Περιβάλλον, φωτογραφία, αφήγηση Α1

Page 1

Εργαστήριο Δεξιοτήτων 2021

Περιβάλλον και λογοτεχνία: Φωτογραφία και αφήγηση Πρότυπο Γυμνάσιο Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά

Τμήμα: Α1 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Α. Παρασκευουλάκου


Νύχτα, 2.100, Παρίσι. Όλα έχουν αλλάξει πια. Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται τα δέντρα για να αναπνέουν, καθώς έχουν βρει τον τρόπο να κατασκευάζουν οξυγόνο και έτσι τα δέντρα έχουν εξαφανιστεί. Ο Αρσέν, 50 χρονών, γυρίζει στο σπίτι από την δουλειά. Όταν έφτανε, είχε πια σκοτεινιάσει. Τότε αντίκρισε το πατρικό του σπίτι και δίπλα ένα μικρό καλυβάκι, που παλιά ήταν μία μηλιά. Μάλλον είχε γλυτώσει από τις αυτόματες μπουλντόζες που τα κατέστρεφαν για να χτιστούν ουρανοξύστες. Ο Αρσέν συνειδητοποίησε τότε πόσο του έλειπε η φύση και ευχήθηκε σύντομα να καταλάβουν όλοι πόσο την έχουν ανάγκη όχι μόνο για οξυγόνο αλλά και για τον κύκλο της ζωής. Μ. Αβραμίδης

Φωτογράφος: Brassaï


ΤΟ ΔΑΣΟΣ Ο Γιώργος δεν μπορούσε να κοιμηθεί εκείνο το βράδυ και άνοιξε τον υπολογιστή του. Έψαχνε για ενδιαφέροντα θέματα που θα μπορούσε να διαβάσει όταν βρήκε ένα άρθρο για το Δάσος, το οποίο είχε δημοσιευτεί μόλις πριν από δύο ώρες. Χωρίς δισταγμό ξεκίνησε να διαβάζει το άρθρο. Το ενδιαφέρον του όλο και αυξανόταν ενώ διάβαζε για τα δύο αδέρφια που εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, μέχρι που διάβασε ότι τα δύο αυτά παιδιά εξαφανίστηκαν στο Δάσος, ακριβώς έξω από την μικρή κωμόπολη όπου έμενε. Διαβάζοντας την πληροφορία αυτή, το ενδιαφέρον έγινε περιέργεια και η περιέργεια έγινε ανατριχίλα, που έγινε φόβος. Έκλεισε αμέσως μετά τον υπολογιστή προσπαθώντας να ξεχάσει και να αγνοήσει αυτό που έμαθε εκείνο το βράδυ. Αλλά πως μπορούσε να ξεχαστεί μια πληροφορία σαν κι αυτή; Σήμαινε ότι βρισκόταν και ο ίδιος σε κίνδυνο.

Το επόμενο πρωί στο σχολείο πήγε αμέσως στην παρέα του να πει τι έμαθε. «Δεν είμαι ήρεμος με αυτό που έμαθα. Αν το Δάσος είχε σχέση με την εξαφάνιση των δύο παιδιών, τότε αυτό σημαίνει ότι είμαστε κι εμείς οι ίδιοι σε κίνδυνο» τους είπε ο Γιώργος εκφράζοντας την έντονη ανησυχία του. Οι φίλοι του γελούσαν κι αυτό τον εκνεύρισε πολύ. Πως γίνεται κάτι τόσο επικίνδυνο και σοβαρό να φαντάζει αστείο για αυτούς; «Δεν καταλαβαίνω που βρίσκετε το αστείο. Μιλάμε για την ασφάλεια των ζωών μας!» τους είπε όταν είδε ότι συνέχιζαν να γελάνε. Τότε, είδε ότι σοβάρεψαν αμέσως όταν κατάλαβαν ότι αυτά που είπε ο Γιώργος ήταν πράγματι σοβαρά. «Αν είναι αλήθεια ότι είπες, τότε προτείνω απόψε να πάμε όλοι μαζί στο Δάσος και να δούμε αν όντως υπάρχει κίνδυνος» πρότεινε ο Κώστας. Όλοι αρνήθηκαν κι έφεραν αντιρρήσεις εκτός από τον Γιώργο και την Έλενα. «Συμφωνώ» είπαν ομόφωνα τα δύο παιδιά. Το ίδιο βράδυ ο Γιώργος συνάντησε την Έλενα έξω από το σπίτι του Κώστα. Περίμεναν χωρίς να ανταλλάξουν λέξη μεταξύ τους, μέχρι λίγα λεπτά αργότερα που βγήκε και ο Κώστας. «Έτοιμοι;» ψιθύρισε κι εκείνοι έγνεψαν καταφατικά. Έφτασαν στο δάσος και προχώρησαν αρκετά. Δεν είδαν ούτε άκουσαν τίποτα ύποπτο ωσότου ο Γιώργος έμεινε παγωμένος στην θέση του. «Γιώργο;» λέει η Έλενα μόλις τον πρόσεξε. Ο Κώστας γύρισε και τρόμαξε με το θέαμα. «Τι έπαθες;» την ρώτησε χωρίς να πάρει όμως απάντηση. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό από το θέαμα του Γιώργου να γίνεται σιγά σιγά πέτρα. Μόλις συνήλθαν λίγο, άφησαν τον Γιώργο κι έτρεξαν σπίτι όσο πιο γρήγορα γίνεται. Στην διασταύρωση, εκεί που χώριζαν οι δρόμοι τους τα δύο παιδιά συμφώνησαν ότι το αποψινό γεγονός αποτελούσε κάτι που δεν θα αναφέρουν ξανά. Το επόμενο πρωί, πρώτο θέμα στις ειδήσεις ήταν η εξαφάνιση του Γιώργου. Τα παιδιά ωστόσο δεν μίλησαν ποτέ ξανά για αυτό.


Το ίδιο βράδυ ο Γιώργος συνάντησε την Έλενα έξω από το σπίτι του Κώστα. Περίμεναν χωρίς να ανταλλάξουν λέξη μεταξύ τους, μέχρι λίγα λεπτά αργότερα που βγήκε και ο Κώστας. «Έτοιμοι;» ψιθύρισε κι εκείνοι έγνεψαν καταφατικά. Έφτασαν στο δάσος και προχώρησαν αρκετά. Δεν είδαν ούτε άκουσαν τίποτα ύποπτο ωσότου ο Γιώργος έμεινε παγωμένος στην θέση του. «Γιώργο;» λέει η Έλενα μόλις τον πρόσεξε. Ο Κώστας γύρισε και τρόμαξε με το θέαμα. «Τι έπαθες;» την ρώτησε χωρίς να πάρει όμως απάντηση. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό από το θέαμα του Γιώργου να γίνεται σιγά σιγά πέτρα. Μόλις συνήλθαν λίγο, άφησαν τον Γιώργο κι έτρεξαν σπίτι όσο πιο γρήγορα γίνεται. Στην διασταύρωση, εκεί που χώριζαν οι δρόμοι τους τα δύο παιδιά συμφώνησαν ότι το αποψινό γεγονός αποτελούσε κάτι που δεν θα αναφέρουν ξανά. Το επόμενο πρωί, πρώτο θέμα στις ειδήσεις ήταν η εξαφάνιση του Γιώργου. Τα παιδιά ωστόσο δεν μίλησαν ποτέ ξανά για αυτό. Ε. Αμπατζή

Φωτογράφος: Ansel Adams


Στις 24 Μαρτίου του 2021 τα παιδιά είχαν πάει εκδρομή στον Υμηττό. Κατά το βραδάκι είχαν ανάψει φωτιά και είχαν συμφωνήσει ανά δύο ώρες ένα παιδί να κοιτάει μήπως επεκταθεί η φωτιά. Ο Γιάννης αποκοιμήθηκε όσο κοιτούσε την φωτιά. Μετά από λίγη ώρα ο Φώτης ξύπνησε από κάποια περίεργη μυρωδιά. Όταν είδε ότι η μυρωδιά προερχόταν από την φωτιά έτρεξε πανικόβλητος, αφού ξύπνησε όλη την παρέα του μάζεψαν γρήγορα γρήγορα όλα τους τα πράγματα πήγαν να πάρουν τηλέφωνο σε έναν δρόμο εκεί κοντά (επειδή στο δάσος δεν έπιανε σήμα). Ο Νικόλας κάλεσε την πυροσβεστική αλλά ήρθε μετά από μισή ώρα. Ευτυχώς έσβησαν όλη την φωτιά, αλλά ένα μεγάλο μέρος του δάσους είχε ήδη καεί. Τα παιδιά γύρισαν στο σπίτι τους κλαμένα και οι γονείς τους τα συμβούλεψαν να προσέχουν με τη φωτιά και να μην αφήνουν σκουπίδια γύρω της επειδή μπορεί άθελά τους να καεί ένα ολόκληρο δάσος.

Μ. Αναπλιώτης

Φωτογράφος: Nadav Kander


Χορός και έρωτας στο Παρίσι Αδιαμφισβήτητα το Παρίσι είναι η πόλη του έρωτα, μία πολύ γοητευτική πόλη, χωρίς όμως δέντρα ή ίχνος της φύσης. Έτσι, το ζευγάρι που βλέπουμε στη φωτογραφία να χορεύει έναν ρομαντικό χορό, φαντάζομαι πως έχουν επισκεφτεί το Παρίσι για να περάσουν εκεί τον μήνα του μέλιτος. Άρα, πιθανότατα να είναι ένα ζευγάρι που μόλις παντρεύτηκε. Γι’ αυτό και θέλησε να επισκεφτεί αυτή την όμορφη και ελκυστική πόλη. Απολαμβάνοντας την επίσκεψη τους στο Παρίσι, θέλησαν να θαυμάσουν το διάσημο αξιοθέατο της Γαλλίας, τον Πύργο του Άιφελ. Αφημένοι στην μαγευτική αυτή βραδιά, οι δύο ερωτευμένοι, άρχισαν να χορεύουν κάτω από τη βροχή. Λίγο αργότερα, όλοι οι περαστικοί τους κοιτούσαν με θαυμασμό και ευχαρίστηση, ξεχνώντας για λίγο την έλλειψη του περιβάλλοντος σε αυτή την πόλη. Έτσι, ένας χορευτής άρχισε να χορεύει μαζί τους μπαλέτο, κάνοντας πιρουέτες στον αέρα. Κι έτσι οι άνθρωποι τους θαύμαζαν, ενώ η ονειρική βραδιά περνούσε. Δ. Αυγουστάτου

Φωτογράφος: Henri Cartier-Bresson


Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε ένας καταρράκτης, του οποίου το νερό έπεφτε απαλά από ψηλά. Πολλοί άνθρωποι δροσίζονταν στα νερά του, όπως ταξιδευτές. Επίσης, κάθε μέρα τον επισκέπτονταν ένας παππούς με το εγγονάκι του, και έπαιζαν με τα νερά του. Τα χρόνια πέρασαν και οι ταξιδευτές σταμάτησαν να έρχονται, ή όποτε έρχονταν, πετούσαν σκουπίδια στα καθαρά νερά του. Αλλά ο παππούς και το εγγόνι δεν σταμάτησαν ποτέ. Ο παππούς μεγάλωσε και πέθανε. Και μετά, ο γιος του, που είχε γίνει και εκείνος παππούς, έπαιρνε την εγγονή του και πήγαιναν σε αυτόν τον καταρράκτη. Όλοι είχαν δεθεί με αυτό τον καταρράκτη, γιατί ήταν η ιστορία της οικογένειας. Δ. Βασιλάκης

