a11803

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 561

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ Χιλή, 40 χρόνια μετά ΣΕΛ.1-2

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Ευάγγελου Μαχαίρα, Το πολιτικό μας σύστημα ΣΕΛ. 3

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Εμείς και οι «αρχαίοι» ΣΕΛ. 4-5

ΜΑΣΣΙΜΟ ΚΑΤΣΟΥΛΟ O αρχαίος Αθηναϊκός εμφύλιος ΣΕΛ. 6

ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ Ένας Ρωμιός (ποίημα) ΣΕΛ. 7

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ Το τέλος της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας ΣΕΛ. 8

Από την παράδοση του Βυζαντίου στη νεώτερη τέχνη Τα εικαστικά έργα του σημερινού φύλλου προέρχονται από την έκθεση Ιστορώντας την Υπέρβαση, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου, με έργα των: Κωνσταντίνου Παρθένη, Φώτη Κόντογλου, Νίκου Εγγονόπουλου, Γιάννη Τσαρούχη, Σπύρου Παπαλουκά, Σπύρου Βασιλείου, Πολύκλειτου Ρέγκου, Κωνσταντίνου Αρτέμη, Δημήτριου Πελεκάση, Αγήνωρα Αστεριάδη, Πολυχρόνη Λεμπέση, Δημήτρη Μπισκίνη, Στέφανου Αλμαλιώτη, Αναστάσιου Λουκίδη, Νίκου Νικολάου, Ράλλη Κοψίδη, Κωνσταντίνου Φανέλλη, Παντολέωνα και Νικόλαου Γ. Ζωγράφου, και των χαρακτών Δημήτριου Γαλάνη, Λυκούργου Κογεβίνα, Ευθύμιου Παπαδημητρίου, Αλεβίζου Αναστάσιου (Τάσσου), Γιώργου Σικελιώτη, Βάσως Κατράκη. Επιμέλεια: Νικόλαος Ζίας Διάρκεια: μέχρι 29 Σεπτεμβρίου

Χιλή, 40 χρόνια μετά Ενεργή μνήμη, για μια «ενεργητική επανάσταση της πλειοψηφίας» Σαράντα χρόνια -και τι χρόνια...- έχουν κυλήσει από εκείνο τη «μαύρη Τρίτη» της 11ης Σεπτεμβρίου του 1973, που το σιδερόφραχτο τέρας του φασισμού με την ανοιχτή καθοδήγηση-χρηματοδότηση και εξοπλισμό των ΗΠΑ, ανέτρεπε την Κυβέρνηση της «Unidad Popular» του Προέδρου Σαλβαδόρ Αλλιέντε στη Χιλή. Αυτού του πιο ελπιδοφόρου τρίχρονου πειράματος ενός βαθιά δημοκρατικού, αΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

νανεωτικού, πλατιά ενωτικού και ταυτόχρονα βαθιά ριζοσπαστικού δρόμου κοινωνικού μετασχηματισμού, σε μια μικρή υποβαθμισμένη χώρα της νότιας άκρης της αμερικάνικης ηπείρου. Τα φετινά αφιερώματα του Τύπου, κυρίως εκείνα στην Αυγή και η πλούσια πρωινή ζώνη για το τραγικό γεγονός Στο Κόκκινο, ακόμη και η βροντερή ...σιωπή του Ριζοσπάστη, ανήμερα της επετείου, ανασυγκρότησαν πλευρές τόσο του «χιλιανού δρόμου προς τον σοσιαλισμό» που απεχθάνονται οι εναπομείναντες πιστοί, τόσο του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», όσο και κυρίως της απάνθρωπης σκληρότητας της χούντας του Πινοσέτ, καθώς και του ρόλου της Χιλής ως του πρώτου πειραματόζωου εφαρμογής των προταγμάτων του νεοφιλελεύθερου Καπιταλισμού, των μαθητευόμενων μάγων της «Σχολής του Σικάγο» του ...νομπελίστα Φρίτμαν. Και όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία, όλα αυτά κάτω από το πρίσμα του παρόντος. Ενός παρόντος που η χώρα μας βιώνει τραυματικά και τραγικά, ως το νέο πειραματόζωο της νεοφιλελεύθερης εκδοχής υπέρβασης της καπιταλιστικής κρίσης, παγερά αδιάφοροι αν αυτή η υπέρβαση, έχει ήδη οδηγήσει την κοινωνία σε ανθρωπιστική κρίση. Η μνήμη στο κάτω-κάτω, όπως και η ιστορία, δεν είναι ουδέτερη δεξαμενή πληροφοριών, ευαισθησιών και απόψεων, αλλά μια ζωντανή και συνεχώς μεταβαλλόμενη οντότητα. Όσο καλύτερα ταιριάζουν τα μηνύματά της στα νοητικά μας σχήματα, τις αναζητήσεις και τις ελπίδες μας, όσο πιο συγκεκριμένη είναι η εμπειρία μας, τόσο πιο οργανωμένη παρουσιάζεται η μνήμη. Τόσο η επικοινωνία καθίσταται πραγματική, η μνήμη ενεργή, τρόπος ύπαρξης και όχι απλά γνώσης του χθες. Και μόνο έτσι δεν βρικολακιάζουν τα χτεσινά, δεν μυθοποιούνται, αλλά αντίθετα μας επιτρέπεται να μελετούμε τα θετικά και αρνητικά τους, ή-

Πολύκλειτος Ρέγκος, Κρίνα στο Σέιχ Σου, 1936, Αυγοτέμπερα σε ξύλο, 77 x 57 εκ., Ιδιωτική συλλογή, Αθήνα

ρεμα και απλά, οδηγώντας μας στο μέλλον. Στο μέλλον μιας «ενεργητικής επανάστασης» της πλειοψηφίας στην καθημερινή πράξη, σύμφωνα με τον Γκράμσι, με την κοινωνία ενεργά παρούσα, «ζωντανή πηγή διόρθωσης κάθε ατέλειας των κοινωνικών θεσμών», σύμφωνα με την Λούξεμπουργκ. Με την πρόκληση μιας τέτοιου είδους πορείας υπέρβασης της κρίσης υπέρ των πολιτών-παραγωγών και όχι του Κεφαλαίου, μέσα από έναν ελληνικό δρόμο προς

τον σοσιαλισμό, με δημοκρατία, ελευθερίες και αυτοδιαχείριση, μια πρόκληση με την οποία καλείται σήμερα να αναμετρηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και τα διδάγματα της «Λαϊκής Ενότητας» αποκτούν για μας, συλλογικά και ατομικά, μια εκπλήσσουσα επικαιρότητα. Προς την κατεύθυνση αυτή, οι «Αναγνώσεις» συμβάλουν με την κατάθεση κάποιων καίριων αποσπασμάτων από τα πιστεύω του προέδρου Σαλβαδόρ Αλλιέντε.


26

Η ΑΥΓΗ • 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

2

Στο Πανεπιστήμιο της Γκουανταλαχάρα* (Αποσπάσματα από την ομιλία του Αλλιέντε) Αγαπητέ Πρόεδρε και Φίλε! Υπουργοί των Σχέσεων του Μεξικού και της Χιλής Κοινότητα Πανεπιστημιακή, και μέσα σ’ αυτόν τον όρο εννοώ και χαιρετώ όλους τους εργάτες της παιδείας, από τον Πρύτανη ως τον πιο ταπεινό απ’ τους συντρόφους φοιτητές... Από τη στιγμή που έφτασα κοντά στο Πανεπιστήμιο, κατάλαβα αμέσως τέλεια το πνεύμα που το διέπει... δεν είναι ένα Πανεπιστήμιο παραδοσιακό..., πιστεύω πως αυτό εδώ είναι ένα Πανεπιστήμιο στρατευμένο και αφιερωμένο στο λαό, στις αλλαγές, στον αγώνα για οικονομική ανεξαρτησία και την καθολική επικράτησή τους στους λαούς μας. Κι επειδή κάποτε υπήρξα και εγώ φοιτητής, πάνε πολλά χρόνια από τότε -μη με ρωτάτε πόσα-, επειδή πέρασα από το Πανεπιστήμιο, όχι προς άγρα τίτλου μοναχά. Επειδή υπήρξα πρόεδρος της φοιτητικής ένωσης, κι επειδή διώχτηκα από το Πανεπιστήμιο, μπορώ να μιλήσω σε σας τους φοιτητές μέσα από αυτή την απόσταση της ηλικίας. Γιατί ξέρω πως εσείς γνωρίζετε πως δεν υπάρχει διαφορά και διαμάχη γενεών: υπάρχουν νέοι που είναι γέροι, και γέροι που είναι νέοι, και σ’ αυτούς τους τελευταίους ανήκω και εγώ. Υπάρχουν νέοι γέροι που δεν καταλαβαίνουν πως το να είσαι φοιτητής, για παράδειγμα, είναι εξαιρετικό προνόμιο μέσα στην απεραντοσύνη της Ηπείρου μας... πιστεύουν πως το Πανεπιστήμιο ...τους ανεβάζει κοινωνικά και αλίμονο πόσο δραματικά επικίνδυνο είναι τούτο, ο κοινωνικός αρριβισμός... Κι αυτοί οι νέοι, που είναι γέροι, αν είναι αρχιτέκτονες για παράδειγμα, δεν αναρωτιούνται πόσες κατοικίες λείπουν στις χώρες τους... Υπάρχουν σπουδαστές που με ένα κριτήριο ελεύθερο, χρησιμοποιούν το επάγγελμά τους σαν ένα έντιμο μέσο για να κερδίσουν τα προς το ζην, σε συνάρτηση πάντα και με βασική κατεύθυνση τα προσωπικά τους συμφέροντα. Υπάρχουν γιατροί -κι εγώ είμαι γιατρός- που δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να καταλάβουν πως η υγεία αγοράζεται και πως υπάρχουν χιλιάδες και χιλιάδες χιλιάδων άντρες και γυναίκες δεν μπορούν να αγοράσουν την υγεία. Και δεν θέλουν να καταλάβουν πως όσο μεγαλύτερη είναι η φτώχεια τόσο περισσότερη η αρρώστια, κι όσο περισσότερη αρρώστια υπάρχει, τόσο μεγαλύτερη είναι η φτώχεια. Και είναι λίγοι αυτοί που αγωνίζονται για να δημιουργηθούν κρατικοί οργανισμοί, ώστε να φτάσει η υγεία στα πλατύτερα στρώματα του λαού. Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν δάσκαλοι που δεν ανησυχούν που υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδων παιδιών και εφήβων που δεν μπορούν να πάνε σχολείο... Γι’ αυτό πολλές φορές οι δάσκαλοι και οι δασκάλες μέσα στον μεγάλο τους μόχθο -εγώ πάντα στήριζα τα πάντα στους δασκάλους και τους γιατρούς, καθώς είναι κλάδοι με μέγιστη ευθύνη- βλέπουν το πώς το παιδί δεν αφομοιώνει, δεν αντιλαμβάνεται, δεν μαθαίνει, δεν συγκρατεί. Και δεν είναι πως δεν θέλει να μάθει ή

