Η υπόσχεση της προκατασκευής (Prefab's promise)

Page 1

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο ΛΥ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Σχ ο λή Αρ χ ιτ ε κ τ ό ν ω ν Μη χ α ν ι κ ώ ν

Διάλεξη Φεβρουάριος 2018


Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο ΛΥ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Σχ ο λή Αρ χ ιτ ε κ τ ό ν ω ν Μη χ α ν ι κ ώ ν Δ ι ά λ ε ξ η 9 ου ε ξ α μ ή ν ο υ Το μ έ α ς I V: Σ υ ν θ έ σ ε ω ν Τε χ ν ο λ ο γ ι κ ή ς Α ι χ μ ή ς Περιοχή: Οικοδομικής

Φ ο ι τ ή τ ρ ι α : Α λ ε ξ ά ν δ ρ α Τρ ι ά ν τ η Αρ. Μητρ ώ ου: ar12405 Επιβλ έπου σ α καθ ηγ ήτρι α: Ε λ έν η Α λ ε ξάν δρ ου


Απαρχές βιομηχανοποιημένης δόμησης

Προκατασκευή στον 20ο αιώνα

Μία μη αρχιτεκτονική ιστορία

Lessons learned

H αναβίωση της προκατασκευής

Εκφράσεις της προκατασκευής στο σήμερα

(Προ)τάσεις για (προ)κατασκευή

Επίλογος

Εισαγωγή

3



Η

προκατασκευή αναφέρεται συχνά ως η «παλαιότερη νέα ιδέα της αρχιτεκτονικής». Ήδη από την βιομηχανική επανάσταση κατέστη αντιληπτό ότι η βιομηχανική παραγωγή μπορεί να τροφοδοτήσει την αρχιτεκτονική με νέα υλικά και μεθόδους κατασκευής. Με τον μοντερνισμό ήρθε και η αντίληψη ότι η προκατασκευή και η βιομηχανοποιημένη δόμηση μπορούν να αποτελέσουν το όχημα για την προσιτή αρχιτεκτονική, που θα φέρει το υψηλό design στις μάζες. Παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες και παρά το γεγονός ότι αυτό εν τω μεταξύ εκπληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε άλλους τομείς όπως το product design, η κουλτούρα της αρχιτεκτονικής παραγωγής παραμένει αμετακίνητη- είναι ακριβή και ελιτίστικη. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες οι εξελίξεις στην ψηφιακή παραγωγή, τα κρίσιμα περιβαλλοντικά προβλήματα και η παγκόσμια κρίση της οικονομίας έχουν οδηγήσει σε μία αναβίωση της προκατασκευασμένης αρχιτεκτονικής. Πώς χρησιμοποιείται σήμερα η προκατασκευή

ως εργαλείο για την παραγωγή αρχιτεκτονικής υψηλής στάθμης, για μείωση του κόστους με αύξηση της ποιότητας και όχι ως αναγκαίο κακό; Αποτελεί άραγε την τελευταία ευκαιρία για τους αρχιτέκτονες να επηρεάσουν την παγκόσμια δόμηση λίγο περισσότερο από τα «επίπεδα του 2%» και να μην παραμείνουν, όπως έγραφε ο Δοξιάδης, «ράφτες κοστουμιών κατά παραγγελία»[1];

1. Doxiadis, C. A. (1964). A NEW ROLE FOR THE ARCHITECT. Ekistics, 17(100), 143–149.

5



Όπως

ανεξάρτητα παρατήρησαν οι Le Corbusier και Walter Gropius (1923) η ιστορία του off-site fabrication και της αρχιτεκτονικής της προκατασκευής είναι διακριτές[1]. Η πρώτη μπορεί να αναχθεί ακόμη και στην αρχαιότητα. Ένα αρχαίο ναυάγιο στον κόλπο της Τυνησίας στο οποίο βρέθηκαν όλα τα δομικά και διακοσμητικά μέλη για την κατασκευή ενός ρωμαϊκού ναού στις αφρικανικές αποικίες φανερώνει μια δραστηριότητα κατασκευής εκτός εργοταξίου. Αυτή άλλωστε επιβεβαιώνεται και ως διαδικασία στα γραπτά του Πλινίου. Η ιστορία της προκατασκευής, ωστόσο, συνδέεται άμεσα με την μαζική, βιομηχανοποιημένη παραγωγή και αποτελεί μια σύζευξη της αρχιτεκτονικής, της βιομηχανίας, της επιστήμης των υλικών και της τεχνολογίας.

υπάρχουν ήδη από το 1624[2], στις αρχές του 1800 έχουμε την πρώτη οργανωμένη «βιομηχανία» παραγωγής κατοικιών, του John Manning, η οποία παρήγαγε το αργότερα γνωστό ως «μ ε τ α φ ε ρ ό μ ε ν ο α π ο ι κ ι α κ ό α γ ρ ό κ τ η μ α M a n n i n g ” (Manning Portable Colonial Cottage for Emigrants). Η κατασκευή ήταν πολύ απλή με ξύλινο σκελετό και στοιχεία πλήρωσης, όσο απλή ήταν και η συναρμολόγησή του. Όπως διαφήμιζαν οι κατασκευαστές, για την συναρμολόγηση της κατασκευής αρκούσαν απλά εργαλεία, όπως ένα γαλλικό κλειδί, ενώ τα επιμέρους στοιχεία της κατασκευής ήταν δυνατό να μεταφερθούν από ένα άτομο.

Στο παρόν κεφάλαιο θα γίνει αναφορά στις απαρχές των ιδεών και των τεχνολογικών εξελίξεων που συνέβαλαν στην βιομηχανοποιημένη δόμηση. Οι πρώτες εφαρμογές προκατασκευής έχουν ως υλικό το ξύλο και συνδέονται κυρίως με την περίοδο της αγγλικής αποικιοκρατίας. Οι ανάγκες δόμησης, κυρίως για τους μετανάστες των αποικιών, έβρισκαν πρόσκομμα στην έλλειψη επεξεργασμένων πρώτων υλών ή στην έλλειψη εξοικείωσής τους με τα τοπικά υλικά δόμησης, αλλά και στην έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Γι’ αυτό το λόγο τα δομικά στοιχεία παράγονταν στην Αγγλία και στέλνονταν στις αποικίες για συναρμολόγηση. Παρόλο που μαρτυρίες τέτοιων περιπτώσεων

[εικ.2.01]

7


Αυτός ο τύπος μεταφερόμενων, προκατασκευασμένων κατασκευών αρχίζει να φθίνει από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι μετανάστες στρέφονται προς τη Νέα Ήπειρο, την Αμερική. Εκεί υπάρχουν και οι πρώτες ύλες αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό για την ανάπτυξη μιας τοπικής αγοράς. Η στροφή των αποίκων προς την Αμερική, η παρελκόμενη αύξηση των αναγκών, καθώς και το γεγονός ότι η προκατασκευασμένη αγγλική αρχιτεκτονική δεν προσαρμόζεται με επιτυχία στις ειδικές τοπικές κλιματολογικές συνθήκες προκάλεσαν πτώση της ζήτησης. Η βιομηχανοποιημένη δόμηση έπρεπε στη συνέχεια να προσανατολιστεί προς νέες αγορές με χρήση νέων υλικών[3]. Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει με την χρησιμοποίηση του σιδήρου ως δομικό υλικού, το οποίο γνώρισε ευρύτατη εφαρμογή κατά τον 19ο αιώνα. Αντιπροσωπευτικό είναι το γεγονός ότι το 1800 η παγκόσμια ποσότητα του σιδήρου που παραγόταν ήταν 825.000 τόνοι. Μέχρι το 1900, με τη Βιομηχανική́ Επανάσταση σε πλήρη εξέλιξη, η παγκόσμια παραγωγή́ ανήλθε σε 40 εκατομμύρια τόνους, σχεδόν 50 φορές περισσότερο[4]. Η πρώτη χρήση του ήταν σε επιμέρους στοιχεία, όπως υπέρθυρα, δοκούς και υποστυλώματα ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκε σε γέφυρες, φάρους και πλοία. Το νέο αυτό υλικό παρείχε τη δυνατότητα επαναληψιμότητας και τυποποίησης. Μπορούσε να χυτευθεί σε επαναλαμβανόμενα δομικά στοιχεία, τα οποία 8

μεταφέρονταν και συναρμολογούνταν επί τόπου από προσωπικό χωρίς ιδιαίτερη ειδίκευση, όπως στην περίπτωση μιας γέφυρας, αλλά και σε επιφανειακά για την κατασκευή σκαριών πλοίων και φάρων. Σημειωτέον ότι η πρώτη γέφυρα για την οποία έγινε χρήση χυτοσιδήρου κατασκευάστηκε στο Shropshire της Αγγλίας το 1781, η οποία και χρηματοδοτήθηκε από τον Abraham Derby III, τοπικό παραγωγό σιδήρου. Καθώς, ωστόσο, επρόκειτο για ένα καθόλα νέο υλικό κατασκευής, η τεχνογνωσία ήταν ελλιπής και ακολουθήθηκαν πρότυπα κατασκευής ξύλινης γέφυρας. Έτσι χρησιμοποιήθηκε πολύ περισσότερος σίδηρος από ότι η κατασκευή απαιτούσε (78 επιπλέον τόνοι) και συνεπώς υπήρξε τεράστια υπέρβαση στον προϋπολογισμό[4].

[εικ.2.02]


Εξαιρετικής σημασίας εξέλιξη υπήρξε και η εφεύρεση της κυματοειδούς λαμαρίνας ως στοιχείο πλήρωσης και στέγασης. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την κατασκευή βιομηχανοποιημένων κατοικιών με σιδηρό φέροντα οργανισμό και εξωτερικό περίβλημα από πανέλα κυματοειδούς ή επίπεδης λαμαρίνας. Αργότερα η κυματοειδής λαμαρίνα εξελίχθηκε και σε στοιχείο στέγασης σε μορφή θόλου, χωρίς δοκούς, παρά μόνο έναν ελκυστήρα στη γενέτειρα του.

πληροφορίες[5]. Με το εν λόγω σύστημα παραγγελίας από κατάλογο και αποστολής των δομικών στοιχείων για συναρμολόγηση από το χρήστη, έχουμε την αναβίωση ενός συστήματος αυτοκατασκευής (self-help), ανάλογο ίσως με τα προκατασκευασμένα αποικιακά αγροκτήματα, αυτή τη φορά με τη χρήση του νέου υλικού, του χυτοσιδήρου.

[εικ.2.03]

Εν τω μεταξύ η τεχνολογία παραγωγής σιδηρών δομικών στοιχείων είναι μαζική και προωθείται ως ένα kit of parts. Με την τυποποίηση των κατασκευών η οικονομία κλίμακας συνέβαλλε ολοένα και περισσότερο στην εξοικονόμηση χρόνου και μείωσης του κόστους. Ο χυτοσίδηρος, παράλληλα, παρέχει ευελιξία και μορφολογική ελευθερία. Ως εκ τούτου παράγονται δομικά στοιχεία σε μια πληθώρα μορφών και στυλ, τα οποία συχνά προκύπτουν από μία προσπάθεια απομίμησης γνωστών διακοσμητικών μορφών από άλλα υλικά (π.χ. κιονόκρανα, φουρούσια) (εικ.) Η διάδοσή τους βρήκε τέτοια απήχηση, ώστε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Αγγλία και στη Γαλλία να κυκλοφορήσουν ιδιαίτερα εκτενείς κατάλογοι με αναλυτικά σχέδια και περιγραφές δομικών στοιχείων από χυτοσίδηρο, οι οποίοι συχνά έφταναν τις 2000 σελίδες. Οι κατάλογοι αυτοί στοχεύουν στην εμπλοκή του χρήστη στη συνθετική διαδικασία δημιουργίας της κατοικίας του, καθώς προσφέρουν πολυμορφία και λεπτομερέστατες τεχνικές 9


Σε μεγάλα κτηριακά έργα του 19ου αιώνα εντάσσεται η νέα τεχνολογία του σιδήρου στην κατασκευή τους. Το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, παραδείγματος χάριν, παρότι υπακούει σε ένα αυστηρό νεοκλασικό στυλ στηρίζεται σε σιδηρό σκελετό, ο οποίος βασίζεται σε πλάκα από μπετόν και γεμίζεται με τυπικό λονδρέζικο τούβλο. Ένα κτήριο που αγγίζει το νεοκλασικισμό αλλά χρησιμοποιεί εμφανώς τον σίδηρο στην κατασκευή αλλά και ως διακοσμητικό στοιχείο είναι το N e u e s M u s e u m στο Βερολίνο (1843-1855). Χτισμένο σε σχέδια του Friedrich August Schüler, μαθητή του K. F. Schinkel, με τον τελευταίο να έχει ολοκληρώσει το Altes Museum μόλις 10 χρόνια πριν, χρησιμοποιώντας ένα κλασικό λεξιλόγιο με πέτρινα και ξύλινα στοιχεία, το Neues Museum έρχεται να προσφέρει το πρώτο high-tech δείγμα πρωσικής αρχιτεκτονικής. Χρησιμοποιούνται ευρύτατα δομικά στοιχεία, σφυρήλατα ή από χυτοσίδηρο, τα οποία δεν επενδύονται αλλά παραμένουν εμφανή με εξαιρετικές διακοσμητικές λεπτομέρειες, προβάλλοντας έτσι το καινοτόμο για την εποχή υλικό κατασκευής και αναδεικνύοντας την μεγάλη επεξεργασιμότητά του για την επίτευξη διακοσμητικών μορφών. Όπως είναι αναμενόμενο η προκατασκευή έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την επίτευξη του έργου αυτού, καθώς όχι μόνο μείωσε τον χρόνο κατασκευής- χαρακτηριστικό αποτελεί ότι η κατασκευή του φέροντος οργανισμού στο Altes Museum από τον Schinkel είχε διαρκέσει 2 χρόνια ενώ στο Neues Museum χρειάστηκε 10

λιγότερο από ένας χρόνος- αλλά και ανταπεξήλθε στις τεχνικές δυσκολίες (ασταθές υπέδαφος λόγω εγγύτητας στον ποταμό Spree που απαιτούσε σχετικά ελαφριά κατασκευή) [6].

[εικ.2.04]

[εικ.2.05]


Τα προαναφερθέντα κτήρια δεν αποτελούν τα μοναδικά παραδείγματα που κάνουν χρήση του σιδήρου ως δομικό υλικό. Εκείνο, ωστόσο, που μέχρι σήμερα θεωρείται ως κτήριο- σταθμός στη χρήση του νέου υλικού είναι το περίφημο C r y s t a l P a l a c e που κατασκευάστηκε στο Λονδίνο για τη Διεθνή Έκθεση του 1851. Αποτελούσε το μοναδικό παράδειγμα, μέχρι τότε, αποκλειστικού υλικού δόμησης ενός τόσο μεγάλου κτηρίου. To Crystal Palace σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα και κηπουρό Joseph Paxton είχε τεράστιες για την εποχή διαστάσεις, με μήκος 564μ. και εσωτερικό ύψος 39μ. Το επαναστατικό, όμως, στοιχείο αφορά στην πλήρη βιομηχανοποίηση της κατασκευής του, που συνδυάζει απαράβατους κανόνες βιομηχανοποιημένης δόμησης με εντυπωσιακό χωρικό αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα, εφαρμόστηκαν τα εξής: Το κτήριο ήταν οργανωμένο με κατασκευαστικό κάνναβο 7,32μ. και κάνναβο εξωτερικού περιβλήματος 2,4μ., βάσει του μεγαλύτερου διαθέσιμου γυάλινου πάνελ για την εποχή. Όλα τα στοιχεία ήταν τυποποιημένα, προκατασκευασμένα και αποτέλεσμα μαζικής παραγωγής και η συναρμολόγησή τους πραγματοποιήθηκε «εν ξηρώ» και με υψηλό βαθμό οργάνωσης. Αποτέλεσμα ήταν ο εξαιρετικά σύντομος χρόνος κατασκευής (39 εβδομάδες για 91.960τ.μ.). Ακόμα, πολλά τεμάχια ήταν εναλλάξιμα, ενώ ο σκελετός του φέροντος οργανισμού ήταν ο ίδιος ικρίωμα για την ανέγερση, το οποίο εξυπηρέτησε ώστε να χρησιμοποιηθούν απλές

μηχανικές μέθοδοι για την ανέγερση και συναρμολόγηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και η στέγαση, σαφώς επηρεασμένη από τον σχεδιασμό θερμοκηπίων, με τα οποία είχε ασχοληθεί εντατικά ο Paxton. Τέλος, μια πολύ σημαντική συμβολή του Crystal Palace στην αρχιτεκτονική ήταν ότι για πρώτη φορά όλοι οι εμπλεκόμενοι με την κατασκευή- αρχιτέκτονες, μηχανικοί, κατασκευές, βιομηχανία παραγωγήςσυνεργάστηκαν στενά για την υλοποίηση του έργου. Αδιαμφισβήτητα το Crystal Palace αποτέλεσε τον προάγγελο της αρχιτεκτονικής του high-tech και άνοιξε το δρόμο για την εκλεπτυσμένη prefab αρχιτεκτονική[7]. [εικ.2.06]

[εικ.2.07]

11


Ο Π ύ ρ γ ο ς τ ο υ Ά ι φ ε λ , η κατασκευή του οποίου έπεται του Crystal Palace κατά 38 χρόνια, αποτέλεσε ένα ακόμα θαύμα της αρχιτεκτονικής τεχνολογίας. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν 7.300 τόνοι σιδήρου και η συναρμολόγησή του διήρκησε 2 χρόνια, από το 1887 ως το 1889. Η εφαρμογή του σιδήρου στην κατασκευή δεν περιορίστηκε αποκλειστικά σε μνημειακά και ιδιαίτερης σημασίας έργα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα πολυώροφα κτήρια της σ χ ο λ ή ς τ ο υ Σ ι κ ά γ ο περίπου στις δεκαετίες 1880-1890, για τα οποία χρησιμοποιούνταν φέρων οργανισμός από χυτοσιδηρά στοιχεία επενδεδυμένα με τούβλο, τα οποία προς το τέλος του 19ου αιώνα αντικαθίστανται σταδιακά με διατομές από ατσάλι.

[εικ.2.08]

12


Π Α ΡΑ Π Ο Μ Π Ε Σ :

ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ:

1. Bergdoll, B., & Christensen, P. (2008). Home delivery: fabricating the modern dwelling. The Museum of Modern Art. p.12

[2.01] Smith, R. E. (2011). Prefab architecture: A guide to modular design and construction. John Wiley & Sons. p. 6

2. Smith, R. E. (2011). Prefab architecture: A guide to modular design and construction. John Wiley & Sons. p. 7

[2.02] Bridge

3. Καλογεράς, Ν., Ραυτόπουλος, Σ., Παπαϊωάννου, Ι., & Παπαλεξόπουλος, Δ. (1987). Σημειώσεις βιομηχανικών δομικών συστημάτων. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. σ. 4 4. Μακράκη, Α., & Ματθιόπουλος, Δ. (2016). My industrial (R)evolution. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. σ. 24 5.

Καλογεράς, Ν., σ. 11

6. Lorenz, W. (1999). Classicism and High Technology-the Berlin Neues Museum. Construction history, 15, 39–55. 7. Meril, G. (2013). AD Classics: The Crystal Palace / Joseph Paxton. ArchDaily. Retrieved November 9, 2017, from https://www.archdaily. com/397949/ad-classic-the-crystal-palace-josephpaxton

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Iron_

[2.03] Καλογεράς, Ν., Ραυτόπουλος, Σ., Παπαϊωάννου, Ι., & Παπαλεξόπουλος, Δ. (1987). Σημειώσεις βιομηχανικών δομικών συστημάτων. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. σ. 4 [2.04] https://historyofourworld.wordpress. com/2009/10/18/david-chipperfield-architects-neues-museum-1997-2009/ [2.05] Lorenz, W. (1999). Classicism and High Technology-the Berlin Neues Museum. Construction history, 15, 53 [2.06] https://www.britannica.com/topic/Crystal-Palace-building-London [2.07] https://www.archdaily.com/397949/ad-classic-the-crystal-palace-joseph-paxton [2.08] Smith, p. 25

13



Από την πληθώρα των καινοτομιών του 20ου αιώνα, δύο στοιχεία επηρέασαν την αρχιτεκτονική σκέψη και κατασκευή: ο χάλυβας και η μαζική παραγωγή [1].

