αρνί τεύχος 2
η πιο περιοδική έκδοση για την (απο)κατάσταση της επαρχίας
η επανάσταση (από τα γλυκά) είναι όντως δύσκολη υπόθεση φεύγονταςπροχθές από τον διατροφολόγο σκεπτόμουν πως θα τα καταφέρω (να πέσω) κάτω από τις 2500 θερμίδες και κάπως τα έφερνα από εδώ κάπως από εκεί μου έμεναν 200 θερμίδες που δεν μπορούσα να κόψω από πουθενά την επόμενη πήγα στην παρέλαση και ήμουν σίγουρος ότι αν ζούσα με τους ήρωες θα τα είχα καταφέρει και εγώ, θα ήμουν περήφανος και δυνατός και ωραίος και άξιος κλπ. μόνο γυρνώνταςδυστυχίακοίταξα λίγο λοξά και είδα τον χαλβά στη βιτρίνα του Μπουλογιώργου πόσο δύσκολο σκέφτηκα Για τον αδερφούλη μας Χρήστος Διαμαντής Ο χαλβάς* στον φίλο μου Βαγγέλη Μπριάνα * ανέκδοτο ποίημα του Χρήστου Διαμαντή, γραμμένο δυο μέρες πριν τη 2η Συνάντηση ποιητών στη Λίμνη Πλαστήρα που πραγματοποιήθηκε το Σαββατοκύριακο 3-4 Ιουλίου 2021, όπου και ανεγνώσθη από τον ίδιο. 2
3
Mπαίνοντας σε μπακάλικο πολύ μικρού νησιού του Αιγαίου, αφού ο μπακάλης μας ενημέρωσε πως τον χειμώνα περνάν ακόμα καλύτερα στο νησί, μας ρώτησε από πού είμαστε. «Καρδίτσα και Φωκίδα», είπαμε. «Α, Καρδίτσα!», απάντησε ενθουσιασμένος και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που σε απάντηση καταγωγής σχολιά στηκε η Καρδίτσα και όχι το (οποιοδήποτε) άλλο μέρος. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που στο παρόν τεύ χος φιλοξενούνται και μερικές φωτογραφίες με καταγωγή από την ορεινή Φωκίδα. Καρδίτσα – Φωκίδα 1-0 4
2021.ΦλεβάρηςΠετρίλο,Σβεντζούρης,Γιώργος 5
ΚοκοράκοςΜπίτσι-Μπίτσι παραμύθιΛαϊκό από τη γιαγιά Κούλα Τροκοπούλες Σίμωσα, Ξανά. ΦλανέριοςΚύριος Jola818, Busted 10 8 ΜπαρτζιώκατουποιήματαΠέντεΗλία ΠαραβολήΤοΕπιδρομή,βιβλίο, Τρία ποιήματα του ΣδρόλιαΜάνθου 28 321722 Εκδοτική επιμέλεια: Θεοφάνης Σερέτης Σχεδιασμός/ σελιδοποίηση: Alexander K. Εκτύπωση/ βιβλιοδεσία: Εκδόσεις Φάος, Καρδίτσα Γενάρης 2022, Καρδίτσα Για σχόλια, απορίες, προτάσεις, κριτικές, αποστολή υλικού: arniproductions@gmail.com
3439 52 54τσιπουράδικοΤο ΚολτσίδαΧρήστουΠοίηση memento|ΠαπαγεωργίουτηςεικονογράφησησεΜαριλέναςSourtoukalab O μάγισσαητοτσομπάνος,γάλακαιβασίλισσα ΜπριάναΛάμπρουπατέρααφήγησηΜπριάναΒαγγέληΚαταγραφήαπ’τουτου, 44 48 Οι μπέρτα;ήρωεςλαϊκοίφοράνε ΒλαχογιάννητονΑργιθέας,ήρωαένανΛίγαΣβεντζούρης.ΧρήστοςλόγιαγιαλαϊκότηςΣτέργιο Η ιστορία με τις κότες Τρία ποιήματα του ΜολέντζικουΤέως Η γωνιά απ’ το μπουρί, ΤσαπραΐληςΧρυσόστομος Σχέδιο εξωφύλλου: Μάριος Μπόρας, www.mariosboras.eu Play Clarinet - Gymnopedie No1 Satie ΙSSN: 2732-8023
Μπίτσι-Mπίτσι Kοκοράκος Θεόδωρος Τρικαλιώτης Λαϊκό παραμύθι όπως το αφηγούνταν η γιαγιά Κού λα. Ευρύτερα γνωστό με παραλλαγές, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με τους τίτλους «Ο κουτσο κοκοτάκος», «Ο κουτσοκόκορας», «Ο κοκορίκος της γριάς», «Ο μισοκοκοράκος» κ.ά. Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό, ζού σαν ένας γέρος και μια γριά· τόσο φτωχοί που τα μόνα τους υπάρχοντα ήταν ένας κόκορας, ο Μπίτσι-μπίτσι κοκοράκος. Μια μέρα, ο γέρος πεινούσε πολύ και λέει στη γριά: «γριά, δεν σφάζεις τον κόκορα να τον φάμε απόψε;». Τι να κάνει και η γριά κρεμάει τον Μπίτσι-μπίτσι κοκοράκο απ’ το τσιγκέλι και παίρνει το μαχαίρι. Μόλις κατάλαβε ο Κοκοράκος τι πάει να κάνει η γριά, ανοίγει το στόμα του και λέει: «Αχ γριά μου, άσε με να ζήσω και να δεις που εγώ μια μέρα θα σας κάνω τόσο πλούσιους που δεν θα το πιστεύετε». Τον λυπήθηκε η γριά τον κατεβάζει απ’ το τσιγκέλι και του λέει: «φύγε γρήγορα να πας να βρεις την τύχη σου». Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει ο Μπίτσι-μπίτσι κοκοράκος, φεύγει απ’ το χωριό να πάει στην πόλη, στου βασιλιά το παλάτι. Εκεί που πήγαινε βρίσκει την αλεπού την κυραΜάρω. Χαρίκλεια Τσούση, Τα ‘μασα, Ποτιδάνεια, Δεκέμβρης 2016. 8
-Γεια και χαρά σου κοκοράκο, για πού το ‘βαλες; -Γεια σου κυραΜάρω, πάω στο παλάτι του βασιλιά. -Δεν έχεις να πας πουθενά. Ήρθε η ώρα να σε φάω! Μόλις ακούει ο Μπίτσι-μπίτσι κοκοράκος τα λόγια αυτά ξεκινάει μια και δυο: «ρούφα κώλε τη Μαριώ, ρούφα κώλε τη Μαριώ», πάει η αλεπού! Συνεχίζει τον δρόμο του ο Μπίτσι-μπίτσι κοκοράκος. Μετά από λίγο μες στη νύχτα συναντάει τον κυρΝικόλα, τον λύκο τον κατάμαυρο. -Γεια σου κοκοράκο μου, του λέει πονηρά ο κυρΝικόλας ο λύκος. -Γεια σου και σένα, απαντάει ο κοκοράκος. -Για που το ‘βαλες; -Πάω στο παλάτι του βασιλιά. -Δεν έχεις να πας πουθενά, λέει ο λύκος, τώρα θα σε φάω! Ξεκινάει τότε, ο κοκοράκος: «ρούφα κώλε τον Νικόλα, ρούφα κώλε τον Νικό λα». Πάει ο λύκος! Συνεχίζει, λοιπόν, τον δρόμο του ο Μπίτσι-μπίτσι κοκοράκος παραφουσκωμένος. Λίγο πριν φτάσει στο παλάτι, βρίσκει ένα μεγάλο ποτάμι που έπρεπε να διασχίσει. Τι να κάνει ο κοκοράκος, ξεκινάει μια και δυο: «ρούφα κώλε το ποτάμι, ρούφα κώλε το ποτάμι, ρούφα κώλε το ποτάμι». Πάει όλο το ποτάμι! Κι έτσι, φτάνει στο παλάτι. Αρχίζει και σκαλίζει με το ράμφος του έξω απ’ το πα λάτι και ξαφνικά βρίσκει ένα χρυσό φλουρί. «Κικιρίκου, κικιρίκου βρήκα ένα φλουρί. Κικιρίκου κικιρίκου βρήκα ένα χρυσό φλουρί!», ξεσήκωσε το παλάτι ο κοκοράκος. Το ακούει ο βασιλιάς νευριασμένος και λέει: «Πάρτε τον παλιοκόκορα που σκούζει έτσι και ρίξτε τον στο κοτέτσι με τις άγριες κότες να τον τσιμπήσουν να πεθάνει». Τον παίρνουν λοιπόν, τον καημένο τον κοκοράκο και τον ρίχνουν στις άγριες κότες. Ξεκινάει όμως ο κοκοράκος: «Φύσα κώλε τη Μαριώ, φύσα κώλε τη Μαριώ, φύσα κώλε τη Μαριώ». Βγαίνει η Μαριώ απ’ τον κώλο και δεν αφήνει κότα για κότα. Και δώστου πάλι ο κοκοράκος: «Κικιρίκου, κικιρίκου βρήκα ένα χρυσό φλουρί!». Το ακούει ο βασιλιάς και λέει νευριασμένος: «Πάλι αυτός ο παλιοκόκορας; Ρίξτε τον στον στάβλο να τον τσαλαπατήσουν τ’ άλογα». Τον ρίχνουν λοιπόν στα άλογα. Ξεκινάει πάλι αυτός: «Φύσα κώλε τον Νικόλα, φύσα κώλε τον Νικόλα, φύσα κώλε τον Νικόλα». Βγαίνει ο λύκος απ’ τον κώλο και πάνε όλα τ’ άλογα. Και δώστου πάλι ο Κοκοράκος: «Κικιρίκου, κικιρίκου βρήκα ένα χρυσό φλουρί». Τ΄ακούει ο βα σιλιάς και λέει: «Πάρτε τον κόκορα και βάλτε τον στον φούρνο να τον φάω σήμερα να ησυχάσω».Τονπετάνε τον καημένο τον κοκοράκο στον φούρνο και ξεκινάει: «φύσα κώλε το ποτάμι, φύσα κώλε το ποτάμι, φύσα κώλε το ποτάμι» και σβήνει η φωτιά στον φούρνο και να ‘τος πάλι έξω ο κοκοράκος. «Κικιρίκου, κικιρίκου βρήκα το φλουρί!». Αγανακτισμένος ο βασιλιάς λέει στους υπηρέτες: «Πάρτε τον κόκορα και βάλτε τον στο δωμάτιο με τα χρυσά φλουριά να φάει εκεί όσα θέλει να ηρεμήσει». Τον πετάνε λοιπόν στο δωμάτιο με τα φλουριά και ξεκινάει ο κόκορας «ρούφα κώλε τα φλουριά, ρούφα κώλε τα φλουριά, ρούφα κώλε τα φλουριά», πάνε όλα τα φλουριά! Αφού τα ρούφηξε όλα, φεύγει να γυρίσει πίσω στη γριά και τον γέρο γεμισμένος μέχρι απάν φλουριά. Φτάνει στο σπίτι, χαρές η γριά κι ο γέρος που γύρισε ο Μπίτσι-μπίτσι κοκοράκος.Τουςλέει, λοιπόν, ο κοκοράκος: «Ακούστε τι θα κάνετε. Θα με κρεμάσετε ανάποδα και θα με χτυπήσετε μ’ ένα ραβδί στην κοιλιά». «Τρελάθηκες;», του λέει η γριά, «γιατί να το κάνω αυτό;». «Κάντο γριά μου και θα δεις», απάντησε ο Μπί τσι-μπίτσιΞεκινάεικοκοράκος.λοιπόνηγριά, δένει ανάποδα τον κοκοράκο και αρχίζει να τον χτυπάει. Ο τόπος γέμισε φλουριά. Όλο το σπίτι του γέρου και της γριάς! «Δεν σου είπα γριά μου πως αν μ΄αφήσεις να ζήσω θα σας κάνω πλούσιους;». «Ναι κοκοράκο μου ναι. Σ’ αγαπάμε πολύ», είπε η γριά. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα… 9
Τροκοπούλες Σχέδιο: Alexander K.