να μελετήσει. Αυτό συμβαίνει γιατί το διέπουν αντίξοοι όροι, κι αυτό είναι συνέπεια μιας κατάστασης κι ενός συστήματος κοινωνικού. Γιατί δυστυχώς ακόμη και η ανάπτυξη της εξυπνάδας σημαδεύεται από τη λήψη της τροφής, ειδικά και θεμελιακά τους πρώτους οχτώ μήνες της ζωής. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, αναγκάζεται κανείς να αναρωτηθεί, ποιο είναι το μέλλον της νεολαίας; Ποιος ο λόγος λοιπόν να μιλάμε για διαλείμματα και για ξεκούραση! Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, που τυλίγει και περιορίζει τους λαούς μας, είναι λογικό να ξεπηδούν, μέσα από τον πόνο και τα βάσανα των μαζών, οι αγώνες για να κυριευτούν επίπεδα ψηλότερα, ζωής και ύπαρξης και παιδείας, που με τρόπο απάνθρωπο κι αντικοινωνικό τους το αρνιόνται. Γι’ αυτό το λόγο, το να είσαι νέος σ’ αυτή τη σημερινή εποχή, συνεπάγεται μεγάλη ευθύνη, και η νεότητα πρέπει να αναλάβει αυτή την ιστορική ευθύνη. Πρέπει να καταλάβει πως δεν υπάρχει μάχη των γενεών, όπως έλεγα πριν. Πως υπάρχει μια κοινωνική αντιμετώπιση των καταστάσεων, πράγμα που έχει μεγάλη διαφορά, και πως μπορεί να βρίσκονται στο ίδιο οδόφραγμα με μας που έχουμε περάσει τα εξήντα -κι εγώ τα πέρασα, αλλά φυλάξτε μου, τούτο το μυστικό- και οι νέοι που μπορεί να είναι δεκαοχτώ ή είκοσι χρονών. Επιπλέον, η νεότητα οφείλει να κατανοήσει την υποχρέωσή της να είναι νεότης, κι αν ο νέος είναι σπουδαστής, να συνειδητοποιήσει πως υπάρχουν άλλοι νέοι που δεν μπορούν να σπουδάσουν. Κι αν έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο κι έχει οποιοδή-

Από το τελευταίο του ραδιοφωνικό μήνυμα Λίγο πριν αυτός ο πανεπιστημιακός καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής δώσει το τελευταίο και ύψιστο μάθημα πολιτικής ηθικής και ελπίδας, όταν στάθηκε, με το αυτόματο στο χέρι και το κράνος στο κεφάλι, στην πόρτα του προεδρικού μεγάρου «la Moneda», ενώ συνεχίζονταν αμείωτος ο αεροπορικός βομβαρδισμός του, αργά εκείνο το απόγευμα της βίας, υπερασπιζόμενος με τη ζωή του τη νομιμότητα του οράματός του για έναν ειρηνικό δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό απέναντι στα τανκς της αμερικανοκίνητης χούντας. «Σ’ αυτή την ακραία θέση όπου με τοποθετεί η ιστορία, θα πληρώσω με τη ζωή μου τη νομιμοφροσύνη απέναντι στο λαό μου. Και σας το βεβαιώνω: έχω την πεποίθηση πως ο σπόρος που εμείς σπείραμε στη συνείδηση χιλιάδων και χιλιάδων Χιλιανών δε θα μπορέσει να ξεριζωθεί οριστικά. Κρατάνε τη δύναμη. Θα μπορέσουν να μας υποτάξουν. Αλλά ούτε το έγκλημα, ούτε η δύναμη, θα μπορέσουν να ανακόψουν τις κοινωνικές εξελίξεις. Η ιστορία μάς ανήκει και είναι έργο των λαών... Άλλοι άνθρωποι θα ξεπεράσουν αυτή την μαύρη και πικρή στιγμή που η προδοσία απαιτεί να επιβληθεί. Συνεχίστε, και να ξέρετε πως η μέρα που θα ξανανοίξουν οι πλατιές λεωφόροι απ’ όπου περνά ο ελεύθερος άνθρωπος για να χτίσει μια καλύτερη κοινωνία είναι περισσότερο κοντινή παρά μακρινή». Και ο πανάρχαιος τυφλοπόντικας της ιστορίας -όπως θα έλεγε κι ο Μαρξ- συνεχίζοντας να

ποτε αξίωμα μέσα ή έξω από αυτό, ακόμη περισσότερο τότε, να αντιμετωπίζει τον νεαρό αγρότη ή τον νεαρό εργάτη σαν νέος και να χρησιμοποιεί μαζί τους τη γλώσσα της νιότης, κι όχι καμιά διάλεκτο για απόφοιτους πανεπιστημίου. Γιατί έχει μια παραπάνω υποχρέωση, γιατί έχει μια παραπάνω δυνατότητα, να καταλάβει τα φαινόμενα τα οικονομικά και τα κοινωνικά και τη διεθνή κατάσταση. Έχει την υποχρέωση να γίνει ένας παράγων δυναμικός μέσα στο πρόγραμμα της αλλαγής, αλλά δίχως να χάσει όμως την αίσθηση της πραγματικότητας. Η επανάσταση δεν περνάει από το Πανεπιστήμιο, κι αυτό πρέπει να το καταλάβετε. Η επανάσταση περνάει απ’ τις πλατιές μάζες. Την επανάσταση την κάνει ο λαός. Την κάνει ειδικά η εργατιά. Δεν υπάρχει συνταγή για επαναστάσεις, οι θεωρητικοί του μαρξισμού -εγώ το δηλώνω πως δεν είμαι παρά ένας μαθητευόμενος, αλλά δεν αρνιέμαι πως είμαι μαρξιστής- επίσης χαράζουν με σαφήνεια τους δρόμους που μπορεί ν’ ακολουθήσει κάθε κοινωνία, κάθε χώρα ανάλογα με την σύστασή της. Γι’ αυτό είναι χρήσιμο η νεολαία, και κυρίως η πανεπιστημιακή, να κατανοήσει πως δεν μπορεί να φτιάξει από το θεωρητικό τραύλισμα τη διδασκαλία της θεωρίας. Να κατανοήσει πως ο συμπυκνωμένος στοχασμός των θεωρητικών και οικονομολογικών και κοινωνιολογικών ρευμάτων απαιτεί μια σοβαρή μελέτη. Συναντά κανείς καμιά φορά νέους που επειδή έχουν διαβάσει το Κομουνιστικό Μανιφέστο και το κουβαλούν ...κάτω από την μασχάλη τους, πιστεύουν πως το έχουν αφομοιώσει

σκάβει αδιάκοπα, καθημερινά τον δικαιώνει κόντρα στην νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική κυριαρχία. Άλλαξε ήδη ριζικά τον πολιτικό χάρτη για τις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής, οδηγεί σε νέους δρόμους τους λαούς του ευρωπαϊκού νότου με πρωτοπόρο το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ και στη πατρίδα του καθοδηγεί τη φοιτητική νεολαία σε ένα αδιάκοπο τρίχρονο αγώνα, για δημόσια δωρεάν παιδεία, για ουσιαστική Δημοκρατία σύμφωνα με τα οράματα και τις επαναστατικές πράξεις εκείνου. Η έννοια της Επανάστασης «...που δεν σημαίνει αναγκαστικά βία και αίμα [αλλά] έχει μια άλλη έννοια: να δημιουργήσει, να μετασχηματίσει, να σπείρει, να δώσει στη ζωή νέο περιεχόμενο, μια καινούργια ηθική! Για μένα η επανάσταση συνίσταται στην αντικατάσταση της μειοψηφίας, που κρατούσε την εξουσία προηγουμένως, από την πλειοψηφία. Υπάρχουν τάσεις στην άκρα αριστερά, που προσδίδουν στη λέξη επανάσταση ένα περιεχόμενο πολύ πιο ριζοσπαστικό, που δεν αποκλείει -αν χρειαστεί- και τον ένοπλο αγώνα. Κάθε χώρα έχει τη δική της πραγματικότητα. Στη Χιλή κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ένοπλη αναμέτρηση με την πρωτοβουλία της κυβέρνησης... Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι δυνατό να οικοδομηθεί στη Χιλή μια σοσιαλιστική κοινωνία με μέσα ειρηνικά, παρά και αντίθετα από τους αστικούς μας θεσμούς, παρά τις, απ’ όλες τις μεριές, δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει ο Χιλιανός δρόμος μας προς τον σοσιαλισμό».


Η ΑΥΓΗ • 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

και υπαγορεύουν αφ’ υψηλού και απαιτούν δραστηριότητες και κρίνουν ανθρώπους που τουλάχιστον έχουν συνέπεια στη ζωή τους. Το να είσαι νέος και να μην είσαι επαναστάτης είναι μια αντίφαση που φτάνει τα όρια της, βιολογικής σχεδόν, ανωμαλίας. Αλλά το να προχωρείς μέσα στους δρόμους της ζωής και να διατηρηθείς επαναστάτης μέσα σε μια αστική κοινωνία, είναι πολύ δύσκολο. Γι’ αυτό το λόγο ο δογματισμός, η μισαλλοδοξία, πρέπει να καταπολεμηθούν. Ο ιδεολογικός αγώνας πρέπει ν’ ανέβει σε ψηλότερα επίπεδα κι αυτό είναι πράγματι κάτι πολύ σημαντικό. Θέλουμε το διάλογο, τη συζήτηση, αλλά τη συζήτηση που θα οδηγεί στο φως κι όχι εκείνη που επιβάλλει προαποφασισμένες θέσεις. Και πάνω απ’ όλα, αυτός που σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο, που διαθέτει μια θέση πολιτική ή διδακτική, πρέπει θεμελιακά να μην ξεχνάει πως ειδικά η επανάσταση έχει ανάγκη τους τεχνικούς και τους επιστήμονες. Ο Λένιν το έχει ήδη πει -εγώ μεγάλωσα τον αριθμό για να ταιριάζει καλύτερα στην πατρίδα μου- πως ένας επιστήμονας, ένας τεχνικός άξιζε όσο δέκα κομμουνιστές. Εγώ λέω πως αξίζει όσο πενήντα και ογδόντα σοσιαλιστές. Εγώ είμαι σοσιαλιστής. Τους πονάει τους συντρόφους μου που εγώ το λέω αυτό. Όμως το λέω. Γιατί; Γιατί έχω ζήσει μέσα στο Πανεπιστήμιο μια πολιτικοποίηση που ήταν πολύ ακραία. Η νεολαία δεν πρέπει να είναι φανατική. Η νεολαία πρέπει να κατανοεί, κι εμείς στη Χιλή κάναμε το πρώτο βήμα. Η πολιτική βάση της κυβέρνησής μου συγκροτήθηκε από μαρξιστές, από λαϊκούς και χριστιανούς, και σεβόμαστε τη χριστιανική σκέψη, όπως αντιπροσωπεύεται στο λόγο του Χριστού, που έδιωξε τους εμπόρους από το Ναό. Φυσικά κι έχουμε επίγνωση τι είναι η εκκλησία μέσα στις ισχυρές χώρες, τι υπήρξε τους προηγούμενους αιώνες και στο πρώτο στάδιο, και κάθε φορά που δεν είναι ευνοϊκή για τους ταπεινούς όπως το όρισε ο Δάσκαλος της Γαλιλαίας... Γι’ αυτό ο φανατισμός, ο δογματισμός, η γραφειοκρατία που παγώνει τις επαναστάσεις, πρέπει να καταπολεμηθούν βαθιά και πρέπει η αρχή να γίνει από την νεολαία. Και επαναλαμβάνω, εγώ που είμαι ένας άνθρωπος που πέρασε μέσα απ’ το Πανεπιστήμιο, διδάχτηκα πολύ περισσότερα απ’ το πανεπιστήμιο της ζωής. Έμαθα για τη μάνα την προλετάρια. Έμαθα για τον αγρότη, που δίχως να μου μιλήσει, μου είπε για την εκμετάλλευση την υπερεκατοντάχρονη. Έμαθα για τον εργάτη, πως στο εργοστάσιο είναι ένας αριθμός, και πως τίποτε δεν σημαίνει σαν ανθρώπινο πλάσμα, κι έμαθα για τα αμέτρητα πλήθη που είχαν τόση υπομονή ώστε να ελπίζουν. Όμως η αδικία δεν μπορεί να συνεχίζεται, κλείνοντας τις δυνατότητες του μέλλοντος στους μικρούς λαούς αυτής της ηπείρου και των άλλων. Για μας τα σύνορα πρέπει να καταργηθούν και η αλληλεγγύη πρέπει να εκφράζεται με σεβασμό στην αυτοδιακυβέρνηση, χωρίς επεμβάσεις. πρέπει να κατανοήσουμε πως ο αγώνας είναι κοινός σε παγκόσμια κλίμακα. Πως μπροστά στην αυθάδεια του ιμπεριαλισμού χωράει μόνο η επιθετική και δραστήρια απάντηση των υπό εκμετάλλευση χωρών. Έφτασε η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε τέλεια πως αυτοί που πέφτουν μαχόμενοι σε άλλα μέρη, για να γίνουν οι πατρίδες τους ανεξάρτητες, όπως συμβαίνει στο Βιετνάμ, πέφτουν και για μας. Γι’ αυτό, χωρίς να πω πως η νεολαία θα είναι επαναστατικό κίνητρο και ο κύριος παράγων των επαναστάσεων, σκέπτομαι πως ακριβώς γιατί είναι νεαρά, επειδή έχει μια πιο διάφανη αντίληψη, με το να μην έχει ενστερνισθεί και να μην έχει γίνει ένα με τη φαυλότητα που φέρνει η χρόνια συμβίωση με τον αστισμό. οφείλει να είναι μελετηρή και εργατική.

