a11809

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 562

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

Πολιτισμός και πολιτική στην κρίση Τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία περνά αναμφίβολα μια βαθιά κρίση. Και το να δηλώνεις απλά ότι αυτή είναι κρίση ανάπτυξης και εξέλιξης, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί κάτι το αφηρημένο. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την ιστορική περίοδο που συνδυάζεται άμεσα με την πραγματικότητα: μια ανάπτυξη όπως η δική μας δύσκολη ως ανύπαρκτη, ανισομερής, ανάμεσα σε στιγμές τυχαίας έξαρσης και διαρκούς συμπίεσης, χωρίς μια πολιτική καθοδήγηση σταθερή και ικανή προβλέψεων ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

και προγραμματισμού, μέσα σ’ ένα ισχνό θεσμικό πλαίσιο, σε ένα διεθνές περιβάλλον με διαρκείς και ποικίλες ανακατατάξεις, μπορεί να προσλάβει, σε πρακτικό επίπεδο, τη μορφή εκφυλισμού και κατάρρευσης. Αυτό είναι το συγκεκριμένο πρόβλημα που, μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ, οι συνεπείς προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις αγωνίζονται να καταγράψουν και που οι διανοούμενοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν, αρνούμενοι τις άνετες και ραφινάτες σχηματοποιήσεις. Ένας από τους τρόπους που έχει σήμερα στη διάθεσή του ο διανοούμενος να φανεί σοβαρά δεσμευμένος και όχι μόνο στα λόγια, είναι να θυμάται ότι η τύχη εκατομμυρίων ανθρώπων -που ελάχιστα προστατεύονται από την οικονομική, πολιτική, θεσμική, διοικητική και πολιτισμική κατάρρευση- δεν αποτελεί, και δεν πρέπει να αποτελεί, θέμα κομψών ιδεολογικών τεχνασμάτων. Στη σημερινή κρίση, είναι αναγκαίο να μην ξεχνάμε τους τελικούς στόχους της πολιτικής μας δράσης και σκέψης, μ’ άλλα λόγια την εδραίωση μιας αληθινής δημοκρατίας και τον παραγκωνισμό των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων. Ακριβώς προς αυτούς τους τελικούς, δύσκολους, μακρινούς στόχους, είναι απαραίτητο να στρέψουμε τη σκέψη μας, με μεγαλύτερη τόλμη και ελαστικότητα πνεύματος, πάνω στα προβλήματα περιεχομένου που βάζει η ίδια η πραγματικότητα. Γενική αντίληψη, από την άλλη μεριά, είναι ότι τα φαινόμενα αυτά αφορούν και την πολιτισμική μας ζωή. Παρατηρείται πράγματι τα τελευταία χρόνια, μια βαθιά κρίση

και της «κοινωνικής» κουλτούρας. Πέρα όμως από κάθε σχηματοποίηση, θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο τι εννοούμε με τον όρο «κοινωνική» κουλτούρα: το πλαίσιο περιγράφεται από τον γραπτό και προφορικό λαϊκισμό-εκχυδαϊσμό, τη γλωσσική σύγχυση, την άμορφη επικάλυψη διαφορετικών μεθόδων και απαιτήσεων, την ικανοποίηση από ελλιπή και ανακριβή πληροφόρηση, την αλλοίωση της πραγματικότητας και των εννοιών, κύρια χαρακτηριστικά της «πασοκικής» και «νεοδημοκρατικής» κουλτούρας. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση όπου είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσανατολιστούμε στο παρόν και να προγραμματίσουμε το μέλλον, χωρίς την ανάγκη να αναμετρηθούμε μ’ αυτά τα φαινόμενα και να αποκομίσουμε τις απαραίτητες ενδείξεις. Δεν χωρά αμφιβολία ότι πολλά μεθοδολογικά ερωτήματα, πάνω στους κινδύνους και τις άνισες και ακρωτηριασμένες δυνατότητες ανάπτυξης μιας χώρας σαν τη δική μας, είχαν εντοπιστεί εδώ και καιρό από την αριστερά, όταν ακόμη ήταν δυνατόν να μεθοδευτεί ένα συνολικό μοντέλο σύγχρονης οικονομικο-κοινωνικής ανάπτυξης. Σήμερα, μπορούμε να πάρουμε χρήσιμα μαθήματα: αν αληθεύει ότι η πολιτική «αρχίζει όταν μπαίνουν στο χορό εκατομμύρια ανθρώπων», αυτόματα δεν ισχύει το ίδιο για την πολιτική παιδεία. Αξία, η τελευταία, που δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανέναν. Μπορεί να συμβεί, και σε μας συνέβη, μια μαχητική μειοψηφία να δει αυτό που μια μεγάλη δύναμη δεν είναι σε θέση να διακρί-

νει, και να κατανοήσει αυτό που μια μεγάλη δύναμη δεν έχει ακόμη αφομοιώσει. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαία η πολιτική και η πνευματική διαπαιδαγώγηση: για να κρατά ζωντανή τη διαλεκτική των ιδεών, την έγκαιρη διακίνηση των εκτιμήσεων, των προτάσεων, των εμπειριών. Αντίθετα, διαπιστώνουμε ότι πολιτικοί κατακερματισμοί και δογματικές ιδεολογικές προκαταλήψεις, πολλές φορές εμπόδισαν τη ροή των ιδεών, την έγκαιρη και ουσιαστική ανάπτυξη της σκέψης και της δράσης, την επεξεργασία, σε τελευταία ανάλυση, της ίδιας της ιδέας της δημοκρατίας. Στις μέρες μας, επιχειρούμε να στρέψουμε τις προσπάθειές μας όχι σε ένα στείρο συμβιβασμό, αλλά στην κατάκτηση των πιο υψηλών στόχων. Τι μπορούν να προσφέρουν, σήμερα και αύριο, οι άνθρωποι του πνεύματος σ’ αυτή την κρίση; Είναι γεγονός ότι η διανόηση είχε ένα πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, είχε πάντα επιδράσεις στην κοινωνία και, βέβαια, ήταν στενά δεμένη μαζί της. Γνωρίζουμε επίσης ότι ένας διανοούμενος δεν αρκεί να κάθεται σπίτι του, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και να σκέφτεται, για να τον χαρακτηρίσουμε ξεπερασμένο και αντιπαραγωγικό όπως, φυσικά, δεν αρκεί ο διανοούμενος να πηγαίνει παντού, να δηλώνει τη συμμετοχή του και να παίρνει τον τίτλο του δραστήριου. Το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται στο τι ακριβώς εννοούμε ως πολιτισμική δραστηριότητα και τι αυτή πα-

