Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 567
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΙΑΣΣΩΝ ΧΑΝΔΡΙΝΟΣ Ο εορτασμός του ΟΧΙ, στην Κατοχή και την Απελευθέρωση ΣΕΛ.1
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ Ποίημα ΣΕΛ. 2
ΠΕΤΡΟΣ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗΣ Οι διανοούμενοι του Μουσολίνι
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΕΤΡΟΣ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗΣ
28η Οκτωβρίου Ο εορτασμός του ΟΧΙ, στην Κατοχή και την Απελευθέρωση Η 28η Οκτωβρίου είναι η μοναδική εθνική μας επέτειος η οποία γεννήθηκε μέσα σε μια συλλογική ψύχωση και καθιερώθηκε, ως μνημονικός τόπος, από τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Σε αντίθεση την 25η Μαρτίου που αποτελεί μια εκ των υστέρων «κατασκευασμένη» ε-
ΣΕΛ. 3 ΤΟΥ ΙΑΣΣΟΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ
PHILIPPE BURRIN Η συναίνεση της γερμανικής κοινωνίας στο ναζισμό ΣΕΛ. 4-5
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗΣ Η αυτοδιοίκηση στην Ελεύθερη Ελλάδα ΣΕΛ. 6
SEILA LECOEUR Φασισμός και ιταλική κατοχή στη Σύρο ΣΕΛ. 7
ΝΙΚΟΣ ΣΚΟΛΠΑΚΗΣ Η Κατοχή ως «ευκαιρία» ΣΕΛ. 8
Τα εικαστικά έργα του φύλλου είναι σχέδια με μελάνι του Γιάννη Κολιού
πέτειο, η 28η Οκτωβρίου εντοπίζει ένα καταλυτικό γεγονός που μάλιστα βιώθηκε και ως τομή στον ιστορικό χρόνο. Δεν υπάρχει κανένας από τη γενιά του Πολέμου και της Κατοχής που να μη μπορεί -μέχρι σήμερα- να δώσει συγκεκριμένη απάντηση στην ερώτηση: «Πού ήσουν την 28η Οκτωβρίου 1940;». Ήταν η γενέθλιος ημερομηνία μιας ολόκληρης γενιάς. Η κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία επέδρασε άμεσα και καταλυτικά στην ψυχολογία των ανθρώπων της εποχής. Περισσότερο από κάθε προηγούμενη πολεμική αναμέτρηση (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Εκστρατεία), ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν μια εμπειρία που διαπέρασε την ελληνική κοινωνία και ζυμώθηκε στη συνείδηση του λαού με τις παραδοσιακές έννοιες της δικαιοσύνης και της φιλοπατρίας, ωστόσο σε μια νέα εκδοχή: του αντιφασισμού.
Οι κατοχικοί εορτασμοί Αυτή η ζύμωση έγινε στα χρόνια της Κατοχής. Κάτω από τη ναζιστική μπότα, εθνικά σύμβολα και τελετουργίες άρχισαν να αποκτούν πολλαπλάσια σημασία για τους μουδιασμένους και απογοητευμένους Έλληνες. Στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, όπου η Κατοχή ήταν πιο αισθητή, οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους να διεκδικήσουν ξανά από τους κατακτητές το δικαίωμα να περπατούν πιο ελεύθερα στους δρόμους, να εμπνέονται από χώρους και μνημεία. Στις 28 Οκτωβρίου 1941, ενώ ήδη άνθρωποι είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από την πείνα, κόσμος άρχισε να επισκέπτεται αυθόρμητα το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κατέθετε λουλούδια. στην πλειοψηφία τους ήταν μαυροντυμένες γυναίκες και κορίτσια που πιθανόν κάποιον είχαν χάσει στο αλβανικό μέτωπο. Οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις σκόρπισαν
μικρές δακτυλογραφημένες προκηρύξεις υπενθυμίζοντας το νόημα της ημέρας, ενώ και το ΕΑΜ (που είχε ιδρυθεί μόλις πριν ένα μήνα), επέλεξε εκείνη την ημέρα για να κυκλοφορήσει την πρώτη του «επίσημη» διακήρυξη στο λαό της Αθήνας καλώντας σε μαζική αντίσταση εναντίον των κατακτητών. Το 1942, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, συνθήματα στους τοίχους, συλλήψεις και πραγματικά πυρά από τους κατακτητές σημάδεψαν τον δεύτερο και απείρως πιο μαχητικό εορτασμό, το ίδιο και το 1943. Η επέτειος είχε επισημοποιηθεί οριστικά, ως μια συλλογική αντιφασιστική έκφραση. Δεν ήταν οποιοδήποτε ερέθισμα κάποιας αόριστης πατριωτικής υπερηφάνειας.
Σε αντίθεση με την 25η Μαρτίου (που συγκινούσε εξίσου, αν όχι περισσότερο), η ημέρα ξυπνούσε πραγματικά και ισχυρά βιώματα. Μπορούμε να φανταστούμε πως το 1941, κάθε Αθηναίος νοσταλγούσε τον ενθουσιασμό του πλήθους που είχε βγει στους δρόμους έναν χρόνο πριν, όταν σήμαναν οι σειρήνες. Μέσα στο φόβο και την κατήφεια που επέβαλε η σκλαβιά, η ανάμνηση αυτής της ομαδικής ανάτασης ως φανταστικό replay μιας ανεπανάληπτης στιγμής δράσης, αποτελούσε ακένωτη δεξαμενή θάρρους και έμπνευσης. Η Αντίσταση κατά των ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
24 ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ
κατακτητών δεν τιμούσε την 28η Οκτωβρίου 1940 ως μια οποιοδήποτε στιγμή έξαρσης, αλλά ως την έναρξη ενός τιτάνιου αγώνα εναντίον του φασισμού που δεν είχε ποτέ σταματήσει.
28 Οκτωβρίου 1944: Ένα άγνωστο αντιφασιστικό συλλαλητήριο Η τέταρτη επέτειος βρήκε την Ελλάδα ελεύθερη. Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά τις εκκωφαντικές σειρήνες εκείνου του πρωινού που άλλαξε για πάντα την ελληνική ιστορία, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Οι οπισθοφυλακές των υποχωρούντων γερμανικών στρατευμάτων βρίσκονταν ήδη στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, αφήνοντας πίσω τους ανυπολόγιστες καταστροφές, νεκρούς, πόνο και δάκρυα, αλλά και ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα που είχε ενηλικιωθεί και ατσαλωθεί μέσα από την Αντίσταση. Η εαμοκρατούμενη Αθήνα των χιλιάδων μαρτύρων μετρούσε μόλις 16 ημέρες ελευθερίας και υποδεχόταν την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και τα πρώτα βρετανικά αγήματα, ατενίζοντας με αισιοδοξία (και επιφύλαξη) το μέλλον της καθημαγμένης χώρας. Η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη και το μόνο κοινό σημείο όλων των πολιτικών δυνάμεων ήταν η αναφορά στις στιγμές που θύμιζαν την ομόθυμη αντίσταση στο φασισμό και το χρέος τιμής στους νεκρούς του αντιφασιστικού αγώνα. Ως συμβολικό μήνυμα ομοψυχίας αλλά και αναγνώρισης μιας επετείου που είχε εμπνεύσει τους Έλληνες στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και είχε επισημοποιηθεί μέσα από παλλαϊκούς αγώνες, αποφασίστηκε να εορταστεί επίσημα η 28η Οκτωβρίου με πανηγυρική δοξολογία στη Μητρόπολη και κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο Στρατιώτη. Εκτός από τις επίσημες ένοπλες δυνάμεις που είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς έξω από τα σύνορα της χώρας και είχαν επαναπατριστεί μαζί με την Κυβέρνηση -ο Στρατός της Μέσης Ανατολής (εκπροσωπούμενος από μια διμοιρία του Ιερού Λόχου) και το Ναυτικό (με ένα τιμητικό άγημα)- θα παρευρίσκονταν και δυνάμεις του ΕΛΑΣ: Ένα ελαφρά οπλισμένο απόσπασμα του ΕΛΑΣ Αθήνας από την αιματοβαμμένη συνοικία της Καισαριανής και ένα τμήμα του μόνιμου ΕΛΑΣ. Θα ήταν η πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια που πολεμιστές του βουνού θα εμφανίζονταν στους δρόμους της πρωτεύουσας, και σίγουρα ήταν το θέαμα που όλος σχεδόν ο λαός της Αθήνας περίμενε να αντικρίσει. Εκείνο το πρωί ο καιρός ήταν βροχερός και η δοξολογία μουδιασμένη. Από τη μια η επίσημη «πολιτική ηγεσία» της χώρας: ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο ταξίαρχος και αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα, ταξίαρχος Ρόναλντ Σκόμπι, ο στρατάρχης Ανατολικής Μεσογείου Ουίλσων, ο ναύαρχος Κάνιγχαμ, ο αρχηγός της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, το υπουργικό συμβούλιο και διάφοροι πολιτικοί. Από την άλλη, ο λαός: ένα πλήθος από όλες τις συνοικίες και τις ΚΟΒες της Αθήνας, με κόκκινα λάβαρα και πλακάτ, να ζητωκραυγάζει και να φωνάζει συνθήματα «θάνατος στους προδότες» και «λαοκρατία». Μπροστά στο ναό είχαν παραταχθεί το άγημα του ναυτικού, η διμοιρία του Ιερού Λόχου (με επικεφαλής τον τότε υπολοχαγό και μετέπειτα χουντικό, Ιωάννη Λαδά), αστυνομικοί και χωροφύλακες (διακριτικά) από τους στρατώνες του Μακρυγιάννη και μια διμοιρία του ΕΛΑΣ Αθήνας με τα χαρακτηριστικά γερμανικά κράνη. Ο κόσμος ήταν εκστασιασμένος, χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε, έβγαζε φωτογραφίες. Τα περισσότερα μάτια έπεφταν σε μια ξεχωριστή ομάδα 34 πάνοπλων γενειοφόρων που βρίσκονταν στη μέση του προαύλιου χώρου, σε στάση
