Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΕΥΧΟΣ 566
20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Η ιστορία διαρκεί πολύ ΤΑΚΗΣ ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Η άνοδος και η πτώση των εργατικών διεθνών: Κύκλος 1ος: Από τους Προδρόμους στην 1η Διεθνή, εκδόσεις Τόπος, σελ. 645 Η εικόνα που πάντα είχα από τον Τάκη Μαστρογιαννόπουλο, περιείχε μια θετική αποτύπωση και μια αισιοδοξία. Πριν μάθω τη χρόνια ενασχόλησή του με την ιστορία του εργατικού κινήματος, είχα την αίσθηση ότι αυτή η αισιοδοξία ήταν απλά ένας ευχάριστος, κατά τα άλλα, θετικός βερμπαλισμός. Σήμερα διαπιστώνω ότι ήταν γνώση. Βαθιά ιστορική γνώση. ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ
Θα προσπαθήσω να αποτυπώσω τη γνώμη μου για το βιβλίο του, ένα πολύ σημαντικό έργο, σημαντικό για τουλάχιστον δύο γενιές αγωνιστών. Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την παγκόσμια υποχώρηση, ιδεολογική, ηθική και υλική, του αριστερού κινήματος, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος αισθάνεται την ανάγκη να αποδείξει στον εαυτό του, και στις επόμενες γενιές των αγωνιστών, ότι η ιστορία δεν τελείωσε και ότι η μελέτη της μπορεί να μας αποδείξει ότι πάντα υπήρχαν πισωγυρίσματα και σκαμπανεβάσματα, αλλά πάντα προχωρούσε και εξελισσόταν. Διαβάζοντας το βιβλίο, εντυπωσιάζεται κανείς από τη συνέπεια και τη μεθοδικότητα με την οποία ο συγγραφέας έχει συγκεντρώσει το υλικό του για γεγονότα και πρόσωπα, πιο πολύ όμως για το κοινωνικό και ταξικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο συγκροτήθηκαν και λειτούργησαν οι Διεθνείς. Το πρώτο που καταλαβαίνει κανείς, είναι ότι το να κατανοήσεις το ιστορικό πλαίσιο, είναι απαραίτητο για να εμβαθύνεις στον Μαρξισμό. Τα μαρξιστικά κείμενα -και κυρίως τα πολιτικά, όχι τόσο τα φιλοσοφικά και τα οικονομικά- δεν είναι δόγματα γενικής χρήσης, διατυπωμένα για κάθε εποχή και για κάθε συγκυρία. Γράφτηκαν μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, για να απαντήσουν σε συγκεκριμένα ζητήματα στρατηγικής. Αυτό που μας μαθαίνουν είναι τον τρόπο να αναλύουμε τα φαινόμενα, τον τρόπο να σκεφτόμαστε, να καταλαβαίνουμε τα πράγματα που γίνονται γύρω μας. Ο Μαρξισμός δεν είναι τσιτάτα, ούτε Παγκόσμιοι Νόμοι κάποιας μυστικιστικής νομοτέλειας, αλλά εργαλείο για να καταλαβαίνουμε τον κόσμο. Γι’ αυτό ο Μαρξισμός υπάρχει ακόμα ως θεω-
ρητικό εργαλείο, περνώντας μέσα από εποχές που χαρακτηρίστηκαν από κοσμογονικές αλλαγές. Από τα κλωστήρια του Μάντσεστερ, τότε που οι εργάτες συνειδητοποίησαν, πολύ αργά, ότι το ζήτημα δεν είναι οι μηχανές που φτιάχνουν τις κλωστές αλλά η υλική σχέση που συνδέει τη χειρωνακτική εργασία τους με τις μηχανές και τα αφεντικά τους, μέχρι τη σημερινή παγκοσμιοποίηση. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το βιβλίο του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου είναι εξαιρετικά χρήσιμο. Γιατί σου εξηγεί όλα όσα σημείωνες στο περιθώριο των μαρξιστικών βιβλίων, για να μπορέσεις κάποτε να διευκρινίσεις και να κατανοήσεις καλύτερα. Αυτό όμως είναι το
λιγότερο. Το περισσότερο είναι αυτή καθ’ αυτή η ευχαρίστηση να διαβάζεις την ιστορία, με τρόπο που να κάνει το μυαλό σου να δουλεύει, να σκέφτεται και να συγκρίνει. Η Διεθνής είναι παιδί του εργατικού κινήματος. Το εργατικό κίνημα είναι γέννημα των άθλιων συνθηκών που δημιούργησε η βιομηχανική επανάσταση. Αλλά αυτό που τείνουμε να ξεχνάμε, είναι ότι πριν από κάθε τέτοια γέννα υπάρχει μια μακρά κυοφορία, γεμάτη αντιφάσεις, αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις και προβληματισμούς. Τείνουμε επίσης να ξεχνάμε ότι η ιστορία των κοινωνικών αγώνων είναι μια ιστορία κάθε άλλο παρά γραμμική, γεμάτη βήματα εμπρός, και
βήματα πίσω, νίκες και οπισθοχωρήσεις, ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις. Ο Μάρξ είδε τις τάξεις ως ιστορικά υποκείμενα. Το προλεταριάτο γεννήθηκε, ωρίμασε μέσα από μια μακρά διαδικασία. Από το να σπάει τις μηχανές για να προστατεύσει τη ζωή του, πέρασε στους οργανωμένους ταξικούς αγώνες και από εκεί στην πολιτική οργάνωση. Έφτασε στο σημείο να διεκδικήσει να αλλάξει τον κόσμο, να περιγράψει μια κοινωνία απελευθερωμένη από την ταξική εκμετάλλευση. Ανάδειξε ανθρώπους με κοφτερά μυαλά, ενεργητικότητα και μόρφωση, οικοδόμησε μια τεράστια αυτοπεποίθηση, πάλεψε με αυταπάρνηση και αυτοθυσία για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο. Γνώρισε και ήττες, αλλά καμιά ήττα δεν πήγε χαμένη. Κάθε θυσία και κάθε υποχώρηση ήταν το σκαλοπάτι για καινούριους αγώνες. Παράλληλα, ποτέ δεν έπαψαν οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις, η αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές και τους επαναστάτες, τους ρεαλιστές και τους τολμηρούς. Όμως το βιβλίο του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου έχει γραφτεί για να το διαβάσουμε σήμερα, και είναι αδύνατον να το διαβάσουμε χωρίς το μυαλό μας να βρίσκεται στο σήμερα, σε μια ακόμα περίοδο όπου μια βαθειά καπιταλιστική κρίση εκδηλώνεται. Η σημερινή κρίση έχει μεγάλες ομοιότητες αλλά και μεγάλες διαφορές με τα γεγονότα που αφηγείται η ιστορία της πρώτης Διεθνούς.
Τι μας λέει σήμερα η ιστορία των εργατικών αγώνων; Το πρώτο που μας λέει είναι ότι κάθε αλλαγή στον τρόπο παραγωγής δημιουργεί εντελώς καινούρια κοινωνικά δεδομένα. Και τα καινούρια αυτά δεδομένα οφείλουμε να τα εξετάζουμε και να τα αναλύουμε χωρίς φόβο και χωρίς προκατάληψη. Το ζήτημα δεν είναι να προσαρμόζουμε τη σημερινή πραγματικότητα στα ιστορικά συμπεράσματα, γιατί αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από στείρος δογματισμός. Το ζήτημα είναι να χρησιμοποιούμε τα ιστορικά συμπεράσματα για να ενδυναμώνουμε την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε και να αναλύουμε κριτικά το σήμερα. Από την άλλη, όμως, ούτε τις ομοιότητες με το ιστορικό παρελθόν πρέπει να φοβόμαστε. Η καταπίεση, η αλλοτρίωση, ο έλεγχος πάνω στις συνειδήσεις των καταπιεσμένων, δεν είναι σημερινά φαινόμενα. Ούτε ο φόβος και ο δισταγμός μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
24
Η ΑΥΓΗ • 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
μπροστά σε ριζοσπαστικές αλλαγές, είναι φαινόμενο σημερινό. Αυτά τα πράγματα υπάρχουν από τότε που υπάρχει εκμετάλλευση. Και ξέρουμε ότι μπορούν να νικηθούν, να βρούμε τα αίτιά τους και να μπορέσουμε να δράσουμε με τρόπο που να απελευθερώνει συνειδήσεις. Το δεύτερο, και πολύ σημαντικό, είναι το εξής: Δεν αρκεί να θέλεις να απαλλαγείς από ένα άδικο και καταστροφικό σύστημα. Πρέπει να ξέρεις με τι θέλεις να το αντικαταστήσεις. Πρέπει να ξέρεις τι είναι το καινούριο που θέλεις να φέρεις, γιατί αυτό είναι που δημιουργεί το όραμα. Αυτό είναι που μετατρέπει τις στρατιές των αδύναμων και των απελπισμένων σε στρατιές αποφασισμένων περήφανων επαναστατών. Κανείς δεν πάει στην σύγκρουση για να θυσιαστεί. Πάει στην σύγκρουση για να νικήσει. Το τρίτο είναι ότι, όσα και αν έχουν αλλάξει από τα τέλη του 19ου αιώνα, σήμερα ο αγώνας είναι ξανά μια υπόθεση διεθνής. Μπορεί να ξεκινάει από έναν χώρο δουλειάς, μια γειτονιά ή μια περιοχή, αλλά ο ορίζοντας της ανατροπής είναι πάντα πέρα από τα όρια μιας χώρας. Βρίσκεται στην ενότητα και την αλληλεγγύη όλων των καταπιεσμένων, πέρα από εθνικά σύνορα. Αυτό είναι σήμερα το νόημα του δικού μας αγώνα, ενός αγώνα για μια άλλη Ελλάδα σε μια άλλη Ευρώπη. Είναι ένας αγώνας στον οποίο θέση έχουν οι λαοί του Νότου κατά κύριο λόγο, γιατί είναι οι πιο καταπιεσμένοι, και από εκεί πάντα ξεκινούν οι μεγάλες διεκδικήσεις, αλλά και οι καταπιεσμένες τάξεις του Βορρά, με τελικό όραμα την απελευθέρωση από τα δεσμά τής πιο επιθετικής μορφής καπιταλισμού που έχουμε γνωρίσει, του σύγχρονου φιλελεύθερου καπιταλισμού, του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Τέλος, είναι καλό να μην ξεχνάμε ότι το κίνημα έχει τα προβλήματα και τις αντιφάσεις του, τόσο σε περιόδους υποχώρησης, όσο και σε περιόδους ανόδου. Ότι οι εσωτερικές συζητήσεις, διαφωνίες και αντιπαραθέσεις γύρω από την στρατηγική ποτέ δεν θα σταματούν. Και εδώ είναι ένα σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε. Γιατί, κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι και περισσότερες από εμάς μεγαλώσαμε σε κόμματα της αριστεράς που πάλευαν ασταμάτητα μεταξύ τους, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι με τον αντίπαλο... Για το ποιο κατέχει την σωστή γραμμή που θα οδηγήσει στη νίκη, ποιο είναι πιο αδιάλλακτα προσηλωμένο στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους που είναι εκτός πραγματικότητας. Και ξεχάσαμε αυτό που σήμερα το βιβλίο του Μαστρογιαννόπουλου μας ξαναθυμίζει: Ότι το πιο σημαντικό δεν είναι το ποιος έχει δίκιο, αλλά πώς οι διαφορετικές απόψεις, τα διαφορετικά ρεύματα, οι διαφορετικές ερμηνείες, μπορούν να συγκλίνουν σε ένα ευρύ κοινωνικό μέτωπο με σαφή και καθορισμένο στόχο. Η ενότητα είναι λοιπόν που κερδίζει τις μάχες και αλλάζει την ιστορία, και όχι ο ανταγωνισμός για την ιδεολογική καθαρότητα και την εσωτερική ηγεμονία. Δεν μπορούμε ούτε έχουμε δικαίωμα να κάνουμε ανιστόρητες και εκβιαστικές συγκρίσεις, για να πείθουμε τον εαυτό μας, και μερικούς ακόμα αφελείς, ότι εμείς και μόνο εμείς είμαστε άξιοι συνεχιστές ηρωικών εποχών. Η ιστορία θα γραφτεί, άλλωστε, είτε οι κοινωνικοί αγώνες τού σήμερα αφήσουν το αποτύπωμά τους είτε όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι εμείς να κάνουμε το σωστό: Να ερμηνεύουμε σωστά τα φαινόμενα, να βελτιώνουμε τις δικές μας δυνατότητες, και να μη χάνουμε από τα μάτια μας τον πραγματικό εχθρό, που είναι απέναντί μας. Ο εχθρός είναι η κοινωνική αδικία, η δυστυχία, η φτώχεια, η οικολογική καταστροφή. Είναι ένα σύστημα που θέλει να κυριαρχεί στην συνείδηση των καταπιεσμένων, και να τους εξοικειώνει με το ανήθικο και το αδιανόητο. Αν δεν φοβηθούμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, και προπάντων αν δεν φοβηθούμε να την αλλάξουμε, θα έχουμε κάνει, έστω και στο ελάχιστο, το σωστό. Άλλωστε, το βιβλίο του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου είναι η καλύτερη απόδειξη ότι η ιστορία διαρκεί πολύ και η πάλη των τάξεων αποτελούσε και αποτελεί πάντα την κινητήριο δύναμη της εξέλιξής της.
