11778a

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 556

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

15 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

Διηγήματα τον Αύγουστο ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ Γράμμα από το Μπάλι ΣΕΛ.1

ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΙΓΚΟΥΛΗΣ Ο ίσκιος της μάντρας ΣΕΛ. 2

ΜΑΡΙΑ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ Το ταξίδι ΣΕΛ. 3

ΡΟΥΛΑ ΑΛΑΒΕΡΑ Το κατουροδοχείο στην ...Αγάπης ΣΕΛ. 4

ΝΙΚΗ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ Βαλίτσα από τη Βαστίλλη ΣΕΛ. 5

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΥΚΕΣΑΣ «Θα προτιμούσα όχι» ΣΕΛ. 6

ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Η ερωμένη του πατέρα μου ΣΕΛ. 6

ΛΟΥΚΑΣ ΧΟΝΔΡΟΣ Το ξυλάδικο ΣΕΛ. 7

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ Η φλόγα της ζωής ΣΕΛ. 8

ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ Δεκαπενταύγουστος (ποίημα) ΣΕΛ. 8

Προς Τήνο Τα εικαστικά έργα του σημερινού τεύχους προέρχονται από την ομώνυμη έκθεση στο νησί, στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, που διαρκεί μέχρι 28 Οκτωβρίου 2013 και παρουσιάζει δεκαέξι σύγχρονους καλλιτέχνες, προσηλωμένους στην Τήνο, είτε κατάγονται από το νησί είτε το έχουν επιλέξει ως δεύτερο τόπο κατοικίας. Συμμετέχουν: Γιάννης Αδαμάκος, Γιάννης Γκίζης, Ελένη Γλύνη, Γιώργος Κουβαράς, Αλέκος Κυραρίνης, Αλέξανδρος Λάιος, Γιάννης Λασηθιωτάκης, Δημήτρης Μπέζας, Γιάννης Μπρούζος, Μαργαρίτα Μυρογιάννη, Λευτέρης Ναύτης, Πέτρος Τουλούδης, Μάρω Φασουλή, Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, Κατερίνα Χρηστίδη, Δημήτρης Χρηστίδης Επιμέλεια έκθεσης: Χριστόφορος Μαρίνος

Η άφιξη στο Μπάλι, από το εσωτερικό της Ινδονησίας ή το εξωτερικό, υπόσχεται κάθε φορά μια σειρά ανατροπών. Όχι τόσο από μια καθόλα ανιχνεύσιμη εσωτερική ανάγκη, αλλά από ένα καθήκον στην έκπληξη. Πρόκειται για υποτροπές της απόλαυσης. Να επιμένω δηλαδή να πολιορκώ, να κατακτώ και να επανακτώ το ίδιο τοπίο σαν να ήταν ένα πολύπτυχο, εξακολουθητικά πολύτιμο, ανανεωμένων ερεθισμών. Ένα επισφαλές, πλην έτοιμο για το θαύμα αγαπημένο σώμα. Αναγνωρίζω τη δυναμική του τοπίου σημαίνει ότι δεν έχω χάσει χρόνο στις επιφάνειες της λάμψης του. Ανήκω βεβαίως σ΄ αυτούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι, αν δούμε το Μπάλι ως σύζευξη μιας κοινωνικής δραστηριότητας, η οποία συντηρεί, μεταξύ άλλων, το πολιτισμικό κεκτημένο του, κι ενός μεταφυσικού στοιχείου, το οποίο μάχεται να καταργήσει το κενό του κόσμου, βρισκόμαστε πολύ κοντά σε καθαρές παραλίες των συλλογισμών.

222 Τα πράγματα δεν είναι παραδόξως κού-

Ελένη Γλύνη, Χωρίς τίτλο, 2012, λάδι σε χαρτόνι, 100 x 70 εκ.

Γράμμα από το Μπάλι φια εδώ, αλλά πλήρη ορμής πνεύματος. Τα ντύνουν μάλιστα, τα προστατεύουν από τον ήλιο και τη βροχή κάτω από χρωματιστές ομπρέλες. Κυριαρχεί το κίτρινο χρώμα της πρόνοιας. Το συνοδεύει συχνά το πορτοκαλί της συμφιλίωσης. Τα κλαδιά των δέντρων, τα αγαλματίδια, οι οικόσιτοι δαίμονες φύλακες από πέτρα κοινωνούν διαχρονικότητα, υποστηρίζουν την πραγματιΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ

κότητα των διαλογισμών, εξηγούν τη μεταφυσική ταυτότητα του νησιού. Ο αποδοτικός τρόπος, ο εγκάρσιος, για να εισχωρήσει κανείς στα υποστρώματα της ψυχής του ιδιότυπου αυτού συστήματος αναφορών στο υπερβατικό είναι πάντα εκεί. Μας καλεί μέσα από τα συμφραζόμενα του περίγυρου. Εννοώ την πρόθυμη ακύρωση της ιδεοληψίας μας για την ασημαντότητα των αντικειμένων, για την θρυλούμενη κενότητά τους. Τα πράγματα είναι αυτοτελή ποιήματα.

222 Έχουν, ως γνωστόν, όλα εδώ ταυτοποιηθεί, συσχετισθεί και περιβληθεί με τον μαν-

δύα των διεισδυτικότερων αναλύσεων. Το Μπάλι είναι το μεγάλο, ανοικτό σχολείο των κοινωνικών αναλυτών. Η ινδική καταγωγή του αξιακού συστήματος του νησιού τις περισσότερες φορές εξαίρεται, άλλοτε πάλι υποτιμάται πλήρως. Όπως επισημαίνει ο Κλίφορντ Γκηρτζ, η μυθολογία, η τέχνη, η κοινωνική οργάνωση, τα πρότυπα ανατροφής των παιδιών, οι μορφές του δικαίου, ακόμη και τα είδη της έκστασης, έχουν υποβληθεί σε μικροσκοπική εξέταση προκειμένου να αποκαλύψουν ίχνη αυτής της φευγαλέας ουσίας, την οποία η Jane Belo ονόμασε «μπαλινέζικη ιδιοσυγκρασία». Από τη μια πλευρά λοιπόν πατάμε σε ιδιαίτερα βατό, από γνωσιολογική άποψη, έδαφος, από την άλλη πλευρά υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να μας καταλάβει εξ απήνης μια σαρωτική απορία: είναι δυνατόν να διαρκεί τόσους αιώνες αυτό το όνειρο;

222 Διαπιστώνω, μετά από τα αλλεπάλληλα ταξίδια μου στο «Κράτος του Θεάτρου», όπως συχνά αποκαλούν το νησί αυτό της Ινδονησίας οι επαγγελματίες εθνολόγοι, ότι όλες οι εναλλαγές των συγκινήσεων, τις οποίες αφειδώς προσφέρει, παρέχουν τον ίδιο παρονομαστή εμπειρίας. Ας τον ονο-

μάσω θάμπος ενός απρόσιτου άλλου. Η σκηνή του θεάτρου, που τελείται από τη μιαν άκρη του νησιού στην άλλη, είναι από μια πλευρά και τόπος μύησης σε πλείστες ιδιοσυγκρασίες του νησιού. Οι θίασοι αποτελούνται από τους κατοίκους των χωριών. Είναι τίμιοι: προτιμούν να παίζουν στο θέατρο, παρά να παίζουν στις αλήθειες μας.

222 Σύμπτωμα: το γεγονός της γραφής στο περιθώριο της παραμονής μου στο Μπάλι, όχι πια ως άμεσος στόχος, ως αποκλειστικό ζητούμενο έκφρασης, ή ως αίτημα και πρωτοβουλία επείγουσας δήλωσης. Η γραφή αγγίζει σταδιακά το χαρτί μου ως συμπλήρωμα των φύλλων της μπανανιάς, ως διακόσμηση ενός πολυκαιρισμένου, αλλά υγιούς ακόμη κορμού μπαμπού στην αυλή του σπιτιού όπου μένω για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

222 Η πρωτεύουσα Ντενπασάρ, οι άλλες περιοχές, παραθαλάσσιες ή μη, οι οποίες φέρουν τα μουσικά ονόματα Σεμινιάκ, Νούσα

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ


Η ΑΥΓΗ • 15 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013

12

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

Ντούα, Μπουλελένγκ, Ούμπουντ, Μπεντουγκούλ, Λοβίνα, Γκιανιάρ, Τζιμπάραν, Αμέτ, Πούρα Μπεσάκι, Ούλου Βάτου, είναι σπόνδυλοι ενός στοχασμού. Πρωτίστως.

2

Αλέξανδρος Λάιος, Αναμνηστικός, 2010, μάρμαρο, 120 x 80 εκ

222 Συμβαίνει συχνά. Ιδίως μετά από έναν περίπατο στα περίχωρα της λίμνης Μπρατάν ή στους από αιώνες χορταριασμένους περιβόλους των Ναών, η εσωτερικότητα του αντικειμένου καθίσταται η εσωτερικότητα του ίδιου του παρατηρητή, για να θυμηθούμε την ωραία παράγραφο από την Αισθητική του Χέγκελ. Το υποκείμενο δεν αποπροσανατολίζεται, ούτε απολαμβάνει, για να το διατυπώσω διαφορετικά, με αυτιστικό τρόπο τη μοναξιά του. Τα αντικείμενα υποβάλλονται σε έλεγχο, εισέρχονται στα δώματα του νου, χωρίς να εκφυλίζονται σε ανούσιες διασκευές προκαταλήψεων ή θλιβερών εμμονών. Ακολουθεί η επιμήκυνση: τα είδωλα συνεπώς του τοπίου συμβάλλουν στη περαιτέρω διάνοιξη της συνείδησης. Η πληθώρα των πολιτισμικών στοιχείων του Μπάλι εγγυάται παράταση δηλαδή και των εσωτερικών ταξιδιών. Έτσι λογίζεται η πρόσληψη του ξανακερδισμένου «είμαι».

