Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 564
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ Ο κεντρώος αυταρχισμός ΣΕΛ.1
ΠΑΠΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Η εικόνα του φασισμού ΣΕΛ. 2
ΛΙΑ ΓΥΙΟΚΑ Η λογοκρισία ως «χρυσή τομή» ΣΕΛ. 3
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΓΙΑΝΟΣ Πού είναι οι «Αγανακτισμένοι»; ΣΕΛ. 4
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Στους δρόμους της ποίησης ΣΕΛ. 5
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ Φύλλα στον καιρό ΣΕΛ. 5
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ Σταυρούλας Τσούπρου: Σε κοιτούν ΣΕΛ. 6
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ Φιλοσοφία και Επιστήμες ΣΕΛ. 7
ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Η ζωγράφος του μήνα ΣΕΛ. 8
Εάν ακόμη και σήμερα έχει μιαν αξία, για την κατανόηση της πραγματικότητας, η μαρξική ερμηνεία της ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης, τότε δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο ενσυνείδητο ψεύδος το οποίο σαν λίγδα καλύπτει τις εκάστοτε καιροσκοπικές μεταμφιέσεις της «χρυσής αυγής». Ούτε καν ένας κώδικας τιμής που συνέχει μια λούμπεν συμμορία στο όνομα της αδελφοσύνης, ενός δηλαδή κατάλοιπου πατριαρχικών σχέσεων και μήτρας των τυραννικών καθεστώτων, δεν μπορεί να αποδοθεί στις συμπεριφορές των μελών της. Η μόνη υλική πραγματικότητά τους είναι μια εργαλειακή σχέση εξουσίας, μεταξύ απομονωμένων ατόμων, ασπόνδυλων κι απρόσωπων προϊόντων της μαζικής κοινωνίας. Η «χρυσή αυγή» δοκίμασε να πουλήσει προστασία εκεί όπου τόσο οι μαζικές οργανώσεις
Ο κεντρώος αυταρχισμός χτίζεται πάνω στην ασυδοσία των φασιστικών συμμοριών
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
της κοινωνίας των πολιτών, μα και το κράτος, είχαν αποσυρθεί. Ο εκφυλισμός του δημόσιου χώρου, με την κατάληψή του από ιδιωτικά συμφέροντα, και η απόφαση των κυρίαρχων ελίτ ότι, για να διασωθούν οι ίδιες, απαιτείται η θυσία μεγάλων μερίδων λαϊκών στρωμάτων, είναι το ελεύθερο έδαφος στο οποίο κινείται σχεδόν ανενόχλητα η «χρυσή αυγή». Στο ζοφερό και φυσικοποιημένο περιβάλλον που υποκατέστησε τη φιλελεύθερη κοινωνία των πολιτών και τα κοινωνικά δικαιώματα του κράτους πρόνοιας, η υπακοή στα φασιστικά κελεύσματα στηρίχτηκε σε μια ρητορική καταγγελίας του πολιτικού συστήματος, χωρίς ωστόσο να θίγεται το κοινωνικό ζήτημα. Αντίθετα, η έσχατη αδυναμία της μαζικής εξατομίκευσης γίνεται πεπρωμένο και η ωμή δύναμη απολυτοποιείται με την διανομή των σκουπιδιών του καταναλωτισμού στα θύματά του. Το σαρκαστικό σύνθημα της νεότητάς μας, «κτηνώδης δύναμη ογκώδης άγνοια», γίνεται πραγματωμένος εφιάλτης. η υλική ισότητα των ευκαιριών πρόσβασης στα καταναλωτικά αγαθά, που ήταν το έμβλημα της μεταπολιτευτικής ουτοπίας, παίρνει τη μορφή του φυλετικού μίσους. η τυπική νομική ισότητα των ατόμων έχει ήδη ακυρωθεί από την πολιτική της ισχύος, ορατή σε κάθε απόφαση που ανατρέπει τη νομιμότητα, τη βάση της κοινωνικής ειρήνης. Η «χρυσή αυγή» ταυτίζεται με το πολιτικό σύστημα στην άρνηση του κοινωνικού ζητήματος, που υποφώσκει μέσα στην κρίση και διαφοροποιεί την αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος από τις υπόλοιπες πολιτικές πρακτικές. Η θεωρία των δύο άκρων όχι μόνον συγκαλύπτει αυτή τη ριζική διαφορά, αλλά γίνεται όχημα για την αφομοίωση και επίταση της ατζέντας της «χρυσής αυγής» από την ηγεμονική ελίτ του κυβερνητικού συνασπισμού. Είναι η άρνηση των κοινωνικών δικαιωμάτων που
Ναζιστικό τάγμα εφόδου
συνδέει έμπρακτα το καθεστώς του κυβερνητικού συνασπισμού με την πρακτική των φασιστικών μορφωμάτων, ενώ η κοινωνία των πολιτών έχει μετατραπεί σ’ έναν πόλεμο πάντων εναντίον πάντων, χωρίς να διαφέρει και πολύ από τη φυσική κατάσταση. Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκυρία έρχεται το αυταρχικό κράτος να ποντάρει στο φόβο και την ανασφάλεια, έχοντας υποτάξει τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία στην εκτελεστική. Τα αποφασιστικά βήματα για τον νέο αυταρχισμό έχουν ήδη γίνει, ώστε να μην χρειάζεται, κατά πως φαίνεται, το φόβητρο των φασιστικών συμμοριών, που τις χρησιμοποιεί τώρα ως νομιμοποιητική βάση για να καταστείλει την κάθε λογής αντίσταση. Το αυταρχικό κράτος τού σήμερα, αφού διέλυσε την κοινωνία των πολιτών, την ξαναπλάθει με βάση μια επιλεκτική προάσπιση ατομικών αξιώσε-
ων και την ενσωμάτωση ευνοημένων κοινωνικών ομάδων, ελέγχοντας και τροποποιώντας τις συμπεριφορές με τη μαζική προπαγάνδα. Ο κεντρώος αυταρχισμός χτίζεται πάνω στην ασυδοσία των φασιστικών συμμοριών. Η τιμωρία των ενόχων για τον φόνο του αντιφασίστα αντεξουσιαστή νεολαίου Φύσσα δεν απαλλάσσει κανέναν από την βαθύτερη ενοχή για την κατάντια της ανθρωπινότητάς μας, αλλά δεν διαθέτουμε και πολλούς άλλους τρόπους για να τους αντιμετωπίσουμε, εκτός από την επίκληση της δημοκρατικής νομιμότητας. Η πολιτική απάντηση στην αναίρεση της δημοκρατικής νομιμότητας, είναι η αντιπαράθεση με το κράτος έκτακτης ανάγκης, που εθνικοποιεί μ’ ένα αυταρχικό καθεστώς όσα μέτρα κρίνονται απαραίτητα για τη διάσωση των κυρίαρχων ελίτ.
26
Η ΑΥΓΗ • 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Η εικόνα του φασισμού (1) Κυριαρχία και εικόνα Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, στον επίλογο του κειμένου του Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του σημείωνε ότι «ο φασισμός καταλήγει στην αισθητικοποίηση της πολιτικής ζωής». Χρησιμοποιούσε παραλλαγμένο το ρητό του Φερδινάρδου του Πρώτου: fiat justitia et pereat mundus, (ας γίνει δικαιοσύνη και ας καταστραφεί ο κόσμος) το οποίο μετατρεπόταν: fiat ars et pereat mundus (ας γίνει τέχνη και ας καταστραφεί ο κόσμος). [W.Benjamin, Gesammelte Schriſten, Suhrkamp, σ. 737.] ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Μπροστά στην αισθητικοποίηση της πολιτικής, απαντούσε με μία πρόταση που κι’ αυτή δεν απέβαλλε ποτέ τον απορητικό της χαρακτήρα, την πολιτικοποίηση της τέχνης. Αναγνώριζε, με αυτόν τον τρόπο, ως κεντρική τη διάκριση, ανάμεσα στην κυριαρχία και την εικόνα. Ο Μπένγιαμιν εισάγει αυτήν τη διάκριση -που στις επόμενες δεκαετίες θα χρησιμοποιηθεί εκτενώς- σύμφωνα με την οποία κάθε κυριαρχία, οφείλει να προμηθεύσει μία δημιουργία -για να χρησιμοποιήσουμε την πρόταση του Πιερ Κλοσσοφσκί στο Circulus vitiosus - που να μεταστοιχειώνει την καθαρή βία σε απόλαυση, τόσο γι’ αυτούς που ασκούν βία ... όσο και γι’ αυτούς που την υφίστανται. Πρόκειται για την ανάγκη να μεταστοιχειωθούν οι αξίες και αυτό το γεγονός απαιτεί έναν ολόκληρο υποστηρικτικό μηχανισμό αναπλήρωσης. Μία ηγεμονία γκρεμίζεται από τη στιγμή που παραγνωρίζει αυτήν την αρχή δημιουργίας εργαλείων προς απόλαυση που θα συνιστά εφεξής μία αξία. Ο Μπένγιαμιν αντιλαμβάνεται τον εσωτερικό μηχανισμό που υποκρύπτεται σε αυτό το σχέδιο. Ο φασισμός, συμφώνα με την ανάλυσή του, οργανώνει τις προλεταριακές μάζες, χωρίς να θίξει τις σχέσεις ιδιοκτησίας. «Η επαγγελία του είναι να βρουν οι μάζες μία έκφραση της «φύσης» τους (l’expression de leur «nature»), χωρίς, ωστόσο, να βρουν την έκφραση των δικαιωμάτων τους». Αναγνώριζε ότι ένας μηχανισμός αναπλήρωσης (η κατασκευή της εικόνας) μετατρεπόταν σε μία ολόκληρη στρατηγική για τα φασιστικά καθεστώτα και, ως εκ τούτου, έπρεπε να αναλυθεί. Η εκπλήρωση του οπτικού που υποσχόταν η Αναγέννηση, υλοποιήθηκε, με διεστραμμένο τρόπο, από το φασισμό. Ακολουθώντας τη διάκριση του Μπένγιαμιν, χρειάζεται να προηγηθεί το status και η ανάλυση της εικόνας και μόνο στη συνέχεια θα έπρεπε να ασχοληθούμε με την πραγματολογία της φασιστικής τέχνης, δηλαδή τα έργα που παρήχθησαν την εποχή εκείνη στα πλαίσια αυτών των καθεστώτων. Προφανώς, αυτά τα δύο επίπεδα ανάλυσης δεν μπορούν να διαχωριστούν. Ο φασισμός είναι αρχαϊσμός. Αποτελεί την ιδεολογία της επιστροφής σε ένα «ένδοξο» και εν πολλοίς επινοημένο παρελθόν. Δανείζεται μύθους, εικόνες, σύμβολα που παραπέμπουν σε αυτό. Υπόσχεται «τη ζωή μέσα στο μυθικό στοιχείο», όπως αναφέρει ο Τόμας Μαν, δηλαδή την πίστη σε ένα συγκροτησιακό μύθο. Τα πραγματολογικά στοιχεία που
«Άγγελος εξολοθρευτής», κοιμητήριο του Κομίγιας, γλύπτης Τζόζεπ Λιμόνα
Η φασιστική εικόνα είναι συμπαγής· από αυτό το στοιχείο αντλεί τη δυναμική της. Μολονότι το φασιστικό σχέδιο εκφράζει τον παραλογισμό και τη βία, το ίδιο πρέπει να εμφανίζεται μέσα στο πρόσημο του ορθολογισμού, της τάξης και της αρμονίας. Η επίκληση του κλασικισμού, θα λειτουργήσει γι’ αυτούς ως η ζωγραφική της ευταξίας γνωρίζουμε, όπως ποια καλλιτεχνικά κινήματα και τάσεις υιοθετήθηκαν από τον φασισμό, επιβεβαιώνουν το προηγούμενο γεγονός: καλλιτεχνικές κινήσεις που δέχονταν, με κάποιο τρόπο, αυτήν την επιστροφή στη μυθοποίηση, γίνονταν εύκολα αποδεκτές. Ποιος είναι ο μηχανισμός ενός νέο-αρχαϊσμού; Μία τέτοια προσφυγή απαιτεί τη χρήση του συμβόλου. Σύμβολα στα οποία η αντιστοιχία θα είναι απλή και εύκολα κατανοητή ή στα οποία η μορφή παραπομπής συνδηλώνει κάτι ουσιώδες, αν και όχι εύκολα αναγνώσιμο. Αναφέρεται σε αυτό μέσα στο οποίο μπορώ, συνολικά ή επιμέρους, να αναγνωρίσω κάτι που είναι και δικό μου. Η