Ο Καβάφης στο μέγαρο Μαξίμου Η ποίησή του στην υπηρεσία της κυβερνητικής προπαγάνδας περί «βίας» «Το Ίδρυμα Ωνάση απέκτησε την κυριότητα του αρχείου του Κωνσταντίνου Καβάφη και αποφάσισε να βγάλει ‘βόλτα’ τον μεγάλο ποιητή στους δρόμους της πόλης. Ο αλεξανδρινός ποιητής ‘κυκλοφορεί’ από σήμερα με λεωφορεία, τραίνα, τραμ και μετρό στην Αθήνα, σε μια συνομιλία με τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Με αυτόν τον τρόπο, το Ίδρυμα αποτίει φόρο τιμής στον Καβάφη και παρουσιάζει το αρχείο του. Το κάλεσμα του Αρχείου Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση είναι σαΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
φές: Αν συναντήσετε κάπου τον Καβάφη, συνομιλήστε μαζί του. Η ποίησή του σάς ανήκει. Για όσους νιώθουν ‘ξένοι’, όσους θέλουν ‘να τραβήξουν μπροστά’, για όσους ‘σήμερα δεν έχουν κεφάλι για δουλειά’ και που ‘εδώ που έφτασαν, λίγο δεν είναι’, ο Κ. Π. Καβάφης καθρεφτίζει τη σκέψη τους. Το δημιουργικό υπογράφουν οι βραβευμένοι Beetroot, ανατρέποντας τα δεδομένα, δίνοντας μια ποπ νότα στην εικόνα του ποιητή και κάνοντας τους στίχους οικείους και προσιτούς». Έτσι περιγράφεται, σε ημερήσια εφημερίδα, η κιτς αθλιότητα που έχει γεμίσει εσχάτως την αθηναϊκή καθημερινότητά μας. Όμως, μέσα από την αφέλεια της περιγραφής, λέγεται όλη η αλήθεια, για τα 9 αποσπάσματα στίχων του Καβάφη που διακοσμούν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο Καβάφης είναι επιγραμματικός, και θα μπορούσε ίσως κάποιος καλοπροαίρετος να συγχωρήσει τον τεμαχισμό ενός στίχου του, έξω από κάθε συμφραζόμενο του ποιήματος, έξω από κάθε συμφραζόμενο Λόγου. Ίσως, ακόμα, θα μπορούσε κανείς να ανεχθεί και την εικόνα ενός καβαφικού στίχου πάνω από τη ζέουσα εξάτμιση ενός λεωφορείου. Έστω κι αν ποιητής δεν ήταν διαφημιστής, ώστε να κατασκευάζει σλόγκαν, αλλά, αντίθετα, είναι μαιτρ του υπαινιγμού. Γνωρίζουμε επίσης ότι η ποίησή του έχει μια διδακτικότητα, και πως αυτή είναι η κυριότερη αδυναμία της (κυρίως των όποιων αδύναμων ποιημάτων του). Αλλά, και πάλι, κάποιος ιδιαίτερα καλοπροαίρετος θα μπορούσε ίσως να ανεχθεί και τούτη την εικόνα του Καβάφη, ο οποίος τους επόμενους μήνες θα περιφέρεται στους αθηναϊκούς δρόμους, ως βλαχοδήμαρχος σκεφτόμενος ενδόμυχα: «Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι». Ή ψελλίζοντας το success story του Σαμαρά: «Και τέλος πάντων, νά, τραβούμ’ εμπρός». Ή μονολογώντας σαν αργόμισθος υπάλληλος (διορισθείς υπό Παγκάλου): «σήμερα δεν έχω κεφάλι για δουλειά». Ναι, πρόκειται για μερικές από τις 9 καβαφικές φράσεις που αναρτήθηκαν ως σλόγκαν στα Μέσα Μεταφοράς. Υπάρχει όμως και η απόλυτη ιδεολογική χρήση του Καβάφη, στην ακόλουθη φράση-σλόγκαν: «Είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία».
Εδώ, είναι να απορείς, αν το συγκεκριμένο ημιστίχιο επελέγη, ή τέλος πάντων ενεκρίθη από τον φιλολογικό σύμβουλο του Ιδρύματος (γνωρίζετε ποιος είναι; και πόσα παίρνει;), και όχι από το υπόγειο του Μαξίμου, δηλαδή από τον κ. Μπαλτάκο ή τον κ. Χρύσανθο Λαζαρίδη. Γιατί η «βία» στο ποίημα δεν έχει την προφανή σημασία τής βίας, δηλαδή αυτή τη σημασία που όλοι οι αθηναίοι πολίτες θα εισπράξουν ως προτροπή του Καβάφη, ώστε να ενοχοποιήσουν κάθε σκέψη αντίδρασής τους απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα που ζούμε. Αντίθετα, στο ποίημα του Καβάφη, η «βία» έχει έκδηλα την έννοια της βιασύνης: Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός Να μη βιαζόμεθα. είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία. Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια. Πρόκειται δε για μια εξόχως ειρωνική αποστροφή. Στο ποίημα αυτό, ο Καβάφης ειρωνεύεται σκληρά, μέχρι πτώσεως, τη μακαριότητα, την αναβλητικότητα, τη μοιρολατρία, εν τέλει την υποταγή, των υπηκόων της «Αποικίας». Ειρωνεύεται όσους, επειδή δεν θέλουν να πάρουν δήθεν βιαστικές αποφάσεις, δεν πράττουν τίποτα. Μα σε αυτό το ποίημα ο Καβάφης μιλά και για τους «μεταρρυθμιστές»: κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν, με την απαίτηση να εκτελεσθούν άνευ αναβολής. Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες. Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή, κι από την άλληνα την συναφή, κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική· είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει; [...] Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε, βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε. πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς. Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία, κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς, απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία, να δούμε τι απομένει πια, μετά τόση δεινότητα χειρουργική... Συμπέρασμα; Ας ανατρέξουμε στην αρχή τού εν λόγω ποιήματος: Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία δεν μέν’ η ελάχιστη αμφιβολία... [Ο τίτλος του ποιήματος είναι «Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.»]
Η ΑΥΓΗ • 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
Περί Βίας
ή ένα υποτιθέμενο χάσμα της δημοκρατίας Η απλή, όσο και αθώα, περιοδικά επιχειρούμενη διάκριση μεταξύ κρατικής και ατομικής βίας μέσα στο δημοκρατικό πολιτικό στίβο είναι συχνότατα εσπευσμένη και πάντα απλουστευτική. Παθητική και συνάμα επιθετική στη νοοτροπία της, παραπαίει μοιραία ανάμεσα στον αφελή λεγκαλισμό και στην τυφλή λατρεία της δύναμης για τη δύναμη. Στην παλαιότερη ή και χειρότερη εκδοχή της, μάλιστα, η διάκριση αυτή επίμονα υπονοεί ότι το αποκλειστικό προνόμιο της κρατικής βίας πάντοτε και παντού υπερέχει της ατομικής βίας εκ μέρους των πολιτών, α-
Δεν είναι όλες οι βίαιες ενέργειες από μέρους τού κράτους εκ προοιμίου νόμιμες, ούτε όλες οι βίαιες ενέργειες από μέρους των πολιτών ως ατόμων παράνομες ή κατακριτέες. Μέσα στον 20ό αιώνα και μόνο, οι καταδίκες κρατικών λειτουργών, συχνά ανώτατων, καθώς και των οργάνων τους, για βίαιη κατάχρηση εξουσίας -από το Γουώτεργκεητ στο Μύ Λάι και στην υπόθεση Λαμπράκη- ιστορικά το αποδεικνύουν
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΜΠΟΥΡΙΤΣΑ
άλλο τρέχοντα λόγο και πρόφαση, όπως ήταν ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας μετά τον Σεπτέμβρη τού 2001. Υπενθυμίζεται και πάλι, ότι η τόσο διχαστική φράση τού τότε Προέδρου Μπους έναντι των συχνά έμπρακτων πολιτικών του αντιπάλων ήταν ακριβώς «με μάς ή εναντίον μας». Συνεπώς, μια τέτοια εκ προοιμίου τοποθέτηση είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να απαιτήσει από κανένα κομμάτι τού λαού, αφού δεν θα μπορούσε ποτέ να το απαιτήσει από ένα ξεχωριστό, σκεπτόμενο, και σε δημοκρατική εγρήγορση μεμονωμένο πολίτη. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι ο πολίτης -και τα κόμματα αποτελούνται από πολίτες- είναι εκείνος που μέχρι τέλους πρέπει να διατηρεί στο ακέραιο
Ο Λεωνίδας Μπουρίτσας έχει διατελέσει καθηγητής φιλοσοφίας στο City Un. οf New York και στο Stevens Institute of Technology
Το πρόσφατο, πολυσέλιδο αφιέρωμα των «Αναγνώσεων», τώρα και σε βιβλίο
ÊÙ ÃÑÐÄÖ½¢ÔÐÈ ÑÙ ÎÃÕËÍÀÙ ÍÃË Ï ÃÉÍÀÕÏËÑÙ ÎÎÊÐËÍÀÙ ÍÃË Ò ÇÒËϽÎÇËà ÓÕÖÃÙ
Ù
