Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 558
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
25 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΡΙΑ ΜΟΙΡΑ Η πόλη ΣΕΛ.1
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Ταξίδια στα Βαλκάνια ΣΕΛ. 2-3
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Καββαδίας ή Καζαντζίδης; ΣΕΛ. 4
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΣΚΟΣ Από τις Φυσικομαθηματικές επιστήμες ΣΕΛ. 5
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΥΠΟΛΥΤΟΣ Λέων Τρότσκι και κομματική οργάνωση ΣΕΛ. 6-7
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ Φύση και λόγος ΣΕΛ. 8
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ Οικονομία και κρίση ΣΕΛ. 8
Τα εικαστικά έργα του σημερινού φύλλου προέρχονται από την έκθεση «Πηγές/Springs and sources» που πραγματοποιήθηκε στα Αποίκια, Άνδρου. Σχεδιάστηκε και διοργανώθηκε από την εικαστική ομάδα Campus Novel (Ινώ Βαρβαρίτη, Γιάννης Δελαγραμμάτικας, Φωτεινή Παλπάνα, Γιάννης Σινιόρογλου, Γιάννης Χειμωνάκης) σε συνεργασία με την ιστορικό τέχνης Λήδα Καζαντζάκη, και συμμετείχαν οι καλλιτέχνες: Ilaria Biotti, Βασίλης Γεροδήμος, Campus Novel, Valentina Jager, Barbara Marcel, Ιβάν Μαστερόπουλος, Αιμιλία Παλογιανίδου, Γιάννης Παππάς, Γιώργος Παπαδάτος, Γιάννης Παπαδόπουλος, Weimar Public (Εριφύλη Βενέρη και Λουκάς Βαρτατίλας), Sarah de Wilde, Franziska Wildt, Κώστας Τζιμούλης, Δέσποινα Φλέσσα και Κώστας Χριστόπουλος.
Η πόλη
ένα ενεργό πολιτικό σώμα ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ, Εκδοχές της πόλης: Simmel - Benjamin - Cassiari Adorno, εκδόσεις Εξάρχεια, σελ. 61 Σήμερα, που η σπίθα της αντίστασης των ενεργών κοινοτήτων των πολιτών μεταλαμπαδεύεται από ήπειρο σε ήπειρο, από χώρα σε χώρα, από μητρόπολη σε μητρόπολη, και ο δημόσιος χώρος των πλατειών αναδεικνύεται σε πεδίο πολιτικών διεργασιών και κοινωνικών διαμαρτυριών. Σήμερα, που οι πόΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
λεις, κατεξοχήν πεδία αντιθέσεων, αντιφάσεων και ανισοτήτων που παράγονται από τη ραγδαία αστικοποίηση, την καπιταλιστική υπερσυσσώρευση και την ταξική εκμετάλλευση, βρίσκονται στο προσκήνιο των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Ο αναστοχασμός πάνω στις σημαντικές θεωρίες του εικοστού αιώνα που καθοδήγησαν τη νεωτερική σκέψη, αναφορικά με τη συνθήκη της μητροπολιτικής κατοίκησης, είναι δραματικά επίκαιρος και διαφωτιστικός, και παράλληλα γεννά μια ενδιαφέρουσα προβληματική για τον αναπροσδιορισμό των νεωτερικών αξιών και προταγμάτων. Οι κάτοικοι των πόλεων του εικοστού πρώτου αιώνα ανά την υφήλιο εξεγείρονται, βγαίνουν στους δρόμους και στις πλατείες και επαναδιεκδικούν την ανάκτηση του δημόσιου χώρου, μέσα από την αφύπνιση, τη συσπείρωση και τη δράση νέων, ανομοιογενών μεν συλλογικοτήτων, αλλά αλληλέγγυων, ανυπότακτων και μαχητικών. Οι πόλεις αντιπροσωπεύουν ένα ενεργό πολιτικό σώμα, ένα υπό διεκδίκηση συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο, ένα πεδίο συναντήσεων, μετασχηματισμών και οσμώσεων, στο οποίο δοκιμάζονται οι ανοικτές δημοκρατικές διαδικασίες. Ο αστικός χώρος, ενδιαίτημα σχέσεων και ψυχών, δεν είναι μονοσήμαντος και δεδομένος, ούτε ως εικόνα ούτε ως αναπαράσταση. Αποτελεί προϊόν κοινωνικών πρακτικών, και το δικαίωμα στην πόλη αναδύεται ως το κεντρικό ζήτημα των ημερών της οικονομικής κρίσης, της αποδιάρθρωσης των πολιτικών δομών και της έκπτωσης των κοινωνικών κεκτημένων. Ο Στέφανος Ροζάνης στο μικρό αυτό δοκίμιο δεν σταχυολογεί και παρουσιάζει απλώς τις κυρίαρχες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, των Simmel, Benjamin, Cassiari, Adorno, για τη νεωτερική μητρόπολη και τους όρους που την συγκροτούν, αλλά στοχάζεται κριτικά πάνω σ’
Γιάννης Παππάς, πηγή δακρύων, 2013, εγκατάσταση, πέτρες και πολυεστέρας, διαστάσεις μεταβλητές
αυτές, αναδεικνύοντας με μεστό και οξυδερκή τρόπο τα σημεία στα οποία εφάπτονται, διασταυρώνονται, συγκλίνουν ή αποκλίνουν. Μέσα από μια ενδιαφέρουσα διανοητική επεξεργασία, ερμηνεία και ανασύνθεση, προσφέρει στον αναγνώστη τα αναλυτικά εργαλεία για ένα γόνιμο προβληματισμό αναφορικά με την αρχαιολογία της σύγχρονης πόλης, καθώς στον άξονα της σκέψης του η πόλη του παρόντος μεταμορφώνεται μέσα στο φως της ανάμνησης σε μια ανασκαμμένη πόλη που φέρει τις μαρτυρίες του παρελθόντος χρόνου της. Έτσι, στις σελίδες τού βιβλίου η αμφιθυμία του Simmel συναντά τη νοσταλγία του Benjamin για την ουσία της πόλης που έχει απολεσθεί, καθώς αμφότεροι σκέπτονται το ορθολογικό οικοδόμημα της μητρόπολης ως μια δομή λειτουργικών αντιφάσεων. Παράλληλα, επιστρατεύονται από τον συγγραφέα πολλοί διανοητές, ερευνητές και φιλόσοφοι, που παρεμβαίνουν, σχολιάζουν, ασκούν κριτική και φωτίζουν πολύπλευρα τις αδιόρατες πτυχές και εκφάνσεις της μητροπολιτικής εμπειρίας. Οι αντιθετικοί όροι με τους οποίους προσεγγίζει τη νεωτερικότητα ο Simmel, υιοθετώντας μια διπολική αντιμετώπιση, έχουν ουμανιστικό χαρακτήρα. Αποτελούν μια σπαραγματική, «ιμπρεσσιονιστική» και ανολο-
κλήρωτη προσέγγιση, σύμφωνα με την λουκατσιανή ανάλυση, που φέρει τη σφραγίδα της μεταβατικότητας. Ο Simmel επισημαίνει την ατροφία του ατομικού πολιτισμού που επέρχεται με την υπερτροφία του αντικειμενικού. Αντιδιαστέλλει την ξενότητα και την απόσταση στην αλληλεπίδραση των ατόμων, στο πλέγμα σχέσεων της μεγαλούπολης με την καθολικότητα, την εγγύτητα και τις συμβιωτικές αξίες που χαρακτηρίζουν τη ζωή στις μικρές πόλεις. Την ατομική ελευθερία που πηγάζει από την ανωνυμία του πλήθους με την κλειστότητα, την καχυποψία, τον ασφυκτικό έλεγχο και τον περιορισμό της ελευθερίας υπό την απειλή των εξουσιαστικών δομών. Γράφει λοιπόν ο Ροζάνης για το παιχνίδι των αντιφάσεων που στοιχειοθετεί και εδραιώνει ο Simmel: «Το εγχείρημα του Simmel, ωστόσο διακατέχεται μεν από αυτή τη νοσταλγία, επιχειρεί όμως να συνθέσει την αρνητικότητα με τον λειτουργισμό, ή καλύτερα να εντάξει την αρνητικότητα μέσα στη διαδικασία εξορθολογισμού, την οποία η μεγαλούπολη εκφράζει εμφατικά, ως πόλο μιας διαλεκτικής η οποία ενθηκεύει τη νοσταλγία του βάθους στην προοπτική του αβαθούς της αυτοαναφορικότητας». ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
24
Η ΑΥΓΗ • 25 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Ταξίδια
Βασίλης Γεροδήμος, Untitled, 2013, εγκατάσταση, χαρτόνι και χαρτί, διαστάσεις μεταβλητές
Εις παραμονάς
Ο απεσταλμένος της Ακρόπολης δημοσιογράφος Σταμάτιος Σταματίου (1885-1946), γράφει αρκετές «Μακεδονικές επιστολές» από τη Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι [σημ. Bitola] και την Κωνσταντινούπολη στο διάστημα που εντατικοποιούνται οι δια-βαλκανικές συνεννοήσεις και τα μέτωπα πολλαπλασιάζονται: Στο εσωτερικό έχει πρόσφατα ανατραπεί το κίνημα των Νεοτούρκων, αλλά μέλη του στρατιωτικοί συγκρούονται με τους Αλβανούς, ενώ ιταλικά πολεμικά πλοία βομβαρδίζουν τα Δαρδανέλλια. Την εσωτερική οθωμανική αντιπαλότητα κατέγραψε ήδη από το Μοναστήρι στην «επιστολή» του στις 10 Ιουλίου: «διαίρεσιν και χάσμα μέγα μίσους ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΥΝΕΧΕΙΑAΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
Ακολούθως ο Benjamin παραλαμβάνει τη σκυτάλη των ιδεών από τον Simmel, τον οποίο θεωρεί πρωτεργάτη της δικής του αποτίμησης, έχοντας ως κεντρικό ήρωα του αφηγήματος της μεγαλούπολης τον Charles Baudelaire. Στο επίκεντρο του στοχασμού του είναι το βίωμα και ο αιφνιδιασμός που αυτό επιφέρει. Το σοκ που ανατρέπει το ρυθμό των αισθήσεων κάτω από τις συνθήκες της αυτοματοποίησης και της συσσώρευσης του πλήθους μέσα στις μαζικοποιημένες κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις. Σύμφωνα με τον Cassiari, άλλωστε, ο εξορθολογισμός των σχέσεων παραγωγής συμπαρασύρει στον εξορθολογισμό και τις ανθρώπινες σχέσεις, με αποτέλεσμα τον ανορθολογισμό του φετιχισμού και την εκπόρνευση του ανθρώπου-εμπορεύματος μέσα στη μέθη του μεγάλου πλήθους. Ο Ροζάνης καταδεικνύει με σαφήνεια την πέραν του Simmel μετατόπιση στη σκέψη του Benjamin, αναφορικά με τους συγκροτητικούς όρους της μητρόπολης. Αναλύει τη στροφή από την αρνητική σκέψη προς την αισθητική αρνητικότητα, καθόσον ο Benjamin μιλά για τη σαγήνευση που η μεγαλούπολη ασκεί πάνω στη μοναχική μέσα στο πλήθος υποκειμενική ζωή. Για την εμπειρία του πλάνητα που βοτανολογεί στην άσφαλτο «αναζητώντας στη φαντασμαγορία της μεγαλούπολης την χωρίς μετάβαση διέλευση των Στοών και των δρόμων-ονείρων». Στη μπενγιαμινική σύλληψη των διαλεκτικών θραυσμάτων, η ουσία της μητρόπολης είναι οι επιθυμητικές εικόνες των κατοίκων της. Ένα σχήμα ουτοπικού σοσιαλισμού, ο οποίος γεννά την ιδέα του «ανθρωπολογικού υλισμού». Μια αθεράπευτη νοσταλγία της προ-νεωτερικότητας μέσα στη νεωτερικότητα. Η κατασκευή ενός φαντασιακού αλληγορικού τοπίου που αποκόβεται από την ιστορικότητα και τους όρους της φιλοσοφίας, επισύροντας την επιφυλακτική υποδοχή του Adorno. Το εγχείρημα του Ροζάνη είναι μια γοητευτική στοχαστική περιπλάνηση στον πολύπλευρο και συγκρουσιακό χαρακτήρα της μεγάλης πόλης, της φαντασμαγορίας και του φετιχισμού του εμπορεύματος, της τεχνολογικής αλλοτρίωσης και των μοναχικών μαζών. Μια περιήγηση «στην ασύλληπτη πολυμορφία και πολυφωνία που η μεγαλούπολη φανερώνει προκειμένου να έλξει ερωτικά το πλήθος και συνάμα να μοιραστεί μαζί του τα θέλγητρα μιας ζωής που έχει τελεσίδικα αποκοπεί από το βάθος της προσωπικότητας του ατομικού υποκειμένου». Παράλληλα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει
Το εγχείρημα του Ροζάνη είναι μια γοητευτική στοχαστική περιπλάνηση στον πολύπλευρο και συγκρουσιακό χαρακτήρα της μεγάλης πόλης, της φαντασμαγορίας και του φετιχισμού του εμπορεύματος, της τεχνολογικής αλλοτρίωσης και των μοναχικών μαζών. Μια περιήγηση «στην ασύλληπτη πολυμορφία και πολυφωνία που η μεγαλούπολη φανερώνει προκειμένου να έλξει ερωτικά το πλήθος και συνάμα να μοιραστεί μαζί του τα θέλγητρα μιας ζωής που έχει τελεσίδικα αποκοπεί από το βάθος της προσωπικότητας του ατομικού υποκειμένου». το επίμετρο που έχει γραφεί από τον Φιλήμονα Πατσάκη, και το οποίο συνδέει τις στοχαστικές διαδρομές του Στέφανου Ροζάνη στον λαβύρινθο των θεωριών του 20ού αιώνα για τη νεωτερική μητρόπολη με τα κρίσιμα και επείγοντα, ανοιχτά και φλέγοντα αιτήματα ανακατάληψης και επανανοηματοδότησης του αστικού χώρου των πόλεων του 21ου αιώνα. Οι πολίτες που συγκεντρώνονται σήμερα στις πλατείες διεκδικούν μια διαφορετική αστική πραγματικότητα. Οραματίζονται μέσα από νέες επιθυμητικές εικόνες ένα «μη-είναι-ακόμη» για την πόλη, αρνούμενοι την ψυχρή κανονιστική αλήθεια του τεχνολογικού σύμπαντος και της ανθρώπινης εμπορευματοποίησης. Και το μικρό αυτό δοκίμιο, δραστικά επίκαιρο, ανοίγει ξανά τη συζήτηση για την πόλη του παρόντος και του μέλλοντος, εμπνέοντας νέες αναγνώσεις, ερμηνείες και αποκωδικοποιήσεις της μητροπολιτικής εμπειρίας.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
και αλληλοφαγωμάρας ανοίχτηκε μέσα εις τον Τουρκικόν στρατόν, οι αξιωματικοί τρώγονται με λύσσα αναμεταξύ των». Στην ανταπόκριση που αναδημοσιεύουμε πιο κάτω, ο γνωστός και ως Σταμ. Σταμ. «αυτοδίδακτος γελοιογράφος», με σαφή αίσθηση φυλετικής και πολιτισμικής υπεροχής απέναντι στην οθωμανική Ανατολή αλλά και με ζωντάνια και χιούμορ, αποτυπώνει την έκρυθμη ατμόσφαιρα στην Ευρωπαϊκή Τουρκία: επιδημία χολέρας, που στη συνέχεια θα αποδεκατίσει και τα εμπλεκόμενα στρατεύματα, ανέχεια, διάρρηξη των ανθρώπινων δεσμών, πολυεθνική πορνεία, ξεριζωμένοι άνθρωποι που περιθωριοποιούνται -πραγματικά διαβολοσκορπίσματα. Παρατηρώντας το πολύβουο πλήθος μεγάλων μακεδονικών πόλεων όπως και κάποιες «φυσιογνωμίες» (π.χ. το λαογράφο Γεώργιο Σαγιαξή γερμανοσπουδαγμένο «βαλκανολόγο» για χρόνια υπότροφο του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, ή την Μπάμπω από τη Στρώμνιτσα «σε ένα κοινόν οίκο ανοχής» στη Θεσσαλονίκη), εστιάζει σε καθημερινά στιγμιότυπα που συναντά στο κράτος-»τραγική οπερέττα»: Ενταγμένο σ’ αυτό το χιουμοριστικό αλλά αυθαίρετο σχήμα, αρχικά αποτυπώνει ένα από τα συμπτώματα του οθωμανικού νομισματικού συστήματος, εκείνο της «χαλαρής» ισοτιμίας σύμφωνα με τη νεότερη βιβλιογραφία, του κυρίαρχου πλέον αλλά υποτιμημένου ασημένιου νομίσματος των 20 γροσίων (μετζιντιές, mecidiye), που προέκυψε από την πτώση της τιμής του αργύρου στις διεθνείς αγορές, πολιτική που με τη σειρά της «είχε ως αποτέλεσμα σημαντική εισροή ασημένιων και κίβδηλων ασημένιων νομισμάτων»· μ’ άλλα λόγια, βλέπουμε εδώ, στην καθημερινή ζωή, το αποτέλεσμα των δημοσιονομικών διευθετήσεων με τις οποίες το απρόθυμο αλλά και ασθμαίνον οθωμανικό κράτος επιχειρούσε να ανταπεξέλθει στους όρους της ενσωμάτωσής του «στις διεθνείς αγορές και στη ραγδαία εξάπλωση του ξένου εμπορίου, ιδίως με την Ευρώπη». Στη συνέχεια, ο Σταματίου σκιαγραφεί την αναποτελεσματικότητα και αδυναμία της οθωμανικής κρατικής μηχανής να αντιμετωπίσει τη διάχυση στην επικράτειά της των εντεινόμενων βαλκανικών εθνικισμών και τη δράση των αντίστοιχων κομίτων. Ειδικότερα, φωτίζει την εφαρμογή ισλαμικών και κοσμικών θεσμών, στη συγκρουσιακή της υλικότητα, και τη συμβίωση ετερό-γλωσσων/θρησκων ομάδων, καθεμιά από τις οποίες ανακάλυπτε τώρα τη διαφορετικότητά της. Από τις περιγραφές του διακρίνουμε ακόμα τον «Μητροπολίτη Βοδενών» να διαποιμαίνει σε θέματα γαστρονομίας και Βουλγάρους δασκάλους στο Μοναστήρι να σχολιάζουν την ελληνο-βουλγαρική συνεννόηση, όπως ατελέσφορα τη βιώνουν με τους συναδέλφους τους των ελληνικών σχολείων. Ο ίδιος ο Σταματίου βιώνει, από τη μεριά του, την ψυχολογία του αδικημένου έθνους και την απογοήτευση, εξαιτίας των χωρίς «ντροπή», «πόνο» και «φιλότιμο» Ελλήνων πολιτικών [Ανάνδρους και ραγιάδες;, 12-7-12]: Ηθικοποίηση της πολιτικής και φευγαλέα παρατήρηση καίριων, παρόλα αυτά, και οξυμένων κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων, ενόψει της εκπλήρωσης των ελληνικών εθνικών αιτημάτων, μέσω των δια-βαλκανικών συγκλίσεων.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Η ΑΥΓΗ • 25 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
στα Βαλκάνια (4)
εκρήξεως του Βαλκανικού ηφαιστείου (1911 - 1912)
Θεσσαλονίκη [...] Ακούσατε και μη γελάτε, εάν θέλετε· Το μετζήτι (το γνωρίζετε το Τουρκικόν μετζήτι, νόμισμα ίσον εις το σχήμα όσον το ιδικόν μας τάληρον) έχει εις μεν την Θεσσαλονίκην γρόσια 19. Εις το Μοναστήρι γρ. 20. Εις την Ελασσώνα γρ. 38. Εις την Χαλκιδικήν γρ. 28 και μισό. Εις την Σμύρνην γρόσια 33 εις την αγοράν, ενώ εις την επίσημον εμπορικήν ταρίφαν γρ. μόνον 25. Εις την Καβάλαν, Δράμαν κλπ. γρόσια 20. Εις άλλα μέρη γρ. 29 και παράδες 10. Άλλην τιμήν έχει εις την αγορά Θεσσαλονίκης, άλλην εις τα εμπορικά και εις τα σαράφικα πάλιν άλλην. [...] Εδώ τα τρύπια γρόσια δεν περνάνε, παρέκει, άμα δεν τα πάρης σε βάζουν φυλακή. Αλλού υπάρχουν «σάπια» γρόσια, σαν ...απίδια και δαμάσκηνα, και σωστά, και αλλού η παληά μονέδα δεν περνάει...
Μακεδονία, Ιούλιος 1912
222 Τι να σας πρωτοπούμε, μωρέ χριστιανοί... Ότι έγινε με την χολέρα επανάστασις στο Μοναστήρι, διά τα καρπούζια ή ότι οι ουλεμάδες και ο Τουρκικός όχλος επανεστάτησεν γιατί δεν επλύνοντο θρησκευτικώς οι αποθνήσκοντες χολεριασμένοι από τους ...συγγενείς των και τους παμφιλεστάτους; Και το Κράτος; Το κράτος τι να κάμη... Από εδώ αι συμβουλαί των ιατρών και από εκεί του Κορανίου αι διατάξεις... Ποιόν ηθέλατε ν’ ακούση... Παρέδωκε λοιπόν τους νεκρούς εις των πιστών το πλύσιμο και τον λαόν εις την χολέρα... Και επλένοντο μεν θρησκευτικώς από τους φιλτάτους συγγενείς τα πτώματα, αλλά εθέρισεν και η χολέρα[...]
[…] Εις το Μοναστήρι εις το ξενοδοχείον... τάμπλ-ντωτ. Και το μενού; Κρέας και κρέας, κρέας [...] Τα λαχανικά λοιπόν άγνωστα και δυσεύρετα εις την Μακεδονίαν. [...] Ο Μητροπολίτης Βοδενών, εν σχέσει με την λαχανικήν αυτήν των Μακεδόνων άγνοιαν, μου έλεγεν ότι ηναγκάσθη να κάμη θείον κήρυγμα διά το φύτευμα μαπών, κραμβολαχάνων, κουνουπιδιών, ραδικιών, ασπαράγγων και λοιπών τοιούτων [...] (Ένθεν-κακείθεν 14-7-12).
222
222 Εξέγερσις ουλεμάδων. Οχλαγωγίαι λαού. Στάσις στρατιωτική έγεινεν εν τω Μοναστήρι. Γιατί νομίζετε; Διότι από το Νοσοκομείον των χολεριώντων έχωσαν εις τον αυτόν λάκκον ασβέστου έναν Τούρκον στρατιώτην και μια γυναίκα χριστιανή. [...] Ω εκείνη η αστυνομία η τουρκική. Μόλις πατήσης, καταγραφή. Πούθε είσαι, τζάνουμ... Πώς λέγεσαι; Γιατί ήρθες; Τι δουλειά κάνεις; Ποιον γνωρίζεις εδώ; Πόσες μέρες θα μείνης; Έχεις έλθει άλλοτε; Παράδες βαρ [υπάρχουν]; Γιατί δεν ήλθες πέρυσι; Έπαθες ποτέ φλουέντζα; Πού θα πέρνης τον καφέ σου; Βαρύ γλυκύ τον πίνεις ή οθωμανικόν βραστόν; [...] Σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνετε εδώ; -Ξέρω κ’ εγώ... Σ’ όποιο εύρω. -Πρέπει να ξέρης... -Πώς θέλετε να ξέρω τα ξενοδοχεία... -Έμπρός, διάλεξε ένα. Απέναντί σου γαυγίζουν οι κουριέρηδες. Οτέλ Μητροπόλ, Οτέλ Μπριστόλ, Σαλονίκ Οτέλ, Οτέλ Εουρώπ, Ξενοδοχείον αι Σέρραι. Μπουγιουρούμ χαν, Λ’ Αμέρικα σιλ-βου-πλε, Οττύς μπέημ Χαν... -Διαλέξετε ένα το λοιπόν. Διαλέτε ένα και ευρίσκετε χάνι του τετάρτου μετά Χριστόν αιώνος. Μπαίνετε μέσα στη κάμαρα, σας έρχεται ναυτία. Πέρνετε τη βαλίτσα σας και φεύγετε. Κοντά η Αστυνομία. -Γιατί άλλαξες ξενοδοχείο τσελεπή; [...] Μαζεύεσαι τη νύχτα ενωρίς; Όταν κοιμάσαι τρως ψωμί; Την άλλη ημέρα το ίδιο... -Επάνω είν’ ο τσελεπής; Ποια ώρα ήλθε; [...] Ποιοι τον ζητούσαν σήμερα; Φεύγεις για το Μοναστήρι. Νέα καταγραφή εις τον σταθμόν. -Επάγγελμά σου τζάνουμ. -Μεγαλομάρτυρας ανακρινόμενος. -Σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνης στα Βιτώλια; [...] Μέσα στο σιδηρόδρομο το ίδιο. Ένας αστυνόμος με ένα μολύβι εις τ’ αυτί. -Γιουνάν. -Γιουνάν. [...] -Πόσο θα μείνης στα Βιτώλια μπέη μ’; -Εξαρτάται. -Τι εξαρτάται; -Ξέρω κι εγώ τι εξαρτάται; -Έχεις έλθει άλλοτε; -Χμ. -Θα ξανάρθης; -Αλλάχ κερίμ [=ευγενής]. Φθάνουμε στο Μοναστήρι. [...] -Εφέντημ... -Τι αγαπάτε από την αυθεντίαν μου; -Πού θα μείνετε απόψε; -Υποθέτω σε κάποιο ξενοδοχείο ή μήπως έχετε αντίρρησιν; Εις το ξενοδοχείο πάλι μας ήρθανε. Εδώ γινόμεθα μουσιού.
