Μύθοι μύθοι παραμύθι το κουκί και το re μύθοι (mερος 2ο)

Page 1

Μύθοι μύθοι …παραμύθι το κουκί και το Re -μύθοι…

‘’10ο παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού Σητείας’’

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΙ ΣΤΙΜΑΔΟΡΟΙ


Ο κύβος ερρίφθη! Παιδιά και ήρωες χωρίστηκαν σε ομάδες. Κάθε ομάδα είχε και μιαν αποστολή. Ο Σπάσαρχος, η Φωφώκα και το μικροσκοπικό πνεύμα της Φουφουλάβας, με οδηγούς το Νικολιό του Πουλαροσκεπτικιστάκη και το Γιωργιό του Κατομπακαλουμάκη ξεκίνησαν να επισκεφτούν τα μέρη που τους ανατέθηκαν και να ψάξουν για τυχόν κρυμμένα στοιχεία που θα τους βοηθήσουν να καταλάβουν τι συνέβη και ο άρχοντας απαγόρεψε το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού.

Συγκεντρώθηκαν, έκαναν ένα πηγαδάκι σ` ένα απόμερο σημείο και η Φωφώκα πήρε πρώτη τον λόγο. «Και τώρα τι κάνουμε; Από πού λέτε να αρχίσουμε;» 21


Ο Σπάσαρχος σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό, σα να περίμενε μιαν απάντηση απ` τον μεγάλο Δία, έπειτα κούνησε το κεφάλι του προβληματισμένος. «Μας είπαν να πάμε σε μέρη αρχαία, σε μέρη ιστορικά και να ψάξουμε εκεί αλλά τα ιστορικά μονοπάτια της Σητείας είναι σωστός λαβύρινθος. Μινωίτες, Άραβες, Ενετοί, Τούρκοι, Γερμανοί, λαοί, θρησκείες, πολιτισμοί, πέρασαν από την πόλη μας και άφησαν όλοι τους σημάδια ανεξίτηλα. Από πού να αρχίσουμε, μου λέτε; Εγώ δεν ξέρω.»

Τα δύο παιδιά τούς κοίταζαν εκστασιασμένα, δεν πίστευαν αυτό που συνέβαινε. Ο ένας τσιμπούσε τον άλλο για να βεβαιωθούν ότι είναι ξύπνια και δεν ονειρεύονται. Μια κοίταζαν τη Φωφώκα και θαύμαζαν τα πλούσια κάλλη της, μια τον Σπάσαρχο και μια το μικροσκοπικό πνεύμα.Τι αλλόκοτη ομάδα που ήτανε! Πού θα πήγαιναν και δε θα τραβούσαν τα μάτια του κόσμου απάνω τους! Όμως περίεργο…. από δίπλα τους περνούσαν άνθρωποι κατσούφηδες, μουντοί, αμίλητοι με τα κεφάλια τους σκυμμένα. Με το ζόρι έλεγαν ο ένας στον άλλο το χαιρετισμό. Κανείς δεν τους πρόσεξε… έτσι προχώρησαν στο δρόμο σαν να ήταν αόρατοι. 22


«Πού πάμε;», ρώτησαν τα παιδιά. «Στο σπίτι μου, να πάρουμε το αυτοκίνητό μου.», απάντησε η Φωφώκα. Μετά από λίγο βρέθηκαν μπροστά στο πατρικό της Φωφώκας. Απ’ έξω ήταν παρκαρισμένο ένα κατακόκκινο αυτοκίνητο, ίδιο χρώμα με τα μαλλιά της. «Εμπρός ορέ κοπέλια, μπείτε όλοι μέσα στο βατραχάκι μου! Εσκέφθηκα πού θα πάμε. Θα σας πάω εκειά που μάζευα παλιά τσι χοχλιούς.» Άφησαν πίσω τους την πόλη και άρχισαν ν’ ανηφορίζουν, ν’ ανηφορίζουν προσπερνώντας χωριά και μετόχια, ώσπου έφτασαν σε τόπο που πρώτη φορά έβλεπαν. Μόλις βγήκαν από το αυτοκίνητο όλοι έμειναν έκθαμβοι. Μπροστά τους υψωνόταν μια πόλη, πόλη αρχαία, χτισμένη πάνω σε τρεις λόφους, από κάτω τους απλωνόταν όλος ο κόλπος της Σητείας, δεξοζερβά τους υπήρχαν αμπέλια και ελιές, τα σταφύλια κρέμονταν βαριά και ακουμπούσαν στη γη, τα φύλλα και οι καρποί του ευλογημένου δέντρου έπαιρναν όλες τις αποχρώσεις του πράσινου και του ασημί. 23