Η ΑΥΓΗ • 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ «παρουσιάστε αρμ» με τον χαρακτηριστικό αντάρτικο τρόπο που είχε καθιερώσει ο Άρης Βελουχιώτης: Το χέρι κρατά το τουφέκι από το κοντάκι, προτεταμένο προς τα μπρος. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ είχε διατάξει τη μονάδα που βρισκόταν πιο κοντά στην Αθήνα, το 34ο Σύνταγμα Αττικοβοιωτίας, να επιλέξει τους άνδρες για αυτή την εξόχως τιμητική αποστολή και ο θρυλικός καπετάνιος του Συντάγματος, Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), επέλεξε προσωπικά τους καλύτερους μαχητές. Είχαν όλοι τους γενειάδες, σταυρωτά φυσεκλίκια, γερμανικά όπλα, μπότες και μαχαίρια. Και ένας από αυτούς, ο Γιώργος Γούναρης («Αρτέμης») από την Εύβοια, περιέγραψε στο ημερολόγιο που κρατούσε τη συγκινητικότερη ίσως μέρα της μέχρι τότε ζωής του: «Όταν ξεκινήσαμε εμείς, το τι έγινε δεν περιγράφεται!... Μάταια ο [επικεφαλής μας] Αποστόλης δίνει παραγγέλματα βηματισμού. Οι αστυφύλακες προσπαθούν να συγκρατήσουν τον κόσμο. Σπάζουν τα φράγματα, χυμούν πάνω μας και μας αρπάζουν τρεις από κάθε σειρά. Μας φιλούν, κλαίνε... Είμαι σε μια από τις δύο σειρές προτελευταίος. Μας σηκώνουν στα χέρια, προσπαθούν κάτι να πάρουν σαν ενθύμιο μα τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Όλοι μας τραβολογούν... Εμείς τα έχουμε χαμένα... Μόνον κεφάλια βλέπομε και χέρια να ανεμίζουν, φιλιά να μας στέλνουν από μακριά... Μια κοπέλα στα μαύρα με έχει αγκαλιάσει σα να θέλει να είμαι δικός της. Της δίνω ένα δαχτυλίδι γερμανικό. Κλαίει και φωνάζει ‘Αδελφάκι μου!...’. Ένα γερμανικό τσακμάκι το δίνω σε κάποια που κλαίει. Δύο μανδηλάκια από φωτοβολίδες τα πετώ και αναμπουμπούλα γίνεται ποιος θα τα πάρει. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι. Τέλος επεμβαίνει πάλι η ΕΠΟΝ και μπροστά αυτοί, κοντά εμείς, φτάσαμε και μπήκαμε στην σειρά μας. Ο κόσμος φωνάζει: ‘Θάνατος στους δοσιλόγους! Θάνατος στους προδότες δολοφόνους!’. Φτάσαν οι επίσημοι, καταθέτουν στεφάνια στον Άγνωστο Στρατιώτη, εμείς παρουσιάζομε όπλα [...] Η πλατεία είναι ασφυκτικώς γεμάτη, τα αντάρτικα τραγούδια έχουν ανάψει. Σε μια στιγμή βγήκε ο συναγωνιστής Σαράφης, ο Ποπώφ και 5-6 άλλοι στο μπαλκόνι, μας κοίταξαν χαμογελώντας και μπήκαν μέσα. Επίκαιρο τραγούδι του Αγώνα λέγαμε: ‘Απόψε θα πλαγιάσουμε σε δροσερά χορτάρια’ καθώς και: ‘Το λεν’ οι κούκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια’. Επίσης: ‘Εσείς παιδιά ανταρτόπαιδα, παιδιά της Σαμαρίνας’. Τέλος, αφού πέρασε καμιά ώρα με χορούς και τραγούδια, τους αποχαιρετήσαμε όλους [και] ανεβήκαμε στο αμάξι για την επιστροφή. Το αμάξι το ακολουθούν νέοι και νέες. Από διάφορους δρόμους έρχονται μάζες συναγωνιστών με στεφάνια και λουλούδια. Πηδάν οι νέες πάνω στην καρότσα και μας κρεμούν στεφάνια στους λαιμούς. Με πρόκες τα κρεμούν στην καρότσα. Στον Ασπρόπυργο που φτάσαμε, μέτρησαν οι συναγωνιστές 210 στεφάνια. Ένας τεράστιος σωρός έγινε εκεί στην άκρη της πλατείας...». Όσο κι αν η εθνική ομοψυχία ήταν ένα σεντόνι που κάλυπτε τα αγεφύρωτα πολιτικά πάθη και το συσσωρευμένο ταξικό μίσος, η μέρα εκείνη είχε κάτι το ξεχωριστό. Οι κραυγές των Αθηναίων που «έπνιξαν» τον εορτασμό, κυοφορούσαν την ψευδαίσθηση. Την ελπίδα. Λίγο πριν διαχωριστούν για πάντα, όλοι οι Έλληνες που είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς, βρέθηκαν για ελάχιστες στιγμές στο ίδιο σημείο, για να υποκλιθούν στους νεκρούς των αλβανικών βουνών και τις χιλιάδες που είχαν θυσιαστεί στην Κατοχή εμπνεόμενοι από το πνεύμα του μετώπου. Το ημερολόγιο έγραφε 28 Οκτωβρίου 1944 και η βροχή που μαινόταν το προηγούμενο βράδυ είχε σταματήσει.
Ο Ιάσσονας Χανδρινός είναι υποψ. διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορία
2
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
«Ως ευ παρέστητε...» Εν έτει 2013 «Ως εύ παρέστητε κλεινέ Γερμανικέ!...» είπε ένας τεχνουργός που σ’ αναγνώρισε »Γερμανικέ του Τρίτου Ράιχ άλλοτε, »τώρα της Ευρωζώνης... Ευ παρέστητε »σ’ αυτήν τη βαρωνία σας, του Νότου» Εν έτει 2013, ναι!... Όπου το θύμα υποχρεώνεται ν’ ανακηρύξει και τον θύτη του ευεργέτη Με το κορμί του μες στα χρέη να αιμορραγεί και την ψυχή του έξω ν’ αντιστέκεται Σαν δουλοπάροικος που σήκωσε κεφάλι Τί οργή λαού, ψυχή, και ποιός σε συγκρατεί; Και στις εισόδους του Προεδρικού τα Μ.Α.Τ. με τον αντίχειρά τους να περνά από τις στρόφιγγες νερού στα δακρυγόνα και ακαριαία εν ανάγκη στη σκανδάλη H τελετή συνετελέσθη στα ενδότερα, η υποδοχή, η παράταξη του αγήματος κι η ανάκρουση των ύμνων: ελεγειακός ο ένας «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη...» κι αγέρωχος κι εμβατηριακός ο τόνος του ηγεμονικού σας «...über alles» Μια φιέστα κεκλεισμένων των οδών Να μας ξανάρθετε, μαγιόροι, να ξανάρθετε και το χαλί που τότε θα ξεδιπλωθεί, ξανάπε ο τεχνουργός που παραβρέθηκε, α! το χαλί να ‘ναι χαλί του αίματος χρώματος ερυθρού βαθέος ερυθρού tapisserie σπουδαίου κολoρίστα απ’ την παλέττα ενός σφαγείου αλά Μπέικον
Γιάννης Δάλλας
Η ΑΥΓΗ • 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
Οι διανοούμενοι του Μουσολίνι Δεκαπέντε στους χίλιους διακόσιους: Τόσοι ήταν οι πανεπιστημιακοί καθηγητές που αρνήθηκαν να δώσουν τον «ανανεωμένο» όρκο πίστεως, όχι πια μόνο «στο Σύνταγμα και τον Βασιλιά», αλλά και «στο φασιστικό καθεστώς» (28 Αυγούστου 1931). «Ένα τοις χιλίοις», όπως έγραψε μια εφημερίδα της εποχής. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν εβδομήντα χρόνια για να γραφτεί μια επιστημονική μελέτη γι’ αυτό το αποσιωπημένο ζήτημα.1 Κι όμως, οι δεκαπέντε δεν ήταν «ανατρεπτικά» ή «ταραχοποιά» στοιχεία, οι περισσότεροι δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καν αριστεροί - οι λιγοστοί φιλοκομμουνιστές ακαδημαϊκοί ακολούθησαν τη συμβουλή του Τολιάτι και ορκίστηκαν, με το σκεπτικό ότι, διατηρώντας την έδρα τους, θα μπορούσαν να «εκτελέσουν μια εξαιρετικά χρήσιμη αποστολή για το κόμμα και την υπόθεση του αντιφασισμού». Δεν ά-
Τζεντίλε, πρόσωπο-κλειδί στα ζητήματα παιδείας και πολιτισμού του καθεστώτος, και τελευταίος Υπουργός Παιδείας, το έγραφε ξεκάθαρα: Το άρθρο 22 του νόμου περί πανεπιστημιακής διδασκαλίας, «με μια μικρή προσθήκη θα μπορούσε να επιλύσει το λεπτό και φλέγον, τώρα πια, ζήτημα του εκφασισμού των Ιταλικών Πανεπιστημίων». Το πανεπιστήμιο, βέβαια, δεν ήταν ο μόνος χώρος παρέμβασης του καθεστώτος στο πεδίο του πολιτισμού. Ο Μουσολίνι φρόντισε εξαρχής να συνάψει αρραγείς δεσμούς με ένα μεγάλο μέρος της ιταλικής διανόησης. Οι παλιοί του σύντροφοι, ο Φιλίππο Τομάζο Μαρινέττι και ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντζιο, είναι μόνο οι γνωστότερες ψηφίδες ενός πολύπλοκου ψηφιδωτού. Η συνεργασία αυτών των δύο ήταν άμεση, άρχισε από τα πρώτα βήματα του φασισμού, πριν ο Μουσο-
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
κουσαν τη συμβουλή «μείνετε για να διδάσκετε το πνεύμα της ελευθερίας», του «μεγάλου αστέρα» του φιλελεύθερου αντιφασισμού Μπενεντέτο Κρότσε, του ανθρώπου που είχε δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Μουσολίνι, λίγα χρόνια πριν, θεωρώντας ότι ο φασισμός είναι ένα «αναγκαίο φάρμακο» για την ιταλική κοινωνία, η οποία «θα το κατάπινε, θα γιατρευόταν κι ύστερα θα το απέβαλλε από τον οργανισμό της». Δεν υπάκουσαν ούτε στα κελεύσματα του Βατικανού - ο πάπας Πίος ΧΙ είχε σκαρφιστεί, για την περίσταση, το τέχνασμα της «εσωτερικευμένης και σιωπηρής αντίρρησης». Καλό θα ήταν να τους κατονομάσω: ήταν τρεις καθηγητές της Νομικής (Φραντζέσκο και Εντοάρντο Ρουφίνι, Φάμπιο Λουτζάτο), ένας καθηγητής σημιτικών, εβραϊκών και αραβικών γλωσσών (Τζόρτζο Λέβι Ντελλα Βίντα), ένας ιστορικός της αρχαιότητας (Γκαετάνο Ντε Σάνκτις), ένας θεολόγος (Ερνέστο Μποναγιούτι), ένας μαθηματικός (Βίτο Βολτέρρα), ένας καθηγητής χειρουργικής (Μπάρτολο Νιγκριζόλι), ένας ανθρωπολόγος (Μάρκο Καρράρα), ένας ιστορικός της τέχνης (Λιονέλλο Βεντούρι), ένας χημικός (Τζόρτζο Ερρέρα), ένας καθηγητής φιλοσοφίας (Πιέρο Μαρτινέττι). Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί ο Τζουζέπε Αντόνιο Μποργκέζε, καθηγητής της Αισθητικής, που βρισκόταν στις ΗΠΑ και προτίμησε να μην επιστρέψει ποτέ στην Ιταλία, ο Ερρίκο Πρεσούτι, καθηγητής της Νομικής, που ήταν ήδη κατάκοιτος, καθώς κι ο Πιέρρο Σράφφα, ο οποίος βρισκόταν στο Κέιμπριτζ. «Ούτε ένας καθηγητής σύγχρονης ιστορίας, ούτε ένας καθηγητής ιταλικής λογοτεχνίας, κανείς απ’ όσους, στο παρελθόν, υπερηφανευόταν ότι είναι σοσιαλιστής δεν θυσίασε τον μισθό του για τα ιδανικά για τα οποία κόμπαζε κατά τις μέρες της ευμάρειας», έγραψε αργότερα, από την εξορία, ο ιστορικός Γκαετάνο Σαλβεμίνι - ο καλύτερος μαθητής του οποίου, ο Κάρλο Ροσέλι, έμελλε να δολοφονηθεί σε γαλλικό έδαφος, έξι χρόνια μετά, κατ’ εντολήν του Μουσολίνι. Αντίθετα, πίστη στο καθεστώς ορκίστηκαν πολλοί κορυφαίοι αντιφασίστες. Άλλοι διότι θεώρησαν ότι ο πόλεμος εναντίον του φασισμού θα δινόταν καλύτερα «εκ των έσω», άλλοι ισχυριζόμενοι ότι η «έδρα είναι ο τελευταίος προμαχώνας τους», κι άλλοι για πιο ταπεινούς λόγους. Για παράδειγμα, ο Τζουζέπε Λομπάρντο Ραντίτσε, «με την πυκνή γενειάδα του μουσκεμένη από τα δάκρυα», εξομολογήθηκε στον Ντε Σάνκτις: «Ντροπιάζω όλο μου το έργο, ως συγγραφέας και στοχαστής, αλλά δεν μπορώ να πετάξω στο δρόμο τα παιδιά μου». Ο Αρτούρο Κάρλο Γέμολο θα δηλώσει, σαράντα χρόνια μετά, ότι ο φόβος της πείνας ήταν ισχυρότερος από εκείνον του πολέμου. Ο Τζουζέπε Λέβι, πατέρας της Νατάλια Γκίντζμπουργκ, πιέστηκε από τους μαθητές του, «επειδή θα έχαναν τον δάσκαλό τους και την καριέρα τους». Οι επιπτώσεις της πράξης δεν ήταν ασήμαντες: απόλυση, συνοδευόμενη από μια ελάχιστη σύνταξη, απαγορεύσεις, περιορισμοί, αστυνομική παρακολούθηση. Αλλά, κυρίως, κοινωνική απομόνωση. Παρόλα όσα γράφτηκαν αργότερα, ούτε ο όρκος πίστης, ούτε η εγγραφή στο Εθνικό Φασιστικό Κόμμα ήταν μια «τυπικότητα». Σε ένα ανέκδοτο σημείωμα προς τον Μουσολίνι (5 Ιανουαρίου 1929), ο φιλόσοφος Τζοβάνι
