Περιεχόμενα:
12
30
44 Εκδοτική Επιμέλεια: Θεοφάνης Σερέτης Σχεδιασμός: Alexander K. Σελιδοποίηση: Alexander K. Φωτογραφία εξωφύλλου: Arthur Mazi, unsplash.com Εκτύπωση, Βιβλιοδεσία: εκδόσεις Φάος, Καρδίτσα Απρίλιος 2021, Καρδίτσα
Νερό Καράβας
4
Υψωμένα Δέντρα
6
Το φιλί του Ποσειδώνα
8
Επαναπατρισμός
11
Ο Κάτσικο
12
Συνέντευξη με τον Κωστή
14
Σκιά Μόρα
17
Έχει λύκους
18
Πέντε ποιήματα για την πράσινη ανάπτυξη
24
Καλοκαιρινά «κτίσματα» και ποιμενική ζωή
30
Tο Πάσχα που (δεν) έζησα
36
Πατριδογνωσία – Πατριδόμετρο
41
Ένας Τσαουσιώτης στην Αθήνα
43
Ο κυρΦανέλας
44
Για σχόλια, απορίες, προτάσεις, κριτικές ή αποστολή υλικού: arniproductions@gmail.com ISSN: 2732-8023
2
Στο πρώτο έντυπο τεύχος «Αρνί #1», που κρατάτε στα χέρια σας, όλοι οι συμμετέχοντες-δημιουργοί γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Καρδίτσα. Άλλοι κατοικούν μόνιμα εκεί και άλλοι ανά διαστήματα. Μερικοί διαμένουν μακριά, έως και σε άλλη ήπειρο, λιγότεροι θέλουν να γυρίσουν μόνιμα και τουλάχιστον ένας ανυπομονεί να επιστρέψει στον επίγειο παράδεισό του.
3
Νερό Καράβας Είναι καλοκαίρι του 1968, η χούντα των Συνταγματαρχών είναι στα πάνω της, ο πολύς ο κόσμος κάνει την πάπια και εμείς γυμνασιόπαιδα, τότε, κοιτάμε πώς να τελειώσουμε, ώστε να φύγουμε από την επαρχία να πάμε στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου μας περίμενε η πολιτικοποίηση αλλά και η καταστολή. Παρόλα αυτά ακόμα περνούσα τα καλοκαίρια μου ανέμελα φεύγοντας κάθε Ιούλη από τις πυκνοκατοικημένες περιοχές του Μεσενικόλα, Μουζακίου ή Καρδίτσας αντίστοιχα για να παραθερίσω στο Σιάμ. Κάθε καλοκαίρι γινόταν η ίδια ιστορία, ΚΤΕΛ μέχρι το Μουζάκι (ξον από τις χρονιές που καθόμουνα εκεί) και από την αγορά, στο μουλάρι του θείου Νίκου μέχρι το πατρικό στην ανατολική πλευρά του χωριού. Κάθε καλοκαίρι κυνήγια, γκιζέρια στις πλαγιές και τα διάσελα, βόλτα στο μαντρί του ξάδερφου κοντά την Τσιούκα, στην Οξυά μέσα που είχε και δροσιά, μπάνιο στο ποτάμι κ.ο.κ. Μόνο που εκείνο το καλοκαίρι έγινε κάτι το αναπάντεχο. Είχα φύγει όπως κάθε πρωί από το πατρικό, κατέβηκα στην ποταμιά, ανηφόρισα για το κέντρο όπου μου είπαν πως ο ξάδερφος είναι ήδη πάνω αποβραδίς. Οπότε ξεκίνησα κι εγώ να τον βρω, να καθίσουμε να κάνουμε λακριντί κι αν έχει να με έδινε κι εμένα λίγο από αυτό το καλοκαιρινό βραστόγαλο που έφτιαχνε, που ήταν πιο παχύ κι από τη λίπα που βάζουμε στις τσιγαρίδες. Μόνο που εκείνη τη μέρα ήταν πιο ωραίο από ότι ήταν συνήθως, έτσι κι εγώ, σαν κοιλιόδουλος που είμαι, αντί να φάω μια φορά όπως πολύ σοφά μου πρότεινε ο ξάδερφος, έφαγα και δεύτερη. Τι το ‘θελα; Κάνω να κουνηθώ, γκλουκ γκλουκ το στομάχι. Κάνω έτσι κάνω αλλιώς τίποτα. Τα ‘χασα. Λέω, ξάδερφε τι κάνουμε;Λέει σύρε πάνω την πηγή της Καράβας, εκεί το νερό βγαίνει από τον βράχο κι έχει τριμμένο γυαλί μέσα. Από εκεί πηγάζει ο Οξυώτης που μετά τον Μπαλάνο γίνεται Μπλιούρης, που χύνεται στον καφέ πια καμπίσιο Πηνειό. Αη κίνησα κι εγώ κατά την Καράβα. Έλα όμως που είχε περάσει το πρωί και ο ήλιος πάνω στα πετρωτά το καλοκαίρι είναι καυτός. Με λίγα λόγια βέλαξα. Αφού δεν έπαθα τίποτα εκείνη τη μέρα, δεν θα πάθω ποτέ. Ύστερα από κάμποσο περπάτημα στο οποίο έφτυσα το γάλα που βύζαξα έφτασα στην πηγή της Καράβας, όπου το πρώτο πράγμα που έκανα πριν καν σκεφτώ να ξεδιψάσω ήταν να βάλω το κεφάλι μου κόντρα στο ρεύμα. Τώρα μιλάμε για νερό που βγαίνει από τα έγκατα του βουνού, δηλαδή μιλάμε ότι δεν παγώνει μόνο και μόνο επειδή έχει ορμή. Το τριμμένο γυαλί το έβλεπες που λαμπύριζε, καθώς ο ήλιος χτύπαγε κόντρα στην ορμή της πηγής. Άρα, σκέφτηκα, αλήθεια λέει ο ξάδερφος κι αν πιώ κιόλα θα με βοηθήσει μπα και χωνέψω, γιατί το στομάχι ακόμα γκλουκ γκλουκ κάνει. Το πήρα απόφαση και ήπγα κάμποσο παγωμένο νερό από την πηγή. Δεν κατάλαβα και πολλά. Έτσι κίνησα να γυρίσω πίσω στο μαντρί. Έλα όμως που καθώς περπατούσα το τριμμένο γυαλί επέδρασε και στα μισά της διαδρομής με έκοψε κρύος ίδρως! Ευτυχώς σαν ξεστρατίσεις λίγο από το μονοπάτι βγαίνεις στις παρυφές του ελατοδάσους, όπου μπορείς να ολοκληρώσεις το κάλεσμα της φύσης με την άνεσή σου και εν μέσω δροσερών ρευμάτων. Τέλος, έφτασα ξανά στο μαντρί οπότε και ευχαρίστησα τον ξάδερφο για τη σοφή του συμβουλή. Με τη σειρά του χαμογέλασε, μου δάνεισε την κάπα που είχε για όταν σουρουπώνει και βάζει δροσιά, και μου είπε να πιάσω τον πιο κοντινόν έλατο και να πλαγιάσω από κάτω. Την επόμενη μέρα στο χωριό, λέγανε για έναν ημίτρελο που έβαλε το κεφάλι του κάτω από την πηγή της Καράβας.
Ι.Π. Ντούχνας
4
Χρήστος Κολτσίδας, Καλύβια Πεζούλας, Μάιος 2019
5
Ι.Π. Ντούχνας, Κουτσικουρή (πριν τη στροφή για Σούλα), Απρίλης 2019
Υψωμένα δέντρα Χρήστος Σβεντζούρης
Ένα από τα πιο πολυτραγουδισμένα και πολυχορευμένα τραγούδια της Αργιθέας, και ειδικά του τόπου που κατάγομαι, το Πετρίλο, είναι το «Όσα κι αν περπάτησα». Ένα τραγούδι που σε πανηγύρια, σε γάμους, ακόμα και σε απλές βραδιές στο καφενείο, με όργανα ή και χωρίς, απλά να «κεντάνε» οι φωνές, κατέχει σημαντικό ρόλο στη λίστα με τα τραγούδια της βραδιάς, τόσο σημαντική που πολλές φορές τραγουδιέται πάνω από τις «επιτρεπόμενες» φορές. Έχοντας ακούσει και χορέψει πάμπολλες φορές το συγκεκριμένο τραγούδι, που πλέον ανήκει στα αγαπημένα μου, πάντα είχα την απορία με τη στιχομυθία που δημιουργούσε εικόνες στο μυαλό μου, ειδικά στον τρίτο και τέταρτο στίχο («...στην κορφή έχει σταυρό/ και στη μέση τον Χριστό και στη ρίζα κρύο νερό»). Την απορία αυτή ήρθε να μου λύσει το βιβλίο του Δημητρίου Καλτσούλα «Όσα κι αν περπάτησα...», το οποίο στάθηκε και αφορμή για τις καταγραφές συγχωριανών μου και τη διασταύρωση των πληροφοριών. Μια πρώτη γενική πληροφορία για να μπούμε στο κλίμα των στίχων (τους οποίους
6
θα παραθέσω στο τέλος) είναι ότι είναι ένα κομμάτι που χορεύεται στα τρία, απαντάται σε όλη την οροσειρά της Πίνδου και ειδικότερα στον ορεινό όγκο των Αγράφων και των Τζουμέρκων. Αναφέρεται στην νομαδική ζωή των κατοίκων και των συνεχόμενων μετακινήσεών τους. Το τραγούδι συγκεκριμένα αναφέρεται στα «Υψωμένα δέντρα». Σίγουρα δεν μιλάμε για το προφανές όταν αναφέρουμε την φράση «υψωμένο δέντρο», αλλά σε κάτι που εμπλέκεται ο θρησκευτικός παράγοντας, ο οποίος έπαιζε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της περιοχής. Μετά από λιτανεία που γινόταν γύρω στο χωριό, ο ιερέας σταματούσε σε έλατα, πουρνάρια και βελανιδιές τοποθετώντας στη ρίζα τους άγιο άρτο, το γνωστό και ως «Ύψωμα». Αυτό γινόταν για να προστατεύονται οι χωριανοί από επιδημίες και φυσικές καταστροφές. Αυτά ήταν, λοιπόν, τα «υψωμένα», γνωστά και ως «διαβασμένα», δέντρα. Αν πάλι υπήρχε φιλονικία για την ιδιοκτησία κάποιου δέντρου (συχνό φαινόμενο στα χωριά μας) τότε το δέντρο με την συμβολή του ιερέα γινόταν «υψωμένο» και έτσι έληγε η φιλονικία. Ο ιερέας της εποχής τύγχανε σεβασμού και προσωπολατρείας απ’ όλους τους κατοίκους του χωριού, παίζοντας μερικές φορές και τον ρόλο του δικαστή-αστυνομικού. Όποια δέντρα ήταν «υψωμένα» ή γενικά «ανήκαν» στην εκκλησία προστατεύονταν από τους κατοίκους. Έτσι ήθελαν να κερδίσουν την εύνοια του Θεού και όχι τη δυσμένειά του. Υπάρχουν μαρτυρίες βοσκών, που όταν κατά λάθος το κοπάδι τους γεύτηκε καρπούς από τέτοια δέντρα, τους παρουσιάστηκε ο εκάστοτε Άγιος να τους ζητήσει εξηγήσεις για το συμβάν. Ακόμα, επίσης, και να αποδεκατίζεται το κοπάδι από κάποια αρρώστια. Τέλος, και επιστρέφοντας στους στίχους του τραγουδιού, αν κάποιο δέντρο, και ειδικά ο Έλατος, είχε πηγή νερού στην ρίζα του, αυτομάτως το δέντρο αυτό θεωρούνταν ιερό. Έτσι, κάρφωναν στον κορμό ή στην κορυφή του έναν σταυρό, για να το σέβονται και να το φυλάνε.