Μια γριούλα πέρασε από δίπλα τους κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο σταφύλια, στάθηκε να τους φιλέψει. «Μας γνωρίζεις γιαγιά και μας φιλεύεις;» ρώτησε απορημένος ο Σπάσαρχος. «Όχι παιδί μου. Είναι ανάγκη να σας γνωρίζω, άνθρωποι δεν είσαστε; Άνθρωπος είμαι και εγώ.» Γέλασε δυνατά η γιαγιά σαν κοριτσόπουλο και τράβηξε το δρόμο της προς τον πρώτο λόφο.

Προχώρησαν και ανέβηκαν και αυτοί στον λόφο. Στο στόμα και στην ψυχή τους είχαν τη γλύκα από το απρόσμενο φίλεμα. Όταν έφτασαν στην κορυφή, μιαν αύρα από άλλη εποχή τους γύρισε πίσω στον χρόνο, σε ένα παραμύθι μπλεγμένο με μύθους και ιστορίες από το παρελθόν που ξεπρόβαλαν από κάθε σημείο του λόφου.

24


Κάθισαν πάνω στις αρχαίες πέτρες. Ο ήλιος πύρωνε και έλαμπε σαν ατσάλι. Ξαφνικά σαν σε όραμα είδαν αυτήν την πόλη στο μεγαλείο της, τα ερείπια της πήραν ζωή, έγιναν κτίρια μεγαλοπρεπή, είδαν τους κατοίκους της να δουλεύουν, να συζητούν, να διαφωνούν, να γιορτάζουν, να τραγουδούν, να προσεύχονται, να ζουν, να υπάρχουν, όπως σε κάθε πόλη.

Είδαν τους εχθρούς να επιτίθενται, να γκρεμίζουν τα τείχη, να σκοτώνουν, να λεηλατούν, να καίνε, να καταστρέφουν κάθε είδος ζωής και πολιτισμού, είδαν τον τρόμο στα πρόσωπα των ανθρώπων, όπως σε κάθε πόλεμο. Μετά όλα χάθηκαν από μπροστά τους απότομα, όπως και εμφανίστηκαν.

25


«Θα με πείραξε μάλλον ο ήλιος γιατί βλέπω οράματα!», είπε η Φωφώκα και φόρεσε το ψάθινο καπέλο της. «Μα τους χίλιους κεραυνούς του Δία, όχι μόνο εσένα, όλους μας πείραξε, όλοι οράματα βλέπουμε!», αναφώνησε ο Σπάσαρχος. «Πάμε μια βόλτα να δούμε μήπως βρούμε πράμα.», πρότεινε το Γιωργιό. «Και δεν πάμε!», αποκρίθηκε το Νικολιό

Άρχισαν να τριγυρνάνε στα ερείπια. Η Φωφώκα, η χοχλιδομαζώχτρα, στο πέρασμά της όλο και κάποια πέτρα μετακινούσε και μάζευε από κάτω τους χοχλιούς και τους έριχνε μέσα στο ταγάρι της. Σαν δεν βρήκαν πράμα μέσα στα αρχαία άρχισαν να τριγυρνάνε στα χωράφια και στα αμπέλια. Στο διάβα τους είδανε μια σπηλιά που από μέσα έβγαινε φως. Στην κορυφή της εισόδου ήταν γραμμένο με μεγάλα γράμματα το Α. 26


«Να μπούμε μέσα να δούμε ποιος είναι επαέ, μπορεί να βρούμε και αυτό που ψάχνουμε.», είπε το Νικολιό.