λίνι βρεθεί στην εξουσία, αλλά και πολύπλοκη: στηριζόταν περισσότερο σε λόγους αισθητικής παρά πολιτικής φύσης, έχει την ρίζα της στην εικόνα τους για τον πρωτοφασισμό ως πρωτοποριακό κίνημα ριζικής αναγέννησης του κόσμου, και πέρασε πολλές διακυμάνσεις. Οι δύο περιπτώσεις επισκιάζουν, μάλλον, με την αίγλη τους και την διασημότητά τους, την οποία δάνεισαν στο καθεστώς, παρά διαφωτίζουν την συνολική εικόνα της σχέσης διανοουμένων και φασισμού. Μια σχέση η οποία χτίστηκε, καταρχάς, με την ίδρυση θεσμών. Το 1925 ιδρύεται το Εθνικό Φασιστικό Ινστιτούτο Πολιτισμού, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Ινστιτούτο Φασιστικού Πολιτισμού. Ο ιδρυτής του ήταν ο Τζοβάνι Τζεντίλε. Στις 18 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους ιδρύεται το Ινστιτούτο Τζοβάνι Τρεκκάνι, έργο του οποίου ήταν η συγγρα-
φή της Ιταλικής Εγκυκλοπαίδειας ενώ, ένα χρόνο μετά, ιδρύεται η Ιταλική Ακαδημία, η οποία ανοίγει τις εργασίες της στις 28 Οκτωβρίου 1929. Από το 1930 ως τον θάνατό του, πρόεδρός της ήταν ο Τζουλιέλμο Μαρκόνι, τον οποίο διαδέχθηκε ο Γκαμπριέλε Ντ Ανούντζιο. Ενώ η Ακαδημία αποτέλεσε μάλλον την «βιτρίνα» του καθεστώτος στο εξωτερικό, τα άλλα δύο ινστιτούτα αποσκοπούσαν κυρίως στην ένταξη των ανθρώπων του πνεύματος και της επιστήμης στη «νέα κατάσταση», διά της επαγγελματικής αποκατάστασης αλλά και της απόδοσης τιμών - και μάλιστα, σε μια ένταξη δίχως αποκλεισμούς πολιτικής ή ιδεολογικής φύσης: πολλοί ήταν οι αντίπαλοι του καθεστώτος οι οποίοι βρήκαν μια θέση εργασίας σε αυτές τις δομές και οι οποίοι, μετά το 1943, πέρασαν στην παρανομία ή και ανέβηκαν στο βουνό ως αντάρτες. Ο μεγαλύτερος ιταλός φιλόσοφος της εποχής, ο Τζεντίλε, τελικός υπεύθυνος για τη λειτουργία τους, θεωρούσε ότι οι άξιοι θα έπρεπε να προσλαμβάνονται, όχι μόνο διότι αυτός ήταν ένας τρόπος ενσωμάτωσής τους (ή τουλάχιστον παθητικής αποδοχής της ισχύουσας κατάστασης, εκ μέρους τους), αλλά και γιατί πίστευε ότι το υψηλό επίπεδο των πολιτιστικών θεσμών θα απέβαινε, εντέλει, υπέρ τής (σύμφωνης με το όραμά του) πνευματικής αναγέννησης της Ιταλίας. Εκτός από την επαγγελματική αποκατάσταση εντός αυτών των δομών, και αμέτρητων άλλων, επιμέρους ή τοπικών, εφαρμόστηκε, κατά την φασιστική εικοσαετία, κι ένα οργανωμένο πρόγραμμα χρηματοδότησης των ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών. Όταν, το 1944, ο ποιητής Τζουζέπε Ουνγκαρέτι ανακρινόταν ως συνεργάτης του καθεστώτος, δικαιολόγησε το μηνιαίο επίδομα που εισέπραττε από το κράτος, υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για μια «αποζημίωση» που δινόταν σε «αξιοσέβαστες προσωπικότητες», για να μπορούν να κάνουν απερίσπαστα τη δουλειά τους. Σύμφωνα με τον μεγάλο ιταλό ποιητή, ήταν ένα είδος κρατικής επιχορήγησης, σαν αυτή που εισέπραττε ένας αγρότης «για να κάνει ξανά γόνιμο ένα χωράφι», ή ένας επιστήμονας «για να συνεχίσει μια εργαστηριακή έρευνα». Βέβαια, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Ας κοιτάξουμε τον μηχανισμό: η διαδικασία για την χορήγηση κρατικής ενίσχυσης άρχιζε με μια αίτηση του ενδιαφερόμενου. Τα χρήματα δίνονταν από ένα μυστικό κονδύλι, το οποίο δεν εγγραφόταν στον Προϋπολογισμό, και το οποίο κατέληγε στο Υπουργείο Λαϊκής Κουλτούρας, μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Ασφάλειας. Στην κορυφή του μηχανισμού βρισκόταν μια τριάδα: ο Μουσολίνι, ο αρχηγός της αστυνομίας και ο υπουργός Λαϊκής Κουλτούρας. Η αίτηση γινόταν στον υπουργό, αυτός την έστελνε απευθείας στον Μουσολίνι, ο οποίος την συνεξέταζε με τον αρχηγό της αστυνομίας. Κατόπιν, εφόσον η αίτηση εγκρινόταν, ο δικαιούχος όφειλε να στείλει μια ευχαριστήρια επιστολή, η οποία έμπαινε στο φάκελο της υπόθεσης.2 Από το 1932 ως το 1943 δόθηκαν, με αυτό τον τρόπο, περισσότερα από 600 εκατομμύρια λίρες σε 906 διανοούμενους και 387 εφημερίδες και περιοδικά. Από αυτούς, διακόσιοι εισέπρατταν ένα μηνιαίο επίδομα, κάτι που τους έκανε, κατά κάποιον τρόπο, «εξωτερικούς συνεργάτες» του καθεστώτος. Στο πλαίσιο της «συνέχειας του κράτους», μετά το 1945 άπαντες, σχεδόν, συνέχισαν, αδιατάρακτοι, να «γονιμοποιούν τα χωράφια τους». 1 Giorgio Boatti, Preferirei di no, Einaudi, 2001 και Helmut Goetz, Il giuramento rifiutato. I docenti universitari e il regime fascista, La Nuova Italia, 2000. 2 Giovanni Sedita, Gli intellettuali di Mussolini. La cultura finanziata dal fascismo, Le Lettere , 2010
Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός
26 Πουθενά αλλού όσο στο κοινωνικό πεδίο δεν δελεάστηκαν τόσο οι ιστορικοί για να υπογραμμίσουν την ετερόκλητη φύση των ναζιστικών ιδεολογημάτων, τον συγκεχυμένο χαρακτήρα των επιταγών τους και την υπαγωγή της εφαρμογής τους σε ευκαιριακές αξιώσεις. Τα πράγματα φωτίζονται κάπως, αν προσδιορίσουμε το επίπεδο στο οποίο τοποθετούνται: μεταβολή στη μακρά ή στη βραχεία διάρκεια, στο επίπεδο των δομών ή των αντιλήψεωνi; Ας διακρίνουμε, για διευκόλυνση, στους στόχους του καθεστώτος δύο συμπληρωματικές πλευρές, από τις οποίες η μία αφορά τη δομή και η άλλη τη συνοχή της κοινωνίας. Προκειμένου περί της δομικής μεταβολής, πρέπει να ξεκινήσουμε λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την έκταση των ναζιστικών φιλοδοΤΟΥ PHILIPPE BURRIN
ξιών. Μια έκταση μικρότερη, χωρίς αμφιβολία, από ότι σε μια επανάσταση μπολσεβικικού τύπου, καθώς η αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας παραμένει στη βάση του κοινωνικού οικοδομήματος. Αλλά αξιοσημείωτη παρ’ όλα αυτά, καθώς επρόκειτο, υπολογίζοντας σε έναν πληθυσμό σε μεγάλη αύξηση, να ενισχύσει την αγροτιά, να περιορίσει το μέγεθος των μεγάλων πόλεων, να ανασχέσει τη βιομηχανική συγκεντροποίηση. Με άλλα λόγια επρόκειτο, ελλείψει υπαναχώρησης, να βρει το μέσο θωράκισης μιας κοινωνικής δομής που είχε ξεπεραστεί από την εξέλιξη, αλλά κρινόταν ορθή και σωτήρια, δίχως να παραιτείται από έναν αναπόφευκτο μοντερνισμό, έστω για τα μέσα ισχύος που αυτός παρέχει. Τι συνέβαινε με την άλλη πλευρά, τη συνοχή της κοινωνίας; Αυτή όφειλε να διασφαλιστεί με τη διαμόρφωση μιας «εθνικής κοινότητας» φυλετικά καθαρμένης και δημογραφικά επεκτατικής, να καταστεί συνυπόχρεη με την άμβλυνση των διαχωρισμών (τοπικών, κοινωνικών, θρησκευτικών), οι οποίοι διαιρούσαν τη γερμανική κοινωνία. Προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν η υποκατάσταση των παραδοσιακών θεσμών κοινωνικοποίησης -σχολείο, οικογένεια, εκκλησίες- από το ναζιστικό κόμμα και ο περιορισμός των κοινωνικών αποκλίσεων. Άρα, τα εμπόδια ήταν υπολογίσιμα από την αρχή. Η συναίνεση που επιτεύχθηκε με τις παραδοσιακές ελίτ και η βοναπαρτική χροιά του καθεστώτος, του υποδείκνυαν να ελίσσεται, ώστε να μην προσκρούει μετωπικά σε συμπαγείς μερίδες της κοινωνίας. Καθώς αυτή η κατάσταση εξακολούθησε, παρά τη μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων, επικράτησε η συνέχεια. Συνέχεια των παραδοσιακών ελίτ και των θέσεών τους, κυρίως κατά συνέπεια ενός εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο παρέμεινε επιλεκτικό και δεν αμφισβητήθηκε από τη διαμόρφωση των νέων ελίτ μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα υπό τον έλεγχο του ναζιστικού κόμματος. Η κοινωνική άνοδος συνέχισε να είναι προκαθορισμένη από τις καταβολές, την εκπαιδευτική διαδικασία και το οικογενειακό δίκτυο. Μια εξαίρεση σε αυτό, η άνοδος που επιτυγχανόταν από την πολιτική δραστηριότητα εντός του ναζιστικού κόμματος. Αλλά αυτό το φαινόμενο παρέμεινε περιορισμένο και υπερκεράστηκε από μια τάση αλληλοδιείσδυσης των παλιών και των νέων ελίτ. Το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα γι’ αυτό έχει δο-
