Artcore yperteuxos 2015

Page 1

ISSUE 03 JAN 2016

a cool magazine for art nerds

Υπερτεύχος 2015



ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

Το Artcore αποτελείται από μία παρέα νεαρών ατόμων που αγαπούν τον κινηματογράφο, τη μουσική, το θέατρο, τη φωτογραφία, τo animation, τη λογοτεχνία και λοιπά και λοιπά. Δεν είμαστε επαγγελματίες αρθρογράφοι ούτε επαγγελματίες καλλιτέχνες! Αν και επιθυμούμε να αφήσουμε κάποιο ίχνος ο καθείς στο αντικείμενό του... Το όνομα του περιοδικού προέκυψε από μια αναζήτηση στο Urban Dictionary και η ετυμολογία του (art nerds) μας ταιριάζει απόλυτα. Το Artcore είναι ως επί το πλείστον απόρροια -ευελπιστούμε θετική- της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα για εμάς υπήρχαν οι εξής εναλλακτικές: Να λέμε καλημέρα στον εαυτό μας, να κοιτάμε το ταβάνι και να καταριόμαστε την τύχη μας, αφού ούτε εθελοντικά δεν μπορούμε πλέον να βρούμε δημιουργική απασχόληση... Να ασχοληθούμε με κάτι που δε μας εκφράζει (αν και πλέον καθίσταται από δύσκολο έως αδύνατο), να ξενιτευτούμε (μπορεί και να τη σκαπουλάρουμε), να πληρωνόμαστε τρεις και εξήντα για 8ωρη + εργασία, να φτάσουμε στην ηλικία των 50 και των 60 και να βαράμε τα κεφάλια μας στους τοίχους για το πόσο ανώφελα πέρασαν τα χρόνια… Να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας με την παροχή της οικονομικής ευκολίας που προσφέρει το Internet και να κάνουμε την προσευχή μας ότι δε θα φάμε κράξιμο και ότι ίσως πιάσουν τόπο και τα χρήματα που ξόδεψαν οι γονείς μας σε σπουδές για να γίνουμε χρήσιμοι πολίτες... Και κάπως έτσι δημιουργήθηκε το Artcore! Φιλοδοξούμε μέσα από το περιοδικό να ασχοληθούμε πιο δημιουργικά με τα ενδιαφέροντά μας, να γνωρίσουμε επώνυμους και ανώνυμους καλλιτέχνες, να εκθέσουμε τις απόψεις μας στον κόσμο και να δημοσιεύουμε ό,τι πιο φρέσκο κυκλοφορεί στον χώρο της τέχνης! Και στο τέλος επειδή είμαστε και ψωνάρες να κάνουμε ένα πέρασμα στον έντυπο τύπο και να γίνουμε διεθνείς... Στους 2-3, που εμπνεύστηκαν την ιδέα του περιοδικού, προστέθηκαν άλλοι 13 με το ίδιο ψώνιο και απευθύνουμε ανοιχτή πρόσκληση σε όσους είναι καλλιτέχνες και θέλουν να εκθέσουν τη δουλειά τους ή αγαπούν την τέχνη και τον γραπτό λόγο και θέλουν να δημοσιεύσουν τις ιδέες τους στο Artcore!

JAN 2016

ARTCORE

03


04

ARTCORE

JAN 2016


EDITORIAL

Το Artcore έκλεισε πλέον τρία χρόνια ζωής και, όπως κάθε χρόνο, πέραν των κλασικών εορτασμών με μαζώξεις, τούρτες και μπουκάλια αλκοόλ, δημιουργήσαμε το επετειακό υπερτεύχος του 2015 με τα άρθρα και τις συνεντεύξεις που ξεχώρισαν τη χρονιά που πέρασε. Και σας το παρουσιάζω με ιδιαίτερη περηφάνια, γιατί, παραθέτοντας διστακτικά και ταπεινά τα λόγια του Καβάφη, ίσως... ίσως καταφέραμε να ανεβούμε «Το Πρώτο Σκαλί» και όπως λέει ο μεγάλος Έλληνας ποιητής, «κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει να ‘σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος. Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι». Περήφανη και χαρούμενη, λοιπόν, εύχομαι το Artcore να φαίνεται στα μάτια σας ως ένας άλλος φάρος επικοινωνίας για όσους επιθυμούν ένα κάποιο βήμα για να εκφράσουν την αγάπη τους για την Τέχνη.

Σας ευχαριστώ πολύ, Ελένη Μαρκ

Αρχισυνταξία Eλένη Μαρκ Tεχνική διαχείριση Άννα Μανιάκη ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ τευχουσ Μενέλαος Γεωργίου ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & αναπτυξη ιστοχωρου Παναγιώτης Ζαφειριάδης ενότητα «Μουσική» Αλεξία Τζιώγα ενότητα «Κινηματογράφος» Aureliano Buendia ενότητα «Φωτογραφία» Νίκος Πρίπορας ενότητα «ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ» Άννα-Μαρία Αρβανιτίδου ενότητα «Λόγος & Τέχνη» Eλένη Μαρκ ενότητα «ΑΛΛΑΙ ΤΕΧΝΑΙ» Άννα-Μαρία Αρβανιτίδου ενότητα «ART ECHOES» Eλένη Μαρκ Επιμέλεια κειμένων Ελένη Μαρκ JAN 2016

ARTCORE

05


The Art Nerds

Βασίλης Αγγελόπουλος

06

Άννα Artatouille

Άννα-Μαρία Αρβανιτίδου

Κατερίνα Ασημακοπούλου

Aureliano Buendia

Solus Ipsen Gherkin

Διονύσιος Καλαϊτζής

Κώστας Κάντογλου

Γιάννης Καψάσκης

Ιωάννης Κουτσοσίμος

Friedrich Keunerman

Γιάννης Κυρατσός

Αννα μ. Μ.

Δέριk’ο Μaλού

ARTCORE

JAN 2016


Άννα Μανιάκη

Νικόλας Πολίτης

Ελένη Μαρκ

Άννα Πριγκιπάκη

Nick Pasx

Φάνης Παπαχρηστόπουλος

Νίκος Πρίπορας

Κώστας Σπάσης

Αλεξία Τζιώγα

Βα Άν Άν Κα Au So Δι Κώ Γιά Ιω Fr Γιά Αν Δε Άν Ελ Φά Νι Άν Νί Ni Κώ Δη Αλ Ni

Δημήτρης Τερζής

Nicki Upstairs

JAN 2016

ARTCORE

07


INDEX

Φωτογραφία εξωφύλλου: Νίκος Πρίπορας Οι πηγές από τα κείμενα και τις φωτογραφίες στα άρθρα συμπεριλαμβάνονται στο site του περιοδικού www.artcoremagazine.gr


05

06

10

28

38

68

74

96 124

Editorial

Κινηματογράφος

Λόγος & Τέχνη

The Art Nerds

Φωτογραφία

Άλλαι Τέχναι

Μουσική

Επί Σκηνής

Art Echoes

JAN 2016

ARTCORE

09


Au d i to r i u m

CBGB: Το λίκνο του αμερικανικού Punk - ΤΟΥ ΔιονύσιοY Καλαϊτζή -

Κάποιες φορές στη ζωή -και φυσικά και στην τέχνη- για αλλού ξεκινάμε κι αλλού καταλήγουμε. Τις περισσότερες απ΄αυτές μάλιστα, συμβαίνουν καταστάσεις τελείως απροσδόκητα, τυχαία Ή από σπόντα, που όμως αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια και πολύτιμη κληρονομιά στην μετέπειτα εξέλιξη των πραγμάτων. Το club CBGB είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις.

10

ARTCORE

JAN 2016


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Κάθε μουσικό κίνημα, κάθε μουσική σκηνή, για να επιβιώσει και να διαδοθεί πρέπει να έχει την εστία του, το σπίτι του. Πόσω μάλλον ένα κίνημα άκρως αντιδραστικό και περιθωριακό όπως το punk–ένας... μουσικός επαίτης, θα μπορούσαμε να πούμε, κουρελής, αλλά συνάμα άγριος και βίαιος όπως τα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα που τον γέννησαν, σκληρός κι ωμός σαν την αλήθεια. Το αμερικανικό punk βρήκε το λίκνο και την στέγη του στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, στο νούμερο 315 της οδού Bowery, στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Αυτό όμως που κάνει την ιστορία του CBGB να ξεχωρίζει, είναι πως αυτό έγινε τελείως αναπάντεχα και εκ παραδρομής. Το CBGB πρωτοάνοιξε το 1969 από τον Hilly Kristal υπό το όνομα «Hilly’s on the Bowery». Αρχικά το μαγαζί ήταν στέκι μπεκρήδων κι αργότερα έγινε μπαρ για μηχανόβιους, ώσπου τον Δεκέμβριο του 1973, ο Kristal αποφάσισε να κάνει την επιχείρησή του περισσότερο κερδοφόρα αλλάζοντάς της ύφος. Έτσι, μετονόμασε τo μαγαζί σε «CBGB & OMFUG», που είναι τα αρχικά του «Country, Bluegrass, Blues and Other Music For Uplifting Gormandizers» («Country, Bluegrass, Blues και άλλες μουσικές για ανεβασμένους καλοφαγάδες») –δύσκολος τίτλος, δε λέω, αλλά εκκεντρικός κι αρκετά έξυπνος. Αρχική πρόθεση του Κρίσταλ –όπως φανερώνει και το όνομα του club– ήταν να έχει βραδιές με country, bluegrass και blues σχήματα. Όμως του βγήκε κάπως αλλιώς... Τον Φεβρουάριο του ‘74, μετά από παρότρυνση δυο θάμώνων του club, ο Κρίσταλ κλείνει για τις Τρίτες και τις Τετάρτες την τοπική μπάντα Squeeze και ο country/blues προσανατολισμός του CBGB αρχίζει να κάνει περίπατο αποκτώντας πλέον έντονη rock κατεύθυνση. Αν και οι Squeeze δεν ήταν punk συγκρότημα, παρόλα αυτά έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην εξάπλωση της φήμης του CBGB ως underground χώρος και κατά συνέπεια στην τελική διαμόρφωσή του –κάπως ρευστού κι αόριστου μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή– κινήματος του punk. Το νερό είχε πια μπει για τα καλά στο αυλάκι κι η συνέχεια ήταν ραγδαία· δεκάδες punk μπάντες χτυπούσαν την πόρτα

του Kristal για live και αυτός δεχόταν, βάζοντας μόνο δυο κανόνες: να φέρνουν δικό τους εξοπλισμό και να παίζουν μόνο δικό τους υλικό, όχι διασκευές. Μπάντες όπως οι Ramones, Blondie, Patti Smith, The Dead Boys –τους οποίους μάλιστα αργότερα μανατζάρισε ο ίδιος ο Κρίσταλ–, Television, Talking Heads, Mink DeVille, έκαναν τα πρώτα τους βήματα στο CBGB. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ΄70 από το club είχαν περάσει σχεδόν όλα τα ονόματα του εναλλακτικού χώρου, ανάμεσά τους οι The Police, Misfits, The Dictators, Iggy Pop, The Fleshtones, The Cramps, B-52 ’s, Bad Brains, Richard Hell and the Voidoids και πολλοί άλλοι. Την δεκαετία του ‘80 το CBGB φιλοξένησε κυρίως το NYHC (New York Hardcore) κίνημα με σημαντικότερους εκπροσώπους του τους Agnostic Front και Beastie Boys. Έπειτα από χρόνιες διαφορές για την αύξηση του ενοικίου, μηνύσεις και ένα τσουχτερό πρόστιμο το οποίο αρνήθηκε να πληρώσει ο Κρίσταλ, στις 15 Οκτωβρίου του 2006, μετά από μία συναυλία της Patti Smith, το CBGB έβαλε λουκέτο. Το ιστορικό αυτό underground μουσικό κύτταρο έκλεισε για πάντα ως συναυλιακός χώρος· οι βασικοί παράγοντές του όμως συνέχισαν να συνεισφέρουν στην εναλλακτική σκηνή διοργανώνοντας φεστιβάλς και ραδιοφωνικές παραγωγές. Ο Kristal πέθανε τον Αύγουστο του 2007 και τον Απρίλιο του 2008 το CBGB άνοιξε ξανά τις πόρτες του, πλέον σαν underground μπουτίκ, κρατώντας την παράδοση, την ιστορία και το ύφος του παλιού πανκάδικου club. Η επιρροή κι η παρακαταθήκη του CBGB είναι πλούσια και πολυποίκιλη: γνωστοί μουσικοί έχουν γυρίσει βιντεοκλίπ φορώντας μπλουζάκι με το λογότυπό του, στον χώρο του έχουν γυριστεί σκηνές για ταινίες, το όνομά του εμφανίζεται σε στίχους τραγουδιών, τηλεοπτικά σήριαλς, βιβλία comicς, ακόμα και βιντεοπαιχνίδια. Το 2013 γυρίστηκε η ομώνυμη ταινία σε σκηνοθεσία του Ράνταλ Μίλερ και με πρωταγωνιστή τον Άλαν Ρίκμαν στον ρόλο του Kristal. Όπως λένε, οι τοίχοι έχουν αυτιά. το σίγουρο είναι πάντως πως, αν οι τοίχοι του CBGB είχαν και στόμα, θα μας έλεγαν πολλές punk ιστορίες...

JAN 2016

ARTCORE

11


Au d i to r i u m

Northern Soul: Η ψυχή του αγγλικού Βορρά - BY Solus Ipse Gherkin -

12

ARTCORE

JAN 2016


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Βόρεια Αγγλία, 1968: Οι Mods έχουν ηττηθεί. Μεσουρανούν Progressive και Hard Rock ήχοι. Κι όμως… πολλοί νέοι της εργατικής τάξης αναζητούν στο καλό ντύσιμο, στη Soul και στις αμφεταμίνες μια ταυτότητα που θα τους κάνει «ξεχωριστούς». Χωρίς ιδεολογικό στίγμα και στην πραγματικότητα υιοθετώντας ξένα πολιτισμικά στοιχεία (ιταλική μόδα, μαύρη μουσική), δημιούργησαν μια υποκουλτούρα που διήρκΕσε μέχρι τα μέσα των 70s, όταν Punk και Disco άλλαξαν τα δεδομένα.]

Από μουσικής πλευράς η μόδα αυτή χαρακτηρίστηκε από μια ιδιομορφία. Οι δίσκοι που γνώριζαν επιτυχία ήταν… ήδη παλιοί! Ορισμένοι μάλιστα είχαν κυκλοφορήσει δέκα χρόνια πριν. Καθώς οι fans του είδους απέρριπταν τη Funk, αλλά έβρισκαν και την καθιερωμένη Soul «γλυκανάλατη», οι DJs της περιοχής αναγκάστηκαν να παίζουν Soul των 60s, η οποία όμως ήταν άγνωστη. Επέλεγαν λοιπόν δίσκους που στην Αμερική είχαν αποτύχει παταγωδώς αλλά γίνονταν hits δεύτερης ευκαιρίας στη Βρετανία. Επειδή όμως το πρόγραμμα των clubs (Wigan Casino, Blackpool Mecca, Twisted Wheel) έπρεπε να γεμίζει, οι DJs έψαχναν διαρκώς νέο υλικό. Έτσι, δημιουργήθηκε μια αγορά για DJs και fans. Το γεγονός ότι τα δισκάκια αυτά αποτελούσαν δισκογραφικές αποτυχίες ή ανεξάρτητες παραγωγές, τα καθιστούσε ήδη σπάνια και είχε συνέπεια στην αγοραστική τους αξία. Η ζήτηση ανέβαζε και την τιμή τους. Ακόμα και σήμερα κάποιοι δίσκοι εύκολα πιάνουν 250 λίρες, ενώ το “Do I Love You” του Frank Wilson, το 2009 πουλήθηκε 25.000 λίρες! Ευτυχώς, για τους μη έχοντες, κυκλοφορούν ωραιότατες συλλογές. Η αγορά δημιούργησε και τον όρο Northern Soul. Στην πραγματικότητα επινοήθηκε στο Λονδίνο από τον ιδιοκτήτη ενός εξειδικευμένου δισκάδικου, του Soul City, με αφορμή τους οπαδούς βόρειων ποδοσφαιρικών ομάδων, οι οποίοι πριν πάνε στο γήπεδο αγόραζαν σπάνιους δίσκους. Εκεί χρειάστηκε να δημιουργήσει μια ειδική προθήκη για να κατευθύνονται οι πελάτες, που την ονόμασε “Northern”. Ο όρος καθιερώθηκε και προσδιορίζει ένα είδος τραχιάς Soul, λόγω των δυσκολιών στην παραγωγή, λιγότερο «γλυκιάς» και αποδεκτής από τις μεγάλες εταιρείες (Motown, Atlantic, Stax), σπάνιας και κατά κύριο λόγο χορευτικής. Μεγάλα ονόματα δεν υπάρχουν, καθώς πρόκειται για άγνωστους καλλιτέχνες, αλλά ξεχωρίζουν οι Impressions με τον Curtis Mayfield. Τραγούδια που έχουν γίνει ευρύτερα γνωστά είναι τα: “Beggin’” (Frankie Valli), “Go Now” (Bessie Banks), “The Snake” (Al Wilson) και “Tainted Love” (Gloria Jones). Αν και η Northern Soul είναι περιορισμέ-

νης εμβέλειας, εντούτοις, άφησε κληρονομιά. Όντας μια underground αντιεμπορική μόδα, επέτρεψε αργότερα στο Punk να επενδύσει πάνω στα αντισυμβατικά χαρακτηριστικά. Τα hits επίσης, ξεπηδούσαν μέσω της κυριαρχίας των DJs στα clubs, τάση που εκδηλώθηκε αργότερα στην ηλεκτρονική μουσική. Η club κουλτούρα οδήγησε εύκολα ορισμένους εξ αυτών να αλλάζουν μόδες, όπως ο Mike Pickering των M People, που έφερε τη House στη θρυλική Hacienda του Manchester. Μάλιστα, η λευκή ετικέτα στα βινύλια τότε καθιερώθηκε, καθώς ο ανταγωνισμός ανάγκασε τους DJs να κρύβουν τα στοιχεία του δίσκου από τους «αντιπάλους». Οι δε clubbers χόρευαν μόνοι, έχοντας καταναλώσει speed, προκειμένου να παραμείνουν όρθιοι όλη νύχτα - όπως συνέβη με την ηλεκτρονική μουσική και το ecstasy αργότερα. Στη μουσική, η Northern επηρέασε τη δουλειά γνωστών καλλιτεχνών, όπως τους Soft Cell και Paul Weller στα 80s, τους Saint Etienne και Dodgy στα 90s και πιο πρόσφατα τις Amy Winehouse και Duffy. Δεν είναι μικρή κληρονομιά για μια μόδα που λογικά δεν επρόκειτο να υπάρξει. Γιατί πρακτικά δεν υπήρξε ποτέ μουσικός που να παρήγαγε έναν ιδιαίτερο ήχο που να διαφοροποιεί τη Northern από την υπόλοιπη Soul, αν και σήμερα ο επιθετικός προσδιορισμός “Northern” συναντάται σε πολλά άγνωστα διαμαντάκια της μαύρης μουσικής. Ήταν η αγωνία των νέων για διαφορετικότητα που έδωσε το έναυσμα. Όπως αναπολεί ο γνωστός δημοσιογράφος Paul Mason, clubber της εποχής: «Θέλαμε να διαφέρουμε από την βαρετή εικόνα των πατεράδων μας που έδειχναν οι λαϊκές ταινίες “Carry On” και γι’ αυτό αντιγράψαμε το φίνο ιταλικό ντύσιμο, χρησιμοποιήσαμε τη μαύρη εργατική μουσική των 60s για να εκφράσουμε τη δική μας ταξική ζωή στα 70s και ξαφνικά δημιουργήσαμε μια ανατρεπτική υποκουλτούρα που όμοιά της δεν είχε δει ακόμα η Βρετανία». Ακούστε: Top 50 Northern Soul Classics στο The 45s Club κανάλι του You Tube, Δείτε: Την ταινία “Northern Soul” της Elaine Constantine του 2014, Διαβάστε: “The Story of Northern Soul” του David Nowell, Portico Books, e-book, 2012.

JAN 2016

ARTCORE

13


K e e p m y o p i n i o n to yo u r s e l f

Είναι το rock ‘n’ roll του κλασικού μαέστρου - ΤΟΥ Γιάννη Καψάσκη -

Το έχουμε τυπωμένο στο μυαλό μας σαν περιθωριακή συμπεριφορά. Σαν παθογένεια της αστικής τέχνης. Οι τσαμπουκάδες μεταξύ μουσικών προσφέρονται στην καλύτερη σαν αντικείμενο κουτσομπολιού, στη χειρότερη σαν ένδειξη της rock κατάπτωσης. Προφανώς, επειδή εκείνοι είναι που τα κάνουν αυτά. Είναι πασίγνωστο, ΟΤΙ οι ροκάδες τρώγονται σαν τα σκυλιά. Blackmore - Gillan, Axl Rose - Slash, Waters - Gilmour, Von Karajan - Sviatoslav Richter. ΈΙ, περίμενε, ποιος;

14

ARTCORE

JAN 2016


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Θα ήταν υπέροχο να υπάρχει ως μετρήσιμο μέγεθος η ανθρώπινη εκκεντρικότητα και να βάζαμε σε μια ζυγαριά τον Richter και τον Karajan. Ο πρώτος, ο σπουδαιότερος πιανίστας του προηγούμενου αιώνα. Επίσης, φανατικός της λεπτομέρειας και προασπιστής της θεωρίας ότι ο ερμηνευτής της κλασικής μουσικής θα πρέπει να αποδίδει το έργο του συνθέτη μέχρι κεραίας και, εφόσον είναι ταλαντούχος, να φανεί και η δική του λάμψη. Ο τύπος ήταν άρρωστος, είχε πάει backstage σε κονσέρτο που παρακολουθούσε σαν θεατής, για να ζητήσει εξηγήσεις από τον Perahia, επειδή άλλαξε κάτι στην 3η σονάτα του Chopin. Υπερβολικό; Μπορεί και χειρότερα. Σε δική του ηχογράφηση, κατάλαβε εκ των υστέρων ότι έπαιξε μια νότα λάθος. Μία. Ασυγχώρητη συμπεριφορά απέναντι στο ιταλιάνικο Κονσέρτο του Bach. Εφόσον δεν μπορούσε να διορθωθεί, απαίτησε να μπει σημείωση στο πίσω μέρος του album, που να εξηγεί το λάθος. Ο δεύτερος, ο μεγαλύτερος μαέστρος, ίσως της ιστορίας. Απόλυτος, μεγαλοφυής και κλοτσημένος από τον εγωκεντρισμό του όσο δεν πάει, συμπεριφερόταν ως αυτοκράτορας, πάντα και παντού. Απαιτούσε την τελειότητα από τον καθένα μουσικό και χρησιμοποιούσε τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου σαν παιχνίδι του. Πραγματικός Ναζί, ακόμα και με διάσημους σολίστ και τενόρους (όχι, αλήθεια, ήταν γραμμένος στο Ναζιστικό Κόμμα κατά τον 2ο Παγκόσμιο) λέγεται ότι ελάχιστες φορές δεν πέρασε το δικό του, άσχετα με το ποιον είχε απέναντί του. Ο τύπος δε μάσαγε μία, τα είχε θαλασσώσει σε τραγικό βαθμό (ξέχασε ένα σημείο και πελάγωσε τη χορωδία ερμηνεύοντας Wagner), παρουσία του Χίτλερ, ο οποίος τα πήρε στο κρανίο και απαίτησε να τον διώξουν, αλλά επειδή ήταν κατά κάποιον τρόπο αναντικατάστατος (και του είχε αδυναμία ο Γκέμπελς), κράτησε τη θέση. Κυκλοφορεί και ένα μάλλον αληθινό ανέκδοτο για τον Karajan, που λέει ότι μπήκε κάποτε σε ένα ταξί στη Ρώμη και, όταν τον ρώτησε ο οδηγός πού να πάει, του απάντησε «Οπουδήποτε, παντού με χρειάζονται». Αυτούς λοιπόν τους δύο, σκέφτηκε κάποιος ιθύνων της Deutsche Grammophon να τους βάλει να ηχογραφήσουν μαζί. Ο Ουκρανός της ΕΣΣΔ που έπαιξε σολίστ στην κηδεία του Στάλιν και ο Αυστριακός, (αν και ο προ προ πάππος του μετανάστευσε το 1767 στη Βιέννη από την Κοζάνη, ο υφασματοποιός Γιώργος Καραγιάννης με τ’ όνομα, που τον έκανε Von ο αυτοκράτορας, επειδή τον έντυνε φιγουρίνι) κολλητός του ηγέτη προπαγάνδας του 3ου Ράιχ. Για να είμαστε δίκαιοι βέβαια, ουδέποτε υπονοήθηκε ότι η εχθρότητα μεταξύ τους είχε τέτοια ερείσματα. Η κόντρα όμως ήταν εκεί.

Η συγκεκριμένη κυκλοφορία, όπως συνηθίζεται στις κλασικές ηχογραφήσεις, περιέχει δυο ξεχωριστά μέρη. Το 2ο Κονσέρτο του Rachmaninoff και το 1ο του Tchaikovsky. Προφανώς, σε performance τέτοιου βεληνεκούς (οι κορυφαίοι συμμετέχοντες σε αριστουργηματικές συνθέσεις, υπό τη στέγη της top δισκογραφικής εταιρείας) δε χωράνε αμφισβητήσεις. Εκτός αν είσαι πιουρίστας της κλασικής μουσικής, πολύ αναλυτικός και λίγο κουτσομπόλης. Εδώ, μπαίνουμε εμείς στην ιστορία. Στο δισκοπωλείο που δουλεύω, συχνάζει ένας φανταστικός τύπος. Ο κύριος Δημήτρης. Ειδήμων της κλασικής, που έχει αφιερώσει χρόνια στη μελέτη της και με οξύ πνεύμα. Ο cool παππούς που όλοι ελπίζουμε να γίνουμε κάποτε. Λίγες μέρες πριν, λοιπόν, ήρθε με την πρωινή παραλαβή, το συγκεκριμένο βινύλιο. Το βλέπει και αμέσως έρχεται να μου πει ότι στους inner circles των gurus, αυτό το συγκεκριμένο κουβαλάει μια ρετσινιά και να μην το προτείνω στον κόσμο. Περίεργο για τόσο glamorous κυκλοφορία; Κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα. Και μου εξηγεί. Ότι ναι μεν, το μέρος του Rachmaninoff είναι αξιοπρεπέστατο, αλλά στο αντίστοιχο του Tchaikovsky, κάτι δεν πάει καλά. Δεν τα έβρισκαν οι δυο ήρωές μας στην απόδοση του έργου. Και ενώ ο Richter έχει ακόμα πράγματα να δώσει, είναι η διαφορετική αντίληψη του Karajan που τον φρενάρει. Οπότε και ο ένας δε λειτουργεί με τη γνωστή βελούδινη ροή του, αλλά και ο άλλος ακούγεται μέτριος σε σχέση με τα υψηλά του standards. Και όπως συζητιέται από το 1959 μέχρι αυτήν τη στιγμή που το γράφω, οι καβγάδες τους στάθηκαν παροιμιώδεις. Να πω την αλήθεια μου, εγώ που το άκουσα μου φάνηκε απλά υπέροχο. Εφόσον όμως υπάρχει τέτοια αυστηρή προειδοποίηση, πώς θα μπορούσα να την αγνοήσω;

JAN 2016

ARTCORE

15


K e e p m y o p i n i o n to yo u r s e l f

Η ιστορία της Misty Copeland και μια νίκη της φυλετικής ισονομίας που άργησε πολύ να έρθει - ΤΟΥ Γιάννη Καψάσκη -

«Υπήρξαν στιγμές που αμφέβαλλα για τον εαυτό μου. Στιγμές που ήθελα να τα παρατήσω, επειδή δεν ήξερα αν θα υπήρχε μέλλον για μια Αφροαμερικανή χορεύτρια, σε αυτό το επίπεδο»

16

ARTCORE

JAN 2016


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Το 2015 είναι μια μαγική χρονιά για τη Misty Copeland. Η φήμη της έχει απογειωθεί, τα social media την λατρεύουν, ήταν ένα από τα 5 διαφορετικά εξώφυλλα του TIME στο τεύχος με τις 100 προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη, επίσης φιλοξενήθηκε στο “60 Minutes” του καναλιού CBS. Είναι ξεκάθαρα η πιο διάσημη Αμερικανή χορεύτρια μπαλέτου, οι διαφημίσεις της είναι YouTube sensations και δεν έχει υπάρξει κανένας σημαντικός ρόλος που να μην έχει ερμηνεύσει. Σχεδόν κανένας δηλαδή, επειδή παρόλη την επιτυχία και την αποδοχή που έχει γνωρίσει, ήταν μόλις φέτος τον Ιούνιο που το American Ballet Theater την ονόμασε πρίμα μπαλαρίνα και έκανε το ντεμπούτο της στο ρόλο της Odette στη «Λίμνη Των Κύκνων». Γιατί καθυστέρησε τόσο πολύ, ενώ προφανώς είχε καιρό πριν τα προσόντα; Στα media της άλλης πλευράς του Ατλαντικού δεν είναι λίγα τα σχόλια που προσπαθώντας να δώσουν μια εξήγηση, κάνουν αναφορά στην καταγωγή, στην ανορθόδοξη πορεία της, αλλά και στο χρώμα του δέρματός της. Η Misty Danielle Copeland γεννήθηκε στο Kansas City το 1982 και μεγάλωσε στο San Pedro της California, με τη δυσλειτουργική οικογένειά της να δυσκολεύεται να ισορροπήσει μεταξύ των διαδοχικών γάμων της μητέρας της, τα πολλά ετεροθαλή αδέλφια της και τη φτώχεια που σχεδόν πάντα ενυπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις. Ποιες ήταν οι πιθανότητες για μια μαύρη πιτσιρίκα γύρω στα 6, που έπαιζε στο γκέτο, να γνωρίσει την κλασική μουσική και να αγαπήσει το μπαλέτο; Απολύτως καμία και έτσι η ηρωίδα μας δεν είχε ιδέα για όλα αυτά. Έπρεπε να φτάσει τα 13 για να ακούσει πρώτη φορά τη μουσική των κλασικών συνθετών και να μάθει γι’ αυτούς τους καταπληκτικούς χορευτές.

Είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει καμία άλλη επαγγελματίας μπαλαρίνα που ξεκίνησε σε τόσο προχωρημένη ηλικία, συνήθισε να ισορροπεί στις πουέντ σε ένα τρίμηνο και ενώ όλοι έλεγαν ότι είχε περισσότερες καμπύλες από ό,τι έπρεπε, κατάφερε σήμερα να είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στην ιστορία του μπαλέτου. Ούτε όμως η συγκινητική ιστορία του παιδιού-θαύματος, που έκανε το θαύμα υπό αντίξοες συνθήκες (αυτές που τόσο λατρεύουν οι Αμερικανοί, ενώ ήδη η βιογραφία της γίνεται σενάριο από τη New Line Cinema), δεν ήταν αρκετή για να υπερνικήσει την υποβόσκουσα δυσπιστία για την ασυνήθιστα γρήγορη άνοδο, αλλά και τη μη αποδοχή της, λόγω χρώματος, όσο κι αν δε θέλει κανείς να το παραδεχτεί. Εξάλλου, η ιστορία έχει καταγράψει λίγους μαύρους χορευτές σε lead θέσεις στα τρία μεγάλα αμερικανικά μπαλέτα, από την εποχή που ο Arthur Mitchell έσπασε το φράγμα του χρώματος και ονομάστηκε αρχιχορευτής, περίπου 50 χρόνια πριν. Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και είναι κυρίως άντρες. Στα 75 χρόνια ιστορίας του American Ballet Theater, η Copeland είναι η πρώτη Αφροαμερικανή πρίμα μπαλαρίνα και είναι λογικό που προκάλεσε τόσα σχόλια. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είπαν ότι η αποδοχή του κοινού, τα social media και ο Τύπος επιτάχυναν την αναγνωρισιμότητά της και έστρεψαν πολύ κόσμο στο κλασικό μπαλέτο, οπότε και σχεδόν αναγκάστηκαν να της δώσουν αυτό που της άξιζε. Δεν είναι όμως αυτή μια ιστορία σημειολογίας. Η αξία της Copeland δεν αμφισβητείται από κανέναν και τα γεγονότα το αποδεικνύουν αυτό. Στο ντεμπούτο της, στη «Λίμνη Των Κύκνων», φέτος το καλοκαίρι, υπήρξαν στιγμές που οι επευφημίες του κοινού υπερκάλυψαν τη μουσική. Smartphones πήραν φωτιά στις υποκλίσεις της και δέχτηκε ανθοδέσμες επί σκηνής από βετεράνους χορευτές. Μετά το τέλος, μικρά κορίτσια στάθηκαν στη σειρά κρατώντας αντίτυπα του “Firebird”, του παιδικού βιβλίου που επιμελήθηκε, μαζί με τους γονείς τους, οι οποίοι είχαν στα χέρια τη βιογραφία της “Life In Motion”, όλοι τους περιμένοντας για υπογραφές. Σε έναν κόσμο όπου όλοι ψάχνουν καινούριους ήρωες και ηρωίδες για να εμπνευστούν, το κλασικό μπαλέτο έχει μια ολοκαίνουρια. Και θα την έχει για πολλά χρόνια ακόμα.

JAN 2016

ARTCORE

17


Δ ι σκο θ ήκ η

Connected worlds, του Dirk Geiger - ΤΟΥ Βασίλη ΑγγελόπουλοY -

Χαλαρωτικές ατμόσφαιρες, ευαίσθητες μελωδίες και φουτουριστικά breaks.

18

ARTCORE

JAN 2016


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Ο Dirk Geiger δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις σε μια παρουσίαση δίσκου. Από την πρώτη μέχρι και την τελευταία κυκλοφορία του από την αμερικανική Tympanik Audio καθώς και την πολυσυζητημένη συνεργασία του με τους Ιάπωνες Contagious Orgasm, που κυκλοφόρησε από την Ant-Zen, φροντίζει να βγάζει ποιοτικές Ambient/ IDM δουλειές, συνήθως με concept (*concept art) προδιαγραφές. Εύκολα κανείς καταλαβαίνει πως η τελευταία του δουλειά «Connected Worlds» είναι και η πιο δυνατή. Από την abstract τοπιογραφική δημιουργία του εξωφύλλου έως το κρυφό κομμάτι στο τέλος του δίσκου, ο ακροατής έρχεται σε επαφή με έναν κόσμο νοσταλγικό, εγκλωβισμένο στις μελωδίες της μουσικής και στις εξασθενημένες πινελιές του artwork. Από το πρώτο κιόλας κομμάτι, ο ιδρυτής της Raumklang Music σε εισάγει στην κουλτούρα των «συνδεδεμένων κόσμων». Το κομμάτι ονομάζεται «Connect» και (πιθανόν να) σηματοδοτεί τη σύνδεση του ακροατή με τον δεύτερο «κόσμο». Η ακρόαση συνεχίζεται μέσα στις chill ατμόσφαιρες που άλλοτε θυμίζουν κάτι από Gridlock και

άλλοτε κάτι από Aphex Twin, για να καταλήξει στο κομμάτι «Disconnect», το οποίο σηματοδοτεί και την αποσύνδεση των δύο κόσμων. Ο ένας κόσμος ίσως να είναι ο κόσμος του ακροατή, ενώ ο δεύτερος εκείνος που αρχιτέκτονάς του είναι ο Dirk. Μάλιστα, επειδή ο δίσκος είναι πιθανότατα βιωματικός, ίσως να μην μπορούμε να καταλάβουμε άμεσα σε ποιον ανήκουν αυτοί οι κόσμοι, οπότε ο ακροατής να παίζει και τον ρόλο του θεατή. Στα πολλά θετικά του δίσκου ανήκουν τα κομμάτια: «Connect», «24 Hours Without Interruption», «Meeting of Both Worlds», το «Don’t Break Down All the Bridges» με τις postrock αναφορές του και, τέλος, το φοβερό «Disconnect». Κομμάτια αψεγάδιαστης ποιότητας και μελωδικής ευαισθησίας. Το CD είναι must-have για τις συλλογές των φίλων της ηλεκτρονικής και της ατμοσφαιρικής μουσικής, αλλά και για οποιονδήποτε άλλο, καθώς η σύνθεση των κομματιών και οι ιδέες πίσω από αυτά μετατρέπουν τον δίσκο σε κάτι που μπορεί να «μιλήσει πολλές γλώσσες». Ακούστε https://tympanikaudio.bandcamp.com/album/connected-worlds

JAN 2016

ARTCORE

19


Δ ι σκο θ ήκ η

Οι Deafheaven έραψαν νέα βερμούδα, την φοράνε και κεντάνε - ΤΟΥ ΙΩΑννη ΚουτσουσίμοΥ -

Μετά την έκρηξη του “Sunbather” το καλοκαίρι του 2013, οι Deafheaven επιστρέφουν με το “New Bermuda”, αποσκοπώντας να μην αφήσουν τίποτα να πάει χαμένο ούτε ίντσα στιγμής.

20

ARTCORE

JAN 2016


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος να ακούσεις ένα δίσκο, ώστε να επαληθεύσεις την αρχική σκέψη περί της σπουδαιότητας αυτού; Δεν υπάρχει ο κατάλληλος, ακριβώς επειδή, όταν του χρόνου τέτοια εποχή θα συνεχίσω να ακούω το “New Bermuda” με την ίδια όρεξη, θα ξέρω ότι η επιλογή μου να καταπιαστώ μαζί του, αφιερώνοντας μία μέρα στο κάθε τραγούδι, προσφέρει ιδιαίτερη απόλαυση. Οι Deafheaven δεν είναι κάποιοι ήρωες που ήρθαν για να σώσουν ένα χαμένο ήχο. Είναι πέντε μουσικοί που βράζει το αίμα τους και θέλουν να φέρουν τα πάνω κάτω σε ολόκληρη τη μουσική σκηνή. Τι κι αν αμφιταλαντεύονται μεταξύ black metal και post rock, τι κι αν οι οπαδοί του post rock μπορεί να τους θεωρούν κάτι πολύ ακραίο για να τους τοποθετήσουν στην ελίτ των αγαπημένων τους ακουσμάτων… Είναι απλά μία μπάντα που κατέχει ένα πακέτο δυνατοτήτων, ώστε να γίνει πολύ μεγάλη, αν δεν είναι ήδη. Το αξιοσημείωτο στη μουσική του νέου τους δίσκου είναι ο τρόπος με τον οποίο καταφέρνουν να κάνουν το πιάνο και κάποιες γλυκανάλατες στιγμές της Britpop σκηνής να σέρνουν τον χορό που στήνουν οι ανήσυχες κιθάρες, όπως ανδρώθηκαν στις βόρειες σκηνές και αναζωογονήθηκαν στη Γαλλία. Η ισορροπία μεταξύ ακρότητας και γαλήνης και η μετάβαση από το ένα σημείο στο άλλο, ειδικά στα τελειώ-

ματα, με κάθε ακρόαση γίνονται όλο και πιο υπέροχες. Δεν έχει σημασία ποιες είναι οι επιρροές πίσω από το κάθε τραγούδι. Δεν έχει σημασία αν ο McCoy σκεφτόταν τους Slayer, όταν συνέθετε τα τραγούδια ή αν εγώ σκεφτώ τα ουρλιαχτά των Emperor και τους Thorns πίσω από αυτά. Αυτά είναι για τις κουβέντες πάνω στον δίσκο. Σημασία έχει ότι το “Luna”, όπως και τα υπόλοιπα τέσσερα τραγούδια, μετά από οποιαδήποτε ακρόαση δείχνουν την ταυτότητα των Deafheaven. Είναι ο δικός τους ήχος και κανείς μας δεν μπορεί να ξέρει πού θα τον φτάσουν. Αν θα συνεχίσουν να προσθέτουν αρμονίες και μελωδίες πάνω στα blast beats, αν θα γίνουν πιο μελωδικοί ή πιο ακραίοι. Πολλά «αν» που δε χρειάζονται. Είναι ένας λαμπρός δίσκος και ο χρόνος αναμένεται να τον κάνει λαμπρότερο. Το μόνο μελανό σημείο γύρω από την μπάντα είναι αυτό που βλέπω σε κάποια σχόλια και κείμενα, όταν και το όνομά της συγχέεται με το λεγόμενο hipster metal. Είναι ό,τι πιο ανούσιο και ανόητο έχω διαβάσει και πρέπει να σταματήσει εδώ και τώρα. Η ουσία δεν είναι στη στυλιστική εμφάνιση, αλλά στη μουσική έκρηξη του δίσκου που ούτε μπορεί να ξυριστεί ούτε ν’ αφήσει χωρίστρα. Ακούστε https://deafheavens.bandcamp.com/album/new-bermuda JAN 2016

ARTCORE

21


ΜΟΥΣΙ ΚΟΛΟΓΩΝΤΑΣ

Ολοκαίνουριοι Duran Duran! - ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΥΡΑΤΣΟy -

Οι βετεράνοι πλέον Βρετανοί popers επιστρέφουν δυναμικά με το 14ο studio album τους.

22

ARTCORE

JAN 2016


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Οι Duran Duran δε χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι από τα μακροβιότερα συγκροτήματα της new wave-romantic pop βρετανικής σκηνής. Το σημαντικότερο είναι ότι έχουν καταφέρει να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού μετά από τόσα χρόνια, έστω και με σκαμπανεβάσματα. Είναι πολλά τα τραγούδια που έχουν σκαρφαλώσει στα charts όλα αυτά τα χρόνια και πάντα εκεί που νομίζεις ότι χάθηκαν, επιστρέφουν με ένα ακόμα hit! To 2011 μας έδωσαν έναν ανέλπιστα καλό δίσκο, το “All you need is now”, και 4 χρόνια μετά κυκλοφορούν το “Paper Gods”. Aυτό που σε εντυπωσιάζει αρχικά, κρατώντας το εξαιρετικό cd στα χέρια είναι το εξώφυλλο! Σχεδιασμένο από τον Alex Israel (καλλιτέχνης, γεννημένος στο Λος Άντζελες) παρουσιάζει την ιστορία του γκρουπ μέσα από τα διάφορα εξώφυλλα των δίσκων τους. Τα κόκκινα χείλη π.χ. παραπέμπουν κατευθείαν στο “Rio”. Την παραγωγή του δίσκου έχουν αναλάβει οι Mr. Hudson, Joshua Blair, Mark Ronson και Nile Rodgers σε συνεργασία, βέβαια, με τους Duran Duran. Ο Simon Le Bon και η εξαιρετική του παρέα, 37 χρόνια τώρα, δεν έχει σταματήσει να μας δίνει ποπ ύμνους σε κάθε δίσκο των Duran Duran που κυκλοφορεί. Το εναρκτήριο, ομώνυμο τραγούδι του δίσκου (παραδόξως διάρκειας 7 λεπτών), ξεκινά με ένα ακαπέλα κουπλέ μέχρι να μπει το πρώτο ρεφραίν, που δίνει και το στίγμα του ήχου που θα έχει ο δίσκος. Ακολουθεί το “Last night in the city” (με

τη συμμετοχή της νεαρής, pop star Kiesza), που μάλλον είναι ένα σχετικά συνηθισμένο ποπ τραγούδι. Το “Kill me with silence” αποτελεί ένα εξαιρετικό slow τραγούδι, ενώ ακούγοντας το πρώτο single του δίσκου, “Pressure off”, αμέσως αισθάνεσαι ένα νέο “Notorious” να αντηχεί στα αυτιά σου! Φυσικά, εδώ έχει βάλει το χεράκι του ο Nile Rodgers φτιάχνοντας ένα funk-pop ραδιοφωνικό ήχο, ενώ φωνητικά κάνει η Αμερικανίδα Janelle Mone. Σημαντική είναι και η συμμετοχή του πρώην κιθαρίστα των Red Hot Chili Peppers, John Frusciante, που παίζει κιθάρα σε 3 κομμάτια του δίσκου. Εξαιρετική μπορεί να χαρακτηριστεί και η μπαλάντα “What are the chances”, ενώ έχει επιστρατευτεί ακόμα και η αμφιλεγόμενη κινηματογραφική σταρ Lindsay Lohan στο dance κομμάτι “Dancephobia”, μάλλον όχι και την καλύτερη στιγμή του δίσκου. Σε γενικές γραμμές, το “Paper Gods” είναι μία αξιοπρόσεκτη δισκογραφική δουλειά από ένα έμπειρο συγκρότημα, που καταφέρνει να ξεχωρίσει ανάμεσα στις πάρα πολλές κυκλοφορίες της χρονιάς. Οι Duran Duran έχουν ήδη κλείσει περιοδεία σε Μεγάλη Βρετανία και Αμερική για την προώθηση του δίσκου. Το “Paper Gods” κυκλοφορεί και στην Ελλάδα από τη Warner Bros (διανομή Heaven Music) σε παραδοσιακή μορφή απλού cd, limited έκδοσης με 3 έξτρα τραγούδια, αλλά και βινυλίου.

