Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Δημήτρη Ψαρρά, Κλειώς Παπαπαντολέων, Φάμπιαν Βίρχοου, Παρασκευά Ματάλα, Γιάνη Γιανουλόπουλου, Κωστή Χατζημιχάλη, Πέτρου Καραθάνου, Χανς-Ντίτερ Σιτ ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 752
ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ;
Η «κουρτίνα» που σκίστηκε… ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΡΡΑ
w Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα προξένησε αναταράξεις σε πολλά επίπεδα: στα ΜΜΕ, στην κοινή γνώμη, την κυβέρνηση κλπ. Πώς αξιολογείς τη νέα κατάσταση; Δυστυχώς, χρειάστηκε να υπάρχει και Έλληνας μεταξύ των θυμάτων της ναζιστικής βίας για να προκληθούν αυτές οι «αναταράξεις». Τίποτα παρόμοιο δεν συνέβη όταν βλέπαμε τα αλλεπάλληλα ρατσιστικά εγκλήματα, με στόχο μετανάστες, να περνούν στα «ψιλά» του δελτίου ειδήσεων. Ακόμα και έτσι, όμως, νομίζω ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα. Λες και ξαφνικά σκίστηκε η κουρτίνα που προστάτευε τόσα χρόνια τη δράση της ναζιστικής συμμορίας και φάνηκε η πραγματικά εγκληματική της φύση. Όσο κι αν αυτή η διαπίστωση προκαλεί μελαγχολικές σκέψεις για το επίπεδο της δημοκρατίας μας, είναι αλήθεια ότι η έκρηξη του ενδιαφέροντος για τη δράση της Χρυσής Αυγής έχει ήδη προκαλέσει την απόλυτη απομόνωση της οργάνωσης. Για πρώτη φορά εκδηλώνεται τόσο καθολικό το αίτημα αντιμετώπισης της δράσης της και δεν ακούγονται παρά μόνο αδύναμες οι φωνές που επιχειρούν να καλύψουν τα εγκλήματά της πίσω από τις ευθύνες των μνημονιακών κυβερνήσεων, ευθύνες που είναι εντελώς άλλης τάξης και πρέπει κατά κύριο λόγο να αντιμετωπιστούν πολιτικά. w Σε αυτό το νέο τοπίο, ποιες πιστεύεις ότι είναι οι καίριες κινήσεις που πρέπει να γίνουν από πλευράς του αντιφασιστικού κινήματος και της Αριστεράς; Η Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα, από τα πράγματα, δικαιώνονται. Ήταν απελπιστικά μόνοι τόσα χρόνια, όταν επέμεναν ότι η ανοχή στη δράση των ναζιστών και η αδιαφορία μπροστά στη δημιουργία χρυσαυγίτικων θυλάκων στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού απειλούν την ίδια τη δημοκρατία. Αυτό που επείγει σήμερα είναι να μη φοβηθούμε μπροστά στο αντικειμενικό γεγονός ότι την πρωτοβουλία κινήσεων την έχει η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός. Πρέπει να μη χάνουμε από το νου μας το γεγονός ότι, όσο μικροκομματικά κι αν είναι τα κίνητρα της κυβέρνησης, στην πραγματικότητα έχει συρθεί σ’ αυτή τη θέση από τη δική μας στάση. Και δεν διαφεύγει από
κανενός την προσοχή το γεγονός ότι με τις κινήσεις αυτές η κυβέρνηση ακυρώνει και κονιορτοποιεί, εκ των πραγμάτων, τα δικά της φληναφήματα περί «δύο άκρων», απομονώνοντας τα δικά της στελέχη που επιμένουν στην αναπαραγωγή της παλιάς επιχειρηματολογίας. Η Αριστερά, εκτός από το να αναδεικνύει και να καταλογίζει ευθύνες, δεν πρέπει να διστάσει ακόμα και να επικροτήσει κυβερνητικές κινήσεις στην κατεύθυνση της εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής. Το κέρδος θα είναι δικό της. Γιατί κανένας δεν ξεχνάει την πολιτική Μπαλτάκου, τις θεωρίες Λαζαρίδη, τις προσκλήσεις Πολύδωρα. Εκεί που η Αριστερά οφείλει να δείξει άκαμπτη στάση, είναι όταν φανεί ότι η κυβέρνηση κάνει πίσω από τις αρχικές της διακηρύξεις για την οριστική εξάρθρωση της οργάνωσης. w Μια άποψη που ακούγεται συχνά είναι ότι ματαιοπονούμε, ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα, με δεδομένη τη στάση της αστυνομίας και της δικαιοσύνης όλο το προηγούμενο διάστημα, αλλά και τη φύση αυτών των μηχανισμών… Υπάρχει μια απλουστευτική θεωρία, που διακινείται σε δημοσιογραφικά γραφεία και σε αριστερά «καφενεία», σύμφωνα με την οποία η Χρυσή Αυγή είναι απλώς το «μακρύ χέρι του κράτους». Κατά συνέπεια, είναι περιττό να την αντιπαλεύουμε, ενώ και όλες οι έρευνες του αστυνομικού ή του δικαστικού μηχανισμού είναι προσχηματικές. Η μηχανιστική αυτή θεώρηση μένει άναυδη μπροστά στις σημερινές εξελίξεις και εξαναγκάζεται εκ των πραγμάτων να καταφύγει σε συνωμοσιολογικές ερμηνείες. Ασφαλώς, η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στο «βαθύ κράτος» (αστυνομία, στρατό, δικαιοσύνη, Εκκλησία) είναι γεγονός. Όπως γεγονός είναι και η σχέση της με καίριους επιχειρηματικούς κύκλους. Μόνο που αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καθίσουμε αδρανείς και να περιμένουμε αυτούς τους θύλακες να αντιδράσουν. Το αντίθετο: είναι σήμερα ευκαιρία να αποκαλυφτούν και να εξαρθρωθούν τα ναζιστικά αυτά παρακλάδια και να παρασυρθούν από το ρεύμα της λαϊκής οργής. Το σημείο αυτό είναι κρίσιμο, ενόψει της προοπτικής μιας εναλλακτικής πολιτικής λύσης στη διακυβέρνηση της χώρας με την εκλογική νίκη της Αριστεράς.
w Διατυπώνεται επίσης συχνά η άποψη ότι η ποινική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής θα την «ηρωοποιήσει» στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας, θα ενισχύσει τον «αντισυστημικό» χαρακτήρα της. Η άποψη αυτή εδράζεται σε μια ήδη παραπλανητική και «ηρωοποιητική» εικόνα της Χρυσής Αυγής. Αλλά ο «αντισυστημισμός» της Χρυσής Αυγής είναι ένας μύθος, τον οποίο έχουν ενισχύσει ορισμένα μέσα ενημέρωσης, επιδιώκοντας να δυσφημήσουν τον πραγματικό αντισυστημισμό της Αριστεράς. Δέχομαι τη φιλολογία περί «ηρωοποίησης» όταν προέρχεται από τους εν δυνάμει συμμάχους της Χρυσής Αυγής. Αναφέρομαι, λ.χ. στον Φαήλο Κρανιδιώτη, ο οποίος εμφανίστηκε την Τετάρτη στο Kontra προσφέροντας τις συμβουλές του στον παρακαθήμενο Κασιδιάρη και απορρίπτοντας κάθε ριζική αντιμετώπιση του φαινομένου με το πρόσχημα της «ηρωοποίησης». Αλλά δεν το δέχομαι όταν προέρχεται από αρθρογράφους που αναφέρονται στην Αριστερά, όπως ο Τ. Φωτόπουλος της Ελευθεροτυπίας και ο Γ. Δελαστίκ του Πριν. Πρέπει κανείς να μην έχει ιδέα για τον χαρακτήρα της ναζιστικής οργάνωσης για να φτάνει να την αθωώνει ουσιαστικά, αποδίδοντας τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα σε κάποιους άλλους σκοτεινούς κύκλους. Θα αρκούσε να διαβάσει κανείς το καταστατικό της Χρυσής Αυγής που αποκαλύψαμε την Πέμπτη στην Εφημερίδα των Συντακτών (που αποκαλύπτει ξεκάθαρα τη ναζιστική ιδεολογία και οργάνωσή της) για να αντιληφτεί περί τίνος πρόκειται. Το χειρότερο είναι ότι ορισμένοι θεωρούν θεμιτή τη σύγκριση της Χρυσής Αυγής με το ΚΚΕ την περίοδο του Εμφυλίου για να ενισχύσουν την κινδυνολογία περί «ηρωοποίησης». Φυσικά, πρόκειται για εντελώς ανιστόρητο και ιερόσυλο συσχετισμό. Γιατί μπορεί ο ηγετικός πυρήνας της οργάνωσης να συγκροτείται από μια ομάδα φανατικών, αλλά οι τραμπούκοι και ο υπόκοσμος της βάσης της δεν έχει καμιά ιδεολογική συγκρότηση και είναι έτοιμος να διαλυθεί όταν εκλείψει το στοιχείο του κοινού υλικού συμφέροντος και της συνενοχής σε εγκληματικές ενέργειες. Ήδη ο μηχανισμός της οργάνωσης παρουσιάζει συμπτώματα αποσύνθεσης.
