Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος
ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΕΥΧΟΣ 594
20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
www.avgi-anagnoseis.blogspot.com
Το αμάρτημα μιας αιρετικής ανάγνωσης ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ, Υπάρχει ζωή μετά τα αφεντικά; εκδόσεις Στιγμή, σελ. 158 Δύσκολη η κριτική παρουσίαση τούτου του μικρού βιβλίου, όπου ο γνωστός γελοιογράφος Γιάννης Καλαϊτζής συγκεντρώνει 53 τον αριθμό, μικρά του κείμενα σταχυολογημένα από τις γραπτές παρεμβάσεις του -editorials τα ονοματίζει ο ίδιος- στην Γαλέρα, την παλιά Ελευθεροτυπία και την Εφημερίδα των Συντακτών, από τον Οκτώβριο του 2005 μέχρι τον Νοέμβριο του 2013. Κείμενα αφαιρετικά και ταυτόχρονα ανατρεπτικά, με ένα καταλυτικό πικρόγλυκο χιούμορ, μέσα από το οποίο αναδύεται μια μεγάλη κουλτούρα που κρύβεται, επιμελώς, σε μια φαινομενική παραδοξολογία. Κείμενα βαθιά πολιτικά, ελευθεριακά και αντικληρικαλιστικά, τα οποία απαιτούν πολλές φορές ένα δεύτερο προσεκτικότερο διάβασμα, με εστιασμό στις μικρολεπτομέρειες για να ανακαλύψεις την υποκρυπτόμενη ουσία τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις γελοιογραφίες του... Άλλωστε και οι γελοιογραφίες του μικρά κείμενα πολιτικής παρέμβασης και σχολιασμού είναι, που αν δεν προσέξεις την μικρολεπτομέρεια χάνεις το βαθύτερό τους νόημα. Όπως συμβαίνει και με το ερωτηματικό του τίτλου, που δένει ανατρεπτικά με το σκίτσο του, το οποίο πλαισιώνει το εξώφυλλο, όπως κι εκείνο του οπισθόφυλλου με την καταφατική απάντηση ‘ΥΠΑΡΧΕΙ!’ Άλλωστε «Όλα έχουν γραφεί αφού εξαντλήθηκαν οι δυνατότητες, τα περιθώρια προσαρμογής, αλλαγής, μάθησης ή βελτίωσης του συντάκτη... Αναπόφευκτο συμβάν η εξάντληση, αφού κατά την μακρότατη περίοδο της μη συγγραφικής μου καριέρας πέρασα από την μεγαλογράμματη γραφή (ΑΒΓ κεφαλαία) στα πεζά. Ό,τι δηλαδή συνέβη στην ελληνική κατά την διάρκεια πέντε χιλιάδων ετών, ο συντάκτης του παρόντος το υπέστη εντός ενός εργάσιμου βίου. Ταυτίζομαι λοιπόν με τις περιπέτειες των ελληνικών», όπως καταθέτει ο ίδιος στον προλογικό του σημείωμα που το τιτλοφορεί «Θυρωρείο». Περιπέτειες που ήρθε να ολοκληρώσει, με τη γνωστή του εμμονή στο ζήτημα των τόνων ο -φίλος χρόνων παλιών- εκδότης Αιμίλιος Καλιακάτσος, ως άλλος αλεξανδρινός μεταγραφέας, με το πολυτονικό σύστημα. Πάντως, είτε με τόνους, δασείες και περισπωμένες είτε με κεφαλαία, τα κείμενα του Καλαϊτζή παραμένουν μικρές πραγματείες με πολυσήμαντα νοήματα. Ενδεικτικά: «Στην Ελλάδα, όπου δυο λόφοι, ένας χείμαρρος και μια παραλία, σχηματίζουν ένα κράτος, το εγώ είναι ένας δυνάστης που ιδιωτικοποιεί και τον Θεό. Αυτά τα πανέμορφα ξωκκλήσια της πατρίδας μας τα χτίσε ο ατομισμός. Θέλω μια Παναγιά για μένα και την παρέα μου»!
Μ. ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ Γ. ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ - Δ. ΝΑΚΟΣ
ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΣ ΕΡΩΣ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
Ο πειρασμός να συνεχίσεις με δεκάδες παραθέματα, εμπλουτισμένα με πλήθος λειτουργικά δεμένες με την πολιτική συγκυρία -μακριά από κάθε εθνικιστικό κρωγμό- αναφορές στην ελληνική μυθολογία είναι πολύ μεγάλος. Όπως και να φανείς βλάσφημος Μεγαλοβδομαδιάτικα που γράφεις αυτή την κριτική, αναφερόμενος σε άλλα παραθέματα που αναφέρονται στη «θρησκεία του Παύλου» και τον θεό της, ο οποίος «για χιλιάδες χρόνια παραμένει ανώνυμος, λες και πρόκειται για μέλος μυστικής υπηρεσίας ή παράνομης οργάνωσης για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους, οδηγεί στο μαρτύριο τον γιό του, αντί να σπεύσει με αυτοθυσία αυτός ο ίδιος». «Καταδικάζει την Εύα
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΥ
Γ Α Β Ρ Ι Η Λ Ι Δ Η Σ ,
Α γ ί α ς
να γεννάει με φρικτούς πόνους τα παιδιά της...» ενώ ακόμη και «Ο Καλός Ιησούς ψελλίζει τη φράση ‘άφετε τα παιδία’ αντί να πάει αυτός πρώτος να χαϊδέψει την αθωότητα». Το μόνο που μας σώζει με τέτοιες αναφορές, και μάλιστα τέτοιες μέρες, είναι ότι παρασυρθήκαμε και, ομολογώντας το με ειλικρινή μετάνοια, το κρίμα θα πέσει στο κεφάλι το δικό του, και όχι στο δικό μας. Το ίδιο θα συμβεί και με όσους αποφασίσουν να διαβάσουν αυτό το ανατρεπτικό, αιρετικό από κάθε άποψη βιβλίο. Άρα ελεύθερα μπορείτε να το απολαύσετε όλοι! ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΗΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ Γ ´
ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΑΝ
ΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΔΟΚΙΜΙΟ
Ε ι ρ ή ν η ς
1 7 ,
τ η λ .
2 1 0
3 2 2 8 8 3 9
Η ΑΥΓΗ • 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
24
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
2
ΧΡΟΝΙΚΟ
21 Απριλίου 1967 Salonica mi fe, disfecemi Atena Έχοντας ολοκληρώσει με χίλια βάσανα τη στρατιωτική μου θητεία, μόλις δυο μήνες πριν από τον Απρίλιο του ‘67, υπηρετώντας πρόσθετα και ποινές, πήρα την απόφαση να έρθω και πάλι στη Θεσσαλονίκη και να ξαναπιάσω την κομμένη από το ‘65 γραμμή των σπουδών μου. Δεν φανταζόμουν όμως ότι θα έπεφτα στην πιο ακατάλληλη εποχή για κάτι τέτοιο! Όσοι έζησαν τη βαθμιαία κλιμάκωση της έντασης που υπήρχε στη δημόσια ζωή από τις εκλογές του 1963 και έπειτα, εκείνοι μόνο καταλαβαίνουν τι περίπου εννοώ. Οι ιστορικές αναπαραστάσεις, οι γραπτές μαρτυρίες, τα μυθιστορήματα (ιδίως αυτά) δεν μπορούν να αποδώσουν ούτε στο ελάχιστο την έκρυθμη κατάσταση που σιγά ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
σιγά ανέβαζε το πολιτικό θερμόμετρο και σχημάτιζε στην καθημερινότητα των μεγάλων πόλεων της χώρας, ιδιαίτερα εκείνων που φιλοξενούσαν φοιτητικές κοινότητες, το μόνιμο συναίσθημα μιας επικείμενης ρήξης. Αλλά και μιας απροσδιόριστης διακινδύνευσης. Αρχές Φεβρουαρίου του ‘67 που βρέθηκα και πάλι στην πόλη, έτσι όπως ένιωθα σαν κρατούμενος που μόλις βγήκε από το δεσμωτήριο και χαιρόταν την ελευθερία του, είναι αλήθεια ότι αφέθηκα να με σπρώξουν χωρίς πολλές πολλές αντιστάσεις οι ίδιες οι συνθήκες στην εδώ και μήνες αναστατωμένη ζωή του Πανεπιστημίου. Όσο πλησίαζαν οι εκλογές του ‘67 τόσο και αγρίευαν τα πράγματα˙ καθημερινές συγκεντρώσεις και σχεδόν καθημερινό ξύλο με τους χωροφύλακες στην ακόμα αδιαμόρφωτη Πλατεία του Χημείου, κυνηγητό στις γύρω Σχολές αλλά και μέσα στα αμφιθέατρα, καθώς ούτε άσυλο υπήρχε πια ούτε τίποτε μετά την απόφαση της πρυτανείας Χρήστου. Θυμάμαι, σε μια από αυτές που την είχαμε σχεδιάσει αποβραδίς με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε άλλοτε να μαζευόμαστε σε κάποιο σημείο και άλλοτε σε κάποιο άλλο, καθυστέρησα πολύ να ακολουθήσω τους υπόλοιπους και όταν τους ξαναβρήκα είχαν ήδη κλειστεί όλοι τους στη Φυσικομαθηματική, αφήνοντάς με απ’ έξω. Μ’ έπιασε πανικός! Δεν ήξερα τι να κάνω! Και καθώς γύρισα το κεφάλι μου προς τα κάτω, προς τη μεριά του Συντριβανιού, είδα με δέος να έρχονται τρέχοντας προς τα εκεί όπου στεκόμουν, βγαίνοντας από το κτήριο της Παλιάς Φιλοσοφικής, κάμποσους ένστολους χωροφύλακες και μερικούς με τα πολιτικά, κρατώντας «σε θέση μάχης» τους εκτοξευτήρες των δακρυγόνων. Ήμουν σε μια όντως κωμικοτραγική κατάσταση, «μεταξύ δύο πυ-
Οι εικόνες του τεύχους είναι από την έκθεση «Κωνσταντίνος Παρθένης: Τέχνη και Πνεύμα» στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη. Επιμέλεια έκθεσης Νίκος Ζίας. Διάρκεια μέχρι 1 Ιουνίου
ρών». Είχαν πια αρχίσει να γίνονται οι πρώτες ρίψεις όταν βγήκε από μια πλαϊνή πόρτα ένας φοιτητής, φωνάζοντάς μου δυνατά για να ακουστεί πάνω από τη φασαρία: «Από ‘δω συνάδελφε, φύγε απ’ εκεί, θα σε σκοτώσουν!» Πρόλαβα με την ψυχή στο στόμα και τρύπωσα μέσα, ενώ για λίγο, όσο είμαστε κλεισμένοι εκεί, είχα την παράδοξη για τη στιγμή εκείνη αίσθηση -για να μην πω την ψευδαίσθηση- ότι όλο το κτήριο βυθιζόταν σαν πλοίο μέσα στο θολό προπέτασμα των καπνογόνων.
