Καθρέφτης ονείρων
Ο κανόνας της σιωπής Είναι μέρες που στο λέω Στην καρδιά μου αλυχτούν Ψίθυροι από τις νύχτες Που έλεγες ποτέ δεν θα ‘ρθούν Είναι μέρες που πονάνε Στο μυαλό μου αντηχούν Σαν τους κρότους απ΄ τις σφαίρες Όταν τους αθώους τρυπούν
Η πτώση Με βλέμμα που βρυχάται το χρόνο σταματάς Συνήθισες, συνήθισα και πάνω στη συνήθεια πατάς Και μου καρφώνεις στο πίσω μέρος του μυαλού Εικόνες και μηνύματα εκείνου του άρρωστου εχθρού Που σε ξυπνά τις Κυριακές και σε κοιμίζει τις αυγές Κι όταν χαράζεις νέα αρχή σου ρίχνει αλάτι στις πληγές Που σ’ έχει μάθει από παιδί να δίνεις τόπο στην οργή Μονάχα για εκείνους που η ανάγκη σε ωθεί Και να ‘μαι εδώ ξανά σε μια σκηνή χαμένη Με μόνο χορηγό το μίσος που επιμένει Να πολεμάω τους εχθρούς με τους δικούς μου όρους Κι ότι ορίζει υποταγή σε δεδομένους ρόλους Τώρα εγκλωβισμένη σ’ ένα χάσμα τραγουδάς Εκείνα τα στιχάκια που μιλάν για φυλακές Ότι “εννοείται” θα θυμάσαι, αν και εύκολα ξεχνάς Και η κατάρα του συμβιβασμού θα σε ορίζει Θα σε ξυπνά τις Κυριακές, θα σε στοιχειώνει τις αυγές Θα ‘ναι πάντοτε εκεί να σου τσακίζει τις στιγμές Και να σου δίνει αφορμή για μια δήθεν διαφυγή Μέσα από μια πτώση ηρωική
Είναι μέρες που σκορπίζω Που τις πούλησα φτηνά Για άλλους μια μικρή γραμμούλα Χαραγμένη σε κελιά Μα είναι μέρες που μου είπες Στο μυαλό είν’ που χτυπούν Και θυμίζουν τις βελόνες Που τα χέρια σου τρυπούν Μα τώρα εκεί Στην αυλαία μιας σκηνής Που δεν διάλεξες να δεις Στον απόηχο ενός ύμνου θλιβερού Ψάχνεις να βρεις Τρόπους να μην αφεθείς Στον κανόνα της σιωπής Σε μια δίνη που ρουφάει το μυαλό Είναι μέρες που ουρλιάζω Στίχους κάτω από τη γη Να με ακούνε μόνο οι λύκοι Οι κολασμένοι και οι τυφλοί Είναι μέρες που με φτύνω Και αρνούμαι ότι είμαι εγώ Και σε ανύπαρκτούς σωτήρες Ψάχνω να απολογηθώ Είναι μέρες που τα λάθη Φαίνονται τόσο σωστά Και οι αναμνήσεις απ΄ τα πάθη Είναι η μόνη συντροφιά Μα είναι μέρες που μια φλόγα Σε μπουκάλι σαν ευχή Θα πετάξει και θα κάψει Κάθε χάρτινο κλουβί
Ασυμφωνία με
το θάνατο Δεν έχω χρ όνο και από Δεν έχω τρόπ πο Γιατί πες μο Στ ο την καρδιάύ να ξεκινήσω Και τους δρ αυροί στολίζουν τις υ γιατί Ούτε κουράγιο σου να αγγί αλάνες Μον όμους που πε άχα δάκρυατη θλίψη για να θάψω ξω Ήσουν παιδ ρπάταγες πα ί όταν αντί και ένα τραγ κρισες το αί ιδί Μα η σφαίρα ούδι για να μα γράψω Τα παιδικά στην πληγή αδελφική Έχω ερινύες στο κε σο φά υ λι Μ σκ α μο ίτ έχ υ χορεύουν σα ζωγραφίζ Πάνω σε γκ ω και χάπια Και τα παιχ ρίζα τσιμεντένια φυλα εις Εδώ και χρόνια που τη σκέψη κυριεύ απ νί Τώρα κερδίζοδια σου