τσών σπουδαίας συζητήσεις και διαλαλητά εις βαβυλωνίαν γλωσσών πλανωδίων πωλητών και παλάντζες που κροτούν τις σιδερένιες αλυσσίδες των και κόσμο ποικίλο, φεσάτον κι διάφορον κι εβραίικες καμπούρες και Τούρκους ερυθροχαρείς και Έλληνας με εστριμμένα τα μουστάκια και προφορές λαλιές, τόνους, τραγούδια εις την πρόστυχην και με σεσυρμένο ρ εβραϊκήν, την ανυπόφορον Μακεδονικήν, την παχυλήν . σαν πολτός Τουρκικήν στενά της καλτερίμια, οπού βουΐζουν και ξεκουφαίνουν όργανα και φωνογράφοι και λατέρνες, και «αχ βαχ» […] και γύρω Τούρκοι γεννάτοι, σεβαστοί κυφοί και αργοκίνητοι, με ογκώδη σαρίκια στο κεφάλι και μαβλεβήδες με κουβάδες, θαρρείς, στην κεφαλή και χόντζηδες και ωραίοι Τούρκοι χωροφύλακες με αστρακά καλπάκια και παιδιά ξυπόλυτα και άλλα ποδεμένα και άλλα γυμνά και ρυπαρά και άλλα αδρά, λευκά και δροσερά [...] (Πέρα δώθε 13-7-12).
-Τι επάγγελμα κάνετε μουσιού; Ανακρίνομαι επί τέσσαρας ημέρας... Αυτό δεν είναι τζάνουμ επάγγελμα[...] Φεύγεις από τα Βιτώλια, άλλες ερωτήσεις.[...] Μέσα στο σιδηρόδρομο, ο ίδιος αστυνομικός που με προσαγορεύει μπέη. Φθάνουμε στη Θεσσαλονίκη πάλι ο «τζάνουμ» εις το ξενοδοχείο πρώτος και καλλίτερος. Φεύγεις για την Αθήνα, καταγράφεσαι. -Πού κοιμηθήκατε απόψε; -Εις τας αγκάλας του Μορφέως. -Βάι, βάι, βάι […]. Μπαίνεις μέσα στη βάρκα, άλλος αστυνομικός μπροστά μ’ ένα μολύβι και χαρτί, μα δω δεν τους έχεις πια ανάγκη. -Πώς λέγεσθε; -Ονούφριος. -Πού πάτε; -Εις τον διάβολον… Τόσαι ανακρίσεις, εμπόδια, προσοχαί και αυστηρότητες, καταγραφαί, ψιλολογήματα, λεπτομέρειαι, για να γεμίση η Τουρκία [...] από κομιτατζήδες, ληστάς, αναρχικούς, λυμεώνας, καταχραστάς, πλιατσικολόγους, ανθρωποφάγους, εμπρηστάς και ρημαχτάς των πάντων. Βάι βάι βάι βάι βάι… (Τραγική οπερέττα 11-7-12).
222 [...] Ένα βράδυ που γύριζα να ιδώ την απόκεντρον Θεσσαλονίκην, εις την εσπερινήν της δόξαν, με τα πολυγύναικα και λάλα [=θείτσες] εις ξυλοπεδίλων ήχους και αχούς και κυρα-
Εις το Μοναστήρι επήγα εις τα Βουλγαρικά σχολεία. [...] Και μερικά Βουλγαρικά παράπονα. Γιατί τώρα με την Ελληνοβουλγαρικήν συνεννόησιν οι Έλληνες εξακολουθούν να μη χωνεύουν και να περιφρονούν τους Βουλγάρους. -Ημείς ηθέλαμεν να έλθωμεν εις τας εξετάσεις των σχολείων σας, μας εκατεβάσατε τα μούτρα. Σας εκαλέσαμεν εις τας δικάς μας, δεν ήλθατε.[...] Τι να τους απαντήσης. Από όπου και να έκαμνε κανείς, θα πατούσε μέσα σε ομοφύλων αίματα και θα προσέκοπτε σε τάφους αδικοσκοτωμένων αδελφών μας... -Μα βλέπετε ότι ήσαν τόσα τα γινόμενα εδώ, ώστε ο κόσμος δεν δύναται, όσον και να θέλη, να λησμονήση εύκολα... Σιγά σιγά θα έλθη... Οι Προϊστάμενοι της Ελληνικής κοινότητος καλλιεργούν ήδη την ιδέαν αυτήν εις τους συμπολίτας των και προλειαίνουν το έδαφος... Θα έλθη ημέρα που αρρήκτως θα αγκαλιασθούμε... Μην το περιμένετε απότομα και μάλιστα από κόσμο εδώ, που κάθε σπίτι έχει έναν και δύο δολοφονημένους... -Η πολιτική δεν έχει τάφους, απήντησαν οι Βούλγαροι. -Ναι αλλά ο λαός δεν είναι πολιτική, νομίζω...
222 Από Βούλγαρον καθηγητήν της ιστορίας, γνωρίζοντα καλώς την Ελληνικήν, εμάθαμεν ότι εις όλην την Βουλγαρίαν μόνον δύο κλασσικά γυμνάσια ευρίσκονται. Όλα τα άλλα είναι π ρ α α α α κ τ ι κ ά ά ά ά... [...] (Βουλγαρική παιδεία, 15-7-12) [...]Κι άλλη λίγο αθηναϊκή, λίγο ευρωπαϊκή, περισσότερο γερμανική, αλλά πολύ-πολύ μακεδονική φυσιογνωμία στα Βιτώλια, ο Γ. Σαγιακξής, βαλκανολόγος, σπουδάσας ειδικώς και χανώμενος τώρα εκεί πάνω... Είχε διάλεξιν «διά τον νεκρόν αδελφόν» από παμβαλκανικής απόψεως, η οποία του εστοίχισεν έξ μηνών μελέτας. Ιδιαιτέρως συμπαθής εις τον Εβραϊκόν θηλυκόν των Βιτωλίων κόσμον, ανεκτίμητος όμως και δυσεύρετος όταν διηγείται τας ερωτικάς εν Γερμανία αποτυχίας του. Ο Σαγιακξής είχε την ευτυχία να προσβληθή από χολέρα, να αποθάνη, να κλαυθή, τέλος να... αναστηθή, να συνάξη όλα αυτά τα νεκρικά και να έχη σήμερον την πρωτυποτέραν συλλογήν του κόσμου.[...] (Ανεμομαζώματα 17-7-12)
26
Η ΑΥΓΗ • 25 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Καββαδίας ή Καζαντζίδης; Οι εστέτ, η λαϊκότητα, ο ριζοσπαστισμός... Οι περισσότεροι έχουμε ψιθυρίσει το τραγούδι του Δημήτρη Ζερβουδάκη, «Γράμμα σ’ έναν ποιητή», πάνω στο ποίημα του Νίκου Καββαδία «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ». Έστω κι αν το ποίημα απευθύνεται στον Εμμανουήλ στον πληθυντικό, όπως ακριβώς αρμόζει στην περίσταση, ενώ στο τραγούδι οι στίχοι έχουν παραλλαχθεί στον ενικό, όπως έχει παραλλαχθεί και ο τίτλος κ.λπ. κ.λπ. Μένουν βέβαια σε κοινή θέα, έστω και τονισμένες σαν κλισέ, η μοναδική εικόνα, του Εμμανουήλ να μεταφράζει του Πόε το Κοράκι, «που του γραφείου [του] πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά», και η αυτοεικόνα του Καββαδία, «κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουΐσκυ». Ναι, ο Καββαδίας, ο «ναΐφ» ναυτικός, της «φυγής» και του «εξωτισμού», ο «παραδοσιακός» για τους χωροφύλακες του ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
«μοντερνισμού», ο «Κόλιας» για τους αγραμμάτους που τον περιφέρουν ακόμα ως γραφική φιγούρα, είχε πλήρη επίγνωση της σημασίας της λογοτεχνικής στάσης τού Καίσαρος Εμμανουήλ, και μ’ αυτή συνομίλησε στο ποίημά του. Όπως και με τους υπόλοιπους, στους οποίους αφιερώνει άλλα ποιήματα της συλλογής (Μαραμπού, 1933), δηλαδή τους Νικήτα Ράντο, Απόστολο Μελαχρινό, Θανάση Καραβία, Κώστα Ουράνη... Εμβληματικό βέβαια το ποίημα-απεύθυνση στον Καίσαρα Εμμανουήλ (ο οποίος προλογίζει το Μαραμπού), όμως όλη η «συντροφία» δημιουργεί ένα πλαίσιο ένταξης, του ουσιωδώς λαϊκού (και ουχί λαϊκότροπου...) Καββαδία στη χορεία των αριστοκρατικά αποστασιοποιημένων από την τρέχουσα αντίληψη της ποίησης. Φωτίζει τη δικιά του στάση και σχέση με το ποιητικό γεγονός, με την ποιητική λειτουργία. Περιλαμβάνει δε τον μόνο αρτιμελώς πρωτοπόρο του Μεσοπολέμου, Νικήτα Ράντο (τον Νικόλαο Κάλας, που μπαϊλντισμένος από την καθ’ ημάς μιζέρια -της αστικής, άμα και της αριστερής λογοτεχνικής διανόησης- πήρε των ομματιών του κι έφυγε για Ευρώπη και, μέσα στον Μεγάλο Πόλεμο, για Αμερική, να μεγαλουργήσει και να ζήσει...). Ο οποίος Κάλας έγραψε για το Μαραμπού, μόλις κυκλοφόρησε: «ο Καββαδίας συγγενεύει πο-
λύ περισσότερο με ποιητή σαν τον Καρυωτάκη ή τον Ανθία της πρώτης, και δυστυχώς καλύτερης συλλογής του. Ο Ουράνης δεν είναι επαναστατημένος ποιητής, ο Καββαδίας, σαν τον Ριμπώ που επηρέασε τον Ουράνη, είναι επαναστατημένος. Αν δεν γυρεύει με σφυρίγματα αλήτικα και με σαρκασμό να εκφράσει την αδυναμία του προσαρμογής στην αστική πραγματικότητα, αν η poésie maudite (κατάρατος ποίηση) παίρνει σ’ αυτόν μορφή ταξιδιού, δεν αλλάζει αυτό το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της ψυχής του. Ταξιδεύει ο Καββαδίας, όχι σαν τον Κνουτ Χάμσουν ή τον Κόνραντ, τα ταξίδια του είναι ανθυγιεινότερα, ταξίδια που συχνά ματαιούνται, ποίηση των αναχωρήσεων που πολλές φορές δεν πραγματοποιούνται, ποίηση les trains manqués όπως λέει κάποιος, ποίηση των mal du départ όπως ονομάζει ένα ποίημά του ο Καββαδίας.»
Τι ο μύθος δηλοί; Τώρα που η κρίση μάς επαναφέρει βιαίως στα ουσιώδη (όπως ακριβώς και το 1933 που ο Καββαδίας δημοσίευε το εν λόγω ποίημα/»γράμμα» στον Καίσαρα Εμμανουήλ), τώρα που όλες οι ανέμελες εκδρομές στο μέλλον φαντάζουν όλο και πιο α-νόητες (κι εκείνες στα χρόνια του ‘30, που οι ποιητές κατέφθαναν στον Πειραιά «ατσαλάκωτοι με τα καράβια του εξωτερικού», και τούτες με τα ταγάρια και τις ινδικές φούστες της Μεταπολίτευσης, που κατέκλυαν το κέντρο της Αθήνας, τα βιβλιοπωλεία και τις ανθολογίες), είναι καιρός να αναρωτηθεί ο καθείς για τη σχέση του με τη λογοτεχνία. Πολλά τα ερωτήματα που θα πρέπει να απαντήσει, όμως σε ένα από αυτά ο Καίσαρ Εμμανουήλ, προλογίζοντας μια ισχνή σε όγκο δικιά του συλλογή, έχει δώσει μια απάντηση απαράμιλλη:
Ευθύς εξ αρχής μου επιβάλλεται να δηλώσω, ότι η ποίησις
αυτή απευθύνεται πρώτα στον εαυτό μου -απόλυτο και ιδεώδη αναγνώστη- κατά δεύτερον λόγον σε δυο-τρεις ευφυείς και γυμνασμένους κριτικούς μου και τρίτον σε πέντε έως δέκα μεμυημένους συναδέλφους μου. Το λεγόμενο κοινόν, δεν διστάζω να ομολογήσω, ότι εξ ιδιοσυγκρασίας και αισθητικής αγωγής με αφήνει συνήθως εντελώς αδιάφορο και απαθή, κι άλλοτε πάλι μου αφυπνίζει μιαν ευάρεστη σκωπτική διάθεση, όσες φορές συμβαίνει να αναμιγνύεται ενεργώς σε πνευματικά ζητήματα, με την αθεράπευτη νοησιοκρατική του ψύχωση που το χαρακτηρίζει, την απειρία του, την ηχηρή σύγχυση και τις ογκώδεις παρανοήσεις, τις οποίες εισάγει εκεί όπου τα πάντα είναι αισθητική εμπειρία, απόλυτη ευρυθμία και γεωμετρική συναισθηματική τάξις. Διατηρώ ανέκαθεν βαθύτατα ριζωμένη την πεποίθηση, ότι η αίσθησις του κοινού, εγκοχλιωμένη πάντοτε σ’ ένα κατώτερο λογοκρατικό πνεύμα, προσηρτημένη τυραννικά στο φλοιό του φαινομένου, είναι δυσχερέστατο, αν όχι απολύτως αδύνατο, να θραύσει τα χαλύβδινα δεσμά τού αισθητικού εμπειρισμού και να τοποθετηθεί σε μιαν ευτυχή αντιστοιχία με την πολύπλοκη λειτουργία της ποιητικής αισθήσεως [...] Είναι γνωστόν ότι η δημοφιλία υπήρξε πάντοτε η Κίρκη των ποιητών. Και την λεπτήν ηδονή αυτής της δημοτικότητος αφήνω στους μίμους, τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους. Σε μιαν εποχή που αι Αθήναι αποτελούν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων στον πεζό και ποιητικό λόγο, κέντρο συμπαγούς ανοησίας και πνευματικής σκαιότητος, νομίζω ότι επιβάλλεται σε όσους σέβονται την οικονομία της ποιήσεως και επιθυμούν συνάμα να διατηρήσουν αδιάφθορο τον πυρήνα τής καλλιτεχνικής τους οντότητος, να απομακρυνθούν από το forum [...] Εν συνόψει, η ποίησις δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί, τόσον από λεκτικής όσο και διαθεσιακής απόψεως, παρά σα μια υπέρτατη αναγωγή στις πηγές της μουσικής και εντός των ορίων πάντοτε μιας απαράβατης προσωδιακής πειθαρχίας.[...] Ιδού η πρόζα! Ιδού η πτώσις της! Τι σχέση έχει με όλα τούτα ο αριστερός Καββαδίας; Πώς συναγελάζεται με αυτό τον περίεργο τύπο, τον Καίσαρα Εμμανουήλ; Μήπως είχαν δίκιο οι κατά καιρούς καθοδηγητές, που δεν θεωρούσαν τον Καββαδία αρκούντως αριστερό ποιητή; Άλλωστε, αρνήθηκε ακόμα και το στοιχειώδες: να «τραγουδήσει» τους καημούς των ναυτικών, δηλαδή την ξενιτειά, τον κίνδυνο της θάλασσας, τη σκληρή δουλειά... Μόνο έτσι, όμως, τα ποιήματα του Καββαδία κατάφεραν, πολύ αργότερα, να τραγου(ω)δήσουν τους καημούς των νέων
της Μεταπολίτευσης. Να εξευγενίσουν και να νοηματοδοτήσουν τη διάχυτη λαϊκότητα και τις γενικευμένες λαϊκότροπες φαντασιώσεις. Είτε διαβαζόμενα (γιατί ο Καββαδίας πάντα διαβαζόταν και διαβάζεται, παρά τη χολή των καθεστωτικών φιλολόγων και κριτικών που εισέπραξε επί δεκαετίες), είτε μελοποιημένα από τον Μικρούτσικο, σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η μελοποίηση της ποίησης φωτίζει το κείμενο και ενεργοποιεί τη δυναμική του. Ο ποιητικός λόγος του Καββαδία έφθασε να αντικαταστήσει τον Καζαντζίδη, απολύτως ανταγωνιστικά, μέσα σε μια διαδικασία χειραφέτησης. Την «επεδίωξε» αυτή τη συνάντηση ο Καββαδίας με τους νέους της Μεταπολίτευσης και τα αδιέξοδά τους; Όχι βέβαια, τα ποιήματά του προϋπήρχαν. Τυχαία συνέβη αυτή η σύμπτωση; Όντως θα μπορούσε να μην έχει συμβεί - όπως άλλωστε έγινε με τα ποιήματα του Εμμανουήλ (δεν πειράζει). Αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίο, πως μόνο μέσα από τη στάση τού εστέτ ο Καββαδίας υπάρχει ως ποιητής, πως μόνο έτσι υπήρξαν και υπάρχουν τα ποιήματά του, διαθέσιμα και ικανά να εκφράσουν, με τέτοιο τρόπο, τη λαϊκότητα. Όχι για να την ευνουχίσουν αλλά για να τη διαυγάσουν, μέσα από εντελώς ανοίκεια, προεξάρχοντα θεματολογικά και υπόρρητα αισθητικά, συμφραζόμενα. Μα για να ευοδωθεί αυτή η σχέση, χρειάζεται η διαθεσιμότητα του αναγνώστη, η διάθεσή του και η απόφασή του να αναγνωριστεί, ως πρόσωπο, ως κοινωνική κατηγορία, κλπ, στην ποίηση. Τα ποιήματα δεν «απευθύνονται» και δεν «διεκδικούν» τον αναγνώστη, παρά μόνο τον ίδιο τον ποιητή και την ποίηση. Αυτό, δε, είναι δεόντως ριζοσπαστικό, αγαπητοί (κατά τα άλλα) αναγνώστες, αφού μια τέτοια επιλογή, και μια τέτοια ποίηση, αρνείται προκαταβολικά να αναπαράγει τις γνωστές, ισχυρότατες και διαχρονικές, σχέσεις εξουσίας που εμπεδώνονται διά της τέχνης. Επιπλέον, σε απόλυτη συνέπεια και συνάφεια με την ποίησή του, η μινιμαλιστική/αυτοαπομυθοποιητική κοινωνική συμπεριφορά τού ίδιου του ποιητή Καββαδία συνιστά την άρνηση του ρόλου του ταγού. Έτσι συντίθεται ένα συνολικό πρόταγμα, που δεν κολακεύει τον αναγνώστη αλλά αδιαφορεί γι’ αυτόν, αρνούμενο τη μακαριότητά σας και την ενσωμάτωσή σας. Μόνο έτσι, και ακριβώς γι’ αυτό, είναι ένα χειραφετητικό πρόταγμα, στο οποίο δύναται να προσφύγει ο («επαναστατημένος») αναγνώστης. Μεγάλα τμήματα του όλου σώματος της αριστεράς, ενίοτε πλειοψηφικά, αναζήτησαν τη λαϊκότητα (είτε προγραμματικά είτε αυτοεγκλωβισμένοι σε ιδεοληψίες), στον εργατισμό, στον μακρυγιαννισμό, στη ρωμιοσύνη, στον Καζαντζίδη (κορυφαίο παράδειγμα/σύμβολο), εσχάτως σε επιφάσεις του ριζοσπαστισμού, αναζητώντας εκεί την αυθεντικότητα, και εισπράττοντας βεβαίως μια κατασκευή της. Ο Καββαδίας δημιούργησε την απόλυτη κατασκευή: προκλητική και ανοίκεια. Προκλητική, γιατί στα ποιήματα του Μαραμπού, όπως το διατύπωσε ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: «η πηγή τους είναι βασικά φιλολογική, χωρίς αυτό να μει-
ώνει την γνησιότητά τους, αφού η ποίηση του Καββαδία δεν οφείλεται στο επάγγελμά του περισσότερο απ’ όσο το επάγγελμά του οφείλεται στις ποιητικές, εφηβικές του παρορμήσεις. Το Mal du départ δεν είναι αποκλειστικότητα μιας ποιητικής σχολής, είναι αρρώστια όλων των ποιητών - δηλαδή όλων των εφήβων». Και ανοίκεια κατασκευή, γιατί, εκτός των άλλων, χρη-
σιμοποίησε εκατοντάδες άγνωστες λέξεις, ιδιωματικές της ναυτοσύνης, που καθιστούν τα ποιήματά του σχεδόν ακατανόητα: η άρνηση της απεύθυνσης. Και φυσικά δεν καταδέχθηκε να βολευτεί σε μια λάιτ εκδοχή της λαϊκότητας, ας πούμε «δημοκρατική», με την οποία θα κατέληγε ένας ακόμα αδιάφορος (για τη λογοτεχνία και εν γένει) κρίκος, στη χορεία των Σαμαράκη, Πλασκοβίτη και λοιπών. Μόνο έτσι ο Καββαδίας υπήρξε εστέτ. Και αριστερός. Συμπέρασμα; Ιδού η ποίηση! (Πάντα εδώ ήταν...) [Το κείμενο, σε άλλη εκδοχή του, δημοσιεύεται στη στήλη Credo, της ηλεκτρονικής έκδοσης http://bibliotheque.gr]
Η ΑΥΓΗ • 25 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
31
5
ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Σενάρια
για τις προοπτικές του ανθρώπου στο Σύμπαν ΝΙΚΟΣ ΠΡΑΝΤΖΟΣ, Η περιπέτεια του μέλλοντος, Μετάφραση: Μαρία Πουρνάρα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 292 Ο πλανήτης μας είναι το λίκνο της ανθρωπότητας. Αλλά κανείς δεν περνάει όλη του τη ζωή στο λίκνο Κονσταντίν Τσιολκόφσκι Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα είναι πραγματικά μοναδικό. Αν και η αρχική του έκδοση στα γαλλικά πραγματοποιήθηκε πριν από 15 χρόνια και η ελληνική του σχεδόν 7 χρόνια πριν, είναι δύσκολο να βρεθεί έστω και σχετικά συγκρίσιμη εργασία στη παγκόσμια βιβλιογραφία. Το γεγονός πως πριν εκδοθεί στα ελληνικά είχε ήδη μεταφραστεί στα αγγλικά, στα κινεζικά, στα πορτογαλικά, στα τουρκικά και στα κροατικά δεν είναι καθόλου τυχαίο. Ο Νίκος Πράντζος, αστροφυσικός ερευνητής στο Παρίσι, ειδικός σε θέματα αστρικής και γαλαξιακής δυναμικής, με την Περιπέτεια του μέλλοντος, περπάτησε στους δρόμους που κατεξοχήν άνοιξε ο Καρλ Σάγκαν, μεταξύ άλλων, και, νομίζω πως ξεπέρασε όλους τους προηγούμενους. Έφηβος την εποχή που ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ
προβλήθηκε η Οδύσσεια του Διαστήματος, μαγεμένος από τις επικές διαστημικές προοπτικές της δεκαετίας του ‘60, που άνοιξε με τον Γκαγκάριν και έκλεισε με το μικρό μεγάλο βήμα του Νιλ Άρμστρονγκ στο φεγγάρι, είναι προφανές πως καθορίστηκε στις επιστημονικές και επαγγελματικές του επιλογές από τη μεγάλη αυτή εποχή. Γι’ αυτό κι είναι εμφανής η απογοήτευση από όσα ακολούθησαν δεδομένου πως, ενώ οι αστροναύτες του προγράμματος «Απόλλων» περπάτησαν στη Σελήνη, σε έδαφος που βρίσκονταν τετρακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Γη, από το 1972 κι έπειτα κανένα ανθρώπινο ον δεν απομακρύνθηκε περισσότερο από πεντακόσια χιλιόμετρα από τον πλανήτη μας! Που πάει να πει πως η ανθρωπότητα σχεδόν μισό αιώνα πριν κινήθηκε σε αποστάσεις 1000 φορές μεγαλύτερες από αυτές που κάλυψε έκτοτε. Κι αυτό ενώ Σοβιετικοί και Αμερικανοί αντιλαμβάνονταν τις τότε διαστημικές αποστολές ως απλή προεργασία για το μεγάλο ταξίδι προς τον Άρη και τους υπόλοιπους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, που τεχνικά ήταν, κατά βάση, ήδη εφικτό από τη δεκαετία του ‘70. Τι στράβωσε, λοιπόν; Κατά το συγγραφέα, το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης της δεκαετίας του ‘70 υπήρξε η βασική αιτία της ανάσχεσης των διαστημικών προοπτικών. Όπως σημειώνει, «[δ]εν είναι τυχαίο ότι το 1972 είναι η χρονιά της πρώτης μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης, που σηματοδοτεί την έναρξη μιας παρατεταμένης περιόδου οικονομικής ύφεσης για την ανθρωπότητα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης μας (δημογραφικά, περιβαλλοντικά, οικονομικά, πολιτικο-κοινωνικά) αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για την ανάπτυξη διαστημικών «ονείρων». Αλυσοδεμένο στη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα, το ανθρώπινο είδος θα πρέπει να κάνει υπομονή στο λίκνο του». Με παραδοσιακούς όρους, θα μπορούσε κάποιος να συναγάγει από αυτό ένα δείκτη πως ο καπιταλισμός έχει εξαντλήσει τη δυναμική του σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της επιστήμης. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, σήμερα που τη μακρά στασιμότητα των σαράντα χρόνων μετά την ύφεση του ‘70 διαδέχθηκε η μεγαλύτερη, ίσως, κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού. Ο Πράντζος, βέβαια, δεν το διατυπώνει με αυτόν τον τρόπο. Οι αναζητήσεις του, ωστόσο, στο μέλλον μας δείχνουν πόσο εύκολο θα ήταν, υπό τον όρο πως το θεμελιώδες κίνητρο της οικονομικής πρωτοβουλίας θα έπαυε να είναι το βραχυπρό-
Γιάννης Παπαδόπουλος, εκκρεμότητες, 2013, εγκατάσταση, μεταβλητές διαστάσεις
θεσμο χρηματικό κέρδος, να επιλυθούν μια σειρά από προβλήματα της παραγωγής αν επεκτεινόμασταν στο διάστημα. Και με παράπλευρες ωφέλειες, περιβαλλοντικές και άλλες. Είναι πολύ χαρακτηριστικό, από αυτήν την άποψη, πως, ενώ το πρόγραμμα «Απόλλων» στοίχισε περίπου 100 δισ. σημερινά δολάρια (λιγότερο από το 0.2% του παγκόσμιου ΑΕΠ), η εφικτή τις επόμενες δεκαετίες αξιοποίηση ενός σιδηρούχου π.χ. αστεροειδή διαμέτρου μόλις ενός χιλιομέτρου θα σήμαινε οικονομικό αποτέλεσμα αποτιμώμενο σε περισσότερο από 1 τρισ. Όπως μας πληροφορεί ο Πράντζος, «[έ]νας σιδηρούχος αστεροειδής με διάμετρο ενός χιλιομέτρου περιέχει 10 περίπου δισεκατομμύρια τόνους σιδήρου, ποσότητα αρκετή για να . καλύψει τις ανάγκες του πολιτισμού μας για δώδεκα χρόνια το περιεχόμενό του σε νικέλιο [...] θα επαρκούσε για μια χιλιετία. Ο ίδιος αστεροειδής περιέχει επίσης 100.000 τόνους λευκόχρυσο και 10.000 τόνους χρυσό...». Δεδομένου πως στο κοντινό μας διάστημα υπάρχουν περισσότεροι από εκατό αστεροειδείς αυτού του μεγέθους είναι κατανοητή η σημασία της μεταλλουργικής τους αξιοποίησης, η οποία, ξαναλέω, είναι σε σύντομο χρόνο τεχνικά καθ’ όλα εφικτή. Κι αυτό είναι ένα μόνο από εκατοντάδες παραδείγματα. Μόνο που θα απαιτούσε σχεδιασμένη σε πλανητικό επίπεδο παραγωγή, η οποία θα αναλάμβανε συλλογικά την επένδυση με πλήρη αδιαφορία για κερδοφορίες και άλλα δαιμόνια. Και ισχυρίζομαι πως δεν είναι τυχαίο ότι τα διαστημικά όνειρα υπήρξαν τόσο δημοφιλή ιστορικά στους επαναστατικούς κύκλους -κι όχι μόνο στους φουτουριστικούς- ούτε ότι πολύ συχνά οι κοινωνικοί ουτοπιστές υπήρξαν και οι σημαντικότεροι συγγραφείς σχετικών βιβλίων. Ούτε είναι τυχαίες οι τιμές, με τις οποίες επιβράβευσε το επαναστατικό νεαρό σοβιετικό κράτος τον Κονσταντίν Τσιολκόφσκι, τον εκπληκτικό εισηγητή του πυραύλου, ως του οχήματος για διαπλανητικά ταξίδια, ήδη από το 1903. Όπως επισημαίνει ο Πράντζος, «τα προμηθεϊκά του οράματα [...] ανταποκρίνοντα[ν] πλήρως στο ιδανικό του «νέου ανθρώπου» της μπολσεβίκικης επανάστασης»1. Ανεξάρτητα, πάντως, από την αιτία, το αναμφισβήτητο δεδομένο πως ο «δρόμος προς τα άστρα» μετά τη δεκαετία του ‘60 από λεωφόρος κατάντησε στενωπός. Με αποτέλεσμα οι παθιασμένοι για το ταξίδι έφηβοι της «μεγάλης εποχής» να βρίσκουν διέξοδο στην θεμελίωση της δυνατότητας του και, μα-
ζί, στην αναζήτηση λύσεων στα πιθανά προβλήματα. Εξαιρετικό, πραγματικά, υποκατάστατο, όταν γίνεται, μάλιστα, με τους ποιοτικούς όρους της Περιπέτειας του μέλλοντος. Η οποία, όπως σημειώνει ο Ιμπέρ Ριβς, στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης, αναμετριέται με ερωτήματα, όπως: Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Μέχρι πού θα φτάσουμε στην εξερεύνησή μας; Θα αντικρίσουμε μια μέρα από κοντά τα άστρα και τους γαλαξίες; Θα επισκεφτούμε ποτέ τα παράξενα πάλσαρς, τα κβάζαρς και τις μαύρες τρύπες του διαστήματος; Και, με τα λόγια του ίδιου του Πράντζου: Αν τα καταφέρουμε, με ποια μέσα και για ποιο σκοπό; Ποιες είναι οι προοπτικές του ανθρώπου στο διάστημα κατά τους αιώνες και τις χιλιετίες που έρχονται; Θα συναντήσουμε μια άλλη μορφή ζωής, μια «αδελφή ψυχή» ή είμαστε καταδικασμένοι σε διαστημική μοναξιά; Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος του ανθρώπου μέσα στο εξελισσόμενο Σύμπαν που μας αποκαλύπτει η σύγχρονη κοσμολογία; Ποιο θα είναι το μέλλον της Γης, του Ήλιου, του Γαλαξία μας και ολόκληρου του Σύμπαντος; Θα υπάρξει ένα συμπαντικό τέλος, όπως προέβλεπαν οι εσχατολόγοι του έτους 1000, αλλά και οι επιστήμονες του 19ου αιώνα; Ή, αντίθετα, η ζωή και η ευφυΐα θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν για πάντα; Το εκπληκτικότερο όλων είναι πως ο Πράντζος τα απαντάει! Συνθέτοντας με γνώση, ευχέρεια και περιεκτικότητα τα σχετικά επιστημονικά κεκτημένα, αναπτύσσει μια πολύ πειστική ανάλυση σε τέσσερα εξειδικευμένα κεφάλαια. Στο πρώτο ασχολείται, μεταξύ πολλών άλλων, με την παρουσίαση σύγχρονων προγραμμάτων για την εξερεύνηση του κοντινού μας διαστήματος, τη «γεωποίηση» και αξιοποίηση πλανητών και δορυφόρων, όπως ο Άρης, η Αφροδίτη, ο Τιτάν -δορυφόρος του Κρόνου- και οι αστεροειδείς ή την πιθανή χρήση των μεγαλύτερων αποθεμάτων γλυκού νερού του ηλιακού συστήματος, που βρίσκονται στους δορυφόρους του Δία: την Ευρώπη, το Γανυμήδη και την Καλλιστώ, όπου κάτω από ένα παχύ στρώμα πάγου υπάρχουν ωκεανοί με βάθη, αντίστοιχα, 100, 500 και 500 χιλιομέτρων! Στο δεύτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στα διαστρικά και διαγαλαξιακά ταξίδια παρουσιάζοντας πραγματικές ιδέες, όπως τα σχέδια Ωρίων και Δαίδαλος για την επίσκεψη στον αστέρα του Μπάρναρντ, τον δεύτερο κοντινότερό μας, τις προτάσεις για τις κατάλληλες συσκευές, όπως διαστημικά ιστία, κινητήρες αντιύλης, το Ramjet -υπερδιαστημόπλοιο, σχετικιστικές μηχανές και μηχανές von Neumann, καθώς και σκέψεις σχετικά με τον αποικισμό του Γαλαξία. Στο τρίτο διαλύει πλανήτες, κατασκευάζει άστρα, «αστροποιεί» με τη βοήθεια του Λεβ Λαντάου το Δία και αναμετριέται με το πρόβλημα που θα προκύψει για τους απογόνους μας μετά από 5 δισ. χρόνια, όταν ο Ήλιος θα πεθάνει οριστικά προτείνοντας ποικίλες λύσεις, μεταξύ των οποίων και τη μετακόμιση της Γης. Στο τελευταίο, παρακολουθώντας το Σύμπαν ως όλο στην εξέλιξή του, κινείται στα «όρια του μέλλοντος» με αμείωτο το ενδιαφέρον για τους τότε απόγονούς μας, οι οποίοι, όπως έγραψε ο Μπέρναλ, θα μπορούσε να ήταν εξαϋλωμένα άτομα, που επιπλέουν στο Διάστημα ή, ακόμη και να έχουν ολοκληρωτικά μετατραπεί σε φως και, «χρησιμοποιώντας ελάχιστη ενέργεια, θα εξαπλώνονταν σε όλη την απεραντοσύνη του χωροχρόνου». Διαβάστε το σπουδαίο αυτό βιβλίο. Δεν θα πιστεύετε πόσο πειστικά είναι όλα τούτα τα «παλαβά». 1. Πριν από μερικά χρόνια πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη, από το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης μια εξαιρετική έκθεση με τίτλο «Το Σύμπαν της Ρωσικής Πρωτοπορίας: Τέχνη και Εξερεύνηση του Διαστήματος 1900-1930». Ο οδηγός της έκθεσης, νομίζω πως θα αποτελούσε ένα σπουδαίο συμπλήρωμα του βιβλίου του Πράντζου. Τον συστήνω ανεπιφύλακτα.
