήθηκε και απέδρασε στην Αθήνα, όπου και συνελήφθη. Εκτοπίσθηκε στο Άουσβιτς και υποχρεώθηκε να εργαστεί στο Sonderkommando, μια ειδική μονάδα επιφορτισμένη με την μεταφορά των πτωμάτων από τους θαλάμους αερίων στα κρεματόρια, όπου και εκτελέσθηκε τον Απρίλιο του 1944. 491. ό.π.: 21
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
173
η εξάλειψη των ιχνών από τη σύγχρονη μνήμη, η μοίρα των πλακών, δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα ακόμη στιβαρό επιχείρημα είναι η μη συστηματική καταστροφή νεκροταφείων από τους Ναζί καθώς ιστορικά η γενοκτονία και η συστηματική βεβήλωση τάφων φαίνεται να μη συμβαδίζουν. Με βάση την έρευνα του Thomas Laqueur και της Carla Hesse, στην κατεχόμενη Ευρώπη όλα τα μείζονα νεκροταφεία, πλην αυτού της Θεσσαλονίκης, επέζησαν της Shoah άθικτα.492 Η προοπτική της απαλλοτρίωσης άλλωστε ολοκλήρωνε τον απόλυτο εξελληνισμό και πλήρη εκχριστιανισμό της πόλης σε υλικό επίπεδο. Είδαμε την απομάκρυνση των μουσουλμανικών νεκροταφείων μετά την ανταλλαγή πληθυσμών και εξετάσαμε όλα τα εκσυγχρονιστικά μέτρα που καθιστούν πετυχημένο ένα μοντέρνο σχέδιο το οποίο δεν προϋποθέτει απλά κάποιες γραμμές στον χάρτη.493 Αντίθετα, επιβάλλει μια σειρά από οργανωμένα και βίαια μέτρα για την εφαρμογή ενός στιβαρού κοινωνικο-πολιτικού προγράμματος. Σε αυτά τα πλαίσια ένα μεγάλο κομμάτι γης στην καρδιά της πόλης που αναχαιτίζει την οργανική ανάπτυξή της δεν μπορεί να μην έχει και υγειονομικές ή εξωραϊστικές αιχμές και μας οδηγεί στην απομάκρυνση των νεκροταφείων εκτός πόλης, στο κεντρικό αξίωμα του δυτικού αστικού σχεδιασμού στη δίνη του οποίου βρέθηκε και η Θεσσαλονίκη. Βέβαια το γεγονός ότι το χριστιανικό νεκροταφείο διατηρήθηκε δείχνει ότι η έννοια της «καθαριότητας» έχει μάλλον συμβολικές κοινωνικές προεκτάσεις με το εβραϊκό στοιχείο να αποτελεί ξένο οργανισμό προς το κυρίαρχο ελληνικό σώμα, ως «βρώμικο», ως «ύλη εκτός τόπου».494
492. Laqueur 2005: 45 493. Vassilikou 2000: 119 494. «Ύλη εκτός τόπου»: έννοια δανεισμένη από τη Mary Daglas. [Φιλιππίδης 2008: 32]
174
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[50] Επιγραφή σε κατάστημα. πηγή: http://www.yadvashem.org/
[51] «Μαύρο Σάββατο». Οι συγκεντρωθέντες στην Πλατεία Ελευθερίας υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια και εξευτελισμούς από τους Ναζί με τη συνεργασία της ελληνικής χωροφυλακής. πηγή: © Φωτογραφικό Αρχείο Ε.Μ.Ε.
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
[52] Μετά την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου. πηγή: © Συλλογή Ε.Μ.Ε.
[53] Μετά την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου. πηγή: https://tetysolou.wordpress.com/
175
176
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[54] Τα γκέτο που δημιουργήθηκαν στη Θεσσαλονίκη την 1η Μαρτίου 1943. πηγή: Μόλχο 2014β: 70
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
177
Shoah Στις 6 Φεβρουαρίου 1943 έφτασαν στη Θεσσαλονίκη οι άντρες του Adolf Eichmann495 Dieter Wisliceny και Alois Brunner, εγκατέστησαν το αρχηγείο τους σ’ ένα εβραϊκό σπίτι δίπλα στα κεντρικά γραφεία της Κοινότητας στην οδό Βελισσαρίου 42 και στις 8 Φεβρουαρίου 1943 ανακοίνωσαν στο Κοινοτικό Συμβούλιο μια σειρά κατασταλτικών εντολών που έπρεπε να εφαρμοστούν ως την 25η Φεβρουαρίου. Πρώτη φορά θεσπίστηκε φυλετικός ορισμός της εβραϊκής ταυτότητας, με βάση τους νόμους της Νυρεμβέργης.496 Απαγορευόταν στους Εβραίους κάθε είδους χρήση μεταφορικών μέσων με απειλή την εκτέλεση, να κυκλοφορούν στους κεντρικούς δρόμους μετά την πέμπτη απογευματινή. Επίσης, όλοι οι Εβραίοι –από έξι ετών και άνω- υποχρεούνταν να φορούν το κίτρινο αστέρι και να διαμένουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή στην πόλη ή σε γκέτο.497 Στη συνέχεια πήραν εντολή να δηλώσουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, να τα καταγράψουν σε ειδικές έντυπες δηλώσεις και να τα παραδώσουν στις δυνάμεις κατοχής. Το πλάνο γκετοποίησης επέβαλε στις 7.500 οικογένειες που ζούσαν διάσπαρτες στην πόλη να περιοριστούν σε πέντε μόνο συνοικίες-γκέτο οι οποίες δημιουργήθηκαν δύο εβδομάδες πριν αρχίσει η πρώτη εκτόπιση της 15ης Μαρτίου 1943. Αν είχαν γίνει στην αρχή της Κατοχής, άλλωστε, πολλοί περισσότεροι Εβραίοι θα είχαν διαφύγει. Στη διάρκεια της Κατοχής το μεγαλύτερο γκέτο εκτεινόταν από την οδό της 25ης Μαρτίου ως την οδό Εθνικής Αμύνης και περιλάμβανε πολλές εβραϊκές συνοικίες. Ακολουθούσε το γκέτο στην οδό Συγγρού και τρία ακόμη στη δυτική Θεσσαλονίκη όπου βρίσκονταν οι εβραϊκές εργατικές συνοικίες Ρεζί Βαρδάρ, Αγία Παρασκευή και Βαρώνου Χιρς.498 Το γκέτο Βαρόνου Χιρς499 μετατράπηκε λόγω της θέσης του δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εβραίοι εργαζόμενοι διατάχτηκαν να το περιφράξουν με συρματόπλεγμα και να εγκαταστήσουν φωτισμό για τους φύλακες. Οι ξύλινοι φράχτες και οι τρεις αυστηρά ελεγχόμενες είσοδοι –η μια οδηγούσε κατευθείαν στον σταθμό- απέκοπταν εντελώς τη συνύπαρξη με τον υπόλοιπο πληθυσμό ώστε κανείς να μην παρακολουθεί τον εκτοπισμό των ντόπιων Εβραίων.500 Ο ξαφνικός εγκλεισμός και ο 495. Ο Άντολφ Άιχμαν (Otto Adolf Eichmann, 19 Μαρτίου 1906 - 31 Μαΐου 1962), συνταγματάρχης των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο, θεωρείται ο αρχιτέκτονας της Shoah, που στοίχισε τη ζωή σε περίπου έξι εκατομμύρια Εβραίους ολόκληρης της Ευρώπης. [https://el.wikipedia.org/] 496. Mazower 2006: 507 497. Μόλχο 2014β: 66 498. Μόλχο 2014β: 66-69 499. Τραγική ειρωνεία η χρήση αυτού του συνοικισμού ως στρατόπεδο μεταγωγών καθώς η γειτονιά αυτή είχε πρωτοχτιστεί στα τέλη του 17ου αιώνα για να στεγάσει τους Ασκεναζίτες πρόσφυγες των τσαρικών πογκρόμ. [Mazower 2006: 507] 500. Μόλχο 2014β: 67
178
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