222 Είμασταν όμως αεικίνητοι. Τι μας εμψύχωνε και τρέχαμε ακούραστα από συνέλευση σε συνέλευση κι από συγκέντρωση σε συγκέντρωση, σε όλη την πόλη; Στο βάθος, τι άλλο από την μισοενστικτώδη-μισοσυνειδητή αντίληψη ότι παίρναμε μέρος σε κάτι που ήταν ως τότε ανεπανάληπτο στη ζωή μας. Αλλά, παρά τον αυτονόητο ενθουσιασμό που έδινε κι έπαιρνε από τη συμμετοχή μας (μάτια που άστραφταν και υγραίνονταν από τη συγκίνηση και στόματα που στέγνωναν από το ρομαντικό πάθος, όχι τόσο των αναμενόμενων κομματικών όσο των αυτοσχέδιων ρητόρων), δεν ήταν λίγες οι στιγμές που νιώθαμε ότι υπήρχε γύρω μας κάτι που μας ξεπερνούσε. Το καταλαβαίναμε από κάποιες αντιδράσεις που μπορεί να φαίνονταν ότι ήταν αλλά δεν ήταν επουσιώδεις. Από την αμηχανία και τη δυσαρέσκεια που τις έβλεπες να καθρεφτίζονται στο βλέμμα αρκετών από τους περαστικούς, αντιδράσεις που απέκτησαν ένα άλλο νόημα όταν τις αναστοχαζόμαστε στις επόμενες μέρες. Μαζί με τη νεανική φρενίτιδα υπήρχε στον αέρα και κάτι σκοτεινό, που φόβιζε, γιατί ήταν ανεκδήλωτο και περίμενε κρυμμένο. Αυτό το πέρασμα του άγνωστου επικείμενου, που βέβαια δεν μας περίσσευε χρόνος για να καταλάβουμε καλά καλά το νόημά του, άναβε μέσα μας σαν ένα μικρό φωτάκι συναγερμού και χανόταν. Και όλα αυτά, την ίδια ώρα ακριβώς που ζούσαμε ο καθένας τη μικρή ή τη μεγάλη του αυταπάτη. Γιατί η Θεσσαλονίκη, εκείνο το σύντομο χρονικό διάστημα που την έζησα υποτίθεται ως «εξεγερμένη πόλη», ποτέ δεν ήταν τόσο γυρισμένη στον εαυτό της, ίσως τόσο μακρινή για όλους μας. Και τούτο γιατί ήταν μια πόλη που γινόταν εύκολα οικεία και ξένη. Από τη μια η ρυμοτομία της, η προοπτική της θάλασσας, όλα όσα συνέβαιναν σ’ αυτήν χωρούσαν στην περιμετρική μερικών δρόμων: και να τα γραφεία των πολιτικών νεολαιών στη Διαγώνιο, πιο εκεί τα εκλογικά επιτελεία των κομμάτων στην Τσιμισκή, οι συνδικαλιστικές ενώσεις στους παράδρομους της Αριστοτέλους, το πλήθος που μπαινόβγαινε γεμάτο έξαρση στα φωτισμένα κτήρια, οι γεμάτοι με αφίσες και δελτία τοίχοι, οι σκεπασμένες από τις χιλιάδες ανακοινώσεις και προκηρύξεις άσφαλτοι των δρόμων, τα μεγάφωνα που γέμιζαν τις χειμωνιάτικες νύχτες με τα συνθήματά τους. Ναι, αλλά γεγονός είναι ότι το μικρό φως του συναγερμού μάς ειδοποιούσε από τότε χωρίς να το υποψιαζόμαστε καν ότι υπήρχαν και κάποια
Τοπίο της Κέρκυρας, 19141917 Λάδι σε καμβά, 96,5 x 68 εκ. Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
άλλα πίσω από το προσκήνιο της φωταγωγημένης πόλης. Αυτά που περίμεναν εκεί έξω και δούλευαν αθέατα ως τη νύχτα της 20ης Απριλίου.
222 η
Η 21 με είχε βρει έτοιμο να ταξιδέψω στην Αθήνα. «Στις 21 Απριλίου 1967 το πρωί στη Θεσσαλονίκη ήταν ήλιος και ωραίος καιρός», αρχίζει ο Γιώργος Ιωάννου το σατιρικό, χαριτωμένο και έντονα αυτοσαρκαστικό του διήγημα «Ο Πρόεδρος Ταμέλης». Και πράγματι υπήρχε μια φοβερή διαύγεια στην ατμόσφαιρα, εκείνο το πρωί που ξεμύτισα από το ισόγειο διαμέρισμα μιας μίζερης πολυκατοικίας όπου έμενα, στο δρομάκι της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που κατεβαίνει σχεδόν τεμνόμενο με την Ιπποδρομίου, κοντά στην Καμάρα. Ξυπνημένος και ειδοποιημένος ότι «κάτι τρέχει» από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στο τζάμι των διπλανών συμφοιτητών μου, ντύθηκα και πετάχτηκα έξω, ακούγοντας με έκπληξη να έρχεται από το βάθος της έρημης Εγνατία ο ρυθμικός ήχος του τύμπανου και του ομαδικού βαδίσματος που συνόδευαν την εμφάνιση των στρατιωτικών αγημάτων. Ήταν πάνω κάτω δέκα η ώρα. Στριμώχθηκα στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα μισάνοιχτα μαγαζιά, μαζί με καμιά τριανταριά άλλους από τους οποίους κανείς δεν έμοιαζε διατεθειμένος να πει τίποτε, πέρα από κάτι μισόλογα, νύξεις και ανταλλαγές πλάγιων βλεμμάτων, και σε λίγο νά σου μια ομάδα φοιτητών της στρατιωτικής ιατρικής, σε τετράδες, ντυμένοι με τις στολές και τα σπαθάκια τους στο πλάι, με τεντωμένα, σοβαρά πρόσωπα και ματιά καρφωμένη τελετουργικά, ως είθισται, κάπου μακριά. Κρατούσαν με επισημότητα αναμμένους δαυλούς, που όμως το προφανώς αυτοσχέδιό τους έκανε
τη σοβαρότητά τους κωμική, αφού ο κάθε δαυλός είχε στην κορυφή του μια άδεια μαυρισμένη κονσέρβα, όπου λαμπάδιαζε και κάπνιζε το παραφινέλαιο! Και τότε, όπως περνούσαν από μπροστά μας με κατεύθυνση προς τον χώρο της Έκθεσης και τη Λεωφόρο Στρατού, υψώθηκε ξαφνικά από σχεδόν όλους τους παριστάμενους ένα παρατεταμένο χειροκρότημα˙ και μαζί επιδοκιμασίες από μερικούς μαγαζάτορες που είχαν βγει στις πόρτες τους με χαρακτηριστικά γεμάτα αγαλλίαση, ενώ έλεγαν, υψώνοντας όσο μπορούσαν τις φωνές τους, πόσο ανακουφισμένοι και ενθουσιασμένοι ένιωθαν βλέποντας να παίρνει επιτέλους τέλος αυτή η «άνοιξη της αναρχίας» - αυτό φυσικά δική μου τωρινή προσθήκη, παραφράζοντας τον παρεμφερή τίτλο του μυθιστορηματικού χρονικού τού Χανς Μάγκνους Έντσενσμπέγκερ, Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας. Τις επόμενες ώρες, κολλημένος στο ραδιόφωνο, παρακολουθούσα μουδιασμένος, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο, κυριευμένος από μια αδράνεια που μου ήταν αδύνατο να ξεπεράσω, τις πρώτες ανακοινώσεις ενός καθεστώτος που μπορεί τον επόμενο καιρό να στολίστηκε με τα οπερετικά χαρακτηριστικά της μπουφόνικης υπερβολής, να διακωμωδήθηκε από τον τόνο της φωνής των πρωταγωνιστών του, να αντιμετωπίστηκε με μια καρικατουρίστικη διάθεση (ως άλλοθι για την παθητική μας στάση), αλλά από την αρχή ακόμα δεν μάς έδωσε ούτε στιγμή την εντύπωση του πρόσκαιρου. Παρά τις νουθεσίες, τις αναλύσεις και τα παρηγορητικά λόγια των πιο δοκιμασμένων. Περιφερόμαστε τις δυο πρώτες μέρες από σπίτι σε σπίτι, σαν να ανήκαμε σε ένα περίεργο, μεγάλο σόι τεθλιμμένων. Την τρίτη μέρα έσπευσα να πάρω το λεωφορείο για την Αθήνα.
Η ΑΥΓΗ • 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
25
3
Ο Λούκατς για τον φυλετικό ρατσισμό Όλο το βιβλίο του Λούκατς, Η εκθρόνιση του νου, ειδικότερα το κεφάλαιο «Κοινωνικός δαρβινισμός, φυλετική θεωρία», αποδεικνύει με πλήρη πειστικότητα ότι δεν υπάρχει αθώα κοσμοθεωρία. Οι ούγγροι φιλόσοφοι, μελετητές του έργου του Λούκατς, μαζί και η Χέλερ, αυτό το θεωρούν ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Λούκατς σ’ αυτό το βιβλίο. Και ήταν αυτό που επέτρεψε στον Χίτλερ και στον Ρόζεμπεργκ, να προβούν στην καταχρηστική αξιοποίηση ιδεών του Νίτσε, του Σοπενχάουερ, του Ντίλτεϋ και άλλων φιλοσόφων, στη συγκρότηση της ναζιστικής ιδεολογίας και στη ναΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΚΑΛΙΟΥ
ζιστική προπαγάνδα. Έτσι, με την τέλεια συγκροτημένη εθνική/φυλετική, αλλά και κοινωνική δημαγωγία ο χιτλερισμός «θέτει ολόκληρο το λαό υπό την τυραννική πίστη που εξαναγκάζει τον καθένα στην κτηνώδη απανθρωπιά». «Ο χιτλερικός/ροζεμπεργκικός τύπος του γερμανικού επιθετικού ιμπεριαλισμού δημιουργεί, με τη μορφή της φυλετικής θεωρίας, έναν εκσυγχρονισμένο κανιβαλισμό». Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της καλά συγκροτημένης και διεκπεραιωμένης εθνικής και κοινωνικής δημαγωγίας και προπαγάνδας. Ο Χίτλερ, με την άνοδό του στην εξουσία, σε πολύ λίγο χρόνο έδωσε λύση στο μεγάλο θέμα της ανεργίας, δημιούργησε τις οικονομικές προϋποθέσεις για τη βελτίωση των υλικών όρων ζωής των εργαζομένων. Έδωσε την εντύπωση φιλεργατικού και φιλολαϊκού ε-