Στάση λεωφορείου, Ίσλιγκτον, Βόρειο Λονδίνο. Φωτoγραφία του Paul Misson, από το flickr
w Με δεδομένη την αυξημένη, δημοσκοπική και γενικότερη, απήχηση της Χρυσής Αυγής στην κοινωνία, εκτός από τη διεκδίκηση της άμεσης αντιμετώπισης της εγκληματικής δράσης της, σε ποια άλλα επίπεδα πρέπει να δώσουμε έμφαση, ως αντιφασιστικό κίνημα και Αριστερά; Το κρίσιμο ζήτημα είναι να αντιμετωπιστεί η ίδια η πολιτική ατζέντα της Χρυσής Αυγής, η οποία έχει βρει ερείσματα στο εσωτερικό της κυβέρνησης συνεργασίας, ενώ διακινείται και από σημαντικό μέρος των μέσων ενημέρωσης. Βλέπουμε ότι κάτω από τον καταιγισμό των αποκαλύψεων για την πραγματική φύση αυτής της ναζιστικής οργάνωσης μένει στο απυρόβλητο η πολιτική της ιδεολογία. Ασφαλώς δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατασταλτικά μέτρα αυτή η ιδεολογία, όσο ακραία κι αν είναι. Αλλά είναι ευκαιρία για την Αριστερά να εξηγήσει τις διαδρομές που ακολουθεί ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός και ο σύγχρονος εθνικοσοσιαλισμός μέχρι να φτάσει στο έγκλημα. Και, μαζί με την καταγγελία της δράσης της ναζιστικής οργάνωσης, να αντιμετωπίσει και τον πυρήνα της ιδεολογικής της αγκύρωσης στην ελληνική κοινωνία. Αυτό το επόμενο βήμα είναι κρίσιμο για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας των δικών της ιδεών, της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς και του διεθνισμού.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
28
Τι πρέπει να γίνει στη δικαιοσύνη και την αστυνομία ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΛΕΙΩ ΠΑΠΑΠΑΝΤΟΛΕΩΝ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ Ο αγώνας κατά του νεοναζισμού και του φασισμού βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, καθώς η δολοφονία του Παύλου Φύσσα —δυστυχώς, «χρειάστηκε» μια δολοφονία— άλλαξε πολλά. Προσπαθήσαμε την προηγούμενη φορά να θυμίσουμε τις ευθύνες και να αποτιμήσουμε την κατάσταση. Σήμερα, εστιαζόμαστε σε ένα ερώτημα κατεπείγον και κρίσιμο: Ποια είναι τα άμεσα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση της εγκληματικής δράσης των νεοναζί, σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί η Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα, ποια είναι τα σωστά και ποια τα λάθος βήματα; Μιλήσαμε, με αυτό το αγωνιώδες ερώτημα, με τρεις ειδικούς: Τον δημοσιογράφο Δημήτρη Ψαρρά, τον κατεξοχήν ειδήμονα και μελετητή της Χρυσής Αυγής· τη δικηγόρο Κλειώ Παπαπαντολέων, αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία μόλις έδωσε στη δημοσιότητα συγκεκριμένες προτάσεις για το ζήτημα (η ίδια η Κλ. Παπαπαντολέων έχει αντιμετωπίσει επανειλημμένα τους νεοναζί στα δικαστήρια, από εποχής «Περιάνδρου» μέχρι σήμερα)· και τον Fabian Virchow, ειδήμονα σε θέματα νεοναζισμού στην Ευρώπη, καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο Ντύσελντορφ, επικεφαλής της Ομάδας Μελέτης του Ακροδεξιού Εξτρεμισμού.
Μέτρα άμεσα, αποτελεσματικά και χωρίς ακροβασίες w Ποια είναι τα άμεσα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής; Καταρχάς, πρέπει να προβούμε σε μια διάκριση μεταξύ του κόμματος ως οργανισμού και των επιμέρους εγκληματικών δράσεων των μελών του. Με βάση αυτή τη διάκριση, θεωρώ ότι είναι απολύτως εσφαλμένο και αποπροσανατολιστικό να τεθεί το κόμμα εκτός νόμου: όχι απλώς γιατί ένα κόμμα μπορεί να επανέλθει με διαφορετική ονομασία και ως εκ τούτου διαρκώς να βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο, αλλά και γιατί η κήρυξη κομμάτων εκτός νόμου είναι δημοκρατικά ολισθηρή. Η Γερμανία, που το έχει εφαρμόσει, έχει τη δική της συνταγματική και πολιτική ιστορία· δεν νομίζω ότι τέτοια παραδείγματα είναι «εξαγώγιμα» ευχερώς και αζημίως για το πολίτευμα. Ο πιο ασφαλής δρόμος για μια συντεταγμένη πολιτεία και, σε κάθε περίπτωση, ο πιο ασφαλής δρόμος για την Ελλάδα σήμερα είναι να επικεντρωθεί ο δικαστικός μηχανισμός στις επιμέρους εγκληματικές δράσεις που τελούνται από τα μέλη αυτής της οργάνωσης. Αυτό επιτυγχάνεται με την εφαρμογή του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου: τόσο με τις γενικές διατάξεις που αφορούν τη συμμετοχική δράση σε μια εγκληματική πράξη (αυτουργός, ηθικός αυτουργός, άμεσος ή απλός συνεργός) όσο και με τη διάταξη περί εγκληματικής οργάνωσης. Είναι σαφές, και η ίδια η Χρυσή Αυγή είναι περήφανη γι’ αυτό, ότι πρόκειται για μια οργάνωση η οποία, γενικά και σε όλες τις εκφάνσεις της —νόμιμες και μη—, λειτουργεί συντεταγμένα, προσχεδιασμένα, με απόλυτη πειθαρχία και ιεραρχικά. Ουδείς ενεργεί αυτοβούλως, αυθορμήτως ή κατά μόνας. Αυτή είναι η δομή και ο τρόπος δράσης της. Είναι επίσης σαφές, από τις επιμέρους υποθέσεις που έχουν φθάσει στη δικαιοσύνη ή έχουν καταγραφεί λ.χ. από το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας, ότι αυτή η δομή, η λειτουργία και ο τρόπος δράσης αντανακλάται πλήρως και στις επιμέρους εγκληματικές της δράσεις. Για παράδειγμα, για να επιτελεστεί η δολοφονία του Π. Φύσσα, ενεργοποιήθηκε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ο οποίος εμφανίστηκε πανέτοιμος για εγκληματική δράση, ο δε αυτουργός κλήθηκε ειδικά από το σπίτι του όπου έβλεπε ποδόσφαιρο! Αυτός ο συντονισμός και η ετοιμότητα, οι σχέσεις εντολέων και εντολοδόχων για την παραγωγή εγκληματικών πράξεων, φανερώνουν έναν μηχανισμό συγκροτημένο και δομημένο που κατά τη γνώμη μου εμπίπτει απολύτως στην έννοια της εγκληματικής οργάνωσης. Και, βεβαίως, όσοι επιστρατεύτηκαν και επιστράτευσαν έχουν έκαστος ένα συμμετοχικό ρόλο με βάση τους κανόνες συμμετοχικής δράσης που περιγράψαμε παραπάνω. Αυτό το modus operandi το συναντάμε σε πλείστες εγκληματικές δράσεις μελών της Χρυσής Αυγής. w Αν εξειδικεύσω την προηγούμενη ερώτηση στο επίπεδο της δικαιοσύνης; Το ζήτημα που τίθεται αυτή τη στιγμή στον δικαστικό μηχανισμό είναι προφανές και καθόλου εύκολο: Μία οργάνωση —και ταυτόχρονα κόμμα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση—, μέλη της οποίας συστηματικά και με διάρκεια δρουν εγκληματικά προβαίνοντας στην τέλεση (και) σοβαρών κα-
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
συμπαθείς νοικοκυραίους που παντρεύονται ή «άτακτους» εργένηδες με τατουάζ-«ταμπού». Η οργάνωση αυτή ξεπλύθηκε και νομιμοποιήθηκε με τον πιο χυδαίο τρόπο από το ίδιο σύστημα που τώρα έρχεται να κάνει τον «εκκαθαριστή». Τα γεγονότα στο Χυτήριο το συμπυκνώνουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο: επί ένα μήνα παρακολουθούσαμε μια άγρια επίθεση σε βάρος καλλιτεχνών αλλά και του κοινού. Έξω από τον χώρο του θεάτρου στήθηκε ένα θέατρο πρωτοφανούς αγριότητας βουλευτών της Χρυσής Αυγής και σύστοιχης αδράνειας του κατασταλτικού μηχανισμού, η οποία κατέληξε όχι μόνο στην πλήρη ακύρωση του δικαιώματος των καλλιτεχνών να ανεβάσουν ένα θεατρικό έργο, στην πλήρη αναίρεση του δικαιώματος του κοινού να το παρακολουθήσει, αλλά στη δίωξη είκοσι συντελεστών για βλασφημία, με κατεπείγουσα μάλιστα προανάκριση, και ενώ η παράσταση είχε κατέβει.