έχουν μείνει κή Με αυτήν στο πλ αρνιέμαι την ελπίδα ουν ίδια άι μου αδιέ υν ξοδα μπροστ Το σχολείο όμως πάντα οι κακοί μόνο είδα ά μου Απολυτήριο του πολέμου αρχί ζει Το είδω παίρνουν μό λό νο οι μισοί μου μοιάζει Κάθε μέρα Δεν ξέρω τι νεκρό Πόνος, όλεθ μια καινούργια λέ είναι αυ ξη ρος, απώλε ια, συντριβή Οι αναμνήσεις που τό που με κρατάει ζωντ φω ανό Ή νά μή ζουνε ντ πω Και αν προσ ς οι ευτυχισμ πάθησε ένοι μου εχ ροπή θροί Της ζωής τα ς δεν τα ξεχνάς Δεν έχ καυτά σημά Το παιδί σο δια Ούτ ω χρήμα την αγάπη υ σφ Πάντοτε αγ ιχτά θα κρατάς Δεν ε πατρίδα στο όνομά να αγοράσω της για κα έχ ω τί λιά Μια χαρακι ά στα στήθ τα βράδια Δυο κέρματποτα στον κόσμο αυτό να σφάξω η μπροστά ν να α μονάχα το Τη ποτάμι να πε χάσω Μα τα μάτι ν κρατάς φυλαχτό ράσω α σου πάντ α ανοιχτά Ψάχνω ένα χέρι απ΄ το Μ Σαν πηδάς στο κενό Σεα όλοι μου σπρώχνουτέλμα να με βγάλει νε όσους στέκ ονται το τέ πιο μέσα το κεφάλι Βγ λος μου να Σκύλα και ΧΓιατί πες μου γιατί κο άζω τη γλώσσα μου να δούνε ιμ άρ τη θυμούντα ηθούνε υβδη Διάλεξε τύρα ι πριν να ννο βορά να να ορίζεις του δοθείς Έχεις χαθεί Το είδωλό μου μοιάζε Μέσα απ’ τι Π ρο ι Δ νε δό εν ξέρω κρό τη ήρ ς στάχτες σο υ γεννιέσαι ωα θυμίζεις Οι αναμ τι είναι αυτό που με Σε έν απ’ κρατ νήσε Είχε χαράξε α στενό συνάντησες την αρχή ‘Η μήπως οι ις που φωνάζουνε ντ άει ζωντανό ρο τον Κάιν ι στο όπλο ευτυχισμέν οι μου εχθρ πή Σε ρώτησε του Άβελ τη μορφή οί μικρ Πάνω στον τάφο κάποιοέ μήπως τον είδες ι έστηναν γι Τώρα μέσα ορ τή Μια πατρ στα σκοτάδια ψάχνει Μα η μοναξιική φιγούρα να πιαστε ς ίς ά σο υ Στο τζάκι πα μέ ραμύθια κα σα σε παγώνει ις να ζεσταθ Τώρα λίγο πρ είς Αντανάκλ ιν το τέλος μες στα Σε σημαία έχαση πολέμου του θανάμάτια σε κοιτώ του εις Την καρδιά φασκιώσει του πολέμοτον καρπό μου ακονίζω υ τη ζωή σου το μωρό αφαιρώ Χορεύοντα ς
στα συντρίμι α
Μιλάνο 1969 - Αθήνα 2012. Εποχές σκοταδιού. Το 1969 στο Μιλάνο μια βόμβα που αργότερα αποδείχτηκε τοποθετημένη από ακροδεξιά οργάνωση ανατινάζεται σε κεντρική πλατεία, σκοτώνει 17 άτομα και προκαλεί τεράστια κοινωνική αναταραχή. Τα κέντρα εξουσίας επιχειρούν να φορτώσουν την βομβιστική ενέργεια στο αναρχικό κίνημα. Στο πλαίσιο αυτό συλλαμβάνουν 80 αναρχικούς για ανάκριση ανάμεσα τους και τον Giuseppe Pinelli τον οποίο μετά από παράνομη κράτηση 3 ημερών δολοφονούν, πετώντας τον από το παράθυρο του 4ου ορόφου του αστυνομικού τμήματος. Στην Αθήνα του 2012 των εκατοντάδων θυμάτων της οικονομικής κρίσης, της εξαθλίωσης και της έξαρσης της φασιστικής βίας οι εξουσιαστές με τον