Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοί | Threshold: Experience, Adjustment, Restrictions

Page 1

騃 鄃 ꐃ ꤃ ꘃ 鬃 餃  锃 鰃 ꀃ 锃 餃 ꄃ 餃 鄃Ⰰ   锃 ꘃ 鄃 ꄃ 鰃 鼃 錃 霃Ⰰ   ꀃ 锃 ꄃ 餃 鼃 ꄃ 餃 ꌃ 鰃 鼃 餃



ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2018 - 2019

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΚΑΤΩΦΛΙ

Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοί ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΕΪΜΑΡΟΓΛΟΥ

Επιβλέπουσα Καθηγήτρια Άλκηστις Ρόδη

Πάτρα, 17 Οκτώβρη 2019


ABSTRACT

Modern society is characterized by constant changes of the environment, urban and natural, and by flows which impact human relationships. Many experts speak of a humanitarian crisis due to the inability of a person to adapt to the constantly changing conditions of his/her environment or, in other words, to the inability of the built environment to fulfill the real needs of humans. Within this framework, architecture - a science that refers the human element in an environment which is governed by antitheseis, inconsistencies and continuous resgeneration- is called to create the necessary conditions for different ways of living and residing that will transform the build environment into a more viable one for its users. Our research approach was focused on how architecture can handle the relationships between neighboring conditions. The concept of the threshold as a space capable of incorporating the antithesies, the transitions and the relationships between spaces, as an opportunity for socializing and rest, I believe that may contribute to the investigation of these spacial and social conditions. The aim of this research is to emerge the importance of the threshold as a space that leads to a more “humanitarian” architecture, therefore it may contribute in designing environments that respect the social and spacial needs of humans towards a «healthier» society. My research examines the evolution of the concept of the threshold as and intermediate space of the everyday life as it is approached by various architects and designers in both their theoretical research and practice. Through the comparative study of different threshold forms, and intermediate spaces in general, this research locates spatial features and concepts that may contribute to its function. I then proceed with their evaluation in order to better understand the threshold’s impact in the private-public space narrative.

1


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η σύγχρονη κοινωνία χαρακτηρίζεται από συνεχείς μεταβολές του περιβάλλοντος, αστικού και φυσικού, και από μία ρευστότητα, η οποία επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Πολλοί μιλούν για μια ανθρωπιστική κρίση, η οποία οφείλεται στην αδυναμία του ανθρώπου να προσαρμοστεί στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντός του, ή διαφορετικά στην αδυναμία του κτισμένου περιβάλλοντος να ικανοποιήσει τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου. Υπό αυτή την έννοια και στα πλαίσια της αρχιτεκτονικής, ως μιας επιστήμης η οποία αναφέρεται στον άνθρωπο, καλούμαστε μέσα σ’ ένα περιβάλλον αντιθέσεων, ασυνεχειών και διαρκών μετασχηματισμών, να δημιουργήσουμε συνθήκες διαφορετικών τρόπων κατοίκησης, οι οποίες θα κάνουν το κτηριακό περιβάλλον πιο βιώσιμο για τους χρήστες. Ο προβληματισμός επικεντρώθηκε γύρω από το πώς μπορεί η αρχιτεκτονική να διαχειριστεί τις σχέσεις μεταξύ γειτονικών καταστάσεων. Η έννοια του κατωφλιού, ως τόπου ικανού να διαχειριστεί τις αντιθέσεις, τις μεταβάσεις και τις σχέσεις μεταξύ των χώρων ως μια ευκαιρία κοινωνικοποίησης, αλλά και “παύσης” για τους ανθρώπους, πιστεύω ότι προσφέρεται στην διερεύνηση αυτών των χωρικών αλλά και κοινωνικών καταστάσεων. Αντικείμενο της παρούσας έρευνας είναι η ανάδειξη της σημασίας του κατωφλιού, ως πεδίου ικανού να οδηγήσει σε μια “ανθρωπιστική” αρχιτεκτονική, η οποία σχεδιάζει χώρους που σέβονται τις κοινωνικές και χωρικές ανάγκες του ανθρώπου και οδηγούν σε μια πιο “υγιή” κοινωνία. Η έρευνα εξετάζει την εξέλιξη της έννοια του κατωφλιού, ως ενδιάμεσου χώρου, όπως προσεγγίζεται από διάφορους διανοητές στις θεωρητικές τους μελέτες, στον πραγματικό ενδιάμεσο χώρο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής καθημερινότητας. Μέσα από την ανάλυση των διαφορετικών εκδοχών του κατωφλιού, και των ενδιάμεσων χώρων εν γένει, εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά του και οι χωρικές έννοιες που συνδέονται με αυτόν, και γίνεται μια εκτενής αξιολόγηση ως προς τη συμβολή του στη σχέση του ιδιωτικού και δημόσιου χώρου.

2


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή

7

Μέρος Α: Κατωφλικός χώρος

1

Κατωφλικός χώρος στην αρχιτεκτονική: ανθρωπιστική προσέγγιση και έννοιες

2

10

1.1 Κατώφλι 1.2 Ενδιάμεσος Χώρος 1.3 Όριο 1.4 Μετάβαση 1.5 Συνάντηση

Η θεωρία της Team 10: το κατώφλι και τα άκρα του

22

2.1 Team 10: εξανθρωπισμός του σχεδιασμού 2.1.1 Συνέδρια του C. I. A. M. 2.1.2 Το 10ο συνέδριο και το κατώφλι (ο ενδιάμεσος χώρος) 2.2 Δίδυμα φαινόμενα: Δημόσιο – Ιδιωτικό

Μέρος Β: Προσεγγίζοντας τον ενδιάμεσο χώρο

3

Διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας

36

3.1 Διακριτές διαβαθμίσεις προσπελασιμότητας 3.2 Διαφοροποίηση Περιοχών 3.3 Διαβαθμίσεις Ιδιωτικότητας

4 Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

4.1 Ταυτότητα της πόλης και η σημασία του κατωφλιού 4.2 Δρόμος

44


4.3 Στοές 4.4 Είσοδος – Πεζοδρόμιο – Εξωτερική Αυλή 4.5 Πόρτα

Μέρος Γ: Η περίπτωση της Αθηναϊκής πολυκατοικίας

5

Εξέλιξη σχέσης “δημόσιο - ιδιωτικό” στην αθηναϊκή πολυκατοικία με 64 βάση τους Γ.Ο.Κ.

5.1 Μεσοπόλεμος – Γ.Ο.Κ. 1929 5.1.α 1933, Πολυκατοικία Μιχαηλίδη, Θουκυδίδης Βαλεντής 5.1.β 1951, Πολυκατοικία Σεμιτέλους 5, Νίκος Βαλσαμάκης 5.2 Μεταπολεμική περίοδος – Γ.Ο.Κ. 1955 5.2.α 1959, Πολυκατοικία Ηρώδου Αττικού 17, Τάκης Ζενέτος και Γ.Ο.Κ. 1973 5.2.β 1975, Πολυκατοικία Εμμανουήλ Μπενάκη 118, Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκη 5.2.γ 1980, Πολυκατοικία στο Πολύδροσο Τάσος και Δημήτρης Μπίρης 5.3 Περίοδος από 1985 μέχρι 1999 - Γ.Ο.Κ. 1985 5.3.α 1985, Πολυκατοικία Αρχιμήδους και Δόμπολη, Γιώργος Θεοδοσόπουλος, Κατερίνα Θάνου 5.3.β 1986, Πολυκατοικία Δοξαπατρή 44, Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκη 5.4 Περίοδος από 2000 έως σήμερα - Γ.Ο.Κ. 2000 και Ν.Ο.Κ 2012 5.4.α 2009, Συγκρότημα κατοικιών στο Μεταξουργείο, Τάσος Μπίρης, Γεωργία Δασκαλάκη, Γιάννης Παπαδόπουλος

Συμπεράσματα

106

Βιβλιογραφία

110


6


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το κατώφλι ως έννοια παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στη σύγχρονη ζωή, καθώς έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης σε διάφορα επιστημονικά πεδία από τον 20ο αιώνα. Ο όρος έχει απεικονιστεί σε πολιτιστικές και κοινωνικές μελέτες ως μια κατάσταση οριακή, ενώ έχει απασχολήσει ως στοιχείο συνδεδεμένο με την έννοια του ενδιάμεσου, πολλούς συγγραφείς, ποιητές, φιλοσόφους, καλλιτέχνες. Η σύνδεση του κατωφλιού με την έννοια του ενδιάμεσου χώρου ξεκινά ήδη μέσα από τη σημασία των όρων:

Κατώφλ ι 1. Το κομμάτι, ξύλινο ή πέτρινο, που συνδέει τις δύο κάθετες πλευρές της πόρτας και βρίσκεται στο ίδιο ή σε λίγο ψηλότερο επίπεδο από το πάτωμα. 2. (μτφ.) το οριακό σημείο, εκεί όπου αρχίζει μια καινούρια φάση.

Ενδιάμεσο Που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους, διάμεσος.

Η μεταφορική χρήση της λέξης κατώφλι, υπονοεί δύο καταστάσεις: μία που τελειώνει και μία που ξεκινά. Υπό αυτή την έννοια το κατώφλι λειτουργεί ως το μέσον που τις γεφυρώνει, άρα ως ενδιάμεσος χώρος. Ο Σταύρος Σταυρίδης σημειώνει ότι «οι ενδιάμεσες καταστάσεις του χώρου, οι ενδιάμεσες επικράτειες είναι κατώφλια και αντίστροφα τα κατώφλια είναι ενδιάμεσοι χώροι που σημαδεύουν αλλαγές σε εκείνους που τα διαβαίνουν». Στην ανάλυση των δύο εννοιών, λοιπόν, παρατηρείται μια ρευστότητα και πολλές φορές μια ταύτιση. «Διασχίζοντας κανείς τους χώρους αυτούς, συναντά εμπόδια, στοιχεία που αναφέρουν το διαφορετικό που προσεγγίζεται, στοιχεία που έλκουν ή απωθούν, που οδηγούν ή συχνά παραπλανούν, που υμνούν αυτό που επίκειται και θρηνούν γι’ αυτό που μένει πίσω». 1 O κατωφλικός χώρος για την αρχιτεκτονική, διαμορφώνει ένα περιβάλλον του συσχετισμού και της επαφής. Πολλοί είναι οι αρχιτέκτονες που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τις έννοιες του κατωφλιού και του ενδιάμεσου χώρου, τόσο στη διεθνή αρχιτεκτονική, όσο και στην ελληνική, με σημαντικό παράδειγμα τους Δημήτρη και Σουζάνα Αντωνακάκη, αλλά και περισσότερο σύγχρονα παραδείγματα που θα αναλυθούν στη συνέχεια. Η Σουζάνα Αντωνακάκη θεωρεί ότι πέρα από το κτιριολογικό πρόγραμμα, στο οποίο διατυπώνονται οι ανάγκες του μελλοντικού έργου, η ποιητική πρόθεση αναδύεται από μη μετρήσιμα στοιχεία, όπως είναι η επιλογή των προτεραιοτήτων στη σύνθεση, η ερμηνεία των δεδομένων, το λεξιλόγιο της αφήγησης και της επεξεργασίας του χώρου, 1

Σταύρος Σταυρίδης: Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή Αθήνα, Ελληνικά γράμματα, 2002

7


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

κάνοντας αναφορά στο βιβλίο του Gaston Bachelard «Η ποιητική του χώρου». Στο έργο αυτό, όπως τονίζει, διαφαίνεται ότι το κατώφλι, το όριο, η κρίσιμη σχέση του μέσα και του έξω, αναλύονται με ακρίβεια και ευαισθησία από τον συγγραφέα, φωτίζοντας την ουσία της αρχιτεκτονικής. Μιλάει για το βίωμα του χώρου, ενός τόπου που κινείται στα όρια του πραγματικού και του φαντασιακού και που κρύβει πάντα μια γοητεία. Ο χώρος αυτός, λοιπόν, δίνει την ευκαιρία για ανάπτυξη διαφορετικών τρόπων και ρυθμών κατοίκησης μέσα στην αστική πραγματικότητα, ενώ η προβληματική γύρω από αυτόν είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους σύγχρονους αρχιτέκτονες που καλούνται να σχεδιάσουν σε ένα περιβάλλον γεμάτο αντιθέσεις, ασυνέχειες και χώρους υπό διαρκή μετασχηματισμό. Η έννοια του κατωφλιού και του ενδιάμεσου χώρου στην αρχιτεκτονική σκέψη, ενυπάρχει σε κάθε προσπάθεια σχεδιασμού. Κάθε μάζα ή αντικείμενο που προσαρτάται στην αστική επιφάνεια διαμορφώνει μαζί του έναν σύνδεσμο ανάμεσα σε αυτό και την πόλη, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός ενδιάμεσου χώρου. Παράλληλα κάθε μία από αυτές τις μάζες αποτελείται από χώρους με προσδιορισμένη ταυτότητα, οι οποίοι δημιουργούν συνδέσμους μεταξύ τους, εμφανίζοντας αντίστοιχα κάποιον ενδιάμεσο χώρο. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν χώρο, ή μια κατάσταση, η οποία εμφανίζεται ανεξαρτήτου κλίμακας, από την αστική μέχρι και την κλίμακα του αντικειμένου. Ο χώρος αυτός εμφανίζεται ως απαραίτητος παράγοντας διαμεσολάβησης αυτών που χωρίζει και μετατρέπεται έτσι σε έναν «υβριδικό τόπο που είναι σε θέση να καθορίσει τη σχέση μεταξύ ασύμπτωτων συστημάτων».2 Ο κατωφλικός χώρος αποτελεί τον χώρο του δυνητικού, που μπορεί να ταυτίζεται συνήθως με την έννοια μιας ενδιάμεσης στάσης, αλλά ποτέ με αυτή του τερματισμού. Λόγω της φύσης του ως «ορίου μεταξύ δύο ετεροτήτων»3, αναπτύσσει μια νέα διαλεκτική μεταξύ κενού και πλήρους. Αντικείμενο της διερεύνησης της εργασίας αποτελεί το κατώφλι και ο ενδιάμεσος χώρος εν γένει, ως ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής καθώς και ο ρόλος του στην εξέλιξη της σχέσης του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου στην πολυκατοικία της Αθήνας. Η μελέτη έχει ως στόχο να διερευνήσει τα χαρακτηριστικά που διέπουν το κατώφλι ως σχεδιαστική στρατηγική και τις ιδέες που συνδέονται με αυτό,

2 Κεφαλογιάννης Νεκτάριος, Παπαστεργίου Χρήστος, «Η έννοια του ενδιάμεσου (in – between)» Greek Architects, Δημοσιευμένο 7 Ιουνίου 2006, https://www.greekarchitects.gr 3 Κεφαλογιάννης Νεκτάριος, Παπαστεργίου Χρήστος, «Η έννοια του ενδιάμεσου (in – between)» Greek Architects, Δημοσιευμένο 7 Ιουνίου 2006, https://www.greekarchitects.gr

8


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο κορμός της εργασίας διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο πραγματεύεται έννοιες όπως το κατώφλι, ο ενδιάμεσος, ο ιδιωτικός και ο δημόσιος χώρος, όπως εκφράστηκαν από διανοητές. Ακόμη παρουσιάζει την αρχιτεκτονική της ομάδας Team 10, καθώς θεωρείται στη διεθνή βιβλιογραφία ως η ομάδα που εισήγαγε την έννοια του κατωφλιού, πρώτα στην αρχιτεκτονική θεωρία και στη συνέχεια στην αρχιτεκτονική πρακτική. Στο δεύτερο μέρος αναλύονται οι διαφορετικές περιοχές και διαβαθμίσεις που εντοπίζονται από τον δημόσιο στον ιδιωτικό χώρο και η σημασία τους για τη συνάντηση, τον διάλογο και την κοινωνική αλληλεπίδραση. Επιπλέον, γίνεται ειδική αναφορά σε χώρους που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς τη σχέση του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου και λειτουργούν (ή όχι) σαν ενδιάμεσοι χώροι, κατώφλια. Τέλος, στο τρίτο μέρος, γίνεται αναφορά στην εξέλιξη αυτών των χωρικών σχέσεων στην αστική αθηναϊκή πολυκατοικία με βάση τα νομοθετικά πλαίσια που ίσχυσαν από τον μεσοπόλεμο μέχρι και σήμερα. Η έρευνα συμπληρώνεται με την ανάλυση αρχιτεκτονικών παραδειγμάτων που σχεδιάστηκαν την αντίστοιχη περίοδο και με μια προσπάθεια να περιγραφούν εκφάνσεις και εφαρμογές των εννοιών, που αναλύσαμε παραπάνω.

9


ΜΕΡΟΣ Α Κατωφλικός Χώρος

1

Κατωφλικός χώρος στην αρχιτεκτονική: Ανθρωπιστική προσέγγιση και έννοιες


Κατωφλικός χώρος στην αρχιτεκτονική: Ανθρωπιστική και έννοιες

1.1 Κατώφλι

Το κατώφλι βρίσκεται στο ενδιάμεσο του μέσα και του έξω, του οικείου και του ξένου, του οριοθετημένου και του απέραντου. Πρόκειται για μια ζώνη μετάβασης που σηματοδοτεί το πέρασμα μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού, «την αρχή της κατοικίας». Είναι εκεί όπου κάποιος διασχίζει το όριο για μια «ξεκάθαρη κατοίκηση», εκεί όπου «η κατοίκηση ξεκινά την παρουσία της».4 Η λέξη κατώφλι ετυμολογικά προέρχεται από τις λέξεις κάτω + φλιά, όπου φλιά είναι οι κάθετες δοκοί αριστερά και δεξιά της πόρτας. Στα αγγλικά η λέξη κατώφλι μεταφράζεται ως threshold με πρώτο συνθετικό τη λέξη thresh. Η λέξη thresh χρησιμοποιούταν στην παλιά αγγλική γλώσσα και περιγράφει τη διαδικασία όπου ποδοπατούσαν το σιτάρι για να διαχωρίσουν τον καρπό από το στάχυ. Σε μια τέτοια διαδικασία διαχωρισμού του εσωτερικού από το εξωτερικό, του ιδιωτικού από το δημόσιο αναφέρεται και η λέξη threshold, όταν δηλαδή “ποδοπατάμε” το κατώφλι. «Η έννοια του κατωφλιού θα πρέπει να διαχωρίζεται προσεκτικά από την έννοια του ορίου (border). Το κατώφλι είναι μία περιοχή, ένας τόπος όπου κάτι μπορεί να υπάρξει, να εγκατασταθεί, να καθιερωθεί. Μετασχηματισμός, διέλευση, κυματική ενέργεια ενυπάρχουν στη λέξη κατώφλι και η ετυμολογία οφείλει να μην παραβλέπει αυτές τις έννοιες. Από την άλλη, είναι απαραίτητο να θυμόμαστε το άμεσα τεκτονικό και τελετουργικό περιεχόμενο που οδήγησε τη λέξη στην τωρινή σημασία της».5 Είτε πρόκειται για ένα απλό βήμα είτε για έναν μεγάλο δομημένο χώρο (ή σειρά χώρων), το κατώφλι είναι ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο με κοινωνική σημασία. Από τους πρώτους ανθρώπινους οικισμούς μέχρι σήμερα, τρόποι συμπεριφοράς και καθημερινές κινήσεις έχουν συσχετιστεί με τη διέλευση του κατωφλιού· βγάζω παπούτσια, αφήνω το καπέλο, με υποδέχεται ο οικοδεσπότης και ανταλλάσσω χαιρετισμούς. «Αποτελεί το κλειδί στη μετάβαση και σύνδεση μεταξύ περιοχών με διαφοροποιημένες διεκδικήσεις και ως τόπος από μόνος του συνιστά κατά βάση τη χωρική συνθήκη για συνάντηση και διάλογο μεταξύ περιοχών διαφορετικού τύπου».6 Κατά συνέπεια, αποτελεί απόδοση της έννοιας της φιλοξενίας σε αρχιτεκτονικούς όρους. «Το κατώφλι, ως μέρος του κτηρίου, είναι τόσο σημαντικό για την κοινωνική επαφή, όσο οι χοντροί τοίχοι για την ιδιωτικότητα».7 Οι συνθήκες που εξασφαλίζουν την ιδιωτικότητα, όσο και αυτές που συμβάλλουν στη διατήρηση της κοινωνικής επαφής είναι εξίσου απαραίτητες. Η φυσική μορφή του κατωφλιού ως χώρος εισόδου ποικίλλει σημαντικά ανάλογα το πολιτιστικό περιβάλλον και είναι συχνά ταυτισμένο 4 Martin Heidegger, “The Door, the Threshold, the Between” From word to word, Δημοσιευμένο 12 Αυγούστου 2009, https://jeremylukehill.wordpress.com/2009/08/12/the-door-the-threshold-the-between/ 5  Benjiamin Walter, The arcades project, Cambridge, Mass, Harvard University Press, 2002 6  Herman Hertzberger, Lessons for Students of Architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 1991 7 Herman Hertzberger, Lessons for Students of Architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 1991

11


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

με την κουλτούρα. «Όσο μεγαλύτερη είναι η επιθυμία για φυσικό ή ψυχολογικό διαχωρισμό του μέσα και του έξω, τόσο πιο περίπλοκη και παρατεταμένη γίνεται η μετάβαση στο κατώφλι».8 «Το κατώφλι θα ήταν ένας χρόνος που αντιστοιχεί σε παύση, φορτισμένη με νοήματα, όπου συμπυκνώνεται η έκφραση της αρχιτεκτονικής χειρονομίας».9 Με τα κατώφλια αρθρώνεται ο χώρος και πραγματοποιείται η μετάβαση. Το νόημα της χωρικής και της χρονικής διαδοχής εγγράφεται στα κατώφλια. Η φαινομενολογία της ποιητικής φαντασίας, όπως γράφει ο Bachelard, επιτρέπει «την εξερεύνηση της ενδιάμεσης ζώνης ανάμεσα στο έξω και στο μέσα, στο ανοιχτό και στο κλειστό, ανάμεσα στον κόσμο του “ίδιου” και του “άλλου”».10

1.2 Ενδιάμεσος χώρος

«Το ενδιάμεσο είναι αυτό που ενθαρρύνει και επιτρέπει τη μετάβαση του άλλου από το να είναι ο «άλλος» κάποιου με μια δική του ύπαρξη, σε μια ανασύσταση μιας άλλης σχέσης μεταξύ τους με διαφορετικούς όρους».11

Η Elizabeth Grosz παρουσιάζει μια εκδοχή της πραγματικότητας που βασίζεται σε δυϊσμούς. Πρόκειται για την κατανόση της πραγματικότητας μέσα από ζεύγη εννοιών. Όλα έχουν νόημα επειδή υπάρχει το αντίθετό τους, φως – σκοτάδι , φύση – πολιτισμός. Στη συγκρότηση των σημασιών γενικά και ειδικότερα στην αρχιτεκτονική, μπορούμε να αναφερθούμε σε δυϊσμούς, όπως μορφή – περιεχόμενο, οικείο – ανοίκειο, όμοιο – έτερο. Σε όλους αυτούς τους δυϊσμούς το κάθε μέλος του ζεύγους προσδιορίζεται με βάση τους όρους του άλλου. Η Δυτική σκέψη, ωστόσο, προχωρώντας στον 20ο αιώνα, αλλάζει τον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας. Αν και η έρευνα των ζευγών δεν σταματά, αλλάζουν ευδιάκριτα τα συστατικά στοιχεία. Ο ορισμός των μερών σε βάθος, παύει να έχει ιδιαίτερη σημασία, ενώ πλέον ενδιαφέρουν οι σχέσεις που δημιουργούν μεταξύ τους και συνθέτουν την ολότητα. Οι σχέσεις αυτές και οι αλληλεπιδράσεις εισάγουν την έννοια του ενδιάμεσου χώρου, ως πεδίου δράσης τους. Η Grosz υποστηρίζει, λοιπόν, ότι για τη φιλοσοφία, αυτός ο ενδιάμεσος χώρος προσφέρει το

8 9 10 11

Tom Porter, Archispeak, London, Spoon Press, 2004  Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010 Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, Γαλλία, Presses Universitaires de France, 1958 Elizabeth Grosz, Architecture from the outside, Massachusetts, The MIT Press, 2001

12


Κατωφλικός χώρος στην αρχιτεκτονική: Ανθρωπιστική και έννοιες

|Εικόνα 1| Δυϊσμοί

13


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

έδαφος για την αμφισβήτηση των δυαδικοτήτων και του δυϊσμού. Θεωρεί ότι το ενδιάμεσο υπάρχει ως ιδέα και σκέψη εδώ και ένα μικρό χρονικό διάστημα, ενώ μόνο τον τελευταίο αιώνα έχει αναγνωριστεί ως ένας ουσιαστικής σημασίας χώρος ανάμεσα σε αντιθετικές έννοιες, κατοικήσιμος από τον άνθρωπο. Προσπαθώντας να αποκαλύψει την έννοια του ενδιάμεσου χώρου, του τόπου που βρίσκεται σε σχέση με άλλους τόπους, που αντανακλά θέσεις και σχέσεις, ανατρέχει στον Τίμαιο του Πλάτωνα και στην «Χώρα», η οποία τίθεται σαν προϋπόθεση για την υλική υπόσταση. Για τον Πλάτωνα η «Χώρα» είναι κάτι, το οποίο μη έχοντας κάποια υπόσταση ή ταυτότητα από μόνο του, βρίσκεται ανάμεσα στο ιδεαλιστικό και το υλικό. «Είναι το έδαφος που κάνει κάτι να υπάρχει, χωρίς το ίδιο να ανήκει στην ύλη που ανατρέφει την ιδέα σε υλική μορφή, χωρίς να ανήκει στο χώρου του ιδεατού».12 «Η θέση του ενδιάμεσου στερείται κάποια θεμελιώδη ταυτότητα, στερείται μια μορφή, μια δεδομενικότητα, μια φύση. Ωστόσο, είναι αυτή που διευκολύνει, επιτρέπει την ύπαρξη, όλων των ταυτοτήτων, όλης την ύλης, όλης της ουσίας. Είναι η ίδια μία παράξενη ύπαρξη, η οποία με κάποιο τρόπο, είναι για τον Πλάτωνα η προϋπόθεση κάθε ύπαρξης και η μεσολάβηση του «Είναι». Αντίστοιχα τόπος του ενδιάμεσου, είναι ένας χώρος χωρίς δικά του όρια, που λαμβάνει την υπόστασή του, τη μορφή του, από το εξωτερικό, το οποίο δεν είναι δικό του εξωτερικό. Επιπλέον ο χώρος του ενδιάμεσου, είναι ο τόπος για κοινωνικούς, πολιτιστικούς και φυσικούς μετασχηματισμούς: είναι ο μόνος χώρος – ο χώρος γύρω ή ανάμεσα από ταυτότητες – όπου το γίγνεσθαι, το άνοιγμα στο μελλοντικό, υπερτερεί της συντηρητικής ώθησης για να επανακτηθεί η συνοχή και η ενότητα».13

1.3 Όριο Η εμβάθυνση της έννοιας του ορίου έχει απασχολήσει φιλοσόφους, επιστήμονες, ποιητές, καλλιτέχνες όλων των εποχών. «Το όριο συνδέεται άμεσα με την φαινομενολογία και έχει εξ επαφής σχέση με τη θεωρία και την πράξη της αρχιτεκτονικής».14 Από τη διαχείριση των οριακών επιφανειών και των κτηριακών όγκων εξαρτώνται οι αναλογίες, η διευθέτηση της κίνησης και της στάσης, οι επαναλήψεις, οι ρήξεις, οι συνέχειες και οι ασυνέχειες. Η ποιητική του χώρου εξαρτάται άμεσα από την επεξεργασία των ορίων. «Το όριο συνδέεται άμεσα με την οριοθέτηση του κενού, πρωταρχική συνθετική απαίτηση κάθε έργο παραπέμπει στον συγκερασμό του δημόσιου και του ιδιωτικού με τις διαβαθμίσεις, τις ενδιάμεσες 12 Elizabeth Grosz, Architecture from the outside, Massachusetts, The MIT Press, 2001 13 Elizabeth Grosz, Architecture from the outside, Massachusetts, The MIT Press, 2001 14 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010

14


Κατωφλικός χώρος στην αρχιτεκτονική: Ανθρωπιστική και έννοιες

περιοχές, τα κατώφλια, τα διαδοχικά όρια με τα οποία πραγματοποιείται η μετάβαση. Συγγενική στην ελληνική γλώσσα με τη λέξη όριο, είναι η λέξη πέρας. Ο Heidegger στο «Κτίζειν Κατοικείν και Σκέπτεσθαι» σχολιάζει πως το πέρας, το όριο δεν είναι εκεί όπου κάτι τελειώνει, αλλά εκεί που κάτι αρχίζει να υπάρχει. Αυτό το σχόλιο παραπέμπει στη διαχείριση του ορίου και στην διατύπωση της κοινής καταγωγής των λέξεων ορισμός και όριο. Όπως και ο ορισμός αναφέρεται με ακρίβεια και συντομία στο νόημα μιας λέξης, έτσι και το όριο συμπυκνώνει το νόημα και την ουσία κάθε κτίσματος. Το όριο – πέρας προκύπτει από το ρήμα περάω, που είναι γνωστό από την ομηρική εποχή και το οποίο δηλώνει την πράξη της μετάβασης, της διάβασης, της διάσχισης και της διάτρησης των ορίων. Η επεξεργασία του ορίου, εσωτερικού ή εξωτερικού, δημιουργεί τις προϋποθέσεις στην συνθετική διαδικασία για ενδιάμεσες ζώνες μετάβασης από τη μία περιοχή στην άλλη. Η επεξεργασία του ορίου είναι ακριβώς ο σκοπός της αρχιτεκτονικής. Ο Δημήτρης Πικιώνης στην διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη, απασχολείται ιδιαίτερα με την οριακή σχέση ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον και το κτιστό τοπίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση τις πλακόστρωτες διαδρομές. Οι λίθινες επιφάνειες τοποθετούνται έτσι, ώστε να κατευθύνουν το βλέμμα προς το μακρινό ορίζοντα, και με αυτό τον τρόπο χρησιμοποιούνται όπως τα αποσιωπητικά στο λόγο. Η στίξη στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, κατά αντιστοιχία με το λόγο και τη γραφή, επιτυγχάνεται και πάλι μέσω της διαχείρισης των ορίων.

|Εικόνα 2| Δημήτρης Πικιώνης, Διαμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη

15


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Ο Παναγιώτης Μιχελής θεωρεί ότι το κύριο χαρακτηριστικό του ατέρμονα χώρου της βυζαντινής αρχιτεκτονικής είναι η επεξεργασία του ορίου. Στο βιβλίο του «Η αρχιτεκτονική ως τέχνη», σχολιάζει τη σχέση που έχει τον Πάνθεον της Ρώμης με τον Άγιο Βιτάλιο της Ραβένας. Αναφέρει τα χαρακτηριστικά του ατέρμονα χώρου της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, που οδηγεί το μάτι από επίπεδο σε επίπεδο στον Άγιο Βιτάλιο ως το αόρατο βάθος. Αυτές είναι οι ζώνες μετάβασης και η επεξεργασία των διαδοχικών ορίων στο εσωτερικό και στο περίβλημα του κτιρίου. Αυτά τα διαφορετικά κατώφλια, γράφει ο Μιχελής, μέσα από αλλεπάλληλες διατρήσεις επιτρέπουν στο μάτι να διεισδύσει μέχρι το άπειρο.

|Εικόνα 4| Άγιος Βιτάλιος Ραβένας

|Εικόνα 3| Πάνθεον της Ρώμης

16


Κατωφλικός χώρος στην αρχιτεκτονική: Ανθρωπιστική και έννοιες

1.4 Μετάβαση

Μελετώντας ένα τεράστιο δείγμα από διαφορετικές τελετουργίες, όπως ο γάμος, η ταφή, η υιοθεσία, η μύηση, η υποδοχή των ξένων ή η έναρξη μιας εκστρατείας, ο Van Gennep κατάφερε να διακρίνει τον κοινό στόχο που κινεί την τελετουργική παρέμβαση: «πρόκειται για την προσπάθεια αυτά τα φαινόμενα να ελεγχθούν ως κρίσιμες συνθήκες ατομικής ή ομαδικής μετάβασης από μια κοινωνική συνθήκη ύπαρξης σε μια άλλη». Επισημαίνει πως το κρίσιμο σημείο είναι ακριβώς το σημείο που συντελείται το πέρασμα από τη μια συνθήκη στη νέα. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κατώφλι ανάμεσα στις δύο επικράτειες, «έναν τόπο (κυριολεκτικό ή μεταφορικό) μετάβασης, έναν ενδιάμεσο χώρο. Η μετάβαση αυτή δεν πραγματοποιείται σε διαστάσεις ορίου, αλλά επιπέδου». Παρατηρώντας τον τρόπο που μια κοινωνία διαχειρίζεται τις μεταβάσεις, κατανοεί την «σημασία των κατωφλιών στην σχέση της με την ετερότητα, είτε αυτή είναι προβλέψιμη είτε απρόβλεπτη, είτε είναι επιθυμητή και αναγκαία για τη διατήρηση της κοινωνίας, είτε την απειλεί και την μετασχηματίζει». «Όποιος περνά από τη μία περιοχή στην άλλη, βρίσκεται σε μια ειδική κατάσταση, από φυσική και μαγικοθρησκευτική άποψη, και για κάποιο διάστημα χρόνου: μετεωρίζεται ανάμεσα σε δύο κόσμους». Αυτή είναι η κοινωνική εμπειρία της διάβασης ως μετάβασης. Και κατά συνέπεια, η χωρική περιγραφή του κατωφλιού. Η ύπαρξη αυτού του ενδιάμεσου τόπου, αυτής της «ουδέτερης ζώνης ανάμεσα σε δύο κόσμους ανάγεται σε αναγκαία συνθήκη για την διαμόρφωση της σχέσης των κόσμων αυτών». Για να γίνει πιο εύκολα κατανοητή η αναλογία των διαβατήριων τελετουργιών με την αρχιτεκτονική, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί την είσοδο στην Ακρόπολη μέσω των Προπυλαίων, όπου πραγματοποιείται μια μετάβαση ανάμεσα στην πόλη και τον ιερό χώρο. Ο ενδιάμεσος χώρος, ο οποίος δεν είναι απλά ένα όριο, πετυχαίνει την εν λόγω μετάβαση, καθώς ο επισκέπτης κινείται ανάμεσα σε μια σειρά από κατώφλια, ή ζώνες ώστε να ανέβει στον ιερό χώρο. Τα Προπύλαια αποτελούνται από τρία κλίτη: την κυρίως Στοά και τις δύο πτέρυγες.

ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

ΜΕΤΑΒΑΣΗ

|Εικόνα 5| Προπύλαια της Ακρόπολης

17


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Οι δύο πτέρυγες του κτηρίου εκτείνονται προς τα έξω, σαν να θέλουν να τραβήξουν τον επισκέπτη και να δημιουργήσουν μια ζώνη διαχωρισμού από τον «βέβηλο» κόσμο. Η είσοδος στον Πρόπυλο πραγματοποιείται στη Στοά. Η Στοά χωρίζεται με δύο σειρές από κίονες, σχηματίζοντας τρεις πύλες, από τις οποίες η μεσαία δεν έχει σκαλοπάτια, διότι από εκεί περνά, όταν χρειάζεται, η εκατόμβη. Κατά την ανάβασή του ανάμεσα στη δωρική κιονοστοιχία, ο επισκέπτης έχει εισέλθει σε μια ζώνη μετάβασης, στην οποία δεν είναι ακόμη μέρος του ιερού περίβολου του ναού, αλλά ταυτόχρονα έχει αποκοπεί από τον βέβηλο κόσμο. Εδώ, βρίσκεται η φάση της μετάβασης. Tέλος, ο επισκέπτης διέρχεται από μία πόρτα, που δημιουργεί ένα κατώφλι, με την έννοια που είδαμε ως τώρα. Κατά τη διέλευσή του, έχει εισέλθει σε μια ζώνη ενσωμάτωσης στον ιερό χώρο. Η παραμονή του στο τρίτο αυτό στάδιο, διαρκεί για λίγα βήματα, πριν βρεθεί σε έναν άλλο κόσμο. Ένα ακόμα στοιχείο που χρησιμοποιείται, για να συνειδητοποιήσει ο επισκέπτης ακόμα περισσότερο τη μετάβαση, είναι η αλλαγή επιπέδου ανάμεσα στις ζώνες διαχωρισμού – μετάβασης και μετάβασης – ενσωμάτωσης. Η αλλαγή αυτή, την οποία συνειδητοποιεί ο επισκέπτης τόσο με το σώμα του (οι κλίμακες στο επίπεδο του ποδιού του), όσο και με το βλέμμα του (το κλιμακωτό αέτωμα του κτηρίου), εκμεταλλεύεται την φυσική κλίση που υπάρχει στην τοπογραφία. Με τον τρόπο αυτό, η στρωματοποίηση των Προπυλαίων απεικονίζει κάθε ένα από τα τρία στάδια μιας διαβατήριας τελετουργίας: «διαχωρισμός – μετάβαση – ενσωμάτωση», όπως αναγνωρίζονται από τον Van Gennep. «Από τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε έναν χώρο μπορούμε να προχωρήσουμε σε αυτόν επειδή βλέπουμε τα όρια του. Αν δεν τα βλέπαμε, αν ήταν σκοτάδι, δεν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε, θα ψηλαφούσαμε τα όριά του με το χέρι για να τον “συλλάβουμε”. Αν ανάψουμε όμως ξαφνικά το φως, ο χώρος γίνεται δικός μας. Είμαστε εκεί που μπήκαμε, στο κατώφλι, αλλά είμαστε ταυτόχρονα σε όλα τα σημεία του χώρου που βλέπουμε». Αυτή η παρατήρηση του Heidegger είναι πολύ σημαντική αν τη συσχετίσει κανείς με την σημασία που έχει το άνοιγμα μιας πόρτας καθώς αποκαλύπτεται διαδοχικά ο χώρος που κρύβει πίσω της. Όταν μεταβαίνεις για παράδειγμα από ένα δημόσιο χώρο σε έναν ιδιωτικό, «αντιλαμβάνεσαι στο κατώφλι, τη διακριτική αίσθηση της μεταβολής του χαρακτήρα του χώρου από δημόσιο σε ιδιωτικό, ως να γυρίσει η πόρτα και να δεις ολόκληρο τον χώρο που κρύβει πίσω της».15

15 Χαρά Χαρατσάρη, «Συνέντευξη στον Δημήτρη Αντωνακάκη» grad.review, architects & designers in Greece, Μάρτιος 2008, http:// www.gradreview.gr/2017/06/in00518.html

18


Κατωφλικός χώρος στην αρχιτεκτονική: Ανθρωπιστική και έννοιες

1.5 Συνάντηση «Όλη η πραγματική ζωή είναι συνάντηση»16 Ο Martin Buber, διαμορφώνει μια προσέγγιση του ενδιάμεσου χώρου, η οποία διαφέρει λίγο από αυτές που είδαμε ως τώρα. Δεν μελετά καθαρά φιλοσοφικά, αλλά επικεντρώνεται στην ανθρωπολογική διάστασή της. Το “das Zwischen”(= το ενδιάμεσο), ή “das Zwischenmenschliche (= το διαπροσωπικό, αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στους ανθρώπους), του Buber συνδέεται στενά με την ιδέα του διαλόγου ως βασικού παράγοντα για καλή ζωή και ως «απαραίτητα προϋπόθεση για τη δημιουργία κοινότητας».17 Όπως παρατηρούν οι Laine Lefaivre και Alexander Tzonis, ο Buber ανέπτυξε μια νέα ιδέα για την κοινότητα, απομακρύνοντάς την από τον παραδοσιακό ορισμό της, εξισώνοντάς τη με την έννοια της αλληλεπίδρασης και του διαλόγου, η οποία συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη της, βασιζόμενη όχι στην ομοιογένεια των μελών, αλλά στην αποδοχή της αντίθεσης και της συμπληρωματικότητας του καθενός. Στο βιβλίο του “Ich und Du” (Εγώ και Εσύ, 1923), αναπτύσσει αυτές τις ιδέες του για τον «διάλογο» και τη σφαίρα του «ενδιάμεσου». Περιγράφει δύο τρόπους με τους οποίους μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει τον κόσμο στον οποίο ζει. Ο πρώτος από αυτούς, τον οποίο αποκαλεί “εμπειρία”, η λειτουργία του “I – it” (Εγώ – Αυτό), είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά ο σύγχρονος άνθρωπος. Στην εμπειρία ο άνθρωπος συλλέγει δεδομένα, τα αναλύει και τα κατατάσσει. Είναι αντιμέτωπος, δηλαδή, με αντικείμενα, κάτι που υπονοεί ότι το υποκείμενο σχετίζεται με τον άλλο μέσω χειρισμών που έχουν ως απώτερο σκοπό τον έλεγχο, την κυριαρχία. Ο Buber θεωρεί πως σύμφωνα με την εμπειρία, βλέπουμε το αντικείμενό μας ως μια συλλογή από ποιότητες και ποσότητες, ως ένα συγκεκριμένο σημείο στο χώρο και το χρόνο. Το βιωματικό I (Εγώ) είναι ένας αντικειμενικός παρατηρητής, παρά ένας ενεργός συμμετέχων σε αυτήν την κατάσταση εμπλοκής του με τον κόσμο.

16 Martin Buber, I and Thou, Mansfield Centre, Martino Publishing, 2010 17 Martin Buber, I and Thou, Mansfield Centre, Martino Publishing, 2010

19


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

|Διάγραμμα 2| Συνάντηση |Εικόνα 6| Συνάντηση

20


Κατωφλικός χώρος στην αρχιτεκτονική: Ανθρωπιστική και έννοιες

«Η εμπειρία λαμβάνει χώρα ολοκληρωτικά μέσα στο I (Εγώ), το οποίο όλα τα παρατηρεί και τα αναλύει μέσα στο μυαλό του, ενώ δεν αναζητά απάντηση από το αντικείμενό του». Ο δεύτερος τρόπος προσέγγισης του κόσμου, είναι εκείνος που οδηγεί τον άνθρωπο στο να είναι πραγματικά άνθρωπος. Σε αυτή τη λειτουργία, την οποία ο Buber αποκαλεί “συνάντηση”, η λειτουργία του “I – Thou” (Εγώ – Εσύ), επιδιώκεται μια σχέση με το αντικείμενο συνάντησης, υπάρχει μια κοινή συμμετοχή σε κάτι με το αντικείμενο αυτό, «και το I (Εγώ) και το Thou (Εσύ) μετασχηματίζονται από τη μεταξύ τους σχέση σε μια στιγμή αμοιβαιότητας».18 Το πιο σημαντικό κομμάτι της συνάντησης είναι ότι απαιτεί το Εγώ και το Εσύ να είναι ενεργοί συμμετέχοντες παρά αντικειμενικοί παρατηρητές. Γι’ αυτό ονομάζει αυτή τη σχέση και διαλογική, καθώς όπως ένας διάλογος ή μια συζήτηση, η συνάντηση λαμβάνει χώρα μεταξύ δύο συμμετεχόντων, όπως το I (Εγώ) απευθύνεται σε ένα Thou (Εσύ) περιμένοντας απόκριση. Σύμφωνα με τον Georges Teyssot, η σκέψη του Buber βασίζεται στην αληθινή επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, εξού και η έμφαση στον διάλογο, τον οποίο αποκαλεί «Διπλή ομιλία» (Zwiesprache) του να δίνεις και να παίρνεις. Ο Buber, λοιπόν, κοιτάζει την κοινωνία και σημειώνει πως λειτουργεί βασιζόμενη στο I – It. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει καταλήξει να αισθάνεται αποξενωμένος, ουσιαστικά επειδή η σύγχρονη κοινωνία αποτελείται αποκλειστικά από έναν κόσμο I – it, καθώς τα άτομα αντιμετωπίζονται μεταξύ τους ως αντικείμενα. Από την άλλη, η συνάντηση, το I – Thou, είναι η παραμελημένη λειτουργία των ανθρώπων. «Η έλλειψη συνάντησης στη σύγχρονη κοινωνία έχει οδηγήσει σε πολλές κοινωνικές και ψυχολογικές ασθένειες. Μόνο στον κόσμο του I – Thou οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους με όλη τους την οντότητα και μόνο εδώ είναι δυνατό να υπάρξει αληθινός διάλογος και σχέση μεταξύ των ανθρώπων». Για τον φιλόσοφο, επομένως, το ενδιάμεσο, το «Μεταξύ (In – Between)» είναι ο τόπος στον οποίο μπορεί να υπάρξει ο αληθινός διάλογος και η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Χωρίς και τους δύο μαζί, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει διάλογος και συνάντηση, αλλά και χωρίς τον ενδιάμεσο χώρο επίσης. Ο ενδιάμεσος χώρος, στον οποίο αναφέρεται, είναι ένας πραγματικός τόπος που φέρει ανθρώπινα συμβάντα και όχι μια νοητή βοηθητική κατασκευή. Καλεί, λοιπόν, τους αρχιτέκτονες, να χτίζουν για την ανθρώπινη επαφή, να δημιουργούν ένα περιβάλλον που προσκαλεί και προκαλεί τη συνάντηση, διότι μόνο έτσι η κοινωνία μπορεί να γίνει πιο ανθρώπινη και η ζωή να αποκτήσει περισσότερο νόημα. 18 Martin Buber, I and Thou, Mansfield Centre, Martino Publishing, 2010

21


2

Η θεωρία της Team 10: Το κατώφλι και τα άκρα του


Η θεωρία της Team 10: Το κατώφλι και τα άκρα του

2.1 Team 10: Εξανθρωπισμός του σχεδιασμού Με γνώμονα τις φιλοσοφικές αναλύσεις που προηγήθηκαν, παρουσιάζει ενδιαφέρον η μελέτη σχετικά με το πώς εμφανίζεται η έννοια του κατωφλιού στην αρχιτεκτονική θεωρία. Η εποχή στην οποία μεταφερόμαστε είναι μια εποχή κατά την οποία συμβαίνει μια βαθιά πολιτιστική αλλαγή, η οποία αγγίζει, όπως είναι αναμενόμενο, την αρχιτεκτονική. Πρόκειται για το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, αμέσως μετά, δηλαδή, τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, ανοίγει μια θεματική γύρω από τον «εξανθρωπισμό» του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ενός σχεδιασμού που θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο των διαδικασιών, κάτι που η μοντέρνα αρχιτεκτονική έχει θέσει σε δεύτερη μοίρα.

2.1.1 Συνέδρια του CIAM

Από την ίδρυσή του, το 1928, το CIAM είχε προγραμματιστεί ως μια ομάδα υποστήριξης και έκφρασης του Μοντέρνου κινήματος. Καθ’ όλη την ύπαρξη του CIAM, συνεχώς μεταβαλλόταν η σύνθεσή του, οι προτεραιότητες του και η επιλογή της κατεύθυνσής του. Στα πέντε συνέδρια που διοργανώθηκαν πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετατράπηκε από μια οργάνωση που ενθάρρυνε μια πληθώρα απόψεων για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική, σε μία «σύνθεση αφιερωμένη αποκλειστικά στην προώθηση των ιδεαλιστικών και αυταρχικών ιδεών του Le Corbusier για τον αστικό σχεδιασμό».19 Από το CIAM VI, όμως, που πραγματοποιήθηκε το 1947 στο Bridgewater της Αγγλίας, τα μέλη παρουσίασαν μια αλλαγή στάσης, που οφειλόταν στις σημαντικές μεταβολές στην κοινωνική και οικονομική δομή, που πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία που μεσολάβησε από την τελευταία συνεδρίαση στο Παρίσι. Η «λειτουργική πόλη» (θέμα του CIAM IV το 1933, από το οποίο προέκυψε η Χάρτα των Αθηνών) του CIAM, σύμφωνα με την Annie Pedret, είχε αρχίσει να δέχεται «κριτική ήδη από συνέδρια προπολεμικά, η οποία, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στις θεωρητικές βάσεις κατά τη διάρκεια του πολέμου, οδήγησε στην ανάγκη επανεξέτασης των στόχων και την αλλαγή κατεύθυνσης αν ήθελε να διατηρήσει τη σημασία του σε αυτό το νέο πλαίσιο». Έτσι, όπως επισημαίνει ο Sigfried Giedion, επιχειρήθηκε από το συνέδριο ένας «εξανθρωπισμός» της αρχιτεκτονικής, με το να ξεπεραστεί η «αφηρημένη στειρότητα της “λειτουργικής πόλης”», βεβαιώνοντας ότι «σκοπός των CIAM είναι να εργαστούν για τη δημιουργία ενός φυσικού περιβάλλοντος που θα ικανοποιεί τις συναισθηματικές και υλικές ανάγκες του ανθρώπου». Η παλιά “φρουρά” των CIAM (Le Corbusier, Van Eestern, Jose Luis Sert, Ernesto Rogers, Alfred Roth, Kunio Mekawa και Walter Gropius), ωστόσο, δεν έδειχνε ικανή να εκτιμήσει ρεαλιστικά την πολυπλοκότητα των προβλημάτων της μεταπολεμικής πόλης, κάτι που 19 Annie Pedret, CIAM and the emergence of Team 10 thinking, Massachusetts, Massachusetts Institute of Technology, 2001

23


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

απογοήτευσε και ανησύχησε τα καινούρια μέλη της νέας γενιάς (Alison και Peter Smithson, Aldo Van Eyck, Jacob Bakema, Γιώργος Κανδύλης, Shadrach Woods, οι οποίοι αργότερα θα αποτελέσουν και το βασικό κορμό του Team 10, καθώς και John Voelcker, William Howell και Jill Howll). Τo αποφασιστικό σχίσμα ήρθε, όπως αναφέρει ο Kenneth Frampton, με το CIAM IX που έγινε στην Aix – en – Provence το 1953, με θέμα τη “Χάρτα της Κατοικίας”, όταν η γενιά αυτή, με επικεφαλής τους Alison και Peter Smithson και Aldo van Eyck, αμφισβήτησε τις τέσσερις φονξιοναλιστικές κατηγορίες της Χάρτας των Αθηνών: Κατοικία, Εργασία, Αναψυχή και Μεταφορές. Αντί να προτείνουν μια εναλλακτική ομάδα αφηρημένων εννοιών, «αναζήτησαν τις δομικές αρχές της ανάπτυξης της πόλης και το νέο σημαντικό στοιχείο πέρα από το κύτταρο της οικογένειας», όπως φαίνεται στο τελικό κείμενο του CIAM VII, το οποίο απέρριπτε τον ορθολογισμό της “λειτουργικής πόλης”:

|Εικόνα 7| Διάγραμμα Smithsons

24


Η θεωρία της Team 10: Το κατώφλι και τα άκρα του

«Ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να ταυτίσει τον εαυτό του με την εστία του, δύσκολα όμως και με την πόλη μέσα στην οποία βρίσκεται η εστία αυτή. Το “να ανήκεις” είναι μια βασική συναισθηματική ανάγκη, που οι συνειρμοί της είναι της απλούστερης τάξης. Από το “να ανήκεις” – ταυτότητα – προκύπτει το πλούσιο συναίσθημα της φιλικής συμπεριφοράς των γειτόνων.Το μικρό, στενό δρομάκι της φτωχογειτονιάς πετυχαίνει εκεί που τα ευρύχωρα αναπτυξιακά προγράμματα συχνά αποτυγχάνουν».20 Η Annie Pedret, μάλιστα, αναφέρει πως οι Smithsons παρουσίασαν ένα διάγραμμα, το οποίο αντικαθιστούσε την ιεραρχία της Χάρτας με τις κλιμακωτές ενότητες του σπιτιού, του δρόμου, της περιοχής και της πόλης. Ωστόσο, οι εκθέσεις του CIAM ΙΧ αποκαλύπτουν ότι στο ίδιο το συνέδριο, δεν δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην πρότασή τους. 20 Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική ιστορία και κριτική, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999

25


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Τα νεότερα μέλη συνέχισαν να συναντώνται μεταξύ του 1954 και του 1956 για να περιγράψουν τη νέα κατεύθυνση και μέθοδο εργασίας για το CIAM Χ, η οποία ήταν η αναζήτηση μιας ακριβέστερης σχέσης ανάμεσα στη φυσική μορφή και τις κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες. Η πρώτη συνεδρίαση οργανώθηκε από τον αρχιτέκτονα San van Ginkel, υπό την καθοδήγηση του Jaap Bakema, με βασικά υπεύθυνη την ομάδα, γνωστή στο εξής ως Team X / Team 10 και πραγματοποιήθηκε στο Doorn, στην Ολλανδία, τον Ιανουάριο του 1954. Εκεί, προέκυψε η επιθυμία να δημιουργηθούν πόλεις, στις οποίες κύριο ρόλο θα είχαν οι «ζωτικές ανθρώπινες σχέσεις»21 και παράχθηκε, παρά τις διαφωνίες ως προς τον τρόπο προσέγγισης, ένα έγγραφο που τιτλοφορήθηκε ως “Διακήρυξη της Κατοικίας” (εμφανίζεται και ως “Doorn Manifest”). Αυτό μαζί με το διάγραμμα “Βαθμίδες Συσχετίσεων” (Scales of Associations) και το διάγραμμα “Valley Section”` μπορούν να θεωρηθούν τα θεμελιώδη έγγραφα της ομάδας. «Το δέκατο CIAM, με θέμα “Κατοικία”, διοργανώθηκε στο Dubrovnik της Κροατίας τον Αύγουστο του 1956 και θεωρήθηκε από τα περισσότερα μέλη ως το τελευταίο συνέδριο. Η περίοδος αυτή συνέπεσε λίγο πολύ με την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».22

|Εικόνα 8| “The Death of CIAM” at the last CIAM meeting, Otterlo, Holland, 1959. Peter Smithson, Alison Smithson, John Voelcker, Jaap Bakema, Aldo van Eyck

21 Risselada Max, Heuvel Dirk van, Kenneth Frampton, Jos Bosman, Team 10, in search of a Utopia of the Present 1953 - 1981, 010 Publishers, 2006 22 Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική ιστορία και κριτική, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999

26


Η θεωρία της Team 10: Το κατώφλι και τα άκρα του

Η Team 10 καθιερώνεται πλέον στο Otterlo στην Ολλανδία, το 1959 με το τελευταίο CIAM, το οποίο αναφέρεται ως CIAM ’59. To συνέδριο στο Otterlo ήταν το τέλος των CIAM και η αρχή μιας εποχής όπου αυτοί που συνδέονταν με την Team 10 θα παρουσίαζαν τις θεωρητικές, ανθρωπιστικές ιδέες που είχαν αναπτύξει την τελευταία δεκαετία, με αρχιτεκτονικές πλέον μορφές. Η σύσταση της ομάδας ποίκιλλε κατά τα έτη, ορισμοί όπως “μέλη” ή “κίνημα”, δεν είχαν καμία επίσημη θέση στην Team 10, και το ερώτημα σχετικά με το ποιος επρόκειτο να προσκληθεί σε κάθε συνεδρίαση, πολλές φορές οδήγησε σε έντονες διαμάχες. Υπήρξε βεβαίως ένας “εσωτερικός κύκλος” (Jacob Bakema, Aldo Van Eyck, Γιώργος Κανδύλης, Alison και Peter Smithson, Shadrach Woods και Giancarlo de Carlo) σε αντιδιαστολή με τους έκτακτους προσκεκλημένους, αλλά είναι συχνά δύσκολο να διακριθεί με σιγουριά. Η ομάδα συνέχισε να συναντιέται και να συζητά συνέδρια για την αρχιτεκτονική μέχρι και το 1981, όταν διαλύθηκαν. Ο στόχος της είναι η δημιουργία ενός κτισμένου περιβάλλοντος που να ικανοποιεί τις υλικές και ψυχικές ανάγκες του ανθρώπου, μιλώντας, έτσι, για μια πιο ανθρωπιστική αρχιτεκτονική, η οποία τοποθετεί τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις στο επίκεντρό της. «Οι Team 10 έχουν τη γνώμη ότι με αυτόν τον τρόπο αξιοσημείωτες ομάδες κατοικιών, μπορούν να υπάρξουν όπου κάθε κτήριο είναι ένα ζωντανό αντικείμενο και φυσική επέκταση των άλλων. Μαζί θα δημιουργήσουν μέρη όπου ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί αυτό που εύχεται να γίνει».23 Με κείμενα και διαγράμματα, τα μέλη του Team Χ αντιμετώπισαν τα προβλήματα του περιβάλλοντος με νέους όρους: “ταυτότητα”, “σύνδεση”, “σύμπλεγμα” (cluster), και “κινητικότητα”, ενώ πρότειναν νέους τρόπους προσέγγισης της Αρχιτεκτονικής, δίνοντας μεγάλη έμφαση στο ρόλο του Αρχιτέκτονα. Η Αρχιτεκτονική και ο αστικός σχεδιασμός, θεωρούν πως αποτελεί (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να αποτελεί) χωρική έκφραση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το υλικό τους, όπως περιγράφεται στο «Team X Primer» της Alison Smithson κατηγοριοποιείται σε τρεις ενότητες διαφορετικής κλίμακας, οι οποίες είναι : οι “αστικές υποδομές” (urban infra-structures), οι “ομάδες κατοικιών” (grouping of dwellings), και το “κατώφλι” (doorstep). |Εικόνα 9|Σκίτσο από το Team X Primer της Alison Smithson 23 Alison Smithson, Team X Primer, The MIT Press, 1974

27


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

2.1.2 Το 10ο συνέδριο και το κατώφλι (ο ενδιάμεσος χώρος)

«Η αρχιτεκτονική πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια διαμόρφωση χώρων καθαρά ορισμένων»

«Κάνετε ένα καλωσόρισμα για κάθε πόρτα και ένα πρόσωπο για κάθε παράθυρο»24

Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται προσπάθεια να μελετηθεί η αξία και η θεωρία των κατωφλιών – ενδιάμεσων χώρων από την Team 10 και να εντοπιστούν οι άξονες εκείνοι και τα εργαλεία με τους οποίους αναγνωρίζονται. Η θεωρητική μελέτη γίνεται μέσα από την ανάλυση της ενότητας “κατώφλι” στο Team 10 Primer. Η έννοια του κατωφλιού, γίνεται αντιληπτή από την Team 10 ως ενδιάμεσος χώρος. Βασικότερο στοιχείο που παρατηρεί κανείς, είναι πως τοποθετείται στο επίκεντρο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας ως ο χώρος που μπορεί να φιλοξενήσει όλες τις ιδέες για μια αρχιτεκτονική που σχεδιάζει για τον άνθρωπο και σέβεται τις ανάγκες του. Ο άνθρωπος είναι το υποκείμενο και το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής. Όπως αναφέρεται στη συλλογή της ομάδας στην συγκεκριμένη ενότητα, ο σύγχρονος άνθρωπος, έχει χάσει την ταυτότητά του, το χώρο του, το χρόνο του. Αδυνατεί να διεισδύσει στο υλικό που ο ίδιος οργανώνει σε απόλυτα σχήματα ανάμεσα στον έναν άνθρωπο και τον άλλον, στο τι είναι εδώ και τι είναι εκεί, στο τώρα και το μετά. «Αδυνατεί να βρει το κατάλληλο μέρος για την κατάλληλη περίσταση».25 «Οπότε ας ξεκινήσουμε με αυτό: Φτιάξτε ένα καλωσόρισμα για κάθε πόρτα και ένα νεύμα για κάθε παράθυρο. Φτιάξτε από κάθε τόπο, ένα τσούρμο τόπους από κάθε κατοικία και κάθε πόλη, γιατί το σπίτι είναι μια μικρή πόλη και η πόλη ένα τεράστιο σπίτι. Όποιος επιχειρεί να λύσει το γρίφο του τόπου αφηρημένα, θα κατασκευάσει το άδειο και θα το αποκαλέσει τόπο. Όποιος επιχειρεί να συναντήσει τον άνθρωπο αφηρημένα, θα μιλά με την ηχώ του και θα το αποκαλεί διάλογο. Ο άνθρωπος ακόμα αναπνέει μέσα και έξω. Πότε η Αρχιτεκτονική θα κάνει το ίδιο;».26 Όπως η εισπνοή και η εκπνοή του ανθρώπου, η Αρχιτεκτονική οφείλει να σχεδιάζει για το μέσα και το έξω, για τη ζωτική αυτή σχέση. Ο άνθρωπος βγαίνει έξω και μπαίνει μέσα, εκπνέει και εισπνέει, υπάρχει ένας ανοιχτός και ένας κλειστός χώρος. Το κατώφλι ως ενδιάμεσος χώρος, ανάγεται σε ουσιαστικής 24 Karin Jaschke, “Aldo van Eyck, Piet Blom: City is House and House is City”, London, Routledge, 2009 25 Karin Jaschke, “Aldo van Eyck, Piet Blom: City is House and House is City”, London, Routledge, 2009 26 Alison Smithson, Team X Primer, The MIT Press, 1974

28


Η θεωρία της Team 10: Το κατώφλι και τα άκρα του

σημασίας στοιχείο, καθώς αποτελεί το σημείο στο οποίο το σώμα, το χέρι, το πόδι του ανθρώπου ακουμπάει απευθείας το κτήριο. Όπως περιγράφει ο Σταύρος Σταυρίδης «είναι η φορά της κίνησης, οι βιολογικές και κοινωνικές ιδιότητες του φύλου, το τυπικό των χειρονομιών και των εκφράσεων που καθιστούν το σώμα πεδίο εγχάραξης μιας γνώσης του συμβολικού σύμπαντος της συγκεκριμένης κάθε φορά ομάδας ή κοινωνίας».27 “Μόνο διασχίζοντάς το μπορεί να βρει το καταφύγιο, αλλά και να συναντήσει το έτερο»28 Η εισπνοή και η εκπνοή της αρχιτεκτονικής θυμίζει τη «Διπλή Ομιλία» του Buber, η οποία ήθελε να δείξει ότι η σχέσεις και ο διάλογος είναι αμφίδρομες διαδικασίες. Το ίδιο είναι και η Αρχιτεκτονική.

2.2 Δίδυμα φαινόμενα: “Δημόσιο - Ιδιωτικό” Ο πυρήνας της θεωρίας του Van Eyck, την οποία παρουσίασε στα υπόλοιπα μέλη της Team 10, είναι ότι τα πάντα είναι σχετικά και ότι αυτές οι σχέσεις είναι αμοιβαίες (reciprocal). Οι οντότητες δεν έχουν καμία σημασία, παρά μόνο στη σχέση τους με άλλες, καθώς έτσι αποκτούν τις ποιότητές τους: δεν μπορεί να υπάρχει το μεγάλο χωρίς το μικρό, το μέσα χωρίς το έξω, το ανοιχτό χωρίς το κλειστό κ.λπ. Αποκαλεί αυτές τις αμοιβαίες οντότητες ή ποιότητες «Δίδυμα φαινόμενα» (Twin phenomena). Σύμφωνα με τον ίδιο, όλα τα δίδυμα φαινόμενα μεταξύ τους συνδέονται δημιουργώντας ένα δίκτυο ή «ύφασμα». Επομένως, μιας και τα φαινόμενα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, «ο χωρισμός τους θα οδηγήσει σε λάθος εναλλακτικές, σε αρνητικές εναλλακτικές».29 Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο van Eyck ασκεί κριτική στην αναλυτική προσέγγιση του CIAM, καθώς, σύμφωνα με την άποψή του, έκανε ακριβώς αυτό. Αντί για αυτό, ο ίδιος με το «φάρμακο της αμοιβαιότητας» (medicine of reciprocity),30 προτείνει η Αρχιτεκτονική να σκέφτεται με όρους αμοιβαιότητας και να συνδέει διαφορετικά φαινόμενα μεταξύ τους. 27 28  29 30

Σταύρος Σταυρίδης, “Προς μια ανθρωπολογία του κατωφλιού”, Ουτοπία no.33, 1999: σελ.12 Martin Buber, I and Thou, Mansfield Centre, Martino Publishing, 2010 Karin Jaschke, “Aldo van Eyck, Piet Blom: City is House and House is City”, London, Routledge, 2009 Vincent Ligtelijn, Joseph Rykwert, Aldo van Eyck: Works, Switzerland, Birkhauser, 1999

29


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

«Η Αρχιτεκτονική, λοιπόν, θα μπορούσε να ενδιαφέρεται, όχι μόνο για την επιλογή του μέσα και του έξω, του ανοιχτού και του κλειστού, αλλά και την σύζευξη μεταξύ τους, με τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία και αλληλεπίδραση»31 |Εικόνα 10| Aldo van Eyck, The Wheels of Heaven, CIAM congress 1965 Στην πρώτη εικόνα βλέπουμε τους ανθρώπους καθισμένους σε μια κοιλότητα, κοιτάζοντας προς τα μέσα, στο κέντρο. Ενώ στη δεύτερη εικόνα οι άνθρωποι κάθονται σε έναν λόφο κοιτάζοντας προς τα έξω, στον ορίζοντα. “Δύο είδη κεντρικοτήτων, δύο τρόποι να είμαστε μαζί ή μόνοι;” Ο λόφος δείχνει ουσιαστικά κάτι που κρύβει η κοιλότητα, τη διττή φύση του ανθρώπου, δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι “δεμένος” με το κέντρο, αλλά και με τον ορίζοντα.