Με το που πήγα στο γυμνάσιο άκουγα συνεχώς τις λέξεις/φράσεις «α πάμε για τροκοπούλες;», «φλίντρο», «μου χάλασε το δίχτυ», «έκανε κοπάνα σήμερα, πήγε για τροκοπούλες», «στήνς για τροκοπούλες;», «αυτός είναι τροκοπλάς» κλπ. Επειδή όμως με είχαν κερδίσει τα γράμματα, όχι μόνο δεν ήξερα τι ήταν οι τροκοπούλες, αλλά και αργότερα που έμαθα, δεν έτυχε ποτέ να πάω και εγώ για τροκοπούλες. Η τροκοπούλα λοιπόν, είναι η καρ δερίνα, που λόγω του έντονου κόκκινου χρώματος που φέρει στο κεφάλι της, αποκαλείται λαϊκά «τουρκοπούλα». Η προφορά βέβαια, αποβάλλει το άτονο [u] (ου), οπότε έχουμε – τουρκοπούλα > τρκο πούλα > τροκοπούλα (ή/και «τρουκοπούλα») με την ακριβέστερη προ φορά της πρώτης συλλαβής να θέλει κάτι ενδιάμεσο από [ο] και [u]. Το κυνήγι καρδερίνας είναι παράνομο από τον Δασικό νόμο από τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, οι έφηβοι στα καραγκουνοχώρια φαίνεται να μην σταμάτησαν ποτέ το κυνήγι τους. Οι τροκοπούλες αφθονούν στον κάμπο και από πάρα πολύ παλιά το κυνήγι τους ήταν και είναι μέχρι και σήμερα, αγαπημένη ασχολία των παιδιών, των εφήβων αλλά και γενικότερα των κυνηγών. Στα καρα γκουνοχώρια και στις περιοχές στα όρια της πόλης της Καρδίτσας, που είναι περιτριγυρισμένες από χωράφια και λάκκες, η επαφή ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία· στις τάξεις του δημοτικού. Τα παιδιά που ζούνε στο κέντρο της πόλης συνήθως δεν έχουν τόσο στενή επαφή με τις τροκοπούλες και μόνο αν έχουν φίλους ή συγγενείς «τροκοπλάδες», όπως αποκαλούνται, ασχολούνται με την εν λόγω πρακτική. Στα χωριά, συχνό φαινόμενο είναι επίσης, ο χωρισμός των τροκοπλά δων σε ομάδες ανάλογα με τη γειτονιά τους ή/και τις παρέες τους. Έτσι χωρίζονται και ανταγωνίζονται ποια ομάδα θα καταφέρει να πιά σει περισσότερες. Παράλληλα, η κάθε ομάδα έχει τη δική της περιοχή που θα στήσει για κυνήγι και μάλιστα αποτελεί σοβαρό λόγο προσβο λής ακόμα και απειλή σύρραξης το στήσιμο μιας ομάδας σε περιοχή που δεν της ανήκει. Οι ομάδες και οι περιοχές μπορούν να διαφορο ποιηθούν μόνο με τη σύμφωνη γνώμη μεταξύ τους. Λίγα λόγια και μια μικρή συνέντευξη για μια παράνομη πολιτισμική πρακτική που κρατάει πάρα πολλά χρόνια και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα στον θεσσαλικό κάμπο. Vidar Nordli-Mathisen, Drøbak, Norge, Μάιος 2021. 12
Πότε άκουσες πρώτη φορά την λέξη «τροκοπούλα»; Προσωπικά, έχω μυηθεί στον κόσμο της τροκοπούλας από πολύ μικρός. Ο παππούς μου είχε πολλά πουλιά, όχι μόνο τροκοπούλες. Απ’ όταν έχω τις πρώτες μου αναμνήσεις λοιπόν, θυμάμαι να είμαστε με τον παππού μου και να φροντίζουμε τα πουλιά. Οπότε γνώριζα τις τροκοπούλες από πάρα πολύ μικρός. Πότε πήγες πρώτη φορά για τροκοπούλες; Έκτη Δημοτικού. Είχα αλλάξει σχολείο οπότε εκεί έκανα καινούριους φίλους. Ένας από αυτούς, που παίζαμε μαζί ποδόσφαιρο, πήγαινε συνέχεια για τροκοπούλες γιατί πήγαινε και ο πατέρας του. Πρώτη φορά πήγα με αυτόν τον φίλο μου και κάποια άλλα παιδιά. Πώς σου φάνηκε η εμπειρία; Ήμουν πολύ ενθουσιασμένος. Είχα ενθουσιαστεί πολύ με όλη τη διαδικασία και τον τρόπο που προσπαθείς να ξεγελάσεις το πουλί για να το φέρεις στο κλουβί σου, καθώς και με όλον τον εξοπλισμό και τις τεχνικές. Για ποιο λόγο τροκοπούλες;κυνηγάνε Αρχικά, η τροκοπούλα είναι προστατευόμενο είδος και το κυνήγι της απαγορεύεται. Η τροκοπούλα έχει ένα πολύ ιδαίτερο κελάηδησμα, θα λέγαμε είναι ο βασιλιάς των πουλιών, οπότε τις κυνηγάνε για να τις βάλουν σε κλουβί και να τις έχουν να ακούν το κελάηδησμά τους. Ποια εποχή κυνηγάνε; Στον κάμπο, που έχω ασχοληθεί προσωπικά, κυνηγάνε όταν πιάσουν τα κρύα. Όταν χιονίσει στα βουνά, τότε αυτές κατεβαίνουν προς τον κάμπο για να αναζητήσουν τροφή. Το καλοκαίρι κυνηγάνε πλαδάκια, που είναι τροκοπούλες σε νεαρή ηλικία. Και ποια ώρα της ημέρας γίνεται το κυνήγι; Μπορείς να κυνηγήσεις από την ανατολή του ηλίου μέχρι και τη δύση του. Γενικά όσο έχει φως, αλλά κυρίως πρωί, αφού το βράδυ κοιμούνται. Πόσα άτομα συμμετέχουν; Επειδή γενικά ο θόρυβος δεν βοηθάει, καθώς τρομάζουν τα πουλιά, συμμετέχουν όσο το δυνατόν λιγότερα άτομα. Συνήθως μια ομάδα αποτελείται απο 3-4 άτομα. Έχεις πάει πολλές φορές για τροκοπούλες; Για αρκετά χρόνια πήγαινα κάθε Σάββατο πρωί. Τι εξοπλισμός χρειάζεται για να πάει κάποιος για τροκοπούλες; Αρχικά, χρειάζεται το δίχτυ. Είναι μια ορθογώνια, ξύλινη κατασκευή με μεγάλο δίχτυ. Από εκεί φεύγει ένα σκοινί την άκρη του οποίου την κρατάει ο κυνηγός που κάθεται σε κάποια απόσταση μακριά (30-40 μέτρα). Επίσης, πρέχει να έχει μαζέψει διάφορα αγκάθια (ασπράγκαθα, ζιζικάγκαθα κλπ.) τα οποία τοποθετεί στο μπροστινό μέρος του διχτυού. Αυτή είναι η λεγόμενη «τούφα» όπου τα πουλιά κάθονται για να φάνε τα αγκάθια. Μόλις καθίσει το πουλί στην τούφα τραβάς το σκοινί, το δίχτυ σηκώνεται και «καπακώνει» τις τροκοπούλες. Στη συνέχεια Στήσιμο Διχτυού 13
χρειάζεται και ένα κλουβί για να βάλει την τροκοπούλα. Άρα τοποθετείς το δίχτυ και την τούφα και περιμένεις; Δεν είναι ακριβώς έτσι. Υπάρχουν τεχνικές όπου προσπαθείς να προσελκύσεις τις τροκοπούλες, αλλιώς θα περιμένεις άδικα. Το πιο απλό είναι ότι έχεις ήδη μια τροκοπούλα σε κλουβί, το οποίο το βάζεις μέσα στο δίχτυ, ώστε να κελαηδήσει και να προσελκύσει τις υπόλοιπες. Εκεί συνήθως τοποθετείς αρσενική τροκοπούλα για να τραβήξει τα θηλυκά. Υπάρχει και το λεγόμενο «φλίντρο». Τι είναι αυτό; Τόσα χρόνια το ακούω. Είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία για το πουλί. Πρόκειται για μια κατασκευή σε σχήμα Ψ όπου δένεις στην ουσία μια τροκοπούλα. Μια θηλιά περνάει από το κεφάλι και μια άλλη από τα φτερά. Το φλίντρο συνδέεται και αυτό με σκοινί με τον κυνηγό. Όταν τραβάει το σκοινί ο κυνηγός, η τροκοπούλα φτερουγίζει πολύ έντονα με αποτέλεσμα οι τροκοπούλες της περιοχής να προσελκύονται πιο εύκολα. Στο φλίντρο συνήθως βάζεις «τζόρνο», δηλαδή θηλυκή τροκοπούλα, για να τραβήξει τα αρσενικά. Επίσης, μπορείς να δέσεις μια τροκοπούλα να πετάει σε χαμηλό ύψος ή και να βάλεις ένα νεκρό πουλί πάνω στην τούφα για να προσελκύσει τις υπόλοιπες. Άλλες λέξεις που έχω ακούσει είναι ο κράχτης, η μύγα, το κράξιμο. Θα μας πεις τι είναι αυτά; Κράχτη ονομάζουμε μια τροκοπούλα με ιδιαίτερη φωνή που τραβάει τις υπόλοιπες πιο εύκολα. Μύγα είναι μια τεχνική όπου την χρησιμοποιείς όταν το πουλί είναι αρκετά καχύποπτο και δεν κάθεται στην τούφα σου. Πηγαίνεις με προσεκτικές κινήσεις από πίσω της με σκοπό να μην τρομάξει και φύγει, αλλά να την κάνεις να μετακινηθεί τόσο ώστε να καθίσει στην τούφα σου. Κράξιμο είναι μια τεχνική που μιμείσαι με το στόμα το κράξιμο της τροκοπούλας ώστε να τις προσελκύσεις. Πότε κυνήγησες τελευταία φορά; Ήταν πριν 7-8 χρόνια. Ήμουν ακόμα ανήλικος τότε. Σου έχει λέιψει; Θα ξαναπήγαινες; Θα ξαναπήγαινα για τη διαδικασία. Τα πουλιά θα τα απελευθέρωνα σεβόμενος τη φύση και εννοείται δεν θα ξαναχρησιμοποιούσα φλίντρο. Φλίντρο : Εμπρόστια Όψη Φλίντρο : Πλαϊνή Όψη 14