φασιστική τέχνη εξυμνεί τη βλακεία και ταυτόχρονα ομαδοποιεί το άτομο γύρω από μία ηγετική μορφή. Η ανανεωμένη κάθε φορά εικόνα του προϋποθέτει κάθε φορά το ίδιο πράγμα: την επιβεβαίωση και ταυτόχρονα την αναζήτηση μίας κυριαρχίας. Στην αυταρχική εικόνα του ηγέτη, στην επιβεβαίωση της κυριαρχίας απέναντι στον ήδη ηττημένο, -γιατί ο φασισμός προϋποθέτει πάντα την ήττα- υπάρχει η εικόνα του φασισμού. Ερχόμαστε εκ νέου στη διαλεκτική του αφέντη και του σκλάβου και στο ζήτημα της αναγνώρισης, αφού το ζήτημα της κυριαρχίας και της αναγνώρισης εξετάζονται μαζί. Ο σκλάβος «αναγνωρίζει» τον κύριο, χωρίς να «αναγνωρι-
στεί» από αυτόν. Η αναγνώριση προϋποθέτει μία εικόνα, χρειάζεται, λοιπόν, να δημιουργηθεί μία εικόνα της υποταγής. Όμως, ούτε αυτό αρκεί. Απαιτείται η εικόνα να είναι επιθυμητή. Αυτή η εικόνα μού είναι οικεία, από κάπου τη γνωρίζω, αν και δεν γνωρίζω από πού. Πρέπει μέσα σε αυτήν, κάθε φορά, κάτι να αναγνωριστεί. Η διαδικασία της αναγνώρισης είναι πάντα ιδιαίτερα σύνθετη. Απαιτεί συγκεκριμένες στρατηγικές. Μέσα στην αγελαία συμπεριφορά, τα άτομα είναι αναγκασμένα να ζουν και στη συνέχεια να φαντασιώνουν ατομικά την εξάρτησή τους από την ομάδα. Σύμφωνα με την ψυχανάλυση, υπάρχει πάντα μέσα στην εικόνα ένα ποσόν συναισθήματος που μεταφέρεται από μία επώδυνη παράσταση σε κάποια άλλη που είναι ανώδυνη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το ποσόν της ενέργειας σωματικοποιείται και η αναπαράσταση μετατίθεται σε μία σωματική ενέργεια ή δραστηριότητα. Η «οικειότητα» απέναντι σε μία εικόνα υποκρύπτει ένα ολόκληρο apparatus. Ωστόσο, είναι αδύνατο να αντιληφθούμε το νόημα της παραγόμενης εικόνας χωρίς να συνυπολογίσουμε την ενεργητική συμμετοχή του θεατή. Για τον Ντελέζ, το βασικό ζήτημα της πολιτικής φιλοσοφίας παρέμενε εκείνο που έθετε ο Σπινόζα: Γιατί οι άνθρωποι μάχονται για τη σκλαβιά τους, σαν να πρόκειται για τη σωτηρία τους; Ο Ράιχ το επιβεβαίωνε, θεωρώντας ότι οι μάζες δεν ξεγελάστηκαν, επιθύμησαν τον φασισμό σε μιαν ορισμένη στιγμή, σε ορισμένες περιστάσεις κι’ αυτό πρέπει να εξηγήσουμε. Το ζήτημα για τους δύο στοχαστές είναι να συσχετίσουμε τους μηχανισμούς της επιθυμίας, που μετατρέπονται σε εικόνα, με την κοινωνική παραγωγή. Δικαιολογημένα ο Φρόιντ συνδέει την ταύτιση με μία εικόνα, γιατί τι σημαίνει ταύτιση; μία σχέση ομοιότητας μεταξύ εικόνων. Η ταύτιση αποτελεί μία ενεργή διαδικασία που αντικαθιστά μία μερική ταυτότητα με μία πλήρη ταυτότητα. Ο Φρόιντ επισημαίνει ότι η ταύτιση δεν είναι απλά μίμηση, αλλά ιδιοποίηση. Εκφράζει μία ασυνείδητη φαντασίωση «σαν να ήμουν». Η αγοραφοβική ασθενής ταυτίζεται με τις γυναίκες του δρόμου, ενώ μία υποταγμένη προσωπικότητα με την αυταρχική εικόνα του ηγέτη. Η ταύτιση χρειάζεται μία εικόνα και στη συνέχεια αυτή θα συνδεθεί με ένα μύθο. Η εικόνα του φασισμού χρειάζεται την αναγνώριση, την ταύτιση, το σύμβολο και το μύθο, όλα αυτά διαμορφώνουν ένα σύνολο που πρέπει να κατανοήσουμε τη διαλεκτική τους. Η φασιστική εικόνα είναι συμπαγής· από αυτό το στοιχείο αντλεί τη δυναμική της. Μολονότι το φασιστικό σχέδιο εκφράζει τον παραλογισμό και τη βία, το ίδιο πρέπει να εμφανίζεται μέσα στο πρόσημο του ορθολογισμού, της τάξης και της αρμονίας. Η επίκληση του κλασικισμού, θα λειτουργήσει γι’ αυτούς ως η ζωγραφική της ευταξίας. Η επιστροφή στο κλασικό γίνεται αναγκαία, κυρίως, γιατί οι «αρετές» της γεωμετρίας, της συμπαγούς σύνθεσης που χαρακτηρίζει αυτήν την τέχνη θα εκφράσουν το αίτημα της τάξης. Η retour à la ordre χρειάζεται να ξεθάψει μορφές από την ιστορία της τέχνης.
Ο Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος είναι ιστορικός τέχνης
Η ΑΥΓΗ • 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
27
3
Η λογοκρισία ως «χρυσή τομή» Τίτλος τιμής του βλάσφημου ή άλλοθι του ενόχου;
To βιβλίο Ο Θεός δεν έχει ανάγκη εισαγγελέα. Εκκλησία, βλασφημία και Χρυσή Αυγή (επιμέλεια Δημήτρης Χριστόπουλος, εκδόσεις Νεφέλη, 2013), πιο επίκαιρο απ’ όσο -καθ’ ομολογίαν των συγγραφέων του- θα ήθελε να είναι, αποτελεί αφορμή να ξαναδούμε τη λειτουργία της λογοκρισίας στο πλαίσιο της σημερινής δομής του αποκαλούμενου δημόσιου λόγου. «Ο θεός δεν υπάρχει χωρίς τον εισαγγελέα», θα αντέτασσε ποιητική αδεία ο ιστορικός στον νομικό. Αυτό ισχύει για τη θρησκεία, αλλά και για την τέχνη των θρησκευτικών θεμάτων και για τη θρησκεία της υψηλής τέχνης. Για την αντιακαδημαϊκή μοντέρνα τέχνη στη Δύση από τον ρομαντισμό και μετά, που είναι σχεδόν υποχρεωτικά πρωτότυπη και ριζοσπαστική, συνεχώς ανανεούμενη ως το υψηλοτέρων απαιτήσεων εμπόρευμα, η λογοκρισία αποτελεί τίτλο τιμής. Ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ανταγωνισμός της τέχνης με μορφές ΤΗΣ ΛΙΑΣ ΓΥΙΟΚΑ
μαζικής κουλτούρας, είτε ευνοημένης από την αγορά είτε επιβαλλόμενης από το Κόμμα, την έφερε μπρος στην πληθωριστική διεύρυνση του αντικειμένου της, αλλά και σε μια προσπάθεια όξυνσης της προκλητικότητάς της. H κατηγορία της υψηλής τέχνης, θα ‘λεγε κανείς, από τη στιγμή που την επικαλείται κανείς πειστικά, παρέχει την προστασία μιας αυτόματης ανοχής στην παραβατικότητα. (Οι σημαντικές εξαιρέσεις, από τον πρώιμο Hans Haacke ως τις εκθέσεις-θύματα των μέτρων μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2011 στις ΗΠΑ ή τις διώξεις της ρωσικής ομάδας Βόινα σήμερα, υπερβαίνουν πολιτικά την ίδια την υπόσταση των καλλιτεχνικών θεσμών.) Αντίστοιχος μηχανισμός ανοχής περιφρουρεί την τεχνική της (βλάσφημης) σάτιρας σε κάθε είδος του λεγόμενου δημόσιου λόγου. Η σάτιρα, από τον Γιουβενάλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως τον Έρασμο της μοναρχικής Eυρώπης, αποτελεί, υποτίθεται, δικαίωμα του πολίτη πριν ακόμη και από την κατάκτηση της δημοκρατίας, αφού «το χειρότερο πράγμα που μπορεί να κάνει το σατιρικό χιούμορ στον σατιριζόμενο είναι, με γενικό και αφηρημένο τρόπο, να προβληματίσει σχετικά με τον κοινωνικό του ρόλο»1 - κι αυτό ο εισαγγελέας το γνωρίζει καλά. Ο «Παστίτσιος» ή το Corpus Christi, μπρος στις δραστηριότητες κριτικής και αντίστασης στη σημερινή Ελλάδα εδώ και τουλάχιστον μία δεκαπενταετία, θα μπορούσαν να κατηγορηθούν μόνον για εξαιρετική ηπιότητα.
Αυθαίρετη κατηγορία ή στρατηγικό εργαλείο; Ολοκληρωτικά έχουν ονομαστεί καθεστώτα όπου η λογοκρισία αποτελεί προέκταση της πολιτικής καταστολής: Αυτή ήταν επί Ψυχρού Πολέμου η επωδός κάθε ύμνου για την ελευθερία της έκφρασης στον δυτικό κόσμο. Σήμερα, ο κινέζος καλλιτέχνης Άι Βέι Βέι, αφού πέρασε από τα κελιά της απομόνωσης των φυλακών στη χώρα του και εγκαταστάθηκε εδώ και 12 χρόνια στις ΗΠΑ, καταγγέλλει ανοιχτά τον Ιούνιο του 2013 την παρακολούθηση των προσωπικών δεδομένων από την επιχείρηση
Prism σε βρετανική εφημερίδα, αλλά αναγκάζεται πρώτα να κάνει μια δήλωση νομιμοφροσύνης στις ΗΠΑ (να ακυρώσει δηλαδή αυτολογοκριτικά το επιχείρημά του...), αναφέροντας ότι, μπορεί να παραπονιόμαστε, αλλά η Κίνα βέβαια υστερεί έναντι των ΗΠΑ σε «πάθος, φαντασία, και δημιουργικότητα».2 Αν όμως ο Όργουελ στο 1984 προειδοποιεί ότι ολοκληρωτική είναι μια κοινωνία όπου καίγονται βιβλία, ο Χάξλεϋ στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο μιλά για μια κοινωνία όπου η δομή της επικοινωνίας είναι τόσο ολοκληρωτική που καθιστά τη λογοκρισία περιττή. Ας κατανοήσουμε τη σημερινή ιστορική στιγμή μέσα από την ένταση των δύο αυτών στιγμών: Η λογοκρισία μπορεί κάλλιστα να είναι ένα εκλεπτυσμένο άλλοθι, ένας αντιπερισπασμός, που υπηρετεί όχι τη φίμωση κάποιας συγκεκριμένης φωνής ή την απαγόρευση κάποιας προσβλητικής διατύπωσης, αλλά τη δημιουργία ψευδών ιδεολογικών πολώσεων εις βάρος μιας ανοιχτής κοινωνικής διαπραγμάτευσης. Το βιβλίο στοιχειοθετεί πλήρως την ιδιαιτερότητα και τις αντιφάσεις των περί βλασφημίας αναφορών στην ελληνική νομολογία και τις χρήσεις της. Τα έργα που τελικά λογοκρίνονται ως βλάσφημα δεν είναι κάποια «κορυφή του παγόβουνου», δεν είναι τα «πιο καυστικά» ή τα «πιο προσβλητικά» σε κάποια αξιολογική κλίμακα θιγόμενου αισθήματος. Η επιλογή τους μπορεί να είναι και τυχαία, ή πάντως περιστασιακή: Διστάζει να απλώσει την απόχη στους ισχυρούς του θεάματος, γεγονός που επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι δεν είναι το ίδιο το περιεχόμενο που ερεθίζει τους ηθικολόγους διώκτες. Εκεί βρίσκεται και το κλειδί της ερμηνείας των τελικών αθωωτικών αποφάσεων ή έστω της επιείκειας του δικαστηρίου στις περισσότερες υποθέσεις: Ο στόχος της δίωξης επετεύχθη ήδη πριν την ακροαματική διαδικασία. Κι αυτό ισχύει τόσο για την έκθεση Outlook το 2003, όσο και για το Corpus Christi το 2012.