Η βιολογική αιτιολόγηση της κυριαρχίας των εκμεταλλευτριών τάξεων και των αποικιοκρατικών λαών υπήρχε ήδη στον Νίτσε και στον κοινωνικό δαρβινισμό με τη μορφή της ιδεολογίας του απανθρωπισμού, που εμφάνιζε τον καταπιεσμένο ως κατ’ αρχή αλλιώτικο, ως «βιολογικά» γεννημένο για την εκμετάλλευσή του και για δουλειά. Ο Χίτλερ πάει πιο πέρα αυτή την τάση. Γράφει: «Έτσι, μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για τη δημιουργία ανώτερων πολιτισμών ήταν η ύπαρξη ανώτερων ανθρώπων [...] είναι μάλλον βέβαιο ότι η πρώ-
θνικού ηγέτη, που γοήτευσε ακόμα και ένα μεγάλο μέρος της διανόησης - όχι όμως τους κορυφαίους διανοούμενους της χώρας, οι περισσότεροι των οποίων την εγκατέλειψαν και αγωνίστηκαν από διάφορες θέσεις κατά του φασισμού. Μια επισταμένη ανάγνωση του «Αγώνα» (Mein Kampf) πείθει ότι ο ρατσισμός υπερέχει έναντι του εθνικισμού, στην εθνικοσοσιαλιστική, ναζιστική ιδεολογία. Αυτό ήταν μια συνειδητή επιλογή και εντάσσονταν ως στοιχείο σε μια προσπάθεια αποτελεσματικής προπαγανδιστικής αντιπαράθεσης έναντι της διεθνιστικής κοσμοθεωρίας των κομμουνιστών, των μαρξιστών. Αυτό το λέει ευθαρσώς ο Χίτλερ: «πρέπει να εξασφαλίσουμε στη ρατσιστική θεωρία ένα αγωνιστικό όργανο, κάτι ακριβώς ανάλογο με τη διεθνιστική θεωρία του μαρξισμού. Αυτός είναι ο σκοπός που ακολουθεί και επιδιώκει το εργατικό εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα της Γερμανίας». Μάλιστα, ο Χίτλερ ανταποκρινόμενος στις προπαγανδιστικές ανάγκες του λαϊκισμού του καταδικάζει τον εθνικισμό ως σύστημα το οποίο επιτρέποντας τον πλουτισμό των ανώτερων κοινωνικών τάξεων προκαλεί τη φθορά της φυλής. «Το να είσαι Γερμανός σημαίνει να είσαι καθαρός». Με αυτή τη θέση ο Χίτλερ θέλησε να τονίσει τη φαντασίωσή του για την τελειότητα του άριου στοιχείου, δηλαδή των Γερμανών, στον «νέο» πολιτισμό. Αυτό, κατά τον Λούκατς, δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την εφαρμογή της αμερικανικής χειραγωγικής τεχνικής της διαφήμισης: «Η ‘πρωτοτυπία’ του Χίτλερ, γράφει ο Λούκατς, έχει να κάνει με το ότι είναι ο πρώτος που εφαρμόζει την αμερικανική τεχνική της διαφήμισης στη γερμανι-
κή πολιτική και την προπαγάνδα, με σκοπό την αποβλάκωση και την εξαπάτηση των μαζών». Και προσθέτει: «Όταν η φιλοσοφία της ζωής και ο μονοπωλιακός καπιταλισμός ενώνονται στο πρόσωπο του Χίτλερ, η πιο αναπτυγμένη τεχνική του μονοπωλιακού καπιταλισμού συναντιέται με την πιο αναπτυγμένη μονοκαπιταλιστική / αντιδραστική ιδεολογία της ιμπεριαλιστικής εποχής, τη γερμανική». Αυτή η διαπίστωση/θέση/εξήγηση του Λούκατς επιτρέπει τη συγκεκριμενοποίηση της πολυειπωμένης (τώρα) φράσης του Χορκχάιμερ: «Πρέπει πράγματι να σιωπά για το φασισμό όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό». Από το εξαιρετικά πλούσιο σε περιεχόμενο και σε προβληματισμό κεφάλαιο «Κοινωνικός δαρβινισμός και φυλετική θεωρία», στο οποίο ο Λούκατς παρουσιάζει και αναλύει την εξέλιξη της φυλετικής θεωρίας από τον Γκομπινώ στον Τσάμπερλαιν και «τελικά» στους Χίτλερ/Ρόζεμπεργκ, με αναφορά και σε ενδιάμεσους θεωρητικούς της φυλετικής θεωρίας, μαζί με την παροχή ενός πλούτου πληροφοριών για τον τρόπο σκέψης του Χίτλερ και για τη λειτουργία του ναζιστικού συστήματος, μεταφέρω εδώ μερικές επίκαιρες, κατά τη γνώμη μου, ιδέες του, δίνοντας έμφαση στο επίτευγμα του βιβλίου Η εκθρόνιση του νου, ότι δεν υπάρχει αθώα κοσμοθεωρία. Το κάνω αυτό με την ελπίδα ότι θα βρεθεί εκδότης για τη έκδοση αυτής της μελέτης του Λούκατς, συμπληρωμένης και με κείμενα της Χάννα Άρεντ και της Άγκνες Χέλερ για τον γερμανικό φασισμό, παρακολουθούμενα από δικούς μου σχολιασμούς και προεκτάσεις δικών τους σκέψεων.
Κοινωνικός δαρβινισμός, φυλετική θεωρία
ΤΟΥ ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΛΟΥΚΑΤΣ
τη ύπαρξη της ανθρωπότητας δεν στηρίζεται στην εξημέρωση των ζώων, αλλά περισσότερο στη χρησιμοποίηση των κατώτερων ανθρώπων».1 Στη γερμανική φυλετική θεωρία ο άρια είναι μια ύπαρξη η οποία από κάθε άποψη διαφέρει ποιοτικά από τις άλλες ανθρώπινες φυλές. Σε κανένα τομέα της κοινής δράσης οι άριοι δεν μιλούν κοινή γλώσσα μ’ αυτές. Είναι κατ’ αρχήν αδύνατη η μεταξύ τους κατανόηση ή το αποτέλεσμα θα είναι η εξόντωση ή η σπίλωση της ακάθαρτης φυλής. Και το παραμικρότερο αίσθημα ανθρωπιάς απέναντι στους εχθρούς του φασισμού -που σύμφωνα με την «εσωτερική» φυλετική θεωρία (φυσικά) ανήκουν στις κατώτερες φυλές- αποτελεί ένδειξη ότι αυτός που αισθάνεται τέτοια ανθρωπιά ανήκει στην ακάθαρτη φυλή. Έτσι ο φασισμός διαπαιδαγωγεί ολόκληρο τον γερμανικό λαό κατ’ αρχήν στην απανθρωπιά ή για να το πούμε καλύτερα -αναφερόμαστε στις προηγούμενες αναλύσεις μας- θέτει ολόκληρο τον λαό υπό την τυραννική πίστη που εξαναγκάζει τον καθένα στην κτηνώδη απανθρωπιά, προκηρύσσει την απονομή βραβείων για την απανθρωπιά. Πράξεις ανθρωπιάς προκαλούν την απειλή εξόδου από τη «λαϊκή κοινότη-
Petite église de Céphalonie, Το μικρό εκκλησάκι της Κεφαλονιάς, 1920 - 1927 Λάδι και μολύβι σε μουσαμά, 115,2 x 130,6 εκ. Κληροδοσία αντί Φόρου Κληρονομίας Νικολάου Παρθένη Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
τα», προκαλούν τη θέση (του ατόμου) εκτός νόμου. Ο ποιοτικός διαχωρισμός των ανθρώπων σε ανώτερες και κατώτερες φυλές διαπερνά όλη την «εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία». Αυτή η άποψη υπάρχει, σε φιλοσοφικό επίπεδο, στον Τσάμπερλαιν. Ο Ροζεμπεργκ συνειδητά εφαρμόζει αυτές τις παραινέσεις σε όλα τα επίπεδα της γνωσιοθεωρίας, της αισθητικής κ.λπ. Αυτά αποτελούν την ιδεολογική θεμελίωση του εθνικοσοσιαλισμού, της σημερινής φρικτής πρακτικής την οποία η ανθρωπότητα διαπιστώνει με τρόμο, απέχθεια και μίσος- που εξαρχής εφάρμοσε ο χιτλερισμός απέναντι στους καλύτερους γερμανούς και απέναντι στους λαούς από την αρχή του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Είχε δίκιο, λοιπόν, ο Ρόζεμπεργκ όταν έλεγε -αφού πρώτα είχε εκθειάσει την προσφορά του Τσάμπερλαιν - ότι: «η παγκόσμια ιστορία ως φυλετική θεωρία αποτελεί την άρνηση της φθίνουσας ουμανιστικής διδασκαλίας, με τα σημερινά χαρακτηριστικά της».2 Αυτή η ιδεολογία οδηγεί στο να βλέπει ο γερμανός στη χώρα του ως ζώο αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά και εκείνον που ανήκει πέρα από τα σύνορα της χώρας, αυτόν που ανήκει σε άλλο λαό, να τον βλέπει, ανάλογα με τις συνθήκες, ως υποζύγιο ή ως βόδι προς σφαγή. Ο χιτλερικός/ροζεμπεργκικός τύπος του γερμανικού επιθετικού ιμπεριαλισμού, λοιπόν, δημιουργεί με τη μορφή της φυλετικής θεωρίας έναν εκσυγχρονισμένο κανιβαλισμό, ως αποτέλεσμα της κοσμοαντίληψης που προκύπτει από την αντιδραστική ιδέα της ανισότητας της φυλετικής θεωρίας ως το βάρβαρο αποτέλεσμα που το πηγαίνουν ως την έσχατη κτηνωδία. Έτσι εξηγείται η συχνή κριτική του Χίτλερ και του Ρόζεμπεργκ στον παλαιού τύπου σοβινισμό και εθνικισμό. 2
Rozenberg, Der Mythus des XX jehrhunderts, σελ. 588.
