Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΟΝΟΠΩΛΙAKΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ, ΤΗΛΕΦΩΝΟ, ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ, ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
THOMAS GREEN Μετάφραση Δημήτρης Παπασπύρος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΤΟΠΤΡΟΝ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ευχαριστίες ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΑΝΟΔΟΣ
Τίτλος πρωτοτύπου: Thomas Green, Absolute masters: the story of the greatest information empires, New Jersey, John Sullivan Publishers, 2011. Επιστημονική επιμέλεια: Γιώργος Μαρκογιάννης Φιλολογική επιμέλεια – Διόρθωση: Δέσποινα Μουρίκη Σχεδιασμός εξωφύλλου: Πράσσου Βάια Εκτύπωση: Α. Μαυρομάτης Γραφικές Τέχνες ΑΕΒΕ ISBN: 978-980-90124© για την ελληνική έκδοση, Εκδόσεις Κάτοπτρον, 2012 Εκδόσεις Κάτοπτρον Ύδρας 185, Αθήνα 153 62 Τηλ. 210 3244589 Email: info@katoptron.gr
Κεφάλαιο 1: Ο ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟΣ ΙΔΡΥΤΗΣ Η συνωμοσία για να καταστρέψουν τον Μπελ Ο κύκλος γέννησης και θανάτου Η εμφάνιση του Βέιλ
Κεφάλαιο 2: ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ Η ανοικτή περίοδος του αμερικανικού ραδιοφώνου Τα ιδανικά της αγγλικής ραδιοφωνίας
Κεφάλαιο 3: Ο ΚΥΡΙΟΣ ΒΕΪΛ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΣ ΑΝΗΡ Η Δημοκρατία μετατρέπεται σε Αυτοκρατορία Η εξαγορά Οι αντιμονοπωλιακοί νόμοι Υπηρεσία κοινής ωφελείας και φίλη του Κράτους
Κεφάλαιο 5: ΣΥΚΕΝΤΡΩΝΟΝΤΑΣ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ Η αντίσταση του ραδιοφώνου Ένα νέο αμερικανικό πρότυπο
Κεφάλαιο 4: ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΩΡΙΜΟΙ ΓΙΑ ΤΑΙΝΙΕΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ Η αρχή του ολιγοπωλίου της Edison Η αρχική ρήξη συμφερόντων μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ακτής Το αποτέλεσμα
Κεφάλαιο 6: ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΤΗΣ PARAMOUNT Η ιδεολογική σύγκρουση Η αλυσίδα και το πακέτο Το πακέτο Το ορόσημο
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΥΠΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΠΤΗ ΟΦΘΑΛΜΟΥ
Κεφάλαιο 7: ΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΕΞΑΡΤΗΜΑ Τα εξαιρετικά εργαστήρια της Μπελ Η δίκη της καινοτομίας Ένας ιθύνων νους ή πολλοί; Η απόφαση της δίκης για τη Hush-A-Phone
Κεφάλαιο 8: Η ΛΕΓΕΩΝΑ ΤΗΣ ΕΥΠΡΕΠΕΙΑΣ Η συνωμοσία κατά του Χόλυγουντ Πριν από τον Κώδικα Η δομή Ο λόγος
Κεφάλαιο 9: ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΩΝ FM (FREQUENCY MODULATION) Το ραδιόφωνο των FM
Κεφάλαιο 10: ΤΩΡΑ ΘΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟΝ ΗΧΟ Μία βιομηχανία γεννιέται Ο Ντέιβιντ Σαρνόφ και η μηχανική τηλεόραση Ο τρίτος ανεξάρτητος εφευρέτης Ο Μπέιρντ και ο Φάρνσγουορθ ενώνονται Τώρα θα βάλουμε εικόνα στον ήχο Η αρχική πατέντα Ποιος απώλεσε την τηλεόραση;
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ,
ΟΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΕΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ
Κεφάλαιο 11: ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΕΙΔΟΣ ΔΙΑΣΠΑΣΗΣ Τα στούντιο του Χόλυγουντ
Κεφάλαιο 12: Ο ΡΙΖΟΖΠΑΣΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ Το Διαδίκτυο και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής Η ΑΤ&Τ και το Ίντερνετ Επικοινωνίες
Κεφάλαιο 13: ΤΟ ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΝΙΞΟΝ Η φυλακισμένη καλωδιακή τηλεόραση Οι σωτήρες της καλωδιακής τηλεόρασης Κεφάλαιο 14: Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΗΣ ΜΠΕΛ H επίθεση της OEE στην ΑΤ&Τ Η πορεία προς τη διάσπαση Κεφάλαιο 15: Η ΕΣΠΕΡΑΝΤΟ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ Η αποκέντρωση
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΑΝΑΓΕΝΝΗΜΕΝΟΙ ΧΩΡΙΣ ΨΥΧΗ
Κεφάλαιο 16: Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΤΕΝΤ ΤΕΡΝΕΡ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Κεφάλαιο 17: ΜΑΖΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ Εξουδετερώνοντας βόμβες Στρατηγική αρ. 1: Ο σχηματισμός ομίλων Στρατηγική αρ. 2: Η ανάπτυξη της πνευματικής ιδιοκτησίας Στρατηγική αρ. 3: Η εκμετάλλευση των Φεστιβάλ κινηματογράφου
Οι εταιρικοί όμιλοι των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας κατά τον 21ο αιώνα
Κεφάλαιο 18: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΑΤ&Τ Ο Γουίτακερ αναλαμβάνει δράση Ο πόλεμος όλων εναντίον όλων το 1996 Η εκστρατεία Κατασκοπεύοντας Ο Κύκλος
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ: ΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
Κεφάλαιο 19: ΕΝΑ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟ ΝΑΥΑΓΙΟ Οι δύο πλευρές Τι συνέβη;
Κεφάλαιο 20: ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ Η ριζοσπαστική προέλευση της Apple Η Google βάζει μπροστά το Διαδίκτυο Το Ίντερνετ και το σύστημα της Μπελ Η μάχη για εδαφική επέκταση Η αντίθεση της Apple στο δικό της δημιούργημα Το εγχείρημα Android
Κεφάλαιο 21: Η ΒΑΣΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ Η εξέλιξη της θεωρίας του Σουμπέτερ Η εφαρμογή της Αρχής του Διαχωρισμού Είναι αυτήν τη φορά η κατάσταση διαφορετική;
Ευρετήριο
9
Πολλοί άνθρωποι με βοήθησαν σε αυτό το βιβλίο. Ο George Andreou είναι ο καλύτερος επιμελητής που είχα ποτέ, καθώς και ένας εξαίρετος τεχνίτης του λόγου. Η Tina Bennett, η διαχειρίστρια των έργων μου, καταλαβαίνει τους συγγραφείς που εκπροσωπεί καλύτερα από ό,τι οι ίδιοι τον εαυτό τους. Η υποστήριξη του κοσμήτορα David Schizer έκανε δυνατή τη συγγραφή αυτού του βιβλίου και ευχαριστώ θερμά όλο το εκπαιδευτικό προσωπικό της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Κολούμπια για την ενθάρρυνση και την κατανόησή τους. Ευχαριστώ τους αρχισυντάκτες του περιοδικού Slate, ιδιαίτερα δε τον Jacob Weisberg, τη Dahlia Lithwick και τον Josh Levin που μου παρείχαν τον χώρο για να δοκιμάσω τις διάφορες ιδέες που περιέχονται εδώ. Οι βοηθοί μου στην έρευνα, τόσο στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια όσο και στο ίδρυμα New America, μου παρείχαν ανεκτίμητη υποστήριξη. Η πρωταρχική ομάδα περιλάμβανε τον Hailey DeKraker, ως επικεφαλής ερευνητή, τον Alex Middleton, ο οποίος έφερε στο φως όλα τα πρακτικά της δίκης για την εταιρεία Hush-A-Phone, και τον Luis Villa. Επιπρόσθετη βοήθεια είχα αργότερα από την AnnaMarie Anderson, την Kendra Marvel και τον Judd Schlossberg, που ανέσυραν σημαντικές πληροφορίες την ύστατη στιγμή. Η Faith Smith στο ίδρυμα New America και η ερευνητική ομάδα της βρήκαν υλικό που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχε. Ευχαριστώ επίσης τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου UCLA, όπου βρίσκεται το αρχείο Hodkinson. Ο πολυτάλαντος και τυραννισμένος Stuart Sierra σχεδίασε τα διαγράμματα. Ευχαριστώ επίσης τους βιβλιοθηκονόμους της Βιβλιοθήκης στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια που μου διέθεταν έγκαιρα ό,τι ζητούσα, το προσωπικό της Βιβλιοθή-
10
κης στη Νομική του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και τη Lily Evans του εκδοτικού οίκου Knopf. Η Kathryn Tucker, με τις σημαντικές παρατηρήσεις της, με βοήθησε να αποκρυσταλλώσω στη σκέψη μου την ιδέα του Κύκλου που αποτελεί τον πυρήνα του βιβλίου. Ο Scott Hemphill έκανε ιδιαίτερα χρήσιμα σχόλια σε δύο διαφορετικές περιστάσεις και μου παρείχε συνεχή βοήθεια σε οικονομικές απορίες μου. Ευχαριστώ τον Richard John, ειδήμονα στην ιστορία της Μπελ, που με έσωσε από πολλά λάθη, και τον Robert Hard, έναν γενναιόδωρο άγνωστο που μου έστειλε έναν κατάλογο με τυπογραφικά λάθη του κειμένου. Εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στον Jon Lebowitz, πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου, που μου έδωσε την ευκαιρία να του παρουσιάσω τα προβλήματα που τίθενται σε αυτό το βιβλίο, όπως και στα μέλη της «άκρως απόρρητης» ομάδας του νόμου για το Ίντερνετ, οι συζητήσεις των οποίων αναφέρθηκαν στα τελευταία κεφάλαια· ωστόσο, όλες οι γνώμες του βιβλίου είναι δικές μου και όχι της Επιτροπής. Επιπλέον βοήθεια, ιδέες και παρατηρήσεις προήλθαν από τους Larry Lessig, Chris Libertelli, Charles Sabel, Derek Slater, Michael Heller, Andrew McLaughlin, Jennifer Lee, Siva Vaidhyanathan, Hal Edgar, Diana Sanchez, Robert Wright, Richard Posner, Judith Judge, David Wu, Robert Davis, Ed Felten, Howard Shelanski, Joseph Farrell και Louis Wolcher. Αισθάνομαι, επίσης, βαθιά υποχρεωμένος σε αρκετούς συγγραφείς, κάποιους από τους οποίους δεν γνώρισα ποτέ, που μου έστειλαν ιδιαίτερα βοηθητικές ιστορίες των επικοινωνιών και των ΜΜΕ: τους Paul Starr, Katie Hafner, Matthew Lyon, Milton Mueller, Connie Brooks, Lawrence Lessing, Thomas White, Ken Auletta, Herbert N. Casson και
11
πολλούς άλλους, Παρουσίασα πρώιμες εκδοχές του παρόντος βιβλίου σε ομιλίες στο New America Foundation, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κολούμπια, στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, στο Τμήμα Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, στο Ινστιτούτο Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σχέσεων στο Δουβλίνο και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Γουέστ Βιρτζίνια. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένειά μου, ιδιαίτερα τη μητέρα μου, που έκανε οικονομίες για να μου αγοράσει ένα Apple II+ το 1982 και έτσι ξεκίνησε αυτό το βιβλίο. Επίσης, ευχαριστώ τους γονείς της γυναίκας μου που με βοήθησαν να το ολοκληρώσω. Κρατώ τις βαθύτερες ευχαριστίες μου για την Kate, την αγαπημένη μου γυναίκα και συμπαραστάτρια σε όλα, της οποίας η υπομονή και πίστη στις προσπάθειές μου υπήρξαν θεμελιώδεις.
12
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
13
Στις 7 Μαρτίου 1916 ο Θήοντορ Βέιλ έφθασε στο ξενοδοχείο Νιου Γουίλαρντ της Ουάσινγκτον για να συμμετάσχει στην επίσημη δεξίωση προς τιμήν των επιτευγμάτων του εργαστηρίου Μπελ στην τεχνολογία της επικοινωνίας.1 Η γιορτή, οργανωμένη από το ίδρυμα National Geographic Society, ήταν αντάξια σε κλίμακα και σπουδαιότητα του οράματος της εταιρείας American Telephone and Telegraph (ΑΤ&Τ) για το μέλλον του αμερικανικού έθνους. Η τραπεζαρία του ξενοδοχείου ήταν μία τεράστια και απαστράπτουσα αίθουσα με πλάτος 30 μέτρα και μήκος όσο ένα οικοδομικό τετράγωνο. Στη μια άκρη της υπήρχε ένας γιγάντιος χάρτης με ηλεκτρικούς λαμπτήρες που έδειχνε τις «υπεραστικές γραμμές» της AT&T που διέτρεχαν τη χώρα. Εμπρός από τον Βέιλ κάθονταν περισσότεροι από 800 προσκεκλημένοι με επίσημο ένδυμα σε τραπέζια με μία τηλεφωνική συσκευή το καθένα. Μεγαλόσχημοι επιχειρηματίες και δημόσιοι αξιωματούχοι συγχρωτίζονταν φιλικά, ναύαρχοι, συγκλητικοί, οι ιδρυτές του εργαστηρίου Μπελ και όλα τα στελέχη του προγράμματος, όπως και όλα τα μέλη της κυβέρνησης του Προέδρου Γούντροου Γουίλσον. «Από κάθε άκρη της χώρας ήλθε η ελίτ του έθνους μας», έγραφε το περιοδικό του ιδρύματος, για να στέψει «με δάφνες αγάπης και θαυμασμού τους λαμπρούς άνδρες που με τις επιτυχίες τους έκαναν δυνατά τα θαύματα της επιστήμης που παρουσιάστηκαν εκεί». Ο Βέιλ, εβδομήντα ενός ετών τότε, με άσπρα μαλλιά και μουστάκι, υπήρξε η προσωποποίηση της Μπελ, της κολοσσιαίας εταιρείας που την είχε σώσει δύο φορές από την κατάρρευση. Όπως έγραψε ο ιστορικός της Μπελ, Άλαν Στόουν, «Ελάχιστοι οργανισμοί φέρουν τη σφραγίδα του ηγέτη τους τόσο ανεξίτηλη όσο η παρουσία του Βέιλ καθορίζει την ΑΤ&Τ». Σε μια
14
εποχή που πολλοί βιομήχανοι-μεγιστάνες προξενούσαν φόβο και μίσος, ο Βέιλ έχαιρε γενικού σεβασμού. Αρεσκόταν να θεωρεί τον εαυτό του ως τον Ρούσβελτ του ιδιωτικού τομέα, συγκεράζοντας το αυτοκρατορικό ένστικτό του με την αντίληψη του δημοσίου καθήκοντος. «Αναλαμβάνουμε ευθύνη και λογοδοτούμε προς το κοινό», έγραφε ο Βέιλ ως η φωνή της Ατ&Τ, «για κάτι που είναι διαφορετικό αλλά και υπέρτερο από την υποχρέωση άλλων κοινωφελών εταιρειών που δεν εμπλέκονται τόσο με την καθημερινότητα της κοινότητας». Παράλληλα με την εξυπηρέτηση του κοινού καλού, βέβαια, ο Βέιλ διέθετε αναμφίβολα και μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας: «Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα σε μικρή κλίμακα», γράφει ο βιογράφος του Άλμπερτ Πέιν. «Αν άρχιζε να φτιάχνει ένα μικρό κλουβί για σκίουρους, θα κατέληγε στην κατασκευή ολόκληρου θηριοτροφίου». Ο Τόμας Έντισον είχε απλά πει για αυτόν: «Ο κύριος Βέιλ είναι μέγας ανήρ».2 Ο τίτλος της δεξίωσης της Μπελ ήταν «Ταξίδια της φωνής». Εκεί θα επιδεικνυόταν με θεαματικό τρόπο πώς η ΑΤ&Τ σχεδίαζε να δικτυώσει την Αμερική και τον κόσμο με έναν καινοτόμο τρόπο, χρησιμοποιώντας το τεχνολογικό θαύμα που σήμερα θεωρούμε κοινότοπο: το υπεραστικό τηλεφωνικό δίκτυο. Μετά το δείπνο ζητήθηκε από τους καλεσμένους να σηκώσουν το ακουστικό από τη συσκευή που βρισκόταν στο τραπέζι τους. Θα ταξίδευαν μέσω της τηλεφωνικής γραμμής στο Ελ Πάσο, στα αμερικανο-μεξικανικά σύνορα, όπου θα επικοινωνούσαν με τον στρατηγό Τζον Πέρσινγκ, ο οποίος αργότερα θα διοικούσε τα αμερικανικά στρατεύματα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Χαίρετε, στρατηγέ!» «Χαίρετε, κύριε Κάρτυ!» «Πώς πάνε τα πράγματα στα σύνορα;»