Στίχοι: Όσα κι αν περπάτησα, Τούρκικα Ρωμαίικα τίποτα δεν μ’άρεσε, ένας δέντρος μ’ άρεσε. Φουντωτός, κλωναρωτός, στην κορφή έχει σταυρό και στη μέση τον Χριστό και στη ρίζα κρύο νερό. Το ‘μαθαν κι οι πέρδικες, πάγαιναν (πήγαιναν) έρχονταν και το ‘πιναν. Κι έστησα τα βρόχια μου κι έπιασα μια πέρδικα. Στο κλουβί την έβαλα, να λαλάει κάθε πρωί. Να λαλάει κάθε πρωί να ξυπνάει τα νιόγαμπρα να ξυπνάει τα νιόγαμπρα, για να παν στην εκκλησιά.
Γιώργος Σβεντζούρης, Έλατος Πετρίλου, Μάιος 2020
7
Εί ναια Είκ λίορατυηχ 8
Χρήστος Κολτσίδας, Πεζούλα, Μάιος 2019
Βαγγέλης Μπριάνας στους Χρήστο Κολτσίδα κ’ Δήμητρα Νάσιου
Λοιπόν, δεν καθόμαστε ποτέ σε ξένες τουαλέτες κανονικά να κάνουμε την ανάγκη μας. Κοίταξε. Ανοίγουμε καλά τα καπάκια και τα δύο. Κάτω χαμηλά στο άνοιγμα, εκεί στη λακκούβα, κατάλαβες, στο νερό, θέλουμε να αποφύγουμε γενικώς την επαφή μας με αυτό το νερό. Τι κάνουμε; Παίρνουμε λίγο χαρτί, δύο-τρία φύλλα, ίσα-ίσα, δε θέλει πολύ, και το αφήνουμε κάτω στο νερό να κάτσει να καλύψει την
επιφάνεια. Δε θα βουλιάξει τελείως θα σταθεί τόσο όσο να τελειώσεις τη δουλειά σου. Κάνεις ό,τι είναι να κάνεις και «αυτά» θα πέσουνε ουσιαστικά πάνω στο χαρτί και θα αποφύγεις αυτό το αναπήδημα του νερού, το γκλουπ αυτό, το φιλί του Ποσειδώνα, κατάλαβες.
9
Σωτήρης Τράντος, Λαζαρίνα, Οκτώβρης 2016
10
επαναπατρισμός Ηλίας Μπαρτζιώκας
Εγώ δεν εγεννήθηκα σε έναν τόπο μεγάλο και λαμπρόν να χω να γράψω για πολυσύχναστες κατάφωτες οδούς και λεωφόρους, βιτρίνες στολισμένες κι εμπορεύματα πολύτιμα. Μήτε για σπουδαίους ανθρώπους, δόξες τιμές και μεγαλεία. Ουδέ για έρωτες ανοίκειους κρυφά πάθη και εγκλήματα κι αγιάτρευτα γλεντοκόπια, για δοξασμένες συνοικίες και περιλάλητα ηλιοβασιλέματα στα προάστια, για τιμημένους ηγέτες, πλούσιους επισκέπτες και ταξιδευτές, αιματηρούς αγώνες, εξεγέρσεις κι επαναστάσεις κι ούτε για μετανάστες π’ αναζήτησαν καλύτερη ζωή στα χώματά του. Δεν εμεγάλωσα σε έναν τόπο π’ ανθούν τα γράμματα, οι τέχνες και οι επιστήμες, ούτε που άφθονα το χρήμα κι η χλιδή ρέουν κι όλα αυτά τα χνάρια τα φανερά, π’αναζητά και καταγράφει η ιστορία. Σ’ έναν τόπον μικρόν κι ασήμαντον – κατ’ άλλους – εγεννήθηκα, εν πλήρη ταπεινότητι, όπου σε ζώνει τ’ αυγουστιάτικο λιοπύρι του κάμπου κι ως έγραψαν σοφά οι ποιητές
«τον τόπο μου δεν δέχτηκε η θάλασσα να βρέχει». και σ’ αυτόν τον ξερότοπον, επέστρεψα εν πλήρη επιγνώσει να διαβώ το υπόλοιπον της ζωής μου. Ταλανιζόμενος ίσως, από αγάπη, παράφορα μονομερή κι αναπόδραστα στείρα αφού απ’ αυτόν τον τόπον ποτές μου σ’ ανταπόδοση, δεν εγύρεψα κάτι για μένα, παρεξόν από κείνη την αξεδιάλυτη εικόνα των παιδικών μου χρόνων, με τα μεστά γερμένα στάχυα στον κάμπο, κατ’ απ’ το καυτό μεσημβρινό λιοπύρι, που λαμπυρίζει και πάλλεται κι ασημώνει τη μνήμη μου και την ψυχή μου…
Παλαμάς Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012
11
Κάτσικο
Άγαλμα του Κάτσικο έξω από το Τμήμα Κτηνιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Καρδίτσα, 2009
12
Ο «Κάτσικο» δημοσιεύθηκε στη σελίδα ArniProductions στο facebook στις 27 Απριλίου 2020. Την επόμενη μέρα, δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο «ekklisiaonline.gr» με την υποσημείωση «μία αληθινή ιστορία».Ακολούθησανκι άλλες ιστοσελίδες...
Ο Κάτσικο, γνωστός και ως «Ο Άγριος Κάτσικο», ήταν τράγος που γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 1913 στο Σιαμπαλί Καρδίτσας. Ήταν ένα βροχερό χάραμα του Φλεβάρη. Ο ΠαπαΓιώργης σκώθκε νωρίς όπως συνήθιζε, προσευχήθκε, έφαγε την όλο αλμύρα τριψάνα του, έπιασε δημοσιά και κίνησε με το ποδάρι κατά το Μπανταλάρ και τον Ιερό Ναό της Αγίας Κυριακής όπου και Λειτουργούσε. Περπατούσε σχεδόν ένα λεπτό όταν άκουσε φωνές από το μαντρί του κυρΑνέστη. Σαν τίμιος και σωστός Χριστιανός πήγε να δει τι συμβαίνει. Ήταν η Κυριακή! Η αγαπημένη γίδα του κυρΑνέστη που δυσκολευόταν να γεννήσει... Ο ΠαπαΓιώργης δεν πανικοβάλλεται, μένει ψύχραιμος και με μαεστρικές κινήσεις (έπαιζε εξαιρετικό τσέλο) καταφέρνει να σώσει τον νεογέννητο τράγο, όχι όμως και τημητέρα του. Ο κυρΑνέστης απαρηγόρητος χαρίζει τον μικρό τράγο στον ΠαπαΓιώργη, καθώς του θύμιζε την γίδα του, που τόσο αγαπούσε. Μια αγάπη μόλις γεννήθηκε. Από εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα, ο Κάτσικο συνοδεύει τον ΠαπαΓιώργη, στην όχι και τόσο σύντομη διαδρομή, Σιαμπαλί-Μπανταλάρ-Σιαμπαλί. Ο ΠαπαΓιώργης έμπαινε στην εκκλησία. Ο Κάτσικο όμως ήταν αδύνατον να μπει. Έτσι έπαιρνε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Αφού έφτανε όμως, έπρεπε να κινήσει αμέσως πάλι για την εκκλησία (η Θεία Λειτουργία θα τελείωνε σε λίγο) για να συνοδέψει τον κύριό του. Αυτό γινόταν για δύο χρόνια καθημερινά. Ο ΠαπαΓιώργης δεν έδινε σημασία στους κακόβουλους που τον κατηγορούσαν για Αθεϊσμό, Ειδωλολατρεία ακόμα και Σατανισμό! λόγω της αγάπης του με τον Κάτσικο. 27 Απριλίου 1915 γυρνώντας από την εκκλησία, φανατικοί Χριστιανοί στήνουν ενέδρα και ο ΠαπαΓιώργης πέφτει νεκρός από λιθοβολισμό... Ο Κάτσικο όχι απλά καταφέρνει να ξεφύγει, αλλά σκοτώνει και δύο από τους δολοφόνους. Ο Κάτσικο, μετά τον χαμό του ΠαπαΓιώργη συνεχίζει ασταμάτητα την πορεία του Σιαμπαλί-Μπανταλάρ-Σιαμπαλί. Ο προσωπικός του, αυτός, Γολγοθάς κάνει τους ντόπιους Χριστιανούς να μετανοήσουν. Ήταν 27 Απρίλη 1920 όταν ο Κάτσικο μετά από ακριβώς 5 χρόνια συνεχόμενης πορείας Σιαμπαλί-Μπανταλάρ-Σιαμπαλί πέφτει προδομένος από την καρδιά του. Η τιμή του Κάτσικο αποκαταστάθηκε πλήρως μόλις στις 22 Οκτωβρίου 1981, από τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
13
Συνέντευξη με τον
Κωστή
Γιώργος Σβεντζούρης, Πετρίλο, Γενάρης 2021
“Ο Κωστής είναι απόφοιτος του τμήματος Κτηνιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την κτηνοτροφία και την επιστήμη της Κτηνιατρικής.”
- Πόσα χρόνια ασχολείσαι με τα πρόβατα;
Από μικρό παιδί, από τα έξι.
- Θυμάσαι την πρώτη φορά που ήρθες σε επαφή με πρόβατο;
Ήμουνα έξι χρονών, θυμάμαι, ήταν Σαββατοκύριακο, και επειδή μ’ άρεσε ο στάβλος κι αγαπούσα τον παππού, θα πηγαίναμε επίσκεψη να τον δω. Ήταν Σεπτέμβριος θυμάμαι, ο παππούς μου ‘δειχνε πώς αρμέγουν και δώσαμε με μπιμπερό γάλα σε ένα αρνάκι. - Ο παππούς είχε πάντα πρόβατα;
Ναι, από το 1960. Ήταν κρεοπώλης στο κύριο επάγγελμα. - Οι γονείς σου είχαν πρόβατα; Όχι. - Τώρα απ’ ότι κατάλαβα έχουν. Τι τους αρέσει σ΄αυτό;
Ναι, έχουν γύρω στα δέκα χρόνια. Είναι μια ευχάριστη ασχολία για τη μητέρα μου, γιατί της αρέσει η εξοχή και ξεφεύγει. Είναι συνταξιούχος και για να μην μιζεριάζει μέσα σ’ ένα σπίτι, περιμένει την ώρα να πάει στο μαντρί να τα δει και να τα ταΐσει.