Οι

τεχνολογικές εξελίξεις γνωρίζουν αλματώδη εξέλιξη κατά τον 20ο αιώνα. Πρόκειται για την εποχή της αποκαλούμενης 2ης βιομηχανικής επανάστασης, κατά την οποία διαρκώς κάνουν την εμφάνισή τους νέες εφευρέσεις που σχετίζονται με τον ηλεκτρισμό, ενώ οι μεταφορές γνωρίζουν ανάπτυξη και εφαρμόζονται πλέον συστηματικά μοντέλα μαζικής παραγωγής, όπως ο φορντισμός ή ο τεϋλορισμός. Από την πληθώρα αυτή των καινοτομιών του 20ου αιώνα, δύο στοιχεία επηρέασαν την αρχιτεκτονική σκέψη και κατασκευή: ο χάλυβας και η μαζική παραγωγή [1]. Ο 20ος αιώνας υπήρξε μία περίοδος πολυτάραχη και με πλούσιο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική. Η μαζική παραγωγή και συνακόλουθα η προκατασκευή εισήχθησαν στις αρχιτεκτονικές ιδέες του 20ου αιώνα ως βασικές έννοιες του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και το έλλειμα κατοικίας, η αστικοποίηση και ο υπερπληθυσμός, σε συνδυασμό με την εξέλιξη της τεχνολογίας, κατηύθυναν τις βασικότερες προσπάθειες εφαρμογής των αρχών της μαζικής παραγωγής, οι οποίες σχετίζονται κυρίως με την παραγωγή κατοικιών. Στο παρόν κεφάλαιο θα

[εικ.3.01]

εξεταστούν οι κυριότερες ιδέες και προτάσειςυλοποιημένες ή μη- για προκατασκευασμένη, βιομηχανοποιημένη αρχιτεκτονική, οι οποίες έθεσαν τους προβληματισμούς και τις βάσεις για την σύγχρονη προκατασκευασμένη αρχιτεκτονική. Στον ευρωπαϊκό χώρο το κατεξοχήν ρεύμα που υπήρξε πρωτοπόρο στην σύζευξη της βιομηχανικής παραγωγής με την τέχνη και την αρχιτεκτονική ήταν η Σ χ ο λ ή τ ο υ B a u h a u s . Η σχολή αυτή δεν μελέτησε ποτέ συγκεκριμένα δομικά συστήματα, ωστόσο προώθησε την ιδέα της τυποποίησης και της βιομηχανοποίησης της κατασκευής, απλοποιώντας τις μορφές και την κατασκευαστική επίλυση των κτιρίων. Επιπρόσθετα, επιδίωξη υπήρξε η εισαγωγή του υψηλού σχεδιασμού σε καθημερινά αντικείμενα, τα οποία στην συνέχεια θα παραχθούν μαζικά και θα καταστούν προσιτά στο ευρύ κοινό. Είναι εντυπωσιακή η παρατήρηση ότι η απλή αυτή σκέψη εξακολουθεί να αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τον στόχο της προκατασκευασμένης αρχιτεκτονικής. 15


O W a l t e r G r o p i u s , ανεξάρτητα από τον ρόλο του ως ιδρυτή του Bauhaus ασχολήθηκε με θέρμη με το ρόλο της προκατασκευής στην αρχιτεκτονική. Η συνεργασία του με τον αυτοδίδακτο αρχιτέκτονα και ξυλουργό K o n r a d W a c h s m a n n διήρκησε για περίπου 5 χρόνια (1942-1947) με σκοπό τον σχεδιασμό και την παραγωγή του «Packaged House». Η συνεργασία Gropius- Wachsmann θα χαρακτηριζόταν αν μη τι άλλο ελπιδοφόρα. Ο Gropius ήταν ήδη ένας καταξιωμένος και έμπειρος αρχιτέκτονας, οπαδός του φονξιοναλισμού, με ισχυρές κοινωνικού χαρακτήρα ιδέες. Ο Wachsmann ένας καταρτισμένος τεχνίτης, λάτρης της τεχνολογίας και της λογικής των συστημάτων και ιδιαίτερα εφευρετικός ως προς τις λεπτομέρειες.

[εικ.3.02]

Οι δυο τους είχαν ιδρύσει την General Panel Corporation, ένα εργοστάσιο στο οποίο θα παράγονταν με μια εντελώς αυτοματοποιημένη διαδικασία τα κατασκευαστικά στοιχεία του «General Panel House» ή αλλιώς «P a c k a g e d H o u s e ». Το Packaged House επρόκειτο να παραχθεί μαζικά για την αμερικάνικη αγορά ως λύση στο στεγαστικό πρόβλημα την περίοδο του πολέμου. Επρόκειτο για μία κατασκευή από επιφανειακά στοιχεία (πάνελ) που συνδέονται με έναν σύνδεσμο, τον οποίο είχε σχεδιάσει ο Wachsmann. Καθώς όλες οι επιφάνειες της κατοικίας (πάτωμα, εσωτερικά χωρίσματα, στέγη) διαμορφώνονταν από το ίδιο πάνελ η τρισδιάστατη σύνθεσή τους μπορούσε, κατά την πρόθεση των σχεδιαστών, να οδηγήσει σε πολλές διαφορετικές παραλλαγές. Η αναζήτηση εκείνου του universal κατασκευαστικού στοιχείου που θα καταστήσει δυνατή την παραγωγή μιας βιομηχανοποιημένης αλλά και εξατομικευμένης κατοικίας αποτελεί χωρίς αμφισβήτηση μια ιδιαίτερα προωθημένη σκέψη, ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Η γραμμή παραγωγής στην General Panel Corporation στήθηκε εν τέλει το 1947, ωστόσο το εγχείρημα αυτό δεν έφτασε στην υλοποίηση. Ο τίτλος του βιβλίου του Gilbert Herbert “The Dream of the Factory- Made House” (1984) αποδίδει την φιλόδοξη προσπάθεια για μια απόλυτα βιομηχανοποιημένη κατοικία που, όμως, παρέμεινε ένα όνειρο. Οι αιτίες για την κατάληξη αυτή δεν είναι σαφώς προσδιορισμένες αλλά κατά πάσα πιθανότητα σχετίζονται με την απόσυρση κρατικής

16


χρηματοδότησης, καθώς το πρόγραμμα επείγουσας στέγασης βετεράνων του πολέμου ακυρώθηκε. Ένα άλλο πιθανό ενδεχόμενο είναι το εξής. Όπως αναφέρει ο Colin Davies στο βιβλίο του «The Prefabricated House”, για όσο χρόνο ο Gropius και ο Wachsmann ανέπτυσσαν την ιδέα του Packaged House, περισσότερες από 70 εταιρείες είχαν παράξει και διαθέσει στην αγορά περισσότερες από 200.000 προκατασκευασμένες κατοικίες [2]. Η εμμονή, κυρίως του Wachsmann, για την ανάπτυξη ενός αφηρημένου γεωμετρικού συστήματος που στόχευε στην μαθηματική νομοτέλεια και η διαρκής προσπάθεια για τελειοποίηση του συστήματος όχι μόνο καθυστερούσαν την παραγωγή αλλά εν τέλει αύξαναν το κόστος [3]. Για παράδειγμα, όταν ο περίφημος 4-πλος σύνδεσμος που είχε σχεδιάσει ο Wachsmann ήταν έτοιμος να περάσει στην παραγωγή, εκείνος μη ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα γύρισε πίσω στο στάδιο του σχεδιασμού. Όταν πλέον όλα ήταν έτοιμα για το στάδιο της παραγωγής, κατέστη φανερό ότι το προϊόν ήταν πολύ ακριβό και για αυτό τον λόγο ήταν απαραίτητο να γίνουν πολλές απλοποιήσεις, που κατέληγαν σε αρκετά συμβατικές λύσεις.

ικανού να οδηγήσει μία ιδέα από το σχεδιασμό στην πλήρη υλοποίηση. [4] [εικ.3.03]

[εικ.3.04]

Παρά την αποτυχία υλοποίησης του συγκεκριμένου προγράμματος το έργο των Gropius και Wachsmann εκτιμήθηκε θετικά καθώς ήταν από τους πρωτοπόρους αρχιτέκτονες που επιχείρησαν να σχεδιάσουν υψηλής ποιότητας κατοικίες για τις μάζες χρησιμοποιώντας τεχνολογία μαζικής παραγωγής. Επιπλέον, κατέδειξαν ότι το ρόλο του αρχιτέκτονα ως 17


Όπως αναφέρθηκε, πολλοί αρχιτέκτονες και φορείς είτε πριν είτε μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, προώθησαν την ιδέα της βιομηχανοποίησης της κατασκευής, με τη χρήση βιομηχανικών υλικών και μεθόδων ή με ολοκληρωμένα βιομηχανικά δομικά συστήματα. Σε αυτό το πλαίσιο η επιρροή του έργου του B u c k m i n s t e r F u l l e r είναι αξιοσημείωτη. Η επιτυχία αυτή οφείλεται τόσο στην καινοτομία των ιδεών τους όσο και στην τεχνική υπεροχή των τελικών «προϊόντων». Κατά τον B. Bergdoll, «αν κάποιος διεκδικούσε την ιδιότητα του Henry Ford στην παραγωγής κατοικίας, αυτός θα ήταν ο Buckminster Fuller». [5] [εικ.3.05]

Ο Buckminster Fuller, εκπαιδεύθηκε ως μηχανικός στην εποχή των Gropius, Mies van der Rohe και Le Corbusier. Στο έργο του διαφαίνεται η ικανότητά του να χειρίζεται πολύπλοκες χωρο-γεωμετρίες, όπως στην κατασκευή τεράστιων γεωδαιτικών θόλων. Επιπλέον, όμως, ασχολήθηκε συστηματικά με το σχεδιασμό μαζικά παραγόμενων, βιομηχανοποιημένων κατοικιών. Ήδη το 1928 έχει σχεδιάσει το Dymaxion House, μία εξάγωνη, φουτουριστική κατασκευή από αλουμίνιο συνολικής επιφάνειας 100m2. Η κατασκευή στηρίζεται σε έναν κεντρικό στύλο, ο οποίος εμπεριέχει όλες τις εγκαταστάσεις και τους υγρούς χώρους, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της κατασκευής αναρτώνται από το στύλο αυτό με συρματόσχοινα. Έτσι εξασφαλίζεται ευελιξία στην διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου καθώς οι τοίχοι δεν είναι φέροντες. Η βιωσιμότητα φαινόταν να έχει μεγάλο ρόλο στον σχεδιασμό του Dymaxion House. Ο Fuller έχει ενσωματώσει ένα προωθημένο σύστημα κλιματισμού και αερισμού με αεριοστρόβιλους στη στέγη της κατοικίας, καθώς και ένα σύστημα διαχείρισης και ανακύκλωσης του βρόχινου νερού. Ειδικά ως προς το λουτρό είχε πατεντάρει το “Dymaxion Bathroom”, μία απολύτως προκατασκευασμένη μονάδα. Στο Dymaxion Bathroom απαιτούνταν, κατά τον σχεδιαστή, μόνο ένα φλιτζάνι ζεστού νερού για το ντουζ, ενώ η τουλέτα δεν κατανάλωνε καθόλου νερό. Οι αρχές σχεδιασμού του Dymaxion House ξεπερνούν την αποκλειστική επιδίωξη μιας

18


[εικ.3.06]

εξεζητημένης, φουτουριστικής και high-tech μορφολογίας και συνδέονται με την θεωρία του Buckminster Fuller σε σχέση με την τεχνολογία. Ο Fuller ήταν εκείνος που εισήγαγε την έννοια του ephemeralization [6], της ικανότητας δηλαδή μιας τεχνολογικής ανακάλυψης να επιτυγχάνει όλο και μεγαλύτερη απόδοση (προϊόντα, υπηρεσίες, τεχνολογία) με ολοένα λιγότερο input (προσπάθεια, χρόνο, πόρους). Προβάλλοντας την θεωρία αυτή στο Dymaxion House, θεωρούσε καθοριστικούς παράγοντες την βιομηχανοποιημένη παραγωγή και το χρησιμοποιούμενο υλικό, το αλουμίνιο, το οποίο ανακυκλώνεται και επαναχρησιμοποιείται. Η βιομηχανική παραγωγή εξασφαλίζει μείωση κόστους και χρόνου, αύξηση της ποιότητας, ενώ το αλουμίνιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά και ξανά. Με αυτό τον τρόπο «οι άνθρωποι μπορούν να απολαμβάνουν ολοένα και υψηλότερη ποιότητα επαναχρησιμοποιώντας συνεχώς τα ίδια υλικά»[7].

ο Fuller έγινε γνωστός για το έργο του στην προκατασκευασμένη, μαζική αρχιτεκτονική. Με το τέλος του πολέμου το 1944 η αεροβιομηχανία, καθώς ήταν φυσικό, παροπλίστηκε. Ο Fuller, του οποίου το έργο χαρακτηριζόταν από αρχές και υλικά της κατασκευής αεροσκαφών, προσεγγίστηκε με στόχο την αξιοποίηση των μονάδων της αεροβιομηχανίας, η οποία εφεξής θα παρήγαγε προκατασκευασμένες μονάδες κατοικίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Fuller συνεργάστηκε με την Beech Aircraft industries, η οποία διέθετε πλεονάσματα αλουμινίου. Το 1946 ολοκληρώθηκε η κατασκευή δύο πρωτοτύπων τέτοιων κατοικιών, καμία ωστόσο από τις οποίες δεν βρήκε το δρόμο της προς την παραγωγή κυρίως λόγω ενστάσεων του Fuller.

[εικ.3.07]

Το Dymaxion House δεν υλοποιήθηκε με τη μορφή του αρχικού του σχεδιασμού, ωστόσο 19


Η μόνη υλοποιημένη εκδοχή των ιδεών του Fuller μέχρι σήμερα είναι το Wichita House, το οποίο κατασκευάστηκε το 1948 μετά την εξαγορά από τον William Graham, έναν πρώην επενδυτή του πρότζεκτ. Αποτελούσε έναν συνδυασμό των δύο πρωτοτύπων που θύμιζε μορφολογικά το αρχικό Dymaxion από το οποίο όμως είχε αυτούσιο μόνο το Dymaxion Bathroom.

της διοίκησης, καθώς κάτι τέτοιο υπηρετεί κοινωνικά ιδεώδη της εποχής ενώ επωφελείται ταυτόχρονα από τις οικονομίες κλίμακας. Σχεδιάζει, επίσης, και μία μικρή, μεταφερόμενη κατοικία από μέταλλο, η οποία προοριζόταν για μαζική παραγωγή ωστόσο δεν προχώρησε περαιτέρω από τη δημιουργία ενός πρωτοτύπου, το οποίο μάλιστα είχε την δυσάρεστη τύχη να κλαπεί το 1939.

Οι ιδέες του Buckminster Fuller για το Dymaxion House απορρίφθηκαν (και) από τον ίδιο πρόωρα, ίσως γιατί η τεχνολογία της εποχής δεν αρκούσε για την υλοποίησή τους. Ωστόσο, αρχές όπως η αειφορία της κατασκευής και η “more with less” φιλοσοφία του εξακολουθούν να ασκούν επιρροή στον βιώσιμο σχεδιασμό του σήμερα [7].

Κατά τη διάρκεια του πολέμου το εργαστήριο του Prouvé παράγει μονάδες έκτακτης στέγασης, κυρίως για στρατιωτική χρήση. Ανάμεσά τους κάποια καταλύματα 3x3 μέτρα, τα οποία μπορούσαν να στηθούν από 3 άνδρες σε μία μόλις ώρα. Μεταπολεμικά του ανατίθεται από το Υπουργείο Ανοικοδόμησης της Γαλλίας η σχεδίαση και παραγωγή 800 μονάδων στέγασης για αστέγους βασισμένες στις ίδιες αρχές όπως και οι στρατιωτικές καλύβες. Επρόκειτο για μία κατασκευή με πτυσσόμενο μεταλλικό σκελετό, η πατέντα του οποίου μάλιστα άνηκε στον Prouvé και χρησιμοποιούνταν σχεδόν σε όλες του τις κατασκευές, και φέροντα ξύλινα πανέλα. Τα ιστορικά αρχεία σχετικά με το πόσες μονάδες τελικά παρήχθησαν είναι θολά[8]. Είναι πιθανό ότι παρήχθησαν σχεδόν μόνο οι μισές καθώς η στρατηγική της γαλλικής κυβέρνησης άλλαξε προσανατολισμό για να ευνοήσει την μόνιμη ανοικοδόμηση και όχι την προσωρινή στέγαση [9].

Ένας ακόμα πρωτοπόρος της προκατασκευής υπήρξε ο Γάλλος σχεδιαστής- μηχανικός και αυτοδίδακτος αρχιτέκτων J e a n P r o u v é . Το έντονο ενδιαφέρον του για το μέταλλο ως υλικό ήταν απόρροια της εκπαίδευσής του σε σχολή μεταλλουργίας και αποτέλεσε βάση του σχεδιαστικού του έργου, το οποίο περιλάμβανε από έπιπλα μέχρι κατοικίες, σχολεία, σταθμούς ανεφοδιασμού. Από το 1931, όποτε και ανοίγει το «Atelier Jean Prouvé» σε συνεργασία με τους Eugene Beaudouin και Marcel Lods πειραματίζεται με βιομηχανικά παραγόμενες κτηριακές μονάδες. Αρχικά προσανατολίζεται στον τομέα της εκπαίδευσης, της υγείας και 20

Ο Prouvé εν τω μεταξύ με βάση το πατενταρισμένο δομικό στοιχείο (axial portal frame) το οποίο αποτελεί την βασική στήριξη


και «δένει» την κατασκευή και είχε αναπτύξει ο ίδιος, σχεδιάζει ένα σύστημα κατασκευής προσαρμόσιμο σε διαφορετικά κλίματα και τοποθεσίες. Σε αυτό το κατασκευαστικό σύστημα κανένα από τα δομικά μέρη δεν ξεπερνά τα 4 μέτρα και δεν ζυγίζει περισσότερο από 100 κιλά. [εικ.3.08]

Οι ονομασίες «Tropicale”, “Coloniale”, “Metropole” αναφέρονται σε παραλλαγές αυτού του κατασκευαστικού συστήματος για διαφορετικές τοποθεσίες. Η παραλλαγή «Tropicale”, παραδείγματος χάριν, αποτελεί την προσαρμογή του συστήματος στο τροπικό κλίμα με μία εξωτερική επιδερμίδα για σκίαση, με πρόβλεψη για φυσικό αερισμό κ.ά. Προορίζονταν να εγκατασταθούν στις γαλλικές αποικίες της Αφρικής όπου θα μεταφέρονταν αεροπορικώς και κατά τις –ίσως υπέρμετρα αισιόδοξες- προσδοκίες του Prouvé θα συνέβαλλαν στην βελτίωση των συνθηκών ζωής της τότε αποαποικιοποιούμενης Αφρικής. Στην πραγματικότητα μόνο δύο Maison Tropicale κατασκευάστηκαν στη Γαλλία και

εστάλησαν στην Αφρική και αυτό συνέβη για λόγους marketing. Το ένα ως κατοικία ενός διευθυντή σχολείου στη Νιγηρία και το άλλο για τους ιδιοκτήτες μιας εταιρείας αλουμινίου στο Κονγκό. Όμως, είτε επειδή το Maison Tropicale έμοιαζε αλλόκοτο για τους επίδοξους αποικιοκράτες αγοραστές είτε επειδή αποδείχθηκε ακριβότερο από την τοπική κατασκευή, οι παραγγελίες δεν ήρθαν ποτέ.

[εικ.3.09] [εικ.3.10]

21


Το 1949 αναλαμβάνει Υπουργός Ανοικοδόμησης ο Eugene- Claudius Petit, ο οποίος μάλιστα ήταν φίλος και πάτρωνας του Le Corbusier. Σε μία προσπάθεια να τονώσει την κρατική παρέμβαση στον τομέα της κατοικίας από την περίοδο του πολέμου και μετέπειτα, αναθέτει στο εργαστήριο του Prouvé την παραγωγή 25 πειραματικών, μόνιμων αλλά προκατασκευασμένων κατοικιών χαμηλού κόστους. Το αποτέλεσμα αυτού του εγχειρήματος είναι λίγες μόλις κατοικίες που στήθηκαν στο Meudon, ένα προάστιο του Παρισιού, και παραμένουν εκεί μέχρι σήμερα. Τo Meudon Houses, το Maison Tropicale καθώς και οι πολυάριθμες ακόμα προκατασκευασμένες μονάδες του Prouvé στη συνέχεια πέρασαν στη λήθη και δεν βρήκαν ούτε αποδοχή ούτε χρηματοδότηση. Οι ακατάπαυστοι πειραματισμοί του κόστισαν το κλείσιμο του εργαστηρίου- εργοστασίου του το 1953, το οποίο απασχολούσε 200 άτομα. Ο Prouvé συνέχισε να εργάζεται ως σύμβουλος για κατασκευές curtain- wall ως το τέλος της ζωής του το 1984. Το σύγχρονο ενδιαφέρον για την προκατασκευασμένη αρχιτεκτονική επανάφερε στο φως το έργο του Prouvé[9]. Το 1999 ο αρχιτέκτονας Eric Touchaleaume κατάφερε να ανακαλύψει τα δύο Maison Tropicale στην Αφρική και μετά την ανακατασκευή τους να εκτεθούν στη Νέα Υόρκη το 2007, στην Tate Modern και στο Pompidou το 2008.