15
«Ήσυχα». «Συνειδητοποιείτε πως μιλάτε ταυτόχρονα με οκτακόσια άτομα;» «Όχι, δεν το ήξερα», απάντησε ο στρατηγός. «Αν το γνώριζα, θα είχα σκεφτεί να σας πω κάτι αντάξιο της περίστασης». Το κοινό έδειχνε φανερά αποσβολωμένο. «Ήταν ένα σύγχρονο θαύμα», ανέφερε το περιοδικό. «Η ανθρώπινη φωνή ταξίδευε με μεγάλη ταχύτητα μεταξύ των δύο ωκεανών, σπρώχνοντας τα ηλεκτρικά κύματα από το ένα άκρο της χώρας στο άλλο». Το εντυπωσιακό κλείσιμο της εκδήλωσης ήταν η επίδειξη της νεότερης και ίσως της πλέον εκπληκτικής εφεύρεσης που υπήρξε έως τότε: το «ασύρματο τηλέφωνο», ο πρόγονος του σημερινού κινητού τηλεφώνου, για το οποίο το 1916 η Μπελ είχε ήδη ένα λειτουργικό πειραματικό μοντέλο. Για την επίδειξή του η εταιρεία είχε οργανώσει την πρώτη ουσιαστικά πολυμεσική παρουσίαση, συνδυάζοντας ραδιοφωνική αναμετάδοση, φωνογράφο, τηλέφωνο και κινηματογραφική μηχανή, δηλαδή τις πιο εντυπωσιακές εφευρέσεις του πρώιμου 20ού αιώνα. Πολλά μίλια μακριά, σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό στο Άρλινγκτον, ένας φωνογράφος άρχισε να παίζει τον αμερικανικό εθνικό ύμνο. Ο ήχος μεταφερόταν ασύρματα στην αίθουσα της δεξίωσης και ακουγόταν μέσω μεγαφώνων, ενώ ταυτόχρονα μια κινηματογραφική μηχανή πρόβαλε την κυματίζουσα αμερικανική σημαία σε οθόνη. Ο συνδυασμός εικόνας και ήχου «ξεσήκωσε τους καλεσμένους κάνοντας την καρδιά τους να χτυπά δυνατά, γεμίζοντας την ψυχή τους πατριωτισμό και αφήνοντας το μυαλό τους κατάπληκτο». Η ΑΤ&Τ έμοιαζε να ελέγχει δυνάμεις που ανταγωνίζονταν αυτές των θεών: «Ποτέ ίσως στην ιστορία του πολιτισμού», δήλωνε το περιοδικό
16
National Geographic, «δεν υπήρξε μια τόσο εντυπωσιακή παρουσίαση της ανάπτυξης και της δύναμης του ανθρώπινου νου πάνω στην αδρανή ύλη». *** Ίσως φαίνεται λίγο άτοπο να αρχίζει ένα βιβλίο που ουσιαστικά πραγματεύεται το μέλλον της πληροφορίας με το πορτρέτο του Θήοντορ Βέιλ, του ηγέτη του μεγαλύτερου μονοπωλίου στην ιστορία της βιομηχανίας της πληροφορίας, διάσημου για τον απόλυτο έλεγχο που ασκούσε στο σημαντικότερο επικοινωνιακό δίκτυο της χώρας. Εκτός των άλλων, το σήμερα είναι τόσο διαφορετικό, και το δικό μας σημαντικότερο δίκτυο, το Ίντερνετ, δείχνει να είναι διαμετρικά αντίθετο από το σύστημα της Μπελ που διηύθυνε ο Βέιλ. Το Ίντερνετ δεν έχει εμφανή οργάνωση –θα τη λέγαμε χαοτική– ενώ το σύστημα της Μπελ ήταν κεντρικά ελεγχόμενο. Παράλληλα, το Διαδίκτυο είναι προσπελάσιμο από όλους τους χρήστες και για κάθε μορφής περιεχόμενο (ομιλία, δεδομένα, βίντεο, κ.λπ.), ενώ στο σύστημα της Μπελ μόνο οι πελάτες της εταιρείας επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσουν το τηλέφωνο. Τέλος, το Ίντερνετ είναι ιδιοκτησία όλων, αντίθετα με το σύστημα της Μπελ που ήταν ιδιωτική επιχείρηση. Πράγματι, εξαιτίας κυρίως αυτού του ιδιάζοντος χαρακτήρα του Ίντερνετ, θεωρείται πλέον κοινότοπο κατά τον 21ο αιώνα ότι η εποχή μας δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία σε θέματα πολιτισμού και επικοινωνίας. Σήμερα οι πληροφορίες ταξιδεύουν στη χώρα και σε όλο τον κόσμο με την ταχύτητα του φωτός και, λίγο πολύ, από όποιον το επιθυμεί. Πώς θα μπορούσε οτιδήποτε να παραμείνει ίδιο μετά την επανάσταση του Ίντερνετ; Σε αυτές τις συνθήκες ένας πραγματικά απόλυτος αφέντης της πληροφορίας όπως ο Βέιλ θα
17
φάνταζε πρωτόγονος. Παρ’ όλα αυτά, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τον 20ό αιώνα συνειδητοποιούμε πως το Ίντερνετ δεν ήταν το πρώτο τεχνολογικό σύστημα της πληροφορίας που άλλαξε τα πάντα ανεπιστρεπτί. Αντίθετα, θα δούμε πως υπήρχε μια σειρά από φιλόδοξα και ανοικτά σε όλους μέσα επικοινωνίας που με το πέρασμα του χρόνου μετατράπηκαν, όλα ανεξαιρέτως, σε κλειστές και ελεγχόμενες επιχειρήσεις, όπως αυτή που είχε δημιουργήσει ο Βέιλ. Επανειλημμένα κατά τα τελευταία εκατό χρόνια η ριζοσπαστική αλλαγή που υπόσχονταν οι διάφορες νέες τεχνολογίες της πληροφορίας έμοιαζε πολύ πιο συγκλονιστική από τη σημερινή. Χάρη στο ραδιόφωνο το 1904, όπως προφήτευε ένας από τους πατέρες της εμπορικής ηλεκτρικής ενέργειας, ο Νίκολα Τέσλα: «όλος ο πλανήτης θα μετατραπεί σε έναν τεράστιο εγκέφαλο ικανό να ανταποκρίνεται σε καθένα από τα μέρη που τον αποτελούν». Η εφεύρεση του κινηματογράφου, έγραφε ο Ντ. Γκρίφιθ τη δεκαετία του 1920, σήμαινε πως: «τα παιδιά στα σχολεία θα μαθαίνουν τα πάντα από ταινίες και σίγουρα δεν θα υποχρεωθούν ποτέ ξανά να διαβάσουν το μάθημα της Ιστορίας». Το 1970 μία έκθεση του Ιδρύματος Σλόαν συνέκρινε τη νέα τότε τεχνολογία της καλωδιακής τηλεόρασης με την εφεύρεση της τυπογραφίας: «η επικείμενη επανάσταση δεν θα είναι λιγότερο καθοριστική… και πιθανότατα πολύ σημαντικότερη». Όπως έλεγε ένας από τους χαρακτήρες του Τομ Στόπαρντ στο έργο του Η εφεύρεση της αγάπης [The Invention of Love], που διαδραματίζεται το 1876: «Κάθε γενιά νομίζει πως είναι σύγχρονη, αλλά η σημερινή πράγματι είναι».3 Η καθεμία από αυτές τις εφευρέσεις –που υποσχόταν πως θα είναι η τελευταία– περνούσε από μια πρωταρχική επαναστατική περίοδο γεμάτη νεανικό
18
ουτοπισμό. Έτσι, η κάθε νεοεμφανιζόμενη καινοτομία σίγουρα άλλαξε τη ζωή μας, αλλά όχι βέβαια και τη φύση της ύπαρξής μας. Και αυτό γιατί, παρά τις κοινωνικές αλλαγές που όλες αυτές οι καινοτομίες προκάλεσαν με τη σειρά τους, στο τέλος η μία μετά την άλλη οδηγήθηκαν να υποστήριζουν το κοινωνικό κατεστημένο που έχει παγιωθεί από την περίοδο της Βιομηχανικής επανάστασης έως σήμερα. Δηλαδή, η κάθε εφεύρεση κατέληξε σε μία υπερσυγκεντρωτική βιομηχανία με κάθετη παραγωγική διαδικασία. Ουσιαστικά και χωρίς καμία εξαίρεση, αυτές οι τολμηρές καινοτομίες του 20ού αιώνα –η ελεύθερη χρήση των οποίων ενθαρρυνόταν στην αρχή τους για χάρη περισσότερων νέων ιδεών και απρόσκοπτης προσωπικής έκφρασης– εξελίχθηκαν σταδιακά σε αργοκίνητους βιομηχανικούς κολοσσούς, στους μετέπειτα γηραιούς γίγαντες του 21ου αιώνα, μέσω των οποίων η ροή και η φύση του περιεχομένου τους θα ελεγχόταν αυστηρά για εμπορικούς λόγους. Η Ιστορία καταγράφει μία κοινή εξελικτική διαδρομή των εφευρέσεων στην τεχνολογία της πληροφορίας από την ερασιτεχνική ιδέα έως την εδραίωση μίας ολόκληρης νέας βιομηχανίας. Από έναν προχειροφτιαγμένο μηχανισμό στη μαζική παραγωγή μιας καλοσχεδιασμένης συσκευής. Από έναν ανοικτό σε όλους δίαυλο επικοινωνίας σε έναν απόλυτα ελεγχόμενο από ένα μονοπώλιο ή ολιγοπώλιο – δηλαδή από ανοικτό σε κλειστό σύστημα. Η πορεία αυτή είναι πλέον τόσο κοινότοπη που φαίνεται αναπόφευκτη, αν και δύσκολα θα το αντιλαμβανόταν κανείς στις αρχές του περασμένου αιώνα για καθεμία από τις νεοεμφανιζόμενες τεχνολογίες όπως το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο. Η Ιστορία μάς δείχνει επίσης πως οποιοδήποτε σύστημα παραμείνει σε κλειστό κύκλωμα για μεγάλη περίοδο γίνεται ώρι-
19
μο να δεχθεί επίθεση από νέες ιδέες. Με την πάροδο του χρόνου μια μονοπωλιακή βιομηχανία μπορεί να εκπορθηθεί επιτρέποντας την είσοδο κάθε είδους τεχνολογικών καινοτομιών και εκφραστικών μέσων πριν αρχίσει ξανά η προσπάθεια να μονοπωληθούν οι νέες δυνατότητες. Αυτή η παλινδρόμηση της βιομηχανίας της πληροφορίας από ανοικτό σε κλειστό κύκλωμα είναι τόσο συνηθισμένο φαινόμενο ώστε θα της δώσω την ονομασία «ο Κύκλος». Και για να κατανοήσουμε την αιτία που τη δημιουργεί, πρέπει να εξακριβώσουμε γιατί η βιομηχανία της πληροφορίας είναι εκ φύσεως, αλλά και ιστορικά, διαφορετική από τις υπόλοιπες που βασίζονται σε άλλα προϊόντα. Η κατανόηση του φαινομένου αυτού πιστεύω πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ακαδημαϊκή συζήτηση. Και αυτό γιατί αν ο Κύκλος δεν είναι απλά μια εκδοχή αλλά αναγκαιότητα, τότε το γεγονός πως το Διαδίκτυο, περισσότερο από κάθε άλλο προηγούμενο τεχνολογικό θαύμα, έχει πραγματικά διεισδύσει στον τρόπο που ζούμε σημαίνει πως αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε εμπρός σε μια πολύ σημαντική καμπή του τροχού της Ιστορίας. Μολονότι ακούγεται κοινότοπο, πρέπει να τονίσουμε πως ζούμε ουσιαστικά σε μια οικονομία και μια κοινωνία που βασίζονται στην πληροφορία. Στο παρελθόν ο κόσμος στηριζόταν πολύ λιγότερο στη δύναμη της πληροφορίας που έχουμε συνηθίσει σήμερα και επιπλέον αυτήν την περιορισμένη ανάγκη του εξυπηρετούσαν αρκετοί διαφορετικοί τεχνολογικοί τομείς. Το μέλλον μας, όμως, σχεδόν αναπόφευκτα θα το ακολουθήσει μια ένταση της παρούσας κατάστασης: όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από την τεχνολογία της πληροφορίας, σε κάθε πλευρά της ζωής και της εργασίας, ενώ όλος αυτός ο όγκος θα διέρχεται μέσα από ένα μοναδικό δίκτυο
20
που το ονομάζουμε Ίντερνετ. Αν το Ίντερνετ, η ανοικτή πρόσβαση στο οποίο είναι μέρος της καθημερινότητάς μας, καταλήξει να υποστεί και αυτό τις συνέπειες του Κύκλου, όπως συνέβη σε κάθε προηγούμενη βιομηχανία της πληροφορίας, οι πρακτικές επιπτώσεις θα είναι ιλιγγιώδεις. Ήδη διαφαίνονται σημάδια πως οι καλές και ανέμελες ημέρες της απρόσκοπτης πρόσβασης στο Διαδίκτυο είναι πλέον μετρημένες. Για να κατανοήσουμε τις δυνάμεις που απειλούν το Ίντερνετ όπως το έχουμε γνωρίσει, πρέπει να αντιληφθούμε με ποιον τρόπο οι διάφορες τεχνολογίες της πληροφορίας οδηγούν στη γέννηση ολόκληρων βιομηχανικών τομέων και πώς αυτοί με τη σειρά τους σε αυτοκρατορίες. Με άλλα λόγια, πρέπει να καταλάβουμε τη φύση του Κύκλου, τη δυναμική του, τι είναι αυτό που τον κάνει να λειτουργεί και τι τον σταματά. Όπως βέβαια για κάθε οικονομική θεωρία, έτσι και γι’ αυτήν τη μελέτη δεν υπάρχουν πειραματικά εργαστήρια, παρά μόνον οι εμπειρίες του παρελθόντος. Φωτίζουμε το παρελθόν για να προβλέψουμε το μέλλον, αυτός είναι ο σκοπός του παρόντος βιβλίου. Για τον λόγο αυτό η ιστορία μας σωστά ξεκινά με τον Θήοντορ Βέιλ, ο οποίος με το σύστημα της Μπελ εγκαθίδρυσε το πρωταρχικό δίκτυο πληροφοριών. Με αυτό εφάρμοσε μια εργασιακή και ιδεολογική βάση που έχει επηρεάσει κάθε μεταγενέστερο βιομηχανικό τομέα της πληροφορίας. *** Επειδή οι ιστορίες πολλών ξεχωριστών πεδίων συνέβαιναν ταυτόχρονα και ο σκοπός μου που τις αφηγούμαι είναι η καταγραφή της λειτουργίας του Κύκλου, η περιγραφή έχει οργανωθεί με τον παρακάτω τρόπο: Το Πρώτο Μέρος ανιχνεύει τη γέννηση αυτών των
21
αυτοκρατοριών του πολιτισμού και των επικοινωνιών – δηλαδή την πρώτη περιστροφή του Κύκλου. Σε αυτό περιγράφεται πώς η κάθε νέα βιομηχανία της πληροφορίας του πρώιμου 20ού αιώνα –το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο και ο κινηματογράφος– εξελίχθηκε ξεκινώντας από μία νέα εφεύρεση. Από τη δεκαετία του 1940 και ύστερα, η κάθε βιομηχανία της πληροφορίας στις ΗΠΑ και αλλού θα κατέληγε σε ένα καθεστώς σταθερότητας και φαινομενικής μονιμότητας που απέκλειε την είσοδο κάθε δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά. Η ενσύρματη επικοινωνία έγινε το κύριο πεδίο δραστηριότητας του συστήματος Μπελ. Τα μεγάλα δίκτυα NBC και CBS έλεγχαν τις ραδιοφωνικές επικοινωνίες και προετοιμάζονταν, με τη βοήθεια της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών – OEE [Federal Communications Commission – FCC], να ξεκινήσουν με το ίδιο σύστημα ελέγχου ένα νέο μέσο που το είχαν ονομάσει τηλεόραση. Τα στούντιο του Χόλυγουντ, την ίδια περίοδο, είχαν αποκτήσει ασφυκτικό έλεγχο σε κάθε πλευρά της παραγωγής ταινιών, από την εύρεση νέων ταλέντων έως τη διαφημιστική παρουσίαση των έργων. Στη συνέχεια, στο Δεύτερο Μέρος, θα εστιάσουμε στην παγίωση της αυτοκρατορίας της πληροφορίας, συχνά με τη βοήθεια του κράτους, και τις επιπτώσεις που είχε ειδικά για την ύπαρξη της ελεύθερης έκφρασης και των μελλοντικών τεχνολογικών καινοτομιών. Για λίγο, όλοι, δικαιολογημένα, αισθανόμαστε κάποιο δέος για τις επιτυχίες της βιομηχανίας της πληροφορίας, μέσα κυρίως από την κολοσσιαία κεντρική διεύθυνση της εταιρικής δομής που δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1930. Θα δούμε επίσης πώς η ίδια περίοδος υπήρξε η περισσότερο καταπιεστική στις ΗΠΑ σε σχέση με την ελευθερία εφαρμογής νέων ιδεών και μορφών έκφρασης.
