Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 565
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ (2)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Φασισμός και νεωτερικότητα
Φασισμός και νεωτερικότητα
ΣΕΛ.1
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ Η ανάλυση της εικόνας ΣΕΛ. 2
ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΟΥΛΑΣ Η ανάγκη μας για μελαγχολία ΣΕΛ. 3
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗΣ Λαϊκισμός και Δημοκρατία ΣΕΛ. 4-5
ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ Μια μαρξιστική προσέγγιση της κρίσης Κ. Κόλβιτς, «Ο Θάνατος του Καρλ Λίμπκνεχτ», ξυλογραφία
ΣΕΛ. 6
ΣΑΣΑ ΤΣΙΟΡΝΙ Τρελάδικο ΣΕΛ. 6
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΥΚΕΣΑΣ Delivery boy ΣΕΛ. 7
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΠΥΡΟΥ Μπέκετ ΣΕΛ. 7
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΣΚΟΣ Από τις φυσικομαθηματικές επιστήμες ΣΕΛ. 8
O Έρνστ Μπλοχ γράφει το Erbschaſt dieser Zeit, [«Non-synchronism and the Obligation to its Dialectics», New German Critique, 11 (Spring 1977), σελίδες 35-36] μια αναλυτική μελέτη πάνω στον φασισμό και παράλληλα μία κριτική στην αριστερά. Η αγωνία του σε αυτό το κείμενο δεν είναι η αριστερά να ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
καταπραΰνει τις ηττημένες μάζες, αλλά να τις εντάξει στο πρόγραμμα της νεωτερικότητας από το οποίο έβλεπε ότι απομακρύνονταν. Για τον Μπλοχ, τα αριστερά κινήματα δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τις αλλαγές που δημιούργησε η μοντέρνα τεχνολογία σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, όπως τους αγρότες ή τα μικροαστικά στρώματα. Η κατάρρευση -στη διάρκεια του μεσοπολέμου- αυτών των στρωμάτων δημιουργούσε το αίτημα της επιστροφής στις παλιές καλές μέρες, στις στέρεες παραδόσεις και τον παλιό τρόπο ζωής. Οι αρχαϊσμοί που παρουσιάζονταν είχαν ως αφορμή αυτό το γεγονός. Τα βουκολικά τοπία, στις μεγάλες εκθέσεις της γερμανικής τέχνης, πρέπει να κατευνάσουν ένα κοινό που δεν θα το αποκαλούσαμε, απλώς,
συντηρητικό, αλλά το οποίο βρισκόταν σε μία απώλεια προσανατολισμού, λόγω της τεχνολογικής επέλασης. Ο Μπλοχ, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘20 προτείνει ένα ανανεωτικό πρόγραμμα στην αριστερά ώστε να μπορέσει να συνδέσει αυτές τις μάζες με τους στόχους της νεωτερικότητας. Ωστόσο, -κι αυτό πρέπει να έχουμε κατά νουο φασισμός λειτουργούσε ως ένα αντιστραμμένο μπαρόκ. Στην πρόσοψή του θα χρησιμοποιεί τον νεο-κλασικισμό ή τον νεο-ρομαντισμό, στο εσωτερικό του τον πιο ακραίο λειτουργισμό. Ο Άλμπερτ Σπερ δημιουργεί αρχιτεκτονικά σχέδια στα οποία η έμφαση σε μία καινούργια ουτοπία, αντίστοιχη με τις αρχιτεκτονικές συλλήψεις που συναντούμε μετά την γαλλική επανάσταση, συνδυαζόταν με εκδοχές ενός νέο-λειτουργισμού. Όσο οι ναζιστές απαιτούσαν από τους καλλιτέχνες να μιμηθούν τον Φρίντριχ, τόσο περισσότερο εκπλήρωναν τις απαιτήσεις της εργαλειακής κοινωνίας. Ο στόχος του φασισμού υπήρξε η μυθική θεμελίωση στο παρελθόν που λειτουργούσε ως μία κατευναστική επιστροφή με την έννοια: «αυτό που χάθηκε, θα ξαναβρεθεί», το καλό παρελθόν θα επιστρέψει. Η επίκληση στο μύθο υπήρξε η
κυρίαρχη αφήγησή του. Ποια είναι λοιπόν η σχέση του με τη νεωτερικότητα; Η έννοια του μοντέρνου συνιστούσε πάντα μέρος μιας μεγάλης λογοτεχνικής παράδοσης και ένα από τα τελευταία κληροδοτήματα της Λατινικής γραμματείας στον σύγχρονο κόσμο. Η έννοια αυτή υποδήλωνε, σχεδόν πάντοτε, τη συνείδηση που αποκτούσε μία ιστορική περίοδος στη σχέση της -θετική ή αρνητική- με την κλασική αρχαιότητα. H έννοια modernus χρησιμοποιείται στα τέλη του 5ου αιώνα ώστε να υπάρξει μία διάκριση ανάμεσα στο ειδωλολατρικό παρελθόν και τον χριστιανισμό. Στη Γαλλία, στα τέλη του 17ου αιώνα, δημιουργείται η περίφημη «πάλη των αρχαίων και των μοντέρνων» (Querelle des anciens et des modernes). Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, παρατηρείται αυτή η στατική αντιπαράθεση ανάμεσα στο μοντέρνο/κλασικό μέσα από την οποία προέκυπτε πάντα ένα ανανεωμένο περιεχόμενο του κλασικού. Σε αυτές τις αντιπαραθέσεις πάνω στην έννοια του νέου υπήρξε -τις περισσότερες φορές- μία διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο ένα και το άλλο, σε τέτοιο ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
26
Η ΑΥΓΗ • 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
βαθμό ώστε το καινούργιο να απορρέει από την ανανεωμένη σχέση μας με την παράδοση. Μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα η έννοια του νέου -για πρώτη φορά- δεν απαιτεί τη σύγκριση της με την παράδοση και το παρελθόν. Ο Μπωντλέρ υπήρξε ο πρώτος που συνέδεσε το νέο με κάτι το άγνωστο και όχι πλέον με την κλασική αρχαιότητα. Πρέπει να κατανοήσουμε τον φασισμό σαν μία παραλλαγή της διαμάχης αρχαίων/μοντέρνων; σαν την επανάληψη ενός προ-νεωτερικού σχεδίου, το οποίο σε αντίθεση από όλα τα προηγούμενα δεν υπήρξε απλά φιλολογικό, αλλά απόλυτα καταστροφικό; Μην λησμονούμε ότι στη Γερμανία η πάλη των αρχαίων και των μοντέρνων παραμένει ενεργή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, τονίζοντας μία προνεωτερική διάσταση στη γερμανική κουλτούρα. Αυτή συνέχιζε να κατατρύχεται από την έμμονη ιδέα των Ελλήνων. «Το Νεοτερικό, για να επαναλάβουμε τα λόγια του Ph.Lacoue-Labarth καθυστερεί. Πράγμα που σημαίνει: η Γερμανία καθυστερεί». Ο φασισμός βρίσκεται στην αντίπερα πλευρά από τη νεωτερικότητα και προϋποθέτει την ήττα της. Η πολιτική και στη συνέχεια καλλιτεχνική ήττα της νεωτερικότητας στη Γερμανία του μεσοπολέμου άνοιξε τον δρόμο για την επικράτησή του. Η αντίθεση της γερμανικής κουλτούρας απέναντι στον μπωντλερικό ορισμό του μοντέρνου θα φανεί με ιδιαίτερη οξύτητα στα γραπτά του Ρ. Βάγκνερ, στα δύο δοκίμιά του Was ist deutsch? και «Modern».1 Richard Wagner, Sämtliche Schriſten und Dichtungen, ed. Richard Sternfeld και Hans von Wolzogen (Leipzig: Breitkopf & Härtel, 1911), vol. 8, σελίδες 30-124. Η έννοια, die Moderne δεν συνιστά, κατ’ αυτόν, μία αισθητική κατηγορία, αλλά, περισσότερο, ένα κακό που πρέπει διαρκώς να το αντιδιαστέλλουμε από την Deutschtum, δηλαδή τη γερμανικότητα. Χρειάζεται να κατανοηθεί η προσίδια γερμανική ουσία, «das eigentlich deutsche Wesen», η οποία συνθλίβεται μέσα στο νεωτερικό σχέδιο. Η έννοια του «γερμανικού» δεν αναφέρεται σε χαρακτηριστικά που ανευρίσκονται στο ιστορικό παρόν του τελευταίου μισού του 19ου αιώνα, αλλά σε αυτό που είναι προσίδιο, οικείο και κληροδοτημένο από το παρελθόν. Ο πολιτιστικός πεσιμισμός του Βάγκνερ ή, αντίστοιχα, στο επίπεδο της θεωρίας, του Τέννις, θα συνεχιστεί, στις αρχές του 20ού αιώνα, από την κίνηση Heimat που με έναν ταυτόσημο τρόπο ασκούσε κριτική στην αστικοποίηση και την εκβιομηχάνιση, ενώ πρότασσε την επιστροφή στις αυθεντικές γερμανικές αξίες που συνδέονται με τον «λαό», την αγροτική ζωή, κ.λπ. Η αντίληψη της γαλλικής νεωτερικότητας έπρεπε να εγκαταλειφθεί γιατί, όπως επισήμανε ο Βάγκνερ, παράγεται άνωθεν, είναι φτιαχτή και κατασκευασμένη. «Ο γαλλικός πολιτισμός δημιουργείται χωρίς τον λαό, η γερμανική τέχνη χωρίς τους πρίγκιπες». Η έννοια του μοντέρνου πρέπει να διαχωριστεί από την έννοια του «γερμανικού» και αυτήν του λαού (Volk). Στη σκέψη του Βάγκνερ παρέμενε κυρίαρχη η διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι γερμανικό, από αυτό που δεν είναι. Αυτή η διάκριση θα εκφραστεί μέσα από την απόρριψη του γαλλικού πολιτισμού μέσα από έναν εξίσου ακραίο αντισημιτισμό και τη σύνδεση των Εβραίων με τον φιλελεύθερο καπιταλισμό, την αστική ζωή στις πόλεις κλπ. Η νεωτερικότητα - μέσα από τα επιμέρους συστήματα διακρίσεων- θα διαχωριζόταν από τον «παλαιό κόσμο της ορθοδοξίας». Μπορεί το γερμανικό πνεύμα να έδωσε τους Βίνκελμαν, Λέσσινγκ, Γκαίτε κ.ά, αλλά αυτό δεν παρουσιάστηκε ποτέ στο πολιτικό επίπεδο. Το αίτημα μίας πολιτικής έκφρασης της γερμανικότητας παρέμενε στην επικαιρότητα. Ωστόσο, η παραπάνω βαγκνερική διάκριση δεν είναι αρκετή. Χρειάζεται να παρεμβληθεί μία «επινοημένη παράδοση» -μία έννοια που χρησιμοποίησε παραγωγικά ο Χόμπςμπάουν- και η οποία δημιουργείται σε περιόδους όπου οι κοινωνικές και τεχνολογικές μεταβολές είναι μεγάλες και στις οποίες οι παλιές παραδόσεις που συνεχίζουν να υπάρχουν δεν είναι επαρκείς. Η επινοημένη παράδοση κατασκευάζει την ανάγκη της προσφυγής στη μυθοποίηση και στην αντίληψη ενός συγκροτησιακού μύθου, αδιάφορο εάν αυτός παραμένει η κλασική αρχαιότητα, ή η επιστροφή στους βόρειους μύθους.
Ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος είναι ιστορικός τέχνης
Εργο του Tobias Putrih
Η ανάλυση της εικόνας ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ, Το περιεχόμενο του υπολοίπου, Γαβριηλίδης σελ. 125
Σαν συγκέντρωση υπό γωνίαν ποιητικών αφηγήσεων είδα Το περιεχόμενο του υπολοίπου του Αλέξιου Μάινα (γέν. 1976). Ο χαρακτηρισμός υπό γωνίαν με διευκολύνει επίσης στο να υπογραμμίσω από την αρχή το στοιχείο της ειρωνείας στα ποιήματά του: το εξ αποστάσεως βλέμμα που συνήθως βοηθάει τη διαύγεια και την προφάνεια. Δεν καταφέρνει πάντα να μεταφέρει στην ποιητική του αφήγηση το ί-
TOY ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
διο καλά, δηλαδή το ίδιο καίρια, τις εικόνες που περνούν από το φίλτρο του στοχασμού του (γιατί όλα εκεί συγκεντρώνονται σ’ αυτή την ποίηση), αλλά αυτό νομίζω ότι έχει να κάνει με τον χειρισμό της γλώσσας, με την ωριμότητά του. Εκεί χρειάζεται να προσέξει, το υπερβολικό σκόρπισμα του νοήματος. Αναμφίβολα, οι μικρές ιστορίες και τα στιγμιότυπα που αναμνημονεύει ο Μάινας μοιάζουν με φευγαλέες εικόνες πάνω στις οποίες στέκεται η ματιά και ορισμένες από αυτές, για κάποιους λόγους προσωπικών επιλογών, τις αναδομεί, τις συνδέει καταστασιακά με τη σκέψη και τη συνείδηση, τους δίνει ένα ή περισσότερα μεταφορικά νοήματα, τις κάνει ποίηση. Το πρωταρχικό λοιπόν αυτό υλικό, οι εικόνες, είναι ο πυρήνας της δημιουργίας. Σ’ αυτές κατευθύνεται και απευθύνεται η ύπαρξη όταν θέλει να επικοινωνήσει με τον γύρω της κόσμο, εκεί συλλαμβάνει το νόημά της, ανάμεσα σε αναρίθμητες άλλες εικόνες που για την ώρα ή και για πάντα θα μείνουν ανεκμετάλλευτες. Εικόνες άτακτες, αντιφατικές, φευγαλέες ή απολύτως καθαρές όπως των ονείρων. Η ποίηση του Μάινα, μέσα από τη συσσώρευση εικόνων (που είναι συνεχής, πυκνή και συχνά καταιγιστική, όπως στο ποίημα που ακολουθεί) με τοπία γυμνά από έντονα συναισθήματα, όπου ανοίγεται και σταματά το βλέμμα, προσπαθεί
να βγάλει ένα δικό της νόημα υπαρξιακού βάθους, ένα προείκασμα της σκέψης που είναι η αφετηρία για τη γέννηση και την ανάπτυξη του ποιήματος. Το ενδιαφέρον είναι ότι σ’ αυτές εδώ τις συναρμογές των ποιητικών εικόνων οι οποίες μοιάζουν με συναρμογές ενός παζλ που διαρκώς αλλάζει σχήμα, ή με κύβους που κάποιο αθέατο παντοδύναμο χέρι τους κινεί, χαλώντας και φτιάχνοντας καινούρια νοήματα, πολλές φορές αυτό το χωρίς πολλά πολλά συναισθηματικά φορτία βλέμμα, που απλώς περιγράφει ή αφηγείται, γίνεται βλέμμα μας! Η κατά συνθήκην απόσταση αποδυναμωνει το υποκειμενικό νόημα και συγκεντρώνεται στα απολύτως αντικειμενικά στοιχεία. Με άλλα λόγια, το βλέμμα αποβάλλει, όπως το φίδι το πουκάμισό του, την υπαρξιακή του αυτοτέλεια και γίνεται φίλτρο μιας μνήμης συλλογικής. Οι «ιστορίες» του Μάινα μάς θυμίζουν κάτι που έχουμε δει, επειδή ακριβώς αυτό που το βλέμμα του μάς περιγράφει μάς το περιγράφει σαν φωτογραφία η οποία είναι καμωμένη από άπειρες άλλες φωτογραφίες: Σαράντα πόντοι από κάτι./ Μια γυναίκα στο σταθμό των υπεραστικών συρμών/ σηκώθηκε απ’ τη σειρά με τις σιδερένιες καρέκλες/ και περπάτησε λίγο στο χιονάκι της αποβάθρας προς νότια/ πριν σταθεί στο κράσπεδο με παράλληλους/ τους μηρούς στο καλσόν/ πάνω απ’ τις μισοθαμμένες ράγες./ Φορούσε ένα πράσινο κασκόλ που καθρέφτιζαν τα μάτια της/ κι έναν υγρόφαιο αέρα με σκούφο/ που μεγάλωνε κατά μια έννοια τα πόδια./ Μικρό σουλάτσο με στάση,/ σίγουρα χωρίς να βλέπει τι κοίταζε/ Ύστερα ήρθε το τραίνο, χτύπησε η καμπάνα,/ κατέβηκε ο σταθμάρχης, βγήκαν οι μεθυσμένοι,/ άνοιξε η πληγή,/ τέλειωσε η διάρκεια της εποχής/ και ξεκίνησε αυτό που είναι τώρα όταν επιμένω («Το τραίνο για το Λένινγκραντ»)
Τα εικαστικά έργα του τεύχους από την έκθεση στην Kalfayan Galleries / Aristotelous Project που τελείωσε την προηγούμενη εβδομάδα
Η ΑΥΓΗ • 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
27
3
Η ανάγκη μας για μελαγχολία Σε μια εποχή όπου η χρήση του όρου «κατάθλιψη» εξαπλώνεται και γενικεύεται από τον δημοσιογραφικό αλλά και τον καθημερινό λόγο, η εκ νέου διεκδίκηση της «μελαγχολίας», η επαναφορά της στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, θα μπορούσε να βοηθήσει σε μια εννοιολογική μετατόπιση με σημαντικά θεωρητικά οφέλη αλλά και με θεραπευτική -ή έστω παραμυθητική- διάσταση. Διότι, η κατάθλιψη παραπέμπει σε μια μονοσήμαντα αρνητική ψυχοσωματική κατάσταση που χρήζει -σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- ιατροφαρμακευτικής αντιμετώπισης και που τείνει να καθιστά το άτομο στόχο περιθωριοποιήσεων από τη μεριά του εργασιακού και κοινωνικού περίγυρου. Αντίθετα, η μελαγχολία είναι έννοια αμφίσημη, ρευστή και δυναμική: φέρει εντός της πλούτο αιώνων δυτικής παράδοσης και έχει «δουλευτεί» σε ποικίλα και αντικρουόμενα μεταξύ τους πεδία, όπως αυτό της φιλοσοφίας, της ιατρικής, της θρησκείας, της αισθητικής, της φυσιογνωμικής, της τέχνης κλπ. Η μελαγχολία ανοίγει τους ορίζοντες των σημασιών εκεί που η κατάθλιψη μοιάζει να κλείνει, να περιορίζει την οπτική μας. Η κατάθλιψη είναι ένα πρόβλημα που οφείλει κανείς, αν όχι να ξεπεράσει, πάντως να αντιμετωπίσει, ενώ η μελαγχολία είναι (ή θα μπορούσε να είναι) κοσμοαντίληψη. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΡΑΣΙΔΑΚΗ, Περί μελαγχολίας, εκδόσεις Κίχλη, σελ. 299 Συμβαίνει συχνά, η μελαγχολία -μαζί με τον πόνο, και την απελπισία- να αποτελεί, ταυτόχρονα, το όπλο για την αμφισβήτηση των στερεοτύπων και των λόγων εξουσίας, και για τη δημιουργική άσκηση κριτικής σκέψης και αντίστασης. Με λίγα λόγια, η μελαγχολία είναι σαν ένα δίκοπο μαχαίρι που πρέπει κανείς να μάθει να το χρησιμοποιεί, αιχμηρό προς τα μέσα, αλλά κι αιχμηρό προς τα έξω, ικανό για το χειρότερο ή το καλύτερο. Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη, σε ι-
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΝΟΥΛΑ
διαίτερα καλαίσθητη κι ευανάγνωστη έκδοση από την «Κίχλη», αφενός παρουσιάζει την πολυπρισματικότητα και το βάθος της μελαγχολίας στη Δυτική Παράδοση, κι αφετέρου αποδεικνύει πόσο χρήσιμη μπορεί να είναι η έννοια της μελαγχολίας για την πρωτότυπη και ουσιαστική προσέγγιση έργων της λογοτεχνίας και της τέχνης. Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, γίνεται μια κατατοπιστική παρουσίαση των παραδοσιακών λόγων περί μελαγχολίας, με ιδιαίτερη αναφορά στους σημαντικότερους κειμενικούς σταθμούς της διαδρομής, όπως το «πρόβλημα ΧΧΧ,1» του ψευδο-Αριστοτέλη, η «Ανατομία της μελαγχολίας» του Burton, ή το «Πένθος και μελαγχολία» του Freud. Ακολουθείται, κατ’ αρχήν, η χρονολογική τάξη (αρχαία Ελλάδα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Μπαρόκ, Ψυχανάλυση) η οποία όμως, συστηματικά, διασαλεύεται μέσω νοηματικών ενοτήτων που σχηματίζονται για να φωτίσουν ιδεολογικές διαδρομές στο μελαγχολικό τοπίο (όπως η επέκταση του κεφαλαίου «Η συμβολή της Αναγέννησης: μελαγχολία και ιδιοφυΐα» έως την ποιητική του Baudelaire ή η σύνδεση της αρνητικής αντιμετώπισης της μελαγχολίας από το Μεσαίωνα με την αρνητική στάση που τήρησε και ο Διαφωτισμός, ή η πρωτότυπη σύγκρι-
ση στο κεφάλαιο «Μελαγχολία και ψυχανάλυση» της θεωρίας περί μελαγχολίας του Freud με τις θρησκευτικές δοξασίες του Γνωστικισμού - που μας γυρνάει πίσω στους αιώνες). Η Ρασιδάκη, επιτυγχάνει έτσι να μας χαρίσει μια πρώτης τάξης εισαγωγή στις σημαντικότερες και συχνά αντιφατικές απόψεις περί μελαγχολίας -βάζοντας σε μια τάξη τα πράγματα- και ταυτόχρονα προσδίδει με τις εσωτερικές διαδρομές, τις αναπάντεχες συγκρίσεις ή τις επί μέρους εστιάσεις, ζωντάνια, δυναμισμό και τροφή για περαιτέρω σκέψη. Σημαντικό προσόν του βιβλίου είναι και ο πλούτος του σε παραθέματα από κείμενα που δύσκολα είναι προσιτά στον Έλληνα αναγνώστη (όπως τα απολαυστικά σονέτα του Andreas Gryphius σε μετάφραση της συγγραφέως) αλλά και οι αναφορές στα εικαστικά, από την τέχνη της Αναγέννησης και το εμβληματικό χαρακτικό «Melencolia I» του Dürer έως την παράδοση των νεκρών φύσεων του Μπαρόκ. Καταδεικνύεται έτσι η ποικιλία των πολιτιστικών φαινομένων γύρω από τη μελαγχολία αλλά και η αποκαλυπτική -ως προς την πολυπλοκότητα της έννοιας- αλληλοδιαπλοκή των επιμέρους πεδίων. Εξάλλου το βιβλίο της Ρασιδάκη Περί μελαγχολίας φέρει ως υπότιτλο Στη θεωρία, τη λογοτεχνία, την τέχνη. Κάτι που δικαιώνεται ακόμη περισσότερο στο δεύτερο μέρος, το οποίο επιγράφεται «Ποιητική της μελαγχολίας». Εκεί, η ερευνήτρια προσεγγίζει έργα της δυτικής λογοτεχνίας που απλώνονται σε ένα φάσμα χρόνου από το τέλος του 19ου αιώνα (Γεώργιος Βιζυηνός) έως το τέλος του 20ου (Friedrich Christian Delius), και έχουν γραφτεί από συγγραφείς διαφορετικών παραδόσεων, όπως ο Gabriel García Márquez, o Πάνος Καρνέζης, η Anna Seghers, ο Gottfried Benn ή ο Heinrich Böll. Η Ρασιδάκη χρησιμοποιεί την μελαγχολία ως εργαλείο κριτικής ανάλυσης των κειμένων, αναδεικνύοντας σε κάθε περίπτωση ή ζεύγος περιπτώσεων μια διαφορετική ποιητική της μελαγχολίας (που πάντοτε βρίσκεται σε συνάφεια με επί μέρους στοιχεία και χαρακτηριστικά από την ευρεία περί μελαγχολίας παράδοση που είδαμε στο πρώτο μέρος του βι-