海 の 青 さ に 耳 を た て 囲 ひ の 柵 を 跳 び 越 え る 仔 羊 砂 五 の 上 に 馳 け の ぼ り 己 れ の 影 に と び 上 る 仔 羊 よ 私 の 歌 は 今 朝 生 れ た ば か り の 仔 羊 潮 の 薫 り に 眼 を 瞬 き 飛 び 去 る 雲 の 後 を 追 ふ 仔羊
Σωτήρης Τράντος, Στην προσευχή του Φαύνο...στάτη, Καρδίτσα, Αύγουστος 2019.* *το σχέδιο που φαίνεται είναι του Jola818. 16
Σίμωσα,ξανά. κύριος φλανέριος Το Ζ1 μονοπάτι ξεκινούσε πίσω από το σπίτι μίας φιγούρας που μέσα από μία σειρά -όχι και τόσο τυχαίων- γεγονότων έλαχε να δώσει το όνομά της σε μία από τις ειδικές διαδρομές του ράλλυ Ακρόπολις στα τέλη της δεκαετίας του '70. Για τους ντόπιους ήταν απλά μία αξιοσέβαστη προσωπικότητα κεντημένη πόντο-πόντο με αφηγήσεις και θρύλους, από αυτές που απλόχερα πλέκουν οι άνθρωποι της ελληνικής επαρχίας, τα λογοτεχνικά και μυστηριακά τους πουλόβερ. Αυτές τις μέρες το μονοπάτι ήταν βούρκος. Η κορυφή όπου κατέληγε έσταζε από τα νερά της καταιγίδας. Τα δέντρα χόρευαν με τον βοριά σαν να βρίσκονται σε live των Kraftwerk, ηλεκτρονικοί βίνταζ ήχοι άλλων δεκαετιών που δύναται να παντρέψουν το χάσμα γενεών με τους γονείς. Τα κλαδιά έγραφαν την πρώτη χειμερινή τους ιστορία για να την χαρίσουν σε όποιον θαρραλέο διαβάτη θα περνούσε από εκεί. Αλλά μήπως δεν ήταν οι καιρικές συνθήκες κατάλληλες για κάτι τέτοιο; Έξι χιλιόμετρα παρακάτω, το χωριό. Τις τελευταίες τρεις ημέρες είχε τυλιχθεί στις αναθυμιάσεις των καζανιών. Μπορεί να φταίει που είχαμε μπει στην εποχή που η αιθυλική αλκοόλη θα αρωμάτιζε 17
αποθήκες και κατώγια. Ο χειμώνας δεν είχε μπει για τα καλά, τα πρώτα του τερτίπια σκάρωνε με πολύωρες βροχές, ίσα να κάνουν τα ξύλα στο τζάκι να τουρτουρίζουν άσπρο καπνό μέχρι να αρχίσουν να τσουρουφλίζονται. Εάν κάποιος τυχαίος διαβάτης ξέμενε σε αυτά τα μέρη αυτές τις μέρες δεν θα είχε να θυμόταν και πολλά. Τη λάσπη στα σοκάκια και την ομίχλη στο φόντο που απαιτούσε να κρατάς σε αυξημένη ένταση την δεύτερη αίσθηση του σώματος, την όσφρηση, προκειμένου να εντοπίσεις τις καμινάδες των σπιτιών που κάπνιζαν και επομένως μαρτυρούσαν και την ύπαρξη κάποιου είδους ζωής. Οι φανοστάτες τρεμόπαιζαν σαν καντήλια που καίνε με αγουρόλαδο σε ξωκλήσι, αγκομαχούσαν με την υγρασία του υψομέτρου και την ανθρώπινη παρατησιά τους αφότου η έδρα του δήμου μεταφέρθηκε από εκεί στον πιο εύκολο κάμπο. Σαν να λειτουργούσαν με πετρέλαιο, ίσως με το κατακάθι αυτού του παχύρρευστου μαύρου κολλώδους υλικού που είναι σε θέση να ισοπεδώνει και να ανοικοδομεί πόλεις και ζωές στα μεσανατολικά πλάτη του πλανήτη. Τα λίγα, νευραλγικά σημεία του χωριού όπου Σωτήρης Τράντος, Καπναποθήκες, Καρδίτσα, Γενάρης 2018. «Τα λόγια μου είναι μια γλυκιά προσευχή/ κουρ νιάζουν έξω απ’ το κλει σμένο σου παράθυρο» 18
τα φώτα εξακολουθούσαν να παραμένουν αναμμένα αποκάλυπταν την κοινωνικότητά του. Ευνοϊκό πεδίο στοιχημάτων των λίγων συνταξιούχων που ξεχειμώνιαζαν εκεί απάνω και σκότωναν την ώρα τους καυγαδίζοντας για το ποιό-θα-μας-αφήσει-πρώτο, επιχειρηματολογώντας με νόμους της φυσικής που περισσότερο προέρχονταν από αυτοσχεδιασμούς της στιγμής παρά από κάποιο αποδεκτό επιστημονικό βιβλίο. Φανοστάτες εν λειτουργία. Στο μπακάλικο του Τζαχείλα. Η ιστορία λέει ότι η πεινασμένη καταβρόχθιση μίας κονσέρβας κουκιών από τον παππού του έναν δύσκολο χειμώνα, που σε πείσμα των απειλών του Εθνικού Στρατού να τραβήξει για τον κάμπο παρέμεινε στα ορεινά, του προκάλεσε αλλεργία και τέτοιο πρήξιμο στα χείλη που γι' αυτόν έμελλε να αποτυπωθεί στο επίθετό του και αυτό με τη σειρά του στις μαρμάρινες πλάκες της εθνικής συμφιλίωσης που συνήθως συναντάς στα ανταρτοχώρια του κάποτε. Στο καμπαναριό. Στη δεξιά γωνία της κεντρικής πλατείας, τεθλασμένο φωτοστέφανο του χριστούλη. Στο καφενείο του Φλωρογούλα. Μύριζε φρεσκοκομμένο καφέ που έφερνε κάθε τόσο από την πρωτεύουσα του νομού. Όταν περνούσε τα κακοδεμένα σακιά κάτω απ' το φανοστάτη, συνήθως αξημέρωτα, οι κόκκοι λαμπύριζαν σαν πυγολαμπίδες. Προλάβαινε να ξεγελάσει την αυγή, να τον βρει σε μία από τις κινηματογραφικές θέσεις που μοιράζονταν τη μισή μέρα με μία ντουζίνα γέρους, σα να μην μετακινήθηκε από εκεί ποτέ. Και ένας ακόμα έξω από την φαρμακαποθήκη του Σπετσέρη. Κάθε Οκτώβρη εκεί στήνονταν ένα από τα παράνομα καζάνια απόσταξης -εντάξει, εκεί ο φανοστάτης θα μπορούσε να ήταν και δουλειά των μπάτσων. Αφού η ανάβαση φαινόταν τρύπα σε μία λεκάνη με νερό που δεν θα άδειαζε με τίποτα αν δεν σταματούσε η καταιγίδα, έψαξε να βάλει κάτι στο στομάχι του. Απαιτητικό εγχείρημα, όταν η ζωή σε πετάει σε τέτοια μέρη όχι τα υποψιασμένα τριήμερα του που-σου-κου όπου ένα ξεχασμένο καφενείο μπορεί κάτι να σε φιλέψει, αλλά μεσοβδόμαδα. Και έχεις και την ατυχία το αυτοκίνητο που πριν λίγο πάρκαρες στην πλατεία να έχει αθηναϊκές πινακίδες, που τα μάτια των ντόπιων δεν τις διαβάζουν με γράμματα και νούμερα αλλά με κορόνα και βάιρους, υπογραμμισμένα κιόλας με την σιγουριά ότι αυτός είναι που τα φέρνει από την πρωτεύουσα. Είχε προετοιμάσει τον εαυτό του για βλέμματα δύσπιστα και γουρλωμένα πίσω από τζάμια και παραθυρόφυλλα. Σαν του δικού του παππού όταν στηνόταν απέναντι από το γυαλί της τηλεόρασης για να μάθει τα νέα. Δεν είχε καταφέρει να του αλλάξει γνώμη γι' αυτά που άκουγε και έβλεπε εκεί, ακόμα και όταν χρησιμοποίησε το επιχείρημα της χρήσης του ιντερνέτ που είχε βάλει κρυφά ο παππούς κοντά στα 85 του, για να μπορεί να ακούει την καραγκούνα και να βλέπει τα σεγκούνια στο youtube σε ανάλυση 2,1 Μεmegapixel.αυτήτην ψυχολογία περπατούσε ξεμουδιάζοντας παράλληλα. Ένα τσιγάρο είχε την πρόθεση να είναι στριφτό αλλά κατέληξε να αφήσει κολλημένες κάποιες ρυτίδες καπνού στο μουσκεμένο του χέρι και καμία τζούρα καπνού στα πνευμόνια. Το άλλο χέρι στην τσέπη, να δείχνει άνεση. Η ομίχλη βέβαια δεν επέτρεπε καμία πιθανότητα μακρινής παρατήρησής του, οπότε όλο αυτό το στήσιμο χρησίμευε για 19