Αυτή η γεφύρωση ανάμεσα στα δίδυμα φαινόμενα είναι το έδαφος του διαλόγου των πολικοτήτων που αναφέρθηκε σε προηγούμενη παράγραφο και η μετάβαση από έναν κόσμο σε έναν άλλον. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η σχέση των δίδυμων φαινομένων με τον ενδιάμεσο χώρο, το κατώφλι: «Tα δίδυμα φαινόμενα δεν θα μπορούσαν να κατοικούν οπουδήποτε αλλού, παρά στον ενδιάμεσο χώρο. Μόνο εκεί μπορεί να πραγματοποιηθεί ο εν λόγω διάλογος».32 Ο van Eyck θεωρεί πως ο σχεδιασμός σε οποιαδήποτε κλίμακα πρέπει να δημιουργεί «ένα πλαίσιο εξέλιξης των δίδυμων φαινομένων του ατομικού με το συλλογικό, χωρίς να οδηγεί σε αυθαίρετη υπεροχή του ενός απέναντι του άλλου και χωρίς να διαστρεβλώνεται το νόημα κανενός από τα δύο, καθώς τα δίδυμα φαινόμενα δεν μπορούν να χωριστούν σε ασύμβατες πολικότητες χωρίς οι πόλοι να χάσουν αυτό που στηρίζουν».33 Όπως φαίνεται στο Team 10 Primer, αυτό οδεύει προς την αναγκαιότητα της συμφιλίωσης της ιδέας της ενότητας με την ιδέα της ποικιλομορφίας σε αρχιτεκτονικούς όρους, ή καλύτερα της επίτευξης 31 Aldo Van Eyck, “Between here and there, now and later”, Forum, no.3 August 1961, σελ. 107-117 32 Aldo Van Eyck, “The concretization of the in-between”, Forum, no.8 October 1959, σελ. 248-249 33 Aldo Van Eyck, “The concretization of the in-between”, Forum, no.8 October 1959, σελ. 248-249

30


Η θεωρία της Team 10: Το κατώφλι και τα άκρα του

της μίας μέσω της άλλης. «Η αρχιτεκτονική αμοιβαιότητα, ενότητα – ποικιλομορφία και μέρος – όλον, πρέπει να καλύπτει την ανθρώπινη αμοιβαιότητα, ατομικό – συλλογικό».34 Η σκέψη αυτή συμφωνεί με τη θεωρία της Grosz για τους ενδιάμεσους χώρους, ότι, δηλαδή, η ολότητα επιτυγχάνεται με τη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα στην ταυτότητα και την ετερότητα. Ασκεί κριτική στο σύγχρονο αστικό σχεδιασμό, ότι «αποτυγχάνει να διαχειριστεί δημιουργικά την πολλαπλότητα, να εξανθρωπίσει τα νούμερα, μέσω διαρθρώσεων και διαμορφώσεων, οδηγώντας στην “κατάρα” των περισσότερων πόλεων».35 Η συμφιλίωση των δίδυμων φαινομένων υπό μία σκοπιά που θέτει στο επίκεντρο τον άνθρωπο, για παράδειγμα η συμφιλίωση του συλλογικού με το ατομικό, του δημόσιου με το ιδιωτικό, θα σήμαινε δημιουργία χώρων, που επιτρέπουν την ατομική ανάπτυξη και ταυτόχρονα τη συλλογική συνύπαρξη. Χώροι που διευκολύνουν τη συγκέντρωση, αλλά και προωθούν την κοινωνικοποίηση και το διάλογο, για απομόνωση αλλά και συνάντηση. Ο συνδυασμός των δύο καταστάσεων και η γεφύρωσή τους μέσω ενδιάμεσων χώρων που δεν ανήκουν ούτε στη μία ούτε στην άλλη, αλλά συνιστούν κατά έναν τρόπο τη μετάβαση, είναι η μετάφραση των δίδυμων φαινομένων σε αρχιτεκτονικούς όρους.

|Εικόνα 11| Aldo van Eyck, Sonsbeek Pavillion, Arnhem Ολλανδία, 1966, διάγραμμα και κάτοψη 34 Karin Jaschke, “Aldo van Eyck, Piet Blom: City is House and House is City”, London, Routledge, 2009 35 Αlison Smithson, Team X Primer, The MIT Press, 1974

31


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Η πολύπλοκη σχέση της αρχιτεκτονικής με τα νέα μέσα αναπαράστασης παραπέμπει σε προβληματισμούς, οι οποίοι άπτονται της έννοιας του ορίου. Το πλήγμα που έχει υποστεί η ιδιωτική ζωή των ανθρώπων επανέρχεται σε δημοσιεύματα και σχόλια όλο και πιο συχνά. Έτσι, «έχει διαταραχθεί ένα από τα προαιώνια ερείσματα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης: η σχέση δημόσιο – ιδιωτικό, κλειστό – ανοιχτό, κρυφό – φανερό».36 Πρόκειται για τα δίδυμα φαινόμενα, χαρακτηριστικά καίριας σημασίας, τα όποια με διαφορετικές ερμηνείες προσδιορίζουν ποιότητες στην αρχιτεκτονική. Η σχέση αυτή αποτελεί πεμπτουσία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και συνδέεται άρρηκτα με τις διαβαθμίσεις ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα στις περιοχές τις οποίες καλείται να διαχειριστεί η αρχιτεκτονική. Στις θεωρίες του κατωφλικού χώρου (liminal space), όπως αυτές που αναπτύχθηκαν από τον Van Gennep, Turner και Douglas, το κατώφλι έχει οριστεί ως μια κατάσταση ουδέτερη επειδή αποτελεί τον συνδυασμό των άκρων του. Η ορολογία που χρησιμοποίησαν ήταν “ασταθής” (“unstable”) και “μη θεσμικά δομημένη” (“anti – structural”), που απορρέει από τη λογική πως η κατωφλική κατάσταση δεν είναι μέρος κάποιας δομής ή καλύτερα πως σχηματίζει το “no – man’s land”, το κενό. Η Kathrin Lang θεωρεί πως αυτή η θεωρία έχει ένα αδύναμο σημείο, εξαιτίας των γλωσσολογικών φραγμών στους οποίους υποβάλλονται αυτοί οι όροι.

36 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010

32

|Εικόνα 12| Magasin, Avenue des Golbins, Eugène Atget 1925


Η θεωρία της Team 10: Το κατώφλι και τα άκρα του

Επομένως, σύμφωνα με την τελευταία παρατήρηση, αυτό που σχηματίζεται δεν είναι κάτι ουδέτερο με την έννοια του μη διακρίσιμου, δεν είναι κάτι χωρίς χωρική υπόσταση και ταυτότητα, αλλά κάτι που πλησιάζει ως μορφή και ως έννοια του δύο πόλους του, αντλεί περιεχόμενο από αυτούς και σχηματίζει μια ευκρινή χωρική παρουσία. Ο κτισμένος χώρος αποτελεί ένα σύστημα οργάνωσης επιμέρους στοιχείων, όπως είναι η μορφή, η δομή και η λειτουργία και γίνεται αντιληπτός με την αναγνώριση των σχέσεων ανάμεσα στο κενό και το πλήρες, το περίκλειστο και το ελεύθερο, το εσωτερικό και το εξωτερικό, το δημόσιο και το ιδιωτικό. Η ιστορία των όρων «δημόσιο» και «ιδιωτικό» που ορίζουν ένα από τα πιο κρίσιμα δίπολα σχέσεων στην αρχιτεκτονική, έχει αναδείξει την πολλαπλότητα των σημασιών τους και αποτελεί κλειδί για την κατανόηση του σύγχρονου εννοιολογικού τους περιεχομένου και του τρόπου με τον οποίο το περιεχόμενο αυτό διαφέρει θεμελιακά από την παλαιότερη σημασία των όρων. Το δίπολο δημόσιο – ιδιωτικό αποτελεί ένα δυναμικό δίπολο που αναμορφώνεται ανάλογα με τις συνθήκες και τις διεκδικήσεις της εκάστοτε περιόδου, οι οποίες ενσωματώνονται στις έννοιες και τις πρακτικές του “δημόσιου” και του “ιδιωτικού”. Στην αρχαία Ελλάδα ως “δημόσιο” οριζόταν αυτό που διέθετε την ευρύτερη δυνατή δημοσιότητα το οποίο επομένως μπορούσε να το δει και να το ακούσει ο καθένας, και το οποίο διέθετε, λόγω αυτού ακριβώς του επικοινωνιακού του εύρους, έντονη πολιτική χροιά. Αντίστοιχα το “ιδιωτικό” στον αρχαίο ελληνικό κόσμο σήμαινε τη στέρηση των αντικειμενικών δεσμών με την κοινωνία, άρα τη στέρηση των ουσιωδών σχέσεων για την ανάπτυξη της ανθρώπινης ζωής.37 Το “ιδιωτικό” χαρακτηριζόταν από μια έντονα αρνητική έννοια. Η Αρχαία Αθήνα, αποτελεί τη χρονική και χωρική συνθήκη όπου για πρώτη φορά στο Δυτικό πολιτισμό, ο διπολισμός αυτός εμφανίζεται ως παράγοντας που συγκροτεί την πολιτική οργάνωση μιας κοινωνίας. Αντίθετα στους ρωμαϊκούς χρόνους, η ποιότητα αυτή περιορίστηκε στη σχέση με το δημόσιο νομικό πλαίσιο. Κατά συνέπεια, ο όρος “δημόσιο” χαρακτήριζε οτιδήποτε συνδεόταν με την υποχρεωτική τήρηση των νόμων, ενώ “ιδιωτικό” ό,τι επέτρεπε τη διαφυγή από αυτούς. Στις σύγχρονες περιγραφές των λεξικών, ως “δημόσιο” ορίζεται οτιδήποτε σχετίζεται με “το κοινό, το λαό, το κράτος ως νομικό πρόσωπο, οι κρατικές υπηρεσίες κλπ.” Αντίστοιχα ως “ιδιωτικό” ορίζεται αυτό που σχετίζεται με τους “ιδιώτες, που δεν ανήκει στο κράτος” ή ειδικότερα “αυτό που αποτελεί αυστηρά προσωπική υπόθεση και δεν αφορά σε τρίτους”. Ο Herman Herzberger ορίζει το “δημόσιο” ως «την περιοχή που είναι προσπελάσιμη από όλους ανά πάσα στιγμή και η ευθύνη για την συντήρηση της είναι συλλογική». Αντίστοιχα το “ιδιωτικό” αφορά «την περιοχή της οποίας η προσπέλαση 37 Αχιλλέας Ψυλλίδης, “Το δίπολο δημόσιο - ιδιωτικό: κλασσικές προσσεγγίσεις”, Αρχιτεκτονικές ματιές, Greek arcitects.gr, Δημοσιευμένο Ιούνιος 2006, https://www.greekarchitects.gr/

33


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

είναι δυνατή από μικρή ομάδα ή ένα άτομο, που έχει και την ευθύνη της συντήρησής της». Σε μια συνέντευξη του ο Δημήτρης Αντωνακάκης είπε: «Δεν νομίζω ότι ο ιδιωτικός και ο δημόσιος χώρος ήταν ανέκαθεν συγκρουόμενα πεδία. Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη από το δημόσιο χώρο όσο και από τον ιδιωτικό. Επιθυμεί τη συνεύρεση αλλά απαιτεί τη μοναξιά. Και η μοναξιά μοιάζει δυσάρεστη αλλά είναι πολύ συχνά γόνιμη για το σκεπτόμενο άνθρωπο. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει σύγκρουση πεδίων. Αντίθετα ανέκαθεν επιχειρούσαμε την συνύπαρξη αυτών των χώρων, χωρίς εμπόδια. Και παλαιότερα υπήρχε η επιδίωξη της δημιουργίας προϋποθέσεων που θα διευκολύνουν την αλληλοδιείσδυση δημόσιου και ιδιωτικού χώρου».38 Ο καθένας θέλει να είναι αποδεκτός, θέλει να ανήκει, θέλει να έχει ένα μέρος δικό του. Γενικά κάθε συμπεριφορά μέσα στην κοινωνία στην πραγματικότητα υποκινείται από ρόλους όπου η προσωπικότητα κάθε ατόμου επιβεβαιώνεται από εκείνο που οι άλλοι βλέπουν σε αυτό. Στην εποχή μας βιώνουμε μια πόλωση μεταξύ της υπερβολικής ατομικότητας από τη μία μεριά και της υπερβολικής συλλογικότητας από την άλλη. Δίνεται μεγάλη έμφαση σε αυτό το δίπολο ενώ δεν υπάρχει ούτε μία ανθρώπινη σχέση, που να μας αφορά ως αρχιτέκτονες, η οποία να αφορά αποκλειστικά και μόνο ένα άτομο ή μόνο μία ομάδα, ούτε πάλι αποκλειστικά όλους τους άλλους ή τον “έξω κόσμο”. Αποτελεί πάντα ζήτημα ατόμων ή ομάδων, στο πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσης και αμοιβαίας δέσμευσης, δηλαδή είναι πάντα ζήτημα συσχετισμού του συλλογικού και του ατομικού, του δημόσιου και του ιδιωτικού. Η πολλαπλότητα των σημασιών που χαρακτηρίζουν τις έννοιες του “δημόσιου” και του “ιδιωτικού” μπορούν να γίνουν κατανοητές ως μια σειρά χωρικών ποιοτήτων και σχέσεων, οι

38 Χαρά Χαρατσάρη, «Συνέντευξη στον Δημήτρη Αντωνακάκη» grad.review, architects & designers in Greece, Μάρτιος 2008, http:// www.gradreview.gr/2017/06/in00518.html

34

|Εικόνα 13|

|Εικόνα 14|


Η θεωρία της Team 10: Το κατώφλι και τα άκρα του

οποίες καθώς διαφοροποιούνται σταδιακά, αναφέρονται στην προσπελασιμότητα, την ευθύνη και τη σχέση με την ιδιοκτησία καθώς και με την εποπτεία συγκεκριμένων χωρικών ενοτήτων.39 Η συμβολική σημασία του κατωφλιού είτε εμφανίζεται ως ένα σημείο περάσματος, ένα σύνορο, μια ενδιάμεση κατάσταση, είτε ως μια μεταβατική περίοδος στη ζωή, μπορεί να γίνει πλήρως αντιληπτή αν δούμε το κατώφλι σε συσχετισμό με τα άκρα του, χωρίς αυτά τα στοιχεία το κατώφλι δεν έχει νόημα. Με όρους κοινωνίας, το κατώφλι χωρίζει το ιδιωτικό από το δημόσιο, το μέσα από το έξω. «Στον κατωφλικό χώρο, η πρόσβαση όμως είναι περιορισμένη; Κατά μία έννοια ως διαχωριστής του δημόσιου και του ιδιωτικού, η πόρτα προς μια κατοικία αποτελεί περιορισμό, επομένως η κατωφλική γραμμή δεν είναι ελεύθερα προσβάσιμη. Αν όμως αλλάξουμε κατεύθυνση και πάμε από το ιδιωτικό στο δημόσιο τότε η πρόσβαση είναι ελεύθερη. Το ίδιο ανεμπόδιστο είναι και το να σταθείς σε ένα κατώφλι στο δρόμο. Ανάλογα με τη φύση των άκρων και την κατεύθυνση της ροής, η κατωφλική γραμμή νοηματοδοτείται διαφορετικά και το φάσμα του ανθρώπου στέκεται πάνω σε αυτή, στενεύει ή διευρύνεται».40

39 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005 40 Σταύρος Σταυρίδης, Μετέωροι Χώροι Ετερότητας, Αθήνα, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2010

35


ΜΕΡΟΣ Β Προσεγγίζοντας τον ενδιάμεσο χώρο

3

Διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας


Διαβαθμίσεις Ιδιωτικότητας

3.1 Διακριτές διαβαθμίσεις προσπελασιμότητας Είναι γεγονός ότι η ακραία αντίθεση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, είναι ιδιαίτερα γενική και παράγει ένα κλισέ. Οι λεπτότατες διαβαθμίσεις, που διέπουν το χαρακτήρα ορισμένων περιοχών – είτε εσωτερικών είτε εξωτερικών — και οι διάφορες ενδιάμεσες ή μεταβατικές ζώνες απαιτούν ένα αρκετά μεγαλύτερο αριθμό όρων για να χαρακτηριστούν με όσο το δυνατό περισσότερη πληρότητα. Η ανάγκη αυτή οδήγησε στην διατύπωση των όρων «ημι - δημόσιο» και «ημι – ιδιωτικό» αντίστοιχα, οι οποίοι αναφέρονται ακριβώς σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των δύο άκρων του διπόλου «χωρίς όμως να είναι ιδιαίτερα ικανοί να χαρακτηρίσουν τις ποικίλες περιπτώσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη στο σχεδιασμό του εκάστοτε χώρου».41 Οι διάφοροι τύποι χωρικών σχέσεων, συνεπάγονται τη δημιουργία περιοχών, με διακριτές διεκδικήσεις – ιδιωτικές ή δημόσιες – με τη συνακόλουθη αίσθηση προσπελασιμότητας. Οι διεκδικήσεις αυτές είναι στενά συνδεδεμένες με τους χρήστες των κτηρίων ή κάθε χώρο ξεχωριστά. Για να ανταποκριθεί επομένως η συνθετική διαδικασία στην πολλαπλότητα των ανθρώπινων βιωμάτων και στις διακριτές διεκδικήσεις που μπορούν αυτά να οδηγήσουν στο χώρο, «δεν μπορεί να στηρίζεται σε ένα δίπολο που παίρνει μόνο ακραίες τιμές (ιδιωτικό και δημόσιο) για να αποδώσει το χαρακτήρα των ποικίλων περιοχών».42 Ίσως λοιπόν αυτές οι διακριτές διεκδικήσεις να χαρακτηρίζονται καλύτερα από ένα βαθμό ιδιωτικότητας ή δημοσιότητας αντίστοιχα, ο οποίος θα είναι πλήρως συνυφασμένος με την αίσθηση προσπελασιμότητας της εκάστοτε περιοχής. Θα γίνεται δηλαδή λόγος για διακριτές διαβαθμίσεις προσπελασιμότητας. Η παραδοχή αυτή ισχύει τόσο για εξωτερικές όσο και για εσωτερικές περιοχές. Έτσι «ένας χώρος μπορεί να χαρακτηρίζεται από λιγότερη ή περισσότερη ιδιωτικότητα/δημοσιότητα, ανάλογα τον βαθμό προσπελασιμότητάς του, τη μορφή εποπτείας, το ποιος τον χρησιμοποιεί και με τι ευθύνη».43 Όλα αυτά εξαρτώνται από τους γειτονικούς χώρους, ορίζοντας έτσι ένα ευρύτερο σύνολο στο οποίο αναπτύσσονται χωρικές σχέσεις καθορίζοντας τον χαρακτήρα της κάθε περιοχής. Με βάση αυτό το σκεπτικό, σε μια κατοικία, το υπνοδωμάτιο είναι “περισσότερο” ιδιωτικός χώρος σε σχέση με το καθιστικό, ενώ το καθιστικό είναι “περισσότερο” ιδιωτικός χώρος σε σχέση με την εξωτερική αυλή. «Σε έναν ξενώνα το κάθε δωμάτιο διαμονής αποτελεί ιδιωτικό χώρο εν συγκρίσει με τον διάδρομο ή τον χώρο υποδοχής ο οποίος με τη σειρά του, όπως και ο ξενώνας στο σύνολό του, είναι ιδιωτικός χώρος σε σχέση με τον εξωτερικό δρόμο»44. 41 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010 42 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010 43 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005 44 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010

37


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Οι διακριτές διαβαθμίσεις ήταν γνωστές από την αρχαιότητα και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν με αρκετά εύστροφο τρόπο για να καθορίσουν το βαθμό προσπελασιμότητας κάθε χώρου. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αρχαίων αιγυπτιακών ναών όπου η διάρθρωση των εσωτερικών χώρων ακολούθησε τον τύπο της παράθεσης, δηλαδή εν σειρά αντιστοιχία αυτόνομων χώρων. Τα όρια των ναών ήταν ιδιαίτερα σαφή προσδίδοντας στο κτίριο συνολικά μια εξαιρετική εσωστρέφεια, σε αντίθεση με τον “δημόσιο” τυπικά χαρακτήρα τους. Παρ’ όλη την αλλεπάλληλη παράθεση πανομοιότυπων σχεδόν χώρων, επιτυγχάνεται μια εξαιρετική διαβάθμιση προσπελασιμότητας από την εξωτερική αυλή (που ήταν προσπελάσιμη από το λαό), έως το άδυτο, το οποίο ήταν το ιερότερο σημείο του ναού (όπου μπορούσαν να εισέλθουν μόνο ελάχιστοι μυημένοι). Αυτό επιτυγχανόταν μέσω εύστροφου χειρισμού των ορίων και συγκεκριμένα με διαδοχική ανύψωση δαπέδου και ταπείνωση της οροφής από τον έναν χώρο στον άλλον και όσο προχωρούσε στο άδυτο. Αλλά και στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική συναντώνται πολλές περιπτώσεις ιδιωτικών διεκδικήσεων στο δημόσιο χώρο, οι οποίες αναγνωρίζονται ως πράξεις οικειοποίησής του από μια ομάδα ατόμων. Αυτό βέβαια έχει άμεσο αντίκτυπο στην αίσθηση προσπελασιμότητας που έχει κάποιος καθώς διέρχεται από τέτοιου είδους περιοχές. Ο Hertzberger αναφέρει πως «η χρήση του δημόσιου χώρου από τους κατοίκους σαν να ήταν ιδιωτικός, ενισχύει στα μάτια των άλλων τη διεκδίκηση της περιοχής από το χρήστη»45 (Space and the Architecture Herman Herzberger).

|Εικόνα 15| Αρχαίος αιγυπτιακός ναός

|Εικόνα 16| Παραδοσιακή ελληνική αρχιτεκτονική

45 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005

38


Διαβαθμίσεις Ιδιωτικότητας

3.2 Διαφοροποίηση Περιοχών «Με την επισήμανση, στη κάτοψη, των διαβαθμίσεων προσπελασιμότητας του κοινού στα διάφορα μέρη και τμήματα ενός κτηρίου, προκύπτει ένα είδος χάρτη που αποτυπώνει τη διαφοροποίηση σε περιοχές. Αυτός ο χάρτης δείχνει με σαφήνεια ποιες πτυχές της προσπελασιμότητας υφίστανται στην αρχιτεκτονική ενός κτηρίου, ποιες διεκδικήσεις υπάρχουν σε συγκεκριμένες περιοχές και από ποιους, καθώς και τι είδους κατανομή αρμοδιοτήτων σε σχέση με τη φροντίδα και τη συντήρηση των διαφορετικών περιοχών, μπορεί να υπάρξει, έτσι ώστε αυτές οι δυνάμεις να εισαχθούν (ή να ατονήσουν) στην περαιτέρω επεξεργασία του σχεδίου».46 Όταν στον σχεδιασμό κάθε χώρου και κάθε επιμέρους τμήματος υπάρχει επίγνωση του αντίστοιχου βαθμού “διεκδίκησης της περιοχής” και των “μορφών προσπελασιμότητας” που αυτή συνεπάγεται σε σχέση με τους διπλανούς χώρους, τότε αυτές οι διαφορές μπορούν να εκφραστούν στην επεξεργασία της μορφής, του υλικού, του χρώματος και του φωτός, «και με τον τρόπο αυτό να εισαχθεί ένα είδος οργάνωσης στο σύνολο του σχεδίου. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να ενισχύσει την αντίληψη των ενοίκων και των επισκεπτών σε σχέση με τον τρόπο που το κτήριο συντίθεται από διαφορετικές αποχρώσεις όσον αφορά την προσπελασιμότητα».47 Ο βαθμός στον οποίο είναι προσιτά διάφορα μέρη και χώροι προσφέρει προδιαγραφές για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Η επιλογή αρχιτεκτονικών στοιχείων, η διάρθρωση τους, η μορφή και το υλικό καθορίζονται, εν μέρει, από το βαθμό προσπελασιμότητας που απαιτείται σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Για παράδειγμα οι γυάλινες πόρτες μεταξύ εξίσου δημόσιων και κατ’ επέκταση εξίσου προσπελάσιμων χώρων, παρέχουν άπλετη ορατότητα και από τις δύο πλευρές, έτσι ώστε να αποφεύγονται ενδεχόμενες συγκρούσεις. Κατά συνέπεια πόρτες χωρίς διαφανή φύλλα θα πρέπει να οδηγούν σε πιο ιδιωτικούς, λιγότερο προσπελάσιμους χώρους. Πρόσθετη διαβάθμιση μπορεί να υπάρχει και από το σχήμα των υαλοπετασμάτων, τον τύπο του γυαλιού (ημιδιαφανές ή αδιαφανές) και τις ημιθύρες (παραθυρόπορτες). Όταν ένας τέτοιος κώδικας υιοθετείται με συνέπεια σε όλο το κτήριο, «θα γίνεται κατανοητό λογικά και διαισθητικά από όλους τους χρήστες του κτηρίου και μπορεί να συμβάλλει στη διασαφήνιση της ιδέας που διατρέχει την οργάνωση της προσπελασιμότητας».48

46 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005 47 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005 48 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005

39


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Οι μικρές στοές, οι εξωτερικές σκάλες, τα περάσματα πάνω από το δρόμο, οι ανοικτοί προθάλαμοι και πολλές άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που συναντώνται στην ελληνική αρχιτεκτονική, αποτελούν σαφή παραδείγματα επέκτασης της σφαίρας επιρροής των κατοίκων στον κοινόχρηστο χώρο, περιπλέκοντας τα όρια μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. «Τέτοιου είδους χώροι ωθούν το διερχόμενο άτομο να αναπτύξει μια ιδιαίτερη διαλεκτική με την ιδιωτική ζωή των κατοίκων, ενώ παράλληλα βοηθούν, προκαλούν ή τουλάχιστον δεν εμποδίζουν την ανάπτυξη επικοινωνίας».49 Κλειδί στη μετάβαση και σύνδεση μεταξύ περιοχών με διακριτές διαβαθμίσεις προσπελασιμότητας αλλά και στην εξάλειψη της απότομης διαίρεσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, αποτελεί η έννοια του «ενδιάμεσου». Πρόκειται για κατώφλια, μεταβατικούς δηλαδή χώρους που είναι προσπελάσιμοι τόσο από την ιδιωτική όσο και από την δημόσια σφαίρα. «Αυτά στην ουσία αποδεικνύουν τη φύση του ορίου».50 «Τα ανοίγματα – πόρτες, παράθυρα – αποκαλύπτουν τον τοίχο που τα φέρει, την παρουσία του, το πάχος του, ενώ οι μεταβατικοί χώροι είναι περαιτέρω ενδείξεις που προκηρύσσουν τη φύση των περιοχών στις οποίες παρέχουν πρόσβαση ή τις εκπροσωπούν».51 «Αυτές οι περιπτώσεις χωρικών σχέσεων, ενισχύουν την αντίληψη των ορίων, όχι ως φραγμάτων αλλά ως στοιχείων απ’ όπου “κάτι αρχίζει να υπάρχει”. Οι σχέσεις αυτές, οδηγούν στη δημιουργία χώρων επικοινωνίας, οι οποίοι θα πρέπει να θεωρούνται ως κοινωνικός εξοπλισμός και όχι ως κάτι που πρέπει να βολευτεί “όπως – όπως”. 49 Αχιλλέας Ψυλλίδης, “Το δίπολο δημόσιο - ιδιωτικό: κλασσικές προσσεγγίσεις”, Αρχιτεκτονικές ματιές, Greek architects.gr, Δημοσιευμένο Ιούνιος 2006, https:// www.greekarchitects.gr/ 50 Αχιλλέας Ψυλλίδης, “Το δίπολο δημόσιο - ιδιωτικό: κλασσικές προσσεγγίσεις”, Αρχιτεκτονικές ματιές, Greek architects.gr, Δημοσιευμένο Ιούνιος 2006, https:// www.greekarchitects.gr/ 51 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010

40

|Εικόνα 17|

|Εικόνα 18|


Διαβαθμίσεις Ιδιωτικότητας

3.3 Διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας

«Το να ζεις μια απόλυτα ιδιωτική ζωή, σημαίνει πάνω απ’ όλα να έχεις στερηθεί πράγματα που είναι απαραίτητα για μία πραγματικά ανθρώπινη ζωή: να έχεις στερηθεί την πραγματικότητα του να σε βλέπουν και να σε ακούν οι άλλοι, να έχεις στερηθεί μία “αντικειμενική” σχέση μαζί τους που συμβαίνει όταν έρχεσαι σε επαφή και διαχωρίζεσαι από αυτούς μέσα απ’ τη διαμεσολάβηση ενός κοινού αξιακού κώδικα, να έχεις στερηθεί τελικά τη δυνατότητα να πετύχεις κάτι πιο μόνιμο, απ’ την ίδια την επιβίωση».52

«Κάθε κατοικία επικοινωνεί με τον έξω κόσμο με τα παράθυρα και τις πόρτες. Αυτά τα ανοίγματα μπορούν να θεωρηθούν ως “προεκτάσεις του σπιτιού” καθώς και το μπαλκόνι, που είναι ο κατεξοχήν εξωτερικός ιδιωτικός χώρος».53 Παρ’ όλο που η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση είναι πολύ σημαντικές και επιθυμητές, θα ήταν αδύνατο να ζήσουμε σε ένα μη – διαχωρισμένο και απροσδιόριστο περιβάλλον. Η σχέση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας είναι μια από τις σημαντικότερες πτυχές που καθορίζουν τις κοινωνικές ιδιότητες της καθημερινής ζωής στο επίπεδο της γειτονιάς. Μπορούμε να περιγράψουμε μια κατηγοριοποίηση του δημόσιου και του ιδιωτικού, προκειμένου να εμβαθύνουμε στον τρόπο που αλληλοδιαπλέκονται ή αλληλοαποκλείονται, με βασικό παράγοντα τις μεταξύ τους σχέσεις και έννοιες. Μια πρώτη παρατήρηση είναι πως σε αντίθεση με τον τρόπο και τις λέξεις που συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε μιλώντας για τον χώρο, «το δημόσιο και το ιδιωτικό δε συγκροτούν μια σχέση άσπρου-μαύρου». «Η σχέση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, τόσο σαν έννοιες, όσο και σαν χωρικές διατάξεις, εκφράζεται με μία τέτοια ποικιλία διευθετήσεων, που μόνο στατική δε μπορεί να χαρακτηριστεί».54 Οι διαβαθμίσεις και οι ποικιλίες που συναντώνται ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες αποτελούν ένα ιδιαίτερο πεδίο αναφοράς και μας οδηγούν στην αναγνώριση δύο νέων όρων, που βρίσκονται στα σύνορα αυτού του ενδιάμεσου χώρου, του κατωφλιού, το “ημι-δημόσιο” και το ‘ημι-ιδιωτικό”. 52 Hannah Arendt, The human condition, United States, University of Chicago Press, 1958 53 Βλαβιανού, Αντιγόνη, «Χώροι ημι-δημόσιοι και ιδιωτικοί στην ελληνογαλλική μεταπολεμική πεζογραφία», περιοδικό Σύγκριση/Comparai son, τχ. 13, Αθήνα, Οκτώβριος 2002, σελ. 139-155. 54 Hannah Arendt, The human condition, United States, University of Chicago Press, 1958

41


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

|Εικόνα 19| Διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας

42


Διαβαθμίσεις Ιδιωτικότητας

Το κατώφλι έχει ημι-δημόσιο και ημι-ιδιωτικό χαρακτήρα και φέρει χαρακτηριστικά τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό χώρο. Το ημι-δημόσιο και το ημι-ιδιωτικό είναι μια ζώνη μετάβασης μεταξύ του προσωπικού χώρου του ανθρώπου και της εκτεθειμένης κοινής ζωής. Αυτά τα σύνορα καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των δύο ζωνών με γνώμονα την επικοινωνία. Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζεται αυτή η περιοχή, η σχέση αυτή μπορεί να είναι ανοιχτή, κλειστή ή φιλτραρισμένη.Σύμφωνα με τον Gauss , «η ιδιωτικότητα και η δημοσιότητα μιας περιοχής εξαρτάται από τον βαθμό πρόσβασης, ενδιαφέροντος και δυνατότητας παρέμβασης στην περιοχή αυτή». Αυτό σημαίνει ότι αν περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν ένα χώρο ή μπορούν να έχουν πρόσβαση στο χώρο, ο χώρος αυτός χαρακτηρίζεται “πιο δημόσιος”. Στο όριο μεταξύ του ημι-δημόσιου και του ημι-ιδιωτικού μπορούν να υπάρξουν πολλές αποχρώσεις που επιτρέπουν τη σταδιακή μετάβαση και οι οποίες μπορούν να αναπτύξουν μεγάλο βαθμό αλληλεπίδρασης, σε σημείο που να μην είναι ακριβές αν είναι “πιο δημόσιες” ή “πιο ιδιωτικές”. Ανάλογα τον βαθμό διαπερατότητας αυτών των ενδιάμεσων περιοχών, το κατώφλι λειτουργεί ως σύνδεση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού του κτηρίου ή των ενοίκων και της εξωτερικής αυλής - πεζοδρομίου. Ο βαθμός αλληλεπίδρασης αυτής της ζώνης μπορεί να αλλάξει το επίπεδο επικοινωνίας το οποίο με τη σειρά του μπορεί να ενισχύσει την “αίσθηση της ύπαρξης” στην περιοχή. Σχεδιάζοντας το ημι-δημόσιο και το ημι-ιδιωτικό δημιουργείται ένα νέο επίπεδο επικοινωνίας και η έννοια του χώρου βελτιώνεται για τους χρήστες. Με αυτή τη νέα ιδιότητα του χώρου, μπορεί να αναπτυχθεί η αίσθηση της γειτονιάς σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα.

|Εικόνα 20| Διάγραμμα Alison Smithson για το Golden Lane Project

43


4

Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

4.1 Η ταυτότητα της πόλης και η σημασία του κατωφλιού «Στα προάστια και στις φτωχογειτονιές η ζωτική σχέση ανάμεσα στο σπίτι και το δρόμο επιβιώνει, παιδιά τρέχουν γύρω, (ο δρόμος είναι συγκριτικά ήσυχος), άνθρωποι σταματούν και μιλάνε, αποσυναρμολογημένα οχήματα είναι παρκαρισμένα (στους πίσω κήπους υπάρχουν περιστέρια και κουνάβια και τα μαγαζιά είναι στη γωνία), γνωρίζεις τον γαλατά, ΕΣΥ βρίσκεσαι έξω από το σπίτι ΣΟΥ, που είναι στον δρόμο ΣΟΥ. Οι δρόμοι θα ήταν ΤΟΠΟΙ και όχι διάδρομοι και μπαλκόνια. Λεωφόροι όπου υπάρχουν μαγαζιά, ταχυδρομικά κουτιά, τηλεφωνικοί θάλαμοι»55 Ήδη από το 9ο CIAM οι Smithsons μίλησαν για τη φιλοσοφία του «κατωφλιού» διευκρινίζοντας ότι η βασική σχέση μεταξύ των ανθρώπων και της ζωής ξεκινά με την επαφή στο κατώφλι ανάμεσα στο σπίτι και τον δρόμο. Οι Smithsons μιλούν για τα κατώφλια στην πόλη και θεωρούν ότι Κατοικία, Δρόμος, Συνοικία αποτελούν «στοιχεία της πόλης». Ασκούν κριτική στα συγκροτήματα κατοικιών που κατασκευάστηκαν με αυτά τα στοιχεία, ότι στερούνται ζωτικής ποιότητας και κατ’ επέκταση ταυτότητας. Φέρνοντας ως παράδειγμα και πρότυπο κοινωνικής ζωής τις Bye – Law Streets και γενικά τους δρόμους στα προάστια και τις φτωχογειτονιές, αναφέρουν ότι το αίσθημα ασφάλειας και κοινωνικού δεσμού που επικρατεί, οφείλεται στην απλή διάταξη των κατοικιών στον δρόμο (περίπου σαράντα κατοικίες εφάπτονται σε έναν ανοιχτό χώρο, τον δρόμο). Αποτελεί το κύριο έδαφος για επικοινωνία των κατοίκων, λειτουργεί ως παιδική χαρά για τα παιδιά και παρέχει ανοιχτό χώρο για δημόσιες συγκεντρώσεις. Η ύπαρξη ζωής και στις δύο πλευρές της Bye – Law Street, ήταν το στοιχείο, στο οποίο οφειλόταν καθαρά η κοινωνική ζωντάνια του δρόμου αυτού. Ο δρόμος λειτουργεί όχι μόνο σαν σημείο πρόσβασης, αλλά και σαν «αρένα κοινωνικής έκφρασης».56 Η αφήγηση αυτή θυμίζει σε κάποιο βαθμό την αντίληψη του Benjiamin για το πορτραίτο της πόλης, όχι για τη μορφή, αλλά για τις ροές που δημιουργούνται και τις περιοχές μετάβασης και διαλόγου ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο. Εδώ ακριβώς, ίσως να κρύβεται και η χαμένη ταυτότητα των πόλεων σήμερα. Στη σχέση του δρόμου με την κατοικία, του δημόσιου με το ιδιωτικό. Ο δρόμος θα μπορούσε να αποτελεί έναν ενδιάμεσο χώρο που ναι μεν διαχωρίζει, αλλά ταυτόχρονα ενώνει τις δύο αυτές καταστάσεις. Η ιδέα του “δρόμου” είναι λοιπόν, αυτό που έχει ξεχαστεί και όχι η πραγματικότητα του. Η δημιουργία αποτελεσματικών χώρων για την κοινωνική διαβίωση. 55 Alison Smithson, Peter Smithson, The Shifts of Ideas from the Golden Lane Proposal to the Robin Hood Gardens, Newcastle, 2014  56 Αlison Smithson, Team X Primer, The MIT Press, 1974