ράγει. Ειπώθηκε πως ούτε η πολιτική μπορεί να ικανοποιηθεί από την εξουσία, ούτε ο πολιτισμός από την απελευθέρωση από την εξουσία. Πράγματι, η κρίση του ελληνικού πολιτισμού είναι και εσωτερική κρίση πολιτικού προσανατολισμού, ενώ η κρίση της πολιτικής είναι και κρίση πολιτισμικής συνείδησης. Προσοχή όμως στις εύκολες λύσεις και τους εξωγενείς χαρακτηρισμούς. Το να λέμε, για παράδειγμα, ότι τα πολιτισμικά κινήματα έχουν προοδευτική κατεύθυνση, άρα είναι και παραγωγικά, είναι αφηρημένο και τελείως ανεπαρκές. Παραμένει το πρόβλημα των πραγματικών αποτελεσμάτων, κι αυτά δεν καθορίζονται εκ των προτέρων με βάση διάφορες προκαταλήψεις. Αν υπάρχει σήμερα μια αξία «διαφωτισμού», αυτή πρέπει να είναι η αντίθεσή μας στις προκαταλήψεις. Υπογραμμίστηκε επίσης ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πολιτική και τον πολιτισμό, πρέπει να χαρακτηριστεί αντιδραστικός, παραμένει όμως το πρόβλημα να ανακαλύψουμε το «ιδιαίτερο» της πολιτικής και του πολιτισμού. Χρόνια τώρα μιλάμε γι’ αυτό και διαρκής υποχρέωση της προοδευτικής διανόησης είναι η κριτική ανακάλυψη και εμβάθυνση των πραγματικών συνθηκών. Γνωρίζουμε καλά ότι αν η διανόηση αποκτήσει έναν παθητικό ρόλο, αν ο διανοούμενος περιοριστεί στο να επεξεργάζεται το λόγο, τα ενδιαφέροντα και τις στρατηγικές της πολιτικής, όσο κι αν είναι ευγενική η πρόθεσή του, ο τρόπος δράσης του εκμηδενίζεται και μαζί η πολιτική αξία της ίδιας της διανόησης. Θα πρέπει να καταστήσουμε τη διανόηση μαχητική και ελεύθερα κριτική για να δούμε τι είναι σε θέση να παράγει. Εξάλλου, στην Ελλάδα σήμερα υπάρχει τόση α-κριτική διανόηση, ικανή να καθησυχάσει αυτούς που φοβούνται τις διαβρωτικές παρορμήσεις της σκέψης.

Νίκος Παπαδόπουλος, άτιτλο, μελάνι σε χαρτί, 40x40cm, 2013 Από την έκθεσή του, Κήπος/Ζεν, στη γκαλερί «Α.Δ.», Παλλάδος 3, Ψυρρή. Διάρκεια έκθεσης, μέχρι 2.11.2013


26 Η απάντηση στο ερώτημα «κατά πόσον ο Θεός όταν έπλασε τον κόσμο είχε κάποιο plan b, ένα σχέδιο β, ή μήπως αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός που θα μπορούσε να δημιουργήσει;» συνοψίζει σε αδρές γραμμές την ιστορία των κύκλων που διέγραψε η χριστιανική ανθρωπότητα, στην προοπτική του παρόντος. Από τις καταστροφικές εισβολές των βαρβάρων στη ρωμαϊκή οικουμένη τον τέταρτο αιώνα ίσαμε τους θρησκευτικούς εμφυλίους πολέμους του δέκατου έκτου αιώνα, η κατεστημένη χριστιανοσύνη και τα αιρετικά κινήματα μάχονταν είτε για την αναχαίτιση του αντίχριστου μέΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

σω της μαχόμενης εκκλησίας είτε για την πραγμάτωση του βασίλειου του Θεού, χωρίς να δοθεί τελική απάντηση στο αρχικό ερώτημα. Στον αγώνα αυτό η θεολογία και η μεταφυσική βρίσκονται άλλοτε σε αντιπαράθεση κι άλλοτε η μία συντρέχει την άλλη είτε υπέρ της στήριξης των κατεστημένων εξουσιών είτε για την ανατροπή τους. Στο αιματηρό αδιέξοδο αυτών των αγώνων η εξημέρωση του Θεού και η καθυπόταξή του στον ανθρώπινο Λόγο ήταν μια λύση, που εκφράστηκε με την έποψη ότι ναι μεν ο Θεός έπλασε τον κόσμο αλλά δεν επεμβαίνει σ’ αυτόν. Έκτοτε, με στήριγμα τον Λόγο ο άνθρωπος θέτει σταδιακά στο περιθώριο τον Θεό για να αναλάβει ο ίδιος την πραγμάτωση του σχεδίου β το οποίο επανερχόταν με άλλους όρους, δηλαδή σαν ένας ανθρωποποίητος κόσμος όπου ο παντοδύναμος Θεός αντικαθίσταται από τον παντοδύναμο Λόγο. Το σχέδιο που καταστρώνει ο δυτικός άνθρωπος για ν’ απαντήσει στο κορυφαίο ερώτημα είναι η ολοκλήρωση της κυριαρχίας πάνω στην εξωτερική φύση μέσω της επιστήμης και της τεχνικής και πάνω στην ε-