περιορισμός εργασίας και κινήσεων εντός των συγκεκριμένων εβραϊκών ζωνών είχε καταλυτική επίδραση στην πόλη -άλλη μια απόδειξη για τον αναπόσπαστο ρόλο των Εβραίων στην κοινωνική και οικονομική ζωή της.501 Στις 15 Μαρτίου 1943 το πρώτο τρένο με τους Θεσσαλονικείς Εβραίους, κυρίως κατοίκους του συνοικισμού Βαρώνου Χιρς, ξεκίνησε και έφθασε στο Άουσβιτς στις 20 του ίδιου μήνα. Τα 2.800 άτομα, εκ των οποίων τα 2.191 εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων αμέσως μετά την άφιξή τους, μεταφέρθηκαν στριμωγμένα σε τριάντα υπερπλήρη βαγόνια μεταφοράς ζώων, ενώ δεν μπορούσαν να έχουν στην κατοχή τους αποσκευές με αντικείμενα αξίας, κοσμήματα ή χρήματα.502 Μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες ο εκτοπισμός των Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη είχε ολοκληρωθεί. Τη νύχτα της 10ης Αυγούστου 1943 αναχώρησε το τελευταίο τρένο. Την ίδια μέρα εγκατέλειψε την πόλη η ειδική μονάδα των SS, έχοντας φέρει την αποστολή της εις πέρας. Το πρωί της 11ης Αυγούστου ο Γενικός Πρόξενος Καρούτσο, περιδιαβαίνοντας τους άδειους δρόμους της Θεσσαλονίκης, έγραφε: «Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, η οποία ιδρύθηκε πριν την ανακάλυψη της Αμερικής και περιλάμβανε γύρω στα 60.000 μέλη, δεν υπάρχει πια... Η διάλυση της εβραϊκής κοινότητας εφαρμόστηκε με τόση μεγάλη αγριότητα, φρίκη και με τόσα εγκλήματα που δεν έχει ποτέ δει ολόκληρη η ιστορία όλων των λαών.»503 Ο αριθμός των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη άλλαξε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της Κατοχής και δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, καθώς μετά την εφαρμογή της ρατσιστικής νομοθεσίας αρκετοί διέφυγαν στην ιταλική ζώνη κατοχής και ειδικότερα στην Αθήνα. Αλλά ο ακριβής αριθμός των Εβραίων που εγκατέλειψαν την πόλη για να σταλθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αυτούς τους έξι μήνες είναι 46.061, εκ των οποίων λιγότεροι από 2.000 επέστρεψαν μετά τον πόλεμο -ποσοστό αφανισμού που αγγίζει το 96% -ένα από τα υψηλότερα ποσοστά απώλειας στην Ευρώπη.504 «Με εξαίρεση ορισμένα άτομα που κατόρθωσαν να ενωθούν με τις δυνάμεις της Αντίστασης ή να βρουν κρησφύγετο σε πόλεις της ιταλικής ζώνης, και άλλοι που διέφυγαν στην Παλαιστίνη, οι μόνοι που κατάφεραν να γλιτώσουν από την εφαρμογή της ”Τελικής Λύσης” ήταν ορισμένοι Ισπανοί και Ιταλοί Εβραίοι που είχαν δικαίωμα να ”επαναπατριστούν”.»505 Η μοίρα των Εβραίων καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις τοπικές αρχές, από πολιτιστικούς παράγοντες, τη χρονική συγκυρία και την επιρροή κάποιων ιδιωτών ή γεγονότων. Για τη Θεσσαλονίκη, πέραν από κάποιες σημειακές αλληλέγγυες δράσεις, το ποσοστό αφανισμού δεν μπορούσε να προσεγγιστεί χωρίς την εκκωφαντική σιωπή από πλευράς του ελληνορθόδοξου ντόπιου πληθυσμού. Από την εποχή της καταστροφής του νεκροταφείου και της εντατικοποίησης των αντισημιτικών μέτρων οι σχέσεις μεταξύ της πολυάριθμης 501. Fleming 2009: 185 502. Μόλχο 2014β: 67 503. Fleming 2009: 173 504. Μόλχο 2014β: 44 505. ό.π.: 68
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
179
διακριτής εβραϊκής κοινότητας και της ελληνικής πλειονότητας είχαν ήδη δοκιμαστεί. Πριν καν αρχίσουν οι εκτοπίσεις ιδρύθηκε η Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ) μετά από επίσημη συμφωνία με τις ελληνικές αρχές και οι περιουσίες παραδόθηκαν σε Έλληνες «μεσεγγυούχους», αποκλειστικά από τη Θεσσαλονίκη,506 ενώ διευκολύνθηκε η εγκατάσταση των προσφύγων της Θράκης και της Μακεδονίας που είχαν εισρεύσει στην πόλη.507 Tο τελικό υλικό ίχνος της εξάλειψης Στις αρχές Αυγούστου το γκέτο ήταν μια πόλη-φάντασμα: η Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων, με περισσότερο από 2.000 χρόνια έντονης εβραϊκής ιστορίας, είχε αδειάσει από Εβραίους αλλά η παρουσία τους ζούσε ακόμα στην απτή μορφή των άδειων σπιτιών, των κτιρίων της Κοινότητας, των μαγαζιών, των εργοστασίων και των συνοικιών τους συνολικά -παρουσία που σιγά-σιγά αφανιζόταν. Η Θεσσαλονίκη έμοιαζε μετέωρη στο παρόν· μόνο κάποια μαρμάρινα θραύσματα από τις πλάκες του νεκροταφείου θύμιζαν κάτι από αυτή την παρουσία. Μέχρι κάποια χρόνια πριν οι πλάκες ήταν εμφανώς στοιβαγμένες στις αυλές των εκκλησιών ή ένθετες στους τοίχους και στους δρόμους της πόλης. Η τύχη των πλακών του νεκροταφείου πιστοποιούν τα οφέλη που άντλησε η ελληνική κοινωνία από τα δεινά της εβραϊκής κοινότητας από τη μεταβατική περίοδο καταστροφής του μεγάλου παλιού νεκροταφείου και έπειτα. Ας δούμε την ιστορία τους: Από τις πρώτες ώρες της κατεδάφισης «η λεηλασία των υλικών του νεκροταφείου διεξήχθη κατά τα φαινόμενα με έναν οργανωμένο και νόμιμο τρόπο και οι πέτρες έγιναν αντικείμενο ανάγκης και απληστίας, αντίστοιχο με την λεηλασία και αναδιανομή των άλλων εβραϊκών περιουσίων την ίδια περίοδο».508 Η ταφόπλακες αφέθηκαν στη διάθεση των περαστικών, του δήμου, της εκκλησίας και των Γερμανών οι οποίοι τις καταχράστηκαν χωρίς κανένα ηθικό φραγμό για την ιεροσυλία των πράξεών τους. Χρησιμοποιήθηκαν για την πλακόστρωση αυλών ιδιωτικών σπιτιών και εκκλησιών, την κατασκευή δρόμων, για να επισκευαστούν τα ρείθρα των πεζοδρομίων της πόλης και η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, ακόμα και για την ανέγερση πισίνας των γερμανικών στρατιωτικών αρχών, χωρίς σε πολλές περιπτώσεις να σβηστούν καν οι επιγραφές που προδίδουν την καταγωγή τους.509 Μετά τον πόλεμο, ενώ συνεχίζει η αποσύνθεση του νεκροταφείου, μια εβραϊκή αντιπροσωπία επισκέφτηκε το ναό του Αγίου Δημήτριου και επικοινώνησε με τον Στυλιανό 506. «Στο μεταξύ ορθόδοξοι πολίτες και Γερμανοί στρατιώτες είχαν προβεί σε τέτοιας έκτασης λεηλασία, ώστε όταν ανέλαβε ο Δήμος παραπονέθηκε ότι δεν κατόρθωσε να καταγράψει περισσότερο από το 1/3 (600 περίπου) εκ των 1.898 εβραϊκών επιχειρήσεων. Από τις 600 αγωγές για επιστροφή ακινήτων που διεκδικήθηκαν από μια χούφτα Εβραίους επιζώντες, μόνο 350 ακίνητα επεστράφησαν.» [ό.π.: 69,71] 507. Mazower 2006: 518 508. Saltiel 2014: 20 509. Οι Έλληνες, φορείς και ιδιώτες καταχράστηκαν τα περισσότερα. Ενδεικτικά, Δήμος:
180
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[55] Πλακόστρωση από εβραϊκές ταφόπλακες. πηγή: © Συλλογή Ε.Μ.Ε.