45


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

|Εικόνα 21|

«Οι λέξεις όπως “ταυτότητα , ένταξη, φιλαλληλία, είναι έννοιες παρμένες από καθημερινές κοινωνικές σκηνές, οι οποίες στη σημερινή πόλη δεν βρίσκουν έδαφος να αναπτυχθούν. Το έδαφος αυτό, μπορεί να το προσφέρουν χώροι ενδιάμεσου – “κατωφλικού” χαρακτήρα, ώστε οι κοινωνικές επαφές των κατοίκων όχι μόνο να έρθουν ξανά στο προσκήνιο, αλλά και να απασχολήσουν στρατηγικές σχεδιασμού, τόσο στην κλίμακα της κατοικίας, όσο και της πόλης»57 57 Herman Hertzberg, Architecture and Structuralism: The Ordering of Space,Denmark, 010 publishers, 2016

46


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

Σύμφωνα με την Alison Smithson, «για να μπορέσει η νέα αστική υποδομή να οδηγήσει σε μια κοινωνία σχεδιασμένη από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο, μια κοινωνία κατανοητή, που θα αναπτύσσεται με συνοχή, πρέπει οι δρόμοι και τα συστήματα επικοινωνίας να αναπτυχθούν σαν μέρος της αστικής υποδομής, να καταλάβουμε την εμπλοκή της ροής και της κίνησης στην ίδια την αρχιτεκτονική».58 Η διαπίστωση αυτή, είναι ιδιαίτερα σημαντική και έχει τη δυνατότητα να μεταφραστεί σε όλες τις κλίμακες, προσφέροντας μία αναλογία της έννοιας του δρόμου με τους ενδιάμεσους χώρους μετάβασης. Κρίνονται, έτσι, οι χώροι αυτοί ως ιδιαίτερα σημαντικοί για την κοινωνική συνοχή των κατοίκων τόσο των κτηρίων όσο και των πόλεων. Ο οικισμός στο Δίστομο Βοιωτίας, έργο κομβικό του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη, παρουσιάζεται στο τελευταίο κεφάλαιο της «Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής» του Kenneth Frampton, ως ένα από τα πλέον σημαντικά οικιστικά πρότυπα των τελευταίων δεκαετιών. Η αναφορά στους Αντωνακάκη σε αυτό το σημείο δεν είναι τυχαία. Η επίδραση που είχαν οι ιδέες των Jacob Bakema, Aldo van Eyck και των Alison και Peter Smithson στους Αντωνακάκη είναι πολύ σημαντική. «Τα σημεία επαφής με το Team X είναι πολυεπίπεδα, τόσο σε σχέση με τον κοινωνικό ρόλο του αρχιτέκτονα, όσο και με την αρχιτεκτονική σε όλες τις κλίμακες εφαρμογής της. Στόχος των αρχιτεκτόνων στο Δίστομο ήταν η πραγματοποίηση ενός οικισμού που δημιουργεί τις προϋποθέσεις επαφής και συνάντησης των κατοίκων στον δημόσιο χώρο. Ο χώρος οργανώνεται προς δύο κατευθύνσεις, κατά το πρότυπο που επεξεργάστηκε ο Bakema, σε ζώνες με τοίχους παράλληλα προς τις υψομετρικές του εδάφους όπου τοποθετούνται εναλλάξ οι κατοικίες και οι δρόμοι, και σε ζώνες κάθετες οι οποίες παραλαμβάνουν, τα δίκτυα παροχής ενέργειας (ηλεκτρισμού, ύδρευσης, θέρμανσης, αποχέτευσης) οι οποίες δυστυχώς δεν υλοποιήθηκαν. |Εικόνα 22| Οικισμός στο Δίστομο Βιωτίας

58 Alison Smithson, Peter Smithson, The Shifts of Ideas from the Golden Lane Proposal to the Robin Hood Gardens, Newcastle, 2014

47


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

|Εικόνα 23| Οικοσμός στο Δίστομο Βιωτίας

Κοινό σημείο είναι ο αρχιτεκτονικός λόγος που τοποθετεί τις ανθρώπινες σχέσεις στο επίκεντρό του, στοχεύοντας στην υπεύθυνη πράξη της κατασκευής».59 Η γεωμετρική διάταξη που προκύπτει έχει ως συνέπεια την σταθερή εναλλαγή ανοικτών και κλειστών χώρων, ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου «δρόμου-κατοικίας-υπαίθριου χώρου». Αυτός ο συσχετισμός δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, περισσότερο συνήθης σε παραδοσιακούς οικισμούς παρά στις σύγχρονες πόλεις, αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό στα έργα των Αντωνακάκη, από εσωτερικούς χώρους μέχρι οικιστικά συγκροτήματα. Τέτοιοι ενδιάμεσοι, ημιυπαίθριοι χώροι, που μεσολαβούν ανάμεσα στο κλειστό και στο ανοικτό, στην πραγματικότητα είναι διευρυμένα όρια που εντός τους, και εκατέρωθεν, κατασκευάζουν χώρο. Αυτή η αρχιτεκτονική αντίληψη συνέχειας του χώρου, συνδέει το εσωτερικό με το εξωτερικό και επιτρέπει την πρόσβαση μέσα από ενδιάμεσες ζώνες. Η αναγνώριση της αμφισημίας αυτής του ορίου για τους Αντωνακάκη, αποτελούσε επίσης ένα εργαλείο βαρύνουσας σημασίας και για το ΤΕΑΜ Χ και κυρίως για τον Van Eyck. Για τον van Eyck το πέρασμα από τον ένα χώρο στον άλλο («πόρτα – είσοδος κατώφλι»), αποτελούσε αφετηρία της αρχιτεκτονικής του σκέψης. Επηρεασμένος από την έννοια του ενδιάμεσου (‘in-between’), του φιλοσόφου Marin Buber, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την δημιουργία κοινότητας, ο van Eyck χρησιμοποιούσε στην αρχιτεκτονική το παράδειγμα της αναπνοής του ανθρώπου, που εισπνέει και εκπνέει εναλλάξ, σε πλήρη ισορροπία. Έτσι ο ενδιάμεσος χώρος, το υβριδικό κατώφλι, γίνεται το κρίσιμο σημείο μετάβασης από έξω-μέσα, μια ‘στιγμή’ παύσης ανάμεσα στην πόλη και την κατοικία. 59 Παναγιώτης Πάγκαλος, Εργάζομαι άρα Κατοικώ, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2012

48


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

|Εικόνα 24| Οικοσμός στο Δίστομο Βιωτίας

Στο σημείωμα της, «Πόρτες και κατώφλια - Το νόημα της μετάβασης από το ίδιο στο άλλο», η Σουζάνα Αντωνακάκη αναφέρεται στον Gaston Bachelard, ο οποίος επισημαίνει το διττό νόημα που υποδηλώνει το κατώφλι ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, όχι μόνον στον χώρο, αλλά και στον χρόνο. Αν και το κατώφλι στον Οικισμό του Διστόμου, το ‘Δίπυλο’, δεν υπάρχει πια, η αλληλοδιείσδυση ιδιωτικού και δημόσιου χώρου που επιτρέπει στους ενοίκους του οικισμού να είναι μαζί και χώρια, επιτυγχάνεται και με το γεφύρωμα των δρόμων από τις κατοικίες. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι αυτό, το ξεχασμένο από τους μοντέρνους ταπεινό “κατώφλι”, αποτελεί τον τίτλο της συλλογής κειμένων της Σουζάνας Αντωνακάκη, αλλά και την τελευταία ενότητα του TEAM 10 Primer που επιμελείται η Alison Smithson. Στο κεφάλαιο “Doorstep” αναρωτιέται ποια είναι η πραγματικότητα της πόρτας, εκεί όπου διαιρούμαστε στα δύο: «Λοιπόν, ίσως η αληθινή πραγματικότητα μιας πόρτας είναι το τοπικό υπόβαθρο μιας θαυμάσιας ανθρώπινης χειρονομίας: συνειδητή άφιξη και αναχώρηση». Το κατώφλι, όπως και η πόρτα, είναι ένας χώρος δισταγμού και απόφασης, ταυτόχρονα ένα τέλος και μια αρχή. Η χωρική τους αμφισημία ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, ορίζουν, όπως ισχυρίζεται και ο Simmel, «έναν πραγματικό χώρο επιλογής και ελευθερίας».

49


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

4.2 Δρόμος «Εκείνα τα χρόνια, ο δρόμος αποτελούσε προέκταση του σπιτιού ως ιδιωτικός χώρος και, συνεπώς, τους δρόμους, ως χώρους ανοιχτούς, ήταν δυνατόν να τους οικειοποιούνται οι γείτονες που τους κατοικούσαν ως χώρους κλειστούς εντέλει. Σήμερα, όμως, η ανασυγκρότηση και ο καταμερισμός των κατοίκων μιας πόλης σε χωριστά διαμερίσματα έχει ως φυσική συνέπεια τον περιορισμό και την αναδίπλωση της κάθε οικογένειας στο εσωτερικό του οικογενειακού κελύφους, πράγμα που επηρέασε σημαντικά — και δη αρνητικά — τις σχέσεις γειτνίασης των κατοίκων του ίδιου δρόμου».60

|Εικόνα 25| 60 Βλαβιανού, Αντιγόνη, «Χώροι ημι-δημόσιοι και ιδιωτικοί στην ελληνογαλλική μεταπολεμική πεζογραφία», περιοδικό Σύγκριση/Comparai son, τχ. 13, Αθήνα, Οκτώβριος 2002, σσ. 139-155.

50


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

«Πέρα από την εξώπορτά μας ή την πόρτα του φράχτη αρχίζει ένας κόσμος με τον οποίο σήμερα δεν έχουμε μεγάλη σχέση. Ένας κόσμος στον οποίο μόλις και μετά βίας μπορούμε να ασκήσουμε κάποια επιρροή».61 Υπάρχει ένα αυξανόμενο συναίσθημα ότι πέρα από την πόρτα μας είναι ένας εχθρικός κόσμος, βάνδαλος, επιθετικός, όπου νιώθουμε μάλλον απειλή παρά οικειότητα. «Όμως το να πάρει κανείς αυτό το διάχυτο συναίσθημα ως αφετηρία για τον πολεοδομικό σχεδιασμό θα ήταν ολέθριο».62 Σίγουρα θα ήταν πολύ καλύτερο να επιστρέψουμε στο αισιόδοξο και ουτοπικό μοντέλο του «επαναστατημένου δρόμου», το οποίο μπορούσαμε τόσο καθαρά να δούμε πριν από μόλις τρείς δεκαετίες. «Εμπνευσμένοι από τον μεταπολεμικό υπαρξιακό ζήλο για ζωή, ο δρόμος μπορεί και πάλι να ιδωθεί ως το κοινόχρηστο καθιστικό της γειτονιάς που ήταν κάποτε».63 Ως τόπος δηλαδή που είναι δυνατό να υπάρξει κοινωνική επαφή. Η ιδέα ότι οι κοινωνικές σχέσεις μπορεί ισως να τονωθούν μέσα από την αποτελεσματική εφαρμογή των αρχιτεκτονικών μέσων απαντάται ήδη από τους Team 10 και ιδιαίτερα στο περιοδικό τους «Forum», όπου κατ’ επανάληψη αναπτύσσεται αυτό το θέμα. Η απαξίωση της έννοιας του δρόμου σήμερα, σύμφωνα με τον Hertzberger, μπορεί να αποδοθεί στους ακόλουθους παράγοντες: • Την αύξηση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων και την προτεραιότητα που της έχει δοθεί. • Την απερίσκεπτη οργάνωση των περιοχών πρόσβασης στις κατοικίες, ιδιαίτερα στις αντικριστές εξώθυρες των έμμεσων και απρόσωπων διόδων προσπέλασης, τις στοές, τους διαδρόμους, τους ανελκυστήρες, τα στεγασμένα περάσματα, που μειώνουν την επαφή με το επίπεδο του δρόμου. • Την κατάργηση του κοινόχρηστου χαρακτήρα του δρόμου εξαιτίας της ελεύθερης χωροθέτησης των κτηριακών όγκων.

• Την βελτίωση στο μέγεθος και την ποιότητα της κατοικίας που σημαίνει ότι οι άνθρωπο ξοδεύουν πολύ περισσότερο χρόνο μέσα στο σπίτι τους και λιγότερο στο δρόμο.

• Το ότι όσο καλύτερες είναι οι οικονομικές συνθήκες για τους ανθρώπους, τόσο λιγότερο νιώθουν ο ένας την ανάγκη του άλλου, ως γείτονες και τείνουν όλο και λιγότερο να κάνουν πράγματα από κοινού.

61 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005 62 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005  63 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005

51


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Η έννοια του ενδιάμεσου είναι το κλειδί για να εξαλειφθεί η απότομη διαίρεση μεταξύ περιοχών με διαφορετικές διεκδικήσεις, όπως είναι ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος, ο δρόμος και η κατοικία. Η λύση επομένως είναι να δημιουργούνται ενδιάμεσοι χώροι, οι οποίοι παρότι σε διαχειριστικό επίπεδο θα ανήκουν είτε στη σφαίρα του δημοσίου, είτε στη σφαίρα του ιδιωτικού, θα είναι εξίσου προσπελάσιμοι και από τις δύο πλευρές, δηλαδή θα είναι απόλυτα αντιληπτό και στις δύο ότι ο “άλλος” θα κάνει χρήση αυτών των περιοχών. Με την προϋπόθεση ότι ενσωματώνουμε τις κατάλληλες χωρικές προτάσεις στο σχεδιασμό μας, οι κάτοικοι θα τείνουν περισσότερο να επεκτείνουν τη σφαίρα επιρροής τους προς τα έξω, προς τον κοινόχρηστο χώρο, προς τον δρόμο. Ακόμα και μια ασήμαντη διευθέτηση, με τη μορφή της κατάλληλης χωρικής διαρρύθμισης της εισόδου, μπορεί να είναι αρκετή για να ενθαρρύνει την επέκταση της προσωπικής σφαίρας επιρροής και έτσι η ποιότητα του δημόσιου χώρου θα αυξηθεί σημαντικά.

|Εικόνα 26|

52

|Εικόνα 27|


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

|Εικόνα 28|

Περιπτώσεις που ο δρόμος χρησιμεύει ως τέτοιος ενδιάμεσος χώρος και κοινόχρηστη επέκταση των κατοικιών είναι οικείες στην ελληνική αρχιτεκτονική. Ανάλογα με το κλίμα, είναι περισσότερο δημοφιλείς είτε οι ηλιόλουστες πλευρές είτε οι σκιερές περιοχές, αλλά «σε κάθε περίπτωση η μηχανοκίνητη κυκλοφορία απουσιάζει ή τουλάχιστον είναι αρκετά μακριά, ώστε να μην εμποδίζει τους κατοίκους από το να βλέπουν και να ακούν ο ένας τον άλλον»64 Για παράδειγμα, οι «δρόμοι – καθιστικά», είναι οι δρόμοι που δεν λειτουργούν αποκλειστικά ως δρόμοι κυκλοφορίας και είναι οργανωμένοι έτσι ώστε να υπάρχει χώρος και για το παιχνίδι των παιδιών. «Άλλοτε η είσοδος ενός σπιτιού αποτελούσε ένα είδος “θεωρείου”, όπου οι ένοικοι έβγαζαν τις καρέκλες τους και κάθονταν με τις ώρες χαζεύοντας την κίνηση του δρόμου. Σήμερα, όμως, η είσοδος της πολυκατοικίας αποτελεί απλώς τον «εμπρός από το σπίτι σου» ημι-δημόσιο χώρο, όπου σπάνια συμβαίνει να συναντήσεις τους άλλους ενοίκους της και να ανταλλάξεις μια κουβέντα μαζί τους».65 Οι μικρές στοές, τα περάσματα πάνω από τον δρόμο, τα αψιδωτά στέγαστρα είναι τρόποι που χρησιμοποιεί η παραδοσιακή αρχιτεκτονική για να φέρει σε επικοινωνία τους κατοίκους κάνοντας δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο. 64 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005 65 Βλαβιανού, Αντιγόνη, «Χώροι ημι-δημόσιοι και ιδιωτικοί στην ελληνογαλλική μεταπολεμική πεζογραφία», περιοδικό Σύγκριση/Comparai son, τχ. 13, Αθήνα, Οκτώβριος 2002, σσ. 139-155.

53


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Ο Milan Kundera στην “Αθανασία” γράφει για τη σχέση της οδού, γραμμής που συνδέει απλά ένα σημείο με ένα άλλο, και του δρόμου ο οποίος αποτελεί μια τιμητική προσφορά στον χώρο: «H οδός δεν έχει κανένα νόημα, έχουν νόημα μόνο τα δύο σημεία που συνδέει, είναι μια θριαμβευτική υποτίμηση του χώρου… Ο χρόνος της ζωής έχει καταντήσει απλό εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδήσουμε με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα. Πριν ακόμα εξαφανιστούν από το τοπίο οι δρόμοι, εξαφανίστηκαν από την ανθρώπινη ψυχή. Υπάρχουν άραγε ακόμα περιθώρια στη ζωή και στην αρχιτεκτονική για κατώφλια, μετάβαση από τον κόσμο των οδών στον κόσμο των δρόμων;»

54


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

4.3 Στοά «Οι στοές με την προαιώνια ιστορία τους και τον διττό χαρακτήρα τους, αποτελούν με την αμφισημία τους, τα στοιχεία μετάβασης, τις γέφυρες ανάμεσα σε δύο περιοχές, τις αρθρώσεις που παραπέμπουν σε ποιότητες γνώριμες στον μεσογειακό χώρο, όπου το ύπαιθρο το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου “κατοικείται”»66

|Εικόνα 29|

Οι στοές εξυπηρετούσαν την εκμετάλλευση του ακάλυπτου εσωτερικού χώρου των οικοδομικών τετραγώνων, ήταν κατασκευές εμπορικού χαρακτήρα, απόλυτα εναρμονισμένες με την τάση για διεύρυνση των περιοχών λιανικού εμπορίου προς ένα νέο αγοραστικό κοινό, που υπήρχε τον 19ο αιώνα. Με αυτό τον τρόπο προέκυψε ένα δίκτυο πεζοδρόμων στον πυρήνα των εμπορικών κέντρων. Η αρχή της στοάς κέρδισε την επικαιρότητα, όταν ο κυκλοφοριακός φόρτος στους δρόμους των αστικών κέντρων έγινε τόσο μεγάλος, ώστε προέκυψε η ανάγκη περιοχών αποκλειστικά για πεζούς, δηλαδή «ένα ξεχωριστό “σύστημα” για πεζούς παράλληλα με το υφιστάμενο πλέγμα των δρόμων».67 66 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010  67 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005

55


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Μια στοά έχει περισσότερο ή λιγότερο δημόσιο χαρακτήρα, ανάλογα με την επεξεργασία της, τις αναλογίες, τα υλικά, τη θέση της στο σύνολο του κτισμένου χώρου, την οργάνωση της κίνησης εντός αλλά και εκτός της περιοχής της, τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται από τον δρόμο, τη διέλευση ή την είσοδο σε αυτήν από συγκεκριμένες θέσεις. «Το μέσα και το έξω γίνονται τόσο πολύ σχετικά μεταξύ τους, ώστε δεν μπορείς να πεις με σιγουριά αν βρίσκεσαι στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό ενός κτηρίου ή στον χώρο που συνδέει δύο ξεχωριστά κτήρια. Στο βαθμό που η αντίθεση μεταξύ κτηριακών όγκων και δρόμου χρησιμεύει στη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, τα όρια του περίκλειστου ιδιωτικού χώρου ξεπερνιούνται με την ενσωμάτωση των στοών. Ο εσωτερικός χώρος γίνεται πιο προσιτός, ενώ το πλέγμα των δρόμων γίνεται πιο σφιχτό. Η πόλη αναστρέφεται μέσα – έξω, τόσο χωρικά όσο και σε ότι αφορά την αρχή της προσπελασιμότητας».68 Στην περίπτωση της παρόδιας στοάς, το όριο μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, μέσα και έξω, μετατοπίζεται. Η περιοχή μπροστά από την είσοδο είναι και πάλι ένας δρόμος, όμως αυτή τη φορά στεγασμένος. Αναπόφευκτα η χρήση της συγκεκριμένης περιοχής, αν και παρουσιάζει πιθανές ομοιότητες με αυτή του κοινού δρόμου, πιθανώς να χρησιμοποιείται με περισσότερους τρόπους και υπό άλλες συνθήκες. Το ισχυρό όριο της εκτεταμένης εισόδου του κτιρίου μεταλλάσσεται σε ευρύτερη οριακή ζώνη εισόδου, προστατευμένη από τις καιρικές συνθήκες, που είναι προσπελάσιμη και αντικαθιστά το εκτοπισμένο απότομο όριο.

|Εικόνα 30|

|Εικόνα 31|

68 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005

56


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

Η έννοια της στοάς περιέχει την αρχή ενός νέου συστήματος προσπελασιμότητας, με το οποίο το όριο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού μετατοπίζεται και κατά συνέπεια εξαλείφεται εν μέρει. Το αποτέλεσμα είναι η ιδιωτική επικράτεια, τουλάχιστον χωρικά, να γίνεται πιο δημόσια προσπελάσιμη. «Η ποιότητα του χώρου του δρόμου και των κτηρίων θα πρέπει να εξετάζονται σε συσχετισμό μεταξύ τους. Ένα μωσαϊκό αλληλοσυσχετισμών – όπως φανταζόμαστε ότι είναι η αστική ζωή – ζητά μια χωρική οργάνωση, στην οποία η κτισμένη μορφή και ο εξωτερικός χώρος (που ονομάζουμε δρόμο) θα αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία, με τη χωρική έννοια, κατά συνέπεια, αλληλένδετα στο σχηματισμό τους».69 Δηλαδή, μια χωρική οργάνωση, στην οποία η κτισμένη μορφή και ο εξωτερικός χώρος προσφέρουν τη μέγιστη προσπελασιμότητα για αλληλοδιείσδυση με τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο να γίνονται λιγότερο σαφή τα όρια μεταξύ εξωτερικού και εσωτερικού, αλλά επίσης να απαλύνεται η απότομη διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Η πλέον προφανής έκφραση αυτού του μηχανισμού προσπελασιμότητας αποτυπώθηκε στις στοές και για αυτό η αρχή της στοάς εξακολουθεί να χρησιμεύει ως παράδειγμα ακόμα και σήμερα.

|Εικόνα 32| 69 Herman Hertzberger, Lessons for students of architecture, Rotterdam, 010 Publishers, 2005

57


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

4.4 Είσοδος – Πεζοδρόμιο – Εξωτερική Αυλή «Όσον αφορά το χώρο μπρος από την κατοικία, είναι ένας χώρος ημι-δημόσιος που λειτουργεί ως πέρασμα από τον έσω στον έξω χώρο και αντιστρόφως. Είναι επίσης η είσοδος της πολυκατοικίας, το κατώφλι της. Τέλος, είναι κάτι που μετέχει συγχρόνως του εμπρός και του όπισθεν της πόρτας της εισόδου, του δημόσιου και του ιδιωτικού, του προφυλαγμένου-προστατευμένου και του απροστάτευτου-εκτεθειμένου».70 «Σε ένα αστικό περιβάλλον, η σχέση των αισθήσεων, της επικοινωνίας και των διαστάσεων είναι ένα σημαντικό θέμα για να μιλήσουμε για ένα δημόσιο χώρο».71 Το σημείο εκκίνησης για τον σχεδιασμό ενός υπαίθριου χώρου με ανθρωπιστικό χαρακτήρα, ξεκινάει με γνώμονα τον ανθρώπινο σώμα και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Κάθε χώρος έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα και πρέπει να αντιμετωπιστεί με συγκεκριμένα εργαλεία σχεδιασμού κατά τη δημιουργία του. Ο Gehl αναφέρει ως αρχιτεκτονικό εργαλείο που ρυθμίζει τα επίπεδα προστασίας της ιδιωτικής ζωής στην εξωτερική αυλή – εξωτερικό χώρου του κτηρίου, την οπτική σύνδεση με το περιβάλλον· την απόσταση και το επίπεδο οπτικής επαφής. Το επίπεδο της οπτικής σύνδεσης με το περιβάλλον επηρεάζει άμεσα την αίσθηση ιδιωτικότητας ενός ατόμου. Όταν βλέπει κανείς καλύτερα και πιο λεπτομερώς, το επίπεδο ιδιωτικότητας μειώνεται. Σε αυτή την περιοχή το επίπεδο κινητικότητας έχει άμεση επιρροή στην επικοινωνία και αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τον εξωτερικό χώρο. Όσο διευρύνεται η επικοινωνία, η ιδιωτικότητα ατονεί. Η επικοινωνία με τον εξωτερικό χώρο του κτηρίου ή την εξωτερική αυλή διαμορφώνεται ακόμα με πράσινα στοιχεία. «Τα δέντρα είναι πολύτιμα σημάδια στη γη που θα πρέπει να κατευθύνουν την αρχιτεκτονική πρόταση. Είναι από αυτά τα “εμπόδια” που προκαλούν τη φαντασία και γονιμοποιούν ιδέες».72 «Η αισθητηριακή διέγερση συνδέεται άμεσα με τις “αισθήσεις απόστασης”: όραση, ακοή και μυρωδιά, και τις “κοντινές αισθήσεις”: συναίσθημα και γεύση» Α. Απόσταση Η πληροφορίες που αντιλαμβανόμαστε από τον εξωτερικό κόσμο, αλλάζουν ανάλογα την απόσταση, την οριζόντια ή την κάθετη. 70 Βλαβιανού, Αντιγόνη, «Χώροι ημι-δημόσιοι και ιδιωτικοί στην ελληνογαλλική μεταπολεμική πεζογραφία», περιοδικό Σύγκριση/Comparai son, τχ. 13, Αθήνα, Οκτώβριος 2002, σσ. 139-155. 71 Jan Gehl, Life Between Buildings: Using Public Space, Κοπεγχάγη, Island Press, 2011 72 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010

58


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

Σύμφωνα με τον Edvard T. Hall, «οι κρυφές διαστάσεις των τεσσάρων επιπέδων επικοινωνίας μπορούν να οριστούν ωςτέσσερις διαφορετικές κατηγορίες: δημόσια, κοινωνική, προσωπική και οικεία απόσταση».

Δημόσια Απόσταση

35 μ.

22 - 25 μ.

7 μ.

Οικεία Κοινωνική Προσωπικη Απόσταση Απόσταση Απόσταση

3,7 μ.

1,2 μ.

0.45 μ.

0.0 μ.

|Εικόνα 33|

• Σε οριζόντια απόσταση 35 μέτρων, η επικοινωνία μπορεί να πραγματοποιηθεί με δυνατή φωνή

• Σε οριζόντια απόσταση 22 - 25 μέτρων μπορεί κανείς να αποκωδικοποιήσει με ακρίβεια την έκφραση του προσώπου και τα κυρίαρχα συναισθήματα, ενώ μπορεί να ανταλλάξει ένα σύντομο μήνυμα

• Μέσα στο εύρος των 7 μέτρων, όλες οι αισθήσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

Αυτό το επίπεδο είναι το σημαντικό όριο για τον σχεδιασμό της εξωτερικής αυλής για την καθιέρωση της επικοινωνίας και της αλληλεπίδρασης. Όταν η απόσταση μειωθεί από 7 σε 3,7 μέτρα, ο χρήστης μπορεί να πάρει πιο λεπτομερή εικόνα και δημιουργεί μια ολοκληρωμένη συνομιλία. Όσο αφορά την «κοινωνική απόσταση», αυτή περιγράφεται μεταξύ απόστασης 3,7 και 1,2 μέτρων. Σε τέτοια απόσταση μπορεί κανείς να κάνει την καθημερινή συζήτηση και να ανταλλάξει απλές πληροφορίες. Είναι η πιο ουδέτερη και άνετη απόσταση για να αναπτυχθεί επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζονται καλά μεταξύ τους. Όσο αφορά την «προσωπική απόσταση», αυτή εμφανίζεται όταν η επικοινωνία γίνεται μεταξύ φίλων ή μελών της οικογενείας και κατά τη διάρκεια κοινωνικών συνευρέσεων. Η απόσταση είναι μεταξύ 1,2 και 0,45 μέτρων. Τέλος, όσο αφορά την «οικεία απόσταση, η οποία είναι μεταξύ 0,0 και 0,45 μέτρων, είναι γνωστή ως απόσταση αγάπης. Στη ζώνη αυτή, η ζεστή προσωπική επικοινωνία εκδηλώνεται με το κράτημα, την επαφή ή το φιλί.

59


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Β. Επίπεδο οπτικής επαφής Από όλες τις αισθήσεις, η όραση είναι μία από τις κυρίαρχες ανθρώπινες αισθήσεις που βοηθά ένα άτομο να προσανατολιστεί και να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο, και ως εκ τούτου ρυθμίζει το βαθμό προστασίας της ιδιωτικότητας. «Η αίσθηση της όρασης έχει ουσιαστικά αναπτυχθεί σε οριζόντιο επίπεδο. Το οριζόντιο επίπεδο είναι ευρύτερο από το κάθετο και έτσι οι άνθρωποι βλέπουν και λαμβάνουν περισσότερες πληροφορίες για το περιβάλλον τους και προσανατολίζονται εύκολα».73 Όπως εξηγεί ο Gehl, όταν περπατάμε, βλέπουμε ως επί το πλείστον το περιβάλλον που περιβάλλεται, λυγίζοντας το κεφάλι μας δέκα μοίρες (10°). Στο οριζόντιο οπτικό πεδίο, τα ανθρώπινα μάτια επικεντρώνονται για να επικοινωνήσουν και να αλληλεπιδράσουν όταν περπατάμε στο ισόγειο. Η οπτική επικοινωνία εσωτερικού – εξωτερικού, ιδιωτικού – δημόσιου, αναπτύσσεται κυρίως στους δύο πρώτους ορόφους και γι’ αυτό το επίπεδο αυτό είναι το πιο σημαντικό όριο για τη ρύθμιση του επιπέδου προστασίας της ιδιωτικής ζωής του εσωτερικού. «Μπορούμε να δούμε εύκολα από 6,5 έως και 13,5 μέτρα. Πάνω από τον πέμπτο όροφο η οπτική επαφή γίνεται θολή και πιο δυσδιάκριτη».74

Threshold 13,5 μ.

Major Threshold 6,5 μ. 2,4 μ.

Threshold

|Εικόνα 34| Οπτική επαφή σύμφωνα με τον Jan Gehl

73 Jan Gehl, Life Between Buildings: Using Public Space, Κοπεγχάγη, Island Press, 2011 74 Jan Gehl, Life Between Buildings: Using Public Space, Κοπεγχάγη, Island Press, 2011

60


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

Γ. Επίπεδο κινητικότητας «Η διαμόρφωση της σχέσης δημόσιου – ιδιωτικού, καθώς και των διαβαθμίσεων τους, μπορεί να παραλάβει πλήθος δραστηριοτήτων».75 Ο Gehl διακρίνει τις δραστηριότητες σε δύο κατηγορίες: Πρώτον, οι “απαραίτητες δραστηριότητες” είναι οι τυπικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της μέρας (όπως η εργασία, το περπάτημα κλπ.). Επομένως οι ζώνες στις οποίες εκτελούνται αυτές οι δραστηριότητες είναι πάντα ενεργές. Δεύτερον, οι “προαιρετικές δραστηριότητες”, οι οποίες είναι ψυχαγωγικές και κοινωνικές δραστηριότητες. Όταν ένας χώρος προσελκύει τους χρήστες με τον σχεδιασμό του σε διάφορες δραστηριότητες τότε αυτοί αλληλεπιδρούν και χρησιμοποιούν τους χώρους αυτούς. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν δύο παράγοντες που πείθουν ένα άτομο να χρησιμοποιήσει έναν χώρο. Ο πρώτος είναι η ανθρώπινη παρουσία στον ίδιο χώρο, που θα τον εμπνεύσει, και ο δεύτερος είναι να προσελκύσει άλλους ανθρώπους στον ίδιο χώρο. Για παράδειγμα, «όταν ένα παιδί βλέπει τον φίλο του από ένα παράθυρο, πηγαίνει μαζί του για να παίξει».76

Δ. Αλληλεπίδραση με το πράσινο στοιχείο Η ποιότητα της ανθρώπινης σχέσης με το περιβάλλον επηρεάζει την ποιότητα της καθημερινότητας, συνειδητά ή ασυνείδητα. «Δεδομένου ότι το ανθρώπινο μυαλό και η ψυχή επηρεάζονται από αυτή την ποιότητα, η σύνθεση του πράσινου παίζει ζωτικό ρόλο στην ανθρώπινη υγεία και ευημερία»77, στο επίπεδο του ατόμου καθώς και της κοινωνίας. Συνεπώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στην οργάνωση του χώρου. Στο αστικό περιβάλλον, η πρόσβαση στους ανοιχτούς υπαίθριους χώρους είναι ένα από τα σημαντικά στοιχεία που υποδεικνύουν τον τρόπο χρήσης τους. «Τα άτομα μπορούν να αλληλεπιδράσουν και να συνδεθούν με τους πράσινους χώρους μόνο αν ο αστικός σχεδιασμός τους επιτρέπει την αλληλεπίδραση». Το χαρακτηριστικό των ορίων (μορφή, σχήμα, υλικό) ρυθμίζει την ποιότητα της οπτικής επαφής. Όσο αφορά την οριοθέτηση των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων οπτικά, η τοποθέτηση πράσινων στοιχείων θα μπορούσε να είναι μια καλή στρατηγική για την εξάλειψη των ορίων. Επίσης η τοποθέτηση επιλεγμένων δέντρων ή θάμνων θα μπορούσε να βοηθήσει στην απομόνωση των περιοχών από θορύβους του έξω κόσμου για την προστασία της ιδιωτικότητας.