συνδυασμό αστυνομικής καταστολής και κατευθυνόμενης δημοσιογραφίας επιχειρούν να αποπροσανατολίσουν τον λαό (ξανά)ανακαλύπτοντας στις καταλήψεις και τους αυτοοργανωμένους χώρους την απειλή για την τάξη και την κοινωνική ειρήνη. Στα πλαίσια αυτά στις 20/12/2012 εισβάλουν στην επί 22 χρόνια κατάληψη Βίλα Αμαλίας και την εκκενώνουν. Μια κατάληψη που πρωτοστάτησε στους κοινωνικούς ταξικούς και αντιφασιστικούς αγώνες και έδωσε βήμα σε κάθε έκφανση αντιεμπορευματικού πολιτισμού εκκενώνεται με πρόσχημα αστεία ευρήματα όπως μπουκάλια μπύρας και ‘’εύφλεκτα’’ υγρά καθαρισμού. Συμβολίζεται έτσι απερίφραστα η ευθεία πρόθεση φίμωσης κάθε φωνής αντίστασης - πρώτο μέλημα στην ακροδεξιά κυβερνητική ατζέντα. Αναγνωρίζοντας σαν μπάντα την επίθεση στη Βίλα σαν μια ανάλογη επίθεση στην ίδια την ελευθερία επιλέξαμε να αναπροσαρμόσουμε στο σήμερα το κομμάτι ‘’la ballata del Pinelli’’ που γράφτηκε από τον Joe Fallisi το 1970. Ας αποτελέσει λοιπόν η ‘’μπαλάντα για τη villa’’ τη μικρή μας συμβολή στο ποτάμι της αλληλεγγύης... Και ας μην ξεχνάμε... Τίποτα δεν τέλειωσε... Όλα συνεχίζονται... Indico Φεβρουάριος 2013
Μια μπαλάντα για την Villa Τι κι αν έχουν περάσει τα χρόνια Το θυμάμαι σαν τώρα καλά Πόσο μέσα μου ένιωσα ρίγος Με την πρώτη κραυγή λευτεριά Μου ΄χε δείξει το δρόμο ένα σπίτι Άγριες νότες μέσα αντιλαλούν Από ιδέες φτιαγμένοι οι τοίχοι Που το φόβο στα μάτια κοιτούν Σαν μια όμορφη εικόνα απ΄το μέλλον Σαν τις πρώτες σταγόνες βροχής Και σαν φάρος χτιστός να σκοτώνει Τα σκοτάδια τις καταστολής Η σπορά της χιλιάδες αγώνες Στους ανέμους μιας πόλης νεκρής Μια φωνή που ραγίζει την θλίψη Σ΄ ένα φόντο βουβής προσευχής Για ανομία και τρόμο μίλησαν Μα την χούντα κρυφά νοσταλγούν Σε κρατούν ασφαλή μην φοβάσαι Στο δελτίο των οχτώ θα στο πουν Στο πλευρό τώρα σφίγγουν τα όπλα Και αντίστροφα μέρες μετρούν Γιατί ξέρουν πως δεν θα σκοτώσουν Όλα όσα δεν κατανοούν Κι αν οι δήμιοι απόψε νομίζουν Πως τυφλά την ιδέα χτυπούν Οι φωνές μας εδώ θα θυμίζουν Πως χιλιάδες μπροστά τους θα βρουν Όσο βία και φόβο θα σπέρνουν Οι γροθιές θα κοιτάνε ψηλά Σ’ αγαπώ θα σου γράφω στο τζάμι Κι όλοι γύρω σου χαμογελάν
υ ν ή σο αρδιά ην φωρίζουν τ κ η ω ν σ τ υ ού γμέ ν’ ακ χορδές μο χάδι Χαρα αθώ ροσπ ιές και οι νεται σανι π ια μάτ υν οι σκ ή μα χά εις κάτ ω τα ν ίζ ο Κλείνρεμοπαίζ ου ζωντακαι ψιθυρ τ α φή σ τέκεσαι Μ ρ ο μ Είν’ ηαντίκρυ σ χνάς ι το ξε ιχνίδ Εκεί σα παφνικά μην τια υ ο σ τα μά α ικτά ’ άστρα η ζωή λώσεις ξ τ ο ν ς ε α α Δ ου με λέπω τ μεγ υχή μ ι εκεί β Κι αν κομα ρανό θα μαζί σου ίζεται η ψυ έ τ σ α όπως ου σκ μί μο ον ου γώ θ Μα ε α κοιτώ τ φωναχτά στιγμές π ει το κορ ω Και θ ραγουδώ ι κάποιες ά και τρέμ ή γυρεύ λεύω Θα τ έρχοντα ια δυνατ και τη ζωι αυτά πα ει Κι αν τα δόντ ω χαμηλά ώ μόνο γ σβήν ήμη ν ό τις Τρίζω εν κοιτά δεν ξεχν μυαλ ιάς την μ ο δ τ υ ι ο Μα νειρα μ ές κα της καρδήκη ι ς στιγμ θ Τα ό ες οι ρακιές μεατάω δια υμίζει κάτ ίγ λ ν α θ α χ κρ τ υ ν ς ή ο α ή μ ν γ ίν Κι α όγια ‘με ν της αυ λογεί θα Τα λ γελο σα υ θα ομο Χαμόλέμμα σο Το β .. ούλα ν Βασ Για τη
Καθρέφτης ονείρων Στιγμές που περάσαν θυμίζοντας όνειρα Σκέψεις παλιές, ώριμες σκέψεις Ξυπνάνε ξανά, βρυχώντας στα αυτιά μου Γνώριμους ήχους, γκρίζες εικόνες Όνειρα ξεπηδούν απ τις στάχτες Ουρλιάζοντας για χαμένους αγώνες Ξεχασμένες ιδέες, ξανά προδομένες Πασχίζουν να βρουν, ανάσα ζωής Τα όνειρα βαλτώνουν όταν κοιμάσαι, δίνοντας μια αίσθηση χαράς Ευνουχίζοντας την διαύγεια της σκέψης Ονειρεύομαι μες το βάλτο του ύπνου, μα ήρθε η ώρα ν’ ανοίξω τα μάτια Ν’ αντικρύσω το φως μιας νέας ημέρας Στάχτες γύρω μου νεκρό ολόγραμμα Ταξιδεύω σε μια όαση της σκέψης Μα η λήθη είναι αυτή που με σπρώχνει μακριά Μ’ αναφιλητά ξυπνάω απ’ το κώμα Σπάω τα δεσμά που σφίγγουν το είναι μου Κρίκοι προστίθονται, μέρα τη μέρα Αγώνας επιβίωσης για έμπειρους λύτες που στέκονται όρθιοι, όλες τις νύχτες κι όταν, όλα γίνουν ξεκάθαρα ουρλιάζεις με απόκοσμη φωνή με ελπίδα να ξυπνήσει το είδωλο σπάς τον καθρέπτη και πάλι απ’ την αρχή κι όταν έρθει η ώρα να φύγουν τα σύννεφα κλείσε τα μάτια, δες την αλήθεια και σκέψου βαθιά, την νέα εικόνα τι κι αν φωνάζεις με όλη σου την δύναμη η γυάλα δεν σπάει μονάχα ραγίζει όμως είσαι κοντά, είσαι κοντά Όλα γύρω σου δεν έχουν νόημα Γιατί εξισώνονται με την σκέψη Η λύση που έψαχνες ήταν πάντα εκεί Μα την βρήκες μοναχά με την πράξη
Σπορά του
μίσους
Σου μίλησα Τι είναι λάθον για σεβασμό Απ΄ το σχολ ς τι σωστό Πάλι με ρώ Άντρας απ΄ είο στο στρατό Και αφού με τησες πόσο θα συνεχί τα Μ γά ζω α δεν σου 18 λω σα Πάλι μο γιατί δε Τη ματωμένηκρύψανε καλά Καιρός να χαυ ζήτησες στο σπίτι ναν ηρεμώ γυρί λαρώσω λίγο Μόνος την τους ποδιά να συμμαζευσω Από χίλια τρξέθαψες πίσω τώ Πάλι μου πρ ότεινες ποιό Έβλεπες έπ ύπια ιδανικά κόμμ Αφού Μαύροι τσιγαιρναν όλοι σειρά Την μουσικ είχες δει και έναν σω α να ψηφίσω Και μου ‘γρα ή μου βρήκες πως να στό πολιτικό Κάθε σου νύ γάνοι εβραίοι και φρ ψες και ένα τη Τι σχέση έχ χτα κοιμόσουν καλά ικιά ρεφραίν πο ν πουλήσω ουν με μένα λύ εμπορικό όλα αυτά Λύσσα νιώθω Μα χθες σε την κιθάρα Και εξαρτημέ σα νος απ’ το γρ ν κρατήσω Ο φίλος σο χτύπησε