δια τα δικαστήρια αλλά μόνο ο λαός, έστω με την ψήφο του, να τις κρίνει, αποτελεί κατάφωρη άρνηση ή παραχάραξη της αμέσως προηγούμενης αρχής, δηλαδή της ανάγκης για εξονυχιστική εξέταση και των κινήτρων της βίαιης πράξης, και μάλιστα κατά περίπτωση. Την ημέρα πού ένας πολίτης αισθάνεται, θεωρεί, και παίρνει πάνω του την ευθύνη για την εφαρμογή τού νόμου, εγκαλώντας έτσι την εξουσία για τη δράση ή και την αδράνεια της, το οποιοδήποτε χάσμα μεταξύ τους εξαφανίζεται. Πάλι υπενθυμίζεται ότι στην ιστορία τού παγκόσμιου δημοκρατικού κινήματος οι πολίτες έχουν κατά καιρούς κάνει ευφυέστατη και κρίσιμη χρήση των περιθωρίων που τούς δίνει ο νόμος, με το να διαπράττουν εν γνώσει τους μικρότερα εγκλήματα ή παραβιάσεις τού νόμου, προκειμένου να δοθεί δημοσιότητα και λύση σε άλλα κατά την γνώμη τους πολύ μεγαλύτερα εγκλήματα ή παραβιάσεις, και μάλιστα διαπραττόμενα από λειτουργούς του κράτους. Τέτοια βέβαια ήταν η περίπτωση γενναίων πράξεων της έννομης ή εύτακτης λεγόμενης ανυπακοής στην Αμερική τού ‘60 και ‘70, που όπως έχει εκ των υστέρων παρατηρηθεί δεν ήταν, και δεν μπορούσε να είναι, πάντα ειρηνική, και με αυτή τη λανθασμένη έννοια «έννομη», ούτε πάντα απλώς «ανυπακοή». γ΄. Η κατά καιρούς ζητούμενη, πιεστικά αν όχι και εκβιαστικά, ρητή καταδίκη τής βίας -γενικά, αφηρημένα, και ηθικολογικά ευτελίζει απλώς τον δημοκρατικό διάλογο. Όποιος μάλιστα θεωρεί ότι αρκεί να κάνει χρήση τού δόγματος les extremes se touchent (τα άκρα συναντώνται) προκειμένου να προκαθορίσει τον διάλογο αυτό, ας αναρωτηθεί κατά πόσο η ίδια η δημοκρατία αποτελεί και αυτή πολιτικό άκρο, τόσο ιστορικά όσο και συγχρονικά, χωρίς ποτέ να γίνεται λιγότερο επιθυμητή ή προσφιλής γι’ αυτό τον λόγο. Η αντίληψη αυτή, λοιπόν, όταν δεν αποτελεί παρανόηση και λανθασμένη προέκταση τής απολύτως θεσμικής πρόβλεψης για καταδίκη κάθε απόπειρας κατάλυσης τού πολιτεύματος όπως αυτή διατυπώνεται σ’ ένα υπαρκτό σύνταγμα, και ως προς την οποία η ιστορία και η πρακτική τού Ναζισμού και των υποκατάστατών του υπαγορεύει ακαριαία τη μηδενική ανοχή εκ μέρους της δημοκρατίας, τείνει να έχει συχνά άλλους στόχους. Γίνεται, δηλαδή, κατά τα φαινόμενα, είτε προκειμένου να εκδοθούν -με ποιό δικαίωμα, άραγενέα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, είτε για
SRHPD
κόμη και σε συνθήκες μη δημοκρατικές, θεωρώντας ότι το κράτος διέπεται από εγγενή μετριοπάθεια ενώ, αντίθετα, τα άτομα από αθεράπευτα πάθη και άγνοια, που τελικά μόνο πολλαπλασιάζουν τη βία χάνοντας έτσι πάντα τον τελικό της έλεγχο. Οπωσδήποτε, όταν ως κίνητρο μιας τέτοιας διάκρισης διαπιστώνει κανείς την αναζήτηση κάποιου, μοναδικού έστω, σταθερού κριτηρίου στην αντιμετώπιση ενός μονίμως μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος κόσμου, τότε οφείλει να συστήσει την κατανόησή της, αν και σαφώς όχι τη συμφωνία. Ειδικά όμως όταν το κίνητρο της διάκρισης είναι προσωπικό ή εφήμερο, για ένα ζήτημα όπως η ίδια η ισορροπία της δημοκρατίας, που πλησιάζει να είναι εντελώς θεμελιακό, απαιτείται η αυστηρή κριτική της. α΄. Δεν είναι βέβαια όλες οι βίαιες ενέργειες από μέρους τού κράτους εκ προοιμίου νόμιμες, ούτε όλες οι βίαιες ενέργειες από μέρους των πολιτών ως ατόμων παράνομες ή κατακριτέες. Μέσα στον 20ό αιώνα και μόνο, οι καταδίκες κρατικών λειτουργών, συχνά ανώτατων, καθώς και των οργάνων τους, για βίαιη κατάχρηση εξουσίας -από το Γουώτεργκεητ στο Μύ Λάι και στην υπόθεση Λαμπράκη- ιστορικά το αποδεικνύουν αυτό. Όπως το αποδεικνύουν επίσης τόσο οι επιβεβλημένες αντιστάσεις πολιτών σε καιρούς δημοκρατικής εκτροπής -από τοποθέτηση βόμβας μέχρι ένοπλη ανταρσία και απόπειρα τυραννοκτονίας- όσο και συνειδητές πράξεις βίας από πολίτες σε συνθήκες εντελώς δημοκρατικές, οπωσδήποτε κατά τον εμβληματικό Μάη τού ‘68 στη Γαλλία. Όποιος ταυτίζει λοιπόν τη δημοκρατία με την ειρήνη, και το κράτος με την εγγύησή της, διατυπώνει απλώς ευχολογίες και εξομολογείται νοσταλγικότητες. β΄. Δεν υπάρχει στη δημοκρατική πραγματικότητα των ανειλημμένων ευθυνών κάποιο χάσμα μεταξύ κράτους και πολιτών, καθώς και οι δύο πλευρές θα όφειλαν να αισθάνονται υπόλογες έναντι των επώνυμων πρωτοβουλιών τις οποίες αναλαμβάνουν, με μεγαλύτερη σημασία να έχει εδώ η συνεξέταση και των προθέσεων, και όχι μόνο τού αποτελέσματος τής πράξης, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού σε ολόκληρο το ποινικό ή αστικό δίκαιο. Ταυτόχρονα, η οποιαδήποτε απόπειρα, τόσο κρατική όσο και ατομική, να χαρακτηρισθούν ενέργειες ως πολιτικές πράξεις, με την έννοια ότι δεν είναι πλέον αρμό-
τα δικαιώματά του, τα οποία ένα σοφό σύνταγμα οφείλει να παρέχει, και άρα να διατηρεί και τις έμπρακτες επιλογές του, κάτι που, για παράδειγμα, του επέτρεπε σαφέστατα το περίφημο εκείνο άρθρο 114 τού ελληνικού συντάγματος, όπως και το ακροτελεύτιο του σημερινού. Άλλωστε, και πολύ πριν από αυτά, το ίδιο έκανε και κάνει η συγκεκριμένη διατύπωση της Πρώτης Τροποποίησης στο σύνταγμα των ΗΠΑ, επιτρέποντας και, επί της ουσίας, καλώντας τον πολίτη σε δράση, μέχρι και βίαιη, αν θιγεί από το Κογκρέσο η εξασφάλιση της ελευθερίας τού λόγου και της συνείδησης. «Ένας σκλάβος πού σ’ όλη του τη ζωή υπάκουε σε εντολές, ξαφνικά διαπιστώνει ότι μια από αυτές είναι απαράδεκτη», θα γράψει ο Αλμπέρ Καμύ. Κι όμως, από την εποχή που κάποιο σώμα της Γερουσίας στην αρχαία Ρώμη δέχθηκε, όπως λέγεται, την πρόταση τού Κάτωνα ότι τα δικαιώματα των πολιτών είναι λιγότερο σημαντικά, ή είναι περιορισμένα, έναντι εκείνων της Ρώμης, στο όνομα μάλιστα τού salus populi, δηλαδή της σωτηρίας τού λαού, οι κυβερνήσεις δεν παύουν να αποπειρώνται την επιβολή κάποιας εκδοχής αυτής της τραγικά επικίνδυνης διάκρισης. Η διελκυστίνδα που μάλλον τότε ξεκίνησε θα συνεχισθεί.
ÑÂÎÉÃÔÊÙ
ÔÇÖÖÀÙ ÉÃÔÊÙ ÒÂÔÑÙ ÑÛ ÓÕÖÃÙ ÑÂÎ ÃÔ¿Ã ÑÂÔÕÊ Ù ×ÊТ ÑÉËÃÖÜÀÉÎ ¾Ôà ٠½ÌÊ ÎÊÙ Î ÂÖÕÑÙ ÊϾÖÔÊÙ ÊÏÊÔÑ ٠ÃÐÃÉËÓÖÊÙ £Ñ νÌÃÐÆÔÑÙ ÊÎË¢ Û ÂÊ ÔÑÂÕÃÎÊ ¨Ü½ËÏÙ ½ÔÔËÎ Ù ÃÒÃÉÇØÔÉ¿Ñ ÕÖÃ Ó ÖÑÛ ÎÊÙ ÉËÓ Ù ¦ÑÂÄà ¿ÎÊ ÛÖÛÚ¿Ã ÃÐà ÃÕ Ê٠ܢРÃÐÑÙ ¦Ñ ÔÑÛ ¯ÎÍÊÙ ¦¾ÉÑÙ Ö½È ÖÃÛÔÑÂÎà ¨ÕÑÂÒ ØÏ¢Ù ¨ÕÃÎÃÒ¢ÖÊÙ ÚÑÛ ¢ÍÊÙ ÇÔ½ÈÃÙ ÍÑÛϾ ÃÔ¿Ã ¢ ÉËà ÖÜÊ ®Ã Ô¿Ã Ã ËÙ x ÈËÎÑÎÑÉËÍ¢
SRHPD ÇÍÆÀÕÇ
ΓΡΑΦΟΥΝ: Αθηνά Βογιατζόγλου, Κώστας Βούλγαρης, Σπύρος Λ. Βρεττός, Δημήτρης Δημηρούλης, Αλέξης Ζήρας, Μαρία Κούρση, Τζέιμς Μέρριλ, Αλέξανδρος Μηλιάς, Παναγιώτης Νούτσος, Ευτυχία Παναγιώτου, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εύη Προύσαλη, Άλκης Ρήγος, Στέφανος Ροζάνης, Βασίλης Ρούβαλης, Σάκης Σερέφας, Θωμάς Τσαλαπάτης, Σταυρούλα Τσούπρου, Μαρία Χατζηγιακουμή, Μαρία Ψάχου
Εκδόσεις (.poema..) editor@epoema.eu | www.e-poema.eu ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ για όλη την Ελλάδα και την Κύπρο: Βιβλιοπωλείο «Λεμόνι», Ηρακλειδών 22, Θησείο, τηλ. 210-3451390
Η ΑΥΓΗ • 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
26
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
«Κυβερνώσα» Αριστερά Μνήμη Άγγελου Ελεφάντη «Κυβερνώσα αριστερά», «αριστερά της ευθύνης», «αριστερός αρνητισμός» είναι έννοιες, πραγματικότητες, που ταλανίζουν την αριστερά εδώ και πολλά χρόνια. Είναι μια συζήτηση που έρχεται και επανέρχεται βασανιστικά και με πάθος, από δύο πλευρές, αν θέλουμε να σχηματοποιήσουμε τις αντιθέσεις. Για όσους τους αρέσουν οι ιστορίες, έχει σημασία ένας διάλογος πριν από πολλά χρόνια, μεταξύ δύο αριστερών, σε μία εποχή που οι βεβαιότητες ήταν δεδομένες και οι αμφιβολίες είχαν περιορισθεί σε μερικούς «αμετανόητους». Για τους φιλίστορες λοιπόν, γράφει ο Άγγελος Ελεφάντης στα «Ενθέματα» ένα άρθρο με τίτλο «ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. Ιστορικός ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΟΝΤΟΥ
συμβιβασμός». Μεταξύ άλλων, λέει πως «Η αριστερά, τοποθετείται εξ αντικειμένου στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι όμως η θέση της ζήτημα γεωγραφικής απόστασης, δεν είναι ζήτημα τοπογραφίας. Η αριστερά είναι στα αριστερά του ΠΑΣΟΚ γιατί είναι άλλο ‘πράγμα’ απ’ το ΠΑΣΟΚ. Να το πω επιγραμματικά: είναι μία κοινωνική και πολιτική ευαισθησία που δεν ορίζεται από τους αυτοματισμούς της αγοράς αλλά από μία προβληματική που εστιάζεται στον κόσμο της εργασίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Δεν παίρνει τις επιθυμίες της για πραγματικότητα. ο σοσιαλισμός, που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα της ιδεολογίας της, δεν είναι επιθυμία, δεν είναι επιθυμητική ροπή. Είναι η έλλογη απάντηση στην αποποινικοποίηση που επιχειρεί η μοναδική σκέψη της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ο καπιταλισμός ποτέ δεν είχε φτάσει στην αντίφαση με την οποία εμφανίζεται σήμερα: να προβάλλει μία διευθυντική και ιδιαζόντως δικτατορική λύση του κοινωνικού προβλήματος μέσω της τεχνικής, μια μορφή της οποίας είναι η πληροφορική, τη στιγμή ακριβώς που η τεχνική θα μπορούσε να αποβεί δύναμη αυτοκαθορισμού των ανθρώπων και μέσον