- Όταν πήγαινες σχολείο πήγαινες
και στα πρόβατα; Σου άρεσε;
- Τι ράτσα;
- Ζούσες πάντα στην Καρδίτσα;
- Εκτρέφεται αυτή η φυλή σήμερα, στον θεσσαλικό κάμπο;
Πήγαινα τα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές Χριστούγεννα, Πάσχα και όλο το καλοκαίρι. Αλλά και τις καθημερινές περίμενα πώς και πώς το Σαββατοκύριακο για να ξαναπάω στον παππού και στα ζώα. Όχι. Σπούδασα στην Αθήνα από το 2006 μέχρι το 2011. Αφού πήγα στρατό το 2012 επέστρεψα πάλι στηνΑθήνα μέχρι το2014 όπου και έκανα διάφορες δουλειές. - Γιατί αποφάσισες να γυρίσεις στην επαρχία;
Γιατί προσφέρει ευκαιρίες όπως η ενασχόληση με τη γη και την κτηνοτροφία, κάτι το οποίο δεν το έχεις στα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα. Επίσης, ήθελα να σπουδάσω κάτι σχετικό με την κτηνοτροφία. Σκεφτόμουν τις κατατακτήριες εξετάσεις για την Κτηνιατρική όπου και αποφάσισα να διαβάσω, έδωσα και μπήκα. - Τώρα πόσα πρόβατα έχεις;
Έντεκα. Πέντε ζυγούρια, πέντε προβατίνες και ένα κριάρι.
14
Καραγκούνικα. Είναι μια τοπική φυλή του θεσσαλικού κάμπου. Είναι μεικτής παραγωγικής κατεύθυνσης (γάλα και κρέας). Είναι αρκετά ανθεκτική φυλή στις ασθένειες.
Μέχρι το 1990 το μεγαλύτερο ποσοστό των εκτροφέων διατηρούσαν αυτήν τη φυλή. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, με αποκορύφωμα τα τελευταία, έχουν αντικαταστήσει τις φυλές αυτές με λακόν, φρίζιαν, αβάς γιατί η κατεύθυνση στην ελληνική προβατοτροφία είναι κυρίως το πρόβειο γάλα για την παραγωγή της ελληνικής φέτας και οι φυλές αυτές παράγουν περισσότερο γάλα. - Ποια είναι η γνώμη σου για τις διασταυρώσεις;
Κοίταξε να δεις, το καλύτερο είναι να βελτιώνεις τις αυτόχθονες φυλές, να κάνεις μια γενετική βελτίωση. Οι απόγονοι να είναι ζώα πιο παραγωγικά με λιγότερες ασθένειες.
- Μπορούμε να μιλήσουμε για ευζωία προβάτων στις μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες;
Γενικά, όσοι ασχολούνται μ’ αυτό το επάγγελμα είναι άνθρωποι οι οποίοι αγαπάνε πάρα πολύ αυτό που κάνουν. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσαν και να το κάνουν. Επομένως, η μεγαλύτερη πλειοψηφία των ατόμων αυτών νοιάζονται για τα ζώα τους, και είναι πλήρως συνδεδεμένοι με αυτά. Άλλωστε, περνάνε πολλές ώρες τη μέρα, 365 μέρες τον χρόνο, όλη τους την ζωή, μαζί τους. Προσπαθούνε κάθε μέρα να γίνονται καλύτεροι και να προσέχουν τα ζώα τους,
από άποψη διατροφής, συνθηκών διαβίωσης και προληπτικής κτηνιατρικής. Έτσι, μειώνουνε τα αίτια που προκαλούν διάφορα νοσήματα, αλλά παράλληλα τα ίδια τα ζώα παράγουν περισσότερο.
διαχείρισης των ζώων τους.
Αν γίνονται οι καθημερινές εργασίες σε μια κτηνοτροφική μονάδα όπως πρέπει δεν είναι πιεστικό. Ίσα ίσα, για παράδειγμα, ένα ζώο το οποίο μέσα στον μαστό του έχει γάλα, άμα αυτό το γάλα δεν αρμεχτεί, το ζώο θα πάθει σίγουρα μαστίτιδα. Ένα νόσημα το οποίο είναι πάρα πολύ επώδυνο για το ζώο. Επίσης, το ζώο νιώθει ανακούφιση γιατί αδειάζει ο μαστός του. Αντίστοιχα, ένα ζώο που παράγει γάλα στην γαλακτική περίοδο, έχει την ανάγκη να διατρέφεται περισσότερο μ’ένα ολοκληρωμένο σιτηρέσιο, κάτι το οποίο δημιουργεί στο ζώο μια ευχάριστη διάθεση λόγω των γευστικών πρώτων υλών και της σύστασης του σιτηρεσίου. Έτσι καί ζει ωραία το ζώο (καλή διατροφή, σωστό άρμεγμα, πρόληψη για τα ενοχλητικά εξωπαράσιτα όπως μύγες, ψύλλοι κλπ.) και είναι και πιο αποδοτικό.
- Πόσες ώρες σου τρώει την ημέρα αυτή η δουλειά;
- Η συνεχής ζήτηση παραγωγής δεν είναι πιεστική για τα ζώα;
- Από την προσωπική σου εμπειρία, οι παλιοί κτηνοτρόφοι δείχνουν διάθεση για μετεκπαίδευση;
Σίγουρα είναι πολύ πιο δύσκολο από έναν νέο κτηνοτρόφο που ασχολείται για πρώτη φορά με το αντικείμενο, αλλά υπάρχει η τάση πλέον, και οι παλιοί κτηνοτρόφοι να δείχνουν διάθεση για να βελτιώσουν κάποια λάθη που ίσως κάνουν, ή ακόμα καλύτερα κάποιες παραλείψεις. Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι πλέον περνάνε περισσότερο χρόνο με τον κτηνίατρο και συζητάνε μαζί του για ζητήματα
15
- Πόσο δύσκολο είναι ένας νέος άνθρωπος να ασχοληθεί με τον τομέα;
Θα απαντήσω με ερώτηση. Πόσο πιο εύκολο είναι ένας νέος άνθρωπος να δουλεύει 9ωρο10ωρο για 500 ευρώ τον μήνα με την ανασφάλεια της απόλυσης;
Με μια σωστή οργάνωση δεν θέλει παραπάνω από 8-9 ώρες την ημέρα με εξαίρεση την περίοδο των τοκετών. Για μένα που δεν είναι η βασική μου δουλειά και έχω 10 ζώα δεν μου παίρνει πάνω από 30 λεπτά κατά μέσο όρο, όταν τελειώνουν οι γέννες. - Τι χρειάζεται κάποιος για να ξεκινήσει;
Σίγουρα ένα χωράφι χωρίς να είναι απαραίτητα μεγάλο, τον στάβλο και τα ζώα. Απ’ όσο ξέρω κατά καιρούς υπάρχουν επιδοτούμενα προγράμματα για νέους αγρότες και κτηνοτρόφους στα οποία αν εγκριθεί κάποιος θα λάβει ένα αρκετά καλό βοήθημα για να ξεκινήσει. Γιατί έτσι θα έχει τα χρήματα για να φτιάξει την σταβλική του εγκατάσταση αλλά και να αγοράσει κάποια ζώα. Σιγά σιγά, το επόμενο βήμα θα είναι το αρμεκτήριο που είναι απαιραίτητο. - Θα συνιστούσες σε ανθρώπους που έχουν ένα κομμάτι γης να έχουν έναν μικρό αριθμό ζώων;
Εννοείται θα το πρότεινα, διότι μέσα από αυτήν τη διαδικασία θα μπορεί κάποιος να έχει το κρέας, το τυρί, το γάλα και τα υπόλοιπα που χρειάζεται για το σπίτι του. Παράλληλα, πιστεύω προσωπικά, ότι ένα σημαντικό κομμάτι είναι και το ψυχολογικό που σου αφήνει η ενασχόληση με τα ζώα και τη φύση. Σε κάνει να ξεφεύγεις από τα καθημερινά προβλήματα, ενώ δεν απαιτεί και χρόνο η όλη διαδικασία.
lapruitta, Gypsophilia, 2020
16
Σκιά Μόρα Βαγγέλης Μπριάνας
στον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη
Ήτανε παιδούλα ακόμα όταν παντρεύτηκε. Η πρώτη γυναίκα του Μορφέα. Γάμος από έρωτα που έδειχνε να ευτυχεί. Ο Θεός της είχε δώσει την ικανότητα να μπορεί να μπαίνει κι αυτή μαζί του μέσα στα όνειρα των θνητών. Και είχε δει κάθε λογής φαντασίες των, σε σημείο που πολλές φορές σκιαζόταν από το θέαμα. Δεν την έπαιρνε όμως συνέχεια μαζί του, και η Μόρα, ή αλλιώς Μορμώ, έμενε να περνάει τη νύχτα μόνη της. Κι ο Μορφέας, ως Θεός, δεν ήταν κι ο πιο πιστός σύζυγος. Πολλές φορές έμπαινε στα όνειρα όμορφων νεαρών κοριτσιών και ερωτοτροπούσε μαζί τους. Οι κοπέλες, βέβαια, το βίωναν ως ονείρωξη, οπότε και δεν υποψιάζονταν τη δουλειά του Θεού. Η Μόρα, που άρχισε να υποψιάζεται το παιχνίδι του άντρα της, ένα βράδυ που η ζήλεια την άφησε άυπνη, ακολούθησε το Θεό του Ύπνου και τον είδε να μπαίνει στο όνειρο δύο μικρών κοριτσιών, τα οποία κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι εκείνο το βράδυ, και να ερωτοτροπεί μαζί τους. Η Μόρα εξοργίστηκε από τις αθέμιτες πράξεις του άπιστου συζύγου της. Όρμησε και βούλιαξε με δύναμη πάνω στα γυμνά κορμιά των κοριτσιών, με αποτέλεσμα εκείνα να ξυπνήσουν απότομα κι απρόσμενα, και με σχεδόν κομμένη την ανάσα. Τα δύο μικρά κορίτσια, πάνω στην τρομάρα τους, πρόλαβαν κι αντίκρισαν τη μαύρη φιγούρα της Μόρας, σκοτεινή και άσχημη, όπως τη μετέτρεψε η ζήλεια για τον άντρα της, και αφού βρήκαν την ανάσα τους, ούρλιαξαν σα σφαγμένο λύκι, μέχρι που η μάνα τους ήρθε μέσα στο δωμάτιο. Ο Μορφέας τράβηξε γρήγορα τη γυναίκα του απ’ το όνειρο, κι εξαφανίστηκαν στους ουρανούς. Στο τέλος ακολούθησε καβγάς, η Μόρα τον παράτησε, και μιας και ο Θεός δεν μπορούσε να της πάρει πίσω την ικανότητα να μπαίνει στα όνειρα των ανθρώπων, η ίδια ορκίστηκε ότι θα σπέρνει τον πανικό και θα τρομοκρατεί τον ύπνο των θνητών για την ασέβεια που της έδειξε.