εσωτερική κατανάλωση. Κοντά σε κάθε φανοστάτη που έφεγγε κοντοστεκόταν προσπαθώντας να ανοίξει το βλέμμα του, να ρουφήξει τη μύτη του, να πλατύνει το αφτί του. Αναζήτηση καρδιακών παλμών. Κάτι πιάνει. Οι υδρατμοί πάνω στο τζάμι το κάνουν να μοιάζει με περιτύλιγμα ενυδρείου. Σαφής ένδειξη ζέστης στο εσωτερικό. Κάτι χέρια κινούνται θολά από πίσω. Σαφής ένδειξη κοινωνικότητας στο εσωτερικό. Η πόρτα ανοίγει, μυρωδιά τηγανίλας τον παίρνει από τα ρουθούνια. Σαφής ένδειξη ύπαρξης φαγητού. Τραβάει την καρέκλα και κάθεται, ένας ενστικτώδης ξερόβηχας βγαίνει από τον καπνό που βροντά στα μούτρα του. Τσιγάρο. Σαφής ένδειξη νεοτερικής παρανομίας. Η ερώτηση μάλλον γίνεται γιατί τους φαίνεται ξένος. Μέ ή χωρίς; Η απάντησή του θα αποτελέσει την πρώτη γέφυρα οικειότητας με τους ντόπιους. Τσίπουρο ζήτησα άρχοντα, όχι ούζο. Σαφής ένδειξη ότι τα καλύτερα έρχονται. Σύντομα όλοι θα είναι ένα τραπέζι. Διηγήσεις από την πρωτεύουσα, μασουλημένες ιστορίες του χωριού, γενεαλογικά δέντρα, καραγκούνηδες και σαρακατσαναίοι, πασόκοι που εξακολουθούν να το κρατούν ζωντανό κόντρα σε ένα καταχρεωμένο ΑΦΜ, τσουγκρίσματα και ανυπομονησία για νέα ανταμώματα προτού να τελειώσουν αυτά που ήδη συμβαίνουν. Σαφής ένδειξη ζωής. Ζωής επαρχιακής, 20
μυθιστορηματικής, πολλές φορές σιχαμένης και πολλές φορές ελκυστικής. Πριν φύγει ζητά έναν διπλό, σκέτο. Η γιαγιά απέναντι του λέει ότι διαβάζει πολύ καλά το φλιτζάνι. Αλλά όχι από εκείνα τα καπουτσίνο που πίνετε στην πρωτεύουσα. Ξένες γλώσσες δεν έχω μάθει ακόμα, διευκρινίζει. Ανοίγει την πόρτα ακολουθώντας την αντίθετη κατεύθυνση αυτή τη φορά. Η βροχή κόπασε, η μυρωδιά της ατμόσφαιρας είναι πηχτή, ασθμική. Το ίδιο και η ομίχλη. Τα ρούχα του βρωμάνε τσιγαρίλα, τηγανίλα, τα χνώτα του τσίπουρο. Μυρίζει πάνω του τη ζωή, την κοινωνικότητα, τη συντροφιά. Δύο χρόνια τώρα δεν απαγορεύτηκαν μόνο τα αγγίγματα αλλά και η συνύπαρξη. Έψαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στην εσωτερική τσέπη. Τα δάχτυλά του μπερδεύτηκαν σε ένα κομμάτι χαρτί. Το ξετύλιξε. Το πιστοποιητικό εμβολιασμού. Νοτισμένο από τη βροχή, στο όριο της αποσύνθεσης, τσαλακωμένο από την αχρηστία των τελευταίων ημερών απ' όταν είχε φύγει από την πρωτεύουσα. Άρχισε να το διπλώνει ξανά. Σε τόσα πολλά μικροσκοπικά κομματάκια, σε τόσα πολλά τεταρτημόρια του Α4, μέχρι αυτά να αρχίσουν αυτά να σκορπίζουν στο δέρμα του. Να φτιάχνουν χάρτινα άσπρα καρώ πάνω στο μπουφάν τα οποία η βροχή, που ήδη δυνάμωνε ξανά, παρέσερνε στο χώμα. Σωτήρης Τράντος, Καράβα, Μάης 2020. 21
Πέντε ποιήματα του Ηλία Μπαρτζιώκα ΛΑΜΨΗ Στην Λ.Π. που απρόσμενα γιόρταζε Στου Φθινοπώρου τη γιορτή μήλαέλαμπες,και κάστανα και ευωδιές της γης τριγυρισμένη. Στου Φθινοπώρου τη γιορτή μ’ ένα χτενάκι στα μαλλιά, μικρή θεά εσύ, μέσαέλαμπεςστις τόσες άλλες˙ μ’ντύνονταςέναχαμόγελο γιορτής, την ήσυχη νύχτα. ΞημερώματαΠαλαμάς Κυριακής 11-10-2020 22
Σωτήρης Τράντος, Καπναποθήκες, Καρδίτσα, Γενάρης 2018. «Κι αν τ’ άφηνες θα καίγαν τη σιωπή/ και θα διαλύαν το κρυμμένο σου παράπονο» 23
ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΟ Απότιστες ψυχές απ’ αγκαλιές και 10ΠαλαμάςΑνερμήνευτο.τονχαρακώνειΤοδονούσες.τουγιακαιελπίδαςγέρνουντρυφεράδα,στασύνοραπροσμονήςτ’ανεφάρμοστον,σκότουςταστάχυαπικρότουςτραγούδιουρανίσκοτους.Απριλίου2020 ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΞΕΡΑ Είναι οι Κικαιπουσπάργαναπέτρεςτηςγης,τονερόξορκίζουνστερεύει.έρχεταιπανστηνξέρα τους ο ΚαιΣτραφταλίζει.ήλιος.τολιοπύρι τ’ ακριβό, τον κάμπο ασημώνει. 20-3-2021ΣάββατοΠαλαμάς Jola818, Katharsis, 2020. 24
ΑΓΡΥΠΝΙΑ Άγριος ύπνος εφορμά, επί πάσης 20Παλαμάςπροσμετρώντας.μιαΞημερώνει,την’γυρεύουνεοιΚιαυτήνΚείνατηνπουΠώςτηπουκιοιΤίτιςκαταγράφουνΟισεκαιΜάτιαηΦευ,τηςΕντελόμενοςσαρκός.τηνυπερκέρασινενοχής.δενεπέρχεταιεπ’ουδενίέλευσίςτου.κλειστά,σφάλονταανασφάλιστασκέψειςυποδόριες.ασαφείςμνήμεςτουδέρματοςευκρινώς,ιστορήσειςδεδηλωμένωνπαθών.νασκοπούνάραγεεμβαθύνσειςοιπεριλήψειςζωής,σηματοδοτούνγεωγραφίατουτέλους;ν’αποδιώξειςταπουλιά,χτίσανεστομέσασου,ταπεινήφωλιάτους;στοκρύο,στηβροχή,αποζητούνε.ανπάλιφύγειςμακρυάμνήμεςσανοπλαρχηγοί,στοσύθαμποανακοινώσουνενικηφόραεφόρμηση.επιπλέοννύχτααγρύπνιαςΜαΐου2010 25
ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΝ (ή τ’ αγκάθι που αγκυλώνει) Πώς να ξεκρίνω την άκρια της σιωπής και να την περπατήσω; Σιμά δω μέσα μου βοά και τρώει τα σωθικά μου, άγρια κραυγή και αγία. Πώς να περάσω χώματα που απάτητα τ’ άφησαν άλλοι τί είναι με το μέρος μου και τί απέναντί μου; Πώς να σιγάσω έναν καημό αν δεν τον τραγουδήσω και τί τραγούδι να σας πω, τα λόγια σα δε ξέρω; Ποτέ μου δεν αγάπησα μ’ αγάπη που τυφλώνει ποτέ μου δε βάστηξα πόθο που ξελιγώνει. Γιατί ‘χα πάντα κατά νου, δρόμους στρωτούς και ωραίους. Τα ία σα μυρίζεις και σ’ Τ΄αγκάθιπωςτιγλυκειέςευωδιέςσαμπεις,είναικείνοπουθαρρείς,πρέπεικαινατόβρεις˙πουαγκυλώνει; Πολυδέντρι 17 Ιουλίου 2010 26
Σωτήρης Τράντος, Καπναποθήκες, Καρδίτσα, Γενάρης 2018. «Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς σαν τον κατάδικο/ πάνω απ’ την στάχτη που σκεπάζει τον παράδεισο» 27
Μάνθος Σδρόλιας ΕΠΙΔΡΟΜΗ Πέρασαν σήμερα πάλι οι ληστές απ’ το χωριό για τα καθιερωμένα. Λίγο φαγί να φάνε και λίγο κοκό για τ’ άχτι τους. Από φαγιά χόρτασαν μπόλικα, όσο για το κοκό… μείναν με τον πούτσο στο χέρι. Τις γυναίκες μας τις στείλαμε στο βουνό. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Πέρασα από το βιβλιοπωλείο Μητσέλος Σε μια γωνιά ξεχασμένη από τους αναγνώστες διέκρινα γκρι βιβλίο του Σκαρίμπα Δε μου άρεσε το γκρι αυτό του βιβλίου διάλεξα κάποιο άλλο Είπα θα ξαναπεράσω Ένα χρόνο μετά το ξαναβρήκα Το χρώμα του ξεφτισμένο σχεδόν κίτρινο θα έλεγα Μου άρεσε πολύ Το αγόρασα αμέσως. Χαρίκλεια Τσούση, Απίθωμα, Ποτιδάνεια, Δεκέμβρης 2008. 28
ΠΑΡΑΒΟΛΗ Οι γυναίκες φορώντας μαύρα εισέρχονταν στην εκκλησία οι πιο μοντέρνες το έσπαγαν με λίγο μωβ και κόσμημα Κι οι Θεσπρωτοί με τα βαριά γυαλιά και σφιχτοκουμπωμένο το μανίκι καθισμένοι όλοι και σοβαροί κατά τους τύπους άκουγαν τα παρακάτω “εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ταῦτα εἶπον ὁ τυφλὸς: ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς μου” Οι άλλοι ‘καναν το σταυρό τους –εγώ χειροκρότησα. Χαρίκλεια Τσούση, Εκκρεμές, Ποτιδάνεια, Αύγουστος 2021. 29
JOLA818
JOLA818 Jola818, Self revenge, Panel 125x250cm, 2019.