[56] Ταφόπλακες που χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. πηγή: © Συλλογή Ε.Μ.Ε.
IΙΙ. YERUSHALAYIM DE BALKAN: Ο ΕΞΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
181
[57] Εβραϊκή επιγραφή ενσωματωμένη σε πεζούλι στην πλατεία Ναυαρίνου. 2017. πηγή: από το αρχείο των γραφουσών
[58] Παρατημένες πλάκες από το εβραϊκό νεκροταφείο στον περίβολο της Πυροσβεστικής. 2018. πηγή: από το αρχείο των γραφουσών
182
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
Πελεκανίδη, διευθυντή της αρχαιολογικής υπηρεσίας Βορείου Ελλάδος και κύριο υπεύθυνο της αναστήλωσης του ναού. Με απόλυτη ψυχρότητα ο τελευταίος επικαλέστηκε την «ιερή» και θετική πλευρά της χρήσης του μαρμάρου για ένα «θείο» έργο, «ειδικά αν λάβουμε υπόψιν ότι οι πλάκες από το εβραϊκό νεκροταφείο χρησιμοποιήθηκαν για κάθε σκοπό, από πεζοδρόμια μέχρι τουαλέτες».510 Ταυτόχρονα κατηγόρησε τους Εβραίους ότι δεν του υπέδειξαν τις πλάκες ιστορικής αξίας πριν την απέλαση, τη στιγμή που η Εβραϊκή Κοινότητα οριακά πρόλαβε παρά την βιαιότητα της βεβήλωσης να σώσει μεταφέροντας ή έστω να καταγράψει κάποιες από τις σημαντικές και αρχαίες πλάκες. Μετά την πλήρη ισοπέδωση του νεκροταφείου, την ανέγερση της Πολυτεχνειούπολης στη θέση του και τη διασκόρπιση των πλακών σε αόρατες γωνιές, αναπόφευκτα το ζήτημα της μνήμης προκαλεί την υπόσταση της πόλης.
100.000 τούβλα, Σχολή Ιωαννίδη: 50.000 τούβλα και 100 τ.μ. μάρμαρο, said pavillon: 30.000 τούβλα, Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης: 250 τ.μ. μάρμαρο, κοντινό χριστιανικό νεκροταφείο της Αγίας Φωτεινής, πολλές εκκλησίες, παιδικές χαρές, μπαρ και εστιατόρια. [ό.π.: 17-20. Μόλχο 2014β: 65] 510. Saltiel 2014: 21
IV. ΜΝΗΜΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
185
IV. Μ νημη - Συ μπερα σμ ατα
Tief in der Zeitenschrunde beim Wabeneis wartet, ein Atemkristall dein unumstöschliches Zeugnis Βαθιά στη ρωγμή του Χρόνου μέσα στη παγοκερήθρα περιμένει, ένα κρύσταλλο Ανάσας, η δικιά σου αδιάψευστη Μαρτυρία Paul Celan, Atemwende 511 Το 1945 η γη δεν ήταν πλέον διακύβευμα.512 Οι εβραϊκές ταφόπλακες διασκορπισμένες στην πόλη, το νεκροταφείο ένα τεράστιο νταμάρι από πέτρες και κόκκαλα, ο συνοικισμός Χιρς κατεδαφισμένος, οι συναγωγές ερείπια.513 Η εβραϊκή
511. Μιχαήλ 1999: 71 512. Laqueur 2005: 55 513. Mazower 2006: 529
186
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
ηγεμονία και ο ολέθριος αφανισμός της είχαν επί μακρόν διαγραφεί από τη δημόσια μνήμη κατά τις επιταγές της εθνικοποιητικής διαδικασίας που ήθελε την πόλη αποκλειστικά και παντοτινά «ελληνική».514 Αυτή η κρατική και κοινωνική επιδίωξη φάνηκε σε όλη της την ένταση από την αφιλόξενη και αδιάφορη στάση που έδειξε ο δήμος στους επιζώντες που επέστρεψαν, από τον τρόπο που διαχειρίστηκε την απόδοση των περιουσιών τους με την Υ.Δ.Ι.Π. να διαλύεται το 1949 και οι επιζώντες να μην έχουν συνολικά πρόσβαση στις περιουσίες τους για τουλάχιστον τέσσερα ολόκληρα χρόνια,515 την ολοκλήρωση της καταστροφής του νεκροταφείου και τον αφανισμό όλων των εβραϊκών τόπων. Η κατασκευή του κοινωνικού φαντασιακού στην Ελλάδα και δη στη Θεσσαλονίκη αμέσως μετά τη Shoah δεν οδήγησε επ ουδενί στην αποκατάσταση των τόπων αυτών, φαινόμενο μοναδικό τόσο στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία όσο και στην ιστορία και μνήμη της εξόντωσης των Ευρωπαίων Εβραίων..516 Η κυριολεκτική εξάλειψη της εβραϊκής μητρόπολης έφερε απόλυτες αντιστοιχίες με τη συμβολική εξάλειψή της από τη μνήμη και την ιστορία της πόλης. Η ιστορία είναι στην ουσία επεξεργασία του παρελθόντος και η ελληνική ιστοριογραφία δημιούργησε ενός «έθνος δίχως Εβραίους»,517 καθώς τα υλικά θραύσματα που αποδείκνυαν το αντίθετο είχαν επιμελώς περιθωριοποιηθεί από τις δέλτους της ιστορίας. Βέβαια οι Εβραίοι συγγραφείς επιχείρησαν να καταστήσουν την ιστορία τους όπως και το νεκροταφείο τους –ένα από τα μοναδικά αυτούσια εβραϊκά στοιχεία τη στιγμή που ο κίνδυνος γίνονταν ολοένα και πιο αντιληπτός- εύληπτα, «μεταγράφοντάς τα από το εφήμερο υλικό πεδίο στην ανθεκτική στο χρόνο κειμενική επικράτεια».518 Άλλωστε, η γραπτή μαρτυρία αποτελούσε αντίσταση στην προσπάθεια των Ναζί να αφανίσουν όχι μόνο τους Εβραίους αλλά και κάθε ίχνος της παρουσίας τους.519 Επίσης, παρ’ όλη τη δυσκολία να έρθει η εμπειρία των στρατοπέδων εξόντωσης αλλά και το αίσθημα της απομόνωσης από τον κόσμο και τους δικούς τους στο στάδιο του ρητού, η αυθόρμητη μαρτυρία κατατίθεται για τις ανάγκες της δικαιοσύνης και διαδέχεται το κοινωνικό πρόταγμα της μνήμης.520 Όμως στην πραγματικότητα της Ελλάδας οι Εβραίοι επιζώντες δεν μπορούσαν παρά να ενταχθούν στο κυρίαρχο modus viventi· όπως λέει η Ρένα Μόλχο: «τώρα που η επιζητούμενη 514. Naar 2018: 10 515. Ο νέος φορέας -διάδοχος υπό εβραϊκή διεύθυνση- άρχισε της διαπραγματεύσεις με τους μεσεγγυούχους και τη δημοτική αρχή. [Mazower 2006: 537] 516. Saltiel 2014: 34 517. Περισσότερα για την νεότερη επίσημη ιστοριογραφική κατασκευή του ελληνισμού και τον αποκλεισμό των Εβραίων από αυτήν στο: Μαρκέτος 1994 518. Ενεργώντας κατά αυτόν τον τρόπο διέσωσαν την εικόνα της Θεσσαλονίκης ως εβραϊκής μητρόπολης και χάρη στην καταγραφή του νεκροταφείου κληροδοτήθηκαν στις επόμενες γενιές κάποιες πληροφορίες για τις ιστορικά σημαντικές επιτύμβιες στήλες. [Naar 2018: 286] 519. Χαντζαρούλα 2013: 218 520. ό.π.: 220
IV. ΜΝΗΜΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
187