22

«Οι αρχιτέκτονες- ή τουλάχιστον οι αρχιτέκτονες που έμειναν στην ιστορίαέμοιαζαν να έχουν χάσει τη θέληση να αλλάξουν τον κόσμο μέσω άμεσης παρέμβασης και αντ’ αυτού στηρίζουν τις ελπίδες τους στο παράδειγμα και την επιρροή»[10] Στο δεύτερο μισό του του 20ου αιώνα παρατηρείται μία σημαντική μεταβολή. Παρότι δεν εκλείπουν τα κτίρια – σχεδιασμένα από αρχιτέκτονες- που εκφράζουν αρχές μαζικής παραγωγής ή έχουν βιομηχανικά παραγόμενα στοιχεία, αυτά αποτελούν κυρίως αποσπασματικές προσπάθειες και οι σχεδιαστές τους δεν διεκδικούν την επαναληψιμότητα, τη βιομηχανοποίηση και τελικά την μαζική παραγωγή τους. «Οι αρχιτέκτονες- ή τουλάχιστον οι αρχιτέκτονες που έμειναν στην ιστορία- έμοιαζαν να έχουν χάσει τη θέληση να αλλάξουν τον κόσμο μέσω άμεσης παρέμβασης και αντ’ αυτού στηρίζουν τις ελπίδες τους στο παράδειγμα και την επιρροή»[10]. Οι εξηγήσεις ως προς αυτό είναι πολλές• δεν μπορεί ωστόσο να αγνοηθεί το γεγονός ότι ο κόσμος έχει πλέον ξεπεράσει τα δεινά των παγκοσμίων πολέμων. Τα προβλήματα στέγασης των πληγέντων του πολέμου έχουν σε ικανοποιητικό βαθμό επιλυθεί, οι πόλεις ανοικοδομούνται και το επίπεδο ζωής σταδιακά βελτιώνεται. Ας μην ξεχνάμε ότι οι προτάσεις του Buckminster Fuller είχαν έρθει, μεταξύ άλλων, ως απάντηση στον παροπλισμό της αεροβιομηχανίας μετά τον πόλεμο και στην αξιοποίησή της για την επίλυση του στεγαστικού προβλήματος, ενώ του


Jean Prouvé αφορούσαν καταστάσεις έκτακτης, ταχείας και φθηνής στέγασης των αστέγων του πολέμου. Η αναβίωση τέτοιων προτάσεων στη σημερινή εποχή αφορμάται άραγε και από το σύγχρονο προσφυγικό ζήτημα της Ευρώπης;

Τα κτήρια του De Stijl όπως η κατοικία Schroeder στην Ουτρέχτη (1925) ή μεταγενέστερα, η περίφημη ο ι κ ί α τ ω ν E a m e s στην Καλιφόρνια (1949) εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα και αποτέλεσαν έμπνευση για τους αρχιτέκτονες λόγω των καθαρών γραμμών και των βιομηχανικών στοιχείων σκόπιμα εμφανών στην κατασκευή. Η χρήση βιομηχανικών στοιχείων παρέχει το ουδέτερο στοιχείο που θα μετατραπεί σε προσωπική δήλωση του χρήστη[11]. Η κατοικία των Eames «χτίστηκε ως ένα απλό container για έναν πολύχρωμο κόσμο, αλλά έσπασε όλους τους κανόνες του τί είναι αποδεκτό. Χωρίς επιτήδευση ή κοινοτυπία χρησιμοποίησε τη γλώσσα των στρατιωτικών καταλυμάτων, με την οποία είχε μεγαλώσει μια ολόκληρη γενιά» [12]. Αυτού του τύπου τα κτίρια, τα οποία θα μπορούσαν να καταταχθούν σε ένα βιομηχανικό στυλ, ενέπνευσαν αρχιτέκτονες όπως οι Richard Rogers και Norman Foster, το έργο των οποίων θα μείνει στην ιστορία ως το βρετανικό high-tech. Το β ρ ε τ α ν ι κ ό h i g h - t e c h εξελίχθηκε κυρίως στην επόμενη 20ετία με μεγάλης κλίμακας πρότζεκτ, ωστόσο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πειραματισμοί σε σχέση με

[εικ.3.11]

την προκατασκευή στον τομέα της κατοικίας. Ένα σχετικά πρώιμο έργο του Richard Rogers είναι το Zip-up House (1968). Έχει ένα σωληνοειδές σχήμα, με πανέλα τύπου sandwich από αλουμίνιο, με καμπυλωμένες ακμές, με γυάλινες επιφάνειες στις μακρές πλευρές. Στέκεται σε κολώνες, σε απόσταση από το έδαφος ώστε να προσαρμόζεται και σε επικλινές ανάγλυφο ενώ πολλές τέτοιες μονάδες (modules) μπορούν να συνδυαστούν για να δημιουργήσουν συνθετότερες μορφές.

[εικ.3.12]

23


Το Yacht House από τον Richard Horden, «μαθητή» του Norman Foster, αποτελεί ένα παράδειγμα «μεταφοράς τεχνολογίας», ένα αγαπητό θέμα του High Tech. Ο σκελετός της κατασκευής στηρίζεται από ένα κατάρτι από αλουμίνιο, ο οποίος πληρώνεται από πάνελ οροφής και τοίχων. Παρόμοιες απόπειρες στα πλαίσια του High-Tech, σαφώς κάνουν χρήση τυποποιημένων δομικών στοιχείων και προκατασκευής, ωστόσο ποτέ δεν επιχειρήθηκε η μαζική τους παραγωγή. Η αρχιτεκτονική αυτή έμοιαζε σαν να μπορούσε να παραχθεί μαζικά, ωστόσο η σύγκριση με το έργο των Gropius, Wachsmann, Fuller, Prouvé, οι οποίοι επιχείρησαν να οργανώσουν γραμμή παραγωγής και να αναπτύξουν επιχειρηματικά πλάνα, φανερώνει τον εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό της.

Την ίδια εποχή στη Βρετανία κάνουν την εμφάνισή τους οι A r c h i g r a m , μία ομάδα αρχιτεκτόνων αποτελούμενη από τους Peter Cook, Warren Chalk, Ron Herron, Dennis Crompton, Michael Webb, and David Greene. Έμειναν στην ιστορία ως ρηξικέλευθοι οραματιστές του μέλλοντος της αρχιτεκτονικής και της πόλης καταθέτοντας ιδέες για κινούμενες πόλεις σε πόδια, στιγμιαίες πόλεις και «plug-in cities». Οι Archigram σε σύγκλιση με τις ιδέες των μεταβολιστών σχεδιάζουν την κατοικία ως ένα υψηλής τεχνολογίας, βιομηχανοποιημένο προϊόν, το οποίο με τη μορφή κάψουλας ή ακάτου, κινείται και προσαρτάται σε συνθετότερες δομές. Φυσικά το έργο των Archigram και στη συνέχεια των Ιαπώνων μεταβολιστών καθόλου ασύνδετο δεν είναι με την ανάπτυξη του πλαστικού και τις τεράστιες δυνατότητες του ως υλικό. Σε ένα από τα γνωστότερά τους πρότζεκτ, οραματίζονται την Plug-in-City (1964), μία κολοσσιαία και διαρκώς μεταβαλλόμενη μεγαδομή, στην οποία προσαρτώνται με τη βοήθεια γιγάντιων γερανών ως κάψουλες όλες οι λειτουργίες μιας πόλης. Η κάψουλα κατοίκησης κατά τους Archigram προτάσσει την ευελιξία, την ελευθερία μετακίνησης και τον νομαδικό τρόπο [εικ.3.14]

[εικ.3.13]

24


ζωής ως απάντηση στο αναδυόμενο οικιστικό πρόβλημα και στον μονότονο τρόπο ζωής στα προάστια. [13]

Προτάσεις όπως αυτές των Archigram παρέμειναν, όπως είναι αναμενόμενο, ουτοπικές ωστόσο το σχετικότερο αρχιτεκτονικό «πείραμα», το N a k a g i n C a p s u l e T o w e r , χτίστηκε στo Τόκυο της Ιαπωνίας το 1972 από τον Kisho Kurokawa. Η βασική ιδέα του κτιρίου είναι σχετικά απλή- σε δύο κεντρικούς πυρήνες από μπετόν προσαρτώνται προκατασκευασμένες κάψουλες κατοικίας με ελάχιστες διαστάσεις (2,5x 4m). Η κάθε κάψουλα βιδώνεται στον πυρήνα σε 4 μόνο σημεία και αυτό την καθιστά ευέλικτη στη μετακίνηση, ανεξάρτητη και αναλώσιμη. Οι 140 κάψουλες που τοποθετήθηκαν ήταν προκατασκευασμένες σε ένα εργοστάσιο της γειτονικής επαρχίας Σίγκα. Μεταφέρθηκαν με φορτηγό και τοποθετήθηκαν στη θέση τους με τη βοήθεια γερανού. Το χαρακτηριστικό κυκλικό παράθυρο ήταν ήδη τοποθετημένο καθώς και όλος ο εσωτερικός εξοπλισμός, όπως ενσωματωμένο κρεβάτι, μπάνιο καθώς και εντοιχισμένη τηλεόραση, ραδιόφωνο και ξυπνητήρι! Το Nakagin Capsule Tower προοριζόταν αρχικά για άτομα που εργάζονται μέχρι αργά και δεν μπορούν να επιστρέψουν στην κατοικία τους το βράδυ.

[εικ.3.15]

[εικ.3.16]

[εικ.3.17]

25


[εικ.3.18]

Το συγκεκριμένο κτήριο θεωρείται σήμερα ξεπερασμένο, καθώς δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ καμία μεταβολή σε σχέση με την αρχική μορφή, καμία κάψουλα δεν αντικαταστάθηκε, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει με κατεδάφιση. To Nakagin Capsule Tower αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα των ιδεών του μεταβολισμού, του δυναμικού, εξελισσόμενου και διαρκώς μεταβαλλόμενου σχεδιασμού. Η μεταβολή και η προσωρινότητα, άλλωστε, αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά των ιαπωνικών πόλεων. Σε αυτά τα στοιχεία βασίστηκε τότε ο σχεδιασμός του Kurokawa, που ωστόσο κατά μεγάλη ειρωνεία, είναι τα ίδια που σήμερα απειλούν το έργο του. 26

Το H a b i t a t ’ 6 7 είναι ένα έργο που ενσωματώνει δύο ιδέες- η μία ως προς την προκατασκευή, η άλλη ως προς το μοντέλο συλλογικής, αστικής κατοίκησης που προτείνει [14]. Παρουσιάστηκε από τον Moshie Safdie, τότε 23 χρονών, στην παγκόσμια έκθεση του 1967 ως εξέλιξη της διπλωματικής του εργασίας με τίτλο «Μια πρόταση αστικής ζωής» («A case for city living») η οποία χρησιμοποιούσε ένα «3d modular building system» στο πανεπιστήμιο Mc Gill του Μόντρεαλ. Σημειωτέον ότι στην ίδια έκθεση του 1967 παρουσιάστηκε ο γεωδαιτικός θόλος του Buckminster Fuller. Το αρχικό σχέδιο ενσωμάτωνε εμπορικά κέντρα, σχολεία και 1000 μονάδες κατοικίας, η καναδική κυβέρνηση όμως αποφάσισε το έργο να αποπερατωθεί μόνο με 158 κατοικίες. Κατασκευάστηκε από 354 προκατασκευασμένες μονάδες (modules) από οπλισμένο σκυρόδεμα, οι οποίες τοποθετούνται η μία πάνω στην άλλη, χωρίς εξωτερικό φέρον σύστημα και σχηματίζουν συνολικά ένα 12-όροφο συγκρότημα κατοικίας. Η ιδιομορφία έγκειται στον τρόπο με τον οποίο «στοιβάζονται» οι μονάδες προκειμένου να προκύπτουν κενά και ελεύθεροι χώροι. Έτσι βελτιστοποιείται ο ηλιασμός και ο αερισμός του κάθε διαμερίσματος και, κατά την επιδίωξη του αρχιτέκτονα, επιτυγχάνεται η μίξη δύο τυπολογιών κατοίκησης, της κατοικίας με κήπο στα προάστια και της πυκνής κατοίκησης σε συγκρότημα κατοικίας στην πόλη.


επίτευξη ακαμψίας και προκειμένου να διαμορφωθεί ένα ενιαίο δομικό σύστημα. Το κάθε κουτί (module) αποτελούσε μία άκαμπτη δομική μονάδα και στηριζόταν στην υποκείμενη μονάδα, με ελάχιστες εξαιρέσεις στις οποίες χρειάστηκε επιπλέον στήριξη με κολώνες[15].

[εικ.3.19]

Η διαδικασία της προκατασκευής έλαβε χώρα στο εργοτάξιο. Στη βιομηχανική μονάδα που είχε στηθεί παράγονταν τα modules μέσα σε μεταλλικά καλούπια, το καθένα από τα οποία είχε διαστάσεις 11,7μ. x 5.3μ. x 3μ. και ζύγιζε 70 τόνους. Στη συνέχεια μεταφέρονταν στην γραμμή παραγωγής για την εισαγωγή των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, της μόνωσης και των κουφωμάτων. Τέλος, εγκαθίσταντο μονάδες μπάνιου και κουζίνας, προ-συναρμολογημένες μεν αλλά όχι στο εργοτάξιο. Στο εργοτάξιο παράγονταν ως προκατασκευασμένα δομικά στοιχεία και τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, τα κλιμακοστάσια και οι οριζόντιοι διάδρομοι κίνησης. Τα ολοκληρωμένα πλέον «κουτιά» και προκατασκευασμένα μέλη ανυψώνονταν στη θέση τους με γερανό και συναρμολογούνταν επί τόπου. Τα τρία αυτά στοιχεία, δηλαδή τα «κουτιά», τα κλιμακοστάσια και οι διάδρομοι συνδέονταν ανά ορισμένα επίπεδα για την

[εικ.3.21]

[εικ.3.20] [εικ.3.22]

[εικ.3.23]

27


Ο διττός στόχος του Safdie για το Habitat ’67 επιτεύχθηκε μόνο κατά το ήμισυ. Απέτυχε να μειώσει το κόστος μέσω της προκατασκευής, αλλά πέτυχε στη δημιουργία μιας νέας τυπολογίας συλλογικής κατοικίας. Η plug-andplay λογική εν τέλει δεν λειτούργησε καθώς «οι μονάδες (modules) ήταν πολύ βαριές για να τοποθετηθούν εύκολα ή να μετακινηθούν, χρειάζονταν πολλές παραλλαγές και κατ’ επέκταση παραλλαγές των καλουπιών τους καθώς και πολύ εξειδικευμένα εργαλεία. Εκτός από τις δυσκολίες κατά την προκατασκευή, για την τοποθέτηση και σύνδεση των μονάδων απαιτούνταν μεγάλοι γερανοί και εντατική εργασία»[16]. Εντούτοις η χωρική ποιότητα του Habitat ‘67 εκτιμήθηκε και επηρέασε μελλοντικά έργα. Παρόμοια χωρικά σχήματατα οποία όμως δεν υπακούν σε modular κατασκευή- μπορούμε να εντοπίσουμε στο Kafka Castle (1968) του Ricardo Boffil, στην πολυκατοικία στο Πολύδροσο (1980) των Τ.&Δ. Μπίρη ή ακόμα σε σύγχρονες εκδοχές όπως τα Mountain Dwellings (2008) των BIG.

κατασκευαστικών στοιχείων στο εξωτερικό και το εσωτερικό του κτηρίου. Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1977.

[εικ.3.24]

[εικ.3.25]

Το περίφημο Pompidou Centre στο Παρίσι, σχεδιασμένο από τους αρχιτέκτονες Renzo Piano, Richard Rogers, Gianfranco Franchini κ.ά εκπροσωπεί κάτι περισσότερο από μία λογική προκατασκευής καθώς αποτελεί την αποθέωση της βιομηχανικής εικονογραφίας. Επιδίωξη ήταν η δημιουργία του «κτηρίουμηχανή» κατά τον Le Corbusier, με προβολή όλων των λειτουργικών, μηχανολογικών και 28


Η προκατασκευή δεν χρησιμοποιήθηκε απλά και μόνο ως εργαλείο, αλλά καθιέρωσε διακριτά αρχιτεκτονικά στυλ.

Η προκατασκευή αναμφισβήτητα εισήχθη δυναμικά στον 20ο αιώνα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι δεν χρησιμοποιήθηκε απλά και μόνο ως εργαλείο, αλλά καθιέρωσε διακριτά αρχιτεκτονικά στυλ. Οι προκατασκευασμένες κατοικίες του Buckminster Fuller ή του Prouvé καθιέρωσαν μία αισθητική που βρήκε συνέχεια στο έργο πολλών μεταγενέστερων αρχιτεκτόνων. Αυτό αποτελεί άλλωστε και το χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής: η πληθώρα των μέσων και των παραδειγμάτων που καταδεικνύουν την ανάγκη επιλογής και διαχείρισης.

29


Π Α ΡΑ Π Ο Μ Π Ε Σ : 1. Καλογεράς, Ν., Ραυτόπουλος, Σ., Παπαϊωάννου, Ι., & Παπαλεξόπουλος, Δ. (1987). Σημειώσεις βιομηχανικών δομικών συστημάτων. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. σ. 12 2. Davies, C. (2005). The prefabricated home. Reaktion books. p. 23 3. Imperiale, A. (2012). An American wartime dream: the Packaged House system of Konrad Wachsmann and Walter Gropius. ACSA Fall Conference, Philadelphia. p.43 4. Smith, R. E. (2011). Prefab Architecture: A Guide to Modular Design and Construction. John Wiley & Sons, Inc. p.28 5. Bergdoll, B., & Christensen, P. (2008). Home delivery: fabricating the modern dwelling. The Museum of Modern Art. p.20 6. Fuller, B. (1938). Nine chains to the moon. Estate of R. Buckminster Fuller. 7. Meril, G. (2013). AD Classics: The Dymaxion House / Buckminster Fuller. ArchDaily. Retrieved November 8, 2017, from https://www. archdaily.com/401528/ad-classics-the-dymaxion-house-buckminster-fuller 8. Huber, B., & Steinegger, J. C. (1971). Jean Prouvé. Pall Mall Press. pp. 194-6 9. Stott, R. (2016). The Paradoxical Popularity of Jean Prouvé’s Demountable Houses. ArchDaily. 30

Retrieved December 13, 2017, from https://www. archdaily.com/782589/the-paradoxical-popularity-of-jean-prouves-demountable-houses 10.

Davies, C. p.35

11. Zαμπούνη, Γ. (2003). Η λογική του container στην αρχιτεκτονική. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. σ. 13 12. Jackson, N. (1996). The Modern Steel House. E & FN Spon. 13. Meril, G. (2013). AD Classics: The Plug-In City / Peter Cook, Archigram. ArchDaily. Retrieved December 17, 2017, from https://www.archdaily. com/399329/ad-classics-the-plug-in-city-petercook-archigram 14. Dameron, A. (2012). A Look Back at Habitat ’67 with Moshe Safdie. Dwell. Retrieved December 20, 2017, from https://www.dwell.com/ article/a-look-back-at-habitat-67-with-moshe-safdie-4035f224 15. Canadian Architecture Collection. (2001). Habitat ’67. McGill University. Retrieved December 21, 2017, from http://cac.mcgill.ca/moshesafdie/ habitat/ 15.

Smith, R. E. p. 35


ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ: [3.01] https://research-methodology.net/fordism-neo-fordism-context-international-political-economy/

[3.15], [3.16], [3.17], [3.18] https://www.archdaily.com/110745/ad-classics-nakagin-capsule-tower-kisho-kurokawa

[3.02] https://www.harvardartmuseums.org/collections/person/21418?person=21418

[3.19] https://www.dezeen.com/2014/09/11/brutalist-buildings-habitat-67-montreal-moshe-safdie/

[3.03] Davies, C. (2005). The prefabricated home. Reaktion books. p. 23

[3.20], [3.21], [3.22], [3.23] http://cac.mcgill. c a / m o s h e s a f d i e / h a b i t at / c o n s t r u c t i o n P h o t o. php?stage=1

[3.04] Architectural Forum, February, 1947: 116 [3.05], [3.06], [3.07] https://www.archd a i l y. c o m / 4 0 1 5 2 8 / a d - c l a s s i c s - t h e - d y m a x ion-house-buckminster-fuller

[3.24], [3.25] https://www.inexhibit.com/mymuseum/centre-pompidou-paris/

[3.08] https://www.archdaily.com/782589/the-paradoxical-popularity-of-jean-prouves-demountable-houses [3.09], [3.10] https://en.wikiarquitectura.com/ building/maisons-tropicales/ [3.11] http://www.getty.edu/conservation/our_ projects/field_projects/eameshouse/eames_overview.html [3.12] https://www.domusweb.it/en/architecture/2013/07/30/richard_rogers_insideout.html [3.13] https://inspiration.detail.de/yachthouse-110022.html?lang=en [3.14] https://relationalthought.wordpress. com/2012/03/31/963/ 31



Τα

κτήρια για τα οποία έγινε λόγος στο προηγούμενο κεφάλαιο αποτελούν μία συνοπτική μεν, αντιπροσωπευτική δε εξιστόρηση των ιδεών περί βιομηχανοποιημένης αρχιτεκτονικής του προηγούμενου αιώνα. Και αυτό διότι αντιπροσωπεύουν την αισθητική της εκάστοτε χρονικής περιόδου, ανταποκρίνονται στα ζητήματα που θέτει η κάθε εποχή, επιχειρούν να εντάξουν τις νέες τεχνολογίες στο σχεδιασμό και την παραγωγή, ενώ καταθέτουν συχνά καινοτόμες ιδέες σχετικά με την τυπολογία της κατοίκησης, της συλλογικότητας, της πόλης. Κανείς μπορεί μέσω αυτών των παραδειγμάτων να πάρει μαθήματα για την αρχιτεκτονική ιστορία και θεωρία, αλλά είναι αμφίβολο το αν μπορεί να διδαχθεί τον τρόπο για να χτίσεις φθηνά, γρήγορα, μαζικά και σε συνδυασμό με τα προηγούμενα, κτήρια ελκυστικά για τον μέσο χρήστη. Απέτυχε, επομένως, η

προκατασκευασμένη δόμηση στην υλοποίησή της; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, καθώς η προκατασκευή χρησιμοποιήθηκε ευρέως, αλλά με κανέναν τρόπο που να τιμάται από την αρχιτεκτονική ιστορία. Ίσως άλλωστε είναι η μόνη κατασκευαστική πρακτική που ανταποκρίνεται άμεσα, εύστοχα και συχνά με επιτυχία σε έκτακτες ανάγκες που η μαζική, γρήγορη και οικονομική δόμηση είναι αναγκαία.

