Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 563
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ Τα ανοιχτά πεδία του έργου του Δημήτρη Χατζή ΣΕΛ. 2-3
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ Το «αλλού» του Δημήτρη Χατζή ΣΕΛ. 4
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΟΥΤΣΟΣ Λογοτέχνης, φιλόλογος και πολιτικός διανοούμενος ΣΕΛ. 5
ΜΑΡΙΑ ΨΑΧΟΥ Υπερασπίζοντας «το ουσιώδες» ΣΕΛ. 6
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗΣ Η συνεργασία του Χατζή με το περιοδικό Αντί ΣΕΛ. 7
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ Λίγος χειμώνας... ΣΕΛ. 8
Δημήτρης Χατζής 100 χρόνια από τη γέννησή του
Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα, γιος του Γεώργιου Χατζή, ποιητή (έγραφε με το ψευδώνυμο Πελλερέν) και εκδότη της εφημερίδας Ήπειρος. Παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας, αναγκάστηκε όμως να διακόψει το 1930 μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του και επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογένειάς του. Εκεί τέλειωσε το Γυμνάσιο (Ζωσιμαία Σχολή) και στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους. Το 1932 ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με μαρξιστικούς κύκλους και το 1935 εντάχθηκε στο ΚΚΕ και δραστηριοποιήθηκε στα Γιάννενα. Ένα χρόνο αργότερα τον συνέλαβε η αστυνομία του Μεταξά και τον εξόρισε στη Φολέγανδρο (επέστρεψε το 1937). Μετά την είσοδο των Γερμανών στη χώρα έφυγε για την Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια βγήκε στο αντάρτικο· συνεργάστηκε με τον αντιστασιακό Τύπο και στη συνέχεια με την εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, ως υπεύθυνος σύνταξης. Το 1947 επιστρατεύεται και τον Μάρτιο του 1948 περνά στον ΔΣΕ, στα έντυπα του οποίου δημοσίευσε διηγήματα και ανταποκρίσεις. Μετά το τέλος του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, (που έγινε η δεύτερη πατρίδα του· εκεί έμεινε για τριάντα περίπου χρόνια και έκανε τον πρώτο του γάμο), όπου μελέτησε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, κοντά στον καθηγητή Γκιούλα Μόραβσικ. Διδακτορική διατριβή με θέμα Οι μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, με υποτροφία από την Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου. Το 1962 επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου εργάστηκε ως βοηθός καθηγητής στην έδρα της βυζαντινής φιλολογίας και ίδρυσε το Νεοελληνικό Ινστιτούτο, ενώ παράλληλα δημοσίευσε επιστημονικές μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά και υπήρξε επιμελητής των εκδόσεων μεταφράσεων νεοελλήνων λογοτεχνών στα ουγγρικά από τον εκδοτικό οίκο Europa. Το 1967 η δικτατορία του απαγόρευσε την επιστροφή στην Ελλάδα. Το 1968 έφυγε από την Ουγγαρία, έχοντας προηγουμένως αρνηθεί την ουγγρική υπηκοότητα, και ταξίδεψε για λίγο στο Παρίσι. Κατόπιν πιέσεων της γαλλικής αστυνομίας να ζητήσει πολιτικό άσυλο, αρνήθηκε τη θέση βοηθού στην έδρα νεοελληνικών
Σχέδιο του Γιάννη Κολιού
σπουδών που του προσφέρθηκε από το Πανεπιστήμιο και γύρισε στη Βουδαπέστη. Το 1973 εργάστηκε ως καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και δημοσίευσε μαζί με τον Θανάση Χατζή ένα βιβλίο για τη δικτατορία στην Ελλάδα, όπου επέστρεψε οριστικά το καλοκαίρι του 1975, όταν ακυρώθηκαν οι δυο καταδίκες σε θάνατο για λιποταξία, που τον βάρυναν από την εποχή του εμφυλίου. Το 1975 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στη Σχολή Μηχανολόγων του Πανεπιστημίου Πατρών με μεγάλη επιτυχία, όμως μετά από αντιδράσεις συντηρητικών κύκλων του Πανεπιστημίου και του Υπουργείου Παιδείας, τα μαθήματα διακόπηκαν.
Από το 1975 έως το 1980 ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα, δίνοντας διαλέξεις και συμμετέχοντας σε συζητήσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια. Την ίδια περίοδο συνεργάστηκε με τα περιοδικά Δομή και Αντί και εξέδωσε το περιοδικό Πρίσμα, που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη (το τελευταίο μετά το θάνατό του). Το 1979 παντρεύτηκε την ιστορικό Καίτη Χατζή, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Ελένη-Αγγελίνα. Πέθανε σε σπίτι φίλων στη Σαρωνίδα από καρκίνο των βρόγχων. Οι πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες του Δημήτρη Χατζή τοποθετούνται γύρω στο 1930, οπότε άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα σε εφημερίδες της Ηπείρου.
Η ΑΥΓΗ • 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
24
Προτάσεις και αναφορές στα ανοιχτά πεδία του έργου του Δημήτρη Χατζή Σήμερα πολλοί από τους αναγνώστες του γνωρίζουν ότι το έργο του Δημήτρη Χατζή, ενός από τους μέγιστους των σύγχρονων πεζογράφων μας, δεν περιορίζεται στην αφηγηματική του διάσταση. Υπήρξαν σ’ αυτό και άλλες διαστάσεις, σχετικές με την ιστορία των γραμμάτων, τη σπουδή της
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Η σύνθεση μεία έδειχναν έναν ιθύνοντα νου που θέλει να μιλήσει εκ των ένδον αλλά περιορίζεται να περιγράψει από μακριά- πρόκειται για ένα έργο που αξίζει να τιμηθεί και μόνο για το λόγο ότι ο συγγραφέας του αρνήθηκε την ευκολία της επανάληψης, θέλοντας μέσω της ανοικειότητας του θέματος αλλά και της μορφής του να κάνει τον αναγνώστη του να σκεφθεί. Παρά τις αδυναμίες του, υπάρχει αποτυπωμένο βαθιά στο Διπλό Βιβλίο ένα τιτάνιο, επικό άγχος που τολμάει να ελπίζει μέσα από τα ερείπια στη σύνθεση και στην έξοδο, στη σισύφεια προσπάθεια για ολοκλήρωση που, τελικά, δεν είναι μόνο ολοκλήρωση του
σώμα που βγαίνει έξω από τα όρια της γραφής και αντικατοπτρίζει την αγωνία ενός συγγραφέα «αταίριαστου» για μια χώρα που γυρεύει μάταια την ταυτότητά της, όπως επίσης αντικατοπτρίζει την αγωνία για σύνθεση (όπου η ζωή είναι τρόπος αφήγησης και η αφήγηση αναπαράσταση της ζωής) η οποία, δεν το εύχεται ο Χατζής, αλλά θα παραμείνει και τώρα, όπως πάνε τα πράγματα, εκκρεμής. Ένας συγγραφέας με κομματιασμένη και μοιρασμένη ζωή προσπαθεί να μιλήσει για μια χώρα, για μια κοινωνία με κομματιασμένη, ρημαγμένη ταυτότητα, και γι’ αυτό κάθεται και ετοιμάζει προτού ξαναδεί αυτή τη χώρα ένα βιβλίο που σύμφωνα με τα λόγια του
ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
γλώσσας και την πολιτισμική ιστοριογραφία, που κατά ένα μεγάλο μέρος θα τις βρούμε σε δυο μεταθανάτιες εκδόσεις, στις οποίες συγκεντρώθηκαν μελέτες και άλλα σημαντικά κριτικά του κείμενα, με κυρίως άξονα το μέγα για εκείνον ζητούμενο, την ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού[1]. Ήταν ένα ζητούμενο που φαίνεται ότι άρχισε να τον απασχολεί πολύ νωρίς, το 1947[2],γιατί από τότε υπάρχουν τα πρώτα ίχνη του ενδιαφέροντός του για τις παραδοσιακές μορφές έμμετρης και πεζής αφήγησης, ένα ενδιαφέρον που διατηρήθηκε ως το τέλος της ζωής του.[3] Όμως, ο τρόπος που τον απασχόλησε η παράδοση, το πέρασμά της από την ανώνυμη στην επώνυμη δημιουργία, από τον προφορικό στον γραπτό λόγο, μολονότι αδιάκοπος, είχε μια τεθλασμένη πορεία, πολλές στάσεις και ανασχέσεις, περιόδους σιωπής, λοξοδρομίσματα που η ασυνέχειά τους, το ανολοκλήρωτό τους, κατά περίεργο τρόπο, έρχεται και συναντά την άποψή του για την ασυνέχεια της εθνικής μας λογοτεχνίας. Ο Χατζής είναι μείζων πεζογράφος και μόνο για τους δύο κύκλους των διηγημάτων του που συγκεντρώθηκαν στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης και στους Ανυπεράσπιστους, αλλά κατά τη γνώμη μου εξακολουθεί να είναι μείζων και στην περίοδο της κάμψης του, όταν συλλαμβάνει και γράφει το «κύκνειο άσμα» του, το Διπλό Βιβλίο. Όπως και να αποκαλέσουμε αυτό το τελευταίο του έργο, ακόμα και αν το θεωρήσουμε ένα μυθιστόρημα προγραμματικής γνώσης αλλά και υπέρβασης ή άγνοιας του σύγχρονου ελληνικού γίγνεσθαι -καθώς τα εικοσιεπτά χρόνια απουσίας του συγγραφέα από αυτό το γίγνεσθαι σε πολλά ση-
ο τρόπος που τον απασχόλησε η παράδοση, το πέρασμά της από την ανώνυμη στην επώνυμη δημιουργία, από τον προφορικό στον γραπτό λόγο, μολονότι αδιάκοπος, είχε μια τεθλασμένη πορεία, πολλές στάσεις και ανασχέσεις, περιόδους σιωπής, λοξοδρομίσματα που η ασυνέχειά τους, το ανολοκλήρωτό τους, κατά περίεργο τρόπο, έρχεται και συναντά την άποψή του για την ασυνέχεια της εθνικής μας λογοτεχνίας
βιβλίου αλλά και ολοκλήρωση του κόσμου που αυτό εκφράζει, όσο κι αν αυτό μοιάζει ουτοπικό. Παρεκβαίνοντας λίγο, θα έλεγα ότι ασφαλώς το Διπλό Βιβλίο είναι ένα έργο εκ προθέσεως κομματιασμένο, όμως το κομμάτιασμά του δεν είναι απλώς μια επίδειξη ανοικείωσης εκ μέρους του συγγραφέα για να δείξει τη μοντερνιστική του ενημέρωση. Ούτε βέβαια είναι μια μορφολογική επινόηση, μια στυλιστική πρόταση της αφηγηματικής του τεχνικής, όπως έσπευσε να υποστηρίξει σχεδόν σύμπασα η λογοτεχνική κριτική της εποχής. [4] Είναι θα έλεγα ένα τεμαχισμένο
[1] Κατά χρονική σειρά, το Μικρό Νεοελληνικό Όργανο. Εκλογή κειμένων (1947-1975) του Δημήτρη Χατζή για το Νέο Ελληνισμό, Εξάντας 1995, με γενική φροντίδα από τον Νίκο Γουλανδρή, και Το Πρόσωπο του Νέου ελληνισμού. Διαλέξεις και δοκίμια, Το Ροδακιό 2005, με εισαγωγή και επιμέλεια της Βενετίας Αποστολίδου. [2] Στις δυο βιβλιοκρισίες του για τον Ερωτόκριτο του Γιώργου Σεφέρη (Ελεύθερη Ελλάδα, 7 Μαρτ.1947) και την Ανθολογία της Δημοτικής Πεζογραφίας του Γιώργου Βαλέτα (Ελεύθερα Γράμματα, 15 Φεβρ.1947, όπως και στο σχόλιό του πάνω στη Βυζαντινή Ιστορία του Κ. Άμαντου (Ελεύθερη Ελλάδα, 27 Μαίου 1947). [3] Η Β. Αποστολίδου πολύ σωστά στέκεται στην παρέμβαση του Χατζή το 1954 πάνω στο «Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΕ» για τη συνέχεια μεταξύ αρχαίας και νέας Ελλάδας, παρέμβαση που δημοσιεύτηκε στο επίσημο κομματικό όργανο Νέος Κόσμος. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη μελέτη, με τα δεδομένα βέβαια της μετεμφυλιακής χρονικής στιγμής, όπου η ιστοριογραφία ήταν ακόμα σε εμβρυώδες στάδιο, όχι μό-
είναι κομματιασμένο «εσκεμμένα»! Η κομματιασμένη ζωή του Χατζή κατά κάποιο τρόπο είναι μικρογραφία της διαμελισμένης εικόνας ενός τόπου ο οποίος και σήμερα ακόμα (ιδίως σήμερα) συγκρατείται και συγκροτείται από ένα τεράστιο πλέγμα ψευδών συνειδήσεων. Η σκορπισμένη ζωή του οφειλόταν σε αίτια, μερικά από τα οποία είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού, ενώ άλλα είναι υπόρρητα και εικαζόμενα. Οι «ατυχίες» του δεν οφείλονταν μόνο στον νομαδικό βίο του διωκόμενου αριστερού, στις δύσκολες συνθήκες που συνόδευσαν τις συνεχείς μετακινήσεις
νο στην υπερορία αλλά και στην ίδια την Ελλάδα· πάντως όμως οι βάσεις της θεωρίας του Χατζή για τον Νέο Ελληνισμό είναι ήδη εκεί. Πολύ περισσότερα βλ. στη μελέτη της Αποστολίδου, Λογοτεχνία και Ιστορία στη Μεταπολεμική Αριστερά. Η Παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή, 1947-1981, Πόλις 2003, σ.202-222. [4] Νομίζω ότι, παρά συγκεχυμένη χρήση ορισμένων όρων, ως ένα βαθμό είχε δίκιο ο Χατζής όταν επεσήμαινε σε μια συνέντευξή του, αναφερόμενος στο Διπλό Βιβλίο, ότι «Η ελληνική κριτική, κι από τα δεξιά κι από τ’ αριστερά -και πόσο μάλιστα- είχε να επαινέσει το ύφος, την ανθρωπιά κλπ κλπ του βιβλίου. Την προβληματικότητά του, στο σύνολό της, την αρνήθηκε [...] Αν κάτι θα ήθελε κανένας ν’ απαιτήσει από τη σημερινή μας κριτική, θα ήτανε ίσως κάποιος λιγότερος εστετισμός και κάποια περισσότερη εθνική ιδεολογικότητα». Βλ. «Ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζής: Πνευματική κρίση ανάμεσα σε αντιφάσεις. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με έναν πολιτισμό σπασμένο στις ρίζες και στις μορφές του», συνέντευξη με την Βεατρική Σπηλιάδη, Η Καθημερινή, 9-10 Απρ.