ομοιογένεια έχει πλέον επιτευχθεί, ζούμε όλες τις συνέπειες της ένδειας που επιφέρει η περιοριστική ομοιομορφία». Οι επιζώντες βρέθηκαν στη δίνη ενός τρόπου ζωής που καθιερώθηκε τα τελευταία εκατό χρόνια από την πολιτισμική εθνοκάθαρση σε κάθε επίπεδο, όπως και στη συλλογική μνήμη «που ως πρόσφατα διάβρωνε μια επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας της πόλης χωρίς ”αλλόθρησκους”, ακυρώνοντας τη μοναδικότητα της Θεσσαλονίκης ως ξεχωριστής εβραϊκής μητρόπολης και, παράλληλα, την καταγωγή και την ταυτότητα των Θεσσαλονικέων Εβραίων (επιζώντων) και των απογόνων τους».521 Η λήθη και τα φαντάσματά της είχαν τυλίξει το σώμα της πόλης για σχεδόν πενήντα χρόνια, αλλά λένε πως «όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε χρονικά από τα γεγονότα, η σχέση με την ιστορία συνήθως γίνεται πιο εύκολη».522 Η δυναμική συμμετοχή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής σε συνδυασμό με τον ολέθριο αφανισμό τους στη Shoah «είχαν επί μακρόν διαγραφεί από την ιστορία και τη δημόσια μνήμη της πόλης στο πλαίσιο μιας εθνικοποιητικής διαδικασίας που ζήτησε να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη αποκλειστικά και παντοτινά ”ελληνική”». Ενδιαφέρον έχει συνακόλουθα η παρακολούθηση της εξέλιξης και ανάδυσης του θεσμικού αντι-αντισημιτισμού στην Ελλάδα και οι καινούριοι τρόποι με τους οποίους ανοίγονται ζητήματα τα οποία μέχρι τη δεκαετία του ’90 θα λέγαμε ότι ήταν στην Ελλάδα σχεδόν μηδενικά διευρυμένα. Συγκεκριμένα, η δεκαετία του ’90 ακολούθησε την αντίστοιχη ευρωπαϊκή «έκρηξη μνήμης» της δεκαετίας του ‘80 και έστρεψε το ενδιαφέρον προς την ανάδειξη της εβραϊκής ιστορίας στην Ελλάδα.523 Έκτοτε όλο και περισσότερες πολιτιστικές εκδηλώσεις, εκδηλώσεις μνήμης, ντοκιμαντέρ κ.ά. που δημιουργούν ερωτήματα για τον πραγματικό σκοπό της «αποκάλυψης» μιας ιστορίας καλά και μεθοδευμένα κρυμμένης όχι μόνο από το ελληνικό κράτος αλλά και από το μαζικό υποκείμενο που συγκροτεί το εθνικά προσδιορισμένο κοινωνικό του σώμα. Ένα κύμα νέων ερευνών λοιπόν που διακατέχεται από ένα κλίμα νοσταλγίας για το κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό παρελθόν της οθωμανικής Θεσσαλονίκης, έβγαλε από την αφάνεια το ζήτημα της εβραϊκής παρουσίας στην πόλη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο -που σήμερα διαφαίνεται ακόμα πιο έντονα- αναγέρθηκαν μνημεία και έγιναν προσπάθειες ανάδειξης των εβραϊκών τόπων σε μια πόλη που κατά βάση εξυμνεί την ιστορική αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τον Μακεδονικό Αγώνα. Πρώτο παράδειγμα: ένα μνημείο του Ολοκαυτώματος που το επιδίωκε η ανασυγκροτημένη κοινότητα από το 1945 και δεν αποκαλύφθηκε παρά το 1997, σε μια απομακρυσμένη προαστιακή διασταύρωση, στον δρόμο προς το αεροδρόμιο. Σήμερα έχει μεταφερθεί στην πλατεία Ελευθερίας, αν και σχετική πρόταση του
521. Μόλχο 2014β: 18 522. Δρουμπούκη 2014: 32 523. Naar 2018: 10
188
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ
[59] Το μνημείο Ολοκαυτώματος Θεσσαλονικέων Εβραίων στην πλατεία Ελευθερίας. πηγή: http://wikimapia.org/
[60] Αεροφωτογραφία από το Πανεπιστήμιο ως τον Λευκό Πύργο και το λιμάνι. 1970. πηγή: http://www.thessaloniki.photos.vagk.gr/
IV. ΜΝΗΜΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
189
1997 είχε απορριφθεί.524 Δεύτερον: το Εβραϊκό Μουσείο που ιδρύθηκε μόλις το 2001. Τρίτον: στην αχανή έκταση του Α.Π.Θ. δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη για τον χαμένο κόσμο του υπεδάφους του μέχρι το 2014 όπου αναγέρθηκε ένα μικρό μνημείο. Βέβαια το νέο μνημείο συμμετέχει σε μια μακροχρόνια τάση απόδοσης πρωταρχικής -αν όχι αποκλειστικής- ευθύνης για την κατεδάφιση του νεκροταφείου στις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις.525 Διαλέγοντας το τελευταίο παράδειγμα –ανάμεσα σε άλλα- οδηγούμαστε στην παραδοχή ότι στην μελέτη της ιστορίας δεν υπάρχει αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ των ιστορικών γεγονότων και των κατοπινών αναπαραστάσεών τους·526 ισχυρή απόδειξη αυτού το γεγονός ότι η αποκρυστάλλωση της συλλογικής μνήμης αποτελεί και θα αποτελεί πάντα διακύβευμα. Το «έλλειμα μνήμης» λοιπόν, καταφεύγει σε θεσμικούς «τόπους» που είναι εξαρχής κατασκευασμένοι και εγγενώς αισθητικοποιημένοι. Οι σημειακές αυτές παρεμβάσεις συνήθως φέρουν μια συμβολική συνδιαλλαγή με τον χώρο που αντιπροσωπεύουν αλλά επικυρώνουν τη βιαιότητα με την οποία η παρουσία μετατρέπεται σε αναπαράσταση. Σε μια προσπάθεια διερεύνησης των υπολειμμάτων της εβραϊκής μνήμης στη Θεσσαλονίκη, αυτών που λειτουργούν ως τόποι μνήμης λόγω της αυτούσιας ιστορικότητά τους, συνειδητοποιήσαμε ότι τα στοιχεία είναι ακόμα ορατά -όπως κτίρια, στοές, συναγωγή, νοσοκομείο (Ιπποκράτειο, πρώην Χιρς), η βίλλα του Αλλατίνι (στην οποία εδρεύει σήμερα η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας)- αλλά λειτουργούν θραυσματικά και μεμονομένα έχοντας χάσει τη δυναμική να αποτελέσουν μια ενότητα. Η αυτούσια ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης συναντάται με όλη της την ένταση μόνο σε κειμενικές μαρτυρίες και στο Εβραϊκό Μουσείο, τόπος μνήμης –όπως όλοι οι μουσειοποιημένοι τόποι- αποσπασμένος από τις χωρικές υλικότητες και τη μνήμη της πόλης σαν σύνολο. Εστιάσαμε στις διαγραμμένες και ξεχασμένες υλικότητες, στα ίχνη της εξάλειψης και της ιστορίας τους -αυτά που έχουν αποσιωπηθεί λόγω των τραυματικών συνδηλώσεων που φέρουν. Το περίγραμμα του Πανεπιστημίου, ο παλιός σιδηροδρομικός σταθμός, οι πλάκες που έχουν παραμείνει παρατημένες σε διάφορες μεριές της πόλης· σε μεγαλύτερη κλίμακα, η χωρική διάρθρωση της Άνω Πόλης που δεν είναι μόνο γραφικό σκηνικό αλλά συγκρατεί μια υπόμνηση ενός άλλου –οθωμανικού, κομμάτι του οποίου είναι και η εβραϊκή ιστορία της Θεσσαλονίκης- κατακερματισμένου παρελθόντος. Αυτά τα «μνημεία»-υπολείμματα επιβιώνουν στο παρόν αλλά έχουν χάσει την ιστορικότητά τους –σκόπιμα- όχι απαραίτητα λόγω της «οργανικής» ανάπτυξης της πόλης, αλλά με μια εθνική στρατηγική καταπάτησης της ιστορικής μνήμης· τα ίδια τα «μνημεία» προκύπτουν από την αρνητικότητα της τελευταίας. Έτσι, τα σημεία αυτά για να επανοηματοδοτηθούν και να ξαναοριστούν διατηρώντας τη