222 Απόσπασμα από τη διαδικασία ολοποίησης, που εφαρμόζω όσο πιο τακτικά μπορώ εδώ. Συγκεντρώνομαι σ’ αυτό που αισθάνομαι πληρέστερα. Αφουγκράζομαι, ένας δίφθογγος τοπίου προκύπτει αβίαστα μέσα από το ηλιοβασίλεμα στην παραλία του Τζιμπαράν. Το εγώ, εισπράττω συχνά εδώ, συνιστά άμεση προέκταση της θέας. Περιέχει τη γνώση του τόπου ως κρίσιμη στιγμή.

222 Ακούω με τη δέουσα προσοχή την ντόπια λαλιά. Δεν αποτελεί τμήμα της επίσημης ινδονησιακής γλώσσας. Είναι απόκτημα και καύχημα των Μπαλινέζων. Αποστηθίζω τρεις απλούστατους ήχους: «σιν κιεν κιεν». Πάει να πει «δεν υπάρχει πρόβλημα». Επιμένοντας κανείς, διαπερνά ακόμη και το αίνιγμα της φωνητικής γεωγραφίας. Οι θέσμιες εστίες της φυσιογνωμίας του νησιού εκδηλώνουν άλλωστε το φρόνημά τους κατ΄ αρχήν πανηγυρικά, διαφυλάσσοντας όμως τα απώτερα χαρακτηριστικά τους για την ώρα της πλήρωσης. Επακολουθεί, αν έχουμε συμπεριφερθεί αναλόγως προς τις συνισταμένες των περιστάσεων, η σύγκληση. Η πολυπόθητη ενότητα. Όσο διαρκεί η παραμονή στην καθαρή θέαση, η διαμονή στο πεδίο των προσαρμογών. Και βεβαίως η αριστοτελική ρύθμιση, όπως απαντά με ξεχωριστή ακρίβεια στο Περί ερμηνείας, παρούσα στους μπαλινέζικους τροπικούς: «Μολονότι η γραφή δεν είναι η ίδια για όλους τους ανθρώπους και, οι ομιλούμενες λέξεις δεν είναι κι αυτές ίδιες για όλους, οι καταστάσεις της ψυχής των οποίων αυτές οι εκφράσεις είναι τα άμεσα σημεία (στο πρωτότυπο: σημεία πρώτως) είναι ταυτόσημα σε όλους, όπως είναι επίσης ταυτόσημα τα πράγματα των οποίων αυτές οι καταστάσεις είναι εικόνες».

222 Η υγρασία στο χαρτί. Το κατ΄ εξοχήν διαβρωτικό διακείμενο. Οι λέξεις σγουραίνουν ελαφρώς, δεν εμπιστεύονται τη στερεότητα κανενός μηνύματος. Οι προτάσεις, πιο εύθραυστες, πιο εύπλαστες. Το νόημα προσπαθεί να αυτοδιαλυθεί. Το Μπάλι, ένας ομιλητικός εταίρος της ύπαρξης, διατηρεί το πλεονέκτημα της διαρκούς ενυδάτωσης. Επωφελούμαι, καλλιεργώντας ετοιμότητα προσλήψεων.

222 Δεν χρειάζεται να επινοήσω τίποτα απολύτως. Το πάμφωτο πρωινό. Η απαιτητική διαύγεια. Η διέγερση του οπτικού συστήματος σε ιδιαίτερα υψηλούς βαθμούς. Τα πρώτα σύννεφα εμφανίζονται γύρω στο μεσημέρι. Στην αρχή άφηνα να περνά απαρατήρητο το φαινόμενο της βροχής. Αργότερα διαπίστωσα πόσο τακτικό ήταν στο ραντεβού του το νερό του ουρανού. Ερχόταν για δεκαπέντε μέρες στη σειρά στις δύο και μισή. Ένα σοφό πηδάλιο χρόνου. Ίσως η Φύση μας δείχνει ότι, όταν θέλει μπορεί να είναι απόλυτα συνεπής με τον εαυτό της, όπως είναι π. χ. ένας σχολαστικός φιλόσοφος. Ο μισομεθυσμένος τουρίστας στο μπαρ της ευκαιριακής εκτόνωσης: «η προειδοποίηση των θεών, σήμερα το μεσημέρι, πριν από το τσουνάμι, θα γίνει άραγε αντιληπτή από τους μετεωρολόγους του νησιού;». Υψώνω το μισογεμάτο ποτήρι μου με σεβασμό στη μέθη.

Ο ίσκιος της μάντρας Τα παγκάκια είναι φιλόξενα, ιδιαίτερα για τους ηλικιωμένους... μοιάζουν με σταθμούς ανεφοδιασμού για τη συνέχιση της πορείας, αύρα για σώματα κουρασμένα με αγχωμένο παρόν και νοσταλγικά περασμένα. Μια ολιγόλεπτη αναπνοή, ένα δροσερό ποτήρι νερό σε ξεραμένα χείλη. Η ανεκτίμητη αποστολή τους κορυφώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν ο ήλιος γίνεται διώκτης τύρρανος κάθε οδοιπόρου. Το ξύλινο παγκάκι απέναντι απ’ το μπαλκόνι μου είναι στερεωμένο στην ψηλή μάντρα του σχολείου. Σκιερό στο μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, το χειμώνα απάνεμο ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΣΙΓΚΟΥΛΗ

και το καλοκαίρι τα ψηλά δέντρα στέλνουν ψιθυριστό αεράκι με τις φυλλωσιές τους, χαϊδεύοντας σώματα, πρόσωπα και ψυχές.. Παρατηρώ τους επισκέπτες στο παγκάκι, μετρώ κινήσεις χεριών, παρουσιαστικό, ηλικίες, και αυθαίρετα καταγράφω μια βιοπαλαιστική διαδρομή, πότε σαν βαθιά συμπυκνωμένη τραγικότητα, διανθισμένη με μοιρολατρική ελαφράδα, που όλα στην οδύσσειά τους γίνονται δεκτά, σαν ο μόνος δρόμος, αφού ο Θεός έτσι μας έπλασε και όλα τα δάχτυλα ίσα δεν είναι... Το παγκάκι θέλει κουβέντα και ο διπλανός γίνεται σύντομος εξομολόγος, για λάθη και παραλείψεις πεπραγμένων, για μικροχαρές και σχέδια απραγματοποίητα. Οι κάτοικοι του παγκακίου βετεράνοι ενός πολέμου μέσα στο ασυνάρτητο πλήθος. Ο ίσκιος της μάντρας στεγνώνει ιδρωμένα μέτωπα, χαλαρώνει το φούσκωμα στο στήθος, ξεκλειδώνει επιθυμίες και λιγοστεύει τη θλίψη, μοιράζοντάς την με τον διπλανό ή τους διπλανούς. Πηγή έμπνευσης το αεράκι απ’ τα δέντρα. Πώς τα ‘χει κάνει έτσι ο Θεός; Τόσα πάθη, λάθη και βάσανα, και ποιος μπορεί να τα βάλει μαζί του, να διορθώσει τις αδικίες του;

Στο παγκάκι με τον ίσκιο της μάντρας, τρεις γυναίκες περιγράφουν τα δικά τους. Για την άνεργη και χωρισμένη κόρη με τα δυο μικρά, και τι βοήθεια να περισσέψει απ’ την κομμένη σύνταξη; Ο άρρωστος σύζυγος και τ’ ακριβά φάρμακα. «Πώς να προλάβεις τρία σπίτια», λέει η άλλη, κι όμως δείχνουν να αισθάνονται ευχαριστημένες για το κίνητρο της αλληλεγγύης. Σαν να δικαιώνουν την ύπαρξή τους. Η αλληλεγγύη, ο πιο ανίκητος μέσα τους νομοθέτης. Στη διπλανή κολώνα της ΔΕΗ, το αγγελτήριο ενός θανάτου. το διαβάζουν, ξαφνιάζονται για τον αποβιώσαντα, «καλέ Χριστός και Παναγιά, προχθές τον είδα... ήταν μια χαρά». Στο παγκάκι του ίσκιου της μάντρας οι διάλογοι ξετυλίγονται σε ήχους ατομικούς, λίγες οι αναφορές στη δράση των συνόλων ή την αιχμαλωσία που επιβάλλουν οι ολιγαρχίες. Στο μακρύ καλώδιο πάνω απ’ το δρόμο, αγαθά περιστέρια με ανήσυχες κινήσεις βλέπουν και ακούν τα των ανθρώπων, κι ας μην καταλαβαίνουν λέξεις και φράσεις, όπως μετανάστευση, διωγμοί, η ετοιμοθάνατα συνυφάδα, πρόγονοι από Μικρασία και Ήπειρο, σκληρά αφεντικά και κάποιοι τυχεροί που τους ζηλεύεις. Ύστερα αναφέρονται στον Άγιο Κυπριανό και τα θαύματά του. Μικρή σιωπή απ’ το πέρασμα ενός φορτηγού. Απέναντι στ’ ανοιχτά παράθυρα, η τηλεόραση στέλνει ιαχές, είτε από γήπεδο ή από συλλαλητήρια των εξεγερμένων στις πλατείες. Το ίδιο βράδυ, μια παρέα εφήβων ξοδεύει την αδρεναλίνη της γύρω, πάνω και δίπλα στο παγκάκι. Κάποιος το κλωτσάει με δύναμη, σαν να του φταίει για τ’ αδιέξοδά του. Αν τους φωνάξω, θα τους πω «παιδιά προσοχή, θα σας χρειαστεί κάποτε το παγκάκι, η αποστολή του είναι να φέρνει κοντά τους ανθρώπους, να διώχνει την αιχμαλωσία της μοναξιάς και να μας κάνει πιο δυνατούς, κι αυτά δεν είναι λόγια κλεμένα από κάποιο σύνθημα, αλλά νόμος μες στου καιρού τα γυρίσματα...»