[λογοπαίγνιο από τη λέξη bus (λεωφορείο) και τη λέξη busted (αυτός που χτυπήθηκε)] BUS Καλλιτέχνης: Jola818 Τοποθεσία:Εγκαταλελειμμένο λεωφορείο Επιφάνεια:ΡέμαΓαβρά BUSted Το συγκεκριμένο έργο απεικονίζει το κουφάρι-καρκάσα μιας νεκρής σαύρας μετά το πέρασμα του Ιανού. Έγινε με πρωτοβουλία και προσωπικά έξοδα του καλλιτέχνη και είναι αφιερωμένο στα αμέτρητα νεκρά ζώα που χάθηκαν στην καταστροφική πλημμύρα που έπληξε την πόλη του, Καρδίτσα. 19/9/2020 (Η επόμενη μέρα) 32
2021.Οκτώβριοςlinoleum,σεΧαρακτικόποτήρι,στοΠάνω Το τσιπουράδικο Χρήστος Εικονογράφηση:ΚολτσίδαςΜαριλένα Παπαγεωργίου | Sourtouka memento lab Πώς να παρομοιάσεις τον έναστρο ουρανό μ’ ένα τσιπουράδικο; Πώςή να παρομοιάσεις ένα τσιπουράδικο με τον έναστρο ουρανό; *** 34
2021.Οκτώβριοςlinoleum,σεΧαρακτικόαστέρια,τ’απόΚάτω Το καλό τσιπουράδικο Στο καλό τσιπουράδικο είναι που συναντώ πάντα τους φίλους μου. Ακούμε τραγούδια που μας μένουνε στα χείλη, τρώμε σωστούς μεζέδες κι έτσι χαιρόμαστε. Κάπου κάπου όμως το καλό τσιπουράδικο παίρνει μιαν άλλη όψη που ξεμακραίνει από την όψη της ζωής. Οι φίλοι είναι κάπως πιο τρομαχτικοί, τα τραγούδια κάτι προμηνύουν κι οι μπουκιές σου μένουνε στο στόμα. Το κακό τσιπουράδικο Είναι αυτή η καλαμωτή στους τοίχους κι οι παλιές διαφημίσεις της ρετσίνας, είναι αυτός που πάντα με κοιτάει απ’ τη γωνία, είναι αυτός που λέει όχι και μετά λέει ναι χωρίς να το εννοεί, είναι τα τζάμια που βάζουνε μέσα το φως σα να αγκομαχάνε, είναι οι «σπατάλησαφράσεις:τηζωή μου», «πού πάει αυτός ο τόπος», «να πάτε όλοι να γαμηθείτε», «μια ζωή εγώ ο μαλάκας της υπόθεσης», «ε ρε και να ’μουνα τώρα κάπου αλλού», είναι τα πρόστυχα αστεία, είναι τα απελπισμένα γέλια, είναι τα ψεύτικα γέλια, είναι τα γέλια μέσα απ’ τα δόντια, είναι το μεσημέρι στο κακό τσιπουράδικο. 35
Απόπειρα θεοδικίας στο κακό τσιπουράδικο Αφού είν’ ο Θεός εκείνο το σμήνος τα πουλιά που πέταγε μέσ’ απ’ τα δέντρα μετά από βροχή στο πατρικό μας σπίτι, πώς καταλήξαμε εδώ που έγιν’ η ζωή ένας βρεγμένος δρόμος κι η βρωμιά που μαζεύουν κάθε βράδυ τα πεζοδρόμια; Και πώς δεχτήκαμε να στήσουμε τραπέζι μπροστά σ’ αυτό το κωλομάγαζο; Η εύκολη ενοχή Μπορώ πολύ εύκολα, ανάμεσα στις σαρδελίτσες, το καπνιστό σκουμπρί και τα παστά, λίγο πιωμένος, να σου μιλάω για εκείνο το «καημένο το γυφτάκι» που πουλάει κλεμμένα τριαντάφυλλα, για τα κακά της επαρχίας, την ανεργία μας και γι’ άλλα τέτοια. Κι εσύ όμως μπορείς, ανάμεσα στις σαρδελίτσες, το καπνιστό σκουμπρί και τα παστά, την τόσο εύκολη ενοχή μου απλά να μου θυμίσεις. Αν*** ήταν θα ήταν όντως ο ουρανός ένα τσιπουράδικο παλαιό που θ’ άναβε τις νύχτες και τ’ άστρα ‒ω στραγάλιαναι‒ στο πιατάκι μας. Αν ήταν. 36
Μέσα στο μπουκάλι, Χαρακτικό σε linoleum, Οκτώβριος 2021. 37
Θεοφάνης Σερέτης, Καλή Κώμη, Αύγουστος 2021. 38
Η ιστορία με τις κότες Ήταν χινόπωρο μα είχε ακόμα αρκετή ζέστη. Η αποστολή του ήταν απλή. Το Renault 4, η Ρή νουλα, όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Μήτσος, έπρεπε να διανύσει μέσα από αλλεπάλλη λες στροφές, ανηφόρες και κατη φόρες, περίπου εκατό χιλιόμετρα Αγράφων, με αφετηρία τον θεσ σαλικό κάμπο και μοναδικό σκο πό να εφοδιάσει τη ΘειαΜαρίτσα για τον χειμώνα που έφτανε. Τον Μήτσο συνοδεύει, στη θέση του συνοδηγού, ο γιος του, ο Φώτης. Το πορτ μπαγκάζ και ο εσωτερικός χώρος της Ρηνού λας είναι τίγκα. Ψωμιά, μακαρό νια, ρύζια, αλεύρια, μια ταΐστρα, φάρμακα για την κλαπάτσα, μπι τόνια βετζίνα, 20 μέτρα νάυλο, κάτι βελέντζες και μερικά ξύλα για το τζάκι. Στα πίσω καθίσμα τα βρίσκονται και πέντε κότες αγορασμένες από το Μουζάκι, στοιβαγμένες σ’ ένα χαρτόκουτο ασφαλιγμένο με σπάγγο. Η Ρη νούλα φορτωμένη πλέον παίρνει τον ανήφορο. Σε δυο ώρες περί που θα ρεμβάζει κάτω από τον γεροπλάτανο της ΘειαΜαρίτσας. Αφήνουν το Μουζάκι και ξεκινά νε. Δεν θα χουν πάνω από είκοσι λεπτά στον δρόμο όταν γίνεται η πρώτη στάση. Μια πηγή κάτω από μια τρομερή σκιά. Το παγω μένο νερό σβήνει την δίψα τους. Το ίδιο ισχύει και για το ψυγείο της Ρηνούλας. «Πιπόνια Αχιλώ ουυυ», φωνάζει από απέναντι, μ’ όλη του τη δύναμη ο πιτσιρι κάς, κάτω από μια αγριοκαστα νιά, μπροστά από το μουσταρδί αγροτικό με τα φρούτα. Ο μικρός πουλάει φρούτα με τον πατέρα του. «Βάλι μας 4 πιπόνια», λέει ο Μήτσος. Τα πεπόνια παίρνουν τη θέση τους. Γίνονται το υποπό διο, κάτω από τα παπούτσια του Φώτη. Η Ρηνούλα ξαναξεκινά. Τα πεπόνια την έχουν βαρύνει κι άλλο. Τώρα αρχίζουν οι μεγάλες ανηφόρες. «Γαμώητ δεν έπρεπε να σταματήσουμε, είχαμε μάσει καλή φόρα», μονολογεί ο Μή τσος. Η Ρηνούλα αγκομαχά αλλά δεν το βάζει κάτω. Στην πρώτη μεγάλη ανηφόρα το κάθισμα του οδηγού κινείται προς τα πίσω. Είναι ξεβιδωμένο από τη βάση του. Ο Μήτσος βά Θεοφάνης Σερέτης 39
ζει δύναμη στα χέρια και ξαναφέρνει το κάθισμα στη θέση του. Τώρα ακο λουθεί μια κατηφόρα. Η κοιλιά του Μήτσου κολλάει στο τιμόνι. Με τα χέ ρια του σπρώχνει για να ξεκολλήσει. Ακολουθεί πάλι ανηφόρα –ξανά πίσω ο Μήτσος. Και πάλι κατηφόρα –ξανά η κοιλιά στο τιμόνι. Τα δυνατά χέρια του έχουν αρχίσει να τρέμουν από το τράβα-σπρώξε. Το κάθισμα κινείται πίσω-μπρος συνεχώς σε ανηφόρες-κατηφόρες. Δεν δείχνει να ενοχλείται ιδιαίτερα. Έτσι κ αλλιώς τρία χρόνια έτσι οδηγάει. Βέβαια στον κάμπο δεν αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα. Από το ραδιόφωνο η χρυσή φωνή του Αντώνη Κυρίτση τους κρατάει συντροφιά. Σκόνη, τεράστιες λακκούβες, χωματόδρομος, ανύπαρκτος δρόμος σε ορισμένα σημεία. Τα κεφάλια τους κοπανάνε στις χειρολαβές και στον ουρανό. Η Ρηνούλα αγκομαχά μα είναι σκληρό καρύδι. Κινείται με 25χλμ/ώρα. Ο δρόμος ξεπερνά τα 1.000 μέτρα υψόμετρο, αλλά ανεβαίνουν ακόμα και οι στροφές δεν σταματάνε. Φτερουγίσματα από το πίσω κάθισμα. Ένα κεφάλι κότας ξεπροβάλλει εκτός κουτιού. Ο Φώτης με το χέρι τη βάζει στη θέση της. Στροφές, στροφές, στροφές. Πάλι φτερουγίσματα. Αυτή τη φορά πιο δυνατά. Ο Φώτης γυρ νάει να δει τι γίνεται. Μια κότα έχει βγει μισή από το κουτί και φτερουγίζει παλεύοντας για την ελευθερία της! Προσπαθεί να τη βάλει μέσα στο κουτί αλλά αυτή επιμένει. Στροφές, στροφές, στροφές. Η κότα έχει βγει σχεδόν ολόκληρη από το κουτί! Ο Μήτσος χαλαρώνει τα χέρια του, αφήνει το τιμό νι, η θέση του φτάνει πίσω και με μια κίνηση ορεινού σαολίν και μια χριστο παναγία βάζει την κότα στον πάτο του κουτιού. Γυρνάνε μπροστά γελώντας ανακουφισμένοι. Μα μπροστά δεν υπάρχει τί ποτα! Μόνο οι αγέρωχοι έλατοι, ο καταγάλανος ουρανός και η τρομακτι κή γκρεμίλα που φτάνει μέχρι τον κάμπο... Ο Μήτσος δείχνοντας κάποια ψυχραιμία τραβάει τη θέση του μπροστά, γυρίζει αμέσως το τιμόνι τέρμα δεξιά. Τόσο δεξιά που τα χέρια του βρέθηκαν πάλι αριστερά. Πατάει το φρέ νο και με τα δυο του πόδια· η Ρηνούλα, ο Μήτσος, ο Φώτης και οι Κότες Ηαιωρούνται...ζωήτους,σαν ταινία περνάει μπροστά από τα μάτια τους. Ο Μήτσος βλέ πει τα δύσκολα αλλά όμορφα χρόνια που ζούσε στο χωριό, τις ράχες που βοσκούσε τα γιδοπρόβατα από την ηλικία των 5, τα δύσβατα μονοπάτια, τον αυχένα, την ήττα-ανατροπή στις εκλογές του 2000. Μυρίζει κοπριά και βρεγμένο χώμα. Τυρί, γάλα, τραχανά, πλαστό και το αγαπημένο του φαγη τό αρνάκι στη γάστρα... Ο Φώτης βλέπει τους φίλους και τη δασκάλα του απ’ το Δημοτικό, την Ιωάννα, τον Πέτρο, τις πρώτες του διακοπές πέρσι στον Πλαταμώνα, τον Ζαγοράκη να σηκώνει το Euro. Μυρίζει ιδρωμένες φανέλες και λάστιχα πο δηλάτου. Γιαούρτι, Μίλκο, νεκταρίνια, πίτσα και το αγαπημένο του φαγητό μακαρόνια με κιμά... Οι Κότες δεν είδαν και πολλά. 40
Σχέδιο: Alexander K.