Η ΑΥΓΗ • 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

2

Τεχνολογία: η νέα

ΖΑΚ ΕΛΛΥΛ, Το τεχνικό σύστημα,

σωτερική φύση μέσω της ηθικής-παιδαγωγικής δύναμης του Λόγου. Η αισιοδοξία του Διαφωτισμού στηριζόταν στα σπουδαία επιστημονικά επιτεύγματα των φυσικών επιστημών, κι ούτε ο σεισμός της Λισαβόνας τον δέκατο όγδοο αιώνα δεν στάθηκε ικανός να τη διαψεύσει. Αντιθέτως. η απάντηση του Βολταίρου στον Λάιμπνιτς ότι αυτός δεν είναι ο καλύτερος δυνατός κόσμος, έστω κι αν γίνεται αφορμή για να αμφισβητηθεί η αισιόδοξη οπτική του Διαφωτισμού, απορροφάται από την φυσικο-επιστημονική κοσμοθεωρία που με πρόμαχο τον Καντ αντιμετωπίζει τον σεισμό σαν ένα φυσικό φαινόμενο. στην καταστροφική του δύναμη αντιπαραθέτει την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση χάρη στην ισχύ του Λόγου. Ο δέκατος ένατος αιώνας συνδύασε την οικονομία με τη μεταφυσική, μια και πίστευε ότι έχει ξεμπερδέψει με την κριτική της θρησκείας ως ψευδούς συνείδησης, ως ιδεολογικού προσκόμματος για την ανθρώπινη πρόοδο και την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις φυσικές και κοινωνικές αναγκαιότητες. Η ανατίμηση του εμπειρικού κόσμου θέτει στο περιθώριο την ηθική-παιδαγωγική πρόοδο. τη θέση των θρησκευτικών και διαφωτιστικών ιερατείων καλούνται να αναλάβουν οι επιστήμονες-τεχνικοί που υποτίθεται ότι βρίσκονται υπεράνω των κάθε λογής εξουσιαστικών αξιώσεων. Αυτό το σχέδιο αντανακλάται στο σχήμα του Αύγουστου Κομτ για τα τρία στάδια που διανύει η ανθρωπότητα: το θεολογικό, το μεταφυσικό και το θετικιστικό (επιστημονικό-τεχνικό). αντανακλάται επίσης στην ουτοπική πλευρά του μαρξισμού για τον κομμουνιστικό άνθρωπο -ό-

ταν οι πολιτικές αποφάσεις θα έχουν γίνει απλά τεχνικά ζητήματα και θα μπορεί να τα λύσει ένας ψαράς. Στο δικό του σχήμα, προϋπόθεση για την κομμουνιστική κοινωνία γίνεται η σάρωση όλων των παραδοσιακών πολιτισμών και ο χωρισμός του πλανήτη σε δύο αντίπαλες τάξεις έτοιμες να δώσουν την τελική μάχη. Σ’ αυτήν θα κριθεί η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων της ανθρωπότητας, και με την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στις σχέσεις παραγωγής θα ολοκληρωθεί η κυριαρχία πάνω στη φύση. Ο εικοστός αιώνας επιβεβαίωσε και συνάμα διέψευσε αυτές τις προσδοκίες. Επιβεβαίωσε την πλανητική εξάπλωση της τεχνο-επιστήμης χάρη στη συνύφανσή της με την οικονομία και διέψευσε το χειραφετησιακό δυναμικό της. Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι εάν η βιομηχανική επανάσταση είναι ο καθοριστικός παράγοντας της εποχής του ιμπεριαλισμού η τεχνολογία είναι ο καθοριστικός παράγοντας της παγκοσμιοποίησης. Πριν από το τέλος της εποχής των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων, πριν από τους δύο παγκοσμίους πολέμους και τη καθιέρωση ενός νέου πλανητικού status quo μετά τον ψυχρό πόλεμο, οι επικριτές του δυτικού πολιτισμού είχαν ήδη στρέψει τα πυρά τους εναντίον της τεχνο-επιστήμης. εκεί διέβλεπαν τον καθοριστικό παράγοντα για ένα νέο κύκλο αναχαίτισης του απελευθερωτικού προτάγματος. Ο Ζακ Ελλύλ (1912-1994) εντάσσεται σ’ αυτήν τη συντροφιά στρατευμένων στοχαστών. στη σκέψη του συγκλίνουν ο μαρξισμός, η διαλεκτική θεολογία του Karl Barth -του σπουδαιότερου θεολόγου στον εικοστό αιώνα, και ασφαλώς ο γαλλικός υπαρξισμός. Ο συ-

γκρητισμός του ριζώνει στην προάσπιση του υπερβατικού, εκείνης της θεϊκής παντοδυναμίας που συμπίπτει με τις προσδοκίες των ανθρώπων να λυτρωθούν από έναν κόσμο με άδικους νόμους. Γι’ αυτό ο θορυβώδης θάνατος του Θεού συνταυτίζεται με τον θάνατο της προσδοκίας να υπερβούμε αυτόν τον κόσμο εν γένει και η εξημέρωσή του από τη φιλελεύθερη θεολογία υποδηλώνει την απόρριψη της δυνατότητας ενός άλλου κόσμου -ή ορθότερα τη δυνατότητα της λύτρωσης από αυτόν τον κόσμο- και δικαιώνει την προσαρμογή στο υπαρκτό. Γλίσχρο αναπλήρωμα του θεολογικού και μεταφυσικού εκείθεν είναι μια μετριοπαθής ηθικολογική μεταφυσική, καθώς εκείνη του Χάμπερμας, η οποία θέλει να ελέγξει όσες στοιχειακές δυνάμεις μάχονται για κυριαρχία με επικοινωνιακές διακηρύξεις. Το τεχνικό σύστημα (1977), που παρουσιάζεται στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό χάρη στην προσωπική αγωνία του εξαίρετου μεταφραστή κι επιμελητή Γιάννη Ιωαννίδη, είναι για τον Ελλύλ η εξέλιξη της τεχνικής από καθοριστικό παράγοντα της παγκοσμιοποίησης σε σύστημα το οποίο καθορίζει με τη δική του ορθολογικότητα την κοινωνική τάξη και συνοχή στο σύνολο του πλανήτη. Είναι το ανθρώπινο τεχνητό περιβάλλον που αντικατέστησε το φυσικό κι έρχεται να επικαλύψει όλα τα άλλα συστήματα, όπως ένα καρκίνωμα καταλαμβάνει έναν οργανισμό. Το τεχνικό σύστημα έρχεται να αντικαταστήσει τον άνθρωπο και την ανθρώπινη πράξη καθυποτάσσοντάς τα στις επιταγές της αποτελεσματικότητας κι έχοντας γίνει μια αυτόνομη -ιερή- δύναμη. Ωστόσο, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο αρχί-