του Χατζή στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ανάλογες μετακινήσεις και μετεγκαταστάσεις ταλαιπώρησαν, ας μην το ξεχνάμε, τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών προσφύγων. Όπως όμως φαίνεται και από την πλούσια αλληλογραφία του, τη σκορπισμένη με πολλή απελπισία στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μια αλληλογραφία που αποτελεί, αν συνδέσουμε τα κομμάτια της, τη βιογραφία του ιδεολογικού παρία του 20ού αιώνα, ο Χατζής από τον πρώτο καιρό της φυγής του είχε αρχίσει να στερεώνει τις θεωρητικές διαφοροποιήσεις του με την επίσημη γραμμή πάνω σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα του κόμματος.[5] Αποκλίσεις που δεν ήταν κάτι το απλό, όταν σε μια μεταιχμιακή χρονική στιγμή η ηττημένη και στριμωγμένη με την πλάτη στον τοίχο ελληνική αριστερά (και μάλιστα μια αριστερά ζυμωμένη γενετικά στη δογματική μονοφωνία), αναζητούσε πολιτικές συμμαχίες που θα τις ξένιζε η θεωρία της εθνικής ασυνέχειας του Χατζή.[6] Τα πράγματα δείχνουν ότι η απόφασή του να πάει τo 1957 στο Ανατολικό Βερολίνο και να συνεχίσει τις σπουδές του κοντά στον ελληνιστή Γ. Ίρμσερ (Irmscher) στο Βυζαντινολογικό και Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας των Επιστημών δεν οφειλόταν μόνο στις επιστημονικές του ζητήσεις αλλά και στην ανάγκη του να ξεφύγει από έναν στελεχιακό κύκλο κομματικών παραγόντων που δρούσε ανάμεσα στη Βουδαπέστη και στο Βουκουρέστι και που του δημιουργούσε την αίσθηση του παρία μέσα στην ίδια την πολιτική του οικογένεια! Αν κρίνουμε από τα τεκμήρια που διασώθηκαν από τις σχέσεις του συγγραφέα στη δεκαετία του ‘50 με την κομματική νομενκλατούρα, οι αντιδράσεις του δεν ήταν καθόλου αιχμηρές. Το αντίθετο. Φύσει υποχωρητικός στα πρώτα χρόνια της εξορίας του,[7] ίσως για λόγους που έχουν να κάνουν στην κυριολεξία με την επιβίωσή του, όμως γνωρίζουμε τώρα πια ότι οι αλλαγές λ.χ. που επέφερε σε πολλά από τα πεζά του, ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη δημοσίευσή τους, δεν ήταν και τόσο αυθόρμητες ή αθώες, αφού είχαν προηγηθεί έντονες αμφισβητήσεις από τη μεριά των υποτίθεται κομματικών αρμοδίων. Τέτοιες επικρίσεις είχαν ως αντικείμενο, παραδείγματος χάριν, το αν τα διηγήματά του στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης απέδιδαν ως είχε την αλήθεια των ιστορικών περιστατικών όπως αυτά συνέβησαν, πάνω στα οποία είχε βασιστεί ο Χατζής για τη μυθο-
1978. [5] Οι αποκλίσεις αργότερα, το 1968, όταν κλονίστηκε και η υγεία του Χατζή, βάθυναν σε τέτοιο σημείο ώστε με επιστολή του προς τον πρόεδρο του Συλλόγου των Πολιτικών Προσφύγων στην Ουγγαρία (14 Μαίου 1968) δηλώνει ότι διαφωνεί με τη 12η Ολομέλεια του ΚΚΕ και τις αποφάσεις της που τις θεωρεί φατριαστικές και ζητά να τον διαγράψουν από τον Σύλλογο και από τις διάφορες Επιτροπές στις οποίες ήταν μέλος. Βλ. σε επιμ. και με εισαγωγή του Ν. Γουλανδρή: «Δέκα δελτία (19531968) για τον Δημήτρη Χαζή από το ιστορικό αρχείο του ΚΚΕ», Ριζοσπάστης, 4 Αυγ. 2001, σ. 20-22. [6] Η γραμμή των εθνικών συμμαχιών είναι εμφανής και παλαιότερα, στα Ελεύθερα Γράμματα, με τα αφιερώματα στην 25η Μαρτίου και στο ‘21. Ορθά επισημαίνει και η Β. Αποστολίδου στην εισαγωγή της στο Πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού, ό.π., σ.14, στηριγμένη σε άρθρα των Κ. Τόλια και Πέτρου Ρούσου στον Νέο Κόσμο (Ιουλ.-Αυγ. 1955), ότι «το άρθρο του Χατζή [του ‘54] προκάλεσε διαφωνίες και αντιρρήσεις, επειδή θε-
Η ΑΥΓΗ • 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
που δεν έγινε... πλασία του![8] Ίσως μάλιστα δεν είναι ευρύτερα γνωστή αλλά υπάρχει, εντοπισμένη σχετικά πρόσφατα στα αρχεία του ΚΚΕ, η σημείωση του ηγετικού στελέχους, Λεωνίδα Στρίγκου ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πέτρου Ρούσου, ο Χατζής παρουσίαζε τη Μαργαρίτα Μολυβάδα [την μετέπειτα Περδικάρη][9] στην πρώτη δημοσιευμένη εκδοχή του διηγήματός του «διαφορετική απ’ ό,τι στην πραγματικότητα».[10] Σημεία αιχμής και πολύ καθοριστικά μάλιστα για τη λογοτεχνική ηθική της αριστεράς της εποχής εκείνης, γιατί το ζήτημα της αληθειακής σχέσης της λογοτεχνίας με την πραγματικότητα (και ποιά πραγματικότητα από όλες;) εμφανίζεται αποκαρδιωτικά μόνιμα άλυτο, ακόμα και σήμερα, δείχνοντας ότι οι αισθητικές αντιλήψεις ενός μεγάλου μέρους της αριστεράς δεν έχουν μετακινηθεί ουσιαστικά από τις θέσεις του Λένιν για τον Τολστόϊ ως καθρέφτη της ρωσικής επανάστασης! Αλλά ό,τι ίσχυε για τα πεζά ίσχυε κατ’ αναλογία και για το ιστορικό ή το φιλολογικό του έργο του Χατζή. Θα μπορούσα μάλιστα να πω, ως μια πρώτη εισαγωγή στο θέμα των ιστοριογραφικών του πεποιθήσεων για τον νέο ελληνισμό, οι οποίες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τις πεποιθήσεις του για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας και λογοτεχνίας στους νέους χρόνους, ότι υπαίτιος για την ορισμένη στατικότητα και το ανεξέλικτό τους ήταν ο εγκλωβισμός του στο πανεπιστημιακό περιβάλλον της Βουδαπέστης και του Βερολίνου. Όχι ότι εκεί δεν ήταν επαρκής ή και υψηλού επιπέδου η σχετική ιστορική έρευνα, αλλά στην περίπτωση του εξ ιδιοσυγκρασίας αντι-ακαδημαϊκού Χατζή δεν υπήρχε ο αναγκαίος εκείνος χώρος αναπνοής, ο χρονικά έγκαιρος διάλογος, προϊόν της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών, με ιστοριογράφους από την Ελλάδα ή από Πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης, ούτως ώστε να προκύψουν ενδεχομένως νέες συνθέσεις στο ζήτημα αλλά και νέα ερωτήματα στον ίδιο. Δεν είναι άγνωστο, κάτι στο οποίο θα αναφερθούμε και πιο κάτω, ότι συζητήσεις που γίνονται στα καθ’ ημάς για τον νέο ελληνισμό και την ταυτότητα ή τις ταυτότητές του αρχίζουν από τον μεσοπόλεμο. Μάλιστα ένα από τα χρονικά σημεία έντονης πύκνωσής τους εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του μεταξικού καθεστώτος, όπου συμμετέχει σχεδόν στο σύνολο της η «φιλελευθέρων πεποιθήσεων» γενιά του ‘30 [11]· συνεχίζονται στα χρόνια της Κατοχής με τα πρώτα σχετικά άρθρα του Κ. Θ. Δημαρά και κορυφώνονται
Νίκος Καρβούνης και Δημήτρης Χατζής στο βουνό, στη διάρκεια της Κατοχής
ξανά στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘60. Τότε, στο διάστημα 1955-1967 η συζήτηση για την ελληνική ταυτότητα, με την προοπτική της σύνθεσης, όπως ενδιέφερε άλλωστε και τον Χατζή, εισέρχεται στην πιο ώριμη φάση της, αφού υπάρχει μια πολύ πλούσια συγκομιδή κειμένων, μεταφράσεων, αφιερωμάτων σε περιοδικά, συνεδρίων και εκδόσεων που εκείνος δεν τις αγνοεί μεν, γνωρίζει ότι γίνονται, αλλά του είναι αδύνατο από τα πράγματα να πάρει μέρος σ’ αυτά. Δεν είναι οργανικό κομμάτι του γίγνεσθαί τους, και τούτο λόγω της αδυναμίας του να εί-