22
Βέβαια, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, όποια εταιρική δομή έχει κεντρική διεύθυνση αναπόφευκτα γίνεται στόχος. Αυτή η διαδικασία είναι το άλλο μισό του Κύκλου. Μερικές φορές αυτό συμβαίνει με τη μορφή μιας καινοτομικής τεχνολογίας που σπάει τα αμυντικά αναχώματα του μονοπωλίου και γίνεται η βάση μιας νέας αναπτυσσόμενης βιομηχανίας. Η έλευση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και η επανάσταση του Ίντερνετ, την οποία στη συνέχεια προκάλεσε, είναι παραδείγματα τέτοιων εξελίξεων που άλλαξαν τους κανόνες του παιχνιδιού. Αντίστοιχα, αν και με λιγότερη ηρωική αύρα ως εφεύρεση, τέτοιο παράδειγμα είναι και η καλωδιακή τηλεόραση. Κάποιες φορές, ωστόσο, δεν είναι η εφεύρεση –ή τουλάχιστον όχι μόνο η εφεύρεση– που περιστρέφει τον Κύκλο, αλλά η κυβέρνηση που παίζει τον ρόλο του φονέα των γιγάντων, δηλαδή των μονοπωλίων και των ολιγοπωλίων που η ίδια ανεχόταν για πολύ καιρό. Στο Τρίτο Μέρος θα διερευνήσουμε τους τρόπους με τους οποίους η ασφυκτική μονοπώληση της πληροφόρησης έχει αδυνατίσει μετά από δεκαετίες. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 η καθεμία από τις μεγάλες αυτοκρατορίες της πληροφορίας του 20ού αιώνα αντιμετώπισε σοβαρό κρατικό έλεγχο των δραστηριοτήτων της. Κάποιες διασπάστηκαν σε μικρότερες εταιρείες και άλλες σταμάτησαν τη λειτουργία τους ανοίγοντας έτσι μια νέα περίοδο ελευθερίας. Παρ’ όλα αυτά, όπως συνέβη στον δολοφόνο-ρομπότ Τ-1000 στην ταινία Εξολοθρευτής ΙΙ [Terminator ΙΙ], οι διαμελισμένες δυνάμεις επανασυνέδεσαν τους εαυτούς τους, είτε σε σχεδόν πανομοιότυπη μορφή (όπως η ΑΤ&Τ) ή με προσχηματικά νέα εταιρικά σχήματα, γνωστά ως όμιλοι επιχειρήσεων (όπως στην περίπτωση των ραδιοφωνικών εταιρειών και του Χόλυγουντ). Στο Τέταρτο Μέρος θα παρατηρήσουμε πώς η ακό-
23
ρεστη έλξη για υπερμεγέθεις εταιρείες, που οδήγησε στις πρώτες γιγαντιαίες επιχειρήσεις της πληροφορίας στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, έσπειρε στα τέλη του μια νέα γενιά κολοσσών. Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, ο δεύτερος μεγάλος αποκλεισμός από την ελεύθερη πρόσβαση στη βιομηχανία της επικοινωνίας είχε ήδη ολοκληρωθεί. Η μοναδική εξαίρεση στην ηγεμονία των όψιμων αυτών μονοπωλίων της πληροφορίας θα ήταν ένα νέο δίκτυο που απειλούσε να εξαλείψει όλα τα υπόλοιπα. Ενώ παντού επικρατούσε η συνένωση εταιρειών, κατά τη δεκαετία του 1990, όλοι γίναμε μάρτυρες της λεγόμενης επανάστασης του Ίντερνετ, αν και κατά τη διάρκεια της εκρηκτικής ανάπτυξής του κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει ποια κατεύθυνση θα ακολουθούσε αυτό το εντυπωσιακά ανοικτό μέσο επικοινωνίας. Θα οδηγούσε άραγε στο βασίλειο μιας ανοικτής βιομηχανίας της πληροφορίας στο διηνεκές, καταλύοντας τον Κύκλο; Ή απλά, παρά τον ριζικά αντισυγκεντρωτικό σχεδιασμό της λειτουργίας του, θα αποτελέσει, προϊόντος του χρόνου, τον επόμενο λογικό στόχο των ακατανίκητων δυνάμεων της αυτοκρατορίας της πληροφόρησης, ως το ποθητό αντικείμενο της πλέον αναμενόμενης συγκεντροποίησης; Το Πέμπτο Μέρος θα μας οδηγήσει σε αυτό το έσχατο ερώτημα, η απάντηση του οποίου παραμένει θέμα εικασίας και που, όπως υποστηρίζω, το καλύτερο εφόδιο για συμπεράσματα είναι η μελέτη της Ιστορίας. *** Διαβάζοντας τα προαναφερθέντα ίσως αναρωτηθείτε «και εμένα τι με ενδιαφέρει;». Εξάλλου, η ροή της πληροφορίας είναι αόρατη και η ιστορία της στερείται τη συναισθηματική φόρτιση περιόδων όπως ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος ή το κίνημα των κοι-
24
νωνικών δικαιωμάτων των μαύρων. Ανεξάρτητα από την τύχη των αυτοκρατοριών της πληροφορίας, η ζωή συνεχίζεται. Κανείς δεν το θεωρούσε εθνικό πρόβλημα όταν τη δεκαετία του 1950 ένα τηλεοπτικό επεισόδιο της κωμωδίας Λούσυ [I Love Lucy] καθήλωνε μπροστά στην οθόνη τους το 70% των νοικοκυριών. Παρ’ όλα αυτά, όπως σχεδόν συμβαίνει στη μετεωρολογία, είναι η ροή της πληροφορίας που καθορίζει το στίγμα της εποχής, δηλαδή το περιβάλλον μέσα στο οποίο συμβαίνουν όλα, και συνεπώς τον ίδιο τον χαρακτήρα της κοινωνίας. Η προσπάθειά μου να αντιμετωπίσω τέτοια ερωτήματα αποτελεί, παράλληλα, ένα εγχείρημα κατανόησης της πρακτικής εφαρμογής της ελευθερίας του λόγου σε αντίθεση με τη θεωρητική διάσταση του θέματος. Μερικές φορές μπορεί να σκεφτόμαστε πως η μελέτη του 1ου Άρθρου του Συντάγματος της Αμερικής ταυτίζεται με τη μελέτη της ελευθερίας του λόγου, ενώ στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά μόνο μια ελάχιστη παράμετρο του ζητήματος. Οι Aμερικανοί λατρεύουν αυτό που ο δικαστής Όλιβερ Χολμς ονόμασε «αγορά των ιδεών», δηλαδή ένα μέρος όπου ο κάθε πολίτης είναι δικαιωματικά ελεύθερος να διακινεί τα πιστεύω του. Ωστόσο, τόσο το σχήμα όσο και η ύπαρξη οποιασδήποτε αγοράς εξαρτάται απόλυτα από τη δομή που έχουν οι βιομηχανίες της επικοινωνίας και του πολιτισμού. Συχνά αντιμετωπίζουμε τη βιομηχανία της πληροφορίας σαν να ήταν όπως κάθε άλλη, αλλά αυτό δεν ισχύει, γιατί η δομή της η ίδια καθορίζει ποιος θα ακουστεί. Αυτήν την έννοια είχε υπόψη του ο Φρεντ Φρέντλυ, πρώην πρόεδρος της εταιρείας CBS News, όταν δήλωνε ευθαρσώς πως πριν από κάθε συζήτηση για την ελευθερία του λόγου προηγείται το ερώτημα «ποιος ελέγχει τον κεντρικό διακόπτη».
25
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟΣ ΙΔΡΥΤΗΣ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΑΝΟΔΟΣ
26
Ακριβώς σαράντα χρόνια πριν από τη δεξίωση της Μπελ στο ίδρυμα του National Geographic ο Αλεξάντερ Μπελ βρισκόταν στο εργαστήριό του, μια σοφίτα κάποιου μηχανουργείου της Βοστόνης, προσπαθώντας για μία ακόμη φορά να παράξει φωνητικό σήμα διαμέσου ενός συρμάτινου καλωδίου. Οι προσπάθειές του είχαν αποδειχτεί άκαρπες, και η εταιρεία Μπελ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα συνηθισμένο απέλπιδο ξεκίνημα.* Ο Μπελ ήταν καθηγητής και ερασιτέχνης εφευρέτης με ελάχιστη όρεξη για επιχειρήσεις. Η ειδικότητα και το λειτούργημά του ήταν να διδάσκει κωφάλαλους. Ο κύριος χρηματοδότης του και πρόεδρος της εταιρείας ήταν ο Γκάρντινερ Γκρην Χάμπαρντ, ένας δικηγόρος ευρεσιτεχνιών και μαχητικός επικριτής του τηλεγραφικού μονοπωλίου της εταιρείας Western Union. Ο Χάμπαρντ υπήρξε ο κύριος μοχλός και υπεύθυνος για το σπουδαιότερο κεφάλαιο της εταιρείας Μπελ: το αποκλειστικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της τηλεφωνικής συσκευής, ακόμη και πριν ο εφευρέτης κατασκευάσει ένα λειτουργικό πρότυπο μηχάνημα. Εκτός του Χάμπαρντ η εταιρεία είχε έναν ακόμη υπάλληλο, τον βοηθό του Μπελ, τον Τόμας Γουάτσον. Αυτοί ήταν όλοι κι όλοι.1 Εάν η δεξίωση της Μπελ σηματοδοτεί την απαρχή της μονοπωλιακής κυριαρχίας της, το ξεκίνημα της ιστορίας της βρισκόταν στον αντίποδα: φανταστείτε τη δραματική σκηνή με τον Μπελ και τον Γουάτσον
27
να εργάζονται πυρετωδώς στο εργαστήριο της μικρής σοφίτας. Εδώ είναι που αρχίζει ο Κύκλος. Σε ένα απομονωμένο δωμάτιο όπου ένας ή δύο άνδρες προσπαθούν να λύσουν ένα δύσκολο πρόβλημα. Πόσες επαναστατικές ιδέες δεν άρχισαν σε τέτοια μικρή κλίμακα, από ερασιτέχνες, αποσυνάγωγους και ιδεαλιστές σε σοφίτες και γκαράζ. Αυτή η μοναχική εικόνα του Μπελ και του Γουάτσον θα εμφανίζεται ξανά και ξανά σε όλη την έκταση αυτού του βιβλίου, στο ξεκίνημα του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, του ηλεκτρονικού υπολογιστή, της καλωδιακής τηλεόρασης και εταιρειών όπως η Google και η Apple. Η σπουδαιότητα αυτών των στιγμών κάνει καθοριστική την κατανόηση της ιστορίας των μοναχικών εφευρετών. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι περισσότεροι θεωρητικοί της καινοτομίας και οι ιστορικοί υπήρξαν σκεπτικιστές όσον αφορά τη σπουδαιότητα των δημιουργικών περιόδων, όπως αυτή του Μπελ. Όλοι αυτοί οι μελετητές κατέληξαν να πιστεύουν πως το πρότυπο του ηρωικού εφευρέτη είχε υπερτονιστεί για λόγους δραματοποίησης. Ο Γουίλιαμ Φίσερ έγραψε για το ζήτημα: «Όπως ο μύθος του ρομαντικού συγγραφέα έτσι και η εικόνα του εφευρέτη έχει αποδειχθεί ενοχλητικά ανθεκτική».2 Οι επικριτές αναμφίβολα έχουν δίκο. Ακόμη και οι πιο θαυμαστές εφευρέσεις έχουν συνήθως διατυπωθεί ταυτόχρονα από δύο ή περισσότερους ανθρώπους. Εάν αυτό αληθεύει, πόσο μοναδική πραγματικά είναι η ευφυΐα του εφευρέτη; Δεν θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερο παράδειγμα από την ιστορία του ίδιου του τηλεφώνου. Ακριβώς την ίδια ημέρα που ο Αλεξάντερ Μπελ κατέθετε την εφεύρεσή του, ένας άλλος άνδρας, ο Ελίσα Γκρέυ, βρισκόταν επίσης στο γραφείο ευρεσιτεχνιών καταθέτοντας
28
τη δική του εκδοχή για την ίδια καινοτομία.* Η σύμπτωση αυτή θαμπώνει λίγο το λαμπρό «εύρηκα» του Μπελ. To 1861, δεκατέσσερα χρόνια πριν από τον Μπελ, ένας Γερμανός, ο Γιόχαν Φίλιπ Ρέις, είχε παρουσιάσει μία πρωτόλεια τηλεφωνική συσκευή στην Εταιρεία Φυσικής της Φραγκφούρτης υποστηρίζοντας πως «με τη βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος διά μέσου γαλβανικής σύνδεσης με σύρμα, [ο εφευρέτης] θα δύναται να μεταδώσει σε απόσταση τους ήχους διαφόρων μουσικών οργάνων, ακόμη και, σε κάποιο βαθμό, την ανθρώπινη φωνή». Στη Γερμανία εδώ και καιρό θεωρούν τον Ρέις εφευρέτη του τηλεφώνου. Ένας άλλος άνδρας, κάποιος άγνωστος ηλεκτρολόγος στην Πενσυλβανία που ονομαζόταν Ντάνιελ Ντρόουμπο, ισχυρίστηκε αργότερα πως το 1869 είχε κατασκευάσει ένα λειτουργικό τηλέφωνο στο σπίτι του. Έφερε αποδεικτικά σχέδια και εβδομήντα μάρτυρες που κατέθεσαν πως είχαν δει ή ακούσει τότε την εφεύρεσή του. Ύστερα από δικαστική αγωγή, τρεις δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκαν το 1888 πως «συντριπτικά στοιχεία» απέδειξαν ότι «ο Ντρόουμπο κατασκεύασε και παρουσίασε στο κατάστημά του, τουλάχιστον από το 1869, ένα ηλεκτρικό όργανο με το οποίο μετέδιδε τον ανθρώπινο λόγο […]».3 Νομίζω είναι δίκαιο να αποδεχτούμε πως δεν υπήρξε ένας και μοναδικός εφευρέτης του τηλεφώνου. Αυτή η πραγματικότητα βέβαια μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το γεγονός που ονομάζουμε εφεύρεση, παρότι δεν είναι εύκολο, είναι απλώς αυτό που συμβαίνει όταν η ανάπτυξη της τεχνολογίας φτάσει σε ένα σημείο όπου το επόμενο βήμα είναι ορατό σε πολλούς ανθρώπους. Την εποχή του Μπελ, άλλοι είχαν ήδη εφεύρει τα σύρματα και τον τηλέγραφο, είχαν ανακαλύψει τον ηλεκτρισμό και είχαν διατυπώσει τις βασικές αρχές της ακουστικής. Απέμεινε στον Μπελ να συνδυάσει
29
όλα τα επιμέρους στοιχεία. Δεν ήταν φυσικά κάτι εύκολο, αλλά ούτε και υπεράνθρωπος άθλος. Υπό αυτό το πρίσμα οι εφευρέτες είναι συχνότερα τεχνίτες παρά θαυματοποιοί. Πράγματι, η ιστορία των επιστημών βρίθει παραδειγμάτων τα οποία ο Μάλκολμ Γκλάντγουελ ονομάζει «ταυτόχρονη ανακάλυψη» – τόσο συχνό είναι μάλιστα το φαινόμενο αυτό ώστε αντιπροσωπεύει τον κανόνα παρά την εξαίρεση. Λίγοι σήμερα αναγνωρίζουν το όνομα Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας, παρότι έγραψε ένα άρθρο στο οποίο πρότεινε τη θεωρία της φυσικής επιλογής το 1858, ένα χρόνο πριν ο Κάρολος Δαρβίνος δημοσιεύσει το έργο του Η καταγωγή των ειδών. Ο Γκότφριντ Λάιμπνιτζ και ο Ισαάκ Νεύτων ανέπτυξαν τον απειροστικό λογισμό ταυτόχρονα, ενώ το 1610 άλλοι τέσσερεις αστρονόμοι παρατήρησαν τα ίδια φαινόμενα στη Σελήνη, όπως ο Γαλιλαίος.4 Είναι λοιπόν ο μοναχικός και αποσυνάγωγος εφευρέτης ένα απλό αποκύημα της συλλογικής φαντασίας, χωρίς καμία ιδιαίτερη βαρύτητα; Όχι, πιστεύω πως η σπουδαιότητα του ρόλου του είναι τεράστια, μολονότι όχι για τους συνήθεις λόγους. Οι εφευρέτες που θυμόμαστε είναι σημαντικοί όχι ως εφευρέτες αλλά ως ιδρυτές νέων παραγωγικών τομέων που αποδιοργανώνουν τους παλαιούς. Λόγω συγκυριών ή από τύχη βρίσκονται ακριβώς στη σωστή απόσταση, τόσο για να οραματιστούν το μέλλον όσο και για να ιδρύσουν έναν ανεξάρτητο βιομηχανικό τομέα, ώστε να τον εκμεταλλευτούν. Ας εστιάσουμε πρώτα στην πράξη της εφεύρεσης. Η σπουδαιότητα του αμύητου εδώ οφείλεται στο ότι βρίσκεται εκτός και σε σωστή απόσταση από τα κυρίαρχα διανοητικά ρεύματα που ασχολούνται με ένα συγκεκριμένο πρόβλημα. Αυτή η απόσταση του επιτρέπει μεν να είναι αρκετά κοντά ώστε να έχει
30