Η ΑΥΓΗ • 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

3

«λαϊκή θρησκεία»; μτφρ. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, εκδ. αλήστου μνήμης, σελ. 445

ζουν να προκύπτουν μια σειρά προβλημάτων ή και αντιφάσεων στο συλλογισμό του Ελλύλ. Γιατί εάν ισχυριστούμε μαζί του ότι η τεχνολογία επιτελεί τη λειτουργία του ιερού, ότι λειτουργεί σαν μια λαϊκή θρησκεία, θα πρέπει να ακολουθήσουμε την πορεία της κριτικής του ιερού κόσμου και να αποκαλύψουμε όσες κοινωνικές σχέσεις και δυνάμεις κρύβονται πίσω από αυτήν τη θρησκεία ή να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα και να διαγνώσουμε τις ανθρωπολογικές ρίζες του θρησκευτικού βιώματος, το οποίο αφορά κάθε γνωστή κοινωνία. Ο Ελλύλ αντί να ακολουθήσει αυτήν την πορεία πλεύσης δοκιμάζει ακριβώς την αντίθετη, κι επιλέγει την αναγωγή αυτού του βιώματος σε ιερό σύστημα. Και μάλιστα υποστηρίζει ότι το τεχνολογικό σύστημα είναι ανοικτό, καταβροχθίζει δηλαδή ότι βρεθεί μπροστά του. Εδώ προκύπτουν δύο δυσκολίες. Κατά πρώτον ένα σύστημα ή είναι συνεκτικό και μας παρέχει μια ολοκληρωμένη περιγραφή ενός όλου (με τις υποχρεωτικές αφαιρέσεις δευτερευόντων όψεων) ή δεν είναι σύστημα. Για να επικυρώσει την έποψη του ανοικτού τεχνικού συστήματος ο Ελλύλ επικαλείται την πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών, η οποία προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από το ίδιο το τεχνικό σύστημα και όσες ανάγκες το ίδιο δημιουργεί. Όμως αυτήν ακριβώς την πολυπλοκότητα καλείται ένα σύστημα να περιστείλει ώστε να μπορεί να την περιγράψει στα βασικά της στοιχεία. Εδώ, η παγίδα της ανοικτότητας γίνεται εμφανής όταν περιγράφονται τα βασικά συστατικά του τεχνικού συστήματος: ορθολογικότητα, απόδοση, μεγέθυνση, αυτοματισμός και τέλος αυτονομία. Αυτά ακριβώς τα συστατικά που για τον Ελλύλ απαρτίζουν το τεχνικό σύστημα προέρχονται από μιαν άλλη σφαίρα, εκείνη της οικονομίας και μάλιστα συνδέουν την τεχνολογία με τον εν γένει οικονομισμό: το (τεχνολογικό) σύστημα υφίσταται επειδή ο κάθε παράγοντας σχετίζεται μ’ έναν άλλο, ενώ η ορθολογικότητα του όλου κρίνεται με βάση την απόδοση (τον σκοπό). Αυτή ακριβώς η ορθολογικότητα όμως είναι η ορθολογικότητα της οικονομίας, καθορίζει όλες τις υπόλοιπες λειτουργίες της και ανά πάσα στιγμή αποκαθίσταται από ένα αόρατο χέρι. Έστω κι αν αφήσουμε κατά μέρος το ακανθώδες ζήτημα της αντιστροφής του σχήματος βάση-εποικοδόμημα που δοκιμάζει ο Ελλύλ και συναντάμε σε όσους εκτελούν αυτόν τον πλου, η πυξίδα μας δείχνει ότι κατευθυνόμαστε ακριβώς στην αντίπερα όχθη από εκείνη της απομάγευσης του κόσμου (ή της καταστροφής των ειδώλων). Κοντολογίς, ακολουθούμε τον πλου της μαγικής σκέψης όταν επειδή η μέθοδος είναι σωστή συμπεραίνουμε ότι και το αντικείμενο της σκέψης, δηλαδή η τεχνολογία, έχει πράγματι μεταλλαχθεί σε σύστημα. (Ας θυμηθούμε εδώ ότι στη θεολογία το ίδιο συμβαίνει με τις λογικά άψογες αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού που ασφαλώς δεν έχουν καμία σχέση με την πίστη στην ύπαρξή του). Γεννιέται έτσι το ερώτημα: μήπως αυτή η περιγραφή του τεχνικού συστήματος δεν είναι τίποτα

