Αστυδρόμος #9 — Κραγιόν

Page 1

ΑΥ Γ Ο Υ Σ Τ Ο Σ 2 0 1 3


Ν.Κ.

Αυτό το ροζ σου το κραγιόν

μέθη σκορπάει από Σοβινιόν

κι όπως τα χείλη σου κινείς

είσαι η πηγή της ηδονής.

2


Sgt. N. Charlie

F. Levantes Πρωινό καλοκαιρινό φως. Είχε άγρια χαρακτηριστικά, ήταν σκυθρωπή, ψηλή με κύφωση, σαν τα κύματα του Hokusai. Στον δρόμο έμοιαζε σχεδόν φυσιολογική. Παρότι καμιά φορά την έπιανες να κοιτάει με τρόμο τα χέρια. Δικά της ή περαστικών. Στην γεμάτη παραλία χωρούσε άνετα, στα πλήθη κανείς δεν καταλάβαινε. Εκείνο το μεσημέρι η νωχέλεια είχε αμβλύνει κάθε επιρροή και εκείνη μπορούσε να περπατά σχεδόν αόρατη στην άμμο, να αφήνει σημάδια που γρήγορα θα έσβηναν και να πονά διακριτικά από το καυτό υπόστρωμα μιας δύσκολης πορείας. Μπροστά της στο ξύλινο μπαρ βρέθηκε ξαφνικά εκείνη η κοπέλα με τα απαλά χαρακτηριστικά, φίλη του Μάρκου. Της χαμογέλασε και έτεινε τα χέρια. «Καλημέρα σου, δεν έχουμε συστηθεί. Αλήθεια σου αρέσουν τα βερίκοκα; Εγώ τρελαίνομαι γι’ αυτά. Αν τα κρατήσεις απαλά, σου αποκαλύπτονται δίχως αναστολή. Σου έχουν πει ότι έχεις το δέρμα Μογγόλας; Μισώ τα συνθετικά χρώματα. Τα χείλη σου πρέπει να βάφονται με αίμα ή καρπούζι». Ήταν ενθουσιώδης και οι κινήσεις των χεριών της έφτιαχναν ζωγραφιές νηπίου, αφράτα σχήματα. Τα μάτια της ήταν πλατίνες του βυθού. Ασυναίσθητα η ψυχή της κόπασε και έπιασε τα χέρια της. Ήθελε να την οδηγήσει στον οπωρώνα που ήταν πάντα αφύλακτος, να κλέψουν μαζί δυο αγκαλιές φρούτα. Εκείνη την πήρε ως την θάλασσα. Δεν μπορούσε να προβάλλει αντιστάσεις. Μόνες έμειναν να κολυμπούν, μέχρι που η θάλασσα στολίστηκε κόκκινη, στην δύση του απομεσήμερου, να ξεβράζει την έμμηνο ρήση τους στα ψαράδικα πέρα από τον Ευβοϊκό. 3


Αλ

… Φανοποιός είμαι της τρίτης δημοτικού. Φιλόλογος ήταν η γυναίκα μου, και την αγαπούσα παράφορα! Μια μέρα, μου το ανακοίνωσε απότομα και τελεσίδικα: «Από σήμερα Σάκη μου, ξεκινάμε μαθήματα στα αρχαία Ελληνικά!!!» «Τι λες βρε γυναίκα;!» «Για να δέσεις κάπως με τις παρέες μου Σάκη. Κάθε μέρα θα σου γράφω με κραγιόν -που σε φτιάχνει κιόλας- πάνω στον καθρέφτη του μπάνιου, κάτι στα αρχαία, και μετά το συζητάμε, και αν είσαι καλός, τότε θα σου αφήνω το αποτύπωμα από τα χείλη πάνω στον καθρέφτη, αλλιώς την παλάμη!» 4


Φυσικά η μούντζα πήγαινε σύννεφο, αλλά το χειρότερο, είναι που γινότανε όλο και πιο ψυχρή μαζί μου. Η μπαχαριτζού του διπλανού καταστήματος μου είπε: «Σάκη αγόρι μου, η γυναίκα είναι σαν το μπαχάρι, αν δεν το τρίψεις δεν έχει άρωμα! Δεν φτάνει να αγαπάς, πρέπει να το δείξεις!» Έτσι και εγώ πήρα την καλύτερη ανθοδέσμη, και τράβηξα καρφί για το σχολείο. Συνήθως μόνο στην κοπή της πίτας πήγαινα. Ευτυχώς που έφτασα στο σχόλασμα και δεν είχε κόσμο, γιατί με την ανθοδέσμη στα χέρια μου αισθανόμουνα και λίγο φλώρος. Μπήκα με τη μια στο γραφείο τους και την βρήκα γυμνή, καβάλα στον λυκειάρχη, να κάνουν ‘ιππασία’. Βουκουφαλία μπορεί να το λένε αυτοί οι κουφάλες. Μου είπαν ότι εκείνη την ημέρα ήμουν σκέτη καταστροφή! Εγώ το μόνο που θυμάμαι είναι ότι κατανάλωσα τρία μολύβια κραγιόν για να γράψω πάνω στον καθρέφτη

ΣΚΡΟΦΑ – ΣΚΡΟΦΑ – ΣΚΡΟΦΑ……… Είναι παράδοξο, ότι η ‘κυρία’ φεύγοντας από το σπίτι, ξέχασε πολλά πράγματα δικά της, όμως δεν ξέχασε ούτε ένα κομματάκι κραγιόν?!!! Εμένα μου έμεινε ένα μόνιμο κάψιμο στο στομάχι, σαν ένα τσακμακωτό φωτοστέφανο, από τροχό πάνω σε λαμαρίνα……………… 5