75 Jan Gehl, Life Between Buildings: Using Public Space, Κοπεγχάγη, Island Press, 2011 76 Jan Gehl, Life Between Buildings: Using Public Space, Κοπεγχάγη, Island Press, 2011 77 Stephen Kellert, Biophilic Design: The Theory, Science and Practice of Bringing Buildings to Life,Yale, Wiley, 2013

61


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

4.5 Πόρτα Οι είσοδοι, οι πύλες, οι εξώπορτες και πολλές άλλες μορφές ενδιάμεσων χώρων προσφέρουν τη δυνατότητα συμφιλίωσης μεταξύ δύο γειτονικών κόσμων, του έξω και του μέσα. Οι δύο όροι: έξω και μέσα θέτουν στη μεταφυσική ανθρωπολογία προβλήματα που δεν είναι συμμετρικά μεταξύ τους. Η συγκεκριμενοποίηση του μέσα και η τεράστια διεύρυνση του έξω αποτελούν τα πρώτα προβλήματα. «Η αντίθεση ανάμεσα στο συγκεκριμένο και στο απέραντο δεν είναι γνήσια. Με το παραμικρό φανερώνεται η δυσμετρία».78 «Το απέξω και το από μέσα είναι και τα δύο οικεία· είναι πάντα έτοιμα να αντιστραφούν, ν’ ανταλλάξουν την εχθρότητά τους. Αν υπάρχει μια επιφάνεια - όριο ανάμεσα σ’ ένα τέτοιο έξω και ένα τέτοιο μέσα, αυτή η επιφάνεια είναι επώδυνη κι από τις δύο πλευρές»79. Το όριο όπου βρίσκεται «η πόρτα διαχωρίζει δύο σύμπαντα, το εδώ και το εκεί, το ίδιο και το άλλο, το οικείο και το ανοίκειο».80 Η πόρτα είναι φορτισμένη με μύθους και συμβολισμούς. Στις δύο όψεις της το είναι έρχεται αντιμέτωπο με συναισθήματα δισταγμού, περιέργειας, τόλμης, φόβου, πρόκλησης, επιθυμίας, με καλωσορίσματα και κατευόδια. Το κατώφλι, πολύτιμο εργαλείο της αρχιτεκτονικής, παρέμβλημα ανάμεσα σε ένα εσωτερικό και εξωτερικό, είναι ο τόπος του δισταγμού και της επιθυμίας, της υποδοχής και της αναμονής. «Το προοίμιο αυτό της εισόδου συνδέεται άμεσα με τη θύρα και τον μαγικό κόσμο που συμβολίζει».81 Η πόρτα παραπέμπει στο κρυφό και το φανερό, στο οικείο και στο πρωτόγνωρο, στο ανοιχτό και στο κλειστό, αλλά και στη μυστηριώδη περιοχή του μισάνοιχτου. Ο Honoré de Balzac στο δοκίμιο “La theorie de la demarche” αναγνωρίζοντας τη σημασία της κίνησης και της μετάβασης από τη μια κατάσταση στην άλλη γράφει: «θα έφτανε μέχρι την τρέλα κανείς, αν σκεφτόταν πολύ βαθιά τι σημαίνει η πράξη του να ανοίγεις ή να κλείνεις μια πόρτα.» Ο χρόνος κίνησης ή παραμονής μέσα σε ένα κατώφλι παίζει σημαντικό ρόλο ως διαδικασία μετάλλαξης. Ένα πλατύσκαλο μπροστά στην πόρτα είναι εύκολα προσπελάσιμο και άρα σύντομο, ενώ αντίθετα, η αυλή είναι ένα κατώφλι μεγαλύτερης διάρκειας. Στην περίπτωση της πόρτας, χωρισμός και σύνδεση είναι δύο πλευρές του ίδιου ενεργήματος. Η πόρτα θέτει έναν αρμό ανάμεσα στο χώρο του ανθρώπου και σε όσα βρίσκονται εκτός αυτού, αίρει τον χωρισμό ανάμεσα στο μέσα και το έξω, ενώ ακριβώς επειδή μπορεί να ανοίξει, η κλειστότητά της δίνει την αίσθηση μιας εντονότερης απομόνωσης από κάθε τι που βρίσκεται πέρα από αυτόν τον χώρο, σε σύγκριση με έναν απλό μεμονωμένο τοίχο. Συνεπώς, η πόρτα αποτελεί οριακό σημείο μεταξύ οριοθετημένου και απεριόριστου, όχι μόνο ως διαχωριστικό, αλλά κυρίως 78 Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1982  79 Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1982 80 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010 81 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010

62


Εφαρμογές του ενδιάμεσου χώρου

ως δυνατότητα διαρκούς εναλλαγής. Με αυτή την έννοια, βλέπουμε την πόρτα περισσότερο ως μηχανισμό εναλλαγής παρά ως όριο. Παρόμοια, η πρόθεση της εισόδου σχετίζεται με τη λογική που εγκαθιστά το κατώφλι και διαφέρει από αυτή της εξόδου, κάτι που συχνά επηρεάζει το σχεδιασμό, όπως ενδεικτικά παρατηρείται στους ναούς. Πιο συγκεκριμένα στους γοτθικούς ναούς, η είσοδος είναι η μικρότερη μιας σειράς διαδοχικών αψίδων που οδηγούν τον πιστό σταδιακά προς το εσωτερικό. Κατά την αντίστροφη πορεία, δεν παρατηρείται αντίστοιχος σχεδιασμός της εξόδου. «Η πόρτα είναι το όριο ανάμεσα στον ξένο και στον οικιακό κόσμο στην περίπτωση μιας κατοικίας, ανάμεσα στον βέβηλο και τον ιερό κόσμο στην περίπτωση ενός ναού. Επομένως το να διασχίσει κανείς ένα κατώφλι σημαίνει να ενωθεί με έναν νέο κόσμο»82 Ο ανθρωπολόγος εθνογράφος Arnold Van Gennep ορίζει ως “διαβατήριες τελετές”, τη μετάβαση και την ενσωμάτωση. Σύμφωνα με τον ίδιο, η μετάβαση από το ένα στάδιο στο επόμενο, ή από το βέβηλο στο ιερό, είναι τόσο μεγάλη, ώστε θα πρέπει να υπάρχει ένα ενδιάμεσο στάδιο – το οριακό στάδιο (liminal) – το κατώφλι. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η κατανόηση της οριακότητας (liminality) μέσα από τις διαβατήριες τελετές μπορεί να επηρεάσει τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, στον οποίο ο χώρος «λαμβάνει ιδιότητες από τους γειτονικούς του, ενώ εξακολουθεί να παραμένει ανεξάρτητος από αυτούς». Ο πίνακας του Pieter de Hooch αναδεικνύει τη σχέση του μέσα και του έξω, μέσω όχι μόνο των χωρικών διακρίσεων, αλλά κυρίως από την έκφραση των υλικών και τη θερμοκρασία του φωτός που διαφοροποιείται. Το εσωτερικό με τα δροσερά, λαμπερά πλακάκια και τα αυστηρά παράθυρα στο παρασκήνιο, έχουν ψυχρή θερμοκρασία σε αντίθεση με τη ζεστή λάμψη της εξωτερικής πρόσοψης λόγω του φωτός του ήλιου, Η ανοιχτή πόρτα χωρίς κατώφλι κάνει μια ομαλή μετάβαση μεταξύ του σπιτιού και του δρόμου με την επιφάνεια του πατώματος να μοιάζει σαν χαλί. Οι ρόλοι του εσωτερικού και του εξωτερικού φαίνεται να αντιστρέφονται, δημιουργώντας ένα χωρικά συνεκτικό σύνολο με έντονη την παρουσία της πόρτας που εκφράζει την προσβασιμότητα. |Εικόνα 35| Πίνακας Pieter de Hooch, “The Letter”

82 Arnold Van Gennep, The rites of Passage, Chicago, University of Chicago Press, 1961

63


ΜΕΡΟΣ Γ Η Αθηναϊκή πολυκατοικία

5

Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό – δημόσιο”


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

5.1 Μεσοπόλεμος Στις αρχές του 20ου αιώνα, η μορφολογία της πόλης της Αθήνας χαρακτηρίζεται από μικρά διώροφα, νεοκλασικά και αυθαίρετα σπίτια, μέχρι το 1917 όπου εμφανίζεται η πρώτη επταώροφη οικοδομή στην πλατεία Συντάγματος. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’20, θεσπίζεται μια σειρά νόμων, οι οποίοι θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα οικοδομική πορεία της Αθήνας. Η αρχή γίνεται το ’23 με τον νόμο περί «σχεδίων πόλεων, κομών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών», ο οποίος ορίζει για πρώτη φορά μέσω ρυμοτομικών σχεδίων τη σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Πρέπει να αναφέρουμε πως μέχρι την διατύπωση του πρώτου οικοδομικού κανονισμού το 1929, η Αθήνα οικοδομείται βάση κάποιων βασιλικών διαταγμάτων που χρονολογούνται από το 1833 μέχρι και το 1922. Ο σημαντικότερος σταθμός των νομοθετικών ρυθμίσεων, ίσως και μέχρι τις μέρες μας, αν κρίνουμε από τις επιπτώσεις που είχε στην γέννηση αφενός της πολυκατοικίας αλλά και της μετέπειτα εξέλιξής της, είναι ο νόμος που ψηφίζεται το ’27 περί «συστάσεως οικοδομικών συνεταιρισμών» και το διάταγμα περί «της κατ’ ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησίας» και τέλος το 1929 ο πρώτος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, το πρώτο δηλαδή συστηματικό κείμενο της ελληνικής κτηριοδομικής νομοθεσίας. Στον ΓΟΚ αυτόν, ορίζονται για πρώτη φορά έννοιες και ρυθμίσεις που υπάρχουν μέχρι σήμερα και καθορίζουν το δομημένο περιβάλλον. • Καθορίζεται ως ελάχιστη μονάδα συγκρότησης της πόλης το οικοδομικό τετράγωνο, «παρόλο που στην πράξη η ανοικοδόμηση δεν έγινε στην κλίμακα αυτή».83

• Κατοχυρώνει την οικοδόμηση κατά μήκος της οικοδομικής γραμμής και εισάγει για πρώτη φορά συστήματα δόμησης στην πόλη (συνεχές, πανταχόθεν ελεύθερο, μικτό κ.α)

• Ορίζεται ο ενιαίος συντελεστής δόμησης με αποτέλεσμα να μειώνεται η συνολική δομήσιμη επιφάνεια σε σχέση με το βασιλικό διάταγμα του ’22.

• Ο καθορισμός του συντελεστή κάλυψης απουσιάζει και η μη απαίτηση ενιαίου ακάλυπτου χώρου καθορίζουν πλέον τον όγκο της πολυκατοικίας. Έτσι, ο χτισμένος όγκος προκύπτει με βάσει τις διατάξεις που αφορούν την ελεύθερη θέα και τον αερισμό των χώρων. Το ποσοστό κάλυψης των πολυκατοικιών της περιόδου αγγίζει το 75% – 90% και είναι το υψηλότερο που έχει υπάρξει μέσα στα χρόνια.

83 Μανώλης Μαρμαράς, Η αστική πολυκατοικία της Μεσοπολεμικής Αθήνας,Αθήνα, ΕΤΒΑ Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα, 1991

65


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

• Προβλέπεται μεγάλος αριθμός διατάξεων και ορισμών για τον άχτιστο χώρο, ο οποίος ονομάζεται αυλή, πλάγια αυλή, ανοιχτή αυλή, κλειστή αυλή, προκήπιο, πρασιά κλπ.

• Διαιρούνται και καθορίζονται τα ύψη σε δύο ειδών, το συνολικό ύψος και το ύψος της πρόσοψης, εισάγοντας δηλαδή σιγά σιγά την έννοια του ιδεατού στερεού.

• Υιοθετούνται μορφολογικά στοιχεία όπως έρκερ, τα οποία αποτελούν προεξοχές του όγκου της πολυκατοικίας, σαν κλειστοί εξώστες, και πιο συγκεκριμένα η πρόβλεψη είναι για δρόμους με πλάτος μεγαλύτερο των 7,5μ. όπου τα έρκερ μπορούσαν να προεξέχουν έως 1,4μ. πλάτος.

• Προβλέπονται ανοικτοί εξώστες με πλάτος έως 1,10μ. και μήκος έως και τα 3/4 του συνολικού μήκους της πολυκατοικίας. Μέσω λοιπόν αυτών των νόμων και διατάξεων παρατηρείται από στατιστικά της εποχής ότι η χρηματοδότηση των νέων οικοδομών επιμερίζεται ως εξής: Το 76% των οικοδομών χρηματοδοτείται απευθείας από τον τελικό ιδιοκτήτη, μιας και είναι στόχος και αναγκαιότητα της εποχής να κατέχει ο καθένας το σπίτι του, αλλά και ως κατάλοιπο μιας προηγούμενης φάσης οικοδόμησης είναι σύνηθες να συμμετέχει ενεργά ο κάτοικος στην οικοδόμηση του σπιτιού του. Το 7% δομείται μέσω αντιπαροχής, η οποία εμφανίζεται αρχικά στα χρόνια του μεσοπολέμου, περισσότερο βέβαια με τη μορφή της παροχής οικοπέδου για ανέγερση πολυκατοικίας, παρά της αντιπαροχής ήδη κτισμένου οικήματος. Το 17% προβαίνει στην σύμπραξη για αυτοστέγαση, δηλαδή μαζεύονται οι μικροκεφαλαιούχοι και από κοινού συμπράττουν για να χτίσουν κάποια πολυκατοικία, στην οποία κατέχουν αντίστοιχα ποσοστά με τα αρχικά διατεθειμένα από αυτούς κεφάλαια. Όσον αφορά τον παραγόμενο κτιριακό τύπο, έχουμε συμπαγή κτίρια με μορφολογικά στοιχεία τα έρκερ και το ρετιρέ. Στην όψη η συνεργασία των έρκερ, των εξωστών και των ανοιγμάτων δημιουργούν ενδιαφέρουσες γεωμετρικές σχέσεις. Τα στοιχεία αυτά αποτελούσαν εσοχές του ιδιωτικού στον δημόσιο χώρο. Τέτοιοι χώροι συνήθως ήταν σχεδιασμένοι με τέτοιο τρόπο που δημιουργούσαν αρκετές διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας ανάλογα με την σχέση τους με τον δημόσιο χώρο, τον δρόμο, το έξω. Μέσα στα αναπόφευκτα πλαίσια της ομοιομορφίας και της επανάληψης στοιχείων οι αρχιτέκτονες με μικρές χειρονομίες δημιουργούσαν πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις. Σημαντικό είναι πως η τελική εικόνα της πόλης που προκύπτει έχει με αυτό τον τρόπο μεγάλη μορφολογική ποικιλία και μια ενδιαφέρουσα προοπτική.

66


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

Σημαντική, επίσης, είναι η αλλαγή της δομής των κατωφλιών της πολυκατοικίας, του χώρου της εισόδου η οποία γίνεται κοινόχρηστη και αποτελεί αυτοτελή αρχιτεκτονική ενότητα με ποιότητα στον σχεδιασμό της. Ο ελεύθερος χώρος (εσωτερικές αυλές και ακάλυπτος) σε σχέση με τον χτισμένο, στην κλίμακα του οικοπέδου, φυσικά δεν ήταν ικανοποιητικός σε έκταση, είχε όμως παραλλαγές και ποικιλία. Όμως το σχετικά ανεκτό ύψος των κτιρίων, σε συνδυασμό με την αίσθηση του άπλετου άχτιστου χώρου που υπήρχε στην πόλη, μπορεί ίσως να δικαιολογήσει την οικοδόμηση με αυτούς τους όρους.

5.1.α Πολυκατοικία Μιχαηλίδη, Θουκυδίδης Βαλεντής 1933 Η πολυκατοικία κατασκευάστηκε το 1933 και υπήρξε εμβληματικό κτίριο του μεσοπολεμικού μοντέρνου στην Αθήνα και συγκέντρωσε μια σειρά από σχεδιαστικές επιλογές, που χαρακτήρισαν τον τύπο της πολυκατοικίας του ’30, όχι τόσο ως μορφολογικό πρότυπο, αλλά κυρίως ως νέο πρότυπο αστικής κατοίκησης. Μια σειρά αρχιτεκτονικών επιλογών του Βαλεντή διαπραγματεύονται ξανά τη σχέση του κτιρίου με το έδαφος της πόλης και τη σχέση του ιδιωτικού χώρου με τον δημόσιο. Τα δύο ακραία επίπεδα του κτιρίου, το ισόγειο και το δώμα κάνουν αυτές τις επιλογές ιδιαίτερα εμφανείς. |Εικόνα 36|

67


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Ο ισόγειος χώρος διαμορφώνεται από δύο βασικές χαράξεις – παράλληλες μεταξύ τους – τον άξονα της εισόδου και την εγκάρσια τομή του ανεξάρτητου διαδρόμου υπηρεσίας. Ο διάδρομος υπηρεσίας κατανέμει το χώρο σε δύο ορθογώνια σχήματα, λειτουργικά ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το ένα περιλαμβάνει τα καταστήματα με πρόσωπο στην οδό Στουρνάρη. Στο άλλο αναπτύσσονται παράλληλα με τον άξονα της εισόδου, το θυρωρείο, η κατοικία του θυρωρού και ο πυρήνας των βοηθητικών χώρων με έξοδο στον ακάλυπτο και το κλιμακοστάσιο της υπηρεσίας.

Κατάστημα

Κατάστημα

Parking

Parking

|Εικόνα 37| Επισήμανση των δύο εισόδων

|Εικόνα 39|

|Εικόνα 38|

68


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

|Εικόνα 40|

Στο δώμα της πολυκατοικίας, παρουσιάζεται μια διπλή χρήση. Από τη μία, υπάρχει η κοινόχρηστη χρήση ταράτσας με βοηθητικές χρήσεις (πλυσταριό, αποθήκες) και από την άλλη το ρετιρέ και μπαλκόνι για το διώροφο διαμέρισμα του τέταρτου – πέμπτου ορόφου. Ανάμεσα στα δύο, ένας χοντρός τοίχος ορίζει με σαφήνεια την ιδιωτική από την δημόσια χρήση. Στην περίπτωση του ρετιρέ, που επίσης πρωτοεμφανίζεται την περίοδο αυτή στις πολυκατοικίες, πραγματοποιείται η πλήρης απομάκρυνση από την πόλη, με οπισθοχώρηση από το επίπεδο της όψης και υψομετρική απόσταση από το δρόμο. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η ιδιωτική “έξοδος” από τον αστικό χώρο, ενώ η διαμόρφωση του δώματος, ως ένας χώρος υπαίθριας εκτόνωσης με τη χρήση στοιχείων όπως η πέργκολα, αναρριχώμενα φυτά και νερό υποκαθιστά την εμπειρία της χαμένης σχέσης με το ύπαιθρο. Η υπερυψωμένη αυλή της κατοικίας, φέρνει τον προνομιούχο κάτοικο του ρετιρέ, σε μια ιδιαίτερη σχέση με τη μεγάλη κλίμακα του αστικού ορίζοντα και τοπίου, διαμέσου της θέας.

69


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

|Εικόνα 41|

|Εικόνα 42|

Μια πολύ ιδιαίτερη λεπτομέρεια που έχει δημιουργήσει ο αρχιτέκτονας είναι η κοινή διαμόρφωση της εισόδου που έχει κάθε διαμέρισμα, καθώς εισέρχεται ο κάτοικος στο εσωτερικό κάθε κατοικίας. Χαρακτηριστικά έχει μελετηθεί ειδικό φωτιστικό, σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό της πλάκας του ορόφου. Με αυτή τη χειρονομία, δημιουργείται ένας μεταβατικός ενδιάμεσος χώρος εισόδου – πιο χαμηλός σε ύψος – που υποδέχεται τον κάτοικο και τον οδηγεί στους υπόλοιπους χώρους της κατοικίας.

|Εικόνα 43|

70


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

5.1.β Πολυκατοικία Σεμιτέλους 5, Νίκος Βαλσαμάκη 1951 Το κτήριο είναι τετραώροφο, με ισόγειο και εσοχή. Η πολυκατοικία αυτή έμελλε να γίνει όχι μόνο ένα από τα κομβικά έργα της συνολικής πορείας του αρχιτέκτονα, αλλά και ένα ορόσημο για την σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική. Το ισόγειο, καθώς και η κεντρική είσοδος, βρίσκονται σε υποχώρηση ως προς τον κύριο όγκο της κατασκευής. Στους τυπικούς ορόφους, οι εξώστες έχουν σημαντικό βάθος και εκτείνονται ως τα πλάγια όρια, απόρροια της υποχώρησης του συνολικού κτίσματος από την οικοδομική γραμμή. Η πρόσοψη των εξωστών, διαμορφώνεται από υποστυλώματα που σχηματίζουν ένα πλέγμα οριζόντιων και κατακόρυφων αξόνων, μιας λευκής ορθογωνικής κυψέλης. Η δυσκολία αυτού του έργου ήταν για τον αρχιτέκτονα να ακολουθήσει τους γενικούς οικοδομικούς κανονισμούς που ίσχυαν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο. Η χειρονομία της υποχώρησης από την οικοδομική γραμμή, έδωσε την δυνατότητα της εφαρμογής γενναιόδωρων εξωστών σε όλο το πλάτος του οικοπέδου, μια επανερμηνεία της Μεσογειακής loggia, που λειτουργεί ιδανικά με το τοπικό κλίμα. Διαμορφώνεται έτσι ένα πλέγμα που λειτουργεί ως δεύτερη όψη, η οποία αλλάζει την συνηθισμένη επαφή του κατοίκου με τον δημόσιο χώρο – δρόμο και επιτυγχάνει την τόσο απαραίτητη για τον αρχιτέκτονα, συνδιαλλαγή και ένταξη του κτηρίου στο αστικό μέτωπο.

|Εικόνα 44|

|Εικόνα 45|

71


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Παράλληλα η επιλογή αυτή, του επέτρεψε την διαμόρφωση ενός μικρού κήπου υποδοχής πριν την είσοδο της πολυκατοικίας, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τη φύτευση ως στοιχείο σύνθεσης και διαχωρισμού του δημόσιου χώρου – δρόμου από το κατώφλι της πολυκατοικίας, σε έργο εντός του αστικού μετώπου. Επιπλέον, ο χώρος της εισόδου – lobby – διαφέρει από τις συμβατικές κεντρικές εισόδους των αντίστοιχων πολυκατοικιών της εποχής, καθώς δίνεται έμφαση στην ευρύτητα του χώρου, στην απλότητα και της παρουσίαση μιας νέας συνθήκης πολυτέλειας. Αυτός ο χειρισμός και η “σπατάλη” χώρου, δεν συνηθιζόταν στις πολυκατοικίες, αφού κατά κύριο λόγο, το ισόγειο προοριζόταν για εμπορικούς σκοπούς.

|Εικόνα 46|

|Εικόνα 47|

72


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

5.2 Μεταπολεμική περίοδος έως το 1985 Η περίοδος της ανασυγκρότησης, στην Ελλάδα, μετατίθεται χρονικά σε σχέση με τις Δυτικόευρωπαϊκές χώρες λόγω του εμφυλίου πολέμου. Ουσιαστικά χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια, με πλήθος κατεστραμμένων κτιρίων και με εκ νέου μεγάλη, εσωτερική αυτή τη φορά, μετανάστευση, δημιουργείται και πάλι έντονο στεγαστικό πρόβλημα. Έτσι, η πολυκατοικία, το σύμβολο του εκσυγχρονισμού για την μεσοπολεμική Ελλάδα, γίνεται τώρα μια επιτακτική αναγκαιότητα. Είναι η περίοδος που η πολυκατοικία εξαπλώνεται παντού, όχι μόνο σαν μοντέλο κατοικίας αλλά και σαν πρότυπο οργάνωσης του χώρου και που στην καθ΄ ύψος ανάπτυξη της, αποτυπώνεται η κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού. Σε αυτά τα πλαίσια, έρχεται ο νέος Γ.Ο.Κ. το 1955 να τροποποιήσει αυτόν του ’29.

• Ο συντελεστής κάλυψης καθορίζεται στο 70% του οικοπέδου.

• Τα ρετιρέ μπορούν να είναι πολυάριθμα με μόνο περιορισμό την υποχώρησή τους κατά 2,5μ. από τον προκείμενο όροφο.

• Οι εσωτερικές αυλές καταργούνται, όπως επίσης και οι προηγούμενες διατάξεις του ’29 περί θέας και αερισμού των πολυκατοικιών.

• Ο φωταγωγός μειώνεται στις ελάχιστες πλέον δυνατές διαστάσεις της τρύπας του 1,20μ. επί 1,20μ. (όλοι οι κατασκευαστές διατηρούν αυτές τις μίνιμουμ διαστάσεις).

• Τα μέγιστα ύψη καθορίζονται με βάση τη διαίρεση των τομέων της πόλης.

• Το κτίριο αποδεσμεύεται από την οικοδομική γραμμή. (Ρύθμιση η οποία στην πράξη δεν εφαρμόστηκε.)

Σε αυτή την εποχή η κρατική στρατηγική και παρέμβαση περιορίστηκε στην υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, μέσω της διαδικασίας της αντιπαροχής. Η διαδικασία αυτή, η οποία είχε αρχίσει την εμφάνισή της σιγά σιγά εδώ και δύο δεκαετίες, περιγράφει μια συμφωνία ανταλλαγής μεταξύ ενός κατασκευαστή επιχειρηματία, ο οποίος τις περισσότερες φορές διαθέτει ένα μικρό αρχικό κεφάλαιο, και μεταξύ ενός οικοπεδούχου – ιδιοκτήτη παλιάς κατασκευής, ο οποίος με τη σειρά του παρέχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του εδάφους ή του παλαιού κτίσματος. Ως αποτέλεσμα προκύπτει μια πολυκατοικία

73


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

για κατοίκιση ή οικονομική εκμετάλλευση, η οποία καλύπτει και τα δύο μέρη της συμφωνίας. Τον επιχειρηματία γιατί κάνει μια χαμηλού κόστους επένδυση, η οποία αποδίδει απόλυτα και εγγυημένα, και τον ιδιοκτήτη γιατί χωρίς κανένα κόστος αυξάνει την περιουσία του αλλά και παρέχει στον εαυτό του ένα πιο σύγχρονο σπίτι για διαμονή. Η διαδικασία αυτή σε μία περίοδο όπως η δεκαετία του ’50, όπου οι κρατικοί μηχανισμοί απέβλεπαν στη δημιουργία μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας, ήταν το μέσο για την επίτευξή της. Η οικοδομή ως επένδυση, ήταν ένα πολύ ευνοϊκό πεδίο οικονομικής δραστηριότητας των μικροαστικών στρωμάτων. Η διευκόλυνση των στρωμάτων αυτών και η προοπτική για άμεση και χωρίς κόπο και κόστος οικονομική ανέλιξη, οδήγησε σε μια ευρύτατη κοινωνική συναίνεση, η οποία συνοδεύτηκε και με μια πληθώρα ρυθμίσεων από πλευράς του κράτους γύρω από την κατασκευή όπως:

• Η ανοχή στην τυχαία κατάτμηση και μετέπειτα μεταπώληση της αστικής γης από τους οικοπεδούχους.

• Η ένταξη στο σχέδιο πόλης περιοχών με αυθαίρετες κατοικίες, με αποτέλεσμα και την κοινωνική ενσωμάτωση των ιδιοκτητών τους.

• Η απαλλαγή της αντιπαροχής από φορολογικές επιβαρύνσεις.

• Η υψηλή φορολόγηση της μεταβίβασης ακινήτων με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση της αγοραπωλησίας μεταχειρισμένων κατοικιών ώστε να συμφέρει η αντιπαροχή.

• Οι ανύπαρκτοι έλεγχοι ποιότητας της κατασκευής, με αποτέλεσμα οι εργολάβοι κατασκευαστές να συμπιέζουν το κόστος προς τα κάτω.

Η κατάσταση λοιπόν της δεκαετίας του ’50, οδήγησε μέσω της διευκόλυνσης στην απόκτηση στέγης και μικρού κεφαλαίου, στην συρρίκνωσης μιας προηγούμενης εικόνας, όπου οι ευρύτερες περιοχές της Αθήνας απεικόνιζαν εντονότερα μια κοινωνική/ταξική κατανομή στον χώρο. Μέσω της συνεχούς ανοικοδόμησης με το παραπάνω μοντέλο η Αθήνα πλέον αποκτούσε μια ενιαία μορφή η οποία έτεινε να απαλείψει τα μέχρι πρότινος δύο άκρα (αριστοκρατικές – εργατικές περιοχές). Το αποτέλεσμα ήταν να αμβλυνθούν οι κοινωνικές διαιρέσεις στον χώρο και να κρυφτούν πίσω από την μεταπολεμική, πολλά υποσχόμενη, πολυκατοικία.

74


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

Στην πολυκατοικία της αντιπαροχής οι αρχιτέκτονες αποκτούν δευτερεύοντα ρόλο. Ο ρόλος τους περιορίζεται στη διαμόρφωση της πρόσοψης και της εισόδου – κατώφλι της πολυκατοικίας με πολύ καθορισμένα όρια ή ακόμα στο να βάλουν την υπογραφή τους για να εκδοθεί η άδεια. Βέβαια, οι καλοί αρχιτέκτονες συνεχίζουν να σχεδιάζουν και να χτίζουν κτίρια πολυκατοικιών. Και σε αυτή την περίοδο παράχθηκαν αποτελέσματα εξίσου καλά με αυτά του μεσοπολέμου. Φυσικά με γνώμονα πάντα τα νέα δεδομένα, όσον αφορά τις νομοθετικές διατάξεις, τις τάσεις της εποχής και τους νέους αρχιτεκτονικούς προβληματισμούς που είχαν τεθεί. Ο Βαλσαμάκης αρχικά και ο Ζενέτος στην συνέχεια κατάφεραν να οργανώσουν την όψη του κτιρίου. Ενοποιώντας ουσιαστικά τους εξώστες, δημιούργησαν την διπλή όψη, ελέγχοντας ταυτόχρονα την εικόνα του κτιρίου και κατά συνέπεια της πόλης. ‘Όμως τα κτίρια αυτά ήταν σαφέστατα ελάχιστα σε σχέση με τον όγκο της οικοδομικής δραστηριότητας, και επομένως δεν συνέβαλαν στην διαμόρφωση της εικόνας της πόλης με την παρουσία τους ,παρά μόνο λειτουργώντας ως μορφολογικά, και πάλι, πρότυπα στους εργολάβους. Σε μορφολογικό επίπεδο καταργούνται τα συνεχή κουφώματα και οι μεγάλες οριζόντιες διαιρέσεις που χαρακτήριζαν τις όψεις των μοντέρνων πολυκατοικιών του μεσοπολέμου. «Τα ανοίγματα των κουφωμάτων αποτελούν τρύπες στην επιφάνεια του αρτιφισιέλ, που μερικές φορές διαιρείται με κάναβο αρμών»(Αναστασία Ε. Τζάκου,1978). Τα κλιμακοστάσια και οι κοινόχρηστοι χώροι γενικά μικραίνουν και χάνουν την αίγλη τους. Οι εξώστες έχουν συνήθως 1μ. πλάτος και καταλαμβάνουν όλο το μήκος της όψης. Σε πολλές περιπτώσεις ο χώρος του εξώστη δεν χρησιμοποιείται λόγω του μικρού του πλάτους και του ημιδιωτικού χαρακτήρα που έχει, αναφερόμενος σε δύο ή συχνά περισσότερες ιδιοκτησίες. Συνεπώς γεμίζει με πράγματα αποκτώντας κυρίως αποθηκευτικό ρόλο. Η τελική προοπτική εικόνα ενός δρόμου, χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια και από έλλειψη οποιασδήποτε εναλλαγής που θα τραβούσε το μάτι του περιπατητή. Ταυτόχρονα όμως, η πόλη έχει αποκτήσει έναν “ρυθμό”, που της δίνει η αποτύπωση της μικροδιοκτησίας στο ανάπτυγμα των οικοδομικών τετραγώνων. Παράλληλα, στο εσωτερικό, εντείνεται το φαινόμενο του ασυνεχούς και διασπασμένου χώρου. Κατά κανόνα όλες οι ιδιοκτησίες αποτυπώνονται στον χώρο με την κατασκευή μαντρότοιχου στα όρια των ιδιοκτησιών, διαλύοντας οποιαδήποτε επαφή και ευκαιρία για κοινωνική αλληλεπίδραση. Κατακερματισμένο και απροσπέλαστο το εσωτερικό των τετραγώνων όχι μόνο παραμένει ανενεργό, αλλά δεν μπορεί ούτε καν να φυτευτεί. Γεγονός που από μόνο του θα διαφοροποιούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ποιότητα των διαμερισμάτων αλλά και το μικροκλίμα της πόλης συνολικά. Ελάχιστα είναι τα παραδείγματα μεγάλης κλίμακας που κατασκευάστηκαν σε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο.