JAN 2016

ARTCORE

23


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Συνέντευξη με τους The Νoise Figures - Συνέντευξη: Αλεξία Τζιώγα -

24

ARTCORE

JAN 2016


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

Οι The Noise Figures επέστρεψαν τον Σεπτέμβριο με τον καινούριο τους δίσκο “Aphelion” από την Inner Ear Records και μας προσέφεραν 39:24 λεπτά γεμάτα αυθεντικό και ειλικρινές rock. Πρόκειται για μία από τις καλύτερες δουλειές που κυκλοφόρησαν το 2015 και το συγκρότημα με το δεύτερο πλέον album του έχει καταφέρει να αποτυπώσει στα αυτιά μας τον δικό του προσωπικό και χαρακτηριστικό ήχο. Το “Aphelion” είναι ένας δίσκος με αρκετά πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα από την προηγούμενη δουλειά του συγκροτήματος με τα ψυχεδελικά φωνητικά, τα μακρόσυρτα βαριά riffs στις κιθάρες και τα δυναμικά κρουστά προσδίδοντας στον δίσκο μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα μυσταγωγίας. Ο Γιώργος Νίκας και ο Στάμος Μπάμπαρης μας προσφέρουν μία ώριμη δουλειά με στοιχεία stoner/ psychedelic/ garage rock, όλα δοσμένα με φοβερή συνοχή και με μία εξαιρετική παραγωγή να φαίνεται σε όλες τις λεπτομέρειες του album. Εμείς βρεθήκαμε με τον Στάμο Μπάμπαρη και ειπώθηκαν όλα τα παρακάτω… > Καταρχάς, συγχαρητήρια για τον καινούριο δίσκο σας “Aphelion” ο οποίος κυκλοφόρησε στις 30 Σεπτεμβρίου. Πώς προέκυψε ο τίτλος και τι ακριβώς λέει για το περιεχόμενο του δίσκου σας; Το “Aphelion” αρχικά ήταν ο τίτλος από το κομμάτι που βρίσκεται μέσα στον δίσκο. Η ιδέα της λέξης όμως μας άρεσε πολύ και τελικά έγινε ο τίτλος του album. Η λέξη “aphelion” υποδηλώνει το σημείο της Γης που έχει τη μεγαλύτερη απόσταση από τον Ήλιο. Επειδή ο συγκεκριμένος δίσκος είναι πιο βαρύς και πιο εσωτερικός θεωρήσαμε ότι αυτό το όνομα ταιριάζει πολύ με την ατμόσφαιρα που έχει το album ως σύνολο. > Ο δίσκος φαίνεται να έχει τρομερή συνοχή. Βγήκε πράγματι τόσο αβίαστα όσο ακούγεται σ’ εμάς ή ήταν μία περίπλοκη διαδικασία τελικά; Κάτι έφτασε στα αυτιά μας ότι ηχογραφήθηκε μόλις μέσα σε πέντε μέρες… Ναι, όντως ηχογραφήθηκε μέσα σε πέντε μέρες. Είναι σίγουρα πιο ώριμος δίσκος και μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τον προηγούμενο δίσκο μας μάθαμε περισσότερα και δέσαμε πολύ σαν συνθετικό δίδυμο. Υπήρξε καλή συνεργασία μεταξύ μας και από αυτή την άποψη το “Aphelion” είναι όντως πιο «δεμένο» album. > Υπάρχει μία αισθητή διαφορά μεταξύ της ατμόσφαιρας του “Aphelion” και του προηγούμενου δίσκου σας “The Noise Figures”. Σ’ αυτόν τον δίσκο έχετε βαριά και τραβηγμένα riffs, ο ρυθμός είναι πιο αργός, τα φωνητικά σας πιο ψυχεδελικά... Εγώ θα τολμήσω να πω πως έχει και κάτι το παγανιστικό ο δίσκος ιδίως σε κομμάτια όπως το “Shoot the Moon”. Τι επιρροές είχε αυτός ο δίσκος τελικά; Ποια ήταν η φάση στην οποία βρεθήκατε για να βγει τελικά αυτός ο ήχος; Δεν προσπαθήσαμε να βγει πιο «βαρύς» ο ήχος. Προσπαθούμε να ακουγόμαστε ως Noise Figures και αυτό είναι τελικά και το μεγαλύτερο στοίχημα. Να είναι αναγνωρίσιμος ο ήχος μας. Παρότι είμαστε μόνο δύο που αποτελούμε το συγκρότημα, έχουμε αρκετά διαφορετικές καταβολές.

Δοκιμάσαμε διαφορετικές τεχνικές στα κρουστά και στις κιθάρες και προσπαθήσαμε να ξεφύγουμε από τη νόρμα, ώστε να πειραματιστούμε πιο πολύ. Ίσως αυτό τελικά να έκανε τον ήχο πιο γεμάτο, πιο βαρύ σε σχέση με την προηγούμενή μας δουλειά. > Φαίνεται να κατευθύνεται προς το stoner rock. Κάνω λάθος; Δεν ξέρω αν πάει προς το stoner, είναι σίγουρα κάτι που δεν έγινε συνειδητά, απλά προέκυψε. Όντως, κάποιες συνθέσεις είναι πιο παγανιστικές, πιο πομπώδεις. Έχει μέσα tribal στοιχεία, τα φωνητικά είναι πιο χορωδιακά. Έγινε επίσης πολύ καλή δουλειά από τον παραγωγό μας Άλεξ Μπόλπαση. > Και συγχρόνως έχει κάτι από το πρώτο album των Black Sabbath του ’70. Ναι, συμφωνώ ότι έχει κάτι από Sabbath. Είναι έτσι κι αλλιώς μέσα στα ακούσματά μας. > Τελικά, είναι εκνευριστικό για ένα συγκρότημα να το ρωτάνε σε ποιο είδος μουσικής ανήκει; Μίλα άφοβα! Ναι, όντως είναι εκνευριστικό! (γέλια). Απλά θεωρώ πως πάντα πρέπει να υπάρχει μία εξέλιξη από δουλειά σε δουλειά και το ότι είμαστε μόνο οι δυό μας το κάνει εξ ορισμού πιο δύσκολο. Αν είναι να μείνουμε και κολλημένοι σ’ ένα μόνο πράγμα, τότε χάνουμε την ουσία. Ο δίσκος έχει μέσα garage, fuzz, ψυχεδέλεια αλλά γενικά αυτό που κάνουμε για εμάς είναι απλά rock. > H διαδικασία της δημιουργίας του δίσκου ποια είναι; Λειτουργείτε αυθόρμητα ή γράφετε πολύ πριν μπείτε στο στούντιο και ηχογραφήσετε; Καταρχάς, υλικό υπήρχε απ’ την αρχή. Είχαμε αρκετά περισσότερα κομμάτια απ’ αυτά που τελικά μπήκαν στον δίσκο. Κομμάτια σαν το “Blood”, ας πούμε, είχανε πολύ καλή ανταπόκριση στα live οπότε σίγουρα θέλαμε να το

JAN 2016

ARTCORE

25


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

συμπεριλάβουμε. Αλλά το 70% του δίσκου είναι κομμάτια που δοκιμάζαμε στα τζαμαρίσματα, στις πρόβες, στα live, σε soundcheck. Μαζέψαμε 16 κομμάτια, κάναμε demos και όταν μπήκαμε στο studio ηχογραφήσαμε τα 10. Οι στίχοι είναι του Γιώργου, τη μουσική τη γράφουμε και οι δύο, η παραγωγή έχει γίνει και από τους δύο και η μίξη από τον Άλεξ. > Ποια είναι η πρώτη έντονη μουσική σου εμπειρία που σε διαμόρφωσε και σε άλλαξε; Υποθέτω πως είναι όταν άκουγα για πρώτη φορά τα βινύλια του πατέρα μου από Rolling Stones και Beatles. Επίσης, όταν άρχισα ν’ ακούω τους Nirvana όταν ήμουν περίπου 10 ή 11 χρονών. > Υπάρχουν επιρροές από λογοτεχνία ή κινηματογράφο στη μουσική σας; Στη μουσική μας δεν μπορώ να πω πως υπάρχουν, όχι, αλλά σίγουρα θα θέλαμε να κάνουμε κάποια δουλειά με soundtrack ταινίας. Eίναι σίγουρα κάτι που θα μας ενδιέφερε σαν project. Πιο παλιά είχαμε κάνει ένα κομμάτι για ένα βίντεο για skate του Κώστα Μάνδηλα.

26

ARTCORE

JAN 2016

> Ο ήχος σας είναι σπάνιος για τα δεδομένα της ελληνικής μουσικής σκηνής, αν και τον τελευταίο καιρό φαίνεται ότι το εγχώριο αγγλόφωνο rock πάει καλύτερα. Εσείς πώς τα βλέπετε τα πράγματα όσον αφορά το συγκεκριμένο είδος; Τα τελευταία χρόνια η αγγλόφωνη σκηνή είναι στα πάνω της. Παλιότερα δεν υπήρχαν πολλές παραγωγές, αλλά πλέον βγαίνουν πολύ ωραίες δουλειές, ιδίως από πιτσιρικάδες οι οποίοι φαίνεται ότι την έχουν ψάξει πολύ τη μουσική. Επίσης, οι μπάντες πλέον μου φαίνεται ότι είναι πιο δεμένες, περνάνε καλά, βγαίνουν πιο εύκολα στο εξωτερικό. Γενικότερα, υπάρχει ένα καλό κλίμα στην εγχώρια μουσική παρά τις αντιξοότητες που υπάρχουν τριγύρω μας. > Πρόσφατα κάνατε μία μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία. Νομίζω πως είναι μία απαιτητική εμπειρία για κάθε συγκρότημα από κάθε άποψη. Σας επηρέασε αυτό σε κάποιο βαθμό ως μουσικούς; Ναι, είναι πολύ δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα η περιοδεία. Έχουμε κάνει ήδη δύο και πάμε για την τρίτη. Σίγουρα τα κάνει όλα πιο εύκολα το internet και το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που μας βοηθούν, αλλά όπως και


ΜΟΥ -ΣΙΚΗ

να ‘χει είναι απαιτητική διαδικασία. Συγχρόνως, είναι και μία πανέμορφη εμπειρία. Έχει να κάνει με το άγνωστο, με το να μην ξέρεις τι σε περιμένει την επόμενη μέρα. Είμαστε πολύ καλή ομάδα και το διασκεδάζουμε, περνάμε καλά και αν έρθει αναποδιά την ξεπερνάμε. Επίσης, είναι πολύ ωραίο να πηγαίνεις σε μία ξένη χώρα και το κοινό να τραγουδάει τους στίχους, να ξέρει τα κομμάτια σου, πράγμα το οποίο συνέβη και μας άρεσε πολύ. > Οι καλύτεροι σταθμοί; Σίγουρα ένα πολύ καλό live ήταν αυτό στη Σόφια, Βουλγαρία, το οποίο ήταν και πολύ μεγάλη έκπληξη. Επίσης, πολύ δυνατές εμπειρίες ήταν το live στα Σκόπια, στο San Sebastian και στο Βουκουρέστι. > Ποια ήταν η πιο έντονη στιγμή στην περιοδεία; Δεν ξέρω… είναι τόσες πολλές. Ξυπνάς το πρωί και μπορούν να συμβούν τα πάντα. Όπως το να ξυπνάς το πρωί και το βαν να έχει κλήση. Όπως το να πας σ’ ένα μέρος να παίξεις και να μην πιστεύεις το πόσο καλό είναι ή να υπογράφεις βινύλια και να μιλάς μ’ ένα σωρό κόσμο που δε γνωρίζεις. Ξυπνάς το πρωί και ο σουρεαλισμός ξεκινά. Έχει τύχει, ας πούμε, να περιμένουμε στα σύνορα της Σερβίας στους -10 για να ελέγξουν το βαν για ναρκωτικά και λαθρομετανάστες. > Τελικά, πιο ωραία είναι να παίζει κανείς σε μικρούς και κλειστούς συναυλιακούς χώρους ή σε open air φεστιβάλ; Ανάλογα με το set. Έχω παρατηρήσει ότι τα πιο αργά κομμάτια λειτουργούν καλύτερα σε μεγάλα stages, ενώ τα πιο γρήγορα garage - punk κομμάτια θέλουν μικρά venues, γιατί γρήγορα το live εξελίσσεται σε party. > Δεν μπορεί κανείς παρά να παρατηρήσει την εξαιρετική

δουλειά που έγινε και στο αισθητικό κομμάτι του δίσκου. Το album cover φαίνεται να τονίζει ακόμα περισσότερο την ωμή ενέργεια του album. Το κατακόκκινο βινύλιο βοηθάει επίσης! Ποιος έκανε τη δουλειά στο artwork; Το artwork το έχει επιμεληθεί το Bob Studio. Είναι ωραίο γι’ αυτούς που έχουν το μεράκι να αγοράσουν το βινύλιο να έχουν κάτι όμορφο να κρατήσουν στα χέρια τους. Έγινε πράγματι πολύ καλή δουλειά στον δίσκο και είμαστε φυσικά πολύ ευχαριστημένοι από τη συνεργασία μας με την Inner Ear Records. > Τι ακούτε αυτό τον καιρό; Εγώ άκουγα πολύ τελευταία τους Royal Blood και ξαφνιάστηκα όταν έμαθα ότι κι αυτοί είναι δίδυμο. Επίσης ακούμε πολύ 60s. Ο Γιώργος έχει και αρκετά αφρικανικά ακούσματα, όπως Goat που έπαιξαν και Αθήνα. > Πότε θα σας δούμε σε περιοδεία στην Ελλάδα; (η Θεσσαλονίκη σας περιμένει!) Από τις αρχές του 2016 και μετά θα βρεθούμε και στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλες πόλεις. Θα ανακοινωθούν όλα τα live εν καιρώ. > Για το τέλος θα ήθελα ένα staff pick. Πες μου 2 δίσκους που θα πρότεινες. Θα έλεγα σίγουρα το “Spun” του Moa Bones (Δημήτρη Αρώνη), ο οποίος είναι ένας εξαιρετικός μουσικός και μου αρέσει πολύ η δουλειά του και το “Quasiland” των The Cave Children. > Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου, Στάμο! Με κίνδυνο να χαρακτηριστώ άπληστη, μπορώ να πω ότι ήδη αναμένω τον επόμενο δίσκο σας! Συνεχίστε την εξαιρετική δουλειά…

JAN 2016

ARTCORE

27


Serial Killers

Deadwood: Brave New World - BY Nick Pasx -

Το “Deadwood” έκανε πρεμιέρα το 2004 στο HBO και η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκαν κάποια χρόνια για να αναγνωριστεί η αξία του και να αποτυπωθεί το στίγμα που άφησε. Αρχικά ξένισε κοινό και κριτικούς. Οι διάλογοι (δια χειρός David Milch) θεωρήθηκαν ανακριβείς και αναχρονιστικοί. Ο θεατής δυσκολευόταν να ακολουθήσει την πορεία της σκέψης των πρωταγωνιστών. Επιπροσθέτως ενοχλούνταν από το ανελέητο βρισίδι. Για να καταλάβετε τι εννοούμε, η λέξη fuck ακούγεται 2.980 φορές στη σειρά, ήτοι 1.6 fuck το λεπτό! Απόδειξη των παραπάνω αποτελεί το ότι το HBO (σε μια απ’ τις λίγες, αλλά τραγικές στιγμές στην ιστορία του) αποφάσισε να κόψει τη σειρά μετά το τέλος της τρίτης σεζόν. Λογική ενέργεια, αν αναλογιστούμε τα ανύπαρκτα νούμερα που σημείωνε η σειρά. Παράλογη, αν λάβουμε υπόψη την καλλιτεχνική υπόσταση του σόου. Το συγκεκριμένο γεγονός όμως, παρότι θλιβερό, δε στάθηκε αρκετό για να στερήσει από το “Deadwood” τον τίτλο της κορυφαίας σειράς. Ίσως και υπό μία έννοια να τον ενίσχυσε.

28

ARTCORE

JAN 2016


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ

1876. Βρισκόμαστε στο Deadwood της Νότιας Ντακότα, την εποχή που ο πυρετός για την αναζήτηση χρυσού φτάνει στα ύψη. Επικρατούν συνθήκες ανεπίσημης δικτατορίας στην πόλη. Αφέντης, αρχηγός, πρόεδρος, θεός και πατέρας της κοινότητας ο αιμοδιψής ιδιοκτήτης σαλούν Al Swearengen (τον οποίο ενσαρκώνει καθηλωτικά ο Ian McShane). Αντίπαλο δέος ο εκπρόσωπος του νόμου Seth Bullock (ο “Justified” Timothy Olyphant στο ρόλο). Κάπου εδώ, περιμένεις να ακούσεις για τη σύγκρουση των δύο, τα πιστόλια που βγαίνουν, την αγωνία κλπ. Το “Deadwood” είναι γουέστερν, αλλά δεν είναι το γουέστερν που περιμένεις να δεις. Η σειρά θυμίζει γουέστερν στο μενού, αλλά το κυρίως πιάτο είναι διαφορετικό. Με πυλώνες τους δύο προαναφερθέντες χαρακτήρες παρακολουθούμε τη ζωή ολόκληρης της κοινότητας. Το βάρος δίνεται σε όλους τους χαρακτήρες, μηδενός εξαιρουμένου. Το “Deadwood” είναι αρκετά «απλωμένο», καθώς η ποιότητα των ηθοποιών προσφέρεται για να γίνει κάτι τέτοιο. Έχει δικαίως τη φήμη ότι περιλαμβάνει το καλύτερο cast που είδαμε ποτέ σε τηλεοπτική σειρά. Το σόου καταπιάνεται με την αέναη σύγκρουση πολιτισμού και αγριότητας, τους διαφορετικούς πόθους του νόμου και της τάξης με τους αντίστοιχους της καπιταλιστικής αναρχίας. Εξερευνά τα όρια και τις υποχρεώσεις του ανθρώπου σε μια εποχή της Αμερικής, που ο πολιτισμός προσπαθεί να αναπτυχθεί σε συνθήκες απάνθρωπες. Πρόκειται υπό μία έννοια για αντι-εξουσιαστικό σόου. Η δομή του διαφέρει από την τυπική δομή ενός τηλεοπτικού σόου. Η αφήγησή του το ίδιο. Η γλώσσα του αποτελεί ό,τι πιο παράξενο και θαυμαστό έχουμε αντικρίσει στη μικρή οθόνη. Άλλοτε έχει ποιητική διάθεση και θυμίζει Σαίξπηρ, άλλοτε υπάρχει βιβλική χροιά και σε άλλες στιγμές οι χαρακτήρες ξερνούν το ένα “cocksucker” μετά το άλλο. Αυτή η αλλοπρόσαλλη πρόζα, δημιούργημα του Milch, ξεπερνάει τα στεγανά του γουέστερν και ίσως τον χώρο και τον χρόνο. Με ποιον τρόπο; Μα επειδή αυτό το γλωσσικό μείγμα λυρισμού και λάσπης μιλάει στον άνθρωπο οποιασδήποτε εποχής και κοινωνικής κατάστασης. Πολλές φορές θα δυσκολευτείς να ακολουθήσεις το νήμα των διαλόγων. Αν είσαι προσεκτικός όμως, θα ανταμειφθείς, καθώς ο τρόπος σκέψης και τα συναισθήματα που εκφράζονται έχουν συμπαντικό χαρακτήρα. Διαφέρει σε σχέση με ένα τυπικό σόου στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τους χαρακτήρες του. Αναφέραμε παραπάνω ότι όλοι έχουν κάποιο σεβαστό ρόλο και επιτελούν έναν σκοπό. Αν εστιάσουμε στον υποτιθέμενο πρωταγωνιστή Seth Bullock, θα αντιληφθούμε ότι μόνο πρωταγωνιστής (με την πλήρη έννοια του όρου) δεν είναι, καθώς παίζει πάρα πολύ λίγο. Θυμίζει τον McNulty του “The Wire” που ήταν ο

πρωταγωνιστής ώσπου να καταλάβουμε ότι η σειρά δεν έχει πρωταγωνιστή. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Ακολούθως, η περίπτωση του Al Swearengen. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας συνεχίζει την τρομερή παράδοση του HBO στη δημιουργία αντιηρώων (οι περιπτώσεις “Oz”, “The Sopranos” και “The Wire” το επιβεβαιώνουν). Με μια τεράστια διαφορά. Ο Al είναι πιο αποτελεσματικός ψυχοπαθής από τον Tony Soprano, τον Omar Little ή τον Simon Adebisi, επειδή έχει νομιμοποιημένη θεσμική εξουσία. Οι πολιτικές παρέες που έχει αναπτύξει του επιτρέπουν να εκμεταλλεύεται καταστάσεις στο έπακρο, χωρίς να υπάρχει ο φόβος της τιμωρίας. Μπορεί να σου κόψει το λαρύγγι ή να σε ταΐσει στα γουρούνια χωρίς δισταγμό και να μη λογοδοτήσει πουθενά. Μπορεί να σε καλέσει στο σαλούν του, να σου βάλει να πιεις ουίσκι, να σε κολακεύσει με τη γνωστή ρητορική του και να μην αντιληφθείς ότι είσαι το πρόβατο στη φωλιά του λύκου. Ο λύκος του συγκεκριμένου παραμυθιού όμως δε σκοπεύει να βγει ο χαμένος της υπόθεσης. Η χρονική περίοδος που λαμβάνει χώρα το “Deadwood” είναι εξαιρετικής σημασίας. Η μετάβαση από την αγριότητα στον πολιτισμό αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Αμερικής και όχι μόνο. Η επιλογή του Milch να εστιάσει εκεί δεν είναι τυχαία. Παρακολουθώντας τη σειρά, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η μετάβαση έρχεται δύσκολα και περιλαμβάνει αρκετό αίμα και πόνο. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι αρκετά: Πού ακριβώς φτάσαμε; Σε ποιο σημείο της πολιτισμικής εξέλιξης βρισκόμαστε; Είμαστε ικανοποιημένοι από την αλλαγή; Ποιες θυσίες κάναμε για να το πετύχουμε αυτό; Το “Deadwood” (όπως κάθε μεγάλο δημιούργημα που σέβεται τον εαυτό του) δε δίνει απάντηση. Η ρευστή φιλοσοφία του υφαίνεται σε όλες τις σεζόν και επικυρώνεται άψογα με το ακούσιο τελευταίο πλάνο της σειράς, στο οποίο η μελαγχολία βαδίζει χέρι-χέρι με την αίσθηση του ανολοκλήρωτου.

JAN 2016

ARTCORE

29


Serial Killers

Narcos: Είναι πολλά τα λεφτά, Pablo - BY Nick Pasx -

30

ARTCORE

JAN 2016


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ

Η νέα σειρά του Netflix, που ακούει στο όνομα “Narcos”, έκανε ντεμπούτο στις 28 Αυγούστου 2015. Δημιουργοί της σειράς είναι οι Chris Brancato, Carlo Bernard και Doug Miro, ενώ στη σκηνοθεσία συναντάμε τον Guillermo Navarro (γνώριμος απ’ τον τηλεοπτικό “Hannibal”) και τον Jose Padilha. Ο τελευταίος εκτελεί επίσης χρέη παραγωγού. Το σόου αποτελεί την ωμή δραματοποίηση της ανόδου και της πτώσης του κακόφημου αρχιερέα της ντρόγκας Pablo Escobar, μέσα από τη διήγηση του Aμερικανού πράκτορα της DEA που τον κυνηγά ανελέητα.

Η χρήση της διήγησης έχει λειτουργικό ρόλο. Βοηθά τον θεατή να κατανοήσει πλήρως γεγονότα και να ξεχωρίσει πρόσωπα. Αποτελεί τέχνασμα ξεσηκωμένο απ’ το αλησμόνητο “Goodfellas” του Martin Scorsese, πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Padilha: “I, myself, loved Goodfellas, and there’s no reason for me to shy away from it”. Το συγκεκριμένο voice-over δεν ενοχλεί, παρά σε κάποιες περιπτώσεις που μοιάζει περιττό. Οι κινήσεις του ήρωα είναι ξεκάθαρες, ο θεατής ακολουθεί πλήρως το νήμα της ιστορίας και υπάρχει μια φωνή που σου εξηγεί πράγματα που έχεις κατανοήσει. Πέρα όμως από αυτές τις λιγοστές στιγμές, εξυπηρετεί την πλοκή. Παρακολουθούμε λοιπόν την αιματηρή άνοδο του Escobar και του καρτέλ του Medellin κατά τη δεκαετία του ‘80. Τα δρομολόγια της ντρόγκας στην Αμερική εξαπλώνονται, το χρήμα ρέει άφθονο και η δύναμή του αυξάνεται. Η αστυνομία στο τσεπάκι του. Οι (περισσότεροι) πολιτικοί και δημοσιογράφοι το ίδιο. Όντας εγκληματικά έξυπνος δε σταματά εκεί. Παίρνει τον λαό με το μέρος του. Χτίζει σπίτια για τους φτωχούς και μοιράζει λεφτά στους απόρους. Δε χάνει ευκαιρία να τα χώσει στους ιμπεριαλιστές Αμερικανούς. Ο κόσμος τον θεωρεί λαϊκό ήρωα. Ο Escobar μεταμορφώνεται σε πατέρα και θεό της Κολομβίας. Ο βραζιλιάνος Wagner Moura που ενσαρκώνει τον Escobar είναι καθηλωτικός. Άλλοτε αδίστακτος και επικίνδυνος, άλλοτε απρόβλεπτος και απειλητικός, μα πάνω απ’ όλα πειστικός. Η ερμηνεία του Moura σε πείθει και με το παραπάνω ότι ο Escobar δε θα σταματήσει πουθενά, αν δε διατηρήσει αυτά που έχει και στην πορεία κινηθεί για περισσότερα. Ο Moura πήρε παραπάνω κιλά για τον ρόλο και μετακόμισε στη γενέτειρα του Escobar, Medellin, ώστε να μάθει τα απαραίτητα ισπανικά (για τον ρόλο) και να κατανοήσει πλήρως την κουλτούρα της Κολομβίας και του ανθρώπου που κάποτε βασίλευε σ’ αυτήν. Μέσα από την αδίστακτη προσωπικότητα του Escobar, που αποτελεί τον πυρήνα του δράματος, η σειρά αποτελεί το χρονικό της πολιτικής ιστορίας της Λατινικής Αμερικής και της ανόδου των καρτέλ. Ο θεατής γίνεται μάρτυρας των συνταρακτικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Κολομβία και ξεχνά ότι απέναντί του έχει ένα τηλεοπτικό προϊόν. Κι αυτό, γιατί η μυθοπλασία μπλέκεται με το ντοκιμαντέρ. Η

σειρά, δίπλα στο δράμα, χρησιμοποιεί συνεχώς αρχειακό υλικό, φωτογραφίες και βίντεο της εποχής. Για παράδειγμα τη μια στιγμή βλέπεις κάποιους χαρακτήρες του σόου να ετοιμάζονται να δολοφονήσουν ένα πολιτικό πρόσωπο και το επόμενο λεπτό παρακολουθείς το ντοκουμέντο της δολοφονίας, όπου το υπαρκτό πρόσωπο πέφτει νεκρό. Οι ταραχές στους δρόμους της Κολομβίας και το χρόνιο αίσθημα των πολιτών ότι κανείς δεν είναι ασφαλής (και πώς να είναι κάποιος ασφαλής, όταν ο Escobar βομβαρδίζει τη μισή χώρα) οδηγούν τον θεατή στο να αισθάνεται άβολα, να αγχώνεται, να χτυπά η καρδιά του εντονότερα. Με λίγα λόγια να ζει αυτό που βλέπει. Παράλληλα με το ιστορικό, πολιτικό, οικονομικό, ηθικό στοιχείο της σειράς υπάρχει κάτι ακόμα που την απογειώνει. Το εθιστικό στοιχείο. Φαντάσου να παρακολουθείς με τρομερό ενδιαφέρον τις αιματηρές εξελίξεις της εποχής στην Κολομβία και ταυτόχρονα η αγωνία να χτυπάει κόκκινο, καθώς οι πράκτορες κυνηγούν λυσσαλέα τον Escobar. Άφθονες σφαίρες, βόμβες, συμπλοκές, ενέδρες προσδίδουν έναν εκρηκτικό τόνο στην αφήγηση. Η εποχή του Pablo Escobar άφησε ανεξίτηλη κηλίδα αίματος στην ιστορία της Κολομβίας. Αυτή η σειρά αφορά τον Escobar, αλλά, αν κοιτάξεις λίγο πιο προσεκτικά το Narcos, δεν έχει να κάνει με τους παίκτες, αλλά με το παιχνίδι.

JAN 2016

ARTCORE

31


ΣΙΝΕΦΙΛ

Mad Max: Fury Road - BY Friedrich Keunerman -

Είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα sequel μετά από τριάντα χρόνια, και μάλιστα ένα επιτυχημένο, που δεν περιορίζεται στην αντιγραφή του εαυτού του, αλλά στον εκσυγχρονισμό και την κόμιση νέων ιδεών που πλαισιώνουν τη διατήρηση της φυσιογνωμίας ενός franchise. Ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός George Miller αντεπεξέρχεται επιτυχώς στην πρόκληση που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του, επιστρέφοντας μετά από πολλά εμπόδια σε μια τέταρτη ταινία στο σύμπαν του Mad Max. Πρόκειται για τον κόσμο εκείνον για τον οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι επινοήθηκε ο όρος «μετα-αποκαλυπτικό ντίζελπανκ».

32

ARTCORE

JAN 2016


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ Μιλώντας για το Fury Road, θα όφειλε ίσως να ξεκινήσει κανείς τα σχόλιά του από τους πρωταγωνιστές και τους χαρακτήρες που ενσαρκώνουν. Εξαιρετικές θεωρούμε πως είναι οι επιλογές του Thomas Hardy, της Charlize Theron και του Nicholas Hoult (ο Hank McCoy των νέων X-men) στο καστ. Ειδικά η δεύτερη κλέβει την παράσταση, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της ουσιαστικής πρωταγωνίστριας στην ταινία, ως η μαχητική αμαζόνα των δρόμων Furiosa. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει ο εμβληματικός villain Immortan Joe (τον υποδύεται ο Hugh Keays-Byrne, ο Toecutter από την πρώτη ταινία), ο οποίος «φτύνει» ορισμένες από τις πλέον αξιομνημόνευτες ατάκες -δεν είναι και πολλές- που ακούγονται στη διάρκεια του φιλμ. Ο Hardy είναι ιδανικός για τον ρόλο και κατά πάσα πιθανότητα θα αποδειχθεί πολύ καλύτερος ηθοποιός από τον Mel Gibson, αλλά νομίζω ότι προς το παρόν μένει στη σκιά του προκατόχου του, που έμοιαζε κομμένος και ραμμένος για τον ρόλο του περιπλανώμενου, σκληρού και ευαίσθητου συνάμα χαρακτήρα. Να υποθέσουμε ότι είναι βάσιμο να γίνεται λόγος περί ενός νέου κύματος μεγαλόπνοης κι ευφυούς επιστημονικής φαντασίας, ενός πρόσφατου αστερισμού ταινιών, σε απόσταση από το Hollywood (βλέπε διαμάντια όπως τα “District 9” και “Snowpiercer”), τη στιγμή που το τελευταίο ασθμαίνει από την ανακύκλωση παλαιών ιδεών και τον οπτικό εντυπωσιασμό των ακριβών παραγωγών; Παρά τον ενδεχομένως βιαστικό χαρακτήρα της, η εκτίμηση αυτή δε στερείται αλήθειας. Πάντως, η ταινία που μας αφορά εδώ χαιρετίστηκε ως ένα επιτυχημένο πάντρεμα δράσης και πλοκής, φαντασίας και καλλιτεχνικής άποψης, όπου δεσπόζει η -προκύψασα στην πορεία- φεμινιστική πινελιά, έστω και όχι χωρίς αστερίσκους και επιφυλάξεις. Έχουμε μια ιστορία επιβίωσης και ταυτόχρονα εκδίκησης, που εκτυλίσσεται ως μια αντιπαράθεση μεταξύ των θεσμικών μηχανισμών του κράτους -εν προκειμένω, της πατριαρχικής κρατικής δομής υπό τον Immortan και τα φανατισμένα “War Boys” του- και μιας νομαδικής πολεμικής μηχανής, η οποία είναι εξωτερική και διεκδικεί για λογαριασμό της έναν τρόπο πτύχωσης, οικειοποίησης και διαμόρφωσης του χώρου. Υπέροχες είναι οι εικόνες του ρημαγμένου ερημικού τοπίου, από το κεραμιδί των κόκκων της άμμου υπό το φως του πύρινου ήλιου μέχρι το γκριζομπλέ των νυχτερινών πλάνων, καθώς διευθυντής φωτογραφίας είναι ο βραβευμένος με ‘Οσκαρ, John Seale, που επανήλθε στην ενεργό δράση για τις ανάγκες του φιλμ. Τα γυρίσματα έγιναν στη Ναμίμπια και επίσης -όπως είναι αναμενόμενο- σε εκτάσεις της αυστραλιανής υπαίθρου. Η μουσική, τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα πρακτικά εφέ που ως επί το πλείστον «κάνουν τη δουλειά» είναι επίσης αξιοπρόσεκτα. Ασφαλώς, δε θα μπορούσε να λείπει από αυτήν την απαρίθμηση η καταιγιστική δράση υψηλών οκτανίων, εφόσον η ταινία συνίσταται εν πολλοίς σε μια μεγάλη σκηνή καταδίωξης. Υδάτινοι πόροι και καύσιμα έχουν περιέλθει σε καθεστώς σπάνεως, ενώ οι υφιστάμενες υποδομές άντλησης και

αποθήκευσης και τα συναφή δίκτυα διανομής καναλιζάρονται από τον Ηγέτη ως εργαλείο ελέγχου και καθυπόταξης των υπηκόων του, ήτοι ισχύος, μέσω διασφάλισης της εξάρτησής τους από αυτόν και της πειθήνιας στάσης τους. Υπόσχεται στους πολεμιστές του μία αθάνατη ζωή δίπλα σε αυτόν, καλπάζοντας στη Βαλχάλα, προκειμένου να τους εμψυχώσει και να τους πωρώσει μπροστά στο ενδεχόμενο ενός ηρωικού θανάτου στο πεδίο της μάχης. Στο σύμπαν αυτής της καλτ λατρείας, η μυθολογία των Βίκινγκς και το πολεμικο-πατριαρχικό φαντασιακό της μαχητικής πυγμής, της γενναιότητας και της δόξας δεσπόζουν ολοσχερώς ως ιδεολογικοί αρμοί που συνέχουν και διατηρούν τον κοινωνικό δεσμό, παρέχοντας έτσι το εχέγγυο της ομαλής αναπαραγωγής του καθεστώτος στο πέρασμα του χρόνου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Fury Road πλαισιώνει θαυμάσια την πρώτη τριλογία. Το Mad Max του 1979 λειτουργεί ως εισαγωγή, υπό την αφήγηση μιας ιστορίας εκδίκησης. Το πράγμα έχει ξεφύγει στο The Road Warrior, δυο χρόνια αργότερα: εκεί παρακολουθούμε τον πόλεμο μεταξύ συμμοριών στο δυστοπικό ερημωμένο τοπίο, όπου κυριαρχούν οι έχοντες ενεργειακή αυτάρκεια και οι δυνάμενοι να βρουν τους απαιτούμενους ενεργειακούς πόρους (βενζίνη, πετρέλαιο) και ασφαλώς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Πρόκειται για μια ταινία καταδίωξης με πανκ αισθητική, όπου κατοχυρώνεται το trademark ύφος του franchise (και εντάσσεται επίσης σε μια αντίστοιχη φουρνιά sci-fi της εποχής, μια ακολουθία που θα μπορούσαμε ενδεικτικά να αποδώσουμε αναφέροντας τα “Escape from New York” [1981], “Blade Runner” [1982], “The Terminator” [1984], “Brazil” [1985]). Στο “Beyond Thunderdome” του 1985 ο προϋπολογισμός είχε αυξηθεί, αλλά η αντίδραση των θεατών δεν υπήρξε ενθουσιώδης, μολονότι κατά τη γνώμη μας είναι ελαφρώς υποτιμημένη η αξία και η θέση της στο σύμπαν του «Τρελομάξ». Κάτι που μας φαίνεται ενδιαφέρον στη σειρά αφορά το ότι κάθε ταινία είναι διαφορετική από τις άλλες. Μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει για τα σημεία που δεν του άρεσαν, για το ποια είναι η λιγότερο αγαπημένη του, αλλά όχι να κατηγορήσει τον σκηνοθέτη για αντιγραφή του εαυτού του, αφού σε καθεμία βλέπουμε μια διαφορετική ενσάρκωση του αντι-ήρωα -ως αστυνομικό/εκδικητή, ως οδηγό/προστάτη και ως μονομάχο/μεσσία αντίστοιχα-, πλαισιωμένου από ένα γνώριμο, αλλά πάντοτε ανανεωμένο σκηνικό. Το ερημωμένο περιβάλλον με τα οχήματα και τη μεταλλική επίστρωση απηχεί κάθε φορά τα προηγούμενα, δίχως να είναι ποτέ το ίδιο. Ανεξαρτήτως του αν θα υπάρξει επόμενη ταινία -κάτι εξαιρετικά πιθανό, μετά τη δεδομένη επιτυχία της- και του κατά πόσον αυτή θα είναι καλή ή όχι, ο Max Rockatansky είναι ένα άβαταρ καταδικασμένο να επιστρέφει.

JAN 2016

ARTCORE

33


τα ι ν ι ο θ ή κ η

Star Wars: The Force Awakens, του J.J Abrams - ΤΟΥ Κώστα Κάντογλου -

Πέρασαν κιόλας 10 χρόνια από την τελευταία φορά που οι περίφημοι τίτλοι αρχής του Star Wars «έπεσαν» σε κινηματογραφική οθόνη, με το «Revenge of the Sith» να αποτελεί μακράν την καλύτερη (αλλά και πάλι μετριότατη) από τις τρεις prequel ταινίες που έγραψε και σκηνοθέτησε ο George Lucas, που κατά πολλούς αποτελούσαν βλασφημία στο ιερό όνομα του Star Wars, με τον συνδυασμό κακόγουστης καλλιτεχνικής διεύθυνσης, άθλιων ερμηνειών, απαράδεκτων ψηφιακών εφέ και ενοχλητικών χαρακτήρων, να ξενίζει ακόμα και τους πιο φανατικούς οπαδούς της πρωτότυπης τριλογίας.