6


Αριστοτέλης Ρήγας

η ώρα φτάνει γεμιστά με πατάτες το καλύτερο η γυναίκα σου κοιτάζει περίεργα προς τη μεριά μου το μάτι κόβει σαν ξίφος και με περνά ανελέητα μέσα στην άχλυ του χρόνου υψώνεται ακτινοβολεί η γωνία των χειλιών χαριεντίζεται με τις ακτίδες κόκκινο βαθύ πεδιάδες και όρη σκληρό τοπίο καταλαβαίνω τις τροχιές των αστέρων γλυκό καρπούζι και το κραγιόν σου αποδεκατίζεται από το χρόνο 7


Γιάννης Σοβαρός

Η Παραγγελιά! ξεκινάει. Η Κατερίνα, η Κατερίνα μας λέω, για τη δική μας λέω, βάφεται μέσα σε καπνούς από τσιγάρο που καίγεται με κοφτές κινήσεις, ολίγον νευρική, μάγουλα, χείλια, μάτια, χτενίζεται, γκρεμίζεται, θυμάται, σκορπίζεται και αρχίζει να ξεβάφεται, γεμίζει κραγιόν παντού είναι όμορφη, ερωτική, είναι ευάλωτη, πασαλείβεται, θέλω να τη φιλήσω. Τέλος γράφει στον καθρέπτη με το κραγιόν και φεύγει. Και όλα αυτά να διαδραματίζονται ακούγοντας το τραγούδι “Ποιος θα με πληροφορήσει” με το τρίο που σκοτώνει Καλδάρας, Ευτυχία και Καζαντζίδης φίλος - φίλος έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης… “Τι έχουν και δακρύζουνε... κλαίει μια καταστροφή” και τα γνωστά. Έπειτα ο κύριος Τάσιος, αγαπηθήκαμε, ε, Τάσιε; δείχνει λαϊκούς ανθρώπους στο δρόμο με μουσικό άσμα τώρα το “Βαδίζω και Παραμιλώ” του Παπαϊωάννου ώσπου ξαφνικά σκάνε ντραμς και εισβάλει η συγκλονιστική, για τα βλαχαδερά της εποχής εκείνης, μουσική του Κυριάκου Σφέτσα με σπάνιους αυτοσχεδιασμούς σε ανατολίζουσες και δυτικότροπες εκδοχές με κλαρίνο και τρομπέτα και η ποιήτρια απαγγέλλει το ποίημα Θέλω να κουβεντιάσω σε ένα καφενείο… και να μην έχει θάλασσα και τα σχετικά. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ τα γνωρίζουν καλά αυτά τα ποιήματα. Αυτά τα πρώτα επτά λεπτά της ταινίας μου σφράγισαν τη ζωή μου. Πάντα έπαιζα τραμπάλα ανάμεσα στο παλιό και το σύγχρονο, στο παραδοσιακό και το μοντέρνο, στο ρεμπέτικο και το ροκ (Τα μπλουζ του Πρίγκιπα). Και οι μεν και οι δε με κατέκριναν, με χλεύαζαν, έπρεπε να διαλέξω, ποτέ δεν πήρα απόφαση γιατί μ’ αρέσει η τραμπάλα. 8


Ήταν δεν ήταν περίπου έξι μήνες πριν δω την ταινία, μαθητής Λυκείου όταν η Ντίνα έσκασε και αυτή (όπως τα ντραμς) μέσα στην αίθουσα της τάξης από κοπάνα, 15 λεπτά πριν τελειώσει το μάθημα της 4η ώρας πασαλειμμένη με κραγιόν στα χείλη της που πρόδιδε παθιασμένα φιλιά, τα μάτια της βαθιά, τα μαλλιά της μπερδεμένα, φαινόταν θολωμένη, λαχανιασμένη. Κάθισε γρήγορα στο θρανίο της έπειτα από το διακριτικό νόημα της καθηγήτριας, χωρίς να διακόψει τη ροή της παράδοσης. Ήταν όμορφη, ερωτική, ήταν ευάλωτη. Άρχισαν οι ψίθυροι, η καθηγήτρια με μια κίνηση ματ έβγαλε φύλλα εργασίας και το μάθημα ολοκληρώθηκε ομαλά πριν παρεκτραπεί, ενώ η Ντίνα έδειχνε ακόμα να μην έχει καταλάβει που βρίσκεται. Σε μισή ώρα έχουμε τη τελική πρόβα για το θεατρικό έργο που θα ανεβάσουμε και βρισκόμαστε στα καμαρίνια και βαφόμαστε. Η Ντίνα ως σκηνοθέτης, ανταμώσαμε μετά από χρόνια και με πήρε στην ερασιτεχνική της θεατρική ομάδα, μας δίνει τις τελικές οδηγίες πίνοντας μια κούπα με καφέ. Σηκωνόμαστε, προχωράμε στη σκηνή πρέπει να είμαστε συγκεντρωμένοι, αφήνει τον καφέ της με το κόκκινο κραγιόν να δεσπόζει αποτυπωμένο στα χείλια της κούπας …και στην ανάμνηση των εφηβικών μας εμπειριών. Οι άνθρωποι σκέψου…

