Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος ΤΕΥΧΟΣ 582
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
26 IANOYAΡΙΟΥ 2014
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Η γλώσσα του Ελύτη, αλλά και της ποίησης και της κριτικής ΤΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΗ, Ο αιώνιες φωλεές της επιστροφής στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, δοκίμια, εκδόσεις Άγρα, σελ. 102 Ήδη ο τίτλος, ασυνήθιστος, έως και άβολος για τίτλος βιβλίου, μέσα από την αμφισημία του αλλά και την εκτατικότητά του, ορίζει τον χαρακτήρα τής ανά χείρας συλλογής δοκιμίων της Τζίνας Πολίτη. Γιατί οι «αιώνιες φωλεές» και η «επιστροφή» δεν αφορούν μόνο την αναγνωστική συνθήκη, μόνο την ερμηνευτική πρακτική, αλλά ταυτόχρονα την ίδια την ποίηση του Ελύτη και τη σχέση της με τη γλώσσα, την ίδια τη γλώσσα της, τις απέραντες εκτάσεις της και το πλήθος των σημασιών που αναδύονται από τους τροπισμούς της. «Αν η ανάγνωση της ποίησης του Καβάφη ακόνιζε τότε την αδιαμόρφωτη διάνοιά μου, του Ελύτη έσπερνε άστρα στο θόΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
λο της ψυχής μου». Βρισκόμαστε στο 1946, η Τζίνα Πολίτη, δεκαεξαετής, συναντά την ποίηση του Ελύτη στην αφετηρία της, στους Προσανατολισμούς. Δεν νομίζω πως θα υπήρχε καλύτερος τρόπος να περιγραφεί αυτή η συνάντηση, και η μετέπειτα αναγνωστική εμπειρία και μελετητική σχέση με το έργο του Ελύτη, από το παραπάνω, εισαγωγικό απόσπασμα του βιβλίου, το οποίο εκφράζει μεν τη συγγραφέα του αλλά αποτελεί κι έναν οδηγό της κύριας οδού της αναγνωστικής πρόσληψης της νεοελληνικής ποίησης, για τις τελευταίες δεκαετίες. Αλλά και ο τόπος της ανάγνωσης, η ταράτσα ενός αθηναϊκού σπιτιού «που τότε ανοιγόταν στην ευρύτατη θέα του λεκανοπεδίου», στην ευρύτατη θέα της ιστορίας και της γλώσσας, αποτελεί ιδανικό τόπο για να λειτουργήσει η ποίηση του Ελύτη, ακουμπώντας στα χέρια μιας εφήβου: «Ένιωθα πως στην ποίηση αυτή έβρισκαν επιτέλους έκφραση ουσιώδη συναισθήματα, αισθητηριακές εικόνες, αδιαμόρφωτες έννοιες και ανομολόγητες επιθυμίες που παρέμεναν εντός μου, από τα παιδικά μου χρόνια ως τα χρόνια της ήβης, στο χώρο του άρρητου». Κι όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλώς αυτοβιογραφική νότα, ούτε με μια νοσταλγική διαφυγή, αλλά για την αρχή μιας συνολικής και συνεκτικής αφήγησης, αφού το βιβλίο εκτυλίσσεται θεωρητικά στην κατεύθυνση που προδιαγράφουν τα αρχικά προσωπικά στιγμιότυπα, και μάλιστα σε μια ευθεία αναλογία/διάλογο με την πολυστρωματικότητα της ποίησης του Ελύτη, με τη διαδικασία με την οποία αυτή αναδύεται και λειτουργεί. Στο πρώτο από τα πέντε δοκίμια που συνθέτουν τον τόμο, η Τζίνα Πολίτη αναλαμβάνει να διαχειριστεί ένα μείζον ζήτημα,
Τα έργα του τεύχους είναι από την 4η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, με γενικό τίτλο «Παλιές Διασταυρώσεις-Make it Νew ΙΙ», που ολοκληρώνεται στις 31 Ιανουαρίου
Philip Rantzer, Ευρώπη, 20062013 Εγκατάστη, μικτή τεχνική (λεπτομέρεια έργου)
ίσως το μείζον κριτικό ζητούμενο, δηλαδή την «προέλευση» της ποιητικής γλώσσας του Ελύτη. Όμως, όπως συμβαίνει σε κάθε καλλιτέχνη με συνείδηση του ρόλου του και της τέχνης του, η προέλευση δεν αποτελεί καταγωγική επιβίωση παρά επιλογή. Εν προκειμένω, ακόμα και η καταγωγική οφειλή της γλώσσας τού Ελύτη στο διά του σουρεαλισμού αναγορευθέν σε πηγή της ποίησης ασυνείδητο, ποτέ δεν έπεισε. Αλλά και ποτέ δεν θα μπορούσε να αποσυνδεθεί ο γλωσσικά και εικονοποιητικά πρωτόφαντος, και άλλως αδιανόητος λυρισμός του Ελύτη, από τη σχέση του με το ασυνείδητο. Η αποφασιστική ερμηνευτική θέση της Τζίνας Πολίτη διατυπώνεται σε μία μόλις πρόταση: «σημείο εκκίνησης για τον Ελύτη δεν ήταν ο Φρόυντ και η γλώσσα του ασυνείδητου, αλλά το ίδιο το ασυνείδητο της ανθρώπινης γλώσσας». Έτσι, «ο ποιητής εντέλλεται να ανακτήσει το πρωτογενές χάρισμα του ανθρώπου: τη γνώση να ονομάζει». Ορίζει