Μπαίνουν μέσα και οι πέντε μαζί. Στην αρχή θαμπωμένοι από τον ήλιο δεν ξεκαθάριζαν τίποτα, σιγά- σιγά μόλις τα μάτια τους συνήθισαν στο σκοτάδι είδαν ότι ήταν μέσα σε μια σπηλιά γιομάτη χρυσά φλουριά. Στο βάθος ήταν ένας τρομακτικός δράκος που κρατούσε μια παλάμη και παλάμιζε τα φλουριά. Οι ήρωες μας τρόμαξαν. Τι θα μας κάνει άραγε ο δράκος, σκέφτηκαν. Πώς την πατήσαμε έτσι!

27


Ο Δράκος γύρισε, τους κοίταξε και τους λέει: «Πόσες θέτε να σας δώσω;» «Όφου και ξυλιές θα θέλει να μας δώσει!», ψιθύρισε η Φωφώκα. «Ετσά θαρρώ και γω!», μουρμούρισε ο Σπάσαρχος. «Την πατήσαμε!!!!», τσίριξε χαμηλόφωνα το Πνεύμα. Τότε το Γιωργιό αυθόρμητα με τρεμάμενη φωνή φώναξε: «Μια! Μια θέλουμε μόνο!» Ο Δράκος κοίταξε τη Φωφώκα και της είπε: «Άνοιξε το ταγάρι σου!» Η Φωφώκα τρέμοντας ξεκρέμασε το ταγάρι με τους χοχλιούς από τον ώμο της και το άνοιξε. Ο Δράκος πήρε μια παλάμη φλουριά και τα έριξε μέσα, μετά τους έκανε νόημα να φύγουν. Αυτοί άρχισαν να τρέχουν και δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν έφτασαν στο αμάξι. Μόλις ηρέμησαν, άρχισαν να σκέφτονται τι ακριβώς συνέβη.

«Καλά μα παλαβοί είμαστε! Ερώτησε μας ο δράκος πόσες παλαμιές φλουριά θέλουμε και εμείς εφοβηθήκαμε , γιατί νομίζαμε ότι εννοούσε ξυλιές και του είπαμε μια και χάσαμε ολόκληρο θησαυρό.», είπε η Φωφώκα. Το Νικολιό τούς μίλησε με αυστηρό τόνο : «Τίποτα δε χάσαμε! Σιγά το θησαυρό! Θησαυρός για εμάς είναι το παιχνίδι του Κρυμμένου Θησαυρού.»

28


Και συνέχισε το Γιωργιό: «Αυτό που δίνει χαρά, ευτυχία, γέλιο στους ανθρώπους της πόλης μας, που τους ενώνει σε μεγάλες παρέες, που τους κάνει να ξεχνάνε τα προβλήματα και τις έγνοιες τους και όλοι μικροί μεγάλοι τρέχουν στους δρόμους της πόλης για να βρουν τον δικό τους θησαυρό, τον θησαυρό της καρδιάς τους.»

29


«Δίκιο έχουν τα παιδιά! Πάμε τώρα κάπου αλλού μήπως και βρούμε κάτι χρήσιμο.», είπε το Πνεύμα και στριφογυρίζοντας έτρεξε προς το αμάξι.

Μετά από αρκετή ώρα και αφού κατέβηκαν έναν φιδογυριστό δρόμο έφτασαν στη θάλασσα. Πάρκαραν στο ωραιότερο σημείο και βγήκαν από το αμάξι. Μπροστά τους απλώνονταν επιβλητικά τα ερείπια ενός σπουδαίου ιερού. Εκεί που στέκονταν αμίλητοι

και αναρωτιόνταν προς τα πού να τραβήξουν, ένοιωσαν την ατμόσφαιρα γύρω τους να αλλάζει, ο ήλιος χάθηκε και ένα σύννεφο κατέβηκε από τον ουρανό και τους περικύκλωσε. 30


Άκουσαν ήχους τυμπάνων και ασπίδων που έκρουαν μεταξύ τους. Είδαν νέους γυμνούς, Κουρήτες, να χορεύουν έναν οργιαστικό χορό και να ψέλνουν έναν ύμνο.

Ιώ μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι, Κρόνειε, πανκρατές γάνους, βέβακες δαιμόνων αγώμενος, Δίκταν ες ενιαυτόν έρπε και γέγαθι μολπάν Θόρε καις πόληας αμών θόρε καις παντοφόρους νάας θόρε καις νέους πολείτας, θόρε καις θέμιν καλάν. Ιώ μέγιστε Κούρε χαίρε μοι, Κρόνειε, πανκρατές γάνους, βέβακες δαιμόνων αγώμενος. Δίκταν ες ενιαυτόν έρπε και γέγαθι μολπάν.