75


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

5.2.α Πολυκατοικία Ηρώδου Αττικού 17, Τάκης Ζενέτος 1959 Η πολυκατοικία έχει διακριτική παρουσία στην πόλη, ενώ ταυτόχρονα εκπέμπει και μια ιδιαίτερη δυναμική. Οι όψεις είναι αφαιρετικές και διαμορφώνονται με κατ’ επανάληψη μεγάλα ανοίγματα και συνεχή μπαλκόνια, που προσφέρουν θέα στην πόλη. Τα σπίτια της εποχής χαρακτηρίζοντας απλά από μία ογκοπλασία. Τις περισσότερες φορές επρόκειτο για ορθογώνια με αναλογίες που πλησίαζαν εκείνες του τετραγώνου, χωρίς ιδιαίτερες προεξοχές ή εσοχές, δηλαδή χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις ιδιωτικών και δημόσιων χώρων. Ο χώρος διαφοροποιούνταν σαφώς από τον περιβάλλοντα χώρο, με μία σχέση αντίθεσης, μέσα – έξω, χωρίς κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ποιότητα ή διαβάθμιση αυτής της σχέσης. Αντιθέτως, στην πολυκατοικία του Ζενέτου στην Ηρώδου Αττικού διαπιστώνουμε μια πρόθεση οι ημιυπαίθριοι χώροι να ενσωματωθούν στο κτήριο με έναν τρόπο πιο ρευστό από την αυστηρότητα που επιβάλλει η ύπαρξη ενός κλειστού εξωτερικού περιβλήματος. Ακόμα και οι οριζόντιες πλάκες, που μοιάζουν ανεξάρτητες από τα κατακόρυφα φέροντα στοιχεία, δίνουν την αίσθηση ότι δεν έχουν αυστηρά όρια και θα μπορούσαν να επεκτείνονται επ’ άπειρον.

|Εικόνα 48|

76


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η είσοδος στο κτήριο. Αυτή γίνεται από την πιλοτή, στην οποία υπάρχει έντονο το υδάτινο στοιχείο. Η είσοδος διαμορφώνεται με γυαλί περιμετρικά, ενώ υπάρχουν και θέσεις στάθμευσης. Η μετάβαση από το δημόσιο στον ιδιωτικό χώρο γίνεται με μία ζώνη πρασίνου, ενώ και το όριο της ιδιοκτησίας σηματοδοτείται με φύτευση. Από το επίπεδο της εισόδου, η δομή του κτηρίου δημιουργεί ενδιαφέρουσες οπτικές φυγές, ενώ το υγρό στοιχείο προσφέρει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Όσον αφορά στη μετάβαση από το δημόσιο στο ιδιωτικό, η ύπαρξη του λεγόμενου “κατωφλιού”, δηλαδή ενός υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου – αυλής που οδηγεί στην είσοδο της κατοικίας ή από τον οποία διανέμονται οι κινήσεις, αποτελεί βασικό σημείο του έργου του Ζενέτου. Χρησιμοποιεί περίτεχνα τον φέροντα οργανισμό με τα τοιχεία καθώς και το υδάτινο στοιχείο, ώστε να δημιουργήσει μια ήπια και ευχάριστη μετάβαση προς τον ιδιωτικό χώρο, κατά την οποία ο κάτοικος συναντά διάφορες διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας. Κάθε όροφος της πολυκατοικίας είναι και ένα ολόκληρο διαμέρισμα. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα βρισκόμαστε σε έναν κεντρικό χώρο – χολ – σε έναν χώρο υποδοχής δηλαδή, ο οποίος αποτελεί τον κυρίως μεταβατικό χώρο από τους κοινόχρηστους χώρους στους πιο ιδιωτικούς.

|Εικόνα 49|

|Εικόνα 50|

|Εικόνα 51|

77


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Στον ΓΟΚ του 1973 σε γενικές γραμμές επαναλαμβάνεται το προηγούμενο νομικό πλαίσιο, εμπλουτισμένο με νέους νόμους που εισάγουν τους όρους εμφάνισης του πύργου κατοικιών, κυρίως εκτός του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Η πολυκατοικία ανάγεται σε καθολικό πρότυπο οργάνωσης του χώρου, μιας και αυτή κάλυπτε τις ανάγκες εκείνης της εποχής, και σε επίπεδο στέγασης αλλά και σε υποσχόμενης κοινωνικής ανέλιξης. Ο συντελεστής δόμησης αυξάνεται κατά 20-40% με σκοπό τον καλύτερο φωτισμό, αερισμό και ηλιασμό του κτιρίου. Η πολυκατοικία εξάλειψε μέσα στην ενιαία μορφή της την υπαρκτή, ως τότε χωρική ταξική διαίρεση της κοινωνίας και την εξέλιξε σε διαστρωμάτωση καθ’ ύψος. Τα δίπολα των “εργατικών – αριστοκρατικών περιοχών”, αλλά και των “βιομηχανικών / εμπορικών περιοχών – περιοχών κατοικίας” αναμείχθηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν καθ’ ύψος. Πλέον στο εσωτερικό μιας τυπικής αθηναϊκής πολυκατοικίας του ’60 συναντάται τόσο μια ποικιλία χρήσεων, όσο και διαφορετικά επίπεδα πολυτέλειας ανάμεσα στα διαμερίσματα. Αυτή η κατάσταση υπό μία σκοπιά έδωσε ένα ενιαίο αισθητικό αποτέλεσμα στην εικόνα της πόλης, αναδεικνύοντας την πολυκατοικία ως κυρίαρχο μοντέλο αισθητικής, που διατηρούσε και αναπαρήγαγε τις αρχές του μοντέρνου κινήματος (αν και εκφυλισμένες) φτιάχνοντας έναν ενιαίο καμβά φόντου της πόλης. Από την άλλη πλευρά, «η πολυκατοικία συμβολίζει τον θρίαμβο την ατομικότητας και της κοινωνικής αποξένωσης πάνω στο κουφάρι του (σε ένα βαθμό) ως τότε συλλογικού, με ότι ερμηνείες μπορεί αυτό να χωρέσει»84 Είτε αυτές οι ερμηνείες είναι η λογική ατομικού χτισίματος και της ατομικής διαπραγμάτευσης του καθενός για το πώς θα ωφεληθεί ο ιδιοκτήτης, είτε είναι η εσωστρέφεια που παράγει το μοντέλο της πολυκατοικίας με την ανύψωση του ιδιωτικού διαμερίσματος – καταφυγίου, έναντι του εκφυλισμένου κοινόχρηστου – δημόσιου χώρου.

84 Εμμανουήλ Μαρμαράς, Η αστική πολυκατοικία της Μεσοπολεμικής Αθήνας,Αθήνα, ΕΤΒΑ Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα, 1991

78


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

5.2.β Πολυκατοικία Εμμανουήλ Μπενάκη 118, Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκη 1975 Tο κτίριο της οδού Εμμανουήλ Μπενάκη 118 εισάγει μια διαφορετική αντίληψη για την αστική πολυκατοικία. Αξιοποιώντας δημιουργικά τους προβληματισμούς των φίλων τους μελών του Team X και τις βιωμένες μνήμες τους από την ελληνική λαϊκή παράδοση, οι δύο αρχιτέκτονες εξαντλούν σχεδόν τα περιθώρια εξέλιξης του κτιριακού αυτού τύπου. Το κτίριο έχει ισόγειο και τέσσερις ορόφους. Tα διαμερίσματα δεν περιορίζονται σε έναν όροφο, αλλά εκτείνονται σε περισσότερα επίπεδα. Στο υπόγειο βρίσκεται και το γραφείο των δύο αρχιτεκτόνων. Οι ένοικοι της πολυκατοικίας γνωρίζονταν με τους αρχιτέκτονες και υπήρχε μια πιο προσωπική – βιωματική σχέση μαζί τους. Στην προσπάθεια εξήγησης του πώς και του γιατί διαμορφώθηκε έτσι το κτήριο, βλέπουμε πως η πρόθεση των αρχιτεκτόνων είναι να δουν για ποιόν σχεδιάζουν και πως και γιατί. Αρά αυτή η μη τυπική πολυκατοικία δεν πηγάζει από μια αντίληψη που απλά σπάει η μορφή και γίνεται ένα παιχνίδι με αυτή, αλλά μια προσπάθεια να δουν πως οι ένοικοι αλλά και οι ίδιοι, θα ζούσαν καλύτερα μέσα στην πολυκατοικία.

|Εικόνα 52|

79


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Η κάτοψη οργανώνεται γύρω από έναν κεντρικό κοινόχρηστο χώρο, ο οποίος επικοινωνεί με τα μπαλκόνια στην βόρεια και νότια πλευρά εξασφαλίζοντας διαμπερή αερισμό. Γύρω από τον κεντρικό πυρήνα, που λειτουργεί σαν εσωτερικό αίθριο, διατάσσονται οι συγκεκριμένοι χώροι των διαμερισμάτων με την βοήθεια μιας πολύπλοκης πορείας κίνησης. Η είσοδος στο κτίριο γίνεται μέσω μιας αυλής, ενώ το κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο είναι ανοιχτό και βρίσκεται σε επαφή με τον δρόμο, εκμεταλλευόμενο την οξεία γωνία του οικοπέδου. H πολυπλοκότητα των επιπέδων και των σχέσεων κλειστού και ανοικτού χώρου εκφράζεται στις όψεις με γραφική διάθεση και ένα μορφολογικό λεξιλόγιο που αντλεί στοιχεία από την αυτογενή παράδοση. Βλέπουμε πως ενώ η πολυκατοικία σέβεται την οικοδομική γραμμή, ξεχωρίζει από το περιβάλλον της λόγω κάποιων ιδιαίτερων στοιχείων του σχεδιασμού της. Πρώτο είναι το κλιμακοστάσιο. Υπάρχει μια μεγάλη σπειροειδής σκάλα η οποία είναι εμφανής στην όψη του κτηρίου, κάτι το οποίο συνήθως δεν γινόταν λόγω των μπαλκονιών που κάλυπταν όλη την όψη και ανάγκαζαν τη σκάλα να κρυφτεί στο εσωτερικό. Αυτό το κλιμακοστάσιο έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γιατί δεν είναι απλά ένας “κύλινδρος”, αλλά είναι ένας χώρος που σε πολλά σημεία είναι αποκαλυπτόμενος, δημιουργώντας μια επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον, το δρόμο αλλά και τους υπόλοιπους κατοίκους. Με αυτόν τον τρόπο, ο χώρος του κλιμακοστασίου σε συνδυασμό με την αυλή που έχει δημιουργηθεί στο κατώφλι της εισόδου, δίνουν την αίσθηση μιας γειτονιάς.

|Εικόνα 53|

80


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

|Εικόνα 54|

81


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Επιπλέον, η σύνδεση του κλιμακοστασίου με τα διαμερίσματα γίνεται μέσω ενδιάμεσων χώρων. Σε μια τυπική πολυκατοικία αυτές οι συνδέσεις θα γίνονταν στα πλατύσκαλα, αλλά στην πολυκατοικία της Μπενάκη γίνονται με χώρους που δεν είναι απλά πλατύσκαλα, αλλά προαύλια, χώροι μετάβασης, κατώφλια. Τέτοιοι χώροι υπάρχουν και κατά την είσοδο από την οδό Εμμανουήλ Μπενάκη προς την πολυκατοικία, αλλά και στην σύνδεση του κάθε διαμερίσματος με το κλιμακοστάσιο. Έτσι, βλέπουμε να δημιουργείται μια διαφορετική σχέση εσωτερικού και εξωτερικού χώρου και ένα άλλου είδους χωρικό γεγονός.

|Εικόνα 55|

|Εικόνα 56|

82


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

5.2.γ Πολυκατοικία στο Πολύδροσο, Τάσος και Δημήτρης Μπίρης 1980 Η πολυκατοικία μελετήθηκε το 1977 και κατασκευάστηκε το 1980. Βρίσκεται στο Πολύδροσο Χαλανδρίου. Αυτή η πολυκατοικία ήταν η τελική έκφανση ενός προβληματισμού που είχε αρχίσει από το ’70 με τη μελέτη μιας μονοκατοικίας, στη συνέχεια μιας τριπλοκατοικίας και τελικά που αποτυπώθηκε σε αυτό το έργο. Γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στους αρχιτέκτονες να πάνε ένα βήμα παραπάνω τον πειραματισμό τους, πέρα από την μορφή και την αισθητική και ουσιαστικά να διερευνήσουν το νόημα της κατοικίας, η οποία δεν τελειώνει με το ιδιωτικό σπίτι μιας οικογένειας, αλλά επεκτείνεται με τη συγκατοίκηση πολλών οικογενειών είτε σε ένα κτίσμα είτε μέσα στην πόλη. «Αυτή η καινούρια έννοια της συγκατοίκησης πολλών οικογενειών θα έλεγα ότι είναι στην ουσία το πρόβλημα της κατοίκησης, δηλαδή ξεπερνιέται η κατοικία ως ιδιωτικό ζήτημα και γίνεται συλλογικό και μιλάμε πια για μία γειτονιά».85 Κεντρική ιδέα και στόχος του έργου είναι η σύνθεση μιας τέτοιας μικρής γειτονιάς από ανεξάρτητες κατοικίες – κύβους στο χώρο.

|Εικόνα 57|

85 Διάλεξη Τάσσου Μπίρη, “Κατοικία, αστική πολυκατοικία, συλλογική κατοικία: Πολυκατοικία στο Πολύδροσο”, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

83


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Αυτή η επιδίωξη προϋπέθετε ένα συνθετικό μηχανισμό, ο οποίος να παράγει αυτές τις σχέσεις. Ο μηχανισμός αυτός αποτελείται από έναν χωροκάναβο, δοκών και υποστυλωμάτων, μέσα στον οποίο ολισθαίνουν και συνυπάρχουν οι κατοικίες, διατηρώντας από τη μία πλευρά την αυτονομία τους ως ιδιωτικοί οίκοι, αλλά από την άλλη πλευρά συγκροτώντας και αυτή τη συλλογική σύνθεση. Αυτό επιτυγχάνεται με τις πλάγιες θέες από τα μπαλκόνια, η οποίες εμπλουτίζουν την “απέναντι θέα” με μία ακόμα δυνατότητα, όπου το κάθε σπίτι έχει μια στοιχειώδη δυνατότητα να επικοινωνήσει με το άλλο, οπτικά και ακουστικά. «Βέβαια αυτό στην αρχή δημιουργούσε κάποια προβλήματα. Όπως όμως συνέβη και στις γειτονιές, με το πέρασμα του χρόνου βρίσκει μια ισορροπία και ξαφνικά άρχισε αυτή η κατάσταση να έχει ευχάριστα αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση είτε προς τη μία κατεύθυνση είτε προς την άλλη, είναι μια αφορμή να υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις, είτε είναι φιλικές είτε είναι αντιπαλότητας, σε αντίθεση με τις άλλες πολυκατοικίες δεν υπάρχουν καν σχέσεις»86 Σημαντικό ρόλο στην όψη διαδραματίζουν τα μπαλκόνια – ημιυπαίθριοι χώροι, τα οποία καδράρουν τις προσθήκες των ενοίκων στον ημιυπαίθριο χώρο με μια μεγάλη μεταλλική κατασκευή, η οποία έχει και κίτρινο χρώμα για να ξεχωρίζει. Έχει αφεθεί

|Εικόνα 58|

86 Διάλεξη Τάσσου Μπίρη, “Κατοικία, αστική πολυκατοικία, συλλογική κατοικία: Πολυκατοικία στο Πολύδροσο”, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

84


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

στην πρωτοβουλία των κατοίκων να ρυθμίσουν την όψη με μια στοιβάδα δικών τους παρεμβάσεων, οι οποίες προβλέπονται μέσα στα μεταλλικά πλαίσια τα οποία δημιουργούν όρια για κάθε τέτοια παρέμβαση. Έτσι, οι παρεμβάσεις των χρηστών αφενός αντιπροσωπεύουν το χαρακτήρα τους, συνεπώς και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και επιπλέον εμπλουτίζουν την εξωτερική όψη με μια πολύ ουσιώδη έκφραση της ζωής των κατοίκων. «Εντούτοις ο κάθε κάτοικος μπορεί να διακρίνει το σπίτι του, και πώς το διακρίνει, διότι αυτό αυτονομείται ως στερεό με αυτή τη κίνηση αλλά και με τη πράξη του στον ημιυπαίθριο, αυτό είναι πιο δυνατό αναγνωριστικό χαρακτηριστικό από ότι ας πούμε το αισθητικό».87 Λειτουργούν, λοιπόν, ως τοπόσημα για τους ίδιους δηλαδή ο ένοικος μπορεί με χαρακτηριστική ευκολία να διακρίνει αμέσως που κατοικεί κάτι το οποίο δεν είναι και τόσο απλό, αν αναλογιστούμε τις πολυκατοικίες με τις συνεχόμενες τζαμαρίες, των οποίων η επαναληψιμότητα προκαλεί λήθη. Τα μπαλκόνια άλλωστε μέχρι τότε στις περισσότερες περιπτώσεις, λειτουργούν ως αποθηκευτικοί χώροι ή ως πλυσταριό ή ακόμα έχουν μετατραπεί σε δωμάτια.

|Εικόνα 59|

87 Διάλεξη Τάσσου Μπίρη, “Κατοικία, αστική πολυκατοικία, συλλογική κατοικία: Πολυκατοικία στο Πολύδροσο”, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

|Εικόνα 60|

Η πολυκατοικία αποτελείται από έξι μονώροφες και εννιά διώροφες κατοικίες – κουτιά. Η λέξη κουτιά χρησιμοποιείται από τον αρχιτέκτονα, λόγω του ότι έχουν αυτό το ευκρινές σχήμα έτσι ώστε να νιώθει ο ένοικος τα όρια του οίκου του, και βλέποντάς τον από έξω προς τα μέσα αλλά και από μέσα προς τα έξω. Βασικό στοιχείο είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον δικό του υπαίθριο χώρο.

85


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Οι δύο έννοιες “δικό του” και “υπαίθριος χώρος” όμως δεν λειτουργούν όπως στις υπόλοιπες κοινές πολυκατοικίες. «Και εκεί υπάρχει το μπαλκόνι. Το μπαλκόνι όμως, με αυτές τις γνωστές οριζόντιες μπάντες, που περισφίγγουν την πολυκατοικία, εξαφανίζει τον ιδιωτικό βίο του κάθε διαμερίσματος, κάνοντάς τα όλα μαζί να φαίνονται ίδια. Εδώ ο κύβος βοηθιέται με τον υπαίθριο χώρο του γιατί γεννιούνται και τα δύο μαζί, δηλαδή το κάθε σπίτι με τον δικό του υπαίθριο χώρο, ο οποίος έχει σε πολλές περιπτώσεις τον χαρακτήρα “αυλής”. Είναι το μπαλκόνι αλλά μέσω της εσοχής που κάνουν τα διαμερίσματα, βγαίνει μπροστά ένας χώρος ή και μέσα στο κτίσμα, σαν προστατευμένος υπαίθριος, πράγμα πολύ δύσκολο συνθετικά για να γίνει». Η πολυκατοικία εκφράζει την έννοια του υπαίθριου όμως με δύο ποιότητες. Υπάρχουν οι εξώστες, που αναφέραμε ήδη, που αποτελούν τις εξοχές του στερεού, αλλά υπάρχουν και ημιυπαίθριοι χώροι που βρίσκονται κυρίως στα ψηλότερα διαμερίσματα και αποτελούν τις εσοχές του. Ο αρχιτέκτονας πάνω σε αυτή την παρατήρηση αναφέρει πώς: «Στην λαϊκή αρχιτεκτονική δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να εκφραστεί ο υπαίθριος χώρος, γιατί διαφοροποιούνται οι ανάγκες. Επομένως ο εξώστης, το μπαλκόνι βγαίνει σαν κουτί προς τα έξω, σαν εξοχή προς τα έξω και ανοίγεται στον δημόσιο χώρο περισσότερο, σαν ένα σήμα ότι ο κάτοικος υπάρχει μέσα στον δρόμο και τον βλέπουμε. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και η πίσω αυλή για τις ιδιωτικές χρήσεις του κάθε σπιτιού. Ο υπαίθριος χώρος είναι πιο ανοιχτός και προβεβλημένος ενώ ο ημιυπαίθριος είναι πιο προστατευμένος».88 Ο αρχιτέκτονας αναφέρει ότι κατά τον σχεδιασμό αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες λόγω των περιορισμών της νομοθεσίας. Ειδικότερα αναφέρεται στον ημιυπαίθριο, του οποίου οι αναλογίες και οι διαστάσεις προκαθορίζονταν με μεγάλη αυστηρότητα για να μην ξεπεραστεί ο συντελεστής δόμησης. Αυτή η ζωντανή παρουσία του υπαίθριου χώρου με όλες του τις καθημερινές δραστηριότητες προβάλλει το ζήτημα της διείσδυσης και της επικοινωνίας ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Δηλαδή κατά κάποιο τρόπο, ο δημόσιος χώρος, το πέρασμα, το περπάτημα πάνω στον δημόσιο χώρο συμμετέχει και εισχωρεί (ελεγχόμενα βέβαια) μέσα στον ιδιωτικό χώρο.

88 Διάλεξη Τάσσου Μπίρη, “Κατοικία, αστική πολυκατοικία, συλλογική κατοικία: Πολυκατοικία στο Πολύδροσο”, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

86


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

|Εικόνα 61|

|Εικόνα 62|

|Εικόνα 63|

87


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

5.3 Περίοδος από το 1985 έως 1999 Η Αθήνα έχει πλέον χτιστεί αρκετά. Στο κέντρο και στα προάστια, σε συνεχές αλλά και πανταχόθεν, ελεύθερο σύστημα, έχουν κατασκευαστεί πλήθος πολυκατοικιών. Σε αυτή την περίοδο, υπάρχει μια άνοδος του βιοτικού επιπέδου των μεσοστρωμάτων του πληθυσμού, με ταυτόχρονη μετακίνηση ενός μέρους του στα προάστια. Στην Ελληνική κοινωνία ο ρόλος του lifestyle, εδραιώνεται. Σε αυτές τις δύο τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, η καταναλωτική κοινωνία διαφοροποιείται και διαμορφώνεται όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού έρχεται σε επαφή με προτάσεις και ιδέες διακόσμησης και εξοπλισμού της κατοικίας. Αυτή η κατάσταση επηρεάζει την εξωτερική εμφάνιση του κτιρίου αλλά πολύ περισσότερο το εσωτερικό. Αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί σε ατομικό επίπεδο, το ενδιαφέρον εστιάζεται ακόμα περισσότερο στον ιδιωτικό χώρο, στο “μέσα”. Η αντίληψη αυτή έχει σαν συνέπεια την πλήρη απαξίωση των υπόλοιπων στοιχείων του κτιρίου, από την κλίμακά του έως την ποιότητα της εξωτερικής του εμφάνισης και κατά συνέπεια των πιο κοινόχρηστων χώρων, όπου η αλληλεπίδραση των ενοίκων πλέον χάνει τη σημασία της. Ο Γ.Ο.Κ. του 85’ αποτελεί το πλαίσιο προσαρμογής των οικοδομικών μελετών μέχρι σήμερα. • Εισάγει για πρώτη φορά την έννοια του ιδεατού στερεού, διαφοροποιώντας την μέχρι τότε λογική του σχεδιασμού, δίνοντας στον αρχιτέκτονα μεγαλύτερη, φαινομενικά, ελευθερία επιλογών.

• Το μέγιστο ύψος του στερεού καθορίζεται με βάση τον Συντελεστή Δόμησης που ισχύει για κάθε περιοχή.

• Πριμοδοτεί την ύπαρξη συγκεκριμένων χώρων, όπως η πιλοτή, οι κοινόχρηστοι χώροι καθώς και το σημαντικό ποσοστό του 40% επί της δομήσιμης επιφάνειας για κατασκευή ημιυπαίθριων χώρων και εξωστών (20% και 20% αντίστοιχα).

• Προβλέπει την ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο (με βάση πάντα το ιδεατό στερεό), χωρίς απαραίτητα να εφάπτεται στην οικοδομική γραμμή, με τον συντελεστή κάλυψης να παραμένει στο 70%.

88


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

Ο κανονισμός επέτρεπε την υποχώρηση του κτιρίου από την οικοδομική γραμμή της τάξεως του 1 με 1,5 μέτρου. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στο κτίριο αφενός άλλον ένα τυπικό όροφο και αφετέρου μεγαλύτερο πλάτος εξωστών. Το εμβαδόν σε κάτοψη που προκύπτει από την υποχώρηση, μετράει κανονικά στην ακάλυπτη επιφάνεια. Για την πίσω πλευρά του κτιρίου δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Οποιαδήποτε προεξοχή μειώνει τον ακάλυπτο. Με την υποχώρηση του κτιρίου το πλάτος του δρόμου αυξάνεται. Όμως ο επιπλέον χώρος που προκύπτει αναιρείται από την μάζα των εξωστών, οι οποίοι τοποθετημένοι ο ένας πάνω από τον άλλο αποτελούν υπολογίσιμο όγκο στην οπτική αντίληψη των οικοδομικών τετραγώνων. Με αυτό τον τρόπο το ιδεατό στερεό βλέπουμε πως φροντίζει για τον φωτισμό και την κλίμακα του δρόμου αλλά αδιαφορεί για το εσωτερικό του οικοδομικού τετραγώνου. Φανερώνεται εδώ μια αδυναμία του κανονισμού που έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι είναι γενικό και αντιμετωπίζει την κάθε περιοχή και το κάθε οικόπεδο με τον ίδιο τρόπο.

Η πιλοτή από τη δεκαετία του ’70 έχει αρχίσει να διαδίδεται και τώρα γίνεται ευρέως διαδεδομένη, δίνοντας τη δυνατότητα πολύπλευρων συσχετίσεων ανάμεσα στον ακάλυπτο και τον δρόμο και αποτρέποντας παράλληλα την άμεση επαφή της κατοικίας με το δρόμο. Σχεδόν το σύνολο των πολυκατοικιών της περιόδου χτίζονται σε πιλοτή. Απελευθερώνοντας το κτίριο από το έδαφος, η πιλοτή μπορούσε να αποτελέσει τον ενδιάμεσο χώρο που θα ενοποιήσει τον δρόμο με τον ακάλυπτο. Γεγονός που σημαίνει ποικιλία στην εναλλαγή δημόσιων και ιδιωτικών (και τις διαβαθμίσεις τους), στεγασμένων ή μη χώρων. Θα μπορούσε να αποτελέσει, επίσης, την αφορμή για την ενεργοποίηση ημιυπαίθριων δραστηριοτήτων, δίπλα από τον δρόμο ο οποίος, λόγω της υπερβολικής φόρτισής του από την κυκλοφορία οχημάτων, δεν προσφέρεται για περαιτέρω οικειοποίηση. Βέβαια για να συμβούν τα παραπάνω ο χώρος της πιλοτής θα πρέπει να είναι ελεύθερος και ευχάριστος. Όμως λόγω του σχήματός της (βάθος οικοπέδου) και του χαμηλού της ύψους, τα σκοτεινά σημεία, συνήθως, υπερτερούν των φωτεινών. Επίσης συστηματικά φράσσεται με χαμηλό κιγκλίδωμα και ουσιαστικά έχει παγιωθεί η χρήση της ως πάρκινγκ, αφού σε πολλές περιπτώσεις, λόγω και πάλι του μικρού οικοπέδου, δεν δύναται να ικανοποιηθεί αυτή η λειτουργία στους υπόγειους χώρους, οι οποίοι επίσης δεν προσμετρώνται στην δόμηση. Τελικά, αναιρούνται στην πράξη οι δυνατότητες του χώρου αυτού. Επίσης αναιρείται και η οποιαδήποτε φύτευση του οικοπέδου, είτε μπροστά, στο πεζοδρόμιο, είτε στην πίσω ακάλυπτη επιφάνεια, η οποία στρώνεται και αυτή με σκληρό υλικό, παρόλο που ο Γ.Ο.Κ απαγορεύει την χρήση οποιουδήποτε υλικού, εκτός του χώματος. Επομένως δεν φυτεύεται, ενισχύοντας την έλλειψη του αστικού πράσινου. 89


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Οι ημιυπαίθριοι και οι εξώστες που είναι οι γενναία πριμοδοτούμενοι από τον νέο κανονισμό χώροι, σχεδιάζονται έντεχνα στην κάτοψη του ορόφου και κατά κανόνα κλείνονται, ύστερα από τον έλεγχο της πολεοδομίας. Οι ελάχιστες διαστάσεις 2,5 x 2,5μ. ουσιαστικά εξασφαλίζουν μέγεθος δωματίου. Ο κατασκευαστής έχει περισσότερα τετραγωνικά διαθέσιμα και ταυτόχρονα ο αγοραστής συναινεί με το σκεπτικό ότι θα έχει περισσότερο κλειστό και άρα ωφέλιμο χώρο. Οι εξώστες σχεδιάζονται πολύ πλατύτεροι από οποιοδήποτε προηγούμενο μοντέλο, αμβλύνοντας έτσι την αίσθηση του περιορισμένου κλειστού χώρου, κυρίως στα μικρά διαμερίσματα, καθιστώντας τον περισσότερο ευχάριστο. Επίσης πλέον φαίνεται να συμμετέχουν στην καθημερινή λειτουργία του διαμερίσματος περισσότερο ως βιώσιμος χώρος και λιγότερο ως χώρος αποθήκευσης – τοποθέτησης άχρηστων πραγμάτων. Λειτουργία που είχε κατά κόρων στην προηγούμενη περίοδο. Η αναφορά στο δώμα ως τελείωμα του κτιρίου δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλάβει την γενική αντίληψη του μοντέρνου κινήματος για λειτουργική χρήση αυτού του χώρου. Η χαρά του δρόμου μεταφέρεται και επάνω, ψηλά στο δώμα. Σε μια ιδανική κατάσταση, στο δώμα μπορούν οι κάτοικοι της πολυκατοικίας να βρεθούν όλοι μαζί ή να ατενίσουν την πόλη τους από ψηλά. Δραστηριότητες που ευνοούνται και από το μεσογειακό κλίμα. Το δώμα, στον κτιριακό τύπο της πολυκατοικίας, καθαρά για λόγους εξάντλησης της δόμησης εμφανίζεται διαιρεμένο καθ΄ ύψος, αποδιδόμενο στα διάφορα ρετιρέ. Η επιφάνεια της πλάκας του τελευταίου, είναι πολύ μικρή για να ικανοποιήσει οποιαδήποτε χρήση. Έτσι ένας χώρος ο οποίος θα μπορούσε να ενισχύσει την αλληλεπίδραση των ενοίκων, την δημιουργία κοινωνικών σχέσεων και να αποτελέσει ενδιάμεσο χώρο, αντί αυτού, γεμίζει από τις κεραίες και από τους ηλιακούς συλλέκτες και χάνει οποιαδήποτε ποιητική θα μπορούσε να είχε.

