Μύθοι μύθοι παραμύθι το κουκί και το re μύθοι (μέρος 1ο)

Page 1

Μύθοι μύθοι …παραμύθι το κουκί και το Re -μύθοι…

‘’10ο παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού Σητείας’’

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΙ ΣΤΙΜΑΔΟΡΟΙ


Μ

ια φορά κι έναν καιρό σ` ένα όμορφο νησί που ήταν ξακουστό στα πέρατα του κόσμου ως θεριογοργόνα, μια πολιτεία σκαρφάλωνε το βουνό λουσμένη μέσα στο φως του ήλιου και στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Μια πολιτεία μικρή με διάφορα ονόματα στο πέρασμα των χρόνων: Ητεία ή Αβνιέ ή Σκάλα ή Λιμάνι ή Στεία ή Σητεία.

Οι κάτοικοί της, οι Στειακοί, άνθρωποι πράοι, χαρούμενοι και φιλόξενοι, ήξεραν πώς ν` αφήνουν τα προβλήματά τους παράπαντα. Μα … με τις παρέες το τραγούδι, το βιολί, τον χορό και βεβαίως τη ρακή. Όμως η μεγαλύτερη εκδήλωση στην πόλη γινόταν την περίοδο των Αποκρεών με τα καρναβάλια και τα τσικνίσματα. Τη μικρή αποκριά, μια και μοναδική μέρα τον χρόνο, όλοι οι Στειακοί μικροί και μεγάλοι, γέροι, γρες ,νιες και νιοι ενώνονταν για να παίξουν στο «Παιχνίδι του Κρυμμένου Θησαυρού» - το παιχνίδι της καρδιάς τους , όπως το έλεγαν. 1


Πού να `ξεραν όμως ότι μια μάγισσα κακιά, ανακατώστρα , πειραχτήρα που ζούσε αιώνες εκεί στην παραλία τους, την εκνεύριζαν τα γέλια, τα τρεχαλητά, οι δυνατές μουσικές, οι φωνές των θησαυροκυνηγών που της έκαναν τα νεύρα τσαντάλια! Η μάγισσα Αμμοανακατωρουφήχτρα, που ήθελε να τη φωνάζουν Ρούφη, έβαζε πολλά εμπόδια για να τους κάνει χαλάστρα. Θύελλες και καταιγίδες, τσακωμούς και σκανδαλοθηρίες, ανομβρίες και καΐλες. Αλλά αυτοί τον Χαβά τους, το βιολί τους βιόλα! Κάθε χρόνο το παιχνίδι γινόταν όλο και πιο αγαπητό. Α! Όχι! Φτάνει πια! Έπρεπε να το σταματήσει… Αλλά πώς; Το δέκατο παιχνίδι – σταθμός δεν έπρεπε να γίνει! Τι μεταμορφωνόταν σε γλάρο, σε γεράκι, σ` αητό για να παρακολουθεί από ψηλά. Σ` αυτό τη βοηθούσε και ο μαυροκόρακας, το αγαπημένο της πουλί που ήταν πάντα γαντζωμένος στον ώμο της. Τι άλλαζε χρώματα απ` το κακό της, μια κόκκινο, μια κίτρινο, μια μπλε, τι γινόταν πότε αστραπή, βροντή και κεραυνός πότε χαλάζι και νεροποντή…. Τίποτα… άκρη δεν έβρισκε! 2


