Όψεις κατεχόμενης Λευκωσίας
Κείμενο-φωτογραφίες του Βαγγέλη Γέττου*
Οι πόλεις, όσο θαμμένες κι αν είναι στο τσιμέντο και το καυσαέριο, αλλάζουν ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Έχω ζήσει, πια, όλες τις εποχές της Λευκωσίας : την αφόρητη υγρασία του ασφυκτικού καλοκαιριού της, την επαμφοτερίζουσα μελαγχολία του φθινοπώρου της, την ενοχική σιωπή του χειμώνα της, την λειψή άνοιξη των αναμνήσεων. Ωστόσο νομίζω ότι ο καιρός που ταιριάζει περισσότερο στην Κύπρο ‘’που οι εμπόροι τη μισούνε’’ είναι και ο πιο σπάνιος για έναν νότιο νησιωτικό χώρο: το χιόνι. Είδα την Λευκωσία χιονισμένη την προτελευταία εβδομάδα του Φλεβάρη. Έχεις την εντύπωση ότι οι ευθύνες και οι έριδες αναπαύονται γαλήνια κάτω από τη λευκή ομοιογένεια. Το χιόνι είναι ίδιο αλλά το έδαφος που το υποδέχεται είναι χωρισμένο στη μέση. Η ενιαία συμπεριφορά της φύσης συναντά το κατακερματισμό των ανθρώπινων συμφερόντων: ‘’κοίτα, έχουν κι αυτοί χιόνι’’, μου λέει η Μαρίνα από την Έγκωμη, κόρη προσφύγων από την Κερύνεια και τη Μόρφου, δείχνοντάς μου τον χιονισμένο -σήμερα- και κατεχόμενο -σήμερα- Πενταδάκτυλο. Οι νιφάδες δεν καλύπτουν την εντυπωμένη τούρκικη και τουρκοκυπριακή σημαία πάνω στο βαρύ σαν ιστορία βουνό. Το χιόνι δεν θα κρατήσει μέχρι το βράδυ αλλά ήδη έχω αποφασίσει τι θα κάνω το επόμενο πρωί. Είχα ξαναμπεί στην κατεχόμενη Λευκωσία άλλη μία φορά, με τον Κώστα που δραστηριοποιείται στο Σπίτι της Συνεργασίας, μία οργάνωση με έδρα στην νεκρή ζώνη, δίπλα στο κεντρικό οδόφραγμα του Λήδρα Palace, ενός πάλαι ποτέ πολυτελούς ξενοδοχείου, εκκενωμένου από το ’74 και δίπλα από το μνημείο του Σολωμού. Πριν μπω για πρώτη φορά στην κατεχόμενη πλευρά
ένιωθα ένα δέος που με εμπόδιζε να προχωρήσω. Τελικά, η διέλευση έγινε με ποδήλατο. Το φευγαλέο των εικόνων που συγκράτησα ίσως ήταν πιο συμβατό με την πρώτη αυτή απόπειρα να αντιμετωπίσω την ανυποχώρητη φόρτισή μου. Τη δεύτερη φορά, την οποία περιγράφω παρακάτω, πέρασα μόνος και πεζός, με μία φωτογραφική μηχανή στο χέρι, νιώθοντας λίγο ενοχικά για το γεγονός ότι έμοιαζα με τους Γερμανούς, τους Άγγλους και τους Ρώσους τουρίστες που περνούσαν το οδόφραγμα της οδού Λήδρας σαν μια απλή, σαν μια οποιαδήποτε διάβαση πεζών. Η ελληνοκυπριακή ‘’πλευρά’’, αρκείται να θυμίσει το factum της κατοχής και τη διαίρεσης με μία ταμπέλα. Η de jure διχοτόμηση δυστυχώς δεν έχει ανάγκη από ρητορικές διαμάχες ηγετών, διεθνείς συνδιασκέψεις και –πια- πολεμικά συμβάντα: τουρκοκύπριοι αγοράζουν παπούτσια στο Mall της Αγλαντζιάς και Ελληνοκύπριοι καπνίζουν πούρα σε καζίνο της κατεχόμενης παλιάς πόλης.