καλή επισκόπηση και αντίληψη του προβλήματος, να βρίσκεται δε και αρκετά μακριά ώστε να έχει περισσότερη ελευθερία σκέψης και ανεξαρτησία από νοητικές στρεβλώσεις σχετικά με τα μέρη του προβλήματος. Αυτή η καινοτομική απόσταση εξηγεί γιατί τόσοι πολλοί από όσους ανατρέπουν πλήρως μία ολόκληρη βιομηχανία προέρχονται εκτός των τειχών, ή είναι ακόμη και παρίες του χώρου. Για να αντιληφθούμε καλύτερα αυτό το σημείο χρειάζεται να συλλάβουμε τη διαφορά μεταξύ δύο ειδών καινοτομίας: την «υποστηρικτική» και την «αποδιοργανωτική». Η διαφορά τους έχει διατυπωθεί εξαιρετικά από τον θεωρητικό μελετητή της καινοτομικής σκέψης Κλέυτον Κρίστενσεν: Υποστηρικτικές καινοτομίες είναι βελτιώσεις που καθιστούν το προϊόν καλύτερο, αλλά δεν απειλούν τις αγορές στις οποίες έχει διεισδύσει. Η αποδιοργανωτική καινοτομία αντιθέτως απειλεί να εκτοπίσει ολοκληρωτικά ένα προϊόν. Είναι η διαφορά μεταξύ της ηλεκτρικής γραφομηχανής, η οποία βελτίωσε το χειροκίνητο μοντέλο, και του ηλεκτρονικού υπολογιστή που την εξάλειψε από την αγορά.5 Ένα άλλο πλεονέκτημα του αποσυνάγωγου εφευρέτη αφορά λιγότερο τη φαντασία και περισσότερο τη μελέτη της βιομηχανικής εφαρμογής. Η απόσταση δημιουργεί την ελευθερία να αναπτύξει κανείς εφευρέσεις που θα μπορούσαν να συγκρουστούν ή ακόμη και να καταστρέψουν το επιχειρηματικό μοντέλο του κυρίαρχου παίκτη του χώρου. Ο εκτός των τειχών ανταγωνιστής είναι συχνά ο μόνος που δεν διακινδυνεύει τίποτα αν ένα αξιόπλοο πλοίο βυθιστεί, αν προτείνει ένα βιομηχανικό πεδίο που
31
θα συγκρουστεί με την καθεστυκυία επιχειρηματική τάξη ή αν διαμορφωθεί ένα τελείως νέο επιχειρησιακό πρότυπο. Όσοι βρίσκονται κοντά –ή συχνά αυτοί που σιτίζονται– από μια υπάρχουσα κατάσταση αντιμετωπίζουν μια εντυπωσιακά διαρκή πίεση να μην εφεύρουν τίποτα που θα καταστρέψει τον εργοδότη τους. Ο αποσυνάγωγος δεν έχει να χάσει τίποτα. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι δεν αρκεί να βρίσκεται κανείς σε οποιαδήποτε απόσταση, αλλά στη σωστή απόσταση ώστε να υπάρχει αποτέλεσμα. Εξάλλου, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρίσκεται κανείς πολύ μακριά. Είναι πιθανό ο Ντάνιελ Ντρόουμπο να εφηύρε πράγματι το τηλέφωνο επτά χρόνια πριν από τον Μπελ. Ίσως αυτό δεν θα εξακριβωθεί ποτέ, αλλά ακόμη και να επιβεβαιωνόταν δεν έχει καμία σημασία γιατί δεν έκανε τίποτα παραπέρα. Ήταν καταδικασμένος να μείνει ένας εφευρέτης, όχι ιδρυτής, γιατί ήταν πολύ μακριά από τον χώρο δράσης για να ιδρύσει μια αποδιοργανωτική βιομηχανία. Υπό αυτήν την έννοια, η συμμαχία του Μπελ με τον Χάμπαρντ, τον ορκισμένο εχθρό της Western Union, το κυρίαρχο τότε μονοπώλιο, υπήρξε αποφασιστική. Γιατί ήταν ο Χάμπαρντ που μετέτρεψε την εφεύρεση του Μπελ σε πράξη ανατροπής της Western Union. Δεν εννοώ, σε καμία περίπτωση, πως μία εφεύρεση εμπίπτει μόνο στη δικαιοδοσία των αποσυνάγωγων και πως η έμπνευση κάθε άλλου καταπιέζεται. Βέβαια, το παρόν δεν είναι ένα βιβλίο για καλύτερες ποντικοπαγίδες. Ο Κύκλος τροφοδοτείται από αποδιοργανωτικές καινοτομίες που ανατρέπουν άλλοτε ευημερούσες βιομηχανίες, πτωχεύουν τις κυρίαρχες δυνάμεις και αλλάζουν τον κόσμο. Τέτοιες καινοτομίες είναι εξαιρετικά σπάνιες, αλλά αυτές κινούν τον Κύκλο. Ας επιστρέψουμε όμως στον Μπελ και στο
32
εργαστήριό του στη Βοστόνη. Αναμφίβολα είχε αρκετά πλεονεκτήματα, συμπεριλαμβανομένης και της γνώσης του στην ακουστική. Στις εργαστηριακές σημειώσεις του, που μπορεί να τις μελετήσει κανείς στο Διαδίκτυο, δείχνει σαφή επιμέλεια. Αλλά το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του δεν ήταν κανένα από αυτά. Το σημαντικότερο ήταν πως όλοι οι άλλοι είχαν εμμονή με την προσπάθειά τους να βελτιώσουν τον τηλέγραφο. Από τη δεκαετία του 1870 οι εφευρέτες και οι επενδυτές αντιλαμβάνονταν πως θα μπορούσε να υπάρξει κάποια συσκευή όπως το τηλέφωνο, αλλά φάνταζε πολύ μελλοντικό και μη πρακτικό. Οι σοβαροί άνδρες ήξεραν πως το σημαντικό ήταν η καλύτερη τηλεγραφική τεχνολογία. Οι εφευρέτες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους να κατασκευάσουν τον «μουσικό τηλέγραφο», μία συσκευή που θα μπορούσε να στείλει ταυτόχρονα πολλαπλά μηνύματα διά μέσου των τηλεγραφικών γραμμών. Το άλλο άγιο δισκοπότηρο ήταν ο οικιακός τηλέγραφος, ένας μηχανισμός που θα τύπωνε τα τηλεγραφήματα στο σπίτι των χρηστών.* Ούτε ο Μπελ ήταν απρόσβλητος από το δέλεαρ αυτών των στόχων. Από κάπου έπρεπε να ξεκινήσει κανείς, έτσι και αυτός άρχισε να πειραματίζεται για να δημιουργήσει έναν καλύτερο τηλέγραφο. Σίγουρα οι χρηματοδότες του αυτό πίστευαν ότι πλήρωναν. Ο Γκάρντινερ Χάμπαρντ, ο βασικός χρηματοδότης του, στην αρχή ήταν διστακτικός για τις έρευνες του Μπελ για το τηλέφωνο. Του είχε δηλώσει πως «Δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από ένα επιστημονικό παιχνίδι. Καλύτερα να βγάλεις αυτήν την ιδέα από το μυαλό σου και να ασχοληθείς με τον μουσικό τηλέγραφο, που αν πετύχει θα σε κάνει εκατομυριούχο».6 Όταν όμως ήλθε η στιγμή, ο Χάμπαρντ διέβλεψε τη δυναμική του τηλεφώνου να καταστρέψει τον
33
προσωπικό εχθρό του, την τηλεγραφική εταιρεία. Αντίθετα ο Ελίσα Γκρέυ, ο ανταγωνιστής του Μπελ, είχε αναγκαστεί να κρατήσει την έρευνά του για το τηλέφωνο μυστική από τον κύριο χρηματοδότη του, τον Σάμιουελ Γουάιτ. Ουσιαστικά, χωρίς την αρνητική στάση του Γουάιτ είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο Γκρέυ θα είχε κατασκευάσει ένα λειτουργικό τηλέφωνο και θα είχε καταθέσει την ευρεσιτεχνία πολύ πριν από τον Μπελ.7 Η αρχική αδυναμία του Χάμπαρντ, του Γουάιτ και κάθε άλλου να αναγνωρίσουν την προοπτική του τηλεφώνου υποδεικνύει μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται με ενοχλητική συχνότητα στο ανθρώπινο γένος. «Από τη στιγμή που όλη η γνώση και οι συνήθειες παγιωθούν», έγραφε ο Τζόζεφ Σουμπέτερ, ένας σπουδαίος θεωρητικός της καινοτομίας, «ριζώνουν τόσο ισχυρά μέσα μας όπως οι σιδηροδρομικές γραμμές στο έδαφος». Ο Σουμπέτερ πίστευε πως ο εγκέφαλός μας πάσχει από οκνηρία να διαμορφώνει νέες ιδέες όταν οι παλαιές που διαθέτει τον εξυπηρετούν ικανοποιητικά. «Η ίδια η φύση των παγιωμένων συνηθειών σκέψης, ο εξελικτικός προγραμματισμός για οικονομία ενέργειας, εδράζεται στο γεγονός ότι έχουν μετατραπεί σε υποσυνείδητες διαδικασίες που δρέπουν τα αποτελέσματα αυτόματα και αποτελούν ασπίδα ενάντια στην κριτική».8 Όσοι ονειρεύονταν έναν καλύτερο τηλέγραφο είχαν υποστεί, θα έλεγε κανείς, νοητική στρέβλωση που την προκαλούσε η καθημερινή ανάγκη για καλύτερο τηλέγραφο. Η ζήτηση για τηλέφωνο, στο μεταξύ, ήταν τότε καθαρά θεωρητική. Τίποτα άλλο, εκτός από τη θηλειά του δήμιου, δεν συγκεντρώνει το μυαλό περισσότερο από ένα τσουβάλι χρήματα. Η προσδοκία αυτή μαζί με τις άλλες προφανείς ανταμοιβές που περίμεναν όποιον θα βελτίωνε τον
34
τηλέγραφο λειτουργούσαν ως αντιπερισπασμός για οποιονδήποτε θα έτεινε να σκεφτεί το ζήτημα του τηλεφώνου. Μια κατάσταση δηλαδή που ουσιαστικά λειτούργησε υπέρ του Μπελ. Γι’ αυτόν, η χαρά του νέου ήταν ακαταμάχητη και ο ίδιος ήξερε πως πλησίαζε σε κάτι θαυμαστό στο εργαστήριό του. Έπαιζε, μόνος σχεδόν σε όλο τον κόσμο, με μαγικές δυνάμεις που κανείς ποτέ δεν φανταζόταν. Στις 10 Μαρτίου 1876 ο Μπελ κατάφερε, πρώτη φορά, να μεταδώσει ανθρώπινη ομιλία σε κάποια απόσταση. Έχοντας χύσει οξύ επάνω του κατά λάθος φώναξε στην τηλεφωνική συσκευή του: «Γουάτσον, έλα εδώ, σε χρειάζομαι». Όταν κατάλαβε ότι λειτουργούσε, ούρλιαξε από ευτυχία, άρχισε να χορεύει σαν ινδιάνος και φώναξε ξανά στο τηλέφωνό του: «Ο Θεός να σώζει τη Βασίλισσα!»9 *** Στην αρχαιότητα, ο Κρόνος, ο δεύτερος κατά σειρά αυθέντης του κόσμου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, είχε ένα πρόβλημα. Επειδή ένας δελφικός χρησμός τον είχε προειδοποιήσει πως ένα από τα παιδιά του θα τον εκθρόνιζε, θορυβήθηκε όταν έμαθε πως η γυναίκα του ήταν έγκυος. Την περίμενε πρώτα να γεννήσει και ύστερα πήρε το νεογέννητο παιδί και το έφαγε. Η γυναίκα του έμεινε έγκυος ξανά και ξανά, έτσι εκείνος έπρεπε να τρώει συνεχώς τα παιδιά του. Από αυτόν τον μύθο προέρχεται και το λεγόμενο φαινόμενο του Κρόνου: τις προσπάθειες δηλαδή της κυρίαρχης εταιρείας να απορροφά τους δυνητικούς διαδόχους της όταν είναι ακόμη μικροί. Η κατανόηση αυτού του φαινομένου είναι αποφασιστικής σημασίας για την κατανόηση του Κύκλου και, εκ των πραγμάτων, της ιστορίας της
35
τεχνολογίας της πληροφορίας. Ίσως μερικές φορές να μοιάζει πως εφεύρεση και τεχνολογική πρόοδος είναι φυσικές και τακτικές διαδικασίες, αλλά αυτό δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Σε οποιαδήποτε τεχνολογική πραγματικότητα βρισκόμαστε, αυτή είναι το αποτέλεσμα μιας βιομηχανικής μάχης με νύχια και με δόντια. 10 Και οι μάχες είναι πιο αποφασιστικές όταν η δεσπόζουσα δύναμη επιχειρεί να αδρανοποιήσει, ενσωματώνοντάς τις, τις τεχνολογίες που θα την καταστρέψουν. Όταν δηλαδή ο Γολιάθ προσπαθεί να αρπάξει τη σφεντόνα του Δαβίδ. Οι ιδιοκτήτες του Τηλεφώνου […] δύνανται πλέον να διαθέτουν Τηλέφωνα για τη μετάδοση της ομιλίας μέχρι 35 χιλιόμετρα μακριά. Η συνομιλία μπορεί να επιτευχθεί εύκολα ύστερα από σύντομη πρακτική εξάσκηση με κάποια επανάληψη λέξεων ή προτάσεων, αν χρειαστεί. Όταν ακούσετε ομιλία από το τηλέφωνο για πρώτη φορά, η άρθρωση του λόγου είναι ασυνήθιστη, αλλά ύστερα από μερικές προσπάθειες η ακοή σας θα εξοικειωθεί με τον ιδιαίτερο ήχο.11 Το πρώτο τηλέφωνο του Μπελ δεν λειτουργούσε πολύ καλά. Το προϊόν με τη μεγαλύτερη αξία για την εταιρεία του θα παρέμενε για αρκετό καιρό ως πατέντα ευρεσιτεχνίας, γιατί οι πραγματικές συσκευές του ήταν περισσότερο παιχνίδια παρά επαγγελματικά εργαλεία που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο κόσμος. Η εύρεση οικονομικών επενδυτών, πόσο μάλλον πελατών, αποδείχτηκε τόσο δύσκολη ώστε κάποια στιγμή, σύμφωνα με τις περιγραφές, ο Χάμπαρντ, ως πρόεδρος της εταιρείας, προσέφερε όλες τις ευρεσιτεχνίες της Μπελ στη We-
36
stern Union για 100.000 δολάρια. Όμως ο πρόεδρός της Γουίλιαμ Όρτον αρνήθηκε την προσφορά σε μία από τις λιγότερο σοφές πράξεις επιχειρηματικής ευθυκρισίας στην ιστορία.12 Μέσα σε ένα χρόνο, πάντως, καθώς η Μπελ άρχισε να προσελκύει πελάτες, η Western Union κατάλαβε το λάθος της. Το 1878 άλλαξε πορεία και άρχισε αποφασιστικά τη διείσδυσή της στο πεδίο της τηλεφωνίας. Απέναντι στη μικρή Μπελ, η Western Union είχε να επιδείξει ακαταμάχητα πλεονεκτήματα: μεγάλο επενδυτικό κεφάλαιο, ένα υπάρχον εθνικό δίκτυο καλωδίωσης, και στενή σχέση με τον Τύπο, τα ξενοδοχεία και τους πολιτικούς. «Με όλη την ευρωστία του πλούτου και της φήμης της», όπως έγραψε ο ιστορικός Χέρμπερτ Κέισον, το 1910 «επιτέθηκε στον Μπελ και τον αδύναμο συνεργάτη του». Από τη στιγμή που το αποφάσισαν, η εφαρμογή ήταν γρήγορη. Αδιαφορώντας για την κακότεχνη συσκευή του Μπελ, η Western Union προσέλαβε έναν πολλά υποσχόμενο νέο εφευρέτη, τον Τόμας Έντισον, για να σχεδιάσει ένα καλύτερο τηλέφωνο. Η πρόταση του Έντισον ήταν σημαντικά βελτιωμένη από αυτή του Μπελ, συμπεριλαμβάνοντας έναν πιο ευαίσθητο πομπό ώστε να μη χρειάζεται να φωνάζει κανείς για να ακούγεται. Εξ αιτίας αυτών των προσθηκών υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για να αναγνωριστεί, τουλάχιστον ισότιμα, και στους δύο η εφεύρεση του τηλεφώνου, ανάλογα βέβαια το περιεχόμενο που δίνει κανείς στον όρο «εφεύρεση». Έως το 1878 η Western Union είχε εγκαταστήσει 56.000 τηλέφωνα, υποβιβάζοντας έτσι τον Μπελ σε περιθωριακή θέση.13 Για ένα σύντομο διάστημα, η βιομηχανία της τηλεφωνίας βρέθηκε υπό την κυριαρχία της American Speaking Telephone Company (AST), θυγατρικής εταιρείας της Western Union. Σε ένα
37
άρθρο του περιοδικού Scientific American, το 1880, μπορούμε να βρούμε το σχέδιο ενός τηλεφωνικού κέντρου της AST στη Νέα Υόρκη, επανδρωμένο με παιδιά-υπαλλήλους που χειρίζονται τηλέφωνα του Έντισον. Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν η AST, αντί της Μπελ, θα αναπτυσσόταν και θα κυβερνούσε στις ενσύρματες επικοινωνίες. Ας σταματήσουμε όμως λίγο για να φανταστούμε ένα τέτοιο μέλλον. Το τηλέφωνο εύκολα θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί ως αυτό που ο Τζόναθαν Ζιτρέιν αποκαλεί δεσμευμένη τεχνολογία: δηλαδή μια τεχνολογική διαδικασία εξαρτημένη απόλυτα από τον ιδιοκτήτη της και με δυνατότητες περιορισμένης εμβέλειας.14 Το τηλεφωνικό δίκτυο της Western Union είχε σχεδιαστεί ώστε να μην αποτελεί απειλή για την τηλεγραφική της υπηρεσία. Μία συχνά χρησιμοποιούμενη στρατηγική κάθε βιομηχανικής αυτοκρατορίας είναι να σταματά ή να αδρανοποιεί τις δικές της νέες εφευρέσεις για να αποφύγει τη μείωση της κύριας δραστηριότητάς της. Για παράδειγμα, κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, η General Motors είχε όλες τις προϋποθέσεις κυριαρχίας στον χώρο του ηλεκτρικού αυτοκινήτου, αλλά αυτοπεριόρισε την εξέλιξή του για να αποφύγει τη δημιουργία ανταγωνιστικής αγοράς στη μηχανή εσωτερικής καύσης, του βασικού προϊόντος που παρήγε έως τότε. Το τηλέφωνο υπό τον έλεγχο της Western Union θα είχε παραμείνει ως συμπληρωματική υπηρεσία του τηλεγράφου μόνο, και σαν ένα ακόμη εμπόδιο εναντίον των ανταγωνιστών. Πιθανότατα θα είχαμε ένα τηλεφωνικό σύστημα τοπικής εμβέλειας που θα χρησίμευε στην αναμετάδοση τηλεγραφημάτων για υπεραστική επικοινωνία και συνεπώς θα λειτουργούσε ως βοηθός και όχι αντικαταστάτης του τηλεγράφου.