524. Mazower 2006: 553 525. Naar 2018: 252 526. Δρουμπούκη 2014: 32
190
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
σημειολογία τους ως αναφορές που ορίζουν τις χαράξεις της πολεοδομίας της πόλης ή ορίζουν την κινητικότητα στο εσωτερικό της, συνιστούν κρατικές αποφάσεις και χειρισμούς μεγάλης κλίμακας ώστε να αποκτήσουν μια πιο στιβαρή υλικότητα και πραγματικό αντίκτυπο στην κοινωνική μνήμη η οποία έχει εξοστρακιστεί στη χειμερία νάρκη των αποσιωπήσεων. Αν και γενικά, «για να μείνει κάτι στην μνήμη, πρέπει να αποτυπωθεί με πυρωμένο σίδερο».527 * Θεσσαλονίκη: «η πόλη με την ιδιότυπη ιστορική κληρονομιά, που άσκησε μια τόσο έντονη γοητεία σε όσους την έζησαν ή την επισκέφθηκαν, σήμερα πια δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο μέσα στα γραπτά κείμενα».528 Φυσικά το εύρος της διαγραφής της ιστορίας της δεν είναι μοναδικό μιας και ανάλογες μεταβολές γνώρισαν πόλεις σ’ ένα ευρύ φάσμα της υδρογείου. «Η καθεμιά υπόμεινε τις δικές της τραυματικές στιγμές, που της προκάλεσε η έντονη βία που συνόδεψε την ανάδυση των εθνικών κρατών.»529 Η στρωματογραφία μιας πόλης αποτελεί πεδίο έρευνας της αρχαιολογίας η οποία έχει διαμορφώσει ιδέες, μεθοδολογίες και τεχνικές συνομιλίας με το παρελθόν. Λειτουργεί σαν οργανωμένος θεσμός της καπιταλιστικής νεωτερικότητας που εξυπηρετεί την εθνική ιδεολογία συγκροτώντας τελικά εθνική αρχαιολογική μαρτυρία· «δεν υπάρχει ανεξάρτητη, συνεκτική ”μαρτυρία” που να την έχουν αφήσει οι άνθρωποι του παρελθόντος σε μας για να την ”αποκρυπτογραφήσουμε”, υπάρχουν μόνο υλικά θραύσματα των ανθρώπινων πρακτικών. Η επιλεκτική καταγραφή, η απόδοση προτεραιότητας, ο αποκλεισμός και η εξάλειψη υλικών ιχνών, όλα καίριες στιγμές αυτής της συγκρότησης είναι αποτέλεσμα διαδικασιών ταυτότητας, παρελθοντικής και παροντικής», τα εκάστοτε προϊόντα των εθνικισμών. «Άλλες ομάδες και άλλοι λόγοι θα μπορούσαν να συγκροτήσουν (και συχνά συγκρότησαν) τα ίδια υλικά θραύσματα και κατάλοιπα με διαφορετικούς τρόπους: σαν προγονικά λείψανα που απαιτούν σεβασμό και λατρεία, σαν ασήμαντα απομεινάρια από μια παρωχημένη εποχή, που πρέπει να εξαλειφθούν, σαν μνημονικά ίχνη από μια εποχή που θα ήταν καλύτερα να λησμονηθεί, κ.ο.κ.»530 Έτσι και στη Θεσσαλονίκη είναι εξαιρετικά επιλεκτική και περιορισμένη η ανάδειξη ή/και η δημιουργία μνημείων-συμβόλων και τόπων μνήμης. Θεωρούμε ωστόσο ότι αποτελεί επίδικο το πού αυτά διαρρηγνύουν τον εθνικό κορμό φέρνοντας στην επιφάνεια τραυματικές ιστορικές στιγμές. Στο παράδειγμα της Ελλάδας, γενικά, γνωρίζουμε ότι τα όρια της ιδιότητας 527. Νίτσε 2010: 90 528. Γερόλυμπου 1995: 9 529. Άλλες είναι το Λβιφ, το Βρότσουαφ, η Βίλνα, η Τιφλίδα, η Ιερουσαλήμ, η Γιάφα, η Λα-
χόρη. [Mazower 2006: 31] 530. Χαμηλάκης 2015: 73-74
IV. ΜΝΗΜΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
191
μέλους του έθνους δεν ήταν προκαθορισμένα αλλά σταθερά υπό διαμόρφωση καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και κατά ένα μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα. Όπως και οι υπόλοιπες εθνικές ταυτότητες της περιοχής, έτσι και η ελληνική «έμελλε να αποτελέσει αντικείμενο εκμάθησης, επιβολής, επιδίωξης και επιλογής».531 Αυτό το γεγονός συμβαδίζει με την όλη συνεκδοχή της ευρύτερης νεότερης ελληνικής ιστορίας που φαίνεται να γράφεται πάνω σε ένα κενό μισής περίπου χιλιετίας από την πτώση του Βυζαντίου μέχρι και τη γέννηση του ελληνικού κράτους,532 με την αντίληψη ότι υπήρξαν μόνο Έλληνες και ποτέ εξελληνισμός.533 Αναρωτιόμαστε ποιές ήταν τελικά οι συνέπειες στην αυτοσυνείδηση της πόλης –και ειδικά μιας πόλης τόσο περήφανης για το παρελθόν της- «όταν σημαντικά τμήματά της, στη μεν καλύτερη περίπτωση, τους επιτρεπόταν να σωριαστούν και να χαθούν, στη δε χειρότερη απαλείφονταν».534 Η πόλη αποτελεί ένα παλίμψηστο, καθώς η στρωματογραφία της αποτελεί το «κείμενο» ανάγνωσης του ιστορικού της βάθους –ειδικά η Θεσσαλονίκη είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα όλων αυτών των layers της ιστορίας: κατά τον Κωστή Παπαγιώργη, «ο χώρος είναι ο εκμαυλιστής και ο ρουφιάνος του χρόνου».535 Θεωρούμε ότι πόλη θα μπορούσε να ιδωθεί ως μία σύνθεση-ένα κολλάζ από διάφορα σημαίνοντα· κάποια κομμάτια αυτού του κολλάζ αντιστοιχούν σε μικρότερες κοινωνικές ομάδες οι οποίες είναι πολλές και όλα μαζί τα σημεία που διεκδικούν στον χώρο δημιουργούν μια ολότητα στη χαρτογραφία της πόλης. Τα κομμάτια που οι κοινωνικές δομές και ο εθνοκρατικός μηχανισμός επιθυμούν να αποκλείσουν δημιουργούν ένα διάκενο· ένα διάκενο, που εμπεριέχει τη διαγραφή αυτών των κομματιών μέσω της οποίας επαναορίζεται η ολότητα της πόλης. Ωστόσο ανάλογα με την κλίμακα των διαγραφών δύναται να συμβεί ο επαναπροσδιορισμός του εθνικού κολλάζ, με την εθνική εικονογραφία να χτίζεται όπως είδαμε σε μεγάλο βαθμό από τη διαγραφή αυτών των σημείων: εξ ου και μέχρι πρόσφατα η αορατότητα, η αποσιώπηση, η επικάλυψη της δυναμικής της εβραϊκής κοινότητας. Στον βαθμό που η κατανόηση της Θεσσαλονίκης προϋποθέτει την κατανόηση της εβραϊκής ιστορίας της, προσπαθήσαμε να διαπλέξουμε αυτές τις δύο ιστορίες. Οι ίδιες οι πόλεις «ψιθυρίζουν, γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν, έτσι όπως τις κάρφωσαν στο έδαφος».536 Προσπαθήσαμε να αποκωδικοποιήσουμε με τεκμήρια αυτή την εμπειρία για να εξηγήσουμε το βίωμα της παροντικής αστικής θραυσματικότητας. Η Θεσσαλονίκη προσπάθησε πολύ να απαλείψει την ιστορία της, αλλά τα υλικά ίχνη αυτής της εξάλειψης είναι ακόμα ορατά, συγκροτώντας τις αντιθέσεις και τις συνθέσεις της, κομμάτια μιας ολότητας έπειτα από μεταλλαγές χιλιετιών. 531. Naar 2018: 14 532. Laqueur 2005: 55 533. Mazower 2006: 549 534. ό.π.: 24 535. Παπαγιώργης 2014: 15 536. Βακαλόπουλος 2011: 80
193
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Γενική 1.