17
18
Έχει λύκους
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης
Σωτήρης Τράντος, Βουτσικάκι, Γενάρης 2021
19
Πέρα από την Φυλακτή (πριν όμως απ’ το χιονοδρομικό καταφύγιο), βαθιά μες στις απόσκιες πλαγιές που είναι γεμάτες μ’ έλατα κι ερημωμένα αλώνια, υπάρχει ένας οικισμός ξεχασμένος απ’ το οδικό δίκτυο και τους σύγχρονους χάρτες. Σ’ αυτό το μικρό χωριό (του οποίου το όνομα και την ακριβή τοποθεσία δεν θα αναφέρω κατόπιν σχετικής παράκλησης των ελάχιστων πια κατοίκων) με οδήγησαν τα βήματά μου ένα βράδυ Φεβρουαρίου πριν κάποιους χειμώνες. Εκείνη την εποχή αναζητούσα θρύλους που να σχετίζονται με τους Βελκέρες, τους μυθικούς βοσκούς των κορυφογραμμών του Πηλίου. Στις αράδες ενός ερασιτεχνικά τυπωμένου λαογραφικού βιβλίου, είχα βρει μια αναφορά στο χωριό που αναζητούσα εκείνον τον Φλεβάρη. Η σύντομη παράγραφος με είχε γοητεύσει με υπόνοιες για ένα φασματικό κοπάδι που ακουγόταν κάποιες χειμερινές νύχτες στον οικισμό εκείνο. Είχα αφήσει ώρες πίσω μου την όψη της Φυλακτής. Καθώς περιπλανιόμουν όλο και βαθύτερα μέσα στο απάτητο δάσος είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με την ιδέα πως θα αναγκαζόμουν να χρησιμοποιήσω τον υπνόσακο που είχα κουβαλήσει• παράλληλα αναθεμάτιζα την μηδενική κάλυψη του κινητού τηλεφώνου και την απροθυμία των γνωστών μου να συμβάλλουν με την παρουσία τους σ’ αυτήν την αναζήτηση. Το στερέωμα είχε αρχίσει να καλύπτεται από γοργοκίνητα σύννεφα, ενώ τα βρύα αγκάλιαζαν από κάθε γωνιά τους κορμούς των κωνοφόρων – οποιοσδήποτε προσανατολισμός φαινόταν καταδικασμένος. Μου φάνηκε πως πέρα μακριά ο αέρας αλυχτούσε σαν λύκος. Ευτυχώς, λίγο πριν αποφασίσω να φτιάξω κάποιο πρόχειρο καταφύγιο για να περάσω τη νύχτα, με άγγιξε μια μυρωδιά ξυλόκαπνου ανάκατου με κρέας, και με οδήγησε αλάνθαστα στο ξέφωτο όπου φώλιαζε το μικρό χωριό. Μονάχα μία μεταλλική καμινάδα ήταν ζωντανή στον αραιοκατοικημένο οικισμό, στην κορυφή ενός διώροφου λιθόχτιστου σπιτιού. Ο αργόσυρτος, βαρύς καπνός που έβγαινε απ’ το μπουρί ενωνόταν με τα σύννεφα που όλο και χαμήλωναν επάνω στον τόπο. Οι δυο γέροντες που ζούσαν στο πέτρινο σπίτι (αδέρφια και μακρινοί συγγενείς του συγγραφέα του λαογραφικού βιβλίου που είχα συμβουλευτεί, όπως μου αποκάλυψαν αργότερα) με καλοδέχτηκαν στη θαλπωρή της εστίας τους και με φίλεψαν από το κρέας που με είχε βοηθήσει να προσανατολιστώ. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω το ζώο στο οποίο ανήκε η παράδοξα γλυκιά γεύση. Οι οικοδεσπότες μού αποκάλυψαν πως ήταν ντόπιο αρνί• η ιδιαίτερη γεύση οφειλόταν στον καπνό από τις κλάρες που είχαν μαζέψει στα γύρω ρουμάνια. Λίγη ώρα αφότου τελειώσαμε το γεύμα κι ενώ το σκούρο μοσχάτο κρασί φούντωνε την επίδραση της φλόγας στο κεφάλι μου, γύρισα τη συζήτηση στο βιβλίο που με είχε οδηγήσει στο χωριό και ρώτησα τους δυο γέροντες για τον θρύλο που είχα διαβάσει. Γεμίζοντας ξανά τα ποτήρια τους, διηγήθηκαν τα εξής:
20
«Πριν από πολλές γενιές, τουλάχιστον δυο-τρεις αιώνες πίσω, είχε έρθει ένας ξένος στο χωριό. Ήταν Φλεβάρης μήνας, και όπως ο δικός σου, έτσι κι εκείνου ο δρόμος κατέληξε στο χωριό λίγο αφότου είχε πέσει ο ήλιος. Οι πρόγονοί μας τον καλοδέχτηκαν και του ‘δωσαν φαΐ και κρεβάτι. Το επόμενο πρωί, όταν ο ξένος καθόταν στην πλατεία με μια παρέα χωριανών, πέρασε από εκεί ένας βοσκός με τα πρόβατά του. Ο ξένος σάστισε καθώς αντίκρισε τα ζώα να ξεπροβάλλουν μες στην ομίχλη. Βλέποντας τις γκρίζες τρίχες τους να στάζουν υγρασία, τα πέρασε για σύννεφα που είχανε κατέβει στη γη για να βοσκήσουν, και μαγεύτηκε. Βλέποντας την έκπληξή του και καταλαβαίνοντας πως δεν είχε ξαναδεί αρνιά (φαίνεται πως δεν υπήρχαν στον τόπο του), οι χωριανοί, που ήταν ανέκαθεν φημισμένοι καλαμπουρτζήδες, είπαν να τον πάρουν στο ψιλό και σκάρωσαν στα γρήγορα μια ιστορία: του είπαν, λοιπόν, πως κάθε χειμώνα, τις μέρες που τα σύννεφα είναι νωθρά και κατεβαίνουν μέχρι κάτω, οι νέοι του χωριού ανεβαίνουν στην κορφή για να τα κυνηγήσουν. Στήνουν καρτέρια με βίτσες και κρόταλα και όταν τα σύννεφα αγγίζουν το έδαφος πετάγονται και τα σαλαγάνε κάτω στην πλαγιά μέχρι το χωριό, εκεί που ο αέρας είναι βαρύς και δεν τα αφήνει να πετάξουν. Έτσι τα πιάνουν με ευκολία οι γηραιότεροι, και τα έχουν για μαλλί, για γάλα και για κρέας εκλεκτό. Ο ταξιδιώτης άκουγε μαγεμένος τους χωριανούς κοιτάζοντας παράλληλα με λαχτάρα την μεγάλη βουνοκορφή που υψώνονταν στον βορινό ορίζοντα.» Ο ένας από τους δυο γέρους αδερφούς έκανε ένα νεύμα προς το παράθυρο κάνοντας το βλέμμα μου να κυλίσει ασυναίσθητα. «Το επόμενο πρωί ξημέρωσε παλιόκαιρος, γεμάτος χιόνι, με σύννεφα που κατέβαιναν σχεδόν ως το καμπαναριό – οι πλαγιές ήταν χαμένες μες στους αχνούς που βούιζαν ανακατεύοντας τον χιονιά. Ο κόσμος στρώθηκε να φέρει ξύλα μέσα, να ταΐσει τα ζωντανά, να γεμίσει κουβάδες με νερό – δουλειές που επείγουν όταν πέφτει αγριεμένο χιόνι. Απορροφημένοι καθώς ήταν, έφτασε μεσημέρι μέχρι να καταλάβουν πως ο ξένος έλειπε – πρέπει να είχε φύγει το ξημέρωμα, πριν ξυπνήσει η οικογένεια που τον φιλοξενούσε. Προσπάθησαν να τον αναζητήσουν αλλά ελάχιστα μπορούσαν να κάνουν μες στο χιονιά που όσο πέρναγε η ώρα πύκνωνε. Όταν κάποιος θυμήθηκε το βλέμμα που είχε ρίξει ο ξένος στη βουνοκορφή, πολλοί πίστεψαν πως είχε πάρει τα λόγια τους κατά γράμμα και είχε ξαμοληθεί μές στην ομίχλη να κυνηγήσει σύννεφα. Ενοχή και πίκρα έζωσε τότε τους ανθρώπους του χωριού, όπως η μέγγενη των νεφών είχε τυλίξει τα σπίτια. Ο ξένος δεν φάνηκε στο χωριό τις επόμενες ημέρες κι εβδομάδες, και μάταιες αποδείχτηκαν οι έρευνες των ντόπιων. Όταν ο καιρός έφτιαξε και τα χιόνια πήραν
21
Σωτήρης Τράντος, Λίμνη Στεφανιάδα, Μάης 2017
22
να γίνονται ρυάκια που νοσταλγούν για τη θάλασσα, το χωριό πήρε απόφαση πως ο ταξιδιώτης είχε πεθάνει. Για να μην τους στοιχειώσει ο αδικοχαμένος, ο παπάς του χωριού ανέβηκε ως την κορφή να ψάλλει προσευχές, ν’ ανάψει κεριά και να λιβανίσει. Μετά απ’ αυτόν όμως ανέβηκαν και τρεις ντόπιες γυναίκες, η καθεμιά με ένα πρόβατο – τα ζώα αυτά τα δέσαν εκεί πάνω για να ‘χει να βόσκει η ψυχή του ξένου. Έχοντας όμως και πρακτικό μυαλό οι γυναίκες αυτές, κρεμάσαν από ένα κουδούνι σε κάθε αρνί, έτσι ώστε ν’ ακούνε έγκαιρα αν τύχει κι έρθει ο ξένος. Πράγματι τον επόμενο χειμώνα, μια μέρα που τα σύννεφα κατέβηκαν ν’ αγκαλιάσουν το χωριό, οι χωριανοί ακούσαν κουδουνίσματα να χαλάνε την βουνοπλαγιά. Κλείστηκαν στα σπίτια απ’ όπου κι άκουγαν τον ξένο να σαλαγάει ένα κοπάδι καλά κρυμμένο μέσα στην ομίχλη. Όταν ο τόπος καθάρισε κι ο κουρνιαχτός τράβηξε πέρα στη δύση, βρήκαν δυο αρνάκια με τρίχωμα στο γκρίζο των χειμωνιάτικων νεφών. Αυτά τα στόλισαν με πορφυρές κορδέλες και καταπράσινα κεντήματα, ενώ με το γάλα τους κοινώνησαν τους ετοιμοθάνατους. Το κρέας όμως δεν το άγγιξαν.» Η αφήγηση σταμάτησε απότομα καθώς ακούστηκε μεγάλος θόρυβος απ’ έξω: βελάσματα και οξείς ήχοι από μεταλλικά κουδούνια, μπλεγμένοι με στρυφνά σφυρίγματα και τις προτροπές μιας βαθιάς φωνής που θύμιζε αντίλαλο από μακρινό αστροπελέκι. Παραμέρισα το κεντημένο κουρτινάκι που κάλυπτε το πλησιέστερο παράθυρο και κοίταξα μέσ’ απ’ το τζάμι που ήταν χωμένο βαθιά στον χοντρό τοίχο. Τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού ελάχιστα διακρίνονταν μέσα στην ομίχλη – τα σύννεφα είχαν στρογγυλοκάτσει επάνω στην πλαγιά, πτυχές απ’ τον μανδύα του γερο-Χειμώνα που όλο και απλωνόταν καθώς τίναζε το χιόνι από πάνω του. Είχα την εντύπωση πως ο αχός ερχόταν από πάνω απ’ τις σκεπές, από ψηλά, απ’ το νυχτερινό στερέωμα. Ίσως έφταιγε η διαρρύθμιση του χώρου – άλλωστε ο ήχος ερχόταν από την καμινάδα, τη μόνη ανοιχτή δίοδο μεταξύ του εσωτερικού του σπιτιού και τον έξω κόσμο. Κοίταξα με απορία τους γέροντες. «Ο Τάσος είναι, ο τρίτος αδερφός,» είπε ο ένας μασουλώντας ένα ξεχασμένο κόκαλο. «Πάντα τ’ αργεί τα πρόβατα, ξεχνιέται στις κορφές.» Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στην αυλή. Το κρύο με περόνιασε, το χιόνι είχε ήδη στρωθεί τριάντα πόντους. Αναζήτησα μες στον κοκκώδη άνεμο κάποιο ίχνος του ουράνιου κοπαδιού. Τα κουδουνίσματα είχαν μετακινηθεί προς τα βόρεια, προς την αθέατη όψη της βουνοκορφής. Χώθηκα βαθύτερα μες στην ομίχλη που έπλαθε σχήματα γεμάτα στροβίλους, σαν τουλούπες από γκρίζο μαλλί. Κάπου ψηλά, απ’ τη μεριά της βουνοκορφής, ακούστηκε ένα διαπεραστικό σφύριγμα που με γοήτευσε κι έκανα να το ακολουθήσω. Τα χέρια ενός γέροντα με σταμάτησαν – δεν αναγνώρισα τα μούτρα του, πρέπει να ήταν ο Τάσος, ο τρίτος αδερφός. «Έχει λύκους, θα σε φάνε» είπε, καθώς με οδήγησε στη ζεστασιά του σπιτιού.
23
lapruitta, Cotton, 2019
πέντε ποιήματα για την (αγαπημένη μας) πράσινη ανάπτυξη *
Χρήστος Διαμαντής
*τα ποιήματα δημοσιεύθηκαν πρώτη φορά στον ιστότοπο του περιοδικού «θράκα» (thraca.gr), στις 9/11/2020.
24
πράσινη ανάπτυξη κάποια στιγμή σκέφτηκε έχω γράψει πολλά τραγούδια και ο κόσμος τα βρίσκει ωραία και ένα-δυο (δεν μπορεί) θα μείνουν στην καρδιά του απλού ανθρώπου και θα τραγουδιούνται για πάντα ειδικά αυτό το πουλί θα γίνω και θα ΄ρθώ πάλι κοντά σε σένα εε τι στο καλό, αυτό θα έμενε και ύστερα το άκουσε από το βάθος μια ανεμογεννήτρια γελούσε (δυνατά)
25
πράσινη ανάπτυξη 2
στη γνωστή συνάντηση στη Ρωσία Μαρινέτι (και) Μαγιακόφκσι άρχισαν τα γνωστά περί φουτουρισμού και δως του (τα) ζήτω οι μηχανές/κάτω η ομορφιά μπροστά μόνο οι ανεμογεννήτριες ο ένας φόρτσα τα ηλιακά πάνελ (ο άλλος) έτοιμοι για όλα (ακόμα και για μπουνιές) τους καλέσαμε (λοιπόν) την επόμενη χρονιά στο Πανθεσσαλικό για μια γκράντε αναμέτρηση (σε ουδέτερο έδαφος) αλλά τι τα θες μόλις είδαν την πράσινη ανάπτυξη (σε κάμπους και βουνά) έβαλαν και οι δυο στα κρυφά τα κλάματα
26
lapruitta, Wheat, 2020
πράσινη ανάπτυξη 3 πράσινη ανάπτυξη (λοιπόν) πριν έρθεις η φράση πυκνό ελατόδασος δεν υπήρχε στην καθημερινότητα (μας) το δάσος με τα έλατα ήταν από/και για πάντα πυκνό πριν έρθεις εσύ η μάχη γινόταν για το ποια βρύση είχε το πιο κρύο νερό στερεμένες/μολυσμένες όλες τώρα πριν μας μάθεις για την διαπλάτυνση του δρόμου ξέραμε μόνο το καθάρισμα μονοπατιού το μπάνιο στις γούρνες απόδειξη αντοχής το μάζεμα χαμοκέρασων το χάζεμα πτηνών και κανενός ταλαίπωρου που βγήκε για λίρες και βέβαια πως να γίνει και όλη αυτή η σκέψη ποίημα (και) αίσθηση απλή και βιωμένη εδώ χρειάζονται φράσεις έντονες ουζούρα νον πιερ ντελά φραντσέσκα κλπ αλλά ποιος να μιλήσει έτσι (σήμερα) και κυρίως, ποιος να διαβάσει
27
ξεκαθάρισμα
ξεκαθάρισμα 2
και βέβαια, να το ξέρεις
και βέβαια, το ξέρω και εγώ
ψουψουδένιο αγοράκι (μου)
ότι (έπρεπε)
σε ακούω ήδη
μετά το και ποιος να μιλήσει
δύο φορές η ίδια λέξη/γνωστός δεν ταιριάζει
να βάλω το και ποιος να ακούσει
(λες και δεν σ΄ το έχω πει)
το ζεύγος μιλήσει/ακούσει είναι προτιμότερο
να σταματήσεις να μετράς λέξεις μέσα στα ποιήματα
αλλά δεν χρειάζεται
και να αρχίσεις να μετράς επαναλαμβανόμες
μεταπτυχιακό/διδακτορικό στην ακουστική ή/και στο σάουντ πολούσιον
ξανά και ξανά
για να καταλάβεις
φράσεις ή/και στοιχεία
ότι το ρήμα ακούω δεν μπαίνει κάτω από μια ανεμογεννήτρια
σε κάθε μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων αλλά ξέχασα δεν ασχολούμαστε με τέτοια εμείς είμαστε (μόνο) της τέχνης
Σημειώσεις του ποιητή 1. “πουλί θα γίνω...εσενά” στίχος από το τραγούδι του Σταύρου Κουγιουμτζή “Μη μου θυμώνεις μάτια μου”. 2. Τα ποιήματα αυτά αποτελούν μέρος της (υπό διομόρφωση) ποιητικής συλλογής “Απλότητα”.
28
lapruitta, Cereal, 2019
29
lapruitta, Riverstones, 2021
Καλοκαιρινά «κτίσματα» και Ποιμενική ζωή 30
Όσο μεγαλώνω προσπαθώ να ανασύρω μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια. Μνήμες που γίνονται το καταφύγιό μου σε δύσκολες στιγμές που μας επιβάλλει η καθημερινότητα. Η καθημερινότητα, που σιγά σιγά παίρνει την αγνότητα και την ανεμελιά και τις κάνει μακρινές αναμνήσεις. Ίσως αυτός ο εσωτερικός πόλεμος με οδήγησε να ασχοληθώ λαογραφικά με τον τόπο που πέρασα αρκετά χρόνια από την ζωή μου σαν παιδί. Ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Δίπλα στον παππού και στην γιαγιά. Στον ορεινό όγκο της Καρδίτσας και πιο συγκεκριμένα στο χωρίο Πετρίλο. Στον μαχαλά Κρανιά ή Χάρις (μεταγενέστερη ονομασία). Πλέον το χωριό είναι αποκλειστικά καλοκαιρινό θέρετρο. Τον χειμώνα δεν συναντάς πάνω από 10 με 12 κατοίκους. Και όταν εννοούμε χειμώνα, στον ορεινό όγκο, μία είναι η ημερομηνία που ο κόσμος αρχίζει και κατεβαίνει υψομετρικά σε πιο ήπιες κλιματικά συνθήκες. Ημερομηνία ορόσημο λοιπόν, είναι του Αγίου Δημητρίου, στις 26 Οκτωβρίου. Αυτή η ημερομηνία έχει αποτυπωθεί στο dna των ορεινών. Ήταν οι μέρες που ξεκινούσαν τον «κατήφορο» για τα χειμαδιά. Ακόμα και σήμερα που οι κτηνοτροφικές οικογένειες εκλείπουν και έχει υπάρξει, κατά μία έννοια, αναγκαστική αστικοποίηση των κατοίκων, βλέπεις το χωριό μέσα Οκτωβρίου, σιγά σιγά να ερημώνει. Από την απελευθέρωση (έτος απογραφής χωριών 1889) και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 η κτηνοτροφική ζωή άνθισε και έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο στον ορεινό όγκο της Θεσσαλίας. Τόσο σαν οικονομικός παράγοντας όσο και σαν τρόπος ζωής επηρεάζοντας τα ήθη, τα έθιμα, τον υλικό πολιτισμό και γενικά τη ζωή των κατοίκων. Του Άη Γιώργη (που είναι κινητή γιορτή, ανάλογα την ημερομηνία που πέφτει το Πάσχα) στα διάσελα, στο ομαλό μέρος που ενώνει δύο κορυφές βουνών, αρχίζουν να φαίνονται τα πρώτα κοπάδια. Εκεί άρχιζαν να ξαναστήνονται τα πρώτα καλύβια των τσομπαναραίων. Τα κονάκια (σπίτι-κατοικία, τούρκικης προελεύσεως από την λέξη konak) και οι στρούγκες που έχτιζαν οι τσομπάνηδες δεν ήταν απλά κατασκευάσματα αλλά δημιουργίες σε πλήρη αρμονία με το φυσικό τοπίο, το οποίο λειτουργεί σαν συνεργάτης και συνδημιουργός. Τα κτίσματα αυτά πήραν θέση στη λαϊκή αρχιτεκτονική. Μια αρχιτεκτονική που διαμορφώθηκε από τους ανθρώπους που έτυχε να γεννηθούν ή να κατοικήσουν εκεί, που συσχετίστηκαν με τον τόπο, που ίσως συνδέθηκαν με μνήμες και αγαπημένα πρόσωπα. Αυτό βέβαια εξαρτιόταν όχι μόνο από το μεράκι και τον αυθορμητισμό του εκάστοτε «κτίστη» αλλά και από τη χρηστικότητα του κάθε κτίσματος. Αναφέρω τη χρηστικότητα διότι ήταν το Α και το Ω για τη δημιουργία του συμπλέγματος καλύβι/μαντρί/στρούγκα και ίσως κάποιου άλλου τρίτου οικοδομήματος που χρησιμοποιούνταν για αποθηκευτικό χώρο και «χώρο επεξεργασίας» του βασικού προϊόντος που παρήγαγαν, το γάλα. Το καλύβι ήταν ενιαίος χώρος ο οποίος ήταν κατασκευασμένος συνήθως με πολύ απλά υλικά και το πάτωμά του ήταν το έδαφος το οποίο είχε υποστεί κάποιες παρεμβολές ώστε να είναι όσο πιο ίσιο γίνεται.