δε την κίνηση του Ελύτη μέσα στη γλώσσα ως αμφίδρομη και διαρκή, από την εδεμική της στιγμή μέχρι τη σύγχρονη αποξένωσή της. Κι εδώ, η Τζίνα Πολίτη εισάγει στη συζήτηση, συνδυασμένα, τα εργαλεία δύο μειζόνων θεωρητικών, για να ορίσει τη χειραφέτηση της ποιητικής γλώσσας από τη «μαγεία», μέσα στη μεταφυσική της φόρτιση. Του Giorgio Agamben: «Κάθε πράγμα, κάθε ύπαρξη, πέρα από το φανερό όνομα, έχει και ένα κρυφό, στο οποίο δεν μπορεί να μην απαντήσει [...] το μυστικό όνομα ήταν το όνομα με το οποίο το δημιούργημα είχε κληθεί στον κήπο της Εδέμ». Και του Walter Benjiamin: σε αντίθεση με τη θρησκεία και την αποκάλυψη, η ποίηση δεν στηρίζεται «στην έσχατη ουσία του πνεύματος της γλώσσας» αλλά «στο πνεύμα της γλώσσας μέσα στα πράγματα». Ορίζοντας έτσι τον «γλωσσικό νόστο», που ποιητικά πραγματώνεται στο έργο του
Ελύτη, ως χειραφέτηση, σύμφωνα με μια «περισσότερο φωτεινή παράδοση», από εκείνη της «μαγείας» (της γλώσσας), η οποία αποβλέπει στην καθυπόταξη του πράγματος που καλεί. Ήδη, η αφήγηση καθίσταται ερεθιστική, συναρπαστική, απευθυνόμενη εν ταυτώ στην «ψυχή» και τη «διάνοια», με τη γραφή να βγαίνει έξω από τη σύμβαση προφάνειας/μακαριότητας/ατολμίας ενός συνήθους φιλολογικού/κριτικού δοκιμίου. Ήδη μια τέτοια αφήγηση συνιστά μια ερμηνευτική πρόταση/σχέση/στάση, όσον αφορά την ποίηση του Ελύτη και εν γένει την ποίηση. Στη συνέχεια του πρώτου δοκιμίου, αλλά και σε εκείνα που ακολουθούν, η Τζίνα Πολίτη εισάγει πολλά ακόμη θεωρητικά «εργαλεία», όχι όμως ως χρηστικά ερμηνευτικά εργαλεία, αλλά ως χρήσιμες/σχετικές/σχετιζόμενες στιγμές της θεωρίας (π.χ. Καρτέσιος, Φουκώ, Ζίζεκ) και της λογοτεχνίας (π.χ. Οδυσσέας του Τζόυς), και έτσι διαμορφώνεται ο χαρακτήρας του βιβλίου, ως ανοικτού και διαλογικού αφηγηματικού δοκιμίου, το οποίο συνοψίζει στιγμές της αναγνωστικής/ερμηνευτικής εμπειρίας, ως ταξίδι στη γραφή και τη γλώσσα, μέσα ή δίπλα ή παράλληλα ή σε απόσταση, πάντα όμως σε ουσιώδη σύναψη, με το ταξίδι της ποίησης του Ελύτη στη γραφή και τη γλώσσα. Θα ήταν τουλάχιστον παράταιρη, και σίγουρα ατελέσφορη, η περιγραφή του «στόρι» μιας τέτοιας αφήγησης. επιπλέον, θα υποκαθιστούσε τη δυνατότητα για μια απρόσμενη αναγνωστική εμπειρία, που μας προσφέρει, θα έλεγα προγραμματικά, το βιβλίο: προσιτό, και συνάμα ικανό να μας παρασύρει σε ένα ταξίδι απροσδόκητο. Στο «ανοίκειο» ταξίδι των κειμένων, της γραφής και των ιδεών.
Η ΑΥΓΗ • 26 IANOYAΡΙΟΥ 2014
26
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
Η ζωή και τα είδωλά της ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗΣ, Era povera, εκδόσεις Θεμέλιο Μιλώντας για την αμέσως προηγούμενη συλλογή του Δημήτρη Χαλαζωνίτη (Σφαίρες, 2011), επισήμαινα, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι ο λόγος του είναι απόρροια «μιας βαθύτατης, ιδεολογικών καταβολών, αγωνίας, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, τείνει να πάρει ολοένα και εντονότερες, υπαρξιακών αποχρώσεων, διαστάσεις». Το ίδιο μπορώ να ισχυριστώ και για την ανά χείρας ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
συλλογή του, όπου, ευθύς εξ αρχής, δηλώνει την πρόθεσή του να παρέμβει, με την ευθυβολία και την ορμητικότητα της σφαίρας, ανάμεσα στην από φόβο συγκατάβαση και στον ελλοχεύοντα θυμό του καταπιεζόμενου ανθρώπου («Έτσι θέλω να μπω στο σώμα σας / Σαν σφαίρα / Ευθεία, γρήγορη, ειλικρινής...»), αποδεχόμενος ανεπιφύλακτα την επίταξη των δικαιωμάτων της ποίησης, προκειμένου να τη θέσει, εκούσα άκουσα, στην υπηρεσία των αμείλικτων τρεχουσών, καθημερινών και διόλου ιδεολογικά εξωραϊσμένων, αναγκών. Αποδεχόμενος την επίταξη των δικαιωμάτων της ποίησης, με απαρασάλευτη την πίστη του στην επουλωτική δύναμη που αποκτούν στους κόλπους της οι λέξεις (και η σιωπή), ανάγοντάς την -την ποίηση- στο επίπεδο μιας φευγαλέας θεότητας, εν ονόματι της οποίας συνομολογείται η ενοχή του αδιάφορου για τα όσα συμβαίνουν γύρω του