απελευθέρωσης. Δουλειά της αριστεράς δεν είναι μια τεχνικιστική ενασχόληση, να προτείνει πέντε χιλιόμετρα μετρό αριστερότερα ή δεξιότερα. Το μικρογραφικό απείκασμα μιας ‘μεγάλης αριστεράς’, αν δεν το είχαμε, θα έπρεπε να το εφεύρουμε. Γιατί μόνο μια μεγάλη αριστερά, η σοσιαλιστική αριστερά, μπορεί να εκφράζει και να πυροδοτεί την δυναμική των κοινωνικών μετασχηματισμών».1 Λίγες μέρες αργότερα με ένα άρθρο του ο Μάνος Ματσαγγάνης απαντά στον Άγγελο Ελεφάντη: «Οι άλλοι, εκείνοι δηλαδή που δεν ορίζονται στο ελαφρώς χιλιαστικό δίπολο ‘καταγγελία της πραγματικότηταςπροσδοκία ενός καλύτερου κόσμου’, είναι υποχρεωμένοι να προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων - με άλλα λόγια, είναι υποχρεωμένοι να λερώνουν τα χέρια τους [...] δουλειά της αριστεράς είναι αυτό ακριβώς [...] δηλ. να προτείνει πέντε χιλιόμετρα μετρό αριστερότερα ή δεξιότερα»2. Η περίφημη λοιπόν γενιά της μεταπολίτευσης στο χώρο της αριστεράς, οι γεννηθέντες λίγο πριν το 1950 και λίγο μετά, μεγαλώνουν. Ορόσημο για τη γενιά αυτή των αριστερών ήταν η άνοδος του Σημίτη. Στην πραγματικότητα, δεν άλλαξε τίποτα αλλά και όλα άλλαξαν. Άρθρα όπως το παρακάτω έμοιαζαν σαν θεμέλιος λίθος ενός ελπιδοφόρου πολιτικού χώρου: «Από πολιτική-πολιτισμική άποψη σε αυτή έχουν αυθόρμητα συνορεύσει πολίτες με αναφορές τον κεντροαριστερό εκσυγχρονισμό, την κεντρώα μετριοπάθεια, τον φιλελευθερισμό, τη δημοκρατική Αριστερά. Από κομματική άποψη, η παράταξη αρχίζει από τον χώρο του Συνασπισμού και της ανανεωτικής Αριστεράς, αγκαλιάζει το ΠΑΣΟΚ και επεκτείνεται στον κεντροδεξιό χώρο, στο μέτρο που η Ν.Δ. μετατοπίζεται στα δεξιά. Από κοινωνική άποψη η διαμορφούμενη παράταξη έχει την ίδια βάση με αυτήν του ‘εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος’ και του σημερινού ΠΑΣΟΚ, συμμεριζόμενη την ισχύ αλλά και το πρόβλημα» (Γ. Βούλγαρης).3 Είχε προηγηθεί βεβαίως η γέννηση της ΟΝΕ. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός που η Ελλάδα βρέθηκε μέσα σ’ αυτή την οικογένεια κρατών, όχι τόσο για την οικονομική ευμάρεια που προαναγγέλλεται όσο για την αίσθηση του κοινού πολιτισμού που συνδέει όλες αυτές τις χώρες. Η γενιά που συζητάμε, κουρασμένη από τις παλινδρομήσεις του ΠΑΣΟΚ, και μια φοβι-
κή αριστερά μπρος το άγνωστο, σε μεγάλο μέρος της τάχθηκε αναφανδόν στην επιλογή της ευρωπαϊκής προοπτικής. Ο Γ. Βούλγαρης, επισημαίνει: «Σωστά η Αριστερά άσκησε κριτική στον ‘οικονομίστικο’ χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην πρωτοκαθεδρία των οικονομικών στόχων και τη μεγάλη υστέρηση των πολιτικοθεσμικών. Αυτό όμως δεν πρέπει να καταλήξει στην παρεξήγηση ότι επρόκειτο για μια ιστορική διαδικασία που οδηγήθηκε μονομερώς από την ‘αόρατη χείρα’ της αγοράς και των οικονομικών περιορισμών που αυτή επέβαλε. Δεν ήταν αποτέλεσμα των σιδηρών νόμων του ‘κεφαλαίου’, της διεθνοποίησης και της παγκοσμιοποίησης. Η επίτευξη του ευρώ και η προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι αποτέλεσμα σημαντικών πολιτικών-πολιτισμικών επιλογών και σε κάθε περίπτωση καρπός τέτοιων διεργασιών [...] Δεν ήταν εμπνεύσεις δύο ή τριών μεγάλων ηγετών. Πίσω από την ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν βρίσκεται ο μεγάλος ηγέτης που με σχετική αυτονομία από τις συγκυρίες γράφει Ιστορία. Βρίσκεται αντίθετα ο πολιτισμός, η βασανισμένη ιστορική εμπειρία, η δημοκρατική ωρίμανση μιας ολόκληρης ηπείρου».4 Δεν ήταν μόνο η προοπτική ευημερίας, όσο η αίσθηση, σ’ ένα συμβολικό επίπεδο, μ’ ένα αυτοκίνητο να περνάς με την πολιτική σου ταυτότητα στο χέρι, χωρίς εμπόδια, χωρίς φραγμούς, χωρίς τελωνειακούς ελέγχους, από την μία χώρα στην άλλη, από την Αναγέννηση της Ιταλίας, στον Μεσαίωνα της Γαλλίας, στην αραβική Ισπανία, εποχές και χώρες με κοινές πολιτιστικές καταβολές, κοινά ιδεώδη. Κάθε άλλη προσπάθεια, εκτός από τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη που συγκέντρωσε μεγάλο μέρος της γενιάς μας, έμοιαζε ατελέσφορη. Ενώ εκείνη εμφανίζετο ως «το πνεύμα της εποχής, εκείνο το ακαταμάχητο, το αναντίστρεπτο δεδομένο της εξέλιξης που κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί» (Ελεφάντης).5 Έχει την σημασία της μια σύντομη συζήτηση την εποχή εκείνη, μέσα από τις γνωστές αριστερές στήλες. Είχε λοιπόν έλθει ο Μάσιμο Ν’ Αλέμα και έκανε μία ομιλία την 10-012000. Παραμονές των εκλογών του 2000, και μεταξύ άλλων, λέει: «Κατά βάθος, η Αριστερά, εδώ και δύο αιώνες τροφοδοτήθηκε από διάφορες ιδεολογίες. Από τον ουτοπικό σοσιαλισμό, στον μαρξισμό και τον επαναστατικό λενινισμό. Αφού αυτές οι ιδεολογίες αποδείχθηκαν απατηλές και εξέπεσαν, η βαθύτερη ουσία της Αριστεράς δεν έγκειται πλέον στις ιδεολογίες, αλλά στις θεμελιώδεις αξίες των οποίων η ίδια η αριστερά είναι φορέας».6 Και ο Ελεφάντης απαντά: «Ο κόσμος της ιδεολογίας περί του
τέλους των ιδεολογιών κυριαρχείται κυρίως από μια ιδέα, από μια αναπαράσταση του κόσμου χωρίς ιδεολογίες. Σ’ αυτόν τον κόσμο τα πράγματα υπάρχουν ολοκάθαρα, διάφανα, νέτα-σκέτα ως πραγματικότητες».7 Πιστέψαμε τόσο πολύ σ’ αυτό που ζούσαμε, ώστε θεωρούσαμε ότι αυτή ήταν η μοναδική πραγματικότητα. Το σχέδιο απελευθέρωσης των αγορών της ΕΕ, τα ενθουσιώδη προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, ο τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό, θεωρήθηκε μονόδρομος για δεξιούς και αριστερούς «χαμένους στη μετάφραση». Φωνές από την αριστερά με διάθεση κριτική, όπως αυτή του Ελεφάντη, ακουγόταν από το υπερπέραν, εξωπραγματικές: «Στην τρέχουσα, λοιπόν, αποδοχή του ο εκσυγχρονισμός είναι κάτι το ‘πολύ καλό’, είναι ταύτιση με τον παρόντα χρόνο, γιατί είναι ο χρόνος ο παρών που φέρει τις νέες αξίες, τους νέους τρόπους ζωής και ό,τι, ως γνωστόν, δεν είναι του παρόντος χρόνου, είναι ...του παρελθόντος. Το ζεύγμα εκσυγχρονισμός/αναχρονισμός δείχνει την κατεύθυνση, την ίδια τη δύναμη της ζωής. Με την δύναμη του αυτονόητου και του ακαταμάχητου εγκαλεί τους πάντες να συμμορφωθούν».8 Κατά μεγάλο μέρος της, η γενιά της μεταπολίτευσης, στο χώρο της αριστεράς πάντοτε, ήταν κυβερνώσα διακριτικά από την εποχή του Παπανδρέου, και βέβαια χωρίς κόμπλεξ την εποχή της διακυβέρνησης του Σημίτη. Στήριξε με ζέση την εκσυγχρονιστική προσπάθεια, τόσο γιατί πίστεψε στα πρόσωπα αλλά και στο όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης των λαών. Η στήριξη ήταν πλήρης, όχι μόνο με την ανάληψη θέσεων κυβερνητικών, μεσαίων στελεχών, αλλά και με συμμετοχή σε δημόσια έργα, σε ευρωπαϊκά προγράμματα, σε πανεπιστήμια, στον χώρο του πολιτισμού (κατ’ εξοχήν χώρος προνομιακός). Με τον τρόπο της λοιπόν ήταν «κυβερνώσα» από το 1981. Δεν ήταν κυβερνώσα με προγραμματικές διακηρύξεις και πρωτόκολλο συνεργασίας, αλλά η πολιτική της επιρροή είναι κυρίαρχη μέχρι σήμερα. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι όλα αυτά τα χρόνια αεροβατούσε. Αντίθετα βίωνε ένα «τραχύ παρόν» (Β. Κιντή).9 Τόσο παρόν ...μέχρι αναγούλας! Από αυτό το «παρόν» όμως που βιώσαμε στην προ της κρίσης εποχή, μέχρι αυτό το «παρόν» που ζούμε σήμερα, απέχουμε έτη φωτός. Τόσα χρόνια, η «άλλη αριστερά» θεωρούσε πως εκείνοι που ήσαν πλησίον της σημιτικής διακυβέρνησης δεν είχαν όραμα αλλά ήταν βουτηγμένοι σε ένα σκληρό παρόν, χωρίς όραμα. Αλ-
Η ΑΥΓΗ • 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