31
Στα ορεινά της Αργιθέας συναντάμε, ως επί το πλείστον, 3 κατηγορίες καλυβιών: • Τα Πετρόχτιστα • Τα Ξύλινα • Τα Μεικτά Τα πετρόχτιστα είναι η πιο σπάνια κατηγορία που συναντάμε στον τόπο αυτό και σε αυτό υπάρχει αιτιολογία. Είναι βαριά κατασκευή και δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί χωρίς άλλα υλικά όπως είναι το τσιμέντο ή το χώμα. Βέβαια υπάρχουν ακόμα τέτοιες καλύβες που έχουν αντέξει στην πάροδο του χρόνου και είναι πραγματικά άξιες αναφοράς για την τεχνική που έχει χρησιμοποιηθεί. Από μια τέτοια καλύβα έτυχε να περάσω μια καλοκαιρινή νύχτα του Αυγούστου. Ήταν η καλύβα του Λάκια Τζιαχρή στην Γκαβέλ. Τα ξύλινα είναι τα πιο συνήθη κατασκευάσματα. Το ξύλο είναι ένα υλικό που το χάριζε απλόχερα η φύση οπότε ήταν φυσικό και επόμενο να είναι η συνηθέστερη επιλογή. Τα ξύλινα καλύβια κατασκευάζονταν με πέλες. Πέλες ήταν ξύλινα σανίδια από έλατο κατά βάση, ή από κέδρο, τα οποία τα πελεκούσαν και τα τοποθετούσαν τόσο για τοίχους όσο και για στέγες. Ο Πετρόχτιστη καλύβα Λάκια Τζιαχρή
σχέδιο 1
σκελετός του κτίσματος ήταν και αυτός ξύλινος. Έμπηγαν φούρκες ξύλινες (είδος υποστηρικτικού πασσάλου που καταλήγει σε διχάλα) και εκεί πάνω τοποθετούσαν τις τέμπλες και τις πέλες. Τα μεικτά είναι ο τρίτος και τελευταίος τύπος καλυβιού που συναντούμε, που είναι ένα συνονθύλευμα πέτρας, ξύλου και τσίγκου. Ως βάση της καλύβας, τα θεμέλιά της δηλαδή, ήταν η πέτρα, μετά σειρά είχαν οι πέλες που έπαιρναν τον ρόλο του τοίχου και τέλος ο τσίγκος που κατασκευαζόταν η σκεπή. Αυτόν τον τύπο καλύβας τον συναντάμε στη δεκαετία του ‘70 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Σε οποιοδήποτε τύπο καλύβας η αρχιτεκτονική του χώρου και η διαρρύθμισή του είναι σχεδόν η ίδια, μιας και οι ανάγκες καθόριζαν τη διαρρύθμιση
32
αυτή. Μέσα στα καλύβια υπήρχε η «γωνιά» ένα μέρος που έκαιγε η φωτιά την οποία τη χρησιμοποιούσαν και ως θερμαντικό μέσο αλλά και ως εστία μαγειρέματος. Λίγο πιο πέρα υπήρχαν τάβλες, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν στυλωμένες με πασσάλους και ήταν ανυψωμένες από το έδαφος. Ήταν το κρεβάτι του ύπνου. Πάνω σε αυτές τοποθετούσαν κλαδιά από έλατο και πάνω από αυτά κουρελούδες, βελέντζες και γενικά οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να κρατήσει θερμότητα και να είναι αρκετά μαλακό δημιουργώντας ένα στρώμα κρεβατιού. Πέρα από τις καλύβες το δεύτερο σημαντικό «οικοδόμημα» ήταν το μαντρί και η στρούγκα. Η τοποθεσία του μαντριού εξεταζόταν αρκετά και πάντα επιλεγόταν ένα μέρος το οποίο ήταν απάνεμο, στεγνό και προσήλιο. Το σχήμα το μαντριού ήταν πολυγωνικό ή στρόγγυλο και φτιαχνόταν από πασσάλους μπηγμένους στο έδαφος και κλαδιά δέντρων που πλέκονταν πάνω σε αυτούς. Αργότερα, τη θέση των κλαδιών πήρε η συρμάτινη σίτα. Εκεί τα πρόβατα κλεινόντουσαν τα βράδια για να προστατευτούν από φυσικούς κινδύνους και για να μπορούν οι τσομπάνηδες να ελέγξουν την κατάστασή τους. Μέσα στον χώρο υπήρχαν οι ποτίστρες και οι ταΐστρες. Η κατασκευή αυτή θεωρείται σχετικά πρόχειρη γιατί τα κοπάδια ξεχείμαζαν
σχέδιο 2
σε πεδινές τοποθεσίες, οπότε οι κατασκευές εκεί ήταν πιο στιβαρές και πιο μόνιμες. Η στρούγκα ήταν και αυτός ένας περιφραγμένος χώρος συνήθως από κλάρες και αργότερα από συρμάτινες σίτες και συνήθως σε σχήμα κύκλου. Υπάρχει μια είσοδος που είναι μεγαλύτερη σε πλάτος (από εκεί μπαίνουν τα ζώα) και μια έξοδος, όπου εκεί οι τσομπάνηδες τοποθετούσαν δυο λιθάρια, σαν καθίσματα, και καθώς περνούσαν τα ζώα τα άρπαζαν και τα άρμεγαν. Το άρμεγμα στην στρούγκα ήταν η πιο δύσκολη και επίπονη δουλειά, αλλά ουσιαστικά ήταν και η πιο κερδοφόρα γιατί από αυτό ζούσε όλη η οικογένεια. Όπως προανέφερα η ημερομηνία που σηματοδοτούσε το «κατέβασμα»
33
για τα χειμαδιά ήταν του Αγίου Δημητρίου. Δύσκολη η διαδικασία της προετοιμασίας για τον «κατήφορο». Εκτός από το να συγκεντρώσεις τα ζώα έπρεπε να μαζέψεις και ολόκληρο το οικοκυριό. Να ασφαλίσεις το σπίτι με αυτοσχέδιες αμπάρες (σιδερένιες ή ξύλινες κατά κύριο λόγο βέργες που τις τοποθετούσαν πίσω από τα παράθυρα και τις πόρτες). Και κάπως έτσι ξεκινάει το ταξίδι. Ταξίδι σχέδιο 3 μακρινό σε κακοτράχαλα μονοπάτια μεν, αλλά σε γνώριμα δε. Ταξίδι που θα κρατήσει μέρες. Στρούγκα Τρεις, τέσσερις ανάλογα με τον προορισμό. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού έπρεπε να βρεις το μέρος που κάθε βράδυ θα καταλύσεις εσύ αλλά και το πιο σημαντικό, τα ζώα. Να μπορέσεις να τα μαντρώσεις για να τα προφυλάξεις από τα άγρια ζώα. Σημαντικό ρόλο στην διαβίωση παίζει η φωτιά που πρέπει να καίει όλο το βράδυ. Πέρα από τη συνοδειά ήταν και θέμα επιβίωσης. Σου χάριζε τη σχέδιο 4 ζεστασιά της και σε προστάτευε και εσένα τον ίδιο από τα άγρια ζώα. Το φαγητό ήταν λιτό. Συνήθως ψωμί που μετέφεραν στον ντρουβά και γάλα που το άρμεγαν επί τόπου, το έβραζαν και το κατανάλωναν. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αν βρισκόντουσαν και με άλλους βοσκούς, μιας και οι στράτες γέμιζαν με ζώα και τσομπαναραίους, τότε «πετούσαν» κρέας στη θράκα. Έτσι περνούσε το βράδυ τους. Το πρωί ξύπνημα πριν χαράξει καλά καλά. Φόρτωμα των αντικειμένων στα γαϊδούρια, μάζεμα των ζώων, γρήγορο μέτρημα για να δουν μήπως έχει αποκοπεί κανένα. Το ταξίδι αυτό δεν πραγματοποιούνταν ποτέ από ένα άτομο, για ευνόητους λόγους. Χρήστος Σβεντζούρης
Για περισσότερες και εκτενέστερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στα βιβλία: • Αρχέτυπα, Γιώργος Τριανταφύλλου, Κ ΑΔΑΜ εκδοτική, Αθήνα, 2010 • Λαογραφικά Αργιθέας Θεσσαλικών Αγράφων, Σούλα Τόσκα-Κάμπα, Αθήνα, 1981 • «Το Πετροχώρι Αργιθέας», Μνήμες & Ρίζες του Χωριού μας, Ηλίας Β. Χολέβας, Πολιτιστικός Σύλλογος Πετροχωρίου Αργιθέας «ΤΟ ΣΠΥΡΕΛΟ», Βόλος, 2014
34
Τράντος Σωτήρης, Λίμνη Πλαστήρα, Σεπτέμβρης 2020
35
Το Πάσχα που (δεν) έζησα
Θεοφάνης Σερέτης
36
Tο Πάσχα του 2018, το πέρασα στο χωριό του επί πολλά χρόνια κολλητού μου, Α. Ήταν ένα μικρό ορεινό χωριό. Η πλησιέστερη πόλη βρισκόταν δύο ώρες μακρυά. Θα μέναμε στη Θεία του, μαζί με τη Γιαγιά, τη Μητέρα του και τον Θείο Μάκη. Μεγάλη Πέμπτη κατά τις 10 το πρωί ξεκινήσαμε από την Αθήνα. Το αμάξι «τύπου κούρσα» το οδηγούσα εγώ και ο Α. συνοδηγός, με καθοδηγούσε και επέλεγε τις ροκιές για το δρόμο.