* Μια άγνωστη ομιλία του στο στις 2 Δεκεμβρίου 1972, στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Γκουανταλαχάρα, στη Δυτική Ακτή του Μεξικού, μπροστά σε ένα ακροατήριο πάνω από 2000 χιλιάδων φοιτητών. Στην Ελλάδα η ομιλία μεταφράστηκε από την Μάγια-Μαρία Ρούσσου και κυκλοφόρησε σε μια μικρή αυτοτελή έκδοση της Ηπειρωτικής Εστίας στα 1980.

27

3

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ, Το Πολιτικό μας Σύστημα (1821-2012): Από τους Αγώνες της Απελευθέρωσης στη Σημερινή Εθνική Υποτέλεια, εκδόσεις Προσκήνιο, σελ. 192 Ο ακατάβλητος επίτιμος πρόεδρος του Δ.Σ.Α. και πρώην δοξασμένος καπετάνιος του ΕΛΑΣ Ευάγγελος Μαχαίρας εξέδωσε το νέο βιβλίο του, που αναφέρεται στους κατ’ εξοχήν διαχρονικούς αρνητικούς προσδιορισμούς του πολιτικού μας συστήματος, προσδιορισμούς που μας οδήγησαν στη βαθμιαία χρεωκοπία και τελικά, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας χαρακτηριστικά λέει, στην εθνική υποτέλεια. Ο συγγραφέας ξεκινά από την ίδια τη γένεση του νεοελληνικού κράΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

τους, μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 και εκθέτει και αναλύει εκείνα τα δομικά, πολιτικά και κοινωνικά στοιχεία, που ήδη απ’ το ξεκίνημα δεν επέτρεπαν μία πλήρη και ουσιαστική ανεξαρτητοποίηση του νέου Ελληνικού κράτους, που θα χάραζε τη δική του γραμμή πέρα από κηδεμονίες κι εξαρτήσεις και θα εξέφραζε πραγματικά τη λαϊκή κοινωνική βάση. Ο συγγραφέας απ’ την αρχή του βιβλίου του τολμά με παρρησία να θέτει το πρόβλημα της μεγάλης αναντιστοιχίας της επίσημης (κατεστημένης) πολιτικής ηγεσίας της χώρας με τις επιδιώξεις, τα συμφέροντα και τις προσδοκίες της λαϊκής βάσης. Ήδη ξεκινά τις επισημάνσεις απ’ τα χρόνια της επανάστασης, όταν κάποιοι πολιτικοί (αναφέρει για παραδείγματα τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέττη), όχι απλώς δε συμπαθούσαν το λαϊκό στοιχείο και τον αυθόρμητο ξεσηκωμό του, αλλά λειτουργούσαν ως πράκτορες ξένων δυνάμεων που ήθελαν να κηδεμονεύουν τη χώρα. Ακόμη αναφέρει και τους κύκλους των Φαναριωτών, που ναι μεν ήταν το πιο μορφωμένο τμήμα του υπόδουλου ελληνισμού, αλλά ουσιαστικά ήταν ενεργούμενα της Οθωμανικής εξουσίας, που το κύριο μέλημά τους ήταν το ίδιον συμφέρον, που το εξυπηρετούσαν με τον πιο σατανικό τρόπο. Η επιδίωξη του Ευαγγέλου Μαχαίρα με το συγκεκριμένο βιβλίο του δεν είναι να παρουσιάσει με συστηματικότητα και λεπτομερειακό τρόπο την πολιτική ιστοριογραφία της χώρας. Απλώς η γνώση της ιστοριογραφίας του δίνει υλικό και μαρτυρίες γι’ αυτό που θέλει να καταδείξει, δηλ. ότι ενώ οι λαϊκές δυνάμεις (στον καιρό της Επανάστασης του 1821 τις εξέφραζε το «Στρατιωτικόν», στον καιρό της γερμανικής κατοχής το ΕΑΜ) ξεσηκωνόντουσαν και πολεμούσαν ειλικρινά και γενναία για τη λευτεριά και την προκοπή του έθνους ή κατά καιρούς αντιστεκόντουσαν σε ποικίλες τυραννίες, οι οργανωμένες δυνάμεις του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου τις «μπλόκαραν» και τις εξουδετέρωναν, εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα ή τους ξένους πατρώνους τους ή και τα δύο μαζί. Αυτή τη συγκρουσιακή διάσταση (που σαφώς έχει και ταξικό χαρακτήρα) θέλει ν’ αναδείξει μ’ επάρκεια και αναμφισβήτητα το πετυχαίνει. Οι ιστορικές μαρτυρίες πλούσιες: συνομωσίες κατά Ανδρούτσου, Καραϊσκάκη, Κολοκοτρώνη, αποδεδειγμένη σύνδεση Μαυροκορδάτου με τ’ αγγλικά συμφέροντα και του Κωλέττη με τα γαλλικά, ο χειρισμός των λεγομένων «δανείων» του Αγώνα η δυναστεία των Γκλύγμπουργκ ως τοποτηρητής των αγγλικών συμφερόντων, αντίθεση των συντηρητικών δυνάμεων στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Ελ. Βενιζέλου, διώξεις μετά το 1935 των δημοκρατικών βενιζελικών αξιωματικών κλπ Ο συγγραφέας τη δικτατορία της 21ης Απριλίου την αντιμετωπίζει ως εναλλακτική λύση των ΗΠΑ και του εγχώριου κατεστημένου, όταν πια τα αστικά κόμματα, εναλλασσόμενα στην εξουσία, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα συμφέρο-

Βάσω Κατράκη, Πλατυτέρα ΙΙΙ, Χάραγμα σε πέτρα

ντά τους και να τιθασσεύσουν την οργή και την αγανάκτηση του λαού. Αλλά και μετά τη μεταπολίτευση του 1974 επισημαίνεται ότι ανεξάρτητα από μικρές παραλλαγές και μετατοπίσεις με κάποιες παραχωρήσεις προς τις δημοκρατικές δυνάμεις, το κατεστημένο και οι ξένοι πατρώνοι του διατήρησαν τον έλεγχο του πολιτικού συστήματος ουσιαστικά με την ίδια κομματική διαρχία (ένα κόμμα δεξιότερα: «Νέα Δημοκρατία», κι ένα κόμμα αριστερότερα: «ΠΑΣΟΚ» συνέχεια της γραμμής «ΕΡΕ» - «ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ») και τις παλιές και δοκιμασμένες μεθόδους της Το νέο στοιχείο στο μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα ήταν η εκτεταμένη παραπλάνηση της λαϊκής βάσης από πλευράς του κατ’ όνομα, όπως λέγει, «σοσιαλιστικού» κόμματος του ΠΑΣΟΚ, που φυσικά μετά την πρώτη τετραετία έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. Συμπερασματικά, σύμφωνα με τον Ευάγγελο Μαχαίρα, το πολιτικό μας σύστημα μέχρι σήμερα παρουσιάζει παθογένεια με ίδια πάνω-κάτω χαρακτηριστικά: ανικανότητα, διαφθορά και μόνιμη τάση των κυβερνώντων να υπακούουν στα κελεύσματα των ξένων επικυρίαρχων δυνάμεων, δηλαδή να συνεχίζουν μία κατάσταση εθνικής υποτέλειας. Η κατάσταση της σημερινής ουσιαστικής χρεωκοπίας δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά είναι απότοκη μιας σειράς από κυβερνητικές πολιτικές που ήταν ολέθριες για τη χώρα.

Ο Φίλιππος Νικολόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας Παν/μίου Ινδιανάπολης και Uindy Athens


28 Ο Νίκος Ζαχαριάδης, η «τρισχιλιετής συνέχεια του έθνους» και οι σημερινές ιστορικές αναλογίες Μια ολόκληρη δέσμη από ακλόνητες βεβαιότητες που συνέχουν το φαντασιακό των αριστερών, αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας, περιλαμβάνει τα στερεότυπα που περιγράφουν το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του Νίκου Ζαχαριάδη, καθώς και τα μεγάλα γεγονότα, ιδιαίτερα αυτά της δεκαετίας του 1940, με τα οποία έχουν συνδεθεί το όνομα, η δράση και οι απόψεις του «αρχηγού του ΚΚΕ». Σήμερα, που όλοι προσφεύγουμε σε ιστορικές αναλογίες, ώστε να

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

εξηγήσουμε την κρίση και να οριστούμε μέσα σε αυτήν, τα εν λόγω στερεότυπα αποκτούν τεράστια σημασία. Είναι ο Μεσοπόλεμος η περίοδος απ’ την οποία θα αντλήσουμε ιστορικές αναλογίες και συμπεράσματα; Είναι η Κατοχή και το ΕΑΜ; Είναι μήπως ο Εμφύλιος; Τι έχουν να μας προσφέρουν οι απόψεις και η στρατηγική της αριστεράς σε εκείνες τις σημαντικές ιστορικές στιγμές; Μόνο αναμνήσεις νοσταλγικές και παραδείγματα προς αποφυγήν; Το βέβαιο είναι, ότι στη σύγχρονη πολιτική σκέψη ο Ζαχαριάδης εκφράζει προνομιακά τους συμβολισμούς του απόλυτου «κακού», ή έστω του απόλυτου «λάθους». Αλλά ακόμα κι έτσι να έχουν τα πράγματα, ποιο είναι το ιδεολογικό/πολιτικό στίγμα του, αν το μεταφέρουμε στα σημερινά συμφραζόμενα, που τα στοιχειώνει και πάλι η ανερχόμενη απειλή του φασισμού; Οι ελάχιστοι που σήμερα επικαλούνται, ή και «διεκδικούν» τον Ζαχαριάδη, ταυτίζονται με μία από τις εκδοχές τής «εθνικοπατριωτικής» αριστεράς. Μήπως όμως τα σχετικά στερεότυπα του «αντιεθνικισμού» μας, εμάς των υπολοίπων, είναι έωλα και μας οδηγούν σε επικίνδυνες παρανοήσεις, ενδεχομένως και σε λανθασμένες ιστορικές αποτιμήσεις και αναλογίες; Μήπως, ακόμα ακόμα, το ιστορικό στίγμα που έχει αποδοθεί στον Ζαχαριάδη, γιατί περί «στίγματος» πρόκειται, είναι, εν πολλοίς, απόρροια της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης, δηλαδή του αποδοθέντος σε αυτόν «αντεθνικού ρόλου»;