κουργημάτων, συνιστά η ίδια εγκληματική οργάνωση; Εάν απαντήσουμε ναι άνευ ετέρου, τότε θα πρέπει να ασκηθούν διώξεις σε βάρος όλων των μελών του κόμματος για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, ενός στενότερου πυρήνα ιδρυτικών προσώπων για συγκρότηση και του αρχηγού για διευθυντή. Αυτό όμως έχει χαρακτήρα συλλογικού πογκρόμ, γιατί χάνεται η προϋπόθεση εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης ενός εκάστου μέλους, διάγνωσης των στοιχείων του δόλου και ιδίως του γνωστικού στοιχείου, και αυτό δεν επιτρέπεται να χάνεται σε ένα συνταγματικό κράτος δικαίου. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η από τα πάνω προς τα κάτω διάχυση της ποινικής ευθύνης είναι δικαιοπολιτικά απαγορευτική και δημιουργεί αποτρόπαιο προηγούμενο. w Είμαστε αντιμέτωποι με ένα δίλημμα λοιπόν; Όχι, δεν πρόκειται για δίλημμα: Η ανυπόφορη αδράνεια της Πολιτείας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια συνταγματικών εγγυήσεων. Αυτός είναι ένας ορατός κίνδυνος, που μπορεί να οδηγήσει σε διπλή απώλεια: όχι μόνο η συστηματική ατιμωρησία να έχει θρέψει την ανέλεγκτη βία εξοικειώνοντας μια κοινωνία στα μαχαιρώματα και στα «μπραβιλίκια», αλλά να φέρνει τώρα επιπλέον μια κοινωνία αντιμέτωπη με ένα εν θερμώ ξεκαθάρισμα, άνευ όρων και άνευ κανόνων. Ας μην ξεχνάμε τους πολιτικούς και δημοσιογράφους που καλούσαν την —κατά τα λοιπά «αντισυστημική»— Χρυσή Αυγή σε συστράτευση μέσω της αυτοκάθαρσης από «ακραίους», την παρουσίαζαν ως την οργάνωση που «περνάει τη γιαγιά απέναντι», ως αγανακτισμένους πολίτες που αυτοδικούν, ως
w Θα σου θέσω το ίδιο ερώτημα όσον αφορά την αστυνομία… Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, που τώρα διεκδικεί για τον εαυτό του ρόλο πρωταγωνιστή στην «κάθαρση», είναι το ίδιο Υπουργείο που, όταν γίνονταν φόνοι και επιθέσεις σε βάρος αλλοδαπών, προέκρινε τη νομιμότητα της διαμονής ως ύψιστο αγαθό έναντι και σε βάρος όλων των άλλων αγαθών, ακυρώνοντας την πρόσβαση σε έννομη προστασία των θυμάτων και εκπαιδεύοντας μιαν ολόκληρη κοινωνία στην εφαρμοσμένη πρακτική μαζικής κράτησης προσώπων σε άθλιες συνθήκες λόγω «αλλοδαπότητας». Είναι το ίδιο υπουργείο που κατανάλωνε δυνάμεις για να εκκενώσει καταλήψεις κτιρίων που δεν ζητήθηκαν από τον ιδιοκτήτη στο πλαίσιο της «μηδενικής ανοχής στην ανομία», αλλά —όπως εκ του αποτελέσματος παραδέχεται— της πλήρους ανοχής στην πιο άγρια παρανομία. Ο πρώην υπουργός Υγείας κ. Λοβέρδος, που τώρα κάτι ψάχνει στον χώρο της «κεντροαριστεράς», τη στιγμή που το κράτος πρόνοιας διαλυόταν —και διαλύεται— βίαια, έκανε σημαία του την ποινικοποίηση της οροθετικότητας και της τοξικομανίας. Ο πρώην υπουργός Εσωτερικών κ. Στυλιανίδης, σε ερώτημα του Η. Παναγιώταρου σχετικά με τον αριθμό αλλοπαδών παιδιών σε δημοτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς, έσπευσε να αποστείλει ερώτημα στις περιφέρειες αυθημερόν, με τον χαρακτήρα του «κατεπείγοντος», μην τυχόν και δεν απαντήσει εγκαίρως στο ερώτημα του χρυσαυγίτη βουλευτή, που λίγο πριν είχε δημόσια εξαγγείλει ότι θα πετάξει έξω τα αλλοδαπά παιδάκια. Είναι ο ίδιος βουλευτής που ξηλώνει μικρόφωνα σε όποια εκδήλωση δεν του αρέσει, ο ίδιος που κραύγαζε έξω από το Χυτήριο μια γλώσσα «ανήκουστη», ο ίδιος που εξήγγειλε την «τακτοποίηση» του ΚΚΕ στο Πέραμα λίγο πριν τα μέλη του δεχθούν δολοφονική επίθεση, ο ίδιος που δήλωνε ότι θα κάνει την πλατεία Αττικής «κολέγιο» — όλα αυτά δημόσια και ατιμώρητα. Ο νυν υπουργός Δικαιοσύνης, αναλαμβάνοντας την ηγεσία του υπουργείου, δήλωσε αμέσως ότι ο αντιρατσιστικός νόμος δεν είναι στις προτεραιότητές του και τον έβαλε στο συρτάρι, για να τον βγάλει τώρα κατεπειγόντως, κάνοντας δήθεν αυτοκριτική. w Πέρα από την απόδοση ευθυνών, ποια σημασία έχουν για σένα όλα τα παραπάνω; Τα λέω όχι απλώς για να κάνω κριτική ή για να θυμίσω ότι
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
29
ΕΝΘΕΜΑΤΑ ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ; δεν είμαστε λωτοφάγοι, αλλά γιατί αυτά όλα, σε συνδυασμό με την άσκηση μιας βίαιης πολιτικής διάλυσης της πρόνοιας, της εκπαίδευσης, της περίθαλψης, της εργασίας, διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις ώστε η Χρυσή Αυγή από περιθωριακή οργάνωση να γίνει κοινοβουλευτικό κόμμα, και μάλιστα με διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί σήμερα ούτε η πολιτική τάξη ούτε η δικαιοσύνη να πει στον κάθε πολίτη που έγινε μέλος αυτού του κόμματος, το οποίο για να συμμετάσχει στις εκλογές πέρασε από τον Άρειο Πάγο: «Συγγνώμη, ξέρετε, δεν ήσασταν ακριβώς σε κόμμα, αλλά σε εγκληματική οργάνωση, περάστε από δω για τη δεκαετή σας κάθειρξη». Μπορεί όμως να το πει στα ηγετικά του στελέχη, ιδρυτικά ή/και υψηλόβαθμα, εφόσον το κόμμα αυτό έχει πυρήνες, τα τάγματα εφόδου, τα οποία ακριβώς συγκροτούνται για τη διάπραξη εγκληματικών πράξεων. Όπως εύστοχα επισήμανε ο Δ. Χριστόπουλος στα προηγούμενα «Ενθέματα», η ιδιαιτερότητα της Χρυσής Αυγής συνίσταται στο ότι σπάει τον κανόνα διακριτότητας μεταξύ πολιτικού κόμματος και εγκληματικής οργάνωσης, των σχέσεων «πυρήνα — εκτελεστικού βραχίονα» της ευρωπαϊκής πολιτικής ιστορίας. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, πυρήνας και βραχίονας ταυτίζονται: η εγκληματική οργάνωση είναι το κόμμα· και, αντιστρόφως, το κόμμα είναι εγκληματική οργάνωση, καθώς μέλη του επιδίδονται ιεραρχικά και συντεταγμένα σε πράξεις παράνομες. Το κόμμα ταυτίζεται με την εγκληματική οργάνωση, αλλά την υπερβαίνει κιόλας: υπάρχουν μέλη του κόμματος που δεν ανήκουν στην εγκληματική οργάνωση, η οποία έχει συστήσει και επιμέρους εγκληματικές οργανώσεις («τάγματα εφόδου»). w Τι πρέπει λοιπόν να γίνει στο δικαστικό επίπεδο; Τι πρέπει να κάνει η δικαιοσύνη; Αυτό που (οφείλει να) κάνει σε κάθε έγκλημα, και να το κάνει με ψυχραιμία: Να κρίνει την κάθε υπόθεση χωριστά, να εξατομικεύσει. Όπου προκύπτουν πράγματι στοιχεία εγκληματικής οργάνωσης, να πράξει τα δέοντα. Όπου προκύπτουν άλλα αδικήματα, ελάσσονος του άρθρου 187 ΠΚ απαξίας (φθορές ξένης ιδιοκτησίας, διατάραξη κοινής ειρήνης, διέγερση σε βιαιοπραγίες κλπ.) να εφαρμόσει αυτά. Το εάν αυτό θα γίνει από έναν δικαστικό λειτουργό, δηλαδή εφέτη-ανακριτή, εναπόκειται στη δικαιοσύνη να το αποφασίσει. Η εφαρμογή του νόμου πάντως αρκεί, τόσο για την ειδική όσο και για τη γενική πρόληψη· δεν χρειάζονται ακροβασίες ούτε δρασκελισμοί. Το αίτημα είναι ασφάλεια για όλους και δεν νοείται για κανέναν ασφάλεια χωρίς δικαιώματα και εγγυήσεις. Όποιο και εάν είναι το μέλλον της Χρυσής Αυγής, οι όροι με τους οποίους σήμερα επιχειρείται η εκ-