Μετά από οκτώ ώρες κουραστικό ταξίδι φτάσαμε στο χωριό. Παρκάροντας έξω από το σπίτι παρατήρησα έναν τύπο στην αυλή. Φορούσε ένα ροζ σορτσάκι-μαγιώ, μπλε διαφημιστικό καπέλο από βενζινάδικο, παντόφλες και στην αγκαλιά του είχε μια κλίτσα. Ήταν μισοκοιμισμένος στην καρέκλα. Ανοίγοντας τα μάτια και βλέποντας άγνωστο αυτοκίνητο σηκώνεται έντρομος και άρχιζει να φωνάζει «Ιεχωβάς, Ιεχωβάς, Ιεχωβάς...». Ο Α. βγαί-
Θεοφάνης Σερέτης, Αργιθέα, Αύγουστος 2020
37
νει από το αμάξι και φωνάζει «Ω Θείο Μάκη, εμείς είμαστε». Έτρεξε τότε προς το μέρος μου, με πήρε μια σφιχτή αγκαλιά και με φίλησε «Χαίρω πολύ, Σεραφείμ» μου είπε. Αυτό ήταν το βαφτιστικό του, το Μάκης το απέκτησε μετά. Έτσι γνωρίστηκα με τον Θείο Μάκη. Καθίσαμε όλοι μαζί στο τραπεζάκι στην αυλή. Η Μητέρα του Α., μια συμπαθητική κυρία με το ταγεράκι της, μας περίμενε από το πρωί με αγωνία. Η Γιαγιά, σχεδόν αιωνόβια, το πολύ 1.40, με τα κατάμαυρά της ρούχα και τη μαντήλα, καθόταν λιγομίλητη στην καρέκλα ατενίζοντας αγέρωχη τα όμορφα βουνά και τον πεντακάθαρο ουρανό. Δεν αντέδρασε στον ερχομό μας. Η Θεία πηγαινοερχόταν μέσα-έξω στήνοντας το μεσημεριανό τραπέζι. Σαλάτα, ελιές, βλήτα, ζυμωτό ψωμί, γεμιστά, πλαστός, κολοκυθοκορφάδες. Δροσερά φαγητά, ζεστές ψυχές, φωτιά το τσίπρο. Αφού φάγαμε, πήγαμε στα δωμάτιά μας για τον μεσημεριανό μας ύπνο. Ο Θείος Μάκης ξάπλωσε στο ράντζο έξω στην αυλή. Το βραδάκι τη βγάλαμε, επίσης, στην αυλή με μπύρες και ιστορίες από τον Θείο Μάκη για τις νεράιδες του χωριού. Αξέχαστο βράδυ. Μεγάλη Παρασκευή. Σηκωθήκαμε νωρίς και πήγαμε στην εκκλησία για τον Επιτάφιο. Σύμφωνα με το έθιμο του χωριού, άπαντες έπρεπε να περάσουν τρεις φορές σταυρωτά κάτω από τον Επιτάφιο από όλες τις πλευρές. Ο Επιτάφιος, από τους πιο όμορφους που έχω δει, στολισμένος με λουλούδια από τους τυροτενεκέδες-γλάστρες των αυλών του χωριού. Η δυσκολία να βάλουμε τη γιαγιά στο αμάξι δεν ήταν τίποτα μπροστά στη δυσκολία που αντιμετωπίσαμε, να την περάσουμε κάτω από τον Επιτάφιο τόσες φορές. Το καταφέραμε κ αυτό... Πίσω στο σπίτι για φαγητό. Σαλάτα, ελιές, βλήτα, ζυμωτό ψωμί, γεμιστά, πλαστός, κολοκυθοκορφάδες. Το βραδάκι ξαναπήγαμε εκκλησία για την περιφορά του Επιταφίου και ύστερα, κρασί στην αυλή με τον Θείο Μάκη να μας λέει ακόμα καλύτερες ιστορίες, σχετικά με τους συγχωριανούς. Τι όμορφα περνούσαμε! Ας μην ξημέρωνε ποτέ! Η ησυχία του χωριού, η αλλαγή περιβάλλοντος, η ηρεμία των ανθρώπων,η εξαγνισμένη ψυχή τους, η νηστεία, η φυγή από τη ζούγκλα της Αθήνας... Μεγάλο Σάββατο. Η μέρα που θα σφάζαμε το αρνί με τον Θείο Μάκη. Οι υπόλοιποι έπρεπε να πάνε στην εκκλησία. Πρώτη φορά θα έπαιρνα μέρος σε σφαγή. Το μαχαίρι σηκώνεται και αστράφτει στον ήλιο. Ένα τελευταίο βέλαγμα... Το αρνί νεκρό... Από την εγκοπή στο πόδι, ο Θείος Μάκης αρχίζει να το φουσκώνει με το στόμα. Έχει γίνει κατακόκκινος. Σαν παντζάρι, πλέον, είναι εξουθενωμένος και ζαλισμένος. Τα πνευμόνια, του επί χρόνια καπνιστή, δεν αντέχουν άλλο. Ξαπλώνει στα χορτάρια κατάκοπος και συνεχίζω εγώ...
38
Ο Θείος Μάκης ξετομαριάζει το αρνί και βγάζει τα εντόσθια. Μου τα εναποθέτει στην αγκαλιά μου. Είναι ζεστά, υγρά και καταπράσινα. Τα αδειάζω, τα πλένω και τα βάζω στην πλαστική σακούλα, που είχαμε γι αυτόν τον λόγο. Όταν ο Θείος Μάκης τελείωσε έφυγε για να πλυθεί. Έτσι έμεινα μόνος μου με το αρνί να κρέμεται απ’ το τσιγκέλι και σαν άλλος μποξέρ έδιωχνα τις μύγες από πάνω του. «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος...». Τα βαρελότα και οι καραμπίνες παίρνουν μπρος. Έξαψη...«Χρόνια πολλά», φιλιά, ευχές, όλο το χωριό ένα σώμα, μια ψυχή. Ώρα 00:07, Θείος Μάκης: «Άντε και του χρόνου, θα πάει η μαγειρίτσα νίλα». Μπαίνουμε στην κούρσα και γυρνάμε σπίτι. Η μαγειρίτσα αμβροσία. 00:22 είχαμε φάει και, πλέον, είμαστε αραχτοί στην αυλή. Ακούγαμε τις τρομερές ιστορίες του Θείου Μάκη, από το καλοκαίρι που δούλευε στο beachbar στη Σκόπελο. Την παρέα πλαισίωνε ένα μπουκάλι Haig που είχε κρυμμένο, από τη Θεία, ο Θείος Μάκης. Κυριακή του Πάσχα. Με ξύπνησαν οι μυρωδιές. Ο Θείος Μάκης, από πολύ πρωί, έβαλε φωτιά και γυρνούσε το αρνί παραδοσιακά με το χέρι. Το χέρι του είχε πρηστεί. Μόλις με αντίκρισε ζήτησε βοήθεια
Θεοφάνης Σερέτης, Πεπόνια ταξιδεύουν προς Αργιθέα, Μάιος 2017
39
και έφυγε τρέχοντας. Την επόμενη ώρα το αρνί γυρνούσε από το χέρι μου κάτω από τον καυτό ήλιο, με μόνη μου συντροφιά, λίγο ντόπιο τσίπρο. Λίγο πριν βγάλουμε το αρνί, έγινε το μοιραίο τηλεφώνημα. Ήταν ο Κουμπάρος. Μας ζητούσε να πάμε σπίτι του να φάμε όλοι μαζί. Παίρνουμε, λοιπόν, την κούρσα, βάζουμε τη γιαγιά συνοδηγό, πίσω της η Θεία, ο Θείος Μάκης, η Μητέρα και πίσω μου ο Α. Οδηγούσα μόνο με το δεξί για 10 λεπτά. Έξω από το αυτοκίνητο, το αριστερό μου χέρι κρατούσε το μπροστινό μέρος της σούβλας και ο Α. κρατούσε το πίσω μέρος της. Έτσι φτάσαμε μέχρι το σπίτι του Κουμπάρου. Αρχίσαμε να ακούμε τα κλαρίνα από πολύ μακρυά. Αφού φτάσαμε και ξεσκονίσαμε το αρνί από τη σκόνη του χωματόδρομου, γνωρίστηκα με τον Κουμπάρο και τους υπόλοιπους, πέρασα μέσα από την έξυπνη σίτα και μπήκα στην κουζίνα να πλύνω τα χέρια μου. Εκεί την είδα και εκεί τη γνώρισα τη Γλυκερία, την ανιψιά του Κουμπάρου. Έκοβε ντομάτες και μου πρότεινε την ποδιά της, για να σκουπιστώ. Ήταν πάνω κάτω στην ηλικία μου, πανέμορφη και ελεύθερη, όπως έμαθα αργότερα. Τα τραπέζια ενώθηκαν -όπως και τα αρνιά- και πήραμε τις θέσεις μας. Ακολούθησε ο κακός χαμός. Τα αρνιά τεμαχίστηκαν από τα γυμνά μας χέρια και κυρίως από τα χέρια του ανυπόμονου Θείου Μάκη. Κομμάτια κόβονταν και τα πασάραμε ο ένας στον άλλον. Μπούτια, παΐδια, πέτσες στον αέρα. Ο Κουμπάρος πέντε φορές πλήγιασε τα δάχτυλά του δαγκώνοντάς τα. Αν και το κρέας ήταν λουκούμι και έλιωνε, η Θεία αναγκάστηκε να το μασάει η ίδια πρώτα για να το ταΐσει, έπειτα, στη Γιαγιά. Τα λίπη και τα λάδια έσταζαν. Τέσσερα κρασοπότηρα έσπασε ο Θείος Μάκης καθώς του γλιστρούσαν από τα χέρια. Τελικά αποφάσισε να πιεί κατευθείαν απ’ τον ασκό. Από το άγχος μου να εντυπωσιάσω τη Γλυκερία, έφαγα σχεδόν μισό αρνί μόνος μου. Και κάπου τότε άρχισε ο χορός. Ο Κουμπάρος, λεβέντης αληθινός χόρεψε την «Ιτιά». Ο Θείος Μάκης στο «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» ίδιος αητός. Η Θεία στο «Κοντούλα Λεμονιά» υπέροχη. Η Μητέρα χόρεψε την «Νερατζιά» αξιοζήλευτα. Μέχρι και τη Γιαγιά σηκώσαμε και χορέψαμε μαζί. Φαινόταν αρκετά κεφάτη, παρά το ανέκφραστο, αχανές βλέμμα της. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ όμως, είναι η Γλυκερία να χορεύει εκπληκτικά το τσιφτετέλι «Με μπουνάτσες και μποφόρια», της ομώνυμης καλλιτέχνιδος. Τότε ήταν που την ερωτεύτηκα παράφορα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα ότι η Γλυκερία θα είναι η μελλοντική μου πρώην.