Liliana Moro, Αουτσάιντερ, 2005 Πέντε γλυπτά σκύλων, λιωμένος μπρούντζος
ανθρώπου, απορρίπτει κάθε άλλοθι που αποσκοπεί στον απατηλό εφησυχασμό της συνείδησης. Με συνέπεια ο λόγος του να αποκτά συχνά μια, δια της πλαγίας οδού, παραινετική χροιά ή, βασισμένος στην ατομική ή στη συλλογική ιστορική μνήμη και πείρα, αλλά και στις ζοφερές εκδοχές του παρόντος, να προβλέπει τα επικείμενα δεινά, υποκινούμενος από μιαν ανομολόγητη, πλην όμως, θερμαντική για την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου πίστη στην αναπόφευκτη, κάποια στιγμή, εκδήλωση της σκοτεινής δύναμης του πλήθους, και από την επίσης ανομολόγητη επιθυμία μιας -έστω εν ονόματι ενός τίποτα- εξέγερσης
Από ποίημα σε ποίημα, βρίσκεται κανείς μπροστά στην, κάθε φορά διαφορετικά, εκδηλωνόμενη προσπάθεια του ποιητή να υπερβεί το παρόν, επικαλούμενος τη βοήθεια της μνήμης, ψαύοντας ψήγματα αλλοτινού, αξεθύμαστου θυμού ή ανασύροντας κατάλοιπα παλιών ματαιώσεων. Ματαιώσεων που συντελέστηκαν σε όλα τα επίπεδα του βίου: ιδεολογικών, κοινωνικών, ιστορικών και, βέβαια, ερωτικών, με τις τελευταίες, μάλιστα, να επιβαρύνουν την ήδη βεβαρημένη ατμόσφαιρα και να επιτείνουν την, ούτως ή άλλως, διάχυτη αίσθηση του αδιεξόδου, υπενθυμίζοντας ότι η αποξένωση είναι κάτι που συντελείται κάτω από το πρόσχημα της οι-
Η εθνικομουσικολογία σήμερα Σε λίγες μόνο δεκαετίες, η εθνομουσικολογία διένυσε τεράστια απόσταση, τόσο σε επίπεδο μεθοδολογίας, όσο και θεωρίας. Ενώ οι πρώτοι εκπρόσωποι του πεδίου μελετούσαν γεωγραφικά απομονωμένες, περιχαρακωμένες και «αυθεντικές» μουσικές παραδόσεις σε μακρινούς και εξωτικούς τόπους, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 οι εθνομουσικολόγοι στρέφονται στη μελέτη οικείων πολιτισμών και σε σύγχρονα μουσικά φαινόμενα, όπως για παράδειγμα την κλασική και λαϊκή μουσική. ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΛΛΙΜΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΠΑΛΑΝΤΙΝΑ
Έτσι, ο διαγωνισμός τραγουδιών της Eurovision, η μουσική rai της Αλγερίας, η turbo-folk της Σερβίας, η ραπ της Παλαιστίνης κατέχουν κεντρική θέση στην εθνομουσικολογική έρευνα και συνυπάρχουν με τα κλασικά ενδιαφέροντα των εθνομουσικολόγων για τη μουσική γκαμελάν της Ιάβας, την κλασική ινδουστάνικη μουσική και τη μουσική των γηγενών ινδιάνικων φυλών της Αμερικής. Στην κλασική έρευνα πεδίου σε εξωτικούς προορισμούς, εκτός από την επιτόπια έρευνα οίκοι, έρχονται να προστεθούν και άλλες εναλλακτικές εθνογραφικές πρακτικές όπως η πολυτοπική εθνογραφία ή η διαδικτυακή επιτόπια έρευνα με θέμα μια «εικονική» κοινότητα, ενώ η μακρά παραμονή αντικαθίσταται συχνά από σύντομες τακτικές εξορμήσεις στο πεδίο. Οι νέες τεχνολογίες -όπως για παράδειγμα τα διαδικτυακά περιοδικά που δίνουν τη δυνατότητα συμπερίληψης ήχου και εικόνας ή τα ιστολόγια, τα οποία αποτελούν καινούργια πλατφόρμα εθνογραφικών σημειώσεων- αλλάζουν
τον τρόπο που γράφουμε, σκεφτόμαστε και παρουσιάζουμε τον Εαυτό και τους Άλλους και τον τρόπο που συνδεόμαστε με τους συνεργάτες/-ιδες από το πεδίο, αλλά και με το ευρύτερο ακροατήριο. Μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες, οι εθνομουσικολόγοι, εμπνεόμενοι από τις μαρξιστικές και τις μετααποικιακές θεωρίες, την ανθρωπολογία και τις πολιτισμικές σπουδές, αντικατέστησαν όρους όπως «πρωτόγονος» και «αυθεντικός» με έννοιες όπως εξουσία, εκτοπισμός, κοσμοπολιτισμός, μουσική διαμεσολάβηση. Η έννοια της διαλογικότητας του Μπαχτίν, η έννοια της ηγεμονίας του Gramsi, οι φαντασιακές κοινότητες του Anderson, η θεωρία της πρακτικής και το habitusτου Bourdieu, η επιτελεστικότητα της Butler έχουν ενσωματωθεί πλέον στον εθνομουσικολογικό λόγο, ενώ νέα ερευνητικά πεδία βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της εθνομουσικολογικής έρευνας, όπως για παράδειγμα η μελέτη του ήχου, η σχέση της μουσικής με τον τουρισμό, την οικολογία, τη