33


Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σύστημα «b a l l o o n f r a m e », που αποτελεί μέχρι σήμερα το βασικότερο σύστημα δόμησης κατοικίας της Βόρειας Αμερικής, Αυστραλίας και Ιαπωνίας. Βασίζεται στη χρήση ξύλινων κατακόρυφων στοιχείων που διαμορφώνουν έναν πυκνό σκελετό, ο οποίος καλύπτεται στη συνέχεια με κάποιο υλικό επένδυσης. Εφευρέθηκε το 1833 στο Σικάγο, ωστόσο χρειάστηκαν πάνω από 100 χρόνια για να εισαχθεί στην αρχιτεκτονική θεωρία, καθώς εμφανίζεται για πρώτη φορά στο βιβλίο «Space, Time and Architecture» του Siegfried Giedion, ωστόσο όχι ως μία αρχιτεκτονική τυπολογία αλλά ως ένα παράδειγμα των βιομηχανικών και οικονομικών τάσεων που οδήγησαν στον μοντερνισμό του 20ου αιώνα[1]. Στις ΗΠΑ των αρχών του 20ου αιώνα το να παραγγέλνεις μία κατοικία από κατάλογο ήταν κοινή πρακτική. Μεγάλες εταιρείες άνθισαν κατά καιρούς, οι οποίες βασιζόμενες στο σύστημα «ballon frame» προσέφεραν διάφορα σχέδια κατοικιών, των οποίων ο σκελετός, καθώς και επιπλέον στοιχεία, όπως κουφώματα, πόρτες, χωρίσματα έφταναν με το τρένο σε μεγάλα κουτιά στον αγοραστή. Τα πλεονεκτήματα ήταν η ακρίβεια και η οικονομία στο εργατικό κόστος. Οι γνωστότερες εταιρείες υπήρξαν οι Sears Roebuck, η General Houses Inc., η American Houses, η National Homes

34

Corporation of Lafayette, Indiana και άλλες. Στη διάρκεια του πολέμου, παρήχθησαν στις Η.Π.Α. περίπου 200.000 προκατασκευασμένες κατοικίες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από 12% της συνολικής παραγωγής κατοικίας[2]. Οι κατοικίες αυτές εκφράζουν το παραδοσιακό ύφος της αμερικανικής διώροφης μονοκατοικίας, με κεκλιμένη στέγη. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή οι Gropius και Wachsmann καταπιάνονται με το «Packaged House», το οποίο όμως δεν έφτασε ποτέ στην παραγωγή.

[εικ.4.01]


[εικ.4.02]

35


Στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι σήμερα 20 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε κινητές κατοικίες [4]. Εντελώς αποκλεισμένες από την αρχιτεκτονική ιστορία είναι οι κ ι ν η τ έ ς κ α τ ο ι κ ί ε ς , ή αλλιώς τ ρ έ ι λ ε ρ . Έκαναν την εμφάνισή τους ήδη από τη δεκαετία του ’20 στις ΗΠΑ, αρχικά για χρήση ως τουριστική κατοικία στη φύση ή συχνότερα σε οργανωμένους τόπους κατασκήνωσης. Το τρέιλερ σταδιακά εξελισσόταν, με καλοσχεδιασμένα μοντέλα όπως το Silver Dome ή το Airstream να αποτελούν σύμβολα ξεγνοιασιάς και ελευθερίας. Αυτή η εικόνα θα αλλάξει όταν στην περίοδο της μεγάλης Οικονομικής Ύφεσης το τρέιλερ καθίσταται πλέον για πολλούς η μόνη διαθέσιμη επιλογή κατοικίας. Σε εκτάσεις στα προάστια των πόλεων κάνουν την εμφάνισή τους τα λεγόμενα trailer parks, συγκεντρώσεις δηλαδή από τρέιλερ, με ελάχιστες υποδομές. Μετά τον πόλεμο, αυτού του τύπου η κατοικία χρησιμοποιείται και για προσωρινή στέγαση, ενώ καθώς πλέον αποτελεί έναν διαδεδομένο τρόπο κατοίκησης, τίθενται από το κράτος κανονισμοί στους οποίους πρέπει να προσαρμοστούν οι κατασκευαστές των κινητών κατοικιών. Ο συγγραφέας Τζων Στάινμπεκ καταγράφει το 1960 στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο «Travels with Charley» τις εμπειρίες του από την επίσκεψή του σε trailer parks και είναι ίσως ο πρώτος που τα χαρακτηρίζει ως έναν νέο τρόπο κατοίκησης, 36

βασισμένο στην νομαδικότητα[3]. Οι κινητές κατοικίες των ΗΠΑ μελετήθηκαν ως τύπος κατοικίας και ως φαινόμενο που άπτεται της αρχιτεκτονικής πρώτη φορά από το Massachussets Institute of Technology (MIT) το 1969 στο πρότζεκτ «Mobile Home Industry». Τα αποτελέσματα της έρευνας δεν δημοσιοποιήθηκαν μέχρι το 1980 σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Building Tomorrow» του Arthur T. Bernhardt. Σύμφωνα με τον Bernhardt, η κινητή κατοικία αποτέλεσε «το πιο επιτυχημένο υπόδειγμα της βιομηχανοποίησης της δόμησης σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς»[4]. Σήμερα στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι 20 εκατομμύρια ζουν σε κινητές κατοικίες. Παρότι αυτό αποτελεί τη μοναδική επιλογή για πολλούς ως μια κατοικία χαμηλού κόστους, δεν λείπουν και ορισμένες περιπτώσεις που αυτός ο τρόπος κατοίκησης χρησιμοποιείται για τη δημιουργία κλειστών κοινοτήτων, όπως πάρκα για συνταξιούχους. Τα «manufactured homes», όπως αποκαλούνται σήμερα, καταλαμβάνουν το 6,8% του στεγαστικού τομέα των ΗΠΑ, ανέρχονται δηλαδή σε 8,5 εκατομμύρια[5].


[εικ.4.03]

[εικ.4.04]

[εικ.4.05]

37


[εικ.4.06]

Ίσως το ευρύτερα διαδεδομένο σύστημα προκατασκευασμένης δόμησης στην Ευρώπη είναι το P l a t t e n b a u , το σύστημα δόμησης από προκατασκευασμένες πλάκες από μπετόν υψηλών κτιρίων, ως επί το πλείστον κατοικιών, που βρήκε εφαρμογή κυρίως στην Ανατολική Γερμανία τη δεκαετία του ’60. Αποτέλεσε έναν αποδοτικό τρόπο ανοικοδόμησης των πόλεων, ως απάντηση στο οικιστικό πρόβλημα που είχε προέλθει από τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μεταπολεμική εμφάνισή του Plattenbau δεν είναι πρωτοφανής, καθώς αφενός ως δομικό σύστημα είχε εφαρμοστεί στην κεντρική Ευρώπη ήδη από τη δεκαετία του ’30- χαρακτηριστικό

38

παράδειγμα το Splanemann Siedlung στην περιοχή Lichtenberg του Βερολίνου[6]αφετέρου ενσαρκώνει τα μοντερνιστικά ιδεώδη για την πόλη. Καθότι, ωστόσο, χρησιμοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό που η χωρική ποιότητα πολλές φορές υποβαθμίστηκε έναντι του κόστους και επιπλέον συσχετίστηκε με τις συχνά αποπνικτικές συνθήκες ζωής στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ, αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο κεφάλαιο της αρχιτεκτονικής ιστορίας.


[εικ.4.07]

[εικ.4.08]

[εικ.4.09]

[εικ.4.10]

39


[εικ.4.11]

Η τελευταία μη-αρχιτεκτονική ιστορία εκτυλίσσεται ως τις μέρες μας και σχετίζεται με την καθιερωμένη αντίληψη και πρακτική γύρω από τη δόμηση «προκάτ». Είναι ταυτισμένη δε με την διαδικασία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος διαλέγει την κατοικία ή ένα κτίριο εν γένει από μία διαθέσιμη γκάμα έτοιμων επιλογών. Ιδιαίτερα στη χώρα μας είναι εμφανής η αντίθεση των δύο παράλληλων κόσμων, του προκάτ και της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Από τη μία πλευρά η καθιερωμένη βιομηχανία των προκάτ περιορίζεται στην κατασκευή «σπιτιών καταλόγου», «τροχοβιλών», «λυόμενων» κλπ., με ελάχιστες ή μηδενικές δυνατότητες εξατομίκευσης και με πλήρη απουσία αρχιτέκτονα, από την άλλη η σύγχρονη αρχιτεκτονική δημιουργία εμμένει πεισματικά σε συμβατικές μεθόδους κατασκευής, όπως αυτή του ωπλισμένου σκυροδέματος. Ίσως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση!

40


Π Α ΡΑ Π Ο Μ Π Ε Σ

ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ:

1. Davies, C. (2005). The prefabricated home. Reaktion books. p. 45

[4.01] Davies, C. (2005). The prefabricated home. Reaktion books. p. 45

2. Burnham, K., & Albert Farwell Bemis Foundation. (1951). The Prefabrication of Houses. Technology Press of the Massachusetts Institute of Technology and Wiley, New York. p. 59

[4.02] Davies, C. p. 52

3. Steinbeck, J. (2012). Travels with Charley: in search of America. Penguin.

[4.04], [4.05] http://www.countryliving.com/life/ a42394/trailer-parks-retirement-america/

4. Bernhardt, A. (1980). Building Tomorrow. Cambridge, MA: MIT Press.

[4.06] platte/

5. Geoghegan, T. (2013). Why do so many Americans live in mobile homes? BBC News. Retrieved January 3, 2018, from http://www.bbc.com/ news/magazine-24135022

[4.07], [4.08], [4.09], [4.10] https://de.wikipedia. org/wiki/Plattenbau

[4.03] https://media.mnn.com/assets/images/2015/01/airstream%20civil%20defense.jpg

https://www.jeder-qm-du.de/ueber-die-

[4.11] http://www.kallergis.gr/

6. Bergdoll, B., & Christensen, P. (2008). Home delivery: fabricating the modern dwelling. The Museum of Modern Art. p.122

41



«Prefabrication is evolutionary, not revolutionary»[1]

Σε αυτό το σημείο οφείλει να γίνει ένας απολογισμός και να τεθεί το εξής εύλογο ερώτημα. Γιατί οι προσπάθειες του παρελθόντος στην προκατασκευή είτε απέτυχαν είτε δεν είχαν ουδεμία συνέχεια; Και σε μία γενικότερη θεώρηση, γιατί τελικά δεν έγιναν πράξη οι προσδοκίες των αρχιτεκτόνων για εφαρμογή της μαζικής παραγωγής στη δόμηση, που θα την καθιστούσε φθηνή και ταυτόχρονα με υψηλό επίπεδο σχεδιασμού, όπως έχει άλλωστε ήδη επιτευχθεί σε άλλους τομείς παραγωγής, από καθημερινά αντικείμενα έως αυτοκίνητα; Για να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα πρέπει πρώτα να στραφεί τα μαθήματα του παρελθόντος. O Ryan Smith γράφει: «Prefabrication is evolutionary, not revolutionary»[1]. Αυτό δεν σημαίνει ότι η προκατασκευή δεν μπορεί να φέρει τη διαφορά, αλλά για να το κάνει αυτό χρειάζεται να εξελιχθεί. Η προκατασκευή κατ’ αρχήν βασίζεται σε μία τεχνολογία. Η τεχνολογία έχει αναπτυχθεί σε βάθος χρόνου, με συνεχείς βελτιώσεις, με δοκιμές και λάθη. Σαφώς και στην ένταξη της εκάστοτε τεχνολογίας στην προκατασκευή χρειάζεται να γίνουν προσαρμογές και

βελτιστοποιήσεις, ωστόσο η ανάπτυξη μιας τεχνολογίας εξ’ αρχής και η εφαρμογή της στο σχεδιασμό είναι ένα σενάριο υπεραισιόδοξο και ενδεχομένως καταδικασμένο να αποτύχει. Η όλη σκέψη των Gropius και Wachsmann για το Packaged house βασιζόταν στην ανάπτυξη του ειδικά σχεδιασμένου, universal συνδέσμου άνευ, όμως, προηγουμένου. Το δίδαγμα από αυτή την περίπτωση είναι ότι η χ ρ ή σ η κ α τ ’ α ρ χ ή ν α υ τ ο ύ π ο υ ή δ η υ π ά ρ χ ε ι και στη συνέχεια η εξέλιξή του βελτιώνει τις πιθανότητες για επιτυχία. Δεν έχει νόημα κανείς να επαναφευρίσκει τον τροχό, αλλά να τον χρησιμοποιεί προς όφελός του και να τον εξελίσσει. Στο ίδιο κλίμα παρατηρήσεων, οι Mark & Peter Anderson θεωρούν ότι «ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να επωφεληθεί κανείς από την προκατασκευή είναι η τ μ η μ α τ ο π ο ί η σ η τ η ς κ α τ α σ κ ε υ ή ς και φυσικά η κ α τ α ν ό η σ η των κοινωνικών και οικονομικών π α ρ α γ ό ν τ ω ν πέρα από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και τη μηχανική»[2]. Υπό αυτή την έννοια, επιτυχημένα παραδείγματα θεωρούνται το Μεταφερόμενο Αγρόκτημα Manning (βλ. κεφ. 1), το οποίο συνίσταντο σε τυποποιημένα δομικά στοιχεία και ήταν εύκολο στη μεταφορά, το σύστημα balloon frame της Βόρειας Αμερικής και το Crystal Palace, καθώς βασιζόταν σε τυποποιημένα μέλη και συνδέσμους, απόλυτα εναλλάξιμα και σε κατάλληλη ποσότητα ώστε 43


το έργο να επωφεληθεί από την οικονομία κλίμακας. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αποτελούν οι κατοικίες του Buckminster Fuller, Dymaxion και Wichita House, των οποίων ο σχεδιασμός αφορμάται μεν από τα υλικά της αεροβιομηχανίας αλλά προϋποθέτει μία απόλυτα εξατομικευμένη επιδερμίδα, καθώς και πατενταρισμένες μονάδες μπάνιου και κουζίνας. Τέλος οι κάψουλες σε λογική plugin, όπως στο Nakagin Tower αποδεικνύονται ασύμφορες και μη εναλλάξιμες καθώς η παραγωγή τους δεν κατέστη ποτέ μαζική. Επιπρόσθετα, καθώς αποτελούν ένα κλειστό σύστημα, δεν υπάρχει δυνατότητα επέμβασης και μερικής επιδιόρθωσης αλλά ούτε και μεταβολής της μορφής αν πλέον η αισθητική θεωρείται ξεπερασμένη.

και να εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες της προκατασκευής, διότι για διάφορους λόγους δεν καταπιάστηκαν με τομείς της δόμησης στους οποίους η προκατασκευή μπορεί να βρει εύκολα εφαρμογή, όπως η κατοικία, ή/ και γιατί θεώρησαν την προκατασκευασμένη και τυποποιημένη δόμηση μορφολογικά περιοριστική. Η αρχιτεκτονική σαφέστατα πρέπει να έχει αναφορές στον τόπο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπακούει σε έναν τύπο. Η παραδοσιακή, ανώνυμη αρχιτεκτονική, άλλωστε, μάς μαθαίνει την έννοια της τυποποίησης κατασκευαστικών μεθόδων και μεγεθών, όπως π.χ. με την έννοια του εμβάτη και μέσω της δ η μ ι ο υ ρ γ ι κ ή ς ε π α ν ά λ η ψ η ς τ ο υ π ρ ο τ ύ π ο υ . Η χρήση αυτών δεν αποκλείει την πολυμορφία, αλλά εισάγει την κατασκευή σε ένα πλαίσιο τυποποίησης, οικονομίας υλικού και βιωσιμότητας. [εικ.5.01]

Η παραδοσιακή, ανώνυμη αρχιτεκτονική μάς μαθαίνει την έννοια της τυποποίησης κατασκευαστικών μεθόδων και μεγεθών, όπως π.χ. με την έννοια του εμβάτη και μέσω της δημιουργικής επανάληψης του προτύπου. Εκτός από τα τεχνικά γνωρίσματα της προκατασκευασμένης αρχιτεκτονικής που προαναφέρθηκαν, γεγονός αποτελεί ότι οι αρχιτέκτονες ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα δεν επέλεξαν να «δοκιμάσουν» 44


Π Α ΡΑ Π Ο Μ Π Ε Σ

ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ:

1. Smith, R. E. (2011). Prefab Architecture: A Guide to Modular Design and Construction. John Wiley & Sons, Inc. p. 39

[5.01] https://en.wikiarquitectura.com/building/4x4-house/

2. Anderson, M., & Anderson, P. (2007). Prefab prototypes: site-specific design for offsite construction. Princeton Architectural Press. p. 9

45



Η

προκατασκευή στη σημερινή εποχή είναι δεδομένη έως αυτονόητη, καθώς εμπλέκεται στη δόμηση με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, που μπορούν να αφορούν υλικά, προκατασκευασμένα δομικά μέλη, τρισδιάστατες μονάδες- τμήματα ενός κτιρίου ή και ολοκληρωμένες κατασκευές, των οποίων η κατασκευή γίνεται εξ ‘ολοκλήρου εκτός εργοταξίου.

[εικ.6.01]

Οι σύγχρονες όμως τεχνολογικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που θα αναλυθούν στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου, έχουν προσδώσει μία νέα ώθηση στον τομέα της προκατασκευής. Η αναβίωση της «υπόσχεσης» της προκατασκευής, δηλαδή υψηλού επιπέδου σχεδιασμός για όλους (βλ. Dwell magazine, 2005) μοιάζει να ξαναγίνεται επίκαιρη και να απομακρύνεται από την αντίληψη- προκατάληψη που ενδεχομένως

εξακολουθεί να ισχύει και στη χώρα μας, η οποία ταυτίζει την προκατασκευασμένη δόμηση, το λεγόμενο «προκάτ», με ευτελείς και συνήθως προσωρινού χαρακτήρα κατασκευές χαμηλού κόστους. Παρατηρούμε τις τελευταίες δύο δεκαετίες ένα αυξημένο ενδιαφέρον στον τομέα της αρχιτεκτονικής όσον αφορά την προκατασκευή, με «ποικιλόμορφη έρευνα που παράγει από εντελώς πραγματιστικά αποτελέσματα βασισμένα σε στρατηγικές παραγωγής και μεταφοράς έως νέα πεδία ψηφιακής καινοτομίας που ανασυστήνουν τη σχέση του σχεδιασμού και της παραγωγής»[1]. Σε τι οφείλεται, επομένως, η « α ν α β ί ω σ η » της προκατασκευής;

[εικ.6.02]

47


Ε Π Ι Τ Ε Υ Ξ Η Β Ι Ω Σ Ι Μ Ο Τ Η ΤΑ Σ Πρώτον, η ανάγκη για βιωσιμότητα στον κατασκευαστικό τομέα αποτελεί μία βασική παράμετρο στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και είναι ένας παράγοντας που επιδέχεται βελτιστοποίηση μέσω της προκατασκευής. «Η προκατασκευή δεν συνεπάγεται απαραίτητα βιωσιμότητα της κατασκευής, ούτε η βιωσιμότητα προϋποθέτει προκατασκευή. Όπως κάθε τεχνολογία, η προκατασκευή μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί αποδοτικά για να δημιουργήσει προϋποθέσεις βιωσιμότητας»[2] Η αξιολόγηση της προκατασκευής από περιβαλλοντική άποψη ενέχει πολυδιάστατους παράγοντες και πρέπει να πραγματοποιηθεί τόσο βραχυπρόθεσμα, σε σχέση δηλαδή με την περίοδο σχεδιασμού και κατασκευής αλλά και μακροπρόθεσμα, σε σχέση με την συμπεριφορά των υλικών, την δυνατότητα επανάχρησής τους κ.ά. Όσον αφορά την βραχυπρόθεσμη συμβολή της προκατασκευής, κανείς μπορεί να εκμεταλλευτεί την οικονομία υλικού μέσω της ελαχιστοποίησης των απωλειών, τη χρήση βιομηχανοποιημένων και πιο τεχνολογικά εξελιγμένων υλικών, τον καλύτερο έλεγχο της διαδικασίας κατασκευής και την προβλεψιμότητα. Είναι βέβαια σαφές ότι πρόκειται για ένα ισοζύγιο, καθώς πρέπει εν τέλει αυτοί οι παράγοντες να σταθμίζονται σε σχέση με την απόσταση του εργοταξίου από το εργοστάσιο παραγωγής, τις εκπομπές CO2 που προκύπτουν από τη μεταφορά των προκατασκευασμένων μελών και από τη 48

μετακίνηση του εργατικού δυναμικού από και προς το εργοτάξιο. Σε μακροπρόθεσμη ανάλυση, τίθεται το θέμα του κύκλου ζωής μιας κατασκευής, της δυνατότητας αποσυναρμολόγησης και επανάχρησης των υλικών του. Ο σχεδιασμός με σκοπό την αποσυναρμολόγηση μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους όπως με πολλαπλή διαστρωμάτωση (Site, Structure, Skin, Services, Space, Stuff ), επιλογή των κατάλληλων υλικών με βάση τον εκτιμώμενο χρόνο ζωής, με απλοποίηση της δομής του κτηρίου (π.χ. εφαρμογή συστήματος CLASP), επιλογή κατάλληλων συνδέσεων και τέλος με εφαρμογή προκατασκευασμένων και προ-συναρμολογημένων στοιχείων στην κατασκευή[3].