λά αν οι «πρακτικές λύσεις προς τις οποίες δείχνει η σκληρή πραγματικότητα» (Β. Κιντή)10 είναι αυτές που προτείνει η κυβέρνηση Σαμαρά, και αποτελούν μονόδρομο, τότε ας επιστρέψουν οι αριστεροί στην νεφελοκοκκυγία τους που τόσα χρόνια περιφρόνησαν υπηρετώντας την πραγματικότητα και τον ρεαλισμό. Αν το πρόβλημα της χώρας είναι οι μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται από τα φασιστοειδή υποκείμενα που κινούνται γύρω από Μαξίμου, κρυπτόμενοι ως σύμβουλοι μιας εκτελεστικής εξουσίας που κυβερνά με προεδρικά διατάγματα νομοθετικού περιεχομένου, τότε είναι καλύτερα οι αριστεροί να αποκτήσουν και αφήγημα και όραμα, και ας εγκαταλείψουν την πραγματικότητα που υπηρέτησαν όλα αυτά τα χρόνια. Εάν βαφτίζονται μεταρρυθμίσεις η καταστροφή των συνδικάτων και άλλων θεσμών προστασίας των εργαζομένων, με σκοπό τη δημιουργία «ευέλικτης αγοράς εργασίας». αν μεταρρύθμιση είναι να αποσυρθεί το κράτος από την παροχή κοινωνικής πρόνοιας. αν μεταρρύθμιση είναι να εξαφανισθούν παραδοσιακές προστασίες που επέτρεψε όχι ο σοσιαλισμός αλλά ο φιλελευθερισμός. αν μεταρρύθμιση είναι η μεταβίβαση σε τιμή ευκαιρίας, για τους κερδοσκόπους, των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων. αν όλα αυτά συμβαίνουν μέσα στην Ευρώπη που προσδοκούσαμε να μας τραβήξει στο άρμα του εκσυγχρονισμού, σε μια σύγκρουση με τον στείρο ελληνοκεντρισμό που ταλάνισε την χώρα μας δεκαετίες (Π. Κονδύλης).11 Αν λοιπόν όλα αυτά καλούνται μεταρρυθμίσεις και η αριστερά πρέπει να συμμετέχει με σχέδιο σ’ αυτό, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια τεράστια σύγχυση και θα πρέπει να επινοηθούν ξανά τα νοήματα, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες. Η αριστερά για να είναι «κυβερνώσα» δεν μπορεί να εξαρτάται από τις πειστικές απαντήσεις του Δραγασάκη αλλά πρέπει να ξαναβρεί τις έννοιες που εγκατέλειψε αυτά τα χρόνια των ψευδαισθήσεων. «Το σύνολο του ανθηρού υλικού και του μαραζωμένου από τους μεταμοντέρνους σπασμούς πνευματικού μας πολιτισμού αλλοιώνουν τον ψυχικό και τον αξιακό κόσμο τόσο γρήγορα, που η άμυνα έστω και σε κάποιο μετερίζι να φαντάζει αναχρονισμός. Δοξολογείται ο νεωτερισμός και το ρίσκο, ακόμη κι αν οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αβίωτη και τόσο φοβική ‘κοινωνία του κινδύνου’. Οι συλλογικές εξάρσεις και το αναγεννησιακό πνεύμα που θα αναδείκνυε η σοσιαλιστική ιδεολογία και θα αιμοδοτούσε νέες κοινωνικές πρακτικές δεν είναι του καιρού» (Ελεφάντης).12 Μήπως έφτασε ο καιρός; 1 εφημερίδα Η Αυγή, «Ενθέματα», 12/3/2000, αριθμός φύλλου 146 2 Μάνος Ματσαγγάνης «Η δουλειά της αριστεράς, το μετρό και άλλα ανεπίκαιρα(;) Κυριακάτικη Αυγή 25/3/2000, σελ. 25 3 Γιάννης Βούλγαρης «Η νέα εκσυγχρονιστική παράταξη έχει ήδη δημιουργηθεί», Πρόσωπα, 4/11/2000, τεύχος 87 4 Γιάννης Βούλγαρης, «Η γέννηση μιας παγκόσμιας δύναμης», «Ενθέματα», Αυγή, 3/5/1998, αριθ. 70 5 Άγγελος Ελεφάντης «Οι δύο όψεις του εκσυγχρονισμού μέσα από τις εκλογές», Ο Πολίτης, Απρίλιος 2000 6 Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, «Για ένα πολιτικό σχέδιο της ευρωπαϊκής αριστεράς», «Ενθέματα», Αυγή, 23/1/2000 7 Άγγελος Ελεφάντης, «Ντ’ Αλέμα: Υπέρ της ιδεολογίας της μη ιδεολογίας», «Ενθέματα», Αυγή, 16 Ιανουαρίου 2000 8 Ο Πολίτης, Απρίλιος 2000 9 Βάσω Κιντή «Αφήγημα χωρίς όνομα», Τα Νέα, 10-11 Αυγούστου 2013. «Δεν μας λείπουν, μεσσιανικά οράματα και παρηγορητικές αφηγήσεις [...] Μας λείπουν στόχοι που δεν θα έρχονται από ένα εξιδανικευμένο μέλλον αλλά από το τραχύ παρόν. 10 Βάσω Κιντή, συνέχεια προηγούμενου άρθρου 11 Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 14 (εισαγωγή) 12 Άγγελος Ελεφάντης «Σοσιαλισμός ή εκσυγχρονισμός», «Ενθέματα», Η Αυγή, 7 Μαΐου 2000
Ο Δήμος Κόντος είναι δικηγόρος
39
5
Ανθρωπολογία και παγκόσμια κρίση ΕΛΕΑΝΑ ΓΙΑΛΟΥΡΗ (επιμ.), Υλικός πολιτισμός, Η ανθρωπολογία στη χώρα των πραγμάτων, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 431 Ανθρωπολογία είναι η επιστήμη που ερευνά σφαιρικά και συστημικά τη νοόσφαιρα, δηλαδή τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής. Βασίζεται στη διαφορικότητα η οποία χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, σ’ αυτό που ήταν προμετωπίδα στο Μουσείο του Ανθρώπου στο Παρίσι, στο «Μας ενώνουν οι διαφορές μας». H αρχική θέση της, που διατυπώθηκε από τον Diderot το 1774, ήταν: να γνωρίσουμε τις άλλες κουλτούρες, ώστε, με βάση αυτές, να κρίνουμε και να βελτιώσουμε τη δική μας κουλτούρα, με άλλα λόγια, να επέμβουμε στη μοίρα του ανθρώπου. Με την παραπάνω θέση θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανθρωπολογία είναι η πιο αρμόδια επιστήμη για να μελετήσει τη μεγαλύτερη καμπή της ανθρώπινης ιστορίας που βιώνουμε σήμερα και που την αποκαλούμε «κρίση» ή αΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
πλά «ύφεση». Γιατί όμως αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει; Γιατί η ανθρωπολογία στο τέλος του 19ου αι. πέρασε στις αγκάλες της αποικιοκρατίας και στη δεκαετία του 20ού αι., όταν απηλλάγη από τον εναγκαλισμό αυτόν, περιορίστηκε στον πύργο του ακαδημαϊσμού - ήταν μια χαμένη άνοιξη. Ένα σημαντικό τμήμα της, όμως, που συνοδεύεται και από ένα αντίστοιχο της αρχαιολογίας, έχει στραφεί στη διερεύνηση της κοινωνικο-πολιτισμικής κρίσης με άξονα την πολιτική οικονομία και με βάση τις έννοιες: «δύναμη», «εξουσία», «ιδεολογία» και «αντίσταση». Η τάση αυτή δεν έχει εμφανιστεί ακόμα στη χώρα μας. Υπάρχουν, εντούτοις, μηνύματα της ανθρωπολογικής άνοιξης και το πιο σημαντικό από αυτά είναι το συλλογικό βιβλίο με επιμέλεια της Ε. Γιαλούρη «Υλικός πολιτισμός». Και μόνο από τον τίτλο του σηματολογεί τη ρήξη με τον ακαδημαϊσμό, ο οποίος διατείνεται ότι «κουλτούρα είναι η διαδικασία διαμόρφωσης σημασιών» και διαγράφει τον υλικό πολιτισμό και την κοινωνική πρακτική. Το βιβλίο αυτό προχωρεί ακόμα ένα βήμα, ασκώντας κριτική στο σχίσμα που επέβαλε η νεωτερικότητα ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα, στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Σύμφωνα με το σχίσμα αυτό, ο θετικισμός θεωρούσε τα αντικείμενα ως ουδέτερα ή ξένα και περιοριζόταν στην τυπολογική και στατιστική επεξεργασία τους. Αντίθετα, το βιβλίο υποστηρίζει ότι αποτελούν μια ιδιάζουσα γλώσσα, που πρέπει να βρούμε τη σημειωτική της, και ότι περικλείουν κοινωνικές σχέσεις. Δείχνει επίσης τους συναισθηματικούς δεσμούς που συνάπτουμε με αυτά, για παράδειγμα με το φυλαχτό ή με το μονόκλ. Θα προσθέσουμε και τον αρρωστημένο δεσμό που εκδηλώνει η κοινωνία μας με το χρήμα, όπως έδειξε ο G. Simmel. Το σχίσμα αυτό προκάλεσε το οξύτατο πρόβλημα στη γνωσιολογία, για το πώς το νοούμενο υποκείμενο, ο άνθρωπος, μπορεί να συλλάβει τα φυσικά αντικείμενα, αφού αυτά είναι ξένα και άσχετα με το πνεύμα. Πώς νοείται το αντικείμενο, όταν οι δούλοι κατατάσσονται, ως γνωστόν, στα αντικείμενα, ενώ συμβαίνει να αυτοκτονούν κάποιοι εάν χάσουν την περιουσία τους, η οποία ανήκει στα αντικείμενα; Όπως γράφει η Ε. Γιαλούρη, στις Διεθνείς Εκθέσεις των αρχών του 20ού αι. ανάμεσα στα εκθέματα συμπεριλαμβάνονταν και ιθαγενείς, ως αντικείμενα. Και για να το προχωρήσουμε στην πολιτική της παγκόσμιας κρίσης, στη βιοεξουσία όπως την αποκάλεσε ο M. Foucault, στους καταλόγους των απολύσεων οι υπάλληλοι αντικρίζονται ως αντικείμενα. Ο «υλικός πολιτισμός» της Ε. Γιαλούρη μας βοηθά να κάνουμε πολλές ανάλογες σκέψεις, όπως η παραπάνω, και α-
Εγκατάσταση του Κώστα Ρουσάκη, «Η αλήθεια είναι αγάπη μου ότι δε θυμάμαι τίποτα», Elika Gallery, Ομήρου 27, Αθήνα - μέχρι 9/11/13
νοίγει το δρόμο να προβληματιστούμε για πολλές ιδέες και φαινόμενα του πολιτισμού μας, με την προοπτική να τα αναθεωρήσουμε στην κατεύθυνση των αξιών του ανθρώπου, πράγμα που συνιστά την ουσιαστική συμβολή της ανθρωπολογίας ως επιστήμης. Επιπλέον, και το πιο σημαντικό, μας βοηθά να στρέψουμε την ανάλυση από το μοντέλο της ιδεολογικής κυριαρχίας στο μοντέλο της πολιτισμικής κυριαρχίας, το οποίο συμπίπτει με την υλική κουλτούρα και μας αποκαλύπτει για παράδειγμα πώς η κοινωνία της κατανάλωσης αύξησε τη συναίνεση, διαλύοντας, ταυτόχρονα, τον κοινωνικό ιστό, τη συλλογικότητα, και αυξάνοντας την κατάθλιψη. Η μελέτη αυτής της διάστασης θα μπορούσε να μας προσφέρει χρήσιμα στοιχεία για το πέρασμα σε μια πιο ανθρώπινη κοινωνία. Εκτός από την εισαγωγή της Ε. Γιαλούρη, ο «Υλικός πολιτισμός» περιέχει άρθρα νέων Ελλήνων ανθρωπολόγων, της Ε. Σολομών, της Κ. Γκουγκουλή, της Ε. Πετρίδου και άλλων, καθώς επίσης και σημαντικών ξένων ανθρωπολόγων, του M. Rowlands, του C. Tilley, του D, Miller και άλλων. Ας ελπίσουμε η άνοιξη αυτή της ελληνικής ανθρωπολογίας να έχει γόνιμη συνέχεια.