Εν έτει 2015 και με την εξαγορά της LucasArts (εταιρεία στην οποία ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα του Star Wars) από την Disney, οι περίφημοι τίτλοι αρχής με τη θρυλική μουσική του John Williams (που βραβεύτηκε με Όσκαρ)

34

ARTCORE

JAN 2016

προβλήθηκαν για άλλη μια φορά στη σκοτεινή αίθουσα, γνωρίζοντας σε μια νέα γενιά, μια από τις ομορφότερες ιστορίες κινηματογραφικής φαντασίας για έναν γαλαξία πολύ, πολύ, μακριά. Το -ομολογουμένως εξαιρετικά απαιτητικό- εγχείρημα


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο J.J. Abrams, φρέσκος μετά την εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία του reboot του ‘‘Star Trek’’. Και αποφάσισε, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Lucas, να βασιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο σε πρακτικά εφέ, φέρνοντας πίσω εκείνη την γοητευτική αίσθηση του «χειροποίητου» που χαρακτήριζε τις πρώτες ταινίες... Με τα διαστημόπλοια και τα droid καλυμμένα από άμμο, τους «εξωγήινους» ηθοποιούς μέσα σε βαριά κοστούμια και μια αισθητική που παραπέμπει νοσταλγικά στην πρώτη τριλογία. Λέξη κλειδί φυσικά εδώ είναι η νοσταλγία: Από την υπέροχη μουσική του Williams (που προσθέτει μερικά εξαιρετικά κομμάτια σε ένα ήδη κλασικό score) μέχρι τη θριαμβευτική επανεμφάνιση παλιών χαρακτήρων σε μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους και την υπέροχη σκηνή με το Millenium Falcon που πέρα από θριαμβευτικά cool είναι και αυθεντικά συγκινητική, η ταινία μοιάζει με ένα γράμμα αγάπης ενός πιστού οπαδού στην μυθολογία του Star Wars. Και αυτό ακριβώς φαίνεται πως είναι ο Abrams. Γιατί έχει ποτίσει κάθε πλάνο, κάθε set και κάθε εφέ με την αγάπη του για την σπουδαιότερη τριλογία επιστημονικής φαντασίας που γνώρισε ο κινηματογράφος. Έχει ενσταλάξει την ταινία με τη μαγεία και τη γοητευτική αφέλεια του παραμυθιού, χαρακτηριστικά που ανέδειξαν τη σπουδαιότητα των τριών πρώτων ταινιών. Πέρα από τα πανέμορφα εφέ όμως, φέρνει μαζί του μια σκηνοθετική άποψη και μια τεχνική αρτιότητα που φαίνεται απαραίτητη προκειμένου να αναδειχθεί πραγματικά μια τέτοια ιστορία. Και φυσικά τα καταφέρνει περίφημα, με δυναμικά πλάνα, με επιβλητικές σκηνές μάχης, επικές μονομαχίες και με εξαιρετικές χορογραφίες καταιγιστικής δράσης. Καθιστώντας το ‘‘Τhe Force Awakens’’ πέρα από ακόμη μια προσθήκη στο σύμπαν του Star Wars, μία γνήσια κινηματογραφική εμπειρία και ένα ιλιγγιώδες θέαμα. Σεβόμενος απόλυτα το παλιό δε μένει σε αυτό, αλλά το εκμοντερνίζει αποφασιστικά, το αναβαθμίζει και το κάνει πιο σύγχρονο, μένοντας ωστόσο πιστός στην ποπ διάθεση του Lucas, προσφέροντας παράλληλα, τουλάχιστον μια σκηνή ανθολογίας και αμέτρητες αναφορές αλλά και νέα στοιχεία που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι καταδικασμένα να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι μιας pop κουλτούρας που έχει ήδη αγκαλιάσει το ‘‘Τhe Force Awakens’’. Μπολιάζει την ιστορία με ευπρόσδεκτο χιούμορ και αληθινή συγκίνηση, θυμίζοντας, όπως και σε άλλες δουλειές του, την τρυφερότητα του Spielberg, που πάντρευε πάντα τόσο αποτελεσματικά το (υπέρ) θέαμα και το συναίσθημα μιας προσωπικής ιστορίας. Το κοινό φαίνεται να αγκαλιάζει εξίσου και τους νέους χαρακτήρες, μοναδικοί και υπέροχοι όλοι τους, από τη δυναμική, σπιρτόζα και απόλυτα ερωτεύσιμη Rey, στον ελαφρώς αμήχανο και ατσούμπαλο αλλά αξιαγάπητο Finn, τον Poe Dameron που απλά δε γίνεται να μην τον συμπαθήσεις, μέχρι την σοφή και προστατευτική Maz, υποδυόμενη εξαιρετικά, κάτω από τον μανδύα του motion capture,

από την οσκαρική Lupita Nyong’o. Η ιστορία φαίνεται να βαδίζει σε -ίσως υπερβολικά γνώριμα- μονοπάτια, με την αυτοκρατορία να έχει διαλυθεί και μια νέα οργάνωση με το όνομα The First Order να έχει πάρει τη θέση της και να φιλοδοξεί να υποτάξει ολόκληρο τον γαλαξία κάτω από την σιδερένια γροθιά της. Ένας από τους ηγέτες αυτής της οργάνωσης είναι ο μυστηριώδης Kylo Ren με την instant classic αμφίεση και το ανεπιτήδευτα cool villain attitude, αλλά και ο αινιγματικός Snoke, για τον οποίο ελάχιστα μαθαίνουμε στη διάρκεια της ταινίας. Απέναντι στη First Order (που θα μπορούσε να είναι μια νεοναζιστική ομάδα, καθότι και η αυτοκρατορία ήταν ξεκάθαρα, από την εξουσιαστική δομή της μέχρι την αισθητική της, μια αλληγορία για το ναζιστικό καθεστώς) βρίσκεται η Αντίσταση με ηγέτη την πρώην πριγκίπισσα και νυν σκληροτράχηλη στρατηγό Leia Organa, χωρίς το iconic slave outfit και τα μαλλιά-κεφτεδάκια, αλλά με την εμπειρία, τη σύνεση και τη σοφία μιας ολόκληρης ζωής ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Και φυσικά ο Han Solο, ορισμός του κινηματογραφικού cool, γόης, παράνομος, αλλά καταβάθος καλόκαρδος, σε μια εξαιρετική ερμηνεία από τον Harrison Ford, που υποδύεται τον Han ως έναν κουρασμένο αλλά πάντα πολυμήχανο outlaw που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει. Ο Abrams και ο σεναριογράφος Lawrence Kasdan βαδίζουν σε γνώριμα αφηγηματικά μονοπάτια, χωρίς να παίρνουν ιδιαίτερο ρίσκο, πράγμα που κάνει το ‘‘Τhe Force Awakens’’ να μοιάζει, δυστυχώς, υπερβολικά γνώριμο στους «παλιούς», που μεγάλωσαν με τις ταινίες της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80. Σίγουρα όμως και αυτοί δεν μπορεί παρά να μαγευτούν από τον εκσυγχρονισμό σε αρκετά σημεία του μύθου, νιώθοντας ότι επιστρέφουν, όπως λέει και ο Han στον Chewbacca, σπίτι τους. Η νέα γενιά, που τώρα γνωρίζει αυτό το φιλμικό σύμπαν, δεν μπορεί παρά να νιώσει δέος απέναντι σε μια επική ιστορία γεμάτη διαστημόπλοια, εξωγήινες φυλές, φωτόσπαθα, Jedi και Sith. Τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι, έχουν κάτι να απολαύσουν στο ‘‘Τhe Force Awakens’’. Παρά τις όποιες αδυναμίες, σεναριακές ευκολίες και μια δεδομένη έλλειψη πρωτοτυπίας, η πρώτη ταινία της νέας τριλογίας είναι ο θρίαμβος του Abrams. Πετυχαίνοντας απόλυτα στο να φέρει το παλιό κοινό πίσω στον κινηματογράφο και να επαναφέρει την πίστη του κόσμου στο franchise μετά την ύβρη των prequels. Προσφέροντας παράλληλα σε μια νέα γενιά την ευκαιρία να ονειρευτεί, να εμπνευστεί και να ενθουσιαστεί με μια μαγευτική ιστορία για έναν γαλαξία πολύ, πολύ μακριά. Πλέον το Star Wars μπορεί και ανήκει σε κάθε γενιά, για να το συζητήσει, να το αναλύσει, να μαλώσει για το ποια ταινία είναι καλύτερη και να το καταστήσει σημαίνον πολιτισμικό φαινόμενο, ακριβώς δηλαδή όπως του αξίζει. May the Force be with them.

JAN 2016

ARTCORE

35


Τα ι ν ι ο θ ή κ η

Mustang, της Deniz Gamze Ergüven - ΤΗΣ ΆνναΣ μ. Μ. -

Γέμισε ασφυκτικά τις αίθουσες του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κερδίζοντας το βραβείο κοινού, απέσπασε το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και διεκδικεί το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ο λόγος, για την ταινία «Ατίθασες» που σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη.

36

ARTCORE

JAN 2016


ΚΙΝΗ -ΜΑΤΟ -ΓΡΑ -ΦΟΣ

Σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της βόρειας Τουρκίας, πέντε ανήσυχα πνεύματα, πέντε αδελφές ορφανές από γονείς, εξαναγκάζονται από τους συγγενείς και τον κοινωνικό τους περίγυρο να απομονωθούν στο σπίτι, προκειμένου να προετοιμαστούν για τις οικιακές υπηρεσίες που θα προσφέρουν ως σύζυγοι. Μπορούν τα προξενιά, οι ανιαρές δουλειές του σπιτιού και ο εγκλεισμός να καταπνίξουν την άνθιση της θηλυκότητας και την αναπόφευκτη ενηλικίωση; Το ερώτημα αυτό καλείται να απαντήσει η σκηνοθέτης Deniz Gamze Ergüven από την Τουρκία, με σπουδές στη Γαλλία, διχασμένη ανάμεσα στις ανατολικές παραδόσεις και τον δυτικό πολιτισμό. Η απάντηση δεν είναι απόλυτη. Τα κορίτσια παρομοιάζονται, ήδη από τον τίτλο, με άγρια άλογα (mustang) και αποδεικνύουν την ανήσυχη φύση τους καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Οι πέντε τους συνθέτουν μια αναπαράσταση της γυναικείας κοινωνίας του Ισλάμ, καθώς κάποιες θα υποταχθούν και άλλες θα επαναστατήσουν γνωρίζοντας τις φριχτές συνέπειες. Το “Mustang” ωστόσο, δεν εστιάζει τόσο στο θρησκευτικό κομμάτι της ζωής, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά κυρίως στο γλυκό πέρασμα στην ενηλικίωση και την ανακάλυψη της θηλυκότητας, το δικαίωμα στο παιχνίδι και τον έρωτα. Το ‘‘Mustang’’ είναι ένα παραμύθι με τις όμορφες και άσχημες πτυχές του, ρεαλιστικό υπό μία έννοια, αλλά σίγουρα αληθινό στην ψυχή του. Τελικά, ίσως μια ταινία

που αποπνέει γέλιο κι αισιοδοξία μπορεί να προβληματίσει περισσότερο από ένα φιλμ στο οποίο σκοτώνεται κάθε χαρά και ο σκηνοθέτης ξεχνάει πως η ζωή δεν είναι άσπρο-μαύρο. Κάποιοι θεώρησαν πως η ταινία θίγει επιπόλαια ένα τόσο σοβαρό θέμα, ξεχνώντας πως συχνά το χιούμορ είναι ο αφοπλιστικότερος τρόπος απεικόνισης της πραγματικότητας ακόμα και στις πιο σκοτεινές πτυχές της. Δεμένες σαν μια γροθιά, οι αδελφές προσπαθούν να αλλάξουν τη ζωή τους, να συνεχίσουν το παιχνίδι τους, χωρίς τίποτα να μπορεί να τις σταματήσει. Όταν τους απαγορεύουν να πάνε για μπάνιο στη θάλασσα, θα φορέσουν τα μαγιώ τους και θα κάνουν βουτιές στα κρεβάτια τους, γιατί η φύση τους δεν υποτάσσεται σε κανόνες και απειλές, η φύση της γυναίκας είναι αδάμαστη ακόμα και στις πιο καταπιεστικές κοινωνίες. Αυτό είναι και το μήνυμα που θέλει να περάσει η Ergüven μέσα από τη δυτική της ματιά σε ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα της πατρίδας της. Εξωτικό, γλυκόπικρο και μελαγχολικό, το παραμύθι ξετυλίγεται αβίαστα, για να καταλήξει σε ένα όμορφο τέλος, όπως άλλωστε οφείλουν να έχουν τα παραμύθια, υπενθυμίζοντας πως τα άγρια άλογα δεν υποτάσσονται εύκολα στους εκπαιδευτές τους.

JAN 2016

ARTCORE

37


Pinhole

Το μοναδικό σύμπαν της Lee JeeYoung - BY Nicki Upstairs -

Η Κορεάτισσα Lee JeeYoung δημιουργεί εξαιρετικά λεπτομερείς σκηνές, που απαιτούν απίστευτα μεγάλη υπομονή και απολύτως καμία ψηφιακή επεξεργασία. Η καλλιτέχνιδα δουλεύει στο στούντιό της για εβδομάδες Ή και μήνες προκειμένου να δώσει ζωή σε κόσμους που αψηφούν κάθε λογική.

38

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Από το 2007, η Lee JeeYoung φωτογραφίζει το αόρατο. Ενώ η παραδοσιακή φωτογραφία καταθέτει κομμάτια της πραγματικότητας στα μάτια μας, η εν λόγω καλλιτέχνιδα μας προσφέρει κομμάτια της καρδιάς της, της μνήμης της και των ονείρων της. Ξεπερνάει τους περιορισμούς που θέτει το παραδοσιακό φωτογραφικό μέσο και προσθέτει δημιουργικότητα και θεατρικότητα προκειμένου να δώσει ζωή στην ανάγκη της για έκφραση. Αφιερώνει εβδομάδες, μπορεί και μήνες κάποιες φορές, για να δημιουργήσει το σύμπαν που γεννιέται από το μυαλό της, μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός στούντιο 3x6 m. Χρειάζεται να αφιερώσει πολύ χρόνο και να έχει εξαιρετικά μεγάλη υπομονή προκειμένου να αποκλείσει την πιθανότητα οποιασδήποτε μεταγενέστερης επεξεργασίας στη φωτογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργεί έναν κόσμο πραγματικό και συμπαγή. Μέσα σε καθένα από αυτά τα

σκηνικά βρίσκεται η καλλιτέχνιδα. Η ίδια βέβαια δεν ενδιαφέρεται τόσο να δείξει την όψη της, όσο την αναζήτηση της ταυτότητάς της, τις επιθυμίες και τις σκέψεις της. Οι δημιουργίες της λειτουργούν ως μια κάθαρση που της επιτρέπουν να διαχειριστεί την κοινωνική πίεση και τα άγχη. Ο χρόνος που χρειάζεται για να στήσει κάθε σκηνή, της δίνει χρόνο για να διαλογιστεί σχετικά με τους λόγους των εσωτερικών της συγκρούσεων κι έτσι να τους ξορκίσει. Έχοντας κερδίσει αρκετά βραβεία, ανάμεσά τους το Sovereign Art Prize (2012), η JeeYoung είναι μια από τις πιο υποσχόμενες φιγούρες του κορεάτικου καλλιτεχνικού κόσμου. Η δουλειά της έχει προβληθεί από πολυάριθμες ιστοσελίδες καθώς και ΜΜΕ από τις ΗΠΑ έως την Κίνα.

JAN 2016

ARTCORE

39


Pinhole

40

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2016

ARTCORE

41


Pinhole

42

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2016

ARTCORE

43


Pinhole

Ιστορίες άγριων παιδιών Genie, ΗΠΑ, 1970.

- BY Nicki Upstairs -

Αληθινές ιστορίες «άγριων» παιδιών, μέσα από τον φακό της Julia Fullerton-Batten. «Άγριο» παιδί θεωρείται εκείνο που ζει αποκομμένο από κάθε ανθρώπινη επαφή, συχνά από πολύ μικρή ηλικία. Έτσι το παιδί μεγαλώνει με ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία ανθρώπινης φροντίδας, συμπεριφοράς Ή γλώσσας. Καταγεγραμμένες ιστορίες άγριων παιδιών υπάρχουν σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Σε λίγες μόνο περιπτώσεις κατάφερε το παιδί να ανακτήσει Ή να αναπτύξει την ικανότητα της ομιλίας Ή να προσαρμοστεί στην κοινωνία. Πολλές φορές τα παιδιά αυτά έγιναν αντικείμενα έντονης επιστημονικής έρευνας προκειμένου να εξερευνηθούν η προέλευση του λόγου και της γλώσσας.

44

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Η Julia Fullerton-Batten Η Julia Fullerton-Batten είναι μία διεθνώς αναγνωρισμένη φωτογράφος με έδρα το Λονδίνο, όπου ζει με τον άντρα της και τους δύο γιους της. Η θεματολογία του έργου της περιλαμβάνει ζητήματα όπως η περίπλοκη περίοδος της εφηβείας (“Teenage Stories”, 2005 - “School Play”, 2007 - “In Between”, 2009 - “Akward”, 2011), η σχέση μεταξύ μητέρας και κόρης (“Mothers and Daughters”, 2012), η στάση της κοινωνίας απέναντι στο γυναικείο σώμα (“Unadorned”, 2012) και άλλα θέματα ιδωμένα κυρίως από τη γυναικεία σκοπιά. Η χρήση ασυνήθιστων τοποθεσιών για τις λήψεις και η δημιουργική της σκηνοθεσία, σε συνδυασμό με τη χρήση μοντέλων που βρίσκει στον δρόμο και τον κινηματογραφικό φωτισμό που χρησιμοποιεί, αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το έργο της να ξεχωρίζει. Η πιο πρόσφατη δουλειά της έχει την ονομασία “Feral Children” και περιστρέφεται γύρω από πραγματικές ιστορίες άγριων παιδιών, δηλαδή παιδιών που για διάφορους λόγους και με διάφορους τρόπους βρέθηκαν να ζουν και να μεγαλώνουν αποκομμένα από οποιαδήποτε ανθρώπινη επαφή. Επέλεξε να απεικονίσει 15 τέτοιες περιπτώσεις. Η ιδέα ήταν όχι να κάνει μια ακριβή αναπαράσταση της καθεμίας ιστορίας, αλλά να προσπαθήσει να ερμηνεύσει τα συναισθήματα των παιδιών που πρωταγωνίστησαν σε αυτές τις ιστορίες. Ακολουθούν οι εικόνες και μια σύντομη αναφορά στην ιστορία που κρύβει η καθεμία.

Prava, Ρωσία, 2008.

Genie. Όταν ήταν ακόμα νήπιο, ο πατέρας της Genie αποφάσισε ότι ήταν καθυστερημένη και γι’ αυτό την έδεσε πάνω σε ένα παιδικό κάθισμα τουαλέτας και την έκλεισε σε ένα δωμάτιο για πάνω από 10 χρόνια. Στα 13 της πήγε με την μητέρα της στην πρόνοια κι εκεί η κοινωνική λειτουργός είδε την κατάστασή της. Η Genie είχε περίεργη κίνηση, δε μιλούσε ούτε έβγαζε ήχους. Για πολλά χρόνια έγινε αντικείμενο ερευνών και κατάφερε να μιλάει λίγο και να διαβάζει κάποιες λέξεις. Για πολλά χρόνια γνώρισε ακόμη περισσότερη κακοποίηση σε ανάδοχες οικογένειες μέχρι που κατέληξε σε ένα νοσοκομείο παίδων, έχοντας χάσει ξανά την ικανότητα γλωσσικής επικοινωνίας. Prava. Ο Prava βρέθηκε, όταν ήταν 7 ετών, στο σπίτι της μητέρας του, περιορισμένος σε ένα δωμάτιο με τα δεκάδες πουλιά της, ανάμεσα σε τροφές και ακαθαρσίες. Η μητέρα του δεν τον κακοποίησε ποτέ σωματικά και του έδινε φαγητό, αλλά δεν του μιλούσε ποτέ. Δεν μπορούσε να μιλήσει παρά μόνο τιτίβιζε και κουνούσε τα χέρια του σαν πουλί. Βρίσκεται υπό ψυχιατρική φροντίδα προκειμένου να επανενταχθεί. Madina. Από τη γέννησή της και μέχρι τριών ετών η Madina ζούσε μαζί με σκύλους, έτρωγε το ίδιο φαγητό με αυτούς και κοιμόταν μαζί τους όταν έκανε πολύ κρύο. Οι κοινωνικοί λειτουργοί τη βρήκαν γυμνή, να περπατά στα τέσσερα και να γρυλλίζει. Η αλκοολική μητέρα της εξαφανιζόταν για μέρες και όταν ήταν στο σπίτι, άφηνε την κόρη της να μασουλάει κόκκαλα στο πάτωμα μαζί με τους σκύλους. Η Madina συχνά το έσκαγε για να πάει στην παιδική χαρά, αλλά κανένα παιδί δεν ήθελε να παίξει μαζί της, αφού δε μιλούσε και συχνά ήταν επιθετική. Οι γιατροί λένε πως παρά την εμπειρία της, η πνευματική και φυσική της κατάσταση είναι σε καλά επίπεδα και υπάρχουν πιθανότητες να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Marina Chapman. Η Marina απήχθη το 1954 σε ηλικία 5 ετών και στη συνέχεια οι απαγωγείς της την παράτησαν

Madina, Ρωσία, 2013.

JAN 2016

ARTCORE

45


Pinhole

Marina Chapman, Κολομβία, 1959.

στη ζούγκλα. Για πέντε χρόνια ζούσε με μια οικογένεια καπουτσίνων πιθήκων οι οποίοι την έμαθαν να σκαρφαλώνει στα δέντρα και να ξεχωρίζει τις ασφαλείς τροφές. Όταν την ανακάλυψαν οι κυνηγοί που την «έσωσαν», είχε χάσει τελείως τη γλωσσική ικανότητα. Οι σωτήρες της την πούλησαν σε έναν οίκο ανοχής, από όπου απέδρασε και ζούσε στους δρόμους μέχρι που μια οικογένεια μαφιόζων την έκανε σκλάβα τους. Με τη βοήθεια μιας γειτόνισσας, απέδρασε στην Μπογκοτά όπου υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι. Στα 15 της βρήκε δουλειά ως οικονόμος και νταντά μιας οικογένειας κι έφυγε μαζί τους για το Λονδίνο, όπου αργότερα παντρεύτηκε κι έκανε τη δική της οικογένεια. Οι εμπειρίες της καταγράφηκαν από την ίδια σε βιβλίο με τον τίτλο “The girl with no name”. Marie Angelique Memmie Le Blanc (The wild girl of Champagne). Για 10 χρόνια επιβίωνε μόνη της στα δάση της Γαλλίας, τρώγοντας πουλιά, βατράχια, ψάρια, φύλλα και ρίζες. Όταν τη βρήκαν στην ηλικία των 19, επικοινωνούσε μόνο με κραυγές και έτρωγε μόνο ωμό κρέας για πολλά χρόνια. Η βελτίωσή της ήταν αξιοθαύμαστη, καθώς πολλοί ευκατάστατοι προστάτες ανέλαβαν την εκπαίδευσή της. Πέθανε στην ηλικία των 63 ετών στο Παρίσι, όντας αρκετά ευκατάστατη.

46

ARTCORE

JAN 2016

The leopard boy. Το αγόρι ήταν δύο ετών όταν το άρπαξε μια θηλυκή λεοπάρδαλη. Μετά από τρία χρόνια ένας κυνηγός έτυχε να σκοτώσει τη λεοπάρδαλη και ανακάλυψε το πεντάχρονο αγόρι μαζί με τα τρία μικρά της. Το αγόρι επέστρεψε στην οικογένειά του, αλλά δεν μπορούσε πια να μιλήσει και το σώμα του ήταν παραμορφωμένο από τα χρόνια που πέρασε περπατώντας στα τέσσερα. Δάγκωνε όποιον τον πλησίαζε και σκότωνε πουλερικά για να τα φάει ωμά. Αργότερα έμαθε να μιλάει και να στέκεται περισσότερο σε όρθια θέση. Σταδιακά τυφλώθηκε λόγω του καταρράκτη που ήταν μια πάθηση συχνή στην οικογένειά του. John Ssebunya (The monkey boy). Στην ηλικία των τριών και αφού είδε τον πατέρα του να δολοφονεί τη μητέρα του, ο John το έσκασε από το σπίτι και πήγε στη ζούγκλα όπου ζούσε μαζί με πιθήκους. Βρέθηκε όταν είχε γίνει έξι ετών και μπήκε σε ορφανοτροφείο. Ο John έμαθε να φέρεται σαν άνθρωπος και να μιλάει. Μάλιστα ανακάλυψαν ότι είχε πολύ καλή φωνή και έτσι βρέθηκε να περιοδεύει τραγουδώντας με την 20μελή παιδική χορωδία “Pearl of Africa”. Kamala και Amala. Τα δύο κορίτσια βρέθηκαν σε ηλικία οκτώ και ενός έτους αντίστοιχα, σε μια φωλιά λύκων και η ιστορία τους είναι από τις πιο γνωστές ιστορίες άγριων


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

παιδιών. Στην αρχή τα κορίτσια κοιμόντουσαν κουλουριασμένα μαζί, γρύλιζαν, έσκιζαν τα ρούχα τους, τρέφονταν μόνο με ωμό κρέας και ούρλιαζαν σαν λύκοι. Δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για επικοινωνία με ανθρώπους, αλλά είχαν οξυμένες τις αισθήσεις της ακοής, της όρασης και της όσφρησης. Η Amala πέθανε ένα χρόνο μετά την ανακάλυψή της, ενώ η Kamala σταδιακά έμαθε να περπατά και να λέει κάποιες λέξεις, αλλά κι εκείνη πέθανε λίγα χρόνια αργότερα από νεφρική ανεπάρκεια.

The leopard boy, Ινδία, 1912.

Oxana Malaya. Η Oxana βρέθηκε ανάμεσα σε σκύλους ενός κυνοτροφείου στην ηλικία των οκτώ ετών. Έζησε με τους σκύλους για έξι χρόνια, αφού οι αλκοολικοί γονείς της την άφησαν ένα βράδυ έξω, όταν ήταν τριών. Ψάχνοντας για ζεστασιά κουλουριάστηκε μαζί με τα σκυλιά της φάρμας, κάτι που πιθανώς της έσωσε τη ζωή. Όταν βρέθηκε, η συμπεριφορά της έμοιαζε περισσότερο με σκύλου παρά με ανθρώπου και ήξερε μόνο τις λέξεις ναι και όχι. Με εντατική θεραπεία απέκτησε βασικές κοινωνικές και λεκτικές δεξιότητες, αλλά στο επίπεδο ενός πεντάχρονου παιδιού. Σήμερα είναι 30 ετών και ζει σε μια κλινική στην Οδησσό, όπου εργάζεται με ζώα της φάρμας. Lobo Wolf Girl, Μεξικό, 1845/1852. Το 1845 κάποιοι είδαν ένα κορίτσι να τρέχει στα τέσσερα μαζί με μια αγέλη λύκων και να επιτίθεται σε ένα κοπάδι με κατσίκες. Ένα χρόνο αργότερα την είδαν να τρώει μια κατσίκα μαζί με τους λύκους. Το 1852 την είδαν ξανά να θηλάζει δύο λυκάκια, αλλά έτρεξε στο δάσος κι από τότε δεν την είδε ξανά κανείς. Shamdeo. Ανακαλύφθηκε σε ηλικία περίπου τεσσάρων ετών να ζει μαζί με λύκους σε ένα δάσος της Ινδίας. Του άρεσε να κυνηγά κότες, να τρώει χώματα και είχε ιδιαίτερη προτίμηση στο αίμα. Κατάφερε να μάθει σε κάποιο βαθμό τη νοηματική γλώσσα, αλλά δε μίλησε ποτέ. Το 1978 μπήκε στο άσυλο απόρων της μητέρας Τερέζας, όπου του έδωσαν το όνομα Pascal. Πέθανε το Φεβρουάριο του 1985.

Marie Angelique Memmie Le Blanc (The wild girl of Champagne), Γαλλία, 1731.

John Ssebunya (The monkey boy), Ουγκάντα, 1991.

Kamala και Amala, Ινδία, 1920.

Oxana Malaya, Ουκρανία, 1991.

JAN 2016

ARTCORE

47


Pinhole

Lobo Wolf Girl, Μεξικό, 1845/1852.

Shamdeo, Ινδία, 1972.

Sujit Kumar (The chicken boy), Φίτζι, 1978.

48

ARTCORE

JAN 2016

Sujit Kumar (The chicken boy), Φίτζι, 1978. Λόγω της προβληματικής του συμπεριφοράς, οι γονείς του τον έκλεισαν στο κοτέτσι. Αργότερα η μητέρα του αυτοκτόνησε και ο πατέρας του δολοφονήθηκε, οπότε η ευθύνη πέρασε στον παππού του, που συνέχισε να τον κρατά στο κοτέτσι. Στην ηλικία των οκτώ ετών βρέθηκε στη μέση του δρόμου να κακαρίζει. Τσιμπούσε το φαγητό του, καθόταν στην καρέκλα κουρνιασμένος και έκανε περίεργους ήχους με τη γλώσσα του. Μεταφέρθηκε σε ένα γηροκομείο, όπου λόγω της επιθετικότητάς του τον είχαν δεμένο σε ένα κρεβάτι για περισσότερα από 20 χρόνια. Τώρα είναι πάνω από 30 ετών και ζει με τη φροντίδα της γυναίκας που τον έσωσε από εκεί. Rochom Pngien (Jungle Girl). Η Rochom ήταν πια γυναίκα όταν την έπιασαν να κλέβει το φαγητό ενός χωρικού. Ένας από τους αστυνομικούς του χωριού υποστήριξε ότι ήταν η 27χρονη κόρη του, από ένα χαρακτηριστικό σημάδι στην πλάτη της. Είχε εξαφανιστεί το 1988 σε ηλικία οκτώ ετών μαζί με την εξάχρονη αδερφή της, όταν πήγαν να βοσκήσουν νεροβούβαλους. Η μικρή αδερφή δε βρέθηκε ποτέ. Η Rochom δυσκολεύτηκε να επανενταχθεί στον πολιτισμό. Εξαφανιζόταν για κάποιες μέρες και μετά επέστρεφε. νοσηλεύτηκε γιατί αρνούνταν να φάει, αλλά κατάφερε να χρησιμοποιεί κάποιες λέξεις για να επικοινωνεί. Άρχισε να κοιμάται σε ένα μικρό κοτέτσι κοντά στο σπίτι της οικογένειάς της, την οποία επισκεπτόταν για φαγητό κάθε τρεις ή τέσσερις μέρες.


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ Victor. Ο Victor είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που μελετήθηκαν εκτενώς προκειμένου να ανακαλυφθεί η προέλευση του λόγου. Όταν βρέθηκε ήταν περίπου 12 ετών καλυμμένος με πληγές και τελείως ανίκανος να μιλήσει. Η ανακάλυψή του προκάλεσε το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών που πήγαν να τον εξετάσουν. Ένας από αυτούς τον έστειλε γυμνό στα χιόνια για να μελετήσει την αντοχή του στο κρύο. Ο Victor έδειχνε ότι το κρύο δεν επιδρούσε καθόλου πάνω του. Πολλοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να του μάθουν να μιλάει και να φέρεται φυσιολογικά. Τελικά μεταφέρθηκε σε ένα ίδρυμα στο Παρίσι, όπου πέθανε σε ηλικία 40 ετών.

Rochom Pngien (Jungle Girl), Καμπότζη, 2007.

Ivan Mishukov. Ο Ivan το έσκασε από το σπίτι του σε ηλικία τεσσάρων ετών για να γλιτώσει από την κακοποίηση της οικογένειάς του. Ζούσε στους δρόμους και ζητιάνευε. Ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση με μια αγέλη σκύλων με τους οποίους μοιραζόταν το φαγητό του και κατέληξε να είναι ο αρχηγός τους. Έζησε έτσι για δύο χρόνια μέχρι που τελικά μεταφέρθηκε σε ένα ίδρυμα για παιδιά. Το γεγονός ότι ζητιάνευε τον βοήθησε να μη χάσει τη γλωσσική του ικανότητα. Αυτό και το μικρό διάστημα που έζησε σαν «άγριος» τον βοήθησαν να επανέλθει γρήγορα και να ζει σήμερα μια φυσιολογική ζωή. Victor (The wild boy of Aveyron), Γαλλία, 1797.

Ivan Mishukov, Ρωσία 1998.

JAN 2016

ARTCORE

49


Camera obscura

Picnic with Sergey, του Bruce Gilden - ΤΟΥ ΝίκοΥ Πρίπορα -

O Bruce Gilden είναι ένας από τους σημαντικότερους street photographers και μέλος του πρακτορείου Magnum. Ευρύτερα γνωστός για τις κοντινές του λήψεις με τη βοήθεια ενός φλας και τις μοναδικές του εικόνες από τους ανθρώπους της Νέας Υόρκης, της ΙαπωνικήΣ Yakuza και πλήθους περιθωριακών ατόμων. Όπως λέει ο ίδιος, το κίνητρο για να ασχοληθεί με τη φωτογραφία ήταν η ταινία του 1968 “Blow Up” του Michelangelo Antonioni.

50

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Ένα από τα projects του, το οποίο και μου τράβηξε την προσοχή είναι το Picnic with Sergey. Η ιστορία γύρω από αυτή τη σειρά φωτογραφιών και το πώς προέκυψε είναι από μόνη της απολαυστική, αλλά και το αποτέλεσμα που είχε από τη φωτογράφιση ο Gilden, σίγουρα άφησε έκπληκτο και τον ίδιο. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και με το οργανωμένο έγκλημα της Ρωσίας να έχει εξαπλωθεί παντού στο εξωτερικό, στις επαρχιακές πόλεις διασώθηκε ένας κύκλος μικροκακοποιών, χωρίς τα ακριβά ρούχα και αυτοκίνητα που συνοδεύουν τους «σοβαρούς εγκληματίες», με μόνο κίνητρο να μπορούν να πληρώνουν τη βότκα τους και να βγάζουν απλά τα προς το ζην. Μότο τους, όπως αναφέρει ο Gilden στο site του, ήταν το «Όσο πιο σύντομα μπεις φυλακή, τόσο πιο γρήγορα θα είσαι ελεύθερος». O Gilden βρέθηκε στην Αικατερινούπολη, μια πόλη κοντά στην παγωμένη Σιβηρία, έχοντας ως κίνητρο να φωτογραφίσει σκληρούς τύπους του τοπικού εγκλήματος. Η επαφή του εκεί, του σύστησε τον Σεργκέι και τους φίλους του,

τους οποίους συνάντησε σε ένα κλαμπ 70km έξω από την Αικατερινούπολη. Ο Gilden αναφέρει πως το club ήταν άδειο και ο Σεργκέι και η παρέα του κάθονταν χωρίς να κάνουν τίποτα, κάτι που μείωσε τις προσδοκίες του για να πετύχει αυτό που είχε στο μυαλό του ο φωτογράφος, μέχρι που ο Σεργκέι πρότεινε το απίθανο. Να πάνε για ένα πικνίκ. Οι φωτογραφίες που τράβηξε εκεί ο Gilden μιλούν από μόνες τους. Θα έλεγε κανείς ότι είναι σχεδόν σουρεαλιστικές. Μεθυσμένοι Ρώσοι γκάνγκστερς να ξαπλώνουν ημίγυμνοι στα γρασίδια κάτω από τον όχι και πολύ καυτό ήλιο, μεγάλοι σταυροί περασμένοι στον λαιμό τους, τατουάζ με γατάκι στο πόδι του σκληρού Σεργκέι, αγελάδες και σκυλιά να κόβουν βόλτες και ένας καβγάς από το πουθενά του Σεργκέι με τον Βασίλι, που ήρθε για να βάλει τέλος στη φωτογράφιση με σίγουρα εντυπωσιακό τρόπο.

JAN 2016

ARTCORE

51


Camera obscura

52

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2016

ARTCORE

53


Camera obscura

H απίθανη ιστορία της Vivian Maier - ΤΟΥ ΝίκοΥ Πρίπορα -

Αφορμή για το παρόν άρθρο στάθηκε το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ των John Maloof και Charlie Siskel με τίτλο “Finding Vivian Maier”, στο οποίο περιγράφεται η μετά θάνατον ανακάλυψη 100.000 φωτογραφιών μιας νταντάς, της Vivian Maier, οι οποίες την κατατάσσουν ανάμεσα στις σημαντικότερες φωτογράφους δρόμου.

54

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Ποια ήταν όμως η Vivian Maier; Η ίδια περιγράφεται από όσους ανθρώπους την γνώρισαν, ως μια εκκεντρική γυναίκα, η οποία εργαζόταν για πάνω από 40 χρόνια ως νταντά, κυρίως στο Σικάγο των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου της ή ακόμα και όταν πήγαινε βόλτα τα παιδιά που είχε υπό την επίβλεψή της, φωτογράφιζε ασταμάτητα τους ανθρώπους και την αρχιτεκτονική των αμερικανικών μεγαλουπόλεων. Τα παιδιά, τα οποία μεγάλωσε, λένε ότι πολλές φορές τα οδηγούσε σε παρακμιακές και επικίνδυνες γειτονιές, ώστε να τραβήξει τις φωτογραφίες που ήθελε. Η Maier είχε τραβήξει πάνω από 150.000 φωτογραφίες κατά τη διάρκεια της ζωής της, φωτογραφίες που ποτέ δεν εκδόθηκαν, καθώς ποτέ δεν εμφάνισε τα περισσότερα από τα αρνητικά της. Οι μοναδικές της εικόνες έρχονται για πρώτη φορά στο φως το 2007, δύο χρόνια πριν τον θάνατό της, όταν το σπίτι το οποίο διατηρούσε ως αποθηκευτικό χώρο, βγήκε σε δημοπρασία. Μέσα σε κουτιά και βαλίτσες υπήρχαν χιλιάδες αρνητικά από φιλμς, ηχογραφήσεις και ταινίες των 8mm. Τρεις συλλέκτες αγόρασαν μέρος του έργου της και αυτό ήταν η αρχή της μεγάλης αποκάλυψης. Τον Οκτώβριο του 2009, ο Μaloof παρουσιάζει μέρος του έργου της στο Flickr και τότε η Μaier γίνεται viral παγκοσμίως. Έκτοτε η δουλειά της έχει παρουσιαστεί σε δεκάδες εκθέσεις τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη και η ζωή της αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Ακόμα και σήμερα βέβαια, η Maier δεν έχει γίνει αποδεχτή από τα μεγάλα κέντρα τέχνης και την καλλιτεχνική ελίτ. To έργο της όμως μιλάει από μόνο του, καθώς με την Rolleiflex της κατάφερε να αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο την καθημερινότητα σχεδόν μισού αιώνα, τόσο της Αμερικής όσο και άλλων χωρών. Περισσότερα για τη ζωή της στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ Finding Vivian Maier (http://www.imdb.com/title/ tt2714900/).

JAN 2016

ARTCORE

55


Camera obscura

56

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2016

ARTCORE

57


Camera obscura

58

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

JAN 2016

ARTCORE

59


Συνεντευξεις

Σπύρος Σανσονέτης: O νικητής του διαγωνισμού φωτογραφίας Faces - Συνέντευξη: Nίκος Πρίπορας -

Η φωτογραφία του ξεχώρισε ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες εξαιρετικές φωτογραφίες που λάβαμε για τον 2ο διαγωνισμό φωτογραφίας του Artcore, Faces, λαμβάνοντας την πρώτη θέση. Κέρδισε τις εντυπώσεις τόσο της κριτικής επιτροπής όσο και του κόσμου που επισκέφτηκε την έκθεση φωτογραφίας που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο, στην photogallery ΟΚΤΟ στη Θεσσαλονίκη. Είναι ο Σπύρος Σανσονέτης και μας έκανε την τιμή να δώσει μια πραγματικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη, δίνοντας μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε καλύτερα αυτόν, αλλά και ένας μέρος του εξαιρετικού του έργου.