βία και τον πόλεμο, την αρρώστια. Σήμερα, καθώς τα ερωτήματα για τη συμβολή της εθνομουσικολογίας στη διαμόρφωση αναστοχαστικών προσεγγίσεων στην εθνογραφική επιτόπια έρευνα, στα είδη γραφής και στις μορφές αναπαράστασης παραμένουν καίρια, διακρίνεται παράλληλα μια στροφή γεμάτη αβεβαιότητες και δισταγμούς προς τον προσδιορισμό της εθνομουσικολογικής θεωρίας και γενικότερα μια συζήτηση για τη θέση της θεωρίας στην εθνομουσικολογία. Ένα πάγιο αίτημα είναι η παραγωγή θεωρίας προσαρμοσμένης στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εθνομουσικολογικού αντικειμένου, καθώς και η πρωτότυπη θεωρητική συμβολή της σε γειτονικούς κλάδους των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Κατά συνέπεια, διακρίνεται η ανάπτυξη ε-
κειότητας. Και ότι η οδύνη, ως κατάσταση, είναι κάτι που προϋπάρχει και που, ακατάπαυστα, τελεί εν αναμονή της διαφορετικής, κάθε φορά, αφορμής ή, αλλιώς, μονίμως ελλοχεύουσα, τελεί υπό την πλήρωση μιας ανεξέλεγκτης και απροσδιόριστης αίρεσης. Θα τολμούσα να πω ότι και σ’ αυτό το βιβλίο του Χαλαζωνίτη, όπως και στο προηγούμενο εξάλλου, ο ποιητής καταθέτει, εν θερμώ και διακριτικά διαμαρτυρόμενος, την αγωνία που τον διακατέχει ζώντας σε έναν τόπο, σε μία πόλη που δεν έχει τίποτα να του προσφέρει, που του γίνεται όλο και περισσότερο εχθρική και ανοίκεια, σκεπασμένη από «τη σκιά μιας ιδέας που δεν ζει πια». Τη μόνιμη διάθεσή του να διαμαρτυρηθεί και να εκφράσει την αγωνία του, κάποτε διακόπτουν δραματικές αποστροφές, εμποτισμένες από εκπομπές μιας καταλαγιασμένης αίσθησης ατομικής, υπαρξιακής μοναξιάς, που δεν αμβλύνεται, ούτε βολεύεται μέσα στις όποιες κοινωνικά προσδιορισμένες και επιβαλλόμενες υποχρεώσεις, παρά την εντονότατη αίσθηση κοινωνικής ευθύνης που τον διακατέχει. Ίσως γιατί τώρα, διδαγμένος από την ιστορία και με πείρα ζωής, γνωρίζει ότι όλα τα επιβεβαιωτικά της φθαρτότητάς του «θαύματα», όπως η «επανάσταση», ο έρωτας, η ιδεολογία, ακόμα και ο θάνατος έχουν στιγμιαία διάρκεια· ότι την εκκωφαντική εμφάνισή τους ακολουθεί το κενό και ο ήχος της κατακρήμνισης των ειδώλων τους.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ νός γόνιμου διαλόγου ανάμεσα στην εθνομουσικολογία και τις άλλες επιστήμες που έχουν ως αντικείμενο έρευνας τη μουσική, όπως η μουσικολογία, η ιστορική μουσικολογία και οι σπουδές της λαϊκής μουσικής, ενώ παράλληλα οι εθνομουσικολόγοι επιθυμούν μια αμφίδρομη θεωρητική σχέση με την ανθρωπολογία. σχέση που για πολλές δεκαετίες ήταν μονόδρομη. Επιπλέον, οι εθνομουσικολόγοι ακόμα δέχονται επιρροές από τις φεμινιστικές θεωρίες, τη φαινομενολογία, τις πολιτισμικές σπουδές, τη διαλογική και αναστοχαστική εθνογραφία. Καίρια ερωτήματα που συνεχίζουν να προβληματίζουν τους/τις εθνομουσικολόγους αφορούν τη σχέση θεωρίας και εθνογραφίας: πώς η θεωρία οδηγεί και πλαισιώνει την εθνογραφική περιγραφή και, αντίστροφα, ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά της εθνογραφικής ερευνητικής διαδικασίας που επιτρέπουν στους/στις εθνομουσικολόγους να παράγουν και να αναπαριστούν γνωστικά/ερμηνευτικά αποτελέσματα, θεωρητικά συμπεράσματα και μια επιστημολογία της μουσικής οικείων και άλλων πολιτισμών. Από το τόμο Εισαγωγή στην εθνικομουσικολογία, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ασίνη. Με κείμενα των: Alan Merriam, Adelaida Reyes, Bonnie C. Wade, Helen Myers, John Baily, Richard Widdess, Regula Qureshi, Jeff Toddtiton, Debora Hwong, Timothy Rice, Jonathan Shannon
H Ελένη Καλλιμοπούλου και η Αλεξάνδρα Μπαλάντινα είναι εθνομουσικολόγοι
Η ΑΥΓΗ • 26 IANOYAΡΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39
3