Η «μεγάλη Ιδέα» διακήρυττε ότι το νεοελληνικό έθνος και κράτος είναι ο κληρονόμος και συνεχιστής της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου, ότι θείον προορισμό έχει να ξαναφτιάξει το αρχαίο μεγαλείο και τη βυζαντινή αυτοκρατορία... Φυσικά, από μια τέτοια «παρά φύση» ένωση δεν μπορούσε να ξεπροβάλει παρά το νεοελληνικό αστικοτσιφλικάδικο ιδεολογικό και πνευματικό τερατούργημα. Νίκος Ζαχαριάδης, Ο αληθινός Παλαμάς

Η ΑΥΓΗ • 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Το βιβλίο αυτό του Νίκου Ζαχαριάδη εκδίδεται στο τέλος της Κατοχής, αλλά έχει γραφεί στις φυλακές της Κέρκυρας το 1937, δηλαδή τη στιγμή που ο ανερχόμενος ευρωπαϊκός φασισμός στα καθ’ ημάς αποτελεί καθεστώς με προμετωπίδα του τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό». Παρ’ ότι το βιβλίο επιχειρεί, με τετριμμένα και υποτυπώδη εργαλεία της κομματικής αργκό, να προσεγγίσει ένα λογοτεχνικό έργο, ακόμα δε και να ανατάμει ολόκληρη τη νεοελληνική λογοτεχνία, παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον, αν παρακολουθήσουμε, μέσα στη βίαιη και αυθαίρετη οικειοποίηση ενός και μόνο ποιήματος του Παλαμά, το πώς αντιμετωπίζει το «ιστορικό σχήμα», με βάση το οποίο οργανώθηκε η νεοελληνική ιδεολογία, δηλαδή αυτό της «τρισχιλιετούς συνέχειας του έθνους». Πόσω μάλλον, που η αμφισβήτηση της «συνέχειας» είναι μία από τις βασικές σταθερές του σχήματος που εκμαιεύει ο Ζαχαριάδης από την «ερμηνεία» του Δωδεκάλογου του Γύφτου. Αποφεύγοντας, βέβαια, να αναφερθεί στο όλο έργο του Παλαμά, ο οποίος, στα τριάντα χρόνια που μεσολαβούν από την αυτοτελή έκδοση του Δωδεκάλογου, έχει αναδειχθεί σε «εθνικό ποιητή», δίνοντας απλόχερα υλικό και τροφή στην Μεγάλη Ιδέα και σε όλα τα συνακόλουθα εθνικά ιδεολογήματα [μετά τον Δωδεκάλογο (1907) ακολουθεί η επίσης μεγάλη ποιητική σύνθεση, Η φλογέρα του Βασιλιά (1910), με τον πολυσήμαντο εναρκτήριο στίχο, «Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μέσ’ στη Χώρα», αλλά και τον εμβληματικό: «Η Πόλη, νάτην! Πέρα εκεί στον επικό τον Κάμπο»]. Επιπλέον, δε, ο ιδεολογικός ορίζοντας της αριστεράς στην Κατοχή οργανώνεται σε αναλογία με το συνολικό, πολυσχιδές και πολυσυλλεκτικό, παλαμικό εθνικολαϊκό κοσμοείδωλο, δηλαδή με βάση όλες εκείνες τις πλευρές του παλαμικού έργου που ο Ζαχαριάδης «παρέκαμψε». Ταυτόχρονα, και συνακόλουθα, ο ιδεολογικός ορίζοντας της αριστεράς στην Κατοχή οργανώνεται με συνειδητή άρνηση της προηγηθείσης κοσμογονίας του μοντερνισμού, ακόμα και των εκδοχών του που συνέθεσαν τη ρώσικη/επαναστατική πρωτοπορία, ομνύοντας, ελαφρά τη καρδία, στα στερεότυπα που αποτελούσαν την ηθογραφική «λαϊκή κουλτούρα», και φυσικά στο ιδεολόγημα της συνέχειας του έθνους. Ακόμα και η διακήρυξη «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», γραμμένη από τον Δ. Γληνό, αντιστοιχεί τη μάχη του Μαραθώνα και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας στην αντίσταση κατά του φασισμού, αφού «οι Έλληνες ξέρουν να πεθαίνουνε για τη λευτεριά, που δεν τους την εχάρισε κανείς ποτέ»... Εντούτοις, στην περίοδο του εμφυλίου, με τον Ζαχαριάδη παρόντα, η αριστερά αμφισβητεί και αντιπαλεύει μετωπικά το αστικό μπλοκ εξουσίας, το οποίο μάλιστα επέσειε ως λάβαρό του την «ελληνικότητα» και την «τρισχιλιετή συνέχεια του έθνους», ένα μπλοκ που ο λόγος του ήταν κατάφορτος από παράγωγες σημασίες αυτού του σχήματος. Μια ενδεικτική διαφορά των δύο περιόδων είναι, π.χ., πως στην περίοδο της Κατοχής σημειώνεται κι ένα ρήγμα στο σώμα του κλήρου, με κάποιους μητροπολίτες να μετέχουν στο ΕΑΜ, ενώ στην περίοδο του Εμφυλίου η Εκκλησία συμπρωταγωνιστεί στην «εθνική πανστρατιά». Έτσι, οι δύο περίοδοι, της Ε-

4

Εμείς και

...το τελετουργικό της θυσίας των κομμουνιστών, στο βωμό μιας απόλυτης πολιτικής ουτοπίας, που δεν είχε στη διάθεσή της παρά μια πρόσκαιρη λωρίδα τόπου και μια φευγαλέα ρωγμή του χρόνου. Ένας αριστοκρατικός ιδεολογικός κοινοτισμός, ως αντίπαλο δέος, του ιστορικού, πολιτικού και κοινωνικού μορφώματος της νεωτερικότητας

θνικής αντίστασης και του Εμφυλίου, διακρίνονται με βάση τα διαφορετικά ιδεολογικά προτάγματα της αριστεράς, που συνεπάγονται διαφορετικά πολιτικά διακυβεύματα. Μήπως, λοιπόν, η κορυφαία στιγμή της πολιτικής αμφισβήτησης του κυρίαρχου (μέχρι τις μέρες μας) εθνικού αφηγήματος, είναι ο εμφύλιος; Και, επιπλέον, μήπως αυτή η προοπτική προοιωνίζεται ήδη στο βιβλίο του Ζαχαριάδη, Ο αληθινός Παλαμάς; Υπάρχει βέβαια κι ο αντίλογος, που μας υποχρεώνει σε μια παρένθεση. Αφορά το περίφημο γράμμα του Ζαχαριάδη, αμέσως μετά την κήρυξη του ιταλο-ελλαδικού πολέμου. Μήπως το γράμμα αυτό προδιέγραφε τη στάση τού ΚΚΕ στην Κατοχή, την «εθνικοπατριωτική» στρατηγική του; Το σωστό είναι πως το γράμμα ίδρυε μια προνομιακή σχέση της αριστεράς με την κοινωνία που αντιπάλευε την ιταλική εισβολή, πως έβγαζε ευφυώς την οργανωτικά αποδυναμωμένη αριστερά από το περιθώριο, πως έδινε αντιφασιστικό περιεχόμενο στον πόλεμο και ταυτόχρονα έθετε το κοινωνικό/ταξικό ζήτημα: η πρώτη φράση του γράμματος είναι «Ο φασισμός...», και η τελευταία «Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας». Η στρατηγική του ΕΑΜ, δηλαδή ο τρόπος που αυτή εξελίχθηκε, η ιδεολογική φυσιογνωμία της, η κατάληξή της, δεν θα πρέπει να χρεωθούν αυτόματα στο σχήμα του Ζαχαριάδη, ο οποίος άλλωστε καθ’ όλη της διάρκεια της α-

ντίστασης βρίσκεται κρατούμενος στο Νταχάου. Ενδεικτική είναι δε η διαφωνία του με τον Νίκο Σβορώνο, το 1945, για την «τρισχιλιετή συνέχεια του Ελληνισμού» (δες περιοδικό Σύγχρονα θέματα, τχ. 35-37). Ας εγκύψουμε όμως στο βιβλίο του Ζαχαριάδη. Η αντίληψη με την οποία προσεγγίζει το ποίημα του Παλαμά δεν υπολείπεται σε τίποτα, τουλάχιστον «μεθοδολογικά», από τις σημερινές αντιλήψεις των πιο προωθημένων «αντιεθνικιστών»: - Παντού, και συστηματικά, χρησιμοποιεί το σχήμα και την ορολογία του «νεοελληνικού», χωρίς να διολισθαίνει στην ταύτισή του με το «ελληνικό». «Η αρχαιοελληνική κληρονομιά δεν ανήκει μονάχα στο νεοελληνικό έθνος - ενώ αυτό ουσιαστικά υποστηρίζουν οι ρωμιοί αρχαιοκάπηλοι», με την «ουτοπική προσήλωση στην ψευδοαποστολή της συνέχισης του έργου των αρχαίων και των βυζαντινών». - Η κληρονομιά των αρχαίων ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα, και είναι «ο πρόδρομος και ο φυσικός πατέρας όλης της κατοπινής πανανθρώπινης δημιουργίας». Μόνο η αρχαιοελληνική κληρονομιά; «Όλη η κληρονομιά του παλιού πολιτισμού». - Την παρακαταθήκη των ιδεών των αρχαίων πρέπει να την αξιοποιήσουμε, κριτικά/επιλεκτικά. «Όλα τα άλλα θέλουνε -φυλάγοντάς τα, βέβαια, σαν αρχαιολογικό θησαυρό και σαν κομμάτι άσβυστο της ιστορίας της ανθρωπότητας- ξεκαθάρισμα και αποστράτευση από