Φωτογράφος: Στράτος Γκάζας


Το νεκρό δάσος Μες στο σταχτί του ουρανού, σε να βραχώδες μέρος

όπου σκιές εγέμιζαν και ζώνανε μουντό ένα τοπίο..... Oι μοίρα στέκει να κεντεί, σκυφτή μονάκριβο ένα πέπλο που χαραγμένο πάνω του κρύβει μια ιστορία. Κρύβει του παρελθόντος τις πτυχές που κάποτε ειδεχθή και σφετεριστικά πλάσματα ανάξια να αποκαλούνται άνθρωποι κατασπάραξαν και το μοναδικό κόκκο ζωής τις πανέμορφης τότε φύσης. Μονάχα ένα βλαστάρι δεσπόζει σκυφτό και καταπονημένο να γέρνει προς την μια πλευρά απλώνοντας σα κεραυνούς του χέρια. Και μπροστά αντιφεγγίζεται στα κρυστάλλινα νερά της λίμνης σε μια εικόνα διθυραμβική το πανέμορφο τοπίο που παλιά πυκνό και κατάφυτο να λάμπει από ζωή να καλύπτει την τώρα απογοητευτική τέχνη που βιαστικά και απερίσκεπτα την έπλασε ο άνθρωπος.... Σε μια νυχτιά την έπλασε με δόλο και με πίκρα δίχως να ξέρει τι έχασε τι άφησε μπροστά του Έργο Θεού μονάκριβο που έχασε μπροστά του ο άνθρωπος ο άτεχνος , Ο άνθρωπος.... Ζ. Βασιλειάδης

Φωτογράφος: Jerry Uelsmann


Κάποτε ήταν ένα κορίτσι στο Αβγανιστάν όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε απαίσιες συνθήκες χωρίς τους γονείς του, στον δρόμο. Κάποτε, κουλουριασμένο στις κουρελούδες που είχε για σπίτι, ξαφνικά περνάει ένας πάμπλουτος νέος που έψαχνε υπαλλήλους παντου στον κόσμο. Την ώρα που περνούσε και της έριχνε ένα νόμισα, την παρατήρησε και της έκανε πρόταση για να γίνει μοντέλο για τα νέα του ρούχα, στην Αμερική. Τότε, εκείνη χάρηκε και ταξίδεψε μαζί του.

Στα επόμενα μόλις 5 χρόνια, έβγαλε εκατομμύρια, παντρεύτηκε τον φωτογράφο, έκανε δύο παιδιά και πολλές πράξεις ευγένειας προσ την χώρα της. Γ. Βελαλής

Φωτογράφος: Steve McCurry


The Snowy Lemon Τον Χειμώνα του 2021 ξύπνησα από μία φωνή, ήταν του μπαμπά μου που μου έλεγε να ξυπνήσω επειδή χιόνιζε. Ήταν 07:40 η ώρα μα εγώ δεν νύσταζα, με είχε ξυπνήσει για τα καλά το χιόνι. Βγήκα έξω και ξεκίνησα να παίζω χιονοπόλεμο με τον μπαμπά μου και τον αδελφό μου, τον Διονύση. Το μόνο αρνητικό που μπορούσα να διακρίνω ήταν η καημένη η λεμονιά μας που είχε σχεδόν καεί από το χιόνι. Έπειτα έπρεπε να μπω στο webex (ψηφιακή πλατφόρμα για ηλεκτρονικά μαθήματα) αλλά εκείνη την ημέρα δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου το χιόνι. Έτσι, τράβηξα αυτή την φωτογραφία για να το θυμάμαι για πάντα! Φ. Γεωργούντζος Φωτογράφος: Φ. Γεωργούντζος


Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια λίμνη κάπου στην Ελλάδα, υπήρχε μια βαρκούλα που ήταν πάντοτε δεμένη σε μιαν άκρη της λίμνης. Την βάρκα αυτή την έλεγαν «ΕΛΛΑΔΑ» και μετακινούνταν μόνο μία φορά τον χρόνο, στις 25 Μαρτίου. Ήταν η μέρα που για να γιορτάσει την απελευθέρωση της χώρας από τους Οθωμανούς, ένας πατέρας, την έλυνε από τους κάβους, και πήγαινε με αυτή τον γιο του βόλτα στα ήσυχα νερά της λίμνης. Όποτε η βάρκα έφτανε στα βαθιά, ο πατέρας συνήθιζε να λέξει στον γιο του: «Γιε μου, να θυμάσαι πάντα αυτά τα όμορφα νερά και να μην αφήσεις ποτέ τους εχθρούς να μας τα στερήσουν ξανά». Ο γιος μεγάλωσε, έκανε τη δική του οικογένεια, έγινε κι αυτός πατέρας και θυμήθηκε τα λόγια του δικού του πατέρα, που δεν ήταν πια στην ζωή: «Να μην ξεχάσεις ποτέ αυτές τις βόλτες μας με τη βάρκα κι όταν δεν θα μαι πια εγώ εδώ κι εσύ θα έχεις γίνει ο ίδιος πατέρας, να παίρνεις τον γιο σου από το χέρι, να παίρνετε την βαρκούλα, να κάνετε την ίδια βόλτα στ’ ανοικτά και να του θυμίζεις να βλέπει με τα μάτια της ψυχής πόσο απέραντα όμορφη είναι η χώρα μας». Ο γιος του, πράγματι, ακολούθησε την παράδοση, το ίδιο και ο γιος του γιου του, και αυτή η παραδοση δεν σταμάτησε ποτέ, έτσι που κάθε χρόνο, η ίδια βάρκα πλέει στην ίδια λίμνη την ίδια μέρα, κι ένας πατέρας λέει κάθε φορά τα ίδια ακριβώς λόγια στον δικό του γιο… Γ. Γιαννακόπουλος

Φωτογράφος: Πίτερ Λίντμπεργκ


Κάπου σε ένα δάσος ζούσε ένα χαρούμενο ελάφι. Αυτό το ελάφι αγαπούσε πολύ το δάσος του και τα ζώα που ζούσαν εκεί. Του άρεσε να κάθετε κάτω απ’ την σκιά ενός μεγάλου πλατάνου, χαζεύοντας τις πεταλούδες που βρίσκονταν εκεί. Ένα πρωινό, μόλις είχε ξυπνήσει, άκουσε πολλούς θορύβους. Τινάχτηκε στον αέρα και τι να αντικρίσει; Χιλιάδες ζωάκια να τρέχουν προς ένα χωριό που υπήρχε κοντά στο δάσος. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να συνειδητοποιήσει ότι το δάσος καιγόταν. Το σπίτι του καιγόταν. Τα όνειρα του καταστράφηκαν. Τα έχασε όλα μόνο σε μία ημέρα. Ξαφνικά, ένα δέντρο έπεσε. Τότε βγήκε από τις βαθιές του σκέψεις και άρχισε να τρέχει μαζί με τα υπόλοιπα ζώα. Μετά από αρκετό τρέξιμο, αντίκρισε κάτι ανθρώπους. Αποφάσισε να μην τους πλησιάσει. Πριν όμως προλάβει να κρυφτεί κάπου, έπεσε στο πάτωμα. Είχε εγκαύματα και γρατζουνιές σε όλο του το σώμα. Ένιωθε αδύναμο και αβοήθητο. Νόμιζε ότι θα άφηνε εκεί την τελευταία του πνοή. Όμως, ύστερα από λίγα λεπτά, τρεις άνθρωποι το πλησίασαν. Πανικοβλήθηκε, αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί. Έπειτα, έκλεισε τα μάτια του από τον πόνο και την απελπισία.


Όταν απέκτησε τις αισθήσεις του, κοίταξε γύρω του και είδε ένα δωμάτιο, όπου βρισκόντουσαν μέσα και άλλα τραυματισμένα ζώα. Επίσης, παρατήρησε ότι του είχαν περιποιηθεί τις πληγές κια τα εγκαύματα του. Το ήξερε ότι οι άνθρωποι το βοήθησαν. Στην συνέχεια, βυθίστηκε σε έναν προβληματισμό. Άραγε οι άνθρωποι να είναι ευγενικοί και καλοί; Μήπως τελικά δεν είναι όλοι τους κακοί και εγωιστές; Μετά από μερικές εβδομάδες, γιατρεύτηκε και οι άνθρωποι το άφησαν ελεύθερο στην φύση. Δεν έκανε τον κόπο να γυρίσει στο δάσος όπου ήτανε παλιότερα. Το ήξερε ότι είχε καεί. Εικόνες με καμένα δέντρα και ένα κατεστραμμένο οικοσύστημα πλημμύρισαν τις σκέψεις του. Είχε έρθει η ώρα να συνεχίσει την ζωή του, χωρίς φυσικά να ξεχάσει το παλιό του δάσος. Και ποιος ξέρει; Ίσως κάποια μέρα να μπορέσει να γυρίσει πίσω. Μέχρι τότε, ένα πράγμα έχω να πω στους ανθρώπους...Μην καίτε τα δάση! Είναι ο πνεύμονάς σας! Είναι η ζωή σας!

X. Γκουτσιούδη


Η φωτογραφία με το μεγάλο τίμημα Όταν ο Ρόουελ ξεκίνησε για εκείνο το ταξίδι δεν είχε ιδέα για το τι τον περίμενε κοντά στην κορυφή Κ2 των Ιμαλάιων. Αυτός και πέντε φίλοι του ξεκίνησαν για να καταλάβουν τα Ιμαλάια έναν κρύο χειμώνα. Όμως οι απειλές ήταν πολλές. Στις πρώτες μέρες αγνοούταν ήδη ένας. Τον βρήκαν νεκρό και τραυματισμένο θανάσιμα από κάποιο ζώο. Όσο πιο ψηλά πήγαιναν τόσο πιο επικίνδυνα ήταν . Είχαν μείνει μόνο τρεις από αυτούς. Παρόλες τις λύπες ο Ρόουελ συνέχισε να ανεβαίνει για την κορυφή. Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος μα μια μέρα την είδαν. Ήρθε η μεγάλη στιγμή. Ο άνθρωπος αυτός κατέκτησε την κορυφή των Ιμαλάιων των ψηλότερων βουνών του πλανήτη. Μόλις όμως την έβγαλε έγινε κόλαση. Σεισμός. Πραγματικός, το έδαφος υποχωρούσε. Και καθώς τρέχανε περάσανε και κάτω από ένα χώρο με σταλακτίτες. Τότε ένας μεγάλος έπεσε και καρφώθηκε στον ώμο του Ρόουελ. Ήξερε ότι δεν θα τα κατάφερνε, ήξερε ότι το τέλος του ήταν γραμμένο. Πέταξε την φωτογραφική μηχανή σε έναν από τους συνεργάτες του και άφησε να τον πάρει η άβυσσος. Ο νεαρός συνεργάτης πέρασε από χίλια ζόρια έχασε τον σύντροφό του αλλά κατάφερε να φέρει αυτή την φωτογραφία στην δημοσιότητα όπως και όλα τα βάσανα του . Και τώρα όταν το αφηγούμαι έπειτα από χρόνια συγκινούμαι. Γιατί είδα το τέλος ενός ανθρώπου που κατέλαβε το Έβερεστ. Την κορυφή Κ2. Μαντέψτε τώρα ποιος ήταν ο νεαρός συνεργάτης. Θ. Δημητριάδης

Φωτογράφος: Gallen Rowell


Μια χριστουγεννιάτικη περιπέτεια Κοιτώντας κάποιες παλιές φωτογραφίες, θαμμένες καλά στη μνήμη του κινητού μου, ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε στη συγκεκριμένη εικόνα. Πληθώρα συναισθημάτων άρχισαν να με γεμίζουν ολόκληρη και τότε έφερα στο μυαλό μου αναμνήσεις ξεχασμένες, θαμμένες μα ταυτόχρονα τόσο ευχάριστες. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, στο χωριό, μου λίγο έξω από το χιονοστολισμένο Αγρίνιο. Δέκατη τρίτη ημέρα που είχαμε εγκλωβιστεί. Το χιόνι είχε φτάσει μόλις τo ένα μέτρο και κανένας δεν τολμούσε να βγει. Ένα βήμα έξω από το κατώφλι του σπιτιού σου και το πόδι σου βυθιζόταν σε ένα χάος από μικρούς κόκκους άσπρων νιφάδων. Κάθε σπίτι είχε ανάψει και το δικό του τζάκι, το κρύο ήταν ανυπόφορο και αν δεν είχες λίγη ζέστα συντροφιά δε θα έβγαζες τη νύχτα. Έτσι κι εγώ, κουλουριασμένη μέσα στα παπλώματα και τις κουβέρτες, χάζευα τον καπνό να βγαίνει από τις καμινάδες των σπιτιών και να ανεβαίνει ψηλά, να γίνεται ένα με το γκρίζο χρώμα του ουρανού.