Améry Jean, Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση, Αθήνα: Άγρα, 2009
2. Amygdalou Kalliopi, «Building the Nation at the Crossroads of ‘East’ and ‘West’: Ernest Hébrard and Henri Prost in the near East», Opticon 1826, 16 (15), 2014, σσ. 1-19 3. Anderson Benedict, Φαντασιακές Κοινότητες, Αθήνα: Νεφέλη, 1997 4. Benevolo Leonardo, History of Modern Architecture, London: Routledge & Kegan Paul, 1971 5. Benjamin Walter, Illuminations, New York: Schocken Books, 1988 6. Benjamin Walter, Μονόδρομος, Αθήνα: Άγρα, 2004 7. Bowman Steven, «Jews in Wartime Greece», Jewish Social Studies, 28 (1), 1986, σσ. 45-62 8. Bugatti Emiliano, «Urban identities and catastrophe: Izmir and Salonica at the end of the Ottoman Empire», The Geographical Review, 103 (4), 2013, σσ. 498-516 9.
Calvino Italo, Οι Αόρατες Πόλεις, Αθήνα: Καστανιώτης, 2009
10. Colquhoun Alan, Essays in Architectural Criticism, Cambridge: MIT Press, 1985 11. Dumont Paul, «The Social Structure of the Jewish Community of Salonica at the End of the Nineteenth Century», Southeastern Europe, 5 (2), 1979, σσ. 33-72 12. Engels Friedrich, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (πρώτος τόμος), Αθήνα: Δημιουργία, 1985
194
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
13. Fleming K. E., Ιστορία των Ελλήνων Εβραίων, Αθήνα: Οδυσσέας, 2009 14. Foucault Michel, Language, Counter Memory, Practice, selected essays and interviews, New York: Cornell University Press, 1977 15. Foucault Michel, Η γέννηση της βιοπολιτικής, Αθήνα: Πλέθρον, 2012 16. Gellner Ernest, Έθνη και Εθνικισμός, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1992 17. Hastaoglou-Martinidis Vilma, «A mediterranean city in transition: Thessaloniki between the two world wars», Facta Universitatis: Architecture and Civil Engineering, 1 (4), 1997, σσ. 493-507 18. Hastaoglou-Martinidis Vilma, «Urban aesthetics and national identity: the refashioning of Eastern Mediterranean cities between 1900 and 1940», Planning Perspectives, 26 (2), 2011, σσ. 153-182 19. Hébrard Ernest–M. - Dreyfus Raphaël, La Reconstruction de Salonique, L’ architecture, 1923 / 1927 20. Hobsbawm E. J., Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, Αθήνα: Καρδαμίτσα, 1994 21. Kraus Ota, Kulka Erich, Η φάμπρικα του θανάτου (Μια μαρτυρία για το Άουσβιτς), Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1979 22. Lagopoulos Alexandros, «Codes, space, and national identity: The 1918 plan for the city of Thessaloniki», Semiotica, 150, 2004, σσ. 169-196 23. Lagopoulos Alexandros, «Monumental urban space and national identity: the early twentieth century new plan of Thessaloniki», Journal of Historical Geography, 31, 2005, σσ. 61-77 24. Lagopoulos Alexandros, «The social semiotics of space: Metaphor, ideology, and political economy», Semiotica, 173, 2009, σσ. 169-213 25. Laqueur Thomas W., Hesse Carla, «Ορατά και αόρατα σώματα: Η εξάλειψη του εβραϊκού νεκροταφείου από τη ζωή της σύγχρονης Θεσσαλονίκης» στο Μιχαηλίδου Μάρθα – Χαλκιά Αλεξάνδρα (επιμ.), Η παραγωγή του κοινωνικού σώματος, Αθήνα: Κατάρτι, 2005, σσ. 31-56 26. Leontis Artemis, «Minor Field, Major Territories: Dilemmas in Modernizing Hellenism», Journal of Modern Greek Studies, 8 (1), 1990, σσ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
195
35-63 27. Mangana Vassiliki G., «The commercial center of Thessaloniki, Greece: architectural forms and significations 1875-1930», Traditional Dwellings and Settlements Review, 6 (2), 1995, σσ. 37-51 28. Masereel Frans, Η πόλη: μυθιστόρημα σε 100 ξυλογραφίες, Αθήνα: Άγρα, 2017 29. Mazower Mark, Τα Βαλκάνια, Αθήνα: Πατάκη, 2002 30. Mazower Mark, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2006 31. Molho Michael, Nehama Joseph, In memoriam: αφιέρωμα εις την μνήμην των Ισραηλιτών θυμάτων του Ναζισμού εν Ελλάδι, Θεσσαλονίκη: Ισραηλιτική Κοινότης Θεσσαλονίκης, 1974 32. Naar Devin E., Η Θεσσαλονίκη των Εβραίων: Ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2018 33. Nehama Joseph, Ιστορία των Ισραηλιτών της Σαλονίκης, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2000 34. Nietzsche Friedrich, Γενεαλογία της Ηθικής, Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν, 2010 35. Pottier E., Picard Ch., «Ernest Hébrard (1875-1933)», Revue Archéologique, 6 (2) July-December 1933, σσ. 148-150 36. Rossi Aldo, Η Αρχιτεκτονική της Πόλης, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1991 37. Saltiel Leon, «Dehumanizing the Dead: The Destruction of Thessaloniki’s Jewish Cemetery in the Light of New Sources», <https://s3.amazonaws. com/academia.edu.documents/35536019/Dehumanizing_the_Dead.pdf ?AWSAccessKeyId=AKIAIWOWYYGZ2Y53UL3A&Expires=1517444796&S ignature=TAjQAa6pn01ISc%2FkCacNTxUAKBs%3D&response-contentdisposition=inline%3B%20filename%3DDehumanizing_the_Dead_The_ Destruction_of.pdf>, 2014 38. Simmel Georg, Πόλη και Ψυχή, Αθήνα: Έρασμος, 2009
196
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
39. Terzoglou Nikolaos-Ion, «The idea of the monument in the age of the enlightenment: towards a conceptual genealogy», Time in the Age of Enlightenment - 13th International Congress for Eighteenth Century Studies, Graz (Austria) 25-29 July 2011, σσ. 563-571 40. Todorov Nikolaj, Η βαλκανική πόλη: 15ος–19ος αιώνας, κοινωνικο-οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη, Αθήνα: Θεμέλιο, 1986 41. Todorova Maria, «The Balkans: From Discovery to Invention», Slavic Review, 53 (2), 1994, σσ. 453-482 42. Tunbridge J. E., Ashworth G. J., Dissonant Heritage, Chichester: John Wiley & Sons, 1996 43. Vassilikou Maria, «The jewish cemetery of Salonica in the crossroads of urban modernization and anti-semetism», European Judaism: A Journal for the New Europe, 33 (1), 2000, σσ. 118-131 44. Vickers Michael, «Hellenistic Thessaloniki», The journal of Hellenic Studies, 92, 1972, σσ. 156-170 45. Weiss Lindsay, «Heritage-making and political identity», Journal of Social Archaeology, 7, October 2007 46. Yerolympos Alexandra, «Thessaloniki (Salonika) before and after 1917: twentieth century planning versus 20 centuries of urban evolution», Planning Perspectives, 3 (2), 1988, σσ. 141-166 47. Yerolympos Alexandra, «A new city for a new state. City planning and the formation of national identity in the Balkans (1820s-1920s)», Planning Perspectives, 8 (3), 1993, σσ. 233-257 48. Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, «Το Ολοκαύτωμα: διωκτικός μηχανισμός και αφηγηματική λειτουργία», Σύγχρονα Θέματα, 52-53, 1994, σσ. 70-78 49. Αναστασιάδης Γιώργος, Χεκίμογλου Ευάγγελος, Η φωτογραφία στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου: το πρόσωπο της μνήμης, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1998 50. Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Συνοπτική ιστορία της Θεσσαλονίκης, Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 1985 51. Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., «Η μεγάλη πυρκαϊά της 15ης/18ης Αυγού-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