Αυτή η μεθόριος δεν είναι πια Ρουβίκωνας. Μετά το άνοιγμα των «οδοφραγμάτων», όπως ακόμα και σήμερα ονομάζουν οι Ελληνοκύπριοι αλλά και τα διπλωματικά κείμενα της διεθνούς κοινότητας τις φυλασσόμενες διαβάσεις από το ελεύθερο στο κατεχόμενο τμήμα, ίσως μόνο όσοι έχουν εκτίσει τη στρατιωτική τους θητεία δίπλα σ’αυτά ή στην Πράσινη Γραμμή, όπως κι εγώ, νιώθουν να χάνεται ο μύθος. Μικρές ελιές σηματοδοτούν το φαντασιακό μιας καλής θέλησης που μπερδεύεται με συμφέροντα, υπουργικά συμβούλια και εκατέρωθεν ανακοινωθέντα.
Η Τουρκοκυπριακή λεγόμενη αστυνομία (η ελληνοκυπριακή μεταγλώσσα επιβάλλει πάντα προσδιορισμούς κιβδηλότητας στους θεσμούς των ‘’από’κει’’) επιτρέπει την είσοδο μόνο αν υπογράψεις το έντυπο με το οποίο ουσιαστικά αναγνωρίζεις την ‘’Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου’’. Είναι αυτό το χαρτί που αρνούνται να υπογράψουν πολλοί Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες- και γι’ αυτό δεν θα δουν ποτέ τα κατεχόμενα χωριά τους και τις απαλλοτριωμένες περιουσίες τους.
Η τουρκοκυπριακή διοίκηση προσπαθεί να δώσει εξαρχής τα εχέγγυα ενός ευχάριστου περιπάτου σε μία αποφορτισμένη από εντάσεις και διχόνοιες περιοχή. Οι ταμπέλες που επιχειρούν να δημιουργήσουν μια μητροπολιτική εντύπωση θα κατευθύνουν για καιρό ακόμα σε μέρη που αναγνωρίζονται ως «Δημοτικά Παζάρια» μόνο από την Τουρκία
Στην είσοδο του τουρκοκυπριακού τομέα κυριαρχούν τα κοσμηματοπωλεία. Μία τάση της ντόπιας αγοράς που πρέπει να παρουσιάσει αντάξιο νεοπλουτισμό έναντι των «γειτόνων».
Τα τουριστικά μικροκαταστήματα καταπίνουν κάθε σπιθαμή γης. Με μια γεύση από τις αλλοιωμένες παλιές πόλεις της Κρήτης ή της Ηπείρου, οι μιναρέδες μπλέκονται με απροσδόκητες εμπορικές
παρεμβάσεις.
Ο τζόγος είναι ένα από τα βασικά θέλγητρα του αναπτυγμένου κομματιού της κατεχόμενης Λευκωσίας. Υπάρχει για όλους χώρος. Οι λέσχες και τα καζίνο σαν μανιτάρια φυτρώνουν και μπορούν να συνυπάρχουν ακόμα και με τον Κεμάλ που δεν παύει να τα αντικρίζει με κάποια δυσπιστία.
Το τουρκοκυπριακό κατεστημένο χρειάζεται πολύ τον Κεμάλ. Πολύ περισσότερο απ’ό,τι χρειάζεται το επίσημο κυπριακό κράτος τον Μακάριο ή τον Γρίβα Διγενή. Οι μεν κερδίζουν από το εισαγόμενο συνάλλαγμα αλλά τους λείπει η νομισματική περηφάνια του να αναγνωρίζει ο τουρίστας την λίρα σου. Οι δε ψάχνουν να πουλήσουν τις μπανάλ πλέον Porsche Cayenne τους ελέω κρίσης.