καθάρισή της, θα δημιουργήσουν προηγούμενο. Επίσης, οποιαδήποτε σκέψη αλλαγής νομοθετικού πλαισίου αυτή τη στιγμή θα είναι εν βρασμώ, φωτογραφική και αχρείαστη. Αυτό που επείγει απολύτως είναι η Πολιτεία να προστατεύσει θύματα και ουσιώδεις μάρτυρες, μέσω της μη έκδοσης ή αναστολής της απόφασης απέλασης και της χορήγησης προσωρινής άδειας παραμονής: μόνο έτσι θα διατηρήσουν το δικαίωμα πρόσβασης στις αρχές οι παράνομα διαμένοντες αλλοδαποί, δηλαδή μια πληθυσμιακή ομάδα που αποτελεί τον κατεξοχήν —όχι όμως αποκλειστικό— στόχο των εγκληματικών επιθέσεων. Σε δεύτερο χρόνο, πρέπει η Πολιτεία να σκεφτεί εάν θα εισαγάγει το ρατσιστικό κίνητρο ως επιβαρυντική περίσταση σε επιμέρους σοβαρά αδικήματα (π.χ. κατά της ζωής, της υγείας κ.ο.κ.) ή θα το εισαγάγει κατά τη φάση της ποινικής δίωξης, καθώς αυτή τη στιγμή, όπως προβλέπεται στη δικαστική επιμέτρηση της ποινής, επί της ουσίας μένει ανενεργό. Και, βεβαίως, πρέπει το κράτος να καθαρίσει τον στρατό και την αστυνομία, καθώς δεν νοείται η έννομη βία και η εθνική ασφάλεια να είναι ναζιστική. Αυτό σημαίνει άμεση διευρεύνηση όλων των περιστατικών αστυνομικής βίας (είναι ανέκδοτο να αρχειοθετούνται μηνύσεις σε βάρος αστυνομικών, επειδή οι δράστες είναι «άγνωστοι», ενώ βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία), επιβολή επιτέλους πειθαρχικών κυρώσεων από ανεξάρτητο και αμερόληπτο όργανο, απόταξη για όποιους προκύπτουν στοιχεία. Σημαίνει, επίσης, ότι ο στρατός δεν μπορεί να εκπαιδεύεται με συνθήματα του τύπου: «Τους λένε Σκοπιανούς, τους λένε Αλβανούς, τα ρούχα μας θα ράψουμε με δέρματα απ’ αυτούς»…
Στο μπλογκ των «Ενθεμάτων» (www.enthemata.wordpress.com) οι προτάσεις που δημοσιοποίησε η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), με συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής
Νεοναζισμός: Η γερμανική εμπειρία ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΦΑΜΠΙΑΝ ΒΙΡΧΟΟΥ
Αντιφασιστική αφίσα του Ισπανικού Εμφυλίου
w Τι μας δείχνει η γερμανική εμπειρία για τα νεοναζιστικά κόμματα και μορφώματα; Ποια αντιμετώπιση (από το κίνημα, το κράτος, τη δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, τα δημοκρατικά πολιτικά κόμματα) ήταν πετυχημένη και ποια άστοχη; Πολύ σύντομα, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη στρατιωτική σύνθλιψη του γερμανικού φασισμού, οι παλιοί ναζί άρχισαν να οργανώνονται ξανά. Παράλληλα, δεν έλειψαν ποτέ οι διαμαρτυρίες και οι αντιστάσεις — ακόμη κι αν προέρχονταν από μια κοινωνική μειοψηφία, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα συνδικάτα. Οι ακροδεξιοί δυσκολεύτηκαν έτσι να προωθούν δημόσια την ιδεολογία τους και να οργανώνονται ανενόχλητοι. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι αντιφασιστικές ενέργειες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη νομιμοποίηση· αμφισβητούν, λόγου χάρη, τη χρήση του δημόσιου χώρου από τους νεοναζί, στήνοντας οργανωμένους αποκλεισμούς ως απάντηση σε ακροδεξιές συγκεντρώσεις, πορείες και εκδηλώσεις. Αυτό το θεωρώ μεγάλη και σημαντική αλλαγή. Από την πλευρά του κράτους, τώρα. Αφενός βλέπουμε τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε επίπεδο κρατιδίων μια υποτίμηση της σημασίας της ναζιστικής δράσης. Αφετέρου όμως υπάρχει μια συνεχιζόμενη πολιτική απαγορεύσεων, η οποία μπορεί να μην έχει επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο έχει συμβάλει αισθητά στην περιθωριοποίηση των οργανωμένων ακροδεξιών.
Κατά τη γνώμη μου, η πιο ηχηρή ήττα του αντιφασιστικού κινήματος στη Γερμανία ήταν η αδυναμία του το 1992 να παρέμβει αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια των πολυήμερων πογκρόμ στο Ρόστοκ. Η μεγαλύτερη πρόκληση για το κίνημα ήταν, και παραμένει, η καταπολέμηση του ευρέως διαδεδομένου καθημερινού ρατσισμού και ο αγώνας για την εξασφάλιση ίσων δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους που ζουν στη Γερμανία. w Είναι γνωστή, και τις τελευταίες μέρες αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο, η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην ελληνικής αστυνομίας. Ταυτόχρονα, όλο το προηγούμενο διάστημα παρακολουθήσαμε την αδράνεια, αν μη τι άλλο, της δικαιοσύνης. Υπάρχει ανάλογη εμπειρία στη Γερμανία; Ποιο ρόλο έπαιξαν τα ναζιστικά «σταγονίδια» στον γερμανικό κρατικό μηχανισμό μετά τον πόλεμο; Μετά το 1945, στη Γερμανία η κριτική —και η ποινική, στην περίπτωση της δικαιοσύνης— αντιπαράθεση με τα εγκλήματα των ναζί και τη συνέργεια πολλών Γερμανών σε αυτά έγινε με πολύ αργόσυρτους ρυθμούς. Αυτό οφείλεται κατά μεγάλο βαθμό στις συνέχειες, σε επίπεδο προσώπων, σε πολλές κοινωνικές ομάδες και κρατικές δομές. Λόγου χάρη, δικαστές που πριν από το 1945 εφάρμοζαν το εθνικοσοσιαλιστικό «δίκαιο» και συνέχισαν, χωρίς διακοπή, να κάνουν καριέρα στα ομοσπονδιακά γερμανικά δικαστήρια, πολύ σπάνια συνέβαλαν στην ποινική δίωξη συναδέλφων τους. Με την πάροδο του χρόνου, βέβαια, καθιερώνεται ένα πολύ πιο σοβαρό ενδιαφέρον για τη δίωξη των εγκλημάτων του εθνικοσοσιαλισμού. Όσον αφορά βαριές αξιόποινες πράξεις εκ μέρους ρατσιστών και νεοναζί, η δικαιοσύνη σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν παρέμεινε ανεπηρέαστη από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Λόγου χάρη, στην αρχή της δεκαετίας του ’90, μαζί με μια γενικευμένη στροφή του δημόσιου λόγου προς τον ρατσισμό, παρατηρήθηκε και ένα κύμα ρατσιστικής βίας σε ολόκληρη τη Γερμανία. Σε αυτή τη συνθήκη, οι εμπρησμοί σε σπίτια και καταφύγια προσφύγων δεν επέσυραν και κατηγορίες για δολοφονία εκ προθέσεως και προμελέτης, παρά μόνο αφότου βρήκαν τον θάνατο πολλοί άνθρωποι, έτσι. Σήμερα, στη Γερμανία, σε περιπτώσεις όπου εξετάζεται η άσκηση βαριάς μορφής βίας με πολιτικά κίνητρα εκ μέρους ακροδεξιών, πιστεύω πως η δικαιοσύνη, σε γενικές γραμμές, αντιλαμβάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό το καθήκον της. w Βλέπετε στην Ευρώπη περιστατικά που μπορούν να συγκριθούν ευθέως με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, κυρίως όσον αφορά την αντιμετώπισή τους εκ μέρους του κράτους; Υπάρχουν διάφορες δολοφονίες αντιφασιστών ακτιβιστών, όπως του συνδικαλιστή Μπγερν Σέντερμπεργκ στη Σουηδία πριν από πολλά χρόνια. Ωστόσο, εκεί η αντίδραση της κυβέρνησης και των κοινωνικών δυνάμεων ήταν άμεση, στέλνοντας σαφές πολιτικό σήμα. Αν έκανα μια σύγκριση, αυτή θα ήταν με τη Ρωσία, όπου είχαμε πολλές