Μια άγνωστη φωτογραφία του Καρυωτάκη Αν και ο αμφιλεγόμενος βιογράφος του Κ.Γ. Καρυωτάκη, ο φιλόλογος Χ.Γ. Σακελλαριάδης διαβεβαιώνει επανειλημμένα και κατηγορηματικά ότι τα κατάλοιπα του ποιητή έχουν «αφανισθεί» και οι Γ.Π. Σαββίδης, Ν.Μ. Χατζηδάκη και Μ. Μητσού, συγγραφείς της Χρονογραφίας του, εικάζουν ότι η δεύτερη έκδοσή της (Αθήνα 1989) δύναται να θεωρηθεί «στην ατέλειά της, τελική», φαίνεται πως η αρχειακή έρευνα είναι σε θέση να φέρει στο φως κι άλλα λανθάνοντα τεκμήρια της βραχείας και τραγικής ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ Β. ΚΟΥΓΚΟΥΛΟΥ
ζωής του αυτόχειρα της Πρέβεζας. Έτσι άγνωστα ίχνη του εντοπίζονται στην Αλεξανδρούπολη, παρότι ο Κ.Γ. Καρυωτάκης δεν πατά ποτέ το πόδι του στο οθωμανικό Δεδέαγατς ή στην απελευθερωμένη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ακριτική πόλη του Έβρου (1920). Στη μόνιμη έκθεση του Ιστορικού Μουσείου Αλεξανδρούπολης του «Συλλόγου Αρχαιοφίλων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Νομού Έβρου» (http://www.ismo.gr/) για την ιστορία της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της, που λειτουργεί από τον Ιούνιο του 2011, παρουσιάζεται μία ασπρόμαυρη φωτογραφία σε ξύλινο κάδρο από το ιδιωτικό αρχείο του πρώην συμβολαιογράφου Χαράλαμπου Καρυωτάκη. Απεικονίζει όρθιο τον ποιητή Κ.Γ. Καρυωτάκη και καθήμενο τον πρώτο του εξάδελφο Κωνσταντίνο Επαμεινώνδα Καρυωτάκη, πατέρα του δωρητή της φωτογραφίας προς το Μουσείο. Φέρει την υπογραφή του Γεωργίου Παναγιώτου, διάδοχου του παλαιού φωτογράφου της Αλεξανδρούπολης Αλέξανδρου Παναγιώτου, ο οποίος προφανώς δεν είναι ο δημιουργός της, διότι - όπως τονίσαμε - τούτη η πόλη δεν εντάσσεται στον μακρύ κατάλογο των αναγκαστικών ή ηθελημένων μετακινήσεων του ποιητή. Ο Παναγιώτου απλώς την αντιγράφει και τη μεγεθύνει κατά παραγγελία του ιδιοκτήτη της. Είναι τραβηγμένη στην Αθήνα, όταν οι δύο εξάδελφοι και συμφοιτητές στη Νομική Σχολή αποφοιτούν μαζί. Πρόκειται για άγνωστο και αθησαύριστο φωτογραφικό υλικό, καθώς δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε στην εμπεριστατωμένη Χρονογραφία των Σαββίδη - Χατζηδάκη - Μητσού ούτε σε προγενέστερα ή μεταγενέστερά της αφιερώματα και δημοσιεύματα. Με δεδομένο ότι ο Κ.Γ. Καρυωτάκης εγγράφεται τον Σεπτέμβριο του 1913 στη Νομική και λαμβάνει το πτυχίο του «υποστάς την νενομισμένην δοκιμασίαν» στις 11 Δεκεμβρίου του 1917, η φωτογραφία, κατά τα λεγόμενα του μικρανεψιού του, ενδεχομένως να ανάγεται χρονικά στα τέλη του 1917 ή στις αρχές του 1918. Ωστόσο, συγκρίνοντάς την με τις άλλες δύο γνωστές φοιτητικές φωτογραφίες του, όπου ποζάρει καθισμένος, και οι οποίες χρονολογούνται κατά προσέγγιση η πρώτη στα 1914 ή 1915 και η δεύτερη στα 1916 ή 1917 (Χρονογραφία, εικ. 2, 5), παρατηρούμε ότι στην φωτογραφία του Ιστορικού Μουσείου Αλεξανδρούπολης ο ποιητής φυσιογνωμικά ομοιάζει περισσότερο με αυτήν της περιόδου 1914-1915. Η προσεκτική αντιπαραβολή τους δείχνει πως η κόμμωση, το κοστούμι, το κολάρο του πουκαμίσου και το προεξέχον μαντηλάκι στην τσέπη είναι ολόιδια. Μάλλον φορά τα ίδια ρούχα. Επομένως, πιστεύουμε ότι μια ενδιάμεση χρονολόγηση μεταξύ 1915-1916, στη διάρκεια δηλαδή της παράλληλης φοίτησης των δύο εξαδέλφων, είναι πιθανότερη. Εξάλλου εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι λόγω της παρέλευσης του χρόνου, ο Χαράλαμπος Καρυωτάκης ίσως να μην μεταφέρει με απόλυτη ακρίβεια τη μαρτυρία του πατέρα του. Παρομοίως άγνωστος στη σχετική με τον βίο του Κ.Γ. Καρυωτάκη βιβλιογραφία είναι και ο εικονιζόμενος πρώτος του εξάδελφος Κ.Ε. Καρυωτάκης. Ο Σακελλαριάδης, με ποικίλες ευκαιρίες, σημειώνει ότι ο παππούς του Καρυωτάκη Κώστας
Ευθυμίου έχει πέντε σπουδαγμένα στο Πανεπιστήμιο ή στο Πολυτεχνείο αγόρια και δύο καλοπαντρεμένες κόρες: τον νομομηχανικό Γεώργιο, πατέρα του ποιητή, τον μηχανικό στην Αθήνα Δημοσθένη, τον δικηγόρο στην Έδεσσα Ανδρέα, τον κτηματία στην πατρογονική Συκιά της Κορινθίας Επαμεινώνδα, τον δικαστικό στη Σπάρτη Βασίλη, τη χήρα γιατρού Αγγελική Ρέντη και τη χήρα φαρμακοποιού Φωτεινή Κωνσταντινίδη. Ο κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον ποιητή Κ.Ε. Καρυωτάκης (Συκιά Κορινθίας 1895 - Αθήνα 1974) είναι παιδί του κτηματία Επαμεινώνδα. Με βάση τις πληροφορίες του