Η ΑΥΓΗ • 15 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ Θα ήταν η δεύτερη φορά που πήγαινε στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, τη Σόφια. Την πρώτη ήταν αρκετά νέα και με πολλή διάθεση να γνωρίσει αυτή τη βουλγαρική μυστήρια υπόθεση, τις απέραντες πλατείες της, τους ναούς και τα μοναστήρια της, την άλλη Ορθοδοξία, όχι βέβαια από καμιά θρησκευτική πίστη αλλά για λόγους αισθητικής που πάντα την ενδιέφερε, ακόμα και για τα πιο καθημερινά πράγματα. Αν, δείγματος χάριν, ένα ποτήρι νερού, ή το κουτί του καφέ, είχε μόνον στη μια όψη του μια οποιαδήποτε χρωματιστή παράσταση, φρόντιζε κατά την τοποθέτησή του στο ράφι να ‘ναι απ’ έξω η ζωγραφιά, να φαίνεται, να τη βλέπει. Την πρώτη φορά που επισκέφτηκε τη Σόφια δεν μπορούσε να μην πάει ο νους της στην Κατοχή, όταν ανάμεσα στους Γερμανούς κατακτητές η παρουσία των Βουλγάρων στρατιωτών έδινε ένα παρόν στην πόλη της˙ μάλιστα γνώριζε και το φρουραρχείο τους: το είχαν εγκαταστήσει σ’ ένα αρχοντικό των αρχών του εικοστού αιώνα, στη δυτική μεριά της πόλης, η βουλγαρική σημαία ανέμιζε ανελλιπώς με έπαρση, ενώ στα έγκατα αυτού του ωραίου αρχοντικού διατηρούσαν τις γραφειοκρατικές και τις αξιωματικές τους φιλοδοξίες. Δεν είχε βέβαια, καμιά κακή ανάμνηση από τους Βούλγαρους στρατιώτες που ανάμεσα στους Γερμανούς κατακτητές ήταν εκεί σαν για να δείξουν το μπόι τους, μέτριο επί το πλείστον, και καθόλου ομορφάντρες, όπως τουλάχιστον οι Γερμανοί, κάπως ασουλούπωτοι στο στρατιωτικό τους ένδυμα, ωσάν «φτωχοί συγγενείς» των κατακτητών. Τι γύρευαν τότε στην πόλη της, έπειτα από τα «δώρα» που είχαν δεχτεί από τους Γερμανούς, δηλαδή όλη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, και για ποιο λόγο κωλοβαρούσαν στα καπηλειά και τα καφενεία αμαυρώνοντας τους τοίχους των σπιτιών με τα ξερατά απ’ τα μεθύσια τους, δεν ήταν σε θέση να θυμάται, καθότι μικρό κορίτσι τότε, δεν ήταν υποχρεωμένη τώρα να βασανίζει το μυαλό της για κάτι τέτοιο, «κολαούζοι των Γερμανών, τι άλλο», της ερχόταν αυτή η υποτίμηση, ο μυκτηρισμός. Αργότερα, από τις διηγήσεις του Καβαλιώτη ποιητή Π. Μ. στα πεζογραφικά βιβλία του, είχε εκπλαγεί πολλάκις διαβάζοντας τις ανάγλυφες εικόνες κατά την κατοχή των Βουλγάρων στην Καβάλα (η οποία υπέστη τα πάνδεινα) που την είχε ζήσει στο πετσί του μολονότι μικρός τότε, εκεί όπου είχε βιώσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ώσπου να εγκατασταθεί μονίμως στην πόλη της. Παρ’ όλα αυτά, και περιέργως, θυμήθηκε άξαφνα ένα γεγονός που τώρα ερχόταν σαν μια αποκατάσταση, μια δικαίωση, μέχρι θαυμασμού, απέναντι στη χώρα όπου θα πήγαινε για ...κείνο που η πατρίδα της δεν διέθετε δηλαδή την αποτέφρωση της. Πριν από πολλά χρόνια είχε επισκεφτεί την πόλη της ο υπουργός πολιτισμού της Βουλγαρίας. Όταν θέλησε να πληροφορηθεί για τις δημόσιες Βιβλιοθήκες της, συναντήθηκε με τον μετέπειτα σπουδαίο δωρητή, έμπειρο και γνώστη του θέματος, τον ποιητή Γ.Θ.Β. Σαν άκουσε ο Γ.Θ.Β. από το στόμα του υπουργού τον αριθμό των Βιβλιοθηκών της Βουλγαρίας, σε σχέση με το δικό του πενιχρότατο νούμερο, κιτρίνισε από ντροπή, κι όταν ο υπουργός, δίνοντάς του την «χαριστική βολή» του είπε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο «ναι, αλ-

13

3

Το ταξίδι ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

λά εσείς έχετε πολλές ταβέρνες...», τότε ο ποιητής ένιωσε ν’ ανοίγει η γη να τον καταπιεί! Θυμήθηκε ακόμα την ιστορία της ξαδέλφης του πατέρα της, της ωραίας Λίτσας Ρομπάκη: Η Λίτσα ζούσε τότε στην βουλγαροκρατούμενη Κομοτηνή κι ένας Βούλγαρος αξιωματικός που είχε επιτάξει το σπίτι τους κι είχε εγκατασταθεί εκεί δια μακρόν την ηράσθη σφόδρα και την παντρεύτηκε εκούσα άκουσα˙ αυτός ο ωραίος λοιπόν -μια φορά μόνο τον είχε δει σε μια μικρή φωτογραφία που η Λίτσα έκρυβε στο πορτοφόλι της- είχε σώσει τον πατέρα της από αρρώστια σοβαρή προμηθεύοντάς του τρόφιμα και φάρμακα η έλλειψη φαρμάκων μέσα στα τότε δεινά της κατοχής ήταν κι αυτό μια ολωσδιόλου σοβαρή κατάσταση, επειδή όλα τα ‘παιρναν οι κατακτητές˙ είχε σκεφτεί μάλιστα κάποτε, να τι κάνει ο έρωτας, έστω κι αν προέρχεται από εχθρό της πατρίδας, από κατακτητή! Αλλά η μοίρα της ωραίας Λίτσας ήταν να εξαφανιστούν τα ίχνη του συζύγου της μια μέρα κατά το φευγιό των Βουλγάρων από την Κομοτηνή, κι από τότε ούτε φωνή ούτε α-

κρόαση, που λένε, μολονότι ένα πανέμορφο κοριτσάκι είχε προκύψει απ’ αυτόν τον γάμο. (Κάποιες φήμες έλεγαν ότι ο αξιωματικός το είχε σκάσει για το βουνό, άλλες, ότι τον είχαν τουφεκίσει συναξιωματικοί του ως αριστερό...) Με αυτές όλες τις ενθυμήσεις δεν μπορούσε παρά να νοιώθει δυσφορία και κάτι σαν προδοσία στην πατρίδα της, επειδή είχε πει εγκαίρως στους δικούς της «Θα με πάτε στη Σόφια όταν...» κι οι δικοί της αντέδρασαν έντονα, «τι σοφίστηκες τώρα, τι απαιτήσεις είναι αυτές, να πληρώσουμε δηλαδή τα μαλλιοκέφαλά μας», μα εκείνη επέμενε σθεναρά να υπογράψουν μπροστά της την συγκατάθεσή τους στην επιθυμία της, να βεβαιωθεί, «θα ξενοιάσετε μια κι έξω» τους είπε, ενώ εκείνοι μουτζοκλαίγανε για την διαρρήδην απόφασή της, «δεν θα σκέπτεστε ότι, να τώρα μπαίνουν τα σκουλήκια απ’ τα ρουθούνια της μύτης της, τώρα απ’ τ’ αυτιά της κι από κει οι…θριαμβευτικές συναντήσεις τους αλλά και άλλα πολλά φαγώματα βαθμηδόν, ώσπου σε τρία-τέσσερα χρόνια να επι-

τελέσουν το έργο τους, να χορτάσουν, να σκάσουν...». Πάνω εκεί τους είχαν πιάσει τα γέλια, γέλια εικόνας αποτρόπαιας, σίγουρα γελούσαν απ’ έξω τους, επειδή μέσα τους παραδέχονταν τη φρικτή αλήθεια, τη λογική που τρεμόπαιζε ανάμεσα στην αντίδρασή τους και την εντολή της. Απ’ την άλλη μεριά μη θαρρεί κανείς ότι δεν θα την έτρωγε η περιέργεια να ήξερε ποιοι θα είχαν πάει για τον ύστατο χαιρετισμό, ποιοι θα είχαν στείλει στεφάνια -όσο και να την απωθούσε αυτό επειδή το θεωρούσε πεταμένα λεφτά κι όπως έλεγε «τα λουλούδια είναι μόνο για τους ζωντανούς, για τους κήπους, για τις γιορτές»-, ποιοι θα έκλαιγαν απαρηγόρητα, τι θα έλεγαν στον επικήδειό της για τα έργα της ζωής της, αν θα την κατηγορούσαν για την αυστηρότητα της κρίσης της ως προς τους άλλους, συμπεριφορά τέλος πάντων η οποία πήγαζε από την αγωγή της παιδιόθεν. «Δεν πειράζει», το σκεπτόταν βέβαια και αυτό, «κάτι κερδίζει κάτι χάνει κανείς πάντα». Μ’ αυτές και με άλλες σκέψεις στο δρόμο για τη Σόφια, μια νταλίκα κόντεψε να τους αναποδογυρίσει στην προσπάθειά της να τους προσπεράσει κι εκείνη είπε από μέσα της «ένας πεθαμένος δεν έχει τον φόβο να σκοτωθεί», και χαμογέλασε μακάρια-μακάβρια...

Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, Γύρα, 2009, Super 8, 12'


14

Η ΑΥΓΗ • 15 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Δημήτρης Χρηστίδης, All Happy, 2009, σινική μελάνι και μολύβι σε χαρτί, 53 x 65 εκ.