Τα `χε βάλει ακόμα και με την κυρά της θάλασσας η οποία ήταν πολύ επιβλητική και πολύ δυνατή. Για χρόνια και αιώνες τα πήγαινε καλά με τη Ρούφη. Της άφηνε πολύ μεγάλο χώρο για να κυλιέται και να χώνεται κάτω από την άμμο, να κάνει ό,τι θέλει. Να χοροπηδά, να έρπεται , να λιάζεται, να κάνει τούμπες, να κάνει … μπανιστήρι. Ακόμα και τις μέρες που είχε φουσκοθαλασσιά, η στρίγγλα μας είχε πολλή άμμο για να κάνει τα παιχνίδια της. Όμως τα τελευταία χρόνια η Κυρά της θάλασσας αγρίευε τόσο πολύ, γιατί οι άνθρωποι την πίεζαν, που φούσκωνε και φούσκωνε, ώστε έφτανε μέχρι τον δρόμο και παραπέρα, της έπαιρνε την άμμο με αποτέλεσμα να χαλά της μάγισσας το γιατάκι. Από την κακητά της τα μαλλιά της έστριβαν σαν φίδια, τα μάτια της πετούσαν σπίθες, το σώμα της έκανε δεκαπέντε γύρους το δευτερόλεπτο. Ώσπου μια μέρα πήρε στροφές το μυαλό της και βρήκε τη λύση. -Μμμ! Μικρά μου θησαυροκυνηγόπουλα , θησαυροκυνηγάκια, θα σας κάνω μάγια, αλλά πρώτα απ` όλους θα μαγέψω τον Μέγα Υποστηρικτή του παιχνιδιού τον άρχοντα της πόλης, τον Άρχοντα Παντερμοκουκουλάκη! βροντοφώναξε η μάγισσα από τη χαρά της κι ένα βουητό τράνταξε ολόκληρη την πολιτεία. Έτσι λοιπόν χώθηκε βαθιά στην άμμο, σύρθηκε κάτω απ` τον βυθό της θάλασσας κι έφτασε στη σκοτεινή, υγρή, αραχνιασμένη σπηλιά της. Σπάνια πήγαινε εκεί, μόνο όταν ήθελε να διαλογιστεί ή να βρει συνταγές και λόγια μαγείας. 3


Έψαξε καλά μες στα σκοτάδια και βρήκε ένα τεράστιο βιβλίο, δώρο της γιαγιάς της. Ξεφύλλισε, ξαναξεφύλλισε διάβασε, ξαναδιάβασε, ώσπου να το βρήκε! Ήταν μια γητειά χωρίς πολλά πολλά υλικά. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μανδραγόρας και νερό από αρχαία πηγή.

Μια και δυο λοιπόν πέταξε πάνω από μικρά δασάκια, από συστάδες δένδρων, πάνω από βουνά με αχιμάδες , σκίνους και πουρνάρια, έφτασε ως τις πιο ψηλές και απάτητες κορφές ,εκεί που οι άνθρωποι χτίζουν τα εκκλησάκια του Αϊ-Λια, χώθηκε μέσα σε ρεματιές και σε φαράγγια, ώσπου βρήκε έναν μεγάλο μανδραγόρα με μεγάλα, πλατιά φύλλα και μοβ άνθη. Τον ξεπάτωσε, μια γοερή στριγγλιά ακούστηκε και συνταλλάχτηκε ο τόπος ολόγυρα. Τον τύλιξε λοιπόν σε υγρή πετσέτα και τον έκρυψε μέσα στη σπηλιά της. Για να πετύχει το ξόρκι έπρεπε να γίνει το τελετουργικό νύχτα με πανσέληνο. Έπρεπε να περιμένει δέκα μέρες. 4


Πέρασαν οι ώρες, πέρασαν οι μέρες, πέρασαν οι νύχτες, ώσπου έφτασε η πολυπόθητη βραδιά. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και φωτεινό σαν μαργαριτάρι. Η μάγισσα καβάλησε τη σκούπα της, πέταξε στα ουράνια και προσγειώθηκε στην Αρχαία Πηγή κάτω απ` τα ψηλά πλατάνια.

Η πηγή ήταν κρυμμένη μέσα σε βρύα, λειχήνες, βάτους, κισσούς και μυρτιές και ποτέ κανείς δεν είχε δει από πού ανάβλυζε το πεντακάθαρο νερό της. 5


Η μάγισσα Αμμοανακατωρουφήχτρα, που ήθελε να την φωνάζουν Ρούφη, ξετύλιξε τον μανδραγόρα από την πετσέτα της, άρχισε να κόβει κομμάτια κομμάτια του φυτού, να τα πετά στο νερό και να λέει με πολύ βροντερή φωνή όλο θυμό:

Τα νυχτοπούλια τρόμαξαν και πέταξαν μακριά, τα κλαδιά των πλατάνων κουνούσαν δεξά ζερβά και το νερό του ποταμού αναταράχτηκε κάνοντας μικρούς κύκλους με φυσαλίδες.