Εργο του David Κorty
βλίου). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανάδειξη -μέσω λογοτεχνικών παραδειγμάτων- της μελαγχολίας ως μέσον υπονόμευσης και κριτικής του κυρίαρχου λόγου της εξουσίας ή της εθνικής αφήγησης. Γίνεται εδώ φανερό ότι η μελαγχολία μπορεί να αποτελέσει μια πρώτης τάξης στρατηγική αμφισβήτησης κυρίαρχων σχημάτων, εκ νέου πραγμάτευσης των βεβαιοτήτων, συνεχούς αναζήτησης και κριτικής σκέψης. Η Ρασιδάκη είναι πολύ πειστική ως προς την αποτελεσματικότητα της προσέγγισης έργων της τέχνης και της λογοτεχνίας μέσω της έννοιας της μελαγχολίας. Τα παραδείγματά της είναι ενδεικτικά μιας ευρύτερης «ποιητικής της μελαγχολίας» που φαίνεται να έχει καίρια σημασία για τον εικοστό αιώνα και για μας που είμαστε κληρονόμοι του. Διότι, εκεί που υπάρχουν ολοκληρωτικοί λόγοι, η μελαγχολία παρουσιάζεται ως μορφή αντίστασης. Η μελαγχολία προτάσσει ξανά το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στον αυτοπροσδιορισμό, στη μοναδικότητα και στην άρνηση. Ταιριάζει εδώ η αναφορά στο δοκίμιο του Παναγιώτη Κονδύλη «Μελαγχολία και πολεμική» όπου ακριβώς επιχειρείται (ή αναζητείται) η προσέγγιση των δύο αυτών τόπων - τρόπων ύπαρξης. Τέλος, σε σχέση με τα εικαστικά, εύκολα κανείς θα μπορού-
σε να φανταστεί ποικίλες προεκτάσεις της μελέτης αισθητικών ή στρατηγικών της μελαγχολίας στην τέχνη του Ρομαντισμού, του Συμβολισμού, της μεταφυσικής ζωγραφικής, του μεσοπολέμου, κ.λπ. Όμως, ακόμη πιο αποκαλυπτική θα ήταν μια μελέτη -υπό το μελαγχολικό πρίσμα- εκφάνσεων της σύγχρονης τέχνης. Προς αυτή την κατεύθυνση, ενδεικτικά αναφέρω τη μελέτη, στα γαλλικά, της Catherine Grenier Κατάθλιψη και ανατροπή. Οι ρίζες της avant-garde. Αλλά, και στα πεδία των παραστατικών τεχνών και της περφόρμανς, όπως και του κινηματογράφου, παρόμοιες απόπειρες θα είχαν οπωσδήποτε να μας πουν πολλά. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Περί μελαγχολίας, βιβλίο που έλειπε από την ελληνική βιβλιογραφία και που ελπίζω να αποδειχτεί εξαιρετικά γόνιμο και χρήσιμο για τη συνέχιση της έρευνας, αναγράφονται τα λόγια του Romano Guarini: «Η μελαγχολία είναι τόσο σημαντική, και τόσο βαθιά απλώνεται στη ρίζα της ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν είναι σκόπιμο να την παραχωρήσουμε στους ψυχιάτρους».
Ο Βασίλης Νούλας είναι σκηνοθέτης, μέλος της ομάδας Nova Melancholia
Η ΑΥΓΗ • 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
28
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
CAS MUDDE και CRISTOBAL ROVIRA KALTWASSER (επιμ.), Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική: Απειλή ή διόρθωση για τη δημοκρατία;, μτφρ. Π. Ασλανίδης, εκδόσεις Επίκεντρο, σελ. 416 Ομολογώ πως ήμουν από αυτούς που εξεπλάγησαν ευχάριστα όταν έμαθα για την μετάφραση και κυκλοφορία στα ελληνικά του τελευταίου συλλογικού τόμου των Κας Μούντε και Κριστόμπαλ Ροβίρα Καλτβάσσερ γύρω από το φαινόμενο του λαϊκισμού, μερικούς μόνο μήνες μάλιστα μετά από την κυκλοφορία του στα αγγλικά από τον κορυφαίο εκδοτικό οίκο του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Από σύμπτωση, μόλις είχα διαβάσει το πρωτότυπο και είχα μείνει με τις καλύτερες εντυπώσεις, καθώς η συγκεκριμένη ερΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ
γώδης συλλογική προσπάθεια -είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί κανείς με τις βασικές θέσεις των συντελεστών της- συνιστά πρωτότυπη και ουσιαστική συμβολή στο συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, ενώ ανοίγει και νέες δημιουργικές οδούς προβληματισμού και ερευνητικής αναζήτησης. Τον αρχικό μου ενθουσιασμό όμως διαδέχτηκε ο έντονος προβληματισμός (αν όχι απογοήτευση), καθώς διάβαζα τις πρώτες σελίδες του προλόγου του μεταφραστή, ο οποίος, εκτός του ότι παρακάμπτει τα βασικά πορίσματα του ίδιου του τόμου που μεταφράζει, μοιάζει να αγνοεί γενικότερες παραδοχές της πολύ πλούσιας περί λαϊκισμού βιβλιογραφίας. Προχωρά μάλιστα και σε μια σειρά αστήρικτων αφορισμών και αξιωματικών παραδοχών που μάλλον μπερδεύουν, παρά βοηθούν τον αναγνώστη να εξοικειωθεί με την προβληματική του απαιτητικού τούτου τόμου. Για να μην αναφέρουμε εδώ και ορισμένα μεταφραστικά προβλήματα (ασυνταξίες, τυπογραφικά, κλπ.) στον κυρίως τόμο, τα οποία ευτυχώς δεν είναι τόσο σοβαρά ώστε να αλλοιώνουν το νόημα του κειμένου.1 Ας δούμε όμως καλύτερα τι συμβαίνει στον κυρίως τόμο, ξεκινώντας από τις αρετές του, και συνεχίζοντας στα πιο αμφιλεγόμενα σημεία του.
Λαϊκισμός: και απειλή και διόρθωση Καταρχήν, ήδη από τον τίτλο, διαφαίνεται η πρόθεση των επιμελητών να συνδιαλλαγούν κριτικά με το εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο του λαϊκισμού χωρίς τις συνήθεις προκαταλήψεις που κατατρέχουν τη μελέτη του στη διεθνή και εγχώρια συζήτηση. Ρωτούν λοιπόν στον τίτλο τους: τελικά ο λαϊκισμός συνιστά «απειλή ή διόρθωση για τη δημοκρατία;». Μετά από μια αναλυτική και κατατοπιστική εισαγωγή (σ. 33-70), όπου επισκοπούνται από τους επιμελητές οι μέχρι σήμερα προταθείσες θεωρίες και μέθοδοι ανάλυσης του φαινομένου και προτείνεται ένα συγκεκριμένο θεωρητικό/μεθοδολογικό μοντέλο, μετά από οκτώ επιμέρους μελέτες περιπτώσεων που εστιάζουν σε συγκεκριμένες χώρες και παραδείγματα λαϊκισμών αξιοποιώντας ακριβώς αυτό το μοντέλο, οι Μούντε και Καλτβάσερ επανέρχονται στο καταληκτικό κεφάλαιο του τόμου (σ. 335-360) με την απάντηση ότι ο λαϊκισμός μπορεί να συνιστά και απειλή και διόρθωση για τη δημοκρατία. Κανείς δε μπορεί, με άλλα λόγια, να προδικά-
σει τον θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο ενός λαϊκιστικού φαινομένου στους δημοκρατικούς θεσμούς, τις λειτουργίες ή τα ήθη, τη συλλογική δημοκρατική κουλτούρα. Ο λαϊκισμός, όπως προκύπτει από τα πειστικά πορίσματα του τόμου, μπορεί να είναι άλλοτε «υπεύθυνος» και άλλοτε «ανεύθυνος», άλλοτε στα δεξιά και άλλοτε στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, να προωθεί νεοφιλελεύθερες πολιτικές απορρύθμισης ή αριστερές πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού, να προάγει την δημοκρατική συμπερίληψη ή να προωθεί ποικιλόμορφους αποκλεισμούς, να συνεργάζεται με τις κατεστημένες ελίτ ή να έρχεται σε ριζική ρήξη με αυτές. Με άλλα λόγια, ο λαϊκισμός, ανάλογα με το περιβάλλον εντός του οποίου αναδύεται, ανάλογα με το κοινωνικο-πολιτικό συγκείμενο, μπορεί να λάβει εντελώς διαφορετικά περιεχόμενα και να οδηγήσει σε ποικίλα πολιτικά αποτελέσματα. Τίποτα το καινούριο εδώ. τουλάχιστον όσον αφορά τον πυρήνα της πρότασης/υπόθεσης. Παρόμοια επιχειρήματα έχουν προσφέρει στο παρελθόν γνωστοί πολιτικοί θεωρητικοί όπως ο Ερνέστο Λακλάου, η Σαντάλ Μουφ, η Μάργκαρετ Κάνοβαν, ή, ακόμα πιο πρόσφατα, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ. Το πραγματικά καινούριο όμως που προσφέρει ο εν λόγω τόμος έγκειται στην απόδειξη τούτης της υπόθεσης μέσω τις εξονυχιστικής εμπειρικής μελέτης οκτώ διαφορετικών περιπτώσεων σε οκτώ διαφορετικά μέρη του κόσμου (από το Βέλγιο ως τη Βενεζουέλα και από τον Καναδά ως το Περού). Η φρέσκια διαπεριφερειακή και συγκριτική προοπτική που αξιοποιεί και αναδεικνύει με δημιουργικό τρόπο είναι κάτι το οποίο πραγματικά έλλειπε από τη μελέτη του λαϊκισμού, η οποία συχνά περιορίζεται σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες, οι οποίες συνήθως τίθενται πιο εύκολα υπό μία κοινή κατηγοριοποιητική ομπρέλα (π.χ. Λατινοαμερικανικός λαϊκισμός, Ευρωπαϊκός δεξιός λαϊκισμός, ιστορικοί λαϊκισμοί, κ.λπ.).