40
Ηλίας Μπαρκαλής
Ο τόπος μου δεν ξέρει υπαρξισμούς και τέτοια, κλασσικά ιδεώδη, πικροδάφνες και ιδεαλισμούς
Πατριδογνωσία
δεν ξέρει Χαιντεγκέρ και κόλπα. Ξέρει σωρό Μπουκάλια Amstel ξέρει γίδα βραστή στο πανηγύρι και τον Σαφέτη να φωνάζει πυρετός, πυρετός. Ξέρει ρωσίδες σερβιτόρες με στρασάκια, να δεις οντολογικά ακροβατικά που ξέρουν να κάνουν.
Οι ιθαγενείς πληθυσμοί της υπαίθρου περισυλλέγουν φραπέδες και εφημερίδες,
Πατριδόμετρο
βλέπουν την ζωή στα ίσια, σπάζοντας το φράγμα του χρόνου. Στο επαρχιακό καφενείο ο χρόνος μετριέται με χαλασμένους ανεμιστήρες και ζάρια. Η ζωή είναι το άθροισμα μιας ζαριάς στο πηλίκον του θανάτου. Ίσως κάποτε εφεύρουν μια νέα αρχαιολογία.
41
Θεοφάνης Σερέτης, Μακαρόνια, Αύγουστος 2020
42
Ένας Τσαουσιώτης στην Αθήνα
Ορφέας.
Μ’ έβαλε ο πατέρας μου στο τρένο στον σταθμό της Καρδίτσας, 18:05. Στο φθηνό. Μου είπε θα φτάσω στις 10 στην Αθήνα. Δεν ήξερα ότι υπάρχει απόσταση τόσο μεγάλη. Τέσσερις ώρες, έχουμε πάει Αγχίαλο και έχουμε έρθει δυο φορές. Και κάνουμε και μπάνιο. Το τρένο ήταν μπλε και καθαρό. Πολύ σύγχρονο. Χλιδή! Είχε Κινέζους που είχαν πάει Μετέωρα και γύριζαν τώρα στην Αθήνα. Πού να βρουν καλύτερα; Αυτοί δουλεύουν όλη μέρα εκεί. Τέλος πάντων. Φτάσαμε Δομοκό και ήδη νιώθω ότι είμαι πιο μακριά από ποτέ. Δεν με πιάνει κανείς. Προσπαθούσα να καταλάβω τι λέγαν οι Κινέζοι, αλλά με πήρε ο ύπνος γιατί πάγωσα από το ερκοντίσιον. Με ξυπνάει μια φωνή από ηχεία που σε άπταιστα αγγλικά λέει «LarissaStation». Χάρηκα. Για λίγο. Κατέβηκα απ’ το τρένο και ο κύριος που πουλούσε τα κουλούρια απ’ έξω είμαι σίγουρος ότι είναι από το χωριό μου. Τελικά ήταν, είμαι σίγουρος ότι ήταν. Παίρνω ταξί, κίτρινο. Δεν ήξερα ότι είναι υποχρεωτικό να γεμίσει όλο πρώτα για να φύγει. Ωχ! Και αυτοί μέσα στο ταξί από το χωριό μου. Αφού συνεννοείται με τους τέσσερις Κινέζους που μπήκαν, ο ταξιτζής με ρώτησε και μένα. Με είπε και «παλικάρι μου». Είναι σίγουρα από το χωριό μου. «Σεπόλια κύριε», του λέω, βάζοντας τα δυνατά μου να μην ακουστώ χωριάτης και με πάει από άλλο δρόμο και με χρεώσει πιο πολλά. Ήμουν υποψιασμένος. Σε μόνο μισή ώρα και μόνο με 23 ευρώ, φτάνω σπίτι. Στον αδερφό της γιαγιάς μου. Στον παππού μου δηλαδή. Επιτέλους, οικείο περιβάλλον, γαλήνη, αν και ήταν η δεύτερη φορά που τον βλέπω. Την πρώτη, είχε έρθει στα βαφτίσια μου. Ήταν σίγουρα από το χωριό μου. Ήταν σίγουρα απ’το Τσαούσι.
43
Ο κυρΦανέλας
Θ Ε Ο Φ Ά Ν Η Σ Σ Ε Ρ Έ Τ Η Σ
44
45
Θεοφάνης Σερέτης, Σύννεφο, Μάιος 2017
Ο κυρΦανέλας, είχε το καφενείο στο χωριό. Ένα μικρό, απομακρυσμένο, ορεινό χωριό κρυμμένο κάτω από τους κακοτράχαλους όγκους των Αγράφων. Τον χειμώνα τα πράγματα ήταν δύσκολα. Μόνη του συντροφιά ήταν οι λίγες γίδες στο μαντρί, έξω απ’ το σπίτι του, και τις μέρες που το επέτρεπε ο καιρός, ίσως περνούσε και κανένας από το καφενείο. Αλλά ποιος να περάσει. Ο κυρΦανέλας ήταν ο νεότερος από τους πέντε ανθρώπους που ζούσαν εκεί, διασκορπισμένοι, στο χωριό· ήταν 46. Οι άλλοι τέσσερις ήταν πάνω από 77. Τα καλοκαίρια στο χωριό ανέβαινε πολύς κόσμος. Τον κυρΦανέλα τον πετυχαίναμε στα πιο απρόσμενα μέρη. Εκεί που πηγαίναμε να απομονωθούμε, σε κάποιο δάσος, σε κάποιο ποτάμι ή πηγή, πάντα ήταν εκεί ο κυρΦανέλας. Δεν μας μιλούσε, αλλά δεν έδειχνε και να τον ενοχλεί η παρουσία μας. Μετά από λίγο έπαιρνε την κλίτσα του και έφευγε αμίλητος σηκώνοντας το χέρι ως ένδειξη αποχαιρετισμού. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φάνης. Τα μεγαλύτερα παιδιά του χωριού τον φώναζαν κυρΦανέλα, λόγω της φανέλας που φορούσε συνεχώς και φαινόταν μέσα από το πάντα ανοιχτό του πουκάμισο. Τα μικρότερα παιδιά τον φοβόνταν. Εμένα μου έκανε εντύπωση που ήταν λιγομίλητος και κάπως στεναχωρημένος. Όταν δεν ήμασταν στο δάσος ή σε κάποια εξόρμηση, περιμέναμε στην πλατεία να ανοίξει το καφενείο. Ο κυρΦανέλας άρμεγε τις γίδες του, έτρωγε και έφτανε με το αγροτικό στο καφενείο, αργοπορημένος. Έβγαινε από το αμάξι σκυθρωπός, κατσουφιασμένος και με αργό βήμα έβγαζε τα κλειδιά από την τσέπη και άνοιγε το καφενείο. Αμέσως, τρέχαμε μέσα και αγοράζαμε σοκοφρέτες, αναψυκτικά και γαριδάκια. «Γράψτα στον μπαμπά» του λέγαμε. Δεν απαντούσε. Τι σημείωνε και αν σημείωνε κανείς δεν ξέρει. Στην αρχή νόμιζα ότι απλά δεν του αρέσουν τα παιδιά. Πράγμα που το στήριξα στο γεγονός ότι σταμάτησε κάποια στιγμή να φέρνει παγωτά στο καφενείο, γιατί ήμασταν συνεχώς στα πόδια του. Το βράδυ το καφενείο μετατρεπόταν σε μπαρ. Όλοι οι μεγάλοι στην αυλή με μπύρες, τσίπρο και κρασί. Αλλά και το βράδυ που απουσίαζαν τα πολλά παιδιά, ίδιος ο κυρΦανέλας. Πίσω από το μπαρ, αμίλητος με μια πετσέτα να σκουπίζει τα ποτήρια. Δεν είχα κάποια ιδιαίτερα αισθήματα για τον κυρΦανέλα. Ούτε με τρόμαζε, ούτε τον συμπαθούσα. Ήμουν δέκα χρονών όταν συνέβη το εξής: Το απόγευμα πριν το πανηγύρι βλέπω τον πατέρα μου να με φωνάζει από μακριά. Καθόταν με τον κλαριντζή και μου ανακοίνωσαν την χάρη που θα τους έκανα. «Θα πάς στου καφενείου να φέρς, έναν αφρό ξυρίσματος». «Ναι», είπα πρόθυμα· δεν είχα και επιλογή. «Πρόσιξι όμως, θιέλω αφρό ξύσματος, όχι ξυρίσματος. Αφρό ξύσματος ε. Μην μπερδευτείς!», είπε ο κλαριντζής και γέλασε δυνατά. Κρατώντας τα χρήματα μπήκα στο καφενείο. «Θέλω έναν αφρό ξύσματος», είπα ευγενικά. «Ξυρίσματος μήπως;»απάντησε βαριεστημένα ο κυρΦανέλας. «Όχι αφρό ξυρίσματος. Αφρό ξύσματος».
46
«Τι είναι αυτό; Αφρό ξυρίσματος θα εννοείς». «Εμένα μου είπαν για αφρό ξύσματος», επανέλαβα διστακτικά. «Δεν υπάρχει αυτό. Πάρε έναν αφρό ξυρίσματος». «Μα μου είπαν αφρό ξύσματος» είπα, ενώ το άγχος με είχε κυριεύσει. Άρχισα να ιδρώνω και ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα. «Δεν υπάρχει αφρός ξύσματος!» φώναξε ο κυρΦανέλας και μια σταγόνα σάλιου που πέρασε ανάμεσα από τα λιγοστά του δόντια, προσγειώθηκε στο μέτωπό μου. Λύγισα. Θα σκούπιζα την σταγόνα με κίνδυνο να παρεξηγηθεί ο κυρΦανέλας ή θα έκανα σαν να μη συνέβη τίποτα; Έβαλα τα κλάματα και έφυγα τρέχοντας. Ο κυρΦανέλας έτρεχε πίσω μου. Έφτασα στην ορχήστρα κλαίγοντας. Ο κλαριντζής γελούσε τρώγοντας σουβλάκια και πίνοντας το κρασί του. Ο κυρΦανέλας άρχισε να τον βρίζει. Παραλίγο να πιαστούν στα χέρια, αλλά ευτυχώς τους χώρισαν και τους ηρέμησαν. Μετά από τόσα χρόνια, ακόμα αναριωτιέμαι για ποιο λόγο να με κοροϊδέψουν αφαιρώντας μια ανούσια συλλαβή από τον «αφρό ξυρίσματος»; Τι κάνεις όταν ο συνομιλητής σου σε φτύσει καταλάθος και τι ήταν αυτό, λίγες μέρες μετά από εκείνο το πανηγύρι, που οδήγησε τον κυρΦανέλα να οπλίσει την καραμπίνα του και να τη στρέψει εναντίον του...
47