δολοφονίες νεαρών αντιφασιστών από νεοναζί, χωρίς τη δέουσα αντίδραση εκ μέρους της κυβέρνησης και των κρατικών αρχών. w Η Χρυσή Αυγή αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού από ακροδεξιά κόμματα και μορφώματα σε όλη την Ευρώπη. Μπορούμε να πούμε ότι δείχνει τον δρόμο για μια «ριζοσπαστικοποίηση» της ακροδεξιάς στην Ευρώπη; Μαζί με το ουγγρικό Jobbik, η Χρυσή Αυγή είναι αυτή τη στιγμή το πιο επιτυχημένο εκλογικά κόμμα στην Ευρώπη με ανοιχτά νεοναζιστική ιδεολογία, το οποίο μάλιστα ασκεί συστηματικά βία κατά των πολιτικών εχθρών του και κατά μεταναστριών, μεταναστών και προσφύγων. Αυτό είναι όμως αποτέλεσμα μιας πολύ ιδιαίτερης κατάστασης και δεν αντιγράφεται εύκολα. Πάντως, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ένα τέτοιο κόμμα θα έβρισκε απέναντί του τη δικαιοσύνη, ενώ δεν θα μπορούσε να ασκεί ανεξέλεγκτα τη βία του: θα την αντιμετώπιζαν τα αρμόδια κρατικά όργανα — ακόμη κι αν χρειαζόταν βέβαια πρώτα να αντιδράσει η κοινωνία των πολιτών. Τις συνεντεύξεις με τον Δημήτρη Ψαρρά και την Κλειώ Παπαπαντολέων πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος, ενώ τη συνέντευξη με τον Φάμπιαν Βίρχοου η Ιωάννα Μεϊτάνη.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
30
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
«Τα κορίτσια της Σπάρτης προκαλούν τα αγόρια» του Ντεγκά ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΜΑΤΑΛΑ
«Οι νέοι είμαστε Σπαρτιάτες», τραγουδάνε στις φιέστες τους οι νεοναζί· φουσκωτοί, ξυρισμένοι, με μαύρα μπλουζάκια. Όσο γελοία κι αν είναι αυτή η μασκαράτα, επηρεάζει την εικόνα που έχουμε για την αρχαιότητα, μια εικόνα που έχει ήδη πίσω της μια μεγάλη ιστορία ανάλογων χρήσεων. Ας δούμε μια αλλιώτικη αναπαράσταση, όχι ως αποκατάσταση ή υπεράσπιση μιας «αληθινής» Σπάρτης, αλλά ως αντίδοτο στη μόλυνση της ιστορικής φαντασίας μας. Ο μεγάλος αυτός πίνακας (σήμερα, στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου) είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα έργα του Ντεγκά. Πρώτον, για το θέμα του, πολύ διαφορετικό από τα περισσότερα έργα του ζωγράφου, αλλά και γενικότερα των ιμπρεσιονιστών. Έπειτα, γιατί ενώ τον ξεκίνησε το 1860, τον ξαναδούλεψε τις επόμενες δεκαετίες, και δεν τον εξέθεσε ποτέ όσο ζούσε, αλλά τον κρατούσε στο διαμέρισμά του. Ο φίλος του, Ντανιέλ Αλεβύ, αναφέρει: «Ο Ντεγκά, στα τελευταία χρόνια του, αισθανόταν πολύ δεμένος με αυτό το έργο· το είχε τοποθετήσει σε περίοπτη θέση πάνω σε ένα καβαλέτο, μπροστά στο οποίο του άρεσε να στέκεται –τιμή μοναδική, και σημάδι προτίμησης». Ο Ντεγκά είχε αποφασίσει να το εκθέσει στην Πέμπτη Έκθεση των Ιμπρεσιονιστών, τον Απρίλιο του 1880. Στον τυπωμένο κατάλογο της έκθεσης υπάρχει ο τίτλος του: «Petites filles Spartiates provoquant des garçons (1860)». Τελικά όμως δεν εκτέθηκε. Έτσι έχουμε όμως τον τίτλο που ο ίδιος ήθελε να του βάλει. Το 1860 ο Ντεγκά σημείωνε σε ένα τετράδιο: «Κορίτσια και αγόρια που παλεύουν στον Πλατανιστά κάτω από τα μάτια του γέρου Λυ-
κούργου που έχει δίπλα του μητέρες». Ο Αλεβύ λέει ότι ο ίδιος ο ζωγράφος του εξήγησε: «Είναι τα κορίτσια της Σπάρτης που προκαλούν στην πάλη τα αγόρια… Νομίζω ότι πρόσθεσε: το διάβασα στον Πλούταρχο».1 Η Ζαν Φεβρ, η αφοσιωμένη ανιψιά του, μιλάει για το μεγάλο πάθος που είχε ο Ντεγκά για τον κόσμο της αρχαιότητας, τη βαθιά του γνώση –μπορούσε να διαβάζει τον Θεόκριτο στο πρωτότυπο– και τον θαυμασμό του για το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, του Αββά Μπαρτελεμύ (1788), που πρέπει να ήταν μία άλλη πηγή του.2 Υπάρχει και μια δεύτερη μεγάλου μεγέθους εκδοχή του ίδιου πίνακα, που βρίσκεται στο Σικάγο, την οποία εγκατέλειψε ημιτελή ο ζωγράφος, η οποία, σε σχέση με τον πίνακα του Λονδίνου, έχει πολύ πιο κλασικιστικό ύφος. Αλλά και η ίδια η τελική εκδοχή του Λονδίνου έχει υποστεί αλλεπάλληλες επεξεργασίες, όπως έχει φανερώσει έρευνα με ακτίνες Χ που παρουσιάστηκε σε μια έκθεση το 2005.3 Σε σχέση με τον πίνακα του Σικάγου, έχουν απαλειφθεί κτίρια και δέντρα. Το τοπίο έχει μείνει γυμνό, αλλά πράσινο. Στο βάθος αριστερά ξεχωρίζει ο Ταΰγετος, στο κέντρο είναι ο Λυκούργος με τις μητέρες των παιδιών, ενώ πίσω τους διακρίνεται η Σπάρτη, πάνω σε χαμηλούς λόφους. Έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά της Σπάρτης έχουν πάρει μια πολύ καθημερινή όψη, θυμίζοντας περισσότερο «χαμίνια της Μονμάρτης» παρά αρχαία αγάλματα. Ο Ντεγκά δίνει μια προσωπική ανάγνωση της αρχαιότητας, ένα κλασικό θέμα σχεδόν καθαρμένο από κάθε στοιχείο νεοκλασικισμού και «αρχαιολογίας». Το ιμπρεσιονιστικό τοπίο είναι κυρίαρχο, αλλά απέριττο, «γυμνό» και «φυσικό», σαν τα κορίτσια και τα αγόρια της Σπάρτης. Παρά τον τίτλο που έδωσε ο ίδιος ο Ντεγκά, οι ιστορικοί τέχνης, και μάλιστα οι γυναίκες
ιστορικοί τέχνης, άνοιξαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση πάνω στο τι ακριβώς εικονίζει ο πίνακας. Είναι τα κορίτσια που προκαλούν τα αγόρια να παλέψουν, ή να τρέξουν, εικονογραφώντας και έναν «ανταγωνισμό των φύλων»; Η Carol Salus υποστήριξε ότι αυτό που βλέπουμε είναι μια «σπαρτιατική ερωτική τελετουργία», όπου τα ελεύθερα και τολμηρά κορίτσια της Σπάρτης επιλέγουν τον σύντροφό τους. Επισήμανε ότι μέσα στην αριστερή, υποτίθεται γυναικεία, ομάδα υπάρχει ένα ζευγάρι, όπου ένα αγόρι χαϊδεύει το στήθος ενός κοριτσιού.4 Η Linda Nochlin απάντησε ότι, όπως συχνά στον Ντεγκά, υπάρχει πολυσημία και διφορούμενα, και αναρωτήθηκε μήπως η μορφή που χαϊδεύει το στήθος του κοριτσιού είναι κι αυτή κορίτσι.5 Η Norma Broude συνέδεσε τον πίνακα με τις αλλαγές στις σχέσεις των δύο φύλων και τον αναπτυσσόμενο τότε στη Γαλλία φεμινισμό.6 Το σίγουρο είναι ότι ο Ντεγκά μας έδωσε μια εικόνα της αρχαίας Σπάρτης πολύ διαφορετική από το γνωστό στερεότυπο μιας σκυθρωπής, μίζερης, μιλιταριστικής και «μάτσο» κοινωνίας. Μια εικόνα όπου κυριαρχούν γυμνά κορίτσια και αγόρια που παίζουν χαρούμενα και δίχως ντροπή μέσα στο φυσικό τοπίο. 1 Daniel Halévy, Degas parle.., Παρίσι, La Palatine, 1960, σ. 196-198. 2 Jeanne Fevre, Mon oncle, Degas, Παρίσι, P. Cailler, 1949, σ. 51. 3 Art in the Making: Degas, 10 Νοεμ. 2004 - 30 Ιαν. 2005, Λονδίνο: National Gallery, σ. 68-81. 4 C. Salus, «Degas’ Young Spartans Exercising», Art Bulletin, LXII, 3 (Σεπτ. 1985), σ. 501-506 5 L. Nochlin, «Degas’ Young Spartans Exercising», Art Bulletin, LXIII, 3 (Σεπτ. 1986), σ. 486-488. 6 Norma Broude, «Edgar Degas and French Feminism, ca. 1880…», The Art Bulletin, LXX, 4 (Δεκ. 1988), σ. 640-659.