Η ποικιλομορφία των λαϊκιστικών υβριδίων Επιμένοντας στην ποικιλομορφία των λαϊκιστικών υβριδίων, μπορούμε να διακρίνουμε στο πλαίσιο του λατινοαμερικάνικου λαϊκισμού περιπτώσεις τόσο αντιφατικές όσο αυτή του Αλμπέρτο Φουτζιμόρι στο Περού και εκείνη του Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα. Στην πρώτη περίπτωση, μόλις ο Φουτζιμόρι βρέθηκε στην κυβέρνηση «έκανε προγραμματική στροφή στα δεξιά» (σ. 283), και αμέσως αναζήτησε και συνέπηξε συμμαχίες με τις οικονομικές και τεχνοκρατικές ελίτ (σ. 284), στο βαθμό που έφτασε να ηγείται ενός κόμματος που έμοιαζε με «‘κλειστό κλαμπ’ κυρίως τεχνοκρατών προερχόμενων από την ελίτ της Λίμα» (σ. 297). Ενώ οι πολιτικές που ακολούθησε βασίστηκαν σε ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα «οικονομικής αναδόμησης», που αξιοποίησε πόρους από ιδιωτικοποιήσεις, επένδυσε στις πελατειακές σχέσεις, ενώ «έπραξε ελάχιστα προς την κατεύθυνση της αναδιανομής του πλούτου, της δημιουργίας θέσεων εργασίας ή της δημιουργίας μακροπρόθεσμων πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας» (σ. 296). Στην δεύτερη περίπτωση, ο Τσάβες θα ερχόταν σε ευθεία ρήξη με την ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων ελίτ «με ένα αυξανόμενο πλήθος εθνικοποιήσεων, μια διεύρυνση των κοινωνικών προγραμμάτων ή misiones, και με τη δημιουργία κοινοτικών αυτοδιαχειριζόμενων δομών [...]» (σ. 248). Τα άμεσα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών (μεταξύ άλλων) ήταν η εξάλειψη σχεδόν του
4
Λαϊκισμός και Μια δύσκολη σχέση,
Έργο του Δημήτρη Τάταρη
Ο λαϊκισμός μπορεί να είναι άλλοτε «υπεύθυνος» και άλλοτε «ανεύθυνος», άλλοτε στα δεξιά και άλλοτε στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, να προωθεί νεοφιλελεύθερες πολιτικές απορρύθμισης ή αριστερές πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού, να προάγει την δημοκρατική συμπερίληψη ή να προωθεί ποικιλόμορφους αποκλεισμούς, να συνεργάζεται με τις κατεστημένες ελίτ ή να έρχεται σε ριζική ρήξη με αυτές. Με άλλα λόγια, ο λαϊκισμός, ανάλογα με το περιβάλλον εντός του οποίου αναδύεται, ανάλογα με το κοινωνικο-πολιτικό συγκείμενο, μπορεί να λάβει εντελώς διαφορετικά περιεχόμενα και να οδηγήσει σε ποικίλα πολιτικά αποτελέσματα αναλφαβητισμού, η παροχή δωρεάν υπηρεσιών υγείας σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, που ίσως δεν είχαν δει στη ζωή τους γιατρό, η επισιτιστική κάλυψη του 72% περίπου του πληθυσμού (σ. 255), και μια γενικότερη αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των φτωχών. Οι παρεμβάσεις μάλιστα στο επίπεδο της κοινωνικής πολιτικής είχαν «ισχυρό συμμετοχικό χαρακτήρα» (σ. 255) αποδίδοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις τοπικές επιτροπές και τα κοινοτικά συμβούλια, με πρωτοφανή επίπεδα συμμετοχής σε σχέση με αντίστοιχες πρωτοβουλίες στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική (σ. 256). Ο πλούτος των εμπειρικών μελετών του τόμου οδηγεί λοιπόν σε ενδιαφέροντα και κάποτε απροσδόκητα ευρήματα, ενώ δε λείπουν ορισμένες «τολμηρές» διατυπώσεις από τους συντελεστές. Έτσι, σε άλλο κεφάλαιο, ο αναγνώστης θα διαβάσει για τον θετικό αντίκτυπο του Μεξικάνου λαϊκιστή Λόπεζ Ομπρα-
ντόρ, ως δημάρχου της Πόλης του Μεξικό (σ. 179-184), όπου «εφάρμοσε μια σειρά πολιτικών υπέρ των φτωχών και των περιθωριοποιημένων», ενώ άσκησε και υπεύθυνη οικονομική διαχείριση (σ. 345). Μια διαπίστωση που ίσως σκανδαλίσει και τους εγχώριους «αντιλαϊκιστές» που πεισματικά ταυτίζουν τον λαϊκισμό με την ανεύθυνη οικονομική διαχείριση. Ενώ αλλού ο αναγνώστης θα εκπλαγεί ίσως διαβάζοντας πως ο γνωστός Αυστριακός ακροδεξιός Χάιντερ, ως κυβερνήτης της επαρχίας της Καρίνθια, είχε σε ορισμένο βαθμό θετικές επιπτώσεις στην τοπική πολιτική σκηνή, «[ε]πιδοτώντας άμεσα τα άτομα χαμηλού εισοδήματος και παρέχοντας φθηνότερο πετρέλαιο και δωρεάν παιδικούς σταθμούς» (σ. 228-229). Κάτι το οποίο ωστόσο δεν αναιρεί καθόλου την επίμονη προσπάθειά του να παρακάμψει τα δικαιώματα των μειονοτήτων της επαρχίας του (σ. 229230), θυμίζοντάς μας πως οι αναδιανεμητικές
Η ΑΥΓΗ • 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Δημοκρατία μια σχέση απαραίτητη;
5
μένων; Η λύση στις παραπάνω επιπλοκές έρχεται κατά τη γνώμη μου αν, παραμένοντας πιστοί στις παραινέσεις των Μούντε και Καλτβάσερ, γδύσουμε τον ορισμό τους περί λαϊκισμού από τα περιττά επίθετα, ώστε να καταλήξουμε σε έναν πραγματικά «ελάχιστο ορισμό», άξιο του ονόματος. Αν το κάνουμε αυτό, θα βρεθούμε πολύ κοντά σε έναν ορισμό που θυμίζει τις επεξεργασίες του Λακλάου και της Κάνοβαν4 (από όπου έλκει άλλωστε τις ρίζες της και η αρχική σύλληψη των Μούντε και Καλτβάσερ). Ακολουθώντας μια τέτοια πορεία, καταλήγουμε στην προσέγγιση του λαϊκισμού ως μιας ιδιαίτερης μορφής πολιτικού λόγου που αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως αρθρωμένη γύρω από έναν θεμελιώδη ανταγωνισμό μεταξύ «λαού» και «ελίτ» και που υποστηρίζει πως η πολιτική πρέπει να αντανακλά τη βούληση του λαού. Αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε θα έπρεπε μάλλον να μετατοπίσουμε το βάρος των ερευνών μας στους ποικίλους τρόπους με τους οποίους νοηματοδοτείται αυτός ο θεμελιώδης ανταγωνισμός και τα ποικίλα σημαίνονται που κρύβονται κάθε φορά πίσω από το κενό σημαίνον του «λαού». Και πράγματι, οι συντελεστές του τόμου συνεισφέρουν ακριβώς σε μια τέτοια προσέγγιση, αναγνωρίζοντας μάλιστα την κρισιμότητα των σχετικών παρατηρήσεων της Μουφ (σ. 337-338).
Τα «επίθετα της δημοκρατίας» και η «λαϊκή αυτοκυβέρνηση»
Έργο του Δημήτρη Τάταρη
και συμπεριληπτικές πολιτικές δε συμβαδίζουν απαραίτητα με δημοκρατικότερες ή πιο φιλελεύθερες κατευθύνσεις (ειδικά βεβαίως όταν η συμπερίληψη αφορά τους «δικούς μας» μόνο). Στην περίπτωση του Χάιντερ αναδεικνύεται και ο κρίσιμος ρόλος των θεσμών ως εγγυητών των δικαιωμάτων και των ελευθεριών στο πλαίσιο των σύγχρονων δημοκρατικών συστημάτων. Οι Χάιντερ και Ομπραντόρ κατηγοριοποιούνται μάλιστα ως ανήκοντες σε δύο ευρύτερα παραδείγματα, με τον πρώτο να τοποθετείται στους λαϊκιστές που «τείνουν να ορίζουν τον ‘λαό’ με εθνοτικούς όρους», αποκλείοντας τον εθνοπολιτισμικό άλλο, ενώ ο δεύτερος κατατάσσεται στους λαϊκιστές που «συνήθως ορίζουν τον ‘λαό’ ως τον κοινωνικοοικονομικά κατατρεγμένο», επιδιώκοντας την ενσωμάτωση και τη συμπερίληψη (σ. 338). Αν και ο παραπάνω διαχωρισμός γίνεται μεταξύ Δύσης/Ευρώπης (αποκλεισμός) και Λατινικής Αμερικής (συμπερίληψη), θα είχε ενδιαφέρον η επέκτασή του για να συμπεριλάβει τους νέους αριστερούς ευρωπαϊκούς λαϊκισμούς που κινούνται προς τη δημοκρατική συμπερίληψη, με βασικά σημεία αναφοράς το Γαλλικό Μέτωπο της Αριστεράς και τον ΣΥΡΙΖΑ.2
Ένας ενδιαφέρων, αλλά εν τέλει προβληματικός ορισμός Πώς όμως καταφέρνουν οι συντελεστές του τόμου να χωρέσουν τούτη την αχανή ποικιλομορφία φαινομένων, που εδώ μόνο ενδεικτικά ψηλαφούμε, σε ένα κοινό θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο; Δεν διαθέτουμε τον χώρο να αποτιμήσουμε κριτικά το πλαίσιο που προτείνουν οι επιμελητές όπως θα του άξιζε. Θα εστιάσουμε ωστόσο εν τάχει στον «ελάχιστο ορισμό» που προτείνουν (στα χνάρια του Σαρτόρι). Ο λαϊκισμός ορίζεται