Ευτυχώς η Ρηνούλα είχε προλάβει να στα ματήσει στο χείλος τους γκρεμού. Μόνο μια ρόδα ήταν στον αέρα. Ναι, είναι ακόμα ζω ντανοί. Ένα εκατοστό πιο μπροστά και θα έφταναν κατρακυλώντας στη ρίζα του βου νού. Η Ρηνούλα τους έσωσε. Το μακρύ μαλ λάκι του Φώτη έχει ιδρώσει. Το εφηβικό μου στάκι του, που αρνούνταν ακόμα να ξυρίσει, το ίδιο. «Γαμώ την Παναγίατ, θα σκοτωθούμε για την παλιόκοτα», λέει ο Μήτσος ταραγ μένος. Βάζει προσεκτικά όπισθεν και οδηγεί την Ρηνούλα σε ασφαλές σημείο. «Πάω να μάσω τσιάι», είπε. Ήθελε να ηρεμήσει από το σοκ που του προκάλεσε ο παρά λίγο θάνατός Ητους.Ρηνούλα έμεινε με τον Φώτη και τις Κότες. Ο Φώτης κάνει βόλτες γύρω απ’ τη Ρηνούλα. Μια μορφή πλησιάζει από μακρυά. Είναι ο -ΙεεεΜπαρμπαΣιώτης.τιφκιανςα; ρωτάει ο ΜπαρμπαΣιώτης, -Καλά,πλησιάζοντας.μιαχαρά, εσείς; απάντησε με δυνατή φωνή ο Φώτης. -Ααα; Τείπις μαάναμ; -ΚΑΛΑ, ΜΙΑ ΧΑΡΑ, ΕΣΕΙΣ;» επανέλαβε, με όλη του την δύναμη. -Τίνους είσι; -ΤΟΥ -Έφη;;-ΑΠ’-ΠχοιανούΜΗΤΣΟΥ.Μήτσου;ΤΟΠΑΛΗΟΧΩΡΙ.εσυείσαι;;;Λέειο ΜπαρμπαΣιώτης. -Ο Φώτης είμαι. Ο ΜπαρμπαΣιώτης του δίνει το χέρι, τον τρα βάει κάτω να φτάσει στο ύψος του και τον φι λάει σταυρωτά· οριακά στο στόμα. «Σχώραμι ρήγαμ, είδα μακρύ μαλλιί και σι πέρσα για ντ’ναδερφούλας». Την άβολη αυτή στιγμή διακόπτει ο Μήτσος που γυρνάει με αρκετό τσιάι στην αγκαλιά του και τα λένε με τον ΜετάΜπαρμαΣιώτη.απόδέκα λεπτά η Ρηνούλα ξαναξεκινά ει. Ο Φώτης έχει το τσάι στην αγκαλιά του. Ο ΜπαρμπαΣιώτης τους χαιρετάει καθώς απομακρύνονται. Ο δρόμος γίνεται όλο και χειρότερος. Ο Φώτης κατεβαίνει συχνά και Χαρίκλεια Τσούση, Αυγά, Ποτιδάνεια, Δεκέμβρης 2016. 42
καθαρίζει τον δρόμο από τα λιθάρια, για να περάσει η Ρηνούλα. Η επόμενη ώρα πέρασε χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Βρίσκονται τώρα έξω από το καφενείο της Νίκαινας. Εδώ το έχουν έθιμο και σταματάνε κάθε φορά που περνάνε, καθώς η Νίκαινα είναι φίλη της οικογένειας από τον παππού Φώτη ακό «Αααμα. ρα Μήτσου, που είsh α τι φκιαν’τε;;;» είπε η Νίκαινα με την διαπεραστική τσιριχτή φωνή της. «Ααα εχς και το κοριίιτsh; που είσαι κούκλαμ;», ούρλιαξε. «Ο Φώτης είμαι», φωνάζει ο Φώτης. Έτρεχε κατά πάνω τους με το περπάτημά της πά πιας. «Σχώρα μι μάναμ, δεν σι καταλάβα δεν γλιέπω καλά μακρυά». Η χειραψία της κοντεύει να του σπάσει τα δάχτυλα. Το φιλί της οριακά στο στόμα. «Όσα φιλιά δεν έδωσα στον Πλαταμώνα, θα τα δώσω σήμερα», σκέφτεται ο Φώτης. -Πώς κι αποδώ; Πάτε για του χωριό; Κατσείτε να κεράσω γκαηφέ. Κατσείτε κα -Ιε,τσείτε.πάμι για του χωριό, ανεβάζμε πράματα στη ΘειαΜαρίτσα. Α πιούμι ένα γκαηφέ πρώτα -Μπράβοόμως.Μήτσομ, μπράβο. Πολύ γλυκόν μι γάλα ιε; -Και νεράκι παγωμένο. -Εσύ παληκάριμ; Θες μια πορτοκαλάδα; -Ναι. Ευχαριστώ. Η παραγγελία φτάνει σε δέκα λεπτά σώα παρά τα τρεμάμενα χέρια της Νίκαινας. Είχε περάσει μιαν ώρα βαθιάς ανάλυσης της τοπικής επικαιρότητας όταν ο Μήτσος θυμήθηκε τις κότες. «Νίκαινα πρέπνα φύγουμι θα σκασν οι κότες». Μπήκαν στη Ρηνούλα και ξαναξεκίνησαν. Λίγο πριν μπουν στο χωριό η Ρηνούλα θα κόψει ταχύτητα. «Κοίτα Φώητ. Όλα αυτά που γλιεπς θα ‘ναι θκας μια μέρα». Ο Φώτης κοιτάζει ενθουσιασμένος αλλά δεν βλέπει κάτι άλλο πέρα από πέτρες και γκρεμίλα. Έχουν περάσει τέσσερις ώρες απ’ όταν άφησαν πίσω τους τον κάμπο. Φτάνουν επιτέλους στη ΘειαΜαρίτσα. «Έφηη πουόσο ψήλουσες κοπέλααμ;», λέει η θειά. Αυτή τη φόρα ο Φώτης δεν λέει τίποτα και ετοιμάζεται για το τρίτο υγρό φιλί υπερήλικα στα χείλη του. Ξεφόρτωσαν τη Ρηνούλα. Οι κότες πια δεν ακούγονταν. Είχαν σκάσει τόσες ώρες μέσα στο κουτί. Η ΘειαΜαρίτσα πήρε μια σκάφη τη γέμισε κρύο νερό απ’ την τουλούμπα, έδεσε τα πόδια τους αναμεταξύ τους με σπάγγο και τις έβαλε μπρούμυτα μέσα στη σκάφη με το νερό να δροσιστούν. Ο Μήτσος άρπαξε το τσεκούρι και πήγε να κλαδέψει τα δέντρα. Η ΘειαΜαρίτσα έτρεξε πίσω του για να τον επιβλέπει. Ο Φώτης έμεινε να κοιτάει τις κότες. Δεν κουνήθηκαν ποτέ. 43
Βαγγέλης Μπριάνας, Μεταλλικός Έλατος, Επαρχ. Οδ. Καρδίτσας-Αργιθέας, Δεκέμβρης 2020. Ο ΜΑΓΙΣΣΑΚΑΙΤΟΤΣΟΜΠΑΝΟΣ,ΓΑΛΑΗΒΑΣΙΛΙΣΣΑ 44
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε απάνω στην Αργιθέα ένας τσομπάνος με την οικογένειά του. Όλη την ημέρα, απ’ το πρωί που σηκώνονταν μέχρι αργά το βράδυ, έτρεχε στο δάσος για να εξασφαλίσει τροφή για τα παιδιά του. Μια μέρα, λέει στην γυναίκα του, τσομπανοπούλα: –Γυναίκα, δεν είναι ζωή αυτή. Θα φύγω να βρω την τύχη μας, κι άμα τη βρω θα ’ρθω να σας πάρω. Ξεκίνησε, λοιπόν, πρωί-πρωί πριν φωτίσει ο ήλιος, αφού χαιρέτησε τη γυναίκα του, και περπατούσε μες στο δάσος. Σε δυο μέρες τελείωσαν τα τρόφιμα που ’χε πάρει μαζί του και περπατούσε πλέον χωρίς τροφή. Περπατούσε το βράδυ για να ξεφύγει από τ’ αγρίμια, και τη μέρα ξάπλωνε σε μια σκιά. Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βρισκόταν, αντίκρισε στο απέναντι βουνό φωτιά: –Είναι οι τσομπαναραίοι, είπε στον εαυτό του. Και μια και δυο ξεκίνησε να πάει κει που ’ταν η φωτιά. Όταν πλησίασε, τον μυρίστηκαν τα σκυλιά, κι αμέσως έτρεξαν γαυγίζοντας προς το μέρος του. Πετάχτηκαν οι τσομπαναραίοι και φώναξαν τα σκυλιά να γυρίσουν πίσω. Με δυσκολία τα κατάφεραν. Όταν πλησίασε ο τσομπάνος: –Γεια σας, αδέρφια. –Έλα κάτσε,τουείπαν και του ’φεραν φαγητό και νερό να πιει. Αφού έφαγε και ήπιε, τον ρώτησαν από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Τους είπε ότι έρχεται απ’ την Αργιθέα κι άφησε την οικογένεια του εκεί, και ξεκίνη σε να βρει καλύτερη τύχη και γι’ αυτόν και για την οικογένεια. Οι τσομπανα ραίοι τον άκουγαν με προσοχή: –Εσείς;, λέει,πώς περνάτε εδώ; Γιατί έχετε όλοι σημαδεμένο το πρόσωπο; –Όλη η περιοχή εδώ που βλέπεις, του είπαν, ανήκε σε μια βασιλοπούλα που ήταν και μάγισσα. Κάθε πρωί πρέπει να της πηγαίνουμε γάλα ζεστό. Η απόσταση,όμως, μέχρι τη σπηλιά της βασιλοπούλας ήταν μεγάλη και το γάλα κρύωνε. Και τότε μας σημάδευε, όπως βλέπεις, στο πρόσωπο: –Αύριο το πρωί, τους λέει ο τσομπάνος, να με ξυπνήσετε να πάω εγώτο γάλα. –Όχι βλάμη, του απαντάν. Εσύ μια χαρά άνθρωπος, να μη σε σημαδέψει η μάγισσα βασιλοπούλα. –Όχι, λέει, θα με ξυπνήστε να πάω εγώ το γάλα. Το πρωί φόρτωσαν το γάλα στο ζώο και ξύπνησαν τον τσομπάνο.Του λεν’: –Έτοιμο το ζώο με το γάλα. Ξεκίνησε, ανέβηκε στο ζώο. Μπροστά αυτός, πίσω τ’ άλλο άλογο. Μόλις πέρα σε την κορυφή του βουνού και δεν τον έβλεπαν οι τσομπαναραίοι, κατέβηκε κι άναψε ένα γκαζάκι που ’χε κρυμμένο. Το γκαζάκι αυτό το έβαλε κάτω απ’ το γάλα για να διατηρείτε καυτό. Έφτασε στη σπηλιά που έμενε η βασιλοπούλα. Μόλις τον είδε: –Καλώς τον, καλώς τον! φώναξε η βασιλοπούλα. Να δούμε, πού θα σημαδέψω τ’ όμορφό πρόσωπό σου που είναι ασημάδευτο. Παίρνει το μπετόνι με το γάλα, όπως συνήθιζε, και το καταπίνει. Αμέσως, άρχισε να φωνάζει: –Η κοιλιά μου, η κοιλιά μου! 45