9


Βάσω Καμαράτου Και ξύνω το κραγιόν Και ξύνω το κραγιόν με το μαχαίρι... Τίποτα δεν θυμάμαι απ’ αυτήν τη φωτογραφία... Πως κρατούσα έτσι την κούκλα; Που το ήξερα; Πως το ήξερα; Μόνο ότι είμαι ίδια βλέπω και το αναγνωρίζω Πόσο μοιάζω εγώ και η φωτογραφία μου Θα ’θελα να κάθομαι εκεί δίπλα μου Και να με προσέχω εγώ Θα ’θελα να ’μαι εγώ εκεί για μένα Εγώ εκεί δίπλα μου Εγώ εκεί δίπλα μου να με προσέχω Εγώ εκεί δίπλα μου να με κρατώ αγκαλιά Εγώ εκεί δίπλα μου να μου κρατώ το χεράκι Εγώ εκεί δίπλα μου να με κοιτώ Εγώ εκεί δίπλα μου να μου χαμογελώ Εγώ εκεί δίπλα μου να μου μιλώ Εγώ εκεί δίπλα μου Εγώ εκεί δίπλα μου να με μαθαίνω Εγώ εκεί δίπλα μου να με πηγαίνω βόλτες Εγώ εκεί δίπλα μου για να μην φοβάμαι τα βράδια Εγώ εκεί δίπλα μου Εγώ εκεί δίπλα μου να περπατώ μαζί μου Εγώ εκεί δίπλα μου Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω ιστορίες

10


Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω ιστορίες για τους δρόμους Εγώ εκεί δίπλα να μου γράφω ιστορίες για τους ανθρώπους Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω ιστορίες για τα δέντρα, να μου γράφω ιστορίες για τα ζώα Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω ιστορίες για πλατείες Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω ιστορίες για ψηλά βουνά, για ψηλούς ουρανοξύστες, για ψηλούς γερανούς Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω ιστορίες για χωριά, για πόλεις Εγώ εκεί δίπλα μου γράφω ιστορίες για ήχους, για ήχους που ακούγονται στο σκοτάδι Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω για τον πόνο, να μου γράφω ιστορίες για τον ανθρώπινο πόνο Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω για τα δάκρυα που τρέχουν από τα ματιά Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω ιστορίες για όλους τους θεούς του κόσμου Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω για τις θάλασσες Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω Εγώ εκεί δίπλα μου να μου γράφω ιστορίες Και όταν θα μεγαλώσω αρκετά και το κραγιόν μου δεν θα έχει άλλο χώρο για να το ξύσω με το μαχαίρι Εγώ εκεί δίπλα μου θα μου γράψω με το μικρούτσικο κραγιόν μου Θα μου γράψω την τελευταία ιστορία Θα μου γράψω και θα μου πω Πως οι άνθρωποι κάποτε πεθαίνουν...

11


Δήμητρα Περδίκη

Αποτυπώμα σε χαρτί τουαλέτας από κραγιόν... όσο πήγαινε το μάτι από τα αριστερά στα δεξιά γινότανε πιο ροζ.

Ήτανε η πρώτη φορά που έβαζε κραγιόν. Με πόση χαριτωμενιά είχε βγει στη σκηνή... μα οι αντιδράσεις τους ήταν κοροϊδευτικές. Τότε μπήκε στην τουαλέτα κι άργησε να βγει. Κάθε φορά που άκουγε το όνομα αυτών που την είχαν χάσει έδινε και από ένα φιλί στο κωλόχαρτο. Κάθε φορά που άκουγε τα ονόματα που της έδιναν. Υπεροπτική, φιλάρεσκη, εγωκεντρική. Έδινε και από ένα φιλί. Τα χείλη είναι τώρα στεγνά από το τόσο καθάρισμα. Κι οι επιθυμίες κι αυτές μαζί. Ταπεινότητα έγινε το όνομά της. ... ήταν η πρώτη φορά που πήγε να χαρεί τις χάρες της θηλυκότητας. Μα τότε δεν ήταν η ώρα της –ακούστηκε... Όταν πια αυτή η ώρα ήρθε, είχε γίνει πια φεμινίστρια. Τα χείλη της υπήρχαν κατά βάση για να μιλά και μιλώντας να ελκύει και να διώχνει. 12


Αν κάποιος κατάφερνε να τα βάλει σε ρυθμούς αλλιώτικους –αυτούς του φιλιού– σύντομα θα τον δάγκωνε. Στον προσωπικό της χρόνο παίρνει κραγιόν και κάνει γραμμές στους καθρέπτες. Γραμμές που πάνε να γίνουνε χείλη μα δεν τα καταφέρνουν. Καθρεπτίζει πάνω τους τα χείλη της. Ίδια κλόουν. Γελά από μέσα της να μην την ακούσουν και τη γιουχάρουν –κι αυτή τη φορά για το μη πρέπον της τωρινής της ηλικίας… Γελά με το κραγιόν πού ’ναι έξω από το περίγραμμα των χειλιών της. Κι έρχεται η στιγμή που βάζει κραγιόν ύστερα από την τραυματική εκείνη πρώτη εμπειρία. Σμίγει τα χείλη. Βαστά ανάσα. Άγαλμα… Γλουουπ… Δεν κρατήθηκε, γέλασε και η γραμμή του κραγιόν διασχίζει το πηγούνι.