Ξαφνικά, ενώ απολάμβανα την ησυχία και παρακολουθούσα βυθισμένη στις σκέψεις μου το χιόνι να πέφτει, ακούω τη φωνή της γιαγιάς μου να φωνάζει απελπισμένη τον μπαμπά μου ‘’Θωμά τρέχα, τρέχα γρήγορα και χανόμαστε!!Πάει η Λούση μας, πάει το καμάρι μας…’’. Σαν το άκουσα, σαν σίφωνας κατέβηκα δύο δύο τα σκαλιά και έτρεξα στην πίσω αυλή να δω τι είχε συμβεί. Με το που άνοιξα την πόρτα είδα γονατισμένη τη γιαγιά μου δίπλα από το ξαπλωμένο και ανησυχητικά ακίνητο σώμα της σκυλίτσας μας, της Λούση. Εκείνη τη στιγμή δε μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Είχα μείνει απλά σαστισμένη χωρίς να έχω καταλαβαίνω τι γινόταν και σε τι κίνδυνο ήταν η καλύτερη φίλη μου, το πιο πιστό μου στήριγμα. Σύντομα έφτασε όλη η οικογένεια, η μαμά μου με τη συνηθισμένη χριστουγεννιάτικη ρόμπα της, ο μπαμπάς μου με τις γυαλιστερές πιτζάμες, η αδελφή μου καλυμμένη με ζάχαρη άχνη από τους λαχταριστούς κουραμπιέδες της γιαγιάς μου και ο παππούς μου με την καραμπίνα του τρομαγμένος πως κάτι κακό είχε συμβεί.


Το μόνο καλό ήταν πως η πίσω αυλή δεν είχε ίχνος από χιόνι αφού ήταν σκεπασμένη με κάλυμμα ‘’αυξημένης αντοχής, το καλύτερο!’’ όπως φρόντιζε να μας υπενθυμίζει συνέχεια ο μπαμπάς μου και οι καταστροφές εκεί πέρα είχαν περιοριστεί. Πλησιάσαμε τότε πιο κοντά και είδαμε πως η Λούσι είχε χάσει τις αισθήσεις της και ο μπαμπάς μου δήλωσε με βαριά καρδιά ‘’Υποθερμία…’’. Ίσως είχε ξεφύγει από την μικρή έξοδο της πόρτας και μετά δε μπόρεσε να ξαναμπεί. Σιγά σιγά η απολαυστική εικόνα της απόλυτης ευτυχίας άρχισε να καταρρέει και τη θέση του να παίρνει ένα κατάμαυρο και αχανές σκοτάδι. Λόγω της κακοκαιρίας δε μπορούσαμε να τη μεταφέρουμε πουθενά, ούτε στη μικρή κλινική του κύριου Κίμωνα, του σπουδαστή μας, να της προσφέρει έστω τα βασικά. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να την πάμε όσο πιο κοντά στο τζάκι και να της παρέχουμε τη φροντίδα που μπορούσαμε. Τόση ώρα δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα, ούτε ένα βλέμμα. Ο καθένας ακολουθούσε τις δικές του σκέψεις και προσευχόταν για ένα θαύμα. Όλοι μας είχαμε υποστεί μεγάλο σοκ αλλά αυτόν που λυπήθηκα περισσότερο ήταν τον παππού μου. Ούτε που είχε σκεφτεί πώς θα ήταν αν έχανε το φιλαράκι του. Μαζί με τη Λούσι είχαν περάσει απίστευτες στιγμές. Είχαν διασχίσει το στογγυλοβούνι αμέτρητες φορές και είχαν γίνει οι σωτήρες του σπιτιού σε άπειρα χορταστικά γεύματα. Δε μπορώ να φανταστώ πώς θα ένιωθε χωρίς αυτή.


Όταν σηκώθηκα τότε να πάω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου ελπίζοντας να ξυπνήσω από αυτόν τον εφιάλτη, σαν να ένιωσα μια μικρή και μαλακιά γλώσσα να χαϊδεύει το πόδι μου. Τότε γύρισα το βλέμμα μου και είδα μια χαριτωμένη γεμάτη χάρη φατσούλα να μου χαμογελάει. Η φωνή μου ακούστηκε σε όλο το χωριό καθώς φώναξα όλα τα μέλη της οικογένειας να μαζευτούν και να δουν τι υπέροχο είχε συμβεί! Ο παππούς μου δε συγκρατήθηκε. Δάκρυα χαράς άρχισαν να πλημμυρίζουν τις κόρες των ματιών του. Ήταν σαν το σπίτι να είχε γεμίσει πάλι ζωή! Είμασταν όλοι τόσο χαρούμενοι που αυτό το μαρτύριο αγωνίας και δυστυχίας είχε περάσει. Μακάρι κάτι τέτοιο να μη ξανασυμβεί και μόνο χαρά και ευτυχία να μας έρχεται στο μυαλό στο άκουσμα και την όψη του χιονιού…

Β. Θεοδώρου

Φωτογράφος: Β. Θεοδώρου


Ο μάγος της φύσης

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας περιπλανώμενος μάγος που βοηθούσε όποιον το είχε ανάγκη. Μία μέρα ο μάγος έφτασε σε ένα μικρό χωριό, που δεν είχε ήλιο και φως, επειδή ένα τεράστιο βουνό σε σχήμα καπέλου, δεν άφηνε τις ακτίνες του ήλιου να περάσουν στο χωριό, που ήταν ακριβώς από κάτω. Οι κάτοικοι δεν είχαν δει ποτέ τους συμπολίτες και τους φίλους τους. Ο καλός μάγος αποφάσισε να τους βοηθήσει αλλά δεν ήξερε τον τρόπο, γιατί δεν μπορούσε να μετακινεί ολόκληρα βουνά. Τότε παρατήρησε ότι στο έδαφος υπήρχε παντού ένα μαύρο υγρό που ενοχλούσε τους κατοίκους. Το υγρό αυτό ήταν πετρέλαιο και ο μάγος το γνώριζε. Έτσι ο μάγος δίδαξε στους κατοίκους πώς να το χρησιμοποιούν, ώστε να έχουν φως και να βλέπουν γύρω τους. Οι κάτοικοι ήταν πολύ ενθουσιασμένοι και τον ευχαρίστησαν με όλη τους την καρδιά. Ο μάγος αφού γιόρτασε μαζί τους συνέχισε τον δρόμο του μέχρι που έφτασε σε μια μικρή κοινότητα που δεν είχε ποτέ καλό καιρό. Παρόλα αυτά ένα από τα σπίτια της κοινότητας ήταν ακριβώς πάνω από μια ιαματική πηγή κι έτσι για να έχουν όλοι στο σπίτι τους ζέστη έβαζαν το νερό σε κανάτες και το μοιράζονταν. Ο μάγος είδε πόσο ταλαιπωρούνταν και ήθελε να τους βοηθήσει. Τότε πρόσεξε κάποια καλάμια μπαμπού που ήταν ακουμπισμένα σε μια γωνιά και του ήρθε η φαεινή ιδέα να φτιάξει ένα σύστημα ύδρευσης με αυτά ώστε να μοιράζονται σε όλα τα σπίτια τα νερά για να μην χρειάζεται να βγαίνουν οι κάτοικοι από τα σπίτια τους για να το πάρουν ή να παγώνουν.


Αυτές είναι δύο από τις πολλές ιστορίες ενός μάγου που χρησιμοποιεί πάντα την δύναμη της φύσης και τις γνώσεις του για να βοηθάει αυτούς που το χρειάζονται. Όμως ο μάγος πάντα ένιωθε ότι κάτι του έλειπε. Κάποια στιγμή σε μία από τις πολλές περιπέτειες του ο μάγος συνάντησε μια πανέμορφη γυναίκα και όταν κοιτάχτηκαν ερωτεύθηκαν αμέσως. Αφού γνωρίστηκαν, ανακάλυψαν ότι ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον και από τότε ταξίδευαν πάντα μαζί. Μετά από χρόνια γέρασαν και αποφάσισαν να στεριώσουν σε ένα μικρό χωριό.

Μ. Καλαφατάς


Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό χωριό, ζούσε ένα κορίτσι με το όνομα Λουΐζα. Η Λουΐζα αγαπούσε το περιβάλλον, και πάντα το φρόντιζε με τους γονείς της.

Ο πατέρας της κάθε μήνα φύτευε και από ένα σπόρο στον κήπο του σπιτιού τους. Ήταν η οικογενειακή τους παράδοση! Δυστυχώς, όταν η Λουΐζα έγινε 13 ετών, ο πατέρας της αρρώστησε βαριά, και πέθανε. Το πένθος έπληξε την οικογένεια. Η μητέρα του κοριτσιού, της έδωσε έναν μαγικό σπόρο για τα γενέθλιά της. Αυτό την έκανε τόσο χαρούμενη! Στη συνέχεια η μικρή, ζήτησε από τη μαμά της να της μάθει πώς να φυτεύει σπόρους!

Μετά από δύο ημέρες, η Λουΐζα αποφάσισε να φυτέψει τον σπόρο. Όμως αναρωτιόταν γιατί ο σπόρος ήταν μαγικός, αφού δεν έλαμπε και δε συνέβη τίποτα περίεργο. Αφού είχε αποκλείσει την πιθανότητα κάποιου ξεχωριστού γεγονότος, πήγε μέσα στο σπίτι. Από το παράθυρο του δωματίου της, είδε τον πατέρα της να πλησιάζει τον σπόρο. Δεν μπορούσε να το πιστέψει! Αμέσως έτρεξε να βγει έξω. Το λουλούδι είχε αρχίσει να μεγαλώνει και ο πατέρας της ζωντάνεψε. Η μαγεία του σπόρου ήταν να πραγματοποιήσει την πιο βαθιά επιθυμία αυτού που το φρόντισε. Στην περίπτωση αυτή να γυρίσει ζωντανός ο πατέρας της Λουΐζας. Μαριλένα Καλενδριανού


Οι βράχοι του διαστήματος

Οι βράχοι πάντοτε μισούσαν την ζωή τους. Δεν είχαν κάποιο σκοπό. Απλώς ακίνητοι ξάπλωναν στο έδαφος μέχρι να πεθάνουν. Όνειρό τους μια μέρα ήταν να φτάσουν μέχρι τον λαμπρό ήλιο. Να βρεθούν πάνω από όλα τα πλάσματα της γης που χρόνια τους ποδοπατούσαν. Κανένας βράχος όμως δεν πίστευε πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, γιατί απλούστατα δεν μπορούν να πετάξουν. Αλλά ένας νεαρός (19χρονος για την ακρίβεια) βράχος, δεν σκόπευε να καθίσει με σταυρωμένα χέρια! Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ρόμπερτ. Ύστερα από χρόνια βαθύ διαλογισμού, ο Ρόμπερτ βρήκε την λύση! Κατάλαβε πως έπρεπε να συνεργαστούν για να πετύχουν τον στόχο τους. Έτσι, κάλεσε όλους τους βράχους σε συνέλευση και τους είπε το σχέδιό του. Την ίδια στιγμή άρχισαν όλοι να τοποθετούνται ο ένας πάνω στον άλλο. Περίμεναν όλη τους την ζωή για αυτό, ένιωσαν για πρώτη φορά μια αισιοδοξία ότι θα τα καταφέρουν. Τελικά, αν και δεν κατάφεραν να φτάσουν στο διάστημα, έφτασαν σε ένα αρκετά μεγάλο υψόμετρο και ένιωθαν περήφανοι για αυτό. Στέκονταν με περηφάνια για την υπόλοιπη ζωή τους με αυτόν τον τρόπο. Οι απόγονοί τους ακολούθησαν το παράδειγμά τους και για αυτό σήμερα υπάρχουν βουνά.