90


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

5.3.α Πολυκατοικία Αρχιμήδους και Δόμπολη, Γιώργος Θεοδοσόπουλος, Κατερίνα Θάνου 1985 Ο αρχιτέκτονας, με αυτό το έργο του, αναιρεί την τυπική μορφή της πολυκατοικίας που προκύπτει από τον κεντρικό κατακόρυφο πυρήνα της κυκλοφορίας ο οποίος διανέμει σε διαδρόμους κ από εκεί στα διαμερίσματα τους κατοίκους. Συγκροτεί ένα σύνολο από διακριτές μονάδες, οι οποίες έχουν αυτόνομα κατώφλια και εισόδους, αν και εξωτερικά είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το πώς αρθρώνεται το οικοδόμημα στο εσωτερικό του. Έτσι λοιπόν, βλέπουμε μεγάλη επίδραση από επιρροές που συναντάμε στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική, τις οποίες ο αρχιτέκτονας τις μεταφέρει και τις ερμηνεύει στη σύγχρονη εποχή της δεκαετίας του ’80. Η πολυκατοικία αυτή είναι μια από τις πολύ επιτυχημένες περιπτώσεις σύζευξης του ατομικού με το συλλογικό. Εξασφαλίζει συγχρόνως την ιδιωτικότητα του κάθε διαμερίσματος, σαν να ήταν μονοκατοικία, αλλά και λειτουργεί σαν ένα σύνολο στον αστικό ιστό της πόλης. Η πολυκατοικία χαρακτηρίζεται εσωστρεφής ως προς την πόλη, λόγω των μικρών ανοιγμάτων στις όψεις, παρά την αρκετά μοντερνιστική προσέγγιση που παρατηρούμε στον σχεδιασμό του.

|Εικόνα 64|

91


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Θέλοντας να δώσει την εντύπωση εξωτερικά ενός εσωστρεφές, ιδιωτικού κτηρίου και ενός στιβαρού χοντρού τοίχου, ο οποίος θα έχει μνήμες από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, δημιουργεί εσοχές που δίνουν την εντύπωση του πάχους που ήθελε αλλά εσωτερικά τις εκμεταλλεύεται για χώρους αποθήκευσης, βιβλιοθήκες κλπ. Ο αρχιτέκτονας θέλοντας να δώσει μια νέα ποιότητα στον χώρο του ακαλύπτου, διαλέγει να τον διαμορφώσει σε μία αυλή για το ισόγειο διαμέρισμα και να μην τον αφήσει ανεκμετάλλευτο και ασχεδίαστο με την εικόνα του συμβατικού ακαλύπτου που έχουμε στο μυαλό μας, δηλαδή το υπόλοιπο του κτισμένου. Ο ακάλυπτος έχει σχεδιαστεί σε πλήρη αρμονία και συσχετισμό με τα οικοδομήματα. Ο αρχιτέκτονας σχεδιάζοντας τον ακάλυπτο να ανήκει μόνο στο ισόγειο διαμέρισμα, τον κάνει ημιιδιωτικό χώρο του διαμερίσματος και δεν ανήκει σε όλους. Η υψομετρική κλίση του οικοπέδου επέτρεψε στον αρχιτέκτονα να δημιουργήσει παρόμοιες αυλές και για τα πιο πάνω διαμερίσματα, σε πιο πάνω επίπεδα.

|Εικόνα 65|

92


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

|Εικόνα 66|

|Εικόνα 67|

5.3 Περίοδος από το 2000 έως σήμερα Ο Γ.Ο.Κ. του 2000, επέφερε τροποποιήσεις στις διατάξεις του Γ.Ο.Κ. του 1985, με σκοπό τη συμπλήρωση και τη βελτίωσή του, ώστε να αποτελεί πλήρες, ενιαίο και λειτουργικό νομοθέτημα, το οποίο ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές, τεχνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες και συνθήκες. Πρακτικά ο Γ.Ο.Κ. του 2000 περιλαμβάνει τα άρθρα του Γ.Ο.Κ. του 1985 με ορισμένες τροποποιήσεις και προσθήκες. Όσο αφορά τους ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους καθώς και τις χωρικές σχέσεις που τους ενώνει, παρατηρούμε αλλαγές στις προδιαγραφές του σχεδιασμού τους. Παρουσιάστηκαν ειδικές ρυθμίσεις για την εξυπηρέτηση ατόμων με ειδικές ανάγκες, που αφορούσαν χώρους των νέων κτιρίων (στους οποίους στεγάζονται δημόσιες υπηρεσίες, χώροι εκπαίδευσης, υγείας κ.ά.), όπου θα εξασφαλίζεται η οριζόντια και κατακόρυφη προσπέλαση από άτομα με ειδικές ανάγκες. Συγκεκριμένα η χρήση του ανελκυστήρα είναι υποχρεωτική ακόμα και σε κτίρια κατοικίας, ενώ προβλέπονται η ύπαρξη κοινόχρηστων διαδρόμων με ελάχιστο πλάτος 1,30 μ. χωρίς βαθμίδες και με κλίση μέχρι 5% για την καλύτερη εξυπηρέτηση. Επομένως, οι ρυθμίσεις αυτές επηρέασαν τις προδιαγραφές κοινόχρηστων, υπαίθριων χώρων αλλά και γενικότερα των κτιρίων. Πλέον, οι χώροι εισόδου των κτιρίων, τα κατώφλια, θα πρέπει να προβλέπουν την ομαλή πρόσβαση των ατόμων με ειδικές ανάγκες, και ο σχεδιασμός τους να προσφέρει την ίδια αρχιτεκτονική εμπειρία.

93


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Σήμερα ο τρόπος παραγωγής κτιρίων αλλάζει σημαντικά, καθότι επηρεάζεται από νέα δεδομένα όπως: η κλιματική αλλαγή, η συγκέντρωση στις πόλεις, η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, ο σχεδιασμός με νέα περιβαλλοντικά κριτήρια, η εισαγωγή νέων υλικών-τρόπων δόμησης και τεχνολογιών, η υποστήριξη με υπολογιστικά συστήματα που στηρίζουν νέες μορφές και οι νέες αρχιτεκτονικές τάσεις. Όλα αυτά θέτουν απαιτήσεις για τη σύνταξη ενός νέου ΓΟΚ, όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση. Μέσα από την εφαρμογή του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ) το 2012, γίνεται προσπάθεια να καλλιεργηθεί η αντίληψη για την αναγκαιότητα αλλαγής συνηθειών και υιοθέτησης νέων πρακτικών, που θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση της κλιματικής υποβάθμισης, βελτίωση των δαπανών χρήσης των κτιρίων και βελτίωση των κοινωνικών παραμέτρων που σχετίζονται με το δομημένο περιβάλλον. Κινούμενος στην παραπάνω λογική ο ΝΟΚ προσπαθεί να εκσυγχρονίσει και να αναμορφώσει ριζικά το υφιστάμενο πλαίσιο για την παραγωγή κτιρίων καθώς και να απλοποιήσει πολλές έννοιες και διαδικασίες. Σκοπός του είναι να διευκολύνει τον μελετητή και τον πολίτη, συγκεντρώνοντας για πρώτη φορά σε ενιαίο τεύχος τα απαραίτητα στοιχεία για την παραγωγή μιας μελέτης, ενώ συστηματοποιεί και απλοποιεί την κατανόησή τους. Μέρος της συνολικότερης απλοποίησης στοιχείων, σχέσεων και εννοιών της αρχιτεκτονικής, είναι και οι έννοιες των χωρικών σχέσεων που μελετάμε. Η Σουζάνα Αντωνακάκη στο βιβλίο της “Κατώφλια: 100+1 Χωρογραφήματα” μιλάει για την κατοίκηση στη σημερινή εποχή. «Η κατοίκηση αναφέρεται σε χώρους οικείους είτε καθαρά ιδιωτικού χαρακτήρα στους οποίους ο “κάτοικος” αισθάνεται ασφαλής και προφυλαγμένος, είτε σε χώρους περισσότερο ανοιχτούς προς το δημόσιο, οι οποίοι συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την πόλη και ανήκουν λιγότερο ή περισσότερο στον αστικό ιστό, ανάλογα με τις διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας που προσφέρουν. Από καιρό όμως, στην εποχή μας, αυτές οι λεπτές συνθετικές ποιότητες της αρχιτεκτονικής έχουν ισοπεδωθεί. Η εξωστρέφεια που κυριαρχεί σήμερα συνάδει με την τάση για επίδειξη και την δίψα για την εισβολή του καθενός στην καθημερινή ζωή και τον ιδιωτικό χώρου του άλλου. Έτσι απειλείται το μυστικό, η έκπληξη, η οικειότητα και η οικειοποίηση των χώρων».89 Εκφράζει την ανησυχίας της πως τα κατώφλια, δηλαδή «ο τόπος όπου σωματοποιείται η περιοχή μετάβασης, το πέρασμα στην αντίπερα όχθη», όλο και καταργούνται, φαινόμενο που δεν παρατηρείται μόνο στην αρχιτεκτονική.

89 Σουζάνα Αντωνακάκη, Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα, Αθήνα, Futura, 2010

94


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

5.4.α Συγκρότημα κατοικιών Μεταξουργείο, Τάσος Μπίρης, Γεωργία Δασκαλάκη, Γιάννης Παπαδόπουλος 2009 Το συγκρότημα στεγάζει τρία καταστήματα και 42 διαμερίσματα, από 45 τ.μ. ως 200 τ.μ. Όλα είναι διαφορετικά μεταξύ τους και συσπειρώνονται γύρω από μια υπαίθρια εσωτερική πλατεία, έναν «αύλειο χώρο» στα πρότυπα των παλαιών αθηναϊκών κατοικιών της περιοχής. Η χαμένη στις μέρες μας αίσθηση της «γειτονιάς» αναβιώνει εδώ, ενώ εντυπωσιάζει η ησυχία που επικρατεί, σε μια συνοικία στο κέντρο της πόλης. Επιπλέον, οι διασπασμένοι όγκοι δημιουργούν τα κατάλληλα κενά που επιτρέπουν τη διέλευση του φωτός στην εσωτερική πλατεία με τη μεσογειακή βλάστηση, καθώς και μια |Εικόνα 68| διαλεκτική σχέση με τα γειτονικά κτίρια. Πρόκειται για έναν ζωντανό χώρο προς χρήση και εκμετάλλευση, στα πρότυπα των «δοχείων ζωής» του Άρη Κωνσταντινίδη. Η ανεξάρτητη κίνηση σε διάφορες θέσεις υποδηλώνει την αυτόνομη παρουσία των σπιτιών. Η δομή της είναι σαν ένα “συρτάρωμα” των όγκων σε ένα πλέγμα φέροντος οργανισμού, το οποίο είναι εμφανές εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, στον ανοιχτό χώρο. Βασική πρόθεση των αρχιτεκτόνων ήταν η κάθε κατοικία να έχει θέες και να έχει σίγουρα μια αυλή, έναν υπαίθριο χώρο, ο οποίος θα προσφέρεται για αλληλεπίδραση του κατοίκου με τον δημόσιο αστικό ιστό. Αυτός ο υπαίθριος χώρος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τον σχεδιασμό του τύπου της κάθε μονάδας – κατοικίας αλλά και τον τρόπο με τον οποίο εντάσσεται σε ένα σύνολο κατοικιών. Έτσι το σώμα του κτηρίου δεν είναι μια ισοπαχής ζώνη, αλλά αντίθετα πλάθεται, σκάβεται, οπισθοχωρεί ή ξεπροβάλλει διαμορφώνοντας κάθε φορά λειτουργικές ενότητες, χώρους κίνησης – στάσης, υπαίθριους χώρους, και γενικότερα ενδιαφέρουσες χωρικές σχέσεις του ιδιωτικού με τον δημόσιο χώρο.

95


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Το αίθριο αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του συγκροτήματος. Είναι ο πρώτος χώρος που συναντάει κανείς μπαίνοντας στο κτήριο, από τον δημόσιο χώρο της πόλης κατευθυνόμενος προς τα ιδιωτικά διαμερίσματα. Ο χώρος αυτός έχει φορτιστεί λειτουργικά και δεν έχει αφεθεί κενός. Δεν πρόκειται για τον απροσδιόριστο κενό χώρο που βρίσκεται στους ακαλύπτους, αλλά ούτε και για αίθρια που είναι ισοπαχώς ορισμένα. Σε αυτή την περίπτωση, στις τέσσερις γωνίες υπάρχουν οι τέσσερις είσοδοι που οδηγούν στα κλιμακοστάσια και στα διαμερίσματα. Υπάρχει η είσοδος που οδηγεί στον χώρο της πισίνας. Υπάρχουν αυλές των διαμερισμάτων, πιο ιδιωτικού χαρακτήρα. Έχει γίνει λοιπόν ένας λειτουργικός καταμερισμός σε χώρους κίνησης, στάσης, συνάντησης, σε κλίμακες, σε πλατώματα, δηλαδή υπάρχει μια πρόθεση αυτός ο χώρος να είναι όσο περισσότερο ενεργοποιημένος γίνεται, να διασχίζει ο άνθρωπος αυτό τον μεταβατικό χώρο πηγαίνοντας σπίτι του.

|Εικόνα 69|

|Εικόνα 70|

|Εικόνα 71|

96


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

Ο κτηριακός τύπος της πολυκατοικίας, εμφανίστηκε στην Αθήνα προπολεμικά, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε μεταπολεμικά, παράγοντας τον σύγχρονο αστικό ιστό. Καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις διατάξεις των Γενικών Οικοδομικών Κανονισμών (Γ.Ο.Κ.) που ίσχυαν κάθε φορά. Μέσω των Γ.Ο.Κ. εκφράζονταν έμμεσα οι αντιλήψεις της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας για τον τρόπο δόμησης σε καθολικό επίπεδο, η οποία προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα της μαζικής στέγασης στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου συγκεντρωνόταν η μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού της χώρας και κατά κανόνα να διατηρήσει την εξουσία. Ο τύπος της πολυκατοικίας έλυσε το πρόβλημα της μαζικής στέγασης μέσω της μεγάλης πληθυσμιακής πυκνότητας, σε αντίθεση με τον τύπο της μονοκατοικίας – διπλοκατοικίας, που θεωρούταν σπάταλη σε χώρο. Επιδιώκοντας την μαζική στέγαση, ο νέος τύπος του πολυώροφου κτιρίου επηρέασε άμεσα και δραστικά την οργάνωση, την δομή και την εικόνα της πόλης. Από τη διώροφη – τριώροφη μονοκατοικία, έγινε μετάβαση σε ένα πολυώροφο κτίριο διαμερισμάτων, όπου κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη διαφορετικές οικογένειες. Η δημόσια ζωή μεταφέρεται αναγκαστικά από τα πεζοδρόμια και τις ανοιχτές αυλές στο εσωτερικό των πολυκατοικιών. Οι κοινόχρηστοι χώροι, όπως η είσοδος της πολυκατοικίας, το κλιμακοστάσιο – ανελκυστήρας, οι διάδρομοι, ο ακάλυπτος, το δώμα και οι εξώστες παίζουν τον ρόλο του δημόσιου χώρου της πολυκατοικίας. Οι μεταβατικοί – ημιδημόσιοι χώροι σε συνδυασμό με την οργάνωση των διαμερισμάτων αποτελούν τον κτηριακό τύπο της πολυκατοικίας, προσαρμοσμένο κάθε φορά στο εκάστοτε οικόπεδο. Ο κτηριακός τύπος της πολυκατοικίας γέμισε τον αστικό ιστό της Αθήνας, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και η μέθοδος της αντιπαροχής, όπου ο κατασκευαστής αναλαμβάνει την ανέγερση του οικοδομικού έργου με αντάλλαγμα ορισμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες στον αρχικό οικοπεδούχο, μειώνοντας το χρηματικό κεφάλαιο κίνησης που απαιτείτο για την αγορά οικοπέδου. Ωστόσο η επιλογή των 7 παραδειγμάτων, που αναλύθηκαν παραπάνω, βασίστηκε σε καινοτομίες που εισήγαγαν στην τυπική μορφή της πολυκατοικίας, την αντίστοιχη χρονική περίοδο που κατασκευάστηκαν. Κάθε παράδειγμα που εξετάστηκε έχει ως βασική επιδίωξη του να ξεπεράσει την αντιμετώπιση της κατοικίας ως αυστηρά ιδιωτικό ζήτημα και να δημιουργηθεί μια κατάσταση πιο συλλογική, ώστε να μιλάμε πια για μια γειτονιά. Σε όλα τα παραδείγματα που αναλύθηκαν, είδαμε την εμφάνιση του κατωφλικού χώρου, με χαρακτηριστικά που έθεσε η Team 10, εκφράζοντάς τα με ποικίλους τρόπους.

97


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Θέλοντας να παρουσιάσω έναν κοινό τρόπο ανάγνωσης των 7 πολυκατοικιών, αλλά και κάθε αστικής πολυκατοικίας, με γνώμονα τη σχέση του ιδιωτικού και του δημόσιου – κοινόχρηστου χώρου, θέτω τα παρακάτω 3 ερωτήματα, τα οποία στο σύνολό τους παρουσιάζουν τη σχέση της πολυκατοικίας με το άμεσο περιβάλλον της:

Πώς γίνεται η μετάβαση από το δρόμο στην είσοδο και στο ισόγειο.

Πώς συνδέεται η πολυκατοικία με τον ακάλυπτο χώρο της.

Πώς συνδέεται ο δημόσιος με τον ιδιωτικό χώρο μέσω των όψεων.

Με βάση αυτά τα 3 ερωτήματα μπορούν να συσχετιστούν οι 7 περιπτώσεις και να εντοπιστούν οι σχέσεις και οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους διαχρονικά. Κάνοντας την ανάλυση της κάθε περίπτωσης διαπίστωσα σε αρκετά σημεία κοινό προβληματισμό ή κοινό τρόπο αντιμετώπισης παρόλο που κάθε μία παρουσιάζει διαφορές. Οι διαφορές αναφέρονται τόσο στο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο κάθε αρχιτέκτονας όσο και στον βαθμό που επιχειρεί να δοκιμάσει μια ανανεωμένη αντίληψη στο πρόβλημα της πολυκατοικίας.

98


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

Βαλεντής - Μιχαηλίδης Στουρνάρη & Ζαΐμη 1933

Χρυσανθέμων 24, Πολύδροσο Τάσος Μπίρης 1980

Νίκος Βαλσαμάκης Σεμιτέλους 5 1951

Τάκης Ζενέτος Ηρώδου Αττικού 17 1959

Αρχιμήδους & Δόμπολη, Μετς Γιώργος Θεοδοσόπουλος & Κατερίνα Θάνου 1985

Δημήτρης & Σουζάνα Αντωνακάκη Εμμ. Μπενάκη 118 1975

Μυλλέρου 27 & Γερμανικού, Μεταξουργείο Παπαδόπουλος & Δασκαλάκη & Μπίρης 2009 |Εικόνα 72|

99


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Πώς γίνεται η μετάβαση από το δρόμο στην είσοδο και στο ισόγειο. Πρόκειται για την διαμόρφωση της μετάβασης από το δημόσιο χώρο-δρόμο, στον ιδιωτικό χώρο – κατοικία. Στην περίπτωση της πολυκατοικίας Μιχαηλίδη, ο αρχιτέκτονας τηρεί τον κανονισμό του ‘29 της δόμησης στην οικοδομική γραμμή και σχεδιάζει την κεντρική είσοδο δύο στάθμες πιο ψηλά από την δευτερεύουσα είσοδο της υπηρεσίας της πολυκατοικίας. Στις περιπτώσεις των πολυκατοικιών του Βαλσαμάκη στη Σεμιτέλου το 1951 και του Μπίρη στο Πολύδροσο το 1980, το ισόγειο υποχωρεί από την οικοδομική γραμμή. Ο Βαλσαμάκης παραβαίνοντας τον κανονισμό για τη δόμηση στην οικοδομική γραμμή του ’29, αναδεικνύει την σημασία αυτής της μετάβασης, σχεδιάζοντάς την να γίνεται πιο σταδιακή και καταφέρνει να εξομαλύνει την αυστηρή αντίθεση, του δημόσιου χώρου – δρόμος και του ιδιωτικού χώρου – κατοικία, που επιβάλλει ο Γ.Ο.Κ. της εποχής. Στα υπόλοιπα παραδείγματα των πολυκατοικιών του Ζενέτου, των Αντωνακάκη, του Θεοδοσόπουλου και των Δασκαλάκη – Παπαδόπουλου – Μπίρη, παρατηρούμε πως η μετάβαση αυτή εκφράζεται και σχεδιάζεται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο· κάθε φορά με στόχο τη δημιουργία μιας ιδιαίτερης εμπειρίας για τον κάτοικο αλλά και ενός χώρου όπου μπορεί να αναπτυχθεί η κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των κατοίκων. Στην περίπτωση του Ζενέτου αυτό επιτυγχάνεται με τον χωρισμό του ισογείου σε 3 μέρη διαφορετικής υλικότητας και φωτεινότητας καθώς και τη χρήση φύτευσης για την οριοθέτηση του οικοπέδου. Στην περίπτωση των Αντωνακάκη, δημιουργείται μια ξεχωριστή στάθμη η οποία λειτουργεί ως υπαίθριος ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στον δρόμο και το κλιμακοστάσιο, ο οποίος είναι ορατός από την είσοδο κάθε διαμερίσματος. Ο χώρος αυτός κατακόρυφα από το ισόγειο έως τον τελευταίο όροφο αποτελεί έναν κοινόχρηστο χώρο οπού οι κάτοικοι σταματούν, συναντιούνται, συνομιλούν μεταξύ τους ενώ ο καθένας είναι στο διαμέρισμά του, μπορούν να ελέγξουν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από την πολυκατοικία και έχουν συνέχεια άμεση επικοινωνία με τον δρόμο λόγω των ανοιγμάτων που υπάρχουν στην εξωτερική σκάλα. Στην περίπτωση του Θεοδοσόπουλου, υπάρχουν πολλά διαφορετικά κατώφλια. Υπάρχουν αυτά που οδηγούν κατευθείαν τον κάτοικο στο διαμέρισμά του από τη στάθμη του δρόμου και ένα κεντρικό το οποίο αναπτύσσεται σε διαφορετικές στάθμες και οδηγεί σε έναν ενδιάμεσο χώρο, ο οποίος είναι και ο ακάλυπτος του οικοπέδου και από εκεί ο καθένας εισέρχεται στο διαμέρισμα του, δημιουργώντας σε κάθε χώρο διαφορετικές διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας. Τέλος, στην πολυκατοικία των Δασκαλάκη – Παπαδόπουλο – Μπίρη, έχουμε να κάνουμε με ένα κατώφλι που είναι αντιδιαμετρικά ανοιχτό και διαπερατό και λειτουργεί περισσότερο σαν δρόμος που συμπληρώνει τον αστικό ιστό της περιοχής παρά ως το τυπικό κατώφλι που έχουμε στο μυαλό μας. Στην περίπτωση αυτή, διαπερνώντας το κατώφλι, ο κάτοικος ή ο επισκέπτης βρίσκεται σε έναν ημιδημόσιο χώρο που βρίσκεται στην ίδια στάθμη με τον δρόμο και λειτουργεί ως ενδιάμεσος χώρος απ’ όπου μπορεί να επιλέξει να πάει στο διαμέρισμά του ή στα καταστήματα του ισογείου που έχουν ανοιχτό μέτωπο και προς τον δρόμο και προς τον χώρο αυτό.

100


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

Βαλεντής - Μιχαηλίδης Στουρνάρη & Ζαΐμη 1933

Χρυσανθέμων 24, Πολύδροσο Τάσος Μπίρης 1980

Νίκος Βαλσαμάκης Σεμιτέλους 5 1951

Τάκης Ζενέτος Ηρώδου Αττικού 17 1959

Αρχιμήδους & Δόμπολη, Μετς Γιώργος Θεοδοσόπουλος & Κατερίνα Θάνου 1985

Δημήτρης & Σουζάνα Αντωνακάκη Εμμ. Μπενάκη 118 1975

Μυλλέρου 27 & Γερμανικού, Μεταξουργείο Παπαδόπουλος & Δασκαλάκη & Μπίρης 2009

|Εικόνα 73|

101


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Πώς συνδέεται η πολυκατοικία με τον ακάλυπτο χώρο της. Πρόκειται για ένα δευτερεύον κατώφλι με τον χώρο του ακάλυπτου, ενός ενδιάμεσου χώρου με διαφορετικό βαθμό ιδιωτικότητας από την είσοδο της πολυκατοικίας, ο οποίος όμως έχει εξίσου ιδιαίτερη σημασία, αν σχεδιαστεί σωστά. Μιλάμε για την σχέση κτισμένου – άκτιστου που σημαίνει τη θέση τη διάταξη, το μέγεθος και τη χρήση του ακάλυπτου χώρου – αυλής με τον χτισμένο όγκο της πολυκατοικίας. Αυτή η σχέση μας ενδιαφέρει γιατί αποτελεί καθοριστική επιλογή που επηρεάζει τον φωτισμό και τον αερισμό αλλά και τον γενικότερο ρόλο που θα παίξει ο χώρος του ακάλυπτου για όλη την πολυκατοικία. Στην περίπτωση της πολυκατοικίας Μιχαηλίδη ο ακάλυπτος χρησιμοποιείται ως βοηθητικός χώρος, από τον οποίο πηγαίνεις μέσω ενός διαδρόμου που συνδέει τον δρόμο με τον χώρο του ακάλυπτου. Αυτό δημιουργεί τη δυνατότητα της επαφής και της συνάντησης των κατοίκων της πολυκατοικίας. Έτσι ο χώρος αυτός αποκτά ζωή, και είναι ένας διαφορετικού βαθμού ιδιωτικότητας υπαίθριος χώρος, απ’ ότι το μπαλκόνι στην όψη του δρόμου. Στην πολυκατοικία του Ζενέτου η πρόθεση ήταν ο ακάλυπτος να συνδέεται με τον δρόμο με την pilotis. Η έννοια της pilotis έλειπε και από τον Γ.Ο.Κ. του ’29 και από τον Γ.Ο.Κ. του ’55. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον αρχιτέκτονα να σχεδιάσει την εμπειρία που είχε φανταστεί. Έτσι στο επίπεδο του ισογείου δημιουργείται μια μικροκλίμακα οικειοποιήσιμη στους χρήστες, με περάσματα, στάσεις σε στεγασμένα – ημιυπαίθρια και υπαίθρια τμήματα. Η χρήση του υδάτινου στοιχείου και των λεπτών γυάλινων επιφανειών είναι δύο προσπάθειες να εξαλειφθούν τα αυστηρά όρια και η αντίθεση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και να επιτευχθεί μια πιο ομαλή και διαφορετική μετάβαση προς την είσοδο. Στην πολυκατοικία του Θεοδοσόπουλου διαμέσου του ακάλυπτου γίνεται η προσπέλαση σε μερικά διαμερίσματα. Δηλαδή μια περιοχή του ακάλυπτου, που έχει διαμορφωθεί και αποτελεί αυλή, χρησιμεύει στην είσοδο με αποτέλεσμα να αποκτά σημαντικό ρόλο. Η σύνδεση αυλής – δρόμου γίνεται με ένα σκεπαστό πέρασμα – ιδιωτικό δρόμο που αναπτύσσεται σε διάφορες στάθμες λόγω της κατωφέρειας του οικοπέδου. Όσο αφορά τις πολυκατοικίες στη Μπενάκη και στο Μεταξουργείο, ο ακάλυπτος λειτουργεί ως αυλή εμπλουτισμένη με φύτευση και αποτελεί χώρο ιδιαίτερα προσεγμένου σχεδιασμού από τους αρχιτέκτονες. Χρησιμεύει επίσης, και στα δύο παραδείγματα, ως φωταγωγός.

102


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

Πώς συνδέεται ο δημόσιος με τον ιδιωτικό χώρο μέσω των όψεων. Η σχέση αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με την οργάνωση του χώρου της κατοικίας σε κάτοψη αλλά και σε τομή, αλλά και με την αρχή πως δεν υπάρχει “καλή” και “κακή” όψη, αλλά έχουν μελετηθεί στον ίδιο βαθμό και η μπροστά και η πίσω όψη. Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι και στα 7 παραδείγματα, οι πίσω όψεις αντιμετωπίζονται με την ίδια σχεδόν φροντίδα όπως και οι μπροστινές. Οι υπαίθριοι χώροι (βεράντες – μπαλκόνια) είναι απαραίτητοι όσο και οι κλειστοί χώροι. Αποτελεί κοινό τόπο ότι το κλίμα στην Ελλάδα απαιτεί χρήση του υπαίθριου χώρου για ένα πολύ μεγάλο διάστημα στη διάρκεια του χρόνου και μάλιστα επιβάλλει και ύπαιθρα διαφορετικής ποιότητας και επεξεργασίας (στεγασμένα, υπόστεγα, ημιυπόστεγα, πέργκολες κ.ά.), πράγμα που δεν λαμβάνεται υπόψη στην καθημερινή πρακτική της πολυκατοικίας. Η μελέτη αυτών των υπαίθριων χώρων έχει μεγάλη σημασία γιατί αποτελούν εξοχές της ιδιωτικής κατοικίας προς τον δημόσιο χώρο. Η επεξεργασία του ορίου του υπαίθριου χώρου με τον δρόμο (τα στηθαία, τα πετάσματα, οριζόντια ή κατακόρυφα στοιχεία κ.ά.) δίνουν δυνατότητες για μεταβολές και προσαρμογές ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες αλλά και τις ανάγκες του χρήστη για ιδιωτικότητα. Ένα πέτασμα σε μια βεράντα μπορεί να κάνει περισσότερο ή λιγότερο ιδιωτικό τον υπαίθριο χώρο. Η νομοθεσία για τους εξώστες μέχρι και τον Γ.Ο.Κ. του ’55 περιόριζε σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργία τέτοιων σχέσεων. Η ουσιαστική πριμοδότηση των υπαίθριων χώρων ήρθε με τον Γ.Ο.Κ. του ΄85. Μετά από αυτή την αλλαγή στη νομοθεσία, οι αρχιτέκτονες άρχισαν να εκφράζουν την ανάγκη τόσο για διαπλοκή της σχέσης των εξωστών με τον δρόμο αλλά και διαπλοκή των σχέσεων των εξωστών διαφορετικών ορόφων, ως μια προσπάθεια για κοινωνική αλληλεπίδραση αλλά και τόνωσης του αισθήματος της συλλογικής κατοίκησης μέσα στην αυστηρά ιδιωτική τυπολογία της πολυκατοικίας. Στην πολυκατοικία Μιχαηλίδη παρατηρούμε έντονο το λεξιλόγιο, του μοντέρνου κινήματος, μεγάλα συνεχή παράθυρα στις όψεις προς τον δρόμο. Σε αυτή την περίπτωση η όψη στην περιοχή των εξωστών υποχωρεί δημιουργώντας έντονες φωτοσκιάσεις και τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί το μπαλκόνι ως υπαίθριο καθιστικό. Η πολυκατοικία του Βαλσαμάκη με τα κατακόρυφα στοιχεία των μπαλκονιών δημιουργεί την αίσθηση μικροκλίμακας στο ενιαίο μπαλκόνι που καταλαμβάνει όλο το μήκος της όψης, αντίθετα με την νομοθεσία. Στην πολυκατοικία της Μπενάκη, η αλληλοδιείσδυση δρόμου - μετώπου πολυκατοικίας είναι σαφής.

103


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Η όψη υποδηλώνει την πολυπλοκότητας και ποικιλία της εσωτερικής οργάνωσης: διαφορετικά ύψη – στεγασμένη αυλή – υπαίθρια κατακόρυφη κίνηση. Δεν είναι ένα μέτωπο ενός κτηρίου, αλλά ένας συνεχής διάλογος με τον δημόσιο χώρο. Επίσης Χαρακτηριστικό στοιχείο της όψης των Αντωνακάκη είναι τα μπετονένια κλωστρά στα στηθαία. Πρόκειται για προκατασκευασμένα στοιχεία από μπετόν και σκοπός τους είναι ένα ιδιαίτερο φιλτράρισμα δημόσιου – ιδιωτικού με στόχο θα έλεγα μια επιλεγμένη εσωστρέφεια. Από μία άλλη οπτική γωνία είναι ένας ενδιαφέρον τρόπος για ένα παιδί ύψους γύρω στους 70 – 90 πόντους να παρατηρεί μέσα από αυτά τα κλωστρά και σιγά – σιγά μεγαλώνοντας να έχει μια διαφορετική οπτική του δημοσίου. Η πολυκατοικία στο Πολύδροσο αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα προσπάθειας δημιουργίας κοινωνικής αλληλεπίδρασης μέσω της διαμόρφωσης των όψεων. Η συνύπαρξη δοκών και υποστυλωμάτων μέσα στα οποία ολισθαίνουν και συνυπάρχουν κατοικίες επιτρέπει από τη μία πλευρά την αυτονομία τους ως ιδιωτικοί οίκοι αλλά από την άλλη πλευρά συγκροτούν και αυτή τη συλλογική σύνθεση. Αυτό επιτυγχάνεται με τις πλάγιες θέες από τα μπαλκόνια, η οποίες εμπλουτίζουν την “απέναντι θέα” με μία ακόμα δυνατότητα, όπου το κάθε σπίτι έχει μια στοιχειώδη δυνατότητα να επικοινωνήσει με το άλλο, οπτικά και ακουστικά. Στην πολυκατοικία του Θεοδοσόπουλου, οι όψεις υποδηλώνουν την αθροιστική οργάνωση των σπιτιών. Στην διαμόρφωση της πολλαπλής επαφής με τον δημόσιο χώρο βοηθάνε οι διαφορετικές είσοδοι και οι βαθιές σκεπαστές λότζιες. Στην πολυκατοικία του Μεταξουργείου οι εξωτερικές (προς τον δρόμο) και οι εσωτερικές όψεις (προς την αυλή) είναι σχεδιασμένες με την ίδια συνέπεια και εντάσσονται στο περιβάλλον με αρμονικό τρόπο μέσω εσοχών και ανοιγμάτων που επιτρέπουν τον διάλογο του ιδιωτικού (κατοικία), του ημιιδιωτικού (κλιμακοστάσιο), του ημιδημόσιου (εσωτερική αυλή) και του δημόσιο χώρου (αστικός ιστός).