Μα πότε επιτέλους θα τα καταφέρει αυτό το κορίτσι; Και τότε παίρνει την απόφαση που θα πάει τη ζωή της ένα σκαλοπάτι μπροστά. Από φεμινίστρια κι αδέξια –κι αντιστρόφως– αποφασίζει να γίνει αισθητικός. Γιατί το μυρίζεται… όσο και να τραντάζονται τα κοινωνικά θεμέλια από την οικονομική την κρίση, τα χείλη των γυναικών την ώρα που προσγειώνεται στο έδαφός τους το κραγιόν μένουν πεισματικά απαθή. Μια απάθεια γεμάτη σφίξιμο. Ζει γι’ αυτή τη στιγμή που το κραγιόν ανταμώνει τα αδιαπέραστα χείλη. Αυτή ποτέ δεν θα τα καταφέρει. Δεν θα τα καταφέρει γιατί γελά. Δεν τα καταφέρνει κι από μέσα της γελά. 13


14

Σαν κραγιόν.

Τώρα είσαι γεμάτη αίματα. Κόκκινο, έντονο πουτανέ αίμα.

και κουτουλάς με μίσος τον καθρέφτη.

φωνάζεις με όση δύναμη σου έχει απομείνει «ΓΑΜΙΕΣΤΕ»

Βάζεις ένα έντονο, κόκκινο πουτανέ κραγιόν στα σκασμένα χείλη σου,

Και ξυπνάς. Πας στον καθρέφτη με πεθαμένα βήματα.

Προκαλείς οίκτο. Προκαλείς φόβο και θλίψη.

Το κορμί σου σκελετωμένο, στάζει αηδία.

Τα μαλλιά σου λιγδωμένα. Τα δόντια σου μαύρα.

ξεφτιλίζουν κάθε κύτταρο της γαμημένης ύπαρξής σου.

Σωματικά υγρά γνωστών και αγνώστων

Σε πατάνε κάτω. Σε χτυπούν.

Βρώμικη. Άσχημη. Βιασμένη από όλες τις πάντες.

Διαλυμένη από την κορφή ως τα νύχια.

Νίκος Μπόβολος


Αλέξανδρος Κεφαλάς

Κοιτά για ώρα έκπληκτη το είδωλό της στον καθρέφτη. Κορίτσι άγουρο, κοντά στα δεκαπέντε. Κορμί πρόωρα μεστό, σχεδόν αισθησιακό, ασφυκτικά γεμάτο με χυμούς, που τόσοι ανομολόγητα ποθούν, βλέμμα γυναίκας σωστής όλο υποσχέσεις. Τα κουμπιά της μπλούζας σε έκφυλο σχηματισμό αφήνουν έκθετα τα ανέγγιχτά της στήθη, ύστατη σπονδή στη λαγνεία της ήβης, στην ένωση τη σαρκική που αδημονεί να ’ρθει. Απ’ το λογισμό στ’ όνειρο, αφέθηκε στη ρότα του κι εχάθη. Ξάφνου το είδωλο το ερωτικό γίνεται γέλιο, σκορπά.

Παιδί και πάλι, σκουπίζει με βιάση της μάνας το κραγιόν. Μα να, εκεί στο άνω χείλος άλικο σημάδι μένει, σκιά ανεξίτηλη ντροπής της λερωμένης αθωότητας.

15


Χαρά Φρουδαράκη

Τα χρώματα της ίριδας την εξουθένωναν σε βαθμό που η ματαιοδοξία της πήγαινε βόλτα με το ανοιξιάτικο παλτό της και τα παπούτσια προοιώνιζαν μία έξοδο χωρίς γυρισμό. «Πάντα να γεμίζεις το περίγραμμα, πάντα να προσέχεις τις ατέλειες, πάντα να αφαιρείς απ’ όπου μπορείς για να προσθέτεις χαμόγελο να αναιρείς τη φύση του παροντικού στυλ για να προσδώσεις ύφος, το ύφος είναι εκείνο που μετράει, «Δεν βάφεις καλά με αυτό, χρησιμοποίησε εκείνο», «---Θα το βγάλω από την τσάντα μου χωρίς να με δει κανένας, είμαι πολύ καλή σε αυτό», «Πριν κοιτάξεις θα έχω βαφτεί,, θα είμαι η δική σου άλλη», «Μ’ αρέσω έτσι αν και δεν ταιριάζει με την απόχρωση του προσώπου, ποιος θα το καταλάβει ωστόσο;», «Θα με δουν με το πιο μπορντό κι ίσως ξεχάσουν την προηγούμενη φορά», «Μια γυναίκα οφείλει να επενδύει στη μάσκα του καλλωπισμού της»… 16