38
Ο Αλεξάντερ Μπελ θα είχε παραμείνει αφανής, όπως αργότερα οι εφευρέτες της συμβατικής ή της καλωδιακής τηλεόρασης, για να ονομάσουμε δύο άλλες εφευρέσεις που αρχικά είχαν επίσης αδρανοποιηθεί – αλλά ας μην προτρέχουμε. Προς το παρόν, είναι αρκετό να φανταστούμε πώς η καθυστέρηση της χρήσης του τηλεφώνου σε μια εναλλακτική ροή της Ιστορίας θα είχε αλλάξει την αφήγησή μας. Μπορεί να είχε επηρεάσει και την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομικής κυριαρχίας, αν άλλα έθνη κατανοούσαν καλύτερα τη σπουδαιότητα του τηλεφώνου. Το 1878, αυτό το μέλλον που περιγράφουμε ήταν περισσότερο πιθανό. Για μήνες η Μπελ υπέφερε κάτω από την επίθεση της Western Union. Σαν να θρηνούσε για την εταιρεία του, ο Μπελ αρρώστησε με κατάθλιψη και βρέθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης.15 Ο κύκλος γέννησης και θανάτου Η διαμάχη της Μπελ και της Western Union για την τύχη του τηλεφώνου ήταν, με όσα γνωρίζουμε πλέον, ένας αγώνας ζωής και θανάτου. Ο νικητής θα ευημερούσε, ενώ ο ηττημένος θα έφθινε και θα χανόταν. Έτσι περιστρέφεται ο Κύκλος. Κανείς άλλος σοφός του 20ού αιώνα εκτός του Τζόζεφ Σουμπέτερ, γνωστού ως «προφήτη της καινοτομίας», δεν αντιλήφθηκε καλύτερα ότι τέτοιες διαμάχες, όπου ο νικητής τα παίρνει όλα, είναι η ψυχή του καπιταλιστικού συστήματος. Η παρουσία του Σουμπέτερ στην ιστορία των οικονομικών φαίνεται να ήταν σχεδιασμένη για να δυσαρεστεί τους πάντες. Ο τρόπος που έγραφε, η προσωπικότητα και οι ιδέες του υπήρξαν σκοπίμως εκνευριστικά προκλητικές
39
και εντυπωσιακές. Κόμπαζε για τις ερωτικές του επιτυχίες σε ακαδημαϊκές συναντήσεις, ενώ όταν ζούσε στις ΗΠΑ κατά τον Β‘ Παγκόσμιο Πόλεμο, δήλωνε υποστηρικτής των Γερμανών επειδή δεν του άρεσαν οι Ρώσοι. Εκτός των άλλων, ο Σουμπέτερ είναι ο εμπνευστής μιας απλής οικονομικής θεωρίας που έχει αποδειχτεί εξαιρετικά μοχθηρή. Στο πρωταρχικό επίπεδο, ο Σουμπέτερ πίστευε πως καινοτομία και οικονομική ανάπτυξη είναι ταυτόσημες. Χώρες που υποστηρίζουν την καινοτομία ευημερούν και όσες αδιαφορούν τελματώνουν. Στο όραμα του Σουμπέτερ, μάλιστα, η καινοτομία δεν είναι σταδιακή και καλοήθης διαδικασία, αλλά ένας ανηλεής κύκλος βιομηχανικής καταστροφής και αναγέννησης, τόσο αδυσώπητος όσο και η σαρκική ύπαρξη. Αυτή η δυναμική ήταν, σύμφωνα με τον Σουμπέτερ, η πεμπτουσία του καπιταλισμού.16 Περιέγραψε την καινοτομία ως μόνιμη κατάσταση αναταραχής: «μια διαδικασία βιομηχανικής μεταλλαγής […] που φέρνει αδιάκοπα επανάσταση στην οικονομική δομή εκ των έσω, καταστρέφοντας αδιάκοπα την παλαιά και δημιουργώντας αδιάκοπα μια νέα». Την εποχή των ιππήλατων αμαξών, αυτό που είχε σημασία δεν ήταν μια φτηνότερη άμαξα, αλλά το νέο όχημα που θα την εκμηδένιζε. Η εφεύρεση του Μπελ υπήρξε η απόλυτη καινοτομία, κατά τον ορισμό του Σουμπέτερ, γιατί δεν υποσχόταν τη βελτίωση του τηλεγράφου, αλλά τον αφανισμό του. Για να κατανοήσουμε τον Σουμπέτερ, πρέπει να εκτιμήσουμε την πολύ περίεργη ιδέα του περί «ανταγωνισμού». Δεν είχε καθόλου υπομονή για τον πόλεμο των τιμών που τον αποκαλούσε φαντασίωση του Άνταμ Σμιθ: την οικονομική ανάπτυξη, δηλαδή, μέσα από τον ανταγωνισμό των τιμών και τη βελτίωση
40
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ, ΟΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΕΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ
41
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 Η ΕΣΠΕΡΑΝΤΟ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ
Ως μαθητής του λυκείου στην πόλη Μπιαλιστόκ της Ρωσίας, ο Λούντβικ Τσάμενχοφ αφιέρωνε τον ελεύθερο χρόνο του στη δημιουργία μιας δικής του γλώσσας. Εργαζόταν για αυτόν τον σκοπό πολύ καιρό, και το 1887, στα είκοσι έξι του χρόνια, δημοσίευσε ένα μικρό εγχειρίδιο με τον τίτλο Η διεθνής γλώσσα: Πρόλογος και πλήρης διδασκαλία [Lingvo internacia. Antaûparolo kaj plena lernolibro]. Το υπέγραψε ως Καθηγητής Ελπίδιος ή, στη γλώσσα που είχε εφεύρει, «Doktoro Esperanto».1 Η ιδέα του Τσάμενχοφ για μία τυποποιημένη διεθνή γλώσσα ήταν ιδιοφυής έμπνευση, αλλά προβληματική στην υλοποίησή της. Συνέπεια αυτού του προβλήματος ήταν ότι η αξιέπαινη φιλοδοξία του έχει πλέον σχεδόν ξεχαστεί: ήθελε να διαλύσει αυτό που θεωρούσε ως κατάρα, τον εθνικισμό. Αν κάθε άνθρωπος στον κόσμο μοιραζόταν με τους υπόλοιπους μία δεύτερη γλώσσα, «ο απροσπέλαστος τοίχος που χωρίζει τις λογοτεχνίες και τους λαούς», έγραφε, «θα κατέρρεε αμέσως σαν σκόνη και […] όλη η ανθρωπότητα θα γινόταν μία μεγάλη οικογένεια».2 Παρότι σε κάποιες περιόδους φάνηκε πως η Εσπεράντο θα γινόταν πράγματι κτήμα του κόσμου –το 1911, για παράδειγμα, η Δημοκρατία της Κίνας συζητούσε αν θα την υιοθετούσε ως επίσημη γλώσσα της χώρας– η εφεύρεση του Τσάμενχοφ δεν έχει καταφέρει, ούτε στο ελάχιστο, να καθιερωθεί
42
ως παγκόσμια γλώσσα.3 Ωστόσο, σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο το όραμά του για μία κοινή γλώσσα έχει επιτευχθεί –αν και όχι μεταξύ ανθρώπων, όπως θα ήλπιζε, αλλά μεταξύ μηχανών. Έχει, βέβαια, ένα λιγότερο ελπιδοφόρο όνομα, «Πρωτόκολλο του Διαδικτύου» ή TCP/IP [Internet Protocol], αλλά για τους χρήστες των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει πετύχει εκεί που απέτυχε η Εσπεράντο. Από την πρώτη διανοητική σύλληψη του Λικλίντερ για ένα διαγαλαξιακό διαδίκτυο έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η ιδέα πως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές μπορούσαν να λειτουργούν ως συσκευές επικοινωνίας είχε γεννήσει ένα πρωτόλειο δίκτυο, γνωστό τότε ως ARPANET. Για τη διεξαγωγή του πειράματος είχαν συνδέσει τους υπολογιστές πανεπιστημίων και κυβερνητικών φορέων διαμέσου ενοικιασμένων τηλεπικοινωνιακών γραμμών της ΑΤ&Τ. Δεν ήταν, βέβαια, το παγκόσμιο δίκτυο που είχε οραματιστεί ο Λικλίντερ, αυτό που θα συνέδεε κάθε τοπικό δίκτυο και υπολογιστή μεταξύ τους. Για να πετύχει κανείς τον στόχο ενός πραγματικά παγκόσμιου Διαδικτύου θα χρειαζόταν μια παγκόσμια γλώσσα. Την Εσπεράντο για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Το 1973, αυτό ήταν το πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν δύο νέοι απόφοιτοι της επιστήμης των υπολογιστών, ο Βιντ Σερφ και ο Ρόμπερτ Καν. *** Ένα αξέχαστο απόγευμα του 2008, σε μία μικρή αίθουσα συνδιασκέψεων στα γραφεία της Google, ρώτησα τον Σερφ ποιο ήταν ακριβώς το πρόβλημα που προσπαθούσαν να λύσουν όταν σχεδίασαν το πρωτόκολλο του Διαδικτύου.4 Η απάντησή του με
43
αιφνιδίασε. Όπως μου εξήγησε, αυτός και ο Καν προσπαθούσαν να αναπτύξουν όχι τόσο ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, αλλά να βρουν μία λύση εκ των ενόντων. Το ARPANET επικοινωνούσε τότε μέσα από διάφορες κυβερνητικές διασυνδέσεις ή ενοικιασμένες γραμμές της ΑΤ&Τ και ήταν μόνο το ένα από τρία τέτοια ομαδικά δίκτυα που αναπτύσσονταν παράλληλα. Τα άλλα δύο ήταν ένα ραδιοφωνικό και ένα δορυφορικό που ανήκαν σε ιδιώτες-επιχειρηματίες. Ο Σερφ και ο Καν προσπαθούσαν να βρουν έναν τρόπο ώστε όλα τα δίκτυα να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτή ήταν η άμεση ανάγκη για ένα «Διαδίκτυο» ή ένα δίκτυο των δικτύων. Ο σχεδιασμός του Διαδικτύου δεν ήταν, λοιπόν, το αποτέλεσμα κάποιας μεγαλεπήβολης θεωρίας ή οράματος που ξεπήδησε ολοκληρωμένο όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Αντιθέτως, οι μηχανικοί έψαχναν μόνο για μία ειδική τεχνική λύση γεφυροποίησης. Η λύση που έδωσαν ήταν πραγματικά ιδιοφυής, αλλά μόνο αρκετά αργότερα θα διαφαινόταν πόσο σημαντική ήταν. Ο Σερφ περιέγραψε τον ανοικτό σχεδιασμό του Διαδικτύου σαν αναγκαιότητα, εξαιτίας των ειδικών τεχνικών αναγκών που αντιμετώπιζαν συνεχώς. «Ένα μεγάλο μέρος του σχεδιασμού του συστήματος», προσέθεσε, «μας το επέβαλαν οι συνθήκες». Οι δημιουργοί του Διαδικτύου, κυρίως ακαδημαϊκοί ερευνητές που λειτουργούσαν ως ανεξάρτητοι ή εργάζονταν σε κυβερνητικά προγράμματα, δεν διέθεταν την οικονομική ισχύ ή τη φιλοδοξία να δημιουργήσουν μία νέα αυτοκρατορία της πληροφορίας. Αντιμετώπιζαν μια πραγματικότητα όπου οι γραμμές επικοινωνίας ανήκαν στην ΑΤ&Τ και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ήταν ακόμα ένα συ-
44
νονθύλευμα «φέουδων» γύρω από λίγα γιγάντια μηχανογραφικά συστήματα, όπου το καθένα είχε τα δικά του ειδικά πρωτόκολλα και συστήματα λειτουργίας. Σήμερα, όπως και τότε, το σημαντικό είναι πως στην πραγματικότητα –και αυτό το γεγονός πάρα πολλοί δεν το αντιλαμβάνονται ή το προσπερνούν– το Διαδίκτυο λειτουργεί μέσα από μία υλικοτεχνική υποδομή η οποία δεν ανήκει στους χρήστες του. Ο ιδιοκτήτης είναι πάντοτε κάποιος άλλος, και κατά τη δεκαετία του 1970, αυτός ο άλλος ήταν κατά κύριο λόγο η ΑΤ&Τ.5 Οι ιδρυτές λοιπόν του Διαδικτύου σχεδίασαν το νέο σύστημα επικοινωνιακής ενοποίησης γύρω από αυτόν τον βασικό περιορισμό. Δεν είχαν άλλη επιλογή: ακόμα και με κρατικές επιχορηγήσεις δεν υπήρχε αρκετό διαθέσιμο κεφάλαιο για να εγκαταστήσουν μία εναλλακτική τεχνική υποδομή, να κατασκευάσουν, δηλαδή, νέα καλωδίωση, όπως είχε κάνει η Μπελ επί χρόνια, επενδύοντας πολλά δισεκατομμύρια δολάρια. Συνεπώς, το δίκτυό τους ήταν εξαρχής συνδεδεμένο με τη δύναμη και την αυτονομία των χρηστών. Είχε σχεδιαστεί για να συνδέει τη διάνοια των ανθρώπων, αλλά δεν είχε άλλο έλεγχο στις ενέργειές τους πέρα από αυτό. Το Διαδίκτυο δημιουργούσε μια ισονομία εξ ανάγκης, κάτι που θα παρέμενε έτσι, καθώς στις επόμενες δεκαετίες θα γιγαντωνόταν ώστε να συμπεριλαμβάνει σήμερα όλους μας. Η ιδέα της «ενθυλάκωσης» [encapsulation] ήταν η ιδιοφυής σύλληψη που έκανε δυνατή τη σύνδεση ενός δικτύου με άλλα δίκτυα. Όπως είπε ο Σερφ «το σκεφτήκαμε αντιγράφοντας τους φακέλους». Ενθυλάκωση σημαίνει τη συσκευασία των πληροφοριών από τα τοπικά δίκτυα σε φακέλους, τους οποίους το Διαδίκτυο μπορεί να αναγνωρίσει και
45
να κατευθύνει ανάλογα. Σαν να είχαν συμφωνήσει όλες οι ταχυδρομικές υπηρεσίες του κόσμου να χρησιμοποιούν την ονομασία των χωρών στην αγγλική γλώσσα, ακόμα και αν οι τοπικές διευθύνσεις που αναγράφονται στις επιστολές είναι στα ιαπωνικά ή τα ελληνικά. Με αυτό που τελικά ονομάστηκε Πρωτόκολλο Ελέγχου Μετάδοσης [TCP/ Transmission Control Protocol], ο Σερφ και ο Καν καθόρισαν το πρότυπο για το μέγεθος και τον ρυθμό μετάδοσης των φακέλων δεδομένων, προσφέροντας έτσι στους χρήστες των υπολογιστών μία lingua franca που μπορούσε να επικοινωνεί με όλα τα τοπικά δίκτυα.6 Πρακτικά, αυτή η καινοτομία θα επέτρεπε στο Διαδίκτυο να λειτουργεί με οποιαδήποτε τεχνική υποδομή και να μεταφέρει τα δεδομένα για κάθε μορφής εφαρμογή. Οι φάκελοι δεδομένων μπορούσαν να επικοινωνούν διαμέσου κάθε είδους μέσων μετάδοσης, είτε καλωδιακού είτε ασύρματης δέσμης ραδιοσυχνοτήτων, ακόμα και αν τα μέσα αυτά βρίσκονταν υπό τον αυστηρό έλεγχο κάποιου οργανισμού, όπως η ΑΤ&Τ. Ήταν πράγματι μια πρωτοπόρα λειτουργία στην ιστορία: ένα ηλεκτρονικό δίκτυο πληροφοριών ανεξάρτητο από την υλικοτεχνική υποδομή μέσω της οποίας μεταφερόταν. Η εφεύρεση της ενθυλάκωσης επέτρεπε επίσης την περίφημη δομή του Ίντερνετ σε «ιεραρχικά επίπεδα», όπου οι λειτουργίες της επικοινωνίας διαχωρίζονται, επιτρέποντας έτσι στο δίκτυο να διαπραγματεύεται και να προσαρμόζεται με τα ειδικά τεχνικά πρότυπα που χρησιμοποιούν οι διάφορες συσκευές, μέσα και εφαρμογές. Ωστόσο, ας τονίσουμε ξανά, αυτή η ιδέα δεν γεννήθηκε προσχεδιασμένα, αλλά μέσα από τις πρακτικές ανάγκες επικοινωνίας μεταξύ διαφόρων ειδών δικτύων.
46
Αναλογιζόμενοι τη δομή του Ίντερνετ, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε την ομοιότητά της με άλλα αποκεντρωμένα συστήματα, όπως η ομοσπονδιακή σύσταση των ΗΠΑ. Οι ιδρυτές της αμερικανικής πολιτείας δεν είχαν άλλη επιλογή από το να λάβουν υπόψη τους το γεγονός πως πολλές Πολιτείες ήταν ήδη πολύ ισχυρές και ώριμες για να απεμπολήσουν την εξουσία τους υπέρ μίας κεντρικής κυβέρνησης. Η διαμόρφωση των δύο πρώτων Συνταγμάτων ήταν, λοιπόν, περιορισμένη –στην ουσία, υπερβολικά δεσμευμένη– από την απαίτηση να διατηρηθούν τα δικαιώματα των Πολιτειών, αν ήθελαν να υπάρχει κάποια ελπίδα αποδοχής τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ιδρυτές του Ίντερνετ ήταν αναγκασμένοι, όσο και αν σήμερα κρίνουμε θετικά το αποτέλεσμα, να εφεύρουν ένα πρωτόκολλο επικοινωνίας που θα λάμβανε υπόψη του τα υπάρχοντα διαφορετικά δίκτυα, στα οποία αυτοί είχαν ελάχιστη επιρροή. Ο Σερφ και ο Καν ακολούθησαν μία αρχή για το πρωτόκολλο του Ίντερνετ που βρισκόταν στον αντίποδα του «ένα σύστημα, ένα συμβόλαιο, εθνική εμβέλεια υπηρεσιών», της γνωστής ρήσης του Βέιλ. Εκεί που η ΑΤ&Τ είχε ενοποιήσει τις αμερικανικές επικοινωνίες, κατά τη δεκαετία του 1910, υποχρεώνοντας όλους να χρησιμοποιούν το ίδιο τηλεφωνικό σύστημα, οι ιδρυτές του Διαδικτύου διαμόρφωσαν μία μέθοδο που ανεχόταν τη διαφορετικότητα – μία πλατφόρμα επικοινωνίας που αναγνώριζε και αποδεχόταν την αυτόνομη λειτουργία των δικτύων που το αποτελούσαν. Εκτός των άλλων, το να κάνουν αυτό που είχε κάνει η Μπελ πενήντα χρόνια πριν, θα ήταν στην πραγματικότητα αδύνατο να επιτευχθεί, ακόμα και από μία πανίσχυρη εταιρεία όπως η ίδια η Μπελ. Και αυτό γιατί, από τη δεκαετία του
47
1960, τα πλεονεκτήματα των συγκεντρωτικών συστημάτων επικοινωνίας είχαν αρχίσει να αμφισβητούνται σοβαρά και σύντομα θα απορρίπτονταν.