197
στου 1917 στη Θεσσαλονίκη», Μακεδονικά, 27, 1989-90, σσ. 299-313 52. Βακαλόπουλος Χρήστος, Οι Πτυχιούχοι, Αθήνα: Εστία, 2011 53. Βελένης Γιώργος, Παπαδοπούλου Τίτη (επιμ.), Η πόλη και τα ερείπιά της, Θεσσαλονίκη: Δήμος Θεσσαλονίκης, ΙΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ.: Οκτώβριος 1990. Κατάλογος για την εκδήλωση των ΚΕ’ ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ. 54. Γερόλυμπου-Καραδήμου Αλεξάνδρα, Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1995 55. Γερόλυμπου-Καραδήμου Αλεξάνδρα, Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς: Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 1917, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2002 56. Γερόλυμπου-Καραδήμου Αλέκα, «Πολεοδομική οργάνωση κατά ζώνες. Απόπειρες συνολικής αναδιάρθρωσης της νεοελληνικής πόλης στο Μεσοπόλεμο», Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη, Χανιά 24-27 Οκτωβρίου 2002, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» - Ε.Μ.Π. – Τ.Ε.Ε., Αθήνα 2005, σσ. 347-359 57. Γερόλυμπου-Καραδήμου Αλεξάνδρα, «Η Θεσσαλονίκη, πριν και μετά από τον Ερνέστ Εμπράρ», https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/ ARCH452/yerolympos_gr.pdf, 2007 58. Γερόλυμπου-Καραδήμου Αλεξάνδρα, «Σχεδιασμός της νεοελληνικής Θεσσαλονίκης μετά το 1917. Ιδιοτυπία και επιπτώσεις του πολεοδομικού εργαλείου που χρησιμοποιήθηκε», ΛΓ’ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 25-27 Μαΐου 2012, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 497-516 59. Γερόλυμπου-Καραδήμου Αλεξάνδρα, Παπαμίχος Νίκος, «Ρύθμιση του χώρου: Πολιτικές πρωτοβουλίες και θεσμικές ρυθμίσεις» στο Μαυρογορδάτος Γιώργος Θ. - Χατζηιωσήφ Χρήστος Χ., (επιμ.), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, σσ. 113132 60. Γερόλυμπου-Καραδήμου Αλεξάνδρα, Χαστάογλου Βίλμα, «Θεσσαλονίκη 1900-1940. Από τις αντιφάσεις του κοσμοπολιτισμού στην ομοιογένεια της νεοελληνικής πόλης», Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912, Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 1-3 Νοεμβρίου 1985, Κ.Ι.Θ., Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 449-471 61. Γιακουμακάτος Αντρέας, «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η νέα ελληνική
198
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
αρχιτεκτονική», Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη, Χανιά 24-27 Οκτωβρίου 2002, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» - Ε.Μ.Π. – Τ.Ε.Ε., Αθήνα 2005, σσ. 61-64 62. Γρηγορίου Αλέξανδρος Χ., Χεκίμογλου Ευάγγελος Α. (επιμ.), Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 2008 63. Δάγκας Αλέξανδρος, «Η Μακεδονία και η Θράκη μετά το 1912: Η επίδραση του εργατικού κινήματος στον δομημένο χώρο και στην κοινωνία», Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη, Χανιά 24-27 Οκτωβρίου 2002, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» - Ε.Μ.Π. – Τ.Ε.Ε., Αθήνα 2005, σσ. 65-77 64. Δημητριάδης Βασίλης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1912, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 1983 65. Δρουμπούκη Άννα-Μαρία, Μνημεία της Λήθης, Αθήνα: Πόλις, 2014 66. Ευθυμίου Μαρία, «Οι Εβραίοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: πλευρές της ζωής και της δράσης τους», Σύγχρονα Θέματα, 52-53, 1994, σσ. 10-14 67. Καλογήρου Νίκος, «Η γεωγραφία του εκσυγχρονισμού: Οι μετασχηματισμοί του βορειοελλαδικού χώρου στο Μεσοπόλεμο» στο Μαυρογορδάτος Γιώργος Θ. - Χατζηιωσήφ Χρήστος Χ., (επιμ.), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, σσ. 83-91 68. Καμπούρη-Βαμβούκου Μαρία, «Το νεοβυζαντινό στιλ στην αρχή του Μεσοπολέμου» στον τιμητικό τόμο για την Ξανθίππη Χόιπελ, Εν Χώρω Τεχνήεσσα, Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ., 2011, σσ. 229-243 69. Καρύδης Ν. Δημήτρης, Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας, Αθήνα: Παπασωτηρίου, 2008 70. Κοκάντζης Νίκος, Τζιοκόντα, Αθήνα: Κέδρος, 1986 71. Κολώνας Βασίλης, «Η νέα Θεσσαλονίκη του Εμπράρ», Τεχνογράφημα, 455, 2013, σσ. 4-6 72. Κωτσάκη Αμαλία, «Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική έκφραση του βενιζελικού Κράτους Δικαίου», Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη, Χανιά 24-27 Οκτωβρίου 2002, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» - Ε.Μ.Π. – Τ.Ε.Ε., Αθήνα 2005, σσ. 121-129
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
199
73. Λέκκας Παντελής Ε., «Θέματα βαλκανικής ιστοριογραφίας και εθνικιστικής ιδεολογίας / Εθνικιστική ιδεολογία: παράδοση και εκσυγχρονισμός», Σύγχρονα Θέματα, 50-51, 1994, σσ. 39-46 74. Λιάκος Αντώνης, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;, Αθήνα: Πόλις, 2005 75. Λούβη Λίνα, «Μηχανισμοί της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923-1928)» στο Μαυρογορδάτος Γιώργος Θ. - Χατζηιωσήφ Χρήστος Χ., (επιμ.), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, σσ. 391-403 76. Μαντουβάλου Μαρία, Καλαντζοπούλου Μαρία, «Πολεοδομία και πολιτικοκοινωνικά διακυβεύματα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη, Χανιά 24-27 Οκτωβρίου 2002, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» - Ε.Μ.Π. – Τ.Ε.Ε., Αθήνα 2005, σσ. 85-95 77. Μαρκέτος Σπύρος, «Έθνος χωρίς Εβραίους: απόψεις της ιστοριογραφικής κατασκευής του ελληνισμού», Σύγχρονα Θέματα, 52-53, 1994, σσ. 52-69 78. Μαυρογορδάτος Γιώργος Θ., «Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός» στο Μαυρογορδάτος Γιώργος Θ. - Χατζηιωσήφ Χρήστος Χ., (επιμ.), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, σσ. 9-19 79. Μιχαήλ Σάββας, Μορφές του Μεσσιανικού, Αθήνα: Άγρα, 1999 80. Μόλχο Ρένα, «Η αντιεβραϊκή νομοθεσία του Βενιζέλου στον Μεσοπόλεμο και πώς η Δημοκρατία μπορεί να γίνει αρωγός του αντισημιτισμού», Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη, Χανιά 24-27 Οκτωβρίου 2002, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» - Ε.Μ.Π. – Τ.Ε.Ε., Αθήνα 2005, σσ. 79-84 81. Μόλχο Ρένα, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης 1856-1919, Αθήνα: Πατάκης, 2014α 82. Μόλχο Ρένα, Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, Αθήνα: Πατάκης, 2014β 83. Μόλχο Ρένα, Χαστάογλου Βίλμα, Ιστορία και αξιοθέατα των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα: Λυκαβηττός, 2011