[εικ.6.03]


Ε Κ ΤΑ Κ Τ Η Σ Τ Ε ΓΑ Σ Η Ένας ακόμα παράγοντας που κατευθύνει το ενδιαφέρον για την προκατασκευασμένη στην αρχιτεκτονική κυρίως στην Ευρώπη είναι οι αυξημένες ανάγκες για έκτακτη στέγαση, όπως έχουν ανακύψει από το πρόσφατο προσφυγικό ζήτημα. Χώρες με μεγάλες προσφυγικές ροές καλούνται να μεριμνήσουν για τη μαζική στέγαση πληθυσμών και μάλιστα σε ιδιαίτερα μικρό χρονικό διάστημα, τόσο με τη μορφή μόνιμης κατοίκησης σε αστικό ή ημιαστικό χώρο όσο και με τη μορφή προσωρινών καταλυμάτων έκτακτης ανάγκης. Για την πρώτη περίπτωση συνήθως προτιμάται η modular κατασκευή, δηλαδή η σύνθεση προκατασκευασμένων τρισδιάστατων κτηριακών μονάδων, που θα αναλυθεί στο επόμενο κεφάλαιο, ενώ αντίστοιχα ο σχεδιασμός καταλυμάτων έκτακτης ανάγκης έχει επανέλθει επίσης ως ένα ιδιαίτερα επίκαιρο θέμα.

[εικ.6.04]

49


Π Ρ ΟΣ Ι Τ Η Κ ΑΤ Ο Ι Κ ΙΑ (AFFORDABLE HOUSING) Η ανάγκη για εξεύρεση οικονομικά προσιτής κατοικίας δεν αφορά, ωστόσο, μόνο νεοεισερχόμενους στις μητροπόλεις της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, αλλά επιτείνει μία εγγενή αδυναμία των σύγχρονων πόλεων. Η κρίση κατοικίας (housing crisis) είναι το φαινόμενο εκείνο κατά το οποίο η κατοικία ως αγαθό γίνεται όλο και πιο ακριβή, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του βιοτικού χώρου, τον αποκλεισμό των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων από τα κέντρα των πόλεων ή την εξώθησή τους σε παραγκουπόλεις (slums). Χρήζει επομένως κοινής αποδοχής το γεγονός ότι οι πόλεις του δυτικού κόσμου έχουν ανάγκη από μεγαλύτερη προσφορά προσιτής κατοικίας.

«Η modular κατασκευή έχει αρχίσει να ‘παίρνει ύψος’ με έναν πολύ αισιόδοξο αρχιτεκτονικά τρόπο. Φαίνεται ότι ενώ τα modular συστήματα ακόμα δεν αποδεικνύονται αποδοτικά, με την οικονομική έννοια, για εξεζητημένα μικρής κλίμακας κτήρια, παρουσιάζουν σημαντική αποδοτικότητα στην εφαρμογή τους σε ψηλότερα, αστικού χαρακτήρα κτήρια, ιδιαίτερα σε οικιστικά πρότζεκτ»[4]. [εικ.6.05]

«Η modular κατασκευή έχει αρχίσει να ‘παίρνει ύψος’ με έναν πολύ αισιόδοξο αρχιτεκτονικά τρόπο»[4]. Η προκατασκευασμένη δόμηση, έχοντας το πλεονέκτημα ότι μειώνει το χρόνο και το κόστος της κατασκευής αποτελεί μία διέξοδο. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι τεχνολογικές εξελίξεις στην modular κατασκευή φαίνονται ιδιαίτερα ελπιδοφόρες, καθώς επιτρέπουν την δόμηση υψηλών κτιρίων σε αστικό περιβάλλον. Όπως επισημαίνει ο Christopher Hawthorne: 50

[εικ.6.06]


Ψ Η Φ Ι Α Κ Η Π Α ΡΑ Γ Ω Γ Η

Ο σχεδιασμός και η παραγωγή καθίστανται διαδικασίες που διαρκώς συγκλίνουν.

Τελευταίος αλλά εξίσου σημαντικός λόγος για την αναβίωση της προκατασκευασμένης αρχιτεκτονικής είναι οι εξελίξεις στην ψηφιακή παραγωγή. Οι τεχνολογίες του CNC (Computer Numerical Control) σε συνδυασμό με τον παραμετρικό σχεδιασμό βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη και έχουν επιφέρει την εξής καθοριστική μεταβολή. Ο σχεδιασμός και η παραγωγή καθίστανται διαδικασίες που διαρκώς συγκλίνουν. Ο αρχιτέκτονας, σύμφωνα με τις αρχές της ψηφιακής παραγωγής και του «d e s i g n a n d m a k e », δεν έχει αποκλειστικά τον ρόλο του σχεδιαστή ενός προϊόντος που θα κατασκευαστεί στη συνέχεια από άλλους, αλλά του σχεδιαστή και κατασκευαστή ταυτόχρονα. Αυτό που διακρίνει τις CNC τεχνολογίες ως προς την αρχιτεκτονική είναι η δυνατότητα που προσφέρουν να τοποθετούν στρατηγικά τον σχεδιασμό εν μέσω της κατασκευής, έτσι ώστε οι αρχιτέκτονες να παράγουν όχι μόνο αφηρημένες αναπαραστάσεις κτηρίων αλλά ακριβή σετ από οδηγίες και δεδομένα που καθοδηγούν τις κατασκευαστικές διαδικασίες.

[εικ.6.07]

[εικ.6.08]

51


Π Α ΡΑ Π Ο Μ Π Ε Σ 1. Bergdoll, B., & Christensen, P. (2008). Home delivery: fabricating the modern dwelling. The Museum of Modern Art.p.23 2. Smith, R. E. (2011). Prefab Architecture: A Guide to Modular Design and Construction. John Wiley & Sons, Inc. p. 42 3. Σκαραμαγκούλη, Α. Α. (2012). ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ: σχεδιασμός με σκοπό την αποσυναρμολόγηση. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, σ.37 4. Hawthorne, C. (2014). Critique: Prefab Grows Up. ARCHITECT-Journal of the American Institute of Architects. Retrieved January 10, 2018, from http://www.architectmagazine.com/technology/critique-prefab-grows-up_o

52


ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ: [6.01] Smith, R. E. (2011). Prefab Architecture: A Guide to Modular Design and Construction. John Wiley & Sons, Inc. p. 128 [6.02] http://www.sladearch.com/2005-dwell/ [6.03] Smith, R. E. p. 225 [6.04] https://www.dezeen.com/2017/04/27/ikea-unhcr-refugee-better-shelter-redesign-safety-fears-flaws/ [6.05] http://fieldcondition.com/blog/2014/6/23/atlantic-yards-b2-tower [6.06] https://www.6sqft.com/has-the-failed-b2-towerruined-large-scale-prefab-housing-for-the-city/ [6.07] https://gizmodo.com/digital-fabrication-gone-wild-1459781279 [6.08] https://inhabitat.com/incredible-buckminster-fuller-inspired-bio climatic-dome-shows-of f-t he-p ower-of-digital-prefabrication/

53



Στο

παρόν κεφάλαιο θα επιχειρηθεί μία κατηγοριοποίηση των σύγχρονων αρχιτεκτονικών εκφράσεων που σχετίζονται με την προκατασκευή. Πρέπει να τονιστεί ότι αυτός δεν είναι ο μοναδικός τρόπος κατηγοριοποίησης της προκατασκευασμένης αρχιτεκτονικής, καθώς θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί διαφορετικά με βάση άλλα χαρακτηριστικά, όπως παραδείγματος χάριν το υλικό κατασκευής, το κόστος, την χρήση, ή τον βαθμό της προκατασκευής. Αυτά είναι ωστόσο γνωρίσματα που δεν είναι εύκολο ή ακόμα σκόπιμο να απομονωθούν, καθώς αποτελούν ένα αδιάσειστο σύνολο με προτεραιότητες οι οποίες ιεραρχούνται ανά περίπτωση, με απώτερο στόχο τη βιωσιμότητα- περιβαλλοντική, οικονομική ή κοινωνική. Η προκατασκευή θα αντιμετωπιστεί ως αρχιτεκτονικό εργαλείο, η χρήση του οποίου συγκροτεί μορφές με κοινό λεξιλόγιο και ανοίγει νέα πεδία στην αρχιτεκτονική.

Το ready-made αντικείμενο, γνωστό από τα έργα του Marcel Duchamp είναι ένα βιομηχανικά παραγόμενο προϊόν, το οποίο έχει επιλεχθεί και χρησιμοποιείται πλέον σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, στον κόσμο της τέχνης. Ο καλλιτέχνης δεν έχει συλλάβει, σχεδιάσει ή κατασκευάσει το αντικείμενο ούτε έχει έλεγχο ή επαφή με τη διαδικασία της κατασκευής του. Έχει απλά επιλέξει το αντικείμενο ανάμεσα σε ένα ατέλειωτο σύμπαν από βιομηχανικά παραγόμενα προϊόντα. Αναφερόμαστε φυσικά στον κόσμο της τέχνης. Απέχει όμως ουσιαστικά από τον κόσμο της αρχιτεκτονικής;

[εικ.7.01]

A. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ “ R E A D Y- M A D E S ”

ΤΩΝ

Οι λέξεις “Ready-made” ή αλλιώς «objet trouvé» περιγράφουν αντικείμενα ή προϊόντα από την καθημερινότητα που αναδεικνύονται αυτούσια από τον καλλιτέχνη ως έργο τέχνης ή χρησιμοποιούνται ως στοιχεία σε μία καλλιτεχνική σύνθεση (assemblage)[1].

[εικ.7.02]

Κατά μία έννοια θα μπορούσε να περιγράφει την αρχιτεκτονική δημιουργία στον σύγχρονο βιομηχανοποιημένο κόσμο. Οι αρχιτέκτονες πραγματοποιούν συνήθως ένα assemblage προκαθορισμένων στοιχείων, επιλέγοντας από προκατασκευασμένα δομικά στοιχεία μέχρι παράθυρα, τοίχους, curtain walls, επενδύσεις, συστήματα προσόψεων κ.ά., ενώ σπάνια εμπλέκονται στην διαδικασία της κατασκευής τους, η οποία γίνεται με καθαρά βιομηχανικές μεθόδους και σκοπεύει 55


στην τεχνική τελειοποίηση του προϊόντος. Υπάρχει ωστόσο η εξής διαφορά με την προαναφερθείσα λογική των ready-mades. Τα προϊόντα αυτά σχεδιάζονται και παράγονται εξαρχής για αποκλειστική χρήση στον τομέα της αρχιτεκτονικής και της δόμησης. Αυτή είναι η μία λογική της προκατασκευής. Η άλλη είναι η (επανά)χρήση αυτού που ήδη υπάρχει. Κατασκευάσματα που δημιουργήθηκαν για σκοπούς άσχετους με την αρχιτεκτονική ωστόσο είτε υπάρχουν σε αφθονία είτε παράγονται ήδη μαζικά ως αποτέλεσμα μίας χρόνια εξελισσόμενης τεχνολογίας. Η αρχιτεκτονική από containe r s ( c a r g o t e c t u r e ) είναι ένα κλασικό παράδειγμα. Το container, ή αλλιώς εμπορευματοκιβώτιο, χαρακτηρίζεται ως «το κουτί που έκανε τον κόσμο μικρότερο και την παγκόσμια οικονομία μεγαλύτερη». Σήμερα το 90% του παγκόσμιου εμπορίου πραγματοποιείται μέσω της ναυτιλίας, το οποίο περιλαμβάνει στην συντριπτική πλειοψηφία τη χρήση εμπορευματοκιβωτίων. Η διάδοση τους οφείλεται στις τυποποιημένες διαστάσεις τους, στο χαμηλό κόστος παραγωγής λόγω της μαζικής παραγωγής, στη συμβατότητα με όλες τις μεθόδους μεταφοράς, στην ανθεκτικότητα σε καιρικές συνθήκες, στη μεγάλη διάρκεια ζωής και στο γεγονός ότι είναι επαναχρησιμοποιούμενα με άλλες μορφές. Με ποιον τρόπο χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική και, κυρίως, γιατί; Το βασικό επιχείρημα για τη χρήση container έγκειται 56

στο γεγονός ότι αποτελεί ενός είδους κατάλοιπο εμπορικού πλεονάσματος, το οποίο προκύπτει από την ανισορροπία παραγωγής και κατανάλωσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Στα λιμάνια της Δύσης, δηλαδή, συνωστίζονται containers τα οποία πρέπει να σταλούν άδεια στις χώρες παραγωγής. Αυτό είναι μεν αναπόφευκτο, έχει δε ένα σημαντικό κόστος. Γι’ αυτό το λόγο κρίνεται σκοπιμότερη η πώληση των εμπορευματοκιβωτίων, ιδιαίτερα των παλαιότερων και περισσότερο χρησιμοποιημένων, για άλλες χρήσεις. Με τη χρήση των «αδρανών» containers στην αρχιτεκτονική αφενός πραγματοποιείται επανάχρηση αφετέρου αποτελούν μία πολύ φθηνή λύση, αφού κανείς μπορεί να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο container με περίπου 1.000 ευρώ. Επιπλέον, όμως, τα χαρακτηριστικά, που το καθιστούν εκμεταλλεύσιμο στην αρχιτεκτονική είναι ότι παρέχουν τη δυνατότητα εύκολης σύνδεσης μεταξύ τους για τοποθέτηση του ενός δίπλα ή πάνω από το άλλο, είναι ανακυκλώσιμα και αποτελούν στοιχειώδεις μονάδες χώρου. Αντιθέτως παρουσιάζουν ορισμένα εγγενή μειονεκτήματα, τα οποία αφορούν στις συγκεκριμένες διαστάσεις και κυρίως στο ύψος όπως επίσης στο γεγονός ότι για να προσδοθούν βιώσιμες συνθήκες χρειάζεται να γίνουν τεχνικές μετατροπές, καθώς ο αρχικός σκοπός κατασκευής τους είναι διαφορετικός[2].


[εικ.7.04]

[εικ.7.03]

[εικ.7.05]

[εικ.7.07]

[εικ.7.06]

[εικ.7.08]

57


Τα container συλλαμβάνονται ως χωρικές μονάδες, η ένωση των οποίων, όπως ακριβώς με τα τουβλάκια LEGO, δημιουργεί ένα ευέλικτο πολλαπλό χωρικό σύστημα με κύριο στοιχείο την εναλλαγή κενού και πλήρους. Τα παραδείγματα αρχιτεκτονικής από container είναι πολλά και βρίσκουν εφαρμογή σε συγκροτήματα κατοικιών, ξενοδοχεία, σε χώρους εκδηλώσεων, σε προσωρινές κατασκευές όπως περίπτερα ή pop-up stores, σε εκθεσιακούς χώρους ή ακόμα και σε ρηξικέλευθες προτάσεις πόλεων από container (Container City, MVRDV,2002). Η χρήση τους στην αρχιτεκτονική σαφώς εμπεριέχει το στοιχείο της επανάχρησης, ωστόσο πρέπει να τεκμηριώνεται και να μην περιορίζεται σε μια μορφολογική επιδίωξη, αυτή της «αισθητικής του πολλαπλασιασμού, της επανάληψης, της ομοιομορφίας που εισήγαγε η Pop Art»[3].

Παρόμοιας λογικής είναι η χρήση τσιμεντοσωλήνων ως μία νέα μορφή κάψουλας μικρο-κατοίκησης, όπως έχει προταθεί στο πρότζεκτ OPod από τον αρχιτέκτονα James Law. Στόχος είναι να γίνει χρήση του «ενδιάμεσου» χώρου της πυκνοκατοικημένης και με διαρκές έλλειμα κατοικίας πόλης του Χονγκ Κονγκ[4]. Κατά τον αρχιτέκτονα οι μονάδες κατοίκησης αυτές που αποτελούνται από δύο ενωμένα μέλη τσιμεντοσωλήνων μπορούν να στοιβαχτούν καθ΄ ύψος χωρίς εξειδικευμένους συνδέσμους. Τονίζεται ότι κάτι τέτοιο βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο, καθώς η νομοθεσία του Χονγκ Κονγκ επιτρέπει μεν την μετατροπή container και τσιμεντοσωλήνων σε κατοικίες απαγορεύει δε την κατοίκηση σε αυτά!

[εικ.7.09]

[εικ.7.10]

58


Η λογική του ready-made δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην επανάχρηση βιομηχανικών αντικειμένων όπως container ή τσιμεντοσωλήνες, αλλά και στην οικειοποίηση μη- αρχιτεκτονικών τ ε χ ν ο λ ο γ ι ώ ν και των προϊόντων της. Ένα τέτοιο assemblage τεχνολογιών αποτελεί η δουλειά των Γάλλων αρχιτεκτόνων Anne Lacaton & Jean- Philippe Vassal. Οι ίδιοι οικειοποιούνται ανά περίπτωση κατασκευαστικές δομές από άλλους τομείς της δόμησης, όπως θερμοκήπια ή parking decks, όχι για να προσδώσουν μια βιομηχανική εικονογραφία αλλά για να κάνουν χρήση αυτού που ήδη υπάρχει. Τα έργα τους χαρακτηρίζονται από μειωμένο κόστος με ενδιαφέρουσα όμως χωρική ποιότητα. Από τα πιο γνωστά παραδείγματα αποτελεί η κατοικία Latapie στο Floriac της Γαλλίας, όπου μία προκατασκευασμένη δομή θερμοκηπίου καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του δομημένου όγκου της κατοικίας. Ένας ξύλινος όγκος, που εσωκλείει τους ιδιωτικούς και θερμαινόμενους χώρους της κατοικίας περιβάλλεται ανοίγεται σε ένα μεγάλων διαστάσεων «αίθριο», με κλασική κατασκευή θερμοκηπίου. Οι κλιματικές συνθήκες της περιοχής αφενός καθιστούν την παραμονή σε έναν τέτοιο χώρο ευχάριστο το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, αφετέρου η κατασκευή θερμοκηπίων είναι ένας τομέας που εξελίσσεται και βελτιστοποιείται σε μεγάλο βάθος χρόνου, προσφέροντας μία καλή και οικονομική λύση στις ανάγκες. Οι τεχνικές επιδόσεις του συστήματος είναι υψηλές, καθώς η παραγωγή των θερμοκηπίων εξασφαλίζει

[εικ.7.11]

[εικ.7.12]

πλέον αυτόματο έλεγχο των στοιχείων της όψης και της οροφής, διασφαλίζοντας φυσικό αερισμό και έλεγχο θερμοκρασίας[5]. Η χρήση βιομηχανικών αρχών κατασκευής εξασφαλίζει σε αυτή την περίπτωση αυξημένο κτηριακό όγκο με χαμηλό budget. Η πρόθεση ωστόσο δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην δημιουργία επιπλέον χώρου, αλλά στην πρόσδοση επιπλέον αξίας, καθώς εισάγεται μια ενδιαφέρουσα χωρική εμπειρία και εξασφαλίζεται η προσαρμοστικότητα του κελύφους στις ανάγκες των χρηστών με τον πλέον ανεπιτήδευτο τρόπο. 59


Ένα άλλο παράδειγμα χρήσης ενός βιομηχανικού προϊόντος ως ready-made αρχιτεκτονικού στοιχείου συναντούμε στη Σχολή Αρχιτεκτονικής στη Νάντη. Εδώ χρησιμοποιούνται προκατασκευασμένα δομικά στοιχεία μπετόν που συναντά συνήθως κανείς σε ένα βιομηχανικό κτήριο ή σε κτήριο parking με δομή όμως τέτοια που εξασφαλίζει τη δημιουργία μεγάλων χώρων διπλού ύψους, καθώς και πληθώρα εξωτερικών χώρων. Αποτελείται ουσιαστικά από τρία επίπεδα στα 9, 16 και 27 μέτρα από το έδαφος, που προσεγγίζονται με μία ελαφρά κεκλιμένη εξωτερική ράμπα. Η χρήση προκατασκευασμένων στοιχείων μείωσε δραματικά το κόστος κατασκευής, εξασφάλισε αυξημένες στατικές δυνατότητες με φέρουσα ικανότητα αυξημένη κατά 2,5 φορές σε σχέση με ένα συμβατικό κτήριο και με κύριο γνώρισμα τη δυνατότητα επαναπροσαρμογής τόσο στις ανάγκες μιας αρχιτεκτονικής σχολής όσο και με γνώμονα μελλοντικές χρήσεις. Ο μη-προγραμματισμένος, ουδέτερος χώρος επιτρέπει και ενθαρρύνει την ιδιοποίησή του. O Herman Hertzberger τοποθετεί τη Σχολή

60

[εικ.7.13]

Αρχιτεκτονικής της Νάντης σε μία κρίσιμη καμπή της αρχιτεκτονικής δημιουργίας από την ιδέα ενός κτηρίου ως στατικό αντικείμενο σε έναν υποδοχέα της συνεχούς ροής της καθημερινής ζωής[6].