Λεωφόρος Π. Φύσσα. «Δεν ξεχνώ» ΤΟΥ ΓΙΑΝΗ ΓΙΑΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ
Δύο προτάσεις για τη μνήμη του. Πρώτη πρόταση: Να μετονομαστεί η λεωφόρος Παναγή Τσαλδάρη στην Αμφιθέα, όπου δολοφονήθηκε από τη νεοχιτλερική συμμορία, σε λεωφόρο Παύλου Φύσσα. (Μαθαίνω, τώρα, ότι κάτοικοι της περιοχής πήραν ήδη τη σχετική πρωτοβουλία και συγκεντρώνουν υπογραφές). Στην Αθήνα και τον Πειραιά υπάρχουν δέκα εφτά ακόμα οδοί και λεωφόροι, καθώς και δύο πλατείες, με το ονοματεπώνυμο τού αρχηγού τού Λαϊκού Κόμματος στην προπολεμική Ελλάδα. Ενός μετριοπαθούς, για τα μέτρα της εποχής του, πολιτικού . Θα πρόκειται για πράξη οφειλόμενης τιμής στο παλικάρι, με την ουσιαστική σημασία της λέξεως, που δεν έχει καμία σχέση με «παλικαρισμούς», και ταυτοχρόνως πράξη υψηλού συμβολισμού, διότι η παραπάνω λεωφόρος συναντάται, σχηματίζοντας ένα είδος «Τ», με τη λεωφόρο Γρηγορίου Λαμπράκη, ο οποίος δολοφονήθηκε από το ακροδεξιό παρακράτος στη Θεσσαλονίκη πριν από πενήντα χρόνια (22 Μαΐου 1963). Ήταν μια πολιτική δολοφονία που, όπως αυτή τού νεαρού αντιφασίστα μουσικού, εργάτη και ακτιβιστή Παύλου Φύσσα, συγκλόνισε τότε το πανελλήνιο και άλλαξε τα πολιτικά δεδομένα. Πρόταση δεύτερη: Αφίσες με τη φωτογραφία του και το όνομά του να υπάρχουν παντού. Σε όλες τις γειτονιές, στις πλατείες, σε χώρους δουλειάς, έξω από... γυμναστήρια ενδεχομένως, στους εξωτερικούς τοίχους των σχολείων, όπου κάποιοι καλλιέργησαν επιμελώς τη «μόδα» τής Χρυσής Αυγής. Μάλιστα —μια ιδέα λέμε τώρα— στη σχετική αφίσα εκτός από το όνομα, Παύλος Φύσσας, θα μπορούσε να μην υπάρχουν άλλες λέξεις ή σύμβολα, παρά μόνο η φράση «Δεν Ξεχνώ». Τι θα είχε να πει άραγε η Νέα Δημοκρατία για μια τέτοια αφίσα (και ειδικότερα η πρυτανεύουσα συνιστώσα των Χρύσανθου Λαζαρίδη, Φαήλου Κρανιδιώτη —που έχει και «πένα» ισάξια, τουλάχιστον, εκείνης του συγγραφέα Κασιδιάρη—, Παναγιώτη Μπαλτάκου, Γεωργίου Μουρούτη, Μάκη Βορίδη και άλλων γνωστών αγωνιστών που πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την υπερψήφιση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου); Η Ν.Δ. η οποία ανακάλυψε μετά τη 18η τρέχοντος, την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής;
Ο Γιάνης Γιανουλόπουλος είναι ιστορικός, ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
36
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Η ΥΦΑΡΠΑΓΗ ΓΗΣ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ
Γιατί η Τρόικα ενδιαφέρεται για τη γη και ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ
Τα Mνημόνια και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που μας έχουν επιβληθεί κρατούν ψηλά στην επικαιρότητα το ξεπούλημα της δημόσιας γης και των ακινήτων, ως λύση στο δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Τρόικας, στην Ελλάδα υπάρχει «καθυστερημένη κινητικότητα» των αξιών γης σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη και απαιτείται «ομαλοποίηση» της «ελληνικής εξαίρεσης». Να ακολουθήσει δηλαδή η γη και τα ακίνητα αυτό που έχει γίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη: συγκεντροποίηση της γης και περιορισμός της μικροϊδιοκτησίας, ένας «αναγκαστικός καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός», κατά τους μνημονιακούς. Είμαστε λοιπόν μάρτυρες μιας πρωτοφανούς επίθεσης σε πολλά επίπεδα, επίδικο της οποίας είναι μια από τις κατεξοχήν εκφάνσεις των κοινών, η γη και, σε ένα άλλο επίπεδο, το κτιριακό απόθεμα, κυρίως δημόσια κτίρια, εμπορικά ακίνητα και κατοικίες. Κατακτήσεις γενεών, υλικές, θεσμικές αλλά και συμβολικές, χάνονται σε λίγο χρόνο, μέσω της υφαρπαγής της γης, της δημόσιας περιουσίας και της μικροϊδιοκτησίας.
Η κούρσα επενδύσεων σε γη στον παγκόσμιο Νότο Οι πόλεις, ως γη, ακίνητα και υποδομές, ήταν πάντα υποδοχείς επενδύσεων πλεονάζοντος κεφαλαίου και μέσω της αστικοποίησης βασικός πυλώνας στις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου. Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους στις βιομηχανικές επενδύσεις στον παγκόσμιο Βορρά και η δημιουργία νέων χρηματιστηριακών προϊόντων οδήγησε, μετά τη δεκαετία του 1990 και κυρίως μετά το 2000, σε μια κούρσα επενδύσεων σε γη στον παγκόσμιο Νότο μέσω υφαρπαγής και σε εκτεταμένο real estate παντού. Τα νέα άυλα προϊόντα που δημιουργήθηκαν επιτρέπουν από τη μια ενυπόθηκο δανεισμό και από την άλλη δανεισμό και πωλήσεις με βάση μελλοντικά έσοδα μέσω τιτλοποιήσεων. Τη δημιουργία, με άλλα λόγια, πλασματικών αξιών και πλασματικού κεφαλαίου. Αυτές οι χρηματικές καινοτομίες εφαρμόστηκαν πρώτα στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1980 και δεν περιορίστηκαν μόνο στους «μεγάλους» παίκτες, αλλά διαχύθηκαν στα μεσοαστικά και στα εργατικά στρώματα με επισφαλή εισοδήματα. Αποτέλεσμα, η αδυναμία αποπληρωμής των δανείων, η απότομη κάμψη της ζήτησης, η υπερχρέωση των νοικοκυριών και των εργολάβων. Η αλληλεξάρτηση των περιφερειακών με τις κεντρικές τράπεζες, αλλά και πιστωτικών ιδρυμάτων και επενδυτικών χαρτοφυλακίων εντός και εκτός των ΗΠΑ,
Ο Κωστής Χατζημιχάλης είναι ομότιμος καθηγητής (Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, hadjimichalis@hua.gr). Το άρθρο αποτελεί περιληπτική απόδοση της παρέμβαση στην εκδήλωση «Ανοικτής Πόλης» με θέμα «Κόκκινα δάνεια και υφαρπαγή της μικροϊδιοκτησίας» (ομιλητές: Τόνια Κατερίνη, Κερασίνα Ραυτοπούλου, Κωστής Χατζημιχάλης, Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου· συντονίστρια Ελένη Πορτάλιου), 16.9.2013
Έργο του Έντουαρντ Χόπερ, 1927
δεν άργησε να μεταφέρει την κρίση και στην Ευρώπη, με τα γνωστά αποτελέσματα. Για πολύ καιρό η διαδικασία αυτή δεν προσέλκυε το αναλυτικό ενδιαφέρον και κυρίως δεν προβλημάτιζε πολιτικά την Αριστερά στον παγκόσμιο Βορρά. Η φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ το 2007-8, η χρηματοπιστωτική κρίση που ενεργοποίησε με τα εκατομμύρια αστέγων και άνεργων και στη συνέχεια η διασπορά της παγκοσμίως, φώτισε ξανά τη σημασία της γης, των ακινήτων και της γαιοπροσόδου. Η κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ και η μεταφορά της μέσω των νέων χρηματιστικών προϊόντων σε όλο τον κόσμο αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εφαρμογή της έννοιας του «τοπικο-παγκόσμιου» (glocalisation): άμεση σύνδεση τοπικών χαρακτηριστικών, στην περίπτωσή μας η ίδια η γη, με τις παγκόσμιες τάσεις-ροές και αντίστροφα. Και για την Αριστερά υπογράμμισε τη σημασία της κατανόησης των διαδικασιών αστικοποίησης με τις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου και με τους καθημερινούς αγώνες στη πόλη. Η γη, ο χώρος και ειδικά οι πόλεις δεν αποτελούν κάποιο εξωτερικό περιβάλλον», μια δευτερεύουσα αντίθεση στην υπόθεση της ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Αποτελούν κρίσιμες κοινωνικές σχέσεις και οι αντιφάσεις που παράγουν οδηγούν σε κοινωνικές συγκρούσεις με απρόβλεπτες συνέπειες. Αλλά γιατί έχουν σήμερα τόση σημασία η γη και τα ακίνητα για την Τρόικα; Πέρα από την προφανή απάντηση κάλυψης του δημόσιου χρέους υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, δυο ακόμη γενικότερες συνθήκες. Η πρώτη αφορά τις διεθνείς τάσεις και η δεύτερη τις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Ας τις δούμε σύντομα.
Η παγκόσμια σκηνή: κερδοσκοπικές επενδύσεις σε γη και ακίνητα Στην Ελλάδα, η συγκυρία της κρίσης και το ειδικό καθεστώς των Μνημονίων συμπίπτει, δυστυχώς, με τη νέα παγκόσμια τάση επεν-
δύσεων κερδοσκοπικών κεφαλαίων στη γη και σε ακίνητα. Από στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας αλλά και προοδευτικών πρωτοβουλιών όπως το Land Deal Politics Initiative (www.iss.nl/Ldpi), προκύπτει ότι μετά το 2007 κεφάλαια κάθε είδους (ιδιωτικά, κρατικά, hedge funds, venture capital) εισέρχονται μαζικά στην αγορά γης και στο real estate, αναζητώντας εκτάσεις, εμπορικά ακίνητα και προνομιακές θέσεις για υψηλών προδιαγραφών κατοικίες που μελλοντικά θα είναι σπάνιες, δηλαδή αναζητώντας μονοπωλιακή γαιοπρόσοδο. Ενώ παλαιότερα οι σίγουρες επενδύσεις ήταν σε μετοχές κερδοφόρων μεγάλων βιομηχανιών, σήμερα αναζητούν καταφύγιο στη γη και στα ακίνητα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, στο διάστημα 20072012 (δεν υπάρχουν πιο πρόσφατα στοιχεία) από το σύνολο των παγκόσμιων επενδύσεων κεφαλαίων λίγο πάνω από τις μισές κατευθύνονται στη γη και σε ακίνητα. Στη γη κατευθύνονται σε περιοχές όπως η Αφρική, η Λατινική Αμερική αλλά και η Ευρώπη, κυρίως στις πρώην χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στον τομέα των ακίνητων οι επενδύσεις κατευθύνονται σε ώριμες αγορές, π.χ. Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη και στις λεγόμενες αναδυόμενες, όπως οι πόλεις των Εμιράτων του Περσικού Κόλπου, οι παράκτιες πόλεις της Κίνας, οι μεγαλουπόλεις της Ινδίας και της Λατινικής Αμερικής. Οι περισσότερες χώρες-στόχοι είναι διψασμένες για επενδύσεις κάθε είδους, και η γη τους ήταν ένας αναξιοποίητος πόρος εδώ και δεκαετίες. Σε αυτό συμβάλλουν πέντε σύγχρονες παγκόσμιες τάσεις. Πρώτον, η εκτιμωμένη παγκόσμια διατροφική ανασφάλεια και η άνοδος των τιμών των τροφίμων που έχει προκαλέσει εκτεταμένες επενδύσεις σε μεγάλες εκτάσεις για μελλοντική παραγωγή τροφής. Δεύτερον, η παγκόσμια ενεργειακή ανασφάλεια και η αναζήτηση σπάνιων μεταλλευμάτων που έχει οδηγήσει από τη μια πλευρά σε εξο-
ρυκτική φρενίτιδα σε στεριά και θάλασσα, και από την άλλη στην αναζήτηση μεγάλων εκτάσεων για εγκατάσταση ΑΠΕ (ανεμογεννητριών και ηλιακών συλλεκτών) κοντά σε μεγάλους καταναλωτές, καθώς και εκτάσεων για καλλιέργεια βιοκαύσιμων, διαδικασίες γνωστές και ως «πράσινη υφαρπαγή» (green grabbing). Τρίτον, η αναζήτηση μεγάλων εκτάσεων για ειδικού τύπου mega-projects, όπως αναπτυξιακοί διάδρομοι κάθε είδους, από τρένα μεγάλης ταχύτητας μέχρι αγωγούς πετρελαίου, νέα μεγάλα λιμάνια για κοντέινερ, εκτάσεις για ειδικές οικονομικές ζώνες και φυσικά μεγάλης κλίμακας real estate στις πόλεις. Στην κατηγορία αυτή μπορεί να ενταχθεί και η δημιουργία μεγάλων, ολοκληρωμένων τουριστικών μονάδων με παραθεριστικό real estate, γκολφ. Η τέταρτη εξέλιξη, που αποτελεί την προϋπόθεση για να κινητοποιηθούν οι προηγούμενες τάσεις, είναι η δημιουργία νέων χρηματοπιστωτικών εργαλείων από τις επενδυτικές τράπεζες, ικανών να περιορίζουν το ρίσκο των επενδύσεων. Τέλος, οι αναδυόμενες παγκόσμιες ρυθμίσεις, κανόνες και κίνητρα που παρέχονται από τη διεθνή κοινότητα (κυρίως την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ), για να προβαίνουν οι κερδοσκόποι σε παρόμοιες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε γη, δεδομένων των μεγάλων διαφορών στα καθεστώτα ιδιοκτησίας και φορολογίας της γης.