Υπάρχει κάτι «ανάμεσα στα δύο άκρα»; Παρά την επικέντρωση στη νομική διάσταση της βλασφημίας, το βιβλίο δεν αγνοεί τον προβληματισμό σχετικά με το αν οι περιπτώσεις της δίωξης του Παστίτσιου και του Corpus Christi είναι ενδεικτικές, και με ποιον τρόπο, κάποιου ευρύτερου μετασχηματισμού: Στο καταληκτικό κείμενο των κκ. Δημούλη και Χριστόπουλου γίνεται απερίφραστα λόγος για την «υποκρισία της λογοκρισίας». Στα περισσότερα κείμενα υπονοείται διάχυτα, τεκμηριώνεται μάλιστα ιστορικά από τον κ. Τσαπόγα, ότι η υποκρισία αυτή είναι, όπως και κάθε πολιτική-κανονιστική χειραγώγηση του λόγου περί προσβολής και βλασφημίας, εγγενής στη λογοκριτική πράξη. Γιατί όμως έχει ιδιαίτερη σημασία αυτή η υποκρισία σήμερα; Στην εισαγωγή του βιβλίου, ο επιμελητής αναφέρει ότι το 1988 οι θεατές του Τελευταίου Πειρασμού στον κινηματογράφο Ααβόρα, «απέναντι στις θεούσες της Ζωής και του Σωτήρα είχαν και διάθεση χιούμορ. Στο Corpus Christi κανείς δεν γελούσε.» Πράγματι. Η υποκρισία της λογοκρισίας, όταν σοβαρεύουν τα πράγματα, έχει μια λειτουργία ενδεικτική μιας πολύ πιο επικίνδυνης επίθεσης. Στα ΜΜΕ της Ελλάδας από τις προηγούμενες δεκαετίες, ποικίλα παρατράγουδα, ελ και νε-
φελίμ, big brother, reality, «επιστημονικές» και οικονομικές επιφυλλίδες, είχαν ήδη εκπαιδεύσει στον φασιστικό κυνισμό τις νέες γενιές καταναλωτών. Η θεσμική σάτιρα είτε έπασχε από ηττοπάθεια, είτε δοξολογούσε ευθέως την τάξη πραγμάτων. Ο Παστίτσιος ήρθε σε μια εποχή που η μέχρι πρότινος απονευρωμένη «εκ των έσω» σάτιρα αποκτούσε και πάλι κάποιο ενδιαφέρον και η επιφανειακά βέβηλη σημειολογία του Corpus Christi μπορούσε να ενεργοποιήσει τάχα «προδωμένα από τους πολιτικούς» αντανακλαστικά. Τι είχε συμβεί; Ξαφνικά γύρω στα τέλη του 2011, άρχισε να παγώνει ο καγχασμός του τηλεθεατή εις βάρος των πτωχών τω πνεύματι. Η παθητική κοροϊδία των αδυνάτων αναβαθμίστηκε σε τρόμο κι αίσθημα καταδίωξης. Η κάθε σάτιρα προσέβαλε δυνητικά τον ίδιο. Η απότομη υποτίμηση της εργασίας και της ζωής στην Ελλάδα βιώθηκε με όρους «προσβολής» και «προδοσίας», εσωτερίκευσης της «οφειλής» και μετατροπής της αίσθησης του εξευτελισμού σε μίσος για κάθε ευάλωτο διπλανό μας. Η αναδιάταξη λοιπόν στον επίσημο λόγο που λαμβάνει χώρα σήμερα κεφαλαιοποιεί την ψυχοκοινωνική αυτή παθολογία. Ακολουθεί την πολιτική επιβολή της υποτίμησης αυτής, όχι όμως ως αντανάκλαση ή φυσικό επακόλουθο της έντασης του αυταρχισμού, αλλά περισσότερο ως ιδεολογικό της άλλοθι και ως αντιπερισπασμός. Η λογοκρισία δηλαδή δεν αποτελεί «προέκταση της καταστολής στο επίπεδο της ελευθερίας του λόγου» (τι σημαίνει άλλωστε «ελευθερία του λόγου;»), αλλά παροχετεύει και διαχειρίζεται πολιτικά μία διάχυτη απελπισία. Από τα συλλαλητήρια της δεκαετίας του ‘90 για τις ταυτότητες έως στις επιθέσεις εναντίον μεταναστών μετά από νίκη της Αλβανίας σε ποδοσφαιρικό αγώνα, συντηρείται η μαγιά μιας κοινωνίας που αντλεί δύναμη μόνον από το φόβο της. Η ζηλωτική της επιστράτευση δεν υπήρξε ποτέ αυθόρμητη, ούτε αποτελεί τμήμα μιας συνειδητής πολιτικής δράσης.3 Αντίθετα, ενεργοποιείται συντεταγμένα και άνωθεν κάθε φορά που οι κοινωνικές αντιστάσεις γίνονται απειλητικές, όπως έγινε χαρακτηρι-
στικά τρεις μήνες πριν τις προηγούμενες εκλογές. Ένα εντόπιο φιλελεύθερο μπλοκ (που περιλαμβάνει εκδοτικούς ομίλους, κανάλια, αλλά και βιβλιόφιλα έντυπα, εκπαιδευτικές δράσεις μεγάλων ιδιωτικών ιδρυμάτων, λόγιους θιασώτες του «νοικοκυρέματος» στα πανεπιστήμια και τα νοσοκομεία) αναγνώρισε και εξήρε ως «εξωτικό, αντισυστημικό, επικίνδυνο» πριν δεκαπέντε χρόνια και ύστερα κατατρόπωσε το ΛΑΟΣ, επέβαλε στις νέες γενιές (τις αμόλυντες από την ιστορική ακροδεξιά) τη νέα δήθεν «αντισυστημική» κουλτούρα της συνομωσιολογίας και πρόσφατα έκανε, με τη διασπορά της ίδιας δήθεν «αντισυστημικής απειλής», αστέρες της βουλής τα υποχείρια των μάνατζερς της κρίσης. Ταυτόχρονα αντιμετωπίζει με αποτροπιασμό τις εκδηλώσεις της οργής, της κριτικής ορμής των αιτημάτων για κοινωνική δικαιοσύνη και της δημιουργικότητας ενός από τα συγκριτικά μεγαλύτερα κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη. Αυτό το αυτόχρημα κεντρώο μπλοκ κρατά αποστάσεις τόσο από τον Παστίτσιο όσο και από τον Παΐσιο, δηλαδή από τη «γραφική οπισθοδρομικότητα» ενός «προφήτη» και από την ανεπίτρεπτη έπαρση ενός άθεου, (ανεπίτρεπτη επειδή κινήθηκε εκτός χρηματιστηρίου αξιών). Θεωρεί το «εκπαιδευτικό» έκθεμα πλαστινοποιημένων πτωμάτων Bodies το ίδιο ελαφρά ενοχλητικό με ένα κριτικό θεατρικό έργο όπως το Corpus Christi. Χειροκροτά τους μετανάστες όταν αριστεύουν, τους διώκει όταν αρρωσταίνουν. Με τους ίδιους πηχιαίους τίτλους καταγγέλλει τις δολοφονικές «ακρότητες» των φασιστών και χαιρετά τη (μάταιη μέχρι στιγμής!) προσπάθεια εταιρείας και κράτους να συντριβεί ο αγώνας των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στα μεταλλεία χρυσού. Διδάσκεται από την Extremismustheorie και επινοεί καθημερινά εγχώριες εκδοχές της ιδεολογίας των άκρων, ώστε να έχει στα χέρια του ένα πολιτικό εργαλείο δήθεν εξισορρόπησης. Ωμή η στρατηγική της διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης, που όπως γνωρίζουν καλά οι παροικούντες το δήθεν κέντρο, δεν κινδυνεύει από τη «βλασφημία».
Η Λία Γυιόκα είναι ιστορικός τέχνης 1 Από κείμενο της υπεράσπισης προς την επιτροπή εμπειρογνωμόνων του οργανισμού πνευματικής ιδιοκτησίας, στην υπόθεση δίωξης της ιστοσελίδας adeho, http://www.adeho.gr/boss.php (2006) που σατίρισε αντιγράφοντάς την, την ιστοσελίδα της εταιρείας ενοικίασης εργαζομένων adecco. 2 http://www.guardian.co.uk/commentisfree/2013/ jun/11/nsa-surveillance-us-behaving-like-china 3 Είναι χαρακτηριστικό π.χ. ότι η λογοκριτική τάση σπάνια αξιοποιεί τον δεύτερο πυλώνα του διαφωτισμού στο συνταγματικό άρθρο περί ελευθερίας της τέχνης και της επιστήμης: Δεν είναι περίεργο που εδώ και μια δεκαετία δεν έχουν εγερθεί οι αναμενόμενες βιοηθικές αντιρρήσεις σε νόμους που επιτρέπουν ή έστω ενθαρρύνουν την καλπάζουσα αγορά ωαρίων, την ιδιωτική κρυογονική των βλαστοκυττάρων, ή τη νομιμοποίηση της εισαγωγής γενετικά τροποποιημένων τροφίμων;
Η ΑΥΓΗ • 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
28
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Πού είναι οι «Αγανακτισμένοι»; «Όταν ο λαός κουρασθεί να εκφράζει την οργή του, επιστρέφει στα σπίτια του -στην ανάγκη αφού θάψει προηγουμένως τους νεκρούς του- και το γλέντι των προνομιούχων ξαναρχίζει» Meynard J.1
Εν μέσω οικονομικής ύφεσης και ενώ οι ζωές των Ελλήνων πολιτών εξαρτώνται από μια σειρά διπλωματικά έγγραφα (μνημόνια), με τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση να είναι δυσβάστακτα -κυρίως για τα μικρομεσαία στρώματαπολλοί αναρωτιούνται γιατί δεν έχουν εμφανιστεί διεκδικητικές εκφάνσεις, συλλογικές δηλαδή διαμαρτυρίες, ικανές να ανατρέψουν την έως τώρα διαμορφωμένη κατάσταση. Και ενώ οι απαντήσεις ποικίλουν, μια αναδρομή στο όχι τόσο μακρινό παρελθόν έρχεται να μας θυμίσει μια χρονική περίοδο ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΑΓΙΑΝΟΥ
που τα πρώτα κελεύσματα της οικονομικής κρίσης αλλά και όχι μόνο (απουσία δημοκρατίας, αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού και των δικτύων αλληλεγγύης, απονομιμοποίηση των κομμάτων και γενικά των θεσμών, εργασιακή επισφάλεια, κ.ά.), αποτέλεσαν την απαρχή μιας συλλογικής κινητοποίησης που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εγχώρια πολιτική σκηνή (με τη διεθνική διάσταση του φαινομένου να μην περνά απαρατήρητη κάνοντας λόγο για το δίκτυο αντίδρασης που «εξαπλώθηκε» σε όλο τον κόσμο με αναφορές στις κινητοποιήσεις που έλαβαν χώρα στη Β. Αφρική, στους Ισπανούς «Los Indignados» που μεταλαμπάδευσαν την «τεχνογνωσία» της συγκεκριμένης μορφής διαμαρτυρίας, στα «Occupy» κινήματα κλπ). Πιο συγκεκριμένα, το Μάιο και τον Ιούνιο του 2011, χιλιάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών, διαφορετικής οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης, κατέκλυσαν τις μεγαλύτερες πλατείες της χώρας (έναντι συμβόλων της εξουσίας, όπως π.χ. αποτελούσε το κτήριο του κοινοβουλίου) με σκοπό να εκδηλώσουν την αγανάκτηση τους για την κοινωνική, πολιτική, οικονομική και ηθική κατάπτωση στην οποία είχε περιέλθει (ή θα περιερχόταν στο άμεσο μέλλον) η χώρα, αντιπροτείνοντας ένα αξιακό σύστημα το οποίο κυριαρχούταν από έννοιες όπως «άμεση δημοκρατία», «ισότητα», «κράτος δικαίου» κλπ. Η διαμαρτυρία των «Αγανακτισμένων» αποτέλεσε μια παρέμβαση ίσον προσδοκία, μια αντισυστημική και αντισυμβατική πρόταση για τα δημόσια πράγματα χάρη σε μια συλλογική κινητοποίηση που οικειοποιήθηκε πολιτικά το δημόσιο χώρο. Ένας πολιτικός πλουραλισμός άσκησης πολιτικής «από τα κάτω», που έδινε τη δυνατότητα της συμμετοχής σε ετερογενή υποκείμενα ή ακόμη και αποκλεισμένους δρώντες από τις δημόσιες αποφάσεις, μυώντας ουσιαστικά το άτομο στην πολιτική. Για την επίτευξη των στόχων τους, οι «Αγανακτισμένοι», σφυρηλάτησαν ισχυρά δίκτυα αλληλεγγύης (τόσο σε πραγματικό χώρο, όσο και στον κυβερνοχώρο), δημιουργώντας συνασπισμούς με τη συμμετοχή απλών ανθρώπων, συσπειρώνοντας διεκδικητές με διαφορετικά αιτήματα, ενώ εργάστηκαν πολύ σκληρά ώστε να οργανώσουν σε σωστές και στέρεες βάσεις τη συλλογικότητα τους (ομάδες εργασίες, γραφείο τύπου κ.λπ.), δίχως αυτό να σημαίνει πως οι οργανωτικές τους δομές δεν αντιμετώπισαν προβλήματα. Οι συγκεντρώσεις που έλαβαν χώρα στην πρωτεύουσα -δικαίως ή αδίκως- θεωρήθηκαν η «μητέρα των μαχών», κυρίως λόγω της άμεσης πίεσης που ασκούσαν οι διαδηλωτές που είχαν εγκατασταθεί στην Πλατεία Συντάγματος, είτε στην «άνω» (ο χώρος «υποδοχής» μπροστά από το κτήριο της Βουλής, επί της Λεωφ. Αμαλίας δηλαδή ο οποίος είχε έναν αυθόρμητο και ιδιαίτερα πληβειακό χαρακτήρα), είτε στην «κάτω» (ο χώρος εντός της Πλ. Συντάγματος, όπου ήταν πιο έντονα πολιτικοποιημένος), στους παροικούντες του κοινοβουλίου που εκείνες τις ημέρες θα λάμβαναν κρίσιμες αποφάσεις για τις ζωές όλων μας (κοινώς θα υπέγραφαν το μνημόνιο αριθμός 2). Τα ρεπερτόρια δράσης που χρησιμοποίησαν οι δρώντες χαρακτηρίζονταν από την ποικιλία και την καινοτομία. Από τη «στρατοπέδευση» στο χώρο («sit-in» και «occupy like» δια-