Το κατουροδοχείο στην ...Αγάπης Συνομιλώντας με την κεραμική Μαντόνα του Πάνου Βαλσαμάκη, στη χίμαιρα των μεταμορφώσεων ενός Αυγούστου

Οι ώρες αιχμής σε λίγο τελείωναν και έπρεπε να τρέξει κατακαλόκαιρο, δεκαπενταύγουστο, να σταθεί πάλι κοντά, να του διαβάσει μέσα στο νεκρό χρόνο της νοσηλείας, κοροϊδεύοντας, οικτίροντας τον εαυτό της, μασουλώντας τσίχλες ακατάπαυστα, θαρρείς τα μηνίγγια της να χτυπάνε σε ρυθμό φόρτε, με μυρωδιές οινοπνεύματος και χλωρίνης νέφτι ίσως, βενζίνη να τη ρουθουνίζεις. Έτρεχε με πονεμένα πόδια να προλάβει, να τον χαϊδέψει, να του δείξει πως πάλι ήταν εκεί στη θέση της. Αγαπούσε δεν αγαπούσε, όταν βρίσκεσαι στο μεταίχμιο δεν καΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΑΛΑΒΕΡΑ

ταλαβαίνεις τι’ ν’ τούτα, όλα, πού σε βγάζουν, και έξοδα, παρά μόνον έξοδα, έξοδα, τιμιότητα-να μη χρωστάς τουλάχιστον, πληγές να ξεραθούν, να είναι νηφάλια, όπως άλλωστε σε όλες τις κατεστημένες κοινωνίες έτσι πρέπει να γίνεται στο τέλος, νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Έτσι πρέπει, για να ‘χεις την ελευθερία σου, να τους σιχαίνεσαι, ώσπου να βάλεις έξω μπροστά στην πόρτα ένα μεγάλο κόκκινο ΟΧΙ, κάπως σαν τον κ. Κόϊνερ. Και ήταν μέλος μιας χαζο-κοινωνίας που τη σιχαινόταν κι’ ό-

μως την χαιρετούσε, αλλά ήσαν πια όλα στο τέλος τους. Το τέρμα έμελε να κρίνει το πεπρωμένο του και έτσι αργοπήγαιναν τα πράγματα. Και καλά τώρα και η αγάπη! Και τι καλά αν το μεγάλο κενό μέσα της ήταν ένα μεγάλο ιδιόκτητο οικόπεδο και να ‘ταν όμορο με το οικόπεδο μεγάλο γύρω της. Τι δε θα χτιζόταν, τι δεν θα. Η Αγάπη! Ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο π.χ. στο κέντρο της πόλης, με δέντρα με φύλλα ασημένια, κόσμος ν ανεβοκατεβαίνει από τις περίεργες κρεμαστές σκάλες, σαν την «κούνια μπέλλα» του Σισιλιάνου, (κρατάει δεν κρατάει δύο λεπτά, το είχε παίξει η Άννα Τσίτσα στην Αίγλη), υπάλληλοι ομορφοντυμένοι-καλοπληρωμένοι-λιγομίλητοι, της ιδιοκτήτριας του 51%. Ναι, ναι. Αυτό το ονειροσκηνικό άφηνε στο τέλος ένα είδος ηρεμίας, έσκυβε τότε δίπλα του, του έδινε ένα φιλί. Το ημίφως στους θαλάμους άφηνε, κι αυτό, να κυματίζουν κύκλοι στο ταβάνι, κάποια χρώματα της ίριδας τρεμόπαιζαν, έμοιαζαν με μπαλόνια πολύχρωμα που έφευγαν. Τι, το νόημα της ζωής! Αυτό, αυτό ιδίως, το νόημα! Έβαε τα πόδια της στο απέναντι κάθισμα πιανόταν η μέση, τα κατέβαζε πριζόνταν. Πότε πότε έπαιρνε ένα βιβλίο τσέπης, αυτασιά του πνεύματος στις αράδες του, ποτέ δεν το διάβασε όλο, τι το κουβαλούσε; Ήταν μια τερατώδης εγωϊστική περίοδος με συμπεριφορές χωρίς πολλά λόγια, χωρίς να απαιτείται περιγραφή της ζωής της. Γενναιοδωρία! Γινόταν τόσος λόγος. Γενναιοδωρία προς τα πού; Στο τέλος τι; Όλα λοιπόν μέσα στον κοι-

νό ζελέ κι όποιος κολλήσει καλύτερα στον άλλον δίπλα. Τυχερός όποιος προλάβει και συντριβεί πρώτος. Τώρα που έμπαινε στ’ απόκρυφα της ζωής, οι κονσέρβες ότι οι άνθρωποι ήθελαν να ζουν εν ειρήνη, έμοιαζε με τις κακές δυνάμεις του κακού. Τι είναι η συντήρηση! Όταν μούχρωνε, πολύχρωμα μπαλόνια αραδιάζονταν από τις αντανακλάσεις των φώτων στο ταβάνι. Ύστερα κατέβαιναν προς την κρεμασμένη στον τοίχο ψηλά, κεραμική Μαντόνα του Πάνου Βαλσαμάκη. Έβγαινε τα βράδια από το κάδρο, ερχόταν κοντά της, της χάιδευε τα μαλλιά, της σιγοψιθύριζε: «Πού να έβλεπες τι έγινε στο Αϊβαλί», και ξαναγύριζε αέρινη ήσυχη μέσα στο κάδρο. Έμοιαζε σα μακρινή μουσική του Σούμαν με οδηγίες για ανίδεους, σαν περνώντας κάτω από το παράθυρο ακούς τη δασκάλα της μουσικής από το δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Με το χρέος βαθιά μέσα της ριζωμένο, παρέμενε στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Έμοιαζε ν’ ακούει όμποε, σκεφτόταν τον Πάνο Βαλσαμάκη, είχε μάθει ότι πέθανε κι ο γιός του, ακουμπούσε το βλέμμα στη Μαντόνα του κεραμίστα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. -«Παρακαλώ», «καλησπέρα, ο κ. Κ. πως πάει;» «Να σας τον δώσω». «Κ., η κα Β. θέλει να σου μιλήσει». Ο άνθρωπος αν και βυθισμένος στην ύλη του πατς, γύρισε το κεφάλι του απ’ την άλλη πλευρά. Μόνον αυτό του έλειπε τώρα. «Λυπάμαι, αλλά αδυνατεί αυτή τη στιγμή. Ξέρετε, μια και τον αγαπούσατε τόοόσοοο, ελάτε κι από δω να βοηθήσετε στην αλλαγή

του κατουροδοχείου όταν δε μπαίνει ο καθετήρας, δηλαδή, να τον γυρίζετε και πότε πότε, να μην ανοίξει, καταλαβαίνετε...» Η άλλη της έκλεισε το τηλέφωνο. Η Μαντόνα του Πάνου Βαλσαμάκη, ανθυπομειδίασε και της έκλεισε ανεπαίσθητα το μάτι. Έγειρε δίπλα, έβαλε το κεφάλι της στο μαξιλάρι του μ’ ένα μειδίαμα ικανοποίησης, κλεμμένο σαν έκφραση απ τη Μαντόνα αλλά με άλλες προδιαγραφές είν’ αλήθεια. Είχε νικήσει στα σημεία. Τι; Ένα τιποτένιο τι-ποτά, να πούμε σαν το λικέρ της Τρίπολης, αλλά η εκδίκηση... Αισθάνθηκε επιτέλους τα πόδια της ανάλαφρα, ξεκούραστα. Γύριζε πλέον σαν Κόντε Μόντε-Κρίστος, την κατείχε από παιδί άλλωστε ο κοντεμοντεχριστισμός, αυτός, να πάρεις το αίμα σου πίσω. Και ειρηνικά, ειρηνικά. Μαντόνα μία! Ο Σούμαν έπαιζε τρεις ρομάντζες για όμποε. Κλάρα Σούμαν, Κλάρα: «Συναρμολογούμε τα ασυναρμολόγητα. Ηθοποιοί ενός θεάτρου του εξτρεμισμού». «Γιατί όχι, είναι όμως μάλλον παραποιημένοι στίχοι του Μαγιακόφσκι», ψιθύρισε η κεραμική Μαντόνα, με πλάγιο όμως ερωτηματικό στην κατάφασή της. Του χάδεψε το κατατρυπημένο χέρι, κοιμήθηκαν πλάτη με πλάτη, κι επιτέλους η σπονδυλική της στήλη ζεστάθηκε. Η Αρετή (;) επαγγέλεται «συν πόνοις και ιδρώτι» (Ξενοφ. Απομν. ΙΙ,Ι,28). Το άλλο πρωϊ όμως; «Ημών έκαστος... τα αυτού πράττων» (Πλάτ.Πολιτ. Δ’ 441/Ταυτόν 8).


Η ΑΥΓΗ • 15 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

5

19

Βαλίτσα από τη Βαστίλλη Ήρθαν πιο νωρίς. Οι άνδρες της μεταφορικής εταιρείας. Πιο νωρίς απ’ ότι τους περίμεναν, κι αυτό τους αποσυντόνισε τελείως. Ο Πάνος σκέφτηκε ότι δεν θα προλάβουν, τον έπιασε το άγχος κι άρχισε να ιδρώνει, εκείνη, η θυγατέρα, η δική της αγωνία άρχισε ν’ ανεβαίνει από τα πόδια προς τα πάνω, να της μουδιάζει το κορμί, αλλά για πολύ διαφορετικούς λόγους. Για κείνην, οι λόγοι δεν ήταν άλλοι παρά οι ίδιοι που εδώ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ

και ένα μήνα καθυστερούσε. Έμπαινε κι έβγαινε στα δωμάτια, ορθάνοιχτες οι μπαλκονόπορτες, και οι κουρτίνες, που δεν έλεγε να τις ξεκρεμάσει, αναποφάσιστες πήγαιναν πέρα δώθε στο αεράκι. Ξεκινούσε μια δουλειά και την άφηνε στη μέση. Καθόταν στην καρέκλα ή στο κρεβάτι με το βλέμμα απλανές ή πάλι ακουμπισμένο για ώρα πάνω σε κουτιά, βιβλία, άδειες βαλίτσες που την περίμεναν - η προσμονή των πραγμάτων, όχι δική της. Σκαρφάλωνε στο σκαλάκι, έσερνε τα χειμωνιάτικα από τα πάνω ντουλάπια, επέστρεφε στο πατάρι και έχωνε σε σακούλες τα χαλιά, έπιανε το τηλέφωνο, σχημάτιζε τον αριθμό κλήσης και πριν τον ήχο -εκείνο το ντριννν στα σπίτια των φίλων- το έκλεινε. Κρατούσε σταθερά κόλλες χαρτιού, στυλό που όλη την ώρα το έχανε, στην άρνηση κι αυτό βουτηγμένο, σερνότανε να ψάχνει, κάτω από έπιπλα και στοιβαγμένες κούτες, έβριζε, κατέβαζε τα παλιά ρολά και βροντούσε την πόρτα πίσω της. Τα παλιά ρολά: α, ναι, το σπίτι στην επαρχία είχε διπλά τζάμια για καλή μόνωση, από αλουμίνιο φυσικά, και ο θόρυβος; Αυτό το νυχτερινό ρολάρισμα του κυλιόμενου ξύλου καθώς ο ιμάντας με τα ξέφτια, λεπτά ξέπνοα κομμάτια σπάγκου, αποτυπώματα χιλιάδων δαχτύλων, στις παλιές πολυκατοικίες του καραμανλικού εκσυγχρονισμού. Έλεγε η μάνα της πως, αν μπορούσαν ποτέ ν’ ανοίξουν τα μυαλά των ανθρώπων της γενιάς της και ν’ ανατμηθούν οι αύλακες της μνήμης τους, εκείνα τα ρολά θα κατείχαν κυρίαρχο ρόλο - πως μοιάζουν οι λέξεις, τώρα μόνο το προσέχει. Κατέβαινε την Μπενάκη, σαν για πρώτη φορά, έστριβε την Αραχώβης, και στεκόταν στο παλιό ψιλικατζίδικο. Το σπίτι του Λαπαθιώτη κάπου εδώ γύρω, και ο Ρίτσος έμενε στη Μεθώνης, και, κοίτα να δεις, σε κάδους σκουπιδιών στην Ζωοδόχου Πηγής βρέθηκαν χειρόγραφα του Παπαδιαμάντη. Οι γωνιές των ποιητών καβάντζες τώρα των άστεγων, και τα πρεζόνια μόλις νυχτώσει μπαινοβγαίνουν στο νεοκλασικό με τά ακροκέραμα. Οι προκηρύξεις μπροστά στην εκκλησία, εβδομήντα τρία ήταν αυτό, Φλεβάρη μήνα. Φτάνει, από την δική σου ταινία, μητέρα, αυτά. Η δική μου ταινία; Θα σου πω για κείνο το Δεκέμβρη, το δικό μου Δεκέμβρη της οδού Μεσολογγίου, ή, μήπως προτιμάς για το κλειστό πια ψιλικατζίδικο - δεν πάει άλλο, το κλείνουμε αύριο, της είπε ένα βράδυ ο φίλος του καπνού και των ασήκωτων κυριακάτικων εφημερίδων. Γύρισε προς το τζάμι, τράβηξε το χαρτί, παραδίδονται μαθήματα ελληνικών, τιμές λογικές, έστρεψε προς εκείνη και της το έβαλε στο ανοικτό της χέρι. Καιρός για αποφάσεις, μουρμούρισε. Και πάλι

πίσω. Το χαρτί και το μολύβι, να μαρκαριστούν κούτες και λοιπές συσκευασίες μεταφοράς υλικών, υλικά ζωής, μη αναλώσιμα, και τα πολυφορεμένα, παπούτσια, ρούχα, να οδεύουν στο παζάρι δεύτερο χέρι. -Έχασα αγαπημένα πράγματα στη μετακόμιση μετά το πτυχίο. Κοίτα, μη χάσεις και συ, μιλούσε η μάνα στο κινητό, «Όχι, εγώ θα βάλω τον Ηρόδοτο στην μπλε βαλίτσα». Κάγχασε. Άναψε τσιγάρο, και, «θα μετακομίσει σώος και αβλαβής, θα σας τον χαρίσω κιόλας, με κούρασε πια, κι αυτός και οι Ιστορίες του». Με την πρώτη ρουφηξιά του τσιγάρου ακούμπησε την πλάτη στη συρόμενη πόρτα του καθιστικού, παραπάτησε, το βάρος του σώματος ώθησε την πόρτα με το κρύσταλλο ακόμη πιο μέσα στη σχισμή του τοίχου, κράτησε τα πόδια σταθερά πάνω στο ωραίο πά-

τιού πιάνονταν πάνω στα κουτιά, μικρά, μεγάλα, και οι αριθμοί λαμπρότατοι στο κατακόκκινο χρώμα τους. Νούμερο ένα, δύο, εβδομήντα διαφορετικά δέματα, μικρά και μεγάλα, εβδομήντα αποσκευές μετρημένες κατέβαιναν τη σκάλα, τροχοδρομούσαν πνιγμένες σε αντιφατικά συναισθήματα, ανέβαιναν στο φορτηγό εβδομήντα ειδών σκέψεις και σαραβαλιασμένες προσδοκίες, κουζινικά ταλαιπωρημένα, έπιπλα με σημάδια από γέλια και ξενύχτια και την καύτρα των τσιγάρων, σεντόνια ερώτων ατελέσφορων και ζεστά παπλώματα των πρωινών της ανεργίας, σακβουαγιάζ με ρούχα που αρνήθηκαν να πάνε στα παζάρια ή στους κάδους της φιλευσπλαχνίας, και μια παλιά, κουρελιασμένη πετσέτα των πιάτων έμεινε μπροστά στο σφουγγαρισμένο σαλόνι. Κατάχαμα. Με την

την πλατεία: «τι νόμιζα η ανόητη ότι θα βρω, το φρούριο με τους οχτώ πύργους; Ή, μήπως θα άκουγα τις οιμωγές των κρατούμενων;» Ίσως εκείνη η ριζωμένη βαθιά συνείδηση άλλων καιρών, καιρών που έφεραν την άνοιξη στην γηραιά ήπειρο, ίσως η ανάγκη να δεις εκείνο που με προσοχή έχεις προσχεδιάσει, ή, έχουν για σένα προσχεδιάσει οι νύχτες αγρύπνιας των καταλήψεων και νεανικών διαβασμάτων, τέλος πάντων, μια πλατεία και αυτή της Βαστίλης όπως όλες τις άλλες, τίποτα το σπουδαίο. «Τα σπουδαία μέσα στο μυαλό μας, άντε πάρε την, την ακριβή βαλίτσα, λέω.» Έσυραν το νέο απόκτημα μαζί τους αφού πλήρωσαν με πλαστικό χρήμα και αραξοβόλησαν στο καφέ της γωνίας. «Σε τούτα τα παρισινά καφενεία δεν είναι που άνοιξε τα φτεΜάρω Φασουλή, Άτιτλο, 2009, μικτή τεχνική σε χαρτί, 250 x 150 εκ.

τωμα, α, ναι, το καμάρι της: αυτές οι παλιοκαιρίτικες πολυκατοικίες των Εξαρχείων με τα δρύινα πατώματα. Άκουσε ένα σβουν, κοφτό, επαναλαμβανόμενο, γύρισε προς το δωμάτιό: η θέα περιορισμένη από την στοίβα με τις κούτες, αλλά αρκετή για να δει το εργατόπαιδο της μεταφορικής εταιρείας μ’ ένα μηχανικό κατσαβίδι να κατεβάζει από τον τοίχο τα ράφια. Από τα ξεβιδώματα πέρασαν στο αμπαλάρισμα, σώριαζαν και έδεναν κι έσφιγγαν, οι κούτες γέμιζαν, έκλειναν, ο σπάγκος κυλούσε γύρω τους και στο πάτωμα έφευγε μαλακά, στενό μονοπάτι, ή πάλι φίδι φαρμακερό στα χέρια, σφιχτά, κι άλλο, ή, πιο σφιχτά, κοφτές κουβέντες τώρα πια, η ώρα περνούσε, ο χρόνος μεγάλη πολυτέλεια, ο χρόνος μιας μετακόμισης δεν είναι αυτός του χρονομέτρου, μα πάλι, ναι, του χρονομέτρου μιας ζωής παρελθούσης που βγάζει τη γλώσσα στο σκοτεινό παρόν. Κι οι κόλλες του χαρ-

μυρωδιά του απορρυπαντικού από τα τελευταία πλυσίματα ακόμη πάνω της σήκωνε το χέρι και κουνούσε το μαντήλι του αποχαιρετισμού. ........... -Κόκκινη! -Όχι. Μπλε. Και, να σου πω: την είδες την τιμή; -Την είδα, αμάν, όλο ταξίδια θέλεις, πάρε και μια βαλίτσα της προκοπής να σε πηγαινοφέρνει. Πάνω εκεί ο Πάνος έσκασε στα γέλια. Το μάτι τους είχε σκαλώσει στις μεγάλες όμορφες βαλίτσες γνωστής φίρμας. Το πώς βρέθηκαν εκεί, αν και μοιάζει φερμένο από άλλη ιστορία, εδώ ανήκει, «πάμε» του είχε πει, «χόρτασα πάλι Ιστορία. Πάμε για shopping therapy», και χώθηκαν στο υπερκατάστημα δυο μόλις βήματα από την Πλατεία της Βαστίλης. Είχαν για ώρα περπατήσει ένα γύρω

ρά του ο Διαφωτισμός; Και μεις; Τα κλειδώσαμε σε φιρμάτες βαλίτσες;» -Μη, το φώναξε με μίσος. Μη... Μεσημέρι πια, η μέρα στην ώρα της ενηλικίωσής της, δεν τής φταίει το παιδί, το μεροκάματό του κυνηγά, πιο κάτω άλλη μετακόμιση το περιμένει, φεύγουν πολλοί, αφήνουν πίσω τους το Άστυ, και άνοιξαν γραφεία στην πλατεία Κάνιγγος για την μετανάστευση στη Αυστραλία, ή μήπως προτιμάτε πιο κοντά; Κοίταξε την βαλίτσα, αγορασμένη από τους γονείς στην πλατεία της Βαστίλης, την έφερε πριν από χρόνια μαζί της, λες και ήθελε να καταλάβει εξ εφόδου την Αθήνα, έσκυψε: «Πιο σιγά, έχω μέσα τον Ηρόδοτο», του είπε. Και κείνο, καθώς η σκούφια του κρατούσε από πολύ μακριά, δεν κατάλαβε, την κοίταξε με κακία, «εγκό βιάζεται» είπε, «έχεις άντροπο μέσα;»