200
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
84. Παπαγιώργης Κωστής, Γεια σου, Ασημάκη, Αθήνα: Καστανιώτης, 2014 85. Παπαγιώργης Κωστής, Περί μνήμης, Αθήνα: Καστανιώτης, 2008 86. Πετρόπουλος Ηλίας, Θεσσαλονίκη: η πυρκαγιά του 17, Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 1980 87. Πετρόπουλος Ηλίας, «Το γκέτο χτες και σήμερα: Μπαίνω στο 151», Σχολιαστής, 67, 1988, σσ. 65-67 88. Πλάντζος Δημήτρης, «Κλασικιστές δίχως έθνος», The Athens Review of books, 21, Σεπτέμβριος 2011, σσ. 27-30 89. Σάλεμ Στέλλα, «Το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης», Χρονικά, 181, 2002, σσ. 6-17 90. Σαρηγιάννης Μ. Γεώργιος, «Πολεοδομικός εκσυγχρονισμός σε ελληνικά πλαίσια. Από τα σχέδια πόλης στην εμπορευματοποίηση της μεγαλοαστικής κατοικίας», Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη, Χανιά 24-27 Οκτωβρίου 2002, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» - Ε.Μ.Π. – Τ.Ε.Ε., Αθήνα 2005, σσ. 201-221 91. Σκοπετέα Έλλη, Το Πρότυπο βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα, Αθήνα: Πολύτυπο, 1988 92. Σκοπετέα Έλλη, Φαλμεράυερ: Τεχνάσματα του αντίπαλου δέους, Αθήνα: Θεμέλιο, 1999 93. Σταματίου Ελένη, «Η πολιτική του υπ. Συγκοινωνιών για τη μεσοπολεμική πόλη. Κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο και εκσυγχρονιστικές κατευθύνσεις», Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη, Χανιά 24-27 Οκτωβρίου 2002, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» - Ε.Μ.Π. – Τ.Ε.Ε., Αθήνα 2005, σσ. 223-235 94. Σταυρίδης Σταύρος (επιμ.), Μνήμη και εμπειρία του χώρου, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2006 95. Συλλογικό, Urban conflicts, Θεσσαλονίκη: Εργαστήριο «συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη», 2015 96. Τουρνικιώτης Παναγιώτης, Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή, Αθήνα: Εκδόσεις futura, 2006
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
201
97. Τσιλαλής Χρίστος, «Ελευθέριος Βενιζέλος-Ernest Hébrard: Πολιτικο-πολεοδομική συνεύρεση υψηλής στάθμης, ή όταν ένας ‘Μεγάλος’ πολιτικός συναντάει ένα σπουδαίο πολεοδόμο», Ελευθέριος Βενιζέλος και ελληνική πόλη, Χανιά 24-27 Οκτωβρίου 2002, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» - Ε.Μ.Π. – Τ.Ε.Ε., Αθήνα 2005, σσ. 171-177 98. Φιλιππίδης Χρήστος, Σώμα, χώρος & πολιτικές της καθαρ(ι)ότητας, Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2008 99. Χαμηλάκης Γιάννης, Το έθνος και τα ερείπιά του, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2012 100. Χαμηλάκης Γιάννης, Η αρχαιολογία και οι αισθήσεις, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2015 101. Χαντζαρούλα Ποθητή, «Η κοινωνική διάσταση της μνήμης στις μαρτυρίες των εβραίων επιζώντων του Ολοκαυτώματος», Γεφυρώνοντας τις γενιές: διεπιστημονικότητα και αφηγήσεις ζωής στον 21ο αιώνα, Βόλος 25-27 Μαΐου 2012, Ένωση Προφορικής Ιστορίας, Βόλος 2013, σσ. 217-234 102. Χαστάογλου Βίλμα, «Η ανάδυση της νεοελληνικής πόλης: Η σύλληψη της μοντέρνας πόλης και ο εκσυγχρονισμός του αστικού χώρου» στο Μαυρογορδάτος Γιώργος Θ. - Χατζηιωσήφ Χρήστος Χ., (επιμ.), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, σσ. 93-112 103. Χαστάογλου Βίλμα, «Για την κατάσταση της εβραϊκής κοινότητας Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917», Σύγχρονα Θέματα, 52-53, 1994, σσ. 33-44 104. Χεκίμογλου Ευάγγελος, Danacioglu Esra, Η Θεσσαλονίκη πριν 100 χρόνια: το μετέωρο βήμα προς τη Δύση, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1998 Ηλεκτρονικές πηγές Jewish Legacy in Thessaloniki Mobile App: http://thessalonikijewishlegacy. com/index.html Jewish Telegraphic Agency: https://www.jta.org/ Yad Vashem - The World Holocaust Remembrance Center: https://www. yadvashem.org/
202
YERUSHALAYIM DE BALKAN | ΤΑ ΥΛΙΚΆ ΊΧΝΗ ΤΗΣ ΕΞΆΛΕΙΨΗΣ
Διαδραστική εφαρμογή «Νεότερα Μνημεία Θεσσαλονίκης»: http://gmpout. github.io/ Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος: https://www.jewishmuseum.gr/ Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης: http://www.jmth.gr/ Ισραηλιτική Κοινότητα Αθηνών: http://athjcom.gr/ Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης: http://athjcom.gr/ Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας: http://gak.thess.sch.gr/ Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο: https://kis.gr/ Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος: http://www.peebe. gr/ Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος: http://web.tee.gr/ Οπτικοακουστικό υλικό «Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης» σε σκηνοθεσία της Έλενας Λαλοπούλου, ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2018 στην εκπομπή «Ιστορικοί Περίπατοι» της ΕΡΤ. Για προβολή: http://webtv.ert.gr/ert1/istorikoi-peripatoi/23ian2018-istorikiperipati/ «Salonica» σε σκηνοθεσία του Paolo Poloni, ντοκιμαντέρ του 2008. Το σπάνιο φιλμ από τη φωτιά που κατέστρεψε τη Θεσσαλονίκη το 1917. Από το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/to-spanio-film-apo-tin-fotia-poukatestrepse-tin-thessaloniki-1917/ Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης: http://www.thessaloniki.photos.vagk.gr/el/
Φωτογραφία της Θεσσαλονίκης του 1863. πηγή: http://www.inthessaloniki.com/
Πανόραμα από θαλάσσης που παρουσιάζει την όψη της πόλης μετά την πυρκαγιά του 1890. πηγή: http://gr.euronews.com/
Το σχέδιο της Θεσσαλονίκης στα 1929. πηγή: Γερόλυμπου 1995: 138
Η μνημειακή πλατεία, το «πολιτικό κέντρο» (Place Civique) σε σχέδιο του Ernest Hébrard. πηγή: Hébrard, Dreyfus 1923