άλλο παρά μια αυτοπεριγραφή, μια ιδεολογία εκείνης της κοινωνίας κι εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που θέλουν να εμφανίζονται ως τεχνικό σύστημα; Ο Ελλύλ υποστηρίζει ορθά ότι η τεχνολογία δεν είναι μια ουδέτερη δύναμη. Αυτό όμως το συμπεραίνει επειδή την οντοποιεί σαν τεχνικό σύστημα, σαν μια δαιμονιακή δύναμη που κατέχει την ανθρωπότητα. Θα μπορούσαμε βέβαια να πούμε ότι στις μεταμοντέρνες κοινωνίες η τεχνολογία ορίζεται από την αισθητική κατηγορία του υψηλού. Το υψηλό είναι εκείνο που γεννά φόβο και τρόμο, ελπίδα και σαγήνη. Το υψηλό είναι τα τρομακτικά φυσικά συμβάντα όπως ένας σεισμός ή μια τρικυμία στο πέλαγος μα και το ανθρωποποίητο περιβάλλον της τεχνολογίας. Ακριβώς επειδή είναι ένα ανθρώπινο τεχνούργημα, κι όχι επειδή έχει γίνει ανεξάρτητη οντότητα, η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη. Ουδετερότητα σημαίνει αθωότητα κι αυτή δεν υφίσταται από την στιγμή που ο άνθρωπος έχει την ελευθερία να αποφασίζει. Και είναι ακριβώς η ελευθερία της βούλησής του που τον ώθησε να κυριαρχήσει πάνω στη φύση μέσω της τεχνολογίας. Εάν η ελευθερία του πράττειν, η ελευθερία των κινήσεών του περιορίζεται από το τεχνικό περιβάλλον αυτό δεν είναι ένα ειδοποιό γνώρισμα της τεχνολογίας. Εξ ίσου μεγάλοι περιορισμοί υφίστανται όταν ο άνθρωπος σαν κυνηγός πρέπει να επιβιώσει με το τόξο ή σαν γεωργός να οργώσει με το άροτρο. Η αντιθρησκεία της τεχνολογίας είναι ένα προϊόν του ανθρώπινου πνεύματος και τούτο το πνεύμα οδήγησε στην πίστη ότι το σχέδιο β είναι η εγκόσμια δράση για την κυριαρχία πάνω στη εξωτερική φύση, καθώς και κυριαρχία πάνω στην ανθρώπινη τέτοια. Σήμερα ο πόλεμος διεξάγεται με τεχνικά μέσα, από ανθρώπους που διευρύνουν την ισχύ τους. Συνάμα, ο οικονομικός πόλεμος καλλιεργεί, με την τρομακτική δύναμη της προπαγάνδας των μαζικών μέσων επικοινωνίας, την ελπίδα ότι η οικονομική κρίση θα αντιμετωπιστεί με τις τεχνικές λύσεις ενός υψηλά εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού. Ο Ζακ Ελλύλ ανήκει στο ίδιο στρατόπεδο όπου αποφασίσαμε να στρατευτούμε και αντιπαλότητα μ’ ένα τέτοιο ριζοσπαστικό πνεύμα δεν σημαίνει κι έχθρα. Η γραμμή της σκέψης του συμπίπτει με τον αναρχικό χιλιασμό για τον οποίο η κάθε Νέα Ιερουσαλήμ, η κάθε ουτοπία, δημιουργεί μια νέα εξουσία, μια νέα αναγκαιότητα που αρνείται την ελευθερία και αλλοτριώνει τον άνθρωπο. Από τη σκοπιά του υπαρξισμού, από τον οποίο ο ίδιος αντλεί, ας συγκρατήσουμε τον ξένο του Καμύ, ο οποίος βρίσκεται πάντα ως άνθρωπος σε απόσταση από τον εκάστοτε ρόλο του. Γι’ αυτό, όπως έκαμε ο ίδιος ο Ελλύλ, ακόμη και μια απαισιόδοξη ανθρωπολογία δεν μας εμποδίζει κάθε φορά να στρατευτούμε για την κοινωνική δικαιοσύνη. Μολονότι ο κύκλος της τεχνολογικής φενάκης φαίνεται να κλείνει με τους χειρότερους οιωνούς, ένας νέος κύκλος για την κοινωνική δικαιοσύνη, ίσως σε χειρότερες συνθήκες, ανοίγει και πάλι.

Το βιβλίο του Ζακ Ελλύλ εκδόθηκε το 1976, λίγο πριν η μελέτη της σχέσης τεχνικής και κοινωνίας αρχίσει να εξελίσσεται σε ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πεδίο ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας, το οποίο υπηρετείται από ειδικούς ιστορικούς, κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους και φιλοσόφους της τεχνολογίας και από έναν αξιόλογο αριθμό ειδικών του διεπιστημονικού πεδίου «Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία» (γνωστό και ως «Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας»). Δύσκολα θα βρεις μεταξύ τους κάΤΟΥ ΤΕΛΗ ΤΥΜΠΑ

ποιον που να υποθέτει ότι η τεχνολογία προοδεύει ουδέτερα ως προς την κοινωνία. Το τεχνικό, ισχυρίζονται, είναι εγγενώς κοινωνικό, το κοινωνικό συνδιαμορφώνεται με το τεχνικό, η τεχνική είναι επομένως ένας τρόπος για να κάνεις πολιτική με άλλα μέσα. Τα παραπάνω δεν είναι αυτομάτως ριζοσπαστικά, δεν είναι δηλαδή δεδομένα ανατρεπτικά ως προς την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συμπαράγονται τεχνική και ταξικότητα-εξουσιαστικότητα. Μπορεί μάλιστα να λειτουργήσουν και απολύτως συντηρητικά. Η ανάγνωση του έργου του Ζακ Ελλύλ, του πιο ριζοσπάστη ίσως στοχαστή της σχέσης που συνδέει την τεχνική με την κοινωνία, μπορεί εκτιμώ να αποδειχθεί πολύτιμη στο να κατανοηθεί ότι η ανάδειξη της εγγενούς κοινωνικότητας της τεχνικής είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη ριζοσπαστισμού. Για πολλούς ειδικούς των προαναφερθέντων ακαδημαϊκών πεδίων, τα διάφορα κοινωνικά υποκείμενα επιλέγουν ή τροποποιούν την τεχνολογία ελεύθερα, χωρίς αντικειμενικούς περιορισμούς. Στη φαινομενική αυτή εικόνα ελευθερίας-επιλογής, το έργο του Ελλύλ αντιπαραθέτει έναν καθοριστικό αντικειμενικό περιορισμό. Για να μιλήσει για τον περιορισμό αυτό, ο Ελλύλ εισάγει την έννοια «Τεχνική». Η έννοια αυτή αναφέρεται στην απώλεια ακριβώς της υποκειμενικότητας, της ελευθερίας, της επιλογής. Ο Ελλύλ επιμένει ότι η ελευθερία-επιλογή ως προς την Τεχνική είναι φαινομενική. «Η επιλογή», γράφει χαρακτηριστικά, «είναι του τύπου ‘αυτοκίνητο ή τηλεόραση’, ποτέ, για