Η ΑΥΓΗ • 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

οι «αρχαίοι» τη σημερινή ενεργό λαϊκή-κοινωνική δράση». - Ο «βυζαντινός μεσαιωνισμός», «για πιο αντιδραστική εκδήλωσή του είχε τη φαναριώτικη παπαδοκρατία». «Το Βυζάντιο μας δίνει την εικόνα της πιο ολοκληρωτικής, θα μπορούσε να πει κανείς, κατάπτωσης πούχε να μας επιδείξει η ιστορία». - «Ο βυζαντινός φαναριωτισμός κατέστρεψε όσα μπόρεσε από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, γιατί βρισκόταν σε βασική αντίθεση μ’ αυτόν και ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του». - Η επανάσταση του 1821 ηττήθηκε, ενώ με μια άλλη πορεία της θα έπρεπε, και θα μπορούσε, ως «το πρώτο ανεξάρτητο Βαλκανικό εθνικό κράτος, να πάρει την πρωτοβουλία μιας αδελφικής συμμαχίας και ενός αδελφικού πολέμου όλων των βαλκανικών λαών, για την αποτίναξη του ζυγού του σουλτάνου και των μπέηδων και τη δημιουργία μιας πραγματικά λεύτερης και ανεξάρτητης Δημοκρατικής Ομοσπονδίας των Βαλκανικών λαών. Αυτό ήταν το απόλυτα πραγματοποιήσιμο ‘όνειρο’ του Ρήγα και μια από τις πρώτες και γνήσιες επιδιώξεις του 1821». - «Γιατί τα αδιάκοπα λαϊκά ξεσπάσματα δεν έφεραν σε πιο βαθιές κοινωνικές μεταβολές;». Γιατί «η ιδεολογία, που καταθλιπτικά κυριαρχούσε πάνω στο λαό και τη χώρα, ήταν η ιδεολογία της ουτοπίας της ‘Μεγάλης Ιδέας’», που απορροφούσε τις κοινωνικές αντιδράσεις, μεταθέτοντας το πεδίο αναφοράς από το κοινωνικό στο «εθνικό». - Τέλος, «το αντιδραστικό αντιλαϊκό κατασκεύασμα που λέγει ότι ‘η μοίρα των Ελλήνων (ποιων Ελλήνων;) τόχει πάντα ν’ αλληλοτρώγονται, ν’ αλληλοσπαράζονται και να χάνουνται’». Και μάλιστα πως αυτό συμβαίνει «σ’ όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς που τους δίνουν το όνομα ‘Ελληνικοί’». - Ποια είναι η «προβολή» του Ζαχαριάδη πάνω στον Παλαμά; «Γκρεμίζοντας τα είδωλα και μαστιγώνοντας αλύπητα τους τυμβωρύχους σαλπίζει ένα καινούριο, όχι εθνικιστικό μα λαϊκό, ξεσήκωμα για κάτι το καινούριο και το άφταστο, που ξεπερνά ακόμα και τα τοπικά σύνορα και ανυψώνεται σε κάτι το πιο γενικό, σε κάτι το καθολικό, το διεθνιστικό». Στην Κατοχή η αριστερά, με το ΕΑΜ, θα διεκδικήσει την εθνική αφήγηση για λογαριασμό της, με μια αμφίβολη «προσαρμογή» αυτής της αφήγησης στο δικό της πλαίσιο, στην ίδια προοπτική που μετά τον εμφύλιο θα διεκδικήσει τον Μακρυγιάννη, ο οποίος ήδη έχει αναδειχθεί σε σύμβολο της νεωτερικής αστικής αφήγησης που οργανώθηκε από τη γενιά του ‘30. Αντίθετα, στη διάρκεια του εμφυλίου, υπό τον απόλυτο έλεγχο του Ζαχαριάδη, η πολιτική αμφισβήτηση του εθνικού αφηγήματος θα είναι μετωπική, αλλά και μονοσήμαντη. Η σύγκριση αναπόφευκτη: η πλευρά των Δημοκρατικών στον ισπανικό εμφύλιο συσπειρώνει το μεγαλύτερο μέρος των πρωτοποριών του μεσοπολέμου, αρκετές μάλιστα τις περιέχει, γι’ αυτό και παρά την ήττα στο στρατιωτικό πεδίο αποτέλεσε σύμβολο τού αντιφασιστικού αγώνα, νοηματοδότησε τη διάχυτη, ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια, αμφισβήτηση επί δεκαετίες. Αντίθετα, ο δικός μας εμφύλιος κατέληξε ένα συμβάν χωρίς καθολική σημασία, περιορισμένο στα ό-

ρια του νεοελληνικού εθνικού κράτους. Παρ’ ότι η αριστερά του εμφυλίου αμφισβήτησε, πολιτικά και ένοπλα, ακόμα κι αυτά τα όρια/σύνορα∙ παρ’ ότι προχώρησε στην πιο έμπρακτη αναίρεση της «μονοεθνικότητας» του νεοελληνικού κράτους, η οποία μαζί με τη μονοκρατορία της χριστιανικής ορθοδοξίας αποτελού[σα]ν τους δύο πυλώνες της εθνικής αφήγησης. Και αυτό γιατί, κοινωνικά και πολιτισμικά, η αριστερά στον Γράμμο αντιπαρέθεσε ένα κοσμοείδωλο, της υπαίθριας, «πρωτοαστικής» Ελλάδας, που ως ρυθμός ζωής και ως «μορφή» του κόσμου ήταν παρωχημένο και ανεπαρκές. Είναι εκείνο το κοσμοείδωλο, εκείνη η μορφή κι εκείνος ο ρυθμός ζωής, που εκφράζονται και σημαίνονται από τον παλαμικό δεκαπεντασύλλαβο. Αυτό το κοσμοείδωλο, ήδη στην εκπνοή του, κατάφερε να νοηματοδοτήσει μόνο το ΕΑΜ, σε μια συμβατή σχέση με την εθνική αφήγηση, αλλά δεν άντεχε να καταστεί, ακόμα και «προσαρμοσμένο» από τον Ζαχαριάδη, το εργαλείο της αποδόμησής της. Μέσα λοιπόν από μια παρωχημένη και ανεπαρκή «γλώσσα», δηλαδή τρόπο σκέψης και δράσης, ο Ζαχαριάδης επιχείρησε να αντιπαρατεθεί στο μείζον: στην εθνική αφήγηση. Αυτό νομίζω πως συνοψίζει το εγχείρημα του εμφυλίου. Μια ανεπίλυτη αντίφαση, ένα χάσμα, μεταξύ πολιτικού ριζοσπαστισμού και ρηξικέλευθης αμφισβήτησης από τη μια, και συνολικής ιδεολογικής/αισθητικής/πολιτισμικής υστέρησης από την άλλη, που περιγράφει μια προδιαγεγραμμένη, άδοξη ήττα, αλλά και παράγει την τραγική, ιστορική γοητεία του εμφυλίου. Και αυτή, με τη σειρά της, διαχωρίζει τον εμφύλιο, από τη μεγαλειώδη, πλην εντός της πεπατημέ-

5

νης, «εθνική αντίσταση». Έχουμε λοιπόν ένα μέτρο των πραγμάτων για το τι πράττουμε σήμερα; Δεν είναι τόσο απλό, γιατί δεν αρκούν οι προθέσεις - όπως δεν αρκούσαν και στον Ζαχαριάδη. Για την κοινωνική χειραφέτηση δεν επαρκεί ακόμα και η πιο προωθημένη πολιτική αμφισβήτηση της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης, αλλά χρειάζεται ταυτόχρονα η εμφύλια, εντός του κοινωνικού σώματος και του εκάστοτε «ιστορικού υποκειμένου», αποδόμηση όλων των στερεοτύπων που την εμπεδώνουν και την αναπαράγουν ως κυρίαρχη, δηλαδή ως σχέση εξουσίας, υπαγωγής και υποταγής, που η ισχύς της και οι απολήξεις της φθάσουν σε κάθε αρμό του εθνικού κράτους, σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Αλλά μια τέτοια διαδικασία χειραφέτησης είναι όχι μόνο η πιο δύσκολη αλλά και η πιο επώδυνη. Στην περίπτωση του Ζαχαριάδη ήταν αδιανόητη: έπρεπε να θέσει υπό κρίση και να υπερβεί σχεδόν όλες τις υπόλοιπες βεβαιότητές του. Σήμερα, στη δικιά μας περίπτωση; Πάντως, στο ισπανικό κίνημα που στήριξε την κυβέρνηση των Δημοκρατικών και διεξήγαγε τις μάχες του εμφυλίου, μια τέτοια διαδικασία κοινωνικής χειραφέτησης, αλλά και διαρκούς πολιτικού μετασχηματισμού του, ήταν δομικό του στοιχείο. Και μάλλον σ’ αυτό οφείλεται η τόσο μεγάλη αντοχή και διάρκειά του, και μάλιστα ως κρατική υπόσταση, ως κοινωνικό, ακόμα και στρατιωτικό αντίπαλο δέος. Και δείχνει πόσο απονενοημένη ήταν η βολονταριστικά «ανάλογη» κίνηση του Ζαχαριάδη, που «διασκεδάζοντας» την απουσία όλων των κοινωνικών προϋποθέσεων, όλων των ιδεολογικών και πολιτικών διαδικασιών, «μετέτρεψε», με μια απόφαση, τον αντάρτικο ΔΣΕ σε κυβερνητικό/κρατικό θεσμό και τακτικό στρατό. Μια κίνηση απονενοημένη, η οποία βέβαια διερρήγνυε και κατακερμάτιζε την εμπράγματη υπόσταση της «τρισχιλιετούς συνέχειας του

Η προχθεσινή τελετή της Χρυσής Αυγής στις Θερμοπύλες, όπως και οι αντίστοιχες τελετές της χούντας και του Μεταξά, αλλά και οι Δελφικές εορτές του Σικελιανού, δεν ήταν απλώς «γελοίες». Αντίθετα, δείχνουν την κοινοτοπία τής αφήγησης της «τρισχιλιετούς συνέχειας του έθνους», δηλαδή τη δυνατότητα και το εύρος τής απρόσκοπτης λειτουργίας της, μέσα στο χρόνο και σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες

Τάσσος (Αλεβίζος), Μαρία,1952, Ξυλογραφία

45

έθνους» ως κρατικό μόρφωμα, και ταυτόχρονα πραγμάτωνε τους όρους μιας τραγωδίας: συνέθετε το τελετουργικό της θυσίας των κομμουνιστών, στο βωμό μιας απόλυτης πολιτικής ουτοπίας, που δεν είχε στη διάθεσή της παρά μια πρόσκαιρη λωρίδα τόπου και μια φευγαλέα ρωγμή του χρόνου. Ένας αριστοκρατικός ιδεολογικός κοινοτισμός, ως αντίπαλο δέος, του ιστορικού, πολιτικού και κοινωνικού μορφώματος της νεωτερικότητας. Αλλά από εδώ θα άρχιζε μια άλλη συζήτηση, για τη γοητεία που ασκεί ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και ο Παλαμάς στον Ζαχαριάδη, πάνω σε ένα κοινό νιτσεϊκό υπόστρωμα. Επίσης, από εδώ θα άρχιζε μια άλλη μεγάλη συζήτηση, για τον κινηματικό χαρακτήρα του μπλοκ των ισπανών Δημοκρατικών, όπου οι παροιμιώδεις αντιφάσεις του, δηλαδή η πολυμορφία του και οι εσωτερικές του αντιθέσεις, είναι που παρήγαγαν την αξιοθαύμαστη δυναμική του, τον πρωτοφανή χαρακτήρα του, τη μη τοπική, αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια, ιστορική σημασία του, δηλαδή τον «τόπο» και τον «χρόνο» του. Μήπως όμως προκύπτει και κάποιο χρήσιμο συμπέρασμα, από τη στρατηγική επιλογή του Ζαχαριάδη; Για παράδειγμα, ότι σε μια «μεγάλη αφήγηση» μπορεί να αντιπαρατεθεί μόνο μια άλλη μεγάλη αφήγηση; Και αν ναι, πώς συντίθεται αυτή, σήμερα, στη μεταμοντέρνα εποχή μας; Μήπως όμως η φυσιογνωμία μιας τέτοιας αφήγησης, η φύση της, ο χαρακτήρας της, έχουν ήδη υπάρξει ως «μορφές» στη σύγχρονη τέχνη; Μήπως π.χ. η πολυφωνία και η ανομοιογένεια των συστατικών υλικών, ο διαρκής αναστοχασμός, η επίμονη αυτο-αποδόμηση, η επιτελεστικότητα της δομής της και της γλώσσας της, αποτελούν ήδη κοινούς τόπους για τη σύγχρονη τέχνη; Και πώς αυτή αφορά την αριστερά; Κατά τη γνώμη μου, το όποιο μείζον στρατηγικό πρόταγμα, μόνο με αυτούς τους όρους, μόνο με μια τέτοια γλώσσα μπορεί να αρθρωθεί σήμερα (και όχι, π.χ., με τη γλώσσα του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, του Ελύτη, και άλλων συναφών έργων...). Αλλά ένας τέτοιος «συγχρονισμός» (που ιστορικά έχει υπάρξει σε τεράστια κλίμακα, κατά τη ρώσικη επαναστατική δεκαετία), απ’ ότι φαίνεται είναι το ίδιο δύσκολος σήμερα, όσο και στην εποχή του Ζαχαριάδη. Τι ο μύθος δηλοί; Αν αναζητούμε ιστορικές αναλογίες, και λύσεις συμβατές με τα σημερινά ερωτήματα και αιτούμενα, είναι μάλλον αναγκαίο να ανοίξουμε το φόντο της συζήτησης, πέρα από τα αυτονόητα της πολιτικολογίας. Αλλά ακόμα και στο πεδίο της πολιτικής ιστορίας, ίσως είναι παραγωγικότερο, αντί να προστρέχουμε συνεχώς στο παράδειγμα της Βαϊμάρης, να μελετήσουμε εκείνο της Ισπανίας. Με προϋποτιθέμενη όμως τη διάθεση να αποδομήσουμε τα στερεότυπα, που μας στοιχειώνουν και καθηλώνουν τα όριά μας.