«ως μια ιδεολογία ισχνού πυρήνα που θεωρεί την κοινωνία ως την ουσία διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, τον ‘αγνό λαό’ ενάντια στις ‘διεφθαρμένες ελίτ’, και που υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να αποτελεί έκφραση της volonté générale (γενικής βούλησης) του λαού» (σ. 44). Είναι πιθανό πως οι περισσότεροι θα συνυπέγραφαν αμέσως τον παραπάνω ορισμό, αλλά μία δεύτερη ανάγνωσή του αναδεικνύει νομίζω μερικά ουσιαστικά προβλήματα. Το βασικό πρόβλημα μάλιστα του εν λόγω ορισμού το αναδεικνύουν, μάλλον άθελά τους, οι ίδιοι οι επιμελητές, όταν λίγο παρακάτω μας καλούν να σκεφτούμε τη δημοκρατία «δίχως επίθετα» (sans adjectives) (σ. 47). Αν λοιπόν οφείλουμε να δούμε τη δημοκρατία δίχως επίθετα, προς τι η τόσο επίμονη χρήση των επιθέτων στον ορισμό του λαϊκισμού;3 Γιατί να μιλάμε για «αγνό» λαό, και «διεφθαρμένες» ελίτ και δύο «ομοιογενείς» ανταγωνιστικές ομάδες; Τι προδικάζει μια τέτοια ηθικολογική ανάγνωση του ανταγωνισμού και ποιος είναι αυτός που θα καθορίσει το αν έχουμε να κάνουμε με μια έγκληση του λαού στη βάση της «αγνότητάς» του, πέρα από την υποκειμενική κρίση του εκάστοτε ερευνητή; Μήπως η προσθήκη των επιθέτων εδώ προκαλεί περισσότερα προβλήματα αυτά που λύνει και αφήνει ορθάνοιχτο το πεδίο για την έκφραση των επιμέρους πολιτικών προκαταλήψεων ως επιστημονικών πορισμάτων; Τέλος, σε τι συνίσταται και πως μπορεί να αποτιμηθεί η «ομειογένεια» των αντιτιθέμενων πόλων -ειδικά μάλιστα μετά την εμπειρία πρόσφατων λαϊκιστικών κοινωνικών κινημάτων (όπως του «Occupy Wall Street» ή των «Αγανακτισμένων») που επέμεναν με τον πιο εμφατικό τρόπο στην ετερογένεια και την ποικιλομορφία τους ως συλλογικών υποκει-
Αξίζει ίσως να επιμείνουμε λίγο παραπάνω στα «επίθετα της δημοκρατίας». Ενώ λοιπόν οι Μούντε και Καλτβάσερ σπεύδουν να μιλήσουν για τη δημοκρατία «δίχως επίθετα», όταν περνούν στην αποτίμηση των θετικών ή αρνητικών συνεπειών του λαϊκισμού, μιλούν για «επιτυχίες ή αποτυχίες σχετικά με το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας» (σ. 338). Η φιλελεύθερη δημοκρατία ταυτίζεται έτσι με τη δημοκρατία, και ανάγεται τελικά σε περιοριστικό ορίζοντα του διανοητού, απόλυτο μέτρο κάθε συζήτησης περί ανανέωσης, εμβάθυνσης ή ριζοσπαστικοποίησης της δημοκρατίας. Ίσως να φταίει εδώ το γεγονός ότι προσπερνάνε συνοπτικά (και μάλλον πρόχειρα) την σχετική κριτική που ασκούν οι Λακλάου και Μουφ στην ιστορική -δηλαδή ενδεχομενική- συνάρθρωση φιλελεύθερης και δημοκρατικής παράδοσης (σ. 52-54). Ακόμα όμως και σε αυτό το πλαίσιο, η ελάχιστη εννοιολόγηση ξεκινά από τον «συνδυασμό της λαϊκής κυριαρχίας και της αρχής της πλειοψηφίας» (σ. 47). Η ιδέα της «λαϊκής αυτοκυβέρνησης», με άλλα λόγια, συνιστά αφετηριακή συνθήκη κάθε συζήτησης για τη δημοκρατία. Και εφόσον το δυνάμει «αυτοκυβερνώμενο» λαϊκό υποκείμενο δεν υφίσταται ως ουσιακή υπόσταση, αλλά διά μέσω των ποικίλων εγκλήσεων που διεκδικούν την εκπροσώπησή του, οι εκδηλώσεις του λαϊκισμού ως διαδικασίας κατασκευής/αντιπροσώπευσης του λαού καθίστανται αναπόφευκτες. αν όχι απαραίτητες. Για να το πούμε αλλιώς, η μάχη για τη δημοκρατία είναι πάντα και μια μάχη για την επαν-επινόηση του λαού και της πολιτικής του έκφρασης σε συνθήκες ισότητας και ελευθερίας. Στις σημερινές όμως μεταδημοκρατίες της βιοπολιτικής πειθάρχησης και της αγιοποιημένης συναίνεσης ο παράγοντας της «λαϊκής κυριαρχίας» δέχεται σφοδρή επίθεση, από την οποία πλήττεται τελικά και η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα το γεγονός ότι επικεφαλής τούτης της μετα-
45 δημοκρατικής ηγεμονίας τοποθετούνται πρωτίστως οι (αυτοαποκαλούμενοι) φιλελεύθεροι, οι οποίοι δεν πλήττουν μόνο τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά και βασικούς πυλώνες του φιλελευθερισμού: βασικά δικαιώματα και ελευθερίες, η ιδέα του κράτους δικαίου, οι λεγόμενες «θεσμικές εγγυήσεις» (σ. 51), όλα αυτά πάνε συχνά περίπατο μπροστά στις επιταγές της «αγοράς», τις άτεγκτες «οικονομικές αναγκαιότητες», ή την ίδια την «εθνική σωτηρία». Έτσι, στην ιδιόλεκτο των φιλελεύθερων «αντιλαϊκιστών» οι επικλήσεις της «αγοράς» παραπέμπουν σε στάση «υπευθυνότητας», «πραγματιστικής ευελιξίας» και «ορθολογισμού», ενώ η παραμικρή αναφορά στον «λαό» ξορκίζεται αμέσως ως «ανευθυνότητα», «συντεχνιασμός» και «λαϊκισμός».
Για μια δημοκρατική/συμπεριληπτική επαν-οικειοποίηση του «λαού» Όσο όμως η σημερινή κρίση οξύνει τούτο τον αναβαπτισμένο «φόβο των μαζών», δηλαδή τον «φόβο του λαού», από μέρους των (φιλελεύθερων) ελίτ, που συμπυκνώνεται στον ιδιότυπο «αντιλαϊκισμό» τους, τόσο θα συνεχίσουν να προβάλλουν εκκλήσεις υπεράσπισης του λαού ενάντια στην ασυδοσία των «από πάνω». Και εφόσον οι ποικίλες μορφές επαν-οικειοποίησης του «λαού» και του «λαϊκού» θα παραμένουν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε εγχειρήματος δημοκρατικής ανανέωσης -καθώς είναι και θεμιτές και αναπόφευκτες-, καθίσταται απαραίτητο να συνδιαλλαγούμε (και ως επιστήμονες και ως δημοκρατικοί πολίτες) κριτικά με τις πιο θετικές/δημοκρατικές πτυχές του λαϊκισμού, αλλά και να αποκρούσουμε τις αντίστοιχες αρνητικές.5 Σε κάθε περίπτωση, η συνοπτική δαιμονοποίηση του λαϊκισμού «απ’ όπου κι αν προέρχεται» (δεξιά ή αριστερά), μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να έχει στην ποιότητα του δημοκρατικού διαλόγου, αφού από τη μία μας καθιστά μύωπες μπροστά στις σημερινές πηγές δημοκρατικής δυσφορίας που τροφοδοτούν τις ποικίλες λαϊκιστικές αναδύσεις, από την άλλη απο-δαιμονοποιούν μια ακροδεξιά που είναι πρωτίστως εθνικιστική και συχνά νεοφασιστική, και όχι απαραίτητα «λαϊκιστική». 1 Ένα από τα πιο περίεργα λάθη του μεταφραστή είναι η επιλεκτική μεταγραφή των ξένων ονομάτων στα ελληνικά και η ανεξήγητη μεταγραφή ορισμένων ελληνικών ονομάτων στα αγγλικά. Έτσι, ο αναγνώστης μπορεί να βρει στην ίδια πρόταση τους «ελληνοποιημένους» Έβο Μοράλες, Θακσίν Τσιναβάτ και Ούγκο Τσάβες με τον Vladimir Meciar (σ. 11), ενώ παρακάτω θα βρει τον Takis Pappas (σ. 13) και τον Yannis Stavrakakis (σ. 41). Τα περισσότερα πάντως ξένα ονόματα παραμένουν στην πρωτότυπη μορφή τους. 2 Για μερικές πρώτες παρατηρήσεις επ’ αυτού βλ. Σαντάλ Μουφ, «Κλειδί για την Ευρώπη μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ», συνέντευξη στην Εφημερίδα . των Συντακτών, 28-19.9.2013, σ. 10-11 Σαντάλ Μουφ, «Ήττα του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ», συνέντευξη στην Αυγή, 26.5.2013. 3 Χρωστώ αυτή την παρατήρηση στον Γιάννη Σταυρακάκη. 4 Βλ. και τον σχετικό θεματικό φάκελο στα Σύγχρονα Θέματα, τχ. 110, 2010. 5 Βλ. και Νικόλας Σεβαστάκης & Γιάννης Σταυρακάκης, Λαϊκισμός, αντιλαϊκισμός και κρίση, Νε. φέλη, Αθήνα 2012 Giorgos Katsambekis & Yannis Stavrakakis, «Populism, anti-populism and European democracy: A view from the
46
Η ΑΥΓΗ • 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Μια μαρξιστική προσέγγιση της κρίσης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΠΑΚΤΣΗΣ, Το ελληνικό πρόβλημα: Γέννηση, εξέλιξη, διέξοδος, εκδόσεις Write, σελ. 575 Από τον τίτλο του βιβλίου φαίνεται ότι ο συγγραφέας του καταπιάνεται με ένα πολύ δύσκολο ζήτημα. Πρέπει να απαντήσει σε πολύ κρίσιμα ερωτήματα. Σε τι συνίσταται πραγματικά το «ελληνικό πρόβλημα»; Πως φθάσαμε έως εδώ; Ποια ή ποιες τάξεις κερδίζουν ακόμη και σήμερα; Ποιο είναι το διεθνές περιβάλλον που αλληλεπιδρά μαζί του; Ποια θεωρητικά προβλήματα προκύπτουν; Υπάρχουν λύσεις ή λύση και προς ΤΟΥ ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
όφελος ποιών; Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που τίθενται χωρίς περιστροφές και γίνεται προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις με τόλμη και διεισδυτικότητα. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι στα προσόντα του βιβλίου είναι η συγκεκριμένη πληθωρική τεκμηρίωση από την αστική και μαρξιστική φιλολογία, όπως, και το άφθονο πρωτογενές υλικό που δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να αποκτήσει μια σημαντική βάση δεδομένων, ώστε να μπορεί να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσφέρει μια ακτινογραφία του σύγχρονου ελληνικού καπιταλισμού, όρος κρίσιμος για κάθε ατομική ή συλλογική προσπάθεια, για να ανιχνευθούν οι σύγχρονες αντιθέσεις και να διαμορφωθούν πολιτικές υπέρβασής τους. Θα πρέπει να σταθούμε στο γεγονός ότι όσο γίνεται προσπάθεια να παρουσιασθούν με αντικειμενικό τρόπο τα δεδομένα, άλλο τόσο αναπτύσσεται προσπάθεια «υποκειμενικά», παίρνοντας θέση δηλαδή, να υποστηρίζονται τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Στην αρχή το βιβλίο περιγράφοντας τον σύγχρονο κόσμο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου θα σφραγίσει συνολικά τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις αλλαγών στο σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων. Η προσπάθεια αυτή υποστηρίζεται ότι θα τροφοδοτήσει ένα νέο εργατικό και ριζοσπαστικό κύμα που κάτω από προϋποθέσεις και αξιοποιώντας την αυξανόμενη αστάθεια του συστήματος, θα έχει τη δυνατότητα να νικήσει και μάλιστα αυτή τη φορά να υπερασπίσει τη νίκη του μέχρι τέλους. Ανιχνεύοντας τους βασικούς ταξικούς αντιπάλους σήμερα, η ανάλυση του βιβλίου αναφέρεται στην επίδραση της εξέλιξης των μέσων παραγωγής και των παραγωγικών διαδικασιών στη διαμόρφωση της μισθωτής εργασίας και ιδιαίτερα στέκεται στις πιο τελευταίες εξελίξεις που προδιαγράφουν πολυσήμαντες αλλαγές. Η ανάλυση γίνεται γιατί θεωρείται ότι ο κόσμος της μισθωτής εργασίας είναι πλέον ο πρωταγωνιστής όλων των κοινωνικών ανατροπών και ιδιαίτερα της μεγάλης κοινωνικής ανατροπής που κυοφορεί η καπιταλιστική κρίση της εποχής μας. Η ιστορική εξέταση της γέννησης του νέου ελληνικού κράτους και του ελληνικού καπιταλισμού που γίνεται παίρνει υπόψη της τα μεγάλα θεωρητικά προβλήματα που έρχο-