Ελληνικές ιδιαιτερότητες: ποιοτικά χαρακτηριστικά, ένταξη στην ΕΕ, μεγάλη κρατική ιδιοκτησία και Μνημόνια Αν τα παραπάνω σας φαίνονται οικεία, είναι γιατί τα έχουμε δει να συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας – κι αυτό μας οδηγεί στις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Από τις Σκουριές της Χαλκιδικής, την ΑΟΖ σε Ιόνιο και Αιγαίο και το αεροδρόμιο του Ελληνικού μέχρι τη Στοά Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη, τη Μονή Τοπλού στη Σητεία, τους αγωγούς φυσικού αερίου, τα εκατοντάδες φωτοβολταϊκά πάρκα σε όλη την Ελλάδα και τις ανεμογεννήτριες στα νησιά – όλα αυτά είναι μερικές ενδείξεις της εφαρμογής των παγκόσμιων τάσεων, οι οποίες διευκολύνονται, αν όχι επιβάλλονται, από το ειδικό καθεστώς των Μνημονίων. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν οι τεράστιες εκτάσεις που διαθέτουν άλλες περιοχές και το ενδιαφέρον για την υφαρπαγή της γης και των ακινήτων οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της γης και των ακινήτων. Το σύνολο της ελληνικής επικράτειας αποτελεί μια οιονεί μονοπωλιακή θέση ως προς τα γεωπολιτικά δεδομένα και τη φυσική εγγύτητα στις ευρωπαϊκές αγορές· άρα, ο κάτοχος ή εκείνος που την ελέγχει απολαμβάνει ένα είδος μονοπωλιακής γαιοπροσόδου. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης και ακινήτων στην Ελλάδα είναι το κράτος, οι δήμοι, η Εκκλησία και τα μοναστήρια: αυτοί θα αποτελέσουν τους πρώτους στόχους της υφαρπαγής. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ο στρατός με μεγάλες ιδιοκτησίες, οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ κλπ) και τα ΝΠΔΔ (πανεπιστήμια, νοσοκομεία). Μια απλή ανάγνωση του εφαρμοστικού νό-
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
37
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
τα ακίνητα;
Χαντς Μέμιντορφ, «Σπίτι κεφάλι»
μου και η διεθνής εμπειρία τιτλοποίησης γης και ακινήτων που θα εφαρμόσει το ΤΑΙΠΕΔ, φτάνει για να καταλάβουμε τι μας περιμένει. Αυτοί είναι οι λόγοι που θέλουν οι Κινέζοι τα λιμάνια και τα αεροδρόμια· Ρώσοι και Τσετσένοι τους αναπτυξιακούς διαδρόμους για να περάσουν οι αγωγοί πετρελαίου και υγραερίου· Ισπανοί, Δανοί και Γερμανοί μεγάλες εκτάσεις για την εγκατάσταση πάρκων με ΑΠΕ για παραγωγή ηλεκτρισμού και μεταφορά του στη Μεσευρώπη· Γάλλοι, Ολλανδοί και Γερμανοί παραγωγική γη για ειδικές βιολογικές καλλιέργειες· Καναδοί, Ρώσοι και άλλα διεθνή κονσόρτια διεκδικούν το υπέδαφος, κυρίως για χρυσό και φυσικό αέριο· και, τέλος, επενδυτές κάθε είδους και εθνικότητας (ανάμεσα τους και ελληνικές τράπεζες και ιδιώτες) ενδιαφέρονται για εμπορικά και «ειδικού σκοπού» ακίνητα. Μια ειδική ομάδα χαρακτηριστικών γης στην Ελλάδα αφορά τα ιστορικά μνημεία, το τοπίο, το μεγάλο μήκος ακτών και νησιών, τον σχετικά υψηλό δείκτη φυσικής αξίας και τέλος τη φήμη της ως μεσογειακού προορισμού που διατηρεί αυθεντικότητα και δεν έχει υποστεί τις μη αναστρέψιμες καταστροφές αντίστοιχων προορισμών στην Ισπανία και Ιταλία. Αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά έχουν προσελκύσει μεγάλες τουριστικές επενδύσεις και real estate παραθεριστικών κατοικιών, οι οποίες αναζητούν άθικτες παραθαλάσσιες εκτάσεις κοντά στις πλούσιες χώρες της Ε.Ε. και τη Ρωσία. Ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός και κοινωνικός, με τρεις αιχμές: το ότι τα ελληνικά εδάφη βρίσκονται εντός Ε.Ε./ευρωζώνης, το μέγεθος της κρατικής περιουσίας και το ειδικό καθεστώς των Μνημονίων που έχει επιβληθεί από το 2010. Αυτό δίνει στα ελληνικά εδάφη μια θεσμική ιδιαιτερότητα, θεωρητικά ελκυστική σε επενδύσεις, η οποία συνίσταται στη συστηματική εξασθένιση της πολιτικής ανεξαρτησίας, στην υποβάθμιση της δημοκρατίας και στην κατάργηση της συνταγματικής τάξης. Επειδή οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης και ακινήτων στην Ελλάδα είναι το κράτος και οργανισμοί που εποπτεύονται από αυτό, οι θεσμικές και αντισυνταγματικές εκτροπές είναι απαραίτητες
για την είσοδο αυτών των ακινήτων στη αγορά, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο εύκολα με τις ιδιωτικές περιουσίες. Εδώ, νομίζω, έχει σημασία η πιθανή έναρξη των πλειστηριασμών κατοικιών: εκτός από την κοινωνική αναταραχή που θα προκαλέσει και τις έντονες αντιδράσεις των ελληνικών τραπεζών (για τα οποία η Τρόικα αδιαφορεί), θα προκαλέσει άμεση κατάρρευση των τιμών στην αγορά ακινήτων, άρα και των δημόσιων ή των ΝΠΔΔ, δημιουργώντας μεγάλες ευκαιρίες σε εκείνους που περιμένουν να τα υφαρπάξουν. Γιατί οι μελλοντικοί επενδυτές δεν ενδιαφέρονται για τις χιλιάδες μικροϊδιοκτησίες που θα χαθούν, αλλά: α) για τις μεγάλες δημόσιες εκτάσεις και τα μεγάλα ακίνητα του δημοσίου, των ΝΠΠΔ και των οργανισμών κοινής ωφέλειας, τα οποία θα χάσουν σημαντικό τμήμα της αξίας τους και β) για την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων επειδή οι περισσότεροι στόχοι περιλαμβάνουν σημαντικά τμήματα ακίνητης περιουσίας (ΟΣΕ, λιμάνια, αεροδρόμια κ.ά.). Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκονται και οι αλλαγές που προτείνονται στη φορολογία των ακινήτων, της αγροτικής γης και των εκτός σχεδίου ιδιοκτησιών. Αν υλοποιηθούν οι εξαγγελίες, είναι πιθανό να έχουμε στο μέλλον μαζικές πωλήσεις από μικροϊδιοκτήτες που θα αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους ακινήτων και των αγροτικών εκτάσεων που προέρχονται από κληρονομιές, με αποτέλεσμα την συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας της γης, και ως εκ τούτου και της γαιοπροσόδου σε όφελος εκείνων που έχουν σήμερα και αύριο ρευστό. Σε αυτό αποβλέπει ο ενιαίος φόρος ακινήτων και η σχεδιαζόμενη σημαντική μείωση του φόρου μεταβιβάσεων. Τα παραπάνω έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε περιοχή που ισχύει ένα ιδιάζων «καθεστώς μόνιμης εξαίρεσης», όπως θα έλεγε ο Αγκάμπεν, ή μια «κατάτμηση σε ζώνες (zonage)», όπως γράφει ο Μπαντιού, αλλά αυτό δεν συμβαίνει χωρίς κοινωνικές αντιστάσεις. Αποτελούν πολιτικές συνθήκες οι οποίες, αλλάζοντας ή περιορίζοντας το θεσμικό πλαίσιο, δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την υφαρπαγή της γης. Οι παραπάνω θεσμικές εκτροπές, που αλλού θα απαιτούσαν στρατιωτική βία, στην Ελλάδα εφαρμόζονται με τη βία τις συστηματικής εξασθένισης των ρυθμιστικών μηχανισμών της δημοκρατίας. Οι πολίτες δεν βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με πολιτικούς εκπροσώπους κλασικού δημοκρατικού τύπου, αλλά, όπως γράφει ο Μπαντιού με ένα είδος τοπικής ψευτο-κρατικής κάλυψης των κυρίαρχων διαδικασιών καταλήστευσης» (Η Εποχή, 12.5.2013). Θα τελειώσω παραφράζοντας τον Σ. Ζίζεκ. Παλιά η Αριστερά ήξερε τι να κάνει με τη γη και τα ακίνητα: περίμενε πότε θα έλθει στην εξουσία για να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία. Σήμερα δεν ξέρει ακόμη τι να κάνει, αλλά δεν μπορεί να περιμένει. Τουλάχιστον ας προσπαθήσει, ας προσπαθήσουμε, να σταματήσουμε με κάθε μέσο την υφαρπαγή που βιώνουμε, και κυρίως αυτή που επέρχεται.