Β. Καλογεράκος Φωτογράφος: Galen Rowell


Το καρουζέλ Κάποτε, υπήρχε ένα χωριό που οι κάτοικοί του ζούσαν ευτυχισμένοι. Κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία στο εκκλησάκι μέσα στο μικρό δάσος έξω απ’ το χωριό, ερχόταν ένα καρουζέλ. Είχε πολλά, πορσελάνινα κάτασπρα αλογάκια που στροβιλίζονταν γύρω απ’ τον θάλαμο, από τον οποίο ο οδηγός μπορούσε να ελέγχει τις ταχύτητες. Τα αλογάκια αυτά έσερναν άμαξες με ξύλινο, σκαλισμένο στο χέρι σκελετό, ο οποίος όμως ήταν επικαλυμμένος με πορσελάνινα κομμάτια. Έτσι και τα φτωχότερα παιδιά του χωριού, μπορούσαν έστω για μία στιγμή να νοιώσουν άρχοντες για μία στιγμή. Η μουσική που έπαιζε ήταν μαγευτική. Ήταν μεν η συνηθισμένη μουσική που έχουν όλα τα καρουζέλ, όμως είχε κάτι το ξεχωριστό .Η γυναίκα του προέδρου της μικρής κοινότητας, λάτρης της προόδου ούσα, έπεισε τον άντρα της, να κάνει έρανο και να βοηθήσει οικονομικά τον κυρ- Μπάμπη, έτσι έλεγαν τον ιδιοκτήτη, να μείνει μόνιμα με το καρουζέλ του στο χωριό. Τα χρόνια πέρασαν, το χωριό είχε γίνει μία επαρχιακή πόλη πλέον και ο κυρ- Μπάμπης, πέθανε. Το καρουζέλ τό κληρονόμησε ο ανιψιός του, ο οποίος δεν έχασε ευκαιρία. Μόλις τον πλησίασε μία κατασκευαστική εταιρία που ήθελε να χτίσει εκεί που ήταν το καρουζέλ , εκείνος πούλησε το οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί. Σήμερα, σ' εκείνο το οικόπεδο, στέκει μία ψυχρή και άχαρη πολυκατοικία ενώ τα κομμάτια του καρουζέλ των αναμνήσεων στον βυθό της θάλασσας. Θ. Καραπάνος


Ο φυσικός προβολέας Τρεις εξερευνητές ξεκίνησαν να ανεβαίνουν σε ένα μεγάλο χιονισμένο βουνό (αυτό της παραπάνω εικόνας). Η αναρρίχηση ήταν δύσκολη, αλλά οι εξερευνητές είχαν μεγάλη επιμονή και δεν το έβαλαν κάτω. Συνέχισαν να περπατούν μες στο χιόνι, παγωμένοι από το κρύο, με τα πόδια τους να βουλιάζουν στο έδαφος και τον αέρα να φυσάει από την αντίθετη κατεύθυνση. Μετά από ώρες αναρρίχησης, ο ουρανός σκοτείνιασε και εκείνοι αποφάσισαν να ξαπλώσουν κάτω από έναν βράχο και να κοιμηθούν. Την επόμενη μέρα ο αέρας είχε ηρεμήσει και κατάφεραν να κερδίσουν μεγάλη απόσταση. Σε 2 μέρες από τότε, κατόρθωσαν να φτάσουν, βράδυ, στην κορυφή του βουνού. Η θέα ήταν μαγική! Το φως του φεγγαριού διαχεόταν από ένα μεγάλο μέρος του βουνού, παγωμένο από τη χαμηλή θερμοκρασία, σαν έναν τεράστιο προβολέα. Κάρφωσαν μια μεγάλη σημαία με τα ονόματα τους στην κορυφή του βουνού, τράβηξαν φωτογραφία το μαγεμένο τοπίο και ύστερα ξεκίνησαν την κατάβαση. Η κατάβαση ήταν πολύ πιο εύκολη από την ανάβαση μιας και δεν τους εμπόδιζε ο άνεμος. Όταν έφτασαν κάτω, εκεί από όπου ξεκίνησαν τους περίμεναν πολλοί ρεπόρτερ στους οποίους έδωσαν συνεντεύξεις και έτσι γράφτηκαν στην ιστορία!

Μ. Γ. Κάσση

Φωτογράφος: Takeshi Mizukoshi


Κάποτε, ήταν ένας φωτογράφος που του άρεσε να φωτογραφίζει τα δέντρα έξω από το σπίτι του. Συνέχεια είχε ήλιο και όλες του οι φωτογραφίες ήταν ίδιες. Είχε βαρεθεί να έχει τόσες φωτεινές φωτογραφίες. Ακόμα και το βράδυ, είχε το λυκόφως και δεν μπορούσε να βγάλει την κατάλληλη φωτογραφία. Μέχρι και όταν έβρεχε πέρναγε λίγο φως και δεν ήταν τόσο σκοτεινά. Τότε λοιπόν αποφάσισε να ταξιδέψει με σκοπό να βγάλει την πιο μαύρη φωτογραφία. Περίμενε να πάει νύχτα ώστε να βγει και, επιτέλους, να φωτογραφίσει τα μαύρα δέντρα. Δυστυχώς ούτε τώρα μπόρεσε. Απορημένος ο φωτογράφος, έκατσε και σκέφτηκε πώς θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Ξαφνικά του έρχεται μία ιδέα. <<Αν κάποιος άλλος φωτογράφος με βοηθήσει να ΄΄βγάλω΄΄ αυτά τα δέντρα μία φωτογραφία και να γυρίσω σπίτι επιτέλους;»

Χωρίς να χάσει χρόνο, βάδισε για να βρει τον καλύτερο φωτογράφο του κόσμου. Μετά από μία εβδομάδα περιπλάνησης και αναζήτησης, κατάλαβε ότι όσο και να ψάχνει δεν θα μπορέσει να τον βρει ποτέ. Ύστερα από την αναζήτηση, γύρισε σπίτι και πήρε την πιο σκληρή απόφαση: «Αν δεν μπορώ να βγάλω μία φωτογραφία, τί φωτογράφος είμαι!; Αυτό ήταν, τα παρατάω!».


Καθώς πέρναγαν οι μέρες, ο φωτογράφος μας αναρωτιόταν τί έκανε ένα κουμπί στην κάμερά του. Τότε λοιπόν, αποφάσισε να ανοίξει μία φωτογραφία του και να την επεξεργαστεί πατώντας αυτό το κουμπί. Τότε αμέσως, η φωτεινότητα της φωτογραφίας άλλαξε, και από άσπρη έγινε κατάμαυρη. «ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!! ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ!!!», φώναξε. «Όλον αυτόν τον καιρό ήταν τόσο εύκολο και εγώ δεν μπορούσα να πατήσω αυτό το κουμπί ώστε να αντιστραφεί η φωτεινότητα! Από τότε, ο φωτογράφος συνέχισε να ταξιδεύει και να φωτογραφίζει την φύση, «πειράζοντας» όλο και περισσότερο τις φωτογραφίες του. Σ. Κοζομπόλης

Φωτογράφος: Theodore Brett Weston


Floating palace among the clouds Ήταν κιόλας πρωί. Ο καπετάνιος του πλοίου, είχε σηκωθεί από τα ξημερώματα για να διαβάσει τα εγκάρδια μηνύματα των φίλων του. Είχε τα γενέθλια του κι αποφάσισε να τα γιορτάσει μες στη μέση του πουθενά. Βλέπετε, δεν είχε παιδιά, ούτε ήταν παντρεμένος κι η πραγματοποίηση αυτού του ονείρου, ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να κάνει στον εαυτό του. Από την προηγούμενη ημέρα που ήταν εν πλω, δεν είχε σταματήσει να τραβάει φωτογραφίες, το μαγευτικό τοπίο του απέραντου ωκεανού. Ώσπου, ενώ έψαχνε την κατάλληλη θέση για να βγάλει σέλφι, αντίκρισε στην οθόνη του κινητού του, μία ογκώδη μάζα πάγου να έρχεται κατά πάνω του. Από την ταραχή του, τού έπεσε το κινητό στο νερό κι έκανε τόσο μεγάλο μπλουμ, που τον έκανε μούσκεμα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, το καράβι άρχιζε να βουλιάζει με ταχύτατους ρυθμούς. Ο άνδρας, παίρνοντας το σακίδιό του και με τρεις αποφασιστικές κινήσεις, σκαρφάλωσε στο παγόβουνο το τελευταίο δευτερόλεπτο. Ένιωθε πολύ ανακουφισμένος που σώθηκε, μα συνάμα απελπισμένος που βρισκόταν μόνος και χαμένος, χωρίς κινητό, ρούχα και φαΐ. Τι; Χωρίς φαΐ είπα; Έκανα λάθος, γιατί ο Μπέρναρντ, πάντα είχε κρυμμένα στην τσάντα του ένα σοκολατάκι με γεύση φουντούκι, ένα με αμύγδαλο, ένα με κρέμα μιλφέιγ, ένα με βύσσινο, ένα με κράνμπερις κι άλλων ειδών γλυκά, για να έχει να τσιμπολογάει ανάλογα με τη διάθεσή του. Εν πάση περιπτώσει, ας γυρίσουμε στο θέμα μας! Το παγόβουνο, φάνταζε μπροστά του σαν ένα πελώριο, πλεούμενο παλάτι που ξεπρόβαλλε ανάμεσα στα πυκνά και γκρίζα σύννεφα. Μπήκε μέσα, κι άρχισε την εξερεύνηση.


Έπειτα από λίγη ώρα όμως, άρχισε να πεινάει. Ξάφνου, του ήρθε μια πολύ έξυπνη ιδέα: Στη σάκα του, κουβαλούσε το καλάμι ψαρέματος, κληρονομιά του προ-πάππου του από το ’20. Κάρφωσε μεμιάς ένα μπισκότο βανίλιας στο αγκίστρι και βάλθηκε να περιμένει. Πάνω που πήγε να κλείσει τα βλέφαρά του από τη νύστα και τη βαρεμάρα, παρατήρησε πως εκείνο, άρχισε να «τσιμπάει». Τράβηξε με μια απότομη κίνηση το καλάμι και τι να δει: μια γίγα-σαρδέλα, πήγε να μασουλήσει το γλύκισμά του. Εγώπροσωπικά -δεν έχω ξαναδεί ψάρι που να του αρέσουν τα μπισκότα! Κατενθουσιασμένος, το ξεκόλλησε από το αγκίστρι, αλλά δεν πρόλαβε να σκάσει το χειλάκι του, επειδή συνειδητοποίησε το πρόβλημα του μαγειρέματος. Παρ’ όλα αυτά, βρήκε και πάλι τη λύση: Έβγαλε από την τσάντα τουμάλλον δε θα’ ταν δικιά του, θα την είχε πάρει από τον Σπορτ-Μπίλι- μια φιάλη υγραερίου και σιγοέψησε τη σαρδέλα. Την κατασπάραξε σαν λύκος κι έπεσε να κοιμηθεί. Αυτό επαναλήφθηκε και την επόμενη, μεθεπόμενη φορά. Το θέμα είναι όμως, για πόσο καιρό ακόμη θα του φτάσουν τα μπισκότα; Ε. Κόλλια