39 παράδειγμα, ‘ή περισσότερο ηλεκτρικό ρεύμα ή μείωση των κινδύνων από την πυρηνική ενέργεια’» (σ. 433). Η επιλογή-ελευθερία έχει δηλαδή ακυρωθεί από τον τρόπο με τον οποίο έχει επιβληθεί μια συγκεκριμένη διατύπωση του ερωτήματος. Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε την αμφισημία πεδίων όπως, για παράδειγμα, η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας και το «Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία» ως προς τον Ελλύλ, στο βαθμό που αυτά υιοθέτησαν γενικά μια φιλελεύθερη (και για την ακρίβεια νεοφιλελεύθερη) αντίληψη ως προς την κοινωνικότητα που εμπλέκεται στην συνδιαμόρφωση τεχνικής και κοινωνίας. Από τη μια, αναγνωρίζουν στον Ελλύλ ότι συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυσή τους, μέσω της καταλυτικής του κριτικής στην υπόθεση περί ουδετερότητας της τεχνολογίας. Από την άλλη, δεν τον παρακολουθούν στη θέση του περί ακύρωσης της ελευθερίας-επιλογής από την Τεχνική. Αγωνιστής της αντίστασης στο ναζισμό, αναρχικός θεωρητικά ως προς την τεχνολογία (μάλλον με έναν τρόπο αντίστοιχο της τοποθέτησης του Paul Feyerabend ως προς την επιστήμη), ο Ελλύλ μπορεί νομίζω να κατανοηθεί καλύτερα από μαρξιστές αν η θέση του περί υποβάθμισης της κοινωνικής επιλογής έναντι της Τεχνικής συσχετισθεί με αυτή του μαρξιστή μελετητή της σχέσης εργασίας-τεχνικής Harry Braverman, o οποίος διατύπωσε την ίδια περίπου εποχή τη διάσημη θέση περί υποβάθμισης της εργασίας στον εικοστό αιώνα. Άνθρωπος ανήσυχος και ανοιχτός σε διάφορες επιρροές, πριν γίνει θρησκευόμενος, ο Ελλύλ ήταν μαρξιστής. Από την παρέμβαση του Αλτουσέρ γνωρίζουμε τα όρια στην ανάγνωση του Μαρξ της γενιάς του Ελλύλ. Αυτά τα όρια γίνονται ευκρινέστερα σε προβληματικά αποσπάσματα στα οποία ο Ελλύλ αναφέρεται στην επιστημονική εφεύρεση και την τεχνική καινοτομία ως τους παραγωγούς της αξίας που αντικατέστησαν την ανθρώπινη εργασία (σ. 23) ή στην διάλυση των τάξεων από αυτό που αποκαλεί «Τεχνικό Σύστημα» (σ. 35). Κατά τη γνώμη μου, ο αναγνώστης θα επωφεληθεί πολύ περισσότερο αν εστιαστεί στην συνάφεια της έννοιας «Τεχνικής» με την έννοια «Κεφάλαιο». Ο τρόπος με τον οποίο ο Ελλύλ προσδιορίζει την δική του έννοια («Τεχνική»), συνδέοντάς την με την σχέση τεχνικής-κοινωνίας στον εικοστό αιώνα, εμπλουτίζει με μια σειρά από αυθεντικές παρατηρήσεις την κατανόηση της έννοιας «Κεφάλαιο». Όπως και οι Μάμφορντ, Μαρκούζε, Ίλιτς και Σουμάχερ, ο Ελλύλ διαβάστηκε πάρα πολύ την ανήσυχη δεκαετία του εξήντα (και στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα) αλλά πολύ λιγότερο (και υπό παραμορφωτικό φακό) μετά το τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα. Ο Ελλύλ δεν ταίριαζε με τις δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας που ακολούθησαν. Γι αυτό και οι αναφορές στο έργο του έγιναν ολοένα και πιο σύντομες, ολοένα και πιο παραμορφωτικές. Αν ισχύουν όσα ισχυρίζομαι παραπάνω, η ανάγνωση του Ελλύλ παραμένει απόλυτη προτεραιότητα για όποιον ενδιαφέρεται για μια κριτική κατανόηση της σχέσης τεχνικής και κοινωνίας.