ωρήθηκε ακραίο και, επομένως, ότι δεν βοηθά στη σύναψη συμμαχιών με ευρύτερες δημοκρατικές δυνάμεις στην Ελλάδα». [7] Ο Δ. Ραυτόπουλος στο άρθρο του «Το χαμένο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή», Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας 17 Μαρτ. 2000, σ.12-13, παραθέτει ένα μέρος της απολογίας του απέναντι στις λογοκριτικές υποδείξεις των εντεταλμένων της κομματικής Επιτροπής Διαφώτισης, Πέτρο Ρούσο, Μιλτ. Πορφυρογένη κλπ., κατά πάσα πιθανότητα αντλημένο από το βιβλίο του Ν. Γουλανδρή 300 δελτία (1935-1975) για τον Δημήτρη Χατζή, 1998: «Φυσικά για όλα αυτά, αγαπητοί φίλοι, εγώ δεν παύω ποτές να βλέπω πως εσείς είστε πιο αρμόδιοι και πιο υπεύθυνοι από μένα»!! [8] Ευτυχώς η πρόσφατη έρευνα έχει βοηθήσει πολύ στη διαπίστωση αυτών των υποχρεωτικών για τον ίδιο επεμβάσεων, όπως η ανακοίνωση του Χίρο Χόκβερντα (Hokwerda), «Ο Δημήτρης Χατζής και οι Εβραίοι των Ιωαννίνων», Σημείο Λευκωσίας, τχ. 5, Καλοκ.-φθ. 1998, σ. 3546, με ειδικό εστιασμό στο διήγημα «Σαμπεθάι Καμπιλής». Άλλα στοιχεία αυτών των κομματικών επεμβάσεων υπάρχουν στο ήδη μνημο-
ναι παρών, λόγω της διπλής του εξορίας, πολιτικής και εσωκομματικής. Εμμέσως αλλά με αρκετή πικρία και υπόρρητη θλίψη παραδέχθηκε άλλωστε και ο ίδιος, το 1974, αυτή την απόσυρσή του από το προσκήνιο της έρευνας όπως και της καθαυτό λογοτεχνικής δημιουργίας - αν και κατά τη γνώμη μου όχι και με τόσο πειστικά επιχειρήματα. Πάντως, δυο μέρες μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, σε μια από τις πρώτες ή και την πρώτη μεγάλη συνέντευξη που δίνει σε εφημερίδα[12], στην ερώτηση του δημοσιογράφου αν η εικοσιεπτάχρονη απουσία του
νευμένο μαχητικό και ίσως κάπως άδικο για τον Χατζή άρθρο του Δημήτρη Ραυτόπουλου, «Το χαμένο βιβλίο», ό.π., όπου αναδρομές σε λογοκριτικές επισημάνσεις των στελεχών του κόμματος. [9] Η πρώτη έκδοση του Τέλους της Μικρής μας Πόλης, όπου και το διήγημα «Μαργαρίτα Μολυβάδα», γίνεται στη Ρουμανία το 1953. Το σχόλιο του Στρίγκου ασφαλώς αφορά σε αυτή την έκδοση, γιατί η επόμενη διορθωμένη δημοσίευση είναι του 1958 στην Επιθεώρηση Τέχνης. Για τις δυο εκδοχές του διηγήματος βλ. Χ. Χόκβερντα, «Η Μαργαρίτα Περδικάρη και η Μαργαρίτα Μολυβάδα», Διαβάζω, τχ. 180 (1987) σ. 45-50. [10] «Δέκα δελτία (1953-1968) για τον Δημήτρη Χατζή από το ιστορικό αρχείο του ΚΚΕ», ό.π. [11] Βλ. τη χρονικά πρώτη ρηξικέλευθη μελέτη πάνω στο θέμα, όπου παρατίθενται μεγάλα αποσπάσματα από άρθρα των πεζογράφων της γενιάς που εμφανίζονται συντεταγμένοι με τα ιδεολογήματα του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού: Κ. Α. Δημάδης, Δικτατορία-Πόλεμος και Πεζογρα-
επηρέασε αρνητικά το έργο του ή, αντίθετα, του δημιούργησε μια σωστότερη προοπτική απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα, ο Χατζής απαντά επί λέξει: «Στη δική μου περίπτωση η απουσία μου από την Ελλάδα οπωσδήποτε έπαιξε, ως ένα σημείο, έναν ανασταλτικό ρόλο. Ιδίως τα τελευταία δέκα χρόνια. Ένιωσα κάποια καθίζηση. Όχι βέβαια στα αισθήματα, όχι στη γνώση και την αγάπη της Ελλάδας, αλλά στο αντικείμενο Ελλάδα.[13] Ένιωσα το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Μπορούσα να φτιάξω, να φανταστώ μια πλασματική Ελλάδα που δεν μου πάει νομίζω, ή να απομακρυνθώ από την Ελλάδα. Ούτε το ένα ήθελα ούτε το άλλο. Κι αυτό όπως καταλαβαίνετε μού δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. [...] Μ’ αυτά τα ελληνικά μου έπρεπε να ζήσω εικοσιεπτά χρόνια τώρα. Έπρεπε να ζήσω σαν Έλληνας με τη μικρή γνώση και μ’ αυτήν την αγάπη της Ελλάδας. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό. Και ίσως, πέρα από φιλίες, αυτό εξηγεί ότι επέζησα όλο αυτό το μακρύ χρονικό διάστημα σαν Έλληνας συγγραφέας στους ξένους τόπους». Κι όμως, ένας άγνωστος στο ευρύ κοινό λόγιος και πασίγνωστος πεζογράφος έρχεται το 1974 στην Ελλάδα με έναν εκπαιδευτικό προγραμματισμό και με την αφάνταστη (όσο και ουτοπική) επιδίωξη να προβάλλει, ιδιαίτερα στους νέους, την ανάγκη όχι μόνο μιας σύλληψης της πραγματικότητας αλλά και μιας νέας εθνικής ανάπτυξης! Αν μετρήσουμε τα πράγματα σωστά και συσχετίσουμε τις αναρίθμητες συνεντεύξεις του (που τις παραχωρούσε με μια προθυμία «ιεραποστολική») με τους κύκλους μαθημάτων που οργάνωνε αλλά και τα κείμενα που προκαλούσε ή ζητούσε, ιδιαίτερα στο περ. Αντί, με άξονες πάντα την αναπραγμάτευση της έννοιας της παράδοσης και τον προσδιορισμό μιας νέας εθνικής αυτογνωσίας, έχουμε ούτε λίγο ούτε πολύ έναν αναμορφωτικό αγώνα κοραϊκού τύπου που θα ταίριαζε σε άλλες εποχές. Εντυπωσιακό ή όχι, σ’ αυτό το σύντομο διάστημα (1974-1981) της τελευταίας περιόδου της ζωής του Χατζή παρακολουθήσαμε την μοναχική και από μια άποψη επική εκ μέρους του εκστρατεία προς έναν νέο διαφωτισμό του γένους, σε ένα σημείο όπου όντως, όπως έλεγε, ο παλιός κόσμος των αστών χάνεται, αλλά που δεν υπήρχε συνάμα στον γύρω ελληνικό ορίζοντα κανένα απολύτως σημάδι ότι ο επικείμενος νέος κόσμος δεν θα ήταν κι αυτός ένας ακόμα ηττημένος κόσμος.
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
φία, 1936-1944, Γνώση 1991. Ωστόσο, σε έντυπα της 4ης Αυγούστου, όπως η Νεολαία και Το Νέον Κράτος συναντούμε αναφορές συνεργασίας γνωστών ονομάτων από τον χώρο της λογοτεχνίας, όπως η Ρίτα Μπούμη, ο Νίκος Παππάς, ο Α. Αγγελόγλου, ο Βασ. Ρώτας κ.ά. Περισσότερα, στις δυο εξαιρετικές καταγραφές και ευρετηριάσεις των περιοδικών αυτών στη σειρά των εκδόσεων του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, με εκδοτική φροντίδα και εισαγωγές του Γιώργου Ανδρειωμένου: Η Πνευματική Ζωή υπό Επιτήρηση: το Παράδειγμα του Περιοδικού Το Νέον Κράτος. Αναλυτικά Ευρετήρια κατά Τεύχος, Θέματα και Συγγραφείς (2010) και Η Νέα Γενιά υπό Καθοδήγηση: το Παράδειγμα του Περιοδικού Η Νεολαία (1938-1941). Αναλυτική Παρουσίαση Περιεχομένων και Ευρετήριο (2012). [12] «Ο Δημήτρης Χατζής στην πρώτη του συνέντευξη: Να γυρίσουν πίσω όλοι οι Έλληνες εξόριστοι», Θεσσαλονίκη 27 Οκτ. 1974. Αν και δεν αναφέρεται ο δημοσιογράφος, πιθανότατα ήταν ο Αχιλλέας Χατζόπουλος. [13] Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
26
Η ΑΥΓΗ • 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Το «αλλού» του Δημήτρη Χατζή Έχω την εντύπωση ότι τα λογοτεχνικά κριτήρια, οποιασδήποτε φύσης, δεν επαρκούν προκειμένου να αξιολογήσουμε το πεζογραφικό έργο του Δημήτρη Χατζή, όχι διότι τα κείμενα του Χατζή δεν μπορούν να κριθούν πάνω στη βάση των αφηγηματικών του τρόπων και τροπών, αλλά κυρίως διότι τα κείμενα αυτά σταθερά «διαμένουν» μέσα σε μιαν ιδιάζουσα ξενότητα, ξένα ως προς τον αφηγητή τους και ξένα ως προς τον εαυτό τους. Τι εννοώ μ’ αυτή τη διατύπωση; Κατ’ αρχάς, δεν μιλώ με βιογραφικές αναφορές. Αυτές δεν αφορούν την κειμενικόΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ
τητα των κειμένων και επιπλέον τίθενται εκτός της περιοχής των λογοτεχνικών κριτηρίων και άρα δεν είναι δυνατόν να συνεισφέρουν με οποιονδήποτε τρόπο στην αξιολόγηση του πεζογραφικού έργου. Μιλώ αποκλειστικά για τα κείμενα και για τη διαγραφόμενη εντός των κειμένων σχέση του συγγραφέα με τα δημιουργήματά του. Από την άποψη αυτή, τα λογοτεχνικά κριτήρια εξυπηρετούν μεν την κατηγοριοποίηση της κειμενικής μορφής, την ένταξη και κατάταξη των κειμένων στο συγκείμενο της εποχής στην οποία γράφονται, ακόμη και στη θεματική τους, αναμφισβήτητα σε πλήρη συνάφεια με την εποχή και τους τρόπους έκφρασής της μέσα στο λογοτεχνικό είδος που υπηρετούν, δεν ερμηνεύουν όμως την, κατά την αντίληψή μου, εμφανή απόσταση που ο συγγραφέας φροντίζει να διατηρεί από τα θέματά του, από τους τρόπους ανάπτυξής τους και τελικά από την ίδια τη γραφή τους. Θέλω να πω ότι ο Δημήτρης Χατζής είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις, εκείνων που γράφουν αισθανόμενοι βαθύτατα την ξενότητά τους, την απόσταση που τους χωρίζει από την εποχή και τους τροπισμούς της, από τις ελπίδες και τις προσδοκίες των ηρώων τους, ακόμη και από τα βάσανα και τις απελπισίες της ανθρώπινης κωμωδίας που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Από τα πρώτα έξοχα κείμενά του στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης μέχρι και τα ύστερα συνθέματά του, η ξενότητα αυτή καταδυναστεύει τα πεζογραφικά του δοκίμια, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα και με τέτοια συναισθηματική οξύτητα, που μάλλον καθιστούν τα λογοτεχνικά κριτήρια δευτερογενή για την αξιολόγηση ή, εν πάση περιπτώσει, αποστερημένα από το κύρος και την αναγκαιότητά τους. Με άλλα λόγια, τα κείμενα του Χατζή δεν μπορεί να διαβάζονται «γραμμικά» ως τμήμα ενός κανόνα της νεοελληνικής πεζογραφίας, ως αναπόσπαστο μέρος της νεοελληνικής αφηγηματικότητας, με όλες τις αποκλίσεις και τις παραλλαγές της, οσοδήποτε σημαντικές. Στο έργο του Χατζή είναι η ξενότητα του συγγραφέα ως προς τα κείμενά του που συγκροτεί τον κυρίαρχο του παιχνιδιού της γραφής. Είναι χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή ότι ο τόπος των ηρώων του Χατζή δεν είναι ο τόπος του συγγραφέα. Ο Θοδωράκης ο Ντετέκτιβ, ο Σαμπετάι Καμπιλή, η Μαργαρίτα Περδικάρη κ.λπ., για να περιοριστώ μόνο στη γνωστότερη ίσως πινακοθήκη των ηρώων του Χατζή, δεν είναι ο τόπος μέσα στον οποίο «διαμένει» ο Χατζής. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι φανερό από μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των αντίστοιχων κειμένων. Ο «επαρκής» αναγνώστης μένει με την εντύπωση ότι ο Χατζής «παρατηρεί» τους ήρωές του από απόσταση, εμπλέκεται μαζί τους μόνο τόσο όσο για να γράψει γι’ αυτούς, αφήνοντας τον εαυτό του ελεύθερο ή πολύ περισσότερο αποσύροντας τον εαυτό του έξω από τον τόπο όπου η αφήγηση έχει συντελεσθεί, και οι ήρωές του πρέπει να τα «βγάλουν πέρα» αν και όσο μπορέσουν, χωρίς ο συγγραφέας να έχει οποιαδήποτε ανάμιξη. Έτσι κι αλλιώς, ο συγγραφέας είναι ξένος, καμιά βοήθεια δεν μπορεί να παρέχει στο «νόημα και τη σημασία» των πράξεών τους, καθόλου δεν σκέφτεται το πεπρωμένο τους. Για να δώσω ένα αντίθετο παράδειγμα, έτσι ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητή η θέση μου, θα αναφερθώ σε μιαν
ο Δημήτρης Χατζής είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις, εκείνων που γράφουν αισθανόμενοι βαθύτατα την ξενότητά τους, την απόσταση που τους χωρίζει από την εποχή και τους τροπισμούς της, από τις ελπίδες και τις προσδοκίες των ηρώων τους, ακόμη και από τα βάσανα και τις απελπισίες της ανθρώπινης κωμωδίας που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια τους
έξοχη, ίσως ξεχασμένη, αφήγηση: στην Οικογένεια Ζαρντύ του Κώστα Χατζηαργύρη. Από πρώτη ματιά, θα έλεγε κανείς ότι η Οικογένεια Ζαρντύ και Το Τέλος της Μικρής μας Πόλης γεννιώνται από το ίδιο περιβάλλον: την τραγωδία του μεταιχμίου, την τραγωδία της βίαιης μετάβασης από μια κοινωνική δομή σε μιαν άλλη και άρα από την τραγικότητα των ηρώων μέσα σε αυτή τη μετάβαση από μια οικεία ζωή σε μια ζωή αλλόκοτη γι’ αυτούς και παράδοξη, σε μια ζωή
ασφυκτικών διλημμάτων, ηθικών, προσωπικών και συλλογικών. Εντούτοις, η διαφορά είναι εντυπωσιακή. Ο Χατζηαργύρης εμπλέκεται με πάθος στα παθήματα των ηρώων του. Υποφέρει μαζί τους και αισθάνεται τους ήρωές του ως ήρωες του δικού του πεπρωμένου, της δικής του συνείδησης του τόπου και του χρόνου όπου το δράμα εκτυλίσσεται. Αντίθετα, ο Χατζής δεν «υποφέρει» από μια τέτοια εμπλοκή στα παθήματα των δικών του ηρώων. Τους ήρωές του τους «συμπονά», τον κάνουν να θλίβεται, νιώθει στοργικά απέναντί τους, αλλά παρά ταύτα κρατά την απόστασή του από το δράμα τους, επειδή ίσια ίσια νιώθει ότι ο τόπος τους δεν είναι ο δικός του τόπος, διότι ο δικός του τόπος και ταυτόχρονα ο δικός του τρόπος είναι να είναι «ξένος μέσα στον εαυτό του» και κατά συνέπεια να παραμένει ξένος σε αυτή την απελπισία που τον περιβάλλει και για την οποία «υποφέρει», αλλά από μια ψυχική θέση «αλλού». Αυτό ακριβώς το «αλλού» είναι που συγκρατεί το παράδοξο των αφηγήσεων του Χατζή και είναι αυτό που κάνει τα λογοτεχνικά κριτήρια να υποχωρούν μπροστά στην πλήρη επικράτησή του, μιας και οι κειμενικοί τρόποι δεν μπορούν να χρησιμεύσουν για την ερμηνεία τού «αλλού», που η ύπαρξή του από μόνη της συνθέτει έναν παράδοξο τόπο και για τους ήρωες και για τη γραφή τους. Γνωρίζω πολύ καλά ότι εδώ μπορεί κάποιος να μου προσάψει έναν «ψυχολογισμό» στην ερμηνεία των κειμένων του Χατζή. Όμως δεν πρόκειται για «ψυχολογισμό» με την έννοια της παράκαμψης και εντέλει αποφυγής των κειμένων προς χάριν της «ψυχολογίας» του συγγραφέα τους. Διότι θέλω να υποστηρίξω ότι το «αλλού» του Χατζή είναι η κειμενική του πραγματικότητα. Μέσα από το «αλλού» γράφει, ή καλύτερα το «αλλού» τον ωθεί στη συγγραφή και άρα είναι ουσία γραφής και όχι προθετικότητα ψυχολογική του συγγραφέα. Στο τέλος-τέλος, η ψυχολογική προθετικότητα δεν αποτελεί κειμενικό στοιχείο και θάβεται μέσα στη βιογραφία, με όποια αποτελέσματα μπορεί να έχει για το κείμενο αυτή η «ταφή». Αν προσπάθησα να αντιδιαστείλω την Οικογένεια Ζαρντύ στο Τέλος της Μικρής μας Πόλης είναι για να δείξω ότι η ρεαλιστική συνείδηση του μεταιχμίου και του κοινωνικού μετασχηματισμού, τόσο εξαιρετικά εκφρασμένη από τον Κώστα Χατζηαργύρη, δεν είναι η συνείδηση του Δημήτρη Χατζή, ο οποίος «κρατά τη ζωή» του πέρα από αυτή τη συνείδηση, όχι επειδή δεν την αποδέχεται, αλλά, αντίθετα, επειδή βασανίζεται να «διαμένει» μακριά της, έγκλειστος στο δικό του συγγραφικό «αλλού», βιώνοντας τη δική του τραγωδία να παραμένει «εκτός» όταν τα κείμενά του επιχειρούν να τον σύρουν «εντός». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ιδιάζουσα ξενότητα των κειμένων του Χατζή, στην οποία εξαρχής αναφέρθηκα: κείμενα ξένα ως προς τον αφηγητή τους και μέσω του αφηγητή ξένα ως προς τον εαυτό τους. Συμπερασματικά, θα ήθελα να τονίσω ότι η γραφή του Χατζή έλκει την καταγωγή της από την «κατάρα» που μέσα του φέρει ο συγγραφέας να νιώθει και να είναι απελπιστικά ξένος μέσα στον κόσμο και στην εποχή που του ορίσθηκε να ζει και να δημιουργεί. Με αυτόν τον τρόπο, η δημιουργία πιθανώς να είναι γι’ αυτόν ένα είδος αυτοτιμωρίας, ένα είδος «κατακορύφου» με το οποίο επιχειρεί να απομακρυνθεί από τη μοιραία ταύτιση γραφής και βίωσης που διαρκώς τον απειλεί. Ίσως είναι καλύτερο να επαναλάβουμε, αξιολογώντας ουσιαστικά και όχι επιφανειακά κριτικάλογοτεχνικά τις μυθιστορίες του Χατζή, τους στίχους του Μπωντλαίρ: Εγώ είμαι το μαχαίρι και η πληγή! Εγώ είμαι το ράπισμα και το μάγουλο! Εγώ είμαι τα μέλη και ο τροχός, Μαζί θύμα και δήμιος.
Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας
Η ΑΥΓΗ • 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39
5
Λογοτέχνης, φιλόλογος και πολιτικός διανοούμενος Ο Δημήτρης Χατζής ως πολιτικός διανοούμενος, αν και πρώτιστα εκφράζεται ως λογοτέχνης και ιστορικός της λογοτεχνίας, διέθετε μιαν οξεία αίσθηση των πολιτικών πραγμάτων, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στις μετατοπίσεις και τους αναπροσανατολισμούς που συντελούνταν στη σκέψη και την πρακτική της Αριστεράς. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι από τη σκοπιά των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η εξής υπόθεση εργασίας: α) στο λογοτεχνικό του έργο είναι περισσότερο από προφανής η πολιτική διάσταση, αρκεί να ληφθούν υπόψη και να καταγρα-
βουλευτή αρχικά της ομάδας των «Ιαπώνων») είχε εξαρθεί η σημασία της νομοθετικής προστασίας των εργαζομένων, γεγονός που δεν μπορούσε να εξασφαλίσει η «προνομιούχος ολιγαρχία», όσο και στη δεύτερη, κατά την εποχή του μεσοπολέμου, συνεχίζε-
ραλέους μαζί μας, όπως θα ηθέλαμεν εις κάθε αγώνα δια τα ιδικά των δίκαια και τα ιδικά των συμφέροντα». Στην επόμενη φάση, κατά την εποχή της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου, ο Χατζής ήδη είχε διανύσει τα αποφασιστικά βή-
η Φωτιά συμπυκνώνει τις αισθητικές του προτιμήσεις και, όπως υποδείκνυε ο Αυγέρης, με το «ορθόδοξο ρεαλιστικό ύφος» της και την «αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα» της χαρακτηρίζεται «άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση»
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
φούν με πληρότητα οι αναγκαίες διακυμάνσεις και μεταθέσεις των ιδεολογικών του αναζητήσεων που ανιχνεύονται από τη δημοσίευση της Φωτιάς (1946) ώς το Διπλό βιβλίο (1976)· β) ο Χατζής, με κάποιες αυξομειώσεις, είχε κατακτήσει μιαν αυθύπαρκτη παρουσία ως πολιτικός διανοούμενος που εγγράφεται βέβαια στη συνολικότερη πορεία της Αριστεράς· γ) οι δύο αυτές πτυχές, μολονότι εμφανίζονται ενιαίες και ομοιογενείς, απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάδειξη της ιδιοσυστασίας τους. Εδώ θα επιμείνω στην ανασυγκρότηση των «αναβαθμών» διαμόρφωσης του Χατζή ως πολιτικού διανοουμένου, χωρίς βέβαια να ελαχιστοποιώ το γεγονός ότι ο ίδιος δημιουργεί πρώτιστα ως λογοτέχνης και ως ιστορικός της λογοτεχνίας. Τα ανθολογούμενα από τον Γουλανδρή κείμενα των ετών 1932-1936, δημοσιευμένα στην εφημερίδα Ήπειρος, αποτελούν μαρτυρίες πολύτιμες για τον προσδιορισμό των απαρχών του κοινωνικού λόγου που αρθρώνει ο υπό εκκόλαψη Ηπειρώτης συγγραφέας. Η συνήθης, ωστόσο, πορεία, κατά την ίδια περίοδο του μεσοπολέμου, με κορύφωση την Κατοχή και την Αντίσταση, ήταν η βαθμιαία και κάποτε με τη μορφή ρήξης αποδέσμευση από το δίδυμο Βενιζελισμός-Δημοτικισμός. Και τούτο μέσα από την οδυνηρή επίγνωση των ενδοαστικών αδιεξόδων και στο πλαίσιο υπέρβασης των δύο πόλων του «εθνικού διχασμού» από την αντίθεση «Δεξιάς» και «Αριστεράς» που αναδύεται ως κυρίαρχη κατά τη δεκαετία του ‘40. Ως προς τον Χατζή, που γαλουχείται σε διαφορετική μήτρα ιδεών και πολιτικής πρακτικής, είναι δυνατόν να διαφανεί η δυνατότητα που έχει ως έφηβος, στους κόλπους όμως του Λαϊκού Κόμματος και σε λίγο διευθυντής του γιαννιώτικου δημοσιογραφικού του οργάνου, να στοιχειοθετήσει μια πρωτογενή κοινωνική κριτική που βρίσκεται σε μια διεργασία «ντροπαλής» ώσμωσης με τον ιδεολογικό λόγο της Αριστεράς. Ως προς το Λαϊκόν Κόμμα ίσως είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι τόσο στην πρώτη περίοδο (με την ηγετική παρουσία του Δημ. Γούναρη,
Ο Δημήτρης Χατζής (όρθιος, 3ος από αριστερά) με τον Θανάση Γεωργίου (όρθιος, 2ος από αριστερά) στον Γράμμο, το καλοκαίρι του 1948. Τα υπόλοιπα στελέχη του δημοσιογραφικού επιτελείου του ΔΣΕ είναι: 4ος από αριστερά ο Τάκης Αδάμος. Πρώτος από δεξιά με τη φωτογραφική μηχανή, ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Σεβαστίκογλου και δίπλα του (2ος από δεξιά) πιθανότατα ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας. Καθιστοί από αριστερά, ο Σπύρος Μονδάνος και ο Παρίσης Αγγελίδης. Οι άλλοι δυο είναι άγνωστοι. (έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο «491 δελτία (1930-1975) για τον Δημήτρη Χατζή» του Νίκου Γουλανδρή)
ται ό,τι περιγράφει συναφώς ο Σ. Μάξιμος (1930). Ότι δηλαδή τα «κοινωνικώς καταπιεζόμενα στρώματα» ανέμιζαν την αντιβενιζελική σημαία ως «σύμβολο αγώνος κατά του κεφαλαίου» με αποτέλεσμα ο «αντιβενιζελισμός» να διαχέεται συχνά με «αντικαπιταλιστικά αισθήματα» (για τον διανοούμενο που «υπήρξε μεγαλύτερος από το έργο του» βλ. Χατζής 9.6.1977). Στα πρωτόλεια του Χατζή διαπιστώνεται με ευκρίνεια η κοινωνική σκόπευση της αντιβενιζελικής του αρθρογραφίας που συμμερίζεται επίσης τις εκτιμήσεις του φιλαγροτισμού. Όταν σημειώνεται, για παράδειγμα, το 1932 στην Ήπειρο: «τους χωρικούς που υπήρξαν επί είκοσιν ολόκληρα έτη οι δούλοι, οι ραγιάδες, οι είλωτες των δημοκόπων και των Ζακχαίων της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, των ανεβασμένων εις την Βενιζελικήν συκομωρέαν. Τους χωρικούς που έδειρεν ο Μακρυγιάννης, που εξηπάτησαν όλοι [...] έχομεν την φοράν αυτήν θαρ-
ματα και είχε κιόλας συνταχθεί με την Αριστερά, γεγονός όμως που πιστοποίησε η αιφνιδιαστική εξορία του από τη μεταξική δικτατορία. Tα σχετικά κείμενα λανθάνουν και δεν ταυτίσθηκε η συνεργασία με την Ελεύθερη Ελλάδα κατά τα δύο πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της (1943, 1944), σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με τα δημοσιεύματα (ελληνικά ή γαλλικά) της περιόδου του Εμφυλίου. Ως προς το λογοτεχνικό έργο τού Χατζή, η Φωτιά συμπυκνώνει τις αισθητικές του προτιμήσεις και, όπως υποδείκνυε ο Αυγέρης, με το «ορθόδοξο ρεαλιστικό ύφος» της και την «αλήθεια της ζωής που κλείνει μέσα» της χαρακτηρίζεται «άρτιο μυθιστόρημα με θέμα την Αντίσταση» (Απρ. 1946). Ακολουθεί η μακρόχρονη εξορία, από το 1948 ώς το 1975, στη Βουδαπέστη και το Ανατολικό Βερολίνο. Ενδιαφέρουσα είναι η παρέμβαση του Χατζή στη συζήτηση για το σχέδιο προγράμματος του ΚΚΕ, ενδεικτική άλλωστε των αντιλήψεων του φιλολόγου-ι-
στορικού πια Χατζή. Ό,τι επομένως θα πρέπει να διαβαστεί μαζί με τα σχεδιάσματά του για τη «νεοελληνική φιλολογική σπουδή» που ήδη εμφανίσθηκαν το 1953. Η απόπειρα πάντως επιβολής αυτού του προγράμματος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της ζαχαριαδικής ηγεσίας που επέμενε στην επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα με χαρακτήρα «λαϊκό-δημοκρατικό» και προοπτική «σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης». Οι καίριες διαφοροποιήσεις, όσες και όποιες υπήρξαν, στα επιμέρους τμήματα της Μικρής μας πόλης (όπως δηλαδή πρωτοδημοσιεύθηκαν αυτοτελώς τα πέντε από τα εφτά διηγήματα το 1953 στο Βουκουρέστι, στη συνέχεια -1958, 1959, 1962- στην Επιθεώρηση Τέχνης και αυτοτελώς πάλι, σε δεύτερη έκδοση, από το ίδιο περιοδικό το 1963) αξιώνουν ιδιαίτερη προσοχή. Ειδικότερα, η συνεργασία του Χατζή με την Επιθεώρηση Τέχνης προδίδει τους αισθητικούς-πολιτικούς αναπροσανατολισμούς του, γεγονός άλλωστε που καταφαίνεται και από τους συντάκτες των ευνοϊκών κριτικών που δέχθηκε τότε η Μικρή μας πόλη (Πορφύρης, Καλιόρης, Ροζάνης, Ραυτόπουλος κ.λπ.). Δηλαδή από όσους -άμεσα ή έμμεσα-έχουν απομακρυνθεί από τις συνταγές της «μαρξιστικής-λενινιστικής» λογοτεχνικής κριτικής. Όπως παρατηρούσε ο Ραυτόπουλος (1964), διαθέτει «ιδέες και μέθοδο» χωρίς να ξεκινά από τα «a priori συμπεράσματα»: οι «κρύες μήτρες της προκατασκευασμένης αλήθειας και της ανυποψίαστης βεβαιότητας» δεν ευδοκιμούν στον κόσμο της Μικρής μας πόλης. Η ύστερη περίοδος του Χατζή, από την επάνοδο στην Ελλάδα ώς το θάνατό του, σημαδεύεται από το εγχείρημα υπέρβασης των σχημάτων της εγχώριας Αριστεράς και την εναγώνια αναζήτηση της «Νέας Αριστεράς». Ήδη πριν από τη διάσπαση του 1968, την οποία θεωρούσε ως την «πιο σημαντική ενέργεια του υγιέστερου τμήματος της ελληνικής αριστεράς», είχε στραφεί προς την απαίτηση ίδρυσης ενός κόμματος του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», χωρίς ωστόσο στη συνέχεια να τη συνοδεύει με έναν υψηλό τόνο βεβαιότητας για την επίτευξή του: «Άστεγος, ανέστιος, ηττημένος και μόνος έχω τουλάχιστον την αίσθηση πως βρίσκομαι κοντύτερα στο αίσθημα και την πίκρα του λαού μας -ένας από τους πολλούς» (4.6.1970). Το κριτήριο αυτό των πολιτικών πραγμάτων αποτυπώνεται ρητά στο Διπλό βιβλίο, τόσο στο «κύριο» σώμα του έργου όσο ιδίως στο 9ο κεφάλαιο που φαίνεται να «επισυνάπτεται». Οι τέσσερις λοιπόν φάσεις της σταδιοδρομίας του Χατζή συγκροτούν τους «αναβαθμούς» στη διαμόρφωσή του ως πολιτικού διανοουμένου που εκφράζεται πρώτιστα και ομοιογενώς ως λογοτέχνης και φιλόλογος. Ταυτόχρονα συνιστούν την προσωπική εσωτερίκευση της πορείας που διήνυσε κατά τις ίδιες δεκαετίες η Αριστερά, όχι μόνο στην εγχώρια έκφανσή της.