60

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ > Πότε και πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με την φωτογραφία; Η ενασχόλησή μου με την φωτογραφία ξεκίνησε πριν 46 χρόνια, (δεν είμαι τόσο μεγάλος όσο ακούγεται ούτε ασχολούμαι τόσα χρόνια όσο φαίνεται) στην ηλικία των 8 χρόνων, όταν για κάποιον άγνωστο ακόμα σε μένα λόγο και επιθυμία, αποφάσισα τα χρήματα που θα έβγαζα από τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα να τα επενδύσω σε μια απλή πλαστική κόμπακτ την kodak instamatic, που ήταν τότε σε προσφορά από μεγάλο πολυκατάστημα της εποχής. Σαν παιδί, την στιγμή που θα την αγόραζα την ονειρευόμουν κάθε νύχτα, αλλά τα χρήματα από τα κάλαντα δεν έφτασαν· έτσι επιστρατεύτηκαν να συνδράμουν οι μεγάλες δυνάμεις και λοιποί συγγενείς (κατά το τυπικό υποσχέθηκα ότι θα είμαι καλό παιδί, μαθητής, θα τρώω το φαΐ μου κλπ.) και έτσι το όνειρό μου πραγματοποιήθηκε. Για πολλά χρόνια φωτογράφιζα περιστασιακά με αυτήν την ταπεινή μηχανούλα με ασπρόμαυρο φιλμ την οικογένειά μου, τους φίλους μου, τα παιχνίδια. Στα 18 μου αγόρασα την πρώτη μου Zenit (ακολούθησαν καμιά εικοσαριά μέχρι τα 35 μου) πιστή σύντροφος στον στρατό και στα ταξίδια μου, όπου αυτοδίδακτος άρχισα πιο εντατικά και συχνά να την εξερευνώ και να μαθαίνω τα τεχνικά στοιχεία και τη σύνθεση που αφορούν τη φωτογραφία. Η πιο δημιουργική και ποιοτική όμως ενασχόλησή μου με την φωτογραφία είναι τα τελευταία οχτώ χρόνια, όπου επιδιώκω το περιεχόμενο να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην αισθητική της φωτογραφίας. > «Μια φωτογραφία ίση με χίλιες λέξεις». Μια χιλιοειπωμένη φράση. Σε καλύπτει αυτό ή είναι για εσάς κάτι και πέρα και πάνω απ’ αυτό; Σίγουρα η φωτογραφία για μένα δεν είναι μόνο «μια φωτογραφία ίση με χίλιες λέξεις», αλλά και χίλιες λέξεις δε μου φτάνουν για να περιγράψω το τι είναι η φωτογραφία. Φωτογραφία για μένα είναι η σύλληψη και η ανάσταση της στιγμής, η στιγμιαία αποτύπωση της στιγμής, η ανθρώπινη ψευδαίσθηση του παγώματος του χρόνου για την αποφυγή του μοιραίου, είναι η δημιουργία της στιγμής από στιγμιαία σε αιώνια και ταυτόχρονα από αιώνια σε στιγμιαία. Είναι η αγάπη για τη ζωή και ο φόβος για τον θάνατο, είναι ένα ειρωνικό χαμόγελο απέναντι στον θάνατο. Φωτογραφία είναι για αυτούς που θα έρθουν μετά από μας, είναι η μετά θάνατον ζωή, είναι το ξόρκισμα του αναπόφευκτου. Φωτογραφία για μένα είναι η ψευδαίσθηση του αναλλοίωτου και του άφθαρτου. Είναι το πισωγύρισμα στο χρόνο, η θύμηση των απλών κι αγαπημένων, το ζωντάνεμα των αναμνήσεων. Φωτογραφία για μένα είναι η μνήμη των αγαπημένων μας προσώπων. Φωτογραφία για μένα είναι όλοι οι άνθρωποι που έχουμε γνωρίσει. Φωτογραφία είναι όλες οι ταινίες που έχουμε δει, όλες οι μουσικές που έχουμε ακούσει, όλες οι μυρωδιές από τα λουλούδια που έχουμε μυρίσει, όλα τα χρώματα που έχουμε ζωγραφίσει, όλοι οι πίνακες που έχουμε θαυμάσει. Φωτογραφία για μένα είναι η δυνατότητα να κρατάμε τις αναμνήσεις μας ζωντανές, είναι η λησμονιά να ξαναθυμηθούμε όλα αυτά που έχουμε δει, αυτά που έχουμε

αισθανθεί, αυτά που έχουμε βιώσει, αυτά που έχουμε ζήσει, να ξαναθυμηθούμε τόπους που μεγαλώσαμε, τόπους που αγαπήσαμε, τόπους που ερωτευτήκαμε, τόπους που ταξιδέψαμε, τόπους που επισκεφτήκαμε, τόπους που ονειρευτήκαμε, τόπους που φανταστήκαμε. Φωτογραφία για μένα είναι η ανάδειξη των ασήμαντων σε σημαντικά και των σημαντικών σε ασήμαντα. Είναι η στιγμή που χάνεται... η στιγμή που δε χάνεται… Φωτογραφία για μένα είναι η ανακάλυψη της μαγείας, είναι η ψευδαίσθηση του ακατόρθωτου. Φωτογραφία είναι να ανακαλύπτουμε αυτό που αξίζει, αυτό που χάσαμε, αυτό που αναζητάμε. Φωτογραφία για μένα είναι πάντα μια καλή αφορμή για μια ωραία βόλτα, για να ξεφύγουμε, να ξεχαστούμε, να χαλαρώσουμε, να εκτονωθούμε, για να μην τσακωνόμαστε με τις γυναίκες μας, γιατί όσο γεμίζει η κάρτα μνήμης μας, αδειάζουμε εμείς από τα προβλήματα. Η φωτογραφία για μένα είναι η καταγραφή της χαράς, της λύπης, της ιστορίας, της ομορφιάς, της ασχήμιας, η καταγραφή της φρίκης του πολέμου, της πείνας των παιδιών, της εξαθλίωσης των ανθρώπων, του τοπίου της κρίσης, του πρωτογενούς ελλείμματος, της δημιουργικής ασάφειας, των αχαρτογράφητων νερών. Φωτογραφία είναι μια αποδεκτή μορφή απάτης, είναι να βλέπουμε πέρα από το προφανές, είναι ο πόλεμος με το προφανές. Φωτογραφία για μένα είναι να λες τα περισσότερα με τα λιγότερα λόγια. Φωτογραφία είναι το ξύπνημα των αισθήσεων, των συναισθήσεων και των συνειδήσεων. Φωτογραφία είναι η πάλη των σκέψεων και η έμπρακτη μετάδοση ιδεών. Φωτογραφία για μένα είναι ένα κομμάτι από τον χρόνο, είναι μια νίκη απέναντι στον αδυσώπητο χρόνο. Φωτογραφία είναι η γλώσσα των ματιών, η ορθογραφία της σύνθεσης, οι κανόνες της όρασης και νόμος της είναι το δίκιο της σιωπής. Φωτογραφία για μένα είναι η επιθυμία να καταλάβουμε τον κόσμο μας, η ανάγκη για δημιουργία. Φωτογραφία είναι ο αφαιρετικός τρόπος να μιλήσεις για πράγματα που θα ήθελες ολόκληρη ζωή για να τα περιγράψεις.Φωτογραφία για μένα είναι το μέσο για

JAN 2016

ARTCORE

61


Συνεντευξεις

να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Φωτογραφία για μένα είναι η φωτογραφία αυτού που είναι πίσω από τη μηχανή. Η φωτογραφία για μένα πάντα κατέγραφε και θα συνεχίσει να το κάνει στο πέρασμα του χρόνου, αλλά ταυτόχρονα η φωτογραφία είναι το μόνο μέσο που μπορεί να μιλήσει για πράγματα που δε δείχνει. Πολλές φορές στην φωτογραφία δεν έχουν σημασία μόνο αυτά που δείχνει, πολλές φορές μεγαλύτερη σημασία έχουν αυτά που αποκρύπτει. Η φωτογραφία έχει τα δικά της οπτικά ισοδύναμα. Πάντοτε προσπαθεί να λέει όσα μπορεί περισσότερα με τις λιγότερες δυνατές λέξεις. Η φωτογραφία για μένα έχει σχέση με τον χρόνο, την πραγματικότητα, τη μνήμη, τη ζωή και τον θάνατο και με τον εαυτό μας. Η φωτογραφία οφείλει την αποδοχή της στην επιθυμία για την συνεχή ανακάλυψη και κατανόηση του κόσμου μας, την αναζήτηση περασμένων εποχών... ανασύρει μνήμες από τη νοσταλγική διάθεση για ανεπανάληπτες στιγμές του παρελθόντος. Η φωτογραφία μας φέρνει σε επαφή με ομάδες ή άτομα με διαφορετικό τρόπο ζωής αφυπνίζοντας περιοχές του μυαλού μας και της ψυχής μας που είναι ίσως εγκλωβισμένες μέσα στα «πρέπει» και «μη» που μας υπαγορεύει η αστική διαπαιδαγώγηση, κουλτούρα και παιδεία μας. Φωτογραφία για μένα είναι η επιθυμία για παραγωγή φωτογραφιών με σεβασμό στο θέμα, τον άνθρωπο, τον φωτογραφούμενο άνθρωπο και τον θεατή, που να λάμπουν με την σεμνότητά τους, ώστε να αποτελέσουν δημιουργίες βαθιάς και διαρκούς γοητείας, όπως αρμόζει σε κάθε αληθινή και

62

ARTCORE

JAN 2016

άδολη τέχνη, ωριμάζοντας και αντέχοντας διαχρονικά στον χρόνο. Φωτογραφίες που θα μείνουν στην ιστορία λόγω του αποδεικτικού τους χαρακτήρα, του καλλιτεχνικού τους αισθητηρίου και του αποκαλυπτικού τους πνεύματος. Φωτογραφία για μένα είναι η γνώση της ιστορικής συνείδησης ότι αύριο θα αποτελέσουν για τις επόμενες γενιές πνευματική κληρονομιά και υλικό πνευματικής καλλιέργειας χωρίς ίχνος υποκρισίας. Η φωτογραφία για μένα είναι ότι θα υπάρχουν πάντα αυτοί που θα ρωτούν για το πού και το πώς έγινε μια φωτογραφία εστιάζοντας το ενδιαφέρον τους στον τόπο και την τεχνική, ενώ οι λιγότεροι και περισσότερο περίεργοι θα περιοριστούν στο «γιατί», άλλωστε η τεχνική και η αισθητική στην φωτογραφία πάνε χέρι–χέρι από τη γέννησή της. Από τον εκάστοτε φωτογράφο εξαρτάται η δόση ποσοστών μεταξύ των «πώς» και «γιατί» που βάζει στο 100% της φωτογραφίας του. Προσωπικά, προτιμώ την έμπνευση από την πληροφορία. > Υπάρχουν Έλληνες και ξένοι φωτογραφοι των οποίων τη δουλειά θαυμάζεις και έχεις επηρεασθεί απ΄ αυτούς; Πολλοί είναι αυτοί που θαυμάζω και με επηρεάζουν. Από όλους τους μεγάλους και κλασικούς φωτογράφους προσπαθώ να πάρω κι από κάτι. Ποιος φωτογράφος που ασχολείται σοβαρά με την φωτογραφία δε ζηλεύει και δε θαυμάζει την ικανότητα της αιχμαλώτισης της αποφασιστικής στιγμής του Henri Cartier Bresson ή την γρήγορη αντίδραση, την ασύμμετρη ισορροπία και την ελευθερία του κάδρου του Garry Winogrand ή την απόσταση από


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

το θέμα του Robert Capa ή τον ουμανισμό του Sebastiao Salgado ή την ευφυΐα του Josef Koudelka ή την τεχνική αρτιότητα του Ansel Adams ή την ποιητικότητα του Antre Kertesz ή την νοσταλγία και τον ρομαντισμό του Eugene Atget ή τον φόρο τιμής για τον άνθρωπο του August Sander ή την συμμετρία του Edward Weston ή το χιούμορ του Elliot Erwitt ή την αμεσότητα του Joel Meyerowitz ή την πνευματικότητα του Robert Frank ή τον πόλεμο με το προφανές του William Eggleston ή την ασάφεια του Antoine D’Agata ή το χρώμα του Alex Webb και του William Albert Allard ή την ματιά του Νίκου Οικονομόπουλου ή τον αόρατο τρόπο του Κωνσταντίνου Μάνου ή το σοκ και την αφύπνιση ενοχών και συνειδήσεων που προκαλούν οι φωτογραφίες του Γιάννη Μπεχράκη ή την εκφραστικότητα των πορτρέτων του Steve McCurry ή την τρυφερότητα και τις εμμονές του Josef Sudek ή την διαφορετικότητα της Diane Arbus και της Lisette Model ή την διαχρονικότητα της Julia Margaret Cameron ή τον τρόπο που φωτογράφιζε τα παιδιά του ο Ralph Eugene Meatyard ή την προσφορά των Alfred Stieglitz και Moholy Nagy Laszlo και τόσους πολλούς άλλους που με το έργο τους όλοι τους έβαλαν και από ένα μικρό λιθαράκι και διαμόρφωσαν την αισθητική στην φωτογραφία. Αλλά θαυμάζω και εκπλήσσομαι κατά εποχές και από πολλούς νέους Έλληνες ερασιτέχνες φωτογράφους, όπως τον Σταύρο Σταματίου, τον Πέτρο Κοτζαμπάση, τον Λουκά Βασιλικό, τον Σάββα Κόη, τον Γιάννη Στρατουδάκη κ.α. που έχουν εμπνευσμένο και αξιόλογο έργο. Αλλά ζηλεύω και τον Στέλιο Παπαρδέλα για τον τρόπο και αυτό που κάνει, του έχω αυτοπροταθεί για συνοδοιπόρος του και περιμένω. Αυτός όμως που θαυμάζω, εμπιστεύομαι και με επηρεάζει πιο πολύ φωτογραφικά είναι ο φίλος, δάσκαλός μου, καθηγητής φωτογραφίας και φωτογράφος Δημήτρης Τσεβάς, ο οποίος μου έμαθε τα τελευταία οχτώ χρόνια ότι υπάρχουν και άλλα είδη φωτογραφίας, όπως η φωτογραφία δρόμου και με έφερε σε επαφή με όλα αυτά τα ιερά τέρατα της φωτογραφίας και με δίδαξε ότι το πιο σημαντικό για την φωτογραφία δεν είναι ούτε το πώς ούτε το τι θα φωτογραφίσεις, αλλά το γιατί. > Ποια είναι εκείνα τα κριτήρια που θα σε κάνουν να χαρακτηρίσεις μια φωτογραφία ενδιαφέρουσα; Ενδιαφέρουσα για μένα φωτογραφία είναι αυτή που περιέχει εκείνα τα αισθητικά στοιχεία που οδηγούν τον θεατή στο περιεχόμενό της. Αυτή που επιτρέπει στον θεατή να την επαναπροσδιορίσει με επεμβάσεις μνήμης, βιωμάτων, συγκρίσεων, παρορμήσεων συναρμολογώντας τα αισθήματα με αισθησιακό και πνευματικό χαρακτήρα, αποκωδικοποιώντας το μήνυμα από την εξωπραγματική του υπόσταση και μεταφέροντάς το σε ανεξάρτητη αυτόνομη παρουσία. Είναι αυτή που περιέχει σαφές και κατανοητό μήνυμα, φωτογραφία χωρίς μήνυμα ή κοινωνικό σχόλιο μου είναι αδιάφορη. Αυτή που αφήνει το περιθώριο στον θεατή να συμμετέχει προσθέτοντας κάτι δικό του στην φωτογραφία: μια ιστορία,

JAN 2016

ARTCORE

63


Συνεντευξεις

μια σκέψη, μια ιδέα. Είναι η φωτογραφία που θέτει ερωτήματα, χωρίς απαραίτητα να αναζητεί απαντήσεις. Αυτή η φωτογραφία που ο αντίκτυπός της μπορεί να περιέχει την προσέλκυση ή διατήρηση της προσοχής, αφαίρεση, έκπληξη, εμμονή, αντίθεση, μεταποίηση, υπαινιγμό, ειρωνεία, χιούμορ, σαρκασμό, ειλικρίνεια, συγκίνηση, συναίσθημα, συνειρμούς, πρωτοτυπία, μοναδικότητα, αναγνωρισιμότητα κ.α. Είναι η φωτογραφία που ταξιδεύει τον θεατή με τα μάτια και την ψυχή και τον κάνει να νιώσει τα ίδια ή πιο δυνατά συναισθήματα με τον φωτογράφο. Αυτή η φωτογραφία που απελευθερώνεται από τον δημιουργό και τις προθέσεις του και μπορεί να την αγκαλιάσει κάνοντάς την κτήμα του το κοινό. Ενδιαφέρουσα φωτογραφία ή έργο χαρακτηρίζω την συνειδητή σταθερή επιλογή φωτογράφισης θεμάτων με περιεχόμενο. > Η ενασχόλησή σου με τη φωτογραφία σε έχει αλλάξει ως άνθρωπο; Σε έχει κάνει να βλέπεις τον κόσμο με μια άλλη ματιά; Ναι, πιστεύω ότι με έχει αλλάξει και συνεχίζει να το κάνει. Ένα από τα οφέλη που αποκόμισα από την ενασχόλησή μου με την φωτογραφία είναι να παρατηρήσω τον εαυτό μου και να σκέφτομαι, την ευτυχία ότι παρατηρώ και είδα, το να βλέπω από το να κοιτάω, να βλέπω και να εκπλήσσομαι, να βλέπω και να διαπαιδαγωγούμαι. Η φωτογραφία με έκανε πιο κοινωνικό, πιο θαρραλέο, να βλέπω πίσω από την επιφάνεια, να αναζητώ την ουσία, να επικοινωνώ και να μαθαίνω από τους ανθρώπους, να τους ακούω περισσότερο και

να μαθαίνω από τις ιστορίες τους, με έκανε πιο ευαίσθητο, αλλά και πιο σκληρό, πιο καχύποπτο και υποψιασμένο, πολιτικοποιημένο και πιο συνειδητοποιημένο. Μακάρι οι φωτογραφίες μου να μπορούσαν να γεμίσουν τα στομάχια των ανθρώπων και να υλοποιήσουν τα όνειρά τους, να τους έκαναν να χαμογελούν πιο συχνά και να άλλαζαν τον κόσμο μας, όπως η διαδικασία της φωτογραφίας με άλλαξε και εμένα σαν άνθρωπο. Ανήκω στους φωτογράφους για τους οποίους η εικόνα αποτελεί μέσο έκφρασης των ίδιων τους των συναισθημάτων ή των προβλημάτων του καιρού μας. Αισθάνομαι ότι τα ανθρώπινα, ταξικά και κοινωνικά προβλήματα με αφορούν άμεσα, είμαι επομένως στρατευμένος, δεν έχω αυταπάτες και έχω διαλέξει στρατόπεδο. Θέλω με το έργο μου να αποδοκιμάσω την κοινωνία στην οποία ζούμε και με τις φωτογραφίες μου να κάνω τον πολιτισμό μας να ντραπεί, να αφυπνιστεί και να τον αλλάξει! Αυτή επιθυμώ να είναι η συνεισφορά μου απέναντι στην κοινωνία μας. Καθημερινά διαπιστώνω ότι η αξιοπρέπεια είναι στενά συνδεδεμένη με τα βάσανα. Οι πρωταγωνιστές μου αγγίζουν το μεγαλείο μέσα από την φαινομενική ήττα, παντοτινά γελαστοί και γελασμένοι, που έχουν να με διδάξουν πολλά περισσότερα από τους μόνιμα νικητές. Είναι συνειδητή επιλογή μου η προτίμηση ενός μάταιου έστω αγώνα από μια σίγουρα μάταιη ζωή. Αντιμετωπίζω την ανθρωπότητα ως ηρωική παρά τα βάσανα – ηρωική ακόμα και εξαιτίας των βασάνων, πιστεύοντας πως η αν-

64

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ θρωπότητα αποκαλύπτεται καλύτερα στην τροχιά της κρίσης και της δράσης. Σήμερα ο φωτογράφος δρόμου στην χώρα μας έρχεται αντιμέτωπος με μια τραγωδία, αυτή του ελληνικού λαού που βιώνει την κρίση, την ανεργία και την εξαθλίωση αποπληρώνοντας ένα χρέος που δε συνέφαγε, ενός διχασμένου και εξαπατημένου λαού που πανηγυρίζει χορεύοντας στις πλατείες συνένοχος, βάζοντας σε υποθήκη το μέλλον και τα όνειρά του, καλούμενος απ’ αύριο να πληρώσει τον λογαριασμό. Παντού βλέπεις σκυμμένα κεφάλια, απογοήτευση και κατήφεια. Τα πρόσωπα όσων έχουν πληγεί σήμερα από την κρίση αποτελούν ταμπού για την κοινωνία μας με διάφορα προσχήματα, όπως να μη σοκαριστούν οι οικείοι. Τελικά είναι κεφαλαιώδους σημασία προκειμένου να κατανοήσουμε το πώς η κοινή γνώμη διαπλάθεται, το από πού όλοι το γνωρίζουμε. Οι φωτογραφίες μου θα ήθελα να μπορούσαν να ξυπνήσουν συνειδήσεις, να σηκώσουν ανθρώπους από τους καναπέδες τους και να καταστρέψουν τη δημοφιλή εικόνα των προταγμένων πλεονασμάτων, της πολυπόθητης επερχόμενης ανάπτυξης και των έντιμων συμβιβασμών, όπως είχε γίνει και στο παρελθόν όπου η φωτογραφία έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην αφύπνιση συνειδήσεων. Η ενασχόληση με την κοινωνική φωτογραφία εκτός της ικανοποίησης των ανθρώπινων συναισθημάτων και την προσφορά σε αυτήν μεταβάλλει και την καλλιτεχνική μου οπτική. Ως μέσο εξωτερίκευσης μιας εσωτερικής καλλιτεχνικής ανησυχίας, διαφέρει από την απλή καταγραφή των πραγμάτων.

JAN 2016

ARTCORE

65


Συνεντευξεις

Η αξία της φωτογραφίας δεν καταγράφεται μόνο από την αισθητική άποψη αλλά και από την ανθρώπινη πλευρά της και από την κοινωνική αλληλεγγύη. Η ανάγκη να ικανοποιήσω συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους, με κάνει να νοιάζομαι για την ποιότητα στην έκφραση και το περιεχόμενο και να ενδιαφέρομαι λιγότερο για την άπταιστη τεχνική και σύνθεση, καθώς ναι μεν στην τέχνη αποτελεί την υλική βάση της ύπαρξής τους, ωστόσο βασική προϋπόθεση είναι η κολακεία των μικροαστικών αντιλήψεων. Δε με αγγίζει αυτό που ευχαριστεί ειλικρινά τον μικροαστό που είναι το όμορφο, το συνηθισμένο, το λουστραρισμένο. Που δεν είναι τίποτα λιγότερο από την αισθητική που επικρατεί στις μάζες, όπου αυτό το καλλιτεχνικό αισθητήριο της μάζας οδηγεί την τέχνη σε χαμηλότερο επίπεδο λόγω του ανεκπαίδευτου κοινού. Αντιλήψεις που, έχοντας την τεχνολογία σαν όπλο, εύκολα μπορούν να εξαφανίζουν ανήθικα οτιδήποτε δυσαρεστεί την πελατεία, εδώ που θα δεις μόνο χαρούμενους, λαμπερούς, επιτυχημένους ανθρώπους ή θέματα. Αυτό που υπαγορεύει η πρωταρχική απαίτηση του πελάτη από τον φωτογράφο, που είναι να κολακευθεί και που μεταμορφώνεται σύμφωνα με τις εφήμερες επιταγές της μόδας. Όσο περισσότερο η φωτογραφία μου πλησιάζει τις μάζες, τόσο σοβαρότερα αρχίζω ως φωτογράφος να θεωρώ και εγώ τον εαυτό μου ως καλλιτέχνη. Για να γίνει κατανοητό το έργο μου, προσπαθώ να το παρουσιάσω μέσα στο γενικό πνευματικό και ηθικό κλίμα στο οποίο κινούμαι. Είμαι της άποψης ότι κάθε άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του πνευματικό και καλλιτέχνη καλείται να διαδραματίσει ένα ρόλο στην ιστορία ή σωστότερα να εκπληρώσει συγκεκριμένα ταξικά και κοινωνικά καθήκοντα. Προσωπικά ασχολούμαι περισσότερο με τον άνθρωπο και την κοινωνία παρά με τη φύση. Αν και ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος και δύσβατος και οι κίνδυνοι που παραμονεύουν είναι πολλοί, μόνο έτσι γίνεσαι μάρτυρας των μεγάλων γεγονότων της εποχής σου, του αγώνα του λαού για αξιοπρέπεια και ευημερία, παρατηρώντας τα πρόσωπα των φτωχών και τις κινήσεις των περιθωριακών και έστω και αργά κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι είναι ο μόνος δρόμος που αξίζει να αφήσεις το στίγμα σου ως καλλιτέχνης και άνθρωπος. > Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη φωτογραφία που βγήκε πρώτη στο διαγωνισμό μας και κέρδισε εκτός από τον κριτική επιτροπή και όλους τους επισκέπτες της έκθεσης που ακολούθησε; Αυτός είναι ο φίλος μου, ο Γιάννης (με 2 «νν» τουλάχιστον). Ο Γιάννης είναι ιδεολογικά άστεγος, άπατρις, ταξιδευτής, φιλόζωος, φιλόσοφος και πολίτης όλου του κόσμου. Τον συνάντησα στην Κύμη, όπου ζει μέχρι σήμερα, να αγκαλιάζει στοργικά το γατάκι του και δεν ενοχλήθηκε καθόλου που τον φωτογράφιζα (το επισημαίνω αυτό επειδή η φωτογράφιση στο δρόμο, αντί για χαρά και γιορτή, έχει γίνει πλέον μια δύσκολη διαδικασία, γιατί ζούμε σε μια κοινωνία που μας θέλει φοβισμένους και τρομοκρατημένους, ώστε στα σπουδαία και μεγάλα να μην αντιστεκόμαστε). Πριν από την φωτογράφιση ήμασταν δυο άγνωστοι μεταξύ μας και η φωτογραφία ήταν η αφορμή για να γίνουμε φίλοι.

66

ARTCORE

JAN 2016


ΦΩΤΟ -ΓΡΑ -ΦΙΑ

Αυτή είναι η δύναμη της φωτογραφίας! Σε φέρνει σε επαφή με άγνωστους καθημερινούς ανθρώπους που στην ροή του χρόνου θα τους προσπέρναγες αδιάφορα χωρίς να τους ρίξεις ματιά. Ο Γιάννης έβγαλε από την τσέπη του και έδωσε από το υστέρημά του καραμέλες στα παιδιά μου· αυτός είναι ο πλούτος των σπουδαίων ανθρώπων που έχουν για πλεόνασμα το ελάχιστο, γιατί πλούσιος είναι αυτός που δίνει και όχι αυτός που έχει, γνωριστήκαμε και ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες περί ανέμων και υδάτων. Επειδή είναι νόμος της ζωής όχι να δίνεις μόνο, αλλά να θέλεις γιατρικό και στον δικό σου πόνο, την επόμενη βδομάδα του πήγα σε μεγάλο μέγεθος, όπως αρμόζει και του αξίζει τυπωμένες φωτογραφίες του (και ας μην έχει τοίχο να τις κρεμάσει), ένα σακουλάκι με τις αγαπημένες του καραμέλες, μια κούτα από τα τσιγάρα προτίμησής του και τον κέρασα ουζάκι, μοιραστήκαμε τον πόνο για το γατάκι του που μέσα στην εβδομάδα το σκότωσε αυτοκίνητο και βρήκε παρηγοριά που τουλάχιστον το είχε σε φωτογραφία· φυσικά τον ξαναφωτογράφισα. Οι φωτογραφίες τόπων που δε μιλάνε για τους ανθρώπους της μου είναι φωτογραφικά βαρετές και αδιάφορες. Αυτή είναι η ιστορία της και αυτές είναι συνοπτικά οι αξίες της φωτογραφίας για μένα. Ευχαριστώ που με διαβάσατε.

JAN 2016

ARTCORE

67


P e r f O r M at i V e wO r ( L ) d s

Βirdman Ή το Tέλος της Mίμησης - ΤΗΣ Δέριk’ο Μaλού -

Βirdman, μια ταινία για την πτώση του Θεάτρου, σε μια εποχή που αναδεικνύει την πραγματικότητα ως έννοια πιο σχετική από την αλήθεια.

68

ARTCORE

JAN 2016


ΕΠΙ ΣΚΗ -ΝΗΣ

H τελευταία ταινία του Alejandro Gonzàlez Inàrritu (“Βiutiful”, “Babel”, “Amores Perros”), είναι αφιερωμένη στον κόσμο του θεάτρου. Από τις απρόσμενα ενδιαφέρουσες Χολιγουντιανές παραγωγές, προτεινόμενη με εννιά υποψηφιότητες στα φετινά Όσκαρς, (μεταξύ άλλων καλύτερης ταινίας, αυθεντικού σεναρίου, σκηνοθεσίας, μοντάζ και φωτογραφίας), αποκτά ιδιαίτερη μνεία στη στήλη αυτή, λόγω της κριτικής που ασκεί στο θέατρο (“the Theatre” σύμφωνα με τα λόγια της Lindsay Duncan, στον ρόλο της αμείλικτης κριτικού), ένα είδος τέχνης το οποίο φέρεται ως ανεπίκαιρο κι αναχρονιστικό. Ακολουθώντας τα πλάνα που με μαεστρία συνθέτει ο Μεξικανός σκηνοθέτης και τη σκιαγράφηση του κεντρικού ήρωα, Riggan Thomson, ως alter ego του Michael Keaton που τον υποδύεται, παρακολουθούμε τη σταδιακή καταβαράθρωση του θεάτρου μέσα από τη σύγκρισή του από τη μια με τον μεγαλειώδη κόσμο της φαντασίας που προσφέρει το σινεμά κι από την άλλη με την ωμή πραγματικότητα που δεν παριστάνεται αλλά συμβαίνει μπροστά στα αδηφάγα βλέμματα των θεατών. Η πλοκή της ταινίας ακολουθεί την εμμονική ύστατη προσπάθεια του κεντρικού ήρωα να διεκδικήσει μια θέση στο περιβόλι της αθανασίας, που ιδανικά θα του προσφέρει η σκηνή του Βroadway. Πρόκειται για ένα μεσήλικα, πρώην σταρ της μεγάλης οθόνης που επιδιώκει να ξεφύγει από τη ρετσινιά της δημοφιλίας που του προσέφερε ο ρόλος του υπερήρωα σε ένα Χολιγουντιανό μπλοκμπάστερ. Με περισσή φιλοδοξία προσαρμόζει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο ανέβασμα επι σκηνής μιας παλαιϊκής ιστορίας, 60 και πλέον ετών, του Raymon Carver. Περιτριγυρίζεται από εξίσου εγωμανείς και εξαιρετικά ανασφαλείς χαρακτήρες που μάταια επιζητούν προσωπική εξιλέωση μέσα από την αναγνώρισή τους από τους άλλους. Χαρακτηριστικό όλων, η επιθυμία να ξεφύγουν από την πραγματικότητα, ως συνέπεια της αδυναμίας τους να δράσουν μέσα σ’ αυτήν και να προκαλέσουν την αλλαγή. Το θέατρο παρουσιάζεται ως το κρησφύγετο τέτοιου είδους ανθρώπων. Ένας χώρος προστατευμένος από το απρόσμενο, όπου τα πιστόλια είναι καρναβαλίστικα παιχνίδια καουμπόιδων και το κοινό, μια ομοιογενής μάζα λευκών μεσοαστών. Παράλληλα με τις αλλεπάληλες προσπάθειες του Thomson να προσεγγίσει την ακριβή ερμηνεία που θα

αποδώσει την απόλυτη Αλήθεια της θεατρικής περσόνας που υποδύεται, παρατηρούμε τις εντυπωσιακές του πτήσεις με τα φτερά του κινηματογραφικού υπερήρωα που τον στοιχειώνει. Αυτά τα αποσπάσματα επίδειξης ισχύος της κινηματογραφικής γλώσσας, ως προς τις αναρίθμητες δυνατότητες στη δημιουργία εξωπραγματικών, φαντασμαγορικών καταστάσεων αντιπαραβάλλονται με σκηνές μέτριας θεατρικής αληθοφάνειας. Καθώς η ταινία εξελίσσεται και οι πρωταγωνιστές του εγκιβωτισμένου θεατρικού έργου, Mike Shiner (που υποδύεται ο Εdward Norton) και Thomson συναγωνίζονται για την καλύτερη ερμηνεία, παρατηρείται κι ο υφέρπων σχολιασμός της ταινίας ως προς τον αναγκαίο μετασχηματισμό του θεάτρου και των συμβάσεών του, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σύγχρονου κοινού. Σε μια εποχή, που το βίντεο του ημίγυμνου Thomson που τρέχει αλαφιασμένος στην Time Square μαγνητίζει τα βλέμματα 350.000 θεατών, σε μόλις μια ώρα προβολής στο Youtube και η στύση του Shiner επι σκηνής αποσπά κύματα ενθουσιωδών χειροκροτημάτων. Η αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας μέσα από παρωχημένα, θεατρικά τερτίπια μίμησης είναι καταδικασμένη. Διαβάζοντας τα σημεία των καιρών και μέσα από την πίεση που ασκεί στον πρωταγωνιστή η επερχόμενη πρεμιέρα της παράστασης, ζήτημα (καλλιτεχνικής) ζωής ή θανάτου, τα περιθώρια δράσης-μίμησης γίνονται ανεπαίσθητα. Ο ήρωας καλείται να ξεπεράσει τα στεγανά της περιγραφής, τα όρια της αναπαράστασης. Εξωθείται σε δράση και μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται μέρος της αλλαγής της πραγματικότητας, της ζωής της ίδιας. Το θέατρο παύει να λειτουργεί ως καταφύγιο, η σκηνή πλημμυρίζει με αίμα και η τέχνη της performance κερδίζει το πιο θερμό χειροκρότημα. Λειτουργώντας ανάμεσα στα όρια μίμησης και πραγματικότητας, η τέχνη της performance είναι και ταυτόχρονα αναπαριστά την ίδια τη ζωή. Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον του θεάτρου, όταν κινηματογραφικά εφέ πλάθουν ασύγκριτους θαυμαστούς κόσμους και οι σκηνές γεμίζουν με σώματα έτοιμα να θυσιαστούν για να προκαλέσουν γνήσια συναισθήματα; Βirdman ή το τέλος της μίμησης, όταν τα ταμπούρλα του Χόλιγουντ βαράνε δείχνοντας τον δρόμο στο Βroadway.

JAN 2016

ARTCORE

69


P e r f O r M at i V e wO r ( L ) d s

Διεθνείς σχέσεις... take away - ΤΗΣ Δέριk’ο Μaλού -

“Dishes carry the triumphs and glories, the defeats, the loves and sorrows of the past”, Claudia Roden

70

ARTCORE

JAN 2016


ΕΠΙ ΣΚΗ -ΝΗΣ

Το conflict kitchen είναι το αμερικανικό take away που ευελπιστεί να αλλάξει τον κόσμο. Mε συνταγές εμπνευσμένες αποκλειστικά από περιοχές του κόσμου που βρίσκονται σε πόλεμο ή ιδεολογική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, αυτό το εναλλακτικό αναψυκτήριο στην καρδιά του Pittsburgh σερβίρει φαγητό σε πακέτο από το 2010 και ευκαιρία για διάλογο. Πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα του Jon Rubin (καθηγητή τέχνης στο Carnegie Mellon University) και της Dawn Weleski (performance artist) που αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινότητας σε θέματα διεθνών σχέσεων και ευθύνης του πολίτη. Εμπνέεται από το αραβικό τελετουργικό συμφιλίωσης, μουμαλάχα (μοίρασμα ψωμιού και νερού), σύμφωνα με το οποίο ο παραβάτης κάνει το τραπέζι στον προσβεβλημένο ως ένδειξη μετάνοιας και η διαμάχη παίρνει τέλος μέσα από το μοίρασμα του φαγητού. Παρόμοιες πρακτικές συγχώρησης και ειρήνης είναι διαδεδομένες σε διάφορες κουλτούρες (μια παραλλαγή απαντάται στην ελληνική γλώσσα με τις ιδιωματικές εκφράσεις: (‘ό,τι είπαμε νερό κι αλάτι’ και ‘φάγαμε ψωμί κι αλάτι μαζί’). Το μενού αλλάζει κάθε πέντε με έξι μήνες, με πιο πρόσφατη την τρέχουσα Παλαιστινιακή έκδοση. Βolani από το Αφγανιστάν, arepas από τη Βενεζουέλα, Ιρανικό kubideh, bibimbop από τη Βόρεια Κορέα και Κουβανέζικες empanadas. Στο χάρτινο πακέτο που συνοδεύει την παραγγελία, ο πελάτης βρίσκει τυπωμένα αποσπάσματα συνεντεύξεων με κατοί-

κους των περιοχών αυτών ή Aμερικανούς πολίτες-μέλη της εκάστοτε διασποράς. H θεματική τους ποικίλλει, με απόψεις και πληροφορίες για την κουλτούρα του φαγητού, τον γάμο, τη θρησκεία, την εργασία και την πολιτική. Μ’αυτόν τον τρόπο, τα πακέτα φαγητού δίνουν μια ευκαιρία εκφοράς λόγου σε πρόσωπα που δε συναντιούνται συχνά σε τηλεοπτικά παράθυρα, με σκοπό να ενθαρρύνουν την ελευθερία της έκφρασης, τη διαπολιτισμική ανταλλαγή, τη συζήτηση γύρω από θέματα διεθνών σχέσεων και τη γνωριμία με κουλτούρες που παραγνωρίζουμε.

Ενημερωτικό φυλλάδιο που συνοδεύει το πακέτο στην Ιρανική έκδοση του Conflict Kitchen.

JAN 2016

ARTCORE

71


Σ υ ν ε ν τε ύ ξ ε ι ς

Συνέντευξη με τον Ιάκωβο Πατέλη - Συνέντευξη: Άννα-Μαρία Αρβανιτίδου -

Ο κύριος Πατέλης μας χάρισε το κυριακάτικο πρωινό του με μια πολύ γλυκιά κουβέντα, που πιο πολύ με φιλική συζήτηση έμοιαζε παρά με μια τυπική συνέντευξη. Η καλή του διάθεση και η χαμογελαστή του φυσιογνωμία συνόδευαν κάθε του λέξη, γεγονός που μας έκανε να θέλουμε να του ΥΠΟΒΑΛΛΟΥΜΕ συνεχώς ερωτήσεις μιας και το χιούμορ του φρόντιζε να αποφορτίζει το κάθε λεπτό.

72

ARTCORE

JAN 2016


ΕΠΙ ΣΚΗ -ΝΗΣ

Σίγουρα θυμόμαστε όλοι τη φυσιογνωμία του από μια πληθώρα σειρών της τηλεόρασης στις οποίες συμμετείχε όπως την «Πολυκατοικία» το 2011, τη «Δικαίωση» το 2014, την κωμωδία «Με τα παντελόνια κάτω» το 2013, το «Κόκκινο Δωμάτιο» το 2006. Αυτές τις μέρες όμως τον συναντάμε στο θέατρο ‘’ELIART’’ στην Αθήνα στην παράσταση «10 Μικροί Νέγροι» της Αγκάθα Κρίστι μαζί με τους: Χάρη Σώζο, Γιάννη Ευαγγελίδη, Κοσμά Ζαχάρωφ, Ελένη βουτυρά, Κώστα Ζέκο, τη Σίσσυ Καπετάνου, την Ανθή Τσαγκαλίδου, την Αννέτα Παπαθανασίου και τον Οδυσσέα Σταμούλη. Μετά τις πρώτες καλημέρες ξεκινήσαμε την κουβέντα... > Ποια είναι η γκάμα των ηλικιών που σας επισκέπτεται κυρίως στους 10 Μικρούς Νέγρους; Γενικά, το θέατρο έχει ποικίλο κοινό. Μπορεί να ξεκινάει από άτομα 17-18 ετών μέχρι ανθρώπους πολύ μεγάλους σε ηλικία γιατί είτε είναι θεατρόφιλοι είτε τους αγγίζει η παράσταση. Στην παρούσα παράσταση έρχονται πολλοί έφηβοι αλλά και φοιτητές κάτι που είναι εξαιρετικά ευοίωνο για την τέχνη του θεάτρου. Μας χαροποιεί και μας να βλέπουμε νέο κόσμο, ξέρετε. > Μα αυτό είναι εξαιρετικό όχι μόνο για το θέατρο, αλλά αποτελεί θετικό δείγμα της παιδείας μας... Κοιτάξτε, στα σχολεία η παιδεία και ειδικά η παιδαγωγική του θεάτρου είναι ανύπαρκτη. Πολύ λυπηρό. Βέβαια, αυτός που θέλει να μάθει και να ενημερωθεί θα τον βρει τον τρόπο. Υπάρχει και το internet που εκεί τα έχουμε όλα στα πόδια μας. > Είστε άνθρωπος της εποχής μας; Αυτό φαίνεται στην τέχνη σας; Μα φυσικά!! Ζούμε και βιώνουμε την καθημερινότητα ως άνθρωποι, ως πολίτες. Μας αγγίζουν τα τεκταινόμενα και όταν μας δοθεί η ευκαιρία το αποδίδουμε και στην τέχνη μας. Τις ανησυχίες μας μας αρέσει να τις μεταδίδουμε στον κόσμο για να αποτελούν έναυσμα και τροφή για σκέψη. > Διαλέγετε ρόλους που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία σας ή αρκεί μόνο το να σας αρέσουν; Μακάρι να είχαμε την πολυτέλεια να διαλέγαμε τους ρόλους μας. Υπάρχουν ρόλοι που αποτελούν πρόκληση για έναν ηθοποιό όσα χρόνια εμπειρίας κι αν έχει, γιατί το θέατρο είναι αστείρευτο και πάντα κάτι δίνεις εσύ σε ένα ρόλο και πάντα κάτι σου δίνει κι αυτός. Είναι μια σχέση αλληλεπίδρασης. > Σας έχει κερδίσει δηλαδή αποκλειστικά αυτό το κομμάτι έκφρασης και επικοινωνίας; Στο θέατρο η επικοινωνία με το κοινό είναι άμεση. Βλέπεις τα χαμόγελα του κόσμου, τις αντιδράσεις του, τα πάντα. Στην τηλεόραση έχεις την πολυτέλεια να επαναλάβεις τη σκηνή ώστε να βγει τέλεια, αλλά είμαστε πιο αποστασιοποιημένοι από τον κόσμο. Καθένα όμως έχει τη δική του αίγλη. > Ποια θεωρείτε ως απόδειξη της επιτυχίας σας; Την πώληση εισιτηρίων;

Η πώληση εισιτηρίων είναι μια απόδειξη επιτυχίας, γιατί βλέπουμε πως ο κόσμος μας εκτιμά και η παράστασή μας έχει αντίκρισμα στον κόσμο. Ξέρετε το κοινό είναι αλάνθαστος κριτής κι αν μια πολύ καλή παράσταση δεν έχει αντίκρισμα στο κοινό τότε σίγουρα κάτι φταίει. Ξέρετε, οι πρόβες, το σενάριο, η σκηνοθεσία και όλα αυτά που μαζί συναποτελούν τη δομή μιας παράστασης δεν είναι κάτι απλό. Κι εμείς πάντα έχουμε την ίδια αγωνία για το πόσο καλά θα πάει η παράστασή μας. > Τέλος, επειδή είστε ένας άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία στον τομέα της τέχνης του θεάτρου, τι θα λέγατε στους νέους ανθρώπους που θέλουν να ασχοληθούν με αυτήν; Να προσπαθήσουν στην Ελλάδα ή να φύγουν στο εξωτερικό που τα πράγματα είναι καλύτερα οικονομικά; Αυτά δεν είναι απλές αποφάσεις. Το θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα, γι’ αυτό θα ήταν πολύ όμορφο και γόνιμο για ένα νέο που θέλει να ασχοληθεί με αυτό να το σπουδάσει στη χώρα που γεννήθηκε. Βέβαια, αν θέλει να συνεχίσει τις σπουδές του μπορεί να το κάνει σε κάποια χώρα του εξωτερικού. Παρόλο που υπάρχει κρίση στην Ελλάδα, το θέατρο και η σκηνή θεάτρου βρίσκει έδαφος και ο κόσμος, όταν δέχεται πίεση, οποιαδήποτε πίεση δηλαδή, πόσω μάλλον αυτή της κρίσης βρίσκει διέξοδο στην τέχνη. Ανθίζει το θέατρο, γιατί σε δύσκολες περιόδους είτε αποτελεί καταφύγιο είτε διέξοδο. Με αυτές τις πολύ όμορφες κουβέντες ο κύριος Ιάκωβος Πατέλης μας άφησε μια όμορφη γεύση για το θέατρο και μας παρακινεί να δούμε την παράσταση του ομότιτλου βιβλίου της Αγκάθα Κρίστι σε μετάφραση της Άννας Τσαπάρα και σκηνοθεσία του Γιώργου Φρατζεσκάκη. Τους ευχόμαστε καλή συνέχεια στις παραστάσεις τους και πάντα τέτοιες επιτυχίες.