Η αποκέντρωση Ο οικονομολόγος Τζον Μέυναρντ Κέυνς είχε πει κάποτε: «Όταν τα γεγονότα αλλάζουν, αλλάζω και εγώ γνώμη. Εσείς τι κάνετε, αγαπητέ;»7 Κανένας που ευαγγελίζεται τα πλεονεκτήματα του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, όπως τα πειράματα του σοβιετικού και του φασιστικού μοντέλου στην Ευρώπη, δεν θα μπορούσε να αποσιωπήσει το γεγονός πως αυτά έχουν περιορισμούς και παρενέργειες. Οι ίδιες ιδέες που είχαν εμπνεύσει τον Χένρυ Φορντ και τον Θήοντορ Βέιλ καθοδηγούσαν, στον χώρο της πολιτικής, τον Στάλιν και τον Χίτλερ. Έτσι, μια γενική απέχθεια για τη γενικότερη λογική του συγκεντρωτικού συστήματος είχε διαμορφωθεί εκ των πραγμάτων κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν ένας αυστριακός οικονομολόγος αυτός που θα διατύπωνε την πιο αμείλικτη κριτική, όχι μόνο του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, αλλά και της πλάνης των ιδεών του Φρέντερικ Τέυλορ, που αποτελούσαν τη βάση του. Ο Φρήντριχ Χάγιεκ, συγγραφέας του έργου Ο δρόμος προς τη δουλοπαροικία [The Road to Serfdom], είναι ο προστάτης άγιος των οπαδών του νεοφιλελευθερισμού γιατί επιτέθηκε και κατά του κρατισμού, υπό τη μορφή του σοσιαλισμού, αλλά και του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού γενικότερα.8 Γιατί αυτό που θεωρούσε επικίνδυνο στη συγκεντρωτική τάση του σοσιαλισμού ισχύει επίσης και για την καταδυναστευτική
48
δύναμη του εταιρικού μονοπωλίου. Ο Χάγιεκ θα συμφωνούσε με τον ισχυρισμό του Βέιλ, όπως και των σοβιετικών, έως ένα σημείο: ιδανικά, ο σχεδιασμός της οικονομίας θα περιόριζε τη χωρίς νόημα επανάληψη ενεργειών που προκαλείται από το αποκεντρωτικό σύστημα αποφάσεων. Αποτελεί, πράγματι, σπατάλη να υπάρχουν, για παράδειγμα, δύο βενζινάδικα σε μία διασταύρωση, και, υπό αυτήν την έννοια, όπως επέμενε και ο Βέιλ, τα μονοπώλια είναι περισσότερο αποδοτικά από τον ανταγωνισμό. Αλλά αυτό που εμποδίζει ένα μονοπώλιο και όλα τα συστήματα κεντρικού σχεδιασμού να επωφεληθούν από τη δυνητική αυτή αποδοτικότητα, κατά την άποψη του Χάγιεκ, ήταν η βασική αδυναμία τους να αντιληφθούν τους ανθρώπινους περιορισμούς. Με ευρεία πληροφόρηση, ένας κεντρικός σχεδιαστής θα μπορούσε να οργανώσει τον καλύτερο δυνατό συνδυασμό παραγωγικότητας, αλλά κανείς δεν μπορεί να ελπίζει πως θα έχει όλα τα αναγκαία στοιχεία τοπικής, περιφερειακής και εθνικής εμβέλειας ώστε να προχωρά κάθε φορά στη σωστή απόφαση. Όπως έγραφε ο Χάγιεκ: Εάν έχουμε όλη τη σχετική πληροφόρηση, εάν μπορούμε να ξεκινήσουμε από ένα προσχεδιασμένο σύνολο επιλογών και εάν διαθέτουμε πλήρη γνώση των διαθέσιμων μέσων, τότε το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ξεκάθαρα ζήτημα λογικής. […] Ωστόσο, αυτό δεν είναι η κατάσταση της οικονομίας που αντιμετωπίζει η κοινωνία. […] Τα «δεδομένα» με τα οποία προσπαθούμε να πάρουμε αποφάσεις δεν καλύπτουν ταυτόχρονα όλη την κοινωνία, ούτε είναι διαθέσιμα σε κάποιον ώστε να υπολογίσει τις αλληλοεπιδράσεις, ούτε μπορεί ποτέ να είναι αυτό δυνατό.9
49
Αυτή η απόρριψη του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού που άρχισε από τη δεκαετία του 1960 δεν περιοριζόταν μόνο σε όσους είχαν συντηρητικές απόψεις. Ουσιαστικά, οι πιο εμβληματικές φιλελεύθερες διάνοιες της περιόδου ανακάλυπταν ξανά την αγάπη τους για πρακτικά, μη κεντρικά οργανωμένα συστήματα. Ένας άλλος Αυστριακός, ο πολιτικός επιστήμονας Λέοπολντ Κορ, στη δεκαετία του 1950, αφιέρωσε τη ζωή του κατά των αυτοκρατοριών, των τεράστιων εθνών και καθετί μεγάλου γενικότερα. Όπως έγραψε: Από ό,τι φαίνεται, υπάρχει μία μόνο αιτία πίσω από κάθε κοινωνική δυστυχία: το μεγάλο μέγεθος. Αν και ακούγεται υπεραπλουστευτικό, θα δεχτούμε ευκολότερα την ιδέα αν αναλογιστούμε πως το μεγάλο μέγεθος είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα κοινωνικό πρόβλημα. […] Οποτεδήποτε κάτι πάει στραβά, κάτι είναι πολύ μεγάλο.10
Ο οικονομολόγος Ε. Σουμάχερ, και μαθητής του Κορ, έγραψε το 1973 το έργο Το μικρό είναι ωραίο: τα οικονομικά όπου μετράει ο Άνθρωπος [Small Is Beautiful: Economics As If People Mattered], όπου ανάπτυξε την ιδέα της «επάρκειας» και της αειφόρου ανάπτυξης.11 Η Τζέιν Τζέικομπς, η μεγάλη θεωρητικός της πολεοδομίας, εξέφρασε, όπως ο Χάγιεκ, μία εξίσου προκλητική περιφρόνηση για τον συγκεντρωτικό σχεδιασμό και η καταδικαστική της γνώμη βασίζεται στην εγγενή παραμέληση της ανθρώπινης φύσης κατά την εφαρμογή του. Στο κλασικό της έργο Ο θάνατος και η ζωή των μεγάλων αμερικανικών πόλεων [The Death and Life of Great American Cities], η Τζέικομπς βασίζεται στα προ-
50
σωπικά της συμπεράσματα και βιώματα, περπατώντας σε διάφορες πόλεις και νεόδμητους οικισμούς ώστε να κρίνει γιατί οι μεγαλόσχημοι πολεοδόμοι, όπως ο Ρόμπερτ Μόζες, έσφαλαν στη σύλληψη των ιδεών τους.12 Δεν είχαν αντιληφθεί, πόσο μάλλον εκτιμήσει, την πρακτική λογική που έχουν οι γειτονιές στην πόλη, λογική που μόνο κινούμενος με τα πόδια την αποκτάς. Όλοι αυτοί οι διανοητές ήταν αντίθετοι με οτιδήποτε μεγάλης κλίμακας και πρότειναν περισσότερη ταπεινότητα για την αναπόφευκτη άγνοια που ο καθένας μας έχει. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως όλα τα στοιχεία μιας δυναμικής αγοράς, ούτε να αξιολογήσει το πραγματικό κόστος της διέλευσης μεγάλου όγκου αυτοκινήτων από γειτονιές της Νέας Υόρκης που για αιώνες είχαν αναπτυχθεί οργανικά. Καταδίκαζαν αυτήν τη φθίνουσα πλέον πίστη στην ανθρώπινη τελειότητα ή την επιστημονική οργάνωση της εργασίας που κήρυττε ο Τέυλορ, τον «μοναδικό σωστό δρόμο».13 Οι πόλεις, όπως και οι αγορές, έχουν μια ανεξιχνίαστη και ιδιαίτερη λογική που δεν μπορεί να τη συλλάβει εύκολα το ανθρώπινο μυαλό, αλλά που αξίζει τον σεβασμό. Άρχισε να φαίνεται πως το ίδιο ίσως συνέβαινε και στα συστήματα πληροφοριών. *** Ενώ ο σχεδιασμός του Ίντερνετ είχε προκύψει εξ ανάγκης, κατά τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της επόμενης, οι δημιουργοί του άρχισαν να αντιλαμβάνονται τα πλεονεκτήματά του. Η επίγνωσή τους αυξήθηκε όταν άρχισαν να κατανοούν τι θα έπρεπε να διαθέτει ένα παγκόσμιο σύστημα ώστε να είναι λειτουργικό, εξελισσόμενο και αναπτυσ-
51
σόμενο με έναν πρακτικό τρόπο. Στην τελευταία δοκιμαστική έκδοση του πρωτόκολλου TCP, ο Γιον Πόστελ, από τους ιδρυτές του Διαδικτύου, πρόσθεσε το παρακάτω ρητό: Να είστε συντηρητικοί σε ό,τι κάνετε. Να είστε φιλελεύθεροι σε ό,τι δεχόσαστε από τους άλλους.14 Ίσως να φαίνεται παράξενο ότι μία τέτοια φιλοσοφική, ίσως και πνευματική, αρχή είχε υπεισέλθει στην αρχιτεκτονική του Ίντερνετ αλλά, από την άλλη, ο σχεδιασμός δικτύων, όπως κάθε σχεδιασμός, μπορεί να θεωρηθεί ως εφαρμοσμένη ιδεολογία και το Ίντερνετ είχε όλα τα χαρακτηριστικά της αντίθεσης προς καθετί μεγάλο, αντίθεση που χαρακτήριζε εκείνη την περίοδο. Λίγο αργότερα, τρεις καθηγητές της επιστήμης των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο Ντέιβιντ Ρηντ, ο Ντέιβιντ Κλαρκ και ο Τζερόμ Σάλτσερ, θα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τι έκανε το Ίντερνετ τόσο ξεχωριστό και πανίσχυρο. Σε ένα καθοριστικό κείμενο, το 1984, «Από άκρο σε άκρο: επιχειρήματα για τον σχεδιασμό συστημάτων» [«End-to-End Arguments in System Design»], παρέθεταν τα επιχειρήματά τους για τις τεράστιες δυνατότητες που είναι εγγενείς στην αποκεντρωτική διαδικασία αποφάσεων – προσφέροντας έτσι την εξουσία στους χρήστες (στα «άκρα»).15 Το ίδιο το δίκτυο (το «μέσον») πρέπει, όπως επέμεναν, να μην ειδικευτεί σε καμία διαδικασία όσο είναι δυνατόν, ώστε να υπηρετεί τα «άκρα» με κάθε τρόπο που αυτά θα φανταστούν.* Τι άλλο είναι αυτές οι αντιλήψεις αν όχι η μεταφορά των επιχειρημάτων του Χάγιεκ, της Τζέικομπς, του Κορ και του Σουμάχερ στο πεδίο της επιστήμης των υπολογιστών; Αν και δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι οι πρωτοπόροι του Διαδικτύου, κατά τη δεκαετία του 1970, ήταν υποστηρικτές
52
αυτών των διανοητών, δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτό ήταν το γενικότερο ιδεολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν, όπως, βέβαια, και όλος ο κόσμος. Η υλοποίηση του Ίντερνετ ταυτόχρονα με την ιδεολογική αντίδραση κατά της εξουσίας κεντρικού σχεδιασμού το κατέστησε ένα δημιούργημα της εποχής του. *** Το 1982 ο Βιντ Σερφ και οι συνεργάτες του κυκλοφόρησαν ηλεκτρονικά μία σπάνια εντολή, με βάση την περιορισμένη δύναμη ελέγχου που είχαν επί της δημιουργίας τους. «Αν δεν εφαρμόσετε το πρωτόκολλο TCP/IP, θα αποβληθείτε από το Δίκτυο».16 Αυτό ήταν το τελεσίγραφο που πράγματι έθεσε σε κίνηση το Ίντερνετ, καθώς τα διάφορα συστήματα υπολογιστών σε όλο τον κόσμο συνδέθηκαν μεταξύ τους. Όπως συμβαίνει με πολλά νέα πράγματα, αυτό που υπήρξε στην αρχή ήταν πιο εντυπωσιακό στη σύλληψή του από την πρακτική του ωφέλεια, αλλά όπως συνήθως ήταν ο ανθρώπινος παράγοντας που έκανε τη διαφορά. Όσοι είχαν συνδεθεί μπορούσαν ξαφνικά να στέλνουν ηλεκτρονικά μηνύματα, να συζητούν θέματα με τους συναδέλφους τους, να είναι πολίτες μίας νέας κοινότητας. Το Ίντερνετ της δεκαετίας του 1980 ήταν μυστήριο και μαγικό, σαν μία μυστική λέσχη μόνο για εκείνους που μπορούσαν να την κατανοήσουν. Τι ήταν στην ουσία το Ίντερνετ το 1982; Σίγουρα δεν είχε καμία σχέση με αυτό που καταλαβαίνουμε ως Ίντερνετ σήμερα. Δεν υπήρχε ο Παγκόσμιος Ιστός, ούτε το Yahoo!, το Google ή το Facebook. Τότε ήταν ένα Διαδίκτυο μόνο για επικοινωνία κειμένου και προφορικών μηνυμάτων. Πιο σημαντικό
53
ακόμα, δεν είχε γίνει το μαζικό μέσο που έχουμε γνωρίσει. Τότε συνδεδεμένοι ήταν μόνο οι μεγάλοι υπολογιστές στα πανεπιστήμια και τις κυβερνητικές οργανώσεις, ενώ χρησιμοποιούσε κυρίως τις υπεραστικές γραμμές της ΑΤ&Τ με ενοίκιο (συμπληρωματικά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση άρχισε να κατασκευάζει τις δικές της δικτυακές γραμμές το 1986, το NFSNΕΤ). Παρότι το Διαδίκτυο είχε διανύσει ήδη πολύ δρόμο από τη σύλληψή του, μια διαφορετικού είδους επανάσταση θα χρειαζόταν για να διαδοθεί ευρέως στο κοινό. Αυτή η μεταμόρφωση, λιγότερο τεχνολογικής και περισσότερο βιομηχανικής κλίμακας, θα έπαιρνε μία ακόμη δεκαετία. Μέχρι να μικρύνουν σε μέγεθος οι υπολογιστές και να διατίθενται για προσωπική χρήση.
54
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
55
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
* Χρησιμοποιώ τις ονομασίες «εταιρεία Μπελ» και «AT&T» εναλλάξ στο παρόν βιβλίο. Η Bell Company ιδρύθηκε από τον Αλεξάντερ Μπελ και τους χρηματοδότες του το 1877. Η American Telephone and Telegraph Company (AT&T) δημιουργήθηκε το 1884 ως θυγατρική της Μπελ στον τομέα των υπεραστικών τηλεφωνικών κλήσεων. Το 1903, μετά από αναδιοργάνωση, η ΑΤ&Τ αναδείχθηκε σε μητρική εταιρεία μίας δωδεκάδας άλλων θυγατρικών εταιρειών της Μπελ, όπως η Northeastern Bell και η Atlantic Bell, που εξυπηρετούσαν τοπικές αγορές. Αυτή η βασική δομή διατηρήθηκε έως τη διάλυση της εταιρείας το 1984.
οι τεχνικές προδιαγραφές του τηλεφώνου του είναι σχεδόν απαράλλακτες με αυτές που περιγράφονται στην ευρεσιτεχνία του Γκρέυ. Από την άλλη πλευρά, ο Μπελ υπήρξε αναμφίβολα ο πρώτος που κατασκεύασε ένα λειτουργικό τηλέφωνο, αν και δεν ήταν ακόμη έτοιμο προς παρουσίαση ώστε να πάρει την άδεια. Ένα τελευταίο αποδεικτικό στοιχείο κατά του Μπελ είναι η κατάθεση του Ζίνας Γουίλμπουρ, του εξεταστή ευρεσιτεχνιών, ο οποίος παραδέχτηκε πως δωροδοκήθηκε έναντι 100 δολαρίων για να αποκαλύψει τα σχέδια του Γκρέυ σε έναν από τους δικηγόρους του Μπελ (εφημ. New York Times, 22 Μαΐου 1886).
* Έκτοτε πολλά βιβλία έχουν ασχοληθεί με το ερώτημα ποιος πραγματικά εφηύρε το τηλέφωνο. Η πλειονότητα των μελετητών δεν υποστηρίζει την υποψηφιότητα του Μπελ, αν και έτσι οδηγεί κάθε αναθεωρητή σε ένα πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα. Το πλέον καταδικαστικό γεγονός για τον Μπελ είναι πως
** Ατυχώς για τον Ντρόουμπο, τέσσερεις δικαστές δεν βρήκαν την κατάθεσή του και αυτές των εβδομήντα μαρτύρων αξιόπιστες, έτσι η αγωγή απορρίφθηκε. Ο μειοψηφών δικαστής όμως κατηγόρησε τους πλειοψηφούντες πως συντάχτηκαν με τον Μπελ, ουσιαστικά λόγω της φήμης του. «Είναι απολύτως
56
φυσικό ο κόσμος να υποστηρίζει αυτόν που έχει ήδη περίοπτη κοινωνική θέση… Θεωρείται απίστευτο πώς μία τόσο μεγάλη ανακάλυψη θα μπορούσε να γίνει από έναν απλό μηχανικό και όχι από έναν διακεκριμένο επιστήμονα και εφευρέτη». *Σε αυτόν τον πόθο για οικιακό τηλέγραφο μπορεί να εντοπίσει κανείς τον πρώτο δειλό προάγγελλο αυτού που κάποια ημέρα θα ανθούσε ως ηλεκτρονικό ταχυδρομείο [email] και τηλεφωνικά κειμενο-μηνύματα [text messages]. * Όλο αυτό ίσως κάνει τον Σουμπέτερ να μοιάζει με ήρωα των ριζοσπαστών της ελεύθερης αγοράς, αλλά στην ουσία ο ίδιος δεν χώραγε εύκολα σε καλούπια. Στο διασημότερο έργο του, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία [Capitalism, Socialism and Democracy], που εκδόθηκε το 1942, σε κάποιο μέρος του φαίνεται πως αποκηρύσσει τις αγορές και επαινεί τον σοσιαλισμό. Εγκωμιάζει τον Μαρξ και ανα-
ρωτιέται: «Μπορεί να επιβιώσει ο καπιταλισμός;» Η απάντησή του είναι: «Όχι. Δεν νομίζω πως μπορεί». Φαίνεται παράδοξο μάλλον πώς ένας ήρωας του καπιταλισμού εγκωμίαζε τον Μαρξ και προφήτευε την επιτυχία του σοσιαλισμού. Όπως συμβαίνει όμως και στην τελική πράξη του έργου του Σαίξπηρ Το ημέρωμα της στρίγγλας, η απλή ανάγνωση του κειμένου είχε στενοχωρήσει ιδιαίτερα τους θαυμαστές του. Τώρα, αν ο πραγματικός σκοπός του Σουμπέτερ ήταν να εγκωμιάσει ή να θάψει τον καπιταλισμό, ή, χειρότερα ακόμη, να αφήσει το κύριο σημείο του βιβλίου τόσο διεστραμμένα θολό, αυτό αποτελεί ένα δείγμα της αλλοπρόσαλλης φύσης του ανδρός. 1. Η περιγραφή της δεξίωσης περιγράφεται στο «Voice Voyages by the National Geographic Society: A Tribute to the Geographical Achievements of the Telephone», National Geographic XXIX (Μάρτιος 1916): 296-326. Άλλη μία αναφορά γίνεται στη βιογραφία
57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
του Βέιλ που έγραψε ο Albert Bigelow Paine, Theodore N. Vail: A Biography (Νέα Υόρκη: Harper & Brothers, 1921). 2. Alan Stone, How America Got Online (Νέα Υόρκη: M. E. Sharpe, 1997), 27· Annual Report of the American Telephone and Telegraph for 1910 (Νέα Υόρκη, 1911), σ. 34· Albert Bigelow Paine, In One Man’s Life: Being Chapters from the Personal and Business Career of Theodore N. Vail (Νέα Υόρκη: Harper & Bros., 1921), σ. 213-214, και στο Allan L. Benson, «The Wonderful New World Ahead of Us», The Cosmopolitan (Φεβρουάριος 1911): 294 και 302. 3. Nikola Tesla, «The Transmission of Electrical Energy Without Wires», Electrical World and Engineer, 1904. Τα λόγια του Ντ. Γκρίφιθ αναφέρονται στο Richard Dyer MacCann, The First Film Makers (Μέτουτσεν, Νιου Τζέρσεϋ: Scarecrow Press, 1989), σ. 5., Sloan Foundation, On the
58
Cable (1971). Ο Jackson, χαρακτήρας του έργου του Tom Stoppard, κάνει αυτήν την παρατήρηση και μετά προσθέτει με πάθος «Ο ηλεκτρισμός θα αλλάξει τα πάντα! Τα πάντα!», βλ. Tom Stoppard, The Invention of Love (Νέα Υόρκη: Grove Press, 1998), σ. 53.