17


Μία από τις λίγες σκηνές της ταινίας This Must Be The Place, με τον Σον Πεν, που ο ίδιος υποδύεται έναν βετεράνο μουσικό της ροκ με πρότυπο τον τραγουδιστή των Cure, δείχνει τον ίδιο μέσα στο ασανσέρ με μια τυχαία παρέα γυναικών οι οποίες συζητάνε για το μυστικό που βοηθά στο να διατηρείται στο πρόσωπο η τρελή εφεύρεση του κραγιόν κι ενώ εκείνες εξακολουθούν να αναρωτιούνται, έρχεται ο ήρωας μας κι επεμβαίνει δίνοντας την απάντηση της καλά απλωμένης πούδρας. Μία γυναίκα γύρω στα 40 με αξιοπρεπή αυτοεκτίμηση και πολύ νεύρο στη δουλειά της έχει αρχίσει να θεωρεί δεδομένη την απόλυση της. Θέλοντας να τονίσει το φαίνεσθαι και να τονώσει το είναι της, υπερβάλλει σημαντικά στη χρήση βαφτικών, φαίνεται αυτά αποτελούν ελιξίριο επιβίωσης σε δουλειές όπου η γυναίκα έχει αποκτήσει κώδικα εμφάνισης μετά από χρόνια, όπως το ίδιο συμβαίνει και για τις νεοσύλλεκτες με άλλη έννοια φυσικά. Αρχίζει και περιχαράσσει την ελπίδα της με κραγιόν, τα γοβάκια της έχουν απομακρυνθεί από τη φτέρνα, τα πόδια της τα νιώθει σαν να αγγίζουν διαρκώς το χείλος ενός άφαντου γκρεμού και το ταγιέρ της προϊδεάζει για πολύ χρήση και υπέρ το δέον προσπάθεια να δείχνει αυτοπεποίθηση. Γυρνάνε απνευστί οι λεπτοδείκτες, ο χρόνος δίνει συνεχώς την εντύπωση του μη αναμενόμενου ή ενός στοιχείου παρόν αλλά άφαντου, κι όμως εκείνη σιάζει τα μαλλιά της, κοιτάει με πειστικό αφοπλισμό το εμβρόντητο βλέμμα της, ρίχνει μια ματιά στη φωτογραφία της Μπριζίτ Μπαρντώ που χάσκει στη γωνία του καθρέφτη και περνάει από εξονυχιστικό έλεγχο τις γωνίες της. Τώρα θα αποφασίσει τι είναι πιο θλιβερό, η γυναίκα του Les Amoures Imaginaires, που λόγω μιας ανδρικής νύξης θεώρησε ότι μπορεί να προσομοιάσει στην Audrey Hepburn και ξεκίνησε να 18


ντύνεται υποδυόμενη το ρόλo εκείνης στην πραγματική ζωή αυτό που αναλύει τόση ώρα; Η χρήση τόσων χημικών για την εξασφάλιση μίας υπέροχης μάσκας για ακόμα μία φορά ή η ανασφάλεια της διαδικασίας πριν και μετά. «Ποιος με καθορίζει ως είναι πρώτος από μένα;», αναρωτιέται… «Αν κάποια θα φωνάξει απόψε αυτή θα είμαι εγώ», λέει και ξαναλέει στον εαυτό της μέχρι να χαθεί η χροιά του φόβου που την έχει καταβάλει. «Κανένας δεν ξέρει να με τρομάζει μέχρι θανάτου, από το πρόσωπο μου όταν τον προκαλώ», ψιθυρίζει εφησυχαστικά λες και την παρακολουθούν. …Από μικρή απομονωνόταν στο πιο απόκρημνο σημείο, έκλεβε το κραγιόν της μητέρας της και από αντίδραση στους κανόνες της καλής ζωής και στο συντηρητισμό του κύκλου τους έβαφε τους κορμούς των δέντρων χρησιμοποιώντας και εξαντλώντας ό,τι χρωστική ουσία είχε απομείνει στο κατεστραμμένο πια κραγιόν. «Η ζωή μου περιοδεύει με τους νεκρούς, τι νόημα έχει να τη χρωματίζω;». «Οι Αιγύπτιες ήταν τόσο τρελές που θαβόντουσαν βαμμένες, μην πάνε όπως κι όπως στον άλλο κόσμο! Η καλή κοινωνία αποτελείται από μούμιες που κατατρώγονται από ζωύφια και σκαραβαίους με την πραγματική φύση να τους περιβάλλει χωρίς να είναι ορατή. Οφείλουμε να της επιστρέφουμε ό,τι μας δόθηκε ή να της μαθαίνουμε μάγια με πολύχρωμα κραγιόν».

19


Νικόλαος Λιάγκας

Πόλη αμαρτωλή με ιστούς παθών πλεγμένη μ’ ένα ελάχιστο σύνορο από το χάος χωρισμένη Εκείνη. Ασπρόμαυρη φιγούρα σε αντίστοιχο μοιραίο θηλυκό σε ρετρό ταινία με τον κίνδυνο στα χείλη -σαν υπόσχεση του Σοπέν-, τα βαπτισμένα στο κόκκινο. Θυμίζει τη θυσία της Ρουέν, όταν η Ζαν ντ’ Αρκ καιγόταν στου φανατισμού το ρεφρέν. Με το άλικο πανωφόρι στο φιλί με μια μαγνητική θλίψη στα μάτια σαν κλαίουσα γιορτή το άρωμά της στα πνιγερά σοκάκια τριγυρίζει.

20

Το κραγιόν της Εύας

τερέν


Μια υπόσχεση από παλιές Εδέμ απ’ την πηγή της σαγήνης της αναβλύζει. Σαν την αντικρίζω μια λεγεώνα ορμών με κατακλύζει. Με θυμάται -Αδάμ!και τα μάτια πρόσκαιρα κλείνει σα λίγο να κοιμάται. Ψιθυρίζει, ‘’συγγνώμη’’ και με τα έρυθρα χείλη της τα δικά μου πυρώνει. Έπειτα, φεύγει. Μα το κραγιόν της πάνω μου σα φλογισμένο τατού μένει. Και η αμαρτωλή πόλη για ένα ακόμη σούρουπο συνεχίζει να ασθμαίνει.