ΥΓ. Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στον κινηματογραφιστή, και αντιεξουσιαστή, Νίκο Β., που το προκάλεσε. Ο οποίος όλο και πιο συχνά σκέφτεται, πως σύντομα θα υποχρεωθεί να κατέβει στην οδό Σταδίου, για έναν λόγο αδιανόητο: τούτη τη φορά για να υποστηρίξει μια κυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ...


46 LUCIANO CANFORA, La guerra civile ateniese, Milano 2013 p. 396

Η ΑΥΓΗ • 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

6

Ο Αθηναϊκός

Μπορούμε να θεωρήσουμε το πρόσφατο βιβλίο του Λουτσιάνο Κάνφορα ως ανακεφαλαίωση της μακρόχρονης επιστημονικής του δραστηριότητας για την αρχαία Αθήνα, που τον απασχολεί χρόνια τώρα1. Πράγματι, είναι πολλά τα προηγούμενα έργα του που βρήκαν την κατάληξή τους σ’ αυτό το καινούργιο πόνημα: οι έρευνες περί της αθηναϊκής ιστοριογραφίας του Ε’ αιώνα π.Χ. και περί της φιλολογικής παράδοσης των ρητόρων, τα μελετήματα περί του Κριτία και της ανώνυμης (= ψευδο-Ξενοφώντος) Αθηναίων Πολιτείας, περί των λογοτεχνικών πηγών για την κρίσιμη περίοδο 403-399 π.Χ., από το καθεστώς του Τριάκοντα έως την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η αναπαράσταση εκείνων επίμαχων χρόνων είναι ένα περίπλοκο πρόβλημα για τους σύγχρονους φιλολόγους, διότι οι πηγές και οι μαρτυρίες των αρχαίων αφθονούν μεν, αλλά πρέΤΟΥ ΜΑΣΣΙΜΟ ΚΑΤΣΟΥΛΟ

πει να ερμηνεύονται και να συγκρίνονται με προσοχή, λόγω της άμεσης συμμετοχής των συγγραφέων τους στα γεγονότα ή εξαιτίας της επίδρασης που οι περισσότεροι απ’ αυτούς ασκούσαν στους μεταγενέστερους ιστορικούς (π.χ. η μαρτυρία του Θεοπόμπου είναι βαθιά επηρεασμένη από τον δάσκαλό του, τον δημοκρατικό Ισοκράτη). Άλλωστε, στην αρχαία Αθήνα έλαβε χώρα και μια «διαμάχη ιστοριογράφων» (έτσι τιτλοφορείται το δεύτερο μέρος του βιβλίου) που φιλοδοξούσαν ν’ αφήσουν ο καθείς τη δική του αλήθεια περί των συμβάντων. Ο εμφύλιος ήταν το αποτέλεσμα της ήττας της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το πλήγμα στο σώμα της δημοκρατίας ήταν τόσο σκληρό, που το έτος 403 π.Χ. -αρχή του καθεστώτος των Τριάκοντα- σημειώθηκε στο αθηναϊκό ημερολόγιο ως «αναρχία», χωρίς δηλ. το συνηθισμένο όνομα του άρχοντος επωνύμου. Εξαιρετικός μάρτυρας εκείνης της δραματικής πολιτικής φάσης είναι η έβδομη επιστολή του Πλάτωνος, στην οποία ο φιλόσοφος εξομολογείται το ενδιαφέρον του, στην αρχή, για τη διακυβέρνηση των Τριάκοντα («αυτοίς σφόδρα προσείχον τον νουν») και την άμεση αποστροφή του έναντι των κακοπραξιών τους: «α δε πάντα καθορών... εδυσχερανά τε και εμαυτόν επανήγαγον από των τότε κακών». Όμως, παρά την αφθονία μαρτυριών, υπάρχουν ακόμη πολλές αμφιβολίες σε κρίσιμα σημεία: λ.χ. με ποια διαδικασία και πότε ακριβώς οι Τριάκοντα πήραν την εξουσία, με ποια μέσα επικράτησαν έναντι του δήμου, για ποιους λόγους πέσανε αιφνιδίως, και πώς έγινε το τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών το 401 π.Χ., με τους δημοκρατικούς πλέον νικητές. Είναι κάποια από τα πολλά ερωτήματα που ο Κάνφορα θέτει στο βιβλίο του. Ο Ξενοφώντας, αυτόπτης μάρτυρας και πρωταγωνιστής των γεγονότων (ήταν ίππαρχος κατά τη διάρκεια της αριστοκρατικής δικτατορίας), λέει απλώς ότι οι Τριάκοντα «εξελέγησαν αμέσως μετά [επί τάχιστα] καταβλήθηκαν τα μακρά τείχη του Πειραιώς». Τα λόγια του δείχνουν τρία πράγματα: 1) η «εκλογή» των Τριάκοντα ακολούθησε, αμέσως, την ήττα της Αθήνας στον πόλεμο, 2) η χούντα εξελέγη από τη Βουλή και 3) η επιβολή των Τριάκοντα προβλεπόταν από τη Συνθήκη που η Σπάρτη επέβαλε στους ηττημένους. Η μαρτυρία του Ξενοφώντος είναι ελλιπής σε πολλά σημεία, αλλά και διαψεύδεται από άλλες πηγές∙ από τον Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία) και από τον Διόδωρο-Έφορο, λ.χ., οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι Τριάκοντα δεν έγιναν «κύριοι της πόλεως» «αμέσως μετά» την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς. Αντιθέτως, οι δύο προαναφερθείσες πηγές αναφέρουν ότι η επιβολή των Τριάκοντα ήταν το αποτέλεσμα ενός ανένδοτου αγώνα εντός των ολιγαρχικών εταιρειών, που συγκρούστηκαν βίαια μεταξύ τους, με επίδικο ποιο πολίτευμα θα ήταν το καλύτερο για να διακυβερνηθεί η πλέον αριστοκρατική Αθήνα. Από τη μία πλευρά υπήρχε η εταιρεία του Θεραμένη, μετριοπαθούς αλλά και διφορούμενου (η ύπουλη συμπεριφορά του είχε προκαλέσει το 410 π.Χ. την κατάρρευση του ολιγαρχικού καθεστώτος των Τετρακοσίων, και την καταδίκη σε θάνατο του πρώην συνέταιρού του, Αντιφώντα), που ήθελε τη λεγόμενη «πάτριο πο-

Όπως κάθε εμφύλιος, οποιασδήποτε εποχής, και ο αθηναϊκός έχει τη δική του «ιερά ιστορία», που δημιούργησαν και διέδωσαν οι νικητές. Σ’ αυτή την ιστορία, οι περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές απλοποιούνται, όπως απλοποιούνται και οι ηθικές ευθύνες τους. Κυριαρχεί και επιβάλλεται στη μετέπειτα παράδοση μια ασπρόμαυρη εικόνα: όλο το δίκιο είναι με το μέρος των νικητών, όλες οι ευθύνες με τους ηττημένους.

λιτεία», δηλαδή ένα μετριοπαθές αριστοκρατικό πολίτευμα. από την άλλη υπήρχε ο Κριτίας, η ριζοσπαστικότητα του οποίου επικράτησε στο τέλος, με αποτέλεσμα να επιβληθεί στον Δήμο των Αθηναίων η περιβόητη κυβέρνηση των Τριάκοντα, με την πλήρη υποστήριξη του Σπαρτιάτη Λύσανδρου, του νικητή στους Αιγός Ποταμούς και πλέον ισχυρού άνδρα της Σπάρτης. Άλλωστε, τα έργα του Ξενοφώντος (που γράφει αρκετά χρόνια αργότερα) περιέχουν παραλείψεις και αποσιωπήσεις, που οφείλονται, σύμφωνα με τον Κάνφορα, στην πρόθεσή του να καθαρίσει την εικόνα του, προκειμένου να επιτύχει την αμνηστία (από την οποία είχε αποκλειστεί) και να μπορεί να ξαναγυρίσει στην Αθήνα, από την εξορία στην οποία είχε καταδικαστεί το 399 π.Χ, ενώ βρισκόταν στην Ασία, στην εκστρα-