Φωτογράφος: Σεμπαστιάο Σαλγκάδο


Calm force Πριν χρόνια ανάμεσα σε δύο νησιά, απομονωμένα από τον έξω κόσμο, υπήρχε ένα ενεργό ηφαίστειο. Στα χωριά των νησιών πάντα υπήρχε φόβος μήπως εξερράγη, αλλά επειδή εδώ και χιλιετίες ποτέ δεν είχε δείξει κάποιο σημείο ζωής συνέχισαν ήρεμα τις δουλείες τους και από τις δύο πλευρές χωρίς να τους απασχολεί. Κάποτε άρχισε να κάνει μικρές εκρήξεις αλλά προσπάθησαν να μην του δώσουν μεγάλη σημασία. Έπειτα από λίγα χρόνια ανάμεσα στα δύο νησιά άρχισε ένας μεγάλος πόλεμος και επικράτησε μεγάλη ξηρασία έτσι ώστε να σταματήσουν να είναι τα εδάφη γόνιμα. Είχαν πεθάνει ήδη πολλοί άνθρωποι είτε από τον πόλεμο είτε από την πείνα και σιγά σιγά άρχισε η αλληλοκαταστρoφή. Μια μέρα το ηφαίστειο άρχισε να εκρήγνυται και ελάχιστοι έμειναν ζωντανοί. Εκατοντάδες χρόνια αργότερα το ανακάλυψαν άνθρωποι από την Ευρώπη, αλλά πλέον ήταν διαφορετικό, τώρα τα τότε δύο νησιά είχαν ενωθεί από το μάγμα και η γη έγινε γόνιμη. Το ηφαίστειο πλέον ήταν μικρό ταπεινό αλλά μέσα του είχε μια ήρεμη δύναμη. Το κράτησαν ως ενθύμιο, αφού αυτό είχε δημιουργήσει την Αμερική. Α. Κουγιουμτζή

Φωτογράφος: David Brookover


Γιατί να σωθείς…αν θα είσαι μόνος; Αυτός είναι ο Νικ, όπως του αρέσει να αυτοαποκαλείται, οι δύο μικρότερες αδελφές του και οι φίλοι του τον λέγαν Κλάους, και οι γονείς του Νικολάους, μα τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία τώρα γιατί δεν έχει κανένα να γνωστό του σε ακτίνα χιλίων χιλιομέτρων για να φωνάξει το όνομα του. Όλη η ζωή του έχει διαλυθεί , βασικά όχι όλη του ζωή γιατί ήταν ακόμα νέος, μα η τέλεια καθημερινότητα που είχα πριν τρεις μήνες είχε γίνει κομμάτια, καμένα στον Αμαζόνιο, μαζί με τις στάχτες τις οικογένειας του. Αυτός ο πρασινοκόκκινος παπαγάλος, πριν από λίγα λεπτά κάθισε μετά από μέρες σε ένα πράσινο δέντρο, μέσα σε ένα λιβάδι, κάτι που έχει καιρό να δει. Μόλις η φωτιά άρχισε στον Αμαζόνιο, εκείνος κατάφερε να ξεφύγει πετώντας μαζί με την αδελφή του μα εκείνη στον δρόμο τους πάνω από τον Ατλαντικό άρχισε να χάνει τις δυνάμεις της και έπεσε στην θάλασσα. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Κλάους μα ήξερε πως έπρεπε να συνεχίσει. Στον ορίζοντα διάκρινε κάτι πράσινο, δεν καταλάβαινε τι είναι μα ένα κύμα ανακούφισης και ελπίδας διαπέρασε κάθε άτομο του σώματός του. Με τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει, συνέχισε να πετάει ώσπου έφτασε στο λιβάδι που είναι τώρα. Κάθισε και όλο το βάρος του εξαφανίστηκε, έπιασε ένα καρπό με το στόμα του και τον μασούλισε. Μετά από λίγο, δάκρυα γέμισαν τα μάτια, άρχισε να κλαίει με λυγμούς -και ακόμα κλαίει- σκεφτόμενος πως αυτός μπορούσε να σώσει την οικογένεια του μα δεν το έκανε. Ορκίστηκε στις ψυχές των νεκρών πως θα βρει τους υπεύθυνους και θα τους εκδικηθεί μα δεν ήξερε πως μιλούσε για το πιο άκαρδο και μισητό είδος της φύσης, τον άνθρωπο. Μ. Κουμπή


Το φως είναι πάντα το τέλος

Μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού η Τζένα με την Ιζαμπέλα, οι δύο αδερφές πήγαν με το τρένο στα Καλάβρυτα όπου θα συναντούσαν τις ξαδέρφες τους, Έλενα και Μαγδαληνή. Το ταξίδι ήταν ευχάριστο, μόλις τις είχε πάρει ο ύπνος ώσπου… Ξαφνικά το τρένο σταμάτησε απότομα! Κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ρωτούσαν τους συνεπιβάτες τους αν ξέρουν κάτι. Όμως όπως κι εκείνες δεν ήξεραν τίποτα. Έτσι, σκέφτηκαν να πάνε να ρωτήσουν τον οδηγό. Εκείνος τους είπε ότι το τρένο είχε υποστεί μία βλάβη, αλλά σύντομα θα επισκευαστεί. Οι ώρες περνούσαν, οι επιβάτες άρχισαν να γκρινιάζουν, να πεινάνε, να ζεσταίνονται. Οι δύο κοπέλες ήθελαν να βρουν άλλη λύση για την άφιξή τους επειδή σε λίγο θα άρχιζε να σκοτεινιάζει. Τα κορίτσια κατέβηκαν με τα πράγματά τους από το τρένο και άρχισαν να περπατάνε. Είδαν μια σήραγγα, μπήκαν μέσα. Δεν ήξεραν όμως πόσο μεγάλη ήταν. Περπατούσαν, περπατούσαν… Είχαν κουραστεί, δεν άντεχαν άλλο. Η Τζένα είδε στο βάθος φως. Το είπε κατευθείαν στην Ιζαμπέλα. Άρχισαν να τρέχουν γρήγορα, η χαρά και η ελπίδα τις είχε πλημυρίσει. Όμως το επόμενο συναίσθημά τους ήταν η απογοήτευση γιατί ακόμα δεν είχαν φτάσει στα Καλάβρυτα.

Δεν μπορούσαν να περπατήσουν άλλο από την κούραση. Έτσι σκέφτηκαν να καλέσουν βοήθεια. Όμως δεν είχαν σήμα. Ξεκουράστηκαν λίγο και άρχισαν πάλι να περπατάνε. Μετά από λίγη ώρα βρήκαν σήμα! Κάλεσαν βοήθεια και σε πολύ λίγο χρόνο είχαν φτάσει για να δουν αν είναι καλά. Οι αδερφές όταν έφτασαν επιτέλους στο σπίτι κάλεσαν τους γονείς τους, οι οποίοι είχαν ανησυχήσει πολύ. Από τότε έχουν φοβία με τα τρένα! Κ. Κουντουμάδη

Φωτογράφος: Νικόλαος Στουρνάρας


Πιγκουίνοι καλυμμένοι με πετρέλαιο Η εικόνα με ανατριχιάζει. Με θλίβει. Με εξοργίζει. Πώς μπόρεσε η αλαζονεία του ανθρώπου να το κάνει αυτό; Πώς μπόρεσαν οι υπάλληλοι του εργοστασίου να αφήσουν το πετρέλαιο να κυλήσει μέχρι την ακτή και να μολύνει τους μικρούς πιγκουΐνους; Κανείς δεν σκέφτηκε τις τραγικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει το αηδιαστικό πετρέλαιο στο δέρμα τους, στον οργανισμό τους, ακόμα και στην ίδια τους την ζωή; Ερωτήσεις που, στις μέρες μας, ελάχιστους θα ευαισθητοποιήσουν.

Ήταν, λοιπόν, ένα πρωί και τα μικρά πιγκουινάκια βγήκαν στην ακτή μόνα τους, ενώ η μητέρα τους είχε πάει να βρει τροφή στην θάλασσα. Εκεί που έπαιζαν, περιμένοντας να φάνε, ένας σωλήνας του, κοντινού στην ακτή, εργοστασίου έσπασε και μεγάλη ποσότητα πετρελαίου κατέληξε κατευθείαν στην ακτή, όπου βρίσκονταν τα μικρά πιγκουινάκια. Αυτά δεν αντέδρασαν, καθώς δεν ήξεραν περί τίνος πρόκειται, και δυστυχώς καλύφθηκαν από την κορυφή ως τα νύχια με το αηδιαστικό και γλοιώδες πετρέλαιο. Αμέσως το λευκό τους χρώμα μαύρισε με τον χειρότερο τρόπο. Το πετρέλαιο δεν φεύγει. Θα κάνει πολύ καιρό να ξεθωριάσει από το δέρμα τους. Μόλις η μητέρα τους επέστρεψε με τα φρέσκα ψάρια, δεν πίστευε στα μάτια της. Τα πιγκουινάκια της, τα μικρά της πιγκουινάκια, είχαν υποστεί τις συνέπειες των άδικων και απερίσκεπτων ανθρώπων. Οι μέρες περνούν και τα πιγκουινάκια φαίνεται να αντέχουν. Ήρθε η ημέρα, όμως, η αλαζονεία να υπερισχύσει. Εκείνη την μέρα είχε πολύ δυνατό ήλιο και πολύ υψηλή θερμοκρασία. Τα πιγκουινάκια δεν άντεξαν. Το λεπτό δερματάκι τους κάηκε. Ο οργανισμός τους δεν άντεξε άλλο. Έπρεπε να αποχαιρετήσουν την σύντομη ζωή τους με έναν τέτοιο άδοξο τρόπο. Η μητέρα τους λύγισε. Αυτό, δεν μπορούσε να το αντέξει. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί ότι έχασε τα μονάκριβα παιδιά της εξαιτίας της υπεροψίας των κοντόφθαλμων ανθρώπων. Έτσι, οι ανθρωπότητα πήγε ένα ακόμα βήμα πίσω.


Όλοι εσείς που ευθύνεστε για αυτό, πώς θα νιώθατε αν κάποιος σας στερούσε την ελευθερία και την υγεία με έναν τέτοιο αποτρόπαιο τρόπο; Αν τα ζώα που κακοποιείτε είχαν φωνή, πιστέψτε με, θα ήταν τόσο δυνατή που θα πονούσαν τα αυτιά σας τόσο πολύ και θα αναγκαζόσασταν να τα βοηθήσετε και να μην ξανακάνετε κάτι τέτοιο. Γιατί τόση αδικία; Γιατί τόση αδιαφορία; Δυστυχώς υπάρχουν πολλές αντίστοιχες εικόνες που φανερώνουν τις τραγικές επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο φυσικό περιβάλλον. Ο ανθρώπινος νους προχωράει σε νέες ανακαλύψεις, σε νέες τεχνολογίες, όμως ποτέ δεν θα πάει μπροστά αν καταστρέφει το ίδιο το περιβάλλον στο οποίο ζει. Ας σκεφτούμε και ας πράξουμε προς όφελός μας βάζοντας στην ζωή μας το φυσικό περιβάλλον, στο οποίο, άλλωστε, ανήκουμε. Θ. Κωστοπούλου

Φωτογράφος: Jon Hrusa


την

Η εμφανιση του μερους μετα την επεμβαση του φωτογραφου

Εδώ βλεπουμε μια εκταση η οποια όπως φενεται εχει ελαχιστη βλαστηση δεδομενου της περιοχης. Αυτο φαινεται πιο πολύ στο πανω μερος της καθως θυμιζει πιο πολύ σαβανα η καποια ερημο παρα ότι βρισκεται στην βραζιλια. Κατω βλεπουμε κατι κτηρια τα οποια η είναι οικειες η καποια μινι ξενοδοχιακη μοναδα.

Αυτή εικονα δειχνει την ιδια ακριβως περιοχη που υπαρχει και στην προηγουμενη φωτογραφια απλα αυτή τη φορα η βλαστης εχει καλυψει ολη την εκταση αυτό φυσικα μπορει να σημαινει πολλα θετικα πραγματα:Επιιστροφη ειδων που ειχαν εγκαταλειψει την περιοχη, πιο πολύ οξυγονο,και πολλα αλλα.