αστραπή Έχω δύο στ ίχους μεσ’ τα ήγορο ρυθμ Τον μαχαιρ υ είχε σκοτωθεί ό μούτρα ώσα Από μια φλ τους να φτύσω Μ ονάχος το νε πρωί έβα τε Κουράγιο βρυ ήταν, 10 αυτοί Που τρέμει ντωμένη στο λαιμό Μα ξέρεις πάήκε να αμυνθεί Και ύστερα μο Πίσω απ΄ τη ντα οι δειλοί Το πως θα ζήυ ‘πες κοίτα λίγο και το σω μάλλον μέλλον Μήπως και ν πλάτη σε χτυπούν Μα εγώ πρέπ Αναρωτιόσ λίγο θάρρος βρουν Δεν ψάχνω μωρό μου θέλω όλα ναει να σκεφτώ ουνα γιατί μέρος να λο Ήταν μονάχα υφάξω ούτε τα διαλύσω να κρυφτώ Μετά σου εί ένα παιδί Μα από πα ιδί είχα αλλε Σπαστά μιλοπαν κυνικά Και προτ ργία ύσε ελληνικά Πάντα στο ιμούσα απ’ τα λουλού στις γραβάτες μπράτσο μο δι α τα καρφιά Θα του τα μά υ κα Και στα εθνι κά ιδεώδη έβρφίτσωνα κονκάρδες Γελούσατε θαινες του είχες πει αζα γέλια βρ οντερά Μια ελπίδαστην πρωινή την προσ Λύσσα νιώθω ευχή Σε ένα κοντ για νέα ζωή την κιθάρα Και Τώρα το νιώέινερ πριν χρόνια είχε Έχω δύο στ εξαρτημένος απ’ το γρσαν κρατήσω ίχους μεσ’ τα θε ήγορο ρυθμ ις πω ς δεν έχεις πα κρυφτεί Μόνος σου ό μούτρα Από μια φλ τους να φτύσω Σε κοροϊδέψπάντα και ας είναι όλ λμό έβα τεντωμέ Ναζιστικά τώανε σε βρήκαν αγνό οι εδώ νη Που τρέμει στο λαιμό Μην περιμέ ρα χαιρετάς το γκρε Στάσου στα νεις άλλο πλέον να σεμό Φράξ’ τους πόδια σου σφίξ’ τη γρ βρούνε ξανά Το μίσος σκ το δρόμο πριν να ‘ναι οθιά ότωσε και ζή αρ σε ελεύθεραγά πια Otso
Η δική μας πατρίδα Είναι μέρες που ξεχνιέμαι ξανά Όπως τότε είκοσι χρόνια παλιά , μοιάζαν όλα μαγικά Ξεκινούσαμε το βράδυ και χανόμασταν σε χίλια παιχνίδια τρελά Και είμαστε ακόμα εδώ, σ’ αυτά τα ίδια τα μέρη Με μία ακόμα κραυγή, εφηβική Μα είμαστε ακόμα εδώ , θρέφοντας το ίδιο θηρίο Με φυλαχτά του χθες, εικόνες ζωγραφιστές, πλατείες μακρινές Μεσ’ τα πάρκα ξενοιασιάς φωνές Και των δρόμων συμμορίες πολλές, μοιάζαν τόσο αληθινές Και του δρόμου το παιχνίδι είναι αυτό που μας κρατάει ζεστούς, ζωντανούς κάθε βράδυ παίζαμε κυνηγητό πότε με τους ασφαλίτες, πότε με το μπατσικό και τα σπρέι τα πετούσαμε σε μέρος γνωστό να τελειώσουμε τ’ αστέρι που χε μείνει μισό Μέσα στους κάδους πάντα ανάβαμε φωτιά Για να καίει όλο το βράδυ παραμύθια παλιά Να ζεσταίνει την καρδιά μας με όνειρα τρελά και εκείνη να χτυπάει πιο δυνατά Η μόνη πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια, αυτήν αγαπώ , αυτήν νοσταλγώ
Στρατής / φωνή, κιθάρα Στάθης / κιθάρα Μανώλης / μπάσο Γιάννης / ντραμς