Η ΑΥΓΗ • 25 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013
32
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
73 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ
Λέων Τρότσκι και Ο Γιάννης Ξυπόλητος, εργάτης οικοδόμος και αγωνιστής από τα νεανικά του χρόνια, από τα σημαντικότερα στελέχη του Τεταρτοδιεθνιστικού κινήματος στον Πειραιά. Εκτελέστηκε από τους Ιταλούς στο Νεζερό της Λαμίας, στις 6 Ιουνίου 1943, μαζί με άλλους 105 αγωνιστές. Ανάμεσά τους τα τροτσκιστικά στελέχη, Παντελής Πουλιόπουλος, Νώντας Γιαννακός, Γιάννης Μακρής. Από τα λίγα γραπτά του Γιάννη Ξυπόλητου που διασώθηκαν, δημοσιεύουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το κείμενο που έγραψε στις φυλακές της Ακροναυπλίας, με αφορμή την πρώτη επέτειο της δολοφονίας του Λ. Τρότσκι από τον σταλινι-
κό πράκτορα Ραμόν Μερκαντέρ, στο Κογιοκάν του Μεξικού, στις 20 Αυγούστου 1940. Το κείμενο «ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΙ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ», που περιέχεται στο χειρόγραφο «Δελτίο» (τεύχος Αυγούστου 1941) του πυρήνα Ακροναυπλίας της «Ενιαίας Οργάνωσης Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας», στην πλήρη του μορφή, οι αναγνώστες της ΑΥΓΗΣ μπορούν να το διαβάσουν στην ιστοσελίδα www.marxists books.gr, που δημιούργησε και διαχειριζόταν ο αείμνηστος τροτσκιστής ηγέτης Θεοδόσης Θωμαδάκης. Το κείμενο αποτελεί πολύτιμο ντοκουμέντο από τη φι-
λοσοφική-πολιτική σύγκρουση στους κόλπους του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος για την «ταξική φύση της ΕΣΣΔ» και για την υπεράσπισή της απέναντι στη ναζιστική πλέον εισβολή τον Ιούνιο του 1941, (βλ. Λ. Τρότσκι, Στην υπεράσπιση του μαρξισμού, εκδ. ΑΛΛΑΓΗ). Ο αναγνώστης όμως στις γραμμές του κειμένου δεν θα βρει μόνο το ιστορικό ανάλογο των επίμαχων ζητημάτων της οργανωτικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ σε ενιαίο κόμμα, αλλά και «μια εξίσου πολύτιμη υποθήκη που μας άφησε ο Λ. Τρότσκι και στον οργανωτικό τομέα, και συγκεκριμένα στο ζήτημα του Κόμματος», όπως τονίζει ο Γιάννης Ξυπόλητος.
Μια σωστή θεωρία, ένας σωστός ιδεολογικός εξοπλισμός και μια ορθή πολιτική που θ’ απορρέει από την ορθή κατανόηση της πρώτης είναι η πρωταρχική και κύρια προϋπόθεση για το Κόμμα. Είναι η ψυχή και ο εγκέφαλός του. Αν αυτό φαίνεται σαν κάτι αυτονόητο, η ιδέα ενός κόμματος ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΞΥΠΟΛΥΤΟΥ
που δεν θα ‘χε, έστω και για λίγο χρόνο, μια πολιτική, ή που θα ‘χε τόσες πολιτικές όσα και τα μέλη, θα φαινότανε σαν καθαρός παραλογισμός σε καθένα που δεν θα μπορούσε ν’ αντιληφθεί τι σκεπάζει αυτή η ιδέα. Δεν τελειώνει όμως εδώ το πρόβλημα του Κόμματος αλλά δημιουργεί άλλα, με τα όποια βρίσκεται σε αδιάσπαστη αλληλουχία. Η σωστή πολιτική, για να ‘ρθει στην πράξη μ’ επιτυχία, απαιτεί σωστή μορφή οργάνωσης, σωστό τρόπο εσωτερικής του λειτουργίας, σχέσεων των διαφόρων οργάνων του μεταξύ τους και των μελών του προς αυτά, σωστό και ακριβή κατά το δυνατό καθορισμό των δικαιωμάτων και καθηκόντων τους και υγιείς προλεταριακές μέθοδες σ’ αυτές τους τις σχέσεις. Μ’ άλλα λόγια και πιο συγκεκριμένα, ένα κόμμα που θα βασίζεται στο σύστημα των πυρήνων η οργάνωσή του και στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό η λειτουργία του, όπως μας τα ‘δωσε και τα δυο η μπολσεβίκικη πείρα. Αν όμως το πρώτο ζήτημα είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, χειροπιαστό θα μπορούσε να πει κανείς, τουλάχιστον στην τυπική του μορφή, στα εξωτερικά του γνωρίσματα, ώστε να μην μπορεί να του δώσει κανείς ποικίλες ερμηνείες και να το δέχεται ενώ ταυτόχρονα τ’ αρνιέται, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το δεύτερο, το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Και ο σταλινισμός και ο αρχειομαρξισμός στ’ όνομα κάποιου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» καταπνίγουν κάθε εκδήλωση αντίθεσης στο αλάθητο της γραφειοκρατίας τους. Εδώ όμως δεν πρόκειται γι’ αυτούς αλλά για τις ιδέες του Τρότσκι για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και για το πώς οι πραγματικοί και οι λεγόμενοι οπαδοί του τις αντιλαμβάνονται και τις εφαρμόζουνε στην πράξη. Νομίζουμε πως αποτελεί καθήκον απέναντι στη μνήμη του δολοφονημένου αρχηγού του Παγκόσμιου Κόμματός μας να καταδει-
ΜΑΡΤΗΣ 1941, Δραπέτες, μέλη της Τροτσκιστικής "Διεθνούς Κομμουνιστικής Λίγκας" από το στρατόπεδο της Ακροναυπλίας. Λάζαρος Τουρνόπουλος, Άγις Στίνας (2ος από αριστερά), Γιάννης Κρόκος, Δημοσθένης Βουρσούκης, Γιάννης Μακρής, Γιάννης Ξυπόλητος, Νικόλαος Ρεμπούτσικας, Ηρακλής Μήτσου, Χρήστος Σούλας, Χρήστος Αναστασιάδης, Παρασκευάς Παπανικολάου, Λουκάς Καρλαύτης
χτεί ακόμη μια φορά, με την ευκαιρία της 1ης επετείου του θανάτου του, πόσο αντίθετες είναι οι ιδέες αυτές με τις δικές του, πόσο βαθιά αντιτροτσκιστικές είναι και πόσο καθαρή άρνηση της έννοιας του Κόμματος αποτελούν. Ποιά είναι η ουσία αυτών των αντιλήψεων; Ένα κόμμα με οργανωμένες φράξιες, σε συνεχή συζήτηση και πάλη μεταξύ τους στο εσωτερικό του κόμματος και δημόσια, σαν μόνιμο κανονικό καθεστώς, κι ακόμη με ιδιαίτερα δημοσιογραφικά όργανα αυτών των φραξιών. Ένα κόμμα του οποίου τα διάφορα διοικητικά όργανα δεν θα στέλνουν οδηγίες κι αποφάσεις τους για δράση στους σχηματισμούς του αλλά τα πρακτικά των συνεδριάσεών τους για συζήτηση. Δηλαδή ένα κόμμα που, ενώ θα ονομάζεται έτσι, ότιδήποτε άλλο μπορεί να ‘ναι, αλλά όχι κόμμα. Τα αποτελέσματα που θα ‘χε για ένα κόμμα η τυχόν επικράτηση τέτοιων ιδεών θα
‘ταν πρώτα-πρώτα η παράλυση κάθε δυνατότητας δράσης, δηλαδή δράσης επαναστατικής, οργάνωσης και κινητοποίησης των μαζών, κατεύθυνσης των αγώνων τους, γιατί θα το μετέτρεπε σε λέσχη αδιακόπως συζητούντων, γιατί θα του ‘λειπε ουσιαστικά η ενιαία πολιτική και κάθε πειθαρχημένη προσπάθεια των μελών του σ’ αυτή. Ποια δράση θα μπορούσε να κάνει ένα κόμμα που από το Πολιτικό Γραφείο ως το κατώτερο διοικητικό όργανο είναι υποχρεωμένο να στέλνει στους σχηματισμούς του όχι αποφάσεις και οδηγίες ενιαίες, αλλά τόσες γνώμες για κάθε ζήτημα και κάθε στιγμή, όσες είναι οι φράξιες και οι μεμονωμένοι διαφωνούντες μέσα σ’ αυτό, εφόσον αυτές κι αυτοί θα το ζητήσουν, κι οι σχηματισμοί είναι υποχρεωμένοι να συζητήσουν για όλες αυτές; Ποια δράση μπορεί να κάνει όταν, όχι στα κανονικά όρια και στις έκτακτες σοβαρές περιπτώσεις, αλλά οποιαδήποτε στιγ-
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΜΗΤΑΦΙΔΗΣ
μή και για οποιοδήποτε ζήτημα κρίνει αναγκαίο, όχι το κόμμα αλλά μια του φράξια, μια μικρή ομάδα μελών του, να θέσει υπό συζήτηση, το κόμμα είναι υποχρεωμένο ν’ ανοίξει γενική εσωτερική και δημόσια συζήτηση; Πώς μπορεί να υπάρχει ενιαία εμφάνισή του στις μάζες και ενιαία πολιτική γραμμή στην οποία πρέπει να τις καταχτήσει, όταν πλάι στην επίσημη πολιτική φέρνει σ’ αυτές τις μάζες ταυτόχρονα και συνεχώς όλες τις άλλες των φραξιών του, είτε με τις ιδιαίτερες εφημερίδες τους που θα θεωρούνται και θά ‘ναι ένα κομμάτι του, είτε με τις ιδιαίτερες γνώμες τους που οι εκπρόσωποί τους θα δημοσιεύουν στο επίσημό του όργανο οποτεδήποτε θέλουν; Τέλος, οσεσδήποτε κοινές αποφάσεις κι αν παίρνονται, οσοδήποτε πανηγυρικές κι αν είναι οι διακηρύξεις πειθαρχίας στη δράση γι’ αυτές, ποια πραγματική πειθαρχία μπορεί να στερεωθεί μέσα στο κόμμα, όταν αυτό έχει αναγνωρίσει την με οποιαδήποτε οργανωμένη μορφή ύπαρξη και λειτουργία φραξιών στο εσωτερικό του σαν νόμιμη και φυσιολογική κατάστασή του; Αυτό το ίδιο το γεγονός της συσσωμάτωσης των μελών του ή ενός ποσοστού αυτών, οι ιδιαίτερες οργανωμένες ομάδες με ιδιαίτερες στενότερες σχέσεις, συζητήσεις κλπ. μεταξύ τους, κι αν ακόμη είναι πολύ χαλαρή η μορφή της οργάνωσής τους στην αρχή, δημιουργεί απ’ αυτή του τη φύση αναπότρεπτα ένα αίσθημα ιδιαίτερης πειθαρχίας, στενότερο, προς τη φράξια, το όποιο θα κάνει όλο και στενότερες τις σχέσεις των μελών της, θα συσφίγγει ακόμη περισσότερο τους αρχικά ας υποθέσομε- χαλαρούς οργανωτικούς τους δεσμούς, οι οποίοι πάλι με τη σειρά τους θα το δυναμώνουν ακόμη πιο πολύ σε βάρος της γενικότερης κομματικής πειθαρχίας κι εν γένει του κομματικού αισθήματος, έτσι που και τα δυο αυτά τα τελευταία να καταντήσουν σε λίγο πια απλή σκιά. Προβάλλεται όμως το επιχείρημα ότι οι διάφορες φράξιες που λειτουργούν μες στο κόμμα έχουν εκτός από κείνο που τις χωρίζει, και μάλιστα πάνω απ’ αυτό, και κείνο που τις ενώνει: το γενικό σκοπό, το κοινό πρόγραμμα και τις γενικές αρχές του κόμματος. Το γεγονός αυτό, μαζί με το εξυψωμένο πολιτικό επίπεδο και την εξυψωμένη συνείδηση των μελών του, θα εμποδίσει να κυριαρ-