τεία των ελλήνων μισθοφόρων που στρατολογήθηκαν για να πολεμήσουν υπέρ του βασιλέως Κύρου (βλ. σελ. 206-251). Είναι σημαντικό ότι και η Ανάβαση και τα Απομνημονεύματα του Σωκράτους τείνουν, για τους ίδιους λόγους, εξίσου σε αυτοαπολογία του συγγραφέα τους. Τα Ελληνικά, το έργο όπου ο Ξενοφώντας εστιάζει την προσοχή του στην ιστορία της Αθήνας και της Ελλάδας, από το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου έως την ήττα της Σπάρτης από τη Θήβα στη Μαντίνεια (362 π.Χ.), είναι όχι μόνο ιστορικό βιβλίο αλλά και το ημερολόγιο του πρώην ιππάρχου Ξενοφώντα και, συνεπώς, η απολογία του μπροστά στους Αθηναίους (βλ. σελ. 333-340). Η πρόθεση αυτή εξηγεί γιατί ο συγγραφέας, λ.χ., περιγράφει τον Θεραμένη ως πατριώτη που ήθελε τα καλά της Αθήνας (ενώ ξέρουμε πως η αλήθεια ήταν διαφορετική) και κάνει ένα αρνητικό πορτρέτο του πρώην φίλου του Κριτία, που στη μετέπειτα παράδοση θα καταστεί η μαύρη ψυχή του καθεστώτος, ο υπεύθυνος όλων των εγκλημάτων των Τριάκοντα. Ο Ξενοφώντας, άλλωστε, δεν έγραψε από την αρχή έως το τέλος τα δύο πρώτα βιβλία των Ελληνικών του, γιατί (όπως ο Κάνφορα ήδη υποστήριξε με πειστικά επιχειρήματα σε άλλα μελετήματά του)2 ο Ξενοφώντας επεξεργάστηκε, προσθέτοντας και αφαιρώντας ολόκληρα χωρία, τα «ανέκδοτα χαρτιά» του Θουκυδίδη, δηλ. το μέρος του ιστορικού του έργου που δεν πρόλαβε να εκδώσει προτού να πεθάνει. Τα ανέκδοτα του Θουκυδίδη φτάσανε, άγνωστο πώς και πότε, στα χέρια του Ξενοφώντος, που φρόντισε να τα εκδώσει με το όνομα του Θουκυδίδη, αλλά, με τον καιρό, κυριάρχησε η σύγχυση και, πιθανότατα από την αλεξανδρινή εποχή, όλα τα Ελληνικά αποδόθηκαν στον Ξενοφώντα (βλ. σελ. 336-340). Για να συμπληρώσουμε τα κενά του Ξενοφώντος πρέπει, άρα, να προσφεύγουμε συχνά στις άλλες πηγές και να συγκρίνουμε τις πληροφορίες. Ο Κάνφορα διακρίνει δύο «οικογένειες», δηλ. δύο διαφορετικούς κλάδους της παράδοσης (πέραν από τον Ξενοφώντα, φυσικά): 1) ο Λυσίας, 2) Ισοκράτης -› Θεόπομπος -› Αριστοτέλης -› Έφορος-Διόδωρος. Ο πρώτος κλάδος μεταδίδει σπουδαίες πληροφορίες, διάσπαρτες στους δικανικούς λόγους (προπαντός στον Κατά του Ερατοσθένους). πρέπει, όμως, να είμαστε προσεκτικοί, διότι ο Λυσίας ήταν λογογράφος και «μεταμόρφωνε» τα πράγματα σύμφωνα με τις δικαστικές του ανάγκες. Πιο σπουδαίος είναι ο δεύτερος κλάδος. Ο «γενάρχης» του οποίου είναι τα Ελληνικά του Θεόπομπου (σημειωτέον ότι ο Κάνφορα αποδίδει στην ιστοριογράφο του Δ’ αιώνα π.Χ. και τις μέχρι τώρα αδέσποτες Ελληνικές του Οξυρίγγου: βλ. προπαντός σελ. 354-76). Κατά τη γνώμη του Κάνφορα, όμως, η διήγηση του Θεοπόμπου, που φωτίζει πολύ θετικά τον Θεραμένη και τον Θρασύβουλο, επηρεάστηκε από τον Ισοκράτη, του οποίου ο Θεόπομπος ήταν μαθητής (βλ. σελ. 341-47). Με τη σειρά τους, τα Ελληνικά του Θεοπόμπου (σε συνδυασμό με την Ατθίδα του Ανδροτίωνος, υιού του Ανδρόνος, επίσης μαθητή του Ισοκράτους και πρώην μέλους του καθεστώτος των Τετρακοσίων, το 411 π.Χ.) επηρέασαν την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη και την περιγραφή των γεγονότων που βρίσκουμε στο ιστορικό έργο του Έφορου-Διοδώρου. Η επίδραση που ο Ισοκράτης άσκησε, άμεσα και έμμεσα, δίνει στα εν λόγω έργα τις έντονες δημοκρατικές αποχρώσεις τους και εξηγεί για ποιο λόγο όλα αυτά τα ιστορικά έργα είναι υπέρ του Θεραμένη, ενώ καταδικάζουν ανελέητα την πράξη του Κριτία. Φυσικά, όλες οι δημοκρατικές πηγές κρύβουν ή δικαιολογούν με επισφαλή επιχειρήματα την προδοσία των δημοκρατικών, που προκάλεσε τη σφαγή των αριστοκρατικών στην Ελευσίνα, παρά τη συνθήκη του 403 π.Χ., μετά από τη δημοκρατική νίκη στη Μουνιχία, τον θάνατο του Κριτία στο πεδίο μάχης και, προπαντός, την επέμβαση του Σπαρτιάτη βασιλέα, του Παυσανία, για τη συμφιλίωση των αντιμαχούντων, με το σύνθημα «μη μνησικακείν» (βλ. σελ. 167-205). Από αυτούς τους αντιθετικούς προσανατολισμούς προέρχονται οι βαθιές διαφορές με την αφήγηση και τις ερμηνείες του Ξενοφώντος, σκοπός του οποίου δεν ήταν, βεβαίως, να εξυμνήσει τη δημοκρατία, αλλά να αποδείξει στους Αθηναίους ότι αυτός ο ίδιος είχε καταλάβει από νωρίς τον αιμοστα-


Η ΑΥΓΗ • 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

εμφύλιος γή χαρακτήρα του καθεστώτος και του ηγέτη του, του Κριτία, και είχε συνεπώς προλάβει να αποστασιοποιηθεί (παρά την ανώτατη στρατιωτική θέση του) από τα εγκλήματά του. Είναι η ίδια δικαιολόγηση του Πλάτωνος στην έβδομη επιστολή. Όπως κάθε εμφύλιος, οποιασδήποτε εποχής, και ο αθηναϊκός έχει τη δική του «ιερά ιστορία», που δημιούργησαν και διέδωσαν οι νικητές. Σ’ αυτή την ιστορία, οι περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές απλοποιούνται, όπως απλοποιούνται και οι ηθικές ευθύνες τους. Κυριαρχεί και επιβάλλεται στη μετέπειτα παράδοση μια ασπρόμαυρη εικόνα: όλο το δίκιο είναι με το μέρος των νικητών, όλες οι ευθύνες με τους ηττημένους. Στον αθηναϊκό εμφύλιο η ιστορική παράδοση καθιέρωσε τους ήρωές της. Έτσι, ο Θεραμένης (ο «κόθουρνος», όπως τον έλεγαν, λόγω της δίβουλης φύσης του) έγινε ο ήρωας του αγώνα κατά των Τριάκοντα, το θύμα του Κριτία, που άδικα τον σκότωσε, φοβούμενος μήπως ο πρώην συνένοχός του να περάσει ξανά (όπως είχε γίνει το 410 π.Χ.) στο δημοκρατικό στρατόπεδο, με κίνδυνο για το καθεστώς. Όμως, ξέρουμε ότι η εκτέλεση του Θεραμένη ήταν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αντίποινα της μεγάλης ανατροπής του το 410 π.Χ., όταν πρόδωσε τους εταίρους του, προκαλώντας έτσι τον θάνατό τους και την κατάρρευση της κυβέρνησης των Τετρακοσίων. Έτσι, ο «κόθουρνος» Θεραμένης έμεινε στη μνήμη των μεταγενέστερων για την υπερήφανη α-

47

7

πολογία του έναντι του Κριτία, που είχε ήδη αποφασίσει να τον παραδώσει στους Ένδεκα να τον σκοτώσουν (είμαστε σίγουροι ότι ο Ξενοφώντας, όχι ο Θουκυδίδης, «κατέγραψε» τον περίφημο διάλογο ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη, και τον έβαλε στο επίκεντρο του δεύτερου βιβλίου των Ελληνικών - βλ. σελ. 87-94). Αναλόγως, ο Κριτίας έγινε το σύμβολο του κακού, ο εξ αίματος εχθρός της δημοκρατίας (και πράγματι ήταν), η μαύρη ψυχή των Τριάκοντα, ο υπεύθυνος όλων των εγκλημάτων τους. Όμως ο Κριτίας, αντίθετα με τον Θεραμένη, ήταν έως το τέλος συνεπής: αυτός έγραψε ξεκάθαρα τις ιδέες του περί της δημοκρατίας και των συνεργατών της, σ’ ένα μικρό βιβλίο, όπου με ψυχραιμία και νηφαλιότητα εξετάζει τον κρατικό μηχανισμό της δημοκρατίας και προσκαλεί τους εταίρους του αριστοκράτες να μη συνεργαστούν με τον «καταραμένο δήμο» και να τον καταργήσουν με τα όπλα. Πρόκειται για την Αθηναίων Πολιτεία, που η αρχαία παράδοση απέδωσε στον Ξενοφώντα. Ότι το έργο (ένας βραχύς και πολύ ενδιαφέρον διάλογος) δεν είναι του Ξενοφώντος, ήταν φανερό ήδη από τον προπερασμένο αιώνα, αλλά η πατρότητά του έμενε άγνωστη. Ο Κάνφορα, που αφιέρωσε πολλές μελέτες στο θέμα αυτό, αποδίδει τώρα το βιβλίο στον Κριτία με ισχυρά επιχειρήματα (βλέπε σελ. 319-32). Με την πλήρη γνώση του επί των αρχαίων κειμένων, αλλά

και της σύγχρονης ιστορίας (δεν είναι σπάνιες, λ.χ., οι αναφορές σε πιο σύγχρονους εμφυλίους) ο Κάνφορα μας οδηγεί, με το νήμα της φιλολογίας, στον ταραγμένο λαβύρινθο της Αθήνας στα δύσκολα χρόνια του αρχαίου εμφυλίου και της επιστροφής της δημοκρατίας, στηρίζοντας τις κάποτε τολμηρές θεωρίες του πάντα στις πηγές, προσπαθώντας να αναστηλώσει την αληθινή εικόνα μιας εποχής εξαιρετικού ενδιαφέροντος «sine ira et studio». Κάποια συμπεράσματα θα προκαλέσουν αντιδράσεις, αλλά και γι’ αυτό τον λόγο το βιβλίο πρόκειται να γίνει σημείο αναφοράς, για όλους αυτούς που θα ασχοληθούν στα επόμενα χρόνια με τον κόσμο και τον υπόκοσμο της γοητευτικής ιστορίας της Αθήνας, και με την εξίσου γοητευτική ιστορία των μηχανισμών και των κανόνων που διέπουν, πέραν από τους αιώνες, την ολιγαρχία και τη δημοκρατία. 1. Σημειώνω, για παράδειγμα, Ο κόσμος της Αθήνας, Ρώμη 2011, μια καταπληκτική περιήγηση στην αθηναϊκή ιστορία του Ε’-Δ’ αιώνα π.Χ., με οδηγό τα λογοτεχνικά κείμενα. 2. Βλέπε, λ.χ. Ο συνεχόμενος Θουκυδίδης (Tucidide continuato) Padova, 1970, Το μυστήριο Θουκυδίδης (ΙΙ mistero Tucidide) Μιλάνο, 1999, ή, ακόμη, βλέπε και τις σελ. 296-98 της Ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας (Storia della letteratura greca), Roma-Bari 2008.

Ο Μάσσιμο Κατσούλο είναι κλασικός φιλόλογος

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ

Ένας Ρωμιός Άθεος και άπατρις δεν δίσταζε να δηλώνει ενίοτε εάν οι περιστάσεις το απαιτούσαν Έλλην και Χριστιανός Ορθόδοξος. ωστόσο κατά βάθος δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο ή μάλλον ένιωθε να είναι τα δυο μαζί αν και η εκδοχή αυτή λίγο τον βόλευε. Έλλην αναμφίβολα όταν τον κάρφωναν τα μάτια του Ηνίοχου και αγλάιζε τη νιότη του η λάμψη του Απόλλωνα της Ολυμπίας ή παραδομένος στα κύματα του Αιγαίου ταύτιζε τα πάθη του με τα πάθη του πολύτροπου άντρα, τα πολυφημισμένα του «άλγεα» και βέβαια φανατικός Ορθόδοξος σέρνοντας αδιαμαρτύρητα τον δικό του σταυρό στον Γολγοθά προ παντός όμως στη Χώρα του Ζώντος όταν τον σήκωναν ώς τους ουρανούς τα χέρια τού Αναστάντος ανήμπορος ωστόσο να εννοήσει δυο αιώνες μετά την εθνεγερσία την πίστη του και τη φυλή του. Άθεος και άπατρις στο πάλαι ποτέ κλεινόν άστυ με την καρδιά του μαύρη από τα graffiti των προοδευτικών τους άστεγους και τους απόκληρους μέσα στους καπνούς της λεωφόρου κι αντάμα τους τα κακομοιριασμένα σκυλιά της Πανεπιστημίου κα της Κοραή. ............................................... Και άθεος και άπατρις και Χριστιανός Ορθόδοξος και Έλλην, ένας Ρωμιός Τάσος Γαλάτης Νίκος Εγγονόπουλος, Ο προφητάναξ Δαβίδ, 1984, Λάδι σε καμβά, 55 x 45 εκ., Ιδιωτική συλλογή, Αθήνα