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
40
Η ΑΥΓΗ • 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Υπερασπίζοντας «το ουσιώδες» Μια σύγχρονη ανάγνωση της συλλογής διηγημάτων του Δ. Χατζή Ανυπεράσπιστοι1, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη τους έκδοση (1966) επιβεβαιώνει την απήχηση και την αντοχή του έργου του, αποκαλύπτοντας ότι στην κοινωνία των ηρώων του φωτογραφίζεται η κοινωνική πραγματικότητα και της Ελλάδας του σήμερα. Οι αρχές και οι αξίες που δεσπόζουν, οι αγωνίες και τα αδιέξοδα που βιώνουν οι ήρωες, κυρίως όμως το αίσθημα της αντιμετώπισης μιας τραγικής πραγματικότητας απέναντι στην οποία βρίσκονται ηθικά και υλικά ανυπεράσπιστοι, χαρακτηρίζουν και την εποχή μας. Επιπλέον ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΨΑΧΟΥ
είναι φανερό για μιαν ακόμη φορά ότι η ατομική μοίρα συμπλέκεται αξεδιάλυτα με την Ιστορία που ωστόσο συνεχίζει να γράφεται ερήμην των πολλών, αυτών που υφίστανται αγόγγυστα τις επιλογές λίγων προνομιούχων. Στα εφτά διηγήματα της συλλογής, μέσα από τις μικροϊστορίες ανθρώπων καθημερινών, συχνά παραγκωνισμένων στο περιθώριο της κοινωνίας, στις οποίες αποτυπώνεται το συλλογικό μέσα από το ατομικό πάθος, ζει ένας κόσμος υπαρκτός, που δοκιμάζεται, πάσχει, αγωνίζεται γνωρίζοντας τα αδιέξοδα που έχει να αντιπαλέψει, αλλά και τις δυνάμεις που διαθέτει γι’ αυτό. Σε κάποια από αυτά («Ανυπεράσπιστοι», ένα επεισόδιο από τον εμφύλιο πόλεμο του 1947-1949 / «Ένα θύμα της κατοχής») η σαφής αναφορά του ιστορικού χρόνου, δεν εμποδίζει την υπέρβασή του και την προβολή μιας διαχρονικής αλήθειας. Αυτήν της άνισης αναμέτρησης του ανθρώπου με ένα πολιτικοκοινωνικό σύστημα που αντιμάχεται το δικαίωμά του στην ελεύθερη σκέψη και επιλογή, προβάλλοντας ωστόσο μιαν επίφαση ελευθερίας, συχνά ιδεολογικά κατοχυρωμένης, ενώ παράλληλα καλλιεργεί τη λογική της ιδιοτέλειας και της ανήθικης διεκδίκησης. Στους Ανυπεράσπιστους ο Δ. Χατζής θίγει ρεαλιστικά και ώριμα, μέσα από στοχαστική, ανθρώπινη και πολιτική επί της ουσίας θεώρηση της μοίρας του μεταπολεμικού ανθρώπου, θέματα που μας ακολουθούν, και απ’ ό,τι φαίνεται θα μας ακολουθούν, όσο δεν εδραιώνεται μια ουσιαστική, συλλογική στάση, που προϋποθέτει πρόσωπα με ψυχή βαθιά. Πρόσωπα που γνωρίζουν και εμμένουν στο ουσιώδες, όπως ο ήρωάς του, ο ναύτης Γεράσιμος Κούρτης, ένας αυθεντικός λαϊκός τύπος, από αυτούς που συναντάμε συχνά στο έργο του. Η δική του αντίληψη για τη ζωή και τον κόσμο θα μπορούσε να είναι η απαρχή της λύσης πολλών σύγχρονων προβλημάτων: Και το μόνο που μένει, το μόνο σπουδαίο και πρώτα και τώρα και πάντα, είτανε κ’ είναι και θα ‘ναι ο άνθρωπος και η θάλασσα. Αυτό είναι το μόνο σπουδαίο - το ουσιώδες. Η ανθρωπιά ως υπέρτατη αξία όμως παραμένει ανυπεράσπιστη. Στο ομότιτλο της συλλογής διήγημα, που προκάλεσε έντονη κριτική, ο σεβασμός στον άνθρωπο και τη δραματική εμπειρία ενός αδιέξοδου εμφύλιου σπαραγμού, που τον καταρράκωσε σωματικά και ψυχικά, δηλητηριάζοντας στην πράξη την αγνότητα κάθε α-
ξίας που τον ώθησε στον αγώνα του, δοκιμάζεται. Οι ήρωες του Δ. Χατζή, όπως και ο σημερινός άνθρωπος, προβάλλουν ανυπεράσπιστοι από ιδεολογίες που προδόθηκαν και τους πρόδωσαν. Είναι εντυπωσιακό ότι η νύχτα της προδοσίας για τα πρόσωπα και των δυο αντίπαλων παρατάξεων του εμφυλίου στο συγκεκριμένο διήγημα, όταν όλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την κοινή μοίρα του χάους και του θανάτου, σε μια περιπέτεια που έχασε το νόημά της από την στιγμή που έπαψε να σέβεται την ανθρώπινη οντότητα, η νύχτα όπου για να επιβιώσουν στριμώχνονταν ο ένας κοντά στον άλλον που ‘τανε δίπλα του, να χωρέσουν - δε βλέπαν, δεν ξέραν ποιος είταν, στρατιώτης ή αντάρτης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως νύχτα της ανθρωπιάς. Πέρα από όλες τις αναμφισβήτητα σημαντικές ιδεολογικοπολιτικές διαφορές τους, συνειδητοποίησαν ότι μοιράζονται κοινές ανθρώπινες ανάγκες και προβλήματα, χρειά-
της: Δεν το βρήκαμε μείς το τετράφυλλο το τριφύλλι, είπε μια φορά. Η φωνή της δεν είχε παράπονο μέσα, δεν είχε στα μάτια δάκρυα. Άπλωσε το χέρι της, μαραμένο πια και του χάιδεψε τα μαλλιά στο ασπρισμένο κεφάλι. Δεν το βρήκαμε μεις... Κι εδώ αξίζει να επισημάνουμε την αποκαλυπτική διφωνία που παρέχει η χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου, γόνιμα αξιοποιημένη αφηγηματική τεχνική από τον Χατζή. Μας επιτρέπει να δούμε στη φωνή του αφηγητή του μια ακόμα περσόνα του συγγραφέα, ο οποίος μοιράζεται με τα πρόσωπά του κοινά βιώματα, εμπειρίες και στάση ζωής. Επιπλέον, χάρη στη δύναμη της ψυχοαφήγησης που χρησιμοποιεί συχνά, περιγράφει ανάγλυφα την εσωτερική ζωή τους, συμμετέχοντας ουσιαστικά στην προσωπική τους περιπέτεια και αποκαλύπτοντας τον καθολικό χαρακτήρα της. Γι’ αυτό και είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πρόταση του Δ. Τζιόβα, σύμφωνα με την οποία χωρίς να αμφισβητεί την
σιόδοξη προοπτική που κρύβεται στη ρεαλιστική θεώρηση ενός κόσμου ταλαιπωρημένου. Μέσα από τις αρχετυπικές μορφές των ηρώων του και την τεχνική της υποδειγματικής αφήγησης, χάρη στην οποία ενσωματώνει εύστοχα στο διήγημά του αξίες και αλήθειες που μπορούν να προβληματίσουν τον αναγνώστη, ο συγγραφέας αναζητά τη λύση στην αγνή ανθρώπινη προαίρεση και στον δυναμικό αγωνιστικό πνεύμα της νεότητας, που μπορεί να δαμάσει τις δυσκολίες. Η περίοδος γραφής των Ανυπεράσπιστων είναι λιγότερο επική για τον Δ. Χατζή και η συνείδηση της ματαίωσης πολλαπλών προσδοκιών είναι γεγονός, ωστόσο η αισιόδοξη αντιπρόταση ενυπάρχει στη συνείδηση της ανθρωπιάς που υπερασπίζεται με το έργο του. «Το ουσιώδες», όπως ήδη προαναφέραμε με αφορμή το ομότιτλο διήγημα, παραμένει πάντα ο άνθρωπος και καθετί πρέπει να τον υπερασπίζεται, αλλά αυτή είναι μια αλήθεια που δεν είναι σίγουρο ότι έχει γίνει α-
Μέσα από τις αρχετυπικές μορφές των ηρώων του και την τεχνική της υποδειγματικής αφήγησης, χάρη στην οποία ενσωματώνει εύστοχα στο διήγημά του αξίες και αλήθειες που μπορούν να προβληματίσουν τον αναγνώστη, ο συγγραφέας αναζητά τη λύση στην αγνή ανθρώπινη προαίρεση και στον δυναμικό αγωνιστικό πνεύμα της νεότητας, που μπορεί να δαμάσει τις δυσκολίες
ζονται ο ένας τον άλλον και ίσως αυτή η συνειδητοποίηση είναι η λύση στο αδιέξοδο της ήττας που βιώνουν. Κι όμως ενώ Όλοι πονούσαν, όλοι βογκούσαν/.../ Ο πόλεμος συνεχίζεται... Στους Ανυπεράσπιστους, παλαιότερους και σύγχρονους, παραμένει ανυπεράσπιστη, τετριμμένο σύμβολο, σαν το τετράφυλλο τριφύλλι, η διεκδίκηση της ευτυχίας, αυτή η άλλη, η παραπέρα, η δεύτερη της Μαριάνας από το διήγημα «Τετριμμένα σύμβολα», που προσθέτει στην στοιχειώδη επιβίωση που συνήθως δίνεται στους ταπεινούς της ζωής, την αίσθηση της ποιότητας και το δικαίωμα να ορίζουν τη μοίρα τους, να μπορούν φτιάχνουν τη ζωή τους όπως θέλουν αυτοί. Ανυπεράσπιστες είναι και οι ζωές όλων εκείνων που η μοίρα τους και οι κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες τους κλήρωσαν κλήρο βαρύ το περιθώριο μιας ρατσιστικής διάκρισης που παραγνωρίζει την ψυχή του ανθρώπου και βλέπει μόνο την εξωτερική του εμφάνιση, την οικονομική του κατάσταση, την πιστή υπακοή του στα κοινωνικά αξιακά στερεότυπα κάθε εποχής. Δεν είναι τυχαίο που οι Ανυπεράσπιστοι ήρωες του Χατζή, είναι πρόσωπα λαϊκά, καθημερινά, ταπεινοί βιοπαλαιστές, παπαδιαμαντικοί απόκληροι, τραυματισμένα παιδιά, πρόσωπα που άλλα τα λύγισε κι άλλα τα έσπασε η ζωή2, χαμάληδες του λιμανιού ή της ζωής, που μιλούν με την ψυχή τους. Ζουν συχνά μέσα στη μεγάλη γαλήνη της παραίτησης, της παραδοχής, που αποτελεί επιλογή στωικής λύτρωσης. Έτσι εξηγείται η στάση της Μαριάνας όταν αναγνωρίζει στη δύση της ζωής
εικόνα του ως κοινωνικού ρεαλιστή, προτείνει «μια ατομοκεντρική προσέγγιση του έργου του, βασισμένη στη μοναξιά των προσώπων του και στην εξορία όχι ως προσωπική εμπειρία αλλά ως συμβολική αναπαράσταση». Υποστηρίζει πως έτσι «θα φανεί καλύτερα πώς ο Χατζής προκαλεί δύο διαφορετικές αναγνωστικές αντιδράσεις, συστηνόμενος και ως ρεαλιστής και ως πρώιμα μεταμοντέρνος συγγραφέας»3. Αν μάλιστα υπολογίσουμε την συνύπαρξη κυριολεξίας, εκφραστικής λιτότητας και αντικειμενικότητας στη διήγησή του, που διδάχτηκε, όπως αποκαλύπτει, από τον Καβάφη4 και αξιοποίησε γόνιμα μέσα από τη λειτουργία των υπαινιγμών που παραπέμπουν στην καβαφική απόκρυψη, γίνεται φανερό γιατί ο λόγος του παραμένει ελκυστικός και σύγχρονος. Εξίσου ενδιαφέρον είναι ότι μέσα από τα πληγωμένα, συχνά ηττημένα πρόσωπα του έργου του, ο Δ. Χατζής επιχειρεί ελπιδοφόρες ανατροπές στο αρνητικό κατεστημένο. Στην εξαιρετική «Ώρα της φυρονεριάς», στην αναλγησία και στην αδιαφορία του δασκάλου και των άλλων παιδιών για τον δεκάχρονο Κωνσταντή, το γιο της Τριανταφυλλιάς με τους πολλούς αγαπητικούς, υψώνει τον αγαθό αγριάνθρωπο Χαμάλαρο, το χαμάλη του λιμανιού, έναν τρομακτικό γίγαντα που δεν μπορεί να μιλήσει καλά καλά, αλλά μπορεί να καταλάβει και να πράξει όσα τόσοι μορφωμένοι αγνοούν, για ένα ορφανό, ανυπεράσπιστο παιδί που πασχίζει να επιβιώσει μόνο του στη ζωή, υλικά και ψυχικά λαβωμένο. «Το βάφτισμα» του μικρού Στέργιου στο ομότιτλο τελευταίο διήγημα της συλλογής έρχεται να ολοκληρώσει την αι-
ποδεκτή στην πράξη στην εποχή μας. Σύμφωνα με τον Τ. Τοντορόφ «κατά κανόνα ο μη επαγγελματίας αναγνώστης, σήμερα όπως και χθες, διαβάζει για να βρει στα λογοτεχνικά έργα ένα νόημα που θα του επιτρέψει να καταλάβει καλύτερα τον άνθρωπο και τον κόσμο: για να ανακαλύψει σ’ αυτά μια ομορφιά που εμπλουτίζει την ύπαρξή του. Με αυτόν τον τρόπο καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτό του»5. Τα διηγήματα του Δ. Χατζή, ακριβώς διότι αποτελούν μια απόπειρα ερμηνείας του κόσμου και του ανθρώπου μέσα από τη σκέψη και την ευαισθησία του δημιουργού τους, συνιστούν για όλους μιαν ακόμα οδό πρόσβασης στην αλήθεια που υπηρετεί η λογοτεχνία, αυτή που κρύβεται στην πραγματικότητα που ζούμε, αλλά και μέσα μας. Ο λογοτεχνικός λόγος του παραμένει επίκαιρος διότι είναι λόγος για τον κόσμο, ρεαλιστικός, κοινωνικός και βαθύτατα ανθρώπινος. 1 Όλες οι παραπομπές σε αποσπάσματα από τα διηγήματα προέρχονται από την ακόλουθη έκδοση: Δ. Χατζή, Ανυπεράσπιστοι. Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1979. 2 Π. Κουτσιαμπασάκος, Εφημ. Η Καθημερινή, 20-1-2013 3 Δ. Τζιόβα, Δ. Χατζής, Ένας συναισθηματικός ιδεολόγος. Εφημ. Το Βήμα, 22/10/2000 4 Συνέντευξη του Δ. Χατζή στο περ. Διαβάζω, τχ.5-6, Νοέμβρης 1976- Φλεβάρης 1977. 5 Τ. Τοντορόφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο. Εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2013, σ.38-39.