μαρτυρία), την απουσία οποιονδήποτε διαχωρισμών (φυλετικών, εθνικών, κομματικών κλπ), ή άσκησης οποιαδήποτε μορφής βίας ως μια ενέργεια που αποσκοπούσε στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δημόσια αποδοχή, έως την απουσία κάθε τι κομματικού. Ο ακομμάτιστος και ακηδεμόνευτος χαρακτήρας της διαμαρτυρίας, ήταν μια απόλυτα λογική αντίδραση αν αναλογιστεί κανείς ότι τα κόμματα θεωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό υπαίτια για τα δεινά της χώρας. Οι «Αγανακτισμένοι», για να προστατεύσουν την κινητοποίηση τους, οδηγήθηκαν σε μια σειρά αποφάσεων «αποκλεισμού» κομματικών εκπροσώπων που θα μπορούσαν να κηδεμονεύσουν την κινητοποίηση τους, εστιάζοντας σε διαδικασίες αυτορρύθμισης, σε μια «εσωτερική» δηλαδή προσπάθεια να λειτουργήσουν δίχως την παρουσία ενός ηγετικού μηχανισμού. Παρόλα αυτά, εκπρόσωποι αριστερών κομμάτων καθώς και πολιτικοποιημένες ομάδες αλλά και συνδικαλιστικές οργανώσεις του ίδιου ιδεολογικού χώρου, συμμετείχαν ανεπίσημα στις διαδικασίες (π.χ. εκφέροντας το λόγο τους στις Λαϊκές Συνελεύσεις) «χρωματίζοντας» τις εξελίξεις. Σε ότι αφορά τη συμμετοχή των κομμάτων, την ίδια στιγμή που οι δεξιές παρατάξεις είχαν καταφέρει να παρεισφρήσει στην «άνω» πλατεία (πιθανότατα επειδή υπήρξε μια διαδραστική ταύτιση με ένα μέρος του ανομοιογενούς συνόλου), τα δύο μεγάλα κόμματα της αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ) ακολούθησαν διαφορετικές πολιτικές παρόλο που και τα δύο δεν ήταν αδιάφορα για τις πιέσεις που ασκούσαν οι «Αγανακτισμένοι» (στην κυβέρνηση). Παρότι οι κινητοποιήσεις των διαδηλωτών συνέπεσαν με την πολιτική, ιδεολογική και πολιτισμική κρίση της αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ ορθά ανάγνωσε τη δυναμική της διαμαρτυρίας, ως μια κινητοποίηση ευρύτερης λαϊκής συμμαχίας, ακολουθώντας μια συμπορευτική πολιτική, που «κεφαλοποιήθηκε» στην εκλογική αναμέτρηση που ακολούθησε της διαμαρτυρίας (6 Μαΐου και 17 Ιουνίου 2012), αφού κατάφερε να εντάξει ένα μεγάλο μέρος των «Αγανακτισμένων» στους ψηφοφόρους του (μια απαραίτητη υποσημείωση ώστε να αποφύγουμε τυχόν παρερμηνείες, είναι πως η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται αποκλειστικά στη συγκεκριμένη πολιτική). Το ΚΚΕ, από την πλευρά του προτίμησε την πολιτική της αμφισβήτησης και της δυσπιστίας αντιμετωπίζοντας τους κινηματίες ως άτομα δίχως πολιτική κουλτούρα και κοινωνικό όραμα, αδυνατώντας πιθανότατα να αναγνώσει τις πρακτικές και επινοήσεις των κινηματιών. Αδυνατούσε να συναρθρώσει συγκεκριμένους στόχους, και να ενσωματώσει όλη αυτή τη δυναμική που αποτελούσε σημείο αναφοράς μιας λαϊκής συμμαχίας εν δράσει, μια κοινωνικής διεργασίας που βρισκόταν εκτός πλαισίου δράσης του. Πράγματι, οι «Αγανακτισμένοι», διεκδίκησαν και πήραν από το Κομμουνιστικό
Κόμμα «ζωτικούς χώρους» επιφέροντας την αμηχανία στο τελευταίο. Λειτουργώντας «αρτηριοσκληρωτικά» και με διεργασίες που συναντάμε σε συντηρητικά πολιτικά μορφώματα, δεν αφουγκράστηκε τους πολιτικούς μετασχηματισμούς που λάμβαναν χώρα, τους νέους όρους δηλαδή πολιτικού παιχνιδιού που οι «Αγανακτισμένοι» εισήγαγαν, και κυρίως το πρόταγμα ανάδυσης νέων μορφών αυτοοργάνωσης, συντροφικότητας, αλληλεγγύης, λαϊκής πάλης κ.λπ. Η πολιτική «μεταμέλειας» που ακολούθησε από ένα σημείο και ύστερα (όπως αυτή εκφράσθηκε από επίσημα «χείλη»), θεωρήθηκε αμφίθυμη, σπασμωδική, αμήχανη και όχι ειλικρινής, από την πλευρά των «Αγανακτισμένων». Εν κατακλείδι, οι «Αγανακτισμένοι» είχαν γίνει στη συνείδηση του κόσμου το κέντρο της αντίστασης και η ελπίδα για την ανεύρεση λύσης, απέναντι σε ένα διεφθαρμένο -κατά τους ίδιους- πολιτικό σύστημα. Και όμως, όπως αποδείχθηκε η διαμαρτυρία δεν αρκούσε για να -αν όχι ανατρέψει έστω- παρεμποδίσει ή αναστείλει τις διαδικασίες ψήφισης του μεσοπρόθεσμου. Μετά τη βίαιη καταστολή της κινητοποίησης την 28η και 29η Ιουνίου το κίνημα απομαζικοποιήθηκε. Η κόπωση λόγω της μακροημέρευσης, το δίλημμα «μένουμε ή φεύγουμε» που δεν έδειχνε ένα σαφή ορίζοντα για το τι μέλλει γενέσθαι, η απογοήτευση λόγω των εξελίξεων, ο κατακερματισμός σε πολυάριθμες ομάδες, ο δικτυοειδής χαρακτήρας της διαμαρτυρίας με πληθώρα δεσμών ανάμεσα σε αυτόνομους πυρήνες κ.α., απέτυχε να μονοπωλήσει την εκπροσώπηση σύνθετων συνόλων συμφερόντων και αξιών οδηγώντας σε εσωστρέφεια, καταδεικνύοντας την απουσία ενός αποφασισμένου οργάνου να συνεχίσει τον αγώνα. Ενός οργάνου που ο κόσμος που συμμετείχε είχε ουσιαστικά αρνηθεί. Το ακομμάτιστο και ακηδεμόνευτο, είχε βρεθεί στο σημείο «μηδέν». Το τέλος δεν άργησε να έρθει. Στις 16 Ιουλίου 2011 η Λαϊκή Συνέλευση απαριθμούσε 100-300 άτομα. Η απομαζικοποίηση και οι διακοπές του θέρους- ήταν η αρχή του τέλους με τη διαμαρτυρία να περατώνεται μετά από μια ενέργεια της πολιτικής «εξουσίας» (επιχείρηση εκκένωσης της Πλατείας Συντάγματος τον Ιούλιο του 2011 από τις δημοτικές αρχές). Ένας κύκλος ολοκληρώθηκε και ένας καινούργιος ίσως ξαναρχίσει. Σε μια περίοδο που δεν «ευνοεί» τον εφησυχασμό, την απάθεια και την κοινωνική αποχαύνωση το ερώτημα παραμένει. Πού είναι οι «Αγανακτισμένοι»; 1 Meynard J., (2002α) Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, σ. 564.
Ο Δημήτρης Βαγιανός σπούδασε Ευρωπαϊκό Πολιτισμό και Πολιτικές Επιστήμες
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Κλασικός και μοντέρνος Ελληνικός και παγκόσμιος Εκδήλωση - συζήτηση Δευτέρα 7 Οκτωβρίου στις 7.30 μμ. Πινακοθήκη Γρηγοριάδη, στο πλαίσιο της έκθεσης της Άννας Φιλίνη «Ποιο είναι τούτο το καράβι;» Μαρίνου Αντύπα 18, 141 21, Ν. Ηράκλειο, Τηλ.: 210 2719744 Ομιλητές: Κώστας Βούλγαρης, Δημήτρης Δημηρούλης, Στέφανος Ροζάνης Συντονίζει ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος
Η ΑΥΓΗ • 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
45
5
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Μετά, εκδόσεις Απόπειρα, σελ. 71 Να διακρίνεται καθαρά ο λεκές της ζωής. Αυτή η φράση από το προηγούμενο βιβλίο του Σταυρόπουλου, προοικονομεί και την εναργέστερη έκφραση του ποιητικού του διαβήματος στο παρόν βιβλίο: την ολοκληρωτική στροφή στο σύμπαν και στις απαρχές του ρομαντικού κινήματος. Ενός κινήματος διακριμένου ως εξεγερσιακού, όπως το όρισε το κορυφαίο δοκίμιο του Στέφανου ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Ροζάνη, «Η ρομαντική εξέγερση». Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει το «μετά», αυτή η τόσο βαριά, και στις μέρες μας φθαρμένη λέξη, αυτή το μόλις δισύλλαβο επίρρημα, το οποίο ήρθε να επωμισθεί τη φθορά τόσων αιώνων διαφωτισμού. Ήδη από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του Σταυρόπουλου, έχουμε μπει στο ρομαντικό άλγος: Αυτό που λεγόταν τοπίο έχει χαθεί. Το πρώην τοπίο έσβησε. Τη θέση του έχει πάρει μια φωτογραφία. Ξαφνικά, όπως ανάβουν οι φωτογραφίες, το νερό αρχίζει και χαϊδεύει τα χαρακτηριστικά μου. Αναδύεται σιγά σιγά το περίγραμμα. Φωτίζεται. Μετά, το κυρίως θέμα. Η ουσία. Η αύρα. Αλλά αυτή η επιστροφή στις πηγές και τις αφετηρίες δεν γίνεται με τρόπο αναχωρητικό ή νοσταλγικό. Γίνεται μέσα από το παρόν. Μέσα από τις «φωτογραφίες», δηλαδή τις α-
Όχι μετά, τώρα φηγήσεις, που πήραν τη θέση της πραγματικότητας, αλλά τώρα ζωντανεύουν, αποκτούν σάρκα και οστά, αναχωνεύονται μέσα στην πραγματικότητα, την αναζωογονούν, αλλά πάντως δεν την «αναπαρθενεύουν», όπως θα στόχευε ίσως μια δογματική ρομαντική αναβίωση. Πόσο πολύ μακριά βρισκόμαστε από την ακμή του μοντερνισμού, όταν ο Τάκης Σινόπουλος θρηνούσε για την έκπτωση και την αλλοίωση της στοιχειακής υπόστασης της καταγωγικής μήτρας, με το στίχο: και ο τόπος τοπίο. Αντίθετα, ο Σταυρόπουλος έχει αποδεχθεί τα συντελεσμένα, θεωρεί τετελεσμένη την απώλεια της «βαρβαρικής» αθωότητας, κατανοεί το μάταιο της αναζήτησης μιας αδιαμεσολάβητης αυθεντικότητας, που κάποτε, έστω η φαντασίωσή της, γονιμοποιούσε τις μορφές της μοντερνιστικής τέχνης. Επίσης, δεν διαχειρίζεται τη μετάβαση και την επιβίωση στο αλλοτριωμένο παρόν, με προθέσεις βελτίωσης και αναμόρφωσης. Με ζέση και άγριες διαθέσεις απέναντι στη γύρωθεν πραγματικότητα, επιμένει να αναζητά και να προτάσσει το ουτοπικό αίτημα του ανθρώπου, νοουμένου ως πρόσωπο, αλλά το αναζητά μέσα στο παρόν: Θα ξαναγεννηθώ ξανά με άφτιαχτο πρόσωπο. Στο προαύλιο αυτής της αιώνιας φωτογραφίας...