γιου του, ο Κ.Ε. Καρυωτάκης φοιτά στο Γυμνάσιο της Τρίπολης και φιλοξενείται στο σπίτι της οικογένειας Σκάγιαννη, της μητέρας του Κ.Γ. Καρυωτάκη. Σπουδάζει κι αυτός δικηγόρος στη Νομική Αθηνών, κάνει παρέα με τον ποιητή και κατά διαστήματα υποτίθεται ότι συγκατοικεί μαζί του στη Νεάπολη / Εξάρχεια. Εντούτοις, ο Σακελλαριάδης υποστηρίζει πως ο φίλος του μετά τον πρώτο χρόνο της διαμονής του στην Αθήνα, που μπαίνει οικότροφος στην Ιόνιο Σχολή, μέχρι το πέρας των φοιτητικών του σπουδών και λίγο αργότερα ζει μόνος του σε διάφορες σοφίτες και «παλαιϊκά» δωμάτια της Νεάπολης: το 1916 στην οδό Βαλτετσίου 14, το 1918 στην οδό Νοταρά 22, και το 1919 μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω από τα Εξάρχεια προς το Μεταξουργείο, στην οδό Φαβιέρου 54. Η τελευταία διεύθυνσή του είναι ταυτοχρόνως και τα γραφεία του σατιρικού περιοδικού Η Γάμπα, από τον Σεπτέμβριο έως τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Πάντως, δεν αποκλείεται κατά καιρούς να μένει δίπλα με τον Κ.Ε. Καρυωτάκη σε γειτονικά σπίτια ή σε ξεχωριστά δωμάτια μιας κοινόχρηστης αυλής. Από την άλλη, η σχέση και η συναναστροφή τους, ανεξάρτητα από το πόσο στενές είναι, αποδεικνύονται αυτόδηλα από την ύπαρξη της κοινής τους φωτογραφίας. Κατόπιν ο Κ.Ε. Καρυωτάκης, παρασυρμένος από τη δίνη του πολέμου όπως κι ο ποιητής εξάδελφός του, στρατεύεται το 1919 και το 1920 βρίσκεται να υπηρετεί στο στρατοδικείο των Σαράντα Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης. Ο γιος του θυμάται πως στις Σαράντα Εκκλησιές συνεταιρίζεται με κάποιον Ρωμιό δικηγόρο, ονόματι Γκιολμπάλογλου, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του οθωμανικού δικαίου. Μετά το 1922 πηγαίνει στη Χαλκίδα και σύντομα επιστρέφει στην Θράκη, ύστερα από πρόσκληση του Γκιολμπάλογλου, ο οποίος δραστηριοποιείται πλέον στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί γνωρίζει την ανιψιά του Αντώνη Λεονταρίδη, πλούσιου εμποροχρηματιστή και ευεργέτη της πόλης, Σμαρώ Λεονταρίδου και παντρεύονται το 1929. Κατοικεί μόνιμα στην Αλεξανδρούπολη και ασκεί με επιτυχία το επάγγελμα του δικηγόρου. Στα 1934 εκδίδει την εβδομαδιαία πολιτική εφημερίδα Θρακικά Νέα, την οποία μετά από κάποια χρόνια μεταβιβάζει στον δημοσιογράφο Σταύρο Φανφάνη. Διατελεί πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Έβρου κατά την περίοδο 1955-1961. Ίσαμε την αυτοκτονία του Κ.Γ. Καρυωτάκη (1928), ο Κ.Ε. Καρυωτάκης ανταλλάσσει μαζί του κάρτες που χάνονται την εποχή της Κατοχής, όταν η οικογένειά του καταφεύγει στην Αθήνα. Μέσω του εξαδέλφου του, λοιπόν, η Αλεξανδρούπολη έχει την τύχη να διασώζει στο Ιστορικό της Μουσείο ένα ελάχιστο τεκμήριο της ζωής του αυτόχειρα ποιητή. [Πληρέστερη και βιβλιογραφικά τεκμηριωμένη ανακοίνωση της αθησαύριστης φωτογραφίας: Θανάσης Β. Κούγκουλος, «Μια άγνωστη φωτογραφία του Κ. Γ. Καρυωτάκη», Μικροφιλολογικά 33, σσ. 37-40.]
Ο Θανάσης Β. Κούγκουλος είναι διδάκτορας Νέας Ελληνικής Φιλολογίας και διδάσκων στο Trakya Üniversitesi (Edirne Τουρκία)
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Πέτρος Βράιλας - Αρμένης 200 χρόνια από τη γέννησή του Με αφορμή τη συμπλήρωση δύο αιώνων από τη γέννηση του επτανήσιου φιλοσόφου, πολιτικού και διπλωμάτη Διοργανωτές: οι Τομείς Φιλοσοφίας των Τμημάτων ΦΠΨ των Πανεπιστημίων Αθηνών και Ιωαννίνων, το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών, το Ίδρυμα Ερεύνης και Εκδόσεων Νεοελληνικής Φιλοσοφίας και η Αναγνωστική Εταιρεία Κερκύρας. Η έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στο κτήριο «Κωστής Παλαμάς» του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ακαδημίας 48 και Σίνα) θα γίνει την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου στις 17.00 και θα ολοκληρωθούν την επομένη, Παρασκευή 31 Ιανουαρίου, 10.00 -21.00.