Η Μαρία Ν. Ψάχου είναι δρ Φιλολογίας
Η ΑΥΓΗ • 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
7
41
Η συνεργασία του Χατζή με το περιοδικό Αντί Δεν είμαι ούτε φιλόλογος ούτε ιστορικός της λογοτεχνίας. Και δεν νομίζω ότι είμαι αρμόδιος να κάνω εισήγηση για έναν λογοτέχνη. Και μάλιστα για έναν λογοτέχνη σαν τον Δημήτρη Χατζή. Για να θυμηθώ τα δικά του λόγια: «Τέλος πάντων, ας μάθουμε κάποτε να σεβόμαστε εκείνο το ‘έκαστος εφ’ ω ετάχθη’». Έτσι λοιπόν θα αναφερθώ σε θέματα που γνωρίζω σε σχέση με τον Δημήτρη Χατζή: Τη σχέση του με το περιοδικό Αντί και κάποιες προσωπικές μου ενθυμήσεις. Είμαι βέβαια και ‘γω ένας αναγνώστης των κειμένων του Χατζή και μάλιστα αρκετά πρώιμος. Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον λογοτέχνη Χατζή με την πρώτη έκδοση στην Ελλάδα (Θεμέλιο, 1963) της σαγηνευτικής Μικρής του Πόλης. Τα χρόνια προχωρούσαν. Περιπέτειες στον τόπο μας. Πολλές και γνωστές. Αναζητούσα πάντα κείμενα, διηγήματα, ακόμα και πληροφορίες για τον άνθρωπο Χατζή. ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗ
Και φτάσαμε στη Μεταπολίτευση. Μια μέρα με επισκέφθηκε ένας νεαρός φίλος του Ανδρέα Φραγκιά: «Έλα, βρε Χρήστο, εσύ που έχεις σχέσεις με τον Τύπο, βοήθησε να κάνουμε μια καμπάνια να έρθει ο Χατζής στην Ελλάδα». Είναι γνωστό πως του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια, όπως και σε πολλούς άλλους πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου. Μια και δυο έβγαλα φωτοτυπίες ενός γράμματος του Χατζή προς τον Ανδρέα Φραγκιά και άρχισα τα τηλεφωνήματα δεξιά κι αριστερά σε φίλους δημοσιογράφους. Η ανταπόκριση ήταν άμεση. Από την άλλη κιόλας ημέρα οι εφημερίδες δημοσίευαν αποσπάσματα του γράμματος του Χατζή και ζητούσαν να διευκολυνθεί η άμεση επιστροφή του συγγραφέα στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν η μικρή αυτή λεπτομέρεια -και πώς να τη μάθει;- στάθηκε αφορμή της φιλίας του Δημήτρη Χατζή προς εμάς στο περιοδικό. Εγώ βέβαια δεν του ανέφερα ποτέ τίποτε σχετικό. Του έγραψα όμως στη Βουδαπέστη όπου βρισκόταν, του ευχόμουν καλή επιστροφή και, αφού του σημείωνα δυο λόγια σχετικά με το Αντί, που μόλις είχε κυκλοφορήσει και για το οποίο προφανώς δεν είχε πληροφορίες, τον παρακαλούσα να συνεργαστεί με το περιοδικό. Ο Χατζής επέστρεψε τελικά στην Ελλάδα μετά από εικοσιπεντάχρονη ακούσια εξορία, τον Νοέμβρη του 1974, χωρίς διαβατήριο, επιβαρυμένος μάλιστα και δυο φορές με καταδίκη σε θάνατο χωρίς να του δοθεί χάρη. Εκκρεμότητες που βέβαια στο κλίμα των ημερών εκείνων δεν μετρούσαν. Είχαμε πάει μια εκατοντάδα φίλων στο αεροδρόμιο να τον υποδεχθούμε. Δεν γνωριστήκαμε τότε. Τον χαιρέτησα μαζί με τους τόσους φίλους που τον περίμεναν. Έφυγε για το σπίτι της αδελφής του. Σε λίγες ημέρες μας επισκέφθηκε στα γραφεία του περιοδικού και μας παρέδωσε, πριν επιστρέψει προσωρινά στη Βουδαπέστη, την πρώτη του συνεργασία, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 11, τον Γενάρη του ‘75. Γράφαμε τότε, με υπερηφάνεια, σε ένα προλογικό σημείωμα: «Το Αντί έχει σήμερα τη χαρά και την τιμή να παρουσιάσει στους αναγνώστες του το πρώτο κείμενο που έγραψε μετά τον επαναπατρισμό του (περισσότερο από το ‘πέμπτον του αιώνος που τον βρήκε στα ξένα έθνη’) ο μεγάλος συγγραφέας Δημήτρης Χατζής για τον Κώστα Βάρναλη. Έτσι ο δημιουργός της μαγικής Μικρής μας Πόλης εμφανίζεται και σαν πρώτης τάξεως κριτικός και δοκιμιογράφος. Ουσιαστικά (αν εξαιρέσει κανείς τις τυπικές και περιστασιακές νεκρολογίες) είναι και το πρώτο κείμενο που ψηλαφίζει μιαν εποχή και που προσπαθεί να οροθετήσει και να σχολιάσει κριτικά τον Κώστα Βάρναλη μετά το θάνατό του, και κατά κάποιο τρόπο να τον ‘απομυθοποιήσει’ και να τον παραδώσει στα Γράμματά μας με τις μόνες του καταθέσεις: το Έργο του». Όταν ρυθμίστηκαν νομοθετικά οι εμφυλιακές εκκρεμότητες, τον Ιούνιο του ‘75, επιστρέφει και εγκαθίσταται οριστικά
Όταν ο Χατζής επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, στρατεύθηκε από μόνος του στους φίλους και συνεργάτες του περιοδικού. Στάθηκε ένας πολύτιμος συνεργάτης και με πολλές δικές του παρεμβάσεις και προτάσεις αποπειραθήκαμε έρευνες και εγκαινιάσαμε νέες στήλες. Δική του ήταν η πρόταση για την έρευνα που έκανε το περιοδικό για τον λαϊκό πολιτισμό.
πια στην Ελλάδα. Από τότε και μέχρι το θάνατό του ο Δημήτρης Χατζής έμεινε ένας πιστός φίλος και συνεργάτης του περιοδικού Αντί. «Το Αντί μας» συνήθιζε να λέει, έτσι με τον δικό του τρόπο που χώραγε σε «δικούς του» ό,τι αγαπούσε και ό,τι τον ενθουσίαζε. Με όμοιο τρόπο συνήθιζε να μιλά και για τους ανθρώπους: «ο Μέμος μου», «η Ζίζη μου», «ο Ανδρέας μου». [...] Όταν ο Χατζής επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, στρατεύθηκε από μόνος του στους φίλους και συνεργάτες του περιοδικού. Στάθηκε ένας πολύτιμος συνεργάτης και με πολλές δικές του παρεμβάσεις και προτάσεις αποπειραθήκαμε έρευνες και εγκαινιάσαμε νέες στήλες. Δική του ήταν η πρόταση για την έρευνα που έκανε το περιοδικό για τον λαϊκό πολιτισμό. Ο ίδιος συνέταξε το ερωτηματολόγιο, επέλεξε τους ανθρώπους στους οποίους θα απευθυνόμασταν -αν και στην πορεία «παρεισέφρησαν» και άλλοι που μας έστειλαν τις απόψεις τους που κι αυτές πάντως φιλοξενήθηκαν -έγραψε την εισαγωγή, επιμελήθηκε τις επιμέρους συνεργασίες. Ήθελε κιόλας να εκδοθεί σε έναν μικρό αυτόνομο τόμο εκείνη η έρευνα. Ήταν κι αυτό ένα σχέδιο που δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Μια άλλη έρευνα την οποία εγκαινίασε ο ίδιος με άρθρο του στο τεύχος 170 (30 Ιανουαρίου 1981) και τίτλο: «Η κάθαρση της Ραδιοφωνίας-Τηλεόρασης και η διανόησή μας» ολοκληρώθηκε στο τεύχος 172 (27 του Φλεβάρη 1981) με δηλώσεις των Μανόλη Αναγνωστάκη, Δημήτρη Ραυτόπουλου και Θανάση Ρεντζή και με ένα «υστερόγραφο» του Χατζή. Ο Ανδρέας Παπανδρέου (τεύχος 172) είχε επίσης κάμει μια αποκλειστική δήλωση για το θέμα και ζητούσε «τον έλεγχο της τηλεόρασης από την εθνική αντιπροσωπεία και τους κοινωνικούς φορείς». Ήταν τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το θέμα της τηλεόρασης και της ραδιοφωνίας βασάνιζε τον
Δημήτρη Χατζή. Αναζητούσε τους τρόπους και τις μεθόδους για να βγούμε από το τέλμα. Οι διαπιστώσεις του Χατζή και των άλλων που συμμετείχαν στην έρευνα δεν απέχουν από όσα ακόμα και σήμερα θα παρατηρούσαμε για τα ΜΜΕ. Όμως αξίζει να διαβάσουμε πάλι μερικά σημεία από όσα σημείωνε ο ίδιος με τίτλο «Αυτοκριτική» στο κλείσιμο της έρευνας (τεύχος 172, 27 Φεβρουαρίου 1981): «Έκανα, ωστόσο, στο δημοσίευμά μου αυτό (σ. αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο του) ένα σφάλμα, που πρέπει να εξομολογηθώ πως δε μπορώ να το αποδώσω αλλού, παρά στα τελευταία που μένουν μέσα μου υπολείμματα δημοκρατικού-αγωνιστικού ρομαντισμού. Έγραψα πως η διανόησή μας μπορεί να κινηθεί για την αλλαγή της σημερινής κατάστασης και το ανέβασμα του επιπέδου με τα πνευματικά-καλλιτεχνικά σωματεία της και με όλες τις ‘περισσότερο ή λιγότερο’ οργανωμένες δυνάμεις της. [...] Ήταν το σφάλμα μου. [...] Φίλοι, συναγωνιστές στο δημοκρατικό μας αγώνα, με ρώτησαν ποιες τέτοιες δυνάμεις μπορεί να εννοώ και ομολόγησα πως δεν ήξερα ν’ απαντήσω. Ούτε οι πολυάριθμες ενώσεις συγγραφέων -δεν ανήκω σε καμιά- θα αποτολμούσαν με κύρος και με συνέπεια έναν τέτοιο αγώνα, ούτε άλλες ‘περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες’ σωματειακά -ή ιδεολογικάδυνάμεις του πνευματικού και του καλλιτεχνικού κόσμου υπάρχουν. Μήπως τα πνευματικά σωματεία -και ποια;- Ή μήπως εκείνο το ΠΑΠΟΚ, που ξεκινώντας σαν υψηλή πονηρία του ΚΚΕ προδήραξε ήρεμα -φυσιολογικότατα- στο υπουργείο Πολιτισμού; [...] Όχι, λοιπόν. Οι διαδικασίες που σημείωσα σ’ αυτό το δη-
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
42