[εικ.7.15]

[εικ.7.16]

[εικ.7.14]

[εικ.7.17]


B. MODULAR CONSTRUCTION Ίσως η ευρύτερα διαδεδομένη εκδοχή της προκατασκευασμένης αρχιτεκτονικής βασίζεται στην modular οργάνωση και κατασκευή. Έγκειται στη χρήση προκατασκευασμένων σε εργοστάσιο μονάδων (modules), οι οποίες μεταφέρονται στο εργοτάξιο και συναρμολογούνται ως μεγάλες χωρικές μονάδες ή σημαντικού μεγέθους στοιχεία ενός κτηρίου.Η σύνθεση των ξεχωριστών μονάδων συνήθως διαμορφώνει μία αυτοφερόμενη δομή ή προϋποθέτει έναν ξεχωριστό φέροντα οργανισμό, όπως για παράδειγμα σε ψηλά κτήρια. Θα μπορούσαμε γενικά να παρομοιάσουμε την modular κατασκευή με τη λογική με την οποία διατάσσονται τα τουβλάκια LEGO, η οποία στηρίζεται στην επανάληψη βασικών μονάδων που μπορούν όμως να δομήσουν μία συνθετότερη μορφή. Τα modules μπορεί να διαμορφώνουν ολόκληρους χώρους ενός κτηρίου, μέρη αυτών ή διακριτά μέρη ενός κτηρίου με ιδιαίτερες απαιτήσεις, όπως χώροι WC ή ανελκυστήρες. Ο βαθμός προκατασκευής είναι μεταβλητός, αλλά μπορεί να αγγίζει το 90%. Ο συγκεκριμένος τρόπος κατασκευής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους σκοπούς, από μεμονωμένες κατοικίες μέχρι πολυώροφα κτήρια. Καθώς όμως αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα εκμετάλλευσης της οικονομίας κλίμακας, η αποδοτικότητά του συστήματος καθίσταται ουσιαστική σε έργα μεγαλύτερης κλίμακας. Επιπρόσθετα, είναι

σαφές ότι ως κατασκευαστικό και συνθετικό εργαλείο ταυτόχρονα προσφέρεται για κτηριακές τυπολογίες που βασίζονται στην επαναληψιμότητα χώρων και στην τυποποίηση διαστάσεων, όπως παραδείγματος χάριν συλλογικές κατοικίες, ξενώνες, νοσοκομεία κ.ά. Τα πλεονεκτήματα της modular κατασκευής σε σχέση με την κατασκευή στο εργοτάξιο συνοψίζονται στην έκφραση «Greener- FasterSmarter»[7]. i)Greener Ο βιομηχανικός τρόπος κατασκευής συμβάλλει στην αποδοτικότερη διαχείριση του υλικού, καθώς ελαχιστοποιεί τις απώλειες κατά την κατασκευή. Πλεονεκτήματα υπάρχουν και ως προς την επανάχρηση, καθώς υπάρχει η δυνατότητα αποσυναρμολόγησης της κατασκευής. Τα modules μπορούν είτε να μεταφερθούν και να χρησιμοποιηθούν αυτούσια είτε να αποσυναρμολογηθούν και αυτά με τη σειρά τους στα επιμέρους στοιχεία που τα απαρτίζουν. Τέλος, υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτού του είδους οι κατασκευές εξασφαλίζουν υγιεινότερο εσωτερικό περιβάλλον, διότι η κατασκευή ολοκληρώνεται σε εργοστασιακό περιβάλλον με ξηρές μεθόδους κατασκευής και αυτό μειώνει το ενδεχόμενο η υγρασία να «παγιδευτεί» ανάμεσα στα διάφορα στρώματα της κατασκευής.

61


ii) Faster Ένα μεγάλο πλεονέκτημα της modular κατασκευής είναι η ελαχιστοποίηση του χρόνου αποπεράτωσης του έργου, διότι καθίσταται δυνατή η παράλληλη εργασία στο εργοτάξιο και στο εργοστάσιο. Αυτό σημαίνει ότι οι εργασίες εκσκαφών και προετοιμασίας του οικοπέδου μπορούν να λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα με την κατασκευή. Κάτι τέτοιο είναι χρήσιμο και σε περιπτώσεις προσθήκης σε ήδη υπάρχον κτήριο, κατά τις οποίες οι συμβατικές μέθοδοι κατασκευής θα προκαλούσαν όχληση και θα καθιστούσαν το κτήριο προσωρινά μη λειτουργικό. Ακόμα, η κατασκευή στο ελεγχόμενο εργοστασιακό περιβάλλον συμβάλλει στην αποφυγή καθυστερήσεων λόγω καιρικών συνθηκών ή απρόβλεπτων παραγόντων στο εργοτάξιο. iii) Smarter Ιδιαίτερη σημασία έχουν η ασφάλεια του εργοταξίου και ο ανθρώπινος παράγοντας.

[εικ.7.18]

62

Ως προς αυτούς τους παράγοντες, το ρίσκο προφανώς μειώνεται με την μεταφορά μεγάλου μέρους της κατασκευής σε εσωτερικό χώρο. Τέλος, είναι σαφές ότι πρόκειται για μια ολιστική μορφή σχεδιασμού και όχι σε διαδοχικά στάδια. Αυτή η μορφή σχεδιασμού αφενός αποτρέπει τα προβλήματα που προκύπτουν από την διαδοχική εφαρμογή των συστημάτων του κτηρίου (στατικά, μηχανολογικά κλπ.) αφετέρου διευκολύνεται από τη λογική των προγραμμάτων BIM. Ο modular σχεδιασμός εμφανίζει συγκριτικά πολλά πλεονεκτήματα αλλά φυσικά δεν αποτελεί πανάκεια. Σημαντικός παράγοντας είναι η μεταφορά των modules, ο οποίος θέτει χ ω ρ ι κ ο ύ ς κ α ι ε ν δ ε χ ο μ έ ν ω ς συνθετικούς περιορισμούς σε σχέση με τις μέγιστες διαστάσεις. Επιπλέον, αυτομάτως αποκλείονται δυσπρόσιτες και δύσβατες περιοχές, στις οποίες η πρόσβαση με συμβατικούς τρόπους μεταφοράς, όπως ένα φορτηγό είναι αδύνατη.


Ο ολιστικός σχεδιασμός έχει όπως προαναφέρθηκε πολλά θετικά, ωστόσο η ολοκλήρωση που προσφέρει δεν είναι πάντα επιθυμητή. Συχνά προκύπτουν αλλαγές και αναθεωρήσεις του αρχικού σχεδιασμού, οι οποίες σε ένα πιο «ανοικτό» σύστημα μπορούν να εφαρμοστούν απροβλημάτιστα. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν ισχύει στην modular κατασκευή. Τέλος, κάτι αυτονόητο αλλά ουσιώδες για την modular κατασκευή είναι η ύπαρξη της βιομηχανίας που θα την κατασκευάσει! Αν δεν υπάρχει αναπτυγμένη βιομηχανία σε αυτό τον τομέα ή ακόμα βρίσκεται μακριά από τον τόπο του έργου, τότε η προκατασκευή σε τρισδιάστατα modules καθίσταται ασύμφορη από οικονομικής ή περιβαλλοντικής άποψης.

Ως προς τα υ λ ι κ ά κ α τ α σ κ ε υ ή ς υπάρχει τεράστια ποικιλία με κύριους άξονες το ξύλο, το μέταλλο και το σκυρόδεμα. Ο κάθε τρόπος κατασκευής έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και επιλέγεται ανάλογα με την περίπτωση. Το παρακάτω γράφημα πραγματοποιεί μία σύγκριση μεταξύ των δομικών containers (όχι εμπορευματοκιβωτίων), modules με μεταλλικό σκελετό, modules από τοιχία δομικής ξυλείας, modules με ξύλινο σκελετό, προκατασκευασμένα πάνελ δομικής ξυλείας, προκατασκευασμένα στοιχεία σκυροδέματος και της κλασικής τοιχοποιίας.

[εικ.7.19]

63


ευρύτατα για την στέγαση προσφύγων.

[εικ.7.20]

Το ξ ύ λ ο είναι ένα υλικό ελαφρύ, με μεγάλη επεξεργασιμότητα, εξασφαλίζει καλύτερες εσωτερικές συνθήκες, σε σχέση τουλάχιστον με το μπετόν ή το μέταλλο και θεωρείται πιο βιώσιμο από άποψη ενέργειας που καταναλώνεται για την παραγωγή και επεξεργασία του. Δεν αποτελεί το φθηνότερο υλικό κατασκευής, ωστόσο τυγχάνει μεγαλύτερης αποδοχής από άποψη αισθητικής. Ανάλογα με την απόσταση και τις δυνατότητες μεταφοράς επιλέγεται είτε η λύση των τρισδιάστατων προκατασκευασμένων μονάδων (modules) με βάση το ξύλο, είτε αυτή των προκατασκευασμένων επιφανειακών στοιχείων, που συναρμολογούνται επί τόπου (element timber)[8]. Θα αναφερθούν πρόσφατα παραδείγματα από την Γερμανία, όπου ο modular τρόπος κατασκευής χρησιμοποιήθηκε 64

Η modular κατασκευή βασίζεται είτε στην ύπαρξη ενός τρισδιάστατου ξύλινου σκελετού (module timber frame- Modul Holzständerbau) είτε σε φέροντα τοιχία από δομική ξυλεία CLT (module timber- Modul Brettsperrholz). Στην πρώτη περίπτωση, μετά το στήσιμο του σκελετού, ακολουθεί η πλήρωση των στοιχείων του από μονωτικό υλικό, που εξασφαλίζει ηχομόνωση και θερμομόνωση. Εν συνεχεία χρησιμοποιούνται, ως επένδυση εξωτερικά και εσωτερικά πάνελ επεξεργασμένου ξύλου ή εναλλακτικά μόνο εσωτερικά, γυψοσανίδα. Είναι, επίσης, πιθανό η κατασκευή να «δεθεί» με άκαμπτα γωνιακά στοιχεία. Στη δεύτερη περίπτωση οι μονάδες συναρμολογούνται με βάση τις αρχές της κατασκευής με πάνελ δομικής ξυλείας. Οι επιφάνειες λαμβάνουν εξωτερικά επιπλέον μόνωση αν χρειάζεται. Λόγω της μεγάλης πυκνότητας υλικού συνήθως δεν χρειάζεται επιπλέον ηχομόνωση για πετάσματα εσωτερικού χώρου. Η προκατασκευή των modules στο εργοστάσιο μπορεί να περιλαμβάνει την τοποθέτηση των εγκαταστάσεων ή ακόμα και της επίπλωσης[9]. Τα modules μπορούν να συντεθούν καθ’ ύψος με απλή σύνδεση μεταξύ τους χωρίς την ύπαρξη εξωτερικού σκελετού. Το μέγιστο ύψος χωρίς εξωτερικό φέροντα οργανισμό καθορίζεται ανάλογα με τους κανονισμούς κάθε χώρας. Τα δύο επόμενα παραδείγματα είναι ενδεικτικά της διαμόρφωσης των modules με ξύλινο σκελετό και με τοιχία δομικής ξυλείας αντίστοιχα.


[εικ.7.21]

Στο προάστιο Bonames της Φρανκφούρτης συναρμολογήθηκε το 2016 μέσα σε 4 εβδομάδες ένα συγκρότημα κατοικιών για την έκτακτη στέγαση 350 προσφύγων. Η κατασκευή των modules πραγματοποιήθηκε από το εργοστάσιο Solaris που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή και περιλαμβάνει προκατασκευασμένα modules από ξύλινο σκελετό σε 2 επίπεδα. Περιλαμβάνουν προεγκατεστημένες εγκαταστάσεις υγιεινής, κουζίνα και ηλεκτρολογικές συνδέσεις. Το συγκεκριμένο κατασκευαστικό σύστημα επελέγη διότι είχε εφαρμοστεί στο παρελθόν σε ένα κτήριο με 3 επίπεδα, οπότε δεν ήταν απαραίτητη η στατική μελέτη εκ νέου, μειώνοντας έτσι το κόστος.

[εικ.7.22]

[εικ.7.23]

[εικ.7.24]

[εικ.7.25]

65


Το πρότζεκτ Aktivhaus- Siedlung στην Στουτγάρδη της Γερμανίας παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κατασκευής, βιωσιμότητας αλλά και πλάνου επανάχρησης. Το αρχιτεκτονικό γραφείο Werner Sobek επιλέγει από τα διαθέσιμα «μοντέλα» προκατασκευασμένων modules της εταιρίας Aktivhaus, με την οποία διατηρεί στενή συνεργασία και κατασκευάζει modules υψηλών περιβαλλοντικών απαιτήσεων. Με αυτά ως έτοιμη μονάδα οι αρχιτέκτονες συνθέτουν κατοικίες διαφόρων μεγεθών, φροντίζοντας για υπαίθριους χώρους και προσαρμογή στο ανάγλυφο. «Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 38 modules της σειράς 700- 22 μοντέλα 701 που διαμορφώνουν κατοικίες 45τ.μ. και 16 μοντέλα 702 για κατοικίες 60 τ.μ.»[10]. Αυτή δεν είναι μία συνήθης περιγραφή ενός αρχιτεκτονικού έργου, πόσο μάλλον από τους ίδιους τους αρχιτέκτονες. Η αρχιτεκτονική με προκαθορισμένα «τουβλάκια Lego», δηλαδή προ-σχεδιασμένες και γενικής χρήσης μονάδες όχι μόνο δεν υποβάθμισαν την ποιότητα της αρχιτεκτονικής, αλλά αποτέλεσαν μία ρεαλιστική, βιώσιμη και αισθητικά άρτια πρόταση. Τα κτήρια αυτά θα χρησιμοποιηθούν ως κέντρα φιλοξενίας προσφύγων για 3 χρόνια και στη συνέχεια με ελάχιστες μετατροπές θα αλλάξουν χρήση σε κοινωνική κατοικία. [εικ.7.26]

66

[εικ.7.27]

[εικ.7.28] [εικ.7.29]


Η λογική των προκατασκευασμένων δομικών στοιχείων από ξύλο, τα οποία συναρμολογούνται στο εργοτάξιο παρουσιάζει πλεονεκτήματα στην μεταφορά, καθώς τα δομικά στοιχεία στοιβάζονται, οπότε καταλαμβάνουν σαφώς μικρότερο όγκο και προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στην επαναδιαμόρφωση του χώρου. Η συναρμολόγηση, ωστόσο, απαιτεί περισσότερη εργασία και χρόνο στο εργοτάξιο. Ένα παράδειγμα αυτού του τρόπου κατασκευής είναι οι κατοικίες έκτακτης στέγασης προσφύγων στο Σάλτσμπουργκ, από την αρχιτέκτονα Melanie Karbasch, που παραγγέλθηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό. Πρόκειται στην ουσία για ένα σύστημα που αποτελείται από προκατασκευασμένα στοιχεία τοίχων, πατώματος και οροφής καθώς και προκατασκευασμένων μονάδων υγρών χώρων από πλαστικό ενισχυμένο με υαλοβάμβακα. Κατά τις απαιτήσεις του Ερυθρού Σταυρού το σύστημα αυτό πρέπει να έχει τη δυνατότητα πλήρους αποσυναρμολόγησης, αποθήκευσης σε εμπορευματοκιβώτια και επανασυναρμολόγησης σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ανά τον κόσμο. Λόγω της ανάγκης για όσο το δυνατόν λιγότερο βάρος, η μόνη προδιαγραφή που δεν υλοποιήθηκε ήταν η ηχοπροστασία. Τα καταλύματα έχουν στηθεί μέχρι στιγμής σε 4 διαφορετικές τοποθεσίες στο Σάλτσμπουργκ.

[εικ.7.30]

[εικ.7.31]

67


Σε σχέση με τα μ ε τ α λ λ ι κ ά m o d u l e s πρέπει πρώτα να γίνει μια διάκριση μεταξύ των δομικών container ή system modules και των modules με μεταλλικό σκελετό. Τα πρώτα προσιδιάζουν στη μορφή και στη δομή των εμπορευματοκιβωτίων, με την διαφορά ότι είναι εξαρχής κατασκευασμένα για δόμηση. Αποτελούνται συνήθως από σκελετό ανοξείδωτου χάλυβα και τοίχους πάνελ με θερμομόνωση. Ένα κλασικό παράδειγμα δομικών container, είναι τα γνωστά ISOBOX. Χρησιμοποιούνται ως προσωρινές κατασκευές, κατοικίες εκτάκτου ανάγκης, αποθηκευτικοί χώροι κ.ά. Παρότι αποτελεί σαφώς μία ιδιαίτερα οικονομική λύση και οι τεχνικές τους προδιαγραφές εξελίσσονται με το χρόνο, η αισθητική τους ποιότητα είναι αμφισβητήσιμη και σπάνια τυγχάνουν ευρείας αποδοχής από τους χρήστες ή τους περίοικους.

σε κατάλληλα σημεία καθ’ ύψος ώστε να διαμορφώσουν έναν ενιαίο κτηριακό σκελετό που θα μεταφέρει τα φορτία στο έδαφος[9]. Η προκατασκευή μπορεί να φτάσει το 90% και φυσικά περιλαμβάνει στοιχεία θερμομόνωσης, πυροπροστασίας και ενδεχομένως στοιχεία πρόσοψης.

Τα modules με μεταλλικό σκελετό είναι κτηριακές μονάδες που παράγονται μεν μαζικά σχεδιάζονται όμως ειδικά για τις ανάγκες κάθε πρότζεκτ. Πρόκειται στην ουσία για μία οργάνωση της κατασκευής, η οποία όμως δεν φέρει απαραίτητα τη μορφολογία των «container», κάτι που μπορεί να είναι επιθυμητό ή μη. Τα τελευταία χρόνια αυτός ο τρόπος κατασκευής αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρος για ψηλή δόμηση. Όσον αφορά τη δομή, κατασκευάζεται πρώτα η τρισδιάστατη μονάδα (module) από μεταλλικά δομικά στοιχεία, εξασφαλίζοντας την απαραίτητη ακαμψία με τριγωνισμούς ή διαφραγματικά στοιχεία. Στη συνέχεια οι μονάδες αυτές συνδέονται

[εικ.7.32]

68

[εικ.7.33]


Ένα πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το Carmel Place, ένα κτήριο μικρο-κατοίκησης 9 ορόφων στο Manhattan της Νέας Υόρκης. Αποτελείται από 65 modules με μεταλλικό σκελετό, 55 από τα οποία διαμορφώνουν μονάδες κατοικίας και 10 αποτελούν τον πυρήνα του κτηρίου, με χώρους κίνησης και ενδιάμεσους χώρους. Η προκατασκευή έλαβε χώρα εξ’ ολοκλήρου σε ένα κοντινό εργοστάσιο στο Brooklyn. Τα modules έχουν μεταλλικό σκελετό και πλάκες από σκυρόδεμα. Αφού τοποθετηθούν και συνδεθούν μεταξύ τους, η πρόσοψη από τούβλο τοποθετείται ενιαία σε δεύτερη φάση. Η μορφολογία του κτηρίου βασίζεται στην ανάδειξη των 4 «μίνι πύργων» που τονίζονται με διαδοχικές προεξοχές και διαφορετική απόχρωση γκρι τούβλου και «τονίζουν την ομορφιά των μικρών διαστάσεων, χωρίς να διαγράφονται οι ξεχωριστές μονάδες στο εξωτερικό». Μεγάλη έμφαση δόθηκε στον σχεδιασμό του εσωτερικού εξοπλισμού προκειμένου να εξασφαλιστεί η μέγιστη άνεση και λειτουργικότητα.