21


Σοφία Ανδρουλιδάκη

Ήταν ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο του 2068 στην έρημη πόλη. Το σπάσιμο των σταχυών τράβηξε την προσοχή των πουλιών. Δύο καστανά κεφάλια, η Αντίσα και η Ηρώ κοντοστάθηκαν δίπλα στο μεγάλο βράχο, ζυγίζοντας αν κανείς τις είχε ακολουθήσει. Στριμώχτηκαν σε ένα άνοιγμα και αυτό τις κατάπιε. Προχώρησαν στο στενό, με μια γραμμή ουρανού από πάνω τους, ώσπου βρέθηκαν σε ένα φωτεινό πλάτωμα. Η Ηρώ έδειξε ένα κουτί: ‘Εδώ έχει μουσική’. Τράβηξε ένα πανί: ‘Ο καθρέφτης’. Έσυρε ένα καλάθι πίσω απ’ τον καθρέφτη: ‘ Τα υπόλοιπα’. Η Αντίσα το πήρε. Τοποθέτησε στα βαθουλώματα του βράχου, ό,τι βρήκε μέσα. Πλαστικά φρούτα, ένα κίτρινο καπάκι με ένα αστέρι πάνω, που έλεγε ‘Newcastle’, μινιατούρες μαρμελάδας και ένα μπλε παστέλ. «Βάλε και τα δικά σου», της είπε η Ηρώ, ενώ διάλεξε να ακούσουν μια κασσέτα που έγραφε: «Μουσική της Σοφί». Στο βράχο προστέθηκαν ένα τεράγωνο βιβλίο με τίτλο ‘Pebble Island’, ένα μολύβι ματιών και μια κασσέτα που έγραφε ‘Μουσική της Αντίσα’. Η Ηρώ πάτησε το τρίγωνο κουμπί και ακούστηκε ένα μελαγχολικό βιμπράφωνο. Κοιτάχθηκαν στον καθρέφτη. Έβαψαν τα κατσιασμένα τους μαλλιά με το μπλε παστέλ και τους σφήνωσαν ψεύτικα σταφύλια. Ζωγράφισαν τα βλέφαρά τους μαύρα. ‘Και κραγιόν;’, ρώτησε η Αντίσα. ‘Δεν έχει’, είπε η Ηρώ ανοίγοντας μια μινιατούρα μαρμελάδας. ‘Όμως 22


έχω αυτό. Είναι φράουλα’. Άπλωσαν μαρμελάδα στο στόμα τους και στα χέρια τους ζωγράφισαν λουλούδια και έβαψαν με φράουλα στα ροδοπέταλά τους. Χάζεψαν πάλι στον καθρέφτη. Η Αντίσα ρώτησε για το καπάκι με το αστέρι. Οι δύο φίλες συμφώνησαν να ψάξουν για άλλο ένα ίδιο και να φτιάξουν σκουλαρίκια. Τα πουλιά τις είδαν να ξαναβγαίνουν στα στάχυα, αν ήταν όντως εκείνες. Η Ηρώ χάζευε, ενώ η Αντίσα είχε απομακρυνθεί αρκετά, αναψοκοκκινισμένη απ΄ τη ζέστη, όταν μέσα από ένα θάμνο, ένα θηρίο πετάχτηκε, την άρπαξε και εξαφανίστηκαν μαζί. Όσο ο ήλιος έδυε, η Ηρώ θύμωνε που έμεινε πάλι μόνη της, ενώ τα πουλιά άκουσαν κάποια θηρία να συζητούν ότι προτιμούν τα κορίτσια με κόκκινα χείλη, επειδή έχουν γεύση φράουλα.


Γ. Τ.

Ο δρόμος και η θάλασσα Στο δρόμο πινακίδα: Προσοχή, ολισθηρό οδόστρωμα. Κορμιά λικνίζονται γλιστρώντας στις άσπρες γραμμές της ασφάλτου. Αυτοκίνητα ρυμουλκά σέρνουν καναπέδες μέσα σε σκοτεινά τούνελ. 24


Στους τοίχους συνθήματα γραμμένα με μανό, ασβέστη, κάρβουνο και κηρομπογιές. «Θα σ’ αγαπώ για πάντα», «Που πάει ο έρωτας όταν πεθαίνει;», «Θύρα 18». «Λαέ, που την κεφαλή κλίναι;» Πιο κάτω ίχνη από απότομο φρενάρισμα. Φορτηγό με μπίρες παρκαρισμένο δίπλα στο πεζοδρόμιο. Οδηγοί πίνουν μπίρες ξαπλωμένοι σε καναπέδες, λιάζοντας τις νωθρές κοιλιές τους σαν σαλαμάνδρες στον ήλιο. Το σκηνικό είναι έτοιμο. Ένας τσαλαπετεινός διασχίζει κάθετα το δρόμο. Ένα ζευγάρι, εκείνος οδηγεί, εκείνη κλαίει. Εκείνος ξεφυσά τολύπες καπνού, εκείνη αναμοχλεύει λύπες. Εκείνος λέει για πίπες και εκείνη μαζεύει τουλίπες. Εκείνος γελάει, εκείνη μιλάει. Ο τσαλαπετεινός σταματάει πάνω στη διαχωριστική γραμμή. Ζουμ στα μάτια του τσαλαπετεινού. Ο τρόμος της επιβίωσης. Χιλιάδες στιγμές μαζεμένες σε ένα βλέμμα. Μια ζωή τσαλαπατημένη από δύο ζευγάρια βλοσυρά μάτια. Ερωτηματικά ζωγραφίζονται στα μάτια των οδηγών. Μπίρα στον ήλιο και τσόφλια από ηλιόσπορο. Έρημος κόσμος. Αχανείς εκτάσεις δυσεντερίας και απόγνωσης. Πετρέλαιο και αποπνικτικό καυσαέριο. Γυάλινα κλουβιά και μυρωδιά από πίσσα, τσιμέντο και στενοχώρια, μαύροι καπνοί από το ναυάγιο του Οδυσσέα. Λοστρόμος ζωγραφισμένος απάνω στο κατάρτι. Εμπορευματική σαγήνη πλανιέται στον αέρα. Κατανάλωση ανθρώπων από Λαιστρυγόνες. Κυκλώπεια τείχη πολυκατοικιών βγάζουν με τις κεραίες τους τα μάτια του ήλιου. Το πρόσωπο της Σελήνης ζωγραφισμένο με αίμα. Ο Οδυσσέας δεν έφτασε ποτέ στην Ιθάκη. Τον δολοφόνησαν. Απόρρητο έγγραφο. Τον έθαψαν στην βάρκα του. Αντί για φτυάρια χρησιμοποίησαν κουπιά. Η Καλυψώ καλύπτει τα νώτα της. Βάφει τα χείλη της με ξεθωριασμένο κραγιόν και βυθίζεται κάθε μέρα και περισσότερο στη θάλασσα του αλκοόλ. Τα μάγουλά της κόκκινα. Από πεθαμένο πόθο στα χρώματα του ρουζ. Κανείς δεν γύρισε ποτέ πίσω. Γιατί αυτό που ήταν δεν είναι πια. Κι αυτό που είναι δεν θα ξαναρθεί. 25