Η ΑΥΓΗ 26 IANOYAΡΙΟΥ 2014
40
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
Η απομάγευση του κόσμου ΡΟΜΠΕΡΤ ΒΑΛΖΕΡ, Γιάκομπ φον Γκούντεν, ...Αυτό το όνειρο που ονομάζουμε ανθρώπινη ζωή..., μτφρ. Βασίλης Πατέρας, εκδόσεις Ροές, σελ. 252
Είναι τόσο όμορφα παράμερα Ρόμπερτ Βάλζερ
«Αν είχε εκατό χιλιάδες αναγνώστες, ο κόσμος θα ήταν καλύτερος ...» είπε ο Χέρμαν Έσσε για τον Ρόμπερτ Βάλζερ, συγγραφέα τον οποίο θαύμαζε ο Κάφκα, ο Μπένγιαμιν, ο Μούζιλ, ενώ το ευρύτερο κοινό της εποχής του, στις αρχές του 1900, αγνόησε το έργο του, το οποίο εκδόθηκε ολοκληρωμένο ΤΗΣ ΜΑΓΙΑΣ ΣΤΑΓΚΑΛΗ
πολλές δεκαετίες αργότερα. Στις μέρες μας το ανά χείρας βιβλίο έχει χαρακτηρισθεί «ένα από τα 100 σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα». Ο Ρόμπερτ Βάλζερ (1878-1956) γεννήθηκε στη Μπιλ της Ελβετίας. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, μετά από μια τριετία τραπεζικών σπουδών εγκαταλείπει τη γενέτειρά του και αρχίζει μια ζωή περιπλάνησης. Τα φτωχικά, απρόσωπα δωμάτια και τα ταπεινά επαγγέλματα υπαλλήλου διαδέχονται το ένα το άλλο. Μόνο σταθερό σημείο στη ζωή του, το γράψιμο και οι μακρινοί περίπατοι τους οποίους ανάγει σε τρόπο ζωής. Το 1898 αρχίζουν οι δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες, και έξι χρόνια αργότερα η έκδοση των βιβλίων του. Ο Βάλζερ άφησε πίσω του τρία μυθιστορήματα, διακόσια ποιήματα και περισσότερα από χίλια πεζά. Την περίοδο 1924-1933 επινοεί μια μικροσκοπική γραφή, τα μικρογράμματα. Η γραφική του ύλη είναι μολύβι και ό,τι χαρτάκι πέσει στα χέρια του, αποδείξεις, διαφημιστικά, κάρτες επισκεπτηρίου... Αυτό που θεωρήθηκε για πολλά χρόνια ως μια προσωπική κωδικοποιημένη γλώσσα, αποδείχθηκε μια συντομογραφία μεσαιωνικής προέλευσης με γοτθικούς χαρακτήρες. Τα μικρογράμματα έφεραν στο φως, μεταξύ ποιημάτων, μικρών δραμάτων και διαλόγων, και το μυθιστόρημα Ο Ληστής. Την περίοδο που ζούσε στη Βέρνη εκδηλώνεται η ψυχική διαταραχή, η οποία το 1929 θα τον οδηγήσει, με δική του επιθυμία, στο ψυχιατρείο, και στη συνέχεια, το 1933, παρά τη θέληση του, σε νευρολογική κλινική, όπου θα παραμείνει για είκοσι τρία χρόνια, έως το τέλος της ζωής του. Την περίοδο του δεύτερου εγκλεισμού του θα εγκαταλείψει οριστικά τη γραφή. Στο φίλο του εκδότη Καρλ Ζέελινγκ που τον επισκέπτεται και τον συνοδεύει στους περιπάτους του, εκμυστηρεύεται, με την μελαγχολική ειρωνεία που διέπει και το έργο του: «Δεν βρίσκομαι εδώ για να γράφω αλλά για να τρελαθώ». Το ανά χείρας βιβλίο εκδίδεται το 1909. Ο ήρωάς του, ο νεαρός Γιάκομπ φον Γκούντεν, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, εγκαταλείπει την πατρική εστία για να πορευθεί περήφανα στη ζωή με τις δικές του δυνάμεις και ως πρίγκιπας, οικειοθελώς έκπτωτος, εγγράφεται σε μια σχολή υπηρετών.
Ο Ζωγράφος του Ιανουαρίου, Ζαχαρίας Πολυχρονάκης
Το κείμενο έχει φόρμα ρεαλιστικού μυθιστορήματος μαθητείας με τη μορφή ημερολογίου. Πρόσωπα του έργου εκτός από τον νεαρό οικότροφο φον Γκούντεν, είναι οι συμμαθητές του, με τον Κράους να ξεχωρίζει ανάμεσά τους, ο αυταρχικός διευθυντής του ινστιτούτου και η αδελφή του, νεαρή δασκάλα ιδιαίτερα αγαπητή στους μαθητές. Από τις πρώτες γραμμές του κειμένου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι εισέρχεται στον κόσμο ενός ανορθόδοξου σχολείου και πολύ γρήγορα αποκαλύπτεται ότι η ρεαλιστική φόρμα περικλείει ένα αλλόκοτο ονειρικό οικοδόμημα. Ένα μυθιστόρημα μαθητείας στο οποίο η κατά παράδοση αφύπνιση του ήρωα αντιστρέφεται σε εφησυχασμό και σπουδή στην ασημαντότητα. Οι μαθητές περιφέρονται ή στέκονται ακίνητοι στις μεγάλες μισοφωτισμένες αίθουσες και τους σιωπηλούς διαδρόμους του ιδρύματος. Μοναδικό τους μάθημα η αποστήθιση αυστηρών κανόνων. Οι παιδαγωγοί, με εξαίρεση την αδελφή του διευθυντή, μια πνοή ζεστασιάς και τρυφερότητας, έχουν εγκαταλείψει τα καθήκοντα τους και είναι πάντα μισοκοιμισμένοι. Ημιθανείς, παραδομένοι στον ανεξήγητο ύπνο τους μέσα στο ήσυχο μισοσκότεινο κτίριο, αποτελούν ίσως το πιο χαρακτηριστικό σύμβολο αυτού του