1. Υπάρχουν πολλές χρήσιμες ιστορίες για την εταιρεία Μπελ και την ΑΤ&Τ. Για την περίοδο πριν από το 1984 βλ. τις παρακάτω: Herbert Newton Casson, The History of the Telephone (Σικάγο: A. C. McClurg, 1910), σ. 24-25· N. R. Danielian, AT&T: The Story of Industrial Conquest (Νέα Υόρκη: Vanguard, 1939)· Arthur Page, The Bell Telephone System (Νέα Υόρκη: Harper & Brothers, 1941)· Horace Coon, American Tel & Tel: The Story of a Great Monopoly (Νέα Υόρκη: Books for Libraries Press, 1939)· Sonny Kleinfeld, The Biggest Company on Earth: A Profile of AT&T (Νέα Υόρκη: Holt, Rinehart, and Winston, 1981)· John Brooks, Telephone: The First One Hundred Years (Νέα Υόρκη: Harper & Row, 1976). 2. William W. Fisher III, «The Growth of Intellectual Property: A History of the Ownership of Ideas in the United States», στο Intellectual Property Rights: Critical Concepts in Law 83,
David Vaver (επιμ.), τόμ. I, (Νέα Υόρκη: Routledge, 2006). 3. Η διαμάχη για το ποιος εφηύρε το τηλέφωνο έχει δημιουργήσει μία μικρή βιομηχανία εκδόσεων, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων τόμων τα τελευταία 10 χρόνια. Η αρχή έγινε με το άρθρο «How Gray Was Cheated», New York Times, Μάιος 22, 1886· βλ. επίσης A. Edward Evenson, The Telephone Patent Conspiracy of 1876: The Elisha Gray – Alexander Bell Controversy (Τζέφερσον, Βόρεια Καρολίνα: McFarland, 2000)· Burton H. Baker, The Gray Matter: The Forgotten Story of the Telephone (Σαιντ Τζόζεφ, Μιζούρι: Telepress, 2000)· Seth Shulman, The Telephone Gambit (Νέα Υόρκη: W. W. Norton, 2008)· Tony Rothman, Everything’s Relative (Χομπόκεν, Νιου Τζέρσεϋ: Wiley, 2003). Για την πλήρη περιγραφή της περίπτωσης του Ντροουμπάου, βλ. Dolbear v. American Bell Tel. Co., 126 U.S. 1 (1888).
59
4. Malcolm Gladwell, «In the Air», New Yorker, Μάιος 12, 2008. Ο Γκλάντγουελ διερευνά αυτά τα θέματα περισσότερο στο Outliers: The Story of Success (Νέα Υόρκη· Little, Brown, 2008). 5. Clayton M. Christensen, The Inventor’s Dilemma: The Revolutionary Book That Will Change the Way You Do Business. 6. Βλ. Casson, όπ.π., σημ. 1, σ. 24-25. 7. Βλ. Evenson, όπ.π., σημ. 3, σ. 65. 8. Joseph A. Schumpeter, The Theory of Economic Development: An Inquiry into Profits, Capital, Credit, Interest, and the Business Cycle (Νιου Μπρουνσβάικ, Νιου Τζέρσεϋ: Transaction Publishers, 1983), σ. 84 και 86. 9. Μία περιγραφή αυτής της πρώτης επιτυχημένης τηλεφωνικής επικοινωνίας βρίσκεται
60
στο Charlotte Gray, Reluctant Genius: Alexander Graham Bell and the Passion for Invention (Νέα Υόρκη: Arcade, 2006), σ. 123-124. 10. Μία εξιστόρηση της σχέσης του Associated Press με τη Western Union και την επιρροή των μεταδιδόμενων νέων μέσω του τηλέγραφου μπορεί να βρεθεί στο Menahem Blondheim, News Over the Wires: The Telegraph and the Flow of Public Information in America, 1844-1897 (Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard University Press, 1994). 11. Το κείμενο αυτού του διαφημιστικού παρουσιάζεται από τον Brooks, όπ.π., σημ. 1, σ. 60. 12. Σύμφωνα με κάποιες αμφιλεγόμενες αναφορές, ο Όρτον απλώς χαμογέλασε όταν του προσφέρθηκαν οι πατέντες της Μπελ και ρώτησε εύθυμα: «Τι να το κάνει η εταιρεία μας ένα ηλεκτρικό παιχνίδι;» Αυτή η συνομιλία αναφέρεται από τον Casson, όπ.π., σημ. 1, σ. 58-59.
13. Όπως περιγράφεται από τον ιστορικό Τζον Μπουκς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου φαίνεται πως «η ασφυκτική κατοχή της Western Union [στη βιομηχανία της επικοινωνίας] άρχισε να γίνεται θανατηφόρα», βλ. Brooks, όπ.π., σημ. 1, σ. 70. 14. Jonathan Zittrain, The Future of the Internet – And How to Stop It (Νιου Χέιβεν: Yale University Press, 2008), σ. 106. 15. Η κατάθλιψη του Μπελ και ο εγκλεισμός σε νοσοκομείο αναφέρεται από τον Casson, όπ.π., σημ. 1, σ. 74.
2006) (1942). Για περισσότερα βλ. Robert Loring Allen, Opening Doors: The Life and Work of Joseph Schumpeter, Volume One – Europe (Νιου Μπραουνσβάικ, Νιου Τζέρσεϋ: Transaction Publishers, 1991). Για την περιπετειώδη ζωή του βλ. Richard Swedberg, Schumpeter: A Biography (Πρίνστον, Νιου Τζέρσεϋ: Princeton University Press, 1991)· Thomas K. McCraw, Prophet of Innovation: Joseph Schumpeter and Creative Destruction (Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: Belknap Press, 2007).
16. Οι ιδέες του Σουμπέτερ κατέχουν κεντρική θέση στο παρόν βιβλίο και δύο από τα έργα του είναι ιδιαίτερα σημαντικά: The Theory of Economic Development (βλ. Schumpeter, όπ.π., σημ. 8) και Joseph A. Schumpeter, Capitalism, Socialism, and Democracy (Νέα Υόρκη: Routledge,
61
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
* Πολύ αργότερα, κατά τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η φράση «ουδετερότητα του Διαδικτύου» θα γινόταν η κωδική φράση των ιδρυτικών αρχών του νέου μέσου. Το ιδανικό της ουδετερότητας καταδεικνύει την πρόθεση του δικτύου να διαχειρίζεται ισότιμα ό,τι μεταφέρει, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του αρχείου ή την ταυτότητα του χρήστη. Στο ίδιο πνεύμα με την αρχή «από άκρο σε άκρο», η αρχή της ουδετερότητας υποστηρίζει πως οι σημαντικές αποφάσεις τού πώς θα χρησιμοποιείται το Ίντερνετ είναι καλύτερα να λαμβάνονται από τα «άκρα» του και όχι από τον μεταφορέα των πληροφοριών. 1. Ο Τσάμενχοφ πρωτοδημοσίευσε την ιδέα του για μια διεθνή γλώσσα το 1889. Ludwik Ł. Zamenhof, La Lingvo Internacia (Korn, 1889). Ο Τσάμενχοφ εισήγαγε τη γλώσσα που έγινε γνωστή ως Εσπεράντο στους Αμερικανούς στο άρθρο L. Ł. Zamenhof, «What Is Esperanto?», North American Review 184: 606 (4.1.1907):
62
15–21. Για περισσότερες γενικές πληροφορίες επί του θέματος, βλ. Peter G. Forster, The Esperanto Movement (Χάγη: Mouton Publishers, 1982). 2. Τα πρώιμα κείμενα του Τσάμενχοφ διαθέτουν πολύ ιδεαλισμό και ελπίδα. Ludwik Ł. Zamenhof, An Attempt Towards an International Language, trans. Henry Phillips (Νέα Υόρκη: Henry Holt, 1889), σ. 5. 3. Το κίνημα για την υιοθέτηση της Εσπεράντο στην Κίνα ήταν ιδιαίτερα ισχυρό, βλ. Gerald Chan, «China and the Esperanto Movement», Australian Journal of Chinese Affairs 15 (Ιανουάριος 1986): 1–18. 4. Ο Βίντον Σερφ έχει ανακηρυχτεί αντιπρόεδρος και κύριος ευαγγελιστής του Ίντερνετ στην εταιρεία Google Inc. Οι απόψεις που αναφέρονται προέρχονται από μία συνέντευξη με τον συγγραφέα τον Ιούνιο του 2008.
5. Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από την ΑΤ&Τ κατά την περίοδο της σύλληψης του Ίντερνετ, βλ. το βιβλίο των Christopher H. Sterling – Phyllis Bernt – Martin B. H. Weiss, Shaping American Telecommunications: A History of Technology, Policy, and Economics (Νέα Υόρκη: Routledge, 2006)· και για το πώς ο Βιντ Σερφ, ο Ρόμπερτ Καν και ο Ρόμπερτ Μέτκαφ [Robert Metcalf] συνδιαλέχθηκαν με την ΑΤ&Τ AT&T, βλ. τα αλφαβητικά λήμματα στον συλλογικό τόμο Laura Lambert κ.ά. The Internet: A Historical Encyclopedia, τόμ. 2 (Νέα Υόρκη: MTM Publishing, 2005). 6. Βλ. «A Protocol for Packet Network Intercommunication» στον συλλογικό τόμο Jeremy M. Norman (επιμ.), From Gutenberg to the Internet: A Sourcebook on the History of Information Technology (Νοβάτο, Καλιφόρνια: historyofscience.com, 2005),
σ. 871-890. 7. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Alfred L. Malabre, Jr., Lost Prophets: An Insider’s History of the Modern Economists (Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard Business Press, 1994), σ. 220. 8. Βλ. Friedrich A. Hayek, The Road to Serfdom (Λονδίνο: George Routledge & Sons, 1944). 9. Το παράθεμα προέρχεται από το έργο του Friedrich A. Hayek, Individualism and Economic Order (Σικάγο: University of Chicago Press, 1948), σ. 77. 10. Βλ. Leopold Kohr, The Breakdown of Nations (Λονδίνο: Routledge & Paul, 1957), σ. ix. 11. Η ιδέα της «επάρκειας» του Σουμπέτερ προήλθε από τις μελέτες του φαινομένου που αποκαλούσε «οικονομικά του βουδισμού». Βλ. Ernst F. Schumacher, Small Is Beautiful: Economics As If People Mattered (Νέα Υόρκη: Harper & Row, 1973).
63
12. Βλ. Jane Jacobs, The Death and Life of Great American Cities (Νέα Υόρκη: Vintage Books, 1961). 13. Βλ. Frederick W. Taylor, The Principles of Scientific Management (Νέα Υόρκη: Harper & Bros., 1911).
ήσουν πλέον το NCP και έτσι έγινε δυνατή η σύνδεση όλων μέσω του TCP/IP. Βλ. Jane Abbate, Inventing the Internet (Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη: MIT Press, 1999), σ. 141.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
14. Ο Γιον Πόστελ το αναφέρει στο «Robustness Principle», Section 2.10 του Transmission Control Protocol (Ιανουάριος 1980), αναρτημένο στον ιστότοπο: http://tools.ietf.org/html/ rfc761#section-2.10. 15. Αυτή η εργασία ανακοίνωσε την καινοτόμο σχεδιαστική αρχή «από άκρο σε άκρο». J. H. Saltzer – D. P.Reed – D. D. Clark, «End-to-End Arguments in System Design», ACM Transactions on Computer Systems (TOCS) 4, τόμ. 2, (Νοέμβριος 1984): 277-288.
16. Μετά την 1η Ιανουαρίου 1983 οι χρήστες του ARPANET δεν μπορούσαν να χρησιμοποι-
64
65
Α
Άιζακσον, Γουόλτερ (Isaacson, Walter) Άλεν, Γούντυ (Allen, Woody) Άλι , Μοχάμεντ (Ali, Muhammad) Άμπραμς, Χίραμ (Abrams, Hiram) Άμστρονγκ, Έντγουιν (Armstrong, Edwin) Άντερσον, Κρις (Anderson, Chris) Άντριους, Τζούλι (Andrews, Julie) Αουλέτα, Κεν (Auletta, Ken) Άρνολντ, Θούρμαν (Arnold, Thurman) Άροου, Κένεθ (Arrow, Kenneth)
B
Βαλέντι, Τζακ (Valenti, Jack) Βέιλ, Θήοντορ (Vail, Theodore)
Γ
Γκαίμπελς, Γιόσεφ (Goebbels, Joseph) Γκάμπλερ, Νηλ (Gabler, Neal) Γκέιτς, Μπιλ (Gates, Bill) Γκίφορντ, Γουόλτερ (Gifford, Walter) Γκλάντγουελ, Μάλκολμ (Gladwell, Malcolm) Γκολντγουότερ, Μπάρυ (Goldwater, Barry) Γκόλντσμιθ, Άλφρεντ (Goldsmith, Alfred N.) Γκόλντσμιθ, Τζακ (Goldsmith, Jack)
66
Γκορ, Αλ (Gore, Al) Γκουάνζχονγκ, Λούο (Guanzhong, Luo) Γκουλντ, Τζέυ (Gould, Jay) Γκράχαμ, Γουίλις (Graham, Willis) Γκράχαμ, Κάθριν (Graham, Catharine) Γκρέημπλ, Μπέτυ (Grable, Betty) Γκρέυ, Ελίσα (Gray, Elisha) Γκρην, Χάρολντ (Greene, Harold H.) Γκρίσγουολντ, Α.Χ. (Griswold, A. H.) Γκρίμελμαν, Τζέημς (Grimmelmann, James) Γκρίφιθ, Ντέηβιντ (Griffith, D. W.) Γουάιτ, Άντριου (White, J. Andrew) Γουάιτ, Σάμιουελ (White, Samuel S.) Γουάιτχεντ, Κλέυ (Whitehead, Clay) Γουάλας, Άλφρεντ Ράσελ (Wallace, Alfred Russel) Γουάλσον, Τζον (Walson, John) Γουάτσον, Τόμας (Watson, Thomas) Γουεϊνστάιν, Μπομπ (Weinstein, Bob) Γουεϊνστάιν, Χάρβεϋ (Weinstein, Harvey) Γουέστ, Μέη (West, Mae) Γουίλμπουρ, Ζίνας (Wilbur, Zenas F.) Γουίλσον, Γούντροου (Wilson, Woodrow) Γουίντερ, Σίντνεϋ (Winter, Sidney)
Γουίτ, Ρικ (Whitt, Rick) Γουίτακερ, Έντουαρντ (Whitacre, Edward, Jr.) Γούλεϋ, Σκότ (Woolley, Scott) Γούντγουαρντ, Ρόμπερτ (Woodward, Robert) Γουόκεν, Κρίστοφερ (Walken, Christopher) Γουόλτον, Σαμ [Walton, Sam] Γουόρεν, Ερλ (Warren, Earl) Γουόρνερ, Σαμ (Warner, Sam) Γουόρνερ, Τζακ (Warner, Jack) Γουόρνερ, Χάρυ (Warner, Harry) Γουόζνιακ, Στηβ (Wozniak, Steve)
Δ
Δαρβίνος, Κάρολος (Darwin, Charles)
Ε
Έισνερ, Μάικλ (Eisner, Michael) Ένγκελμπαρτ, Ντάγκλας (Engelbart, Douglas) Έντισον, Τόμας (Edison, Thomas) Επστάιν, Έντουαρντ Τζέυ (Epstein, Edward Jay) Έρικσον, Μάρκαμ (Erickson, Markham)
Ζ
Ζβορύκιν, Βλάντιμιρ (Zworykin, Vladimir) Ζιτρέν, Τζόναθαν (Zittrain, Jonathan)
Η
Ήστμαν, Κόντακ (Eastman Kodak)
Ι
Ίμελτ, Τζεφ (Immelt, Jeff) Ίνις, Χάρολντ (Innis, Harold)
Κ
Κάελ, Πωλίν (Kael, Pauline) Κάμπφερτ, Βάλντεμαρ (Kaempffert, Waldemar) Καν, Ρόμπερτ (Kahn, Robert) Κάρελ, Στηβ (Carell, Steve) Κάρνεγκι, Άντριου (Carnegie, Andrew) Κάρεϋ, Τζιμ (Carrey, Jim) Καρπεντιέ, Ζωρζ [Carpentier, Georges], Κάρτερ, Τζίμυ (Carter, Jimmy) Κάσπαρ, Μαρκ [Caspar, Mark] Κατράλ, Κιμ (Cattrall, Kim) Κέις, Στηβ (Case, Steve) Κέισον, Χέρμπερτ (Casson, Herbert N.) Κέμπφερτ, Γουόλντεμαρ (Kaempffert, Waldemar) Κένεντυ, Τζερεμάια (Kennedy, Jeremiah) Κένεντυ, Τζον (Kennedy, John F.) Κέυνς, Τζον Μέυναρντ (Keynes, John Maynard) Κίνσλεϋ, Μάικλ (Kinsley, Michael) Κλάιν, Ρόναλντ (Kline, Ronald) Κλέιν, Μπέντζαμιν (Klein, Benjamin) Κλέιν, Μαρκ (Klein, Mark) Κοζάρσκι, Ρίτσαρντ (Koszarski,
67
Richard) Κόεν, Ήθαν Τζέσι (Coen, Ethan Jesse) Κόεν, Τζόελ Ντέιβιντ (Coen, Joel David) Κολ, Στηβ (Coll, Steve) Κόπολα, Φράνσις Φορντ (Coppola, Francis Ford) Κορ, Λίοπολντ (Kohr, Leopold) Κουίγκλεϋ, Μάρτιν (Quigley, Martin) Κουρνό, Αντουάν (Cournot, Antoine Augustine]) Κράμερ, Λάρυ (Kramer, Larry) Κράνταλ, Ρόμπερτ (Crandall, Robert) Κράους, Ρέιμοντ (Kraus, Raymond) Κράουφορντ, Μάθιου (Crawford, Matthew) Κρίστενσεν, Κλέυτον [Christensen, Clayton] Κρόνκαϊτ, Γουόλτερ (Cronkite, Walter)
Λ
Λάζαρους, Έντυ (Lazarus, Eddie) Λάιμπνιτζ, Γκόντφριντ Βίλχελμ [Leibnitz, Gottfried Wilhelm] Λασάλ, Μικ (LaSalle, Mick) Λάσκυ, Τζέσε (Lasky, Jesse) Λάτσκε, Πωλ (Latzke, Paul) Λάυον, Μάθιου (Lyon, Matthew) Λαφούντ, Χένρυ (Lafount, Henry) Λεβίνσκυ, Μόνικα (Lewinsky, Monica) Λέμλε, Καρλ (Laemmle, Carl) Λέσιγκ, Λόρενς (Lessig, Law-
68
rence) Λέσινγκ, Λόρενς (Lessing, Lawrence) Λεβάιν, Τζέραλντ (Levin, Gerald) Λικλίντερ, Τζ. (Licklider, J. C. R.) Λιμπερτέλι, Κρις (Libertelli, Chris) Λίνκολν, Αβραάμ (Lincoln, Abraham) Λίντσεϋ, Τζον (Lindsay, John V.) Λίπμαν, Γουόλτερ (Lippmann, Walter) Λοκ, Τζον (Locke, John) Λόου, Άρτσιμπαλντ (Low, Archibald M.) Λορ, Στηβ (Lohr, Steve) Λορντ, Ντάνιελ (Lord, Daniel) Λυμιέρ, Λουί (Lumière, Louis) Λύντς, Σ.Α. (Lynch, S. A.)