JAN 2016

ARTCORE

73


Dr Jekyll and Miss Hyde

Όταν σας έχουν τυλίξει οι φλόγες - ΤΗΣ ΑλεξίαΣ Τζιώγα -

Έχω καταλήξει σε δύο επίπονα συμπεράσματα για τους Έλληνες αναγνώστες. Το πρώτο είναι ότι δε διαβάζουν πολύ και το δεύτερο ότι δε διαβάζουν κωμικά βιβλία. Δεν ξέρω τι πήγε στραβά. Κάτι πήγε στραβά στα γονίδια, στα χρωμοσώματα, στα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, στα ατελείωτα χρόνια ελληνικής παραδοσιακής κλάψας, γκρίνιας και δακρύων σχετικά με τη βαριά και ασήκωτη ιστορία μας. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί τέτοια εμμονική προσκόλληση προς ένα και μόνο είδος λογοτεχνίας στη χώρα μας; Το καταθλιπτικό είδος. Αυτό της ξενιτιάς, του ξεριζωμού, του ατελέσφορου έρωτα, της αιμομιξίας, του Αρμαγεδδών του ίδιου. Δώσε στον λαό πείνα, εμφύλιο και καταραμένο έρωτα για να χορτάσει και ίσως κρατάς στα χέρια σου το επόμενο best-seller. Στη σύντομη μέχρι τώρα βόλτα μου, μέσα στον χώρο του βιβλίου, η αίσθηση που έχω αποκομίσει από τις προτιμήσεις του Έλληνα αναγνώστη είναι ότι το θέλει το οικογενειακό δράμα στο χωριό του ’40. Θέλει τον Κωσταλέξη, την βεντέτα, τον χαμό, τον οδυρμό, θέλει την κόλαση την ίδια να

74

ARTCORE

JAN 2016


Λόγος & Τέ -χνη ξεσπάσει μπροστά του στο χαρτί. Οπότε αναπόφευκτα κι εγώ θα ρωτήσω: γιατί ο κόσμος δε διαβάζει περισσότερη κωμική λογοτεχνία; Δεύτερη ερώτηση: Πού είναι οι Έλληνες κωμικοί συγγραφείς; Ως βιβλιοπώλισσα, μου έχει ζητηθεί να κάνω προτάσεις για τα πιο φυσιολογικά μέχρι και τα πιο ακραία γούστα (το «θα ήθελα ένα καλό βιβλίο», παραμένει το πιο ακραίο όλων). Αλλά θυμάμαι σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες μου ζητήθηκε ένα βιβλίο που θα κάνει τον αναγνώστη να γελάσει. Είναι χιλιάδες οι φορές που κάποιος ζήτησε να διαβάσει «κάτι χαλαρό, να περνάει η ώρα», αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με το κωμικό βιβλίο το οποίο εμπεριέχει στις σελίδες του οξυδέρκεια, καταπληκτική ευγλωττία, ευρηματική χρήση της γλώσσας και τις περισσότερες φορές εκ βαθέων αντίληψη της ίδιας της ζωής. Το κωμικό βιβλίο σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα «εύκολο» βιβλίο. Αντιθέτως, απαιτεί μεγαλύτερη δυσκολία για να γεννηθεί, περισσότερες συγγραφικές «μανούβρες», καθώς και μεγάλη δεξιοτεχνία, ώστε να καταφέρει να κάνει τον αναγνώστη να χαμογελάσει ή ακόμα, σε ορισμένες πιο σπάνιες περιπτώσεις, να γελάσει δυνατά. Θα περίμενε κανείς ότι μία κοινωνία που υποφέρει θα στρεφόταν προς τη σάτιρα, θα αναζητούσε και το χιούμορ, το γέλιο μέσα από τον σαρκασμό. Κι όμως, σήμερα στην Ελλάδα της ψυχολογικής κατάπτωσης με τις εξωφρενικές δυσκολίες της καθημερινότητας, στιγματισμένης από οικονομικά ναυάγια και μία ανεργία εξαπλωμένη ωσάν πανούκλα, η τάση στην λογοτεχνία αυτή τη στιγμή είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα. Όχι τόσο το νουάρ, αλλά αυτό το αστυνομικό το «προσπαθώ-όλη-μέρα-να-βρω-τον-πιοευφάνταστο-τρόπο-να-μακελέψω-τους-ήρωες-μου». Μετά πάμε στην ξενιτιά και στον έρωτα τον βαρύ, τον πένθιμο, τον «χτυπάει-η-καμπάνα-του-χωριού-γιατί-δεν-μπορώ-νασ’έχω». Προς Θεού, δεν έχω τίποτα εναντίον αυτής της λογοτεχνίας και θεωρώ όλα τα είδη της απαραίτητα. Είμαι φαν της πένθιμης καμπάνας και του ανθρώπινου δράματος στα βιβλία. Ποιος δεν αγάπησε τον Jay Gatsby και την επίπονη καψούρα του, τον Romeo και την Juliet και όλη την παρεξήγηση με το δηλητήριο, τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», τα οποία θα έπρεπε να καταχωρηθούν ως έγκυρος τρόπος «αυτοκτονίας μετά διαβάσματος». Πολλά από τα πιο αξιόλογα βιβλία που εκδόθηκαν ανά τους αιώνες έχουν ως θέμα τους δύσκολα κοινωνικά και πανανθρώπινα ζητήματα και εμπνεύστηκαν από τον πόνο, τον θάνατο, το αδιέξοδο. Ίσως όμως θα πρέπει να θυμίσουμε στους εαυτούς μας ότι υπάρχει και το άλλο το δύσκολο και πανανθρώπινο ζήτημα, το γέλιο. Φήμες λένε ότι είναι το ίδιο λυτρωτικό με το κλάμα κι εγώ τις πιστεύω. Αφορμή λοιπόν για όλες αυτές τις προσωπικές συνειδητοποιήσεις στάθηκε η ανάγνωση του βιβλίου “When You Are Engulfed in Flames” του συγγραφέα David Sedaris, το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μελάνι με τον τίτλο «Όταν Σας Έχουν Τυλίξει οι Φλόγες». Τρόμαξα με τον εαυτό μου, όταν άκουσα το ίδιο μου το γέλιο, ενώ διάβαζα μόνη μου το βιβλίο. Είναι πάντα κάπως απόκοσμο

να γελάει κανείς μόνος του, συνήθως το γέλιο είναι ζωντανή αλληλεπίδραση με εικόνα, ήχο, ιδεατά περιλαμβάνει και άλλον άνθρωπο σε ζωντανή αναμετάδοση, αλλά το να ακούς τον ήχο του γέλιου σου να βγαίνει από ένα κομμάτι χαρτί μέσα στην απόλυτη ησυχία, αυτό είναι κάτι που δεν περνάει απαρατήρητο. Ο Sedaris λοιπόν, αυτός ο πανέξυπνος Αμερικανός, ο (καλά μαντέψατε) συμπατριώτης μας έχει καταφέρει με απίστευτο χιούμορ και εξωφρενικές παρατηρήσεις για τη ζωή να μετατρέψει το κωμικό βιβλίο σε μέγιστη λογοτεχνική απόλαυση. Ο Sedaris γράφει κατά βάση αυτοβιογραφικά με ανελέητες δόσεις αυτοσαρκασμού και περιφρόνησης για τη νόρμα και το τετριμμένο. Τα βάζει πάντα με το συνηθισμένο, το συμβατικό και προκαλεί ταλάντωση σε ευαίσθητους νευρώνες του εγκεφάλου με τα συγγραφικά τερτίπια του. Και καθώς νιώθουμε όλοι μας τώρα πια να μας έχουν τυλίξει οι φλόγες μιας δύσκολης κοινωνίας μέσα στη δίνη μίας εύφλεκτης περιόδου με τερατώδεις καταστροφές, κυριολεκτικές και μη, γύρω μας, κάνω μία έκκληση προς τον εαυτό μου πρώτα και προς όποιον κατά λάθος έφτασε μέχρι το τέλος αυτού του κειμένου: Διαβάστε ό,τι ρίχνει την απαραίτητη ποσότητα βενζίνης στο κεφάλι σας για να του βάλετε φωτιά. Αλλά πού και πού ξεστραβωθείτε με κανένα βιβλίο που θα σας κάνει να τρομάξετε τον εαυτό σας με το γέλιο σας.

10 βιβλία που θα σας κάνουν να γελάσετε (μάλλον): 1. “The Hitchhiker’s Guide to the Galaxy”, Douglas Adams (1979) 2. “Catch-22”, Joseph Heller 3. “The History of Man”, Malcolm Bradbury 4. “High Fidelity”, Nick Hornby 5. “On Writing”, Stephen King (όλες οι λίστες έχουν Stephen King αλλιώς δεν είναι λίστες) 6. “The Rosie Project”, Graeme Simsion 7. “Portnoy’s Complaint”, Philip Roth 8. “Us”, David Nicholls 9. “The Big Bad Book of Bill Murray: A Critical Appreciation of the World’s Finest Actor”, Robert Schnakenberg (είναι ένα βιβλίο για τον Bil Murray. Χρειάζεται πραγματικά να πούμε κάτι άλλο;) 10. “Making History”, Stephen Fry

Βιβλιογραφία του David Sedaris: (2014) • «Ας συζητήσουμε για το διαβήτη με κουκουβάγιες», Μελάνι (2012) • «Ντελίριουμ», Μελάνι (2011) • «Ημερολόγια από τη χώρα των Χριστουγέννων», Μελάνι (2010) • «Σκίουρος ζητεί βερβερίτσα», Μελάνι (2009) • «Όταν σας έχουν τυλίξει οι φλόγες», Μελάνι (2007) • «Γυμνός», Μελάνι (2006) • «Εγκώ μιλήσει καλά κάποια μέρα», Μελάνι (2006) • «Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια», Μελάνι

JAN 2016

ARTCORE

75


I n A rt e N u l l a V e ritas

100 Χρόνια Μοναξιά: Μια Αιωνιότητα Ομορφιά - ΤΟΥ ΓιώργοΥ Παπαδημητρίου -

Το μυθιστόρημα «100 χρόνια μοναξιά» εκδόθηκε το 1967, έχει μεταφραστεί σε περίπου σαράντα γλώσσες κι έχει πουλήσει περισσότερα από τριάντα εκατομμύρια αντίτυπα. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραφε κάθε μέρα για δεκαοκτώ ολόκληρους μήνες μέχρι να το ολοκληρώσει, παρατώντας τους πάντες και τα πάντα. Προτού ξεκινήσει τη συγγραφή, πούλησε το αμάξι του για να έχει μια «κάβα» χρημάτων, η οποία φυσικά δεν ήταν αρκετή, με αποτέλεσμα η οικογένειά του να κινδυνεύει με έξωση λόγω των εννέα μηνών απλήρωτου ενοικίου. Το έργο που ολοκλήρωσε δεν ήταν ένα μυθιστόρημα. Ήταν ένα δώρο προς την ανθρωπότητα.

76

ARTCORE

JAN 2016


Λόγος & Τέ -χνη

«…γιατί ράτσες καταδικασμένες σε εκατό χρόνια μοναξιάς δε θα είχαν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη.» Αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις της ομορφότερης ιστορίας που διάβασα ποτέ. Μιας ιστορίας που δεν εξαντλείται στις ασφυκτικές διαστάσεις μια λογοτεχνικής ιστορίας. Γιατί είναι η ιστορία των πάντων, ορατών και αοράτων. Είναι η ιστορία της επιθυμίας, του πόνου, της τρέλας, του έρωτα, της μνήμης, των ενοχών και του θανάτου. Είναι η ιστορία όλων των ιστοριών που έχουν ειπωθεί ποτέ. Είναι η ιστορία της Μοναξιάς. Εκατό ολόκληρων χρόνων από δαύτην, εκατό χρόνων που εκτείνονται στο συν και στο πλην άπειρο. Έχει πολλάκις γραφτεί ότι το εμβληματικό μυθιστόρημα του Κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αποτελεί μια υποδειγματική τοιχογραφία εποχής. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι μια βυθομέτρηση της ψυχής της λατινικής Αμερικής. Είναι και μια ελεύθερη πτώση σε όλα όσα δε θα μπορούσαμε ποτέ να συλλάβουμε, ακριβώς γιατί είναι τόσο οικεία και δικά μας που καταλήγουν ανοίκεια και ξένα. Έχει πολλάκις γραφτεί πως το «Εκατό χρόνια μοναξιά» είναι ένα συγκλονιστικό μωσαϊκό χαρακτήρων. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι ένα ηφαίστειο από μορφές ανθρώπινες, θεϊκές και δαιμόνιες που μπορούν να φέρουν τον κόσμο ανάποδα και να εξαφανιστούν δια παντός από προσώπου γης στο ίδιο δευτερόλεπτο. Έχει πολλάκις γραφτεί πως έχουμε να κάνουμε με την απεικόνιση ενός κόσμου που αποσυντίθεται, που αλλάζει και χάνεται. Έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Πρόκειται για έναν κόσμο που γίνεται αντιληπτός μονάχα με τρόπο υπερβατικό. Που δεν τον βλέπεις με τα μάτια, που δεν τον καταλαβαίνεις με το μυαλό. Αυτός ο κόσμος είναι αμφίβολο αν υπήρξε ποτέ, μολαταύτα όμως, θεριεύει μέσα μας σαν ό,τι πιο έντονο έχουμε βιώσει ποτέ. Η Μοναξιά είναι παντού. Συνθέτει και αποδομεί τα πάντα. Τα σιγοτρώει και τα ανασταίνει και τα σκοτώνει πολύ πιο οριστικά από τον θάνατο. Η μοναξιά είναι στον πάγο που αντικρίζουν για πρώτη φορά με δέος οι κάτοικοι του Μακόντο. Είναι στα σώματα, στα δέρματα, στα ζωύφια, στα δέντρα, στα ποτάμια, στα όνειρα, στα φαντάσματα και τις κατάρες. Είναι στην ανάληψη της Ωραίας Ρεμέδιος στους ουρανούς και στη θανατηφόρο λαχτάρα που προκαλούσε η θεία εμφάνισή της. Είναι στο τρένο γεμάτο στοιβαγμένα πτώματα που καταπλακώνουν τον Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, είναι στην τρέλα που τον καταλαμβάνει όταν τα λεγόμενα των άλλων μετατρέπουν αυτό που έζησε σε ένα σκοτεινό όνειρο. Είναι στο ατερμάτιστο σπίτι που γεννοβολά τους Μπουενδία τον ένα μετά τον άλλο, φέρνοντάς τους σε ένα κόσμο γεμάτο παραδείσους και κολάσεις, διαψεύσεις και θριάμβους, πάθη και παραιτήσεις. Είναι στον συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία που γεννήθηκε με τα μάτια ανοιχτά. Είδε το φως μονομιάς, αφότου είχε πρώτα δει το σκοτάδι. Γεννήθηκε ήδη ζωντανός, πέθανε ήδη πολλάκις νεκρός.

Η δική του Μοναξιά είναι η πιο σαρωτική και αδιαπραγμάτευτη από όλες. Η Μοναξιά του χαράσσεται στο πληγωμένο σώμα 32 αποτυχημένων εξεγέρσεων, στην ηδονική ψυχοπαθολογία της ήττας. Στην λαίμαργη επαναστατικότητά του, στην εκβιαστική του τιμή, στην αμαρτωλή του περηφάνια. Στη διαδικασία εξάλειψης και εξαΰλωσης που επιβάλλει στον εαυτό του. Στα ψαράκια που κατασκευάζει, αποσυρμένος και αποκαμωμένος, με περισσή επιμέλεια, μονάχα για να τα καταστρέψει με το που ετοιμάζονται. Είναι στον θάνατό του, που θα τον βρει όταν συνειδητοποιήσει την άβυσσο της μοναξιάς του. «Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί», όπως λέει και ο ίδιος. Θα φύγει από τη ζωή μονάχα όταν έχει εκμηδενιστεί κάθε ίχνος και υποψία του θρύλου του. Κι όμως, ακόμη και τότε, ο Αουρελιάνο Μπουενδία θα επωμιστεί, αυτάρεσκα και ανιδιοτελώς, μεγαλόπρεπα και ευτελώς, ένα βάρος ασήκωτο. Θα σηκώσει τη Μοναξιά όλων μας, τη Μοναξιά όσων υπήρξαν και όσων θα υπάρξουν, τη Μοναξιά που δεν αφήνει χώρο και ελπίδα καμιά. Ναι, το «Εκατό χρόνια μοναξιά» είναι το απόλυτο δείγμα του ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού. Όχι επειδή συγκεντρώνει διάφορα θεωρητικά στοιχεία, όχι επειδή ενδύεται μια συγκεκριμένη αισθητική φόρμα. Αλλά επειδή είναι μία σκέτη μαγεία, τόσο ρεαλιστική που την νιώθεις με τρόπο σχεδόν σωματικό. Σε αλλάζει. Σε αγγίζει με το μαγικό του ραβδί. Και σε πονά με ένα τρόπο που σε κάνει να λατρεύεις τον πόνο. Εκατό Χρόνια Μοναξιά, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας Εκδόσεις Λιβάνη, 1983 σελ. 387

JAN 2016

ARTCORE

77


I n art e nu l l a v e ritas

Πέδρο Πάραμο: Ο θάνατος δεν υπήρξε ποτέ πιο ζωντανός - ΤΟΥ Aureliano Buendia -

Ο Χουάν Ρούλφο γεννήθηκε το 1917 στην επαρχία Χαλίσκο του Μεξικό και μέχρι να φτάσει στην ηλικία των δέκα ετών, είχε προλάβει να ορφανέψει και από τους δύο του γονείς. Το 1953, εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων του «Ο κάμπος στις φλόγες», η οποία γίνεται δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό και δύο χρόνια αργότερα, έρχεται η απόλυτη αναγνώριση με την έκδοση του «Πέδρο Πάραμο». Σε αυτό περίπου το σημείο, θα αναρωτιέστε μάλλον αν η συνέχεια υπήρξε αναλόγως λαμπρή Ή αν εντέλει ο Ρούλφο δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που γέννησε η ξαφνική αυτή επιτυχία. Η απάντηση είναι πως τίποτα από αυτά τα δύο δε συνέβη. Ο Χουάν Ρούλφο πέρασε τα υπόλοιπα 31 χρόνια της ζωής του παραλαμβάνοντας βραβεία, παραδίδοντας διαλέξεις και γράφοντας σενάρια για το σινεμά, αλλά σωπαίνοντας ως συγγραφέας. Η απόσυρσή του από τη συγγραφική διαδικασία προφανώς και συνέδραμε στον ήδη πανίσχυρο θρύλο ενός μυθιστορήματος μοναδικού και πέρα για πέρα ιδιαίτερου. Λες και η μούσα της έμπνευσης δεν επισκέφτηκε απλώς τον Ρούλφο, αλλά του δόθηκε για λίγο καιρό τόσο ολόψυχα και με τόση μανία, που αμέσως μετά τον εγκατέλειψε δια παντός για να αποκατασταθεί η ισορροπία…

78

ARTCORE

JAN 2016


Λόγος & Τέ -χνη

O ολίγον εξωτικός κι αινιγματικός τίτλος αυτού του μυθιστορήματος ισοδυναμεί, τρόπον τινά, με την κωδικοποιημένη του ουσία. Ο Πέδρο Πάραμο δεν είναι ένας κεντρικός ήρωας απλώς που λειτουργεί ως πυρήνας γύρω από τον οποίο βολοδέρνουν οι τύχες όλων των υπόλοιπων χαρακτήρων. Ο Πέδρο Πάραμο είναι η κεφαλαιώδης έννοια που συμπυκνώνει και προσωποποιεί όλες τις υπόλοιπες κεφαλαιώδεις έννοιες που υφίσταντο από καταβολής κόσμου. Είναι ο Πατέρας, ο Γιος, Θεός, ο Διάβολος, ο Χρόνος, η Ζωή και ο Θάνατος την ίδια στιγμή, ιδίως μάλιστα ο Θάνατος, αλλά επιτρέψτε μας να επανέλθουμε σε αυτό λίγο αργότερα. Ο Πέδρο Πάραμο είναι μία φιγούρα ταυτοχρόνως μυθική, βιβλική και παγανιστική, καθώς από αυτόν μπαρκάρουν όλες οι ηθικές ναυαρχίδες που ορίζουν τη μοίρα του ανθρώπου και που μπορούμε να φανταστούμε. Προκαλεί και επιφέρει την αμαρτία, την τιμωρία, τη λύτρωση, την πίστη, την εκδίωξη από την Εδέμ και την αιώνια μεταθανάτια θεϊκή βασιλεία, την ύβρη, τη νέμεση, την κάθαρση, την επανάσταση, την υποταγή, τη δόξα, την ατίμωση, την εξορία και την παλιννόστηση. Ο Πέδρο Πάραμο, στην πραγματικότητα, δεν είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του ομότιτλου μυθιστορήματος του Ρούλφο. Δεν είναι, διότι εξαϋλώνεται και αποσυντίθεται, όχι για να εξαφανιστεί και να χαθεί, αλλά επειδή διαχέεται και ενυπάρχει στο χωριό που δυναστεύει και φροντίζει συγχρόνως. Κατοικεί μέσα στους ανθρώπους, στις ψυχές και στον αέρα. Στις εσοχές του χρόνου που καταλήγουν απύθμενες και παντοτινές. Στις προαιώνιες εικόνες που μπλέκονται αξεδιάλυτα με λόγια σοφά, καταραμένα, παρηγορητικά και σατανικά. Στα μουρμουρητά του θανάτου. Πάνω απ’ όλα εκεί. Δια του λόγου το αληθές, ο αρχικός τίτλος που είχε κατά νου ο Ρούλφο για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήταν «Τα μουρμουρητά», ο οποίος, αν και λιγότερο πιασάρικος, θα ήταν μάλλον πέρα για πέρα ενδεικτικός για το κλίμα και

την ατμόσφαιρα του βιβλίου. Διότι τα πάντα στο «Πέδρο Πάραμο» υφίστανται, θεριεύουν, μεταδίδονται, ξεσπούν, αντέχουν και διαρκούν μέσα από μία εκκωφαντική σιγαλιά ψιθύρων. Υπόκωφες κραυγές που πνίγονται, λόγια που αντί να πετούν, έρπουν μέσα στη σκόνη και βρίσκονται την ίδια στιγμή παντού. Δεν πηγάζουν από κάποιον πομπό, δεν απευθύνονται προς κάποιο δέκτη. Κατακερματίζονται σε ατελείωτα θραύσματα, γιγαντώνονται σε αμέτρητους δείκτες. Ο Ρούλφο, μέσα από τις λέξεις του κατορθώνει να φονεύσει τις λέξεις όπως τις γνωρίζαμε, ως κομμάτι του Λόγου, ως καρτεσιανά εργαλεία που εξηγούν και αναλύουν. Οι λέξεις του Ρούλφο είναι ανεξάρτητες και αυθύπαρκτες. Απλώνουν ένα ημίφως, καλύπτουν ό,τι αγγίξουν με ένα πέπλο. Καλούν σε μία ενσυναίσθηση βαθύτερη που δεν απορρέει ούτε από την κατανόηση ούτε από τη μεταφυσική εμπιστοσύνη. Απορρέει από το αναπόδραστο του βυθίσματος, από την αργή προσγείωση σε έναν αθέατο βυθό. Σε όλη την παραπάνω περιγραφή των συστατικών στοιχείων του «Πέδρο Πάραμο», σκοπίμως αποφύγαμε οποιαδήποτε μνεία στη γέννηση και κυρίως στον θάνατο. Γιατί σκοπίμως; Γιατί ο θάνατος σε αυτό το μυθιστόρημα δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε δοξασία, πεποίθηση, εικόνα ή συναίσθημα που είθισται να αποκομίζουμε διαβάζοντας ή ακούγοντας γι’ αυτόν. Ο θάνατος σχετίζεται άμεσα με τον χρόνο και ο χρόνος στο «Πέδρο Πάραμο» δεν κινείται μήτε κυκλικά μήτε ευθύγραμμα. Ο χρόνος στο «Πέδρο Πάραμο» κινείται σε έναν ιδιόρρυθμο κάθετο άξονα. Εκτοξεύει σε ουρανούς και καταβαραθρώνει σε έγκατα, χωρίς να αξιολογεί ηθικά τους χώρους όπου κινείται. Δεν υπόσχεται την πρόοδο της ευθείας πορείας, με έναν όμορφο ορίζοντα να αχνοφαίνεται στο βάθος. Δεν υπόσχεται όμως ούτε τη μακαριότητα του αέναου κύκλου, ο οποίος δεν πρόκειται ποτέ να διαταραχτεί. Ως εκ τούτου, ο θάνατος στο «Πέδρο Πάραμο» υπερνικά το δέος που κατακλύζει τον άνθρωπο μπροστά στην επιθανάτια στιγμή και την αβεβαιότητα για το ποιόν της επερχόμενης αιωνιότητας. Ο θάνατος σε αυτήν την ιστορία είναι μία πολλαπλασιαζόμενη στιγμή. Ένα διαθλώμενο παρόν. Ένας καθρέφτης που απεικονίζει ατελείωτα είδωλα. Ο θάνατος διά χειρός Ρούλφο εκφράζεται σχεδόν σαν πλατωνική ιδέα. Είναι η τέλεια ενσάρκωση ενός ιδεατού θανάτου που δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει στην πραγματικότητα και τον οποίο οι άνθρωποι κυνηγούν απελπισμένα, όχι για να υποπέσουν στην ανυπαρξία, αλλά για να βρουν τον προορισμό τους απαλλαγμένοι από το βάρος της ύπαρξης. Στην Κομάλα, τον τόπο της ηγεμονίας του Πέδρο Πάραμο, ο θάνατος είναι μια σειρά από αμέτρητα ορθάνοικτα παράθυρα, τοποθετημένα σε σειρά το ένα πίσω από το άλλο. Πέδρο Πάραμο, του Χουάν Ρούλφο. Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου Εκδόσεις Πατάκη, 2005. Σελ. 260

JAN 2016

ARTCORE

79


ΒΙΒΛΙΟΘ Η Κ Η

Επικίνδυνες σχέσεις, του Pierre Choderlos de Laclos - ΤΗΣ ΚατερίναΣ Ασημακοπούλου -

«Το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί να καίει παρά μόνο με τον τρόπο που καίει ο πάγος».

80

ARTCORE

JAN 2016


Λόγος & Τέ -χνη Από μια αναγνωστική διαστροφή, αναρωτιέμαι για ένα μόνο πράγμα φτάνοντας στην τελευταία πρόταση των Επικίνδυνων Σχέσεων του Σοντερλό Ντε Λακλό: όταν σμίλευε τον χαρακτήρα της κ. Ντε Μερτέιγ, μπορούσε να διαβλέψει την κατάληξή της; Σε ποιο σημείο της γραφής αποφάσισε ότι ο Υποκόμης Ντε Βαλμόν θα πρέπει τώρα να πεθάνει; Δεν μπορώ να ξέρω την απάντηση. Διαβάζοντας όμως το βιβλίο νιώθω τους ήρωες να ξεφεύγουν σταδιακά από την πένα του δημιουργού τους, να αυτονομούνται, να βαδίζουν προς το πεπρωμένο που οι ίδιοι επέλεξαν. Βλέπω τον Ντε Λακλό ανήμπορο ακροατή των ψιθύρων τους, να γράφει τα λόγια που του υπαγορεύουν, ακριβώς όπως υπαγόρευσε ο Ντε Βαλμόν μια από τις επιστολές του στην Καικιλία Ντε Βολάνζ. Γιατί θα αναγνώρισε φυσικά κάποτε ότι εδώ που έφτασαν, δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Και θα παραιτήθηκε από την ελπίδα ενός πιο ευτυχισμένου ή έστω λιγότερο επώδυνου τέλους. Οι ήρωες των Επικίνδυνων Σχέσεων ψεύδονται συνεχώς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που τους δίνεται βήμα μονάχα για να πλαισιώσουν τα ψέματα των υπολοίπων. Μέχρι και ο ίδιος ο Ντε Λακλό ψεύδεται στην αρχή του βιβλίου όπως και στις υποσημειώσεις και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο των ηρώων του: ξεδιάντροπα. Μας το δίνει στο πιάτο, το λέει ξεκάθαρα πως ψεύδεται και μας προκαλεί να τον πιστέψουμε πάραυτα. Και εμείς τον πιστεύουμε. Καθώς ο αναγνώστης γίνεται ο ίδιος αντικείμενο χειρισμού, αποδέκτης υπέρμετρης γοητείας και κριτής ανείπωτης φρίκης, δοκιμάζει και τα δικά του όρια αντοχής. Κλείνοντας το βιβλίο, θα νιώσει θύμα μιας πλεκτάνης που στήθηκε και εις βάρος του και συγχρόνως κάτοχος μιας γνώσης που δε ζήτησε να λάβει. Γιατί πώς θα μπορούσε να αντιληφθεί πόσο «επικίνδυνες» πραγματικά θα μπορούσαν να είναι οι «Επικίνδυνες σχέσεις»; Πόσο γελοίος εμφανίζεται πράγματι ο έρωτας σε αυτό το μυθιστόρημα και πόσο κουτοί όσοι τον ασπάζονται. Ορθωμένη σαν σημαία στη μέση των σελίδων βρίσκουμε μόνο μία ιδέα, έτοιμη να κατασπαράξει οτιδήποτε βρει στο πέρασμά της κι όταν δε θα ‘χει μείνει τίποτα γύρω της, τον ίδιο της τον εαυτό: τη ματαιοδοξία. Ποτέ ο αισθησιασμός δεν έπαιξε τόσο δευτερεύοντα ρόλο. Ποτέ η απόλαυση και η επιθυμία δεν τέθηκαν πιο άμεσα στην υπηρεσία του εαυτού. Ποτέ ο άνθρωπος δεν εμφανίστηκε πιο άσχημος, πιο επιβλητικός και πιο επηρμένος μέσα στη γύμνια του. Κι όμως, ο αναγνώστης περιμένει με ανυπομονησία μικρού παιδιού πότε θα φτάσει στην επόμενη επιστολή της σατανικής κ. Ντε Μερτέιγ και όχι της αθώας Καικιλίας Ντε Βολάνζ. Το συνειδητοποιημένο κακό ελκύει τον αναγνώστη περισσότερο από το αγαθό χτυποκάρδι ενός νεαρού κοριτσιού. Καθώς η κ. Ντε Μερτέιγ στήνει τις πλεκτάνες της με την ευκολία μαριονετίστα, καθώς εισχωρεί στις ψυχές των πάντων φτάνοντας στο σημείο όλες οι πράξεις στα πλαίσια της ιστορίας να είναι δικές της, παρακολουθούμε άλλη μία παροιμιώδη πάλη: εκείνη του κ. Ντε Βαλμόν να κρύψει από τον εαυτό του πως είναι ερωτευμένος. Η πάλη αυτή μεταφράζεται σε μια ακάματη διεκδίκηση της ενάρετης κ. Ντε Τουρβέλ με μοναδικό σκοπό την κατάκτηση και στη συνέχεια την εγκατάλειψή της. Ο κ. Ντε Βαλμόν επιθυμεί

διακαώς να δει το αντικείμενο του πόθου του να γίνεται ένα με τις άλλες γυναίκες που υπήρξαν θύματά του: «Είναι επιτακτικότατη ανάγκη να κατακτήσω αυτήν τη γυναίκα για να αποφύγω τη γελοιότητα να την ερωτευθώ». Θα προτιμήσει τον θάνατο από την παραδοχή της αγάπης. Όσο για την κ. Ντε Τουρβέλ, θα αποτελέσει το θλιβερότερο θύμα ενός ανίερου συνδέσμου και τη μοναδική σπίθα γνήσιου συναισθήματος σε ένα χορό «επικίνδυνων σχέσεων». Πώς επέρχεται η λύση ενός δράματος που ρέει καυτό στα χέρια δύο καθαρμάτων; Λάτρεις και οι δυο της υποκρισίας και του χειρισμού, κανένας τρίτος δε θα μπορούσε να τους καταδικάσει στη νέμεση. Αναπόφευκτα δημιουργείται η ρήξη μεταξύ τους και γίνεται φανερό πως, όταν δύο πετυχημένοι καταστροφείς κηρύσσουν πόλεμο, κανείς δε θα τον κερδίσει. Ποιος όμως θα είναι αυτός που θα πυροδοτήσει το τέλος και των δυο; Ανώτερη πάντα η κ. Ντε Μερτέιγ, δίχως ίχνος αμφιβολίας θα αποδείξει πως είναι πιο σκληρή από τον προσφάτως ανακηρυχθέντα αντίπαλό της. Εκείνος θα της κλέψει μια βραδιά ηδονής, εκείνη θα του κλέψει τη ζωή γνωρίζοντας πως βαδίζει και η ίδια σε ένα πολύ λεπτό σχοινί. Αν πληγώθηκε λοιπόν η ιέρεια της προδοσίας, η πρώτη διδάξασα της μηχανορραφίας, δεν πληγώθηκε τίποτα πέρα από τη ματαιοδοξία της. Κι αν ο άρχοντας του ψεύδους ένιωσε στα τελευταία λεπτά της ύπαρξής του κάποια ντροπή, λίγη σημασία έχει καθώς η ήττα του απέναντι στην κ. Ντε Μερτέιγ βαραίνει οριστικά μέσα και πέρα από τη θανάσιμη πληγή. Ο Σαρλ Μπωντλαίρ αναφερόμενος στις «Επικίνδυνες σχέσεις» έγραψε: «Το βιβλίο αυτό, αν καίει, δεν μπορεί να καίει παρά μόνο με τον τρόπο που καίει ο πάγος». Δεν μπορεί, πράγματι, ο αναγνώστης να μη νιώσει αυτή την καιόμενη ψύχρα να κυλάει στο δέρμα του διαβάζοντας το μυθιστόρημα. Έχοντάς το στα χέρια του τρέχει στις σελίδες με την ενοχή του παρατηρητή μιας ύπουλης μεγαλειώδους φάρσας. Αδημονεί να φτάσει στο τέλος της γνωρίζοντας ότι ο ίδιος θα κληθεί να μετρήσει τα ανθρώπινα θύματά της και να αναγορεύσει νικητές και ηττημένους. Οι «Επικίνδυνες σχέσεις» του Σοντερλό ντε Λακλό (1741-1803) πρωτοεκδόθηκαν στο Παρίσι το 1782. Επικίνδυνες σχέσεις, του Pierre Choderlos de Laclos Μετάφραση: Ανδρέας Στάικος. Εκδόσεις Άγρα, 2009. Σελ. 336

JAN 2016

ARTCORE

81


ΒΙΒΛΙΟΘ Η Κ Η

Οι Χίλιες Ανοίξεις της Λογοτεχνίας - τΟΥ Δημήτρη Τερζή -

«Γιατρέ, πιστεύετε στην ύπαρξη της ψυχής;» «Ναι». «Τότε πού είναι;» «Η ψυχή είναι ρήμα κι όχι ουσιαστικό». Θα ξεκινήσω ανάποδα. Όχι απ’ το βιβλίο μα απ’ τον συγγραφέα. Και θα τα βάλω με τους Έλληνες εκδότες που τόσα χρόνια έχουν αφήσει ανεκμετάλλευτο αυτόν τον πραγματικά σπουδαίο Βρετανό δημιουργό και τον έχουν στα αζήτητα. Η έκδοση τριών βιβλίων του στα ελληνικά, απ’ τον οίκο «Ελληνικά Γράμματα» είναι σαν να μην έγινε ποτέ, μιας και ο οίκος έκλεισε και μόνο αν σταθείς τυχερός θα βρεις κάποιο αντίτυπο, ίσως σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Απ’ την άλλη βέβαια, δε θα ξεχάσω την απίστευτη πονηριά ορισμένων βιβλιοπωλών που πριν από τρία χρόνια είχαν ένα κάποιο στοκ απ’ το βιβλίο «Ο Άτλας του Ουρανού» το οποίο και πωλούσαν σε χαμηλή τιμή -κάπου 6 ευρώ για σχεδόν 900 σελίδες- και μόλις κυκλοφόρησε η ταινία των αδελφών Γουατσόφσκι, το βιβλίο εκτοξεύτηκε στα 30 και 35 ευρώ! Οι εκδόσεις «Τόπος» πόνταραν σ’ ένα σπουδαίο συγγραφέα και ελπίζω το στοίχημα να τους βγει και σύντομα να δούμε και τα υπόλοιπα βιβλία του να μεταφράζονται εκ νέου στα ελληνικά. Είναι περίεργοι οι συνειρμοί που κάνει ο κάθε αναγνώστης όταν διαβάζει ένα βιβλίο και σε μένα τέθηκε ο εξής, απ’ την πρώτη σχεδόν στιγμή. Διαβάζοντας τα «Χίλια Φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ», ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου ένας Έλληνας συγγραφέας, ο Ισίδωρος Ζουργός και το δημιούργημά του «Σκηνές απ’ τον Βίο του Ματίας Αλμονσίνο». Τελειώνοντας το βιβλίο, ο συνειρμός είχε γίνει βεβαιότητα. Τα δύο βιβλία είναι φτιαγμέ-

82

ARTCORE

JAN 2016

να από την ίδια δημιουργική πάστα, ακολουθούν παρόμοιους κανόνες αφήγησης και πλοκής (με τον Ζουργό να είναι περισσότερο λυρικός βέβαια και ο Μίτσελ πιο ευθύς) και οι συγγραφείς τους αγαπούν πολύ τους ήρωές τους και το δείχνουν. Θα πει κάποιος, σιγά τα λάχανα, λογοτεχνία είναι, στη λογοτεχνία βρίσκεις ομοιότητες. Εδώ μιλώ για κάτι παραπάνω όμως: Τον Αλμονσίνο θα μπορούσε να τον έχει γράψει ο Μίτσελ και για τον ντε Ζουτ θα μπορούσε να έχει γράψει άνετα ο Ισίδωρος Ζουργός. Προς μήνιν των κριτικών της λογοτεχνίας της ελληνικής επικράτειας βεβαίως, που σε μεγάλο βαθμό τρώγονται με τα ρούχα τους και αναζητούν ψύλλους στ’ άχυρα. Αλλά αυτό είναι άλλο κομμάτι και όχι της παρούσης. Ποιος είναι όμως ο ήρωας του βιβλίου; Ένας νεαρός Ολλανδός, λόγιος, με ευαισθησίες και εμπορικό δαιμόνιο που στα τέλη του 18ου αιώνα και προς χάριν ενός έρωτα, αποτολμά το μεγάλο βήμα και συμμετέχει σε μια αποστολή της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών στην μυθική Ιαπωνία, στην άκρη του κόσμου. Να πούμε εδώ, ότι εκείνη την περίοδο η Ιαπωνία παρέμενε ένα μεγάλο μυστήριο για τον υπόλοιπο κόσμο, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει ήδη 200 χρόνια απ’ την εποχή που οι Πορτογάλοι ιεραπόστολοι την είχαν επισκεφθεί για πρώτη φορά. Η πολιτική της ωστόσο, διαπνεόταν από πνεύμα αυστηρού απομονωτισμού με αποτέλεσμα να είναι ελάχιστοι οι δυτικοί, οι οποίοι είχαν


Λόγος & Τέ -χνη καταφέρει να εντρυφήσουν -και μάλιστα ως ένα βαθμό και όχι ολοκληρωτικά- στις παραδόσεις της και στη φιλοσοφία των αρχών και των κατοίκων της. Η πολιτική αυτή έμεινε γνωστή ως σακόκου (κλειστή χώρα) και κράτησε καθόλη τη διάρκεια της περιόδου Έντο, απ’ το 1603 έως το 1868. Με απλά λόγια και για να δώσουμε ένα παράδειγμα, η Ιαπωνία τότε δεν ήταν ξέφραγο αμπέλι στους ιεραπόστολους που κήρυτταν τον Χριστιανισμό, όπως συνέβη σε άλλες Νέες Χώρες. Για τον προσηλυτισμό έπεφταν κεφάλια στο λεπτό και στέγνωναν στον ήλιο. Παράλληλα, οι αρχές είχαν θεσμοθετήσει την περίοδο εκείνη ειδική τελετή, με την ονομασία Φούμι-ε, κατά την οποία όλοι οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι μια φορά το χρόνο να συμμετέχουν. Σ’ αυτήν προσέρχονταν -όπως σήμερα εμείς θα πηγαίναμε σε ένα εκλογικό τμήμα να ψηφίσουμε- και πατούσαν χριστιανικές εικόνες, δείχνοντας έτσι τον αποτροπιασμό τους στη νέα θρησκεία. Ο έλεγχος ήταν εξονυχιστικός και αν κάποιος πιανόταν να μην έχει λάβει μέρος στην τελετή, οδηγούνταν στην εξορία μαζί με όλη του την οικογένεια. Σε αυτή την Ιαπωνία θα βρεθεί λοιπόν ο ήρωάς μας, στο πλαίσιο της oλλανδικής αποστολής που εδρεύει σ’ ένα τεχνητό νησί έξω απ’ το Ναγκασάκι, την Ντετζίμα. Ήταν το μοναδικό σημείο σε ολόκληρη την Ιαπωνία που επιτρεπόταν σε δυτικούς να εμπορεύονται και οι Ολλανδοί είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα θύλακα εκεί, στο πλαίσιο μιας άλλης ιαπωνικής πολιτικής, της ρανγκάκου, της μελέτης δηλαδή των δυτικών επιστημών από επιλεγμένους πολίτες της χώρας. Η δουλειά του είναι δύσκολη. Η προηγούμενη διοίκηση της εταιρείας στο νησί, για χρόνια έκλεβε απ’ τους λογαριασμούς για προσωπικό όφελος και τώρα, υπό τον νέο προσωρινό διοικητή, ο ντε Ζουτ αναλαμβάνει να καθαρίσει τα βιβλία, να υπολογίσει το μέγεθος της ζημιάς, να καθαρίσει το πρόσωπο της αξιότιμης Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών που στην πραγματικότητα -όπως και η Αγγλική Εταιρεία- και άλλες αντίστοιχες εταιρείες στην Ιστορία των Αποικιών, δεν ήταν τίποτε άλλο από ελεεινούς εκμεταλλευτές που απομυζούσαν απ’ τις Νέες Χώρες τον πλούτο τους έναντι πινακίου φακής. Τι ωραίο πλιάτσικο, που λένε. Θα γνωρίσει την Ορίτο, μια νέα γυναίκα, σημαδεμένη στο πρόσωπο από έγκαυμα -άρα σε μειονεκτική θέση για κάποιον καλό γάμο- η οποία έχει καταφέρει να σπάσει την ανδροκρατία της εποχής και συμμετέχει στη ρανγκάκου, ως μαία, μαθήτρια του Δρ. Μαρίνους, του γιατρού της Ολλανδικής αποστολής. Γνωρίζοντάς την λοιπόν, η Ολλανδία θα του φανεί πολύ μακρινή και ο έρωτας για τη γυναίκα που άφησε πίσω, αρχίζει να ξεθωριάζει. Κι ενώ περιμένεις τη συνέχεια και την κατάληξή της, ο Μίτσελ σπάει την αφήγηση που ως εκείνη την ώρα γινόταν με κύριο πρόσωπο τον ντε Ζουτ και τη συνεχίζει με την Ορίτο. Σαν να διαβάζεις μια άλλη ιστορία μέσα στην αρχική ιστορία. Ενδεχομένως αυτό να με ξένιζε σε κάποια άλλη περίπτωση, αλλά εδώ ο Μίτσελ δένει τις δύο ιστορίες τόσο όμορφα που η μία μοιάζει να συμπληρώνει την άλλη και ας είναι φαινομενικά αντίθετες. Είναι σαν να αφηγείται δύο διαφορετικούς κόσμους πάνω

σε μια πλατφόρμα ενός νέου κόσμου που γεννιέται, έτοιμος να τους αφομοιώσει, καταρρίπτοντας τις διαφορές τους. Το ίδιο αφηγηματικό παιχνίδι χρησιμοποίησε -και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό- και στο «Άτλας του Ουρανού» και που, αν και σε μπέρδευε στην αρχή, μέσα στη χαοτική του σύλληψη, το τελικό αποτέλεσμα έδινε μια απίστευτη συμμετρία, έβαζε σε τάξη το Χάος. Αυτή την αίσθηση λοιπόν, πρέπει να είσαι μεγάλος μάστορας για να την πετύχεις συγγραφικά. Και ο Μίτσελ αποδεικνύει ότι είναι. Είναι το βιβλίο ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Είναι. Είναι ένα μυθιστόρημα αγάπης; Είναι. Είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα; Είναι. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα. Σωστά δομημένο, με ανατροπές, με ιστορική ακρίβεια, με αναλυτικά σκιαγραφημένους χαρακτήρες -αν και νομίζω ότι ο Μίτσελ πρόσεξε πολύ περισσότερο την Ορίτο απ’ τον ίδιο τον ντε Ζουτ- κινηματογραφικά γραμμένο (λες και είσαι μπροστά και βλέπεις όσα γίνονται, λες και μυρίζεις τις κερασιές ή γεύεσαι το ρύζι και το σάκε), είναι ένα μυθιστόρημα που όταν εξοικειωθείς (και αυτό δεν παίρνει πολύ) με τα ονόματα, τις τοποθεσίες, την τόσο ξένη σε μας λογική και φιλοσοφία αυτής της εξωτικής χώρας, το απολαμβάνεις σε κάθε του σελίδα. Κι εδώ, ο αναγνώστης οφείλει ένα μεγάλο μπράβο στην μεταφράστρια Μαρία Ξυλούρη, η οποία φαίνεται ότι έκανε σπουδαία δουλειά, καθώς σε καμία απ’ τις 574 σελίδες δεν υπάρχει κάτι που να σε ξενίσει στη ροή του λόγου, ενώ και οι σημειώσεις -οι οποίες είναι πολλές- είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές. Το μειονέκτημα κατ’ εμέ έρχεται στην αντίθεση του εξώφυλλου με το χαρτί. Ενώ το πρώτο είναι εξαιρετικό, το χαρτί του βιβλίου «μυρίζει» εφημερίδα. Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία των εκδοτών με την κρίση. δεν είναι λίγοι αυτοί που το κάνουν πια, απλώς όφειλα να το παρατηρήσω αν και γενικότερα είμαι καλόβολος. Μου αρκεί να διαβάσω ένα καλό, προσεγμένο βιβλίο και ας είναι και σε χαρτί εφημερίδας.

Τα Χίλια Φθινόπωρα του Γιάκομπ Ντε Ζουτ, του Ντέιβιντ Μίτσελ Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη. Εκδόσεις Τόπος, 2014. Σελ. 574.