104


Γενικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί: Εξέλιξη σχέσης “ιδιωτικό - δημόσιο”

Βαλεντής - Μιχαηλίδης Στουρνάρη & Ζαΐμη 1933

Νίκος Βαλσαμάκης Σεμιτέλους 5 1951

Χρυσανθέμων 24, Πολύδροσο Τάσος Μπίρης 1980

Τάκης Ζενέτος Ηρώδου Αττικού 17 1959

Αρχιμήδους & Δόμπολη, Μετς Γιώργος Θεοδοσόπουλος & Κατερίνα Θάνου 1985

Δημήτρης & Σουζάνα Αντωνακάκη Εμμ. Μπενάκη 118 1975

Μυλλέρου 27 & Γερμανικού, Μεταξουργείο Παπαδόπουλος & Δασκαλάκη & Μπίρης 2009 |Εικόνα 74|

105


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Συμπεράσματα Η έρευνα του κατωφλιού ως ενδιάμεσο χώρο, που ξεκίνησε με μία αναζήτηση στα πεδία των ανθρωπιστικών επιστημών, για αναφορές, συνώνυμα και όρους που δηλώνουν τη σημασία της ιδέας ενός τρίτου χώρου, ανέδειξε την ιδιαίτερη σημασία του για τον άνθρωπο. Κάθε προσέγγιση, αποκαλύπτει πτυχές και χαρακτηριστικά του χώρου αυτού, τα οποία συνοψίζονται σε πέντε βασικές ιδέες. Το ενδιάμεσο αμφισβητεί την έννοια των δυϊσμών ως κυρίαρχων στοιχείων θεώρησης του κόσμου και προσφέρει μια δυνατότητα θεώρησης που επικεντρώνεται περισσότερο στις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων παρά στα ίδια τα πράγματα. Ταυτίζεται με την έννοια του κατωφλιού, ως απαραίτητου στοιχείου για τη μετάβαση από μία κατάσταση, έναν κόσμο, μια επικράτεια, σε μια άλλη. Ως χωρικό ή μη στοιχείο, η σημασία του πηγάζει από την ανάγκη προετοιμασίας του ατόμου για μια αλλαγή που επίκειται. Ως στοιχείο της πόλης, ξανά συνδεόμενο με την έννοια του κατωφλιού, εμφανίζει μια ικανότητα να συνθέτει την εικόνα της. Μπορεί ακόμα, να θεωρηθεί ως μια κατάσταση παύσης του χώρου και του χρόνου και διακοπή της χωρικής συνέχειας. Τέλος, είναι ένα πεδίο ικανό να δημιουργήσει τις συνθήκες διαλόγου και συνάντησης των ανθρώπων. Στη συνέχεια, με γνώμονα φιλοσοφικές αναλύσεις, έγινε μία έρευνα/αναφορά στην εμφάνιση της έννοιας του κατωφλιού στην Αρχιτεκτονική. Η έρευνα εστίασε στην Team 10. Η σημασία της ομάδας έγκειται στην πνευματική συνεισφορά της σε μια βαθύτερη πολιτιστική αλλαγή της εποχής του 20ου αιώνα. Το έργο της είναι σημαντικό, διότι άσκησε κριτική στα χαρακτηριστικά του Μοντερνισμού και πρότεινε την αντικατάσταση των αισθητικών ανησυχιών με ηθικές αξίες, χωρίς όμως να αποκοπεί από αυτόν. Τα μέλη της ομάδας, κατάφεραν να “εκσυγχρονίσουν” τη μοντέρνα αρχιτεκτονική μέσω του επαναπροσδιορισμού των θεωρητικών βάσεων της, και της εφαρμογής των θεωρητικών τους αξιών. Οι αξίες αυτές, ως μια προσπάθεια εξανθρωπισμού του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ήταν για τους ίδιους μια κριτική στην «λειτουργική πόλη» του Μοντέρνου. Έτσι, προέκυψε η επιθυμία να δημιουργηθούν πόλεις, στις οποίες κύριο ρόλο θα είχαν οι ζωτικές ανθρώπινες σχέσεις σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη ανθρώπινη πραγματικότητα. Η ομάδα, θεωρούσε ότι η ύπαρξη των χώρων που είναι ικανοί να “εμπλέξουν” ανθρώπους και λειτουργίες μεταξύ τους, είναι αναγκαίοι. Για την Team 10, η Αρχιτεκτονική και η Πολεοδομία, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ενιαία και πρότειναν, ανεξαρτήτου κλίμακας, χώρους ευέλικτους, με πολλά μεταβατικά σημεία, τα οποία θα γεφυρώσουν τα δίδυμα φαινόμενα μεταξύ τους. Τα κατώφλια αυτά θα εξομαλύνουν την αντίθεση των άκρων τους και, όπως τα κατώφλια. Αυτά θα οδηγήσουν σε μια διαφορετική εμπειρία μετάβασης από τον δημόσιο χώρο στον ιδιωτικό που θα προσφέρει το αίσθημα του «ανήκειν» και ένα τόπο συνάντησης και αλληλεπίδρασης των ανθρώπων.

106


Συμπεράσματα

Η έρευνα συνεχίζει, εστιάζοντας στο κατώφλι ως ενδιάμεσο χώρο και αναγνωρίζοντας τις διαβαθμίσεις που επαναπροσδιορίζουν τα όρια των άκρων του. Οι διάφορες ενδιάμεσες ή μεταβατικές ζώνες που ορίζουν τον χαρακτήρα των χώρων οδήγησαν στην ανάγκη διατύπωσης των όρων «ημι – δημόσιο» και «ημι – ιδιωτικό». Οι όροι αυτοί αναφέρονται ακριβώς σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ των δύο άκρων του δίπολου δημόσιο – ιδιωτικό, χωρίς όμως να είναι ικανοί να χαρακτηρίσουν τις ποικίλες περιπτώσεις, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν στον σχεδιασμό του κάθε χώρου. Το κατώφλι έχει ημι-δημόσιο και ημι-ιδιωτικό χαρακτήρα και φέρει χαρακτηριστικά τόσο από το δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό χώρο. Το ημι-δημόσιο και το ημι-ιδιωτικό είναι μια ζώνη μετάβασης μεταξύ του προσωπικού χώρου του ανθρώπου και της εκτεθειμένης κοινής ζωής. Αυτά τα σύνορα καθορίζουν τη σχέση μεταξύ των δύο ζωνών με γνώμονα την επικοινωνία. Η προσπελασιμότητα και ο βαθμός ιδιωτικότητας που σχεδιάζονται σε έναν χώρο, δημιουργούν διακριτές διαβαθμίσεις των χώρων και σχέσεις που τους ενώνουν. Αυτές οι περιπτώσεις χωρικών σχέσεων, ενισχύουν την αντίληψη των ορίων, όχι ως φραγμάτων αλλά ως στοιχείων απ’ όπου «κάτι αρχίζει να υπάρχει». Χώροι που λειτουργούν ως μεταβατικά σημεία και δημιουργούν διαφορετικές χωρικές σχέσεις ανάλογα με τον σχεδιασμό τους είναι ο δρόμος σε σχέση με την είσοδο της κατοικίας, οι στοές, ο χώρος μπροστά από την είσοδο και οι πόρτες. Ο δρόμος σε σχέση με την κατοικία αποτελούν την πιο αντιπροσωπευτική σχέση δημόσιου – ιδιωτικού χώρου. Για να μπορέσει η αστική υποδομή να οδηγήσει σε μια κοινωνία σχεδιασμένη από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο, μια κοινωνία κατανοητή, που θα αναπτύσσεται με συνοχή, πρέπει οι δρόμοι και τα συστήματα επικοινωνίας να αναπτυχθούν σαν μέρος της αστικής υποδομής, να καταλάβουμε την εμπλοκή της ροής και της κίνησης στην ίδια την αρχιτεκτονική. Η σχέση αυτή, είναι ιδιαίτερα σημαντική και έχει τη δυνατότητα να μεταφραστεί σε όλες τις κλίμακες, προσφέροντας μία αναλογία της έννοιας του δρόμου με τους ενδιάμεσους χώρους μετάβασης. Οι χώροι αυτοί κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικοί για την κοινωνική συνοχή των κατοίκων τόσο των κτηρίων όσο και των πόλεων. Η έννοια της στοάς περιέχει την αρχή ενός νέου συστήματος προσπελασιμότητας, με το οποίο το όριο μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού μετατοπίζεται και κατά συνέπεια εξαλείφεται εν μέρει. Το αποτέλεσμα είναι η ιδιωτική επικράτεια, τουλάχιστον χωρικά, να γίνεται πιο δημόσια προσπελάσιμη. Αναπόφευκτα με τη χρήση της συγκεκριμένης περιοχής, το ισχυρό όριο της εκτεταμένης εισόδου του κτιρίου μεταλλάσσεται σε ευρύτερη οριακή ζώνη εισόδου, προστατευμένη από τις καιρικές συνθήκες, που είναι προσπελάσιμη και αντικαθιστά το εκτοπισμένο απότομο όριο. Όσον αφορά στο χώρο μπρος από την κατοικία, είναι ένας χώρος ημι-δημόσιος, που λειτουργεί ως πέρασμα από τον εσωτερικό στον εξωτερικό χώρο και αντιστρόφως. Είναι επίσης η είσοδος της πολυκατοικίας, το κατώφλι της. Είναι κάτι που υπάρχει

107


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

συγχρόνως στο εσωτερικό και εξωτερικό τμήμα της πόρτας εισόδου, του δημόσιου και του ιδιωτικού, του προφυλαγμένου-προστατευμένου και του απροστάτευτου-εκτεθειμένου. Ο χρόνος κίνησης ή παραμονής μέσα σε ένα κατώφλι παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία μετάλλαξης. Ένα πλατύσκαλο μπροστά στην πόρτα είναι εύκολα προσπελάσιμο και άρα σύντομο, ενώ αντίθετα, η αυλή είναι ένα κατώφλι μεγαλύτερης διάρκειας. Στην περίπτωση της πόρτας, χωρισμός και σύνδεση είναι δύο πλευρές της ίδιας κίνησης. Συνεπώς, η πόρτα αποτελεί οριακό σημείο μεταξύ οριοθετημένου και απεριόριστου, όχι μόνο ως διαχωριστικό, αλλά κυρίως ως δυνατότητα διαρκούς εναλλαγής. Με αυτή την έννοια, βλέπουμε την πόρτα περισσότερο ως μηχανισμό εναλλαγής παρά ως όριο. Ως κάτοικος μιας αστικής αθηναϊκής πολυκατοικίας, με απασχόλησε να μελετήσω την εξέλιξη που είχε το κατώφλι ως ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό, στους διάφορους κτηριακούς τύπους της πολυκατοικίας που καθιερώθηκαν στην Αθήνα, από τον μεσοπόλεμο που πρωτοεμφανίστηκε έως και σήμερα. Μέσα από την ανάλυση των Γενικών Οικοδομικών Κανονισμών και τον εντοπισμό των χαρακτηριστικών που όριζαν και επηρέαζαν αυτή τη σχέση του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, διαπίστωσα την ιδιαίτερη σημασία που είχε πάντα ο χώρος της εισόδου, του κατωφλιού της πολυκατοικίας, που ακόμα και σε περιόδους που οι εργολάβοι είχαν αναλάβει τον σχεδιασμό των πολυκατοικιών, το κομμάτι της εισόδου, του κατωφλιού και της σύνδεσης με τον δρόμο το ανέθεταν σε αρχιτέκτονες. Ο Δημήτρης Αντωνακάκης έχει γράψει πως «δυστυχώς οι οικοδομικοί κανονισμοί της χώρας προσπαθούσαν πάντα να “μπαλώσουν” καταστάσεις και πάντα έμεναν πίσω από τις εξελίξεις και τις ανάγκες της κοινωνίας. Ποτέ δεν μπόρεσαν να πάνε μπροστά και να προλάβουν πράγματα. Οι κανονισμοί αυτοί ήταν πολύ δεσμευτικοί αλλά παρ’ όλα αυτά οδήγησαν πολλούς συναδέλφους, ανάμεσά τους και εκείνος, να “παραβούν” κατά κάποιο τρόπο αυτούς τους κανονισμούς, όχι με σκοπό να αυξηθεί η εμπορική αξία του έργου, αλλά για να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής και οι σχέσεις μεταξύ των κατοίκων». Στη συνέχεια μελετήθηκαν 7 παραδείγματα από αθηναϊκές αστικές πολυκατοικίες, στις οποίες οι αρχιτέκτονες εξέφρασαν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, μερικές φορές παραβαίνοντας τους Γ.Ο.Κ., τη σχέση του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου και τον ενδιάμεσο χώρο του κατωφλιού, εφαρμόζοντας την αρχιτεκτονική θεωρία της Team 10 στην πράξη. Σε κάθε περίπτωση, το “μοντέλο” του ενδιάμεσου χώρου εφαρμόζεται διαφορετικά. Ο ενδιάμεσος χώρος σε όλες τις περιπτώσεις δημιουργεί καταστάσεις μετάβασης, κοινωνικοποίησης, κινητικότητας και παύσης. Είναι στο χέρι του αρχιτέκτονα πως θα επιλέξει να εκφράσει αυτές τις χωρικές σχέσεις, οι οποίες θα ικανοποιούν τις προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων. Η έρευνα έδειξε ότι σε όλα τα παραδείγματα, η αρχιτεκτονική πρόθεση προτείνει την ύπαρξη του κατωφλιού, του ενδιάμεσου χώρου, ως προσπάθεια για μια “ανθρωπιστική” αρχιτεκτονική,

108


Συμπεράσματα

προσφέροντας ποιότητες που ενθαρρύνουν την οικειοποίηση του χώρου από γνωστούς ή άγνωστους χρήστες. Όπως συμπεράναμε και νωρίτερα όμως, το κατώφλι δεν αποτελεί στοιχείο που είναι πάντα μετρήσιμο και δεν διέπεται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλά ενυπάρχει σε αυτό και ένα εννοιολογικό περιεχόμενο. Η έννοια αυτή, δεν αρκεί να ενυπάρχει ως σχεδιαστική πρόθεση, αλλά να σχετίζεται άμεσα με το βίωμα και το με το κατά πόσο ο χώρος πετυχαίνει τελικά αυτή την οικειοποίηση. Η ομαλή μετάβαση, το δίκτυο, τα δίπολα και όλες οι εκφράσεις που είδαμε, στοχεύουν επομένως, σε έναν χώρο που ενδιαφέρεται για τις προσωπικές και κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου. Τελικά, ως κάτοικοι βιώνουμε χώρους καθημερινά, από την κατοικία μας, στον δρόμο και στην πόλη, μόνοι ή μαζί με άλλα άτομα. Το κατώφλι, ως ενδιάμεσος χώρος, ως ένας τόπος υβριδικός, νοηματοδοτείται κάθε φορά που επιλέγουμε να τον κατοικήσουμε και να τον χρησιμοποιήσουμε. Η χρήση του είναι απρόβλεπτη και ευμετάβλητη και δημιουργεί ένα τοπίο δυναμικό και μια συνθήκη ρευστή, όσο και η σχέση μας μαζί του και μεταξύ μας. Ως κάτοικοι, ενδεχομένως θα βρίσκουμε πάντα έναν τρόπο να οικειοποιούμαστε το περιβάλλον μας, είτε με την δική μας προσαρμογή, είτε με τη δική του αλλαγή. Η ύπαρξη και ο σχεδιασμός κατωφλιών και ενδιάμεσων χώρων, ανεξαρτήτου κλίμακας, οι οποίοι θα είναι ευέλικτοι και θα δύναται να προσφέρουν έδαφος, που θα καλλιεργεί τις ζωτικές ανθρώπινες σχέσεις, δεν είναι απαραίτητα μια στρατηγική με προβλέψιμα αποτελέσματα, όπως δείχνουν και τα παραδείγματα. Αυτό, διότι η ανθρώπινη συμπεριφορά και δραστηριότητα είναι μια σημαντική παράμετρος για το πώς βιώνεται ο χώρος, που εξαρτάται από άλλες, προβλέψιμες ή απρόβλεπτες παραμέτρους. Αυτές μπορεί να είναι από τη διάθεση του χρήστη, μέχρι τη γενικότερη συνθήκη της κοινωνικής κρίσης που επικρατεί στη σύγχρονη κοινωνία. Ενδεχομένως, αυτό που μπορούν να κάνουν οι αρχιτέκτονες, ως μέρος ενός κοινωνικού συστήματος σχέσεων και αλληλεπιδράσεων στο οποίο ανήκουν – διότι δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η αρχιτεκτονική είναι μια κοινωνική κατασκευή και όχι αντίστροφα – είναι μέσω της ένταξης ενδιάμεσων χώρων στον σχεδιασμό τους, να οραματιστούν ένα μέλλον της κοινωνίας, πρώτα ως κάτοικοι και έπειτα ως σχεδιαστές, στο οποίο ο ρόλος τους θα είναι να προσφέρουν περισσότερο αυτές τις δυνατότητες παρά να ορίζουν τις λειτουργίες και τις χρήσεις. Συμπεραίνοντας, θεωρώ ότι η θεωρία και το σχέδιο της Team 10 θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρότυπο για τους μελλοντικούς αρχιτέκτονες, όταν θα καλούνται να σχεδιάζουν για μια ρευστή πραγματικότητα, πάντα όμως μέσα σε ένα πλαίσιο αυτοκριτικής και κριτικής της ίδιας της κοινωνίας και της αρχιτεκτονικής.

109


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Βιβλιογραφία Ξένη Βιβλιογραφία: Kevin Lynch, “The image of the city”, Massachusetts, The MIT Press, 1960 N.J. Habraken, “The structure of the Ordinary: Form and Control in the Built Environment”, Massachusetts, Jonathan Teicher, 2000 Jan Gehl, “Life Between Buildings: Using Public Space” Washington, Island Press, 2011 Beatriz Colomina, “Privacy and Publicity: Modern Architecture As Mass Media”, Massachusetts, The MIT Press, 1994 Bill Hillier, “The Social Logic of Space”, Cambridge, Cambridge University Press, 1989 Ali Madanipour, “Public and Private Spaces of the City”, New York, Routledge, 2003 Jan Gehl, “Cities for People” Washington, Island Press, 2010 Andrea Mubi Brighenti, “Urban Interstices: The Aesthetics and The Politics of the In – Between”, London, Routledge, 2016 Hannah Arendt, “The Human Condition”, Chicago, University of Chicago Press, 1998 Henri Lefebvre, “Le droit à la ville”, Paris, Economica, 1968 (μτφρ. Παναγιώτης Τουρνικιώτης, «Δικαίωμα στην πόλη: Χώρος και Πολιτική», Αθήνα, Κουκκίδα, 2007) Richard Sennet, “Les Tyrannies de l’ intimité”, Paris, Le Seuil, 1995 (μτφρ. Γιώργος Μέρτικας, «Η τυραννία της οικειότητας: Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον Δυτικό πολιτισμό», Αθήνα, Νεφέλη, 1999) Herman Hertzberger, “Space and the Architect”, Rotterdam, 010 Publishers, 2000

110


Βιβλιογραφία

Herman Hertzberger, “Lessons for students in architecture”, Rotterdam, 010 Publishers, 2005 Tom Porter, “Archispeak: An Illustrated Guide to Architectural Terms”, London, Routledge, 2004 B.J. Hollars, “Blurring the Boundaries”, Nebraska, University of Nebraska Press, 2013 Elizabeth Grosz, “Architecture from the outside”, Massachusetts, The MIT Press, 2001 Arnold Van Gennep, “The Rites of Passage”, Chicago, University of Chicago Press, 1961 Alison Smithson, “Team 10 Primer”, London, Studio Vista, 1968 Benjamin Walter, “Das Passagen – Werk”, Frankfurt, Gesammelte Werke Band, 1982 (μτφρ. Howard Eiland, Kevin McLaughlin, “The Arcades Project”, Harvard University Press, 1999) Martin Buber, “I and Thou”, Eastford, Martion Publishing, 2010 Gaston Bachelard, “La Poétique de l’Espace”, Paris, Les Presses univesitaires de France, 1961 (μτφρ. Ελένη Βέλτσου, Ιωάννα Χατζηνικολή, «Η ποιητική του χώρου», Αθήνα, Χατζηνικολή, 1982) Annie Pedret, “CIAM and the Emergence of Team 10 thinking”, Massachusetts, Massachusetts Institute of Technology, 2001 Kenneth Frampton, “Modern Architecture: A Critical History”, London, Thames and Hudson, 1980 (μτφρ. Θόδωρος Ανδρουλάκης, Μαρία Παγκάλου, «Μοντέρνα Αρχιτεκτονική: Ιστορία και Κριτική», Αθήνα, ΘΕΜΕΛΙΟ, 2009) Risselada Max, Heuvel Dirk van, Kenneth Frampton, Jos Bosman, “Team 10, in search of a Utopia of the Present 1953 - 1981”, Rotterdam, 010 Publishers, 2006 Karin Jaschke, “Aldo van Eyck, Piet Blom: City is House and House is City”, London, Routledge, 2009

111


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Vincent Ligtelijn, Joseph Rykwert, “Aldo van Eyck: Works”, Switzerland, Birkhauser, 1999 Herman Hertzberger, “Architecture and Structuralism: The Ordering of Space”, Rotterdam, 010 Publishers, 2016 Sharon Zukin, “The cultures of cities”, Oxford, Blackwell Publishers, 1996 Martin Heidegger, “Bauen, Wohnen, Denken”, Denmark, Coppenrath, 1994 (μτφρ. Ξηροπαίδης Γιώργος, «Κτίζεις, Κατοικείν και Σκέπτεσπθαι», Αθήνα, Πλέθρον, 2009)

Ελληνική Βιβλιογραφία: Σουζάνα Αντωνακάκη, «Κατώφλια, 100 + 1 Χωρογραφήματα», Αθήνα, Futura,2010 Γιώργος Κανδύλης, Josic Woods, «Πόλη – Κατοικία – Αρχιτεκτονική», Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1980 Γιώργος Σημεοφορίδης, Γιάννης Αίσωπος, «Η σύγχρονη (ελληνική) πόλη)», Αθήνα, Metapolis Press, 2001 Β. Πετρίδου, Π. Πάγκαλος, Ν. Κυρκίτσου, «Εργάζομαι άρα Κατοικώ: Η περίπτωση του συγκροτήματος κατοικιών των μεταλλείων Μπάρλου στο Δίστομο Βιωτίας, των Δ. & Σ. Αντωνακάκη», Πάτρα, Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2012 Μανώλης Μαρμαράς, «Η αστική πολυκατοικία της Μεσοπολεμικής Αθήνας», Αθήνα, ΕΤΒΑ Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα, 1991 Δημήτρης Φιλιππίδης, «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», Αθήνα, Μέλισσα, 1984 Σταύρος Σταυρίδης, «Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή», Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2009

112


Βιβλιογραφία

Επιστημονικά περιοδικά: Κ. Παπαϊωάννου, «Η δυαδικότητα στον κόσμο των αρχιτεκτόνων και της αρχιτεκτονικής», Αρχιτέκτονες, 34 no.2, Ιούλιος/Αύγουστος 2002: σελ. 32, Σωτήρης Δημακόπουλος Γ.Μ. Σαρηγιάννης, «Η ιστορική διάσταση της αντίθεσης δημόσιου και ιδιωτικού χώρου», Αρχιτέκτονες, 34 no.2, Ιούλιος/Αύγουστος 2002: σελ. 50, Σωτήρης Δημακόπουλος Α. Πεπέ, «Η διαχείριση του δημόσιου χώρου στην πόλη», Αρχιτέκτονες, 34 no.2, Ιούλιος/Αύγουστος 2002: σελ. 65, Σωτήρης Δημακόπουλος Γ.Μ. Σαρηγιάννης, «Η διαχείριση του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου από τις δυνάμεις καταστολής της εξουσίας», Αρχιτέκτονες, 34 no.2, Ιούλιος/Αύγουστος 2002: σελ. 68, Σωτήρης Δημακόπουλος Ντ. Βαΐου, «Δημόσιο/Ιδιωτικό. Στερεότυπα φύλου και αποκλεισμοί στην πόλη», Αρχιτέκτονες, 34 no.2, Ιούλιος/Αύγουστος 2002: σελ. 70, Σωτήρης Δημακόπουλος Ν. Καζέρος, «Το ιδιωτικό και το δικό του», Αρχιτέκτονες, 34 no.2, Ιούλιος/Αύγουστος 2002: σελ. 81, Σωτήρης Δημακόπουλος Μητρόπουλος, «Οι ημι-δημόσιοι/ιδιωτικοί χώροι της ανώνυμης κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής και η σημασία τέτοιου τύπου χώρων επικοινωνίας στον αστικό σχεδιασμό», Αρχιτεκτονικά θέματα, no.12: σελ.94, 1978 Δ. Φιλιππίδης, «Πολυκατοικίας και σύγχρονη ζωή», Αρχιτεκτονικά θέματα, no.12: σελ.103, 1978 Δ. Φιλιππίδης, «Η εξέλιξη της εμπορευματοποίησεως της κατοικίιας και η επίδρασή της στη μορφή της κατοικίας και της πόλεως», Αρχιτεκτονικά θέματα, no.12: σελ.106, 1978 Σταύρος Σταυρίδης, «Προς μια ανθρωπολογία του κατωφλιού», περιοδικό Ουτοπία, no. 33: σελ. 107 Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1999

113


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Σταύρος Σταυρίδης, «Όψεις Καταστημάτων. Ιδιωτικός ή δημόσιος χώρος;», Θέματα Χώρου + Τεχνών, no.31, σελ. 19,2000

Αρθρογραφία: Maria Pia Fontana, Miguel Mayorga, Margarita Roa, “Le Corbusier: Urban Visions through Thresholds”, Journal of Architecture and Urbanism, no.40: σελ.87-90, Spain Hadas Steiner, “Life at Threshold”, The MIT Press, no.136: σελ.133-155, Spring 2011, Massachussetts Colin Rowe, Robert Slutzky, “Transparency: Literal and Phenomenal”, Arch360, February 2012 Alireza Shahlaei, Marzieh Mohajeri, “In – Between Space: Dialectic of Inside and Outside in Architecture”, International Journal of Architecture and Urban Development, vol.5, no.3, 2015, Iran Terence Riley, “The un-private house”, Museum of Modern Art’s exhibition history, Manhattan,1929 Βλαβιανού, Αντιγόνη, «Χώροι ημι-δημόσιοι και ιδιωτικοί στην ελληνογαλλική μεταπολεμική πεζογραφία», περιοδικό Σύγκριση/Comparaison, no.13: σελ.133-155, Οκτώβριος 2002, Αθήνα

Διαδικτυακές πηγές: Αχιλλέας Ψυλλίδης, «Ψηφιακή Τεχνολογία: Επαναπροσδιορισμός των Ορίων & του Διπόλου Δημόσιο – Ιδιωτικό», Αρχιτεκτονικές ματιές, Greek architects, Δημοσιευμένο Μάιος 2006, https:// www.greekarchitects.gr/ Αχιλλέας Ψυλλίδης, «Το δίπολο δημόσιο - ιδιωτικό: κλασσικές προσσεγγίσεις», Αρχιτεκτονικές ματιές, Greek architects.gr, Δημοσιευμένο Ιούνιος 2006, https://www.greekarchitects.gr/ Χαρά Χαρατσάρη, «Συνέντευξη στον Δημήτρη Αντωνακάκη» grad.review, architects & designers in Greece, Μάρτιος 2008, http://www.gradreview.gr/2017/06/in00518.html

114


Βιβλιογραφία

Νεκτάριος Κεφαλογιάννης, Χρήστος Παπαστεργίου, «Η έννοια του ενδιάμεσου (In – Between)», Αρχιτεκτονικές ματιές, Greek architects.gr, Δημοσιευμένο Ιούνιος 2006, https://www.greekarchitects.gr/ Χαρά Χαρατσάρη, «Συνέντευξη στον Δημήτρη Αντωνακάκη» grad.review, architects & designers in Greece, Μάρτιος 2008, http://www.gradreview.gr/2017/06/in00518.html

Ακαδημαϊκά Συγγράμματα: Μάνος – Αργύρης Θάνος, «Από την πολυκατοικία στο τετράγωνο: Ένα μοντέλο επαναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου και του ιδιωτικού», Αρχιτεκτονική Σχολή Ε.Μ.Π., 2014 Παππά Ανδρονίκη, «Ενδιάμεσος χώρος: Από τη θεωρία στην σύγχρονη πρακτική», Αρχιτεκτονική Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών, 2015 Λιακοπούλου Ευσταθία, Ταμπουράκη Ελευθερία – Μαρία, «Η διαπλοκή του ιδιωτικού – δημόσιου χώρου/βίου: Η περίπτωση του Βλατερού της Πάτρας», Αρχιτεκτονική Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών, 2014 Πινελόπη Βασιλάκη, Elif Ekim, “Levels of Privacy”, Σχολή Αρχιτεκτονικής Göteborg, Sweden, 2015 Μιχαήλ Γεωργίου, “Architectural Privacy: a topological approach to relational design problems”, Σχολή Αρχιτεκτονικής University College London, 2006 Μαρία Μαυρίδου, «Η αστική πολυκατοικία σε εξέλιξη (;)» Σχολή Αρχιτεκτονικής Ε.Μ.Π., 2008 Richard Woditsch, “Plural – Private and Public Spaces of the Polykatoikia In Athens”, Σχολή Αρχιτεκτονικής University of Berlin, 2009 Ρούση Αγγελική, «Η εξέλιξη της αστικής πολυκατοικίας στην Αθήνα από το 1917 μέχρι το 2012», Σχολή Αρχιτεκτονικής Ε.Μ.Π., 2014 Ιωσηφίδου Σοφία, Καλαματιανού Θεοδώρα, Νικολάου Κατερίνα, «Η άρνηση των ορίων του χώρου»,

115


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

Τμήμα Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής, Διακόσμησης και Σχεδιασμού Αντικειμένων, 2014 Patrick Troy Zimmerman, “Liminal Space in Architecture: Threshold and Transition”, University of Tennessee – Knoxville.

Διαλέξεις: Σουζάνα Αντωνακάκη, «Η αρχιτεκτονική της Μακρινίτσας», 1959 Δημήτρης Αντωνακάκης, «Προβληματα Κατοίκησης: Πολυκατοικία Τυπολογική πολυπλοκότητα ή Σύνθετη τυπολογία», 2013 Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκη, «Κατώφλια χώρου και χρόνου: Μετάβαση και Διαδοχή», 2016 Γιάννης Τσίώμης, «Η μεσογειακότητα των Σουζάνα και Δημήτρη Αντωνακάκη», 2013 Τάσος Μπίρης, «Κατοίκηση – Συγκατοίκηση: Το δίπολο “ατομικότητα - συλλογικότητα”», 2013 Ειρήνη Σακελλαρίδου, «…σταδιακά οι ιδέες αναδύονται…», 2013 Georges Teyssot, “Mapping the Threshold: A Theory of Design and Interface”, 2007

Πηγές Εικόνων: 1.Δυϊσμοί, Κολάζ (Επεξεργασία του ιδίου): Πίνακας: Rene Magritte, Decalcomania, 1966 Φωτογραφία: Carlo Scarpa, Brion Cemetery, Treviso, Italy 1968 – 1978 Πίνακας: Victor Vasarely, Black – White, 1950 Φωτογραφία: Brad Downey, Wedging, Grottaglie, Italy, 2011 Φωτογραφία: Streets of Lisbon, Lisbon, Portugal, 2012

116


Βιβλιογραφία

2. Φωτογραφία: Διαμόρφωση του χώρου γύρο από την Ακρόπολη του Δημήτρη Πικιώνη 3. Κολάζ (Επεξεργασία του ιδίου): Φωτογραφία Πάνθεον της Ρώμης Κάτοψη του ναού 4. Κολάζ (Επεξεργασία του ιδίου): Φωτογραφία Άγιος Βιτάλιος της Ραβένας Κάτοψη του ναού 5. Κολάζ: Φωτογραφία Προπύλαια της Ακρόπολης Τομή και κάτοψη του χώρου 6. Συνάντηση Κολάζ (Επεξεργασία του ιδίου): Φωτογραφία Love Bridge Φωτογραφία Electricity pillar Φωτογραφία Florian Schmidt, Synaptic Overload 7. Διάγραμμα Alison & Peter Smithsons για το CIAM του 1953 8. “The Death of CIAM” στην τελευταία συνάντηση το 1959 στο Otterlo 9. Σκίτσο από το βιβλίο Team X Primer της Alison Smithson 10. Διάγραμμα “The Wheels of Heaven” του Aldo van Eyck το 1965 11. Διάγραμμα για το Sonsbeek Pavillion του Aldo van Eyck το 1966 12. Πίνακας “Magasin, Avenue des Golbins” του Εugène Atget, 1925 13. Φωτογραφία από το βιβλίο “Lessons for students of Architecture” του Herman Hertzberger 14. Φωτογραφία από το βιβλίο “Lessons for students of Architecture” του Herman Hertzberger 15. Φωτογραφία Αρχαίος αιγυπτιακός ναός

117


Κατώφλι: Εμπειρία, Εφαρμογή, Περιορισμοι

16. Φωτογραφία Παραδοσιακή ελληνική αρχιτεκτονική, Σκίτσο Στοά 17. Φωτογραφία από το βιβλίο “Lessons for students of Architecture” του Herman Hertzberger 18. Φωτογραφία από το βιβλίο “Lessons for students of Architecture” του Herman Hertzberger 19. Διάγραμμα Διαβαθμίσεις ιδιωτικότητας (Επεξεργασία του ιδίου) 20. Φωτογραφία Διάγραμμα Alison Smithson για το Golden Lane Project 21. Φωτογραφία από το βιβλίο “Lessons for students of Architecture” του Herman Hertzberger 22. Φωτογραφία Τοπογραφικό του οικισμού στο Δίστομο Βιωτίας 23. Φωτογραφία Τομή του οικισμού στο Δίστομο Βιωτίας 24. Φωτογραφία Αξονομετρική τομή του οικισμού στο Δίστομο Βιωτίας 25. Φωτογραφία από το βιβλίο “Lessons for students of Architecture” του Herman Hertzberger 26. Φωτογραφία από το βιβλίο “Lessons for students of Architecture” του Herman Hertzberger 27. Φωτογραφία Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική 28. Φωτογραφία Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική 29. Φωτογραφία Στοά Galleria St. Hubert 30. Φωτογραφία Στοά Αθήνα 31. Φωτογραφία Στοά Πάτρα 32. Φωτογραφία Arcade, Ministry of Education and Health, Rio De Janeiro

118


Βιβλιογραφία

33. Διάγραμμα Aναγνώριση απόστασης με βάση τον Jan Gehl (Επεξεργασία του ιδίου) 34. Διάγραμμα Oπτική επαφή με βάση το Jan Gehl (Επεξεργασία του ιδίου) 35. Πίνακας “The Letter” του Pieter de Hooch 37. Κάτοψη για την επισήμανση των δύο εισόδων (Επεξεργασία του ιδίου) 36 & 38 - 43. Φωτογραφία πολυκατοικίας Βαλεντή – Μιχαηλίδη (Προσωπική συλλογή) 44 - 47. Φωτογραφία πολυκατοικίας Βαλσαμάκη (Προσωπική συλλογή) 48 - 51. Φωτογραφία πολυκατοικίας Ζενέτου (Προσωπική συλλογή) 52 - 56. Φωτογραφία πολυκατοικίας Αντωνακάκη (Προσωπική συλλογή) 57 - 63. Φωτογραφία πολυκατοικίας Μπίρη (Προσωπική συλλογή) 64 - 67. Φωτογραφία πολυκατοικίας Θεοδοσόπουλου (Προσωπική συλλογή) 68 - 71. Φωτογραφία πολυκατοικίας Παπαδόπουλου, Δασκαλάκη, Μπίρη (Προσωπική συλλογή) 72. Αξονομετρικά σχέδια πολυκατοικιών (Επεξεργασία του ιδίου) 73. Τομές εισόδων των πολυκατοικιών (Επεξεργασία του ιδίου) 74. Όψεις εξωστών των πολυκατοικιών (Επεξεργασία του ιδίου)

119


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.