6


Η νεράιδα της πηγής που απολάμβανε τη φεγγαρόφωτη νυχτιά, την άκουσε και κρύφτηκε πίσω από ένα αγκάθι του Αγίου Ιωάννη. Έκλεισε τα μάτια της, κράτησε την ανάσα της να μην προδοθεί και φύλαξε καλά μέσα στο μυαλό της το μυστικό. Η επόμενη μέρα ξημέρωσε αργά αργά, ο ήλιος βγήκε θολός και κατακόκκινος. Μια καταχνιά τύλιγε ολόκληρη την πολιτεία από το Κάστρο μέχρι την Παπούρα, από την Μπόντα μέχρι τα Λιβάδεια, από το παλιό Καρνάγιο μέχρι το Κοιμητήριο κι ακόμα παραπέρα.

Οι άνθρωποι κι αυτοί μουντοί, σκυμμένοι με μούτρα ξινά πήγαιναν στις δουλειές τους, στις βόλτες τους και στα ψώνια τους. Μόνο τα παιδιά ξύπνησαν χαρούμενα, με διάθεση κι ενέργεια για να πάνε στα σχολειά τους. Όλα τα παιδιά από δύο ως δεκαοχτώ χρονών. 7


Η πόλη κυλούσε στους καθημερινούς ρυθμούς της. Οι έμποροι άνοιξαν τα μαγαζιά τους βαριεστημένοι, οι καφετζήδες και οι ζαχαροπλάστες πουλούσαν τους καφέδες τους πικρούς, τα γλυκά τους άγλυκα, οι φουρνάρηδες ψωμιά άζυμα, οι οικοδόμοι χωρίς τραγούδια έχτιζαν , οι λαϊκατζήδες την πραμάτεια τους χωρίς όρεξη την διαλαλούσαν, οι τραπεζίτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι κι οι δάσκαλοι στρυφνοί, μίζεροι, σκυφτοί έκαναν τη δουλειά τους. Μόνο τα παιδιά έπαιζαν, έτρεχαν, γελούσαν, διάβαζαν, έγραφαν και συζητούσαν. Σαν πολύβουη κυψέλη ήταν το κάθε σχολειό. Και τότε κατά τις δέκα η ώρα το πρωί μια τσιριχτή φωνή έσκισε την ησυχία της πόλης. «Ακούσατε, ακούσατε! Ο Άρχοντας της πόλης αποφάσισε: Τέρμα τα παιχνίδια, τέρμα τα γέλια, τέρμα τα τρεχάματα στις γειτονιές της πόλης. Από σήμερα το Παιχνίδι του Κρυμμένου Θησαυρού έλαβε τέλος! Απαγορεύεται οποιαδήποτε δραστηριότητα, οποιαδήποτε σύναξις των θησαυροκυνηγών, οποιαδήποτε αναφορά σε γρίφους και οποιαδήποτε θύμηση! Οι αρχηγοί των ομάδων είναι υποχρεωμένοι να φέρουν στο Αρχονταρχείο τα λάβαρα τους, καθώς επίσης κατάσχονται και τα βραβεία των ομάδων που κέρδισαν παιχνίδια από της γενέσεως του κατακριτέου αυτού θεσμού! Όποιος δεν υπακούσει στις εντολές θα φυλακιστεί σε σκοτεινό μπουντρούμι, θα του αφαιρεθεί το κινητό και επιπλέον το δικαίωμα της ρακοποσίας» 8