Η ΑΥΓΗ • 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ θεί από τα SS, όπου τα παιδιά των ανώτερων τάξεων, της αριστοκρατίας συμπεριλαμβανομένης, υπερεκπροσωπούνταν μετά το 1933ii. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι με την έλλειψη ενός αντικειμενικού μετασχηματισμού των κοινωνικών διαχωρισμών και της κοινωνικής δομής επισυνέβη ένας μετασχηματισμός στο υποκειμενικό επίπεδο, στην αντίληψη των συγχρόνων που είχαν αποφανθεί για μεγαλύτερη ισότητα συνθηκών και ευκαιριών στην κοινωνία τουςiii. Αν κρίνουμε από τις μελέτες τοπικής ιστορίας, διαφαίνεται μάλλον ότι οι επικρίσεις απέναντι στις ανισότητες παρέμεναν οξείεςiv. Κάτι που δεν απέκλειε την ύπαρξη λόγων ικανοποίησης για την ατομική κατάσταση. Η βελτίωση των συνθηκών υπήρξε μια πραγματικότητα, διαφοροποιημένη βεβαίως σε συνάρτηση προς την ικανότητα που κάθε κατηγορία διέθετε για να αρθρώσει τα συμφέροντά της, κυρίως μέσω των επαγγελματικών οργανώσεων, των οικονομικών προτεραιοτήτων της εξουσίας και της ιδεολογικής σημασίας που αυτή απέδιδε σε διάφορες κοινωνικές ομάδεςv. Η κατάσταση των εργατών υπήρξε η λιγότερο καλή, έστω επειδή έχασαν κάθε μέσο αυτοτελούς αντίστασης. Το επίπεδο της ζωής τους ανέβηκε ωστόσο περιορισμένα, λόγω έλλειψης εργατικών χεριών και χάρη στην αφθονία της υπερωριακής απασχόλησης. Προστέθηκε σε αυτά ένας συγκεκριμένος αριθμός ωφελημάτων σε είδος, όπως καντίνες, ιματιοθήκες, ντους, παιδικοί σταθμοί της επιχείρησης. Η προπαγάνδα του καθεστώτος εξήρε, κατά τα άλλα, την ευγένεια της χειρωνακτικής εργασίας και μέσα από μέτρα, όπως η ανύψωση της 1ης Μαΐου σε «εθνική ημέρα της εργασίας», προσδιόριζε ένα ενδιαφέρον που δεν φαίνεται να έμεινε χωρίς απήχηση. Όλα αυτά δεν έκαναν τους εργάτες στηρίγματα του καθεστώτος, όπως καταδείχτηκε από διάφορες εκδηλώσεις δυσαρέσκειας στην περίοδο πριν από τον πόλεμοvi. Πάντως, δεν αποβλήθηκαν στην αντιπολίτευση, ούτε στο περιθώριο του καθεστώτος. Σε αυτό συνέβαλε αναμφίβολα η αποσάθρωση των παραδοσιακών αλληλέγγυων πρακτικών, κυρίως υπό την επίδραση της κλιμάκωσης των μισθών αναλόγως με την αποδοτικότηταvii. Στην άλλη άκρη της κλίμακας, μια ευνοημένη ομάδα, η εργοδοσία, ιδιαιτέρως αυτή των μεγάλων επιχειρήσεων. Η εργοδοσία δεν αντιμετώπισε παρεμβατισμό στην επιλογή των διευθυνόντων της επιχείρησηςviii, πέρα από την καθαίρεση των Εβραίων, και ήξερε να περιορίσει στο ελάχιστο την επίδραση του «Μετώπου της Εργασίας» στην εσωτερική ζωή των επιχειρήσεων. Επωφελήθηκε όχι μόνο από την επανεκκίνηση της οικονομίας και την εκρηκτική άνοδο του επανεξοπλισμού, αλλά επίσης από την εργατική πειθάρχηση, το πάγωμα των μισθών και την εισδοχή της στα όργανα διεύθυνσης της οικονομίας. Από τη μια μεριά, δεν ήταν ούτε επαρκώς διαρθρωμένη ούτε αρκετά ενοποιημένη, ώστε να μεταβάλλει τις κεντρικές επιλογές του καθεστώτος. Αλλά δεν στερήθηκε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει το καθεστώς για το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, μεταξύ άλλων υποβοηθώντας την επεκτατική πολιτική τουix. Ορισμένες επιχειρήσεις το έκαναν μάλιστα με πολλή αποφασιστικότητα, όπως η IG-Farben, η οποία ενεπλάκη όχι μό-
4
Η συν
της γερμανικής κοι
νο στην αρπακτική πολιτική των ναζιστών ανά την Ευρώπη, αλλά ακόμα και στα εγκλήματά τους, με την αδίστακτη χρησιμοποίηση καταναγκαστικής εργασίας και εργατικών χεριών από στρατόπεδα συγκέντρωσηςx. Η ίδια διαπίστωση ισχύει για το σύνολο των γερμανικών ελίτxi, στη συμπεριφορά των οποίων αναμίχθηκαν περιστροφές, προσαρμογή και πλήρης συμμετοχή, όχι χωρίς κρίσεις συνείδησης ή διαδρομές ρήξης. Ορισμένοι τομείς διακρίθηκαν για την υποστήριξή τους στο καθεστώς, κατά πρώτο λόγο οι γιατροί, οι οποίοι κατέγραψαν ρεκόρ ένταξης. Ένας στους δύο γιατρούς ήταν γραμμένος στο ναζιστικό κόμμα και ένας στους δέκα στα SSxii, κάτι που δεν επρόκειτο να είναι χωρίς επιπτώσεις στη συνέργειά τους στη ναζιστική βία. Ανάμεσα στις ελίτ και τους εργάτες, τα μεσαία στρώματα αντιμετώπισαν μια μικτή κατάσταση. Τα επαγγέλματα του «λευκού κολάρου» κέρδισαν από την επέκταση των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, στη δημόσια διοίκηση και στον κρατικο-κομματικό τομέα, κυρίως στην κομματική γραφειοκρατία, όπως και από την πολιτική του ελεύθερου χρόνου. Οι βιοτέχνες και οι έμποροι καρπώθηκαν προστατευτικά μέτρα, αλλά πλήττονταν όλο και περισσότερο κατά τη διάρκεια του πολέμου από την προτεραιότητα που δόθηκε στα αγαθά παραγωγής και από τους περιορισμούς στα εργατικά χέρια. Τέλος, τα αγροτικά στρώματα έζησαν σε μια
ένδεια που μεγάλωνε την απόσταση ανάμεσα στην τιμητική τους θέση στον καθεστωτικό λόγο και την αυξανόμενη κρατικοποίηση της οικονομικής τους δραστηριότητας, για να μην μιλήσουμε για τις αυξανόμενες δυσχέρειες που αντιμετώπισε σε σχέση με τα εργατικά χέριαxiii. Τελικά, [υπήρχε] μια κάποια υλική ικανοποίηση, εφόσον δεν ξεχνάμε ότι οι σύγχρονοι έκριναν σε σύγκριση με την εντελώς πρόσφατη εμπειρία τους από την οικονομική κρίση. Αλλά τι να πούμε για την περίοδο του πολέμου, με τους περιορισμούς της, τον αποχωρισμό των οικογενειών, τους βομβαρδισμούς; Γεγονός είναι ότι το καθεστώς διατήρησε μια ουσιώδη βάση στήριξης μέχρι το τέλος, παρά τον πόλεμο, για τον οποίο διαφαινόταν ευκρινώς από το 1942-1943 ότι θα τελείωνε επιζήμια. Για να το εξηγήσουμε, ας διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η συγκέντρωση του βλέμματος πάνω στις κοινωνικές ανισότητες μάς στερεί ίσως μια άλλη πραγματικότητα, αυτή της μερικής ταυτοτικής ανασυγκρότησης, η οποία έκανε αυτές τις ανισότητες να φαίνονται στα μάτια των Γερμανών σαν μια μόνο όψη της κατάστασής τους. Ο πρώτος από αυτούς τους παράγοντες ήταν η εργασία πλαισίωσης και προπαγάνδας που διευθύνθηκε από το ναζιστικό κόμμα, με σκοπό να δημιουργήσει υπακοή και τουλάχιστον έναν μαζικό κομφορμισμό. Το ναζιστικό κόμμα είχε από τις αρχές της δεκαε-
Η ΑΥΓΗ • 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
αίνεση
νωνίας στο ναζισμό
τίας του ‘20 επιζητήσει να προβάλει την εικόνα ενός εθνικού κόμματος, τη μικρογραφική υλοποίηση της «εθνικής κοινότητας» που επρόκειτο να διαμορφώσει στην κλίμακα της επικράτειας. Τούτη η αυτοπροβολή μοιάζει να άσκησε κάποια επιρροή και να συνετέλεσε στην εκλογική του επιτυχία. Μετά το 1933, έγινε μια μεγάλη μηχανή, όπου οι ενταγμένοι πλησίαζαν τα 2,5 εκατομμύρια το 1933, προτού να ανέλθουν σε περισσότερα από 8 εκατομμύρια το 1945, στους οποίους πρέπει να προσθέσουμε τα δεκάδες εκατομμύρια μέλη των οργανώσεων-παραρτημάτων (ειδικευμένες ανά επάγγελμα, ηλικιακή κατηγορία, φύλο) που η ένταξή τους, είναι αλήθεια, δεν ήταν κατά κανόνα αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογήςxiv. Αυτή την πελώρια μηχανή κινούσαν περίπου 2 εκατομμύρια μικροί «φύρερ»xv. Ένας ευρύς κύκλος ανθρώπων είχε έτσι αποκτήσει σημασία και εξουσία, οι οποίες μπορούσαν να ανταγωνιστούν εκείνες που έδιναν το χρήμα, η κοινωνική θέση ή η καταγωγή. Το ναζιστικό κόμμα, βεβαίως, γρήγορα έγινε αντικείμενο δυσπιστίας που μεγάλωνε με τον καιρό. Αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ως εκ τούτου τον ρόλο του στην κοινωνική ζωή, διαμέσου των πολιτικών πιστοποιητικών που έπρεπε να αποκτηθούν για αυξανόμενο αριθμό διοικητικών αιτήσεων ή χάρη στην αλυσίδα των δικών του οργανισμών αρωγής, χωρίς να μιλήσουμε για τον εσωτερικευμένο καταναγκασμό που α-