«Πόσο ωραίο είναι να είσαι Τούρκος», θυμίζει στους Τουρκοκύπριος ο θετός πατέρας τους. Πρόσφατα τουρκοκύπριοι διαπραγματευτές ζήτησαν από την Τουρκία την απόσυρση του Μπαρμπαρός από την κυπριακή ΑΟΖ καθώς η εκεί παραμονή του δυναμιτίζει την όποια εμπιστοσύνη…
Το ψευδοκράτος, αναμένοντας, οργανώνεται, λειτουργεί, προσπαθεί να παραγάγει μία θεσμική καθημερινότητα. Δικαστήρια, δικηγόροι και δικαστές ευρωπαϊκής κοπής, ταχυδρομεία, συνεργατικές τράπεζες που διατηρούν ενωτικά
σύμβολα μέσα σε μία «πρωτεύουσα» που δεν μπορεί να ακολουθήσει πάντα αυτούς τους ρυθμούς, τουλάχιστον στιλιστικά.
Επιστρέφοντας από μια δύσκολη δίκη...
Ωστόσο ο επιχειρούμενος μετα-αποικιακός εκσυγχρονισμός δεν έχει αγγίξει όλες τις πλευρές της πόλης. Η διαιρεμένη περιοχή Καϊμακλί, που διατηρεί το ίδιο όνομα και στις δύο ζώνες (το ελληνοκυπριακό τμήμα αποτελεί μία από τις ακριβές αναπαλαιωμένες γειτονιές της ελεύθερης Λευκωσίας) παρουσιάζει -βεβαίως- τον ίδιο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα και στις δύο πλευρές.
Αρχιτεκτονικά, η κατεχόμενη Λευκωσία συνίσταται σε ένα μείγμα οθωμανικών, φράγκικων και αγγλικών στοιχείων. Οι φράγκικες εκκλησίες, μεταμορφωμένες σε τζαμιά, προσφέρουν μία διαστημική αίσθηση ενώ, διάσπαρτες στην πόλη, χάσκουν στήλες αφιερωμένες σε ήρωες της εσπερινής ιπποσύνης.
Στην πολιτιστική ζωή της πόλης, κυριαρχεί η μαζική παραγωγή της Τουρκίας. Σίριαλ και νέο-γκαγκστερικές αμερικάνικου τύπου κινηματογραφικές υπερπαραγωγές που εντάσσονται στα σχέδια ενός «Tourklywood», ενός φιλόδοξου μοντέλου θεάματος της Εγγύς Ανατολής.
Γύρω από τα βενετσιάνικα τείχη, όπως ακριβώς και στην ελληνοκυπριακή πλευρά, αφθονεί ο ελεύθερος δημόσιος χώρος. Φλεβάρης και 17 βαθμοί είναι κάτι το συνηθισμένο…
Οι εικόνες του παρελθόντος είναι ωστόσο εκείνες που μένουν και στον πιο ουδέτερο παρατηρητή. Τόσο τα βομβαρδισμένα κτίρια ή τα σπίτια που αφέθηκαν να καταρρεύσουν υπό το βάρος του ιστορικού πείσματος, όσο και η γενικευμένη εγκατάλειψη, καθ’ όλο το μήκος της γραμμής που χωρίζει άτυπα τη Λευκωσία εδώ και 50 χρόνια (και άτυπα εδώ και 40), δίνουν τον τελικό τόνο σε αυτή τη πόλη των σκιών.
Επιστρέφοντας στον ελληνοκυπριακό τομέα, θέλησα να ξαναδώ τις εικόνες της νεκρής ζώνης που φυλάσσεται από του κυανόκρανους. Αν και το κενό είναι το ίδιο απ’ όποια πλευρά και αν το δεις, αυτή τη φορά, αυτή η πολεοδομική τάφρος μού φάνηκε ακόμα πιο δύσκολο να γεφυρωθεί. Από ‘δω και από ‘κει, γαντζωμένοι οι προύχοντες από τα μικροσυμφέροντα που γιγαντώθηκαν, αφημένοι οι ενωτικοί στον αφρό ενός μεταμοντερνισμού που δεν δείχνει να ενοχλείται πια από κατοχές και τα ρέστα, και στη μέση το κενό που μεγαλώνει μέσα στη σκόνη του.
*Ο Βαγγέλης Γέττος είναι νομικός. Παρουσιάζει την καθημερινή ενημερωτική εκπομπή «Κόκκινη Γραμμή», στον ρ/σ ‘’Στο Κόκκινο 107,7» Πάτρας