Η ΑΥΓΗ • 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
26
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
4
De Chirico
Ο ρομαντικός που διεμβόλισε τη μοντέρνα τέχνη ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΦΕΝΤΑΡΑΚΗ, Η αινιγματικότητα του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, εκδ. Μετρονόμος, 2013 Ο μικροκαμωμένος Βολιώτης ζωγράφος Giorgio De Chirico, μιλώντας για την τέχνη, ισχυριζόταν πως περισσότερο σε αυτήν αγαπά το αίνιγμα και το μυστήριο: Τα φαντάσματα του μεσημεριού όταν ο κάθετος ήλιος διαχωρίζει το φως και τη σκιά με το πιο απόλυτο μαχαίρι. Όταν χτυπάει το μεγάλο ρολόι της πλατείας δώδεκα κι όταν από μακρυά ακούγεται το σφύριγμα του τρένου που ξεκινάει. Τότε που όλα τα πράγματα γίνονται οραματικά, οι σκιές υπεραναπληρώνουν τις παρουσίες, τα σπίτια αναπνέουν βαριά και οι πλατείες εξατμίζουν τον ιδρώτα της ημέρας και τότε που εμφανίζεται ο μεγάλος Μεταφυσικός. Έπειτα τα ανδρείκελα με τα κοντά χιτόνια αποχαιρετούν τις ανηΘέατρο Ηρώδου Αττικού, 1930 1938, Λάδι σε καμβά, 47,3 x 70,3 εκ. Δωρεά Σοφίας Παρθένη Εθνική ΠινακοθήκηΜουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
συχαστικές μούσες και ο Έκτορας κατασπάζεται την απαρηγότητη Ανδρομάχη. Τι είναι όμως «τέχνη»; Πώς προσλαμβάνεται; Αποτελείται από πολλά πρόσωπα ή από ένα; Σε ποιον απευθύνεται και ποιος την δημιουργεί; Εξελίσσεται ανάλογα τον τόπο και τον χρόνο ή παραμένουν τα βασικά της χαρακτηριστικά της αναλλοίωτα: Μπορεί να οριστεί με ασφάλεια ή κάθε καινούργια προσέγγισή της προσκρούει στην παλαιότερη επιτείνοντας την σύγχυση; Είναι η τέχνη ένα επιστημολογικό ζήτημα σαφώς οριοθετημένο ή συνιστά προσωπική υπόθεση του καθενός ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες; Όταν ο Roland Barthes δημοσιεύει το 1968 το ερεθιστικό του δοκίμιο «Ο θάνατος του Συγγραφέα», ανανεώνοντας την φιλολογία περί θανάτου της τέχνης, του καλλιτέχνη κ.λπ., υπαινισσόταν και την απώλεια -το πλέον οδυνηρό- του αισθητικού υποκειμένου; Μ’ άλλα λόγια όσο επίκαιρο είναι το ερώτημα «Τι ανάγκη έχουμε σήμερα τη τέχνη;» ας πούμε την τέχνη της εικόνας άλλο τόσο επίκαιρο πρέπει να είναι και το ερώτημα «Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τέχνη;». Ας συμφωνήσουμε ότι η τέχνη είναι ένα πολύτροπο, γοητευτικά παράξενο και ασυνήθιστα άγριο, σπάνιο ζώο. Κρύβεται μέσα στο τελευταίο αχανές τροπικό δάσος. Έτσι ώστε να είναι σχεδόν αδύνατο να την εντοπίσει κανείς· πολλώ μάλλον να την αιχμαλωτίσει. Για τον λόγο αυτό, εκστρατεύουν καθημερινά ως την καρδιά του δάσους, σε χώρο δημόσιο όσο και ψυχικά «ιδιωτικό», κυνηγοί, έμποροι, φυσιοδίφες, ιστορικοί τέχνης, ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, αισθητικοί της φιλοσοφίας, πολιτικοί επιστήμονες, οικονομολόγοι και λογής τυχοδιώκτες, χρυσοκάνθαροι κριτικοί ή εστέτ δημοσιογράφοι νομίζοντας πως με μιαν, έστω, φωτογραφία της θα κάνουν την τύχη τους. Όμως αυτό το σπάνιο και μονήρες αγρίμι, η τέχνη, ξέρει, χιλιετίες τώρα, να επιβιώνει
όπως η φύση του επιτάσσει αλλά και ν’ αποφεύγει τις πολλές συνάφειες του κόσμου ενστικτωδώς γνωρίζοντας πως αυτή η συνάφεια με τον κόσμο αποτελεί και τη βασική αιτία απώλειας τόσων ειδών από την πανίδα και τη χλωρίδα του πλανήτη. Των ιδεών συμπεριλαμβανομένων. Η νεαρή Βολιώτισσα ζωγράφος Δέσποινα Καφενταράκη, που σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας και εκπόνησε διπλωματική εργασία στο τομέα της ιστορίας της τέχνης, έγραψε ένα ερεθιστικό βιβλίο με τίτλο «Η αινιγματικότητα του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο» με το οποίο κόμισε πολλά καινούργια στοιχεία, όχι μόνο ως προς την ερμηνεία των συμβόλων του ζωγράφου αλλά και ως προς την βολιώτικη τοπογραφία την οποίαν ο ίδιος μεταφέρει σαν ανάμνηση εμμονική ακόμα και στα έργα της γεροντικής του ηλικίας. Επίσης η συγγραφέας αποδελτιώνει μεθοδικά τις συχνά αντιφατικές ή και προβοκατόρικες δηλώσεις του De Chirico ως προς τη σχέση του με την αρχαία και τη σύγχρονη Ελλάδα, τη μοντέρνα ζωγραφική, τον Γεώργιο Ροϊλό που ήταν κατά τη γνώμη του πιο μεγάλος ζωγράφος ακόμη και από τον Giovanni Fattori (sic), κ.λπ... Προβαίνοντας σε διαφωτιστικές αιτιολογήσεις αυτών των αντιφάσεων. Η ίδια σημειώνει: «Ο Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, ισόβια δεσμώτης μιας ελληνικής επιρροής, με διαθέσιμα κυρίως τα ελληνικά στοιχεία, διαμόρφωσε ένα ύφος και μια συνθετική παραστάσεων που οδηγούν τον εμπειρικά απροσπέλαστο χώρο της μεταφυσικής. Ο μύθος, το θέατρο, τα σιδηροδρομικά σύμβολα μεταμορφώνονται σε αντικείμενα παράδοξης αισθητικής επε-
ξεργασίας...». Επειδή το αγρίμι που λέγεται «τέχνη» έχει φτερά για να πετάει. Το μακρύ και σκληρό του ρύγχος ανοίγει εύκολα λαγούμια όποτε χρειάζεται να κρυφτεί στη έγκατα της γης. Τη μέρα προσαρμόζεται στα χρώματα του περιβάλλοντος σαν χαμαιλέων ενώ το βράδυ φωσφορίζει εντυπωσιακά βρίσκοντας το δρόμο του από την ίδια του την φωταύγεια. Έχει επτά ζωές σαν τη γάτα, άλμα αίλουρου, σαγόνια καρχαρία, τρέφεται με τους κυνόδοντες και όχι με τους τραπεζίτες και το λοφίο του είναι απλά χάρμα ιδέσθαι. Πόσοι όμως έχουν αξιωθεί να το δουν; Το έχουν κυνηγήσει κατά καιρούς μάγοι και σαμάνοι της φυλής για να ταυτιστούν μαζί του, βασιλιάδες-ιερείς ή αυτοκράτορες-πολεμιστές για να ενσπείρουν δέος στους λαούς τους, μποέμ τύποι για να προσφέρουν το πτίλωμα ή τον πολύτιμο όνυχα των άκρων του στην αγαπημένη τους και κυνικοί έμποροι με αισθητικές όμως ανησυχίες για να αισχροκερδήσουν απ’ το χρυσόμαλλο δέρας του ή για να εντυπωσιάσουν τους κύκλους των νεόπλουτων στους οποίους συχνάζουν. Να όμως που ήρθε η εποχή όπου και τα τροπικά δάση πατιούνται, τα παρθένα σημεία της γης εκλείπουν και τα σπάνια ζώα της χειμάζονται. Ο υπερθερμαινόμενος πλανήτης δεν επιτρέπει πια στα εκλεκτά εκ των ειδών του να προσαρμόζονται εύκολα αλλά και να κάνουν χρήση των τροπικαλιστικών τους ιδιοτήτων. Όταν, εν γένει, η επιβίωση των έμβιων όντων είναι τόσο προβληματική σε χρόνο συντελεσμένο μέλλοντα, αυτό το υπερνοήμον αγρίμι που έχει αντί για φολίδες ιδέες στο δέρμα του και είναι μαζί και εικόνα και λόγος και ενέργεια
και η υπέρβαση τους ταυτόχρονα, μπορεί να δώσει, άραγε, παράταση ζωής σ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους; Ή, έστω μιαν ψευδαίσθηση αθανασίας όπως ανέκαθεν, εξάλλου, έκανε; Μήπως η μόνη, πολιτική πρωτίστως, απάντηση στο αδιέξοδο είναι η ουτοπική (;) πρόταση να γίνουμε το αγρίμι αυτό όλοι εμείς; Ο Lévi-Strauss στην «Άγρια Σκέψη» του ονόμασε τους πρωτόγονους μύθους φαντασιακές λύσεις πραγματικών, κοινωνικών αντινομιών. Πράγμα που θα πει ότι η υπερπραγματικότητα της τέχνης ερμηνεύει αποκλειστικά τις διάφορες πραγματικότητες που εγκυμονεί η πραγματικότητα της εποχής μας. Εφόσον η τέχνη, όπως και η γλώσσα, αποτελεί την επιτομή της κοινωνικής πρακτικής, το επιστέγμα της κοινωνικής διαδικασίας. Επίσης πρέπει να υπογραμμιστεί πως σε περιόδους κρίσης αυτό που πρώτα απ’ όλα αμφισβητείται, δεν είναι η τέχνη ή η ιδεολογία αλλά το κυρίαρχο σύστημα ιστορίας που συνέχει όλα τ’ άλλα. Αν στο βιβλίο που διαβάσατε, υπάρχει απ’ την αρχή ως το τέλος μια ιστορική προοπτική, ένας ιστός φαινομένων που εξηγεί το παρόν μέσα από τις δράσεις του παρελθόντος και που το μέλλον προκύπτει διαλεκτικά από τις συνθήκες των δυο προηγουμένων, για την τέχνη του 21ου αιώνα αυτός ο ιστορικός κάνναβος μοιάζει να έχει διαρραγεί. Στη θέση των ισχυρών προσωπικοτήτων του παρελθόντος ή των ρευμάτων που υλοποιούν το ένα μέσα απ’ το άλλο το πρόταγμα της νεωτερικότητας σήμερα ισχύει μάλλον ένας «μηχανισμός» και η δεσποτεία της αγοράς που άγχεται μεν για όλο και πιο καινούργια προϊόντα αλλά όχι
Η ΑΥΓΗ • 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
39
5
ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ
Πάσχα εόρτιον; για την ιστορική αποκατάστασή τους. Κάτι πρέπει να χαθεί και κάτι να πεθάνει για να γεννήσει ένα έργο τέχνης. Κι αυτόν τον ισολογισμό των ψυχών και των μορφών αδυνατούν ν’ αντιληφθούν οι έμποροι. Ο Giorgio De Chirico παρέμεινε σε όλο του το βίο πεισματικά καχύποπτος προς οποιαδήποτε ρασιοναλιστική ευκολία ως προς την θήρα του αγριμιού «τέχνη», διατηρώντας το δικαίωμα να μην μετέχει στους ποικίλους ισμούς που τον διεκδικούσαν. Ήταν πάντα ο μάγος-εικονοποιός που μπορούσε να μεταφέρει την Αχερουσία λίμνη μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο και τους Κένταυρους στις πλατείες της Βερόνας ή της Πάρμας. Η Δέσποινα Καφενταράκη προσφυώς σηκώνει το πέπλο των αινιγμάτων του μεγάλου Βολιώτη υποδεικνύοντας τις μυστικές πηγές των εικόνων του: το άγαλμα της Αθηνάς λ.χ. έξω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό του Βόλου, το Μηχανουργείο Γκλαβάνη ή τα Λουτρά του Αναύρου, θέματα τα οποία κυριαρχούν σε πρώιμα και όψιμα έργα του. Συμπερασματικά μιλώντας θα υποστηρίζαμε τα εξής: Αν έγραφε κανείς μιαν ιστορία της σύγχρονης τέχνης ή μιαν επιτομή των γεγονότων του 20ου αιώνα το 1970, θα είχε σαφώς εύκολη δουλειά. Αρκεί να συνόψιζε μέσα στο ρεύμα της νεωτερικότητας τις διαλεκτικά εμφανιζόμενες εκδοχές της, δίκην ρευμάτων συχνά αντιτιθεμένων, λ.χ. κυβισμόςεξπρεσιονισμός, αφαίρεση-σουρεαλισμός, Dada-de Stijl, κ.λπ., και έπειτα να επέμεινε στην εξίσου διαλεκτική εξάντληση της νεωτερικής καθαρότητας μέσα από την στυλιστική διάχυση του μεταμοντέρνου. Ήδη εκείνη την εποχή μπορούσε με σχετική βεβαιότητα να ορίσει τα ονόματα εκείνα που δημιούργησαν ιστορία, καθιστάμενα ορόσημα της ροής της: Picasso, Duchamp, Bonnard, Matisse, Mondrian, Kandinsky, Klee, Malevich, Tatlin, Giacometti, Popova, De Chirico, Ernst, Magritte, Rivera, Brancusi κ.λπ. Αλλά μεταπολεμικά επίσης είναι ευδιάκριτες οι περιπτώσεις: Pollock, Rothko, Moore, Beuys, Fontana, Rauschenberg, Warhol, Bacon, Broothaers, Baselitz, Tinguely, Τάκις, Σαμαράς, Viola, Freud, Caro, Κουνέλλης, Louise Bourgeois κ.α. Σήμερα το κυρίαρχο Σύστημα, η «θεσμική τέχνη» των εστέτ φιλοσόφων RickieDanto, τείνει να υποκαταστήσει την ιστορία καθαυτή και τα υποκείμενα της στο όνομα ενός μηχανισμού που αναπτύσσεται ανιστορικά και με προτεραιότητες που καθορίζει η αγορά τέχνης. Εκτός πάλι, κι αν πρόκειται για την αδυναμία μας ν’ αναγνωρίσουμε μέσα στην πανσπερμία του Μεταμοντέρνου, τις περιπτώσεις εκείνες που σε πείσμα του τέλους της ιστορίας θα υποχρεώσουν πάλι τον τροχό της Ιστορίας να κυλήσει...1