ντιπροσώπευε ο χιτλερικός χαιρετισμός. Να προσθέσουμε σ’ αυτά την κατακυρίευση του δημόσιου χώρου από τους εορτασμούς που οργάνωνε, αληθινές πολιτικές τελετουργίες, ορισμένες από τις οποίες, όπως το ετήσιο συνέδριο στη Νυρεμβέργη, έκαναν εντύπωση σε όλη τη χώρα μέσω των επικαίρωνxvi. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η συνάντηση συγκεκριμένων όψεων από την πολιτική του καθεστώτος με τις επιδιώξεις που βρίσκονταν σε διάχυτη κατάσταση στη γερμανική κοινωνία: η επιθυμία για μια κοινωνία θεμελιωμένη στα προσόντα και ανοιχτή στην κοινωνική άνοδο κι επίσης το όνειρο μιας κοινωνίας της κατανάλωσηςxvii. Η πρώτη από αυτές τις επιδιώξεις μπορεί να εξηγήσει την οξύτητα των επικρίσεων απέναντι στις κοινωνικές ανισότητες του καθεστώτος που αναφέραμε. Και η δεύτερη αξίζει να υπογραμμιστεί. Η πολιτική του ελεύθερου χρόνου στον ναζισμό, η διάδοση ενός αυτοκινήτου για τον λαό, του «Volkswagen», η αυξανόμενη χρήση του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου, η εμφάνιση της τηλεόρασης, η ανάπτυξη της διαφήμισης, όλα αυτά έγιναν δέλεαρ ως υποδοχή υποσχέσεων για πορεία προς την κοινωνία της κατανάλωσης. Ενθαρρύνοντας τους Γερμανούς να αντιδρούν ως πελάτες και καταναλωτές και όχι ως επιστρατευμένοι, το καθεστώς δεν ευνοούσε την πολεμική προετοιμασία. Αλλά έτσι κέρδισε μια επιρροή που ο πόλεμος δεν
5
εξαφάνισε από τη μια μέρα στην άλλη. Ο τρίτος παράγοντας ήταν ο εθνικισμός. Το αίσθημα αδικίας που επέφερε η ειρήνη των Βερσαλλιών και η απώλεια της θέσης μεγάλης δύναμης, η μνησικακία απέναντι στους νικητές, ιδιαιτέρως απέναντι στην Πολωνία, της οποίας το αναγνωρισμένο στις Βερσαλλίες δικαίωμα να προσαρτήσει γερμανικά εδάφη ήταν αντικείμενο σχεδόν καθολικής απόρριψης, είχαν βαθιές ρίζες και το ναζιστικό καθεστώς ήξερε να τις εκμεταλλευτεί και να τις βαθύνει περισσότερο. Οι επιτυχίες του Χίτλερ μεταξύ του 1933 και του 1938, ο επανεξοπλισμός και η επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας, η προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας, έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό και εντυπωσίασαν ακόμα πιο έντονα, καθώς κατορθώθηκαν χωρίς ένοπλη σύγκρουση. Αντιθέτως, οι Γερμανοί έζησαν την έκρηξη του πολέμου το φθινόπωρο του 1939 με κατήφεια. Αλλά το γρήγορο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την Πολωνία και τη Γαλλία, έπειτα η επίθεση στην ΕΣΣΔ, η οποία παρουσιάστηκε σαν προληπτική επέμβαση, δεν έγιναν αντιληπτά ως οι απρόκλητες επιθέσεις που ήταν, αλλά σαν ενέργειες νόμιμης άμυνας προς γείτονες ή δυνάμεις που αρνούνταν να αναγνωρίσουν στη Γερμανία, μέσα στην κοινωνία των εθνών, μια θέση αντίστοιχη με την ανακτηθείσα δύναμή τηςxviii. Τελευταίος παράγοντας, ο οποίος τέμνει τους προηγούμενους, η λατρεία του Χίτλερ. Υπήρχε προφανώς στενή σχέση ανάμεσα στη διάρθρωση του καθεστώτος υπό τη μορφή μιας κυριαρχίας χαρισματικού τύπου και τη στάση της κοινωνίας, μια και είναι η δεύτερη που κατέστησε δυνατή την πρώτη, εξασφαλίζοντας στον Χίτλερ τη δημοτικότητα, η οποία θεμελίωνε την υπεροχή του. Προβάλλοντας σε αυτόν τις προσδοκίες και τις αναπαραστάσεις που ποίκιλλαν πολύ κατά το είδος τους και διευθετούνταν σε μια απόσταση, ορισμένες φορές υπολογίσιμη, από τους ενεργούς στόχους του, ο γερμανικός πληθυσμός ανέλαβε ένα αποφασιστικό μέρος στην κατασκευή του μύθου του «φύρερ» και συγχρόνως στη δυναμική του καθεστώτος του. Αυτή η προσωποποίηση της εξουσίας ανταποκρινόταν σε μια αρχαΐζουσα σύλληψη του πολιτικού, η οποία αναπλήρωνε την επιθυμία για μια προσήλωση μοναρχικού τύπου. Επείχε εξίσου σημασία συμβόλου: η αποδιδόμενη στον Χίτλερ εμπιστοσύνη χρησίμευε για να προσδιορίσει μια απόσταση σε σχέση με το κόμμα και την κυβέρνηση. Από εκεί προερχόταν η ανάπτυξη του μύθου για τον καλό βασιλιά, ο οποίος ήταν επιβλαβώς περιστοιχισμένος, που έπαιξε μέχρι το τέλος του καθεστώτος τον ρόλο της βαλβίδας ασφαλείας. Θεωρημένη στη διάρκεια του καθεστώτος και κατανεμημένη ανάμεσα στους άξονες της απόστασης και της αποδοχής, η στάση του πληθυσμού σταθεροποιήθηκε νωρίς προς την πλευρά της αποδοχής. Η κατά κυριολεκτική έννοια αντιπολίτευση παρέμεινε περιορισμένη σε μικρές ομάδες, σε ανάπτυξη με την εξέλιξη του πολέμου. Πλάι στους κομμουνιστές, τους πιο ενεργούς και τους πιο ακατάβλητους αντιπάλους του καθεστώτος, και τους σοσιαλδημοκράτες, εμφανίζονταν διάσπαρτες ομάδες φοιτητών, ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων, αξιωματικών, κτηματιώνxix. Μια άλλη, όχι αμελητέα μερίδα του πληθυσμού ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην παρέκκλιση και την αποσκίρτηση, ιδίως σε
39 αυτά τα τμήματα όπου μια μειονοτική ταυτότητα, ιστορικές εμπειρίες ή ισχυρές πεποιθήσεις προστάτευαν εν μέρει από τη διείσδυση του καθεστώτος. Αυτή ήταν η περίπτωση των εργατών που ήταν αφοσιωμένοι στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση ή κερδήθηκαν από τον κομμουνισμό, ένα ικανό τμήμα του καθολικού κόσμου, με τα μειονοτικά αντανακλαστικά και την ανάμνηση του «Kulturkampf» από την περίοδο του Βίσμαρκ, αλλά και σκόρπια στοιχεία της φιλελεύθερης αστικής τάξης. Η αποδοχή υπήρξε η επικρατέστερη στάση, με την παραίτηση να παίρνει τη θέση της δίπλα στην υποστήριξη και την ένταξη, συχνά με ανάμικτο τρόπο. Έτσι, η καθολική εκκλησία, η οποία εξέφραζε τη διαφωνία της επί συγκεκριμένων θεμάτων μόλις θίγονταν τα συμφέροντά της, έπλεκε επίμονα το εγκώμιο του Χίτλερ και πρόσφερε δημοσίως την υποστήριξή της στο καθεστώς κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτά, λοιπόν, δεν σημαίνουν πως οι Γερμανοί, ζώντας με αυταπάτες, ήταν αμέτοχοι σε όσα συνέβαιναν. Κανείς δεν μπορούσε να αγνοεί πως το βασίλειο του Χίτλερ ξεχείλιζε από αποκλεισμένους και καταδιωκόμενους. Αν η «εθνική κοινότητα» δεν ήταν μια μάταιη λέξη για πολλούς, έβρισκε την υλοποίησή της επίσης εντός της αμοιβαίας συνέργειας με την καθεστωτική πολιτική καταστολής και αποκλεισμού, προπάντων όταν εγγραφόταν στην τροχιά παραδοσιακών προκαταλήψεων: όπως όταν επρόκειτο να καταπιεστούν οι Ρομά, οι «ακοινωνικοί», οι ομοφυλόφιλοι ή να απομονωθούν οι Εβραίοιxx. Όταν για τους τελευταίους ήρθε η ώρα του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και της εξόντωσης, πολλοί από τους συμπατριώτες τους απέστρεψαν το βλέμμα και έκλεισαν τα αυτιά. Η ταραχή δεν εμφανίστηκε παρά μόλις η βία εξαπλώθηκε στους δρόμους τους, κάτω από τα παράθυρά τους, με τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» το 1938. Το καθεστώς έβγαλε τα συμπεράσματά του από αυτό και έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για να περιβάλει με μυστικότητα τις μεταγενέστερες επιχειρήσειςxxi. Εδώ, επίσης, προσέφερε ικανοποίηση σε έναν πληθυσμό που δεν ήθελε να ανησυχεί παρά μόνο για τον εαυτό του. Η αποδοχή είχε λοιπόν ένα τίμημα. Όπως το έγραψε ο Martin Broszat, η στάση του πληθυσμού κατά τη διάρκεια του πολέμου υπήρξε ένα «συνονθύλευμα από πανικό, αφοσίωση, αυτοοικτιρμό και ψεύδος, το οποίο προκαλούσε ηθική τύφλωση απέναντι στις ωμότητες του καθεστώτος ενάντια στους Εβραίους, τους Πολωνούς, τους εργάτες από την Ανατολική Ευρώπη»xxii. ΜΤΦΡ. ΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΛΑΚΗΣ Οι βιβλιογραφικές παραπομπές του κειμένου, στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο μπλογκ των «Αναγνώσεων»
O Philippe Burrin είναι ιστορικός, διευθυντής στο ινστιτούτο διεθνών σπουδών H.E.I. της Γενεύης. Τα εκτεταμένα αποσπάσματα του κειμένου «Les prismes de l’acceptation» μεταφράστηκαν από τη συλλογή δοκιμίων του με τίτλο Fascisme, nazisme, autoritarisme», Seuil, Παρίσι, 2000, σελ. 117-130
40
Η ΑΥΓΗ • 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Η αυτοδιοίκηση στην Ελεύθερη Ελλάδα Οι τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ ήταν εκ των πραγμάτων αυτές που θα έπρεπε να δώσουν λύση στο ζήτημα της διοίκησης μεγάλων χώρων αυτονομημένων από την κατοχική εξουσία. Η λύση του ζητήματος δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Αντίθετα, την πρώτη περίοδο λειτουργίας του χώρου της Ελεύθερης Ελλάδας, δόθηκαν διαφορετικές απαντήσεις, σε σύγκρουση μεταξύ τους, πάνω στο βαθμό ριζοσπαστικότητας της νέας εξουσίας, σύγκρουση που απασχόλησε αναγκαστικά και την ηγεσία του ΚΚΕ. Οι πρώτες προσπάθειες αυτοδιοίκησης με βάση το ΕΑΜ, καταδικάστηκαν από την ηγεσία του ΚΚΕ ως «αριστερή παρέκκλιση» και ονοματίστηκαν ανάλογα: εαμική «εξουσία» στην Καρδίτσα, εαμικό «κράτος» στον Αλμυρό, «κόκκινη δικτατορία» Καλαμπάκας. Δεν ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗ
δίστασε δε να υποδείξει ως «πειρασμό» αυτών των πρωτοβουλιών τη διανομή «τσιφλικιών, μοναστηριακών χτημάτων και λειβαδιών των μεγαλοτσελιγκάδων». Οι χώροι για τους οποίους μιλάμε, δεν ήταν ξένοι προς την ιδέα της αυτοδιοίκησης ούτε οι δεσμοί τους με την κεντρική κρατική διοίκηση της χώρας ήταν ποτέ ιδιαίτερα στενοί. Στην Ευρυτανία, στην απομονωμένη Λάκα του Φουρνά δημιουργήθηκε το φθινόπωρο κιόλας του 1942 ο πρώτος γραπτός κώδικας λαϊκής αυτοδιοίκησης, ο γνωστός «Κώδικας Ποσειδώνα» από την τοπική υπαχτιδική επιτροπή του ΚΚΕ Κτημενίων και Δολόπων ή, πιο επίσημα, «Εντολαί δια την Λαϊκήν Αυτοδιοίκησιν και την Λαϊκήν Δικαιοσύνην». Από τον Αύγουστο δε του 1941 λειτουργούσε στο χωριό Κορίτσα (Κλειτσός) μια «Επιτροπή Επίλυσης Προβλημάτων». Σύμφωνα με το Γεωργούλα Μπέικο, που κατέγραψε αργότερα με γλαφυρό τρόπο τις εμπειρίες αυτές, η τοπική οργάνωση πίστευε ότι «ταυτόχρονα με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα πραγματώνεται και η επανάσταση που προγραμμάτιζε η Απόφαση -ιστορική και ιερή για τους τοτινούς κομμουνιστέςτης 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ τον Γενάρη του 1934». Το «νομοσχέδιο» για την εγκαθίδρυση «λαϊκής εξουσίας» αποτελούνταν από οχτώ άρθρα και μια συνοδευτική εγκύκλιο -εκεί υποδηλωνόταν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ότι οι «Επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης» ήταν το αντίστοιχο των Σοβιέτ. Παρά το λογικό ιδεολογικό επικάλυμμα για τους Ευρυτάνες κομμουνιστές, ουσιαστικά απαντούσαν στο πιεστικό ζήτημα της οργάνωσης ενός χώρου εντελώς αυτονομημένου από κάθε κεντρική εξουσία, οργάνωσης που έπρεπε να συμβαδίζει με τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα και μιας κλειστής αυτάρκους οικονομίας. Όταν επιπλήχτηκαν από την ανώτερη οργάνωση του ΚΚΕ στην Ευρυτανία, πράγμα που συνέβη και αλλού σε ανάλογες περιπτώσεις, ότι κινούνται εκτός της εθνικοαπελευθερωτικής γραμμής του ΕΑΜ, η απάντηση ήταν ενδεικτική: «Εμείς, θα πεις, δεν τα ξέραμε αυτά; Και τα παραξέραμε; Μα ξέραμε κι επιπλέον την συγκεκριμένη κατάσταση που αντιμετωπίζαμε στο χώρο της ευθύνης μας, χώρο που απελευθερώθηκε και δεν μπορούσε να περιμένει την ολική απελευθέρωση της χώρας για να λυθεί το πρό-
βλημα εξουσιών - αυτό δεν το είχαμε προβλέψει στην Αθήνα. Και πιστεύαμε: μια κι είμαστε ελεύθεροι, μα κι υποχρεωμένοι να συγκροτήσουμε εξουσίες, τότε γνώμονας πρέπει να είναι το βασικό ντοκουμέντο του κόμματος, η 6η του 1934 -κάνουμε επανάσταση». Οι διατάξεις των «Εντολών» εγκαθίδρυαν τους θεσμούς της λαϊκής αυτοδιοίκησης και της λαϊκής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με αυτούς, εκλέγονταν σε κάθε χωριό πενταμελείς επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης από Γενική Συνέλευση. Αυτές ήταν όργανα της λαϊκής εξουσίας και επιλαμβάνονταν όλων των προβλημάτων του χωριού, είχαν δε πρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη που προΐσταντο υποεπιτροπών. Συγκροτούνταν υποεπιτροπές για τα διάφορα ζητήματα, επισιτιστική, λαϊκής ασφαλείας, σχολική, εκκλησιαστική. Η δικαιοσύνη γινόταν λαϊκή και απονέμονταν από λαϊκά δικαστήρια. Οριζόταν ως ανώτερο σώμα η Γενική Συνέλευση του χωριού, που θα συνερχόταν τακτικά ανά μήνα. Προβλεπόταν δευτεροβάθμια όργανα, η τομεακή επιτροπή λαϊκής αυτοδιοίκησης και το τομεακό λαϊκό δικαστήριο και ως ανώτερη γε-
κή ισοτιμία γυναικών και ανδρών αλλά και η επιδίωξη επίτευξης συμβιβασμού στα λαϊκά δικαστήρια, με διαδικασίες δωρεάν για τους διαδίκους και η επιβολή ποινών με σκοπό τη βελτίωση του υπαίτιου. Η αυτονόμηση της υπαίθρου από την κατοχική εξουσία και η συγκρότηση του ΕΛΑΣ οδήγησαν στην μετεξέλιξη μιας πανσπερμίας τοπικών εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων σε ένα ενιαίο πλέγμα μέσα από το σχήμα του ΕΑΜ. Ήδη από το φθινόπωρο του 1942 η δράση της ένοπλης Αντίστασης επέφερε και τη συγκρότηση σε ανώτερο επίπεδο των οργανώσεων στις περιοχές του αντάρτικου. Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκαν οι επαρχιακές επιτροπές του ΕΑΜ στο Βόιο, τη Σιάτιστα, τα Γρεβενά, την Καστοριά, τα Σέρβια και την Πτολεμαΐδα, στις περιοχές δηλαδή που θα πρωτοστατήσουν στο ξέσπασμα της επόμενης χρονιάς, στην αρχή της οποίας θα δημιουργηθεί και το ανώτερο όργανο, η νομαρχιακή επιτροπή ΕΑΜ Κοζάνης. Σε αυτήν την πρώτη περίοδο, δεν υπήρχε οργάνωση της αυτοδιοίκησης σε ανώτερο, επαρχιακό ή νομαρχιακό επίπεδο, όπως θα
νική αρχή κάθε νομού, η Ένωση Κοινοτήτων Νομού. Ξεκινώντας από την ανάγκη οργάνωσης και διοίκησης του χώρου, οι δημιουργοί των πρώτων αυτών θεσμών εφάρμοζαν και μια συγκεκριμένη, ριζοσπαστική σύλληψη των πραγμάτων. Είδαμε πως είχαν ως οδηγό τις μεσοπολεμικές αναλύσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος και μια αληθινή πίστη ότι αυτό που συντελούνταν μπροστά στα μάτια τους ήταν μια επαναστατική διαδικασία. Οι ίδιοι οι θεσμοί δεν αποτελούσαν μια ουδέτερη μορφή για την αυτοδιοίκηση των ελευθερωμένων περιοχών αλλά εισήγαγαν πολλά ριζοσπαστικά μέτρα, τα οποία, αλλού λιγότερο αλλού περισσότερο, θα επηρέαζαν τις συλλογικές πρακτικές και νοοτροπίες και θα συγκροτούσαν μια πολιτική συνείδηση στραμμένη προς ένα μέλλον λαϊκής δημοκρατίας, της λαοκρατίας. Μερικά από τα μέτρα αυτά ήταν και η ανάδειξη της γενικής συνέλευσης ως κυρίαρχου οργάνου, της δημοκρατικής εκλογής, ελέγχου και ανακλητότητας των αντιπροσώπων, που ήταν άμισθοι, η πολιτι-
δούμε αργότερα, ούτε βέβαια κεντρική πολιτική διοίκηση, η οποία θα αργήσει ακόμη περισσότερο. Η Απόφαση 6 του ΚΓΣΑ από την μεριά της ρύθμιζε με γενικό τρόπο και μέσα σε 15 άρθρα, τη λειτουργία της αυτοδιοίκησης, και της δικαιοσύνης ως μέρους της, στις ελεύθερες περιοχές. Τα πρώτα τέσσερα άρθρα αναφέρονταν στην εκλογή οργάνων αυτοδιοίκησης με ελεύθερες εκλογές μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1943. Στα υπόλοιπα με γενικό τρόπο ορίζονταν τα διάφορα όργανα και οι αρμοδιότητές τους και διάφορες μεταβατικές διατάξεις. Η Απόφαση 6 έδειχνε ότι ήταν ένα αποτέλεσμα συμβιβασμού των διαφορετικών οργανώσεων της ένοπλης Αντίστασης και της Βρετανικής Συμμαχικής Αποστολής για να βρεθεί μια ενιαία μορφή (αυτο)διοίκησης των ελεύθερων περιοχών, που να βασίζεται στην εμπειρία των περιοχών του ΕΑΜ αλλά με μια τάση επανασύνδεσης με τα προπολεμικά ειωθότα και που να νομιμοποιηθεί με αυτοδιοικητικές εκλογές σε σύντομο διάστημα. Οι εκλογές «άνευ ουδεμιάς επεμ-
βάσεως των πολιτικών ή στρατιωτικών Εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων και χωρίς ν’ αποδοθεί εις τας εκλογάς οιοσδήποτε κομματικός χαρακτήρ» θα αναβάπτιζαν μια υποτίθεται «ουδέτερη» αυτοδιοίκηση. Το ΕΑΜ δεν φάνηκε να έχει αντίρρηση σε κάτι τέτοιο, είχε φροντίσει ήδη να αποφύγει την εμφανή διοίκηση από τις οργανώσεις του ΕΑΜ και σίγουρα θα υπολόγιζε ότι οι άνθρωποι που θα υποδείκνυαν οι οργανώσεις του θα υπερίσχυαν στις περιοχές του και όχι μόνο. Οι άλλες δε οργανώσεις (ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ) έλπιζαν και αυτές να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά τη στρατιωτική και όχι μόνο επιρροή τους σε ευρύτερες περιοχές. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές, σύμφωνα με την Απόφαση 6, πραγματοποιήθηκαν στα τέλη Αυγούστου και το Σεπτέμβριο του 1943 στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Παρά τις διακηρύξεις για ουδετερότητα της αυτοδιοίκησης, σε πολλές περιοχές οι συνδυασμοί, όπως ήταν επόμενο, αντιστοιχούσαν στις διαφορετικές οργανώσεις (ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ). Η κάθε οργάνωση είχε τον πρώτο λόγο στο χώρο περιοχής της έχοντας ήδη οικοδομήσει δεσμούς και σχέσεις· το ΕΑΜ σε Στερεά και Θεσσαλία, ο ΕΔΕΣ στην Ήπειρο και η ΕΚΚΑ σε Δωρίδα-Παρνασσίδα. Σε πολλές περιπτώσεις συγκροτήθηκε άδηλα ένα κοινό μέτωπο ενάντια στο ΕΑΜ από τις άλλες οργανώσεις και τοπικούς παράγοντες με αποτέλεσμα αυτό να χάσει σε χωριά που ήταν στην επικράτεια του ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ κέρδισε στις μεγάλες πόλεις της Ελεύθερης Ελλάδας, Καρπενήσι και Καρδίτσα, ενώ ο ΕΔΕΣ έδειξε την επιρροή του εκτός Ηπείρου, στη δυτική Θεσσαλία επικρατώντας στις κωμοπόλεις Μουζάκι και Μαυρομάτι και σε είκοσι τουλάχιστον χωριά. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την απόβαση των Συμμάχων στην ιταλική χερσόνησο, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ βρίσκονταν μπροστά στην ανάγκη να πάρουν γρήγορες αποφάσεις. Ήταν πλέον φανερό ότι οι ανάγκες του ένοπλου αγώνα και η έκταση της Ελεύθερης Ελλάδας είχαν ανάγκη από μια κεντρική διακυβέρνηση - μια πρώτη τέτοιας μορφής εξουσία υπήρξε κατά κάποιο τρόπο το ΚΓΣΑ και στη συνέχεια το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Το ΚΓΣΑ δρομολόγησε μια σειρά μέτρα για όλη την επικράτειά του: όρισε τιμές για τα βασικά είδη διατροφής, επέβαλε εισφορά για την ενίσχυση των αντάρτικων δυνάμεων, των πολεμοπαθών και του ορεινού πληθυσμού και παρακράτημα στη διακίνηση εμπορευμάτων και κυρίως τροφίμων. Συγκρότησε κοινά φρουραρχεία σε περιοχές οπού δρούσαν πάνω από μια οργανώσεις και επόπτευσε τις διαδικασίες σχετικά με τις εκλογές των επιτροπών και υποεπιτροπών. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ολιγόμηνη λειτουργία του Κοινού Γενικού Στρατηγείου Ανταρτών υπήρξε χρήσιμη σε τεχνικό και όχι μόνο επίπεδο για τα νέα καθήκοντα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο Η κυβέρνηση του βουνού. Πόλεμος και εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα (1943-1944), «Ασίνη»
Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι ιστορικός
Η ΑΥΓΗ • 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
7
41
Κινηματογράφος και δημόσια ψυχαγωγία Φασισμός και ιταλική κατοχή στη Σύρο
Στην Ιταλία η πολιτιστική πολιτική για τον κινηματογράφο στόχευε στην οικοδόμηση της συναίνεσης για τον φασισμό. Σύμφωνα με τον Τσιάνο, η δημιουργία εθνικής λαϊκής κουλτούρας θα «συνελάμβανε την ουσία» του ιταλικού λαού δεσμεύοντας και ενώνοντας τους πάντες. Από το 1937 συντελέστηκε αλλαγή πολιτικής, με τη χρησιμοποίηση του κινηματογράφου στην προσπάθεια να δημιουργηθεί μια νέα φασιστική κουλτούρα, και ο Γκιουζέπε Μποτάι πίστευε ότι η κουλτούρα θα ήταν «το πολυτιμότερο πολεμικό όπλο της Ιταλίας». Όμως ο κρατικός έλεγχος της κινηματογραφικής ΤΗΣ SEILA LECOEUR
βιομηχανίας δεν έφθασε ποτέ στο επίπεδο του ελέγχου τον οποίο ασκούσε ο Γκαίμπελς στη Γερμανία, ενώ οι Ιταλοί εξακολουθούσαν να βλέπουν ξένες ταινίες παρά την επίσημη καταδίκη των χολιγουντιανών αξιών. Η επιλογή των ταινιών για τη Σύρο μοιάζει αρκετά τυχαία. Ο Ντούκα παραπονιόταν ότι τον πρώτο χρόνο ήταν αδύνατο να πρoμηθεύονται ταινίες από την Ιταλία, με εξαίρεση μερικές στραπατσαρισμένες κόπιες ντοκιμαντέρ Luce που στάλθηκαν από τη Ρόδο. Τους πρώτους τρεις μήνες παίχτηκαν πολλές γαλλικές και ξένες ταινίες (συχνά ντουμπλαρισμένες στα γαλλικά), οι περισσότερες από τις οποίες πρόσφεραν μάλλον ψυχαγωγία, παρά περιείχαν κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό μήνυμα. Η λογοκρισία του τμήματος «Ρ» της στρατιωτικής διοίκησης ήταν χαλαρή, επιτρέποντας την προβολή αγγλικών ή αμερικανικών ταινιών, όπως της ταινίας «Βασίλισσα Χριστίνα», που είχε μαύρους και λευκούς ηθοποιούς και ο σκηνοθέτης της ήταν εβραίος. Όμως παίχτηκε και η προπαγανδιστική ταινία «Σκιπίων ο Αφρικανός», η οποία εξιδανίκευε το μεγαλείο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Αφρική. Δυστυχώς, δεν έχει καταγραφεί πώς αντέδρασαν οι κάτοικοι της Σύρου στην εξύμνηση της αυτοκρατορίας ή πώς αντιλαμβάνονταν σύμβολα όπως ο φασιστικός «νέος άνθρωπος» που προβάλλονταν στις πολεμικές ταινίες. Στην πραγματικότητα, πολλές ιταλικές ταινίες που είχαν γυριστεί στη φασιστική Ιταλία απομιμούνταν χολιγουντιανά θέματα και ασυνείδητα υιοθετούσαν ακόμη και μερικές χολιγουντιανές αξίες. Αυτές οι ταινίες ήταν συχνά χωρίς νόημα έξω από το ιταλικό πλαίσιό τους, και πιθανόν οι ντόπιοι θεατές δεν αντιλαμβάνονταν τα συγκεχυμένα ιδεολογικά μηνύματά τους. Οι κριτικές για τις επιπτώσεις τις οποίες έχει ο καταναλωτισμός στις γυναίκες, για παράδειγμα, ήταν εντελώς παράταιρες στη Σύρο. Οι ταινίες για τα «κορίτσια που ψωνίζουν συνεχώς», όπως η ταινία «Grandi Magazzini» του Μάριο Καμερίνι, οι οποίες συνέδεαν τις παγίδες της σεξουαλικής ελευθερίας με τις παγίδες του καταναλωτισμού, δεν μπορούσαν να σημαίνουν και πολλά πράγματα για τις πεινασμένες γυναίκες της Σύρου, για τις οποίες ήταν απλώς και μόνο ένα μέσο φυγής στον κόσμο της φαντασίας. Δύο άλλες κοινωνικές κωμωδίες, «Il signor Max» και «Batticuore»
του Καμερίνι, ενσάρκωναν επίσης τα αντιφατικά ηθικά θέματα της σύγκρουσης ανάμεσα στις παλιές και τις «σύγχρονες» αξίες ή την αντιπαράθεση της σεξουαλικής καταπίεσης και του εκσυγχρονισμού, που ενδιέφεραν τους φασίστες σκηνοθέτες. Η ταινία «Casta diva», του σκηνοθέτη του «Σκιπίωνα», Καρμίνε Γκαλόνε, συνιστούσε τη γυναικεία σεμνότητα στον ανήθικο κόσμο των αστέρων του κινηματογράφου, αλλά πιθανόν είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού ο κόσμος του κινηματογράφου τον οποίο παρουσίαζε έμοιαζε ελκυστικός. Αν όχι τίποτε άλλο, οι ταινίες «telephono bianco», με τον πολυτελή και μοντέρνο διάκοσμο, ήταν μάλλον ένα μέσο φυγής από την πραγματικότητα, για ένα κοινό που στερούνταν την ευημερία και την προσωπική ευτυχία. Οι κωμωδίες τουλάχιστον έκαναν το κοινό να γελά και η προβολή μερικών ταινιών, όπως της Casta diva, επαναλήφθηκε, γεγονός που δείχνει ότι ο κινηματογράφος ήταν δημοφιλής και, όπως φαίνεται, είχε «μεγάλο κοινό». Είναι απίθανο να επηρεαζόταν συναισθη-
ματικά το ελληνικό κοινό από τις φασιστικές ταινίες. Ακόμη και στην Ιταλία η επιρροή του φασισμού στον κινηματογράφο απέρρεε το πιθανότερο από τη «γενική παθητικότητα» που είχε επιβληθεί στην πολιτιστική ζωή για πάνω από δύο δεκαετίες. Κατά τη γνώμη ενός ντόπιου παρατηρητή, οι κάτοικοι της Ερμούπολης ήταν κοσμοπολίτες, γλωσσομαθείς και «εξοικειωμένοι με τα πνευματικά ρεύματα της δυτικής Ευρώπης» για να εξαπατηθούν από τις φασιστικές ταινίες, μολονότι αυτός ο παρατηρητής υπανισσόταν ότι οι ιταλικές και γερμανικές ταινίες επικαίρων μπορεί να επηρέαζαν σε κάποιον βαθμό το κοινό. Πίστευε επίσης ότι η προβολή της ταινίας «Σκιπίων ο Αφρικανός» αναβλήθηκε σχεδιασμένα και πραγματοποιήθηκε έναν μήνα μετά το άνοιγμα του Casa di Dante, για να εξασφαλιστεί μεγαλύτερο και πιο δεκτικό κοινό. Αν και δεν πρέπει να υπερβάλλουμε την επίδραση την οποία ασκούσε η ασυγκάλυπτη πολιτική πίεση, πιο εκλεπτυσμένες μορφές επηρεασμού, όπως η αίγλη και η έξαψη με τις οποίες η «νέα φασιστική κουλ-
τούρα» ήλπιζε να γοητεύσει το κοινό της, μπορεί να ασκούσαν κάποια έλξη σε εκείνους που στερούνταν κάθε μορφή πολυτέλειας. Η υποστήριξη την οποία έδιναν οι αρχές κατοχής σε δημόσιες ψυχαγωγικές δραστηριότητες φαίνεται πως στόχευε μάλλον στη διαχείριση της ψυχαγωγίας παρά στη δημιουργία συναίνεσης. Με τα λόγια του Ντούκα, η πρωτοβουλία θα επανέφερε στη «φυσιολογική ζωή» έναν τραυματισμένο ψυχικά πληθυσμό. Τον Μάιο του 1943 εγκρίθηκε το άνοιγμα υπαίθριου κινηματογράφου, με την προϋπόθεση ότι θα οργανωνόταν εγκαίρως και θα πλήρωνε ο δήμος. Στις άλλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες τις οποίες επέτρεπαν οι αρχές κατοχής περιλαμβάνονταν το κολύμπι και το ψάρεμα, αν και το ψάρεμα γινόταν κυρίως για την εξασφάλιση τροφής και όχι για ευχαρίστηση. Οι Ιταλοί έδωσαν μερικές άδειες για «ψυχαγωγικό ψάρεμα», pesca dilettante. To κολύμπι στην περιοχή Νησάκι κοντά στο λιμάνι απαγορευόταν, και η παραλία Άμμος δεν θεωρούνταν κατάλληλη, λόγω της μόλυνσης από πλοία που είχαν καταστραφεί στον πόλεμο. Οι τοπικές αρχές πήραν την πρωτοβουλία να ξαναζωντανέψουν την περιοχή κολύμβησης κάτω από τα Βαπόρια, και τον Απρίλιο του 1942 ο Ντούκα έδωσε άδεια να κατασκευαστεί ξύλινη εξέδρα για τους κολυμβητές. Σίγουρα οι Ιταλοί προσπαθούσαν να στηρίξουν το ηθικό του πληθυσμού με μερικές ψυχαγωγικές δραστηριότητες, αλλά πρωτοβουλίες ευρύτερης κλίμακας, όπως οι συνεταιριστικές οργανώσεις αναψυχής ΟΝD* που υπήρχαν στην Ιταλία, υπερέβαιναν τους περιορισμένους πόρους των δυνάμεων κατοχής (μολονότι ΟΝD υπήρχαν στη Ρόδο, όπου γίνονταν όλο και πιο δημοφιλείς). Ωστόσο, η εφημερίδα «Cicladi» υποδείκνυε ότι η ΟΝD υποστήριζε τις τοπικές παραδόσεις, γεγονός που, υπό το φως της προσήλωσης των Ελλήνων στα έθιμά τους, μπορεί να καθιστούσε τέτοιου τύπου οργανώσεις προσφιλείς στους Έλληνες. Οι δυνάμεις κατοχής είχαν δίκιο να θεωρούν πως η αποτελεσματικότερη μορφή προπαγάνδας ήταν η πρακτική βοήθεια της Assistenza Civile, και κατά συνέπεια η επίδρασή της μειώθηκε όταν οι Ιταλοί είχαν λιγότερα τρόφιμα να προσφέρουν. Μια μειοψηφία δελεάστηκε και υιοθέτησε στάση συμμόρφωσης με αντάλλαγμα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά πλεονεκτήματα, τα οποία όμως ήταν περιορισμένα και προκάλεσαν τη μνησικακία όλων όσοι δεν είχαν πρόσβαση σε αυτά.