Εκεί είναι το μέλλον που θα αλλάξει τη γη. Στο αναμμένο αυτό τοπίο θα κατοικήσει ξανά το σμήνος των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν ορίζεται το «μετά», στο βιβλίο τού Σταυρόπουλου, με απόλυτη σαφήνεια: μετά τίποτα/ τίποτα/ όχι μετά/ τώρα Είναι ακριβώς ο τρόπος που πιάνει πάλι το νήμα από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ορίζοντας το παρόν ως σημείο επανεκκίνησης, αντιδρώντας σε όσα ανέφερα στην αρχή, δηλαδή στην κατάτμηση του λόγου, την ασυνέχεια του ειρμού, την απουσία έρματος, επιλέγοντας πλέον όχι τη φόρμα των ποιητικών στιγμιοτύπων ή σπαραγμάτων αλλά αυτή της ευρύτερης ποιητικής σύνθεσης. Επιλέγοντας καινούριους προγόνουςσυνομιλητές, όπως π.χ. ο Βύρωνας Λεοντάρης, με τον χαρακτηριστικό στίχο «ορθοστασία της λύπης», ή με τον πολύσημο «ανεπάγγελτο άγγελο», που μέσα στα συμφραζόμενα του Σταυρόπουλου ανακαλεί ταυτοχρόνως ένα διακειμενικό φάσμα, από Βέντερς μέχρι Εμπειρίκο, ενώ δεν λείπει -πώς θα μπορούσε άλλωστε;- και ο Νίκος Καρούζος της Νεολιθικής νυχτωδίας στην Κροστάνδη. Υπάρχουν περιοχές της ποίησης, στάσεις απέναντι στη ζωή και τα πράγματα, διαθέσεις και επιλογές, που συνεχώς επανέρχονται, διεκδικώντας μια νέα ζωή. Άλλοτε θεματοποιούνται, άλλοτε δίνουν το έναυσμα
ΦΡΜΚ
ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Στο κελί...
...είμαι τώρα αγαπημένη μου φίλη. Μετρώ καιρό την απουσία σου, αλλά κατά ένα τρόπο είναι πιο έντονη η παρουσία και σου και η μνήμη. Μέρες τώρα μετά από το φονικό των φαιών παρατηρώ την άθλια ιστορία τους, αλλά παράλληλα ανησυχώ για τους φαιούς που μας κυβερνούν. Κοντά στην βαρβαρότητα των πολιτικών τους αρχίζει να αχνοφαίνεται και ο κίνδυνος της εκτροπής, ή της μεγάλης προβοκάτσιας. Ποιος είναι ο λόγος θα μου πεις; Μα, ποτέ σε τούτη την χώρα να μην κυβερνήσουν οι ηττημένοι. Ποτέ να μην κυβερνήσουν οι απόγονοι των μακρονησιωτών, ή των τροφίμων του Άη Στράτη ή της Ικαρίας. Ποτέ να μην κυβερνήσουν αυτοί που πάλεψαν για την λευτεριά αυτής της χώρας.Κουράστηκα να ακούω για μπάτσους που συλλαμβάνονται, ή για φαιούς που αφήνονται ελεύθεροι, ή για άλλους που οδηγούνται στην φυλακή. Μέρος της ίδιας βρωμερής ιστορίας είναι όλοι τους. Ενός άθλιου συστήματος που νομίζει ότι ηγεμονεύει ακόμη. Αλλά μετρούν μέρες, όσο και αν νομίζουν ότι είναι αήττητοι. Το αίμα που χύθηκε είτε του Έλληνα είναι του Ξένου, είναι δικό μας αίμα. Έχουμε μέρος σ’ αυτό, είναι μια μεταλαβιά ιερή που δεν μπορούν οι φαιοί και οι φίλοι τους να καταλάβουν. Γι’ αυτό θα χάσουν. Τώρα σε τούτο το μικρό μοναστικό κελί, μου έρχονται θύμησες του τελευταίου καιρού. Ενός καιρού που γέννησε πολλά πράγματα, που ξύπνησε εικόνες και ανέστησε συνειδήσεις θαμμένες εδώ και χρόνια σε μια ύπνωση παράταιρη. Αγαπημένη μου φίλη, παρ’ όλη τη θλίψη του θανάτου, παρ’ όλη την θλίψη της απουσίας σου, νοιώθω πως πάλι ο έρωτας των πραγμάτων και της ζωής θα σπρώξει τα πράγματα. Ευτυχώς δεν βλέπω τις καθεστωτικές ειδήσεις, ούτε διαβάζω τα γράμματα των αυλικών του Μαξίμου. Αλλά εκείνο που προσπαθώ να καταλάβω είναι οι ψυχές των ανθρώπων του μόχθου. Κι’ αυτές μιλούν για το τέλος της βασιλείας των φαιών και του πρωθυπουργού τους. Που γυρνά και μιλά στην οι-
για καινούριες αποκρυσταλλώσεις, άλλοτε για την ίδια την άρνησή τους, δηλαδή για γόνιμες αναστοχαστικές διαδικασίες. Η δουλειά του ποιητή είναι αφενός να διακρίνει όσα είναι συμβατά με τα αιτούμενα του δικού του προτάγματος, και αφετέρου να καταφέρει να τα διαχειριστεί χωρίς να τον ρουφήξουν στη δίνη τους. Ο Σταυρόπουλος έχω τη γνώμη πως τα καταφέρνει και τα δύο. Ως αποτέλεσμα, έχουμε ένα ποιητικό διάβημα που διαχειρίζεται με πάθος και συνέπεια μία από τις διαρκέστερες μορφοποιήσεις στην ιστορία της τέχνης και των ιδεών, δηλαδή αυτή της ρομαντικής βίωσης του κόσμου, με τη στάση βέβαια της ρομαντικής εξέγερσης. Εφαρμόζοντας, με τα μέσα της ποίησης, τη διατύπωση, που αποτελεί και μια θέση-ορόσημο, του Φρέντρικ Τζέιμσον: «Η επιθυμία που λέγεται ουτοπία». Αν όμως συνεχίζαμε τη σκέψη του Τζέιμσον, θα έπρεπε να αναφερθούμε στο ζήτημα της μορφής, μέσα από την οποία, και μέσα στην οποία, λαμβάνει χώρα η διεργασία επικαιροποίησης και επαναδιατύπωσης του ρομαντικού προτάγματος. Προχωρώντας ακόμα πιο πέρα, θα υιοθετούσα ασμένως την άποψη του Τζέιμσον, ότι όπως η λογοτεχνική αξία της μορφής υπόκειται σε συνεχείς αμφισβητήσεις, έτσι και η πολιτική της θέση είναι δομικά αμφιλεγόμενη. Μάλιστα, οι διακυμάνσεις των ιστορικών συμφραζομένων δεν καταφέρνουν να διαλύσουν αυτή τη μεταβλητότητα, η οποία οπωσδήποτε δεν είναι ζήτημα γούστου ή ατομικής κρίσης. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
Τεύχος - 1, άνοιξη καλοκαίρι 2013
κουμένη για όσα πέτυχε. Ποιος; Που δεν άκουγε τίποτε για τους φαιούς εγκληματίες και συνεχίζει ακόμη την επικίνδυνη θεωρία των δύο άκρων. Γι’ αυτό είναι πολλαπλά επικίνδυνος και για την χώρα και για την δημοκρατία, μαζί με τον αδελφοποιτό του πια τον αντιπρόεδρο. Τώρα που αρχίζει να αχνοφαίνεται ο άγριος χειμώνας φαντάζομαι πως η θάλασσα, πιο ταραγμένη από ποτέ, θα συνοδεύσει τον ξεσηκωμό του λαού. Και ίσως τότε αγαπημένη μου φίλη να μπορέσω να γράψω λίγα λόγια για τα θάματα. Σε τούτο κελί νοιώθω ότι με συνοδεύει το βλέμμα σου. Άλλοτε γλυκό και άλλοτε θυμωμένο ή επικριτικό, σαν να θέλεις να μου δείξεις ότι δεν πρέπει να ενθουσιάζομαι για αυτά που θα ‘ρθουν. Αλλά δεν ενθουσιάζομαι. Είναι μέρες τώρα που σκέφτομαι την επόμενη μέρα, αν ο λαός δώσει στην αριστερά την κυβέρνηση. Με πιάνει ένα δέος μπροστά στη βία της παλιάς τάξης πραγμάτων. Αυτών που νόμιζαν ότι η εξουσία είναι απόλυτα δική τους για πάντα και είναι ικανοί να κάνουν οτιδήποτε για να μην την χάσουν. Είναι κάποιες φορές στην ιστορία όμως που ο ίδιος ο λαός προσπερνά τις προβοκάτσιες και δίνει το δικό του μέτρο και την δική του λύση στα πράγματα. Αυτό νοιώθω ότι θα γίνει και τώρα. Μπερδεύω τώρα που νύχτωσε την μορφή σου με την μορφή μιας παναγιάς. είναι που έχω λίγο φως, φως από ένα κερί που αχνοφέγγει. Φευγάτος, είπες, αλλά κατά βάθος ήξερες ότι δεν ήμουν ποτέ, όπως το ήξερα κι’ εγώ για σένα. Θα βρεθούμε στον Άγιο Παντελεήμονα, εκεί που οι φαιοί νομίζουν ότι κανοναρχούν τα πράγματα, και θα προσευχηθούμε μαζί για τις ψυχές που δέχθηκαν τη βία των τσακαλιών της νύχτας. Εκεί θα βρεθούμε αγαπημένη μου φίλη, σ’ ένα συλλείτουργο μυστικό, σε μια ευφρόσυνη γιορτή γι’ αυτούς που έφυγαν άδικα από χέρι φασιστικό. Καληνύχτα αγαπημένη μου φίλη, καληνύχτα. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Φάρμακο είναι ο τίτλος του νέου εξαμηνιαίου περιοδικού ποίησης. To όνομά του, σύμφωνα με την πλατωνική σημασία, αφορά το δηλητήριο και το ίαμα συνάμα. Είναι ακριβώς αυτή η διττή σημασία που γοήτευσε τον Ντερριντά στο ομώνυμο δοκίμιό του «La Pharmacie de Platon». Με μια τέτοια πλούσια λειτουργία, ίσως, αποσκοπεί να λειτουργήσει το νέο έντυπο, ή με τα δικά του λόγια, να «εξερευνήσει το ποιητικό φαινόμενο». Στις σελίδες του θα φιλοξενεί σύγχρονη ελληνική και μεταφρασμένη ποίηση, δοκίμιο ελλήνων και μη καθώς και κριτική της ελληνικής ποιητικής παραγωγής. Μόνιμο θα είναι ένα οκτασέλιδο, δίχρωμο, ιλουστρασιόν ένθετο, στο μέσον του περιοδικού με φωτογραφικά ή εικαστικά έργα σύγχρονων δημιουργών. Από την ύλη του πρώτου τεύχους ξεχωρίζουν τα δοκίμια της Marjorie Perloff «Ο Μοντερνισμός τώρα», της Fanny Howe «Σύγχυση» και της Τατιανής Ραπαντζίκου «Τυπογραφικοί πειραματισμοί και η υλική διάσταση της ποιητικής γραφής» και από ποιητικά κείμενα εκείνο της Φοίβης Γιαννίση «Περί Ύπνου 1». Διευθύντρια του περιοδικού είναι η Κατερίνα Ηλιοπούλου. Μέρος της συντακτικής ομάδας αποτελείται από ποιητές που δραστηριοποιήθηκαν παλιότερα στις Αναγνώσεις στο Dasein και συναποτελούν την διαδικτυακή πλατφόρμα Poetry Now. ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΝΤΖΗΣ
46
Η ΑΥΓΗ • 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Με το βλέμμα στην ενότητα του κόσμου ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΤΣΟΥΠΡΟΥ, Σε κοιτούν, διηγήματα, εκδόσεις Γρηγόρη, σελ. 60 Τα χρόνια της μεγάλης υποκρισίας, που ευτυχώς αποκαλύπτεται πλέον, η ελληνική πεζογραφία έμοιαζε χωρίς προσανατολισμό και οι πλέον προβεβλημένοι συγγραφείς, αχθοφόροι μύριων ενοχών, πάσχιζαν να βρουν το δρόμο προς την ατομική καταξίωση δοξολογώντας τη ζωή - κι ας ήταν βουτηγμένοι στο θάνατο. Τραγουδούσαν «για να ξεχωρίσουν απ’ τον κόσμο», αναθεμάτιζαν κάθε μεταφυσική αναφορά και είχανε για σημαία το όνειρο της μικροαστικής ευδαιΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
μονίας. Άχρηστη γι’ αυτή τη λογοτεχνία ήταν η ψυχή, περιφρονημένη η ελπίδα για ένα κόσμο ελευθερίας από την ανάγκη. Η λήθη του θανάτου κυριαρχούσε και συνοδευόταν φυσικά από τη μεγάλη ταξική (αυτ) απάτη πως όλα τείνουν προς ένα κόσμο ευημερίας. Δεν απαιτείται φυσικά ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς πως μια τέτοια λογοτεχνία ταίριαζε στην ελληνική κοινωνία. Αυτήν ζητούσε! Ωστόσο, η διαλεκτική πορεία του κόσμου δεν σταματά. Η ύβρις κάποτε κατακρημνίζει τις αυταπάτες και τότε αξιολογικά και αισθητικά κριτήρια επανατίθενται, οι μεθοδολογικές επιλογές επανεκτιμώνται, οι συγγραφικές αρχές αναθεωρούνται. Είναι η ώρα να καθαρίσει η ήρα απ’ το στάρι. Προς αυτή την ώρα φαίνεται πως βαδίζουμε πλέον. Στην ώρα που δεν θα προσέχουμε πια αυτούς που απλώς λένε την «αλήθεια τους» αλλά αυτούς που θα τολμούν να μιλούν για την αλήθεια. Όχι φυσικά την αλήθεια της ιδιωτείας και της «κινητικότητας» -αρκετά με την μεταμοντέρνα υποκειμενικότητα- αλλά αυτήν που μας φέρνει μπροστά στα αντικειμενικά όριά μας. Κι αυτά δεν είναι άλλα από τη ζωή και το θάνατο. Ας μιλήσουμε λοιπόν γι’ αυτά τα όρια, με οδηγό μια συλλογή διηγημάτων που ξεχώρισαν μέσα στον εκδοτικό πληθωρισμό της πεζογραφίας του καιρού μας. Με θητεία ευδόκιμη στην πανεπιστημιακή ζωή, με αξιοπρόσεκτη συνεισφορά στη θεωρία της λογοτεχνίας και υποδειγματική άσκηση της λογοτεχνικής κριτικής, η Σταυρούλα Τσούπρου εξέδωσε πριν λίγο καιρό το πρώτο βιβλίο διηγημάτων της που φέρει τον πολύσημο τίτλο «Σε κοιτούν». Η ρεαλιστική αφήγηση που την κάνουν συναρπαστική η υφολογική ποικιλία, το ονειρικό στοιχείο και η λιτότητα (μα και η ακρίβεια) στην έκφραση, η λειτουργική αφομοίωση των τεχνικών του μοντερνισμού, με τη ροή της συνείδησης και τον εσωτερικό μονόλογο να ενισχύουν και να μην υπονομεύουν την πλοκή, καθώς και η στιβαρή όσο και μετρημένη χρήση των δοκιμιακών αρετών της συγγραφέως, μας χάρισαν μερικά από τα πιο πρωτότυπα και συνθετικά διηγήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Κι όχι μόνο αυτό. Η Τσούπρου πέτυχε να δείξει, χωρίς διδακτισμούς, τον τρόπο με τον οποίο η φιλολογική και διανοητική επάρκεια δεν γίνεται εμπόδιο για την πρωτότυπη λογοτεχνία, αλλά στα χέρια ικανού τεχνίτη μπορεί να γίνει εφαλτήριο για έργα σημαντικά.