Ευχαριστούμε : Όλα τα μέλη που παίξανε στους Indico και ιδιαίτερα τους Παναγιώτη, Νίκο, Δημήτρη που συνέβαλε ο καθένας τους στην δημιουργία αυτού του δίσκου με μουσική και στίχους, την Βασιλική που έπαιξε μαζί μας για κάποια live, όλους τους χώρους που μας φιλοξένησαν, όλα τα παιδιά που τρέξανε για να πραγματοποιηθούν οι εκδηλώσεις που συμμετείχαμε, την μουσική ομάδα της Villas Amalias, την ομάδα Antifa live, την Πικροδάφνη, την Στρούγκα και τον Ηλία, τον κινηματικό server espiv για την φιλοξενία που μας παρέχει, την τυπογραφική κολεκτίβα Rotta, τον Γιώργο “ironbeast”, τον David την Μαρία και την Αλεξάνδρα που χωρίς την βοήθεια τους η δημιουργία του δίσκου θα ήταν πολύ δύσκολη, τον Γιάννη Μπιλίρη, τον Γιώργο Παυλίδη, την Ντίνα για την ιδέα της μπαλάντας, τον Κώστα και τα παιδιά από Λάρισα, τον Αντρέα Σεϊντή, τον Πάνο (επιστήμονα). O Μανώλης τους Γιώργο, Πάνο, Γιώργο, Νεσίμ, Μάρθα και Τάσο, ο Γιάννης την Ιωάννα, φίλους και κολλητούς και αφιερώνει τον δίσκο στον πατέρα του (1948-2001), ο Στρατής την Κωνσταντίνα, τον Κώστα, τον Μιχάλη, τον Ιάκωβο, φίλους και αδέλφια, ακόμα ευχαριστούμε τους Στείρωση, τους Αντίδραση, τα Μεθυσμένα Ξωτικά, τους Knux, τους Αντίστροφη Μέτρηση, τους Χάσμα για την έμπνευση που μας παρέχουν (λείπετε πολύ ...), όλες τις μπάντες που μοιραστήκαμε την σκηνή, όλους αυτούς που μας στηρίζουν με κάθε τρόπο, αυτούς που βρίσκονται πρώτη γραμμή σε κάθε live μας, τους δικούς μας ανθρώπους που μας ανέχονται.
Συμμετοχές : Δεύτερες φωνές ο Γιώργος από Αντίδραση και ο Χρήστος από Ganzi Gun Μας κάνανε να νιώσουμε πάλι παιδιά ο Billy, η Ελπίδα και η Σήλια Μουσική – στίχοι – επιμέλεια παραγωγής : Indico Εξώφυλλο - σκίτσα : Γκίνη Μαρία – Τζίνι maria.jenie@gmail.com Design : Αλεξάνδρα Φωτογραφία : Ζαμπέτα
“Πριν το τελευταίο σύμπτωμα” … περάσανε σχεδόν τέσσερα χρόνια από την τελευταία μας κυκλοφορία και όλα μοιάζουν τόσο ίδια αλλά ταυτόχρονα και τόσο διαφορετικά. Όπως τότε έτσι και τώρα ο ενθουσιασμός παραμένει ο ίδιος, η όλη διαδικασία ολοκλήρωσης του δίσκου παραμένει το ίδιο ευχάριστη, όμως σε αυτό το διάστημα οι αλλαγές ήταν τεράστιες τόσο στην μπάντα όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Οι πολλές αλλαγές μελών και τα προσωπικά προβλήματα του καθενός μας, φτάσανε την μπάντα πολλές φορές σε οριακό σημείο, το πείσμα και η αγάπη για την μουσική ήταν αυτά που μας κράτησαν ακόμα “ζωντανούς” σε αυτό το όμορφο ταξίδι. Κανείς δεν ξέρει πότε θα τελειώσει, το μόνο σίγουρο είναι ότι όσο διαρκέσει εμείς θα τραγουδάμε δυνατά για όλα αυτά που μας ενώνουν, για τα όνειρα μας όσο μακρινά και αν μοιάζουν. Κι αν κάποιες φορές τα όνειρα καθρεφτίζονται θολά τότε σπάμε τον καθρέφτη και πάλι απ’ την αρχή ...