Ο Σωτήρης Δημητρίου είναι ανθρωπολόγος
Η ΑΥΓΗ • 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
40
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Η αλήθεια της Μεσογείου Συναντηθήκαμε πάλι, αγαπημένη μου φίλη, στο δρόμο για την Ταορμίνα. Είχα κάτι υποθέσεις ψυχικές κι εσύ έκανες βόλτα αισθαντική. Μιλάγαμε ώρες και λέγαμε παραμύθια και κάναμε λόγο επίσης για τα σημαδεμένα κείμενα. Κι ύστερα στο λιμάνι της Ταορμίνα τρώγαμε παγωτό και βλέπαμε τα καΐκια που διαβαίνανε την Μεσόγειο. Σαν να ξαναβρίσκαμε τον χαμένο χρόνο, αυτόν που βίαια μας έκλεψαν οι εξουσιαστές της πατρίδας μας. Ήσουνα σαν μικρό παιδί πάλι, χαμένη στους περίεργους δρόμους της ονειροφαντασίας σου. Είχες ζητήσει να σε εξομολογήσω, μα σου είχα πει πως δεν είχα αυτή τη δύναμη, γιατί σε ήξερα. Και τότε άρχισες πάλι να μιλάς βγάζοντας τις μάσκες σου και τις άφηνες μία, μία πάνω στο πεζοδρόμιο. Μου είπες ότι πρέπει να φάμε, γι’ αυτό αποφάσισες να πουλήσεις τις μάσκες σου. Κι’ εγώ δίπλα στις μάσκες έβαλα το κομποσκίνι μου. Στη λοταρία κι αυτό, μιας και εντός του ήταν κρυμμένα μυστικά, δάκρυα, ενοχές, έρωτες και πάθη. Σαν να έχουμε πάρει μια απόφαση, μου είπες, να είμαστε πιο ανάλαφροι, να πετάξουμε από πάνω μας τα βαριά πράγματα, αυτά που χρόνια ιδεοληπτικά είχαν πέσει πάνω μας. Απ’ το λιμάνι νοιώθαμε την χώρα μας, αλλά κάτι εντός μας έλεγε πως όλα θα γίνουν καινούργια. Δεν είχε να κάνει με κάποιες λύσεις αυτή η αίσθησή μας, αλλά με μια βεβαιότητα αισθητική. Αλλά τώρα ήμασταν, υπήρχαμε στην Σικελία, στην Μεσόγειο. Κάναμε βόλτες στα μαγειριά της πόλης και αναζητούσαμε τις πραγματικές γεύσεις της γης. Είχαμε πουλήσει και τις μάσκες σου και το κομποσκίνι μου. Αισθάνομαι γυμνή και ανάλαφρη, μου είπες, οι μάσκες χρόνια τώρα με πίεζαν. Κι εγώ χωρίς το κομποσκίνι ένοιωθα επίσης ανάλαφρος, σαν να είχαν φύγει όλα εκείνα τα βάρη, όλες οι καταραμένες μνήμες, και σαν να είχε κρατηθεί μόνο η λεπτότητα και η ακριβή ανάμνηση. Πήραμε τις εφημερίδες και είχανε στις μέσα σελίδες ειδήσεις απ’ την πατρίδα μας. Στ’ αλήθεια, μου είπες, πιστεύεις ότι έχουμε πατρίδα; Εσύ ένας ασκητής πλάνη-
Εγκατάσταση του Κώστα Ρουσάκη, «Η αλήθεια είναι αγάπη μου ότι δε θυμάμαι τίποτα», Elika Gallery, Ομήρου 27, Αθήνα μέχρι 9/11/13
τας κι εγώ μια γυναίκα που λάτρεψα τον έρωτα και τα ωραία αγόρια και κορίτσια όπου τα συνάντησα; Τώρα απλώς πατρίδα μας είναι η αισθητική, αυτή που ασύστολα βιάστηκε στην χώρα μας, χρόνια τώρα και τα τελευταία χρόνια ακόμη περισσότερο. Μπήκαμε μέσα στην εκκλησία της Μαντόνα και γονατίσαμε να προσευχηθούμε. Κατά ένα τρόπο και οι δύο ήμασταν αγνωστικιστές, αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε να πιαστούμε από τα χέρια και να αφεθούμε στη γλυκιά μελωδία της εκκλησίας. Μακριά μας πολύ, ήταν ο καυγάς για τανκς και τα αεροπλάνα της παρέλασης, όπως πολύ μακριά ήταν η φρίκη που υπήρχε σ’ αυτά που αφή-
σαμε προσώρας. Σπουδάζαμε πάλι πάνω στον χρόνο, στη λεπτή γραμμή που ξεχωρίζει την κάθε μέρα, τη ρουτίνα, τον παγωμένο χρόνο, με τον χρόνο τον λυτρωτικό, τον αισθαντικό. Γιατί από κάπου έπρεπε να ξεκινήσουμε, ώστε να ξαναβρούμε τα κλειδιά για την καθημερινότητα. Για να πούμε, με μια κάποια βεβαιότητα, ότι δεν είναι ρουτίνα και παγωμένος χρόνος, αλλά είναι λυτρωτικός και αισθαντικός. Βγαίνοντας από την εκκλησία είδα πάνω στο στήθος σου ένα λεκέ από το παγωτό, αλλά κατά ένα τρόπο ήταν τόσο ταιριαστός με το υπόλοιπα χρώματά σου, που το χέρι μου δίστασε και δεν τον καθάρισε τελικά. Είναι
αυτοί οι μικροί όμορφοι λεκέδες που σημαίνουν πράγματα στις ζωές των ανθρώπων, ώστε να μην γίνεται η ζωή τους μια ξένη, μια παράταιρη. Αυτό που μου άρεσε σε σένα ήταν ότι αγαπούσες τους λεκέδες σου. Όπως άλλωστε τους αγαπούσα και εγώ. Μια συγχορδία λεκέδων ήταν η ζωή μας, γι’ αυτό είχε το πολύτιμο χρώμα, αυτό το πορφυρό που ανασταίνει. Το βράδυ πήγαμε σε ένα ψαρομάγαζο, να αισθανθούμε γεύσεις και να χαθούμε στα αρώματα. Μέρες φθινοπωρινές, καιροί έτοιμοι για μια μεγάλη εξέγερση που την νοιώθαμε να γεννιέται στην Μεσόγειο. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Το «αλάτι της ζωής» FRANCOISE HERITIER, Το αλάτι της ζωής, μτφρ. Έφη Κορομηλά, εκδόσεις Κέλευθος, σελ. 128 Μπορεί ο Τολστόι να χρειάστηκε δέκα ολόκληρα χρόνια για το Πόλεμος και Ειρήνη, και ο Προυστ να ολοκλήρωσε σε άλλα δεκαοχτώ Την αναζήτηση του χαμένου χρόνου, όμως το να προκύψει, μέσα από ελεύθερους συνειρμούς, μια πηγαία τράπεζα αναμνήσεων, δεν είναι και χθεσινό εγχείρημα. Απεναντίας, θέλει αγάπη για τη ζωή, μάχη για τις στιγμές της, αισιοδοξία για το χρόνο που μας παίρνει στο σαρκίο του. Δεν εκπλήσσομαι, λοιπόν, που το εν λόγω βιβλίο βραβεύτηκε ως το πιο αισιόδοξο, του 2012, στη Γαλλία. Η συγγραφέας του είναι γαλλίδα ανθρωπολόγος και εθνολόγος, επίτιμη καθηγήτρια στο Κολλέγιο της Γαλλίας και μαθήτρια του Κλωντ Λεβί Στρως. Το αλάτι της ζωής είναι μια πυξίδα για τον αναγνώστη, μέσα στην εποχή του. Δίνει την αφορμή να γίνει ξεκάθαρο, ότι το θάρρος αντιπαλεύει την εποχή αντί για τη ζωή. Η ζωή εί-
ναι εξ’ ορισμού ωραία, γεγονός που βιώνεται μέσα από τους συνδυασμούς εικόνων, συναισθημάτων, πράξεων ή των απλών σκέψεων, όσα η συγγραφέας μοιράζεται με το κοινό της. Ώστε, έγκειται στην αισθαντικότητα, του καθενός προσωπικά, ποιες στιγμές θα ταυτιστεί μαζί της, ποιες θα θυμηθεί, ποιες θα αναγνωρίσει για δικές του. Γράφοντας μέσα στο χρόνο, από τις 13 Αυγούστου μέχρι τις 10 Οκτωβρίου 2011, η Héritier έπλασε τον δικό της «άρτο» ιστορίας, για να τον αναζητά σε στιγμές πείνας. Λένε πως οι ινδιάνοι δεν ήθελαν τις φωτογραφίες, επειδή φυλακίζουν τις ψυχές. Το αλάτι της ζωής συμβολίζει ακριβώς αυτήν την ψυχική ελευθερία. είναι μια υπερ-φωτογραφία από μη φωτογραφίες, από λέξεις και τη δύναμη που έχουν να ανασύρουν τη ζωή, διά της γλώσσας και της επιστροφής στο χρόνο. Υπό αυτήν την έννοια, το βιβλίο είναι μια άσκηση για τη ζωή, είναι η αλήθεια ότι ο εαυτός συνίσταται σε ένα σύνολο ανθρώπων, γεύσεων, χρωμάτων, εντυπώσεων. Ο «εαυτός» της Héritier είναι ένα φωτεινό παράδειγμα καλωσορίσματος και ανθρωπογραφημένου χρόνου. Δεν μπορώ παρά να αναφερ-
θώ σε μερικές από τις συνειρμικές ελευθερίες της: «Να έχεις γίνει εσύ το δώρο γενεθλίων που πρόσφεραν στην κόρη τους στοργικοί γονείς με το να τη δεχτείς σπίτι σου (...) να ξέρεις πως ο στοχασμός είναι ένας τρόπος για να τρέχει ο χρόνος ολοταχώς κι ότι στο τέλος μένεις με την απορία». ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ
Παρουσίαση της συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων του Γιάννη Κοντού Διαβάζουν: Κώστας Καζάκος, Νικήτας Τσακίρογλου, Ζωή Φυτούση, Πέμη Ζούνη, Λουκία Μιχαλοπούλου, Μαριγώ Αλεξοπούλου Δευτέρα, 21-10, ώρα 20:00 Polis Art Cafe (Πεσμαζόγλου 5 και Σταδίου)
Η ΑΥΓΗ • 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
41
7
Η εικόνα του φασισμού (3) Φουτουρισμός και εξπρεσιονισμός. Η αμφισημία
H επινόηση μίας παράδοσης χρειάζεται ένα μέρος της παράδοσης του παρελθόντος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο φασισμός χρησιμοποίησε και σε τελική ανάλυση ενοχοποίησε ολόκληρη τη γερμανική κουλτούρα του 19ου αιώνα. Δικαίως, ονομάστηκε μία καρικατούρα του ρομαντισμού. Στον φασισμό, ένας νέο-αρχαϊσμός που δημοσιοποιείται ως εικόνα, είναι κοινός σε όλες τις εκφάνσεις του φαινομένου, είτε στην Ιταλία είΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