JAN 2016

ARTCORE

83


Σ υ ν ε ν τ ε ύ ξ ε ις

Γιάννης Ατζακάς: «αν μπορούσα να διανέμω τα χειρόγραφά μου σε φυλλάδια στους δρόμους, νομίζω ότι θα το είχα κάνει!» - Συνέντευξη: Κατερίνα Ασημακοπούλου -

84

ARTCORE

JAN 2016


Λόγος & Τέ -χνη Ο Γιάννης Ατζακάς έχει χαρακτηριστεί από κριτικούς, αλλά αυτοπροσδιορίζεται κιόλας, ως «βιωματικός πεζογράφος». Από την έκδοση του πρώτου του βιβλίου, «Τα διπλωμένα φτερά (Εκδ. Άγρα, 2007) έχει εδραιώσει τη θέση του στα ελληνικά γράμματα με τη συγγραφή τριών ακόμη επιτυχημένων έργων, ενώ το 2009 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του «Θολός Βυθός» (Εκδ. Άγρα). Διαβάζοντας τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις που δέχθηκε να του στείλω, αντιλαμβάνομαι ότι πέρα από ένας πολύ καλός συγγραφέας, είναι και ένας χαρισματικός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος με χιούμορ, διάθεση αυτοκριτικής, μεστό λόγο και πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες για τη γραφή και όχι μόνο. Κρατώ από αυτήν τη συνέντευξη την προθυμία του κ. Ατζακά να μου τη δώσει, την εξαιρετική του παρομοίωση για τη σχέση μεταξύ μυθιστορήματος και διηγήματος και φυσικά το γέλιο που έκανα όταν διάβασα για το φόβο του ότι στο μέλλον θα τον διαγράψουν από την Εταιρεία Συγγραφέων, γιατί θα ανακαλύψουν – λέει - ότι τον υπερτίμησαν! Η συνέντευξη αυτή είναι ένα ορεκτικό, καθώς βρισκόμαστε σε αναμονή για την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων του Γιάννη Ατζακά, «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη», της «αναγνωριστικής εξόδου του από τις “υπόγειες στοές” του βιώματος στα ξέφωτα και τους αραιούς αιθέρες της μυθοπλασίας»…! Καλή ανάγνωση!

> Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος του πεζογράφου στη σύγχρονη παγκόσμια αλλά και ελληνική πραγματικότητα; Η απάντηση σε μια τόσο απαιτητική ερώτηση δεν μπορεί παρά να είναι συνοπτική και οπωσδήποτε ελλειπτική. Πρωταρχικής σημασίας, πιστεύω, είναι πρώτα η ίδια η κοινωνία να αναγνωρίζει ρόλο στον πεζογράφο και γενικότερα στους ανθρώπους της Τέχνης και του Πνεύματος, όλους αυτούς που συμβατικά αποκαλεί διανοούμενους· στη συνέχεια, τα ΜΜΕ (τηλεόραση, ραδιόφωνο, τύπος) να τους παραχωρούν «βήμα», ώστε να ασκούν τον ρόλο αυτό. Μια ακόμη αναγκαία συνθήκη: ο συγγραφέας, πέραν του πεζογραφικού του έργου και της επιρροής που αυτό έχει, πρέπει να αισθάνεται και την ανάγκη να κοινοποιήσει τις απόψεις του για τη σύγχρονη παγκόσμια και ελληνική πραγματικότητα –γιατί δυσκολεύομαι να πιστέψω πως ένας ολοκληρωμένος και ώριμος πεζογράφος δεν έχει άποψη για τον κόσμο, την κοινωνία όπου αυτός ζει, την πολιτική, τον πολιτισμό. Και αναμενόμενο είναι ότι θα προκύψει έτσι μεγάλη ποικιλία ακόμη και αντιθετικών θεωρήσεων, που η πρόσληψη και η

σύνθεσή τους θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν και να εμπλουτίσουν την πνευματική ζωή. Πιστεύω επίσης ότι από μόνα τους τα υψηλής ποιότητας πεζογραφικά έργα, πέραν της αισθητικής απόλαυσης που αυτά προσφέρουν, αποτελούν αληθινή «αγωγή ψυχής». Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα της κρίσης –που φυσικά δεν είναι μόνον οικονομική– εκτός από τον αυτούσιο στοχασμό που εμπεριέχει το αφηγηματικό μέρος των σημαντικών πεζογραφικών έργων, μεγάλη επίδραση μπορεί να ασκηθεί και από τους «ήρωές» τους· το ήθος, οι ιδέες, οι πράξεις τους συνιστούν συχνά ένα «παράδειγμα», προτείνουν ένα πρότυπο ζωής. > Πώς θα περιγράφατε την συγγραφική σας καθημερινότητα; Γράφετε σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος ή συγκεκριμένες ώρες; Με στυλό ή στον υπολογιστή; Έχετε πρόγραμμα ή σας παρασέρνουν στιγμιαίες εμπνεύσεις; Σίγουρα θα την περιέγραφα ως μη καθημερινότητα. Δεν έχω ορίσει ποτέ ένα πρόγραμμα συγγραφικής εργασίας, αφού μάλλον «με παρασέρνουν στιγμιαίες εμπνεύσεις», όπως πολύ ωραία το έχεις εκφράσει, ακολουθώντας, βέβαια, ένα προκαθορισμένο «συγγραφικό σχέδιο» πάντοτε. Όταν με βρίσκουν αυτές οι ευτυχισμένες στιγμές, γράφω μόνο στο γραφείο μου, στις 40 Εκκλησιές, στις παρυφές του Σέιχ-Σου και τους καλοκαιρινούς μήνες στο Χορευτό του Πηλίου αντικρίζοντας «την αχανή έκτασιν του Αιγαίου». Ως συγγραφέα, φαίνεται, με εμπνέουν, με καθησυχάζουν μάλλον, οι θάλασσες και τα δάση «του γαλάζιου πλανήτη». Γράφω πάντα με μαλακό μολύβι Faber 6b. Όταν η γυναίκα μου μεταγράψει το κείμενο στον υπολογιστή, αρχίζει μια μακρά διεργασία αφαιρέσεων, προσθηκών, διορθώσεων, που θα μπορούσαν να συνεχίζονται εσαεί, ακόμη και μετά την κυκλοφορία του βιβλίου –αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν ξαναδιαβάζω ποτέ τα βιβλία μου, φοβούμενος τον εντοπισμό ατελειών που έχουν διαφύγει. > Πολλοί συγγραφείς συζητούν γι’ αυτά που γράφουν με ομότεχνους ή φίλους, προτού αυτά ολοκληρωθούν. Άλλοι

JAN 2016

ARTCORE

85


Σ υ ν ε ν τ ε ύ ξ ε ις

δε δείχνουν τα κείμενά τους σε κανέναν, προτού αυτά φτάσουν στην τελική τους μορφή. Σε ποια κατηγορία ανήκετε; Αναμφιβόλως εντάσσομαι στην πρώτη κατηγορία. Συζητώ περισσότερο με λιγοστούς φίλους παρά με ομοτέχνους –αυτοί, όπως και ο ίδιος, είναι πάντα πιο πρόθυμοι να μιλήσουν παρά να ακούσουν. Και μάλιστα, αν μπορούσα να διανέμω τα χειρόγραφά μου σε φυλλάδια στους δρόμους, νομίζω ότι θα το είχα κάνει και κάθε παρατήρηση θα μου ήταν πάντα καλόδεχτη για συζήτηση, ιδιαίτερα αν θα επρόκειτο για το πραγματολογικό μέρος του κειμένου. > Έχουν έρθει στιγμές μέσα στα χρόνια που γράφετε που αμφισβητήσατε τη συγγραφική σας ικανότητα; Έτυχε να νιώσετε ποτέ ότι δεν μπορείτε να γράψετε αυτό που θέλετε όπως το θέλετε; Στα εννιά χρόνια που γράφω είχα συχνές και ισχυρές στιγμές αμφιβολίας για την αξία της γραφής μου. Αφού να σκεφτείς, αυτές τις μέρες που έτυχε να παραλάβω την

86

ARTCORE

JAN 2016

ταυτότητα του τακτικού μέλους της Εταιρείας Συγγραφέων, υπήρξαν φορές που αστειευόμενος –και υπάρχει πάντα κι ένα στοιχείο σοβαρότητας ακόμη και στα αστεία– είπα πως στο μέλλον μπορεί να διαπιστωθεί πως, για κάποιον άγνωστο λόγο, τα βιβλία μου είχαν υπερτιμηθεί και ίσως θα σπεύσουν τότε να με διαγράψουν από τις δέλτους της Εταιρείας. Εκείνο όμως που πραγματικά φοβάται κάθε συγγραφέας είναι η αναμέτρηση του έργου του με τον χρόνο, η αντοχή του στα γυρίσματα των καιρών: τεχνοτροπικά ρεύματα, προτιμήσεις, επικαιρότητα, μεροληψίες. Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου: Οι περισσότεροι συγγραφείς φαντασιώνονται ίσως ένα ιδεατό βιβλίο, το οποίο φιλοδοξούν κάποτε να γράψουν. Γι’ αυτό δεν είναι απλή παραδοξολογία όταν λέγεται πως «όλοι οι συγγραφείς γράφουν πάντα το ίδιο βιβλίο», και, στο βαθμό που αληθεύει, αυτό συμβαίνει, νομίζω, γιατί ποτέ δεν τους ικανοποιεί απόλυτα το τελευταίο από τα βιβλία τους. Αν


Λόγος & Τέ -χνη

ευτυχήσει να γράψει κάποιος το βιβλίο που πάντα ήθελε, τότε ίσως δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει. > Ποιους συγγραφείς θαυμάζετε; Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα «Φως της Φονιάς», στην ενότητα «Μαθητεία», υπάρχει ένα κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Φωτεινό μονοπάτι». Σ’ αυτό, ο ήρωας, δικό μου alter ego, μιλά για τους συγγραφείς που σφράγισαν τα τρία χρόνια της εφηβείας του στην Καβάλα και όρισαν το πεπρωμένο του. Ο κατάλογος είναι μακρύς. Αναφέρω μόνο, εκτός από τους μεγάλους Ρώσους κλασικούς Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Γκόγκολ, Τσέχωφ, τους Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Ντίκενς, Γκαίτε, Τσβάιχ· από τους Έλληνες τους Παπαδιαμάντη, Μυριβήλη, Βενέζη, Καζαντζάκη, Καραγάτση και από τους νεότερους τους Χατζή, Τσίρκα, Ταχτσή, Ιωάννου. Παραλείπω φυσικά αυτούς που βρίσκονται στη ζωή και δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει το έργο τους. Οι προτιμήσεις, βέβαια, έχουν σημασία μόνο για μένα. > «Όλα τα μυθιστορήματα σας βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά και βιωμένες εμπειρίες. Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να γράψετε κάτι εντελώς φανταστικό;» Έχω χαρακτηριστεί από κριτικούς και αναγνώστες –κι έτσι αυτοπροσδιορίζομαι και ο ίδιος– ως «βιωματικός πεζογράφος». Το βίωμα, από την ίδια την εμπειρική του φύση, εκτός από πρωτογενές, είναι συχνά ένα κοινόχρηστο και ουδέτερο υλικό που, μόνον όταν υπαχθεί στους κανόνες της τέχνης και λάβει την αρμόζουσα φόρμα, αποκτά και αισθητική αξία. Έτσι έχω συχνά την αίσθηση ότι κάνω δουλειά μεταλλωρύχου, καθώς ανασύρω από τα έγκατα της πρώιμης μνήμης μου, παιδικής, εφηβικής και νεανικής –μια διάρκεια τριάντα περίπου χρόνων, 19441974– ένα αυθεντικό αλλά ακατέργαστο υλικό, από όπου, στο χυτήριο της γραφής πρέπει να αφαιρεθούν όλες οι περιττές προσμίξεις. Είναι έτσι προφανές πως μυθοποιώ μια σχεδόν μυθική ζωή, την οποία ποτέ δε θα επέλεγα, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς μου έχει δοθεί. Αυτό διαχωρίζει τους «βιωματικούς» από τους «αυτοβιογραφούμενους» συγγραφείς, καθώς αυτοί εφαρμόζουν δύο διαφορετικούς πεζογραφικούς τρόπους, που από πολλούς συχνά και αστόχαστα συγχέονται μεταξύ τους. Η μυθοπλασία είναι κάτι περισσότερο από πειρασμός, είναι ανάγκη και συνοδός της πεζογραφίας και το μέρισμά της στα τέσσερα βιβλία μου συνεχώς αυξάνεται. Στη συλλογή διηγημάτων μου, που, με τον τίτλο «Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη», πρόκειται να κυκλοφορήσει αυτόν το μήνα από τις εκδόσεις «Άγρα», έχω βγει, έστω και αναγνωριστικά, από τις «υπόγειες στοές» του βιώματος στα ξέφωτα και στους αραιούς

αιθέρες της μυθοπλασίας. > Μιλήστε μας λίγο για τη συλλογή των διηγημάτων σας. Μεταφέρω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Στην ομότιτλη συλλογή διηγημάτων οι ήρωες γνωρίζουν στην αρχή λίγη αναγνώριση, μια πρόσκαιρη ανάδειξη, μιαν ελάχιστη, όσο το φως μιας αστραπής, έκλαμψη ευτυχίας· κι ύστερα, άλλοι από τις τροπές της Ιστορίας, άλλοι από τις μετεμφυλιακές διώξεις και τα κολαστήρια της χούντας, κάποιοι από ανεκπλήρωτους και προδομένους έρωτες, μερικοί από κακοτυχία, αρρώστιες και θάνατο, όλοι τους κατακρημνίζονται, καταβυθίζονται στο σκοτάδι. Ένας αλαφροΐσκιωτος μόνο, ο Πετρής Χαρκόβας, αφήνει τη στάχτη πίσω του και αξιώνεται τη θέρμη μιας αδύναμης, αλλά άσβεστης φλόγας –αυτόν όμως, από παιδί ακόμη, τον είχαν αγγίξει οι νεράιδες των νερών. Στις οκτώ αυτές ιστορίες μια μακριά «κόκκινη κλωστή» κόβεται και δένεται ξανά: βγαίνει από τις τέφρες της Μεγάλης Καταστροφής, περνά από τον Μεσοπόλεμο, χάνεται στις σκοτεινές διαδρομές του Εμφυλίου και της Δικτατορίας και φτάνει ώς την Ύστερη Μεταπολίτευση, όταν οι πρώτοι τριγμοί της επερχόμενης κατάρρρευσης είχαν αρχίσει κιόλας να ακούγονται –από όσους, βέβαια, είχαν αυτιά για να τους ακούσουν». > Ποια η σχέση μεταξύ της συγγραφής μυθιστορήματος και διηγήματος; Πιστεύετε ότι διαφέρει πολύ η διαδικασία της γραφής σε μικρότερη φόρμα; Η μοναδική σχέση τους είναι πως και τα δύο είναι κυρίαρχα και ισότιμα πεζογραφικά είδη. Οι ποσοτικές διαφορές μεγέθους είναι προφανείς. Σημαντικότερες όμως είναι οι ποιοτικές μεταξύ τους διαφοροποιήσεις: στοιχειώδης «μύθος», απλή πλοκή, λίγα πρόσωπα, πυκνότητα είναι κάποια από τα καθοριστικά, αλλά όχι και αναγκαία πάντοτε, γνωρίσματα του διηγήματος. Η πρόσφατη ενασχόλησή μου με το διήγημα μού κατέδειξε και τις διαφορές στη διαδικασία της συγγραφής. Στο μυθιστόρημα πρέπει να διαπλεύσεις ένα πέλαγος με τον κίνδυνο ναυαγίου, την ανάγκη αλλαγής πορείας, το ενδεχόμενο ακόμη και ματαίωσης. Στο διήγημα κωπηλατείς στα νερά μιας μικρής λίμνης –με ορατές τις ακτές της, για να μην παραλληλίσω διήγημα και μυθιστόρημα με αγώνα ταχύτητας και αντοχής αντίστοιχα. Στον βαθμό που η οικονομία μέσων, η συντομία, η πυκνότητα είναι από τη φύση τους δυσχερέστερες από τη σπατάλη, την επέκταση, τη χαλαρότητα, το διήγημα αναδείχνεται σε δυσκολότερο και απαιτητικότερο πεζογραφικό είδος από το μυθιστόρημα. Λίγη φλόγα, πολλή σταχτή, του Γιάννη Ατζακά Εκδόσεις Άγρα, 2015. Σελ. 173

JAN 2016

ARTCORE

87


Σ υ ν ε ν τ ε ύ ξ ε ις

Σοφία Νικολαΐδου: «Όταν δεις το βαθύ σκοτάδι, το φως μετά είναι εκτυφλωτικό» - Συνέντευξη: Ελένη Μαρκ -

88

ARTCORE

JAN 2016


Λόγος & Τέ -χνη

«Σημασία έχει πως τώρα που μου χρειάζονται οι λέξεις, χωρίς υπεκφυγές και καλολογίες [...] είναι εδώ. Όταν η ζωή εφορμά, η λογοτεχνία σωπαίνει. Ας κλείσει επιτέλους το στόμα της, να δούμε τι έχουν να πουν οι λέξεις όταν μένουν μόνες τους. Τι έχουν να πουν όταν έχουν απέναντί τους έναν άνθρωπο που νοσεί και πάσχει. Αν έχουν τα κότσια να παρηγορήσουν. Κι αν έχουν τη δύναμη να πουν τα πράγματα με το όνομά τους». Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο της Σοφίας Νικολαΐδου «Καλά και Σήμερα: Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) και το παραθέτω ως εισαγωγή στη συνέντευξη που τόσο ευγενικά μου παραχώρησε, γιατί το διάβασα τόσες φορές που ίσως το έχω απομνημονεύσει και γιατί οι δικές μου σκέψεις για ένα βιβλίο «κατάθεση ψυχής» είναι περιττές...

> Ήταν η πρώτη φορά που νιώσατε την ανάγκη να κρατήσετε ημερολόγιο; Συνεχίζετε να καταγράφετε την καθημερινότητά σας, τις σκέψεις και τα συναισθήματά σας; Έχω ξανακρατήσει ημερολόγιο κατά καιρούς. Είχα χρόνια να το κάνω συστηματικά. Ήταν μια σωστική κίνηση εκείνη τη ζόρικη περίοδο, που έγινε από ανάγκη να καταγραφούν τα συμβάντα, οι σκέψεις, τα αισθήματα, για να μπορέσω να τα κοιτάξω κατάματα και να πάω παραπέρα. Είμαι συγγραφέας, οι λέξεις είναι ο τρόπος μου να καταλαβαίνω τι συμβαίνει μέσα μου και γύρω μου. Στην περίπτωση του καρκίνου, έκανα αυτό που ξέρω να κάνω. Έβαλα τα πράγματα στο χαρτί. Η τελευταία καταγραφή είναι η τελευταία μέρα της χημειοθεραπείας. Ξαναέπιασα ημερολόγιο πριν λίγες μέρες, στη διάρκεια μιας περιοδείας που έκανα για το τελευταίο μυθιστόρημά μου, το οποίο μεταφράστηκε στις ΗΠΑ (“The Scapegoat”, μετάφραση Karen Emmerich, Melville House, 2015). Ήταν μια περιοδεία που οργάνωσε το Onassis Foundation (USA) σε πανεπιστήμια

της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ, όπου παρουσίασα το βιβλίο (Princeton University, Harvard University, Brown University, University of South Florida, University of Florida, Stony Brook University, Stockton College) και στη διεθνή διοργάνωση International Festival of Authors στο Τορόντο του Καναδά. Εδώ όμως ήταν ένα διαφορετικού τύπου ημερολόγιο, ταξιδιωτικό. Σημειώσεις για τους τόπους που είδα και τους ανθρώπους που συνάντησα εκεί. Όταν απογειώθηκε το αεροπλάνο για την πτήση Θεσσαλονίκη - Νέα Υόρκη, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν «πού ήμουν πέρυσι τέτοιον καιρό». Τότε, μόλις είχε αρχίσει η περίοδος της χημειοθεραπείας και η πιο μακρινή διαδρομή μου ήταν να καταφέρω να κάνω τον γύρο του κρεβατιού. Έχει ο καιρός γυρίσματα☺. > Στη διάρκεια της αρρώστιας σας «ξεφορτωθήκατε τα βαρίδια», όλα τα «πρέπει» και προσπαθήσατε να ασχοληθείτε με τα «θέλω» σας. Δεν ξοδεύατε χρόνο για πράγματα που δεν ήταν της αρεσκείας σας. Γράφετε:

JAN 2016

ARTCORE

89


Σ υ ν ε ν τ ε ύ ξ ε ις

90

ARTCORE

JAN 2016


Λόγος & Τέ -χνη

«Δεν έχω πολυτέλειες για βλακείες. Κάνω αυτό που θέλω, λέω αυτό που θέλω. [...] Πόσο θα κρατήσει; Άγνωστο». Eξακολουθείτε να έχετε αυτή τη στάση ζωής, τώρα που η μεγάλη φουρτούνα πέρασε και επανήλθατε –ελπίζω- στην καθημερινότητά σας; Προσπαθώ, δεν είναι πάντα εύκολο. Αλλά να, είναι μέρες, που πηγαίνω με ένα τεράστιο χαμόγελο στη δουλειά και δίπλα μου καίγεται το πελεκούδι για πράγματα ασήμαντα. Σε άλλες περιπτώσεις, θα στενοχωριόμουν (για λίγο). Τώρα είναι φορές που σχεδόν δεν ακούω τι μου λένε, όταν αφορά μικροκακίες της καθημερινότητας. Έχω πάθει ένα είδος επιλεκτικής κώφωσης. Θέλω χαρά. Και φροντίζω να τη φτιάχνω με τα χέρια μου, καθημερινά, όσο μπορώ. > Διαβάζοντας το ημερολόγιο, ο αναγνώστης διακρίνει ένα είδος εγωκεντρισμού... Αν μου επιτρέπετε να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη. Σε ένα διάλογο με μία φίλη σας, αναφέρετε: «-Σκέφτεσαι το παιδί, αποφαίνεται με βεβαιότητα. -Όχι. - Γουρούνι, σχολιάζει. Τον εαυτό σου σκέφτεσαι, μωρή; -Αυτοί θα τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, δε με έχουν πλέον ανάγκη. Το μόνο που σκέφτομαι είναι: Κρίμα. Ήθελα να ζήσω πιο πολύ». Όταν κινδυνεύει η ζωή μας, το «εγώ» ξεπροβάλλει τόσο κυριαρχικά; Δε θα το έλεγα εγωκεντρισμό, αλλά ανάγκη για ζωή. Ξέρετε υπάρχει μια σοφή λαϊκή ρήση «αλίμονο σ’ αυτόν που πάει». Θέλει να πει: όλοι οι υπόλοιποι θα πονέσουν, ναι, αλλά θα συνεχίσουν τη ζωή τους. Αυτή είναι μια διαπίστωση που κάνει κανείς – ήρεμα και γλυκά. Βλέπει τη ζωή να συνεχίζεται γύρω του, ενώ η δικιά του έχει μπει στο pause. Δεν υπήρξε μεγαλύτερη στιγμή γαλήνης για μένα, παρά η στιγμή που κατάλαβα ότι οι δικοί μου άνθρωποι θα συνεχίσουν τη ζωή τους, ακόμα κι αν μου συμβεί κάτι κακό. Ήταν λυτρωτικό. Ένιωσα ότι θα τα βγάλουν πέρα. Θα πονέσουν, θα δυσκολευτούν, αλλά θα τα βγάλουν πέρα. Οπότε, αυτό που έμενε ήταν να τα βγάλω πέρα εγώ, για να τους συναντήσω στο τέλος του τούνελ. Όταν συμβαίνει κάτι τόσο σοβαρό, το περνά όλη η οικογένεια: ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί. Όμως το βάρος (το σωματικό, το υπαρξιακό, το ψυχικό, όπως θέλετε πείτε το) θα το σηκώσει ο ασθενής. Θα πρέπει να αντέξει, για να τους συναντήσει στο τέλος της διαδρομής και να συνεχίσουν ξανά όλοι μαζί. > Έχετε χωρίσει τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του «ασθενούς» σε «κατηγορίες»: Σε αυτούς που είναι φυγόπονοι, σε αυτούς που δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν

και κρατούν αποστάσεις, σε αυτούς που τον «ταράζουν με επιθέσεις ψεύτικης αγάπης», σε αυτούς που «δε μασάνε» και είναι στο πλάι του κτλ. Εσείς (που έχετε μία φίλη που νόσησε στο παρελθόν), όταν βρεθήκατε τότε στην αντίπερα όχθη πώς αντιδράσατε; Με την ελαφρότητα του ανθρώπου που νομίζει ότι καταλαβαίνει, χωρίς να καταλαβαίνει στην ουσία τίποτε. Νόμιζα ότι ήξερα τι περνούσε. Δεν είχα ιδέα. Προσπαθούσα να είμαι παρούσα (δεν έμενε στην ίδια πόλη, δεν ήμασταν τόσο κοντινές φίλες) με λόγια και τηλέφωνα. Αυτό που χρειαζόταν τότε (αλλά το κατάλαβα όταν ήρθα εγώ στην ίδια θέση) ήταν να πάω εκεί και να της πλύνω κανένα πιάτο, να βάλω σκούπα, να βοηθήσω σε πρακτικά θέματα. Τώρα ξέρω. Την επόμενη φορά που θα συμβεί κάτι, οτιδήποτε, σε δικό μου άνθρωπο, νομίζω πως ξέρω κάπως καλύτερα τι να πω και τι να κάνω. > Πώς νιώθετε με την έκδοση του βιβλίου σας «Καλά και σήμερα» που όπως γράφετε «είναι το πιο δικό σας βιβλίο»; Ποια είναι η ανταπόκριση του κόσμου; Θετική, ουσιαστική, ανθρώπινη. Ακούω λόγια που τα κρατώ στο κουτί με τα πολύτιμα. Κάποια από αυτά, με χτυπούν στην καρδιά. > Tο «τέρας» του καρκίνου, μια αρρώστια, που, όπως γράφετε στο βιβλίο σας, αντιμετωπίζεται από τον κόσμο διαφορετικά από τις άλλες, έχοντας αποκτήσει διάφορους χαρακτηρισμούς... το έχετε απομυθοποιήσει; Πώς θα χαρακτηρίζατε τον «καρκίνο» με λίγες λέξεις (αν ειναι εφικτό); Από όλη αυτή την επώδυνη εμπειρία τι πιστεύετε ότι θα κουβαλάτε πάντα… ως μάθημα ζωής ή ως φορτίο; Όλες οι οριακές εμπειρίες, αυτές που μας ζορίζουν αλλά δε μας σκοτώνουν, μας κάνουν τελικά πιο ανθρώπινους. Όταν δεις το βαθύ σκοτάδι, το φως μετά είναι εκτυφλωτικό. Ο καρκίνος μου έμαθε τα βασικά: να χαίρομαι τη ζωή στη διαπασών. Το κάθε δευτερόλεπτο μετράει. Όλοι τελούμε υπό προθεσμία, οπότε, δεν υπάρχει χρόνος για βλακείες. Οι άνθρωποί μας είναι η περιουσία μας. Και χίλια δυο άλλα. Τώρα είμαι ένας πιο χαρούμενος άνθρωπος. > Αν κάποιος ζητούσε τη συμβουλή σας για το θέμα αυτό, τι θα του απαντούσατε; Δύναμη.

Καλά και Σήμερα: Το χρονικό του καρκίνου στο δικό μου στήθος, της Σοφίας Νικολαΐδου Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015. Σελ. 339

JAN 2016

ARTCORE

91


Dr Jekyll and Miss Hyde

Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία, του Χάινριχ Μπελ - ΤΗΣ ΕλενηΣ Μαρκ -

O Γερμανός νομπελίστας Χάινριχ Μπελ (Heinrich Theodor Böll, 1917-1985) ισχυριζόταν «πως συγγραφέας δεν είναι παρά εκείνος που όσοι επιθυμούν να τον διαβάσουν το μπορούν, ανεξάρτητα από την εκπαίδευση που έχουν δεχτεί, ανεξάρτητα από τα προνόμιά τους. Διαφορετικά, έλεγε, δεν υπάρχει συγγραφέας». Η παραπάνω φράση (μέρος ενός αφιερώματος με αφορμή την πρόσφατη επανέκδοση στα ελληνικά του magnus opus του «Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία») στάθηκε η αφορμή για να ξεκινήσει η γνωριμία μου με το έργο του.

92

ARTCORE

JAN 2016


Λόγος & Τέ -χνη

Όσο απλή είναι η γλώσσα του Ομαδικού πορτρέτου, τόσο αινιγματική είναι η δομή και το ύφος του. Δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, που μπορείς να το διαβάσεις διαγωνίως και καθέτως ή να το πάρεις μαζί σου στην παραλία λόγου χάρη. Για να συλλάβεις το πλήθος των πληροφοριών που επικαλείται ο Μπελ σε κάθε γραμμή, να παρατηρήσεις τα “minute things”*, να κατανοήσεις την αξία του βιβλίου και να ξεχωρίσεις τη μοναδικότητά του, πρέπει να είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος. Η αφανής πρωταγωνίστρια του Μπελ στο Ομαδικό πορτρέτο είναι η Λένι Πφάιφερ, το γένος Γκρούιτεν, 48 ετών, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Γερμανία του πρώτου μισού του 20ού αι. Μία απόκοσμη ηρωίδα, ένα «πλάσμα με ψυχή» που κινείται στα όρια του φανταστικού. Μια γυναίκα ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσης που βιώνει την πραγματικότητα σύμφωνα με τις επιταγές του ενστίκτου και των αισθήσεών

της, παραγκωνίζοντας ασύνειδα κοινωνικές επιβολές και που, μην έχοντας συναίσθηση των ιστορικών εξελίξεων που κατακρημνίζουν τις ζωές και μολύνουν τις ψυχές των συνανθρώπων της, θέτει ακούσια τη ζωή της σε κίνδυνο. Αναζητάει με πείσμα τον Κάφκα της, στέκεται στο πλευρό της Εβραίας μοναχής φίλης της μέχρι να αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, ερωτεύεται με πάθος τον Σοβιετικό αιχμάλωτο Μπόρις και αν κάποιος προσπαθήσει να της εξηγήσει τη θανατική επικινδυνότητα των «επιλογών» της, αναμφίβολα θα απαντήσει: «Και λοιπόν;» Όπως αναφέρει η Κ. «υπάρχει κι ωστόσο δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει αλλά υπάρχει». Η Λένι που ερωτεύεται οτιδήποτε της προσφέρει μία αίσθηση ελευθερίας ή/και εσωτερικής έκφρασης: την οδήγηση, τα αεροπλάνα, τον χορό, το πιάνο της. Η Λένι που αποδίδει δεξιοτεχνικά τα έργα του Σούμπερτ, που μελοποιεί ποιήμα-

JAN 2016

ARTCORE

93


Dr Jekyll and Miss Hyde

τα του Γέιτς και του Χαίλντερλιν, σιγοτραγουδώντας στίχους με την κοντράλτο φωνή της, που το όνειρο της ζωής της είναι «να ζωγραφίσει πιστά την τομή μιας μόνο στοιβάδας του αμφιβληστροειδούς». Η Λένι, ως η ενσάρκωση της αισθαντικότητας, «λιγομίλητη και συνεσταλμένη», «περήφανη και αμετανόητη», «μια γυναίκα στατική και επιβλητική σαν άγαλμα» που είναι «ανίκανη να γονατίζει» και που, στα χνάρια της δραματουργικής παράδοσης του Μπρεχτ, ίσως είναι η θηλυκή μυστικιστική φιγούρα που στο πρόσωπό της καθρεφτίζεται το γερμανικό έθνος.** Μία γυναίκα που, σύμφωνα με τον Jean-Jacques Pollet, «ενσαρκώνει μια μορφή αντίστασης», προβαίνοντας σε

94

ARTCORE

JAN 2016

μία πράξη «πολιτική», δίχως όμως να κατανοεί την πολιτική διάσταση της πράξης της: προσφέρει καφέ, σαν με τελετουργικό τρόπο σε έναν Σοβιετικό αιχμάλωτο ενώπιον των ναζιστών συναδέλφων της. Ο συγγρ., ο βασικός αφηγητής, για τον οποίο δε μας δίνεται καμία επιμέρους πληροφορία, είναι ερωτευμένος μαζί της, όπως αναφέρει υπαινικτικά στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, παρόλο που την έχει «δει παρά μόνο δύο φορές στον δρόμο, φευγαλέα, από το πλάι, ποτέ ανφάς». Μοναδική του επιθυμία να καταγράψει τη βιογραφία της, αμερόληπτα και αντικειμενικά, συλλέγοντας λεπτομερείς πληροφορίες. Μας παραθέτει, λοιπόν, δεκάδες μαρτυρίες προσώπων από το οικείο περιβάλλον της Λένι (οικογενειακό, εργασιακό,


Λόγος & Τέ -χνη

φιλικό και μη), αναπλάθοντας τις σημαντικές περιόδους της ζωής της, σκιαγραφώντας παράλληλα τα πορτρέτα των πρωταγωνιστικών ατόμων που την περιβάλλουν. Ξεκινάει από τα μαθητικά της χρόνια που συμπίπτουν με την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος, περνάει στα χρόνια της «πρώτης» ενηλικίωσης που λαμβάνει χώρα στη διάρκεια του Β’Π.Π. και ολοκληρώνει το έργο του με τη μεταμόρφωση της Λένι σε ώριμη γυναίκα και μητέρα, διατρέχοντας έτσι τα μεταπολεμικά χρόνια και τις πολιτικές εξελίξεις ως τα τέλη του ’60, την εποχή δηλαδή που τυγχάνει να τη συναντήσει και ο συγγρ. Με το πέρας των σελίδων, συνειδητοποιείς ότι κρατάς στα χέρια σου μία μυθιστορηματική ιστορική προσωπογραφία της ναζιστικής Γερμανίας «εκ των έσω», ένα έργο στο οποίο εξιστορείται η κόλαση του Ναζισμού μέσα από τα μάτια του γερμανικού λαού. Νοικοκυραίοι, εγκληματίες πολέμου, υπηρέτριες, εργολάβοι, μοναχές, προϊστάμενοι και υφιστάμενοι μικροεπιχειρήσεων και μεγαλοεπιχειρήσεων, στρατιώτες, αξιωματικοί, κηπουροί, βιομήχανοι, Σοβιετικοί, Εβραίοι, Κομμουνιστές, Ναζί, υψηλόβαθμα και χαμηλόβαθμα στελέχη του Κόμματος, καιροσκόποι του πολέμου... Καθείς παρελαύνει, προσφέροντας το λιθαράκι του για την ολοκλήρωση του πορτρέτου της Λένι που αποτελεί τον πυρήνα μίας ευρύτερης συγγραφικής τοιχογραφίας που αναπαριστάνει ζωές ανθρώπων σε πτώση... εσωτερική, σωματική, ψυχική, ηθική, κοινωνική. O ουμανιστής Μπελ θεωρούσε ότι «η ιστορία και η φαντασία πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται» στην εύρεση της «αλήθειας» και η αλήθεια, η «ανθρώπινη αλήθεια» μπορεί να κρύβεται σ’ ένα μυθιστόρημα. Αυτή του η πεποίθηση παίρνει σάρκα και οστά στο Ομαδικό πορτρέτο, όπου ένα αίσθημα αληθοφάνειας διαπερνάει το βιβλίο από την πρώτη κιόλας σελίδα, καθώς ξετυλίγεται η ανθρώπινη, κρυφή, ατομική, υπερβατική αλήθεια της Λένι. Το πλήθος ιστορικών-κοινωνικών-πολιτικών πληροφοριών που παραθέτει σε εναρμονισμένη σχέση με το στυλ γραφής που ακολουθεί, το «ντοκιμαντερίστικο», όπως το αποδίδουν οι κριτικοί λογοτεχνίας, εντείνουν το αίσθημα του πραγματικού. Παρόλο όμως που ο όρος «ντοκιμαντερίστικο» ίσως παραπέμπει σε άψυχη παράθεση μαρτυριών και δεδομένων, οι κατά βάση «λιτές» εξομολογήσεις των «πληροφοριοδοτών» στον συγγρ. διανθίζονται μ’ έναν αναπαίσθητο τόνο παραστατικότητας και γλαφυρότητας, έτσι που, σε συνδυασμό με τον αδιόρατο σαρκασμό στα σχόλια του αφηγητή, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να παρασυρθεί και να διακρίνει τόσο τους ήρωες όσο και τις αναρίθμητες εικόνες που συνθέτει ο Μπελ, επιλέγοντας με μαεστρία τις λέξεις, να λαμβάνουν μορφή εμπρός του. Σε αρκετά σημεία ζαλίστηκα, αφού ένιωσα να παραπαίω μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας και κατά τόπους είχα ερωτηματικά που μάλλον θα μείνουν αναπάντητα: Γιατί αφιερώνει το βιβλίο του στη Λένι, τον Μπόρις και τον Λεβ; Γιατί ο βασικός αφηγητής της ιστορίας που από την πρώτη

σελίδα κατονομάζεται ως συγγρ. στη συνέχεια αναφέρεται σε δύο-τρία σημεία ως συγγραφέας; Είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο; Γιατί υπάρχουν δύο ήρωες στο βιβλίο με το όνομα Χάινριχ; Ανούσιες ίσως απορίες, αλλά αν σκεφτώ ότι ο Μπελ υπολόγιζε το ειδικό βάρος, τη δυναμική και την κληρονομιά της κάθε λέξης, ίσως υπήρχε ιδιαίτερος λόγος πίσω από τις επιλογές του. Σε μία συνέντευξή του στο περιοδικό Paris Review αναφέρει σχετικά με την αξία των λέξεων και τη σημασία των ονομάτων που χαρίζει στους ήρωες των βιβλίων του: Πίσω από κάθε λέξη, ένας ολόκληρος κόσμος είναι κρυμμένος που πρέπει να τον φανταστούμε. Κάθε λέξη κουβαλάει ένα τεράστιο βάρος αναμνήσεων, όχι μόνο από ένα άτομο αλλά από όλη την ανθρωπότητα. [...] Πολύ φοβάμαι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις λέξεις, σκορπώντας τες, χωρίς να συναισθάνονται το βάρος που εναπόκειται σε καθεμία από αυτές. Δεν μπορώ να ξεκινήσω, αν δε γνωρίζω το όνομα. [...] Το όνομα ενός χαρακτήρα είναι ιερό για μένα. Πολλά πράγματα καταστρέφονται, επειδή δεν μπορώ να βρω ένα όνομα. Μερικές φορές αυτοσχεδιάζω στη γραφομηχανή, όπως κάποιος αυτοσχεδιάζει στο πιάνο. Σκέφτομαι, λοιπόν, ξεκινάει με D, μετά προσθέτω ένα Ε και μετά ένα Ν και πάει λέγοντας. Εγώ προσπαθώ να τον φανταστώ στο μικρό τραπέζι που αγαπούσε να γράφει, μπροστά στη γραφομηχανή του, μάρκας “Travelwriter Deluxe”, κατασκευασμένη εν έτει 1957, να συνθέτει αυτοσχεδιάζοντας το όνομα της υπερβατικής ηρωίδας του… «ξεκινάει με Λ, συνεχίζει με ένα Ε και μετά ένα Ν...»

Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία, του Χάϊνριχ Μπελ Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Εκδόσεις Πόλις, 2015. Σελ. 523

JAN 2016

ARTCORE

95


A RC At tack !

Η επιτομή της αγάπης - ΤΟΥ Κώστα Σπάση -

Στο όνομα της αγάπης γίνονται θαύματα και στην προκειμένη περίπτωση ένα από τα 7 του νεότερου κόσμου. Ήταν μια πένθιμη μέρα πριν 400 χρόνια στην πόλη Άγκρα της Βόρειας Ινδίας, όταν η Μουμτάζ Μαχάλ - σύζυγος του Μογγόλου αυτοκράτορα Σαχ Γιαχάν Α’- πέθανε ύστερα από την γέννα του 14ου παιδιού τους. Σύμφωνα με τον θρύλο, η τελευταία της επιθυμία ήταν να κατασκευαστεί ένα μνημείο που θα έμενε ανεξίτηλη η ομορφιά του στο πέρασμα των αιώνων, όπως άρμοζε άλλωστε σε μια πανέξυπνη και πανέμορφη αυτοκράτειρα σαν την Μουμτάζ.