Βαγγέλης Μπριάνας, Μεταλλικός Τράγος, Επαρχ. Οδ. Καρδίτσας-Αργιθέας, Δεκέμβρης 2020. 46
Καταγραφή: Βαγγέλης Μπριάνας Απ’ αφήγηση Λάμπρου Μπριάνα (πατέρας) Το καυτό γάλα διέλυσε τα σπλάχνα της κι έπεσε νεκρή. Ο τσομπάνος πήρε το δαχτυλί δι που φορούσε η μάγισσα, απόδειξη ότι δε ζούσε πια, και πήρε το δρόμο της επιστρο φής. Όταν έφτασε στην κορυφή του βουνού, τον είδαν οι τσομπαναραίοι που περίμεναν με αγωνία, κι έτρεξαν και τον αγκάλιασαν. Του –Κάθισεείπαν:εδώ μαζί μ’εμάς. Θα σου δώσουμε πρόβατα να γίνεις κι εσύ αρχιτσομπάνος, σαν κι –Δέχομαιεμάς: την προσφορά σας, τους είπε. Αλλά πρώτα να πάω να φέρω την οικογένειά μου. Τη γυναίκα και τα παιδιά μου που ζουν ψηλά στο βουνό, στην Αργιθέα. Πήγε λοιπόν, τους πήρε και κατέβηκαν. Κι από τότε,ζήσαν καλά κι εμείς καλύτερα. 47
Οι λαϊκοί ήρωες φοράνε μπέρτα; Η απάντηση είναι σίγουρα όχι. Οι λαϊκοί ήρωες δεν φοράνε μπέρτα. Ίσως και να μην χρειάζεται. Αρκεί το όνομα τους να είναι απόλυτα συνυφασμένο με τις χαρές, τις λύπες, τα αισθήματα, τις ελπίδες, τις επιθυμίες, τον έρωτα και την ξενιτιά. Όλα αυτά μετουσιωμένα λυρικά, με φωνή κρύσταλλο, βγαλμένη μέσα από ένα στέρνο μεγαλύτερο απ’ όλα τ’ άλλα, από ένα τέτοιο λαρύγγι, που αν κλείσεις τα μάτια σου και αφουγκραστείς τα βουνά, τα ποτάμια και τους λόγγους της Αργιθέας σίγουρα θα την ακούσεις να σου διαπερνά το είναι σου και να βρίσκει κατευθείαν την καρδιά. Το όνομα αυτού; Στέργιος Βλαχογιάννης. Γεννημένος στο Πετρίλο Αργιθέας το 1927 στον συνοικισμό “Βλαχογιαννέικα”. 48
Ένας λεβεντάνθρωπος που διακρινόταν, εκτός από τη φωνή του, και για την ανθρωπιά του. Η φύση του χάρισε απλόχερα τη φωνή που συγκρίνεται με το κελάηδισμα των αηδονιών. Έτσι εύκολα και άκοπα απέκτησε και το προσωνύμιο «Το αηδόνι των Αγράφων». Σημείο αναφοράς σε όλα τα γλέντια του τότε και του σήμερα. Πρωτοστατούσε σε κάθε εκδήλωση των Αργιθεατών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που όλος ο κόσμος αναζητούσε την παρέα του. Είναι μεγάλη κατάκτηση κάθε σπίτι του χωριού να γίνει και δικό σου σπίτι. Το εγκώμιο του Στέργιου το έχει πλέξει ξεχωριστά κάθε άνθρωπος που έτυχε να τον γνωρίσει και να συναναστραφεί μαζί του. Για εμάς τους νεότερους που δεν είχαμε την τύχη να τον απολαύσουμε ζωντανά, ευτυχώς υπάρχουν οι ηχογραφήσεις των γλεντιών και μερικά βίντεο διάσπαρτα στο ίντερνετ για να μπορούμε να πάρουμε λίγο από την ατμόσφαιρα του τότε. Γλέντια γεμάτα ηλεκτρισμό. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στο φαινόμενο του ηλεκτρισμού αυτό κάθε αυτό, αλλά στο φαινόμενο Στέργιος Βλαχογιάννης. Ηλεκτρισμός ψυχής που δίνει το έναυσμα για χορό. Φωνή που σε κάνει να διαβείς τα βουνά για να συναντήσεις την κόρη που αγαπάς. Να θυμάσαι στιγμές από τα αγαπημένα σου πρόσωπα που δεν βρίσκονται εδώ. Ένα συναίσθημα χαρμολύπης. Όπου το γέλιο εναλλάσσεται με το δάκρυ. Έτσι όμως δεν είναι η ζωή; Θα μπορούσα να γράψω αρκετές αράδες με τα συναισθήματα που προκαλεί η φωνή του Στέργιου Βλαχογιάννη. Ας αρκεστούμε σε αυτά όμως. Ο Στέργιος Βλαχογιάννης, από ένας απλός τσομπάνης και τραγουδιστής από μεράκι, την τετραετία 1978–1981, μονοπώλησε το ενδιαφέρον των δημοτικών κομπανιών που θεωρούσαν μεγάλη επιτυχία να τον έχουν στο σχήμα τους. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1978 στο θέατρο Φιλοπάππου η μοναδική Δόρα Στράτου (της οφείλουμε αρκέτα στη διάσωση και τη συνέχιση του λαϊκού πολιτισμού) παρουσιάζει τα τραγούδια και τους χορούς της ορεινής Αργιθέας. Η φράση της Δόρας Στράτου για τον Στέργιο Βλαχογιάννη ότι είναι ένας άνθρωπος πλασμένος για χορό και τραγούδι ήταν η αναγνώριση για το ταλέντο του Στέργιου. Ένα ταλέντο και μια θέληση για εξωτερίκευση των συναισθημάτων μέσω της φωνής. Μιας φωνής που ένωνε τους απανταχού Αργιθεάτες. Αυτό φάνηκε ειδικά στο τέλος της παράστασης που ο κόσμος ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε έντονα για τη συνολική εικόνα τόσο του χορευτικού σκέλους όσο και των μουσικών που έλαβαν χώρα στην Τηνπαράσταση.ίδιαχρονιά, η Δόρα Στράτου προσκαλεί τον Στέργιο Βλαχογιάννη να ηχογραφήσει «Τα Τραγούδια της Αργιθέας». Ο Στέργιος αποδέχεται την πρόσκληση αυτή και με την βοήθεια του Συλλόγου Αργιθεατών Αθήνας, μπαίνει στο στούντιο του Κώστα Πρικόπουλου (ένας από τους πιο άρτιους ηχολήπτες της εποχής) και ξεκινάει τις ηχογραφήσεις. Είναι άξιο να αναφερθεί η «επαγγελματικότητα» του Στέργιου μιας και σε δύο μόνο μέρες κατάφερε να ηχογραφήσει είκοσι τραγούδια (και όποιος ασχολείται με τη μουσική και τις ηχογραφήσεις καταλαβαίνει ότι αυτό μπαίνει στην κατηγορία «άθλος»). Για τρία χρόνια δούλεψε σε μεγάλα κέντρα των Αθηνών δίπλα σε μεγάλους οργανοπαίχτες και τον χειμώνα του 1982 περιόδευσε στην Αμερική και στον Καναδά κάνοντας τον απόδημο Ελληνισμό να νιώσει ότι περπατάει ξανά 49
στα δικά του γνώριμα χώματα, που για λόγους άφησε πίσω για ένα καλύτερο Όλααύριο.αυτά τα χρόνια ο Στέργιος στάθηκε δίπλα σε αξιόλογους μουσικούς που τον βοήθησαν να βγάλει το πηγαίο και το αρχέγονο και να το εξωτερικεύσει με την φωνή του. Θα αναφέρω μερικούς χωρίς να θέλω να αδικήσω ξεχνώντας κάποιον. Στο βιολί: ένας καλός φίλος του, ο Γιώργος Λέκκος, οι Λάμπρος και Χρυσόστομος Καζιακούρας, ο Γιώργος Βασιλακάκος και ο Γιώργος Τόλος. Στο κλαρίνο οι: Δημήτρης Ρίζος, Μιχάλης Καραμπίνης, Απόστολος Τζιαχρής και Βασίλης Κωσταρέλος. Το ρεπερτόριο του μεγάλο. Υπάρχουν αναφορές ότι με την ίδια ευκολία όπως τραγουδούσε τα δημοτικά, τραγουδούσε ρεμπέτικα και λαϊκά κομμάτια. Δυστυχώς δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες ηχογραφήσεις από το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Θα αναφέρω εδώ κάποια κομμάτια που είναι συνδεδεμένα με την κληρονομιά του: Καράβα μου περήφανη / Θέλω να ανέβω στ’ Άγραφα / Στρουμπούλω / Να ‘χα έναν ταχυδρόμο / Τζάνε ποταμέ μου / Όσα κι αν περπάτησα / Σαράντα πέντε λεμονιές / Στάζουν τα κεραμίδια σου / Ξύπνα πουλάκι μ’ το πρωί / Εκείνο τ’ αστέρι το λαμπρό. Τέλος, δεν θα αναφερθώ στο φευγιό για τον άλλον κόσμο γιατί ο Στέργιος Βλαχογιάννης ουσιαστικά δεν έφυγε ποτέ. Ξέρω ακούγεται κλισέ αλλά ισχύει. Ζει μέσα στις καρδιές μας για όλους τους λόγους που προανέφερα. Ζει στους χορούς, στα γλέντια, στις κορφές απ’ τα ελάτια, στο θρόισμα των φύλλων που κομπανιάρουν την φωνή του, στα ρυάκια, στα ξωκλήσια, στις βουνοκορφές και στα πλάγια του Πετρίλου. Ζει και σε κάθε σπιθαμή γης που πατάει Αργιθεάτης. Χρήστος Σβεντζούρης •Πηγές:Αφιέρωμα της Φεβρωνίας Ρεβύνθη στον Στέργιο Βλαχογιάννη, Μιλάει ο Ηλίας Μακρής. • Αρχείο Χρήστου Σβεντζούρη, Καταγραφές κατοίκων Ανατολικής Αργιθέας. • https://www.dimosargitheas.gr/, Αφιέρωμα στον Στέργιο Βλαχογιάννη. 50