Νικόλαος Λιάγκας

Η πόλη σε φιλά όπως αυτοκτονεί το τσιγάρο στο τασάκι. Μια απρόσμενη βροχή στουκάρει πάνω σε πυρωμένα τσιμέντα και επιστρέφει στον ουρανό σαν αποτυχημένο μήνυμα Ινδιάνου. Γελάς, σκέφτεσαι πως ο Μανιτού εκφυλίστηκε σε Money-τού, σε μια σκυταλοδρομία που ζέχνει από το σήμα του αλυτάρχη, εξαρχής. Κυνήγι του πολίτη, του ‘’εγώ’’ ο ιμπεριαλισμός, με χρηματικές ταπετσαρίες σε ένα υδροκέφαλο μοτίβο υλισμού. Η Θεσσαλονίκη φορά το κραγιόν της σήψης και φιλά αρρωστημένα τους ελπιδοφόρους ρομαντικούς. Μαγειρεμένη με βαλκανικά κουσούρια και καταβροχθισμένη από υπερτροφικά γλέντια, μεταμορφώθηκε σε μια εσχατόγηρη έφηβη νύμφη. Φοιτητές στοιχισμένοι σαν αποικία αχινών στην απόκρημνη πατρίδα της προοπτικής, εκφορτίζουν τη νιότη τους αναμασώντας κλισέ και συντηρώντας της συνήθειας το πύον. Τα υποβρύχια της ψυχής χωρούν σε ένα φραπέ γλυκό με γάλα, δώρο το περισκόπιο για να το στρέφεις άστατα, ποικιλόχρωμο καλαμάκι. Φιλοσοφία, πολιτική, άποψη, έρως, επικαιρότητα, κριτική. Πυλώνες κι άξονες σύνδεσης των ψυχών, έννοιες με λησμονημένο ειδικό βάρος. Έννοιες που κάποτε ήταν βράχοι, τώρα γίνονται ντόμινο ελαφρόπετρας, στον ανταγωνισμό του ξερολισμού, στη χώρα του Ωχαδερφιστάν. 26


Δε χρειαζόμαστε άλλα κραγιόν, δε μας είναι απαραίτητα τα επίπλαστα ρούχα της βιαστικής εντύπωσης και της πιεστικής καινοτομίας. Μας είναι απαραίτητα τα ρόδινα χείλη της ζωής. Για να τα φιλήσουμε, για να μας φιλήσουν, πρέπει να καλέσουμε πίσω στα σπίτια μας τα αποδημητικά πουλιά των αρετών μας. Σμήνη μνήμης και θαλπωρής, στις ματωμένες φωλιές των καρδιών μας να επαναπατριστούν και να μας θυμίσουν την απόχρωση της αειφόρας άνοιξης του έρωτα, του αυθορμητισμού, της αγάπης, της αγκαλιάς, της συμπόνιας. Μα η βροχή ακόμα πέφτει κι απόψε προσεύχομαι, ιδρώτα θλιμμένου Θεού να πάψει να θυμίζει και δάκρυα καθαρτικά στην πόλη μου να χαρίσει. 27


Efi

Η νύχτα δεν μου φτάνει πια Δεν μου φτάνει ο λιγοστός της χρόνος περνά περήφανα και δεν επιστρέφει μειλίχιος σαν χρόνος μελλοθάνατου. Η κάθε νύχτα δεν μου φτάνει πια Και το κάθε βράδυ διαφορετικό Συγγενείς που τα πρωινά Μας βρίσκουν στην κηδεία των προγόνων τους. Πώς να τα προλάβω όλα μάτια μου σε ένα βράδυ. Να σε δω πίσω απ’ το υγρό πέπλο της θλίψης μου Να σου μιλήσω με την ανίσχυρη από έρωτα φωνή μου Να δυναμώσω για να ηττηθώ έπειτα απ’ τα χάδια σου Να με ερωτευτώ εγώ πρώτη Για να αισθανθώ την ειλικρίνεια του διαπεραστικού σου βλέμματος Και ύστερα να κοιμηθώ Γαλήνια και πράα μέσα στα σκοτεινά σου χέρια Γνωρίζοντας πως και ετούτη η νύχτα αργοπεθαίνει Και μαζί της ο χρόνος, το κάθε λεπτό από αυτά τα χιλιάδες Που μου χάρισες.. Και αυτή η λάμψη σου. Με οδηγεί μέσα στο κάθε σκοτάδι Πες μου πώς θα πάψω να κοιτάζω τα ολοζώντανα μάτια σου Πως τυφλή μου λες να επιστρέψω στο διάφανο φως της μέρας Ας έμενες κοντά μου Μόνο για πάντα Και η κάθε μελανή κηδεία της αυγής 28