νται στην επιφάνεια από τις εξελίξεις του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Το βιβλίο υποστηρίζει με τα πιο σύγχρονα στοιχεία ότι η άποψη του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, ως ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, συνεχίζει να ισχύει και σήμερα. Τεκμηριώνεται με σύγχρονα στοιχεία ότι η άποψη που τον προσδιορίζει ως μη μαρξιστική προσέγγιση, ότι αναιρεί δηλαδή τη βασική ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλισμό, είναι πλήρως ατεκμηρίωτη όπως και ότι υπήρξε ένα νέο στάδιο στη συνέχεια, ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός. Αυτός δεν υπήρξε ποτέ ως ξεχωριστό στάδιο, αλλά εφευρέθηκε ως τέτοιο για να δικαιολογήσει συγκεκριμένες πολιτικές συμμαχιών με τμήματα της αστικής τάξης. Οι προσεγγίσεις που ψάχνουν να βρουν ένα νέο στάδιο σήμερα, ενώ προσφέρουν πολύτιμο υλικό για μια σύγχρονη ριζοσπαστική πολιτική γραμμή, δεν τεκμηριώνουν ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού. Η εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού χωρίζεται σε περιόδους με ιδιαίτερη έμφαση στις τρεις τελευταίες του εικοστού αιώνα και μάλιστα με πιο αναλυτικό τρόπο στην τελευταία. Εκτιμάται ότι το δημόσιο χρέος αποτελεί διαχρονικά σημαντικό ζήτημα που εξετάζεται σε συνάρτηση με την καπιταλιστική ανάπτυξη και τις επιδιώξεις της αστικής τάξης όπως και το ζήτημα της «εξάρτησης» με μια διαφορετική προσέγγιση από αντίστοιχες κλασικές θεωρήσεις. Σ’ αυτή τη μελέτη υπάρχει πληθώρα στοιχείων για τον αγροτικό τομέα, την ελληνική βιομηχανία (την μεταποίηση και τα ορυχεία), το εμπορικό κεφάλαιο, το τραπεζικό κεφάλαιο, τουριστικό και ξενοδοχειακό κεφάλαιο, το εφοπλιστικό και το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Εξετάζονται και θεωρητικά-πρακτικά ζητήματα όπως σε ποιους κλάδους παράγεται υπεραξία κ.λπ. Στο βιβλίο γίνεται μελέτη των τελευταίων στοιχείων για την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας που διαφέρουν σημαντικά από άλλες μελέτες που υπερτιμούν το μέγεθος της αστικής τάξης ή των μικροαστικών στρωμάτων. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η πρόταση του συγγραφέα για το ενιαίο εργατικό μέτωπο. Ξεκινάει από τη διαπίστωση εκφυλισμού των συνδικάτων και τις θέσεις των κλασσικών: «Ο άμεσος σκοπός των κομμουνιστών είναι ο ίδιος με το σκοπό όλων των άλλων προλεταριακών κομμάτων: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο» και τη θέση ότι «η απελευθέρωση των εργαζομένων θα είναι έργο των ιδίων ή δεν θα υπάρξει ποτέ». Για την ελληνική μισθωτή εργασία που βρίσκεται ήδη στο μάτι του κυκλώνα με τον πιο επιτακτικό τρόπο μπαίνει το ζήτημα της αντιμετώπισης της επίθεσης με όλα τα μέσα. Ο εξοπλισμός της τάξης σε οργανωτικό, πολιτικό, ιδεολογικό επίπεδο για να μπορέσει να σχηματίσει ενιαίο μπλοκ αντιπαράθεσης στις συνασπισμένες δυνάμεις του κεφαλαίου, να μειώσει τις απώλειες και να απαλύνει τις πληγές της, αλλά κυρίως, μέσα από ένα συνολικό ισχυρό αγώνα να αδράξει την ευκαιρία να συγκροτηθεί σε τάξη με αυτοτελή πολιτική και επιδιώξεις, είναι σε πρώτη προτεραιότητα. Υποστηρίζεται ότι σήμερα η μόνη γραμμή άμυνας που απομένει και προσφέρει διέξοδο
και προοπτική στην κατεύθυνση της απόκρουσης - ρήξης - ανατροπής είναι το ενιαίο εργατικό μέτωπο, που καθήκον του θα είναι να οργανώσει από τη μια πλευρά την αντίσταση της τάξης και από την άλλη την αντεπίθεσή της. Το κάλεσμα για την συγκρότησή του δεν απευθύνεται μόνο στα εργατικά σωματεία-ενώσεις-φορείς-συσπειρώσεις αλλά και σε κάθε πολιτική δύναμη της Αριστεράς, που αντιλαμβάνεται ότι σκοπός της είναι η «συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο». Που κατανοεί το μέγεθος των προβλημάτων της ταξικής πάλης της εποχής μας, αγωνιά για το χαμηλό επίπεδο οργάνωσης και πάλης των εργαζομένων, την αναντιστοιχία αυτού με τις ανάγκες που προβάλλουν, και κυρίως ότι η όποια καθυστέρηση σε αυτόν τον τομέα θα καθορίσει αρνητικά με ιστορικούς όρους, τις εξελίξεις, σε με-
γάλο βάθος χρόνου και θα συσσωρεύσει τρομακτική αθλιότητα στις πλάτες των εργαζομένων. Κρίσιμος θεωρείται ο τρόπος διεξόδου από την κρίση όπου το πρόγραμμα γι’ αυτό αποτελεί πρωταρχική συνισταμένη. Το περιεχόμενο του, που γίνεται προσπάθεια να προσδιορισθεί αντικειμενικά με βάση τις υπάρχουσες αντιθέσεις και τις δυνατότητες της εποχής, η πάλη για την εφαρμογή του από τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, ο σχηματισμός αριστερής λαϊκής κυβέρνησης, που κύριο καθήκον της θα είναι να οξύνει την εμφύλια αντιπαράθεση με την αστική τάξη, μπορεί να αποτελέσουν τους όρους εξόδου από την κρίση, όχι μόνο με νίκη «στα σημεία» του κόσμου της εργασίας, αλλά, και να διεκδικηθεί η απελευθέρωση και χειραφέτηση των μισθωτών εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων από την καπιταλιστική κοινωνική κυριαρχία.
Σάσα Τσιόρνι [1880-1932] Τρελάδικο Οικογένεια - αυτό το σκυλολόι γνωστών και γκρινιάρηδων, αυτό το ανυπόφορο καρναβάλι ηλιθίων. Δουλειά, φίλοι, διεφθαρμένοι πολιτικοί επιτίθενται ακατάπαυστα στο πνεύμα μου. Πάρ’ τα βιβλία - λέρα και σκουπιδαριό: μια γάτα τα ξεσκίζει, μιαν άλλη τα γλείφει, γεννάει βρωμιά και μασουλάει με ηδυπάθεια... Μεγάλε Πέτρο, Μεγάλε Πέτρο ένοχε των ενόχων! Τι σ’ έφερε στον άγριο βορρά να πράξεις μια τέτοιαν αμαρτία; Οκτώ μήνες χειμώνας - κι ούτε χαμόμουρα ούτε συνοδοί. Κρύο, μύξα, σκοτάδι, βροχή - Το παλαβό σου κεφάλι σε τραβάει απ’ το παράθυρο να πα’ να σωριαστείς στη γέφυρα... Είμαι αγανακτισμένος, αγανακτισμένος! Θεέ μου, ποιος είναι ο επόμενος; Καθημερινώς πίνουμε το φαρμάκι μας: μία θολή γουλιά από ‘να κουτάλι κηροζίνης και υπό τη λαγνεία των παράλογων ομιλιών, ο άνθρωπος μεγαλώνει αδιάφορα σαν βόδι... Υπάρχει κοινοβούλιο - όχι; Ένας Θεός ξέρει, εγώ πάντως όχι. Ο διάολος ξέρει. Εδώ -κι αυτό το ξέρω- υπάρχει θλίψη κι ανάπηρος θυμός... Ο λαός μουγκρίζει, τρελαίνεται, ξεφεύγει, μα αυτές «δεν είναι οι μέρες του μίσους», λέει. Πού είμαστε, αγαπητέ μου - αγαπητέ μου ομοαίματε; Πού είμαστε, απέθαντη αγάπη; Γκουτσκόβ, Δούμα, λασπόχιονο, χαμόμουρα, σκοτάδι... Αγαπητέ μου! Δεν σε τραβάει το παλαβό σου κεφάλι απ’ το παράθυρο να πα’ να σωριαστείς στη γέφυρα; Την αλήθεια! Σε τραβάει, έτσι; ΑΠΟΔΟΣΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΑΥΓΗ • 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
47
7
Το μέλλον δεν χαρίζεται σε κανέναν ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ, Delivery boy, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 111
Τα κείμενα του Ηλία Κουτσούκου είναι φυτίλια ταχείας αναφλέξεως. Βρίσκονται στα όρια της αυτόματης γραφής και της ενστικτώδους αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα. Είναι ατημέλητα αλλά διόλου απρόσεχτα. Χωράνε σε μια χαρτοπετσέτα αλλά κρύβουν σπασμένα ξυραφάκια. Λάτρης και υπερασπιστής από παλιά της μικρής φόρμας, ο Κουτσούκος μονάζει πλέον στο ελάχιστο. Από το οπισθόφυλλο ήδη ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΥΚΕΣΑ
προαναγγέλλει για τον αναγνώστη: «Είναι εποχή για να λέμε λίγα. Με τα πολλά μπερδευόμαστε, μεγαλώνει η υπαρξιακή αγωνία, πληθαίνουν τα αδιέξοδα». Η μεγάλη αφήγηση στα κείμενα του Κουτσούκου ενυπάρχει μόνο ως καιόμενη χάρτινη μάζα των εποχών εκείνων που τα μυθιστορήματα διαβάζονταν κοντά στο τζάκι. Σήμερα υπάρχουν άλλες ανάγκες κραυγάζει. Και είναι τέτοιας έκτασης και μεγέθους οι ανάγκες αυτές που η καύση βιβλίων είναι μια πράξη σχεδόν υπερασπιστική της ανθρώπινης υπόστασης. Οι μυθιστορηματικοί ήρωες του παρελθόντος και του παρόντος έχουν άλλες προτεραιότητες από αυτές που η μεταμοντέρνα σαλονάτη εκδοχή ήθελε να επιβάλλει την τελευταία εικοσαετία. Οι άνθρωποι πρώτα πρέπει να ζεσταθούν άρα να μπαλώσουν τα αποφόρια τους και κυρίως να μην ρίξουν στη φωτιά τα
κουρέλια της αξιοπρέπειας τους. Διότι οι άνθρωποι είναι ξαφνικά πολύ μόνοι, όσο και ο συγγραφέας. Τους έχει απομείνει ένας άγγελος κατανόησης και παραφυσικά φαινόμενα τα οποία λειτουργούν ως αντιδραστήρια για να επιστρέψουν στην παιδική τους ηλικία η οποία θα τους θυμίσει ότι είχαν δίκιο τότε που φαντάζονταν και επιδίωκαν ένα άλλο κόσμο. Ένας κόσμος που δεν οικοδομήθηκε και φταίνε δυστυχώς οι ίδιοι γι αυτό και τα φτηνιάριακα προτάγματα που ακολούθησαν. Η λογοτεχνία του Κουτσούκου απαντά με τον ίδιο ειρωνικά βίαιο τρόπο στις μέχρι πρότινος εκσυγχρονιστικές επιταγές: «πριν την λογοτεχνία έχω... μια δουλειά να κάνω». Η λυσσώδης αυτή αντιστροφή της απατηλής εκδοχής του «θαύματος» τις συνέπειες του οποίου ζούμε σήμερα φτάνει μέχρι καταργήσεως της λογοτεχνίας. Ή μήπως όχι; Ο συγγραφέας γράφει για να βρίσει. Χυδαία. Καθότι η περιρρέουσα χυδαιότητα δεν απαντιέται έλλογα αλλά και η τακτική του υβρίζοντος στρουθίου επί δώματος είναι χωρίς αποτέλεσμα. Καλείται λοιπόν η γραφή να μεγεθύνει την βωμολοχία να της δώσει υλική υπόσταση να αναστηθεί η ίδια η ζωή, να δηλώσει την ύπαρξή της, να εγγράψει τον καθαρό θυμό με σαφήνεια για να μην διαφύγει στα πτερόεντα καθημερινά και κυρίως να μην μολυνθεί από τις συμβάσεις. Ο βωμολοχικός θυμός, αφιλτράριστος, λιπόσαρκος από καλλιλογίες, αγγίζει την προφορικότητα, την υποδύεται ή κρύβει επιμελώς την ανάγκη που υπάρχει να ακριβολο-
γήσει, να πετύχει όσα ένας βομβαρδισμός δεν κατορθώνει, αλλά μια σφαίρα επιτυγχάνει. Αυτή η συλλογή κειμένων είναι μια αναφορά στην παιδική ηλικία ταυτοχρόνως όμως και συνταγή επιβίωσης συνταξιούχων ανδρών. Συνταγή η οποία περικλείεται στη λογική: διάβασε τα βιβλία που δεν έχεις διαβάσει ακόμη, κάνε σκανταλιές που δεν έκανες τα χρόνια της λογικής και δικαιολόγησε την ύπαρξή σου στη διαστημική σούπα ζώντας αντισυμβατικά διότι έτσι κι αλλιώς από τις συμβάσεις μέχρι τώρα μόνο κακομοιριές και αποτυχίες σου έλαχαν. Τι είναι το ντελίβερι μπόι; Ένας αποτυχημένος που όμως δεν είναι κάθαρμα φιλοτομάρι με μερσέντες. Ή αλλιώς το τρακάρισμα μιας αποτυχίας που την φχαριστιέσαι με μια επιτυχία γουρουνότητας. Τι είναι η καύση των βιβλίων; Τίποτα άλλο από μια πετυχημένη ανάγνωση λογοτεχνικών θριάμβων που ευτυχώς πέτυχαν να μάθουν αξιοπρέπεια στον αναγνώστη. Τι σημαίνει να είσαι εκτός θέματος στην έκθεση για το πρώτο χιόνι; Ότι είσαι ένας γραφιάς που πριν καθίσεις να γράψεις μαζεύεις τα άντερά σου από τις μαχαιριές της αληθινής απόγνωσης που κυκλοφορεί τριγύρω και σκουπίζεις τα χέρια σου στις λευκές κόλλες. Είναι ασέβεια έφηβος να ορέγεσαι σεξουαλικά μια Αργυρούλα την ώρα των θρησκευτικών; Τι είναι μια ολόγυμνη δίμετρη Ουκρανέζα που κόβει βόλτες στο σαλόνι σου; Το κόκκινο
Προτάγματα χειραφέτησης ΘΩΜΑΣ ΤΣΑΚΑΛΑΚΗΣ, Χιούμορ, επικοινωνία, πολιτική. Η μηχανή Μπέκετ, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 366 Ένα βιβλίο έκπληξη για όσους έχουν μια μικρή έστω επαφή με τον έργο του ιρλανδού νομπελίστα δραματουργού Σάμιουελ Μπέκετ. Ο Τσακαλάκης έφτιαξε ένα βιβλίο που κεντρικό στόχο έχει να μας παρουσιάσει το χιούμορ στο έργο του Μπέκετ. Βέβαια πρόκειται κατ’ ουσίαν για τρία βιβλία σε ένα: ένα για το χιούμορ, ένα για τον Μπέκετ, κι ένα «ρεφορμιστικό» για τον πιθανό ρόλο της «στρατευμένης» τέχνης στην εποχή μας. Ο Μπέκετ αποτελεί την αφορμή α) για μία αΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΠΥΡΟΥ
ξιολογική και συγκριτική επισκόπηση των σύγχρονων χειραφετικών προταγμάτων (νεο-αναρχισμός του Κρίτσλεη, κοινωνικός φιλελευθερισμός τού Ρόρτι, νεο-μαρξισμός των Καταστασιακών, μεσσιανικότητα δίχως μεσσιανισμό τού Ντεριντά), β) για την παρουσίαση μίας καινούργιας θεωρίας (humotopia) που αφορά σε ένα ιδιότυπο χιούμορ το οποίο απαντά σε λογοτέχνες, όπως ο Μπέκετ. Ο συγγραφέας, μέσα από την θεωρία του για την Humotopia, αναδεικνύει σιγά σιγά το θεατρικό ρεπερτόριο του μεγάλου συγγραφέα και αποκαλύπτει την μαγεία και το μυστήριο που εισπράττει ο θεατής πολύ πριν το αναλύσει. Οι φράσεις του Μπέκετ, πέφτουν με μια αμεσότητα που μοιάζουν με αυτές που εκφέρουμε καθημερινά ή ακόμη εκείνες που φτάνουν στα χείλη μας και σταματούν. Ενέχουν δύναμη μαθηματικής συνάρτησης που έχει ως μεταβλητή το εκάστοτε συμβάν που θα της εκχωρήσουμε. Ταιριάζουν παντού σαν παροιμίες και καταλήγουν να περι-
γράφουν τη ζωή μας. Είναι καιρός πια να αρνηθούμε έναν λόγο, κληρονόμο του Διαφωτισμού, της αναπόφευκτης προόδου και των μεταφυσικών προσδοκιών που μας «νουθετούν», μας δίνουν «λύσεις» και μας ενθαρρύνουν να αγωνιζόμαστε κάτω από το μάτι του ενός θεού, μιας θείας δίκης ή της ιστορικής αναγκαιότητας, δηλαδή μας υπόσχονται την «Σωτηρία». Σήμερα, τουλάχιστον γνωρίζουμε πόσο λίγα είναι αυτά για να κατανοηθεί η ανθρώπινη κατάσταση στον πλανήτη εν γένει! Οικολογικά, οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα μας είναι πλέον ανάγλυφα. Το «παράδειγμα» έχει αλλάξει παταγωδώς και οι σοβαροί συγγραφείς του καιρού μας δεν αφήνουν κανένα περιθώριο σε αυτό, ενώ, προφανώς, το νέο παράδειγμα, συγκρινόμενο με το παλιό, φαντάζει ως παράδοξο. Έτσι, οι κοινωνίες μας εγκλωβισμένες μέσα στα αδιέξοδα της ηγεμονικής μεταφυσικής κουλτούρας, αναμένουν κάποιο θεό που θα διορθώσει τα της μοίρας τους, ένα ορθολογισμό που θα επικρατήσει στον πλανήτη ή μια επανάσταση που θα έλθει τις οίδε πως, περιμένουν τον Γκοντό! που αναβάλλει διαρκώς την έλευσή του. Και το μόνο που επιβεβαιώνουν κατ’ επανάληψη είναι τι σημαίνει δούλος και τι αφέντης... Αυτό είναι μία από τις εντυπώσεις που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο, που ωστόσο δεν προσφέρεται σε μονοσήμαντες ερμηνείες, όντας αρκετά πιο πολύμορφο. Πρόκειται για ένα σπουδαίο κείμενο κατάλληλο για φοιτητές φιλοσοφίας και επικοινωνίας και θεατρόφιλους τουλάχιστον, αλλά και για όποιον άλλο/η θα ήθελε να έρθει σε επαφή με τα θέματα που προαναφέρθηκαν.
Ο Παναγιώτης Σπύρου διδάσκει Επιστημολογία στο Τμήμα Μαθηματικών ΕΚΠΑ
ιππικό του Μπάμπελ που καταπίπτει στην χαράδρα του ορίζοντα. Ποτέ μην πετάξεις του τόμους του Τολστόι διότι έχουν και κατασταλτικές ιδιότητες ενίοτε χρειαζούμενες καθότι ένα βιβλίο είναι πάντα ένα ...όπλο. Ο Κουτσούκος γράφει την ζωή του ή ζει γράφοντας τα γεγονότα που τον ενδιαφέρουν. Παραφυσικά γεγονότα διαστέλλουν την πραγματικότητα κατά την μεριά του ανθρώπινου θαύματος ενόσω το αλτσχάιμερ παραμονεύει. Η ... δημιουργική γραφή ξακρίζει ερωτικές επιθυμίες και τις τοποθετεί στις πραγματικές τους διαστάσεις. Από κοντά αθώοι σταυροφόροι και άραβες πολεμιστές με κατανόηση συναντιούνται με ζιγκολό της σήμερον και βγαίνουν γυμνοί όπως ο άνθρωπος του Βιτρούβιου στην ίδια λεωφόρο όπου έκπληκτοι αυτοκινητιστές καλούνται να καταλάβουν πρώτα το νόημα της ύπαρξης τους κι ύστερα των εκπλήξεων που καραδοκούν μπροστά στα μάτια τους. Πολλές αναγνώστριες διαβάζουν έναν μισογυνισμό στα κείμενα του Η.Κ. αλλά όπως πολλές άλλες, αντιθέτως, ανακαλύπτουν ότι ο συγγραφέας απέναντι στην γυναικεία ομορφιά είναι παντελώς ανυπεράσπιστος. Εν ολίγοις ο συγγραφέας με τα τελευταία του κείμενα αντιδιαστέλλει στην παθητικότητα που γεννά -ή από την οποία γεννιέταιη θλίψη την ενεργητικότητα του απελπισμένου. Στο κάτω κάτω της γραφής το μέλλον δεν χαρίζεται σε κανέναν και για το παρελθόν μην κλαίς εφόσον δεν αξίζει δυάρα τσακιστή.