Η κατεστραμμενη εκταση μεταμορφωσει ο Σαλγκαδο

πριν

Θ. Λιάκος


Πριν από έναν χρόνο γεννήθηκε ένα υπέροχο πλασματάκι. Ο Κίκο. Ο Κίκο ήταν ένας Ιαγουάρος, ζώο υπό εξαφάνιση. Είχε γεννηθεί σε έναν ζωολογικό κήπο. Κάθε μέρα χιλιάδες άτομα πήγαιναν και τον θαύμαζαν. Η ζωή του ήταν πάντα μίζερη, απλά οι άνθρωποι τον κοιτούσαν. Εκείνος ποτέ δεν είχε ζήσει στον έξω κόσμο στην φύση, αλλά αυτό ήταν το όνειρό του. Σαν τον άκουγαν τα άλλα ζώα, τον κορόιδευαν που ήθελε να φύγει. Εκείνος όμως είχε όνειρο να ζει στην φύση. Μέχρι που το όνειρο έγινε στόχος και ο στόχος πλέον πραγματικότητα. Ο Κίκο, το αγαπημένο ζώο της Νέας Υόρκης εξαφανίσθηκε. Στις εφημερίδες παντού το όνομα του! Τον αναζητάνε όλοι! Ο Κίκο είχε ακούσει τους φύλακες που μιλούσαν για τους παπαγάλους που θα έφευγαν για τον ζωολογικό κήπο του Χιούστον. Κατάλαβε πως ήταν η ευκαιρία του. Μόλις έφευγαν έτρεξε και με φόρα μπήκε μέσα στο φορτηγό. Δεν τον είδε κανείς. Μέχρι εκείνο το σημείο, όλα φαινόντουσαν δύσκολα ο Κίκο όμως δεν ήξερε ότι τότε ήταν που τα δύσκολα ερχόντουσαν. Αφού έδωσε όλη του την ενέργεια στο να βρει τρόπο να βγει από το κλουβί του, μετά δεν είχε ενέργεια. Ξάπλωσε στο μικρό πάρκο πίσω από τον ζωολογικό κήπο του Χιούστον κι κοίταζε τα αστέρια. Αναρωτιόταν αν θα τα καταφέρει ή αν θα καταλήξει πάλι σε έναν ζωολογικό κήπο μόνος, με μία μίζερη ζωή. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι δεν θα τα παρατήσει, θα αγωνιστεί μέχρι την μέρα που η ψύχη του θα ανέβαινε ψηλά στον ουρανό.


Την επόμενη μέρα ξύπνησε και πεινασμένος, άρχισε απεγνωσμένα να ψάχνει τροφή. Βρήκε κατά τύχη σε έναν κάδο σκουπιδιών, μια μπριζόλα. Είχε αποφασίσει πως εκείνη την μέρα θα καθόταν να ξεκουραστεί. Ανέβηκε πάνω σε ένα ψηλό δέντρο να μην τον πάρουν μάτι. Λιάστηκε και έπαιξε με τα φύλλα. Το απόγευμα εκεί που κοιμόταν ήσυχος άκουσε δύο γεροδεμένους άντρες να μιλάνε. Τους παρακολούθησε ώρα όταν άκουσε την φράση που περίμενε να ακούσει όλοι του την ζωή: « Θα μεταφέρουμε τους μπλε παπαγάλους στην Βραζιλία, χρειαζόμαστε χώρο για την λευκή τίγρη». Ο Κίκο έπαθε πανικό, αμέσως κατέβηκε και έτρεξε προς το βανάκι που θα μετέφερε τους παπαγάλους. Έπη 6 ώρες κοίταζε έξω τα υπόλοιπα αυτοκίνητα, που τρέχανε στον δρόμο. Ξαφνικά εκεί που όλα ήταν ήρεμα, ο χρόνος σταμάτησε. Όλα αιωρούνταν και όλα ήταν ακίνητα. Νόμιζε ότι έπαιζαν κάποιο παιχνίδι. Ήταν ενθουσιασμένος. Όλα έπεσαν απότομα κάτω, ο Κίκο χτύπησε άσχημα. Το βανάκι είχε στρίψει απότομα και έπεσε στον γκρεμό. Όλα ήταν μαύρα, ο Κίκο περιπλανιόταν σε ένα μαύρο τόπο. Άνοιξε επιτέλους τα μάτια του. Ήταν σε ένα κτηνιατρείο. Σηκώθηκε και τρομαγμένος πήγε να τρέξει, έπεσε όμως, είχε σπάσει τα πόδια του. Απελπίστηκε το μόνο που ήθελε ήταν ελευθερία. Μόλις μαθεύτηκε ότι το ζώο δραπέτευσε στο ίντερνετ ένας άνθρωπος ανώνυμα, ανέβασε ένα άρθρο που έλεγε για την κακοποίηση των ζώων. Κανένα άγριο ζώο δεν πρέπει να είναι φυλακισμένο σε κλουβιά που θα τα θαυμάζουν οι άνθρωποι. Με απόφαση δικαστηρίου ο Κίκο ήταν το πρώτο άγριο ζώο στην ιστορία που έζησε σε ένα δικό του πάρκο, 3000 τετραγωνικών μέτρων με άλλα άγρια ζωα του είδους τους. Ο Κίκο πέθανε σε ηλικία 46 ετών, ευτυχισμένος στο πάρκο του. Α. Λουλαδάκη

Φωτογράφος: Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάντο


Απέραντο άγνωστο Ίσως ακούγεται περίεργο, αλλά την αγαπώ αυτή την γκρίζα ηρεμία. Θυμίζει αίνιγμα και έχω αγωνία να το λύσω. Μοιάζουν όλα να είναι σταθερά κι όμως τρέχουν και αλλάζουν. Όπως η ζωή μας. Ταυτίζομαι. H δική μου ζωή κυλά χωρίς σκαμπανεβάσματα, σε ένα φλατ τοπίο. Χρώμα όμως υπάρχει, ένα πλούσιο γκρίζο με αμέτρητες αποχρώσεις...μια μείξη μαύρου και λευκού, μυστηρίου και αθωότητας. Τα πρωτόγνωρα βιώματα της εφηβείας ζωγραφίζουν στην ψυχή μου ανεξίτηλες αναμνήσεις. Κάποιες φορές, θέλω να ξαπλώσω στο αθέατο πράσινο λιβάδι και η ομίχλη να με σκεπάσει, να κρύψει μαζί και την ψυχή μου, ώστε να γίνει η αέρινη ασπίδα μου. Έχω την πεποίθηση πως τότε καμιά δυσάρεστη σκέψη θα μπορέσει να με βρει , κανένας ενδοιασμός δεν θα με προβληματίσει, τίποτα δεν θα με πληγώσει, γιατί θα είμαι αόρατη. Δεν είναι ότι φοβάμαι το χλωμό της ατμόσφαιρας, έχω θάρρος, δεν πνίγομαι με την άπνοια, έχω αντοχή, ούτε με απογοητεύει το άδειο, υπάρχουν πολλά να ανακαλύψω. Απλά, ενώ δεν φαίνεται τίποτα, είναι τόσα πολλά.


Πολλές φορές, κοιτάζω το νεφώδες πέπλο του άγνωστου και μου προκαλεί δίψα για περιπέτειες. Ατενίζω τον ορίζοντα και ταξιδεύω νοερά. Μαζί μου έχω αποσκευές τόσες απορίες, τόσες σκέψεις, τόσα συναισθήματα, που δεν χωρούν καλά καλά στην βαλίτσα του μυαλού και της καρδιάς μου. Όμως, κατα την διάρκεια του ταξιδιού μου, πάνω στην απολαυστική θέα, διαγράφονται αυστηρές γραμμές, ξεκάθαρα όρια, επιτρέπεται από εδώ ως εκεί και από τώρα μέχρι τότε. Καμιά φορά, καρφώνεται τολμηρά πάνω στο πέπλο η αβεβαιότητα, αλλά ψύχραιμα προσπαθώ να τακτοποιήσω τις ανησυχίες μου. Προσπαθώ να αφουγκραστώ την ησυχία και πάντα επιλέγω να αντηχήσει μόνο ότι με εξελίσσει, όχι ότι με επηρεάζει. Ο χρόνος φευγαλέος μπροστά μου και τα όνειρα γίνονται εμπειρίες, που εισβάλουν σαν έκπληξη, όπως το φως του φεγγαριού ξεπροβάλει απρόοπτα μέσα απ’ την μουντάδα. Και εγώ ενθουσιάζομαι. Έτσι μεγαλώνω, πώς να μην την αγαπώ αυτή την γκρίζα ηρεμία...με τις τόσες αποχρώσεις. Τζ. Μαβούσογλου

Φωτογράφος: Michael Kenna


Μερικές πληροφορίες για τους φωτογράφους που μας ενέπνευσαν.


Brassai  Ο Brassaï ( ψευδώνυμο του Gyula Halász) ήταν Ούγγρος-Γάλλος φωτογράφος, γλύπτης, συγγραφέας και σκηνοθέτης που ανέβηκε στη διεθνή φήμη στη Γαλλία τον 20ο αιώνα. Ήταν ένας από τους πολυάριθμους Ούγγρους καλλιτέχνες που άνθισε στο Παρίσι ξεκινώντας μεταξύ των παγκόσμιων πολέμων. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η ανακάλυψη περισσότερων από 200 επιστολών και εκατοντάδων σχεδίων και άλλων αντικειμένων από την περίοδο 1940 έως 1984 έδωσε στους μελετητές υλικό για την κατανόηση της μετέπειτα ζωής και της καριέρας του. Ο Brassaï γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1899 στο Brassó, Βασίλειο της Ουγγαρίας (σήμερα Brașov , Ρουμανία ) από μια Αρμένικη μητέρα και έναν Ούγγρο πατέρα. Μεγάλωσε μιλώντας Ουγγρικά και Ρουμάνικα. Όταν ήταν τρία, η οικογένειά του έζησε στο Παρίσι για ένα χρόνο, ενώ ο πατέρας του, καθηγητής γαλλικής λογοτεχνίας, δίδαξε στη Σορβόννη .Ως νεαρός άνδρας, ο Brassai σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ουγγρική Ακαδημία Καλών Τεχνών (Magyar Képzőművészeti Egyetem) στη Βουδαπέστη . Προσχώρησε σε ένα σύνταγμα ιππικού του Αυστροουγγρικού στρατού, όπου υπηρέτησε μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου .  Μ. Αβραμίδης


Ansel Adams  Ο Ansel Adams ήταν Αμερικανός φωτογράφος ο οποίος γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1902 στο Σαν Φρανσίσκο. Το 1915 εγκατέλειψε το σχολείο για να ακολουθήσει την αγάπη του για την μουσική και το πιάνο. Ωστόσο, αργότερα ανέπτυξε ενδιαφέρον για την τέχνη της φωτογραφίας την οποία ακολούθησε τελικά και ειδικότερα ασχολήθηκε με την φωτογραφία τοπίων. Απεβίωσε στις 22 Απριλίου 1984 από ανακοπή καρδιάς στην μικρή παραθαλάσσια πόλη Κάρμελ στην Καλιφόρνια.  E. Αμπατζή


Nadav Kander  O Nadav Ander γεννήθηκε στο Ισραήλ τον Δεκέμβριο του 1961,είναι φωτογράφος, καλλιτέχνης και σκηνοθέτης με έδρα το Λονδίνο, επίσης είναι γνωστός για τα πορτραίτα και τα τοπία του. Ο Kander έχει δημιουργήσει πολλά βιβλία και είχε εκτεθεί εκτενώς στο έργο του. Έλαβε επίτιμη υποτροφία από την Royal Photographic Society το 2015 και κέρδισε το βραβείο Prix Pictet. Ο Kander άρχισε να φωτογραφίζει όταν ήταν 13 ετών σε κάμερα Pentax , την οποία αγόρασε με τα χρήματα του Bar Mitzvah . Δηλώνει τις φωτογραφίες που πήρε τότε και έως ότου ήταν 17 ετών, αν και ανεκπλήρωτες, έχουν την ίδια αίσθηση ησυχίας και ανησυχίας που είναι μέρος της δουλειάς του σήμερα. Το 2014 ο Kander ήταν ένας από τους 18 φωτογράφους που επιλέχθηκαν να γίνουν μέρος του « Κατασκευάζοντας Κόσμους: Φωτογραφία και Αρχιτεκτονική στη Σύγχρονη Εποχή» , μια έκθεση στο Barbican Center στο Λονδίνο και περιόδευσε, η οποία εξερεύνησε την ικανότητα της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας να αποκαλύψει ευρύτερες αλήθειες για το κοινωνία.  Μ. Αναπλιώτης


Henri Cartier-Bresson  Ο Henri Cartier-Bresson ήταν Γάλλος φωτογράφος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα και ειδικότερα ένας από τους «πατέρες» της φωτοδημοσιογραφίας. Το έργο του έχει κερδίσει καθολική αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο. Φωτογράφιζε αποκλειστικά σε ασπρόμαυρο φιλμ και δεν πείραζε ποτέ τις εικόνες του στην εμφάνιση.