Η ΑΥΓΗ • 25 AYΓΟΥΣΤΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
33
7
ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ
κομματική οργάνωση
αν ακόμη μπορούσαν να υπάρχουν σ’ ένα τέτοιο κόμμα- δεν θα ‘ταν αξιόλογες εγγυήσεις, ικανές ν’ αποτρέψουν τις συνέπειες που αναφέραμε πιο πάνω από ένα τέτοιο καθεστώς. Όπως είπαμε όμως προηγούμενα, το καθεστώς αυτό από την ίδια τη φύση του κάνει υπερτροφικό το φραξιονιστικό αίσθημα, ενώ το κομματικό σχεδόν το εκμηδενίζει. Η τάση λοιπόν να μπαίνει πάνω απ’ όλα το φραξιονιστικό συμφέρον, θα γίνει γενική. Η συζήτηση, και συνεπώς η ελευθερία γι’ αυτήν, είναι απαραίτητη για τη λύση των προβλημάτων. Αλλά αν αρκούσε αυτή μόνο, τότε οι αργόσχολοι των καφενείων κι οι διάφορες λέσχες δεν θα ‘χανε αφήσει πρόβλημα που να μην του δώσουν και τη σωστή του λύση. Η συζήτηση είναι γόνιμη όταν συνδυάζεται με την καθημερινή δράση, όταν γίνεται για να λύσει τα προβλήματα που προκύπτουν απ’ αυτή κι ελέγχεται μέσα σ’ αυτή. Όταν δεν αποτελεί κωλυσιεργία της αλλά προώθηση της. Και όπως η μορφή της οργάνωσης είναι αντίστοιχη με την πολιτική της, κι αντίστροφα η πολιτική της θα είναι ανάλογη με τη μορφή και τη λειτουργία της. Μια οργάνωση χαλαρή στη λειτουργία και στη δράση της, δεν μπορεί να ευνοήσει παρά την ανάπτυξη χαλαρών ιδεών. Ένα τέτοιο εσωτερικό καθεστώς μπορεί να είναι θαυμάσιο έδαφος για την ανάπτυξη κάθε είδους οπορτουνισμού, για όλων των ειδών τις κομπίνες και τους συμβιβασμούς και των άνευ αρχών μπλοκ, αλλά καθόλου ευνοϊκό έδαφος για την καλλιέργεια της μαρξιστικής θεωρίας και της επαναστατικής προλεταριακής πολιτικής. Εξ άλλου σ’ ένα κόμμα που θα αναγνώριζε το καθεστώς των οργανωμένων φραξιών, δηλαδή το ομοσπονδιακό στον οργανωτικό τομέα, κατ’ ανάγκη και η ιδεολογική του σύνθεση θα ‘χε ή θα ‘παιρνε τελικά τον ίδιο χαραχτήρα, πράγμα που είναι συνώνυμο με την ιδεολογική διάλυση του. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης και λειτουρ-
να μέρος των αρχών της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης και τώρα της 4ης Διεθνούς. Και όπως στην επεξεργασία όλων σχεδόν των άλλων βασικών αποφάσεων αυτών των 4 συνεδρίων μαζί με τον Λένιν βλέπει κανείς και τον Τρότσκι, έτσι και σ’ αυτές. Στο «Νέο Ρεύμα», αναλύοντας την φυσιολογία του κόμματος, ο Τρότσκι εξηγεί πώς η κατάπνιξη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και η γραφειοκρατική αυθαιρεσία οδηγεί στη συσσωμάτωση των μελών σε φραξιονιστικούς σχηματισμούς. Με τον ίδιο τρόπο αντικρίζει τα προβλήματα αυτά και στο «Αντί-Στάλιν», κριτικάροντας το καθεστώς που δημιούργησε ο Στάλιν μες στην Κομμουνιστική Διεθνή. Περισσότερο όμως κι απ’ αυτά, που ‘ναι τόσο εύγλωττα για τις ιδέες του Τρότσκι, μαρτυράει γι’ αυτές η πράξη του. Εκεί θα βρουν λαμπρά παραδείγματα πειθαρχημένης δράσης, θεληματική και ειλικρινή υποταγή στις αποφάσεις του κόμματός του, κι όταν είναι αντίθετες με τις γνώμες του, και πραγματικό σεβασμό του δικαιώματος στις αντίθετές του τάσεις ν’ αναπτύξουν τις ιδέες τους εφόσον βρίσκονται μέσα στα όρια των αρχών του Κόμματος. Εκεί θα βρουν επίσης ένα αληθινό και πολύ αλγεινό γι’ αυτούς καυτήρι των μεθόδων τους, τόσο καυτερό όσο καυτερή ήταν η κριτική του ενάντια στις μέθοδες της διεφθαρμένης γραφειοκρατίας του Κρεμλίνου που μαζί μ’ όλη την πολιτική της επέφεραν τον εκφυλισμό του μπολσεβίκικου κόμματος.
Το πρόσφατο, πολυσέλιδο αφιέρωμα των «Αναγνώσεων», τώρα και σε βιβλίο
ÈÊÙ ÃÄ¢ ½ÔÐÑÙ ÎÃÕËÍÀÙ ÍÃË ÏÑÐÖ ÍÀÕÏËÑÙ ÎÎÊÐËÍÀÙ ÍÃË ÒÃÉ ÇÒËϽÎÇËà ÓÕÖÃÙ
SRHPD ÇÍÆÀÕ Ù
χήσει το αίσθημα του φραξιονιστικού συμφέροντος πάνω στο αίσθημα του κομματικού συμφέροντος και να εκτραπεί ο αγώνας των φραξιών σε συνεχείς συζητήσεις, σε διαρκή πάλη, σε ιδιαίτερες εμφανίσεις με τον ένα η τον άλλο τρόπο και σε αποκρυστάλλωση ξεχωριστής πειθαρχίας, ώστε να μην είναι ανάγκη καταστατικών περιορισμών. Ούτε το πολιτικό επίπεδο ούτε καμιά από τις άλλες κομματικές αρετές μπορεί να ‘ναι στον ίδιο βαθμό ανεπτυγμένες μέσα στα Κόμμα. Η στάθμη τους ποικίλλει και η έννοιά τους ακόμη δεν μπορεί να ‘ναι πλήρως κοινή, εξ αιτίας της διαφορετικής κομματικής ηλικίας, της διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης των μελών του και των διαφορετικών επιδράσεων που εξακολουθούν να δέχονται και μες στο κόμμα. Αυτό που καθορίζει τις διαφορετικές πολιτικές τους ιδέες κάθε φορά, θα καθορίζει επίσης και διαφορετική αντίληψη στη σχέση φραξιονιστικού και κομματικού συμφέροντος ανάμεσα στα μέλη και ανάμεσα στις φράξιες βέβαια. Αυτό φυσικά μπορεί να συμβεί και όταν το κόμμα λειτουργεί κατά τον ιδεωδέστερο τρόπο. Να βρεθούν άτομα, τάσεις ακόμη, που βάζοντας το φραξιονιστικό τους συμφέρον πάνω από το γενικό του κόμματος -το νιώθουν αυτό ή όχι, δεν έχει σημασία- θέλουν π.χ. να θέτουν διαρκώς τις διαφορές τους σε γενική συζήτηση μες στο κόμμα. Εδώ όμως είναι αυτό το κόμμα που θα κρίνει και θα αποφασίσει τι θα γίνει. Στην περίπτωση αυτή, το εξυψωμένο γενικό πολιτικό επίπεδο και η εξυψωμένη συνείδησή του θα παίξουν τον αποφασιστικό ρόλο για την ορθή λύση. Στο καθεστώς όμως της ομοσπονδίας των φραξιών και της απόλυτης «ελευθερίας» των συζητήσεων παντού και πάντοτε δεν συμβαίνει το ίδιο. Εκεί είναι υποχρεωμένο να μετατραπεί σε λέσχη συζητήσεων μ’ όλα τα επακόλουθα. Το εξυψωμένο λοιπόν πολιτικό επίπεδο του κόμματος γενικά κι όλες οι άλλες αρετές του -κι
γίας είναι ένα από τα τυπικά γνωρίσματα των οπορτουνιστικών κομμάτων. Οπορτουνισμός όμως και συνέπεια είναι δύο έννοιες που η μια αναιρεί την άλλη. Και καθώς ξέρουμε, η ελευθερία και η δημοκρατία εκεί είναι μονάχα στους τύπους. Τα ζητήματα σ’ αυτά δεν τα λύνει η δημοκρατική γνώμη των μελών τους αλλά οι γραφειοκρατικές κορυφές τους. Αυτή η δήθεν «δημοκρατία» δεν εμποδίζει την ύπαρξη γραφειοκρατίας. Της δίνει μονάχα μια υποκριτικότερη όψη. Η ανάπτυξη των διαφόρων ιδεών και τα δικαιώματα των μελών είναι ανεχτά απ’ αυτή τη γραφειοκρατία ως το σημείο μόνο που δεν απειλούν την κυριαρχία της μες στο κόμμα. Από κει και υστέρα θα πνιγούν εν ονόματι των αρχών πάλι της «δημοκρατίας». Οι αρχές είναι πράγμα πολύ ελαστικό σ’ όλων των ειδών τους οπορτουνιστές. Καθορίζονται με βάση την πολιτική τους ανάγκη της στιγμής. Τί σχέση μπορεί να ‘χουν οι αντιλήψεις κι οι μέθοδες αυτές με τον Τρότσκι, τις ιδέες του και τις μέθοδες που αυτός μας δίδαξε και μας άφησε κληρονομιά ύστερα από το θάνατο του; Τούτη μονάχα: ότι αποτελούν άρνησή τους πλήρη και βεβήλωση της μνήμης του. Οι ιδέες του Τρότσκι στα ζητήματα της λειτουργίας του κόμματος, του εσωτερικού του καθεστώτος, είναι οι αντιλήψεις του Λένιν. Είναι διατυπωμένες στις οργανωτικές αρχές της Κομμουνιστικής Διεθνούς από το 3ο Συνέδριό της, οι οποίες μαζί μ’ όλες τις άλλες βασικές αποφάσεις των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων αυτής της Διεθνούς αποτελέσανε έ-
ÑÂÎÉÃÔÊÙ
ÔÇÖÖÀÙ ÉÃÔÊÙ ÒÂÔÑÙ ÎÑÛ ÓÕÖÃÙ ÑÂÎ Ê ×ÊТ ÑÉËÃÖÜÀÉ ÔÃÙ ÃÔ¿Ã ÑÂÔÕ Ù ¾ ½ÌÊ Î ÎÊÙ £ÑÂÖÕÑÙ ÊϾÖÔÊÙ ÊÏÊÔÑ ÊÎË¢Ù ÃÐÃÉËÓÖÊÙ ÑÙ ÐÆÔ ½Ìà ΠÔÑÂÕÃÎÊ ¨Ü½ËÏÙ ½ÔÔËÎ ÒÃÉÇØÔÉ¿ÑÛ ÂÊ ÑÛ ÓÕÖÃÙ Ã ÛÖÛÚ¿Ã ÃÐÃÉËÓÖ ÃÕ¿ÎÊÙ ¦ÑÂÄÃÎÊÙ Ê٠ܢР٠¦Ñ ÃÐÑ ¨ÕÑÂÒÔÑÛ ¯ÎÍÊÙ ¦¾ÉÑÙ Ö½È Ò¢ÖÊÙ ÖÃÛÔÑÂÎà ÃÎà ¨Õ Ï¢Ù Ø ¢ÍÊÙ ÇÔ½ÈÃÙ ÛϾ ÃÔ¿Ã ¢ÚÑÛ ÃÔ¿Ã ®ÃÖÜÊÉËÃÍÑ x ÈËÎÑÎÑÉËÍ¢
SRHPD ÇÍÆÀÕÇËÙ
ΓΡΑΦΟΥΝ: Αθηνά Βογιατζόγλου, Κώστας Βούλγαρης, Σπύρος Λ. Βρεττός, Δημήτρης Δημηρούλης, Αλέξης Ζήρας, Μαρία Κούρση, Τζέιμς Μέρριλ, Αλέξανδρος Μηλιάς, Παναγιώτης Νούτσος, Ευτυχία Παναγιώτου, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εύη Προύσαλη, Άλκης Ρήγος, Στέφανος Ροζάνης, Βασίλης Ρούβαλης, Σάκης Σερέφας, Θωμάς Τσαλαπάτης, Σταυρούλα Τσούπρου, Μαρία Χατζηγιακουμή, Μαρία Ψάχου
Εκδόσεις (.poema..) editor@epoema.eu | www.e-poema.eu ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ για όλη την Ελλάδα και την Κύπρο: Βιβλιοπωλείο «Λεμόνι», Ηρακλειδών 22, Θησείο, τηλ. 2103451390
Η ΑΥΓΗ 25 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013
34