Συνηθίζουμε να διακρίνουμε την πεζογραφία σε έργα αφηγηματικής δεινότητας και σε έργα ιδεών. Όπως, σχεδόν παρόμοια, συνηθίζουμε να στοχαζόμαστε με αντιθετικά ζεύγη: ύλη- πνεύμα, φθαρτό- άφθαρτο, αισθητό- νοητό, εφήμερο- αιώνιο. Πώς μας επιβλήθηκε αυτός ο τρόπος σκέψης; Από την πραγματικότητα και την κοινή εμπειρία που προμηθεύει τα στοιχεία για τέτοιες κρίσεις ή από δική μας ανάγκη για απλότητα και απλούστευση; Κάθε μέθοδος που σχηματοποιεί τον κόσμο και τον παριστάνει δισυπόστατο μοιάζει «ιδεαλιστική», δεν είναι ωστόσο παρά μέθοδος που διευκολύνει τον φυγόπονο νου να τιθασεύσει την ασύλληπτη αλήθεια της ζωής. Παράδειγμα αδρό η νύχτα και η μέρα. Ανάμεσά τους μεσολαβούν αμέτρητες στιγμές και καταστάσεις, από την αυγή ως το σούρουπο κι από τη νύχτα ως την επόμενη αυγή. Μήπως όμως όλα αυτά δεν είναι παρά συμβατικοί όροι που ζητούν να «παγιώσουν» μια τόσο ρευστή κατάσταση όπως είναι η ύπαρξη και ο κόσμος; Θεωρώ (αυθαίρετα ίσως) πως η Τσούπρου είχε ακριβώς αυτή την καθοδηγητική ιδέα. Πώς δηλαδή θα δείξει, αφηγηματικά και αισθητικά και όχι διανοητικά, ότι ο δυισμός είναι η αδυναμία μας να δούμε την ενότητα και την πληρότητα της ζωής που δεν τελειώνει ποτέ αλλά ολοκληρώνεται και συνεχίζεται. Ιδωμένοι έτσι οι ήρωες της, που μοιάζει να κυριεύονται από τη νύστα του θανάτου και από τη λαχτάρα για το τίποτα ως μόνη λυτρωτική διέξοδο, δεν αρνούνται αυτή καθ’ αυτή τη ζωή αλλά τη ζωή ως ασθένεια. Κυριολεκτώ: τη ζωή ως έλλειψη σθένους. Αναζητώντας ένα νόημα που δεν βρήκανε, οι ήρωες συνειδητοποιούν την έλλειψη κάθε κανόνα και κάθε αρμονίας. Και τότε όλα, η μακρόχρονη σπατάλη δύναμης, η ματαιότητα της αγωνίας, απώλειες και ανασφάλειες, όλα ντύνονται γιορτινά στην αναμονή του θανάτου. Με τον τρόπο αυτό, το Γίγνεσθαι που δεν επιδιώκει και δεν πραγματοποιεί τίποτα, αποδεικνύεται αίφνης ως Είναι. Ο άνθρωπος ως απόλυτη αξία. Όχι όμως με την έννοια του αδηφάγου, του μηδενιστικού αστικού εγωισμού, αλλά με επίγνωση της τραγικότητας και της μοναδικότητας κάθε ανθρώπινου όντος. Ο κόσμος καθ’ αυτός, ως ενότητα και ο κόσμος των φαινομένων κονταροχτυπιούνται στα δεκατέσσερα διηγήματα του βιβλίου. Στο «β΄ πρόσωπο» για παράδειγμα, η οργή για την ανημπόρια που φέρνουν αναπότρεπτα ο χρόνος και το γήρας, κατασιγάζουν με τον πόθο της ανυπαρξίας. Ο πόθος αυτός όμως δεν είναι παραίτηση ή φυγή. Είναι ο πόθος για μιαν έξοδο από την ανάγκη. Δεν πρόκειται συνεπώς για πεισιθάνατη εκλογή αλλά για εκλογή ζωής. Είτε χωρίς όνειρα και φιλοδοξίες είναι οι ήρωες, είτε παλεύουν για να κατακτήσουν όσα αξίζουν αλλά η αναξιοκρατία της κοινωνίας (ή μήπως της ζωής;) τους στερεί, καταλήγουν στην ίδια πάντα διαπίστωση. Πως το αναπότρεπτο τέλος, η συνείδηση του «είναι- προς- θάνατον» κάνει λιγότερο οδυνηρή ακόμη και την έλλειψη «άδειας αναπαραγωγής» (τίτλος διηγήματος). Μένουν τα όνειρα βεβαίως. Ψευδαίσθηση; Ή μια άλλη πραγματικότητα; Ταξίδια στα νερά του Νείλου και τρίωρα απόδρασης, δεν συσκοτίζουν το γεγονός πως η μόνη λύτρω-
ση είναι το Τέλος. «Το τίποτα θα ήταν λύση, θα ήταν ξαλάφρωμα, θα ήταν γιορτή. Γιορτή χωρίς καλεσμένους». Μάτια που σε κοιτούν εξεταστικά και άλλοτε μοιάζουν φυλακές, άλλοτε ανακριτές κι άλλοτε δέλεαρ, μπορούν ίσως προσώρας να απαλύνουν την τυραννία της φύσης και των ανθρώπων, την τρομερή τυραννία της αντικειμενικής πραγματικότητας. Καθώς όμως χώρος, χρόνος, αιτίες τούς κυκλώνουν απειλητικά, οι ήρωες των διηγημάτων αυτών νιώθουν πως στον σκληρό κόσμο που ζουν, καμιά αληθινή εξατομίκευση δεν υπάρχει, καμιά πρακτική δυνατότητα πολλαπλών επιλογών. Περπατώντας στην προαιώνια λάσπη και εντυπώνοντας γραμμές (βλέπε διήγημα «Η πόλη του»), ξανά και ξανά, οι ήρωες του βιβλίου ανακαλύπτουν πως η πόλη, η ζωή τους, που κάποτε χτιζόταν με τόσες προσδοκίες, γίνεται όλο και πιο αφόρητη. Και πρέπει μόνοι τους να γίνουν οι από μηχανής θεοί της σωτηρίας τους. Μα αλίμονο, δεν έχουν τη δύναμη. Δηλαδή τη βούληση. «Στο δάσος» της μεγάλης αναχώρησης κάθε απόφαση είναι αδύνατη. Το τρομερό μυστικό έχει ήδη φωτιστεί: η μόνη λύτρωση από το μαρτύριο της βούλησης είναι η άρνηση της βούλησης.
Η τέχνη του λόγου της Τσούπρου ως παρόρμηση και ως μορφή, είναι μια αφήγηση της ανάγκης του σύγχρονου ανθρώπου για απαλλαγή από τα βάρη ενός κόσμου άδικου. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια επιθυμία λήθης. Το αντίθετο. Οι ήρωες που έχουν παρατραβήξει το σχοινί και έχουν πνίξει από πείσμα κάθε επιθυμία που κάποτε ξεχείλιζε, μπορεί να παραιτούνται με ένα ρίγος αποστροφής, δεν παύουν ωστόσο να νοσταλγούν ένα κόσμο ενότητας. Δεν πρόκειται λοιπόν για ηττοπάθεια. Πρόκειται για απαιτητικότητα. Αυτή ακριβώς είναι και η ουσία του συγγραφικού ταλέντου της Στ. Τσούπρου. Η επιθυμία να φωτίσει τα πράγματα και τις αιτίες τους, για να πάει στο βάθος. Για χάρη αυτής της επιθυμίας χαλιναγώγησε το συναίσθημα αλλά και υπόταξε τη λογική. Αρνήθηκε την πρόσχαρη, ανάλαφρη αοριστία και τη λειψή τελειότητα ενός τυπικού διηγήματος. Το τρομερό παιχνίδι της φαντασίας δεν είναι προϊόν χαράς ούτε γεννά χαρά. Μπορεί ωστόσο να συνομιλήσει για τα μεγάλα. Κι όταν μιλάς με τόσην έμπνευση για τα μεγάλα, χωρίς μεγάλα λόγια, το στοίχημα έχει κερδηθεί.