 Δ. Αυγουστάτου


Στράτος Γκάζας  Ο Στράτος Γκάζας είναι 42 ετών, ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογράφιση και κατοικεί στα Χανιά. Όπως αναφέρουν πολλοί θαυμαστές του, οι φωτογραφίες του ξεχωρίζουν για τον μοναδικό μυστηριακό τους χαρακτήρα. Εργάζεται ως μάγειρας στα Χανιά όπου μένει μόνιμα. Όπως λέει ο ίδιος «Με την φωτογραφία ασχολούμαι ερασιτεχνικά τα τελευταία 7 χρόνια και πλέον δεν είναι για μένα απλώς ένα χόμπι, αλλά ένας τρόπος διαφυγής από την καθημερινότητα και μία πολύ καλή δικαιολογία για να βρίσκομαι κοντά στη φύση». Και φυσικά, η αγάπη του για την Μητέρα Φύση αποτυπώνεται στις εκπληκτικές φωτογραφίες του.

 Δ. Βασιλάκης


Jerry Uelsmann  Ως ένας από τους πρωτεργάτες του φωτομοντάζ στον 20ό αιώνα, ο Αμερικανός Uelsmann δημιούργησε μοναδικές και παράδοξες εικόνες από συνθέσεις φωτογραφιών. Μετρ του σκοτεινού θαλάμου, έκανε κυριολεκτικά ό,τι ήθελε στην εμφάνιση, αρνούμενος μάλιστα να χρησιμοποιήσει την ευκολία της ψηφιακής φωτογραφίας και των προγραμμάτων επεξεργασίας εικόνας, έτσι τελειομανής καθώς ήταν με τα μέσα του.  Ζ. Βασιλειάδης


Steve McCurry  Ο Steve McCurry (γεννημένος στις 23 Απριλίου 1950) είναι Αμερικανός φωτογράφος, ελεύθερος επαγγελματίας και φωτορεπόρτερ. Η φωτογραφία του Αφγανικό κορίτσι, ενός κοριτσιού με τρυπημένα πράσινα μάτια, έχει εμφανιστεί στο εξώφυλλο του National Geographic αρκετές φορές. Ο McCurry έχει φωτογραφίσει πολλές εργασίες για το National Geographic και είναι μέλος του Magnum Photos από το 1986. [1]  Ο McCurry είναι ο αποδέκτης πολλών βραβείων, συμπεριλαμβανομένου του Magazine Photographer of the Year, που απονέμεται από την Εθνική Ένωση Φωτογράφων Τύπου. το εκατονταετές μετάλλιο της Βασιλικής Φωτογραφικής Εταιρείας [2] και δύο βραβεία πρώτης θέσης στο διαγωνισμό World Press Photo (1985 και 1992).

 Γ. Βελαλής


Πίτερ Λίντμπεργκ  Ο Πίτερ Λίντμπεργκ είναι κορυφαίος φωτογράφος μόδας, οραματιστής, θιασώτης της πραγματικής ομορφιάς. Ο Πίτερ Λίντμπεργκ (Peter Lindbergh), ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Σεπτέμβριο, άφησε πίσω του μία πολύτιμη κληρονομιά, γράφοντας στην ιστορία της φωτογραφίας το δικό του ξεχωριστό κεφάλαιο. Ο Πίτερ Λίντμπεργκ συνεργάστηκε με κορυφαίους σχεδιαστές μόδας και με όλα σχεδόν τα διεθνή περιοδικά καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του.

 Γ. Γιαννακόπουλος


Gallen Rowell  Born in 1940 in Oakland and raised in Berkeley, California, to a college professor and a concert cellist, Galen was introduced to wilderness before he could walk. He began climbing mountains at the age of ten on Sierra Club outings, and at sixteen made his first roped climbs in Yosemite Valley. Over the next fifteen years he logged more than a hundred first ascents of new routes there and in the High Sierra backcountry.

Career: Taking photographs began as a way to share his high and wild world with friends and family. In 1972 he became a full-time photographer after selling his small automotive business. Less than a year later he did his first major magazine assignment–a cover story for National Geographic. He won the Ansel Adams Award for Conservation Photography in 1984. He had numerous photographic assignments for Life, National Geographic, Outdoor Photographer, and various other publications. Rowell was also a highly regarded writer on subjects ranging from photography, humanitarian and environmental issues, human visual cognition, and mountaineering, publishing numerous magazine articles and eighteen books in his lifetime. His In the Throne Room of the Mountain Gods about the history of mountaineering on K2 (1977) is considered a classic of mountaineering literature, and his 1986 book Mountain Light: In Search of the Dynamic Landscape is one of the best selling how-to photo books of all time. Also an energetic advocate for the causes in which he believed, Rowell served on multiple advisory and directors' boards for organizations ranging from the Committee of 100 for Tibet to the World Wildlife Fund.


Galen Rowell  Ο Galen Rowell γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1940 στην California. Γενικώς, ο ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε την περιπέτεια. Από πολύ μικρός ξεκίνησε την ορειβασία και φωτογράφιζε τα τοπία που επισκεπτόταν. Αυτό ήταν το χόμπι του μέχρι το 1972, γιατί το 1972 ο Galen Rowell εγκατέλειψε την μικρή αυτοκινητοβιομηχανία που διοικούσε και το παλιό του χόμπι έγινε επάγγελμα. Οι φωτογραφίες του απέκτησαν μεγάλη φήμη και είχαν γίνει εξώφυλλα σε πολλά περιοδικά. Μάλιστα, το 1984 κέρδισε το λεγόμενο: ‘Ansel Adams Award for Conservation Photography’. Δυστυχώς όμως τον Αύγουστο του 2002 σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα μαζί με την γυναίκα του, δύο πιλότους και έναν φίλο του. Με αυτόν τον τρόπο η 52χρονη καριέρα του έληξε και ο κόσμος έχασε έναν σπουδαίο φωτογράφο. Η παραπάνω φωτογραφία έχει το όνομα ‘Balanced Rock’ και από αυτήν εμπνεύστηκα να γράψω την παρακάτω ιστορία. Απολαύστε την.

 Β. Καλογεράκος


Takeshi Mizukoshi Μερικές ακόμη διάσημες φωτογραφίες του:

 OTakeshi Mizukoshi γεννήθηκε το 1938 στην Ιαπωνία και είναι Γιαπωνέζος φωτογράφος που φωτογραφίζει κυρίως τοπία και όμορφες εικόνες από το περιβάλλον. Ξεκίνησε την καριέρα του στο πανεπιστήμιο Faculty of Foresty of Alchiculture στο Τόκυο, όμως τα παράτησε για να ακολουθήσει το πάθος του για τη φωτογράφηση. Δημοσίευσε πολλές συλλογές φωτογραφιών και έχει λάβει πολλά βραβεία όπως το Ετήσιο Βραβείο του Φωτογραφικού Σωματείου Ιαπωνίας και το βραβείο Ken Domon. Το έργο του έχει εκτεθεί σε αναρίθμητα μουσεία και εκθέσεις.  Μ. Γ. Κάσση


Theodore Brett Weston Κάποιες από τις φωτογραφίες του είναι οι εξής:

A lake in three mountains

 Ο Theodore Brett Weston έζησε από της 16 Δεκεμβρίου 1911, ως της 22 Ιανουαρίου 1993 και ήταν Αμερικανός φωτογράφος. Ο Van Deren Coke περιέγραψε τον Brett Weston ως «παιδική ιδιοφυΐα της αμερικανικής φωτογραφίας». Ήταν ο δεύτερος από τους τέσσερις γιους του φωτογράφου Edward Weston και της Flora Chandler.

The black trees Από τις φωτογραφίες του, καταλαβαίνουμε ότι ασχολούνταν πιο πολύ με την φύση, αλλά και με τις υποθαλάσσιες φωτογραφίες.

Ο Weston άρχισε να φωτογραφίζει το 1925, ενώ ζούσε στο Μεξικό με την Tina Modotti και τον πατέρα του. Άρχισε να δείχνει τις φωτογραφίες του με τον Έντουαρντ Γουέστον το 1927, εμφανίστηκε στη διεθνή έκθεση στο Film und Foto στη Γερμανία σε ηλικία 17 ετών, και ανέβασε το πρώτο του μονόκλινο μουσείο αναδρομικά σε ηλικία 21 ετών στο De Young Museum στο Σαν Φρανσίσκο τον Ιανουάριο, 1932.  Σ. Κοζομπόλης


Σεμπαστιάο Σαλγκάδο  Γεννήθηκε στην πόλη Αιμορές της Βραζιλίας, σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Βιτόρια και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε στον Διεθνή Οργανισμό Καφέ, εργασία η οποία του έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Αφρική σε αποστολές της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το 1973 εγκατέλειψε την καριέρα του οικονομολόγου για να αφιερωθεί στη φωτογραφία κι επέστρεψε στο Παρίσι. Εργάστηκε αρχικά ως φωτογράφος για αθλητικά γεγονότα και το 1979 εντάχθηκε στο φωτογραφικό πρακτορείο Magnum, από το οποίο αποχώρησε το 1994 ιδρύοντας, μαζί με τη γυναίκα του, το φωτογραφικό πρακτορείο "Amazonas images". Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ανέλαβε να αναγεννήσει το δάσος δίπλα από το ράντζο της οικογένειας του στη Βραζιλία φυτεύοντας 2,5 εκατομμύρια δέντρα. Η επιτυχία του προγράμματος αυτού τον οδήγησε, το 1998, μαζί με τη σύζυγο του να ιδρύσουν το ινστιτούτου Terra με αποκλειστικό σκοπό την αναδάσωση και την προστασία του περιβάλλοντος μέσω της σωστής εκπαίδευσης. Την περίοδο 1977 - 1984 ταξίδεψε στην Λατινική Αμερική και το Μεξικό. Σκοπός αυτού του ταξιδιού του ήταν η συλλογή φωτογραφιών. Στη συνέχεια πραγματοποίησε ταξίδια κυρίως στην Αφρική, την Ασία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο παρουσιάζοντας τις φωτογραφικές συλλογές "Σαχέλ", "Workers" και "Migrations and portraits" που είχε ως κύριο θέμα τους πληθυσμούς που αναγκάστηκαν να μετακινηθούν λόγω φτώχειας και πολέμου. Το τελευταίο του έργο είναι το "Genesis", στο οποίο παρουσιάζει φωτογραφίες ζώων, τοπίων αλλά και κοινοτήτων που έχουν παραμείνει αναλλοίωτες από τον σύγχρονο πολιτισμό.