Άντρες και γυναίκες ξεστάθηκαν…, αναρωτιόνταν, σουσούριζαν, ψιθύριζαν, άλλοι αδιαφόρησαν . «Για ποιο παιχνίδι μιλάει;» «Για ποιους θησαυροκυνηγούς; Εμείς ξέρουμε μόνο τους κυνηγούς πουλιών και θηραμάτων! Υπάρχουν κι άλλοι;» « Ποια λάβαρα και ποια βραβεία; » «Μπα , παράξενα πράματα, μην του `στριψε η βίδα;» «Άλλο πάλι κι αυτό! Θα μας αφαιρέσει , λέει, το δικαίωμα της ρακοποσίας!» « Εγώ άκουσα ότι χθες βράδυ ο Άρχοντας τα `πινε με τη Στιμαδοπαρέα και… να λαγούς! να πέρδικες! να κρασί λιάτικο μυρωδάτο! Μα ξαφνικά άρχισε να λέει κάτι ακαταλαβίστικα, κάτι για τρελούς που τρέχουν μια Κυριακή τον χρόνο, διασκεδάζουν, πίνουν, τρώνε, γελάνε, γίνονται παιδιά κι ότι αυτός δε θα το επέτρεπε ξανά.» «Κι αυτό , πώς το `πε; “κατακριτέο θεσμό”! Τι πάει να πει; » Ααα! Μ` αυτά θ` ασχολούμαστε τώρα; Εδώ ο κόσμος καίγεται….» Ναι, δεν καταλάβαιναν, γιατί είχαν ξεχάσει, οι μνήμες είχαν σβηστεί. Όμως κάποιοι δεν ξέχασαν, κάποιοι ταράχτηκαν στην πρωινή είδηση. Ήταν αυτοί που γι` αυτούς η μέρα εκείνη είχε ξημερώσει με γέλια και χαρά σαν όλες τις άλλες μέρες, αυτοί που είχαν αγνή, καθαρή καρδιά, που τα μάγια δεν τους είχαν αγγίξει.

9


Το απόγευμα, την ώρα που άρχισε να σουρουπώνει κάτι φιγούρες θολές, δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει καλά στο καταχνιασμένο τοπίο, ξετρύπωσαν μέσα από αυλές, πόρτες και υπόγεια, ανηφόρισαν στο ψηλότερο σημείο της πόλης περνώντας μέσα από σοκάκια, στενά, σκάλες, αχιμαδιά και μονοπάτια. Μόλις κατηφόρισαν λίγα μέτρα, χάθηκαν μέσα στα σπλάχνα του βουνού. Εκεί μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά, παλιό κρησφύγετο των αγωνιστών της πόλης που πάσχισαν να την προστατέψουν από λογής λογής εχθρούς στα δαιδαλώδη μονοπάτια της Ιστορίας αυτού του τόπου, εννιά παιδιά συναντήθηκαν. Αυτή τη φορά, όχι για να παίξουν. Βλέπετε ήταν και το δικό τους κρησφύγετο που κανείς άλλος δεν το γνώριζε. Εκεί μαζεύονταν μια φορά τον μήνα. Εξερευνούσαν, έπαιζαν θέατρο, τραγουδούσαν, χόρευαν και κατέστρωναν σχέδια. Εκεί συναντήθηκαν εκείνο το απόγευμα γιατί είχαν ένα χρέος, έπρεπε να σώσουν τις μνήμες , έπρεπε να σώσουν το παιχνίδι, έπρεπε να βρουν λύση! Ο καθένας κρατούσε κάτι πολύτιμο που κουβαλούσε μια ιστορία, που είχε το άρωμα ενός παιχνιδιού.

10


Το Νικολιό του Πουλαροσκεπτικιστάκη έλυσε ένα τσουβάλι και ξεδίπλωσε ένα νυφικό με τούλια, ταφτάδες, λουλούδια κεντημένα με άσπρες χάντρες. -Το βρήκα καταχωνιασμένο σε μια κασέλα μετά από δυο ώρες ψάξιμο, είπε και τίναξε το τσουλούφι που έπεφτε στο πρόσωπό του. Το Γιωργιό του Κατομπακαλουμάκη ξετύλιξε έναν πάπυρο δέκα και πλέον μέτρων με οδηγίες για τη σωτηρία της πόλης από την επικείμενη καταστροφή το 2012 -Επιτέλους πάνω που είχα χάσει τις ελπίδες μου, το ανακάλυψα στο συρτάρι του πατέρα μου, είπε και φόρεσε τον σκούφο του για να μη φαίνονται τα πεταχτά αυτιά του. Η Ελπινίκη του Ανασυγχρονιστάκη ξεκούμπωσε το μπουφάν της και… -Ορίστε! Το αιώνιο ρακοπότηρο, ένα μεγάλο κύπελλο σαν το δισκοπότηρο που κοινωνάμε στην εκκλησία. Το Φωτεινιώ του Ρακοπαπουλάκη κρατούσε προσεχτικά στα χέρια της κάτι που έβγαζε μια διάχυτη λάμψη χωρίς να φαίνεται τίποτα το συγκεκριμένο. Ο καθένας έβλεπε ό,τι φανταζόταν. -Αυτό βρήκα, το θυμάστε; Δεν έχει χάσει καθόλου τη λάμψη του. 11