Μ
ΜακΚάρθυ, Τζόζεφ (McCarthy, Joseph) ΜακΚουίστον, Τζ. (McQuiston, J. C.) ΜακΝτόναλντ, Γιουτζήν (McDonald, Eugene) ΜακΣλάροου, Κάιλ (McSlarrow, Kyle) ΜακΤσέσνεϋ, Ρόμπερτ (McChesney, Robert) Μάο Τσε Τουγκ Μάιερς, Άμπραμ (Myers, Abram) Μάινερ, Ριτς (Miner, Rich) Μαρκόνι, Γκουλιέλμο (Marconi, Guglielmo) Μάρκοφ, Τζον (Markoff, John)
Μάροου, Έντουαρντ (Murrow, Edward R.) Μάρτιν, Γ. (Martin, W. H.) Μελιές, Ζορζ (Méliès, Georges) Μέρντοκ, Ρούπερτ (Murdoch, Rupert) Μέτκαφ, Ρόμπερτ (Metcalf, Robert) Μιούλερ, Μίλτον (Mueller, Milton) Μίτσελ, Τζον (Mitchell, John) Μόγκλεν, Έμπεν (Moglen, Eben) Μόζες, Ρόμπερτ (Moses, Robert) Μόμπυ (Moby) Μοντεσκιέ, Κόμης ντε (Montesquieu, Comte de) Μόργκαν, Τζ. Π. (Morgan, J. P.) Μουμπάρακ, Χόσνι (Mubarak, Hosni) Μπαχ, Στίβεν (Bach, Stephen) Μπάλαμπαν και Κατζ (Balaban and Katz) Μπάλιο, Τίνο (Balio, Tino) Μπαρ, Γουίλιαμ (Barr, William) Μπάραν, Πολ (Baran, Paul) Μπαρντές, Μορίς (Bardèche, Maurice) Μπαχ, Στέφεν (Bach, Stephen) Μπέιζελον, Ντέιβιντ (Bazelon, David) Μπέιρντ, Τζον Λότζι (Baird, John Logie) Μπέκερ Ρον (Becker, Ron) Μπελ, Αλεξάντερ Γκράχαμ (Bell, Alexander Graham) Μπελ, εργαστήρια (Bell Laboratories) Μπελ, εταιρία (Bell) Μπελ, Σμιθ (Bell, Smith)
Μπένκλερ, Γιοσάι (Benkler, Yoshai) Μπέρανεκ, Λήο (Beranek, Leo) Μπερνάρ, Σάρα (Bernhardt, Sarah) Μπέρνερς-Λη, Τιμ (Berners-Lee, Tim) Μπερνστάιν, Καρλ (Bernstein, Carl) Μπέσεν, Στάνλεϋ (Besen, Stanley) Μπέρτς, Έντμουντ (Burch, Edmund) Μπλακ, Άλφρεντ (Black, Alfred) Μπλακ, Γκρέγκορυ (Black, Gregory) Μπλέιν, Τζέιμς [Blaine, James] Μπριγκς, Άσα (Briggs, Asa) Μπορκ, Ρόμπερτ (Bork, Robert) Μπόρνμαν, Έρνεστ (Borneman, Ernest) Μπους, Τζωρτζ, (Bush, George H. W) Μπους, Τζωρτζ, (Bush, George W.) Μπραντάις, Λούις (Brandeis, Louis) Μπράουν, Τσάρλι (Brown, Charlie) Μπρέυ, Τιμ (Bray, Tim) Μπριν, Τζόζεφ (Breen, Joseph) Μπρίνκλεϋ, Ντέιβιντ (Brinkley, David) Μπρίτζες, Τζεφ (Bridges, Jeff) Μπρουκ, Κόνυ (Bruck, Connie)
Ν
Νέλσον, Ρίτσαρντ (Nelson, Richard)
69
Νεύτων, Ισαάκ [Newton, Isaac] Νη, Τζόναθαν (Knee, Jonathan) Νίξον, Ρίτσαρντ (Nixon, Richard M.) Ντάβισον, Κλίντον (Davisson, Clinton) Ντάγκλας, Γουίλιαμ (Douglas, William O.) Ντάνιελς, Τζόζεφ (Daniels, Joseph) Ντε Βέινυ, Άρθουρ (De Vany, Arthur S.) ΝτεΜιλ, Σεσίλ (DeMille, Cecil B.) Ντιμπάτς, Τζον (DeButts, John) Ντέμπσεϋ, Τζακ (Dempsey, Jack) Ντε Νίρο, Ρόμπερτ (De Niro, Robert) Ντερβώ, Τάνια (Derveaux, Tania) Ντε Φόρεστ, Λη (De Forest, Lee) Ντίλερ, Μπάρυ (Diller, Barry) Ντιούρινγκ, Αλ (Duering, Al) Ντίσνεϋ, Γουώλτερ (Disney, Walter) Ντίσνεϋ, Ρόυ (Disney, Roy) Ντόχερτυ, Τόμας (Doherty, Thomas) Ντρινκγουότερ, Τζον (Drinkwater, John) Ντρόουμπο, Ντάνιελ [Daniel Drawbaugh]
Ο
Όλσον, Μανκούρ (Olson, Mancur) Ομπάμα, Μπαράκ (Obama,
70
Barack) Όρτον, Γουίλιαμ (Orton, William) Ουάσινγκτον, Τζωρτζ (Washington, George)
Π
Πατέ, αδελφοί (Pathé-Frères) Πέιν, Άλμπερτ (Paine, Albert) Πέντρικ, Γκέιλ (Pedrick, Gale) Πέρλσταϊν, Νορμ (Pearlstein, Norm) Πέρσινγκ, Τζον (Pershing, John) Πίκφορντ, Μαίρη (Pickford, Mary) Πλάτων Πόσνερ, Ρίτσαρντ (Posner, Richard) Πόστελ, Γιον (Postel, Jon Bruce)
Ρ
Ράιτ, Ρόμπερτ (Wright, Robert) Ραντούλοβιτς, Μίλο (Radulovich, Milo) Ράσκιν, Τζεφ (Raskin, Jef) R.E.M. Ρέινγκολντ, Χάουαρντ (Rheingold, Howard) Ρέιντ, Τζον (Reid, John) Ρέντφορντ, Ρόμπερτ (Redford, Robert) Ρέις, Γιόχαν Φίλιπ (Reis, Johann Philip) Ρηθ, Τζον (Reith, John) Ρήγκαν, Ρόναλντ (Reagan, Ronald) Ρηντ, Ντέηβιντ (Reed, David) Ρόθαφελ, Σάμιουελ «Ρόξυ»
(Rothafel, Samuel “Roxy”) Ροκφέλερ, Τζον (Rockefeller, John D.) Ρόμπερτσον, Πατ (Robertson, Pat) Ρόουπερ, Ρίτσαρντ (Roeper, Richard) Ρος, Στήβεν (Ross, Steven) Ρούμπιν, Άντυ (Rubin, Andy) Ρούσβελτ, Έλεανορ (Roosevelt, Eleanor) Ρούσβελτ, Θήοντορ (Roosevelt, Theodore) Ρούσβελτ, Φράνκλιν Ντελάνο (Roosevelt, Franklin Delano)
Σ
Σάλτσερ, Τζερόμ (Saltzer, Jerome) Σάνσταϊν, Κας (Sunstein, Cass) Σαρνόφ, Ντέιβιντ (Sarnoff, David) Σβαρτς, Έβαν (Schwartz, Evan) Σέρμαν, Γουίλιαμ Τεκούμσε (Sherman, William Tecumseh) Σερφ, Βιντ (Cerf, Vint) Σίεπμαν, Τσαρλς (Arthur Siepmann, Charles) Σκάλια, Άντονιν (Scalia, Antonin) Σκορτσέζε, Μάρτιν (Scorsese, Martin) Σκοτ, Μπεν (Scott, Ben) Σλέσιντζερ, Άρθουρ (Schlesinger, Arthur, Jr.) Σμιθ, Άλφρεντ (Smith, Alfred) Σμιθ, Άνταμ (Smith, Adam) Σμιθ, Γουίλιαμ Χένρυ (Smith, William Henry) Σμιθ, Κέβιν (Smith, Kevin) Σμιθ, Ραλφ Λη (Smith, Ralph
Lee) Σμιντ, Έρικ (Schmidt, Eric) Σουμάχερ, Ε. Φ. (Schumacher, E. F.) Σουμπέτερ, Τζόζεφ (Schumpeter, Joseph) Σίνκλαιρ, Άπτον (Sinclair, Upton) Σπέκτερ, Άρλεν (Specter, Arlen) Σπήλμπεργκ, Στήβεν (Spielberg, Steven) Στάλιν, Ιωσήφ Σταλόνε, Συλβέστερ (Stallone, Sylvester) Σταρ, Πωλ (Starr, Paul) Στήβενς, Τεντ (Stevens, Ted) Στήβενσον, Ράνταλ (Stevenson, Randall) Στίγκλερ, Τζωρτζ (Stigler, George) Στιούαρτ, Πότερ (Stewart, Potter) Στιούαρτ, Τζον (Stewart, Jon) Στόουν, Άλαν (Stone, Alan) Στόπαρντ, Τομ (Stoppard, Tom) Στράσμπουργκ, Μπέρναρντ (Strassburg, Bernard) Στρέιζαντ, Μπάρμπρα (Streisand, Barbra) Σω, Τζορτζ Μπέρναρντ (Shaw, George Bernard)
Τ
Τάλυ, Τόμας (Tally, Thomas) Τάτλ, Χάρυ (Tuttle, Henry) Ταφτ, Γουίλιαμ Χάουαρντ (Taft, William Howard) Τέηλορ, Ρόμπερτ (Taylor, Robert) Τέρνερ, Τεντ (Turner, Ted) Τέσλα, Νίκολα (Tesla, Nikola) Τέυλορ, Ελίζαμπεθ (Taylor, Elizabeth) Τέυλορ, Φρέντερικ (Taylor,
71
Frederick) Τζάκσον, Άντριου (Jackson, Andrew) Τζάκσον, Πήτερ (Jackson, Peter) Τζέικομπ, Λιούις (Jacob, Lewis) Τζέικομπς, Τζέιν (Jacobs, Jane) Τζένκινς, Τσαρλς Φράνσις (Jenkins, Charles Francis) Τζέφερσον, Τόμας (Jefferson, Thomas) Τζομπς, Στηβ (Jobs, Steve) Τζον, Ρίτσαρντ (John, Richard) Τζόνσον, Λύντον (Johnson, Lyndon B.) Τίλντεν, Σάμιουελ (Tilden, Samuel J.) Τρούμαν, Χάρυ (Truman, Harry) Τσάντλερ, Άλφρεντ (Chandler, Alfred) Τσάπλιν, Τσάρλυ (Chaplin, Charlie) Τσικόνι, Τζιμ (Cicconi, Jim) Τσιμίνο, Μάικλ (Cimino, Michael) Τσάμενχοφ, Λούντβιχ Λάζαρτς (Zamenhof, Ludwik Lazarz) Τσούκορ, Άντολφ (Zukor, Adolph) Τσώρτσιλ, Γουίνστον (Churchill, Winston) Τώκε, Τομ (Tauke, Tom)
Φ
Φαουλχάμπερ, Τζέραλντ (Faulhaber, Gerald R.) Φάρνσγουωρθ, Φίλο (Farnsworth, Philo) Φίλιπς, Τζέρεμυ (Philips, Jeremy)
72
Φίσερ, Γουίλιαμ (Fisher, William) Φόντα, Τζέην (Fonda, Jane) Φοξ, Γουίλιαμ (Fox, William) Φορντ, Τζέραλντ, (Ford, Gerald R.) Φορντ, Χένρυ (Ford, Henry) Φόρσερ, Τζέιμς (Forsher, James) Φράιντ, Τσαρλς (Fried, Charles) Φραγκλίνος, Βενιαμίν [Franklin, Benjamin]) Φρανκφούρτερ, Φέλιξ (Frankfurter, Felix) Φρέζιερ, Τζο (Frazier, Joe) Φρέντλυ, Φρεντ (Friendly, Fred) Φρήντμαν, Μίλτον (Friedman, Milton) Φρόυντ, Σίγκμουντ (Freud, Sigmund)
Χ
Χάγιεκ, Φρήντριχ (Hayek, Friedrich) Χάζλετ, Τόμας (Hazlet, Tomas W.) Χάμπαρντ, Γκάρντινερ Γκρην (Hubbard, Gardiner Greene) Χάμπτον, Μπέντζαμιν (Hampton, Benjamin) Χάνσελμαν, Τζον (Hanselman, John) Χαντ, Ρηντ (Hundt, Reed) Χάξλεϋ, Άλντους (Huxley, Aldous) Χάρισον, Π.Σ. (Harrison, P. S.) Χάφνερ, Κάτι (Hafner, Katie) Χέυς, Γουίλιαμ (Hays, William)
Χέυς, Ντένις (Hayes, Dennis) Χέυς, Ράδερφορντ (Hayes, Rutherford B.) Χίκμαν, Κλάρενς (Hickman, Clarence) Χίλτον, Πάρις (Hilton, Paris) Χίτλερ, Αδόλφος (Hitler, Adolf) Χολ, Γουέντελ (Hall, Wendell) Χολμς, Όλιβερ Γουέντελ (Holmes, Oliver Wendell) Χομπς, Τόμας (Hobbes, Thomas) Χόντκινσον, Γουίλιαμ (Hodkinson, William W.) Χοπ, Τζούλιους (Hopp, Julius) Χόουπ, Μπομπ (Hope, Bob) Χόρλικ, Χάρυ (Horlick, Harry) Χούβερ, Χέρμπερτ (Hoover, Herbert) Χόφμαν, Ντάστιν (Hoffman, Dustin)
A Advanced Research Projects Agency (ARPA) Alfred P. Sloan Foundation Altair 8800 Amazon America Online (AOL) American Broadcasting Company (ABC) American Civil Liberties Union (ACLU) American Medical Association (AMA) American Speaking Telephone Company (AST) American Telephone and Tele-
graph (AT&T) Android Apple Apple I Apple II ARPANET Associated Press (AP) AT&T
B
Baird Television Limited Bell Atlantic Britain Telecom British Broadcasting Company (BBC) Brookings Institution Burning Man, φεστιβάλ
C
Cable News Network (CNN) Carterfone CBS News China Mobile Christian Broadcasting Network Chrysler Corporation CNBC Columbia Broadcasting System (CBS) Comcast Community Antenna Television (CATV) Control Video Corporation Crown Corporation C-SPAN
D
Dell Disney Company
73
E
eBay Edison Motion Picture Patents Company of New Jersey Electronic Frontier Foundation (EFF) Email Entertainment and Sports Programming Network (ESPN)
F
Facebook Famous Players–Lasky Corporation First National Exhibitors’ Circuit Ford Motors Foreign Intelligence Surveillance Act (FISA) Fox Broadcasting Fox Features Fox News Free Press
G
General Electric (GE) General Film Exchange General Motors (GM) Google Google Local Google+ Graham Act (1921) Gulf & Western Gun Owners of America, σωματείο
H
Home Box Office (HBO) Homebrew Computer Club
74
Hush-A-Phone HyperText Markup Language (HTML)
I
IBM IBM AN/FSQ-7 IBM System 360 ICBM Independent Motion Picture Company (IMP) Institute of Radio Engineers International iPad iPhoneiPod
J
Judiciary Committee
K
Kingsbury Commitment
L
Legion of Decency Lincoln Center Lincoln Laboratories Linux Lucasfilm
M
Macintosh Mann-Elkins Act (1910) Massachusetts Institute of Technology (MIT) Mesa Telephone Company Metro-Goldwin-Mayer (MGM) Microsoft Corporation Microwave Communications
Inc. (MCI) Moonbeam, θέρετρο Motion Picture Association of America (MPAA) Motion Picture Producers and Distributors of America Motley Fool Mozilla MSNBC Music Television (MTV)
N
National Association of Broadcasters National Broadcasting Company (NBC) National Broadcasting System (NBS) National Geographic Society National Security Agency (NSA) Netflix Netscape New Deal New York Telephone Company NFSNET Niptow, ο δίσκος του
(PBS) Public Utility Regulatory Act (PURA 1995) Publix Theater Corporation
R
Radio Broadcasting Preservation Act, 2000 Radio Corporation of America (RCA) Radiovisor RAND Institute R.E.M. Revolution LLC
S
Open Handset Alliance
Saenger Amusement Company Sandia National Laboratories SBC Sherman Act Skype Sloan Foundation Southwestern Bell Sprint Standard Oil Stanford Research Institute Augmentation Research Center Sundance Film Festival
P
T
O
Pacific Telesis Group Palo Alto Research Corporation Paramount Pictures Phantoscope Pixar Animation Studios PlayStation Projecting and Producing Company Public Broadcasting System
Telephone, Telegraph, and Cable Company of America Texaco Star Theater Time Inc. Time Warner Inc. T-Mobile TMZ.com Transmission Control Protocol (TCP)
75
Twentieth Century–Fox Twitter 2XG
U
United Artists, στούντιο United Media Universal, στούντιο
V
Verizon Viacom Vitascope Vonage
W
Warner Bros., στούντιο Warner Bros.–Seven Brothers Warner Communication, Inc. WEAF Western Electric Western Union Westinghouse Whitehead Report Windows WJRL WTCG W3XK
X
Xerox Yahoo! YouTube
Z
Zagat Zenith Corporation
76
77