Ο Τέλης Τύμπας διδάσκει Ιστορία της Τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών


Η ΑΥΓΗ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013

40

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

4

Κάτω απ’ τα νεκρά ρινίσματα ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ, Δοκιμές συγκολλήσεως, ποιήματα, εκδόσεις Φαρφουλάς, σελ. 80 Αινιγματική είναι η φύσις της ποιήσεως, του είδους εκείνου του λόγου που βρίσκεται εν τω μέσω του νοητού και του υπέρλογου, του ρητού και του άρρητου. Απερινότητος, μας λέει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος ο χαρακτήρ της ποιήσεως. Απερινόητος και ο τίτλος της τελευταίας ποιητιΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΑΛΛΙΝΟΥ

κής συλλογής του Λεωνίδα Γαλάζη, «Δοκιμές συγκολλήσεως». Διαβάζοντας όμως κανείς τα πρώτα ποιήματα του βιβλίου, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι ο τίτλος του έχει ως ένα σημείο και κυριολεκτικό νόημα. Τα ποιήματα της συλλογής είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αφιερωμένα στον πατέρα του ποιητή - περιορισμένος αριθμός ποιημάτων είναι αφιερωμένα στην μητέρα του. Άνθρωποι και οι δύο, οι οποίοι όπως συνάγεται από την ποιητική αφήγηση έζησαν σκληρά και δύσκολα χρόνια. «Ξυπόλυτος με μπαλωμένα ρούχα/ ροβόλαγες στα μονοπάτια.../ Μόνος, κατάμονος./ Μαύρες ελιές και ξερό ψωμί/ κι ας έτριζαν τα δόντια τους τα τρωκτικά...» Η ταπεινή και σκληρή εργασία του χειρώνακτα σιδηρουργού, διά της αλχημικής ουσίας της ποιήσεως λαμβάνει μια σχεδόν ιε-

ρουργική διάσταση και μεταμορφώνεται σε ποιητική κατάσταση. Ο Paul Ricoeur γράφει ότι η ποιητική φαντασία έχει την ιδιότητα όχι απλά να περισυλλέγει εικόνες τις αισθητής εμπειρίας αλλά να δημιουργεί ένα καινούριο ποιητικό κόσμο, ο οποίος παρέχει μια νέα νοηματοδότηση της υπάρξεώς μας. Περιγράφοντας ποιητικά στοιχεία ή αντικείμενα του εργαστηρίου του συγκολλητή μετάλλων πατέρα του, ο ποιητής εκφράζει τα στοιχεία εκείνα που έχουν εγγραφεί στην ψυχή του. Τα αντικείμενα αυτά δεν είναι πλέον συμβατικά αντικείμενα αλλά ποιητικά σύμβολα, τα οποία διά της φαντασίας παράγουν νέα νοήματα, και με την αναπάντεχη χρήση της γλώσσας ποιητικές εικόνες. Οι ονειρικές εικόνες της ποίησης του Λεωνίδα Γαλάζη και οι υποσυνείδητες ποιητικές αναμνήσεις σχετίζονται με μια ποιητική του εσωτερικού χώρου, όπως την ορίζει ο Gaston Bachelard. Οι αναμνήσεις αναδύονται αυθόρμητα και αβίαστα από το ψυχικό υπόστρωμα του ποιητικού υποκειμένου και εκφράζονται ως ποιητικός λόγος. Σ’ αυτού του είδους την ποίηση κυρίαρχο είναι το ποιητικό Cogito (η υπόσταση δηλ. του ποιητή), η οποία φθάνει μέχρι τα όρια της σολιψιστικής υπαρξιακής κατάστασης. Λίγοι σπινθήρες όμως αγρυπνούσαν/ κάτω από τα νεκρά ρινίσματα/ και κει που δεν το περιμέναμε/ μια εστία φωτιάς στο πάτωμα/ [εκεί να μένουν άγρυπνοι!]/ κι όλα τα ρινίσματα τραγουδώντας/ ανέβαιναν πάλι/ και χόρευαν σαν

τρελά στον αέρα/ κι ύστερα πάλι έπεφταν στο πάτωμα/ και νόμιζα πως ήταν πια νεκρά/ μα εσύ, πατέρα, γνώριζες πολύ καλά/ την παρελκυστική τακτική των ρινισμάτων/ που δεν τα βάζουνε κάτω/ παρά καλύπτονται προσεχτικά/ κάτω από τις επάλληλες στρώσεις της στάχτης/ και κει που δεν το περιμένεις ζωντανεύουν/ [εκεί να μένουν ζωντανά]/ κι αναδεύουν τα βάθη της ψυχής μας/ και χορεύουν έξαλλα μες στο καμίνι της ψυχής μας... Παρόλο που ο Γαλάζης γράφει σε ελεύθερο στίχο, χρησιμοποιεί δηλ. την κατ’ εξοχήν μοντερνιστική ποιητική, το εξομολογητικό, μελαγχολικό και θρηνητικό ύφος της ποίησης της τελευταίας του συλλογής θα μπορούσε να της προσδώσει τον χαρακτηρισμό της μοντέρνας ελεγείας λύπης. Τα ποιήματα της συλλογής μπορούν να διαβαστούν ως αποσπάσματα μιας αυτοτελούς και αδιάσπαστης σύγχρονης ελεγειογραφίας, καθώς όλα συγκλίνουν θεματολογικά, και συνυφαίνονται υφολογικά, δημιουργώντας ένα ενιαίο και αδιαίρετο ποιητικό όλον. Η ελεγεία, το κατ’ εξοχήν ποίημα που εκφράζει την σχέση του ανθρώπου με τον θάνατο, η ποίηση δηλ. που εκφράζει το δέος, την θλίψη και την αγωνία του θανάτου, δεν μπορεί να μην περιέχει ταυτόχρονα κι ένα είδος στοχαστικής ενατένισης, καθώς όπως γράφει ο Πλάτων, σ’ αυτήν την απορία περί θανάτου έγκειται όλη η ουσία της φιλοσοφίας - Φιλοσοφία εστί η μελέτη θανάτου. Μια ποίηση λοιπόν με έντονο το στοιχείο του θα-