 Ε. Κόλλια


David Brookover  Ο David Brookover γεννήθηκε στο Κάνσας το 1954. Τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας τα πέρασε στη γαλακτοκομική φάρμα των γονιών του και στις γειτονικές αγροτικές εκτάσεις οι οποίες έθεσαν τα θεμέλια για τα μελλοντικά ταξίδια και τη ζωή του στο εξωτερικό. Το 1986, ο david μετακόμισε στην Ιαπωνία για να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει λόγω των κανονισμών στο ιαπωνικό ιατρικό σύστημα. Τότε αποφάσισε να εκπληρώσει την καλλιτεχνική του επιθυμία και άρχισε να φωτογραφίζει την ομορφιά και το θαύμα του νέου του περιβάλλοντος. Δεν κοίταξε ποτέ πίσω. Για τα επόμενα 15 χρόνια σπούδασε ιαπωνική τέχνη, επισκέφθηκε εκθέσεις παγκόσμιας κλάσης και πήρε όσες περισσότερες φωτογραφικές παραστάσεις μπορούσε, ενώ ταξιδεύει συνεχώς στις ΗΠΑ, δημιουργώντας το χαρτοφυλάκιό του. Μέχρι σήμερα η επιρροή της Ιαπωνίας, της παραδοσιακής ιαπωνικής τέχνης και της ιστορίας της συνεχίζει να θέτει τα θεμέλια για το στυλ του david. Το διάλειμμα του ήρθε στη δεκαετία του '90 όταν άρχισε να φωτογραφίζει για την Fuji Photo Film Co. Ltd στο Τόκιο. Αργότερα έκανε πολλές εκθέσεις στο Τόκιο, δείχνοντας το διαφορετικό έργο του. Μέσω του Fuji Film το έργο του προβλήθηκε σε όλο τον κόσμο.

 Α. Κουγιουμτζή


Σεμπαστιάο Σαλγκάδο  O Σεμπαστιάο γεννήθηκε στην πόλη Αιμορές της Βραζιλίας και σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Βιτόρια. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, εγκατέλειψε όμως το 1969 τη χώρα μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας για να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου και συμπλήρωσε τις σπουδές του. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε στον Διεθνή Οργανισμό Καφέ, εργασία η οποία του έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Αφρική σε αποστολές της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το 1973 εγκατέλειψε την καριέρα του οικονομολόγου για να αφιερωθεί στη φωτογραφία και επέστρεψε στο Παρίσι. Εργάστηκε αρχικά ως φωτογράφος για αθλητικά γεγονότα και το 1979 εντάχθηκε στο φωτογραφικό πρακτορείο Magnum, από το οποίο αποχώρησε το 1994 ιδρύοντας, μαζί με τη γυναίκα του, το φωτογραφικό πρακτορείο "Amazonas images". Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ανέλαβε να αναγγενήσει το δάσος δίπλα από το ράτζο της οικογένειας του στη Βραζιλία φυτεύοντας 2,5 εκατομμύρια δέντρα. Η επιτυχία του προγράμματος αυτού τον οδήγησε, το 1998, μαζί με τη σύζυγο του να ιδρύσουν το ινστιτούτου Terra με αποκλειστικό σκοπό την αναδάσωση και την προστασία του περιβάλλοντος μέσω της σωστής εκπαίδευσης. Το 2001 έγινε πρέσβης καλής θελήσεως της UNESCO.  Μ. Κουμπή


Νικόλαος Στουρνάρης  Ο Νικόλαος Στουρνάρας γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1806. Γονείς του ήταν ο Δημήτριος Στουρνάρης και η Σταματική ή Στάμω ή Ταμούσιω Τοσίτσα. Ήταν ανιψιός των Μιχαήλ και Κωνσταντίνου Τοσίτσα. Δίδαξε και ο ίδιος στο Μέτσοβο, όπου και διδάχτηκε την ιταλική γλώσσα από τον Ζοάνο. Από τα πρώτα χρόνια κιόλας διακρίθηκε για τον έρωτα προς τα γράμματα και την ευμάθειά του. Μόλις τέλειωσε τις σπουδές του στην ιδιαίτερη πατρίδα του μετέβη στο Λιβόρνο της Ιταλίας όπου εργάστηκε στον εμπορικό οίκο των Τοσίτσα. Οι θείοι του που ζούσαν ως έμποροι, στο Λιβόρνο ο Κωνσταντίνος και στην Αλεξάνδρεια ο Μιχαήλ, τον έστειλαν στο Παρίσι για να σπουδάσει οικονομικοεμπορικά στην Σχολή Εμπορίου και Βιομηχανίας.  Κ. Κουντουμάδη


Jon Hrusa 

Ο Jon Lynton David Hrusa γεννήθηκε στο Κέιπ Τάουν στις 24 Οκτωβρίου 1965. Σπούδασε από το St Stithians College στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και συνέχισε να σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Wits. Το σχέδιό του να σπουδάσει ιατρική ήταν ακατόρθωτο καθώς πέρασε μόνο έξι μήνες στο Wits πριν εγκαταλείψει. Το ενδιαφέρον του Jon για τη φωτογραφία προκάλεσε ένα ταξίδι σχολικής βιολογίας στη Ναμίμπια, όπου γοητεύτηκε και μαγεύτηκε από το φως που προέρχεται από τους αμμόλοφους.

Η πρώτη του δουλειά τον συνέβαλε στη λήψη φωτογραφιών για το περιοδικό της Νότιας Αφρικής Άμυνας (SADF). Μια δεκαετία αργότερα, ένας φωτορεπόρτερ τον φώναξε και τον οδήγησε να ξεκινήσει την καριέρα του ως προσωπικός φωτογράφος για τα Pretoria News, The Sunday Times και Sportsday. Πριν από την ένταξή του στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό PressPhoto (EPA), ο Jon ήταν ανεξάρτητος για το Associated Press και το Reuters. Αυτό του έδωσε θέση στην πρώτη σειρά σε μεγάλες εκδηλώσεις που θα γίνονταν στη Νότια Αφρική από τη δεκαετία του 1980 έως το 2012. Ο Jon ήταν παθιασμένος με τη φωτογραφία ντοκιμαντέρ που έκανε τη διαφορά. Το 2000, πέρασε τρεις μήνες τεκμηριώνοντας τη διάσωση των αφρικανικών πιγκουίνων μετά από μια μαζική διαρροή πετρελαίου στα ανοικτά των ακτών της Νότιας Αφρικής για το Διεθνές Ταμείο για την καλή μεταχείριση των ζώων (IFAW). Οι φωτογραφίες του (μία από τις οποίες επέλεξα κι εγώ) ήταν το θέμα του Spill - Saving Africa's Oiled Penguins, ένα βιβλίο για τη διάσωση των πιγκουίνων που εκδόθηκε από την IFAW. Ο Jon ήταν ένας από τους κύριους φωτογράφους του Ιδρύματος Παιδιατρικού AIDS της Elizabeth Glaser (EGPAF) και είχε περάσει χρόνια τεκμηριώνοντας την πανδημία HIV / AIDS στην υποσαχάρια Αφρική.Η φωτογραφία του Jon για ένα παιδί που παίζει δίπλα σε μια κλινική υγείας που υποστηρίζεται από το EGPAF στη Σουαζιλάνδη ήταν η πρώτη θέση στον διαγωνισμό φωτογραφιών Frontline USAID τον Μάρτιο του 2011.

Ο Jon πέθανε στις 19 Δεκεμβρίου 2011 μετά από κάποιες προκλήσεις με αλκοόλ και κατάθλιψη. Παρά την πλήρη φρεσκάδα της δημιουργικότητάς του, ήταν επίσης γνωστό ότι υπέφερε από διπολική διαταραχή. Τη στιγμή του θανάτου του, ήταν περιφερειακός φωτογράφος προσωπικού για τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό PressPhoto (EPA), στον οποίο εντάχθηκε το 2003, που εδρεύει στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής. Εργάστηκε επίσης ως ανεξάρτητος φωτογράφος για διάφορες ΜΚΟ και άλλους οργανισμούς.

Οι φωτογραφίες του Jon έχουν εμφανιστεί σε αμέτρητες εθνικές και διεθνείς εκδόσεις, όπως: National Geographic, The New York Times, International Herald Tribune, The Los Angeles, Times, MSNBC, Time Magazine, The Christian Science Monitor, The Daily Telegraph, The London Sunday Times Magazine , The Times of London, The South China Morning Post, The Daily Mail, Rugby World Magazine και το περιοδικό Illustreret Videnskab. 

Θ. Κωστοπούλου


Σεμπαστιάο Σαλγκάδο  Ο Σεμπαστιαο Σαλγκαδο γεννηθηκε στην Βραζιλια και σπουδασε οικονομικα.Υστερα εκανε μεταπτυχιακο στο Σαο Παολο αλλα εγκατελειψε την χωρα λογω στρατιωτικης δικτατοριας.Μετα πηγε στο Παρισι,οπου τελειωσε τις σπουδες του.Αργοτερα αφου δουλεψε μερικα χρονια στο Λονδινο στον Διεθνη Οργανισμο Καφε εγκατελειψε αυτό το επαγγελμα για να γινει φωτογραφος.Απο τοτε εκανε πολλα εργα και εγινε και πρεσβης της UNESCO.

 Θ. Λιάκος


Σεμπαστιάο Σαλγκάδο  Ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή φωτογράφους στον κόσμο, μαζί με την γυναίκα του Λέλια, κέρδισαν το στοίχημα της αναδάσωσης ενός τμήματος του Ατλαντικού δάσους της Βραζιλίας. Γεννήθηκα το 1944 στη Βραζιλία μέσα σ' ένα αγρόκτημα, μεγαλύτερο μέρος του οποίου ήταν τροπικό δάσος. Ένα εκπληκτικό μέρος. Έζησα με απίθανα πουλιά και ζώα. Κολύμπησα σε ποτάμια με καϊμάν. Ζούσαν περίπου 35 οικογένειες σ' εκείνο το κτήμα και ό,τι παρήγαμε το καταναλώναμε. Πολύ λίγα πράγματα πήγαιναν στην αγορά. Μια φορά το χρόνο, το μόνο προϊόν που έφτανε στην αγορά ήταν τα βοοειδή που παρήγαμε. Ταξιδεύαμε 45 ημέρες περίπου για να φτάσουμε στο σφαγείο και 20 ημέρες για να επιστρέψουμε ξανά στο αγρόκτημα». Κάπως έτσι ξεκινούσε την ομιλία του στα TEDx πριν από πέντε περίπου χρόνια ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο, ο διάσημος Βραζιλιάνος φωτογράφος που κατέγραψε με τον φακό του τα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας ενώ ταυτόχρονα ταξίδεψε σχεδόν σε όλο τον κόσμο αναζητώντας παρθένα σημεία του, άγρια χλωρίδα και πανίδα και μεγαλοπρεπή μοναδικά τοπία σ' ένα τεράστιο έργο καταγραφής της ομορφιάς του πλανήτη Γη.  Α. Λουλαδάκη


Michael Kenna  Ο Μάικλ Κέννα (Michael Kenna 1953) φημίζεται για τα ασυνήθιστα αιθέρια ασπρόμαυρα τοπία του. Το εμβληματικό στυλ του έχει μια χαρακτηριστική ποιότητα, γεμάτη με ελάχιστες συνθέσεις και μια ανακλαστική ή διαλογιστική φύση. Μας εισάγει σε έναν κόσμο που μοιάζει με Ζεν και εξαιρετικά αόρατο αλλά που υπάρχει πραγματικά, ο οποίος αποκαλύπτεται μόνο σε εκείνον. Η παραπάνω φωτογραφία αποτελεί μυστήριο αφού δεν μπορεί να διακρίνει κανείς αν πρόκειται για στέρεο ή υγρό τοπίο. Ενώ η ομίχλη σκεπάζει το μίνιμαλ τοπίο, ξεπροβάλουν κάποια στοιχεία σχίζοντας την ήρεμη αυστηρότητα.  Τζ. Μαβούσογλου


ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ!!


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.