Θεοφάνης Σερέτης, Λίμνη Πλαστήρα, Γενάρης 2021. 51
Τέως Μολέντζικος Στο χωριό Ακούsh ΑηΤιΑφούειδαΉτανae.κανασκλί.haeΓΡΟΥιΝ!ΨηshταριάκαρέκλιςΤραπέžαMητshiο;καταή,καταή.καταή,δεθανα’ταν,τσπατshιές.απχείτε;φέρεδυοτσίπρα. Άθληση Ναι ρε! ΑθλούμαιΑθλούμαι.γράμμα γράμμα σειρά σειρά, στίχο στίχο. Πάω στο καφενείο και πίνω τσίπρο από νωρίς. Αθλούμαι νότα νότα, βήμα βήμα. Μαθαίνω για τον Κλειστό το Τάι-Τάι, τη Σβαρνιάρα και τον μ’ΝαιΚαρακώστα.ρε,αθλούμαι,ορεινάκαικαμπίσια μύθια μ’ «εχάη» και «ζατς» με γουρνοχαρά και λουκάνκο Με μπαμπάκι μπατζίνα και πατάκες Αθλούμαι και με Γκόρπα γιατί πονάει. Εννοείται. Ναι ρε! Αθλούμαι. Υπάρχει κανα πρόβλημα; 52
Έντονο ιαμβικό ψυχωτικό επεισόδιο Ήπχα γκαηφέ και πήγα στον μανάβη -και τρέχοντας κουτσός σχεδόν- πήρα κολοκυθάκια. Γυρνώντας έβαλα κλαρίνα τέρμα και την μπατζίνα μες στον φούρνο. Έριξα και χορό. Κλειστόν. Που να καρφώσω, ένα καρφί, να δέσω το μαντήλι, γερά να με βαστά να κάνω τις φιγούρες Την Κεντρική Πλατεία σαν κοιτούσα από το τηλέφωναfylakti.comεπήραστην Καρδίτσα και σ΄ακατάληπτη μιλώντας γλώσσα ρωτήσα κι έμαθα τα νέα. Σαν βράδυασε με πήραν για να βγω. Κλείνοντας τα τραγούδια και την πόρτα κατάλαβα πως στ’ Άγραφα δεν ήμαν, κι ο κάμπος ο θεσσαλικός με τ’ άπειρα τα κάλλη έμοιαζε τόσο μακρινός -μακρυά του τι χαλεύω. Η ξενιτιά κι ο ίαμβος χαλάσαν το μυαλό μου. 53
Χρυσόστομος Τσαπραΐλης Ωραίο πράμα η σόμπα, και χρηστικό πολύ – φούρνος, θερμάστρα, απλώ στρα, βραστήρας, αποτεφρωτής για χαρτοπετσέτες και φλούδες από φρούτα· ακόμη και για τηλεόραση κάνει αν κάτσεις να χαζέψεις τις φλόγες μέσα απ’ το τζαμάκι, όπως κάνουν αρκετοί πλέον στην οθόνη του υπολογιστή τους ελλείψει πύρινης οικιακής εστίας. Ευτυχώς στο σπίτι έχουμε ακόμη σό μπα όπως βλέπεις, τούτο το βαρύ τετράγωνο σκαρί που φαντάζει αρχαίο από το στρώμα γάνας και σκουριάς. Εδώ κι εγώ δεν ξέρω πόσα χρόνια η σόμπα αυτή λαμπαδιάζει το δωμάτιο σκορπώντας ολόγυρα τη μυρωδιά του χειμώνα – άρωμα από πυρωμένο κού τσουρο, από κάστανο ψητό και τριπλοζυμω μένη πίτα. Ψηλή, μελανιασμένη, στέκει σαν φρούριο πλαισιωμένο από την τάφρο που σχηματίζουν οι κουρελούδες που στρώνουμε ολόγυρα με το έμπα του Νοέμβρη. Κοίτα και Η γωνιά απ’ το μπουρί 54
*Αγγελική Χατζημιχάλη, Σαρακατσάνοι, Εκδόσεις Ιδρύματος Αγγελικής Χατζημιχάλη, Αθήνα 1957. το μπουρί πώς πάει: πρώτα ανεβαίνει κάθετα σαν πύργος κι έπειτα στρίβει προς τον τοίχο για να απλώσει τον καπνό στη γειτονιά. Δες τη γωνία που κάνει το μπουρί, εκεί που από κάθετο οριζοντιώνεται, εκεί που η καμπύλη του είναι γεμάτη πτυχές. Δεν μοιάζει κάπως με ακορντεόν; Καμιά φορά φαντάζομαι πως η σόμπα ολόκληρη, μαζί με το μπουρί, είναι πράγματι ένα πελώριο ακορντεόν που μονάχα το ίδιο το σπίτι μπορεί να παίξει. Για στήσε αυτί και άκου, τώρα που κόπασε η λαμπάδα και η θέρμη της φωτιάς, τώρα που το δωμάτιο είναι βαμμένο κόκκινο από την αχνή λάμψη των κάρβουνων. Πλησίασε στη γωνία απ’ το μπουρί και αφουγκράσου: ακούγονται τραγούδια να έρχονται αχνά μέσα απ’ το σωλήνα. Είναι παράξενη μουσική, στρυφνή, κροταλιστή και με μπόλικη αυθάδεια. Ετούτες είναι οι φωνές των νεκρών μας. Μην τρομάζεις. Για χρόνια, αιώνες τώρα, θάβουμε τους πεθαμένους μας εδώ κάτω απ’ την σόμπα, κάτω απ’ την εστία, μέσα στο πάτωμα, στο λάκκο που ανοίχτηκε όταν φτιάχτηκε το σπίτι. Τους διπλώνουμε δυο και τρεις φορές και τους στουμπώνουμε μέσα στην τρύπα. Να, κοίτα εδώ, κάτω απ’ τις κουρελούδες: οι χαρακιές που βλέπεις είναι τα σημάδια απ’ όταν κάνουμε τη σόμπα στην άκρη όταν μας χτυπάει θανατικό. Τους βάζουμε εκεί τους νεκρούς για να προστατεύουν το σπίτι, αλλά και για να έχουν συντροφιά οι καψεροί οι πεθαμένοι, ν’ ακούν από πάνω τις κουβέντες των ζωντανών και να ζεσταίνονται τα κόκαλά τους απ’ τη φωτιά. Καθώς συσσωρεύονται θαμμένοι κάτω απ’ τη σόμπα, τα σώματα πληθαίνουν κι αρχίζουν να πιέζουν προς τα πάνω. Όχι μόνο από έλλειψη χώρου· οι παλιότεροι πιάνονται απ’ την ακινησία αιώνων και προσπαθούν να ξεμουδιάσουν· κάποιοι δεν θέλουν να αγγίζονται μεταξύ τους – όσο ήταν εν ζωή δεν άλλαζαν μήτε καλημέρα· έπειτα είναι κι εκείνοι που τόσο τους έχουν μείνει οι συνήθειες απ’ όταν ήταν ζωντανοί, που ακόμη κάθε βράδυ θυμούνται το βραδινό κατούρημα και ψάχνουν να βρουν καμπινέ. Όλοι αυτοί λοιπόν κάθε νύχτα πιέζουν το πάτωμα και τη σόμπα από κάτω. Και πόσο ν’ αντέξει το μπουρί, άρχισε να τσαλακώνει με τα χρόνια από την πίεση. Και το αδύναμο σημείο του – η γωνία – άρχισε να αποκτά σιγά σιγά τις πτυχώσεις αυτές. Από εκεί ξεγλιστράει καμιά φορά, όπως απόψε, η κουβέντα και το τραγούδι τους. Τώρα που μένω μόνος εδώ τους έχω συντροφιά, καλύτερη από τηλεόραση ή τα παράσιτα του ραδιοφώνου –λες και πιάνει εδώ πάνω τίποτα άλλο. Αποκοιμιέμαι με το ακορντεόν των νεκρών προγόνων. Πολλοί λαοί είχαν συνήθειο παλιότερα να θάβουν τους νεκρούς μέσα στο σπίτι, κάτω απ’ την εστία (ή μπροστά της στην περίπτωση του τζακιού). Μέχρι σχετικά πρόσφατα αυτό το έθιμο επιβίωνε ως θαμπή αντανάκλαση στους Σαρακατσαναίους που, αν μια έγκυος απέβαλε, έθαβαν το νεκρό έμβρυο κάτω από την εστία, σόμπα, τζάκι ή μαγκάλι, ώστε αυτό να ξαναγεννηθεί.* 55
ISSN: 2732-8023 ALEXANDER K. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΡΙΑΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΒΕΝΤΖΟΥΡΗΣ ΗΛΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣΧΡΗΣΤΟΣΧΡΗΣΤΟΣΧΑΡΙΚΛΕΙΑΤΕΩΣΣΩΤΗΡΗΣJOLA818ΜΑΡΙΟΣΜΑΡΙΛΕΝΑΜΑΝΘΟΣΚΥΡΙΟΣΘΕΟΦΑΝΗΣΘΕΟΔΩΡΟΣΜΠΑΡΤΖΙΩΚΑΣΤΡΙΚΑΛΙΩΤΗΣΣΕΡΕΤΗΣΦΛΑΝΕΡΙΟΣΣΔΡΟΛΙΑΣΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥΜΠΟΡΑΣΤΡΑΝΤΟΣΜΟΛΕΝΤΖΙΚΟΣΤΣΟΥΣΗΚΟΛΤΣΙΔΑΣΣΒΕΝΤΖΟΥΡΗΣΤΣΑΠΡΑΪΛΗΣ