Ο Κώστας Χατζηαντωνίου είναι πεζογράφος
8 χρόνια χωρίς τον Ηλία Λάγιο
υπομονετικά, στοίχισε κι άθροισε το εχθές και την αύριον στο σήμερα
Η ΑΥΓΗ • 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
7
47
Προκλήσεις και Αποκρίσεις Φιλοσοφία και Επιστήμες στον Εικοστό Αιώνα, επιμ. Αριστείδης Μπαλτάς & Κώστας Στεργιόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 534 «Οι μεγάλες επιστημονικές ρήξεις και καινοτομίες προκαλούν τη φιλοσοφία»: η θέση αυτή, ρητά διατυπωμένη στον Πρόλογο της παρούσας έκδοσης από τους επιμελητές της, συνιστά τη μία εκ των δύο κατευθυντηρίων γραμμών, επί των οποίων αρθρώνεται ο θεωρητικός λόγος των εργασιών που συγκροτούν το περιεχόμενό της. Η δεύτερη αφορά στην ιδέα ότι «η διάκριση ανάμεσα σε «αναλυτική» και «ηπειρωτική» φιλοσοφική παράδοση δεν υποδηλώνει σε επίπεδο αρχής καμία διαφορά φιλοσοφικής ποιότητας και δεν θέτει κανένα ζήτημα καθολικής φιλοσοφικής υπεροχής». Και οι δύο μαζί μπορούν να ειδωθούν ως ο λογικός πυρήνας της σειράς των μαθημάτων που ο Αριστείδης Μπαλτάς διδάσκει, αδιαλείπτως, εδώ κι αρκετά χρόνια, στα πλαίσια του μεταπτυχιακού σεμιναρίου του διαπανεπιστημιακού (ΕΚΠΑ /ΕΜΠ) ΠΜΣ της Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης και της Τεχ-νολογίας. Η παρούσα έκδοση αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συγγραφικό απότοκο της θεωρητικής πορείας που διανύθηκε, κατά τρόπο ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΝΩΛΗ
συλλογικό, από τους φορείς του σεμιναρίου. Τα δεκαπέντε κεφάλαια που απαρτίζουν τον τόμο συντίθενται από τα μερικώς αναθεωρημένα κείμενα των εργασιών που εκπόνησαν μαθητές του σεμιναρίου (η πρώτη γενιά φιλοσόφων και ιστορικών της επιστήμης που μορφώθηκε από δασκάλους της ημεδαπής) περί τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, όταν το σεμινάριο άρχισε να σταθεροποιεί τη μορφή και την ύλη του. Οι εργασίες αυτές συντάχθηκαν με την παρότρυνση και υπό την εποπτεία του διδάσκοντος με σκοπό να αποτελέσουν, υπό τη μορφή σημειώσεων, διδακτικό βοήθημα του σεμιναρίου. Όπως αποκαλύπτει ο Πρόλογος του βιβλίου, η όλη δραστηριότητα συνιστούσε ένα διδακτικό πείραμα, το οποίο αποσκοπούσε στη δοκιμή της ιδέας ότι μεταπτυχιακοί φοιτητές και φοιτήτριες είναι ικανοί να συγγράψουν, υπό την κατάλληλη καθοδήγηση, έγκυρες εργασίες για διδακτικούς σκοπούς. Πείραμα που κατέστη τελικώς επιτυχημένο στο βαθμό που το σώμα αυτών των σημειώσεων αποτελούσε μέχρι πρότινος το κύριο διδακτικό βοήθημα του σεμιναρίου. Λόγω του ισχυρού δεσμού ανάμεσα στην παρούσα έκδοση και στο σεμινάριο, η κατά το δυνατόν σφαιρικότερη κατανόηση και έγκυρη αποτίμηση της πρώτης προϋποθέτει μια κάποιου είδους προβολή της στον ορίζοντα του δευτέρου. Μια τέτοιου τύπου προβολή θα καθιστούσε επίσης δυνατή την περαιτέρω διασάφηση των θέσεων που οι επιμελητές της επικαλούναι, ήδη από τον Πρόλογο, ως θεωρητικούς τους οδηγούς. Υπό αυτή την έννοια είναι σκόπιμο να επισημανθεί η διπλή όψη της δομής του σεμιναρίου, σύστοιχη της πρόθε-σης που αφορά στην άρση της αντίθεσης αναλυτικό /ηπειρωτικό, στο επίπεδο των φιλοσοφικών παραδόσεων, και της ανάδειξης δυνατοτήτων θεωρητικής συνομιλίας μεταξύ των δύο πόλων. Η διπλή αυτή όψη αντανακλάται στην οργάνωση της ύλης του σεμιναρίου σε δύο διαδοχικά ακαδημαϊκά εξάμηνα, στο πλαίσιο των οποίων εξετάζονται ξεχωριστά τα δύο φιλοσοφικά ρεύματα και οι ιστορικο-θεωρητικοί όροι συγκρότησής τους. Η παρούσα έκδοση συντονίζεται με τις διαλέξεις του χειμερινού εξαμήνου, των οποίων η προβληματική αφορά στην αναλυτική παράδοση. Η πρωτοτυπία της όλης προσέγγισης έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι δεν περιορίζεται σε μια στενά συστηματική παρουσίαση των καθαρά θεωρητικών χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης παράδοσης. Χωρίς να εκβάλλει σε μια χαλαρή περιοδολογική αφήγηση ιστορίας των ιδεών, επιχειρείται η κατανόηση των νέων φιλοσοφικών όρων και εννοιών μέσα από το πρίσμα των σχέσεων φιλοσοφίας και επιστήμης και την ανάδειξη των έντονων πολιτικο-κοινωνικών και πολιτισμικών τους διαστάσεων, στην κατεύθυνση που υποδεικνύει η θέση ότι, η επιστημονική καινοτομία προκαλεί και η φιλοσοφία αποκρίνεται αναδιοργανώνοντας, με την προσίδια συστηματική της αυστηρότητα, το νέο γνωσιακό τοπίο. Μολο-
Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας των επιστημονικών επιτευγμάτων στο χώρο των μαθηματικών και της φυσικής στις αρχές του αιώνα και η ανάγκη της φιλοσοφικής τους κατανόησης, οδήγησαν στη συγκρότηση του κλάδου της φιλοσοφίας της επιστήμης, ως αυτόνομου πεδίου φιλοσοφικής έρευνας στο πλαίσιο της αναλυτικής παράδοσης νότι το σχήμα μοιάζει λειτουργικό στην εφαρμογή του σε οποιοδήποτε τμήμα του ιστορικού φάσματος της ανθρώπινης σκέψης, το ενδιαφέρον εδώ εστιάζεται, όπως μαρτυρά ο τίτλος της έκδοσης, που είναι ταυτόχρονα και τίτλος του σεμιναρίου, στον 20ό αιώνα. Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας των επιστημονικών επιτευγμάτων στο χώρο των μαθηματικών και της φυσικής στις αρχές του αιώνα και η ανάγκη της φιλοσοφικής τους κατανόησης, οδήγησαν στη συγκρότηση του κλάδου της φιλοσοφίας της επιστήμης, ως αυτόνομου πεδίου φιλοσοφικής έρευνας στο πλαίσιο της αναλυτικής παράδοσης. Σημείο εκκίνησης αποτελεί το γνωσιολογικό μέρος της καντιανής φιλοσοφίας, όπως αυτό αναπτύσσεται στην Κριτική του Καθαρού Λόγου. Το σχήμα του Καντ, ως λύση, σύμφωνα με τον ίδιο, της γνωσιολογικής διαμάχης που διεξήχθη ανάμε-
σα στον ορθολογισμό και στον εμπειρισμό κατά τους πρώτους αιώνες της νεωτερικότητας, συνιστά την ολοκληρωμένη απάντηση της φιλοσοφίας στο ερώτημα που της έθεσε η Επιστημονική Επανάσταση του 16ου & 17ου αιώνα, το περιεχόμενο της οποίας συμπυκνώνει, κατά τρόπο μοναδικό, το έργο του Νεύτωνα. Η καντιανή οργάνωση των συνθηκών δυνατότητας της εμπειρίας και η σύστοιχή της δυνατότητα παραγωγής a priori συνθετικών κρίσεων, εκ μέρους του γνωσιολογικού-υπερβατολογικού υποκειμένου, παρέχουν το έδαφος για την μεταφυσική θεμελίωση της νέας επιστήμης. Έτσι, η καθαρή εποπτεία του χώρου αποτελεί στην ουσία τη μεταφυσική βάση των αξιωμάτων της ευκλείδειας γεωμετρίας κι εκείνη του χρόνου (ως διακριτότητα στιγμών) της αριθμητικής, ενώ οι νόμοι του Νεύτωνα δύνανται να λάβουν τη μορφή a priori συνθετικών κρίσεων μέσω μιας ορισμένης συνάρθρωσης των καθαρών εποπτειών της αισθητικότητας και των a priori κατηγοριών της διάνοιας. Εν συνεχεία παρουσιάζεται ο τρόπος που οι εξελίξεις στα μαθηματικά, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, και κυρίως στη φυσική, στις αρχές του 20ού, υπονόμευσαν την καντιανή θεώρηση δημιουργώντας το αίτημα της θεωρητικής αναδιάταξης στην κατεύθυνση της εκ νέου γνωσιολογικής σταθεροποίησης. Οι μη ευκλείδειες γεωμετρίες, η αριθμοποίηση της ανάλυσης με την εισαγωγή της έννοιας του ορίου και η θεωρία συνόλων του Κάντορ, απ’ την πλευρά των μαθηματικών, σε συνδυασμό με τις θεωρίες σχετικότητας (ειδική και γενική) του Αϊνστάιν και την κβαντική μηχανική, από την μεριά της φυσικής, τίναξαν κυριολεκτικά στον αέρα κάθε έννοια καθαρής εποπτείας και έθεσαν υπό αμφισβήτηση την απριορικότητα λογικών κατηγοριών, όπως αυτή της αιτιότητας. Η νέα πρόκληση προς τη φιλοσοφία εκδηλώθηκε, αρχικά, ως κρίση θεμελίων στο πεδίο των μαθηματικών. Η απόπειρα άρθρωσης απαντήσεων από τη μεριά των φιλοσόφων και των μαθηματικών πήρε τη μορφή τριών διακριτών ισχυρών τάσεων (ιντουισιονισμός, φορμαλισμός, λογικισμός) κάθε μια εκ των οποίων επιχείρησε, ανεπιτυχώς όπως τελικά αποδείχθηκε, να σώσει ορισμένες όψεις της καντιανής θεώρησης, αναδιαρθρώνοντας κάποιες άλλες. Παρά την αδυναμία άρθρωσης οριστικής απάντησης, οι προσπάθειες στο πεδίο της μαθηματικής θεμελίωσης, εκτός του ότι συνεισέφεραν καθοριστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της μαθηματικής επιστήμης, δημιούργησαν τους όρους για την ανάδυση της αναλυτικής φιλοσοφικής παράδοσης, στο πλαίσιο της οποίας κατέστη δυνατή η ανάπτυξη μιας νέας ισχυρής επιστημολογίας. Οι όροι της μετάβασης στη νέα φιλοσοφική κατάσταση εντοπίζονται, σύμφωνα με την παρούσα αφήγηση, στο έργο των Φρέγκε και Ράσελ και τη σύστοιχη με αυτό ανάπτυξη της νέας συμβολικής λογικής. Ο Φρέγκε στο πλαίσιο της προσπάθειας του για τη θεμελίωση της αριθμητικής στη Λογική (λογικισμός), ανέπτυξε μια ριζικά νέου τύπου μαθηματική λογική, η οποία αναδείχθηκε σε ισχυρό φιλοσοφικό εργαλείο για την ανάλυση της φυσικής γλώσσας. Το ύστερο έργο του Φρέγκε αλλά και οι φιλοσοφικές έρευνες του Ράσελ προσανατολίζονται σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση. Ακολουθώντας τους Φρέγκε και Ράσελ στην στροφή προς τη γλώσσα ο νεαρός Βιτγκενστάιν επιχείρησε να δείξει ότι όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα συνιστούν γλωσσικού τύπου ασάφειες, η άρση των οποίων καθίσταται δυνατή μέσω της γλωσσικής ανάλυσης. Οι ριζοσπαστικές ιδέες του Βιτγκενστάιν αναφορικά με τη Λογική, τη γλώσσα και τη φιλοσοφία ως δραστηριότητα διασάφησης συνθέτουν το περιεχόμενο της Λογικο-Φιλοσοφικής Πραγματείας (Tractatus Logico-Philosophicus), η οποία δημοσιευμένη το 1921 συνιστά κείμενο σταθμό για την αναλυτική παράδοση αλλά και για ολόκληρη τη δυτική φιλοσοφία. Οι ιδέες του Tractatus συνδυασμένες με θέσεις κι απόψεις του κλασικού εμπειρισμού των Χιουμ και Μιλλ και με καταλύτη τις εξελίξεις στη φυσική (σχετικότητα/κβαντομηχανική), θα οδηγήσουν στην ανάδυση του φιλοσοφικού κινήματος του Λογικού Εμπειρισμού-Θετικισμού. Κεντρικό αίτηΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
48