Το Μανολιό μας όμως τι κρατά; Το Μανολιό του Ρακοπαπουλάκη, αφού ίσιωσε τα χοντρά του γυαλιά, έβγαλε μέσα από μια τσάντα ένα ξύλινο κασελάκι σαν βιβλίο. -Νάτο ήταν στη βιβλιοθήκη της γιαγιάς μου. Το βιβλίο της Δύναμης των Οχτώ Σφραγίδων, που μόλις το ανοίγεις βλέπεις μέσα καρφωμένα ένα αμπέλι, μια ελιά κι ένα καράβι. -Εγώ έφερα τον κανόνα των τεσσάρων. Τα προϊόντα του τόπου μας κρασί , λάδι, ρακί και μέλι, είπε το Αννιώ του Μπεκροαγωνιστάκη κι άνοιξε ένα μπαουλάκι όπου πάνω στην άμμο κείτουνταν τέσσερα βαζάκια. Το Φραγκιό του Αξιοϋπολογιστάκη έβγαλε μέσα από την σάκα του ένα χοντρό περίτεχνο βιβλίο. -Θυμάμαι πως το `χαμε τραβήξει μέσα από τη θάλασσα. Ιδού το αγαπημένο ποίημα «Ο Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Εσύ Γιαννιό μας τι βρήκες; Το Γιαννιό έλυσε ένα ταγάρι και με μεγάλη προσοχή ξεφουκάρωσε τη σαϊτεμένη καρδιά του Ρωτόκριτου πλεγμένη από μέταλλο. -Έπρεπε να ψάξω καλά για να το βρω. Έφαγα τον κόσμο. Εμάς μας τρέχουν τα του Ερωτόκριτου. Όμως την κλεψύδρα δεν τη βρήκα, είπε το Γιαννιό του Αξιοϋπολογιστάκη και σκούπισε τα μάτια του. 12


Το Κατερινιώ του Δαχτυλοδειχτάκη έβγαλε μέσα από μια μεγάλη κούτα ένα γαλάζιο φωτεινό δελφίνι «Ενθύμιο Φιλίας» κι ένα λεύκωμα όλων των ομάδων του Κρυμμένου Θησαυρού. -Και τώρα τι κάνουμε; Είπαν όλα με μια φωνή.

Στη μέση της σπηλιάς ξεφύτρωνε ένας μεγάλος βράχος με επίπεδη επιφάνεια που έμοιαζε με τραπέζι. Ακούμπησαν λοιπόν τα πολύτιμα αντικείμενα πάνω του. -Θα κρύψουμε εδώ τα βραβεία να μην πέσουν στα χέρια του Άρχοντα. Ευτυχώς κανείς δεν ξέρει το μέρος. Και πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια του το Νικολιό…. 13


«Φσσσσσσσσσσσσστ …. φσσσσσσσσσσσσσσσστ…!»

Ένα βουητό τράνταξε τη σπηλιά. Σαν όντεν είν` καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη και ξάφνου ανεμοστρόβιλος από τη γην εβγαίνει. Μέσα από τη σκόνη που σηκώθηκε, ξεπρόβαλλαν κάτι περίεργα όντα. Άνθρωποι ήταν; Φαντάσματα; Πνεύματα; Τα παιδιά τραβήχτηκαν σε μια γωνιά με ανοιχτό στόμα και μάτια γουρλωμένα. 14