Ο Μάνος Στεφανίδης είναι επ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών 1
Μάνος Στεφανίδης, Μια ιστορία της ζωγραφικής, πέμπτη έκδοση συμπληρωμένη, εκδ. Καστανιώτης, 2008, σ. 480
Έτσι συνηθίζεται. Μα φέτος ακόμη μια χρονιά οι άνθρωποι της έρημης χώρας περπατούν τον Γολγοθά. Βλέπουν κάπου στο βάθος το σώμα που κείται. Το σώμα που ανέστη, το σώμα που ίσως θα ‘θελαν να είναι το σώμα τους. Πάσχα σημαίνει έξοδος. Έξοδος στις αγορές, είπε ο θλιβερός της Ελιάς, του ΠΑΣΟΚ. Γιατί αυτό σκέπτεται. Αυτό έχει στο μυαλό του. Πώς δέσμιος θα είναι ο λαός εσαεί να κουβαλά το σταυρό του. Εκτός αν; Εκτός αν αυτό το μέγα Πάσχα ο λαός το αντιμετωπίσει ως την άλλη έξοδο, ως την όλη Έξοδο. Αν ο θρήνος δώσει την θέση του στην ελπίδα. Αλλά τώρα που ο δρόμος είναι τραχύς, ο δρόμος της Μεγάλης Εβδομάδας των χριστιανών, άξια μένει μια μικρή φράση του επισκόπου Ρώμης: «Με ποιον λέει να πάω η καρδιά μου». Αυτό το καίριο ερώτημα φανερώνει αλήθειες και ψέματα στην έρημη χώρα. Γιατί οι πραίτορες έχουν αποφασίσει. Έχουν δείξει χρόνια τώρα για το πού λέει η καρδιά τους να πάνε. Αλλά οι άλλοι, οι πολλοί; Τα θύματα; Με ποιον λέει να πάει η καρδιά τους; Ο Ιησούς, λένε οι πηγές, είχε διαλέξει με το ποιους θα πάει η καρδιά του. Τώρα; Σήμερα; Τι θα διαλέξει η καρδιά των ανθρώπων; Αυτών που είδαν την ζωή τους να γίνεται παρανάλωμα του πυρός στο όνομα μια σωτηρίας που δεν ήρθε ποτέ; Αυτών που το βιος ξεκληρίστηκε, τα όνειρά τους συντρίφθηκαν, αυτών που δεν μπόρεσαν να δουν το εόρτιον φώς. Ναι, είναι περίεργο αυτό το Πάσχα, είναι
αμφίσημο. Αλλά μη θεωρείτε ευγενικοί μου αναγνώστες ότι οι απαντήσεις αυτές που χρειάζονται είναι μονοσήμαντες. Θέλουν κόπο οι απαντήσεις που οδηγούν στην ελπίδα. Γιατί εύκολο είναι να μακελέψεις τους ανθρώπους. Δύσκολο είναι να βρεις τους δρόμους να δημιουργήσεις, να ξανακτίσεις πάνω στα ερείπια. Τούτο το Πάσχα κατά έναν τρόπο θα μπορούσε να γίνει όντως εόρτιον, όχι μόνο για τους χριστιανούς αλλά για το ό-
Η Ανάσταση, 1917-1919 Λάδι σε καμβά, 123,5 x 135,7 εκ. Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
λο σώμα των ανθρώπων της έρημης χώρας. Αν; Αν αίφνης μυστικά ο λαός αποφάσιζε να αιφνιδιάσει τους πραίτορες. Να τους στείλει γραφή ότι κουράστηκε απ’ όσα έχουν κάνει στην πλάτη του. Πάσχα ιερό, Πάσχα άγιο, Πάσχα πανσεβάσμιο, Πάσχα εόρτιον. Ναι, τώρα, όλο και πιο πολλοί πιστεύουμε ότι μπορεί να γίνει. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Η αίσθηση των πραγμάτων ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Η. ΚΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Άνω τελείες και τέτοια, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 42 Όλοι οι φιλόλογοι γράφουν ποιήματα... Αυτή θα μπορούσε να είναι η αφετηρία μιας προσέγγισης στα ποιήματα του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου, τα οποία, βέβαια, ως ποιήματα πανεπιστημιακού φιλολόγου μάλιστα, αναμένονται τουλάχιστον αΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ξιοπρεπή. Για όσους όμως παρακολουθούν τις ποιητικές εκδόσεις, αναμένονται, επίσης, μάλλον αδιάφορα. Διαβάζοντας όμως όχι την παρούσα αλλά την προηγούμενη συλλογή του, Εδουάρδοι και Αλφρέδοι (Μανδραγόρας, 2012), ήδη από την πρώτη σελίδα μας περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη: έχοντας πλήρη γνώση αυτού του «αναμενόμενου», ο Κωτόπουλος το θέτει ως ποιητικό διακύβευμα. Τι κάνει; Μήπως το θεματοποιεί, επιτείνοντας τον επίσης αναμενόμενο φιλολογισμό, που υποδύεται τη διακειμενικότητα; Όχι, προχωρά σε κάτι πιο ουσιώδες: σκηνοθετεί τον εαυτό του ως ποιητικό υποκείμενο, το οποίο μάλιστα υ-
πόκειται σε αυτές ακριβώς, τις φιλολογικές και πανεπιστημιακές δεσμεύσεις. Δηλαδή, κάνει την αποφασιστική κίνηση, ώστε να ξεφύγει από την ασφάλεια της ιδιότητας και να εκτεθεί στο ρίσκο της ποίησης. Γιατί η σκηνοθέτηση εγείρει όλες τις απαιτήσεις της ποιητικής αφήγησης. Η ανά χείρας ποιητική συλλογή, Άνω τελείες και τέτοια, επίσης στην πρώτη σελίδα της, ξαναπιάνει το νήμα από αυτό ακριβώς το σημείο, εκτιθέμενη μάλιστα στις δυνάμεις που αυλακώνουν το πρόσωπο του παρόντος: Δεν προλαβαίνω να ιστορήσω τον καιρό και την εποχή μου. Οι υπόλοιποι στο μεταξύ, τα τρωκτικά των νέων καιρών, θεματοποιούν τα της κρίσης. Διηγήματα, συλλογές (αντι)ποιητικές και τέτοια∙ φιέστες Η αναστοχαστική κριτική και διάθεση διατηρείται και στα επόμενα ποιήματα, μέχρι που καταλαγιάζει, οπότε και αναδύονται πάλι οι αφετηριακές, επαγγελματικές επιβαρύνσεις, μέσα από τη συνάντηση με το ανώδυνο, ποιητικοφανές καλαμπούρι, που ευδοκίμησε, εκτός των άλλων, και ως «δημιουργική γραφή» στον πανεπιστημιακό ιδρυματισμό, σε ρόλο πειθήνιου γελωτοποιού της φιλολογικής και εν γένει εξουσίας.
Κι εδώ είναι που κρίνονται οι προθέσεις και οι δυνατότητες. Εδώ, με την έκθεση στις πραγματικές συνθήκες, αλλά κυρίως με την υπέρβασή τους, η γραφή του Κωτόπουλου δικαιώνεται λογοτεχνικά. Ανοίγοντας τον ορίζοντα, ανατρέχει στα ερείσματα της παιδικής ηλικίας και τις περιπέτειες της νεότητας. Επιστρέφω οριστικά στους θρύλους και τις κατάρες μου Μια ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή, με έκδηλη τη θεωρητική αγωνία για το είδος της ποίησης που αναλογεί στις μέρες μας, με ενδιαφέρουσα την προσπάθεια να αναδείξει επιτέλους ένα πρόταγμα ευρύτερης σημασίας: Η παλικαριά, πατέρα, η ομηρική μπορεί να είναι μια κουβέντα, ένα βλέμμα, η αγέρωχη στάση της μάνας και στην κουζίνα. Το ζητούμενο των καιρών είναι τέτοιες ακριβώς ποιητικές στάσεις, καθώς και οι ανάλογες φιλολογικές που θα τις αναδείξουν. Δεν έχω όμως καμιά αμφιβολία, ότι η δύναμη της συνήθειας και της αδράνειας θα τις απορροφήσει εν τη γενέσει τους, απορροφώντας και τους ίδιους τους εν δυνάμει δημιουργούς στην ανυπαρξία της φιλολογικής συμβατικότητας. Πλέον χρειάζεται κάτι δραστικότερο: γενναιότητα ποιητική. Κι όποιος αντέξει.
40
Η ΑΥΓΗ • 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
6
Ριζοσπαστική δημοκρατία
ΜΝ ΕΡΝΕΣ ΗΜΗ ΤΟ ΛΑΚ ΛΑΟΥ
και συλλογικά κινήματα σήμερα Προδημοσίευση από τον τόμο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ashgate, στα αγγλικά, με την επιμέλεια των Αλ. Κιουπκιολή και Γ. Κατσαμπέκη.
Βιοπολιτική του πλήθους ενάντια στη μετα-μαρξιστική ηγεμονία Τρεις τουλάχιστον διαστάσεις της ηγεμονικής πολιτικής θα έπρεπε εύλογα να διατηρηθούν σε σημερινά εγχειρήματα που προσβλέπουν στην ανάπτυξη αυτόνομων και εξισωτικών κοινωνικών ενώσεων. Με βάση τη λογική παραδοχή ότι τα κατεστημένα συμφέροντα, οι πλουτοκράτες και οι κρατούσες ολιγαρχίες δεν θα εγκαταλείψουν εκούσια την εξουσία τους, την ιδιοκτησία τους και τα προνόμιά τους, θα είναι απαραίτητο να συνεχιστεί ένας ηγεμονικός αγώνας για την αναδιάταξη των σημερινών ισορροπιών δυνάμεων και την αντικατάστασή τους με μια διαφορετική δομή εξουσίας που θα επιδιώξει να ελαχιστοποιήσει την κυριαρχία, τις ιεΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ
ραρχίες και τους αποκλεισμούς. Υπολείμματα ανισομερούς, συγκεντρωτικής εξουσίας είναι πιθανόν επίσης να διατηρούνται μέσα στην ίδια τη συλλογική αυτοδιαχείριση των κοινών, όπως φανερώνει το παράδειγμα των κοινοτήτων ανοικτού λογισμικού. Η αποτελεσματική διαχείριση των κωδίκων που είναι ελεύθερα διαθέσιμοι σε όλους συνδυάζει τις εθελοντικές συνεισφορές μιας δυνάμει απεριόριστης κοινότητας χρηστών, που διακρίνονται από ποικίλους βαθμούς εμπειρίας και ενδιαφέροντος με έναν προσηλωμένο πυρήνα κύριων προγραμματιστών που επιβλέπουν υπεύθυνα τη διαδικασία της ανάπτυξης μιας βασικής εκδοχής του κώδικα.1 Δεύτερον, ακόμη και αν οραματίζεται κανείς πιο ελεύθερους, πλουραλιστικούς και εξισωτικούς κόσμους, και τους αγώνες για την πραγμάτωσή τους, με τους όρους συναρμογών που συνεργάζονται εν μέρει και συγκρούονται από άλλες πλευρές, ένας βαθμός ηγεμονίας ως συλλογικής ενότητας-συνοχής θα είναι πάντα απαραίτητος για να αποφεύγονται αμοιβαία καταστροφικές αντιθέσεις. Αυτή η συνοχή-ενότητα θα ήταν περιττή μόνο αν οι κοινωνικές και ατομικές διαφορές εναρμονίζονταν αυτόματα μεταξύ τους, και ολέθριες συγκρούσεις μπορούσαν να αποφευχθούν με κάποιο μαγικό τρόπο, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Τρίτον, σχέσεις αντιπροσώπευσης και η διαλεκτική μερικού/καθολικού, με την οποία μια επιμέρους δύναμη αναλαμβάνει καθολικά καθήκοντα και μιλά στο όνομα του συνόλου, θα αναπαράγονται σε κάθε συλλογικότητα όπου η βούληση των πολλών δεν θα συμπίπτει με τη βούληση όλων. Μια τέτοια σύγκλιση δεν είναι λογικά αδιανόητη, αλλά είναι εμπειρικά απίθανη σε κοινωνίες με ελεύθερες, ποικίλες και διαφοροποιούμενες μοναδικότητες όπου κανένας καθολικός λόγος, καμία φύση και καμία ομοιογενής παράδοση δεν εγγυάται την τελική συμφωνία διαφορετικών αντιλήψεων, αξιών και επιδιώξεων στις πολιτικές διαδράσεις.