Η ΑΥΓΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Η συνεργασία του Χατζή με το περιοδικό Αντί Ο Δημήτρης Χατζής μας τίμησε με την παρουσία του, με τις ιδέες του, με την κριτική του. Κάθε φορά που ερχόταν στο περιοδικό ήταν για μας μια κρυφή χαρά και μια περηφάνια. Ο καφές, το τσιγάρο, η κουβέντα για όσα συνέβαιναν γύρω μας, οι παρατηρήσεις, αυτά είναι πολύ πιο πολύτιμα και ενθαρρυντικά όταν μάλιστα συνέβαιναν με την παρουσία ενός ανθρώπου που τόσο αγαπούσαμε και τόσο τιμούσαμε
ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
μοσίευμά μου ανάγονται πράγματι στην ουσία της δημοκρατίας και στην ουσία του αγώνα για τη δημοκρατική αλλαγή. Αλλά οι δυνάμεις που θα κινούσαν αυτές τις διαδικασίες -ας το ομολογήσουμε για να μη γελιόμαστε και να μη γελούμε τον κόσμο- ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. [...] Και έτσι: Το όλο ζήτημα της εξυγίανσης του δικτύου μένει και αυτό σαν ένα από τα θολά θέματα της δημοκρατικής αλλαγής. [...] Αλλά έτσι -μ’ όλο που το ‘παμε και σε κείνο το δημοσίευμα (σ. εννοεί το άρθρο του στο τεύχος 170) -ας το τονίσουμε καθαρότερα τώρα κι ας το υπογραμμίσουμε: Η προσωπική ευθύνη κάθε ανθρώπου των γραμμάτων και των τεχνών γίνεται ακόμα βαρύτερη. ΜΟΝΟΣ του -όπως και σε όλα μόνος τουθα αντιταχτεί με συνέπεια στη σημερινή κατάπτωση ενεργητικά, όσο το μπορεί, και παθητικά, με την επίμονη αποχή του, την άρνησή του να δώσει την γη και το ύδωρ της δικής του εθνικής-πνευματικής-καλλιτεχνικής υπόστασης, για να ζυμώνεται η λάσπη που προσφέρεται κάθε βράδυ στο λαό. [...] Κάνω αυτή την πικρή επανόρθωση μαζί με την αναγνώριση πως παρασύρθηκα να ονειρευτώ δυνάμεις που δεν υπάρχουν...» Ο Δημήτρης Χατζής ονειρευόταν «δυνάμεις που δεν υπάρχουν». Αυτά, τον Φλεβάρη του 1981. Η έρευνα αυτή ήταν και η τελευταία που φρόντισε. Τον επόμενο μήνα κατρακύλησε η υγεία του. Μία από τις πιο επιτυχημένες ιδέες-προτάσεις του Χατζή ήταν και η μόνιμη στήλη ΑΝΤΙ-ΘΕΜΑΤΑ που ο ίδιος τιτλοφόρησε και προσκάλεσε τον Δημήτρη Ραυτόπουλο να την εγκαινιάσει (τεύχος 118 της 3 Φεβρουαρίου 1979). Ο ίδιος δεν θέλησε να κρατήσει για τον εαυτό του αυτό το προνόμιο. Ο Ραυτόπουλος έγραψε την επιφυλλίδα «Σεχραζάτ». Ο ίδιος ο Δημήτρης Χατζής έδωσε για δημοσίευση στο επόμενο τεύχος (αρ. 119 της 17 Φεβρουαρίου του 1979) το κείμενο «Κράτος και Εκκλησία». Στη στήλη φιλοξενήθηκαν μια σειρά από κορυφαίους λογοτέχνες μας: Στρατής Τσίρκας, Γιώργος Ιωάννου, Ανδρέας Φραγκιάς, Διδώ Σωτηρίου, Δημήτρης Ραυτόπουλος, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Χριστόφορος Μηλιώνης, Μένης Κουμανταρέας συγκαταλέγονται μεταξύ των συνεργατών. Για τα «Αντι-θέματα», ο Χατζής έγραψε και άλλα κείμενα την διετία 1979 και 1980. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της γυναίκας του, της Καίτης Χατζή, τις επιφυλλίδες του εκείνες -μαζί με την προσθήκη και άλλων ανέκδοτων κειμένων του- λογάριαζε να τις εκδώσει σε τόμο με τίτλο ΑΝΤΙ-ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Τις δημοσιευμένες επιφυλλίδες θα τις επεξεργαζόταν παραπέρα - κάτι που συνήθιζε πάντα ο Χατζής. Έχει κιόλας διασωθεί και δημοσιευθεί στο Αντί
(τεύχος 297, Δεκαπενταύγουστος του 1985) η επεξεργασμένη μορφή του «Ρεμβασμού στο Δεκαπενταύγουστο» (το κείμενο αυτό είχε δημοσιευτεί στο τεύχος 162 της 10ης Οκτωβρίου 1980). Μια διαφορετική αποκατάσταση του κειμένου αυτού έκαμε η Άντεια Φραντζή στο βιβλίο της Ούτως ή Άλλως. Είναι γνωστό το ενδιαφέρον του για τα γλωσσικά μας ζητήματα. Έτσι, όταν το 1975 αναζωπυρώθηκε για άλλη μια φορά η σχετική συζήτηση, ο Χατζής με τρία εκτενή άρθρα του (τχ. 16, 17 και 19) πήρε μέρος στη συζήτηση. Σημειώνω μόνον δύο καίρια σημεία: Το γλωσσικό πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό και, δεύτερο, πρέπει να καταργηθεί η διγλωσσία με την αποβολή της καθαρεύουσας. Αυτά τα λίγα πληροφοριακά στοιχεία για τη συμβολή του Χατζή σε όσα γίνονταν στο Αντί, δεν καλύπτουν βεβαίως όσα η παρουσία του μας χάρισε. Γιατί η ζωή ενός ζωντανού εντύπου δεν είναι μόνον η συμβολή με συγκεκριμένες συνεργασίες. Το να λάβει μορφή ένα έντυπο είναι μια μακρά και επίπονη διαδικασία. Ο Δημήτρης Χατζής μας τίμησε με την παρουσία του, με τις ιδέες του, με την κριτική του. Κάθε φορά που ερχόταν στο περιοδικό ήταν για μας μια κρυφή χαρά και μια περηφάνια. Ο καφές, το τσιγάρο, η κουβέντα για όσα συνέβαιναν γύρω μας, οι παρατηρήσεις, αυτά είναι πολύ πιο πολύτιμα και ενθαρρυντικά όταν μάλιστα συνέβαιναν με την παρουσία ενός ανθρώπου που τόσο αγαπούσαμε και τόσο τιμούσαμε. Με την παρουσία του Δημήτρη Χατζή. Θα ήθελα όμως να αναφέρω και μερικές άλλες δικές μου σκέψεις, αναφορικά με τον Δημήτρη Χατζή. Τι άφησε σε μένανε, τι ήταν εκείνο που σε έφερνε κοντά του; Γνωρίζετε ότι αυτά είναι πράγματα είναι της καρδιάς. Και δύσκολα περιγράφονται. Ένα πείραγμα, μια φιλοφρόνηση, μια αφήγηση ή μια αποσιώπηση κάποτε όσο μένουν στη μνήμη διασώζουν το άρωμα της παρουσίας ενός ανθρώπου. Ο Χατζής ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Αλλά ήταν κι ένας άνθρωπος που «έπαιρνε τα κομμάτια» του ενός ή του άλλου. Αγαπούσε και υπερασπιζόταν τους φίλους του και πολεμούσε με πάθος όσους για τον έναν ή τον άλλο λόγο αντιπαθούσε. Ναι, αντιπαθούσε. Θέλω να μείνω σ’ αυτό το αίσθημα. Ένας τόσο βασανισμένος αλλά και ένας τόσο ζωντανός άνθρωπος σαν τον Δημήτρη Χατζή, ένας άνθρωπος που έζησε στα χρόνια του εμφυλίου -που έχασε με τραγικό τρόπο τον αγαπημένο του αδελφό Άγγελο, η μνήμη του οποίου τον κυριαρ-
χούσε- ένας άνθρωπος που είχε αντιπαρατεθεί σε γνωστές και καταγεγραμμένες μεθόδους, με μηχανισμούς και ανθρώπους, είχε κάθε δικαίωμα να είναι ένας άνθρωπος παθιασμένος. Ο Δημήτρης Χατζής ναι, ήταν ένας παθιασμένος φίλος και ένας παθιασμένος αντίπαλος. Τις αντιπάθειές του τις εκδήλωνε ανοιχτά. Θυμάμαι τις πικρές αναφορές του για έναν παλιό συναγωνιστή του. Αλλά όταν αυτός τηλεφώνησε στη Σαρωνίδα, όπου ο Χατζής πέρασε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, και ζήτησε να έρθει να τον επισκεφθεί, τον ρώτησα: «Νάρθει να σε δει;». Ο εξασθενημένος, καταπονημένος Χατζής μου απάντησε: «Ας έρθει». Ήταν οι μέρες που αποχαιρετούσε τον κόσμο. Φίλους και αντιπάλους. Εκεί, το βράδυ της Δευτέρας 10 Ιουλίου του 1981, ο Δημήτρης Χατζής άφησε τον κόσμο τούτο. Θα ήθελα πριν κλείσω, να σταματήσω σε δυο σημεία, τα οποία ίσως να έχουν και κάποια σύνδεση μεταξύ τους. Πρώτα ήθελα να επισημάνω μια έννοια που, πιστεύω, κυριαρχούσε στη σκέψη του Χατζή. Την έννοια της διαδοχής και της συνέχειας. Προκειμένου να κατορθώσουμε κάτι σ’ αυτόν τον τόπο, πίστευε, πρέπει να δουλέψουμε με συνέπεια και συνέχεια ο ένας ύστερα από τον άλλο. Και να ξεκινάμε από κει που κάποιος άλλος σταμάτησε. Μιλώντας για τον Σεραφείμ Μάξιμο (Ιούλιος 1977, τεύχος 77) ο Δημήτρης Χατζής έγραφε: «Αν θυμάμαι καλά, απ’ αυτόν [σ. τον Σεραφείμ Μάξιμο] πρέπει να πρωτάκουσα για τα χρόνια του, του Παρισιού, αυτό που τώρα πιστεύω, πως εμείς εδώ στην Ελλάδα, όλοι μας, ξαναρχίζουμε πάντοτε απ’ την αρχή, δεν έχουμε δρόμους ν’ ακολουθήσουμε, κουβαλώντας ο καθένας μας το μικρό του φόρτωμα δίπλα στους άλλους. Και, όπως και να το κάνουμε, η σκέψη μιας κοινωνίας δεν είναι αγριολούλουδο που φυτρώνει αυτοφυές, καλλιεργείται σε κήπους μονάχα, αυτούς τους εθνικούς κήπους της γενικής ανάπτυξης και της οργανωμένης μέσα στη συνέχεια και την πειθαρχία της πνευματικής ζωής».[...] [Από την έκδοση, Δημήτρη Χατζή, Άπειρος νόστος, Δήμος Πατρέων, Πάτρα, 1995, σ. 67-78)
Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός· γλυκύς βραστός με αραιό χαρμάνι. Χιόνισε ζάχαρη Ζαχάρω και Σοχό μα στο Ντομπρίνοβο του Σκουρογιάννη (Ντουμπρίνοβο το λεν οι χωριανοί κι ας γράφουν οι ταμπέλες Ηλιοχώρι) αρκούδες άυπνες αλλάζανε πλευρό και δέρνονταν τα φίδια στο Ζαγόρι. Νύσταξε κι η αρκούδα του Χατζή μα πώς να κοιμηθεί με πανωφόρι αφού τη γούνα της να βγάλει δεν μπορεί κι ας λιώνει από τη ζέστη η καημένη γραμμένο της στο Γράμμο να καεί κι όχι στα γουναράδικα γδαρμένη. Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός γλυκύς πικρός σε πλαστικό κουπάκι. Το ‘στρωσε θάνατο στη χώρα του χαμού ετούτο το μακρύ καλοκαιράκι. Μιχάλης Γκανάς