Η ΑΥΓΗ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Προκλήσεις και Αποκρίσεις έτσι όπως αυτές αναπτύσσονται στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων (1962), σε συνδυασμό με τις συνεισφορές των Λάκατος και Φεγιεράμπεντ, οι οποίες επιχειρούν μα των φορέων του εν λόγω κινήματος, το οποίο είχε ως γετην ανάπτυξη των κουνιανών απόψεων προς δύο ριζικά αωγραφικό του κέντρο τη Βιέννη του μεσοπολέμου, υπήρντίθετες κατευθύνσεις. Παράλληλα, επισημαίνεται ο συξε η θεμελίωση μιας επιστημονικής φιλοσοφίας ικανής να γκροτητικός, για τη διαμόρφωση του ρεύματος, ρόλος των εκτοπίσει κάθε έννοια μεταφυσικής ως στερούμενη νοήνέων μεθοδολογικών τάσεων της επιστημονικής ιστοριοματος. Η επαληθευσιοκρατική αρχή, η οποία εντοπίζεται γραφίας της δεκαετίας του ‘50, οι οποίες οδήγησαν σε ένα στον πυρήνα της λογικο-εμπειριστικής τοποθέτησης συείδος ενοποίησης των δύο κλάδων. Ενοποίηση που έλαβε νιστά απόπειρα θεωρητικής πραγμάτωσης του εν λόγω αιτη θεσμική της μορφή μέσω των προγραμμάτων Ιστορίας και τήματος. Φιλοσοφίας της Επιστήμης, τα οποία άρχισαν να αποτελούν Η θεωρητική εμβέλεια του λογικο-εμπειριστικού κινήμαδιδακτική και ερευνητική υποχρέωση για όλο και περισσότος αντανακλάται στο γεγονός ότι η ανάπτυξή του συμπίτερα πανεπιστήμια. Διερευνώνται, επίσης, οι θεωρητικές πτει με την ανάδειξη της φιλοσοφίας της επιστήμης σε αυσυνέπειες και οι σχετικιστικές συνδηλώσεις της κουνιανής τόνομο φιλοσοφικό κλάδο. Η παρούσα προσέγγιση εμμένει θέσης περί ασυμμετρίας των Παραδειγμάτων, καθώς και η στην ανάδειξη του θεωρητικού πλουραλισμού, του συλλοεπανανομιμοποίηση ερωτημάτων μεταφυσικής υφής που γικού χαρακτήρα, του ριζοσπαστισμού και της διάρκειας της ενθαρρύνουν τη συνο-μιλία των πρωτοπόρων του νέου ρεύσυγκεκριμένης θεωρητικής κίνησης επιχειρώντας, ως ένα ματος, οι οποίοι εξακολουθούν να προέρχονται από τις επιβαθμό, κάποιου είδους αποκατάσταση της απαξίωσης που στήμες, με ιδέες και απόψεις του χώρου της παραδοσιακής υπέστησαν οι ιδέες αυτές κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιφιλοσοφίας. ώνα, η οποί-α είχε ως κύρια αιτία τον άτεγκτο αντι-μεταφυΤο ερώτημα της φιλοσοφικής υποστήριξης της ιστορικισικό τους ορίζοντα. Παράλληλα με την ανάδειξη των καθαστικής θεώρησης από συνεισφορές εξωτερικές ως προς την ρά θεωρητικών χαρακτηριστικών του κινήματος, διερευκαθαυτό φιλοσοφία της επιστήμης, εξετάζεται στην ενότηνώνται οι ιστορικοί και κοινωνικοί παράγοντες που συνέτα του βιβλίου που αφιερώνεται στο έργο φιλοσόφων όπως βαλλαν στην ανάπτυξή του. Τονίζονται τόσο ο ρόλος που έο Σέλαρς, ο Ντέιβιντσον, ο Μακ-Ντάουελ αλλά κι αυτός ακόμη παιξε αναφορικά με τη γέννηση του κινήματος το γενικότεο ύστερος Βιτγκενστάιν. Η κοινή συνισταμένη αυτών των ρο επαναστατικό κλίμα, το οποίο διαπερνούσε κάθε περιοθεωρήσεων εντοπίζεται χή του χώρου των κοινωστην προτεραιότητα της νικών πρακτικών στη μεέννοιας έναντι της εμπεισοπολεμική Ευρώπη, όσο Οι ολιστικές προσεγγίσεις της επιστήμης ρίας, έτσι όπως για παράκι εκείνος της μετανάστευσης των φορέων του κατά εγκαταλείπονται κι η συζήτηση μετατοπίζεται, δειγμα τη συναντάμε στον ψυχολογικό νομιναλισμό τη διάρκεια του πολέμου σταδιακά, σε γνωσιολογικά ζητήματα που του Σέλαρς ή στην κατά σε ότι έχει να κάνει με τη αφορούν στενά στους επιμέρους Μακ-Ντάουελ απεραντοδιάδοση των νέων ιδεών σύνη του εννοιακού. Ωστόεπιστημονικούς κλάδους ή σε στα αμερικάνικα πανεπιστήμια και τη συνακόλου- παραδοσιακότερα προβλήματα όπως αυτό του σο, παρά τη φιλοσοφική υποστήριξη από τέτοιου είθη αναβάθμισή τους σε κυρεαλισμού. Η κατάσταση αυτή θέτει το δους προσεγγίσεις, η ιστορίαρχη επιστημονική ιδεπρόταγμα μιας νέας στροφής, μέσω της οποίας ρικιστική θεώρηση δεν ολογία. Οι όροι υπέρβασης του ο κλάδος θα επιστρέψει στα μεγάλα ερωτήματα κατάφερε να υπερβεί το γρίφο της ασυμμετρίας και λογικο-εμπειριστικού κικαι τις συνακόλουθες μεγάλες αφηγήσεις. τη συνακόλουθη σχετικινήματος, μέσω μιας εκ νέστική απειλή. Η κατάρρευου θεωρητικής στροφής, ση της όλης προσπάθειας στις αρχές της δεκαετίας περί τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, σηματοδοτούν το τέλος του ‘60, αυτή τη φορά προς την ιστορία, περιγράφονται ως ατης αισιόδοξης περιόδου του κλάδου. Οι ολιστικές προσεγντιφάσεις αναδυόμενες στο πεδίο της πολύμορφης και γίσεις της επιστήμης εγκαταλείπονται κι η συζήτηση μεταπλουραλιστικής συζήτησης που διεξήχθη στους κόλπους τοπίζεται, σταδιακά, σε γνωσιολογικά ζητήματα που αφοτου, με τη συστηματικότητα, την πειθαρχία και την πολυρούν στενά στους επιμέρους επιστημονικούς κλάδους ή σε φωνία που εξασφάλιζαν οι θεσμοί που τη φιλοξενούσαν (παπαραδοσιακότερα προβλήματα όπως αυτό του ρεαλισμού. νεπιστημιακά τμήματα, συνέδρια, περιοδικά κοκ.). Οι βασιΗ κατάσταση αυτή θέτει το πρόταγμα μιας νέας στροφής, κοί κόμβοι υπονόμευσης του όλου προγράμματος εντοπίμέσω της οποίας ο κλάδος θα επιστρέψει στα μεγάλα ερωζονται στην ποπεριανή κριτική ενάντια στη δυνατότητα ορτήματα και τις συνακόλουθες μεγάλες αφηγήσεις. Σύμφωθολογικής συναγωγής επαγωγικών γενικεύσεων, στις θένα με την άποψη των επιμελητών, όπως αυτή διατυπώνεσεις του Κουάιν αναφορικά με τον ολιστικό χαρακτήρα των ται στο κείμενο της Εισαγωγής, το οποίο σκιαγραφεί την ιθεωρητικών συστημάτων και την αδυναμία εμπειρικού εστορική πορεία των πραγμάτων, μια τέτοια στροφή ίσως να λέγχου στο επίπεδο της μεμονωμένης πρότασης και στις ααφορά την απόπειρα κάποιου μακράς πνοής συνθετικού πόψεις που αναδύονται στο φιλοσοφικό προσκήνιο τη δεεγχειρήματος, το οποίο θα στρέφει το βλέμμα προς τη μεγάλη καετία του ‘50 σχετικά με τον θεωρητικό εμποτισμό (theory φιλοσοφία. Προϋπόθεση ενός τέτοιου εγχειρήματος αποladen) της παρατήρησης. Ένας επιπλέον παράγοντας, εξωτελεί η βαθιά και απροκατάληπτη γνώση του φιλοσοφικού τερικός του Λογικού Εμπειρισμού, ο οποίος συνέβαλλε καπαρελθόντος, η οποία κάνει δυνατή τη θεωρητική ανασυταλυτικά στο άνοιγμα του ιστορικιστικού ορίζοντα, εντοπίγκρότησή του από τη σημερινή πλεονεκτική σκοπιά. Μέσω ζεται στο έργο του ύστερου Βιτγκενστάιν. Πράγμα που απομιας τέτοιας ανασυγκρότησης ίσως γίνει κατορθωτό να έρδεικνύουν, εν μέρει, οι ρητές αναφορές σε αυτό εκ μέρους των θουν στο προσκήνιο πτυχές και δυνατότητες που περιμένουν πρωταγωνιστών της νέας φιλοσοφίας και κυρίως του Κουν. λανθάνουσες και βουβές το κάλεσμα της Ιστορίας. ΣυνειΗ ιστορικιστική στροφή κατανοείται, στο πλαίσιο της πασφορές σαν αυτή της παρούσας έκδοσης συμβάλλουν προς ρούσας αφήγησης, ως η δεύτερη μεγάλη τροπή του κλάδου μια τέτοια κατεύθυνση, αφού μας συστήνουν με το θεωρητης φιλοσοφίας της επιστήμης, η οποία διατηρεί τα συλλοτικό μας παρελθόν με τη ζωντάνια και την αυστηρότητα γικά χαρακτηριστικά της λογικο-εμπειριστικής περιόδου αλπου απαιτούν αυτού του είδους οι συστάσεις. λά και τη θεωρητική αισιοδοξία αναφορικά με τη δυνατότητα διατύπωσης μιας συνολικής φιλοσοφικής ερμηνείας του εΟ Γιάννης Μανώλης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής πιστημονικού φαινομένου. Μελετάται, κυρίως, στη βάση του διαπανεπιστημιακού ΠΜΣ Ιστορίας και Φιλοσοφίας της παρουσίασης των θέσεων και των απόψεων του Κουν, της Επιστήμης και της Τεχνολογίας
ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
Η ζωγράφος του μήνα Η ζωγράφος του μήνα είναι η Δέσποινα Φλέσσα. Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται σήμερα. Φοίτησε στα ΤΕΙ της Αθήνας (2004-2006), στη Σχολή Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών, στο Τμήμα Τεχνολογίας Γραφικών Σπουδών. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (20062012) ζωγραφική, με δάσκαλο τον Τάσο Χριστάκη, και φωτογραφία, με δάσκαλο το Μανόλη Μπαμπούση. Το 2010 παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με το πρόγραμμα ERASMUS,στο Edinburgh College of Art-Painting Department του Εδιμβούργου. Έχει συμμετάσχει σε ποικίλες ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπως η «Smοrgasbord», στο Edinburgh College of Art, Sculpture Court, στο Εδιμβούργο, η «Διπολικότητα και Τέχνη» που συνδιοργάνωσε το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής και η ΑΣΚΤ της Αθήνας, στην Αθήνα, η «Med I Krv-exhibition 3, Art Klinika», στο Novi Sad της Σερβίας και η «Carte Blanche VII», στην Booze Cooperativa, στην Αθήνα(2010), η «Η Ανθρώπινη Πάλη μέσα στο Αστικό Τοπίο», στο Χοροστάσιο, η «6η Μπιενάλε Φοιτητών Σχολών Καλών Τεχνών» και η «3η Μπιενάλε της Α-
θήνας-We never Closed», στην Αθήνα (2011), η «Πλατφόρμα 20», στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, και η «Mise en scène», στο 35ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, στη Δράμα (2012), η «Art project 35x35», στο Copelouzos Family Art Museum, στην Αθήνα, και η «Πηγές-Springs and Sources», στο Δημοτικό Σχολείο Σάριζας, στα Αποίκια της Άνδρου (2013). Η Δέσποινα Φλέσσα κινείται ανάμεσα «στο μη ορατό και μη κατανοητό που αποκτά μορφή», όπως θα έλεγε ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ, στήνοντας με τα έργα της γέφυρες ανάμεσα στον κονστρουκτιβισμό και σε έναν ποιητικό ρεαλισμό. Δομεί τον εικαστικό της χώρο με γεωμετρικά πλαίσια που χρησιμοποιεί σαν ένα παράθυρο, για ν’ ανοιχτεί στον κόσμο. Πλάθει με την τεχνική του κολλάζ πρόσωπα που τα χαρακτηριστικά τους αλλοιώνονται ή αντικαθίστανται και ταυτόχρονα αναδεικνύονται από τοπία ρευστά. Και μιλούν με τον τρόπο αυτό, έμμεσα, για τη δική τους ιδιοσυγκρασία. Φτιάχνει τοπία γκρίζα και ομιχλώδη που αποκαλύπτουν το βάθος και την κινητικότητά τους μέσα από την υφή και τη αφαιρετική, κινηματογραφική δυναμική της πινελιάς της. Προσπαθεί και νομίζω πως εντέλει το πετυχαίνει να κάνει, όπως υποστηρίζει ο μεγάλος δάσκαλος του μαγικού ρεαλισμού Έντβαρντ Χόπερ, «μια όσο το δυνατό πιο ακριβή περιγραφή των πιο ενδόμυχων εντυπώσεων της φύσης». Συνθέτει έτσι, με βασικό μέσο τη ζωγραφική, και μέσα από την αντιπαράθεση φωτεινών και σκοτεινών λωρίδων, δυο πραγματικότητες του φανταστικού και του ρεαλιστικού που παρεισφρέουν η μία μέσα στην άλλη και ενίοτε ενώνονται, δημιουργώντας έναν κόσμο τόσο παράδοξο και τόσο αληθινό. ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