96

ARTCORE

JAN 2016


Άλλαι Τέχναι Ταζ Μαχάλ (Taj Mahal) σημαίνει «Στέμμα των Ανακτόρων», είναι το διαμάντι της ισλαμικής τέχνης στην Ινδία και είναι κτισμένο στη νότια όχθη του ποταμού Γιαμούνα κοντά στην πόλη Άγκρα. Θεωρείται ο μεγαλύτερος ναός της αγάπης. Όπως είχα διάβασει σε ένα σχετικό άρθρο, οι σοφοί λένε για τον έρωτα: Ο θεός έπλασε την κάθε ψυχή σε σχήμα σφαίρας και στη συνέχεια τη χώρισε σε δυο. Όταν τα σώματα που τοποθετήθηκαν σε κάθε μισή σφαίρα συναντιούνται στον κόσμο, ο έρωτας γίνεται αναπόφευκτος. Όσοι αγαπιούνται στον κόσμο των ψυχών τρέφουν αμοιβαία αγάπη και σε αυτόν τον κόσμο όταν έρχονται. Σίγουρα η Μουμτάζ και ο Σαχ Γιαχάν ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον και καρμικά ενώθηκαν οι μισές σφαίρες τους σε μία! Η μελλοντική αυτοκράτειρα ήταν κόρη ενός Μογγόλου κυβερνήτη και το όνομά της ήταν Αριουμάντ Μπάνο Μπέγκουμ (Μουμτάζ Μαχάλ την ονόμασε ο αυτοκράτορας αργότερα) και ήταν κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερη του Σαχ Γιαχάν -ο νεαρός πρίγκιπας ήταν 16 χρονών όταν την γνώρισε-, αλλά ο έρωτας χρόνια δεν κοιτάει και η Μουμτάζ παρεδόθη άνευ όρων με την πρώτη ματιά στον νεαρό πρίγκιπα καθώς η καρδιά της έσπαζε το κοντέρ της αγάπης. Έτσι ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε -και σφραγίστηκε με τον γάμο τους το 1612- που μετατράπηκε σε αιώνια αγάπη και εμείς, σαν τουρίστες σήμερα, μπορούμε να δούμε ένα μικρό ψήγμα της αποτυπωμένο και εκφρασμένο μέσω του αρχιτεκτονικού θαύματος της Ινδίας. Βέβαια, οφείλω να αναφέρω με δόση κυνισμού και ειλικρίνειας ότι δε θα μιλούσαμε για όλα αυτά, αν δεν υπήρχαν οι 20.000 εργάτες που κατασκεύασαν αυτό το αριστούργημα της αρχιτεκτονικής... Άλλωστε οι εργάτες είναι οι αφανείς ήρωες όλων των κατασκευαστικών θαυμάτων της ανθρωπότητας. Οι εργασίες για την κατασκευή του μαυσωλείου άρχισαν το 1632 και ολοκληρώθηκαν μετά από 21 χρόνια. Συνολικά το συγκρότημα του Ταζ Μαχάλ κόστισε 32 εκατομμύρια ινδικές ρουπίες που σε σημερινή αξία είναι 827 εκατομμύρια δολλάρια. Γύρω από το φέρετρο της Μουμτάζ -το οποίο φύλαγαν 2000 φρουροί- τοποθετήθηκε ένας χρυσός φράκτης που στολίστηκε με πέρλες και διαμάντια. Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας το 1666, θάφτηκε δίπλα στην σύζυγό του, ο οποίος μέχρι τον θάνατό του κάθε μέρα θαύμαζε το μαυσωλείο και καθόταν απέναντί του, όπου υπάρχει ένα σιντριβάνι που συμβολίζει την αγνή ομορφιά της πολυαγαπημένης του και ευχαριστούσε τον Θεό που πρόλαβε να δει την επιθυμία της να γίνεται πραγματικότητα. Η έκταση που καταλαμβάνει το κυρίως μαυσωλείο και όλο το συγκρότημα είναι ένα ορθογώνιο με διαστάσεις 580χ350 μέτρα, με τετράγωνο κήπο στο κέντρο που πλαισιώνεται από δύο άλλα μικρότερα επιμήκη κτίρια προσανατολισμένα σε διεύθυνση Βορρά - Νότου. Σε όλη τη νότια πλευρά του όλου συγκροτήματος βρίσκεται η κύρια πύλη που είναι κατασκευασμένη από ψαμμίτη. Η βόρεια πλευρά του συγκροτήματος περιλαμβάνει το μαυσωλείο και καταλήγει στην όχθη του ποταμού. Δεξιά του μαυσωλείου έχει ανεγερθεί τζαμί και αριστερά κτίριο, ομοιόμορφο με το τζαμί, το λεγόμενο τζαβάμπ. Το Ταζ Μαχάλ είναι κτισμένο από λευκό

μάρμαρο που έρχεται σε αντίθεση με τα δύο διπλανά κτίρια, το τέμενος και το τζαβάμπ, που είναι κτισμένα από κόκκινο ψαμμίτη. Το κυρίως κτίσμα του μαυσωλείου βρίσκεται σε μαρμάρινο βάθρο ύψους 7 μέτρων, ενώ σε κάθε πλευρά υπάρχουν γωνιώδεις κατασκευές και τεράστιες τοξοειδείς πύλες ύψους 33 μέτρων. Επίσης επιστέφεται από ένα βολβοειδή μεγάλο τρούλο με 4 μικρότερους και πλαισιώνεται από 4 μιναρέδες. Εσωτερικά ο κυρίως χώρος του είναι οκτάγωνος με ανάγλυφες διακοσμήσεις, στο κέντρο του οποίου βρίσκονται τα δύο κενοτάφια του αυτοκράτορα και της αγαπημένης του. Στη συνέχεια και στο επίπεδο του κήπου βρίσκονται οι πραγματικοί τάφοι τους. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail, μία ιταλίδα ερευνήτρια ανακάλυψε ένα από τα μυστικά του, το οποίο βρισκόταν σε κοινή θέα. Η Dr. Amelia Carolina Sparavigna από το Τμήμα Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνολογίας της πολυτεχνικής σχολής του Τορίνο ανακάλυψε ότι ολόκληρο το συγκρότημα χτίστηκε έτσι ώστε να ευθυγραμμίζεται με το χειμερινό και θερινό ηλιοστάσιο.Η αξιοσημείωτη αυτή ανακάλυψη δείχνει ότι, καθώς ο ήλιος δύει και ανατέλλει κατά τα δύο ηλιοστάσια, ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τις τέσσερις γωνιές του κήπου κοντά στον κεντρικό τρούλο. Το Κορανικό εδάφιο Ya-sin (που θεωρείται η καρδιά του Κορανίου) έχει αναγραφεί περίτεχνα στις τέσσερις γωνίες του αρχιτεκτονικού αριστουργήματος. Οι διακοσμήσεις έχουν φτιαχτεί από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της εποχής και στους μαρμαρένιους τοίχους του τοποθετήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, όπως αχάτης, τουρκουάζ, ρουμπίνι, διαμάντια και αρκετά μεγάλα μαργαριτάρια. Το Ταζ Μαχάλ μοιάζει με έναν κήπο από κοσμήματα που έφτιαξε ο αυτοκράτορας για τον μεγάλο του έρωτα. Ο Σαχ Γιαχάν σχεδίαζε να κατασκευάσει το δικό του μαυσωλείο εξ ολοκλήρου από μαύρο μάρμαρο στην αντίπερα όχθη του ποταμού, αλλά τα σχέδιά του ματαιώθηκαν από τον γιο του Ορανγκζέμπ που τον φυλάκισε. Έτσι ο αυτοκράτορας μέσα από την φυλακή του οχυρού της Άγκρα κοίταζε από το παράθυρο το Ταζ Μαχάλ, αδημονώντας για τη στιγμή που θα ξανασυναντούσε την λατρεμένη του σύζυγο.

JAN 2016

ARTCORE

97


A RC At tack

It’s Bauhaus, baby! - ΤΟΥ Κώστα Σπάση -

Ίσως να έχεις ακούσει τη λέξη Bauhaus (Μπάουχαους) από την ομώνυμη γκόθικ μπάντα των 80s. αναρωτήθηκες όμως από πού πήραν το όνομα και τι σημαίνει; To Bauhaus ήταν η ανώτατη σχολή δημιουργίας, μια γερμανική, πρωτοποριακή, αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική σχολή στις αρχές του 20ού αιώνα που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει το μοντέρνο σχέδιο ακόμη και σήμερα. Το όνομα προέρχεται από την αντιστροφή της γερμανικής λέξης hausbau που σημαίνει «οικοδόμηση».

98

ARTCORE

JAN 2016


Άλλαι Τέχναι

Walter Gropius

Όλα ξεκίνησαν το 1919, όταν ο αρχιτέκτονας Walter Gropius ίδρυσε τη σχολή στην Βαϊμάρη της Γερμανίας που έφερε την επανάσταση στον χώρο της αρχιτεκτονικής και του σχεδίου. Το Bauhaus ήταν ριζοσπαστικό και δεκαετίες μπροστά από την εποχή του. Ο Gropius ήθελε να «παντρέψει» την τέχνη με την τεχνική, την θεωρία με την πρακτική, ώστε ο αρχιτέκτονας-καλλιτέχνης να είναι ολοκληρωμένος και να διαθέτει τα εφόδια να συνδυάζει την τέχνη με την εφαρμοσμένη επιστήμη. Στόχος, η ολοκληρωμένη δημιουργία, αφού πρώτα θα έχει εξαλειφθεί το χάσμα ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον τεχνίτη που πραγματοποιεί τις ιδέες του πρώτου. Ο Gropius ήταν υπέρ της ομαδικής εργασίας· υποστήριζε ότι η συνεργασία των τεχνών που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική (ζωγραφική, κεραμική, επιπλοποιία κτλ.) θα έφερναν ένα αρμονικά «δεμένο» και αισθητικά όμορφο αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικά στο μανιφέστο της σχολής αναφέρεται «...θέλουμε μια καινούρια ένωση χειροτεχνών, που δε θα έχουν την ταξική περηφάνια που δημιουργεί ένα υπεροπτικό τοίχος ανάμεσα στους χειροτέχνες και τους καλλιτέχνες...» και «...ελάτε να οραματιστούμε το οικοδόμημα του μέλλοντος όπου θα συνδυάζει την αρχιτεκτονική, γλυπτική και ζωγραφική σε μια ενιαία φόρμα...». Με βάση τα γραφόμενα στο μανιφέστο, θεσπίζεται ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα -για την εποχή του- όπου περιλαμβάνει διπλή διδασκαλία για κάθε μάθημα, θεωρητική και πρακτική, με καθηγητές που ο ένας είναι θεωρητικός και ο άλλος «μάστορας». Με αυτόν τον τρόπο, ο φοιτητής αποκτά γνώσεις και εμπειρίες και στα δύο επίπεδα, διαμορφώνοντας πιο εύκολα τις κλίσεις του, που θα του επιτρέψουν στο μέλλον -ανεξάρτητα από την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει (θεωρητική ή πρακτική)- να έχει μια πιο ολοκληρωμένη γνώση και σχέση με αυτό που σπούδασε. Οι

δάσκαλοι της σχολής ήταν η αφρόκρεμα του Μοντερνισμού και όχι μόνο. ανάμεσά τους ο Ρώσος ζωγράφος Wassily Kandinsky, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα και πρωτοπόρος της αφηρημένης τέχνης. Το 1925, το Bauhaus μεταφέρεται από την Βαϊμάρη στο Dessau, όπου κατασκευάζεται το συγκρότημα που θα το στεγάσει, σχεδιασμένο από τον Gropius.

Το συγκρότημα της σχολής στο Dessau

Το συγκρότημα της σχολής -σχεδιασμένο από τον Gropiusείναι κατασκευασμένο σύμφωνα με τις βασικές αρχές του Bauhaus: λειτουργικότητα, λιτότητα και χρηστικότητα. Αποτελείται από τρεις κύριες πτέρυγες με χώρους διδασκαλίας, εργαστήρια και κατοικίες που διαθέτουν άμεση πρόσβαση σε χώρους διοικήσεως και ψυχαγωγίας. Τα υλικά δομής είναι γυαλί, μπετόν, χάλυβας με αρχιτεκτονικές εκφράσεις, όπως η διαφάνεια στο κτίριο, η επίπεδη στέγη, curtain-wall, αιώρηση, που θα γίνουν μετέπειτα πρότυπο για παρόμοια κτίρια σε Αμερική και Ευρώπη. Επίσης, το Bauhaus ήταν υπέρ του βιομηχανικού σχεδιασμού και της αναβάθμισης των προϊόντων μαζικής παραγωγής (οικοσυσκευές, έπιπλα κτλ.). Ο Gropius θεωρούσε τη μηχανή τελειοποίηση του εργαλείου σε αντίθεση με τον Morris και τους καλλιτέχνες της Art Nouveau· με την διαφορά ότι η μηχανή θα υπηρετήσει τις ιδέες του σχεδιαστή, ώστε αυτός να δημιουργήσει κάτι χρήσιμο και λειτουργικό για τον άνθρωπο και όχι ο σχεδιαστής-καλλιτέχνης να γίνει

JAN 2016

ARTCORE

99


A RC At tack

άλλο ένα γρανάζι στη μαζική βιομηχανοποίηση προς τέρψιν του αδηφάγου καταναλωτή και βιομήχανου. Κάθε διακοσμητικό στοιχείο είναι περιττό, αφού θεωρούν ότι τα ίδια τα υλικά έχουν την δική τους διακοσμητική αξία και ικανότητα. Τα πάντα μέσα στην κατοικία έπρεπε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, από τις περίφημες καρέκλες Bauhaus και τα πόμολα στις πόρτες (ο Gropius είχε σχεδιάσει και πόμολα) μέχρι την εξωτερική αισθητική του κτιρίου.

100

ARTCORE

JAN 2016

To 1928 o Gropius παραιτείται, φεύγει στην Αμερική και μετέπειτα σχεδιάζει πολλά κτίρια σε όλο τον κόσμο... ένα απ’ αυτά είναι το κτίριο της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Την θέση του στην διεύθυνση της σχολής πήρε ο Ελβετός αρχιτέκτονας Hannes Meyer μέχρι το 1930, όταν και τον αντικαθιστά ο θρυλικός αρχιτέκτονας Mies van der Rohe. To Bauhaus μεταφέρεται το 1932 στο Βερολίνο και παύει η λειτουργία του το 1933, κάτω από τις πιέσεις του Εθνικοσοσι-


Άλλαι Τέχναι

αλιστικού Κόμματος, καθώς πίστευαν ότι ήταν μέτωπο κομμουνιστών, επειδή πολλοί Ρώσοι αναμίχθηκαν με τη σχολή. Η σχολή είχε παγκόσμιο αντίκτυπο στην αρχιτεκτονική και στον σχεδιασμό προϊόντων που λίγες το έχουν καταφέρει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Ακόμη και σήμερα, άμα κοιτάξουμε στο σπίτι μας, ίσως να βρούμε κάτι με την υπογραφή του Bauhaus, από τις πολυθρόνες και τα φωτιστικά μας, μέχρι τις γεωμετρικές φόρμες της οικοδομής μας. Για τους αρχιτέκτονες του Bauhaus, το κτίριο δεν ήταν κάτι νεκρό, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός, ένα έργο τέχνης...

ΠΗΓΕΣ : Επίτομη Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, Γεωργίου Π. Λάββα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2002 www.wikipedia.com/bauhaus, www.bauhaus-archiv.de

JAN 2016

ARTCORE

101


B e au x A rts

Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν και η τρομοκρατία του αιδΟίου - ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ-ΜΑΡΙΑΣ ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΟΥ -

102

ARTCORE

JAN 2016


Άλλαι Τέχναι

Οι «Δεσποινίδες της Αβινιόν» (1907), έργο του Πάμπλο Πικάσο, θεωρείται η απαρχή της εποχής του Κυβισμού. Το χαρακτήρισαν ως «σκανδάλη» που τάραξε τα δεδομένα της ζωγραφικής του 20ού αι. μετά τα έργα του Giotto. O Andre Breton μάλιστα δήλωσε πως «με μυστικιστικούς όρους αποχαιρετήσαμε όλους τους άλλους πίνακες του παρελθόντος» στη θέαση αυτού του έργου. Το έργο φυλάσσεται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στην Αμερική (ΜΟΜΑ), όπου ο ίδιος ο διευθυντής του Μουσείου δήλωσε πως αν κατά τη μεταφορά του έργου από την Ισπανία στην Αμερική πάθαινε κάτι, τότε καλύτερα να αυτοκτονούσε. Γιατί τόση υπερβολή για έναν πίνακα;

Ο πίνακας εικονίζει πέντε γυμνές γυναίκες σε φυσικό μέγεθος σε έναν οίκο ανοχής στη Βαρκελώνη. Αρχικά, στα πρώτα προσχέδια του Πικάσο υπήρχαν ένας ναύτης κι ένας φοιτητής ιατρικής που κρατούσε μια νεκροκεφαλή, οι οποίοι, όμως, εξοβελίστηκαν για το τελικό σχέδιο. Οι πέντε ιερόδουλες χωρίζονται σε δύο ομάδες. Οι δύο μεσαίες ιερόδουλες είναι σχετικά νατουραλιστικές, ελκυστικές με θλιμμένο πρόσωπο. Η στάση του σώματός τους εκφράζει την απόλυτη ελευθερία και άνεση όχι μόνο σε σχέση με τον χώρο αλλά και με το ίδιο το σώμα τους. Η αριστερή φιγούρα θυμίζει αρχαϊκό ελληνικό γλυπτό, έναν Απόλλωνα σε μια ιβηρική εκδοχή. Δεξιά, οι δύο ιερόδουλες φορούν μάσκες και διακατέχονται από μία δαιμονική διαταραχή. Το πιο πιθανό είναι η μάσκα να δηλώνει την προσπάθειά τους να κρύψουν κάποιο αφροδίσιο νόσημα ή να κοροϊδέψουν τον περαστικό πελάτη. Μήπως να κοροϊδέψουν τον ίδιο τους τον εαυτό ότι είναι ευτυχισμένες; Αυτό που εντυπωσιάζει τον θεατή είναι ότι δε δίνεται η έννοια του όγκου και του χώρου από τις μορφές ή το ίδιο το δωμάτιο αλλά από τον σκιαφωτισμό των μορφών. Οι κριτικοί τέχνης χαρακτήριζαν το έργο ως «τερατώδες», «σφαγή» και «φρίκη». Άλλοι πάλι πως είναι ένα «παλιρροιακό κύμα γυναικείας επιθετικότητας… η ίδια η επίθεση» ή πως «κάποια στιγμή ο Πικάσο θα βρεθεί κρεμασμένος πίσω από τον μεγάλο του πίνακα». Οι φεμινιστικοί κριτικοί ισχυρίζονταν πως «τα πολιτισμικά όρια τίθενται μέσω του γυναικείου σώματος, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί μια αντιπροσωπευτική βάση, τόσο του υποκειμένου όσο και της επιθυμίας, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξουσία και τη δημιουργικότητα, και η οποία είναι η κινητήρια δύναμη του πολιτισμού και της ιστορίας». Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε κοινωνιολογικά το θέμα της πορνείας, ο Πικάσο, λάτρης του ωραίου φύλου αλλά και αιώνιο θύμα του, μας δίνει αυτό το απίστευτο σε νοήματα έργο. Η ιερόδουλη από εκείνη την εποχή έως και σήμερα ανήκει σε ένα κομμάτι εργατικής τάξης με μια θέση υπακοής μπροστά στον απλό πελάτη. Έναν αιώνα πριν η ιερόδουλη ανήκε σε μια ανώτερη κοινωνική θέση, καθώς οι πελάτες της χάριζαν κοσμήματα, πλούσια δώρα και της παρείχαν και υπηρετικό προσωπικό. Θεωρούνταν μέλος της λεγόμενης μπουρζουαζίας. Ουσιαστικά ο πίνακας δηλώνει στην πιο αγοραία και ακραία του μορφή την εμπορευματοποίηση της σεξουαλικότητας

και την οικονομική ευχαρίστηση. Οικονομική ευχαρίστηση ενός πελάτη που πληρώνει για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Ως μια προέκταση αυτού και με τα σημερινά δεδομένα του σεξ, αναρωτιόμαστε τι μπορεί να σημαίνει όντας ανεξάρτητη και αυτόνομη γυναίκα να σου συμπεριφέρονται σαν πόρνη. O Πικάσο με τις αλληγορικές φιγούρες των δεσποινίδων που παραπέμπουν σε κάτι ξένο (μοιάζουν με μιγάδες) προσπαθεί να δηλώσει τον φόβο του για τις γυναίκες και την εξάλειψη της ανδρικής ηγεμονίας και το άγχος των ανδρών. Σε αυτό το σημείο εισβάλλει και το ζήτημα της πορνείας. Συζητώντας με ιερόδουλες από διάφορες χώρες αντιληφθήκαμε ότι η οικονομικο-σεξουαλική ανταλλαγή γίνεται ρητή και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον γάμο η γυναίκα αδυνατεί να αναπαραγάγει, να εργαστεί κλπ. και ότι είναι η οικονομική διαπραγμάτευση, η μη ελεύθερη επιλογή και η ανταλλαγή σεξουαλικότητας με χρήματα και όχι με σεξουαλικότητα. Το επάγγελμα αυτό τις αποκλείει από τη δυνατότητα να δημιουργήσουν οικογένεια ή να απελευθερωθούν και να ζήσουν έναν αγνό έρωτα. Ο πραγματικός έρωτας δεν εμπορευματοποιείται και δεν καταναλώνεται.

JAN 2016

ARTCORE

103


Εκφυλ ι σ μ έ ν η Τ έ χ ν η

Μουσικοί πίνακες και ζωγραφιστές συνθέσεις - BY Άννα Artatouille -

Τι κοινό μπορεί να έχει ένας Γάλλος μουσικοσυνθέτης με ένα Ρώσο ζωγράφο; Είναι δυνατόν η μουσική να πάρει σχήμα και μορφή και ένας πίνακας να βγάζει ήχους;

Ο Claude Debussy (1862-1918) χαρακτηρίζεται συχνά, ως ο εκπρόσωπος του μουσικού ιμπρεσιονισμού, αν και ο ίδιος δε δεχόταν αυτόν τον τίτλο. Γεννημένος στη Γαλλία σε μία περίοδο που η Ακαδημία είχε το μονοπώλιο στην Τέχνη, κατάφερε να μπει στο Κονσερβατουάρ, να κερδίσει βραβεία, προκρίσεις και υποτροφίες μένοντας πάντα πιστός στο προσωπικό του ύφος. Καταπιεσμένος από τον κλασικισμό της εποχής, διέκοψε τις σπουδές του

104

ARTCORE

JAN 2016

στη Ρώμη, εναντιωμένος στην καταπίεση της συντηρητικής του εκπαίδευσης. Το 1880-1882 ταξίδεψε στη Ρωσία, όπου ήρθε σε επαφή με αρκετά σημαίνοντα πρόσωπα, όπως ο Τσαϊκόφσκι, η γνωριμία του με τον οποίο τον επηρέασε και τον απομάκρυνε από τις μέχρι τότε βαγκνερικές του επιρροές. Ο τίτλος του ιμπρεσιονιστή του αποδόθηκε λόγω του χαρακτηριστικού ύφους που είχε στην αρμονία των


Άλλαι Τέχναι συνθέσεών του. Ένα από τα χαρακτηριστικά του έργου του είναι η χρήση μιας συνήχησης με στατικό τρόπο. Με αυτήν την τεχνική ο συνθέτης καταφέρνει το εξής: δημιουργείται η εντύπωση στον ακροατή ότι μία μουσική στιγμή αποδομείται στις διάφορες «αποχρώσεις» της, σαν να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Η έλλειψη των αρμονικών διαδοχών και μουσικής εξέλιξης, αν και μπορεί να ξενίζει, δημιουργεί ωστόσο μία αρμονική ατμόσφαιρα. Αυτή η μουσική στιγμή λοιπόν και οι «αποχρώσεις», θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι θυμίζουν την τεχνική των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, οι οποίοι την ίδια περίοδο ξεχώριζαν από το αντίστοιχο ακαδημαϊκό στυλ που επικρατούσε στη ζωγραφική, προσπαθώντας να εντυπώσουν μια χρονική στιγμή θολώνοντας τη φόρμα και χρησιμοποιώντας διαφορετικές εντάσεις του ίδιου χρώματος. Από την άλλη, υπάρχουν κάποιοι που συνδέουν τη μουσική του Debussy με ένα άλλο κίνημα της εποχής που επικράτησε κυρίως στην ποίηση, τον συμβολισμό. Ο ίδιος ο συνθέτης γνώριζε τον Γάλλο συμβολιστή ποιητή Stéphane Μallarmé και μελοποίησε αρκετά ποιήματα συμβολιστών, όπως ο Sharles Baudelaire και ο Paul Verlaine. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του έργα είναι το «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου», εμπνευσμένο από το σχεδόν ομώνυμο ποίημα του Μallarmé. Ένα ορχηστρικό έργο που διέπεται από φαντασιακά και ονειρικά στοιχεία –κύρια χαρακτηριστικά του συμβολισμού- και ξεχωρίζει από την προγραμματική μουσική της εποχής. Το 1909 συνεργάζεται με τον Ρώσο μαικήνα Sergey Diaghilev, ενώ την ίδια χρονιά ο Vaslav Nijinsky γράφει χορογραφίες για κάποια από τα έργα του και για το Πρελούδιο. Το 1915 ξανασυνεργάζεται με τον Diaghilev και γράφει το μπαλέτο ‘‘Jeux’’ («Παιχνίδια»), το οποίο σημειοδοτεί ακόμα περισσότερο την σημαντική και πρωτοποριακή του συμβολή στην τέχνη τα τελευταία χρόνια της ζωής του. O Wassily Kandinsky (1866 - 1944), Ρώσος ζωγράφος και σχεδόν συνομήλικος του Debussy, άργησε να δραστηριοποιηθεί, καθώς προτεραιότητα είχαν οι σπουδές του, χωρίς ποτέ όμως να παραμελεί και την καλλιτεχνική του μόρφωση. Στην ώριμη ηλικία των 30 χρόνων ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία και από τότε έμεινε γνωστός ως ένας από τους πρωτοπόρους της πρωτοεμφανιζόμενης τότε αφηρημένης τέχνης. Το 1892 έλαβε χώρα στη Μόσχα η πρώτη έκθεση Γάλλων ιμπρεσιονιστών και την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε στο Βασιλικό Θέατρο της Μόσχας το έργο «Λόενγκριν» του Βάγκνερ. Τα δύο αυτά γεγονότα οιστρηλάτησαν το ανήσυχο καλλιτεχνικό πνεύμα του Kandinsky. Αν και σε προχωρημένη ηλικία, δε δίστασε να δοκιμάσει τις δυνατότητές του. Υπήρξε συνιδρυτής πολλών καλλιτεχνικών ομάδων, με πιο γνωστή τον Γαλάζιο Καβαλάρη. Το ρηξικέλευθο έργο του χαρακτηρίζεται από τις αφηρημένες συνθέσεις, τα έντονα καθαρά χρώματα που άλλοτε είναι συμπληρωματικά και άλλοτε αντιθετικά. Στους πίνακές του κυριαρχεί η νέα ανεικονική εικαστική εξέλιξη, βασικό μοτίβο των οποίων είναι γεωμετρικά σχήματα που φαίνεται να αιω-

ρούνται στον κενό χώρο. Ο ίδιος ο ζωγράφος, επιδιώκοντας να συνδέσει το έργο του με τη μουσική, δίνει μουσικούς τίτλους στους πίνακές του, όπως «Σπουδή Σύνθεσης ΙΙ», «Σύνθεση ΙV», «Αυτοσχεδιασμός» κ.ά. Ο ίδιος πίστευε ότι η δομή και το χρώμα τον οδηγούσαν σε μια «καθαρή ζωγραφική». Πίστευε ακόμα, πως η φόρμα και το χρώμα, ενώ υφίστανται ξεχωριστά, ταυτόχρονα βρίσκονται σε μία κοινή συνύπαρξη και δημιουργούν εντέλει την εικόνα. Τα στοιχεία της μοναδικότητας και της ταυτόχρονης συνύπαρξης είναι που ο ζωγράφος είδε σαν κοινά του χαρακτηριστικά με τις μουσικές συνθέσεις του Debussy. Και οι δύο συνθέτουν, ο ένας οπτικά και ο άλλος ακουστικά, χρησιμοποιώντας τα βασικά συστατικά -ο καθένας της αντίστοιχης τέχνης- ως μονάδες που όμως εκ του αποτελέσματος δημιουργούν μία ακέραιη σύνθεση. Και οι δύο αυτοί άντρες υπήρξαν πρωτοπόροι της εποχής τους. Στάθηκαν απέναντι στον ακαδημαϊσμό, επηρεάστηκαν από την ανατολίτικη τέχνη και φιλοσοφία και βρήκαν πρόσφορο έδαφος επικοινωνίας μέσα από άλλες μορφές τέχνης, που αν και φαινομενικά έμοιαζαν μη συγγενείς τελικά μπόρεσαν να εκφράσουν τις κοινές εσωτερικές τους ορμές. Άλλωστε ο Kandinsky, στην προσπάθειά του να αιτιολογήσει το πνευματικό στοιχείο στη ζωγραφική παρομοίωσε τα χρώματα με τα πλήκτρα, το μάτι με το σφυρί που χτυπάει τις χορδές του πιάνου και την ψυχή με το πιάνο καθεαυτό. Το χέρι του καλλιτέχνη είναι το χέρι που χτυπάει τα πλήκτρα και καταλήγει έτσι στο γεγονός ότι η αρμονία των χρωμάτων βασίζεται στο άγγιγμα της ανθρώπινης ψυχής.

JAN 2016

ARTCORE

105


I m ag i n a ry St ro l l s

Σε πράσινα λιβάδια με τη Βιργινία Διακάκη - ΤΗΣ ΆνναΣ Πριγκιπάκη -

Σε ένα διαμέρισμα πλημμυρισμένο στο φως, τα χρώματα, με βιβλία, με τοίχους ντυμένους από πάνω ως κάτω με μικρούς και μεγάλους πίνακες, με λίγα προσεκτικά διαλεγμένα κι απρόσμενα ταιριαστά μεταξύ τους έπιπλα, με υποδέχτηκε η Βιργινία παρέα με το ημίαιμο λυκόσκυλό της, τη Σάτσι, αφού πρώτα με αποχαιρέτησε φουριόζα η μικρή της κόρη που όλο χαρά θα έβγαινε για βόλτα με τον πατέρα της.

106

ARTCORE

JAN 2016


Άλλαι Τέχναι

Ψαχουλεύω τα σημειωματάριά μου, ασφαλίζω τη φωτογραφική μηχανή στο τρίποδο υπό το άγρυπνο και περίεργο βλέμμα της Σάτσι και περιεργάζομαι αχόρταγα το καθιστικό της Βιργινίας. Ένα καθιστικό, στην κυριολεξία έργο τέχνης, το οποίο θαρρείς πως ξεπήδησε μέσα από τους πίνακες του Paul Gauguin. Ήθελα να εξερευνήσω κάθε γωνιά του, μα αυτό απαιτούσε να στρέψω την προσοχή μου σε κάθε λεπτομέρεια κι ο χρόνος της προετοιμασίας τελείωνε, αφού έπρεπε να ξεκινήσω την «ανάκριση» της ιδιοκτήτριάς του. Και οι ερωτήσεις ξεκίνησαν με την κουβέντα να κυλάει αβίαστα και την Σάτσι να μας παρακολουθεί βαριεστημένα ξαπλωμένη στα δροσερά πλακάκια του καθιστικού. Η Βιργινία λοιπόν, όσο ήταν στο σχολείο δε ζωγράφιζε, περισσότερο την ενδιέφερε να βγαίνει βόλτα με τους φίλους της, να κάνει ποδήλατο, να κάνει ζημιές και δεν ήταν ιδιαίτερα δημιουργική. Η καλλιτεχνική της πλευρά βγήκε στην επιφάνεια, όταν χρειάστηκε να επαναλάβει την Γ’ Λυκείου για τρίτη φορά λόγω απουσιών. Η αφορμή για να ξεκινήσει να ζωγραφίζει στο πρόχειρο, ήταν η φρικτή πλήξη που της προκαλούσε η αναγκαστική επανάληψη των μαθημάτων. Αργότερα αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα Γραφιστικής και Εσωτερικής Διακό-

σμησης. Βρισκόταν σε ένα στάδιο που περισσότερο την ενδιέφερε η εσωτερική διακόσμηση και σε μικρότερο βαθμό η γραφιστική. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της σε αυτό τον τομέα, ταξίδεψε ως την Ιταλία, για να σπουδάσει σκηνογραφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Κι έτσι ασχολήθηκε εκ νέου με τον τρισδιάστατο χώρο. Εκείνη την περίοδο δεν είχε περάσει από το μυαλό της η ζωγραφική και η εικονογράφηση ως βασικός επαγγελματικός προσανατολισμός. Η πορεία προς το σχέδιο προέκυψε τελείως οργανικά, αφού ο αρχικός στόχος ήταν η σκηνογραφία ως μέσο βιοπορισμού. Ξεκίνησε να διαμορφώνει σιγά σιγά τον προσωπικό της χώρο κι επειδή δεν έβρισκε τα έργα τέχνης που την αντιπροσώπευαν, αποφάσισε να τα ζωγραφίζει η ίδια. Έκανε το ίδιο και για τους φίλους της κι αργότερα για τον νέο χώρο που μετακόμισε και το χόμπυ έγινε σταδιακά κάτι που της άρεσε περισσότερο, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να ασχοληθεί μόνο με αυτό. Η κύρια της ασχολία είναι πλέον η ζωγραφική, ενώ η σκηνογραφία έχει μπει στην άκρη. Στην πλειοψηφία των έργων της απεικονίζονται ζώα και φυτά, με τρόπο όμως που θυμίζουν τις ανθρώπινες φιγούρες. Μέσω των ζώων εκφράζει ανθρώπινες καταστάσεις με αλληγορικό τρόπο.

JAN 2016

ARTCORE

107


I m ag i n a ry St ro l l s

Το κύριο αντικείμενο εμφανίζεται συχνά δύο φορές ως καθρέφτης του εαυτού του κι αυτό έχει τις ρίζες του στην εμμονή της με την τάξη. Σε κάθε έργο το κέντρο ορίζεται σαφώς είτε μέσω της συμμετρίας των στοιχείων του είτε με την διπλή αντικριστή παρουσία του εκάστοτε πρωταγωνιστή του. Βασικό της μέλημα είναι η ισορροπία και η αρμονία, οι οποίες γίνονται αντιληπτές και στο απαίδευτο μάτι. Σπάνια θα συναντήσεις έργο της που εφαρμόζει τον χρυσό κανόνα. Η τομή σχεδιάζεται στη μέση, κάθετα ή οριζόντια και το σχέδιο αναπτύσσεται εκατέρωθεν αυτής. Τα υλικά με τα οποία δουλεύει συνήθως στο στουντιάκι της είναι το κόντρα πλακέ, πάνω στο οποίο ζωγραφίζει με απλά χρώματα τοίχου. Μέχρι πρόσφατα δούλευε απευθείας στο κόντρα πλακέ χωρίς κάποιο προσχέδιο. Η διαδικασία ξεκινούσε με την απόφαση για το βασικό χρώμα στο φόντο και στη συνέχεια άφηνε τον καμβά της να την οδηγήσει στο τελικό έργο. Προτιμάει να ασχολείται πολλές μέρες με κάθε σχέδιο, δίνοντας χρόνο στον εγκέφαλό της να επεξεργαστεί τη συνολική εικόνα στις λεπτομέρειές της. Ένας πίνακας προ-

108

ARTCORE

JAN 2016

κειμένου να ολοκληρωθεί πιθανώς να χρειαστεί ένα μήνα. Όσο ο πίνακας βρίσκεται σε αυτό το «ενδιάμεσο στάδιο» η Βιργινία επιστρέφει σε αυτό και το ξανακοιτάζει, καθώς μέρα με τη μέρα μεταμορφώνεται τόσο πάνω στον καμβά όσο και μέσα στο μυαλό της. Οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες και οι όποιες επιδιορθώσεις γίνονται ουσιαστικά πάνω στο τελικό έργο. Η αργή ολοκλήρωση κάθε έργου είναι ένα τελετουργικό, το οποίο αποτελεί για την ίδια προσωπική ευχαρίστηση κι απόλαυση. Πολλές φορές αφήνει τις διορθώσεις να φαίνονται στα πρωτότυπα, γιατί αυτές αφηγούνται την ιστορία της δημιουργίας τους. Το νέο χρώμα δεν καλύπτει τελείως το παλιό και οι μολυβιές που υποδεικνύουν τις επεμβάσεις δίνουν στα έργα μια αιώνια ζωντάνια. Η χρωματική της παλέτα αποτελείται από 4-5 βασικά χρώματα σε ουδέτερους παστέλ τόνους. Έχει καταλήξει σε αυτά αυτόματα, καθώς διαπιστώνει με την πάροδο του χρόνου πως είναι αυτά που της ταιριάζουν αισθητικά. Σχεδόν από την αρχή χρησιμοποιούσε αυτό το συνδυασμό χρωμάτων, ο οποίος έγινε το σημείο κατατεθέν της. Τελευ-


Άλλαι Τέχναι

ταία έχει αρχίσει να πειραματίζεται και να ψάχνει για νέες αποχρώσεις που ίσως την οδηγήσουν και σε διαφορετική προσέγγιση των θεμάτων της. Βασική της πρόθεση είναι η αφήγηση μιας ιστορίας η οποία δεν αποκαλύπτεται ολόκληρη με την πρώτη ματιά στον θεατή. Ξετυλίγεται μέρα με τη μέρα και κάθε φορά φανερώνονται νέα στοιχεία που προστίθενται και γίνονται αντιληπτά ως διαφορετικά στρώματα χρώματος και συναισθηματικά επίπεδα. Οι ιστορίες αυτές προέρχονται από την προσωπική ζωή της Βιργινίας, η οποία παραδέχεται πως ως ένα βαθμό επηρεάζεται από προσλαμβάνουσες αγαπημένων της βιβλίων με αποτέλεσμα κάποια επιμέρους στοιχεία στις εικόνες της να προέρχονται από αυτά. Αν τα έργα της επενδύονταν μουσικά, τότε το ύφος θα ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη dark cabaret. Στον υπόλοιπο χρόνο της διαβάζει πολλά βιβλία (αυτή τη στιγμή έχει μια λίστα αναμονής που αγγίζει τα 200 βιβλία), βγαίνει για ποδηλατάδες, κάνει κουνγκ φου. Ο σκηνογράφος μέσα της παρατηρεί πώς η διαμόρφωση του προσωπικού μας χώρου μπορεί να λειτουργήσει κατευναστικά κι αγχολυτικά. Στα σπίτια των γνωστών της από τον καλλιτεχνικό χώρο, όλα τα πράγματα γύρω τους θέλουν να σημαίνουν κάτι, να δημιουργούν γύρω τους έναν τοίχο προστασίας κι ασφάλειας. Με λύπη της διαπιστώνει πως με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο χώρος στον οποίο περνάμε τις πιο χαλαρωτικές ώρες της μέρας μας παραμελείται και παραμερίζεται προς όφελος της εξωτερικής μας εμφάνισης. Τα έργα της μπορείς να τα βρεις είτε στο περίπτερό της στο Meet Market, το οποίο πραγματοποιείται κάθε μήνα για μία μέρα σε διαφορετικά σημεία της Αθήνας είτε από κάποια καταστήματα χονδρικής με τα οποία συνεργάζεται είτε μέσω του διαδικτυακού της καταστήματος στο etsy είτε

μέσω προσωπικής επαφής μετά από επικοινωνία με την ίδια μέσω μηνύματος, email είτε στο facebook. Η απευθείας πώληση των έργων της στον εκάστοτε αγοραστή, της προσφέρει συχνά μια απρόσμενη έκπληξη. Αντικρίζοντας για πρώτη φορά τον αγοραστή τον συνδέει ασυναίσθητα με κάποιο από τα έργα της, ο οποίος σχεδόν πάντα θα της ζητήσει κάποιο άλλο έργο από αυτό που εκείνη είχε φανταστεί. Στο τελευταίο Meet Market έπειτα από μια σύντομη συζήτηση με μια κυρία μεγάλης ηλικίας, της δόθηκε η εντύπωση πως θα διάλεγε κάποιον πίνακα από την παιδική σειρά για τα εγγόνια της. Τελικά όμως επέλεξε ένα πιο «σκοτεινό» κομμάτι για τον εαυτό της, γκρεμίζοντας κι επαναπροσδιορίζοντας με τον δικό της τρόπο το στερεότυπο που συνδέει τον συντηρητισμό με την ηλικία. Η κουβέντα μας έφτασε κάπου εδώ στο τέλος της. Σειρά είχε η φωτογράφιση μερικών από τα έργα της, τα οποία ευγενικά μου παρουσίασε κι εγώ με τη σειρά μου μοιράζομαι στο Artcore. Η Σάτσι είχε αρχίσει να ανυπομονεί, είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να κάνει την βόλτα της κι εγώ να επιστρέψω στη βάση μου.

JAN 2016

ARTCORE

109


I m ag i n a ry St ro l l s

Friedensreich Hundertwasser: Το Ειρηνικό Βασίλειο Των Εκατό Νερών - ΤΗΣ ΆνναΣ Πριγκιπάκη -

Antipode island

110

ARTCORE

JAN 2016


Άλλαι Τέχναι Ο Friedensreich Hundertwasser γεννήθηκε στην Βιέννη το 1928 και το πραγματικό του όνομα ήταν Friedrich Stowasser. Αρχικά έγινε γνωστός μέσα από τους πίνακες ζωγραφικής του, μα είναι το μοναδικό αρχιτεκτονικό του στυλ που τον οδήγησε στη διεθνή καταξίωση. Χάρη στα πρωτοποριακά του οικολογικά περίπτερα απέκτησε το παρατσούκλι ‘ο Θεραπευτής της Αρχιτεκτονικής’. Η δουλειά του έχει χρησιμοποιηθεί σε σημαίες και γραμματόσημα, νομίσματα κι αφίσες, σχολεία κι εκκλησίες.

Friedensreich Hundertwasser Ως νεαρός μαθήτευσε στη Μοντεσσοριανή Σχολή της Βιέννης, η οποία ευθύνεται για τη μεγάλη του αγάπη για τα ζωντανά χρώματα και τον σεβασμό του προς τη φύση. Συνέλεγε βότσαλα και πεπιεσμένα λουλούδια σαν παιδί, δείχνοντας από μικρή ηλικία μεγάλο ενδιαφέρον για ιδιαίτερα και μικρά αντικείμενα. Η συνήθεια αυτή αποτέλεσε αργότερα και το βασικό του μανιφέστο, το οποίο περιελάμβανε συλλογές με υαλικά από τη Βενετία και ιαπωνικά υφάσματα. Η μοναδική καλλιτεχνική του εκπαίδευση υπήρξε η τρίμηνη σπουδή του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης το 1948. Την επόμενη χρονιά άλλαξε το επώνυμό του σε αυτό με το οποίο τον γνωρίζουμε πλέον σήμερα ― το Friedensreich Hundertwasser, αν μεταφραστεί πιστά σημαίνει ‘Ειρήνη-Βασίλειο Εκατό-Νερό’ άρα ‘Το Ειρηνικό Βασίλειο Των Εκατό Νερών’, το οποίο φυσικά δεν είναι ένα σύνηθες όνομα στις γερμανόφωνες χώρες. Ο Hundertwasser έμενε στη Βιέννη απέναντι από την πλατεία San Marco. Η πόλη του προσέφερε απλόχερα μοναδική έμπνευση για την τέχνη του. Τα πανταχού παρόντα μοτίβα από το νερό και οι αντανακλάσεις τους στο πολύχρωμο φως, τα κρεμασμένα ρούχα από τα παράθυρα που χαρίζουν στο μάτι μια ιλιγγιώδη σειρά από μπερδεμένα χρώματα, η φυσική παλαίωση των κτιρίων με τα σημάδια από μούχλα που κάνουν την φθορά όμορφη. Ο Hundertwasser αντλούσε επίσης έμπνευση από την αραβική μουσική και τις κρυφές αρμονίες της φύσης. Και στις δύο περιπτώσεις, απολάμβανε τόσο τις προφανείς παρατυπίες όσο και τις τυχαίες αρετές τους. Ένα αντίγραφο του πασίγνωστου πίνακα του Gustav Klimt «Το Φιλί» και η αυτοπροσωπογραφία του Egon Schiele κοσμούσαν την κατοικία του, δίνοντας σάρκα και οστά στον θαυμασμό που είχε εκφράσει γι’αυτά τόσο μέσω του λόγου του όσο και μέσω της τέχνης του. Ο Hundertwasser ακολουθούσε την παράδοση της βιεννέζικης Seccesionstil, η οποία αποτέλεσε την αυστριακή εκδοχή της γαλλικής Art Nouveau και του γερμανικού Jugendstil, ως το ρεύμα στο οποίο η Τέχνη υπηρετούσε τον άνθρωπο μέσα από την διακόσμηση. Ο πλούτος στη χρήση

Rain Drop Counter

των χρωμάτων υποδηλώνει την επιρροή του από τον Klimt, ενώ οι καθαρές πινελιές και τα θαμπά χρώματα θυμίζουν τον Schiele. Η ζωγραφική του Hundertwasser έχει περιγραφεί ως βαριά, άκαμπτη, αρχαϊκή και πρωτόγονη. Είναι ειρωνικό το γεγονός πως η έντονη συνειδητοποίηση της ανάγκης του για τον ανθρωπιστικό πρωτογονισμό, πηγάζει από την υψηλού επιπέδου πνευματική του επιτήδευση. Ο Hundertwasser είναι ουσιαστικά ένας ζωγράφος που στηρίζεται στα χρώματα, καθώς αυτά είναι πολύ σημαντικά στοιχεία της δουλειάς του, αν όχι και τα κυριότερα. Επιλέγει ιδιαίτερα κορεσμένα χρώματα ανεξαρτήτως του θέματός του. Ζωγραφίζει ακόμα κι όταν βρίσκεται στον δρόμο, χρησιμοποιώντας ένα κουτί με χρώματα τσέπης ή χρωστικές σε μορφή πούδρας. Συχνά χρησιμοποιεί αυγοτέμπερα και προσθέτει μεταλλική σκόνη, κομμάτια από ύφασμα ή χαρτί, χώμα, τμήματα από γυαλί ή κεραμικό και ολοκληρώνει τη δουλειά του με ένα λεπτό λούστρο λάδι.