[εικ.7.34]

[εικ.7.35] [εικ.7.36]

69


Είναι σημαντική βέβαια η πληροφορία ότι το συγκεκριμένο κτήριο ήταν αποτέλεσμα του διαγωνισμού adAPT NYC στα πλαίσια του New Housing Marketplace Plan του δήμου της Νέας Υόρκης, με σκοπό την εξασφάλιση προσιτής κατοικίας σε νοικοκυριά ενός ή δύο ατόμων, που αποτελούν μια αυξανόμενη δημογραφικά κατηγορία. Έτσι το 40% των 55 διαμερισμάτων προορίζεται για προσιτή κατοικία με ενοίκιο καθορισμένο μεταξύ 950$ και 1.492$ ενώ τα υπόλοιπα 33 διαμερίσματα θα δοθούν σε τιμές αγοράς. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το Bloomberg, η μέση τιμή του ενοικίου στο Manhattan για διαμέρισμα με ένα υπνοδωμάτιο είναι 3.400$[11].

[εικ.7.37]

70

[εικ.7.38]


Γ) Κ ΑΤΑ ΛΥ Μ ΑΤΑ ΑΝΑΓΚΗΣ

Ε Κ ΤΑ Κ Τ Ο Υ

«too often architects are desperately needed in places where they can least be afforded”[12] Πυροδοτούμενη από την ανθρωπιστική και προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών, την συζήτηση γύρω από το θέμα του 1 ή 2% όσον αφορά το κοινό της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής δημιουργίας αλλά και από την μειωμένη διαθεσιμότητα των «κλασικών» αρχιτεκτονικών πρότζεκτ, η τάση για ανθρωπιστική αρχιτεκτονική μεταμορφώνεται από ένα περιφερειακό μέλημα της αρχιτεκτονικής σε ένα βασικό πεδίο έρευνας[13]. Καθοριστικοί παράγοντες υπήρξαν οργανισμοί όπως τα Ηνωμένα Έθνη, ο Ερυθρός Σταυρός ή μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί όπως ο Architecture for Humanity. Το σχεδιαστικό έργο δεν προήλθε από αυτούς, αυτό άλλωστε υπήρχε ήδη από πριν, σε τοπικό όμως επίπεδο. Τέτοιοι οργανισμοί διευκόλυναν την οργάνωση και διαχείριση του αρχιτεκτονικού έργου σε αυτόν τον τομέα μέσω αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και χρηματοδότησης.

σχετίζονται με την επανάκτηση της μόνιμης κατοικίας. Οι προτάσεις που κατατίθενται κατά καιρούς είναι πολλές και φυσικά μπορούν να κριθούν ανά περίπτωση ως αποτελεσματικές ή μη, βάσει πολλών παραμέτρων όπως η χωρητικότητα σε άτομα, ο χρόνος συναρμολόγησης, η χρήση ή μη εργαλείων για το στήσιμο της κατασκευής, το βάρος, το κόστος, ο όγκος που καταλαμβάνει κατά τη μεταφορά, η διάρκεια ζωής, η δυνατότητα ανακύκλωσης και το είδος προστασίας που προσφέρουν[14].

[εικ.7.39]

Η προκατασκευή εδώ έρχεται να γεφυρώσει το κενό που υπάρχει μεταξύ πολύ βραχυπρόθεσμων λύσεων για στέγαση μετά από μία φυσική καταστροφή ή απώλειας στέγης σε περίπτωση πολέμου, όπως μία σκηνή, και σε μακροπρόθεσμες, μόνιμες λύσεις που 71


Ένα αρκετά πετυχημένο παράδειγμα προκατασκευασμένης αρχιτεκτονικής που έχει τεθεί ήδη σε μαζική χρήση είναι το B e t t e r S h e l t e r . Ξεκίνησε το 2010 ως μία μικρή επιχείρηση στο Hällefors στη Σουηδία και σε συνεργασία με τη γνωστή εταιρεία ΙΚΕΑ και τα Ηνωμένα Έθνη σχεδίασαν μία συναρμολογούμενη μονάδα έκτακτης στέγασης. Έχει εκτιμώμενη διάρκεια ζωής 3 χρόνια και επιφάνεια 17,5τ.μ. για να φιλοξενήσει το μέγιστο 5 άτομα. Ως προς την κατασκευή, ο μεταλλικός σκελετός του αποτελείται από 2 μεταλλικά πλαίσια, ένα για το δάπεδο και ένα για την οροφή που ενώνονται μεταξύ́ τους με κάθετα μεταλλικά́ υποστυλώματα με τη χρήση μεταλλικών συνδέσμων. Το σύνολο του φέροντος οργανισμού́ αποτελείται από́ δοκούς κατασκευασμένες από́ γαλβανισμένο μέταλλο διατομής 5cm και συρματόσχοινα, έτσι ώστε να προκύπτει μια ελαφριά́ αλλά́ παράλληλα στιβαρή́ δομή́. Την οροφή και τους τοίχους διαμορφώνουν πάνελ από πολυμερές πλαστικό, τα οποία παρέχουν προστασία από υπεριώδη ακτινοβολία και είναι ανακυκλώσιμα. Είναι επίσης πυράντοχα για χρόνο 2 λεπτών. Στην οροφή είναι επίσης τοποθετημένα φωτοβολταικά πάνελ τα οποία παρέχουν ενέργεια που αρκεί για 4 ώρες λειτουργίας της εσωτερικής λάμπας LED ή για φόρτιση κινητού τηλεφώνου. Η όλη κατασκευή συσκευάζεται σε 2 πακέτα βάρους 80 κιλών, με συνολικό όγκο 0,3m3 και

72

μπορεί να συναρμολογηθεί από 4 άτομα σε χρόνο 4 έως 8 ωρών. Το κόστος κάθε μονάδας ανέρχεται σε 1200$. Από το 2015 έχουν διανεμηθεί πάνω από 15.000 μονάδες Better Shelter και τοποθετηθεί σε προσφυγικούς καταυλισμούς σε Ιράκ, Αφρική και Ελλάδα.

[εικ.7.40]


[εικ.7.41]

[εικ.7.42]

[εικ.7.43]

73


Π Α ΡΑ Π Ο Μ Π Ε Σ

2018, from http://www.modular.org/HtmlPage.aspx?name=why_modular

1. Wallace, I. (2014). The History of the Found Object in Art. Artspace.com. Retrieved January 10, 2018, from https://www.artspace.com/magazine/ art_101/art_market/the-history-of-the-found-object-in-art-52224

8. Kaltenbach, F. (2017). Stahlcontainer, Holzelement oder massiv? Serielles Bauen auch für Fluchtlinge. Detail, (7+8), 66–72.

2. Καραδήμας, Ά. (2010). Αρχιτεκτονική [?] από container. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.σσ. 17-18 3. Zαμπούνη, Γ. (2003). Η λογική του container στην αρχιτεκτονική. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.σ.30 4. Nelson, T. (2018). One Architect Wants to Solve Hong Kong’s Housing Crisis with Converted Water Pipes. Architectural Digest. Retrieved January 10, 2018, from https://www.architecturaldigest. com/story/opods-solve-hong-kongs-housing-crisis-with-converted-water-pipes 5. Bundgaard, C. (n.d.). Make do with what you have. On detailing an architecture of ready-mades. Aarhus, Denmark. Retrieved from https://www.academia.edu/1645330/Make_do_with_what_you_ have._On_detailing_an_architecture_of_readymades 6. Holcim Foundation for Sustainable Construction. (2011). Nantes School of Architecture. Zurich, Switzerland: Holcim Foundation. Retrieved from www.holcimfoundation.org/nantes 7. Modular Building Institute. (n.d.). What is Modular Construction? Retrieved January 15, 74

9. Staib, G., Dörrhöfer, A., & Rosenthal, M. (2008). Components and Systems: Modular Construction–Design, Structure, New Technologies. Walter de Gruyter. p.161 10. Werner Sobek Architects. (2016). Aktivhaus-Siedlung. Retrieved January 15, 2018, from https://www.wernersobek.de/projekte/material-de/ holz/aktivhaus-siedlung/ 11. Carmiel, O. (2015, March). Manhattan Studios Set Rent Record as Tenants Go Small. Bloomberg. Retrieved from https://www.bloomberg. com/news/articles/2015-03-12/manhattan-studiosset-rent-record-as-tenants-go-small 12. Sinclair, C., & Stohr, K. (2006). Design Like You Give a Damn: Architectural Responses to Humanitarian Crisis. Thames & Hudson. 13. Stott, R. (2015). Design Like You Give a Damn: The Legacy of Architecture for Humanity. ArchDaily. Retrieved January 18, 2018, from https:// www.archdaily.com/591052/design-like-you-givea-damn-the-legacy-of-architecture-for-humanity 14. Θωμαϊδου, Γ., & Χούδαλη, Δ. (2016). Σε ετοιμότητα για το έκτακτο: συναρμολογούμενες μονάδες στέγασης. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.


ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ: [7.01] www.artsy.net/article/artsy-editorial-duchamps-urinal-changed-art-forever [7.02] Head

https://en.wikipedia.org/wiki/Bull%27s_

[7.03], [7.04], [7.05] https://www.archdaily. com/27386/platoon-kunsthalle-graft-architects/ [7.06], [7.07], [7.08] https://inspiration.detail.de/ student-village-in-berlin-113802.html?lang=en [7.09] https://inhabitat.com/over-100-incredible-examples-of-cargotecture-exhibited-at-nrw-forum-in-dusseldorf/container-architektur-mvrdv-container-city/ [7.10] https://www.curbed.com/2018/ 1/3/16844382/hong-kong-pipe-apartment-opodjames-law [7.11], [7.12] php?idp=25#

https://lacatonvassal.com/index.

[7.13], [7.14], [7.15] https://lacatonvassal.com/index.php?idp=55 [7.16], [7.17] Holcim Foundation for Sustainable Construction. (2011). Nantes School of Architecture. Zurich, Switzerland: Holcim Foundation. Retrieved from www.holcimfoundation.org/nantes pp. 22, 44

[7.19] Kaltenbach, F. (2017). Stahlcontainer, Holzelement oder massiv? Serielles Bauen auch für Fluchtlinge. Detail, (7+8), 70. [7.20] Staib, G., Dörrhöfer, A., & Rosenthal, M. (2008). Components and Systems: Modular Construction–Design, Structure, New Technologies. Walter de Gruyter. p.161 [7.21], [7.22], [7.23], [7.24], [7.25] www.detail.de/artikel/modulbauten-auch-fuer-fluechtlinge-30343/ [7.26], [7.27], [7.28], [7.29] https://www.wernersobek.de/projekte/material-de/holz/aktivhaus-siedlung/ [7.30], [7.31] www.detail.de/artikel/modulbauten-auch-fuer-fluechtlinge-30343/ [7.32], [7.33] Staib, G., Dörrhöfer, A., & Rosenthal, M. p. 164 [7.34], [7.35], [7.36], [7.37], [7.38] http://narchitects.com/work/carmel-place/ [7.39] html

http://www.unhcr.org/figures-at-a-glance.

[7.40], [7.41], [7.42], [7.43] http://www.bettershelter.org

[7.18] http://www.modular.org/HtmlPage.aspx?name=why_modular 75



Η

προκατασκευή, όπως αναλύθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, αναμφίβολα έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα προς την εκπλήρωση του πρωταρχικού της στόχου: Χαμηλό κόστος με υψηλή ποιότητα. Αν επιχειρήσουμε ωστόσο μία σύγκριση του τομέα της δόμησης με άλλους τομείς παραγωγής, όπως για παράδειγμα την αυτοκινητοβιομηχανία, αυτό μας φέρνει σε αμηχανία. Ένα παράδειγμα: Με 15.000€ μπορεί κανείς να αγοράσει ένα μεσαίας κατηγορίας αυτοκίνητο ή το οικονομικότερο μοντέλο μίας συμβατικής εταιρείας προκατασκευασμένων κατοικιών. Το πρώτο ενσωματώνει προωθημένα

ηλεκτρονικά και μηχανικά συστήματα, είναι κατασκευασμένο από υψηλής τεχνολογίας υλικά που εξασφαλίζουν ασφάλεια και άνεση, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα προϊόν ευχάριστα αποδεκτό από τον μέσο χρήστη. Το απλούστερο μοντέλο προκατασκευασμένης κατοικίας περιλαμβάνει μόνο το κέλυφος αυτής, οπότε δεν είναι έτοιμο για χρήση, κατασκευάζεται από σχετικά συμβατικά υλικά, ενώ είναι κατώτερο των προσδοκιών ενός μέσου χρήστη.

15.000 € [εικ.8.01]

=

[εικ.8.02]

ή 77


Η εξήγηση είναι εκ πρώτης όψεως προφανής. Στην περίπτωση της αυτοκινητοβιομηχανίας ο βαθμός βιομηχανοποίησης και αυτοματοποίησης είναι υπερ-πολλαπλάσιος αυτού μιας τοπικής εταιρείας προκατασκευασμένων κατοικιών. Αυτό εξηγεί την δραματική μείωση του κόστους του αυτοκινήτου, αλλά δεν εξηγεί απαραίτητα την υψηλή αισθητική και τον ολιστικό σχεδιασμό του τελικού προϊόντος που το καθιστούν τελικά ελκυστικό. Εδώ είναι απαραίτητο να προστεθεί ένα ακόμα δεδομένο. Το κόστος σχεδιασμού και ανάπτυξης ενός νέου μοντέλου αυτοκινήτου φτάνει το 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Το κόστος σχεδιασμού μίας προκατασκευασμένης κατοικίας είναι άγνωστο, αλλά θα υποθέταμε ότι δεν ξεπερνάει τα 5.000 ευρώ. Στην υποθετική περίπτωση που η αρχιτεκτονική μπορούσε να ακολουθήσει κατά γράμμα το παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας θα σήμαινε τη δημιουργία αρχιτεκτονικών κολοσσών, που μπορούν να επενδύσουν τεράστια ποσά για έρευνα και σχεδιασμό νέων «μοντέλων», δειγμάτων αρχιτεκτονικής ή αποτελέσματος αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο ανεφάρμοστο αλλά και δυστοπικό. Φαίνεται όμως να υπάρχει και μία άλλη δυνατότητα, αυτή που έχει αρχίσει να διαγράφεται μέσα από το πεδίο της ψηφιακής παραγωγής. Το συνολικό κόστος σχεδιασμού δεν χρειάζεται να επενδυθεί εξαρχής για τη δημιουργία του νέου και ολοκληρωμένου μοντέλου αλλά εκείνο να προκύπτει σταδιακά, από τη συνεργασία και τις συνεχείς βελτιώσεις 78

πολλών και διαφορετικών συνεισφερόντων στο σχεδιασμό. Η ψ η φ ι α κ ή π α ρ α γ ω γ ή , κυρίως μέσω των τεχνολογιών που θα συναντήσει κανείς σε ένα Fab Lab (Laser cutting, CNC, Vinyl Cutter, Precision Milling Machines, 3D printing), αποτελεί τον καταλυτικό παράγοντα προς μία τέτοια κατεύθυνση. Δεν προσφέρει μόνο το μέσο παραγωγής αλλά και την απαραίτητη διασύνδεση μεταξύ των σχεδιαστών, των χρηστών και των προμηθευτών. Ο σχεδιασμός σε ένα τέτοιο πλαίσιο καθίσταται μια ανοιχτή διαδικασία με βάση τις αρχές του open source, μιας ιδέας που περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος πεδίων, από την ανάπτυξη ανοικτού και ελεύθερου λογισμικού μέχρι την αρχιτεκτονική. Γνώριμα παραδείγματα είναι το λογισμικό Linux και η Βικιπαίδεια. Και τα δύο είναι ελεύθερα, δηλαδή δωρεάν στη χρήση, είναι ανοιχτού (πηγαίου) κώδικα και επιτρέπουν- ενθαρρύνουν την μορφοποίηση και βελτιστοποίηση τους από τον χρήστη. Η Βικιπαίδεια παραδείγματος χάριν δεν χρειάστηκε να πάρει εξαρχής τη μορφή μίας ολοκληρωμένης εγκυκλοπαίδειας, όπως για παράδειγμα η Britannica, αλλά προσέφερε μία ανοικτή και δωρεάν πλατφόρμα, ενθαρρύνοντας τον χρήστη να αφιερώσει λίγο χρόνο για τον εμπλουτισμό της, ακόμα και αν αυτό αφορά τη συγγραφή μερικών προτάσεων. Φυσικά δεν είναι τέλεια από άποψη ακαδημαϊσμού, ωστόσο υπόκειται σε διαρκή βελτίωση εξαιτίας της ανοικτής φύσης της και αναμφισβήτητα αποτελεί ήδη μία τεράστια και ελεύθερη δεξαμενή γνώσης που μπορεί να λειτουργήσει ως εφαλτήριο περαιτέρω


εμβάθυνσης. Για να επαναφέρουμε το θέμα της αρχιτεκτονικής, με ποιον τρόπο μπορεί να ενταχθεί στην ιδέα του open source και κυρίως να εξελιχθεί, επωφελούμενη οικονομικά, κοινωνικά και στρατηγικά; Η o p e n - s o u r c e α ρ χ ι τ ε κ τ ο ν ι κ ή έχει τις εξής αρχές. Αρχικά βασίζεται στην εμπλοκή τόσο εξειδικευμένων επαγγελματιών όσο και ερασιτεχνών κάνοντας χρήση της «διάνοιας της μάζας» αλλά και της εξειδικευμένης, ατομικής γνώσης, καθιστώντας πιο δυσδιάκριτη την διάκριση σχεδιαστή και κοινού-καταναλωτή. Βασίζεται επίσης στην μαζική εξατομίκευση (mass customization) έναντι της τυποποίησης δίνοντας την δυνατότητα παραγωγής συγγενών μεν διαφοροποιημένων δε προϊόντων, χρησιμοποιώντας εργαλεία παραμετρικού σχεδιασμού ή λογικής ΒΙΜ. Παρόμοιας λογικής πρέπει να είναι και το hardware από άποψη κατασκευής αλλά και λειτουργίας. Η θέσπιση προδιαγραφών συμβατότητας διαφορετικών λογισμικών αλλά και κανόνων πνευματικής ιδιοκτησίας είναι μείζονος σημασίας. Οι άδειες Creative Commons ορίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις το καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας των παραγόμενων έργων, ώστε να επιτρέπεται να βασιστούν σε αυτά και άλλα έργα καθώς και να μοιραστούν νόμιμα. Τέλος, η χρηματοδότηση του έργου ακολουθεί ένα διαφορετικό μοντέλο σε σχέση με το παραδοσιακό πελάτη-χρηματοδότη και αρχιτέκτονα, καθώς μεταφέρεται ολοένα και περισσότερο στη δημόσια σφαίρα βασιζόμενη σε μικρο-δωρεές και crowd-funding μοντέλα[1].