* Opera Nazionale Dopolavoro = Eθνική Ψυχαγωγική Λέσχη. Δημιουργήθηκε το 1925 με αίτηση των φασιστικών συνδικάτων. (Σ.τ.Μ.) Από το βιβλίο της Seila Lecoeur, Το νησί του Μουσολίνι. Φασισμός και ιταλική κατοχή στη Σύρο, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μτφρ. Ελένης Αστερίου
Η ΑΥΓΗ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
42
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Η Κατοχή ως «ευκαιρία» Σύμφωνα με την έκθεση του Δ. Ι. Μαγκριώτη, μόνο στα πολεοδομικά συγκροτήματα Αθήνας και Πειραιά καταγράφηκαν 26.199 θάνατοι από πείνα το 1941 και 40.183 θάνατοι από πείνα το 1942. Ο Σ.Β. Θωμαδάκης έχει αναδείξει σε μελέτη με τίτλο «Μαύρη αγορά, πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας» ότι «οι ανακατατάξεις ιδιοκτησίας του πλούτου που συνέβησαν στη διάρκεια της Κατοχής επέδρασαν βαθιά στη μεταπολεμική κοινωνικο-οικονομική κατάσταση». Στη διάρκεια της Κατοχής, οξύνθηκαν οι προϋποθέσεις για τη ραγδαία εξαθλίωση ήδη κοινωνικά επισφαλών στρωμάτων και για την αποπτώχευση άλλων κοινωνικών κατηγοριών, ενώ ταυτοχρόνως μεγάλα τμήματα του κεφαλαίου, εκείνοι που δραστηριοποιούνται σε πάσης φύσεως εργοΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΚΟΠΛΑΚΗ
λαβίες, προμήθειες και επιχειρήσεις με τις αρχές Κατοχής (πρωτίστως με τους Γερμανούς) ή/και κερδοσκοπούν με την επισιτιστική κρίση που προκαλεί η γερμανική διαχείριση, βλέπουν τις δυνατότητες της κερδοφορίας τους να διευρύνονται ή να αυξάνονται αλματωδώς. Ο Χ. Χατζηιωσήφ έχει εύστοχα επισημάνει πως στη διάρκεια της Κατοχής «όσο η στρατιωτική κατάσταση [των Γερμανών] επιδεινωνόταν τόσο περισσότερο τονιζόταν η προσήλωση στην οικονομία της αγοράς». Άλλωστε, σύμφωνα με τον Pierre Ayçoberry, «ο μάνατζερ που έκανε συγχρόνως καριέρα στην οικονομία και στην ιεραρχία του [ναζιστικού] κόμματος και των SS» είναι γενικότερα ο τύπος που έρχεται στο προσκήνιο με την επικράτηση του ναζισμού. Στην ελληνική περίπτωση του 1941-1944, είναι ο επιχειρηματίας που επωφελείται από την ιδιαίτερη σχέση του με τις αρχές Κατοχής, από τη διαμόρφωση μιας «κατοχικής οικονομίας της αγοράς», με όλες τις προσαρμογές στις πολεμικές συνθήκες, και από τον ρόλο των ελληνικών κατοχικών κυβερνήσεων στη διαχείριση εργαλείων χρήσιμων για τη ληστρική συσσώρευση. Μέσα στην Κατοχή, λοιπόν, συγκροτείται η κοινωνική συσπείρωση της αντίστασης απέναντι σε αυτό το πρότυπο, αλλά ανασυγκροτείται και η κοινωνική συμμαχία του άρχοντος συγκροτήματος, με αιχμή τους νεόπλουτους ή εκείνους που διατήρησαν και αύξησαν τον πλούτο τους. Η (σχεδόν απεριόριστη) καταναλωτική δυνατότητα όσων καρπώθηκαν τη ληστρική συσσώρευση, αντικατοπτρίζεται στις αγγελίες και τις διαφημίσεις από τον αθηναϊκό ημερήσιο («Αθηναϊκά Νέα», «Ακρόπολις», «Βραδυνή», «Ελεύθερο Βήμα», «Καθημερινή», «Πρωινός Τύπος») και περιοδικό τύπο, αλλά και ορισμένα διαφημιστικά φυλλάδια. Αξίζει να παρουσιάσουμε παραδειγματικά ορισμένες κατηγορίες από αυτό το πλούσιο υλικό. Ήδη από τον χειμώνα του 1941 η εταιρεία «ΒΕΡΙΤΑΣ» διαφημίζεται θέτοντας «ένα ερωτηματικόν»: «Οι έμποροι, οι παραγωγοί, οι βιομήχανοι που έχωσι χρήματα, θα διερωτώνται ευλόγως πού να τα τοποθετήσωσι. Να αγοράσωσιν ακίνητα; Είναι ζήτημα που θέλει πολλήν σκέψιν με την ύψωσιν που έλαβον ταύτα. Να αγοράσωσιν αξίας; Άδηλος η μεταπολεμική τύχη των. Να τα βάλουν στον τόκο; Δεν γνωρίζει κανείς τι τέξεται η επιούσα με την νομισματικήν διακύμανσιν. Τι πρέπει λοιπόν να κάμουν; Η ‘ΒΕΡΙΤΑΣ Α.Ε.’, Σταδίου 50, απαντά απεριφράστως: Τοποθετήσατε τα χρήματά σας σε πράγματα που ποτέ δεν χάνουν την αξίαν των. Επιπλώσεις, τάπητες, αντικείμενα τέχνης κλπ εκτεθειμένα εις τας αιθούσας της ‘ΒΕΡΙΤΑΣ’ τίθενται εις την δημοπρασίαν εκποιούμενα εις τιμάς λογικάς δια λογαριασμόν τρίτων». Άλλες ανάλογες επιχειρήσεις, όπως η «Αστική Αγορά», ο «Μεταπωλητής», η «Salle Drouot», η «Αίθουσα Μεταπωλήσεων και Δημοπρασιών Παράδεισος», η φίρμα «Αγοράζω Αμέσως» (για συσκευές και είδη σπιτιού), ο «Οίκος Ευκαιριών ΤΣΑΛΑΜΑΤΑ», ο οίκος «Μασκώτ» διεκδικούσαν ένα μερίδιο από τη ληστρική συσσώρευση μέχρι σχεδόν το τέλος της Κατοχής. Ο εικαστικός Περικλής Βυζάντιος κατέγραφε στις αυ-
Η κατοχική ληστρική συσσώρευση στις μικρές αγγελίες και τις διαφημίσεις
τοβιογραφικές σημειώσεις του: «Από τους Έλληνες ζωγράφους, ανέβηκε κυρίως στην τιμή ο Ιακωβίδης. Έργα της χειρότερης περιόδου πουλήθηκαν για τετρακόσιες και πεντακόσιες χιλιάδες. Ο Βολανάκης επίσης είδε τιμές που ο δυστυχής, αν τις ακούει στον άλλο κόσμο, θα ικανοποιείται για την αδεκαρία που τράβηξε όλη του τη ζωή. [...] Όλα αυτά παζαρεύονται στην οδό Βουκουρεστίου». Επιχειρήσεις, όπως η «BRIC-ABRAC» στην οδό Φιλελλήνων, αναλάμβαναν να εγγυηθούν ότι τα έργα τέχνης στον οίκο τους ήταν αυθεντικά και οι «μπαρόκ» τίτλοι αντιστοιχούσαν σε «αντικείμενα πραγματικής αξίας». Άλλες επιχειρήσεις ειδικεύονταν στην αυξημένη προσφορά και ζήτηση ακινήτων. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1941, το γραφείο «Πρόβου», Πανεπιστημίου 18, εκδήλωνε με καταχωρήσεις το ενδιαφέρον του: «Ιδιοκτήται, ζητώ αμέσως τα κάτωθι: α) Δύο πολυκατοικίας, η μεν αξίας 5 με 9 εκατομμυρίων, η δε 10-25 εκατομμυρίων. β) Κτήμα κεντρικόν, μεγάλης αξίας. γ) Οριζοντίους πολυτελείς πάσης αξίας. δ) Παλαιάς οικίας ή οικόπεδα κεντρικά. Εξυπηρετείσθε τάχιστα δηλώνοντες τα κτήματά σας». Μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον και για τα αυτοκίνητα. Παρά τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας, ζητούνταν ιδιωτικά επιβατικά αυτοκίνητα σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής και ειδικά «άστρα» μετακίνησης. Ο Π.Γ. διαφήμιζε την επιχείρησή του το 1943, «Πατησίων 41, έναντι Πολυτεχνείου», όπου πωλούνταν «Ford 8 κυλίνδρων, Qustin, Ballila, Fiat 500, Fiat 1100 και 1500, Lancia Morris κλπ». Υπήρχαν και αγγελίες που ενοικίαζαν ή ζητούσαν προς ενοικίαση χώρους στάθμευσης, ιδίως μετά το 1942 («ενοικιάζεται γκαράζ εντός οικίας πέριξ πλατείας Βάθη δι’ ιδιωτικόν αυτοκίνητον», 26.12.1943). Διαφήμιση της «Εταιρείας Συσσωρευτών ΠΑΚ» ενημέρωνε «τους ιδιοκτήτας αυτοκινήτων εν ακινησία» ότι αναλάμβανε «την δωρεάν συντήρησιν, πάσαν επισκευήν ή και την αντικατάστασιν με καινουργή» (Σεπτέμβριος 1943). Αναφορικά με τους «καλοφαγάδες» και τους «μοντέν» του κατοχικού πλουτισμού, υπάρχει μια ακόμα ενδιαφέρουσα καταχώρηση του Περικλή Βυζάντιου από το 1941, στις αυτοβιογραφικές σημειώσεις του: «Όλες αυτές οι κουβέντες γίνονταν από κομψότατα ντυμένους αγνώστους, που ξοδεύουν για τα καθημερινά τους έξοδα δυο-τρεις χιλιάδες τρώγοντας στα μεγαλύτερα ρεστοράν και τα νυχτερινά κέντρα που αποκλειστικά συντηρούνται από αυτούς. Η οδός Βουκουρεστίου, από την οδό Σταδίου μέχρι την οδόν Ακαδημίας, έχει σήμερα όλη τη ζωή και την κίνηση της Αθήνας». Τέτοια κέντρα διασκέδασης, όμως, απαντώνται κατά τη διάρκεια της Κατοχής και σε άλλες συνοικίες, όπως στην περιοχή του Μουσείου και την Κυψέλη. Το «ρεστωράν-μπαρ ΜΟΝ ΠΑΡΝΑΣ» (Κοραή 3) διαφημίζει τα εγκαίνιά του στις 18.10.1941: «Μέσα στο πιο πολιτισμένο αθηναϊκό περιβάλλον, η πιο καλή σημερινή κουζίνα, η πιο πλουσία κάβα, η εκλεκτότερη ορχήστρα». Από τον Νοέμβριο του 1941 διασώζεται μια άλλη κομψή διαφήμιση: «Σήμερον Σάββατον γενικόν προσκλητήριον των καλοφαγάδων στο ΜΠΑΡ ΒΕΡΤΙΖ (οδός Ακαδημίας 59-παραπλεύρως θεάτρου «Ολύμπια») τελεί τα εγκαίνιά του. Θα βρείτε ό,τι ζητήσετε. ΕΚΛΕΚΤΗ ΚΟΥΖΙΝΑ-ΠΑΛΗΑ ΚΡΑΣΙΑ-ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΗ ΟΡΧΗΣΤΡΑ-Τιμές λογικές». Ο Κ. Βαρβαρέσος είχε γράψει μεταπολεμικά: «τα κέρδη των μαυραγοριτών και των δωσιλόγων παρέμειναν αλώβητα, και μεγάλο μέρος τους φυγαδεύτηκε ανεμπόδιστα στο εξωτερικό». Στις διαφημίσεις και τις αγγελίες της περιόδου 1941-1944 διαβλέπουμε τη συσσώρευση και την καταναλωτική διάθεση αυτών των «αλώβητων κερδών» από το αίμα των άλλων. Το κείμενο, στην πλήρη μορφή του, δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας και στο μπλογκ των «Αναγνώσεων»
Ο Νίκος Σκοπλάκης είναι ιστορικός