Irinaland over the balkan

JAN 2016

ARTCORE

111


I m ag i n a ry St ro l l s

Island of Lost Desire

Mourning Schiele

Wearing Hats

Παρατηρούνται και τα έξι χρώματα του φάσματος, χωρίς ιδιαίτερη προτίμηση σε κάποιο. Η χρήση του χρώματος είναι τολμηρή κι έχει πολύ καλή αίσθηση του αρμονικού συνδυασμού τους. Παρόλο που αποφεύγει τους τετριμμένους συνδυασμούς, εντοπίζονται συχνά στα έργα του συμπληρωματικά χρωματικά σχήματα. Κατανοεί πλήρως κι ενσωματώνει στη δουλειά του τη χρωματική θεωρία, μολονότι έχει εκφράσει την έντονη δυσφορία του σε ό,τι έχει σχέση με τη θεωρία της Τέχνης. Έλκεται επίσης κι από τα χρώματα της αποσύνθεσης. Θεωρεί πως όσα σχετίζονται με τη μούχλα προσδίδουν την αίσθηση της ζώσας φύσης πάνω στα ακίνητα αντικείμενα, ιδιαίτερα στα κτίρια. Γι’αυτόν η μούχλα προσθέτει πόντους στην ομορφιά τους. Οι σπείρες είναι τα σχήματα που πρωταγωνιστούν στους πίνακές του. Διακρίνονται στους περισσότερους πίνακές του, τόσο κυριολεκτικά

112

ARTCORE

JAN 2016

όσο και μεταφορικά. Ο Hundertwasser ένιωθε πως τα άλλα καλλιτεχνικά κινήματα «είχαν καταστρέψει όλες τις φόρμες... ήταν λοιπόν απαραίτητο να δημιουργήσω νέους κανόνες και φόρμες. Μόνο μια από αυτές τις φόρμες είναι άξια εμπιστοσύνης - αυτή που αλληλεπιδρά στην κίνηση που δημιουργείται, όταν τα αντίθετα ξεκινούν να πλησιάζουν. Αυτή η κίνηση είναι η σπειροειδής». Παρόλο που ο Klimt μοιραζόταν το ενδιαφέρον του για τις σπείρες, στην περίπτωση του Hundertwasser, αυτές ξέφευγαν από τις αυστηρές μαθηματικές φόρμες και τις λεπτές γραμμές του Klimt. Τόσο η γραμμή όσο και η φόρμα αποκτούν την ίδια έμφαση. Οι σπείρες έχουν ακανόνιστο σχήμα και παρόλο που ο έλικας και ο πυρήνας διατηρούνται, δε δίνεται σε κανένα μεγαλύτερη σημασία. Αψηφά την κατηγοριοποίησή τους ως σπείρες που ελίσσονται προς τα μέσα ή προς τα έξω, αφήνοντας τον θεατή να αναρωτιέται αν η σχέση τους είναι κεντρομόλος ή φυγόκεντρος. Έχουν περιγραφεί ως ο τρόπος του Hundertwasser με τον οποίο ξεκινά έναν πίνακα, όταν δεν έχει στο μυαλό του καμία άλλη φόρμα - ένα βολικό δοχείο μέσα από το οποίο πιθανώς να αναδυθούν κι άλλες φόρμες. Ο ίδιος έχει περιγράψει τις σπείρες σαν «το προπύργιο του εαυτού μου απέναντι στο περιβάλλον». Βλέπει τον εαυτό του σαν τον πυρήνα, ο οποίος προστατεύεται κι απομονώνεται ταυτόχρονα από τα περιβάλλοντα στοιχεία ή περιβλήματα.


Άλλαι Τέχναι Πιστεύει πως καθένας από εμάς είναι μια σύνθεση από αναμνήσεις, αισθήσεις, εικόνες, όνειρα κι ευχές, την οποία ονομάζει «Προσωπική Ταινία». Κατά τη γνώμη του, ο ρόλος της Τέχνης είναι η ανάκληση αυτού του υλικού στο επίπεδο του συνειδητού. Το στυλ του στην αρχιτεκτονική είναι σαφώς επηρεασμένο από το έργο του Antoni Gaudi, καθώς και ορισμένων αρχιτεκτόνων της σχολής Jugendstil. Αυτό γίνεται φανερό από την ένταξη των ακανόνιστων, σχεδόν τυχαίων φορμών στο σχεδιασμό των κτιρίων. Εκφράζει απερίφραστα την αντιπάθειά του στην αυστηρότητα και τη λιτότητα της αρχιτεκτονικής με τις παράλληλες ολόισιες γραμμές. Πιθανώς αυτό να είναι και η προσωπική του αντίδραση στο περιβάλλον του, καθώς η βιεννέζικη αρχιτεκτονική υπακούει στην αυστηρή κατασκευή και φόρμα. Η παρούσα τυποποιημένη αρχιτεκτονική δεν πρέπει να

Forest Spiral

Hundertwasser Haus

Αν δεν τιμάμε το παρελθόν μας χάνουμε το μέλλον μας. Αν καταστρέψουμε τις ρίζες μας, θα είμαστε ανήμποροι Hundertwasser να αναπτυχθούμε.

The rogner bad blumau spa

θεωρείται Τέχνη. Τα μοντέρνα κτίρια είναι αποκομμένοι κι αξιολύπητοι συμβιβασμοί ανθρώπων με λανθασμένη συνείδηση που δουλεύουν υπό το πρίσμα αυστηρών κανόνων. Βλέπει τα κτίρια ως πραγματική αρχιτεκτονική μόνον αν αυτά βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αρχιτέκτονα/κτίστη/ ενοικιαστή. Αυτός θα πρέπει να είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος για τον σχεδιασμό και την κατασκευή τους. «Η διαδικασία της οικοδόμησης παύει την ίδια στιγμή που ο ιδιοκτήτης θα εγκατασταθεί στην οικία του ιδανικά, θα έπρεπε να ξεκινάει όταν αυτός μετακομίζει». Μερικές από τις πιο αγαπημένες φόρμες του Hundertwasser εντοπίζονται σε παραγκουπόλεις, τις οποίες οι κάτοικοί τους έχουν κατασκευάσει από όποια υλικά μπόρεσαν να βρουν. «Όλοι θα έπρεπε να δημιουργήσουν τη δική τους αρχιτεκτονική, να μπορούν να χτίσουν αυτό που τους αρέσει, με φτερά, γρασίδι ή χαρτί, ακόμα κι αν το κτίριο καταρρεύσει». Οι επαναστατικές αρχιτεκτονικές ιδέες του περιλαμβάνουν επίσης την τοποθέτηση στις ταράτσες, δέντρων και χώρων όπου τα ζώα μπορούν να βοσκήσουν και τη δημιουργία ανισοϋψών δαπέδων. Ο Hundertwasser έχει σχεδιάσει κτίρια τόσο στην Αυστρία όσο και σε άλλες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων μουσείων, σχολείων και εκκλησιών και συνεχίζει μέχρι σήμερα, ακόμα και μετά τον θάνατό του το 2000, να κερδίζει τις εντυπώσεις χάρη στη ριζοσπαστική φιλοσοφία του και στις αλλόκοτες επινοήσεις του.

Garden Pavilion with Segment Trees

JAN 2016

ARTCORE

113


Κ ΙΝΗΣΗ

Batman: Ο Σκοτεινός Ιππότης ζωντανεύει - ΤΟΥ Θεοφάνη ΠαπαχρηστόπουλοΥ -

Μέρος δεύτερο μιας αναδρομής των δύο βασικών πόλων του σύμπαντος της DC - και των δύο «παππούδων» των υπερηρώων. Ώρα για την είσοδο του Batman, του τιμωρού που έσπερνε τον φόβο και… σφαίρες (τουλάχιστον στην αρχή της καριέρας του) στις καρδιές των εγκληματιών.

114

ARTCORE

JAN 2016


Άλλαι Τέχναι

Ίσως να μην είναι τυχαίο το γεγονός πως η πορεία του Superman στην DC υπήρξε παράλληλη με εκείνη ενός από τους πλέον πολυσυζητημένους ήρωες στον χώρο των comics, του Batman, ο οποίος κυκλοφόρησε διά χειρός Bob Kane και Bill Finger το 1939 (Η πρώτη εμφάνιση του Batman έγινε στο περιοδικό Detective Comics #27, DC, 1939. Να αναφερθεί πως παρόλο που ο Finger συνέβαλλε τόσο στην εμφάνιση του ήρωα όσο και στον μύθο του (σημ.: ο ίδιος έγραψε την ιστορία στην οποία αποκαλύπτεται η δολοφονία των γονιών του και η γένεση του μασκοφόρου εκδικητή - βλ. Detective Comics #33, DC, 1939), ο Kane είναι ο μοναδικός που κατέχει έως σήμερα επίσημα τα εύσημα για τη δημιουργία του Batman. Η ιστορία του μασκοφόρου εκδικητή είναι λίγο πολύ γνωστή: Ο Bruce Wayne, γόνος οικογένειας εκατομμυριούχων, γίνεται σε μικρή ηλικία μάρτυρας στην εν ψυχρώ δολοφονία των γονιών του εν μέσω μιας ληστείας σε ένα σκοτεινό σοκάκι της Gotham City. Το περιστατικό σημαδεύει τον νεαρό Bruce, ο οποίος αποφασίζει να αφιερώσει τη ζωή του πολεμώντας το έγκλημα. Μια βασική διαφορά με τους υπόλοιπους υπερήρωες είναι το γεγονός ότι ο Bruce Wayne δε διαθέτει κανενός είδους υπερδυνάμεις. Το βασικό όπλο του Wayne έγκειται στον φόβο που προκαλεί η υπερηρωϊκή περσόνα του, ο Batman. Μιμούμενος την μορφή της νυχτερίδας, ο Batman σκορπά τρόμο στον υπόκοσμο του Gotham, τόσο με την μορφή του όσο και με την σκληρότητά του. Όπως και ο Superman, ο Batman ξεκίνησε επηρεασμένος από την pulp λογοτεχνία· βίαιος, σκληρός και θανάσιμος ο Batman της δεκαετίας του ’30 δε δίσταζε να χρησιμοποιεί όπλα εναντίων των αντιπάλων του, τους οποίους συχνά σκότωνε ή σακάτευε. Πέραν όμως της βιαιότητας, ο Batman συμμεριζόταν ένα ακόμα στοιχείο με τον πρώιμο Superman: Όπως ο ήρωας της Metropolis, έτσι και αυτός είχε στο στόχαστρό του ληστές και απατεώνες, στοιχεία του υποκόσμου που ήταν κοντά στην πραγματικότητα. Ο «νεογέννητος» Batman ήταν ένας ήρωας με την ηθική και την αποστολή του οποίου ο καθημερινός αναγνώστης μπορούσε να ταυτιστεί και ίσως σε αυτό να οφειλόταν και η αρχική του επιτυχία. (σημ.: Φυσικά, αυτό μπορούσε να συμβεί επειδή η ιστορία του Batman και τα κίνητρά του, ενώ είχαν εξηγηθεί από νωρίς, δεν είχαν εξεταστεί στο βάθος που τους αναλογούσε. Αυτή η ανάλυση –ή ψυχα-

νάλυση- του χαρακτήρα θα αργήσει πολύ να συμβεί, έως τη δεκαετία του ’80.) Έχοντας αναφέρει τα παραπάνω, θα προκαλούσε έκπληξη στον οποιοδήποτε ερευνητή η μεγάλη αλλαγή που σημειώθηκε στους δύο ήρωες μόλις μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Πράγματι, ο Batman και ο Superman των τελών της δεκαετίας του ’30 είναι τόσο διαφορετικοί από τους αντίστοιχους της δεκαετίας του ’40, που δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι πρόκειται για τους ίδιους χαρακτήρες. Οι αλλαγές που σημειώθηκαν υπήρξαν ουσιαστικά καθολικές και αφορούσαν τρία σημεία· τη βιαιότητα των χαρακτήρων, τη σύσταση των αντιπάλων τους αλλά και τη φύση των περιπετειών τους. Τι οδήγησε όμως σε αυτήν τη μεταμόρφωση; Η εξάλειψη της βίας από τα προαναφερθέντα comics μπορεί να εξηγηθεί με πολύ απλό τρόπο, με τον περίφημο «κανόνα» που έθεσε ο αρχισυντάκτης της DC, Whitney Ellsworth γύρω στο 1940, σύμφωνα με τον οποίο οι υπερήρωες «απαγορεύονταν να σκοτώσουν». Ένας τέτοιος κανόνας, εν μέσω ενός Παγκοσμίου Πολέμου κατά τον οποίο οι στρατιώτες των Συμμάχων γίνονταν ήρωες στο πεδίο της μάχης, μπορεί να φανεί αρκετά παράδοξος. Τα άλλα δύο στοιχεία μπορούν επίσης να εξηγηθούν απλά, αν λάβει κανείς υπόψη την μεταβολή του αναγνωστικού κοινού των δύο ηρώων σε νεότερες ηλικίες. Είναι φυσικό να περιμένει κανείς ότι τα παιδιά προτιμούν την Επιστημονική Φαντασία από την πραγματικότητα, εξού και η στροφή προς περισσότερο «φανταστικούς» αντιπάλους και περιπέτειες. Αρκεί όμως αυτό για να δικαιολογήσει τόσο «ριζικούς» πειραματισμούς σε ένα πρωτοεμφανιζόμενο είδος, τη στιγμή που η υπάρχουσα συνταγή έδειχνε τόσο επιτυχημένη; Μια πιο προσεκτική εξέταση των γεγονότων όμως, μπορεί να μας δώσει και μια άλλη εξήγηση…

JAN 2016

ARTCORE

115


Co m i x ολό γ ιο

AthensCon 2015 Ή πώς να χάσετε τον ήλιο για δυο μέρες - ΤΟΥ Θεοφάνη ΠαπαχρηστόπουλοΥ -

Ο Φάνης Παπαχρηστόπουλος πέρασε ένα σαββατοκύριακο τσαλαβουτώντας με τα κουβαδάκια του ανάμεσα σε κόμικς, wargames, ομιλίες, εργαστήρια, cosplays, ταινίες, αυτόγραφα… κοινώς, πήγε στο AthensCon 2015.

116

ARTCORE

JAN 2016


Άλλαι Τέχναι

Η φετινή χρονιά υπήρξε σημαδιακή για τους εν Αθήναις κομιξόφιλους, fantasιόπληκτους και πάσης φύσεως πληγέντες από υπερβάλλουσα φαντασία και έκθεση σε μεγάλες ποσότητες κόμικς ή παιχνιδιών, με την πρεμιέρα του Φαντάστιcon πριν ενάμιση μήνα και του AthensCon τώρα να φέρνουν χαρά στη ζωή μας και οδύνη στις τσέπες μας. Καθώς ανήκω σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες των πληγέντων, η ζημιά που έχω πάθει τον τελευταίο καιρό είναι αρκετά μεγάλη. Το Φαντάστιcon είχε δείξει μεταξύ άλλων πως μπορεί να υπάρξει ένα μη κομικ-κεντρικό δρώμενο το οποίο να μπορεί να αγκαλιάσει το κοινό του φανταστικού στην Ελλάδα. To AthensCon θέλησε να κερδίσει ένα άλλο στοίχημα. Να αποδείξει πως η Ελλάδα μπορεί να φιλοξενήσει ένα Con που να θυμίζει αυτά του εξωτερικού σε ύφος, οργάνωση και μέγεθος. Και το έκανε. Το πρώτο AthensCon λοιπόν ζωντάνεψε το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε στο γήπεδο Τάε Κβον Ντο (στο οποίο οφείλουμε να απονείμουμε με τιμές το βραβείο ηλιθιότερου φαναριού διασταύρωσης στα Βαλκάνια. σοβαρά το «πράγμα» άνοιγε πράσινο για 3 δευτερόλεπτα κάθε 5 λεπτά. ήταν σαν να σε καλούσε να βγεις από το αμάξι με την καραμπίνα και να προσπαθήσεις να το βγάλεις από τη μίζερη ύπαρξή του). Αφού περνούσε κανείς το φανάρι του Σατανά, έφτανε στο γήπεδο. Ήδη απ’ έξω τα πανό που έγραφαν AthensCon 2015 με μεγάλα γράμματα σε προϊδέαζαν για το τι θα δεις μέσα. Ή μάλλον έτσι νόμιζες. Να σημειώσω εδώ ότι οι σκέψεις αυτές δεν αφορούν όσους από εσάς είστε -ξέρω ‘γω- τίποτα λόρδοι του Ντάουντον κι έχετε φάει με το κουτάλι τα Con του Λος Άντζελες και του Σαν Ντιέγκο, αλλά εδώ εμείς οι χωριάτες δεν ξέρουμε από αυτά. Ήταν λοιπόν μεσημέρι του Σαββάτου, όταν μπήκα στο γήπεδο του Ταε Κβον Ντο, ανέβηκα τα σκαλιά και είδα φάτσα κάρτα να με κοιτά ο Darth Vader. Ξέρεις ότι είσαι σε συνέδριο για geeks, όταν το πρώτο πράγμα που βλέπεις

είναι ο Darth Vader. Και μετά έναν με στολή Han Solo και ταμπέλα “I shot first”, να του κολλά το πιστόλι στον κρόταφο και να μου λέει να βγάλω φωτογραφία. Αυτά είναι. Ή μάλλον, αυτά είναι μέχρι να πας στο κάγκελο και να δεις το πανοραμικό του AthensCon σε όλη του τη δόξα. Γατάκια, γίναμε Ευρώπη: Με το που βλέπω αυτό, ξεχνώ κάθε σκέψη για καφέ ή οτιδήποτε πόσιμο και τρέχω κάτω τα σκαλιά στην κύρια είσοδο του συνεδρίου. Ήταν περίπου 14:00 η ώρα. Βγήκα στις 22:00 με τον τελευταίο κόσμο, μην έχοντας πάρει χαμπάρι «πού εξαφανίστηκε η μέρα». Την Κυριακή πήγα ξανά, αυτή τη φορά από το πρωί στις 10:00 και έφυγα ξανά στις 22:00, όταν το AthensCon έριξε αυλαία για φέτος.

JAN 2016

ARTCORE

117


Co m i x ολό γ ιο

Σε αυτές τις δύο χαοτικές μέρες είδα την παρουσίαση του «Δημοκρατία» με τους Α. Παπαδάτο και Α. Κάουα, θαύμασα την λεπτομέρεια από μινιατούρες Warhammer 40k (κράτησα και το επικό chainsword που είχε φτιάξει ένα από τα παιδιά που δούλευαν εκεί), παρακολούθησα σαν stalker από 30 εκατοστά απόσταση το βάψιμο ενός Chaos Dreadnought και ενός Space Marine, βρέθηκα στην ουρά μπροστά από τον ακούραστο Ευγένιο Τριβιζά που υπέγραφε αυτόγραφα, αφιερώσεις και συνομιλούσε ευγενικά και καλοσυνάτα με όλους τους θαυμαστές του για ώρες σερί (respect μέγιστο) και είδα και την ομιλία του με αφορμή το νέο του βιβλίο, άκουσα την Tabotha Lyons να μιλά για το cosplay, έμεινα άναυδος με το αμάξι των Dukes of Hazzard και τον Kit από τον Ιππότη της Ασφάλτου που ήταν μπροστά στην έκθεση, κάθισα στον Iron Throne υπό τη σκιά ενός νεαρού δράκου, αλλά μετά υπέκυψα στην εξουσία δύο Power Rangers και τους παρέδωσα τα Εφτά Βασίλεια, άφησα τον Βαγγέλη Κρητικό να με ταξιδέψει σε έναν γαλαξία πολύ πολύ μακριά, είδα ζωντανά να μακιγιάρονται cosplayers, άκουσα τη Μυρτώ Τσελέντη να μιλά για τα manga και κατάλαβα πόσο λίγα ξέρω, βγήκα φωτογραφία με τον Iron Man, τον Punisher, τη Lara Croft, τον Doctor Doom, τη Red Sonya, τον Master Chief, την Lady Death, τον Bobba Fet και αμέτρητους άλλους (και τις δύο μέρες πρέπει να είδα σίγουρα πάνω από εκατό cosplayers),

118

ARTCORE

JAN 2016


Άλλαι Τέχναι

δάκρυσα παίζοντας με παιχνιδομηχανές που είχαν φάει την παιδική μου ηλικία, παρακολούθησα ένα τουρνουά League of Legends, έμαθα να παίζω Warhammer 40k και Star Wars Imperial Assault, είδα τον Μίλτο Γερολέμου να μαθαίνει ξιφομαχία σε επίδοξους μαχητές, άκουσα από τον Ρουμπούλια, τον Μαραγκό, τον Soloup και τον Κάουα για τις δυσκολίες του να είσαι δημιουργός κόμικς στην Ελλάδα, γνώρισα με τον Soloup τη διαχρονικότητα του μηνύματος που περνά το graphic novel «Αϊβαλί», είδα τον θρύλο DeMatteis να συζητά με το κοινό του και άφησα για το κλείσιμο της Κυριακής τον Άρη Μαλανδράκη να μου εξιστορήσει μια σύντομη ιστορία της Επιστημονικής Φαντασίας. Μίλησα με κόσμο, έπαιξα παιχνίδια, χάζεψα με τις ώρες τα αμέτρητα περίπτερα, καταλήγοντας τελικά να ξεπαραδιαστώ αγοράζοντας κομμάτια από ταλαντούχους καλλιτέχνες (εντάξει, τόσοι comic artists μαζεμένοι σε μια μεριά δημιουργούν μια μαύρη τρύπα που ρουφά χρήματα) και δε θυμάμαι τι άλλο. Φυσικά και δεν μπόρεσα να πάω και να δω τα πάντα. ήταν άλλωστε τόσα πολλά. Την Κυριακή πάντως έφυγα ενθουσιασμένος και στενοχωρημένος που το ταξίδι τελείωσε. Γιατί αυτό κάνουν αυτά τα συνέδρια, όπου μαζεύονται τόσα πράγματα που αγαπάς, περιτριγυρισμένα από τόσο κόσμο που τα αγαπά όσο κι εσύ. Σε ταξιδεύουν. Δε θα μπω σε συγκρίσεις, δεν υπάρχει λόγος. Πιστεύω πως υπάρχει και κόσμος και αγάπη και μεράκι για να συνυπάρξουν και δύο και τρία και περισσότερα συνέδρια, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται. Θα πω απλά πως το AthensCon έδωσε μια γεύση του πώς είναι τα «μεγάλα» cons. Προσωπικά μου άρεσε, όπως όμως μου αρέσει κι η αμεσότητα του Comicdom ή η θεματολογία του Φανταστιcon. Σίγουρα ο χώρος ήταν πιο βολικός για τον επισκέπτη και η ποικιλία όσον αφορά τα περίπτερα και τους δημιουργούς μεγαλύτερη. Θα ήθελα όμως να έβλεπα μια ανάλογη αύξηση και στον αριθμό των ομιλιών ανάλογη του χώρου, καθώς προσωπικά δεν πηγαίνω σε ένα «συνέδριο» μόνο για να ψωνίσω. Όχι ότι βρήκα τις ομιλίες λειψές, αλλά ένας χώρος τέτοιου μεγέθους είναι καλό να φιλοξενεί για παράδειγμα και μια μικρότερη αίθουσα ομιλιών.

Όλα αυτά είναι λεπτομέρειες όμως, όταν μιλάμε για μια μεγάλη προσπάθεια η οποία, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, στέφθηκε με επιτυχία. Ελπίζω το AthensCon να καθιερωθεί και ο κόσμος να το υποστηρίζει μαζί με τα υπόλοιπα cons που γίνονται. Όσοι ήρθατε ξέρετε τι εννοώ, όσοι δεν ήρθατε δείτε τι χάσατε στις φωτογραφίες… Άντε και του χρόνου!

JAN 2016

ARTCORE

119


Συ ν ε ν τ ε υ ξ ε ις

Συνέντευξη του Αβραάμ Κάουα για τη «Δημοκρατία» και το «Σούπερκραχ» - Συνέντευξη: Φάνης ΠαπαχρΗστόπουλος -

Φέτος είναι σίγουρα η χρονιά του... ο λόγος για τον συγγραφέα και μεταφραστή, Αβραάμ Κάουα, που βλέπει τόσο τη «Δημοκρατία» (Εκδόσεις Ίκαρος), της οποίας είναι ο σεναριογράφος, όσο και το «Σούπερκραχ: Το μεγάλο κόλπο με τη διεθνή οικονομία» του DΑRRYL Cunningham (Εκδόσεις Κριτική), το οποίο μετέφρασε, να εκτοξεύονται ταυτόχρονα στην κορυφή των πωλήσεων. Δύο graphic novelS που γνωρίζουν επάξια την αναγνώριση και την αποδοχή που τους αρμόζει και που στοχεύουν να εκπληρώσουν την επιθυμία πολλών αναγνωστών: να διαπραγματευτούν όσο το δυνατόν πιο απλά και κατανοητά γίνεται καίριες και διαχρονικές πτυχές της Δημοκρατίας και της Οικονομίας. Ο Αβραάμ Κάουα είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη.

120

ARTCORE

JAN 2016


Άλλαι Τέχναι

> Ας ξεκινήσουμε από τη συγγραφή της «Δημοκρατίας», που είστε ο σεναριογράφος. Τι οδήγησε στην επιλογή της συγκεκριμένης ιστορίας; Πρόκειται για την περιγραφή του πολιτεύματος μέσα από μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ή κάτι άλλο; Ο Αλέκος Παπαδάτος είχε την ιδέα στο μυαλό του από τότε ακόμα που δούλευε στο “Logicomix”. Ήθελε να κάνει μια ιστορία πολιτικής και ιδεών και είχε διαπιστώσει πως η συγκεκριμένη περίοδος της Αθηναϊκής ιστορίας και τα γεγονότα αυτά δεν είχαν δραματοποιηθεί ποτέ στο σινεμά, στη λογοτεχνία ή στα κόμικς. Ο καταλύτης, πάντως, ήταν μια σχολική εργασία της κόρης του. Ψάχνοντας δεδομένα για να τη βοηθήσει, «ανακάλυψε» τον Κλεισθένη. Ο τίτλος «Δημοκρατία» ήταν αρχικά προσωρινός, αλλά ουδέν μονιμότερο, που λένε, γιατί άρεσε τόσο πολύ στους εκδότες που μας «επιβλήθηκε». Το καλό με έναν τέτοιο μονολεκτικό «μονόλιθο» όπως το «Δημοκρατία» είναι ότι μπορεί να εκφράζει τόσο την ιστορική στιγμή της δημιουργίας ενός πολιτεύματος, όσο και ένα γενικότερο, διαχρονικό στοχασμό πάνω στην ίδια την ιδέα του πολιτεύματος αυτού. > Ποια ήταν η διαδικασία της συγγραφής του βιβλίου; Ο Αλέκος μου έδωσε μια βασική πλοκή και χαρακτήρες που είχε ήδη ερευνήσει και δουλέψει, μαζί με μπόλικο βιβλιογραφικό υλικό. Πάνω σε αυτά, χτίσαμε μια αναλυτική σύνοψη της ιστορίας και του κόσμου της, αναπτύξαμε υπάρχοντες και νέους χαρακτήρες και, στη συνέχεια, ενώ ο Αλέκος και η Annie Di Donna έκαναν προσχέδια, concepts και «δοκιμές» για να καταλήξουν στην οπτική γλώσσα που θα χρησιμοποιούσαν, εγώ έγραψα ένα πλήρες, λεπτομερές σενάριο για το πρώτο από τα πέντε μέρη του βιβλίου. Κατόπιν,

συζητούσαμε και διορθώναμε το σενάριο· ο Αλέκος άρχιζε να το σχεδιάζει κι εγώ προχωρούσα στο επόμενο μέρος. > Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα στο «Δημοκρατία» φανερώνει μια ιδιαίτερη γνώση της ιστορίας εκείνης της περιόδου. Πόσος χρόνος χρειάστηκε για την έρευνα και τη συγγραφή του έργου και πώς αντιμετωπίσατε τις όποιες «αντιφάσεις» μπορεί να συναντήσατε στην έρευνά σας; Ας πούμε αρκετή. Αν λάβουμε υπόψη τα βιβλία και άρθρα που συμβουλευτήκαμε και το χρόνο που ξοδέψαμε στην έρευνα, ναι, είχε δουλειά. Η βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου στην ουσία καταγράφει μόνο όσες πηγές μας στάθηκαν πιο χρήσιμες. Αν έχω μάθει κάτι γράφοντας, βλέποντας και διαβάζοντας ιστορίες, είναι ότι υπάρχει πάντα τρόπος οι αντιξοότητες να φιλτραριστούν δημιουργικά. Στην περίπτωση της Δημοκρατίας, πήραμε τις αντίθετες απόψεις των ιστορικών και των αναλυτών για τα πρόσωπα και πράγματα της εποχής και τις ενσωματώσαμε θεματικά στην ιστορία, ως αντιθετικές εκδοχές της αλήθειας που οι ήρωές μας καλούνται να αξιολογήσουν. Είναι λίγο σαν αυτό που συμβαίνει στη δική μας πραγματικότητα, όταν καλούμαστε να αξιολογήσουμε πολιτικά γεγονότα μέσα από τα φίλτρα διαφόρων μέσων και σχολιαστών. > Διαβάζοντας το κόμικ, μπορεί κανείς να νιώσει μια ιδιαίτερη εγγύτητα με τους χαρακτήρες αλλά και το περιβάλλον. Πώς πετύχατε αυτήν την τόσο ζωντανή απεικόνιση της αρχαίας Αθήνας και της αθηναϊκής ζωής, που εντείνει ταυτόχρονα την ήδη έκδηλη «κινηματογραφική» ροή του; Είναι ακριβώς αυτό. Το σενάριο ήταν φτιαγμένο όπως αυτό μιας ταινίας, με περιγραφές της δράσης καρέ-καρέ, σκηνικές οδηγίες, ακόμα και γωνίες λήψης. Είναι κάτι που συνηθίζεται σε όλα τα κόμικς που θαυμάζουμε, γι’ αυτό και στοχεύσαμε εκεί. Όσον αφορά τη ζωντανή απεικόνιση του περιβάλλοντος, ο Αλέκος και η Αννί πέτυχαν στην ουσία να αποδώσουν το φως και το χρώμα που αντιλαμβανόμαστε ως «ελληνικά», καθώς και να αναπαραστήσουν χώρους όπως η Βουλή, η Αγορά ή το Μαντείο, όλα βάσει της έρευνας που έκαναν. Το μυστικό, αν θέλετε, ήταν ότι δεν τα αντιμετώπισαν ως ιερές αξίες ή ιδεώδη, αλλά ως μια καθημερινότητα που θα ζούσαν οι άνθρωποι της εποχής. Η συνεισφορά μου ήταν, όπου και όπως μπορούσα, να τους δώσω περιγραφές και λεπτομέρειες που θα έβγαζαν αυτή την βιωμένη καθημερινότητα. > Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο πατέρας του Λέανδρου και η κριτική του ματιά απέναντι στα τεκταινόμενα της εποχής. Ποιος ο ρόλος αυτού του χαρακτήρα στο έργο; Αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη κατηγορία; Από την αρχή ακόμα, είχαμε καταλήξει στο ότι ο πατέρας του Λέανδρου δε θα ήταν ένας απλά διεκπεραιωτικός χαρακτήρας. Ναι, μεν, μας χρησίμευσε ως «ξεναγός» στην πολιτική ζωή της Αθήνας του τότε, αλλά η άποψή του έπρεπε να τονίζει τα παράδοξα και τις αντιφάσεις του κατεστημένου,

JAN 2016

ARTCORE

121


Συ ν ε ν τ ε υ ξ ε ις

καθώς και, διαχρονικά, την αγανάκτηση βασικά τίμιων ανθρώπων μπροστά στη διαφθορά και στην κατάχρηση της εξουσίας. Προσπάθησα να του δώσω τη φωνή του δικού μου πατέρα, γιατί για μένα ο πατέρας μου αντιπροσώπευε αυτή την αίσθηση των αξιών και του δικαίου, και οι συζητήσεις που κάναμε μαζί για τέτοια θέματα είχαν κάτι από τη χροιά της κουβέντας που κάνει με τον Λέανδρο. > Ο Λέανδρος, ως καλλιτέχνης, καταλαβαίνει ότι το μεγαλύτερό του όπλο είναι η τέχνη του. Τι σας ώθησε να επιλέξετε αυτόν τον χαρακτήρα για πρωταγωνιστή; Η ιδιότητα του Λέανδρου ήταν ήδη δεδομένη πριν ακόμα με προσεγγίσει ο Αλέκος για να συνεργαστούμε. Οι λόγοι του είχαν πολλά να κάνουν τόσο με την ιστορική τάση των καλλιτεχνών να φιλτράρουν την πραγματικότητα στην τέχνη τους, όσο και με τη δική του καλλιτεχνική ιδιότητα. Κι εμένα με γοήτευσαν αυτά, σε συνδυασμό με την διαπιστωμένη ιδιότητα της εικόνας να αποδίδει, να επηρεάζει, ακόμα και να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Πράγμα που βλέπουμε να γίνεται φυσικά ακόμα πιο έντονα σήμερα.

122

ARTCORE

JAN 2016

> Ποια η σχέση της ιστορίας που διαβάζουμε στο «Δημοκρατία» με τη σημερινή πραγματικότητα; Τόσο οι αναγνώστες που μας πλησιάζουν, όσο και εμείς, όταν δουλεύαμε στο βιβλίο, διαπιστώσαμε πολλές αναλογίες ανάμεσα στην κατάσταση του τότε και του τώρα. Φυσικά και όλες αυτές οι ομοιότητες δεν είναι τυχαίες. Όπως σας είπα, όμως, δε στοχεύαμε ούτε σε ένα ιδεολογικό κήρυγμα ούτε σε μια στείρα αλληγορία, αλλά στο να διηγηθούμε τι όντως έγινε τότε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν προβάλαμε τη δικιά μας εποχή πάνω στην αρχαιότητα, απλώς αναδείξαμε τις ομοιότητές τους, γιατί αυτές αντηχούν για μας στη σύγχρονη ζωή γύρω μας. Τώρα, στο γιατί υπάρχουν τόσες ομοιότητες, η άποψή μου είναι ότι δυστυχώς, πολλά πράγματα δεν έχουν αλλάξει στο μεταξύ. > Την ίδια περίοδο με το «Δημοκρατία» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κριτική και το «Σούπερκραχ» του Darryl Cunningham, το οποίο μεταφράσατε. Τι πραγματεύεται το βιβλίο; Είναι ένα δημοσιογραφικό δοκίμιο σε μορφή κόμικ, με θέμα του την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Η


Άλλαι Τέχναι

πρωτοτυπία του είναι ότι, από τη μία πλευρά, αναζητά την ιδεολογική βάση της φιλοσοφίας που οδήγησε στην κρίση, εντοπίζοντάς την στο έργο και στην επιρροή της συγγραφέα Άυν Ραντ, και από την άλλη, εξετάζει τις κοινωνικές της συνέπειες, επιχειρώντας ένα ψυχογράφημα των αξιών τόσο του συντηρητισμού όσο και του προοδευτισμού. > Πώς καταλήξατε να το μεταφράσετε; Γνωρίζατε το έργο του συγγραφέα από πριν; Οφείλω να σας ομολογήσω πως όχι. Όταν με προσέγγισαν οι εκδόσεις Κριτική για τη μετάφραση, ήμουν εξοικειωμένος πιο πολύ με το έργο της Ραντ και αυτό το στοιχείο μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Διαβάζοντας το βιβλίο, όμως, εντυπωσιάστηκα πραγματικά με αυτά που κάνει ο Cunningham. > Συναντήσατε δυσκολίες ή χρειάστηκε κάποιου είδους έρευνα για την μετάφραση; Ποιες είναι γενικά οι προκλήσεις στην μετάφραση ενός κόμικ; Κάθε μετάφραση έχει την έρευνα και τις προκλήσεις της – αν θες να κάνεις καλή δουλειά, εννοείται. Η μετάφραση των οικονομικών όρων ήταν αυτό που ήταν το πιο δύσκολο εδώ, γιατί έπρεπε να ανατρέξω σε άλλα βιβλία για να τους καταλάβω και κατόπιν να χρησιμοποιήσω δόκιμους όρους για τη μετάφρασή τους ή, αν αυτοί δεν υπήρχαν, να βρω το πιο κοντινό σε κάτι δόκιμο. Όσο για τη μετάφραση ενός κόμικ, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να διατηρήσεις ατόφιο το πνεύμα και το νόημα μιας φράσης παρά τον περιορισμό ότι η μετάφραση πρέπει οπωσδήποτε να χωρέσει στο αντίστοιχο μπαλονάκι ή λεζάντα. > Στο «Σούπερκραχ» παρουσιάζονται αρκετές αντιλήψεις σχετικά με τον σκοπό και την προέλευση της σημερινής οικονομικής κρίσης. Θεωρείτε ότι το βιβλίο αφορά και την ελληνική πραγματικότητα; Ναι, ο Cunningham όντως μας αφιερώνει κάποιο χώρο στο βιβλίο του – ήταν μια από τις εκπλήξεις για μένα όταν το διάβαζα. Και φυσικά το βιβλίο αφορά την ελληνική πραγματικότητα, σε τεράστιο βαθμό, γιατί η κρίση του 2008, όπως και οι συνέπειές της, ήταν και είναι ένα διεθνές φαινόμενο και αυτό οφείλουμε να το συνειδητοποιήσουμε και να το κατανοήσουμε σε βάθος. > Τόσο το «Δημοκρατία» όσο και το «Σούπερκραχ», αν και πραγματεύονται διαφορετικά θέματα, μιλούν για την καταπίεση, εξετάζουν ιδεολογίες και θέτουν ερωτήματα σχετικά με το τι σημαίνει ελευθερία και δημοκρατία. Πώς μπορούν δύο τόσο διαφορετικά έργα να έχουν τέτοιες ομοιότητες; Είναι αυτό που λέγαμε πριν, δεν είναι; Ίσως δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα κι ο λόγος που δεν αλλάζουν να είναι ο κοινός τους παρονομαστής, ο άνθρωπος, σε όλη του την ευγένεια και σε όλη του τη φρίκη.

> Σε αυτήν την ερώτηση θα παίξω «τον δικηγόρο του διαβόλου». Πολλά άτομα που δεν ασχολούνται με την 9η τέχνη, θεωρούν ότι το κόμικ ως μέσο απευθύνεται κυρίως σε παιδιά και μπορούν ακόμη και να αναρωτηθούν αν, ως ενήλικοι, έχουν κάποιο λόγο να διαβάσουν ένα κόμικ που πραγματεύεται τέτοια «σοβαρά» θέματα. Τι θα τους απαντούσατε; Είναι ο κινηματογράφος ή η λογοτεχνία μόνο για παιδιά ή ενήλικες, για κουλτουριάρηδες ή για ευρύ κοινό; Μπορούμε να συγχέουμε το μέσο με το έργο; Ανάλογα με τις απαντήσεις των δύσπιστων που περιγράφετε σε αυτά τα ερωτήματα, θα ήξερα αν έχω βάση συζήτησης μαζί τους ή όχι. > Τι έχουμε να περιμένουμε από εσάς στο μέλλον; Από κόμικς, κυκλοφορούν πολύ σύντομα το “Ubermensch!” σε σχέδιο του Βαγγέλη Ματζίρη από τη Jemma Press και το “Queen of Vampires” σε σχέδιο του Μάνου Λαγουβάρδου από την ARH Comix. Είναι, αντίστοιχα, μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας βασισμένη σε ένα διήγημα του Κιμ Νιούμαν για έναν υπεράνθρωπο στα χρόνια του Ναζισμού και μια μίνι σειρά fantasy με βρικόλακες στην αρχαία Μεσοποταμία. Παρά τους Έλληνες δημιουργούς, η ARH είναι αμερικανική εκδοτική εταιρεία και το “Queen of Vampires” είναι ένα «άνοιγμα» στην πιο παραδοσιακή αμερικανική αγορά των κόμικς, οπότε θα δούμε πώς θα πάει. Αναλόγως με αυτό, ίσως υπάρξουν κι άλλα κόμικς ή ένα νέο μυθιστόρημα που έχω ξεκινήσει. Είναι αστυνομικό θρίλερ με κάποιες πινελιές από φανταστικό και διαδραματίζεται στη δεκαετία του ‘60.

Η «Δημοκρατία» γράφτηκε αρχικά στα Αγγλικά και κυκλοφόρησε πρώτα σε Βρετανία και Αμερική και έχει ήδη εκδοθεί σε Γαλλία, Ελβετία, και Γερμανία. Επίσης, έχει υπογραφτεί συμβόλαιο με εκδοτικούς οίκους σε Βραζιλία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία και Πορτογαλία. Δημοκρατία, του Αλέκου Παπαδάτου - Αβραάμ Κάουα -Annie Di Donna Εκδόσεις Ίκαρος, 2015 Το «Σούπερκραχ: Το μεγάλο κόλπο με τη διεθνή οικονομία» του D. Cunningham πρωτοκυκλοφόρησε στην Αγγλία από τον εκδοτικό οίκο Myriad Productions, τον Οκτώβριο του 2014 και έχει εκδοθεί σε Αμερική, Γαλλία, Γερμανία, Κορέα, Τουρκία και Ολλανδία. Σούπερκραχ: Το μεγάλο κόλπο με τη διεθνή οικονομία, του Darryl Cunningham Μετάφραση: Αβραάμ Κάουα. Εκδόσεις Κριτική, 2015.

JAN 2016

ARTCORE

123


W h at ’ s t h e Sto ry

Ήρωες κινουμένων σχεδίων ως Hipster - ΤΟΥ Νικόλα Πολίτη -

Έχει την πλάκα του να βλέπεις πώς θα ήταν διάφοροι χαρακτήρες τοποθετημένοι σε διαφορετική εποχή Ή με άλλα χαρακτηριστικά απ’ αυτά που τους έχεις συνηθίσει. Πόσω μάλλον, όταν χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων μεταφέρονται στη σύγχρονη εποχή και ταυτόχρονα απομυθοποιούνται εκείνα τα στοιχεία που τους διακρίνουν όλα αυτά τα χρόνια. Σίγουρα, με αυτούς τους ήρωες μεγαλώσαμε και δε θέλουμε να χάσουνε… την αθωότητά τους, αλλά να πούμε την αλήθεια έχει πλάκα το συγκεκριμένο project του Κροάτη σκιτσογράφου Vanja Mrgan. Δείτε παρακάτω πως θα ήταν ο Yosemite Sam, ο Hellboy, ο Popeye, ο Batman και πολλοί άλλοι με μπόλικα γένια αλλά και μαλλιά όπου χρειάζεται, συμβαδίζοντας με την καινούρια μόδα.

124

ARTCORE

JAN 2016


ART ECH -OES

Yosemite Sam

Hellboy

Boba Fett

Batman

The Grinch

Clint Eastwood

Wario

Dilbert

Popeye

Porky Pig

Green Arrow

Robocop

JAN 2016

ARTCORE

125



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.