Η αρχιτεκτονική open-source είναι ένα σχετικά πρόσφατο εγχείρημα και σίγουρα δεν έχει τύχει ευρείας εφαρμογής ούτε έχει επιτευχθεί η πλήρης θεσμοθέτηση των δικαιωμάτων γύρω από αυτήν. Χρόνο με το χρόνο, ωστόσο, έρχονται στο προσκήνιο όλο και περισσότερες πλατφόρμες και κοινότητες σχεδιασμού σε κλίμακα αντικειμένου έως κτηρίου. Σε μία πρόσφατη επίσκεψη στην ιστοσελίδα GitHub, την γνωστότερη πλατφόρμα διακίνησης open source κώδικα, συναντούμε μία λίστα με πλατφόρμες και κοινότητες ανοιχτού κώδικα που σχετίζονται με αρχιτεκτονική, αστικό σχεδιασμό, design κ.ά

79


Οι περισσότερες από αυτές τις πλατφόρμες έχουν μία «υπό εξέλιξη» μορφή. Ανάμεσα σε αυτές το W i k i H o u s e δείχνει να έχει λάβει, περισσότερο από τα υπόλοιπα, μία μορφή ολοκληρωμένης πρότασης. Αποτελεί στην ουσία ένα κατασκευαστικό μοντέλο και όχι μία ολοκληρωμένη πρόταση κατοικίας. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι δίνεται η δυνατότητα στον καθένα να αποκτήσει ελεύθερα πρόσβαση στις αρχές του σχεδιασμού χωρίς να διαθέσει πολλά χρήματα ή να απαιτούνται εξειδικευμένες κατασκευαστικές γνώσεις[2]. Οι αρχές σχεδιασμού του WikiHouse συνοψίζονται ως εξής:

[εικ.8.03]

80


[εικ.8.04]

81


Το σ ύ σ τ η μ α κ α τ α σ κ ε υ ή ς Wren του WikiHouse (για την ώρα το μόνο αναπτυγμένο) βασίζεται σε επαναλαμβανόμενα ξύλινα προφίλ, που σχηματίζουν έναν βασικό κάνναβο, θεωρητικά απεριόριστα. Τα προφίλ κόβονται με την τεχνολογία CNC σε διαστάσεις που να εξασφαλίζουν την μεγαλύτερη οικονομία υλικού. Καθώς η δομική ξυλεία (κόντρα πλακέ ή OSB) κυκλοφορεί στην αγορά σε φύλλα διαστάσεων 1200x2400mm, προτείνεται η απόσταση των προφίλ είναι 1,20μ. Τα προφίλ της οροφής μπορούν να πάρουν οποιοδήποτε σχήμα, μέσα σε λογικά πλαίσια. Κάθε προφίλ αποτελείται από δύο στρώσεις κόντρα πλακέ σε απόσταση 20εκ με ενδιάμεσα μονωτικό υλικό. Η όλη κατασκευή στηρίζεται σε πέδιλα, προκειμένου να μπορεί να προσαρμοστεί σε επικλινές ανάγλυφο. Η συνδεσμολογία πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο με εγκοπές και σφήνες για την ελαχιστοποίηση των απαιτούμενων υλικών και εργαλείων. Σύμφωνα με τους σχεδιαστές του WikiHouse, κανείς μπορεί να το συναρμολογήσει έχοντας στη διάθεσή του ένα σφυρί, για το οποίο δίνονται επίσης τα αρχεία κατασκευής. Στη συνέχεια [εικ.8.05]

82

τα προφίλ αυτά τοποθετούνται κάθετα πάνω σε οδηγούς και συναρμολογούνται διαδοχικά, μέσω ενδιάμεσων δοκών. Αφού ολοκληρωθεί η συναρμολόγηση του σκελετού, ο οποίος διαφέρει εν τέλει από αυτόν μίας ελαφριάς, ξύλινης κατασκευής μόνο στον τρόπο σύνδεσης με εγκοπές. Έπειτα ο σκελετός καλύπτεται με πάνελ πλήρωσης ή πατώματος και η κατασκευή βιδώνεται στους οδηγούς και στο έδαφος. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για πιθανά επόμενα επίπεδα. Αφού ολοκληρωθεί η κατασκευή του βασικού «κουτιού» ακολουθεί η κάλυψη της κατασκευής με υγρομονωτική μεμβράνη και η τοποθέτηση κουφωμάτων. Εν συνεχεία τοποθετούνται εξωτερικά οι οδηγοί εκείνοι που θα στηρίξουν τα υλικά πρόσοψης και στέγασης[3].


83


[εικ.8.06]

Το σύστημα του WikiHouse έχει υιοθετηθεί ήδη σε διάφορες παραλλαγές ανά τον κόσμο. Η πρώτη διώροφη παραλλαγή ολοκληρώθηκε το 2017 από το αρχιτεκτονικό γραφείο Architecture00 για την κατασκευή μίας αγροικίας στην Αγγλία με προϋπολογισμό μικρότερο των 50.000 λιρών. Μία άλλη, πειραματική εκδοχή δοκιμάστηκε από μία ομάδα σχεδιαστών στο Πεκίνο, στην οποία το ξύλο αντικαταστάθηκε με υψηλής πυκνότητας PVC και τα εξωτερικά πάνελ με φύλλα πολυκαρβονικού. 84

[εικ.8.07]


[εικ.8.09]

[εικ.8.08]

[εικ.8.11]

[εικ.8.10]

[εικ.8.12]

[εικ.8.13]

85


Π Α ΡΑ Π Ο Μ Π Ε Σ 1. Open-source architecture. (2017). Wikipedia. Retrieved January 20, 2018, from https:// en.wikipedia.org/wiki/Open-source_architecture#cite_note-7 2. Ζυγούρη, Μ., Μπέλτσιου, Μ., & Τζιαφέτα, Α. (2014). PORTAL: WIKIHOUSE, Έρευνα συστήματος αυτο-οικοδόμησης. Ε.Μ.Π- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. 3. Wren structural system. (2017). WikiHouse Foundation. Retrieved January 20, 2018, from https://wikihouse.cc/library/technologies/structure/wren

86


ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ: [8.01]www.volkswagen.gr/el/models/newpolo.html [8.02] https://www.kofinas.gr/flexyhome/pricelist/ [8.03] https://github.com/obricks/open-source-architecture/blob/master/communities-projects.md [8.04] https://wikihouse.cc/about [8.05], [8.06], [8.07] https://github.com/wikihouseproject/Wren/blob/master/WikiHouseIntroProcess_v1.0.pdf [8.08], [8.09], [8.10] https://awikifarmhouse.wordpress.com [8.11], [8.12], [8.13] https://medium.com/wikihouse-stories/wikihouse-dashilar-pavilion-bd470f8ad5b8

87



Η

ιδέα της προκατασκευής, από την βιομηχανική επανάσταση έως την ψηφιακή παραγωγή, γέννησε κατά καιρούς πολλές προσδοκίες στους αρχιτέκτονες. Η επανάσταση στη δόμηση μέσω της προκατασκευής σαφώς δεν συντελέστηκε στον υπέρτατο βαθμό. Θα ήταν όμως άδικο να μην αναγνωρίσουμε την σημαντική εξέλιξη που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια με τις ποικίλες εκφάνσεις προκατασκευασμένης αρχιτεκτονικής, όπως αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια. Το κρίσιμο πεδίο δράσης, ωστόσο, από εδώ και στο εξής είναι η εξέλιξη της προκατασκευασμένης αρχιτεκτονικής στα πλαίσια της ψηφιακής εποχής. Το μέλλον, όπως διατυπώνεται συχνά, θα είναι ψηφιακό και το αναπόδραστο αυτό γεγονός έχει ήδη αρχίσει να φέρνει αλλαγές σε όλους τους τομείς- στον τρόπο που δουλεύουμε, επικοινωνούμε, συμπεριφερόμαστε. Στην συγκυρία αυτή πολλοί διαβλέπουν μία λαμπρή ευκαιρία για την ισχυροποίηση του ρόλου του αρχιτέκτονα, για την διεύρυνση της επιρροής του στην παραγωγή του δομημένου περιβάλλοντος και στον περιορισμό του ελιτισμού ως προς το κοινό της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Αν τελικά εδραιωθεί το σχήμα της ανοικτής αρχιτεκτονικής, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτό θα αφαιρέσει κάτι από το ρόλο του αρχιτέκτονα. Αντιθέτως δίνει τη δυνατότητα σε αυτόν της εύκολης υιοθέτησης δοκιμασμένων λύσεων για να συνθέσει τελικά κάτι νέο. Η δημιουργική διαδικασία δεν υποβαθμίζεται, ούτε η διάνοια του αρχιτέκτονα ως συνθέτη

και δημιουργού. Απεναντίας καθιστά τη διαδικασία πιο βιώσιμη, με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους και παραγωγική. Στο ακόμα πιο ακραίο σενάριο όπου κανείς χρησιμοποιώντας υπάρχον λογισμικό και σχεδιαστικά μοντέλα έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει και να κατασκευάσει, φερ’ ειπείν, τη δική του κατοικία, διαφαίνεται και πάλι ο αναγκαίος ρόλος του αρχιτέκτονα. Ο αρχιτέκτονας καθίσταται απαραίτητος ως προγραμματιστής της διαδικασίας που επιτρέπει την αναδιαμόρφωση και μαζική εξατομίκευση του όποιου σχεδιασμού. Αν πάλι οι προβλέψεις και ελπίδες για ανοικτή αρχιτεκτονική δεν επαληθευτούν, εξακολουθεί να είναι απαραίτητος ο επανακαθορισμός του ρόλου του αρχιτέκτονα. Τα μέσα που διαθέτει και θα διαθέτει ακόμη περισσότερο στο μέλλον είναι πολλά- η προκατασκευή είναι μόνο ένα από αυτά. Η οξυδέρκεια του αρχιτέκτονα για την επιλογή του εκάστοτε αρτιότερου μέσου και όχι ο εγκλωβισμός σε μορφολογικές και αισθητικές μανιέρες είναι ο μόνος τρόπος για να αναζωογονηθεί η αρχιτεκτονική και η επιρροή της. Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης σε μία ομιλία του στο Διεθνές Συμπόσιο Αρχιτεκτονικής το 1963 απηύθυνε έκκληση για ανάληψη ενός νέου ρόλου από τον αρχιτέκτονα, η οποία παραμένει σήμερα, στην αυγή της ψηφιακής επανάστασης και στην κρίση του επαγγέλματος, πιο επίκαιρη από ποτέ.

89


«Ένας νέος ρόλος για τον αρχιτέκτονα- Ένα μεγαλύτερο καθήκον»[1] Ο αρχιτέκτονας δεν μπορεί να παραμείνει σχεδιαστής μόδας ή ράφτης κοστουμιών κατά παραγγελία. Ως σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί αυτό να το αντέξει. Σε μια εποχή που επανακαθορίζουμε το ρόλο µας, ο αρχιτέκτονας δεν θα επιβιώσει αν περιοριστεί στην υπηρεσία λίγων επιλεγμένων πελατών. Θα πρέπει να διευρύνει τις απόψεις του και να εργαστεί υπηρετώντας νέες ανάγκες.Αλλά και η ανθρωπότητα δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Οι ανάγκες της είναι πολύ μεγαλύτερες και πολύ πιο σημαντικές. Αν ο αρχιτέκτονας δεν εξυπηρετήσει τις ανάγκες αυτές σωστά, τότε κάποιος άλλος θα πρέπει να παίξει το ρόλο του. Γιατί λοιπόν να µην το κάνει ο ίδιος; Για να το κάνει αυτό θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, να αναπροσαρμόσει τον τρόπο σκέψης και την παιδεία του. Και γιατί όχι; Γιατί να αφήσει αυτόν τον νέο ρόλο στα χέρια άλλων και να δει το επάγγελμά του σιγά σιγά να απολιθώνεται; Οι κύριες δυνάμεις στρέφονται στην μαζική παραγωγή. Επειδή ο αρχιτέκτονας σήμερα δεν εξυπηρετεί πάνω από το 1% των αναγκών, η προσπάθειά του, ακόμα και αν πολλαπλασιαστούν οι αριθμοί του, θα πρέπει να τείνει στο να αυξήσει την απόδοσή του, όχι µόνο σε ποσότητα αλλά και σε ποιότητα. Θα πρέπει να στραφεί στη βιομηχανία για μεγαλύτερη παραγωγή και στη διαμόρφωση κοινοτήτων για καλύτερα φυσικά αποτελέσματα και τη δημιουργία καλύτερων χώρων. […] (ο αρχιτέκτονας) πρέπει να εγκαταλείψει αόριστες αντιλήψεις για αισθητική και πολιτική (η οποία υπάρχει πάντα σε αφθονία) και να γίνει πιο σαφής στα εγχειρήματά του. Θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η αισθητική ή η πολιτική είναι 90

επίσης καθήκοντά του, αλλά μόνο ως μέρη της συγκεκριμένης προσπάθειας για τη δημιουργία καλύτερης διαβίωσης για περισσότερους ανθρώπους και όχι σαν ασυντόνιστες, ασαφείς αντιλήψεις, οι οποίες περισσότερο μπερδεύουν παρά λύνουν ζητήματα. Ο αρχιτέκτονας πρέπει ακόμα να γίνει επιστήμονας στην προσέγγισή του. Οφείλει να μάθει την αντικειμενική, επιστημονική μέθοδο του να πειραματίζεται, να προσπαθεί, να μαθαίνει, να βελτιώνει τη δουλειά του, να πειραματίζεται ξανά κ.ο.κ. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Σήμερα δεν χτίζουμε όσες κοινότητες χρειαζόμαστε, αλλά χτίζουμε κάποιες. Αλλά κανείς χρειάζεται να ξεκινά κάθε φορά από την αρχή σαν η γνώση που αποκτήθηκε από τις προηγούμενες προσπάθειες να λείπει. Δεν υπάρχει σύστημα συγκρίσεων, ή κριτήριο για αξιολόγηση. Έτσι, δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε, όπως άλλοι τομείς μία επιστημονική μέθοδο. Παραμένουμε υποκειμενικοί, συνεπώς ατομικιστές και συχνά υποφέρουμε από το σύνδρομο της πριμαντόνα. Για να απαλλαγούμε από αυτές τις αδυναμίες πρέπει να γίνουμε επιστήμονες στην προσέγγισή μας ακόμα και αν είμαστε- αν πραγματικά είμαστε- καλλιτέχνες στην καρδιά μας.


Π Α ΡΑ Π Ο Μ Π Ε Σ 1. Doxiadis, C. A. (1964). A NEW ROLE FOR THE ARCHITECT. Ekistics, 17(100), 143–149.

91


Β Ι Β Λ Ι Ο Γ ΡΑ Φ Ι Α

Anderson, M., & Anderson, P. (2007). Prefab prototypes: site-specific design for offsite construction. Princeton Architectural Press. Armstrong, P. J. (2009). From Bauhaus to m-[house]: The Concept of the Ready-Made and the Kit-Built House. In Without a Hitch - New Directions in Prefabricated Architecture , Proceedings for 2008 Northeast Fall Conference of the Association of Collegiate Schools of Architecture (pp. 72–80). Amherst, Massachusetts: University of Massachusetts. Retrieved from http:// scholarworks.umass.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1007&context=wood Bergdoll, B., & Christensen, P. (2008). Home delivery: fabricating the modern dwelling. The Museum of Modern Art. Bernhardt, A. (1980). Building Tomorrow. Cambridge, MA: MIT Press. Bundgaard, C. (n.d.). Make do with what you have. On detailing an architecture of ready-mades. Aarhus, Denmark. Retrieved from https://www. academia.edu/1645330/Make_do_with_what_you_ have._On_detailing_an_architecture_of_readymades Burnham, K., & Albert Farwell Bemis Foundation. (1951). The Prefabrication of Houses. Technology Press of the Massachusetts Institute of Technology and Wiley, New York. Davies, C. (2005). The prefabricated home. Reaktion books. 92

Doxiadis, C. A. (1964). A NEW ROLE FOR THE ARCHITECT. Ekistics, 17(100), 143–149. Fuller, B. (1938). Nine chains to the moon. Estate of R. Buckminster Fuller. Holcim Foundation for Sustainable Construction. (2011). Nantes School of Architecture. Zurich, Switzerland: Holcim Foundation. Retrieved from www.holcimfoundation.org/nantes Huber, B., & Steinegger, J. C. (1971). Jean Prouvé. Pall Mall Press. Imperiale, A. (2012). An American wartime dream: the Packaged House system of Konrad Wachsmann and Walter Gropius. ACSA Fall Conference, Philadelphia. Jackson, N. (1996). The Modern Steel House. E & FN Spon. Kaltenbach, F. (2017). Stahlcontainer, Holzelement oder massiv? Serielles Bauen auch für Fluchtlinge. Detail, (7+8), 66–72. Lorenz, W. (1999). Classicism and High Technology-the Berlin Neues Museum. Construction history, 15, 39–55. Mokyr, J. (1998). The second industrial revolution, 1870-1914. Storia dell’economia Mondiale, 219–245. Prouvé, J., Huber, B., & Steinegger, J. C. (1971). Prefabrication: structures and elements. Pall Mall Press. Russell, A. L. (2012). Modularity: An interdisciplinary history of an ordering concept. Information & Culture, 47(3), 257–287.


Sinclair, C., & Stohr, K. (2006). Design Like You Give a Damn: Architectural Responses to Humanitarian Crisis. Thames & Hudson. Smith, R. E. (2009). History of Prefabrication: A Cultural Survey. In Proceedings of the Third International Congress on Construction History (pp. 1355–1364). Smith, R. E. (2011). Prefab Architecture: A Guide to Modular Design and Construction. John Wiley & Sons, Inc. Sorkin, M. (2009). Moshe Safdie: Volume 1. Images Pub. Staib, G., Dörrhöfer, A., & Rosenthal, M. (2008). Components and Systems: Modular Construction– Design, Structure, New Technologies. Walter de Gruyter.

βιομηχανικών δομικών συστημάτων. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Καραδήμας, Ά. (2010). Αρχιτεκτονική [?] από container. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Μακράκη, Α., & Ματθιόπουλος, Δ. (2016). My industrial (R)evolution. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Σκαραμαγκούλη, Α. Α. (2012). ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ: σχεδιασμός με σκοπό την αποσυναρμολόγηση. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Τσιούμα, Μ. (2017). ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΗ: έννοια, ιστορία, προοπτικές. Ε.Μ.Π- Σχολή Πολιτικών Μηχανικών.

Steinbeck, J. (2012). Travels with Charley: in search of America. Penguin. Zαμπούνη, Γ. (2003). Η λογική του container στην αρχιτεκτονική. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Ζυγούρη, Μ., Μπέλτσιου, Μ., & Τζιαφέτα, Α. (2014). PORTAL: WIKIHOUSE, Έρευνα συστήματος αυτο-οικοδόμησης. Ε.Μ.Π- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Θωμαϊδου, Γ., & Χούδαλη, Δ. (2016). Σε ετοιμότητα για το έκτακτο: συναρμολογούμενες μονάδες στέγασης. Ε.Μ.Π.- Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Καλογεράς, Ν., Ραυτόπουλος, Σ., Παπαϊωάννου, Ι., & Παπαλεξόπουλος, Δ. (1987). Σημειώσεις 93


Δ Ι Α Δ Ι Κ Τ ΥΑ Κ Ε Σ Π Η Γ Ε Σ

Canadian Architecture Collection. (2001). Habitat ’67. McGill University. Retrieved December 21, 2017, from http://cac.mcgill.ca/moshesafdie/habitat/ Carmiel, O. (2015, March). Manhattan Studios Set Rent Record as Tenants Go Small. Bloomberg. Retrieved from https://www.bloomberg.com/ news/articles/2015-03-12/manhattan-studiosset-rent-record-as-tenants-go-small Dameron, A. (2012). A Look Back at Habitat ’67 with Moshe Safdie. Dwell. Retrieved December 20, 2017, from https://www.dwell.com/article/alook-back-at-habitat-67-with-moshe-safdie4035f224

Cook, Archigram. ArchDaily. Retrieved December 17, 2017, from https://www.archdaily. com/399329/ad-classics-the-plug-in-city-petercook-archigram Meril, G. (2013). AD Classics: The Crystal Palace / Joseph Paxton. ArchDaily. Retrieved November 9, 2017, from https://www.archdaily.com/397949/ ad-classic-the-crystal-palace-joseph-paxton Meril, G. (2013). AD Classics: The Dymaxion House / Buckminster Fuller. ArchDaily. Retrieved November 8, 2017, from https://www. archdaily.com/401528/ad-classics-the-dymaxion-house-buckminster-fuller Modular Building Institute. (n.d.). What is Modular Construction? Retrieved January 15, 2018, from http://www.modular.org/HtmlPage. aspx?name=why_modular

Fairs, M. (2017). “Don’t design yet another shelter” for refugees, say experts. Dezeen. Retrieved January 8, 2018, from https://www.dezeen. com/2017/12/18/dont-design-shelter-refugeeskilian-kleinschmidt-rene-boer-good-designbad-world/#disqus_thread

Nelson, T. (2018). One Architect Wants to Solve Hong Kong’s Housing Crisis with Converted Water Pipes. Architectural Digest. Retrieved January 10, 2018, from https://www.architecturaldigest. com/story/opods-solve-hong-kongs-housingcrisis-with-converted-water-pipes

Geoghegan, T. (2013). Why do so many Americans live in mobile homes? BBC News. Retrieved January 3, 2018, from http://www.bbc.com/ news/magazine-24135022

Stott, R. (2015). Design Like You Give a Damn: The Legacy of Architecture for Humanity. ArchDaily. Retrieved January 18, 2018, from https:// www.archdaily.com/591052/design-like-yougive-a-damn-the-legacy-of-architecture-forhumanity

Hawthorne, C. (2014). Critique: Prefab Grows Up. ARCHITECT-Journal of the American Institute of Architects. Retrieved January 10, 2018, from http://www.architectmagazine.com/technology/critique-prefab-grows-up_o Meril, G. (2013). AD Classics: The Plug-In City / Peter 94

Stott, R. (2016). The Paradoxical Popularity of Jean Prouvé’s Demountable Houses. ArchDaily. Retrieved December 13, 2017, from https://www. archdaily.com/782589/the-paradoxical-popularity-of-jean-prouves-demountable-houses


Wallace, I. (2014). The History of the Found Object in Art. Artspace.com. Retrieved January 10, 2018, from https://www.artspace.com/magazine/ art_101/art_market/the-history-of-the-foundobject-in-art-52224 Werner Sobek Architects. (2016). Aktivhaus-Siedlung. Retrieved January 15, 2018, from https://www. wernersobek.de/projekte/material-de/holz/ aktivhaus-siedlung/ Open-source architecture. (2017). Wikipedia. Retrieved January 20, 2018, from https:// en.wikipedia.org/wiki/Open-source_architecture#cite_note-7 Wren structural system. (2017). WikiHouse Foundation. Retrieved January 20, 2018, from https:// wikihouse.cc/library/technologies/structure/ wren

95


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.