Ένας ευκατάστατος κύριος με γαμπριάτικο κοστούμι, ένας αρχαίος Έλληνας με χρυσοκέντητο μανδύα, σοφός φαινόταν, ένα μικρό κόκκινο πλάσμα χωρίς πόδια, γλιτσερό σαν χλαπάτσα περιτριγυρισμένο από φλόγες, μια κοκκινομάλλα με πλούσια τα ελέη, ένας άγριος πειρατής με μακριά μαλλιά και κόκκινα γένια, ένας ψηλός νέος και μια όμορφη κοπελιά, μια νεαρή γυναίκα που πότε είχε τη μορφή ανθρώπου και πότε τη μορφή δελφινιού, ένας μυστικός πράκτορας με μια μαύρη σκιά γύρω του κι ένας ψαράς μεσόκοπος. -Τι έγινε; Πού βρίσκομαι; Εκειά που ήμουνε στ` αμπέλι και εμάζωνα χοχλιούς να σου και με στριφογύρισε ένας αέρας που έχασα τον κόσμο. Δε με νοιάζει, μόνο δεν πρόλαβα να μαζέψω ένα χοντροχοχλιό να! με το συμπάθιο. -Ωω! Πού είμαστε; Σε ξέρω εσένα μαντάμ με τα κόκκινα μαλλιά! Δε θυμάμαι τ` όνομά σου, αλλά είχες έναν Ινδό υπηρέτη την τελευταία φορά που σε είδα. -Μαντάμ!!! Δεσποινίς παρακαλώ και μάλιστα ζωντοχήρα! Εγώ δε σε γνωρίζω…. κύριε ψαρά.

15


-Είμαι ο κυρ-Αντώνης, ο ψαράς. Πάμε μια βόλτα με τη βάρκα μου, αν θυμηθώ πού την έχω αράξει δηλαδή, να σε σεργιανίσω στα λιμανάκια μας, ωραία μου κυρία; Δεσποινίς! ήθελα να πω.

-Κάνε πιο πέρα, σου τρέχουνε τα σάλια σα ντο χοχλιό. Τη θάλασσα τη σιχαίνομαι! Θέλω να πατώ γερά στη στεριά, να ξέρω τι μου γίνεται. -Τ` ονοματάκι σας παρακαλώ; -Φωφώκα με τ` όνομα η χοχλιδομαζώχτρα, γνωστή σ` ολόκληρη τη Στεία και τα περίχωρα! -Το πειρατικό μου, το καράβι μου, το καράβι μου, το πειρατικό μου! Πού πήγε; Πώς βρέθηκα μέσα σ` αυτήν τη σκοτεινιά; Θέλω αέρα, θέλω θάλασσα, θέλω ανοιχτούς ορίζοντες! Θέλω να κουρσέψω λιμάνια και ακτές! Ααα! Τι θησαυρούς βλέπω πάνω σ` αυτόν τον βράχο. -Μην αγγίξεις τίποτα βρωμερέ κοκκινογένη πειρατή! Σε παρακολουθώ πολύ συχνά, είμαι πίσω σου μέρα και νύχτα, Μπαρμπαρόσα, αλλά δεν έχεις πια πέραση. -Α, εσύ είσαι το δελφίνι που γίνεται κορίτσι. Τι θέλεις από μένα και πώς σε λένε; 16


-Είμαι η Ρινιώ, η μαρκόνισσα της Μεσογείου! Δίνω ραπόρτο σε κάθε λιμάνι και σε κάθε βαπόρι για το πού βρίσκεται η αφεντιά σου ανά πάσα ώρα και στιγμή. Σου έχω κάνει μεγάλη χαλάστρα! Πλιάτσικο έχεις να κάνεις χρόνια και ζαμάνια!

-Συνάδελφος είστε κύριε με το κοστούμι και το καπέλο; Την ανθοδέσμη πάντα την κρατάς στα χέρια σου; Και τι κοιτάς το ρολόι σου κάθε ένα λεπτό; -Γαμπρός είμαι κύριε και περιμένω τη νύφη μου, την αγαπημένη μου Καλομοίρα Μοσχολιγάκις εξ Αστραλίας.

-Εγώ ονομάζομαι ντεντέκτιβ. Κάποτε μαύρη σκιά, την κολλημένη πάνω παντού. Αμάν πια!