Η ΑΥΓΗ • 15 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013

20

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

6

«Θα προτιμούσα όχι»* Μου λένε: θα πρέπει να διαχωρίσεις τον σκοπό από τα μέσα που χρησιμοποιούνται. Τα μέσα είναι μια τεχνική διαδικασία γρήγορης ωρίμανσης. Τα μέσα μπορεί να εμπεριέχουν βία αλλά τη βία την καταδικάζουμε από όπου κι αν προέρχεται. Κλείσε τα μάτια και θα δεις το μέλλον σαν ολόγιομο φεγγάρι σε γεμάτο πιάτο. Ο σκοπός είναι ιερός. Μόνο ο σκοπός μπορεί να είναι ιερός, τις ιερές αγελάδες τις σφάξαμε για να ξεκινήσουν τα καράβια. Ανέβα λοιπόν στο καράβι που έχει σαλπάρει. Τους απαντώ: θα προτιμούσα όχι διότι μοιάζει αυτός που με σκότωσε να θέλει τώρα να με αναστήσει και επιπλέον ως αναστημένος να μην μοιάζω καθόλου μ’ αυτό που είχα υπάρξει. Μου λένε: τι σε κόφτει; Συμβασιούχος ήσουνα συμβασιούχος θα είσαι. Για το κράτος δούλευες για το κράτος θα δου-

Δημήτρης Χρηστίδης, The Circle of Arches Eye Condition # 1, 2013, μολύβι και ακρυλικό σε ξύλο, 25 x 30 εκ.

ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΥΚΕΣΑ

λεύεις. Βάλε το όνομά σου στη λίστα, ξέχασε, η λήθη είναι λυτρωτική, νομιμοποίησέ μας και θα σου πλέξουμε εγκώμια, θα δεις. Τους απαντώ: θα προτιμούσα όχι διότι τότε θα ήταν σα να παραδέχομαι ότι είχα ήδη επιλεγεί με διαδικασίες που αν δεν ήταν βρώμικες ήταν τουλάχιστον σαθρές, με αστερίσκους και έναν οχετό από υπονοούμενα. Επιπλέον θα ήταν σα να είχα δώσει το δικαίωμα σε αυτούς τους ανθρώπους να επικυρώνουν, να επαινούν ή να αποδοκιμάζουν, τις επιλογές μου κατά πως τους βολεύει κι αυτό να το θεωρώ αντικειμενική αποτίμηση του βίου μου. Μου λένε (πονηρά στ’ αυτί): έχουμε ετοιμάσει έναν διαγωνισμό με πατρόν που μπορεί να προσαρμοστεί σε όλες τις ανάγκες, όλα τα σώματα, έναν διαγωνισμό που θα εκτιμήσει τις δεξιότητες σου και θα τις μετατρέψει σε παραγωγικής μορφής δυνατότητες. Το μέλλον θα είναι ροδαλό και άχραντο σαν επιδερμίδα μωρού. Τους απαντώ: θα προτιμούσα όχι διότι είναι αποδεδειγμένο ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να θαυμάσουν οτιδήποτε δεν κατανοούν, οπότε πώς γίνεται εγώ να ενθουσιαστώ με κάτι που αντιλαμβάνομαι και το οποίο μου προκαλεί εμετικής μορφής απέχθεια; Μου λένε: μην είσαι αφελής, τρούπωσε, κι ύστερα θα βρεις

Η ερωμένη (τη λέξη την είδα στο λεξικό, δεν την αντέγραψα) του πατέρα μου είναι ψηλή και λεπτή, με σοβαρή φωνή και καλή δουλειά. Είναι μια γυναίκα που ξέρει να παίρνει αυτό που θέλει, χωρίς όμως να είναι σκληρή ή ανήθικη. Έχει πολύ στυλ και είναι καλλιεργημένη. Δεν την έχω δει ποτέ όμως. Η ερωμένη του πατέρα μου τον παίρνει τηλέφωνο στο σπίτι τις ώρες που η μαμά μου ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

λείπει. Εκείνος πλησιάζει και απαντάει προσεκτικά, όπως πάντα «Η σύζυγός μου δεν είναι εδώ». Είναι τεταμένος και η φωνή του γίνεται ασυνήθιστα απρόσωπη, ενώ η πλάτη του είναι σκυμμένη, λες και η μικρή απόσταση που γλυτώνει θα κάνει κάποια διαφορά αν αναγκαστεί να διακόψει τη συνομιλία απότομα. Μιλάνε για λίγο πάντα, αλλά υποθέτω ότι είναι πιο συναρπαστικές αυτές οι συνεννοήσεις στα κρυφά για δυο παράνομους εραστές. Βέβαια δε ξέρω, γιατί εγώ

τρόπο πάλι να πεις τα δικά σου, γίνε νεροσυρμή, θα το τρυπήσεις το φράγμα, το θέμα είναι να είσαι μέσα στο παιχνίδι. Τους απαντώ: θα προτιμούσα όχι διότι η εικόνα είναι παραπλανητική, κανονική fata morgana, αντικατοπτρισμός, και σίγουρα ανεπίτρεπτη αφέλεια, σα να πιστεύω πως κατουρώ και γεννιέται όαση καταμεσής της ερήμου Γκόμπι. Δεν θα είμαι τίποτα παραπάνω από το Παπαδιαμαντικό σκυλί δεμένο απ’ τον αφέντη του με κοντό σκοινί. Μου λένε: μην στεναχωριέσαι με σκέψεις που προσπαθούν να διακρίνουν το περιεχόμενο νοημάτων τα οποία βρίσκονται μεν πέραν της ηθικής όμως δεν συνορεύουν με το ανήθικο, παρά μόνο με την επικράτεια της πολιτικής. Εσύ χρειά-

ζεσαι δουλειά, αυτό είναι το πρόταγμα. Αλλιώς πας χαμένος, έρμε. Τους απαντώ: θα προτιμούσα όχι διότι θα ήταν σαν να ενθάρρυνα το Μαύρο να επεκταθεί σαν καρκίνωμα σε ολόκληρη την χώρα, σα να έριχνα λίπασμα στην αυθαιρεσία και τον κυνισμό, σαν να αποδεχόμουνα τον φιλοτομαρισμό, την ασπόνδυλη συνείδηση, την αποκτήνωση. * Πρόκειται για την φράση που επαναλαμβάνει ο ήρωας του Χέρμαν Μέλβιλ, στην νουβέλα «Μπάρτλμπυ, ο Γραφέας: Μια ιστορία της Ουώλλ Στρητ», μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, Άγρα, 2011

Η ερωμένη του πατέρα μου είμαι μόνο 10 χρονών. Η ερωμένη του πατέρα μου είναι ένας άνθρωπος συναρπαστικός, γιατί ο πατέρας μου γυρνάει συχνά στο σπίτι και μιλάει με ενθουσιασμό για πράγματα που παλιά δεν ήξερε και δεν ασχολούνταν. Μέχρι στιγμής μας έχει μιλήσει για μινιμαλισμό στην τέχνη, προκλασική μουσική, για τον αφρικανικό ιαγουάρο και τις διατροφικές του συνήθειες και για την παιδική εκμετάλλευση στην Γκάνα. Δεν έχω μιλήσει ποτέ στην ερωμένη του πατέρα μου. Η ερωμένη του πατέρα μου γυμνάζεται τακτικά και τρέφεται σωστά. Ο πατέρας μου πια απαιτεί να τρώει σαλάτες και φρούτα, τα οποία παλιά απέφευγε με θρησκευτική αυστηρότητα, και δεν πλησιάζει καν τα γλυκά, αν και τα κοιτάζει με συγκινητική μελαγχολία. Μας λέει συχνά ότι πρέπει να χάσει βάρος και ξεκίνησε να αθλείται γιατί «ένας άνθρωπος δεν είναι μόνο πνεύμα, αλλά και σώ-

μα.». Δεν έχω δει ποτέ την ερωμένη του πατέρα μου να αθλείται. Η μητέρα μου είναι κοντή και κανονική, με λίγο ψιλή φωνή. Είναι νοικοκυρά. Παίρνει τον πατέρα μου στο τηλέφωνο μόνο για να του θυμίσει τα ψώνια. Μιλάει για βαρετά πράγματα όπως βουλωμένοι νιπτήρες, βαφτίσεις, πανάκριβα φασολάκια στο σούπερ μάρκετ και γεύματα που χρωστάμε σε φίλους. Δεν τρώει πολύ, αλλά της αρέσουν τα γλυκά και τα τρώει ευχάριστα, με ένα ύφος αγαλλίασης (κι αυτή τη λέξη στο λεξικό την είδα) στο ροδαλό της πρόσωπο. Οι γονείς μου είναι αταίριαστοι και αλήθεια δεν καταλαβαίνω πως τα βρήκαν και κάθισαν να με κάνουν. Αυτός φωνάζει, εκείνη φωνάζει και μετά οι γείτονες φωνάζουν να κάνουν ησυχία. Οι γείτονες είναι πολύ έξυπνοι και γενναίοι γιατί μπορούν να κάθονται στα μπαλκόνια τους και όποτε περνάω να λένε «Καημένο παιδί». Οι γονείς μου δεν έχουν

το φόβο «μη μπροστά στο παιδί». Άμα είναι να γίνει χαμός, θα γίνει μπροστά σε οποιονδήποτε. Αλλά επειδή γίνεται χαμός από τότε που θυμάμαι ότι φορούσα πάνες, είναι πια όπως ο ήχος του κλιματιστικού, δεν τον προσέχω. Καμιά φορά έρχονται επισκέπτες και οι γονείς μου κάθονται με τσιτωμένα χαμόγελα και λένε σαχλαμάρες με γλυκό ύφος, αλλά αυτό δε μου αρέσει γιατί είναι ψέματα. Από τότε που ήρθε η ερωμένη του πατέρα μου στη ζωή μας όμως, όλα είναι καλύτερα. Η πατέρας μου έχει εκείνη και χαίρεται, η μάνα μου έχει φτιαγμένο νιπτήρα, ό,τι ζητήσει από το σούπερ μάρκετ και έχει ξεπληρώσει όλα τα χρωστούμενα γεύματα με πρωτοβουλία του πατέρα μου. Εγώ είμαι πιο ήσυχος και είναι εύκολο να συνηθίσω χωρίς το θόρυβο του χαμού. Τώρα εσείς μας είπατε να γράψουμε για το αγαπημένο μέλος της οικογένειάς μας, οπότε σας το λέω εδώ: το αγαπημένο μέλος της οικογένειάς μου είναι η ερωμένη του πατέρα μου, γιατί μας έφερε επιτέλους ησυχία και κανείς πια δε με κοιτάζει και λέει «καημένο παιδί».