Για μια άλλη ηγεμονία του πλήθους Ωστόσο, ακόμη και αν διέπεται από τα τυπικά χαρακτηριστικά της ανισομερούς εξουσίας, της ενοποίησης και της αντιπροσώπευσης, μια σύγχρονη ηγεμονία αυτοοργανωμένων πολλαπλοτήτων θα διαρρήξει πολλά δεσμά ανισότητας, ετερονομίας και καταπίεσης της πολιτικής της ηγεμονίας. Ας ξεκινήσουμε με τις κάθετες, ανισομερείς σχέσεις εξουσίες. Ενάντια στην κυρίαρχη δύναμη ενός κόμματος που καθοδηγείται από «στρατηγούς»,2 ενάντια στη συνεκτική λειτουργία που αναλαμβάνουν ηγέτες και αυτόνομοι αντιπρόσωποι, και έναντια στην προβολή της ανάγκης για ασύμμετρη εξουσία,3 η εξισωτική πολιτική των πολλών επιδιώκει σήμερα μια οριζόντια, μη ιεραρχική συλλογική οργάνωση σε δίκτυα που προωθεί την ίση συμμετοχή όλων, απορρίπτοντας τις κομματικές γραφειοκρατίες, τους ηγέτες και την κυρίαρχη
Ευαγγελισμός, 1918 - 1919 Λάδι και φύλλα χρυσού σε καμβά, 60 x 40,3 εκ. Δωρεά Μπέρτας Αθανασίου Ζωγράφου Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
αντιπροσώπευση. Η πιθανή επιβίωση ή εκ νέου ανάδυση ιεραρχιών και σχέσεων εξουσίας εξαιτίας της ύπαρξης άνισων ικανοτήτων και μιας ενδεχόμενης αδυναμίας να επιτευχθεί η ελεύθερη συναίνεση δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως μοιραία κατάσταση στην οποία θα πρέπει να υποταχθούμε. Θα πρέπει να εκλαμβάνονται, απεναντίας, ως ένας πάντοτε παρών κίνδυνος. Οι ελεύθερες συλλογικότητες θα πρέπει να διατηρούν και να οξύνουν την επίγνωση αυτής της δυνατότητας και θα πρέπει να θεσπίσουν διάφορες διαδικασίες αντιπαράθεσης, αμφισβήτησης και αγώνα που θα συμβάλλουν στη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη της ίσης ελευθερίας. Οι αυτόνομες πολλαπλότητες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν ποικίλες μορφές συγκεντρωτισμού, όπως γενικές συνελεύσεις που θα συντονίζουν πολλές μικρότερες συνελεύσεις και διάφορες κινητοποιήσεις, ή αφοσιωμένες ομάδες ατόμων που συμμετέχουν συστηματικά σε ανοικτές συλλογικές διαδικασίες για τη διαχείριση κοινών πόρων, σε στενό διάλογο με τις ευρύτερες κοινότητες που υπηρετούν. Αλλά η κυρίαρχη επιδίωξη θα στρέφεται ενάντια στους αποκλεισμούς, τις ιεραρχίες και τους ηγέτες, και θα πρέπει να διεξάγεται ένας συνεχής αγώνας για το άνοιγμα της πρόσβασης και την εξίσωση των σχέσεων εξουσίας στις πρακτικές της συλλογικής αυτοκυβέρνησης. Στον βαθμό που είναι πάντα πιθανή η επανεμφάνιση ασύμμετρων σχέσεων ισχύος, ή στο μέτρο που είναι σκόπιμο να συγκροτηθούν τέτοιες σχέσεις υπό ιδιαίτερες συνθήκες, η πλήρης οριζοντιότητα δεν μπορεί να αποτελεί μια μόνιμη κατάσταση, αλλά θα είναι ένας ορίζοντας διαρκούς πάλης ενάντια στα υπολείμματα της άνισης, ιεραρχικής και συγκεντρωτικής εξουσίας. Απέναντι στους αντιπάλους μιας ριζοσπαστικής δημοκρατίας του πλήθους θα πρέπει να ασκηθεί μια άνιση εξουσία, τόσο κατά τη διάρκεια των αγώνων για την εγκαθίδρυση αυτής της δημοκρατίας όσο και εν συνεχεία για τη διαφύλαξή της. Αλλά οι εχθροί της ισότιμης και πλουραλιστικής αυτοοργά-
νωσης θα είναι οι υπερασπιστές κατεστημένων συμφερόντων, ιεραρχικών και αποκλεισμών. Έτσι η συλλογική εξουσία θα ασκηθεί ενάντια στους φορείς και τα ερείσματα της κυριαρχίας. Ενάντια στις εδραιωμένες και μαχητικές ελίτ θα πρέπει επίσης να κινητοποιηθούν ισχυρές «αντιεξουσίες» ώστε να καταστεί δυνατή η συλλογική επανοικειοποίηση των κοινών και να μπει τέλος στην περιβαλλοντική καταστροφή. Αλλά καμία κυρίαρχη εξουσία δεν θα πρέπει να επιβάλει τα σχήμα της εξισωτικής της αυτοδιαχείρισης σε άτομα και συλλογικότητες που διαφωνούν, καθώς κάτι τέτοιο αντίκειται στην ίδια την ιδέα της ελεύθερης συλλογικής αυτοοργάνωσης. Προχωρώντας τώρα στην ενότητα του ηγεμονικού μπλοκ τον τρόπο σύνθεσής του- η θετική αξιολόγηση της ποικιλομορφίας και των αυτόνομων συντακτικών πρακτικών από τα «νεότατα κοινωνικά κινήματα»4 οδηγεί σε μια αρχή ενότητας που συγκρούεται κατά μέτωπο με την κατά Γκράσμι πνευματική, ηθική, πολιτική και οικονομική ομοιογένεια η οποία επιβάλλεται στο σύνολο από ηγετικές ομάδες και το κράτος.5 Τη νέα αρχή του ελεύθερου και εξισωτικού πλουραλισμού στις μορφές της κοινωνικής συνένωσης, στις συμμετοχικές οικονομίες κ.ο.κ. συνοψίζει εύγλωττα ένα γνωστό σύνθημα των Ζαπατίστας: «Ένα Όχι, πολλά Ναι»: ένα όχι στην παγκόσμια ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, πολλά ναι στα ποικίλα σχήματα των ελεύθερων και ισότιμων κοινωνιών που θέλουμε να δημιουργήσουμε σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη. Η ανάγκη για συνοχή και η προσήλωση στην αρχή της ίσης ελευθερίας θα θέσουν όρια στο εύρος της δυνατής και αποδεκτής ποικιλομορφίας. Αλλά τα έσχατα όριά της δεν θα καθοριστούν πλήρως εξ αρχής και ο σκοπός θα είναι να επιτρέπεται η μεγαλύτερη δυνατή διαφοροποίηση των ατόμων και των ομάδων, πέρα από οποιαδήποτε καθολική ορθοδοξία ή την επιβολή μιας «ιδανικής ελευθερίας». Τέλος, η αντιπροσώπευση και η ηγεσία των «αντιπροσώπων». Αυτή είναι μια άλλη καταστατική δομή της ηγεμονίας που διασαλεύεται άρδην και μετασχηματίζεται στους σημερινούς αγώνες του πλήθους. Είναι γεγονός ότι «μειοψηφίες ακτιβιστών» ήταν εκείνες που στήσαν τους καταυλισμούς σε κεντρικές πλατείες της Μεσογείου και στη Βόρεια Αμερική μίλησαν στο όνομα του «λαού» ή του 99%, αν και πόρρω απείχαν από το να συγκεντρώνουν στην πράξη τη λαϊκή πλειοψηφία. Αλλά αυτή η μορφή αντιπροσώπευσης ελάχιστη σχέση έχει με τις θεσμοθετημένες μορφές πολιτικής αντιπροσώπευσης στις φιλελεύθερες δημοκρατίας. Οι αντιπρόσωποι εν προκειμένω δεν συγκροτούν μια κλειστή ελίτ ούτε διαχωρίζονται από την κοινωνία, ασκώντας κυρίαρχη εξουσία πάνω σε αυτούς που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Οι μειοψηφίες που κινητοποιούνται εγκαθιδρύουν χώρους συλλογικής πολιτικής συμμετοχής και διαβούλευσης, που είναι προσιτοί σε όλες/ους στη βάση της ισότητας. Οι γενικές συνελεύσεις των πλατειών λειτούργησαν ως κοινές δεξαμενές συλλογικής αυτοδιαχείρισης που ήταν ελεύθερα ανοικτές σε όλους, χωρίς ηγέτες και αποκλειστικούς τυπικούς κανόνες. Ως συλλογικοί εκπρόσωποι, αυτές οι συνελεύσεις ανοίγουν την αντιπροσώπευση στην ενεργό εμπλοκή και την ευρύτερη επιρροή των «αντιπροσωπευόμενων» -της κοινωνίας ή του λαού τον οποίο εκπροσωπούν. Απο-προσωποποιούν την αντιπροσώπευση, οι λειτουργίες της οποίας επιτελούνται από ανώνυμα, μεταβλητά πλήθη. Ως αποτέλεσμα, κανένας επιμέρους αντιπρόσωπος δεν διαθέτει κυρίαρχη εξουσία και κάθε πολίτης μπορεί να συμμετάσχει στη διαδικασία. Η «ηγεσία» την οποία θα μπορούσαν να ασκήσουν τέτοια κινήματα στην κοινωνία δεν είναι απλώς συλλογική, αλλά ανοικτή σε όλους, συμμετοχική και μεταβαλλόμενη, παντρεύοντας με έναν μοναδικό τρόπο την αντιπροσωπευτική με την άμεση δημοκρατία. 1
Βλ. Leadbeater (2009), Ljungberg (2000), Valverde, Solé (2007). Gramsci (1971), σ. 153. 3 Laclau (1996), σσ. 43, 54-57, (2000), σσ. 207-212. 4 Βλ. Day (2005). 5 Gramsci (1971), σσ. 152-3, 181-2, 239, 244, 266, 333, 418. 2
Η ΑΥΓΗ • 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
41
7
Το «Ανεστραμμένο ύψος του ποιήματος» ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΑΣ, Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 64 Μέσα στην ποιητική γλώσσα, η ποίηση αναδεικνύεται ως η εκθετική ανάπτυξη της σημασίας, δηλαδή ως η μέχρι των ακραίων ορίων διεύρυνση του σημασιακού πεδίου των λέξεων, οι οποίες είναι με τέτοιον τρόπο διευθετημένες στην ποιητική πρόταση ώστε να συγκροτούν πράγματι γλώσσα ποιητική, δηλαδή ψυχοδυναμικό σχεδίασμα μορφών και ηχοεικόνων. Ωστόσο, αυτή η ανοδική ανάπτυξη των μορφών και των ηχοεικόνων συχνά επισκιάζεται και υποφέρει τον βαθμό μηδέν της δυναμικής της, οσάκις η χαρακτηριστική
ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ ευκολία μιας εξωτερικής ποιητικής κατασκευής επικρατεί και επιβάλλεται ως αποτέλεσμα της γραμμικής διαδοχής λέξεων και εικόνων προκειμένου να περιγραφεί μια συναισθηματική εκδοχή τού προφανούς, ή προκειμένου το προφανές να επανέρχεται διαρκώς, αυτοποιούμενο και αυτοποιητικό. Οι σκέψεις αυτές για την ποιητική γλώσσα έχουν ως στόχο να καταδείξουν την πτωτική κατάσταση κυρίως της πρόσφατης «ποιητικής παραγωγής», κατάστασης η οποία, μέσω της μάλλον ομόθυμης αποδοχής της, παραποιεί την ποιητική γλώσσα, σε βαθμό μάλιστα που η φανέρωση του ψυχοδυναμικού σχεδιάσματος της ποιητικής στιγμής να βρίσκεται πλέον σε σπανιότητα, μολονότι θα μπορούσε κάποιος ορθά να ισχυρισθεί ότι ίσια ίσια αυτή η τωρινή σπανιότητα είναι που κάνει περισσότερο πολύτιμη τη φανέρωση της ποιητικής στιγμής. Έχω την εντύπωση ότι η ποιητική εργασία του Αλέξανδρου Μηλιά, για την οποία γίνεται εδώ ο λόγος, αποπνέει το άρωμα μιας τέτοιας σπανιότητας, εμπίπτει, δηλαδή, στον χώρο του ψυχοδυναμικού σχεδιάσματος το οποίο συγκροτεί την ποιητική γλώσσα. Θέλω να πω ότι στην περίπτωση του Μηλιά, το σχεδίασμά του είναι ήδη μια γλώσσα που αναστοχάζεται τον ποιητικό της εαυτό, που τον εκθέτει κατά τρόπον ώστε ο αναστοχασμός να την επιστρέφει σε καταγωγικές περιοχές, και από αυτές τις περιοχές να προβάλλει το δικαίωμά της να είναι γλώσσα ποιητική, να είναι εκθετική ανάπτυξη των λέξεών της και επιπλέον δυναμική εκτύλιξη μορφών και ηχοεικόνων: Συλλαμβάνοντας την απουσία τόπου να σε υποδεχθώ, το μεγαλείο σκέφτηκα της γλώσσας, ας προστάξει θάνατο σε μικρές κυρίες δίχως καρδιά, σε φράσεις σφήνες νοημάτων. Δεν πρέπει άλλο να έχω την πολυτέλεια αγγίγματος ρωγμών. Μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε ότι στο παραπάνω ποιητικό χωρίο η τεχνική, μέσω της οποίας διευθετούνται οι λέξεις προκειμένου να συγκροτήσουν γλώσσα ποιητική και αναστοχαστική, είναι η τεχνική μιας οιονεί αποσπασματικής παράστασης, μιας και δηλώνεται εξ αρχής η απόγνωση της απουσίας τόπου υποδοχής μιας, εντούτοις, αποσιωπούμενης «μητρικής» μορφής μέσα στην ποιητική γλώσσα, η οποία, ωστόσο, νοσταλγικά διατηρεί το μεγαλείο της ως ψυχικής δυναμικής. Κατά συνέπεια, οι προσφερόμενες ποιητικές προτάσεις δεν είναι δυνατόν να εισβάλλουν σε οποιοδήποτε προφανές νόημα, αλλά, αντίθετα, προϋποθέτουν έναν θάνατο νοήματος ως εκκίνηση του ψυχοδυναμικού σχεδιάσματος, οπότε, και εξαιτίας αυτής της αδυναμίας, το ίδιο το σχεδίασμα παραμένει αδιέξοδο ως «πολυτέλεια αγγίγματος ρωγμών». Θα είχαμε, λοιπόν, το δικαίωμα να συμπεράνουμε ότι το ποιητικό χωρίο με αυτή την ψυχοδυναμική διευθέτηση των λέξεών του μορφοποιείται ως σκελετός μιας ακολουθίας ηχοεικόνων, οι οποίες αναστοχάζονται τις καταγωγικές περιοχές των αισθητικών και ψυχικών του καταστάσεων που άλλοτε, μέσα στο μεγαλείο της ποιητικής γλώσσας, αποτύπωναν τα πανίσχυρα ίχνη της δημιουργικής και διαλεκτικής μετουσίωσης στιγμών βιωμένης ζωής. Το χέρι της μητέρας μου αρκούσε,
Τα αγαθά της συγκοινωνίας, 1920 - 1925, Λάδι και μολύβι σε καμβά, 34,8 x 69,3 εκ. Κληροδοσία αντί Φόρου Κληρονομίας Νικολάου Παρθένη Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου
στην κορυφή με έστελνε των πύργων. [...] Και σκάβω τις ρωγμές των πετρωμάτων, το χέρι της κλεισμένο του θανάτου. Απ’ την ζωή με αποσπά σαν να ‘χω μόνος μου από καιρό πεθάνει. Η τεχνική είναι και εδώ η ίδια. Με τη διαφορά ότι η «μητρική» μορφή τώρα λέγεται, γεμίζοντας τον χώρο της απουσίας με το χέρι του θανάτου να εποπτεύει την αποτύπωση της μορφής, όχι ως κυριολεκτικού νοήματος, αλλά ως καθαρής μορφής με πολλαπλές σημασίες, οι οποίες δεν αναστέλλουν πλέον το άγγιγμα ρωγμών, όπως προηγουμένως, αλλά, απεναντίας, σκάβουν «τις ρωγμές των πετρωμάτων» με το δικαίωμα που τους δίνει το χέρι της μορφής κλεισμένο του θανάτου. Άλλωστε, το δικαίωμα αυτό είναι πάνω απ’ όλα ένα δικαίωμα γραφής του ποιήματος - το μόνο δικαίωμα που το ποίημα διεκδικεί απέναντι στις λέξεις και τα πράγματα, και ίσως απέναντι στον ίδιο τον δημιουργό του, για τον οποίο το ύψος του ποιήματος αναστρέφει τη ματαίωση της στιγμής εκείνης κατά την οποία το βιωμένο αναβιώνεται ως μια κοιμώμενη απορία μη-εκπλήρωσης ή έστω αδυνατότητα εκπλήρωσης εν εγρηγόρσει συναισθημάτων, ψυχικών ρήξεων και καταγωγικών ιχνών. Το ψυχοδυναμικό σχεδίασμα του ποιήματος αναδύεται έτσι ως μια καινούργια μορφή ματαίωσης, την οποία, ωστόσο, επιβάλλουν στον δημιουργό οι αλληλουχίες των μορφών και των ηχοεικόνων που επιλέγει προκειμένου να ομολογήσει τη ματαίωσή του: [...] θα βγαίνω νεκρός από ύπνο, μόνος μου στο ανεστραμμένο ύψος του ποιήματος, για να κερδίζω τόση αγάπη όση ξεχνώ να καταβάλω κι όση μπορώ να μην ζητώ - στ’ αλήθεια ματαιωμένος. Μίλησα ήδη για την μέσα στο ποίημα απουσία «μητρικής» μορφής και στη συνέχεια για μια μάλλον αιφνίδια παρουσία της, η οποία ωστόσο ερμηνεύει την απουσία, ομολογώντας τη ματαίωση που επιβάλλουν στον δημιουργό οι αλληλουχίες μορφών και ηχοεικόνων. Θα πρέπει να διευκρινίσω ότι κάθε ποίημα, στο βαθμό που συγκροτεί ποιητική γλώσσα, δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ένας αδιάκοπος μετασχηματισμός αυτής της «μητρικής» μορφής ως καθαρής μορφής, μη κυριολεκτικής αλλά μετουσιωμένης μέσα σε διαδοχικές παραλλαγές, υποθέσεις και περιφράσεις. Στο υπό συζήτηση ποιητικό κείμενο του Μηλιά, ο αδιάκοπος μετασχηματισμός, η υποτιθέμενη απουσία και/ή παρουσία, καθώς και οι συνεχείς παραφράσεις της «μητρικής» μορφής είναι ο κανόνας των ποιημάτων και των ποιητικών αναδύσεων μέσω της γλώσσας και προς χάριν της γλώσσας - μια ελάχιστη λέξη αλλά βαρύ-
νουσα, τόσο ώστε να παρέχει έναν ευρύτατο συγκινησιακό χώρο ανάπτυξης της «μητρικής» μορφής: Η τεφρή μου χάρη δεν θα εξαντληθεί στον σπαραγμό για την μητέρα, στην απορημένη όψη της ενώ θα βλέπει να βογγώ τον θάνατό της. Ούτως ή άλλως είναι ζωντανή.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ
Σίμωνος τινός... «....επιλαβόμενοι Σίμωνός τινός Κυρηναίου ερχομένου απ’ αγρού επέθηκαν αυτώ τον σταυρόν φέρειν οπίσω του Ιησού» Κατά Λουκάν Τον έσυραν που γύριζε από το χωράφι του Τού φόρτωσαν δυο σταυρωμένα ξύλα, στανικώς και τού ‘δειξαν ν’ ακολουθήσει αυτόν εκεί: «Τον θεομπαίχτη!» του είπαν Ώρα που ηλιόγερνε κι η κουστωδία ανηφόριζε Παράτησε τα σύνεργά του της δουλειάς αδέσποτα - μετά από το δρεπάνι το σφυρί και τον λοστό για τον ληστή ή τον επικαρπωτή που παραμόνευε Είδε την κεφαλή ψηλά που διαλύονταν στο φως κι εκεί στη σύναξη των πλανητών τους έχασε Τότε αποκόπηκε απ’ την εντολή... Και τού ‘μεινε μοίρα δική του πια στους ώμους του ο σταυρός Περνούσαν πάνω του οι εποχές δρεπανηφόρες ανατροπές των καθεστώτων αλλαγές νομίσματος Όλα τα σύνεργά του σκόρπια, χθεσινά κι αυριανά, απ’ το σφυρί στη μηχανή στον μολυβδοπελεκητή Κι ερχόταν τώρα από την τελευταία του επιστράτευση να καταθέτει νόμους να υπογράφει τις συναλλαγές ερχόταν απ’ τις αγορές Από την απομάγευση του χρόνου και του κόσμου Γιάννης Δάλλας
42
Η ΑΥΓΗ 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2014
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
8
Ξαναδιαβάζοντας
κλασικά βιβλία
Immanuel Kant, Προς την αιώνια ειρήνη Πρόσφυγες, μετανάστες και το καντιανό «δίκαιο της φιλοξενίας» Είναι σχεδόν αδύνατο να στοχαστούμε τη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα δίχως μια σειρά από έννοιες που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με τη σκέψη του Καντ και το έργο του Προς την Αιώνια Ειρήνη (1795) - διαχρονικά, έτσι κι αλλιώς, το πλέον πολυδιαβασμένο σύγγραμμα του φιλοσόφου. Απλοποιώντας ασφαλώς, το βασικό επιχείρημα του έργου θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: Η αιώνια ειρήνευση, η άρση των όρων που ευνοούν και αναπαράγουν την έριδα μεταξύ ανθρώπων και λαών, δεν πρέπει να νοηθεί ως φιλοσοφική φαντασίωση. Απεναντίας, είναι καθήκον ανθρώπινης ευπραξίας, αμέριστα ισχυρό και (άρα) πραγματώσιμο. ΣυΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΜΗΤΑ
ναρτάται με τη βαθμιαία εδραίωση τριών αυτοτελών πλην αλληλένδετων προϋποθέσεων: Πρέπει τα επιμέρους κράτη να είναι εσωτερικά οργανωμένα ως εύτακτες πολιτείες δικαίου («1ο οριστικό άρθρο για την αιώνια ειρήνη»), εξωτερικά συνενωμένα σε μια εθελούσια ένωση αυτόνομων πολιτειών («2ο άρθρο») και να τηρούν την αρχή της καθολικής φιλοξενίας («3ο άρθρο»). Τα δύο πρώτα άρθρα παραδοσιακά μονοπωλούν το κριτικό ενδιαφέρον. Καθαυτή, η διεθνής εμπειρία διαρκώς ανανεώνει/μετατονίζει την επικαιρότητά τους. Οι απαντήσεις αναπαράγονται -οι ίδιες- ως διαδοχικά ερωτήματα (τι σημαίνει α. εθελούσια β. ένωση γ. εύτακτων πολιτειών). Πλάι στα δύο πρώτα άρθρα και σε αντίθεση με αυτά, μένει ωστόσο άμοιρο σχολιασμού το τρίτο - που αφορά ένα ζήτημα εξίσου επίκαιρο και αναπόφευκτα συναφές (ποια η σχέση μιας πολιτείας με κάποιον που εισέρχεται σε αυτήν ως ξένος, δηλ. μη πολίτης). Θα θέλαμε, διά του παρόντος κειμένου να εστιάσουμε εκεί. Η αρχή της φιλοξενίας δεν έλκεται από αισθήματα, παρ’ όλους τους ετυμολογικούς συνειρμούς που η ίδια η λέξη γεννά («φιλό-»). Το κείμενο είναι σαφές: «Εδώ, όπως και στα προηγούμενα άρθρα, δεν πρόκειται για ζήτημα φιλανθρωπίας αλλά δικαιώματος» [δική μας μετάφραση, οι υπογραμμίσεις του φιλοσόφου]. Το περιεχόμενο του κοσμοπολιτικού δικαίου (: όχι δίκαιο μιας επιμέρους πολιτείας, ούτε δίκαιο υπερεθνικό, αλλά δίκαιο μιας οιονεί πανανθρώπινης πολιτείας) «πρέπει να περιοριστεί» στο δικαίωμα φιλοξενίας. Η φιλοξενία με άλλα λόγια είναι ο πυρήνας αλλά συνάμα και το όριο του κοσμοπολιτικού δικαίου. Το συζητούμενο δικαίωμα είναι το μόνο που καταρχάς μπορεί να επικαλεστεί ένας τρίτος που εισέρχεται σε ξένη επικράτεια. Από την άλλη όμως, ορίζεται ως αυθεντικό δικαίωμα και με σαφή περιεχόμενα: «Η φιλοξενία σημαίνει το δικαίωμα ενός ξένου να μην αντιμετωπίζεται με εχθρότητα απλώς επειδή έχει αφιχθεί σε ξένο έδαφος. Οι άλλοι δύνανται να μην τον δεχθούν, εάν τούτο μπορεί να γίνει δίχως συνέπεια αφανισμού του, αλλά -για όσο αυτός συμπεριφέρεται ειρηνικά εκεί όπου βρίσκεται- δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται με εχθρότητα. Δεν εγείρεται, για την ακρίβεια, το δικαίωμα να είναι κανείς φιλοξενούμενος (διότι τότε θα χρειαζόταν μια ειδική ευνοϊκή συμφωνία, που θα τον καθιστούσε μέλος του οίκου για ορισμένο διάστημα), αλλά το δικαίωμα επίσκεψης· το δικαίωμα να θέτεις εαυτόν σε κοινωνία προς άλλους ανήκει σε όλα τα ανθρώπινα όντα, δυνάμει του δικαιώματος κοινής κατοχής της γήινης επιφάνειας, επί της οποίας οι άνθρωποι -καθώς είναι σφαιρική- δεν μπορούν να διασκορπίζονται επ’ άπειρον,
αλλά εντέλει αναγκάζονται να συνυπάρχουν και να υπομένουν την παρουσία του άλλου. Και κανείς δεν έχει πρωταρχικά περισσότερο δικαίωμα από τον άλλο να ευρίσκεται σ’ ένα ορισμένο σημείο της γης». Συχνά διαβάζεται στις γραμμές αυτές η εκ μέρους του Καντ υπόρρητη καταδίκη της αποικιοκρατικής τακτικής των ισχυρών κρατών της εποχής. Το άρθρο περιορίζει δηλαδή το δικαίωμα του επισκέπτη («εποίκου») σε αυτό της υπό όρους φιλοξενίας, ώστε να τηρηθούν εχέγγυα εδαφικής και πολιτικής ακεραιότητας για τις χώρες υποδοχής («αποικίες»). Την ερμηνεία αυτή ενθαρρύνει το κείμενο, καθώς πιο κάτω διακρίνει το συζητούμενο δικαίωμα από «την αφιλόξενη στάση των πολιτισμένων λαών της ηπείρου μας» και «την αδικία που επιδεικνύουν όταν επισκέπτονται ξένα εδάφη και λαούς (κάτι που, για αυτούς, ισοδυναμεί με κατάκτηση)». Είναι άλλο, όμως, να ισχυριζόμαστε ότι το περιεχόμενο του δικαιώματος φιλοξενίας αποκλείει αυτή την, επιεικώς αφιλόξενη και ουσιωδώς άδικη, πρακτική και άλλο ότι το νόημά του εξαντλείται οριστικά εκεί. Εάν η κανονιστική εμβέλεια του δικαιώματος περιβάλλει ολόκληρο τον κόσμο και όχι μονάχα την Ευρώπη, τότε ενέχει ισχύ και στην αντίστροφη περίπτωση: να αυτοπαρουσιάζεται δηλαδή αξιώνοντας φιλοξενία κάποιος ξένος επί ευρωπαϊκού εδάφους. Διαβάζοντας προσεκτικά το καντιανό κείμενο, γίνεται σαφές ότι στο βεληνεκές του συζητούμενου δικαιώματος περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις αθέλητου εκπατρισμού - και όχι μόνο εμπρόθετης εισέλευσης σε ξένη γη: Η εχθρική αντιμετώπιση, λόγου χάρη, που επιδεικνύουν οι «κάτοικοι παράκτιων εδαφών έναντι των ναυαγών» που καταφθάνουν στη γη τους στηλιτεύεται ρητά ως αφιλόξενη, άρα παράνομη βάσει δικαίου της φιλοξενίας.
Από το δικαίωμα φιλοξενίας απορρέουν τρεις συνέπειες: η μία ως προκριματική του δικαιώματος, η δεύτερη ως αποφατική του όψη και η τρίτη ως καταφατική. Καταρχάς, αυτονόητη προκριματική απόρροια του δικαιώματος φιλοξενίας είναι το δικαίωμα ταξιδιού με την έννοια της εισόδου και εξόδου από χώρα. Καθένας νομιμοποιείται να ταξιδεύει σε οποιοδήποτε κομμάτι της γης, να μη στερείται αυθαιρέτως τη δυνατότητα εξόδου του από μία χώρα και παρουσίασής του -καταρχήν- σε μία άλλη. Εάν δε στη συνέχεια εισέλθει στη χώρα φιλοξενίας, αξιώνει αφενός αποφατικά ελευθερία από τυχόν εχθρική αντιμετώπιση, αφετέρου ελευθερία προς παρουσίαση και συμμετοχή στο δημόσιο χώρο της. Το δικαίωμα φιλοξενίας, εν συνόψει, αναλύεται στα εξής υπο-δικαιώματα: ελευθερία εισόδου-εξόδου (προκριματική διάσταση), ελευθερία από εχθρότητα (αποφατική διάσταση) και ελευθερία ερχομού σε κοινωνία (καταφατική διάσταση). Η ίδια η περατότητα της ανθρώπινης γεωγραφίας συνεπάγεται ότι άνθρωποι και κοινωνίες δεν δύνανται να αποφύγουν τη διάδραση αναμεταξύ τους. Υπονοείται αρχικά, εδώ, ότι τα ανθρώπινα υποκείμενα δεν είναι σε θέση να διαφεύγουν διαρκώς τυχόν διώξεις ή αδικίες και να εγκαθίστανται σε ουδέτερα εδάφη. Και περαιτέρω, ότι από τη (ρυθμιστική) ιδέα της πρωταρχικά κοινής κατοχής της γήινης επιφάνειας εκπηγάζει ορισμένη αυθαιρεσία ως προς το γιατί συγκεκριμένοι άνθρωποι νέμονται -και εγκαταβιώνουν σε- συγκεκριμένες περιοχές της γης, αξιώνοντας μάλιστα αποκλεισμό των άλλων από αυτές. Ο Καντ, είναι αλήθεια, διαχωρίζει το δικαίωμα φιλοξενίας από το δικαίωμα μόνιμης εγκατάστασης, δίχως να θεωρεί το δεύτερο αυτονόητα συνακόλουθο με το πρώτο. Αλλά προσθέτει καίρια ότι «ο ξένος μπορεί να εγείρει απαίτηση» μονιμότητας, για την οποία θα χρεαστεί, ως ευνόητο, «μια ιδιαίτερη συμφωνία» (ό.π.). Η πρόβλεψη αυτή, σε συνδυασμό με το εν όλω δικαίωμα φιλικής υποδοχής, μη εχθρότητας/δίωξης, συμμετοχής στο δημόσιο βίο της νέας χώρας, δεν καταλείπει ενδοιασμούς για το χρέος της πολιτείας και το δικαίωμα του ξένου: α) κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να ζητάει να έρθει σε νομική σχέση-συμφωνία με οποιαδήποτε πολιτική κοινότητα και β) τυχόν άρνηση αυτής της συμφωνίας δεν χωρεί σε περίπτωση που επιφέρει επιβλαβείς συνέπειες στο υποκείμενο («εάν τούτο μπορεί να γίνει δίχως τη συνέπεια του αφανισμού του», ό.π.). Το καντιανό δίκαιο φιλοξενίας, λοιπόν, θεραπεύει τα δικαιώματα των προσφύγων, όσων αντιμετωπίζουν κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επαναπατρισμού τους. Για την περίπτωση δε αλλοδαπών που αξιώνουν τούτη την «ιδιαίτερη συμφωνία» για λόγους άλλους από ενδεχόμενο φόβο δίωξης (οικονομικούς-επιβιωτικούς), απολήγει σαφές ότι: γ) είναι η εθνική νομοθεσία που βαρύνεται με την πρόβλεψη όρων για έγερση τέτοιας αξίωσης και αιτιολογημένη αποδοχή ή απόρριψή της. Εάν η χώρα υποδοχής έχει δικαίωμα άρνησης της συμφωνίας, συμπεραίνουμε από την άλλη ότι δεν έχει παρά αυτό το δικαίωμα και υπ’ αυτούς τους όρους. Δεν διαθέτει την ευχέρεια να ρυθμίζει την πληθυσμιακή του σύνθεση βάσει άλλων παραμέτρων (ας πούμε «εθνική καθαρότητα»). Ούτε να θωρακίζει τα σύνορα του, κατά παράβαση του δικαιώματος αρχικής, τουλάχιστον, «παρουσίασης» του εισερχομένου. Ούτε να κωλυσιεργεί ως προς τη θέσμιση α) δίκαιου συστήματος ασύλου και παράλληλα β) μεταναστευτικής νομοθεσίας. Χώρες που θραύουν το δίκαιο της φιλοξενίας, καταλήγει ο φιλόσοφος, «πίνουν την αδικία όπως το νεράκι». Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις
H ζωγράφος Απριλίου είναι η Ηρώ Νικοπούλου
Ο Στέργιος Μήτας είναι δρ Φιλοσοφίας του δικαίου (Νομική ΑΠΘ)