νάτου ή μια ποίηση περί θανάτου, δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε μια στοχαστική διάθεση για τα ουσιώδη ζητήματα υπάρξεως, της αθανασίας της ψυχής, της σχέσης της ύλης και του πνεύματος, τους σώματος και της ψυχής, την μοίρα της ψυχής μετά τον περατωθέντα βίο του σώματος. Αυτές οι απορίες για την μοίρα του πεπερασμένου ανθρώπινου όντος διαπερνούν την ποίηση του Γαλάζη, φευγαλέα και συνειρμικά. Λόγιος ποιητής, με γερή φιλολογική αρματωσιά και γνώση, συνομιλεί με εκλεκτικά κείμενα της νεοελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, καθώς και της κλασσικής γραμματείας, αρδεύοντας στοχασμό και έμπνευση. Όπως λ.χ. με τον ποιητή Κωστή Παλαμά, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Ηράκλειτο, την Θεία Κωμωδία του Dante Aligieri κ.ο.κ. Οι συχνές παραπομπές υπό την μορφή των ποιητικών μόττο, που συνοδεύουν αρκετά ποιήματα της συλλογής, στον Αργύρη Χιόνη, μαρτυρούν μια σαφή ποιητολογική σχέση, και προφανώς οφειλή. Η λογιοσύνη του Γαλάζη διαπιστώνεται και από την ποιητική του γλώσσα, μια γλώσσα πλούσια σε ιδιωματικές εκφράσεις και ποιητολογικούς τύπους. Χωρίς, βεβαίως, η φιλολογική επάρκειά του, να τον οδηγεί σε μια ποίηση πάσχουσα από φιλολογική επιτήδευση.

Ο Χριστόδουλος Καλλίνος είναι φιλόλογος

Βιβλικές εικόνες ερημιάς ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ Η διάβολος, Οι Εκδόσεις των Φίλων, σ. 45 Κατά χρόνον Ευαγγέλιο, Οι Εκδόσεις των Φίλων, σ. 55

Στο πρώτο του βιβλίο ποιημάτων, Η διάβολος (2011), ο Γιώργος Στεργιόπουλος (γεν. 1985) ανοίγεται με την ποίησή του σε διαδοχικά τοπία, αισθητά ως ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

εικόνες μιας παραπλήσιας κολαστήριας κατάστασης. Το άνυδρο, το φρυγμένο, το διακεκαυμένο που κυριαρχεί σ’ αυτές ασφαλώς και προέρχεται από μια υπαρξιακή αγωνία που όμως η τραχύτητά της μοιάζει κάπως υπερβατική και ίσως υπερβολική, κι αυτό σε αντίθεση με άλλους ποιητές, συνομήλικους του Στεργιόπουλου που είναι εστιασμένοι στα κατά συνθήκη πράγματα, στο υπάρχον που αποτελεί πηγή της δικής τους αγωνίας, έλξης η απώθησης. Ωστόσο, παρά την υπερβατικότητά της, παρά τη φιλοσοφική και εν γένει στοχαστική της διάθεση, είναι μια άκρως αυτοαναλυτική ποίηση που ακολουθεί όχι ελεύθερα αλλά κάπως προδιαγεγραμμένα το μίτο της φαντασίας. Γυρεύει διαρκώς με άγχος, και συχνότατα με ενοχή, η οποία όμως δεν οφείλεται τόσο σε ατομικά όσο σε προσωπικά βιώματα, να βρει το σχήμα της ύπαρξης που είναι δικό της. Γυρεύει δηλαδή το τέλος που της έχει ταχθεί. Όλα αυτά βεβαίως είναι προβλήματα και στόχοι που δεν είναι καθόλου εύκολο να λειτουργήσουν ως σύνθεση, και μάλιστα σε έναν ιδιαίτερα νέο

ποιητή. Πολλές φορές οι βιβλικές εικόνες ερημιάς είναι σε τέτοιο σημείο ερμητικές και διαμελισμένες που δημιουργούν στον αναγνώστη μια αίσθηση χάους, σκορπίζοντας έτσι το παραδειγματικό νόημα που επιδιώκει ο ποιητής. Αλλά η στόφα του φαίνεται εξαρχής: θέλω να πω είναι ευδιάκριτα τα γνωσιακά του εφόδια με τα οποία σκοπεύει στη δημιουργία της δικής του «έρημης χώρας». Στα ποιήματα της Διαβόλου, όπως και σ’ αυτά της δεύτερης συλλογής του, Κατά χρόνον Ευαγγέλιο (2012) είναι η σκέψη εκείνη που παράγει το πένθος, η σκέψη που αντί να οδηγεί στη σωκρατική στοχαστική ηρεμία επιτείνει αντίθετα την αγωνία της αναζήτησης. Υπάρχει διάχυτο σε κάθε εικόνα και στίχο του Στεργιόπουλου ένα πυκνό άγχος που μας προδιαθέτει για την αναμενόμενη απώλεια, που μας εντείνει την αβεβαιότητα λόγω της παρουσίας ενός κινδύνου που δεν παύει να προκαλεί συναγερμό. Και, όπως είπα στην αρχή, όλες αυτές οι καταστάσεις αποδίδονται με τραχύτητα, με μια γλώσσα ευρηματική, ευλύγιστη, αλλά και νευρική, «ακατάστατη» και γι’ αυτό σκοτεινή. Αν με ρωτήσετε, γιατί τόσο επίμονη η τραχύτητα, θα απαντούσα: γιατί αυτό που προσπαθεί ο Στεργιόπουλος να βγάλει προς τα έξω, προς τη συνείδηση δηλαδή, είναι ένα είδος μυστικής βίωσης τού πώς είμαστε αποξενωμένοι τελικά από τον κόσμο και από την ίδια μας τη ζωή: «Αγάπησα αυτούς που φιλάνε για να φύγουν/ Στυφό πρωϊνό τυλιγμένο στο γοφό νεανικής ημέρας/ Τα φιλιά του ήλιου μέσα από κλεισμένα δόντια/ τα δάχτυλά του πλεγμένα στα δικά μου/ ανατριχιάζοντας το δρόμο γύρω από τα μυστικά μας μέρη.»

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ

Δημήτρης Χατζής Aφιέρωμα Γράφουν: Αλέξης Ζήρας, Παναγιώτης Νούτσος, Στέφανος Ροζάνης, Μαρία Ψάχου Κι ένα κείμενο του Χρήστου Παπουτσάκη


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.