Θα γινόταν πανηγύρι. Από εκείνα τα παγανιστικά σαρκαστικά πανηγύρια Που μοναδικό σκοπό έχουν την αλλοτρίωση του συνήθους Όπως και κάθε γιορτή άλλωστε μάτια μου Μια τέτοια γιορτή θα σου ξημέρωνα κάθε μέρα Εγώ με τα χέρια μου θα τραβούσα τον ήλιο Να βγει απ’ την ανατολή Χωρίς να καίγομαι μάτια μου Δεν μπορούν να καούν δυο χέρια Φιλημένα από τον έρωτά σου Κάθε πρωί σου λέω Θα σε ταΐζω νέκταρ απ’ το σώμα μου Δεν θα πεινάσεις ποτέ ξανά Αλλά ούτε θα κορεσθείς Και το νέκταρ θα’ ναι πάντα άλλο Καινούργιο, σαν την κάθε μας μέρα Σαν μικρό παιδί που ανακαλύπτει απ’ την αρχή τον κόσμο Αχ μάτια μου μη μου φεύγεις. Μη μ’ αφήνεις να ξημερώνω Μονή με τα νοερά σημάδια σου Μείνε και εγώ θα φέρω μύρο Να σου πλύνω τα κουρασμένα σου πόδια Και μύρτιλο να χαϊδέψω το κυρτό κορμί σου Να υψωθείς καλέ μου Σαν αιωνόβιο σοφό δέντρο Να χαίρεσαι που με ξημερώνεις καλέ μου. Τόσο απλά. Απλά να χαίρεσαι 29


Κάθε πρωινό. Είμαι κουρασμένη καλέ μου Με κούρασε η γνώση απ’ τα μελλούμενα Δεν ήξερα ποτέ όταν ευχόμουν να γνωρίζω Πως κάθε αυγή θα νεκρωνόμουν με τη νύχτα Πως το να γνωρίζεις τους πιθανούς σου δρόμους Είναι σαν τους έχεις ήδη περπατήσει Μόνη χωρίς αισθήματα Χωρίς ρίγη, χωρίς συναίσθημα Νεκρή να με προσπερνάνε οι μέρες Καθρέφτες χωρίς αντίκρισμα Ανάξια να πολεμήσω μια ανύπαρκτη μάχη. Στάσου. Που πας; Δεν ξημερώνει ποτέ κι ας λάμπει ο ουρανός Αν δεν μου λες μια ταπεινή καλημέρα. Και όλη την αγάπη των άλλων που αγαπώ Ανίκανη να τη συγκρατήσω Σε αυτή την ψυχή που ’γινε κόσκινο. Και σήμερα ξυπνώ Και κάνω σχέδια κενά Στην αναμονή της γεμάτης όψης σου Φορώντας όλες μου τις γυναικείες ανασφάλειες Το φόρεμα, το κραγιόν, το άρωμα, το μοιραίο προσωπείο. Μα καμία τους δεν με ζωντανεύει μάτια μου Όχι καμία τους, μ’ ακούς; Μονάχα εσύ με ζωντανεύεις καλέ μου Μονάχα εσύ. 30


Sarah

Χείλη Βαμμένα Μεγάλη αίθουσα, πλήθος κόσμου -όμορφος κόσμος-... το μόνο που μπορείς να διακρίνεις από εδώ είναι πρόσωπα, απρόσωπα! Όλα μοιάζουν ασπρόμαυρα, άρχισα να βαριέμαι, νόμιζα πως τίποτα δεν θα είχε ενδιαφέρον. Το ποτό άφθονο, μου μιλούσαν μα δεν άκουγα, το βλέμμα μου έτρεχε! Ένιωθα σαν αετός, που από ψηλά ψάχνει να βρει την λεία του, δεν είχα όμως καταλάβει ότι κοιτούσα, μα στην ουσία δεν έβλεπα. Μαύρο άσπρο, άσπρο μαύρο, γκρι μαύρο, άσπρο κόκκινο, μαύρο άσπρο, δεν θυμόμουνα τίποτα… παρά μόνο το κραγιόν!

31


ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΤΕΥΧΗ # 1 Ψυγείο

# 5 Κουλοχέρης

# 2 Spam

# 6 Ποδήλατο

# 3 Δορυφόρος

# 7 Σήψη

# 4 Placebo

# 8 Σύμπτωση

ΕΝΤΥΠΟ ΛΟΓΟΤΕXΝΙΑΣ Μ Ε Ε Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Ε Σ Π Ρ Ο Ε Κ ΤΑ Σ Ε Ι Σ

δύο χιλιάδες αντίτυπα astidromos@gmail.com astidromos.blogspot.gr


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.