Η ΑΥΓΗ • 15 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

21

7

Το ξυλάδικο Στάθηκε παράμερα στο πεζοδρόμιο, να μη δίνει στόχο ούτε και να εμποδίζει, και κοίταζε επίμονα αλλά διακριτικά. Κείνη την ώρα, κοντά στο μεσημέρι, το ξυλάδικο πνιγότανε στη δουλειά. Και οι δυο του ηλεκτρικές πριονοκορδέλες, στημένες κοντά στο φαρδύ άνοιγμα της συρόμενης πόρτας, αντικριστά στο δρόμο, δούλευαν ασταμάτητα. Η καθεμιά με τον χειριστή της, κι αυτός ούτε που σήκωνε κεφάλι, μόνο άπλωνε προς το πλάι τα χέρια, έπαιρνε μηχανικά τον κορμό που του ‘δινε ο βοηθός του και τον έσπρωχνε προσεχτικά στη λάμα που γύριζε δαιμονισμένα. Τα ξύλα κόβονταν σε βολικό μέγεθος, όχι μεγαλύτερα από μισό μέτρο, να χωράνε στο τζάκι και να μπορούν να φορτώνονται και να μεταφέρονται εύκολα. Ντανιασμένοι κορμοί δένδρων ολόγυρα, έπνιγαν το χώρο. Πριν από λίγο, δυο φορτηγά ανατρεπόμενα άδειασαν καινούργιους κι ο μικρός λόφος στη μέση του ξυλάδικου ψήλωσε κι άπλωσε. Με δυσκολία κινούνταν οι εργάτες πατώντας προσεχτικά πάνω στα ξύλα. Τρείς απ’ αυτούς αγκομαχούσαν να τακτοποιήσουν όπως-όπως τους μεγαλύτερους κορμούς, τρακαδιάζοντάς τους στις τρείς πλευρές του οικόπεδου, κολλητά στον ψηλό συρμάτινο φράχτη. Παραδίπλα άλλοι δυο δούλευαν στον ξυλοσχίστη, ένα τεράστιο μηχανοκίνητο τσεκούρι που ανεβοκατέβαινε κατακόρυφα σκίζοντας τούς χοντρούς κορμούς. Και στην πόρτα, πλάι σε κάθε κορδέλα, δυο μικρά φορτηγάκια αγροτικά, μισά έξω στο πεζοδρόμιο μισά μέσα, γέμιζαν με τα κομμένα ξύλα. Ο οδηγός, ανεβασμένος στη μικρή καρότσα, τα ταίριαζε έτσι που να χωρούν περισσότερα αλλά και να μπλέκονται μεταξύ τους καλύτερα στη μεταφορά. Σε δέκα λεπτά το φορτηγάκι γέμιζε παραφορτωμένο, όπως μαρτύραγαν τα λάστιχα στις ρόδες του, και τη θέση του έπαιρνε το άλλο που περίμενε. Ο καιρός απ’ το πρωί ήταν κλειστός. Μαύρα σύννεφα ολόγυρα και χειμωνάτικο ξεροβόρι. Κάτι χιονόψυχες που έπεφταν, αραιές για την ώρα, δείχνανε πως θα’χουμε καιρό.

ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΧΟΝΔΡΟΥ Αλλά και για να βάλει τις φωνές στους εργάτες. -Μη χαζεύεις Αλή, θα σου κόψω τέταρτο! Κι εσύ ρε Σμαήλη πρόσεχε μη φας κάνα δάχτυλο στην κορδέλα, εγώ δε θα ξέρω τίποτα! ...Το φελέκι σας μπαγκλαντέσια, θα με ρίξετε όξω... Κι αναψοκοκκίνιζαν τα φουσκωμένα του μάγουλα, κι όλο τράβαγε το παντελόνι του πάνω στην τουρλωτή σαν αερόσακκο κοιλιά του. -Σιγά ρε Πατρίκo, πώς διάολο σε λένε, θα με ξεκεφαλιάσεις! Όπου φτάνεις πετάς τα ξύλα!.. Ο άλλος, τώρα, δεν ξεκόλλαγε το βλέμμα απ’ τ’ αφεντικό. Αργά-αργά, έκανε μισό βήμα πίσω, ν’ ακουμπάει στην κολώνα της ΔΕΗ, τράβηξε στο δεξί του πλευρό το σακίδιο να μην τον εμποδίζει κι έμεινε έτσι ασάλευτος, χωρίς να νοιάζεται για τον παγωμένο αγέρα που τον χτύπαγε κατάμουτρα. Ένα μκρό κασκέτο δεν έκρυφε όλα του τα μαλλιά που ξέφευγαν, γκρίζα και κυματιστά, λίγο πάνω απ’ τα γυαλιά και πίσω στο σβέρκο του. Στο παληό χακί σακίδιο, ένα πολυδιπλωμένο χοντρό νάυλον, φρακαρισμένο ανάμεσα στά λουριά, τράβαγε την προσοχή.

Δηλαδή σε τί, άραγε, να του χρειαζότανε; Ασσορτί με το αμπέχωνο πήγαινε και το παληό λερωμένο τζήν παντελόνι του και τα αθλητικά παπούτσια, όλα ξεφτισμένα, ήταν φανερό πως είχαν φάει τα ψωμιά τους. Θα ‘ταν εκεί, γύρω στα σαρανταπέντε και, πάντως, όχι πάνω από πενήντα. Ψηλός, στητός, καλοσουλουπωμένος, και αν, αντί για τα τριμμένα ρούχα που φόραγε, τον φανταζόσουνα με γκρι-μπλε σινιέ κουστούμι, γραβάτα αρζαντέ, λάπ-τοπ κι όλα δηλαδή τα σέα ενός γιάπη, δύσκολα θα τον έκανες για κάτι λιγότερο από διευθυντή τραπεζίτη. Πάει τώρα πάνω από μισή ώρα που, χωρίς να δίνει στόχο, κοιτάζει το ξυλάδικο. Όρθιος, ακουμπισμένος στην κολώνα, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του αμπέχωνου, δείχνει αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει γύρω του. Το μάτι του όμως γυροφέρνει απ’ άκρη σ’ άκρη στο ξυλάδικο, να μην του ξεφύγει καμιά κίνηση, κανένας θόρυβος. Προπαντός να μη χάσει τον Βάγγο κάθε φορά που αυτός πετάγεται απ’ το «γραφείο». Νάτον τώρα που αναστηλώνεται, βγάζει τα χέρια απ’ τις τσέπες, φέρνει μπροστά το σακίδιο και ταχτοποιεί καλύτερα το νάυλον που όλο και γλυστράει γιατί το σακίδιο είναι παραφουσκωμένο. Σφίγγει πάλι τα λουριά

με τα μακρυά λεπτά του δάχτυλα, κοντοστέκεται για λίγο, ύστερα ξύνει το αξύριστο σαγώνι του και κάνει να φύγει. Ακριβώς κείνη τη στιγμή όμως φτάνουν στ’ αυτιά του δυνατές οι φωνές του Βάγγου. Απότομα, γυρίζει και με σταθερό δρασκελισμό τραβάει ίσια καταπάνω του. Ο Βάγγος ξαφνιάζεται, «τί να θέλει και τούτος ο διάολος, για εφοριακός πάντως δε μου φαίνεται...». Ο άλλος όμως δεν του δίνει καιρό κι αρχίζει πρώτος την κουβέντα, κάτι του λέει αλλά δεν ακούγεται γιατί η κορδέλα βρήκε σε ρόζο και ουρλιάζει σα σειρήνα. Ο Βάγγος δείχνει να τον ακούει προσεχτικά, τον «κόβει» βιαστικά από πάνω ως κάτω και στηλώνει το βλέμμα στα χέρια του. Η κορδέλα ξεπέρασε το ρόζο, «είναι βαρειά τούτη η δουλειά, δεν είναι για τα χέρια σου», φέρνει ο αγέρας τη φωνή του, «ξαναπέρνα σε καμιά βδομάδα, μπορεί να χρειαστώ νυχτοφύλακα...» Ο άλλος δε λέει κουβέντα, βγαίνει στο πεζοδρόμιο, σταματάει για λίγο να σιάξει το νάυλον και τραβάει ίσια για το πάρκο. Εκεί, στην πίσω μεριά, χωμένη μέσα στα δένδρα, μια παληά αποθήκη του δήμου στέκει ακόμα μισογκρεμισμένη... Στο μεταξύ ο καιρός χειροτέρεψε. Πριν λίγο το γύρισε σε χιονόνερο.