τε στη Γερμανία. Φαίνεται ότι η ανάπτυξη των τεχνών ακολουθεί μία διαφορετική πορεία στις δυο αυτές χώρες, ότι διαφέρει ο βαθμός επιτρεπτικότητας απέναντι στα ιδιαίτερα εικαστικά κινήματα. Για παράδειγμα η αποδοχή του φουτουρισμού στην Ιταλία και η απόρριψή του στη Γερμανία. Όμως, αυτό δεν αληθεύει. Η πορεία των τεχνών είναι κοινή και στις δύο χώρες. Η συζήτηση για τη φύση του εξπρεσιονισμού σταματά γρήγορα, με την άνοδο των ναζί στην εξουσία, με τον ίδιο τρόπο που περιθωριοποιείται ο φουτουρισμός με την άνοδο του Μουσολίνι. Ο τρόπος που αντιμετώπισαν τον εξπρεσιονισμό οι φασίστες διέπεται από μία αμφισημία. Ο εξπρεσιονισμός δημιουργήθηκε στη Γερμανία και αποτέλεσε ένα προϊόν της γερμανικής κουλτούρας. Αν ένα μέρος των εξπρεσιονιστών οδηγήθηκαν στο ναζισμό, αυτό το γεγονός, όπως ορθά επισημαίνει ο Αντόρνο, «δεν έχει καμία σημασία για την αντικειμενική ιδέα αυτών των κινημάτων». Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η ίδια η πρόθεση του εξπρεσιονισμού υπήρξε εξαρχής αμφίσημη. Ο Βίλχελμ Βόρινγκερ στο Formprobleme der Gotik (1912) αναζητά τα ιδιαίτερα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που, με αποκλειστικό τρόπο, προσδιόριζαν τους λαούς που κατοικούσαν πέρα από τις Άλπεις. Αναφερόταν στον ανορθολογισμό του γοτθικού ανθρώπου ο οποίος απωθεί το πραγματικό μέσα στο έντονο παιχνίδι της φαντασίας. Η εξπρεσιονιστική έμφαση στην αίσθηση και το πάθος, σε σχέση με τη νόηση, δημιουργούσαν την εντύπωση της ίδιας χειρονομίας με αυτήν των ναζί. τελικά, ο εξπρεσιονισμός θα αποτελούσε έκφραση της ρομαντικής θέασης για μία επιστροφή στην αδιαμεσολάβητη εμπειρία, αλλά και αποδοχή μίας κουλτούρας του λαού (völkische Κultur). Η μυθολογία του γοτθικού ανθρώπου υπήρξε άλλωστε οικεία, τόσο στον εξπρεσιονισμό, όσο και στον ναζισμό. Όμως, ο φασισμός υπόσχεται την καταπραϋντική εικόνα ενός γαλήνιου φυσικού περιβάλλοντος η οποία δεν είναι συμβατή με το εξπρεσιονιστικό σχέδιο. Μία από τις ενότητες στην έκθεση για την παρακμασμένη τέχνη ήταν η εξής: Η φύση, όπως φαίνεται στα άρρωστα μυαλά. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του τριάντα, δεν υπήρχε μία σαφής θέση, στα πλαίσια του ναζιστικού κόμματος, πάνω στον εξπρεσιονισμό. Ο Γκέμπελς θεωρούσε ότι έργα καλλιτεχνών όπως ο Εμίλ Νόλντε, Ερνστ Μπάρλαχ και Έριχ Χέκελ συνιστούσαν παραδείγματα του Βόρειου πνεύματος, ενώ εξηγούσε
Έρικ Χέκελ, «Αυτο-πορτρέτο», ξυλογραφία
ότι «εμείς οι Εθνικοσοσιαλιστές είμαστε μοντέρνοι, είμαστε ο φορέας μιας καινούργιας νεωτερικότητας, όχι μόνο στην πολιτική και στην κοινωνία, αλλά και στην τέχνη και τα θέματα της διανόησης». Η υιοθέτηση του εξπρεσιονισμού θα πρόσφερε μία αντίστοιχη επίφαση ενός νεωτερικού κινήματος, όπως συνέβη, στην Ιταλία, με την περίπτωση του φουτουρισμού. Παρά την επίκληση, κάποιες φορές, μίας καινούργιας νεωτερικότητας, η φασιστική τέχνη είναι προ-νεωτερική. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η ενοχοποίηση παρελθόντων ιδεών και καλλιτεχνικών ρευμάτων. Η επιστροφή σε κάποιο μυθικό παρελθόν πραγματοποιείται μέσα από την επίκληση της τοπικότητας και καθαρότητας. Όταν η Ρίφενσταλ -όπως σημειώνει η Σόνταγκ- χρησιμοποιεί τους Αφρικανούς Νουμπά στο ντοκιμαντέρ της, δεν την ενδιαφέρει εάν αυτοί είναι μαύροι, αλλά το γεγονός ότι όντας ορεσίβιοι παραμένουν μακριά από φυλετικές επιδράσεις και άρα είναι φυλετικά αμόλυντοι.
Επίσης, ο φασισμός υπόσχεται μία επιστροφή στο συναίσθημα, στις αναφορές σε πολιτιστικούς μύθους, σε ένα ένδοξο παρελθόν. Η εικονοποιεία του πρέπει να είναι παραστατική, εύκολα κατανοητή και χρειάζεται να απεικονίσει γενικούς τύπους και όχι συγκεκριμένα άτομα Στο έργο του Άντολφ Βίσσελ, του Γκεργκ Έχμιχ, ή του Ρόμπερτ-Φρανκ Κράους δεν απεικονίζονται συγκεκριμένα άτομα, αλλά η οικογένεια, κυρίως ο πατέρας καθώς και διάφορες επαγγελματικές ομάδες, όπως ο αγρότης, ο εργάτης, ο τεχνίτης κ.ο.κ, στα πλαίσια της κορπορατίστικης αντίληψης του επαγγέλματος. Ο φουτουρισμός θα εκφράσει την αισθητικοποίηση της καθημερινής ζωής, στη συνέχεια την αισθητικοποίηση της ίδιας της πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο, θα συνδεθεί, ουσιωδώς, με τις φασιστικές προθέσεις. Ιστορικά, πρέπει να τον αντιληφθούμε στα πλαίσια του ιταλικού Risorgimento, δηλαδή τη συγκρότηση του ιταλικού εθνικισμού, αλ-
λά και ως μία επιθυμία νεωτερισμού, σε αντίθεση με τη μεταφυσική ζωγραφική στην οποία η ανάπτυξη της τεχνολογίας απεικονίζεται πάντα με έναν αδιόρατο φόβο. Το σχέδιο του Risorgimento, στην Ιταλία, έχει μεν πραγματοποιηθεί, αλλά ουσιαστικά έχει αποτύχει να δημιουργήσει μία πραγματική εθνική ενότητα. Η ρητορική του εθνικισμού γίνεται κεντρική στις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτή η ρητορική εκφράζεται μέχρι τέλους στο έργο του Μαρινέττι. Ο εθνικισμός στην Ιταλία αποτελεί ένα κυρίαρχο αίτημα. Άρα, η εξαγγελία του δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από την αναζήτηση ενός ηγέτη που θα την εκφράσει. Συγχρόνως, μία επίκληση στη δράση θα ικανοποιούσε αυτό το αίτημα. Όμως, η χειρονομία του φουτουρισμού -μέσα στην αντιστραμμένη του πρόθεση- είναι ταυτόσημη σε μεγάλο βαθμό με άλλες εκφάνσεις της πρωτοπορίας. Το ντανταϊστικό πρόταγμα είναι ακόμα παρόν, όταν ο φουτουρισμός μας καλεί να ξεσηκωθούμε κατά της τυραννίας των λέξεων αρμονία και καλό γούστο ή όταν μας καλεί να καταδικάσουμε έργα όπως του Γκόγια, του Ρέμπραντ ή του Ροντέν. Ο φουτουρισμός όντως συνδέθηκε με τον φασισμό, τον χρησιμοποίησε, αλλά και, στην πρώτη του φάση, χρησιμοποιήθηκε από αυτόν. Για παράδειγμα, το περιοδικό Lacerba των φουτουριστών διαβαζόταν κυρίως από εργάτες. Αποτυγχάνει γιατί η εξαγγελία του καθίσταται αδύνατη. Το θορυβώδες και συγκεχυμένο πρόγραμμα που εκφράζει, καθίσταται άχρηστο όταν οι φασίστες έρχονται στην εξουσία. Η επιστροφή στην τάξη, μετά την άνοδό τους στην εξουσία, θα μεταφραστεί στις τέχνες ως επιστροφή στην αυθεντική κουλτούρα, και τις παραδόσεις. Στην Ιταλία, η κίνηση του Novecento και η επιθεώρηση Valori plastici θα εκφράσει θεωρητικά αυτό το αίτημα μίας καταπραϋντικής θεολογίας και μίας μεταφυσικής του οικείου. Ειδικά, οι Valori plastici ενώνουν καλλιτέχνες που απομακρύνονται από την πρωτοπορία, όπως τους Αρμάντο Σπαντίνι, Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, Κάρλο Κάρρα. Αυτή η απομάκρυνση πραγματοποιούνταν προς όφελος μίας αριστοκρατικής αντίληψης για την τέχνη και της επιστροφής στην κλασική ιταλική ζωγραφική. Η άνοδος του φασιστικού κόμματος στην εξουσία καθιστά πλέον άχρηστη την αισθητική θέαση της πολιτικής των φουτουριστών. Ο φουτουρισμός αποτυγχάνει γιατί το εικαστικό του σχέδιο -και αυτό ισχύει για κάθε εικαστικό σχέδιο- δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Όσο περισσότερο πραγματοποιείται, τόσο περισσότερο αποτυγχάνει. Στην αποτυχία αυτή έχουμε την αδυναμία μίας εφαρμοσμένης αισθητικής, οι στόχοι της οποίας υπερβαίνουν την αισθητική διαχείριση μίας επιφάνειας ή γενικότερα ενός χώρου. Στην περίπτωση του ιταλικού φουτουρισμού υπάρχει και μία άλλη αμφισημία: Θέλει να συγκροτήσει έναν εθνικιστικό λόγο χρησιμοποιώντας μία νεωτερική γλώσσα. Εδώ βρίσκεται η φουτουριστική αφέλεια.
Ο Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος είναι ιστορικός τέχνης
Η ΑΥΓΗ 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
42
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Πειθαρχική εξουσία και καπιταλισμός Από τον Φουκώ στον Μαρξ
PIERRE MACHEREY, Φουκώ και Μαρξ: Το παραγωγικό υποκείμενο, μετάφραση Τάσος Μπέτζελος, Εκτός Γραμμής, σελ 85 Με ένα βιβλίο του Πιέρ Μασερέ, που επιχειρεί να διερευνήσει τη θεωρία του Καρλ Μαρξ για τον καπιταλισμό, διαβάζοντας αποσπάσματα από το Κεφάλαιο, κυρίως, μέσα από το εννοιολογικό οπλοστάσιο του Μισέλ Φουκώ, κάνει την πρώτη του εμφάνιση ο εκδοτικός οίκος Έκτος Γραμμής, δίνοντας έτσι το θεωρητικό και πολιτικό στίγμα εντός του οποίου θα επιδιώξει να κινηθεί.
ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΙΜΟΥ
Ο Π. Μασερέ ανήκε στον κύκλο των μαθητών του Λουί Αλτουσέρ, και είχε συμμετάσχει στη συγγραφή του διάσημου έργου «Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο». Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια Paris I και Lille ΙΙΙ. Το συγγραφικό του έργο είναι πολύ πλούσιο, καθώς περιλαμβάνει μελέτες για την φιλοσοφία του Σπινόζα, τον Μαρξ και τον μαρξισμό, τη λογοτεχνία και βεβαίως μελέτες για το φιλοσοφικό ρεύμα που έχει καταγραφεί στην ιστορία των ιδεών ως δομισμός. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τρία ακόμα βιβλία του.
Η εξουσία ως παραγωγικός μηχανισμός Ο στόχος του βιβλίου είναι να δείξει πως μέσα από την ανάλυση του Μαρξ για την ιδιαιτερότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μπορούν να αντληθούν στοιχεία για μια θεωρία της εξουσίας: «Πώς είναι δυνατόν, δίχως να υποπέσουμε σε υπερερμηνεία, να αντλήσουμε στοιχεία για μια θεωρία της εξουσίας από τον τρόπο που εξηγείται η διαδικασία παραγωγής της σχετικής υπεραξίας, τη στιγμή που το πρόβλημα της εξουσίας, αν δεν είναι απολύτως ξένο προς αυτή την εξήγηση, τίθεται μόνο περιθωριακά;» (σελ. 16). Επιχειρώντας να απαντήσει το ερώτημα αυτό, ο Μασερέ δεν επιδιώκει να εντάξει τον Φουκώ στην μακρά αλυσίδα των μαρξιστών, μια κατηγορία με την οποία ο τελευταίος αισθανόταν άβολα. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά, άλλωστε, σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στους Κόλιν Γκόρντον και Πωλ Πάττον το 1978, «υπήρξα αρκετά προσεκτικός, ώστε να μην κάνω όλες τις αναφορές που θα μπορούσα να είχα κάνει στον Μαρξ, διότι οι αναφορές στον Μαρξ εντός του πνευματικού και πολιτικού κλίματος της Γαλλίας σήμερα δεν λειτουργούν καθόλου ως δείκτες προέλευσης, αλλά ως σημάδια προσκόλλησης». (Michel Foucault, Σκέψεις γύρω από τον Μαρξισμό, τη Φαινομενολογία, και την Εξουσία, Futura, Αθήνα, 2013, σελ. 22-23). Στην ίδια συνέντευξη, ο Μ. Φουκώ είχε τονίσει πως «σε ό,τι έγραψα γύρω από την πειθαρχία, το έργο μου είναι για όλα αυτά εγγενώς συνδεδεμένο με αυτό που γράφει ο Μαρξ» (στο ίδιο, σελ. 22). Ο Μασερέ, λοιπόν, δεν επιθυμεί να ακολουθήσει μια διανοητική πορεία που θα είχε ως αφετηρία τον Μαρξ και θα κατέληγε στον Φουκώ, αλλά το αντίστροφο: να αναδείξει στοιχεία της σκέψης του Μαρξ επιδιώκοντας να δείξει πως οι σχέσεις εξουσίας δεν αφορούν μόνο το επίπεδο της πολιτικής, αλλά πρωτίστως, ίσως, το επίπεδο της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μασερέ επισημαίνει πως η εξουσία για τον Φουκώ δεν είναι μια «αρνητική» δύναμη» η οποία επιβάλλεται στα υποκείμενα από κάποιο εξωτερικό ή υπερβατικό σημείο, πέραν αυτών. Αντίθετα, υπογραμμίζεται πως οι σχέσεις εξουσίας διατρέχουν όλες τις κοινωνικές σχέσεις, είναι εμμενείς, εντός των κοινωνικών θεσμών, με άλλα λόγια. Επιπλέον, οι σχέσεις εξουσίας, δεν απαγορεύουν, δεν λένε μόνο όχι: οι σχέσεις εξουσίας παράγουν νέα πεδία, νέους θεσμούς, παράγουν τα ί-
Η ζωγράφος του μήνα: Δέσποινα Φλέσσα
δια τα υποκείμενα, οριοθετούν συγκεκριμένα πλαίσια και κανόνες.
Από την εργασιακή δύναμη στο παραγωγικό υποκείμενο Η ιδιαιτερότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επισημαίνει ο Μασερέ, συνίσταται στο ότι διακρίνει την εργασιακή δύναμη -η έννοια-κλειδί την οποία «διαβάζει» ο Μαρξ μέσα στα «διάκενα» της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, σύμφωνα με την αλτουσεριανή παράδοση-, το μόνο εμπόρευμα που διαθέτει ο εργαζόμενος προκειμένου να επιβιώσει, από τις συνθήκες ενεργοποίησης της, από την συγκεκριμένη χρήση που γίνεται κάθε φορά, οι οποίες δεν ελέγχονται από τον ίδιο, αλλά από τον εργοδότη που του καταβάλλει τον μισθό του, το «ενοίκιο» δηλαδή, ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση της εργασιακής δύναμης. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας υπενθυμίζει πως η ανάλυση του Μαρξ κατέδειξε πως στον καπιταλισμό η αγοραπωλησία της εργασιακής δύναμης συμφέρει μόνο αυτόν που την αγοράζει. Αγοράζοντας την εργασιακή δύναμη του εργαζόμενου, ο αγοραστής, δηλαδή ο καπιταλιστής, αποκτά το δικαίωμα να αντλήσει κέρδος από τη χρήση της, το οποίο κρατά για τον εαυτό του. Η διαδικασία αυτή, σημειώνει ο Μασερέ, διχάζει το υποκείμενο, διαχωρίζοντας την εργασιακή του δύναμη, την οποία κατέχει εν γένει ως δυνατότητα, από τη χρήση της, η οποία παραχωρείται στον καπιταλιστή. Η διαδικασία αυτή, υπογραμμίζεται μετατρέπει το υποκείμενο σε παραγωγικό υποκείμενο (σελ. 26). Όλα τα παραπάνω, παρά τους ισχυρισμούς των θιασωτών της φιλελεύθερης θεώρησης, δεν αποτελούν πράξεις, συναλλαγές και διαδικασίες που συμβαίνουν ανάμεσα σε μεμονωμένα άτομα: η είσοδος του εργαζόμενου στον χώρο εργασίας, στον οποίο ο καπιταλιστής παραλαμβάνει το εμπόρευμα «ικανότητα προς εργασία», τον μετατρέπει σε ένα υποκείμενο που παράγει μέσα σε συνθήκες που είναι προκαθορισμένες και διέπονται από πολύ συγκεκριμένους Κανόνες (βλ. σελ. 30). Η ίδια η αγορά, ο τόπος συνάντησης όλων των καπιταλιστών, δεν αποτελεί το άθροισμα τους, όπως έχει δείξει ο Μαρξ, αλλά το πλαίσιο που καθορίζει την ανταλλαγή τω ν εμπορευμάτων: οι μεμονωμένοι καπιταλιστές παράγουν με στόχο την αγορά, δη-
λαδή για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους στην κοινωνία, διαμέσου της αγοράς. Το πλέγμα σχέσεων αυτό, ορίζεται από συγκεκριμένους Κανόνες, δηλαδή από πολύ συγκεκριμένα όρια που επιτρέπουν και ταυτόχρονα απαγορεύουν, που μετασχηματίζουν δηλαδή την εργασιακή δύναμη προκειμένου να παραχθεί υπεραξία. Ο Μασερέ όμως επισημαίνει ακόμα μία διάσταση της καπιταλιστικής παραγωγής: Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία το αποτέλεσμα της συλλογικής δουλειάς των εργαζομένων καρπώνεται από έναν και μοναδικό άνθρωπο, τον καπιταλιστή ο οποίος κερδίζει από την παραγωγή υπεραξίας. Αν η εργασιακή δύναμη πρέπει να μετατραπεί σε παραγωγική δύναμη, η διαδικασία αυτή δεν γίνεται εν κενώ, αλλά ούτε συντελείται μόνο στο εργοστάσιο (το βασικό σημείο αναφοράς του Μαρξ, όπως ήταν λογικό εν μέσω της περίφημης Βιομηχανικής Επανάστασης κατά τον 19ο αιώνα). Η απαιτούμενη προετοιμασία που συγκροτεί «παραγωγικά υποκείμενα» προϋποθέτει την έννοια της πειθαρχίας, όπως αυτή συστήνεται από τον Φουκώ, έννοια που προσομοιάζει με το habitus του Πιέρ Μπουρντιέ, το οποίο στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως «έξη». Πρόκειται για το σύνολο των προδιαθέσεων με βάση τις οποίες τα άτομα ενεργούν και αντιδρούν στις κοινωνικές περιστάσεις. Όλα αυτά, εγγράφονται πάνω στο σώμα των υποκειμένων, και στο σημείο αυτό ο Μασερέ υπενθυμίζει τη διαφωνία του Φουκώ με την αλτουσεριανή, και όχι μόνο έννοια, της ιδεολογίας. Η διαδικασία εγγραφής φτιάχνει μια «δεύτερη φύση» στα υποκείμενα, η οποία όμως δεν έχει να κάνει με την έννοια του εξαναγκασμού. Η μετασχηματιστική αυτή διαδικασία, είναι μία από τις διαδικασίες που συγκροτούν τα υποκείμενα, μετατρέποντας σε «κανονικά», πειθαρχικά, αποτελεσματικά. Η διαδικασία αυτή, δεν συντελείται επί των μεμονωμένων υποκειμένων, αλλά σε «μάζες». Στο πλαίσιο αυτό, ο Μασερέ τονίζει τη σημασία που έδινε ο Φουκώ στο εργοστάσιο ως τόπο συγκέντρωσης πολλών εργαζομένων, ως ενός δικτύου σχέσεων εξουσίας προκειμένου να επιτευχθεί ο απαραίτητος συντονισμός. Κλείνοντας, ο Μασερέ αναλύει εκ νέου την παραγωγική διαδικασία, μέσα από τις έννοιες της βιοεξουσίας, της πειθαρχίας και της επιτήρησης, υπογραμμίζοντας πως ο καπιταλισμός είναι ο ιστορικός τύπος της κοινωνίας εκείνος «που μετέτρεψε την παραγωγικότητα σε πυρήνα της κοινωνικής ύπαρξης» (σελ. 82). Την ίδια στιγμή, δείχνει τα όρια που συναντά μια οποιαδήποτε κοινωνική ανάλυση που εξαντλείται στη χρήση της έννοιας «πειθαρχία». Η συνάντηση Μαρξ και Φουκώ, σημειώνει μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε περαιτέρω τις σχέσεις εξουσίας και τη διαδικασία συγκρότησης των υποκειμένων στον καπιταλισμό.
Ο Χρήστος Σίμος είναι κοινωνιολόγος
Την επόμενη Κυριακή Αφιέρωμα για την 28η Οκτωβρίου Διανοούμενοι και φασισμός Η εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα Ο εορτασμός του ΟΧΙ στην Κατοχή και στην Απελευθέρωση Τα οικονομικά ανερχόμενα στρώματα στην Κατοχή Αντικοινοβουλευτισμός και Πανεπιστήμιο