31


Ένοιωσαν αιχμάλωτοι μέσα σε αυτή τη μυσταγωγική ατμόσφαιρα που σαγήνευε το σώμα και το πνεύμα τους, τα λόγια χάθηκαν και η μαγεία τους συνεπήρε. Χωρίς να το καταλάβουν, η εικόνα άλλαξε.

Οι νέοι εξαφανίστηκαν από μπροστά τους και πολεμιστές εμφανίστηκαν, πολεμιστές που μάχονταν για το ποιος θα πάρει τον ιερό τούτο τόπο για να τον διαφεντεύει. Οι πόλεμοι τελειωμό δεν είχαν, το ιερό που ήταν τόπος λατρείας έγινε αιτία πολλών συμφορών.

Ο Δίας θύμωσε, στεναχωρήθηκε, δεν το χωρούσε ο νους του, έπρεπε να βρεθεί μια λύση.

32


Συγκάλεσε συμβούλιο στον Όλυμπο, μαζεύτηκαν όλοι οι θεοί και αποφάσισαν να στείλουν διαιτησία για να λύσει τη διαφορά και να σταματήσουν οι πόλεμοι. Και η διαφορά λύθηκε και οι πόλεμοι σταμάτησαν. Μια μαρμάρινη πλάκα φάνηκε με την απόφαση σκαλισμένη απάνω της και οι θεοί χαμογέλασαν. Και ξανά το ίδιο σκηνικό μπροστά τους, οι νέοι να χορεύουν οργιαστικά και να ψέλνουν τον ύμνο ευχαριστώντας το Δία για την Ειρήνη που τόσο απλόχερα χάρισε στον τόπο τους.

Δυνατός άνεμος φύσηξε, διέλυσε το σύννεφο που τους είχε τυλίξει και κατέστρεψε τη μαγεία, βρέθηκαν ξανά κάτω από τον καυτό ήλιο. «Μπα σε καλό μας! Τι είναι αυτά που μας συμβαίνουν σήμερα;»

33


Μαγεμένη η Φωφώκα από όσα εκτυλίχθηκαν μπροστά στα μάτια της άρχισε να προχωρά προς την θάλασσα κουνώντας τα τροφαντά καπούλια της. Οι άλλοι την ακολούθησαν. Κάθισαν σε ένα βραχάκι και κοίταζαν την θάλασσα. Πνεύμα: «Τώρα τι κάνουμε; Τίποτα δεν βρήκαμε ούτε εδώ.»

Το Νικολιό δεν τους άκουγε, είχε καρφωμένο το βλέμμα του πίσω από το βράχο.

«Κοιτάξτε! Ένα θαλασσόκρινο, είναι πανέμορφο, θα το κόψω να το πάρουμε μαζί μας, ίσως η ομορφιά και η ευωδιά του μας εμπνεύσει.»

34


Απορροφημένοι καθώς ήταν από τις σκέψεις τους δεν αντιλήφθηκαν ότι κάτι κινούνταν κάτω από την άμμο και τους πλησίαζε αργά, αργά. Μια παράξενη χελώνα με τεντωμένα τ` αυτιά παρακολουθούσε τη συζήτησή τους.

«Ευτυχώς που με ειδοποίησε ο δράκος του βουνού για την παράξενη παρέα που πέρασε από τη σπηλιά του. Κοίταξέ τους! Ψάχνουν να βρουν τρόπο να συνεχίσουν το παιχνίδι τους. Μα πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί μαζί; Πώς ενώθηκαν οι ήρωες των μύθων με αυτά τα μούλικα; «Αχ! τα παιδιά, τα παιδιά έκαναν όλη τη ζημιά, τόσες γενιές μαγισσών και καμιά δεν βρήκε τον τρόπο να μαγέψει την αγνή ψυχή τους. Πάντα στο τέλος βγαίνουν αυτά νικητές. Αλλά όχι! Όχι αυτή τη φορά! Αυτή τη φορά θα σας νικήσω εγώ σκατόπαιδα!» Με τη σκέψη αυτή νευρίασε τόσο πολύ που τα μαλλιά της πετάχτηκαν έξω από το καβούκι και έστριψαν ακόμα περισσότερο.