Ο Απόστολος Λυκεσάς είναι συγγραφέας
Η ΑΥΓΗ 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
48
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Η ζωή, το πνεύμα και η ύλη ERWIN SCHODINGER, Τι είναι η ζωή;, μτφρ. Βίκυ Σαμπετάη, εκδ. Τραυλός, σελ. 240 Ένας ελέφαντας στην ινδική ζούγκλα «είναι» τόσο όσο «είναι» και μια διαδικασία χημικής αντίδρασης στον πλανήτη Άρη. Η κιμωλία είναι όσο είναι και το τυρί. ΜΑΡΤΙΝ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ Αν ο Χάιντεγκερ ενδιαφέρεται για ό,τι είναι κοινό στο είναι όλων των όντων, αν, ακόμη καλύτερα, τον απασχολεί εμμονικά σχεδόν το είναι σε αντίθεση με «αυτά που είναι», τα όντα δηλαδή, στην περίπτωση του Έρβιν Σρέντινγκερ ό,τι κατεξοχήν αναστατώνει την σκέψη του είναι, ακριβώς, η διαφορά των όντων. Και στο «Τι είναι η ζωή;» έχουμε μια εξαιρετική παρουσίαση της άποψης του μεγάλου φυσικού, θεμελιωτή της κβαντομηχανικής, σχετικά με την θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στις καίριες διαβαθμίσεις του υπαρκτού. Ανάμεσα, δηλαδή, στο ζωντανό και το αδρανές και, ακόμη περισσότερο, με τη συνδρομή του δεύτερου δοκιμίου, που περιέχεται στο βιβλίο και
μακρύτερη περίοδο απ’ ότι θα περιμέναμε να κάνει ένα άψυχο κομμάτι ύλης, κάτω από παρόμοιες συνθήκες». Αυτή η μεγάλη διάρκεια είναι, λοιπόν, θεμελιώδης σε ό,τι αφορά τη ζωή. Και γι’ αυτό, το γεγονός πως η βασική της μονάδα είναι ένα πολύ μικρό αντικείμενο, από την άποψη της στατιστικής φυσικής, αποτελεί ένα μυστήριο. Για τον Σρέντινγκερ, η επίλυση του μυστηρίου ξεκινά με την παρατήρηση πως ένα οργανικό μόριο παρουσιάζει έντονη ομοιότητα με έναν κρύσταλλο, την πολύ σταθερή αυτή οντότητα, η οποία παράγεται σε μεγάλη κλίμακα με την περιοδική επανάληψη μιας αρχικής δομής. Η διαφορά συνίσταται στην έλλειψη, στην περίπτωση του ζωντανού μορίου, αυστηρής περιοδικότητας, πράγμα που σημαίνει πως το τελευταίο θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό ως απεριοδικός κρύσταλλος. Με ό,τι αυτό υποσημειώνει για τη σταθερότητα της δομής του, που, όπως ήδη ειπώθηκε, είναι αναγκαία για την υποστήριξη των διαδικασιών της ζωής. Και στο σημείο αυτό έρχεται να συμβάλλει το κατεξοχήν αντικείμενο της επιστημονικής ενασχόλησης του Σρέντινγκερ, η κβαντική μηχανική. Η τελευταία, όπως είναι γνωστό, απο-
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ
έχει τίτλο «Πνεύμα και Ύλη», ανάμεσα στο συνειδητό και σε εκείνο που υπάρχει «έξω από την αντίληψη». Το «Τι είναι η ζωή;» αποτελεί, όμως, και μια καθοριστική συμβολή στην ίδια την επιστήμη στο μέτρο που η ανάγνωσή του επηρέασε πολλούς από τους επιστήμονες, οι οποίοι έμελλε να δημιουργήσουν τη μοριακή βιολογία. Είναι ενδεικτικό, από αυτήν την άποψη, πως η διατύπωση του Σρέντινγκερ πως «το χρωμόσωμα αποτελεί ένα κωδικοποιημένο μήνυμα» προηγήθηκε κατά μια σχεδόν δεκαετία από την ανακάλυψη του γενετικού κώδικα, με το, γνωστότατο πλέον, ακρωνύμιο DNA. Η δραστικότητα της παρέμβασης του Σρέντινγκερ στη συζήτηση σχετικά με τον «ορισμό της ζωής» είναι, νομίζω, ισχυρά συνδεδεμένη με το γεγονός πως γίνεται από έναν κορυφαίο φυσικό. Πράγμα που είναι εμφανές στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το επιχείρημα από μέρους του. Αφού εξηγήσει, με πολύ σαφή τρόπο, προς έκπληξη, φαντάζομαι, των περισσότερων από τους αναγνώστες του, ακόμη κι αν είναι επιστήμονες, πως όλοι οι φυσικοί νόμοι έχουν στην πραγματικότητα στατιστικό χαρακτήρα και, έτσι, «δουλεύουν» μόνο στην περίπτωση διαδικασιών, που εμπλέκουν μεγάλους αριθμούς ατόμων, είναι σε θέση να υποστηρίξει πολύ πειστικά πως οι αισθήσεις μας λειτουργούν καλά ακριβώς στο μέτρο που δεν είναι εξαιρετικά ευαίσθητες. Αντίθετα, στην περίπτωση που μπορούσαμε να αντιληφθούμε ακόμη και τα μεμονωμένα άτομα η εικόνα του κόσμου που θα αποκτούσαμε δεν θα παρουσίαζε την παραμικρή τάξη. Αν είναι, όμως, έτσι, αναρωτιέται, πώς θα μπορούσαμε να συμβιβάσουμε, από την πλευρά της στατιστικής φυσικής, το γεγονός πως «η δομή του γονιδίου φαίνεται να περιλαμβάνει μόνο ένα συγκριτικά μικρό αριθμό ατόμων (της τάξης των 1000 και, ίσως, πολύ λιγότερα) και, [ταυτόχρονα], όπως κι αν έχει το πράγμα, παρουσιάζει ιδιαίτερα τακτική και σύμφωνη με τους κανόνες δραστηριότητα -με συνέχεια ή μονιμότητα που αγγίζει τα όρια του θαύματος;»(71). Διαφορετικά, πώς είναι δυνατό ένα τόσο μικρό αντικείμενο όπως το γονίδιο να παραμένει, πολλές φορές, αδιατάρακτο επί αιώνες ή και χιλιετίες, στο μέτρο που κληρονομείται απαράλλακτο, με δεδομένη την φυσική τάση προς την αταξία λόγω της πανταχού παρούσας θερμικής κίνησης; Γιατί: ποιο είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζωής; Πότε λέμε ότι ένα κομμάτι ύλης είναι ζωντανό; Σύμφωνα με τον Σρέντινγκερ, «όταν συνεχίζει να «κάνει κάτι», να κινείται, να ανταλλάσσει υλικό με το περιβάλλον του κι αυτό για πολύ
Η ζωγράφος του μήνα: Δέσποινα Φλέσσα
τέλεσε μια κολοσσιαία τομή στο μέτρο που εισήγαγε ένα είδωλο του μικρόκοσμου, από το οποίο είναι εξοβελισμένες οι συνεχείς διαδικασίες και όπου, αντίθετα, επικρατούν τα «άλματα». Το ηλεκτρόνιο, π.χ,, σε αντίθεση με την κλασική εικόνα, μπορεί να «περιστρέφεται» γύρω από τον ατομικό πυρήνα όχι σε οποιαδήποτε απόσταση, όπως συμβαίνει στη νευτώνεια φυσική, αλλά σε συγκεκριμένες και σαφώς προσδιορισμένες «τροχιές» και μόνο σε αυτές. Η μετάβαση μεταξύ των τροχιών γίνεται μονομιάς και ασυνεχώς, χωρίς κάποια ενδιάμεση διαδρομή. Γιατί «ενδιάμεσα», από ενεργειακή άποψη, δεν υπάρχει καμία «θέση» για το ηλεκτρόνιο. Αντίστοιχα σε όλες τις διαδικασίες του μικρόκοσμου η μετάβαση από μία κατάσταση στην επόμενη παρουσιάζει ασυνεχή χαρακτήρα. Αυτή η ασυνέχεια, σύμφωνα με τον Σρέντινγκερ, είναι που μπορεί να εξηγήσει τη σταθερότητα των μικρών συνόλων από άτομα, που έχουν καθοριστικό ρόλο στο
φαινόμενο της ζωής. Γιατί, στο μέτρο που η μετάβαση απαιτεί μια ορισμένη ενεργειακή προσφορά, όσο αυτή δεν υφίσταται, το οργανικό μας μόριο παραμένει σταθερό. Η ασυνέχεια, επιπλέον, μπορεί να περιγράψει καλύτερα και το «ιερό δισκοπότηρο» της εξελικτικής θεωρίας, που αποτελούν οι μεταλλάξεις. Διαδικασίες επίσης ασυνεχείς και απροσδιόριστες, «τυχαίες» κατά μια πολύ ισχυρή έννοια του όρου.
222 Στο «Πνεύμα και Ύλη», που αποτελεί το δεύτερο μέρος του βιβλίου, έχουμε μια διανοητική περιήγηση σε κλασικά φιλοσοφικά θέματα, όπως είναι η συνείδηση («[η οποία] δεν μπορεί παρά να είναι πάντοτε στον ενικό»(120)), η μοναδικότητα του νου, η βούληση, η ελευθερία, η επιστήμη, η θρησκεία. Ο Σρέντινγκερ, μετά από μια περιεκτική ενασχόληση με τα σχετικά γνωσιολογικά, ηθικά και θρησκευτικά ζητήματα, θα πάρει θέση και αναφορικά με τις μεγάλες κοσμοαντιλήψεις, που συγκρούονται στο πλαίσιο της νεοτερικότητας, με τον παρακάτω τρόπο: «Ο ηθικός νόμος [...] είναι, απλώς, γεγονός [...] Θεωρώ την εντυπωσιακή του ύπαρξη ως ένδειξη ότι βρισκόμαστε στο ξεκίνημα μιας βιολογικής μεταβολής από μια εγωιστική σε μια αλτρουιστική γενική στάση, στην οποία ο άνθρωπος θα είναι έτοιμος να γίνει ένα κοινωνικό ον. Για ένα μοναχικό ζώο, ο εγωισμός είναι μια αρετή που τείνει να διατηρεί και να βελτιώνει τα είδη. Σε οποιοδήποτε είδος κοινωνίας γίνεται καταστρεπτική κακία. Ένα ζώο που αρχίζει να δημιουργεί κοινωνίες χωρίς ιδιαίτερα περιοριστικό εγωισμό θα εξαφανιστεί. Πολύ μεγαλύτερα φυλογενετικά είδη που σχηματίζουν κοινωνίες, όπως οι μέλισσες, τα μυρμήγκια και οι τερμίτες, έχουν εγκαταλείψει τελείως τον εγωισμό» (136). Η σαφώς προοδευτική κλίση, που καταγράφεται στο παράθεμα είναι συμβατή με το γεγονός πως βασικοί συνομιλητές του στο βιβλίο είναι μαρξιστές επιστήμονες, όπως οι Langevin και Haldane. Σε ό,τι αφορά την οντολογική του τοποθέτηση είναι πολύ χαρακτηριστική, νομίζω, η διατύπωση: «[Δ]εχόμαστε την επί χρόνια καθιερωμένη διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο. Αν και πρέπει να την αποδεχόμαστε στην καθημερινή ζωή για «πρακτική αναφορά», οφείλουμε, πιστεύω, να την εγκαταλείψουμε στη φιλοσοφική σκέψη»(128). Αν διατηρήσουμε τη διάκριση, είμαστε, όπως έδειξε ο Καντ, υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως στο «πράγμα καθεαυτό» δεν θα έχουμε ποτέ την παραμικρή πρόσβαση. Θα πρέπει, συνεπώς, να αρκεστούμε στα όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, τις εποπτικές μας δυνατότητες και τις κατηγορίες της νόησης χωρίς καμία περαιτέρω απαίτηση. Ο Σρέντινγκερ, όπως κάνει καθαρό στο κείμενο, δεν αρκείται. Γι’ αυτό και αρνείται τη διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο. Η δραστικότητα αυτής της τοποθέτησης γίνεται εμφανής αν επανέλθουμε στην αρχή, αντιπαραβάλλοντας ξανά τον Χάιντεγκερ στον Σρέντινγκερ. Ενώ ο πρώτος αποδέχεται τη δυνατότητα ενός κόσμου, που μπορεί να υφίσταται έξω από οποιαδήποτε συμπερίληψή του σε μια συνειδητή υπόσταση, σα να ήταν όλα μια παράσταση μπροστά σε άδεια καθίσματα, «λουσμένη, [ίσως], στο αρχαιοελληνικό φως», ο Σρέντινγκερ το αμφισβητεί ρωτώντας ευθέως: «Αλλά ένας κόσμος που υπήρχε επί εκατομμύρια χρόνια χωρίς να το γνωρίζει ή να το σκέφτεται κανένας νους είναι άραγε κάτι;»(178). Ο ίδιος, αν και υλιστής, με το δικό του τρόπο, θα απαντήσει «όχι, ένας τέτοιος κόσμος δεν υπήρξε ποτέ, δεν μπορεί να είναι κάτι». Και θα παραπέμψει για την καταφατική του θέση στο Σοπενχάουερ, τον Βράχμαν και τις Ουπανισάδες που γράφτηκαν χιλιάδες χρόνια πριν, ισχυριζόμενος, στην πραγματικότητα, πως το ίδιο το υλικό του συνειδητού, το «Πνεύμα», δεν είναι κάτι «μη φυσικό». Είναι, απλώς, κάτι πολύ διαφορετικό.