48

Η ΑΥΓΗ 15 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

8

Το τέλος της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας ΣΠΥΡΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, Η κρίση του κοινοβουλευτισμού στον μεσοπόλεμο και το τέλος της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1935 [Οι θεσμικές όψεις μιας οικονομικής κρίσης;], εκδόσεις Ευρασία, σελ. 396 Τα ταραγμένα χρόνια του μεσοπολέμου τα ευρωπαϊκά κράτη αναζητούν τρόπους διαχείρισης των κοινωνικοπολιτικών μετατοπίσεων που έχουν τεθεί σε κίνηση από το Μεγάλο Πόλεμο και την οικονομική κρίση του ‘29. Σε μια συγκυρία που σημαδεύεται από την άνοδο αυταρχικών καθεστώτων, η ανάγκη για μεγαλύτερο παρεμβατισμό του κράτους στο οικονομικό πεδίο, για επίτευξη κυβερνητικής σταθερότητας αλλά και τιθάσευσης της δαιμονοποίησης του κοινοβουλευτισμού κατευθύνει τους συντακτικούς νομοθέτες στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας έναντι της νομοθετικής, τη λεγόμενη «εκλογίκευση» του κοινοβουλευτικού συστήματος (parlementarisme ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

rationalisé). Η Ελλάδα, για τους δικούς της, ιστορικά προσδιορισμένους λόγους -ανακατατάξεις στην ταξική διαστρωμάτωση λόγω της έλευσης των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, αναζωπύρωση του εθνικού διχασμού μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, ανακίνηση του πολιτειακού ζητήματος- πρόκειται να βιώσει μια σειρά θεσμικών και πολιτικών εξελίξεων, οι οποίες θα καθορίσουν το συνταγματικό βίο της χώρας για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Ο συνταγματικός φιλελευθερισμός θα δοκιμαστεί για να καταλήξει τελικά στη νόθευση των πολιτικών θεσμών και τη συρρίκνωση ατομικών και πολιτικών ελευθεριών. Ο Σπύρος Βλαχόπουλος, μελετώντας την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη χώρα μας και το τέλος της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας, τοποθετεί ένα θεμελιακό -όσο και διαχρονικό- ερώτημα στη διαδοχή των γεγονότων του ‘35, κρίσιμο όχι μόνο για τη νοηματοδότηση των πολιτικών επιλογών αλλά και τη βαθύτερη κατανόηση συνταγματικών ρυθμίσεων που επιβιώνουν έως σήμερα: υπάρχουν περιστάσεις σε περιόδους κρίσεων όπου η εξυπηρέτηση του γενικού ή δημοσίου συμφέροντος επιβάλλει παρεκκλίσεις από την τήρηση του Συντάγματος; Ξετυλίγοντας το νήμα των δικαιοπολιτικών σταθμίσεων, ο συγγραφέας θα σταθεί στο κυρίαρχο δόγμα της εποχής «salus patriae suprema lex esto», την επίκληση δηλαδή της σωτηρίας της πατρίδας ως υπέρτατης αρχής εξωσυνταγματικής ισχύος έναντι της οποίας υποχωρούν συνταγματικές διατάξεις οργανωτικού χαρακτήρα και προστασίας ατομικών δικαιωμάτων. Βρισκόμαστε στην επαύριο της ήττας του κινήματος των βενιζελικών της 1ης Μάρτη, το οποίο κατά το συγγραφέα αποτελεί τομή όχι μόνο σε συνταγματικό και πολιτικό αλλά και πολιτειακό επίπεδο, καθώς το επόμενο διάστημα θα εκδηλωθεί το πραξικόπημα του Κονδύλη, θα καταργηθεί το πρωτοποριακό για την εποχή του Σύνταγμα του 1927, θα ε-

Σπύρος Παπαλουκάς, Οστεοφυλάκιο, Λάδι σε καμβά 62x75 εκ.

πανέλθει η βασιλεία την 3η Νοεμβρίου 1935 και, ως τελευταία πράξη, θα επιβληθεί η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Αυτό όμως που θα μεσολαβήσει είναι μια διαδοχική προσφυγή των κυβερνήσεων Τσαλδάρη και Κονδύλη στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης με την, κατά προφανή αντισυνταγματικό τρόπο, κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας. Μολονότι η πρακτική αυτή δεν είναι καινοφανής στην ελληνική συνταγματική ιστορία, καθώς αντίστοιχες σημειώνονται και κατά τις προηγούμενες από την εξεταζόμενη δεκαετίες, ωστόσο η έκταση που λαμβάνει αυτή τη φορά το φαινόμενο οδηγεί σε μια ακραιφνή ιδιοποίηση της νομοθετικής λειτουργίας και της συντακτικής αρμοδιότητας από την εκτελεστική εξουσία: το κοινοβούλιο διακόπτει για μεγάλα διαστήματα τη λειτουργία του και παύει να νομοθετεί ενώ η εκτελεστική εξουσία εκδίδει σωρεία συντακτικών πράξεων, ψηφισμάτων και νομοθετικών διαταγμάτων χωρίς καθόλου ή με εξαιρετικά ευρεία εξουσιοδότηση. Ενδεικτικά, από την 1η Μαρτίου έως την 17η Δεκεμβρίου του 1935 δεν υπάρχει ούτε ένας νόμος ψηφισμένος από το νομοθετικό σώμα, ενώ οι κυβερνήσεις Τσαλδάρη και Κονδύλη εκδίδουν στο ίδιο διάστημα 46 συντακτικές πράξεις. Το ρυθμιστικό πεδίο των νομοθετημάτων περιλαμβάνει ακόμη και επουσιώδη ή δευτερεύοντα ζητήματα, με τη σταθερή όμως επίκληση του κατεπείγοντος χαρακτήρα και την αιτιολογία ότι σε περίπτωση αναμονής της συνήθους κοινοβουλευτικής διαδικασίας θα ετίθετο σε κίνδυνο η σωτηρία της πατρίδας ή το γενικότερο συμφέρον. Την αλλοίωση των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος συνοδεύει μια άνευ προηγουμένου παραβίαση ατομικών και πολιτικών ελευθεριών αλλά και εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στη δημόσια διοίκηση, το δικαστικό σώμα και

τις ένοπλες δυνάμεις. Ο συγγραφέας στέκεται ιδιαίτερα στην ιδεολογική ηγεμονία απόψεων που χαρακτηρίζονται από δυσπιστία για τη δυνατότητα του κοινοβουλευτισμού να συμβάλει στην υπέρβαση της κρίσης: η θέσπιση κανόνων μέσω της κοινοβουλευτικής οδού θεωρείται αναποτελεσματική και βραδεία διαδικασία που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ταχεία επίλυση των οξύτατων οικονομικών ζητημάτων, οι εκπρόσωποι της λαϊκής αντιπροσωπείας απαξιώνονται καθώς θεωρούνται ακατάλληλοι λόγω έλλειψης τεχνοκρατικών γνώσεων αλλά και επειδή ευημερούν εις βάρος των πολλών που δυστυχούν, ο κοινοβουλευτισμός ταυτίζεται με έννοιες όπως συναλλαγή και ευνοιοκρατία. Μέσα σε αυτό το εχθρικό προς το πολιτικό σύστημα κλίμα, το οποίο μάλιστα υιοθετείται λιγότερο ή περισσότερο από το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, δεν προκαλεί εντύπωση ότι στις συζητήσεις για ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας προκρίνονται λύσεις όπως η ενίσχυση του Προέδρου της Δημοκρατίας με εκλογή απευθείας από το λαό -στα πρότυπα του αμερικανικού προεδρικού συστήματοςκαι η υιοθέτηση άρθρου αντίστοιχου με το περίφημο άρθρο 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για την ενίσχυση των έκτακτων εξουσιών του ΠτΔ. Η ισχυροποίηση, μάλιστα, της εκτελεστικής εξουσίας εμφανίζεται ως η ήπια λύση στην κρίση του κοινοβουλευτισμού έναντι του διλήμματος δημοκρατία ή δικτατορία, δίλημμα που όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας τίθεται επίσημα στις δημόσιες συζητήσεις (βλ. επιστημονικό συνέδριο της Παντείου Σχολής Πολιτικών Επιστημών τον Μάιο του 1932 και έρευνα της εφημερίδας Καθημερινή το 1934). Στη μελέτη του Σπύρου Βλαχόπουλου ιδι-

αίτερα καταδεικνύεται και ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας στην ανάπτυξη του «παρασυντάγματος». Το νομικό οικοδόμημα του 1935 μένει ακλόνητο με σειρά αποφάσεων του Αρείου Πάγου και κυρίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας αφενός αποδέχονται την αρχή της σωτηρίας της πατρίδας ως υπέρτατο νόμο, αφετέρου εκτιμούν ότι η κρίση για την προσφυγή στο δίκαιο ανάγκης δεν είναι κρίση νομική αλλά πολιτική και κατ’ επέκταση δεν υπεισέρχονται στον έλεγχο των απαιτούμενων προϋποθέσεων. Στη νομολογιακή νομιμοποίηση επιστρατεύεται το επιχείρημα της ανάγκης ασφάλειας δικαίου ώστε να μην ανατρέπονται νόμοι που έχουν ήδη αναπτύξει τις έννομες συνέπειές τους, παρακάμπτοντας έτσι το γεγονός της ακολουθούμενης αντισυνταγματικής νομοπαραγωγικής διαδικασίας. Θα χρειαστεί να περάσουν δεκατέσσερα χρόνια για να ανασκευάσει το ΣτΕ τη νομολογία του ως προς το ζήτημα αυτό, ενώ ο Άρειος Πάγος θα εμμείνει και μετά το 1949 στη μη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των αναγκαστικών νόμων και νομοθετικών διαταγμάτων. Αταλάντευτη απάντηση του συγγραφέα στο κεντρικό ερώτημα της μελέτης του για την παράκαμψη ή τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας είναι ότι ένα Σύνταγμα που εφαρμόζεται σε ανέφελες περιόδους και παραβιάζεται σε δύσκολες εποχές δεν είναι Σύνταγμα. Η θραύση του συνταγματικού πλαισίου ακόμη και μέσα από την παραβίαση τυπικών διατάξεων αλλοιώνει εν τέλει τον ίδιο το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «η παραβίαση αυτών των οργανωτικών συνταγματικών ρυθμίσεων έθισε το νομικό και πολιτικό κόσμο στην ιδέα της «επουσιώδους» συνταγματικής παραβίασης για τη σωτηρία της πατρίδας (…). Εάν όμως συνάγεται ένα συμπέρασμα από τη μελέτη, αυτό είναι ότι για την κρίση της δεκαετίας του 1930 δεν ευθύνονται οι θεσμοί, και κυρίως δεν ευθύνονται οι συνταγματικοί θεσμοί, αλλά η συστηματική παραβίασή τους». Διαβάζοντας κανείς την «Κρίση του κοινοβουλευτισμού στον μεσοπόλεμο και το τέλος της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1935» είναι δύσκολο να αποφύγει τις προβολές στη σύγχρονη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα, με την οποία άλλωστε εντοπίζει αναλογίες ο ίδιος ο συγγραφέας. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η ποιότητα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και ο θεσμικός ρόλος του νομοθετικού σώματος κινδυνεύουν να βρεθούν σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην επίκληση της σωτηρίας της πατρίδας ή της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Η συνταγματική ιστορία της Ελλάδας του μεσοπολέμου όμως μας προειδοποιεί ότι δεν υπάρχουν αθώες «διαδικαστικές» ή «τυπικές» παραβιάσεις του Συντάγματος και των οργανωτικών αρχών του πολιτεύματος που να μην θίγουν, τελικά, την ίδια την ουσία της δημοκρατικής λειτουργίας.

Η Χρυσούλα Αντωνίου είναι διδάκτωρ Νομικής


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.