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Φύση και λόγος Μια παραλία δεν είναι ο αναμενόμενος τόπος να διαβάσεις ένα δοκίμιο, θα συμφωνήσουν πολλοί. Κι όμως, αν το εξέταζαν από μια άλλη πλευρά, η αχόρταγη ανοιχτή θάλασσα θα ευνοούσε την επαφή με τον παράλληλο κόσμο του βιβλίου. Στο Εγκώμιο για τον έρωτα, του Alain Badiou, -σε μτφρ. Φώτη Σιατίτσα, Δημήτρη Βεργέτη από τις εκδόσεις Πατάκη-, η επιστροφή στο κείμενο και η επανάληψη της ανάγνωσης θεμελιώνουν το καθεστώς της φύσης. Πώς; Η εσωτερίκευση του φυσικού τοπίου ανταμώνει την έλλογη έκφραση και ως εκ τούτου η ανθρώπινη διαύγεια προκύπτει ως το καθαρό αποτέλεσμα της διπλής αναζήτησης: της απλότητας εντεύθεν -στο περιβάλλον- και εκείθεν -στη σκέψη. Ενώ υποδιαιρείται σε έξι ενότητες-εναρκτήριες αφορμές σκέψης, η συζήτηση του Alain Badiou με τον Nicolas Truong, χάρη στην αμεσότητα και στην ειλικρινή ανάγκη η σκέψη να αποτυπωθεί, αναδεικνύει την ποιότητα μιας συνομιλίας που αποδεικνύει ότι ο άλλος, ο συνομιλητής, είναι ο φάρος για να λάμψει το φως μέσα μας, βλέποντας πώς έχουμε κατανοήσει τα συμβάντα και τι είδους δικαιοσύνη τους έχουμε απονείμει. Κατά συνέπεια, ο έρωτας σε σχέση με τη φιλοσοφία, τα κοινωνικά συμβόλαια, την πολιτική και την τέχνη δεν είναι ο ίδιος. Είναι πολυπρισματικός, ενώ η διαλεύκανση τόσο της έννοιας όσο και της προοπτικής του χαράσσουν την ανάγκη να υπάρξει ένας δημόσιος λόγος που θα αρχίζει από τον έρωτα για να φτάσει στη φιλοσοφία και να διατρήσει το πνεύμα. Παρόλο που το θέμα του έρωτα είναι πολυφορεμένο, αυτή η συνομιλία προχωρά πέραν των στερεοτύπων. Για να μας συνεπάρει ο αέρας της, η φυσι-
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ, Μικρά μαθήματα για την ελληνική οικονομία, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 228 Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια. Το πρώτο πραγματεύεται το πρόβλημα αν η ελληνική οικονομία έχει ιδιοτυπίες ή ασθένειες. Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί, αν δεν κατηγοριοποιηθεί η ελληνική οικονομία με εργαλεία ανάλυσης τα οποία συναρμόζουν με την πραγματικότητα, όπως την θέτει γενικότερα η ιστορία της χώρας. Η Ελλάδα, υποστηρίζει ο συγγραφέας, δεν συμμετείχε στην κοινωνική εξέλιξη από τη φεουδαρχία στο απολυταρχικό κράτος, την επιστημονική επανάσταση, το Διαφωτισμό, τη βιομηχανική επανάσταση και τέλος στην ανάδυση του αστικού φιλελεύθερου κράτους. Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η ιδιοτυπία της σε σχέση με το υπό γενική έννοια «Δυτικό μοντέλο». Στη συνέχεια, προχωρά σε μια πραγματολογική διερεύνηση της συγκρότησης του ελληνικού κράτους και του κοινωνικού υποκειμένου του νεοέλληνα από το 1830 έως σήμερα. Χρησιμοποιεί τους όρους «πατριαρχικές ή ιεραρχικές δομές» ακολουθώντας τον Π. Κονδύλη, και περιγράφει το ελληνικό μεταπρατικό κεφάλαιο ως εξαρτημένο από τις δραστηριότητες του ξένου κεφαλαίου δίχως να αναλαμβάνει τους επιχειρηματικούς παραγωγικούς κινδύνους (σελ. 36). Κομβική είναι η τοποθέτηση του βιβλίου για το ρόλου του κράτους στην ελληνική οι-
κότητα με την οποία τα νοήματα γεννιούνται, όπως λόγου χάρη όταν ο Μπαντιού επισημαίνει ότι «το αληθινό υποκείμενο ενός έρωτα είναι το γίγνεσθαι του ζεύγους και όχι η ικανοποίηση των ατόμων που το συνθέτουν». Αναπόφευκτα, ο ερωτισμός συνδέεται με την τέχνη, με αυτό που, όπως διαπιστώνει ο γάλλος φιλόσοφος, «στην τάξη της σκέψης αποδίδει πλήρως δικαιοσύνη στο συμβάν». Καλλιτεχνικά, υπαρξιακά, πολιτικά, έρωτας είναι να ξαναβρίσκουμε τον εαυτό μας και τη θέση μας σε ένα λόγο που βρίθει από σημεία και συμβάντα. Οι ερωτευμένοι είναι αυτοί οι «θεματοφύλακες της διαφοράς με βάση την οποία βιώνουν τον κόσμο». Δεν είναι, οπότε, διόλου τυχαίες οι αναφορές στον Μπρετόν, ενώ η αναδρομή στον υπερρεαλιστή καλλιτέχνη δείχνει τη σημασία, η εσωτερίκευση να αποκτά δύναμη και να βρίσκει τη δική της φωνή. Η «ιδιότυπη περιπέτεια μιας αλήθειας της διαφοράς», ο έρωτας, ιδωμένος ως θέμα ή απάνθισμα, εξακολουθεί να αποτελεί πηγή μνήμης και λήθης, έμπνευσης ή απόγνωσης. Ωστόσο, αυτό το δοκίμιο είναι μία ακόμη συμβολή στη διαδικασία να μαθαίνουμε μέσα από τη ζωή, τη μαχητικότητα και το δημιουργικό παιχνίδι τής διαφοράς, χωρίς να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα αποκλειστικά σε σχέση με το συναίσθημα, αλλά κυρίως σε σχέση με το νέκταρ, νου και συναισθήματος, όσο βέβαια αυτό είναι πόσιμο... ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ
Κώστας Χριστόπουλος, dry, 2013, φωτογραφία
Οικονομία και κρίση ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΙΝΙΑΡΗ
κονομία. «Ανεξαρτήτως των προβλημάτων από το 1830 έως το 2012... αυτό παρέμεινε ο βασικός πυλώνας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.» (σελ. 81). Η μελέτη παρουσιάζει το ρόλο του κράτους στην προσπάθεια για εκβιομηχάνιση, καθώς και το ρόλο του διαχρονικού φαινομένου του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου συναλλαγών. Η εισροή κεφαλαίων, δανείων, εμβασμάτων παροίκων και από τον εφοπλιστικό τομέα και πιο πρόσφατα από τον τουρισμό ήσαν μόνιμες πηγές κάλυψης αυτών των ελλειμμάτων, αλλά και συνεχής πηγή αύξησης της ζήτησης δίχως η εντόπια παραγωγή να μπορεί να την καλύψει, δημιουργώντας διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Για τις κυβερνήσεις: «Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο βαθμό που καλύπτονταν από εισροές πόρων, θεωρείται ότι δεν αποτελούσε πρόβλημα για την ελληνική οικονομία. Βεβαίως το αντίθετο συνέβαινε.» (σελ. 100). Στη συνέχεια εξετάζει το επίσης διαχρονικό πρόβλημα της φορολογίας και ως εκ τούτου του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους. Αναδεικνύει ότι το βάρος της φορολογίας έπεφτε στα μεσαία και χαμηλά στρώματα με ευνοούμενους τα ανώτε-
ρα στρώματα και αργότερα τα αγροτικά. Η φορολογία βέβαια αντικατόπτριζε την πολιτική ισχύ των στρωμάτων αυτών σε ψήφους ή χρήμα. Μετά το 1980 με την άνοδο των μεσαίων στρωμάτων η φορολογική πολιτική δεν διαφοροποιείται αλλά οι κυβερνήσεις προσέφευγαν σε εξωτερικό δανεισμό. Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου ο Μελάς αναζητά τα αίτια της σημερινής κρίσης. Η αναζήτηση αυτή τον οδηγεί στην ανάλυση των κοινωνικών διεργασιών οι οποίες διαφοροποίησαν ριζικά την κλασσική έννοια της δημοκρατίας και του πολιτικού της υποκειμένου σε μαζικοδημοκρατία, με ένα παραλλαγμένο εξ αρχής πολιτικό υποκείμενο το οποίο στην πραγματικότητα έχει απομακρυνθεί από την πολιτική: «Η μάζα... είναι ο άνθρωπος που επιχειρεί την αυτοπραγμάτωσή του σκηνοθετώντας ο ίδιος τον εαυτό του.» (σελ. 122). Η ανάλυση της μεταμοντέρνας δημοκρατίας και του πολιτικού ως συγκρουσιακή κοινωνική σχέση και όχι ως μια συναίνεση η οποία αναιρεί την πολιτική αυτή καθ’ αυτήν αποτελεί ένα βασικό μέρος της ερμηνευτικής προσπάθειας του συγγραφέα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Μελάς παραθέτει την διαδρομή της χώρας από τη συνθήκη
του Μάαστριχτ και την είσοδο της στο ενιαίο νόμισμα έως την πτώχευση. Αναιρεί την αντίληψη (προπαγάνδα) μερί «ισχυρής Ελλάδος» και τις συμπαραδηλούμενες έννοιες περί ισοτιμίας της στην ΕΕ και ισχυρού παίκτη παγκοσμίως. Η χώρα απέτυχε παταγωδώς να προσαρμοστεί στις προδιαγραφές της ΕΕ και του ευρώ και η αποτυχία αυτή ήρθε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο να εμφανιστεί μπροστά μας τα τελευταία πέντε χρόνια. Στο τρίτο μέρος η ανάλυση οδηγείται στην παράθεση του Μνημονίου και των αποτελεσμάτων του. Εδώ ο συγγραφέας αναλύει το λάθος της σύλληψης και εκτέλεσης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και της αντιμετώπισης του δημοσίου χρέους. Θεωρεί πάντως πως όλοι οι παίκτες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος, στο παιγνίδι της ΕΕ και της Ζ.Ε, έχουν ευθύνες και πρέπει να γίνει καταμερισμός τους (σελ. 212). Θεωρεί πως: «Δυστυχώς δεν προτείνεται από καμία ομάδα ένα συγκροτημένο σχέδιο που να λαμβάνει υπόψη του όλους τους υφιστάμενους περιορισμούς, αλλά και τους υπάρχοντες βαθμούς ελευθερίας στη συγκεκριμένη περίοδο» (σελ. 224). Δίνει στο τέλος τρεις απαντήσεις στο τι πρέπει να γίνει: πρώτον, να ειπωθεί η αλήθεια και να γίνει αποδεκτό το γεγονός πως η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει, δεύτερον, η άμεση σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, και τέλος απαιτείται ένα συλλογικό και σε εθνικό επίπεδο σχέδιο σταθεροποίησης και αναδιάταξης της ελληνικής οικονομίας (σελ. 224-227).