35


«Κι αυτός ο άρχοντας! μια δουλειά του ανέθεσα, να εξαφανίσει τα λάβαρα και τα έπαθλα του παιχνιδιού και τα έκανε θάλασσα, αλλά τι περιμένεις από κάποιον που πίνει ρακές με τη στριμαδοπαρέα, σαν τα μούτρα τους τον έχουν κάνει και αυτόν. Άχρηστοι, άχρηστοι όλοι τους! Τώρα πρέπει να βρω τρόπο να τους σταματήσω. Κάτι πρέπει να κάνω! Η παρέα σηκώνεται από τον βράχο και ετοιμάζεται να φύγει, το Νικολιό κρατάει στα χέρια του το θαλασσόκρινο, χαϊδεύει τα πέταλά του και σκύβει να το μυρίσει. Μια δυνατή κραυγή σκίζει τον αέρα: «Κουεκουμπρος κουπουκουλια κουπεκουτακουξτε! » Γυρίζουν να δουν από πού ακούστηκαν τα λόγια αλλά τίποτα… τίποτα δεν είδαν. Από μακριά, από τις Διονυσάδες, ένα μαύρο σύννεφο φαινόταν να πλησιάζει, ξεστάθηκαν και το χάζευαν. Όσο πλησίαζε το σύννεφο δυνατά, θυμωμένα κρωξίματα ακούγονταν Κρα…Κρα….Κρα…. Μαύρα κοράκια, κουρούνες και κάργιες, πετούσαν κόντρα στον άνεμο και πλησίαζαν…. Όλο πλησίαζαν…. -Μα τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου! Τι είναι αυτό; ρώτησε ο Σπάσαρχος. - Κοράκια, μαύρα κοράκια! Πού βρέθηκαν τόσα πολλά; Τι συμβαίνει; Αυτά έρχονται καταπάνω μας, αναφώνησε το Γιωργιό. -Τρέξτε να κρυφτούμε! είπε το Νικολιό και έκρυψε στον κόρφο του το θαλασσόκρινο. 36


Όλοι άρχισαν να τρέχουν προς το αυτοκίνητο, τα κοράκια όμως τους πρόλαβαν πριν μπουν μέσα και τους επιτέθηκαν. Με τα κοφτερά ράμφη τους, τους τραβούσαν τα μαλλιά, τους δάγκωναν, τους έσκιζαν τα ρούχα. Τα παιδιά άρχισαν να ουρλιάζουν τρομοκρατημένα. Η Φωφώκα πιο ψύχραιμη, αν και τα κοράκια τής είχαν τραβήξει και ξεπατώσει τις μισές κόκκινες τούφες της, κατάφερε να ξεκλειδώσει το αυτοκίνητο. -Εμπρός μπείτε μέσα! φώναξε. Τα κοράκια όμως είχαν αγριέψει και δεν τους άφηναν να ανοίξουν τις πόρτες. Κι εκεί που είχαν απελπιστεί, σαν από θαύμα τα πουλιά σταμάτησαν, ημέρεψαν, μια γαλήνη απλώθηκε και ήσυχα, ήσυχα πέταξαν και κάθισαν πάνω στα δέντρα και τα

σύρματα, μετά οργανώθηκαν σε σμήνος και πέταξαν πίσω στις Διονυσάδες. Η Ρούφη κρυμμένη στην άμμο, λύσσαξε, κόντεψε να φάει τα κομμάτια της. «Πάλι αυτή! Θα με αφήσει ποτέ ήσυχη να κάνω τη δουλειά μου! Βαρέθηκα να μπλέκεται συνεχώς σε ότι κάνω.» Νευριασμένη, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν την βλέπει κανείς, πήρε τη μορφή της, άρπαξε τη σκούπα της και ξεκίνησε για άλλα μέρη. 37


Άραγε χελώνα ήταν ;;;

-

Χελώνα δεν ήταν… 38


39


40


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΙ ΣΤΙΜΑΔΟΡΟΙ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.