Δίπλωσε προσεχτικά γύρω απ’ το λαιμό του το χοντρό καφετί πουλόβερ και κούμπωσε μέχρις απάνω το ξεφτισμένο του αμπέχωνο. Ύστερα, αργά-αργά, χωρίς καθόλου να βιάζεται, αντίθετα, θα ‘λεγες πως επίτηδες χασομέραγε για να περάσει η ώρα, έβγαλε τα μικρά τετράγωνα μυωπικά γυαλιά του, τα ύγρανε με το χνώτο του και τα καθάρισε μ’ ένα κιτρινισμένο μαντήλι. Τώρα μπορούσε να παρακολουθεί καλύτερα τη δουλειά στο ξυλάδικο. Απ’ τους εννιά εργάτες, όλοι τους γύρω στα τριάντα, οι έξι ήτανε σκουρόχρωμοι μα φαίνεται πως κάνανε μήνες, μπορεί και χρόνια, αυτή τη δουλειά, γιατί όλο το ξυλάδικο δούλευε ρολόι. Μιά μικρή λυόμενη παράγκα, ούτε πέντε τετραγωνικά όλη κι όλη, στη μπροστινή δεξιά γωνία θα πρέπει να ‘τανε το «γραφείο διεύθυνσης», γιατί απ’ αυτήν πεταγότανε κάθε τόσο τ’ αφεντικό ο κύρ-Βάγγος κι έδινε εντολές «πού θα πάνε τα φορτωμένα φορτηγάκια» ή για να παραλάβει τ’ ανατρεπόμενα που έφερναν τους καινούργιους κορμούς.

Γιάννης Μπρούζος, Πατρίδα, 2011, μέταλλο, 64 x 54 x 45 εκ.


Η ΑΥΓΗ 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013

22

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

Η φλόγα της ζωής Όταν το φως του ήλιου έπαιζε την τελευταία παρτίδα με τα σύννεφα, προτού κοιμηθεί στην αιώρα των βουνών, ένα σαλιγκάρι είχε μοναδικό προορισμό να πάει στην καρδιά του δάσους και να ανταμώσει αυτό που είχε ακούσει να ονομάζουν «το θαύμα του ανθρώπου». Το σαλιγκάρι το έλεγαν Νεφέλη. Η Νεφέλη είχε πολύ δρόμο μπροστά της. Και το κέλυφός της, το οποίο σχημάτιζε μια σπείρα, δεν ήταν ελαφρύ. Παρόλα αυτά, ήθελε πολύ να φτάσει στην καρδιά του δάσους. Το νέο γρήγορα διαδόθηκε. Και όσοι δεν ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ

μπορούσαν να την ακολουθήσουν στο ταξίδι, της είχαν ζητήσει να σκεφτεί κάτι, για να τους βοηθήσει. Όλοι ήθελαν να έχουν συμμετοχή με κάποιο τρόπο, και ας μη μπορούσαν να βρεθούν εκεί, μαζί της, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Τότε, η Νεφέλη σκέφτηκε μια ιδέα: «Θα γίνω εγώ η διάρκειά σας, τους είπε. Ελάτε με τα πινέλα και τα χρώματά σας. Θέλω να βάψετε όλοι από ένα μέρος της σπείρας μου, για να νιώσετε ότι συμμετέχετε στην επιθυμία και στον προορισμό μου. Η επιθυμία μου, επιθυμία σας. Το σώμα μου, σώμα σας», τους είπε, κουνώντας τις δυο κεραίες της. Δεν ήταν μόνο τα σαλιγκάρια που πήραν μέρος στο έργο της μεταμόρφωσης. Λαγοί, χελώνες, μυρμήγκια και τερμίτες, οι πιο μεγαλόσωμοι των μυρμηγκιών, πήραν κόκκινη, μπλε, άσπρη και κίτρινη μπογιά και άλλαξαν το κέλυφος της Νεφέλης. Όλοι είχαν βάλει τουλάχιστον από μια πινελιά συμμετοχής. Το σαλιγκάρι δεν μπορούσε να πιστέψει την αλλαγή. Φαινόταν να μην είναι πια ο εαυτός του. Δεν αναγνώριζε την εικόνα του. «Ποια είμαι;»... απορούσε κοιτώντας τα πολλά χρώματα πάνω της. Το κέλυφος έμοιαζε με ένα μωσαϊκό, τώρα, σαν να κουβαλούσε ένα παιχνίδι ή ένα παζλ και όχι ένα βαρύ φορτίο. «Ποίηση εν κινήσει», αναφώνησαν οι πιο μεγάλοι και οι παλιοί του δάσους. Ούτε εκείνοι είχαν ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Και έτσι η Νεφέλη με τα χρώματά της, το μωσαϊκό κέλυφος που περιείχε τις ευχές και τις επιθυμίες όλων, μικρών και μεγάλων, ξεκίνησε για να φτάσει στην καρδιά του δάσους και να μάθει ποιο ήταν αυτό το θαύμα του ανθρώπου. Στο δρόμο, ενώ άφηνε ίχνη από βλέννα, είδε και άλλα ζώα του δάσους να την περιγελούν, επειδή ήταν διαφορετική. Η Νεφέλη, όμως, που περήφανα είχε φορτωθεί τις επιθυμίες της γειτονιάς της, δεν έδωσε σημασία και ούτε που αναρωτήθηκε γιατί ποτέ ό-

λοι δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες και τα ίδια κελύφη προστασίας. Ήξερε ότι αργοπορούσε, επειδή ήταν στη φύση των σαλιγκαριών να κολλούν τα βήματά τους στη γη, έτσι όμως δυνάμωναν οι επιθυμίες. Λίγο προτού φτάσει στην καρδιά του δάσους, άρχισε να βρέχει. Τότε, η Νεφέλη κρύφτηκε στο κέλυφός της, αλλά ξαφνικά θυμήθηκε. Βγάζοντας το κεφάλι της έξω, στις σταγόνες της βροχής, είδε τον εαυτό της να ξαναγίνεται αυτό που ήταν, χωρίς τα χρώματα, χωρίς τις πινελιές. Ήταν ένα απλό σαλιγκάρι. «Τι κρίμα», σκέφτηκε. Και ενώ λυπόταν, το χέρι της βροχής την έπαιρνε και την πήγαινε πιο κοντά στον προορισμό της. Όταν η βροχή σταμάτησε, η Νεφέλη βρισκόταν στην καρδιά του δάσους. Πλησιάζοντας, είδε πράγματι μια κόκκινη καρδιά κάτω από έναν πλάτανο. Η καρδιά είχε μια φλόγα σβηστή. «Γιατί αυτό είναι το θαύμα του ανθρώπου;», είπε από μέσα της και έμεινε εκεί, να αφουγκραστεί την ηρεμία της φύσης... Ενώ η Νεφέλη είχε κολλήσει το πρόσωπό της στη γη, από το ζωντανό όνειρο εμφανίστηκε δίπλα στην καρδιά ένα ζευγάρι δασοφυλάκων που πρόσεχαν την καρδιά και το δάσος. Άναψαν τη φλόγα, της χαμογέλασαν και εξαφανίστηκαν. Η Νεφέλη έγειρε με τις κεραίες της προς την καρδιά, και σε μια στιγμή, που το κερί του δάσους άναβε και έκανε τα στιλπνά φύλλα των δέντρων να λάμπουν, ήταν σίγουρη πως αυτή η φλόγα της ζωής ήταν το θαύμα. Τώρα, έπρεπε να πάρει το δρόμο της επιστροφής, καθώς είχε φτάσει στον προορισμό της και είχε καταλάβει. Ξεκίνησε για να μάθει, ενώ τελικά είχε καταλάβει. Η καρδιά του δάσους άφησε στη Νεφέλη μια μοναδική εμπειρία. Ενώ γύριζε σπίτι, αργά και όπως τα σαλιγκάρια συνηθίζουν, σκεφτόταν αυτό που είχε καταλάβει. Είναι ωραίο να θέλεις να μοιράζεσαι και να κάνεις και τους άλλους να μοιράζονται. Είναι ωραίο να μην αφήνεις στους άλλους να κάνουν το δύσκολο δρόμο, γιατί ήδη θα έχεις χάσει την εμπειρία των μη ελεγχόμενων παραγόντων. Είναι ωραίο να αγαπάς τον εαυτό σου, όπως είναι, χωρίς να σε εντυπωσιάζει η εικόνα του. Το θαύμα είναι η ζωή και αυτή μας εντυπωσιάζει. Η Νεφέλη γύρισε όταν όλοι είχαν πάει για ύπνο. Καιρός ήταν να ονειρευτεί και αυτή ότι η καρδιά του δάσους, κάπου μακριά, προστάτευε τα σαλιγκάρια, τους λαγούς και τις χελώνες, τα μυρμήγκια και τους τερμίτες, ακριβώς όπως όλοι θέλουν να ονειρεύονται πως πάντα κάποιος υπάρχει για να τους προστατεύει και να τους στέλνει θετική ενέργεια. Το ταξίδι της Νεφέλης, κυρίως, ήταν η πράξη πως αυτό μπορεί να συμβεί με το να συμμετέχουμε και να ακολουθούμε, έστω και αργά, το δύσκολο δρόμο της ζωής, που είναι και η φλόγα της.

Λευτέρης Ναύτης, Κύκλος 2, 2010, μάρμαρο, πλαστικό, 30 x 16 εκ.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ

Δεκαπενταύγουστος Στ’ αλήθεια δεν το ‘χαν προσέξει οι νέοι επίτροποι πως σε απόσταση δύο πακέτων τσιγάρων βολιδοσκοπούσε ο λοιμός μιας ολόκληρης χώρας; Στ’ αλήθεια δεν είχαν δει έναν ολόκληρο λαό να σέρνεται στα χρέη και να μην είναι πουθενά στη Γη καλοδεχούμενος; Στ’ αλήθεια σκοπεύουν ν’ αυξήσουν κι άλλο τους φόρους και να στείλουν συγκλητικούς να γιορτάσουν την απώλεια άλλης μιας εθνικής μνήμης; Στ’ αλήθεια θα πάρουν νέα μέτρα ανήμερα ενός ακόμη ανώφελου Δεκαπενταύγουστου; Τήνος, 11 Αυγούστου 2013 Ντίνος Σιώτης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.