Φουγαρώ, ο ξακουστός έσωσα τη Στεία από τη Infinity. Από τότε είναι μου και με ακολουθεί

-Αλήθεια; Εντυπωσιάστηκα! Θα με βοηθήσεις να βρω τη νύφη μου; Ουφ! Κοντεύω να σκάσω, δε ντη βλέπω να φανερώνει . Εγώ πότε επιτέλους θα παντρευτώ; 17


-Εγώ ο Σπάσαρχος ο Ολυμποτυχίδης του Αγαθαρχίδη, απεσταλμένος των θεών, πώς βρέθηκα απ` τα ψηλά στα χαμηλά; Τι γυρεύω εδώ σ` αυτόν τον σπήλιο, μέσα στα σκοτάδια, ενώ ήμουν στο φως του Ολύμπου; Μην είμαι στον Άδη και δεν το ξέρω; -Κι εγώ, το πνεύμα της Φουφουλάβας, πώς βρέθηκα απ` τα χαμηλά στα ψηλά; Δεν την αντέχω την υγρασία, θα παγώσω, θα σβήσω! -Μη με πλησιάζεις σιχαμερό γλοιώδες πλάσμα, θα με κάψεις! Άπαγε απ' εμού! -Μα κρυώνω, δε βλέπεις πώς τρέμω απ` το κρύο; Ας με πάρει κάποιος μια αγκαλιά! -Πριιιτς!!! Φώναξαν όλοι και τραβήχτηκαν σε μιαν άκρη.

Δυο λυγερόκορμες κορμοστασιές φάνηκαν μέσα στο μισοσκόταδο. Οι φωνές δυο νέων , ενός άνδρα και μια γυναίκας αντήχησαν σαν ουράνια μελωδία μέσα στη σιγαλιά.

18


-Αναδακρυώνω που θωρώ τα όμορφά σου μάτια τόσον καιρό στην ξενιτειά εγίνηκα κομμάτια. -Ίντα θωρούν τα μάτια μου Μάρκο μου μισεμένε πώς θά `ρχοσουν δε ντο `λπιζα γλυκιέ μου λατρεμένε. -Κρίνο και άστρο της αυγής πανέμορφη Κρινιώ μου πώς θα σ` αντάμωνα ξανά δε ντο `χα ριζικό μου

Τα παιδιά, αφού συνήλθαν από τη σαστιμάρα, τούς αναγνώρισαν. Ναι! Ήταν κάποιοι από τους ήρωες των προηγούμενων παιχνιδιών. Πώς εμφανίστηκαν; Ποια δύναμη τούς έφερε στο κατάλληλο μέρος τη σωστή στιγμή! Τους πλησίασαν, αφού τους συστήθηκαν και τους αλληλοσύστησαν, τους τα είπαν όλα με το νι και με το σίγμα. Το και το…. Έτσι όλοι μαζί συσκέφτηκαν, σκέφτηκαν, ξεζούμισαν το μυαλό τους για να βρουν μιαν άκρη και αποφάσισαν να αναλάβουν δράση. Έπρεπε να ξεκινήσουν το ψάξιμο, να βρουν τι είχε συμβεί. Έπρεπε να βιαστούν, να προλάβουν για να γίνει το παιχνίδι του Κρυμμένου Θησαυρού στην ώρα του. 19


«Η ισχύς εν τη ενώσει!» βροντοφώναξαν παιδιά και ήρωες κρατώντας σφιχτά τα χέρια σ` έναν κύκλο.

Ο Φουγαρώ με το πανούργο του μυαλό κατάστρωσε όλο το σχέδιο της έρευνας. Άλλωστε ήξερε την πόλη και τα πέριξ απ` έξω κι ανακατωτά, από μπρος και από πίσω, από δεξά κι αριστερά. Χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες. Ο ίδιος με το Κατερινιώ του Δαχτυλοδειχτάκη και το Φραγκιό του Αξιοϋπολογιστάκη θα μένανε στη σπηλιά, στο αρχηγείο δηλαδή, για να συντονίζουν, να συλλέγουν στοιχεία και να φυλάνε τα βραβεία σαν τα μάτια τους. 20


21


22



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.