οίκου παρακμής και απροσδιοριστίας. Η επιρροή από την παράδοση των παραμυθιών είναι εμφανής. Ο Γιάκομπ είναι ο μεταμφιεσμένος πρίγκιπας που πρέπει να περάσει δοκιμασίες, το παράξενο ίδρυμα ένας άλλος μαγεμένος πύργος, υπάρχει ο τρομακτικός διευθυντής - κακός γίγαντας και η δασκάλα με το λευκό ραβδί, η καλή νεράιδα του παραμυθιού, που αδυνατεί όμως να σώσει οποιονδήποτε και κυρίως τον εαυτό της. Η ωρίμανση του νεαρού ήρωα, όπως απαιτείται από το μυθιστόρημα μαθητείας, συντελείται μέσω της απομάγευσης του κόσμου. Ο μύθος του διευθυντή-τέρατος καταρρέει και ο Γιάκομπ βλέπει έναν στερημένο άνθρωπο με καταπιεσμένη ζωτικότητα, ο οποίος είναι μάλλον ομοφυλόφιλος. Η παρουσία του Γιάκομπ τον απελευθερώνει και στο τέλος του προτείνει να φύγουν μαζί στην έρημο σε μια δονκιχωτική έξοδο. Η αιθέρια δασκάλα, χωρίς την αίγλη της μαγείας αποδεικνύεται μια ευαίσθητη και απογοητευμένη γυναίκα χωρίς διεξόδους, όσο για τους δαιδαλώδεις διαδρόμους και τα μυστικά διαμερίσματα που ονειρεύεται ο Γιάκομπ πίσω από την κλειστή πόρτα της διευθυντικής κατοικίας δεν είναι τίποτα περισσότερο από δυο άχαρα και μίζερα δωμάτια. Κεντρικός άξονας του βιβλίου είναι ο γρί-
φος της σχέσης του ήρωα με την έννοια της τυφλής υπακοής. Ο νεαρός Γιάκομπ υμνεί την υποταγή, αντικείμενο του μοναδικού, καθημερινού μαθήματος που επαναλαμβάνεται μονότονα, με οδηγό ένα και μόνο βιβλίο, και την ίδια στιγμή εμπαίζει την εξουσία, παραβιάζει τους κανόνες και απολαμβάνει την ασέβεια. Κλειδί, ίσως, του γρίφου η σχέση του με τον Κράους. Υπόδειγμα μαθητή και πρότυπο ταπεινότητας για τον ήρωα. Η προσωπικότητα του συνίσταται στο «ιδανικό» του μη προσώπου, της μη σκέψης. Στο απολιθωμένο σύμπαν του Ινστιτούτου, μέσα στη μονότονη επανάληψη της ίδιας μέρας, οι ασφυκτικοί κανόνες που έχουν προβλέψει για όλα, διατηρούν και συγχρόνως αποκαλύπτουν την απάτη της κατ’ επίφαση τάξης ενός κόσμου ρευστού και ασυνάρτητου. Ο Κράους ως κραυγαλέο δείγμα νομοταγούς, στέρεης περσόνας αποδεικνύει μέσω του υποδόριου σαρκασμού του Βάλζερ ότι αυτή ακριβώς η συνθήκη της μη σκέψης (ο Γιάκομπ αποκαλεί συχνά τον αγαπητό του Κράους, ηλίθιο) αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση της τάξης. Ο Κόσμος παραμένει στη θέση του, σε μια λογική ακολουθία όσο το Κάτι θεωρείται αυτονόητο και κανείς δεν αναρωτιέται για το Τίποτα. Αντιθέτως ο Γιάκομπ στοχάζεται το Τίποτα και μέσω της στρατηγικής της παραίτησης (Ενρίκε Βίλα Μάτας) επιλέγει την ευλογία του μηδενός και την ποίηση της ήττας, έτσι η ασημαντότητα ορίζεται ως πεδίο απελευθέρωσης από το βάρος της ματαιοδοξίας και τις καταπιεστικές φόρμες και επιταγές επιτυχίας του πολιτισμού. Η διαρκής αυτοαναίρεση του ήρωα και η υπονόμευση των άλλων μέσω της ειρωνείας υποδεικνύουν το σκοτεινό υπόβαθρο της βαλζερικής σκέψης. Την ημέρα που ο νεαρός μαθητευόμενος περνάει την πόρτα του Ινστιτούτου είναι σαν να ανοίγει μια πόρτα στο εσωτερικό του Κόσμου και ταυτόχρονα πέρα από τον Κόσμο. Πίσω από τον ανάλαφρο τόνο της ημερολογιακής αφήγησης διαφαίνεται η αγωνία που προκαλεί η επίγνωση μιας χαοτικής πραγματικότητας χωρίς εσωτερική συνοχή. Ίσως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είναι εκείνος που περίγραψε με τον καλύτερο τρόπο το ανέμελο ύφος του Ελβετού συγγραφέα: [...] Γιατί τα αναφιλητά είναι η μελωδία της φλυαρίας του Βάλζερ...
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Ποιητική, τχ. 12 Ποιήματα, δοκίμια, κριτικά σημειώματα, κι ένα μικρό αφιέρωμα στον Σέημους Χήνυ. Απ’ την ενότητα ποιημάτων του Χάρη Βλαβιανού, υπό το τίτλο «Germanicum», οι στίχοι: Εγώ ο Μάρτιν Χάιντεγκερ,/ μέγας Γερμανός φιλόσοφος,/ αυθεντικός ερμηνευτής του Dasein,/ Πρύτανης του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ/ μέλος του ναζιστικού κόμματος,/ εραστής της Χάνα Άρεντ/ (και δεκάδων άλλων φοιτητριών μου),/ εμπνευσμένος αναγνώστης του Χαίντερλιν/ εκλεκτός μαθητής (κάποτε) του Χούσσερλ,/ συνοδοιπόρος (κάποτε) του Γιάσπερς,/ απομονώθηκα στην καλύβα μου στο Τονττνάουμπεργκ/ για να στοχαστώ το μέλλον της ανθρωπότητας,// να αφήσω τον χρόνο/ να καταβροχθίσει αργά αργά/ το ανεπανάληπτο, αποτρόπαιο είναι μου.
Νέα Εστία, τ.χ. 1860 Αφιέρωμα στον Κ.Π.Καβάφη, με κείμενα των: Λ. Τσιριμώκου και Ι. Ναούμ, «Βάρβαρος ευγενής», Α. Κάραγιαν, «Καβάφης», Μ. Χρυσανθόπουλου, «Ποιητής ιστορικός. Το καβαφικό κείμενο ως στοχασμός επί της ιστοριογραφίας», Α. Ρασιδάκη, «Η σκηνοθεσία της ταυτότητας στον καβάφη από την Άιχιγκερ. ποιητική στάση ‘σε ελαφρά απόκλιση από το σύμπαν’», Μ. Βασιλειάδη, «Ιστορίαι αυτοκρατορικού γυναικωνίτου: για την Άννα Δαλασσηνή και την Άννα Κομνηνή του Καβάφη», Π. Μπερενζέ, «Σεφέρης/Καβάφης», Δ. Καργιώτη, «Η φιλολογία ως φετιχισμός: ο ‘Καβάφης’ ως παράδειγμα».