Νέα σχολική χρονιά: η εμπειρία μιας αποσύνθεσης ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΡΑΘΑΝΟΥ
Η σχολική χρονιά ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς. Από τα δεκαοχτώ χρόνια εμπειρίας μου σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συγκρατώ τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη ως μια διαδικασία επανεύρεσης-επανασύνδεσης του συλλόγου των καθηγητών από τις καλοκαιρινές διακοπές, με αφηγήσεις και συζητήσεις που σε ταξίδευαν. Ταυτόχρονα, μέσα από τις καθημερινές εργασίες για την προετοιμασία της έναρξης των μαθημάτων, προσγειωνόσουν στη σχολική καθημερινότητα. Όχι πως παλιότερα δεν υπήρχαν προβλήματα, ιδιαίτερα τις χρονιές των αιφνίδιων αυγουστιάτικων «μεταρρυθμίσεων» και «δομικών αλλαγών» στην παιδεία. Ωστόσο, το φετινό καλοκαίρι δεν νομίζω να ξεκουράστηκε πραγματικά κανείς. Ο χορός του άγχους και της ανασφάλειας ξεκίνησε με τη δίωρη αύξηση του διδακτικού ωραρίου, που είχε ως συνέπεια την υπεραριθμία και την κατάργηση οργανικών θέσεων. Ο ξαφνικός θάνατος της ΕΡΤ, που συνοδεύτηκε με την εν μια νυκτί «κατάργηση» 2.600 εργαζομένων, διέλυσε κάθε αμφιβολία σχετικά με την ανάλγητη αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, για να ακολουθήσει ο εφιαλτικός Ιούλιος με την κατάργηση των ειδικοτήτων στα ΕΠΑΛ και την επιβολή του καθεστώτος της διαθεσιμότητας. Ο νόμος για το νέο λύκειο, που οργανώνει όλη σχολική διαδικασία με βάση τις εξετάσεις, επέφερε νέες μειώσεις διδακτικών ωρών σε κάποιες ειδικότητες, ενώ στο γυμνάσιο επιχειρήθηκε να καταργηθεί το μάθημα της τεχνολογίας. Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη οι περισσότεροι συνάδελφοι ήταν σκεφτικοί και μουδιασμένοι, παραδομένοι σε μια βουβή απελπισία. Αγχωμένα μισόλογα για ένα αβέβαιο μέλλον, περισσή οργή και αγανάκτηση που εκτονώνεται σε έντονους αφοριστικούς λόγους, λυτρώνοντας προσωρινά από τη θλίψη, σαν παυσίπονο. Ένα διάχυτο παράπονο. Όχι μόνο για τις μειώσεις των μισθών, την εργασιακή ανασφάλεια, το φάσμα της διαθεσιμότητας και της απόλυσης. Περισσότερο πονάει η απαξίωση και η περιφρόνηση. Όταν έχεις καταθέσει την ψυχή σου δυο δεκαετίες στις σχολικές αίθουσες, δεν συμβιβάζεσαι εύκολα με τη μετατροπή σου σε σφάγιο της μνημονιακής μεταρρύθμισης... Κάποιοι αντιμετωπίζουν την κατάσταση σαν φυσικό φαινόμενο, περιμένοντας να περάσει «το κακό που μας βρήκε». Οι περισσότεροι, ωστόσο, αναμετρούν μονάχοι τους τις δυνάμεις τους και τις αντοχές τους. «Κάτι πρέπει να κάνουμε... Τι, όμως;» «Πόσο αντέχεις εσύ;». Η απεργία, τα συλλαλητήρια, ο αγώνας, στον δρόμο, ελπίδα και ελπίδες… Ο καθένας αναλογίζεται την οικογένειά του, τις οικονομικές του υποχρεώσεις, τα
βάρη του. Ντρέπονται να μιλήσουν για τις αντοχές τους, φοβούνται για τη δική τους ανεπάρκεια. Ξέρουν ότι έχουν να αντικρίσουν τους γονείς των παιδιών, μέλη μιας κοινωνίας ισοπεδωμένης, που σέρνουν τους δικούς τους σταυρούς, και. πολλοί απ’ αυτούς, βλέπουν την όποια αντίδραση σαν ένα επιπλέον εμπόδιο στην ήδη δυσβάστακτη καθημερινότητά τους. Πρέπει να επικοινωνήσουν με αγχωμένα και καταπιεσμένα παιδιά, μπολιασμένα με το «μικρόβιο» της αριστείας και στοιχειωμένα από το φόβητρο της σχολικής αποτυχίας, με μόνη διέξοδο που βλέπουν μπροστά τους την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, μήπως και αποκτήσουν κάποιες πιθανότητες επαγγελματικής αποκατάστασης. (Αλήθεια, πόσες, με την ανεργία στους νέους να καλπάζει στο 60%;). Τέλος, έχουν απέναντί τους τα ΜΜΕ διατεταγμένα, έτοιμα να τους φάνε. Και το Υπουργείο Παιδείας συνεχίζει το κυνήγι κεφαλών, αφαιρώντας αναθέσεις μαθημάτων από ειδικότητες, υπολογίζοντας εξονυχιστικά τους αριθμούς των μαθητών ανά τμήμα, επιδιώκοντας φανατικά τη μέγιστη οικονομία. Φυσικά, όχι προς όφελος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το σχολείο βομβαρδίζεται καθημερινά με αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις που αναιρούν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα τη δυσκολία οργάνωσης του εκπαιδευτικού έργου, καθώς τα ωράρια των διδασκόντων και τα ωρολόγια προγράμματα βρίσκονται συνεχώς στον αέρα. Η σύγχυση που επικρατεί στα ανώτερα κλιμάκια της εκπαίδευσης προδίδει την απουσία σοβαρού σχεδιασμού, επιτείνοντας το κλίμα ρευστότητας και ανασφάλειας στο διδακτικό προσωπικό. Σ’ αυτό το ανοργάνωτο πλαίσιο, σε ένα ελλιπέστατα χρηματοδοτούμενο, κακοσυντηρημένο και μίζερο σχολείο, με την αυτοπεποίθησή του να βουλιάζει, ο καθηγητής καλείται να παράγει εκπαιδευτικό έργο. Πολλοί από τους αναγνώστες ίσως αγνοούν ότι η εκπαιδευτική διαδικασία απέχει πολύ από τη γραφειοκρατική διεκπεραίωση εγγράφων (χωρίς να υποτιμάται η συνεισφορά της δεύτερης, η οποία απαιτεί άλλου είδους ικανότητες και οργανωτικό πνεύμα). Η διδασκαλία προϋποθέτει, πάνω απ’ όλα, πνευματική επικοινωνία. Απαιτεί εγρήγορση, έμπνευση, υιοθέτηση ποικίλων ρόλων. Ο δάσκαλος είναι, ως ένα σημείο, «ηθοποιός», περφόρμερ, οφείλει να ενεργοποιεί θετικά τα παιδιά στην αναζήτηση, να εξάπτει την περιέργειά τους, ώστε να επιτελεστεί η πολυπόθητη «ενεργητική εποικοδομητική γνώση». Ως εκ τούτου, οφείλει να εγκαταλείψει μέρος του εαυτού του έξω από την πόρτα της σχολικής αίθουσας. Πόσο εφικτό, άραγε, είναι να το επιτύχει στη σημερινή κατάσταση;
Ο Πέτρος Καραθάνος είναι φιλόλογος
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
ΡΑΝΙΤΣΚΙ Ο ΜΕΓΑΣ (1920-2013)
Ο ισχυρός των λέξεων Ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι θεωρείται, στον γερμανόφωνο χώρο, ο κριτικός λογοτεχνίας με τη μεγαλύτερη επιρροή στην εποχή του. Γεννήθηκε το 1920 στην Πολωνία, επιβίωσε του γκέτο της Βαρσοβίας και έζησε μέχρι το θάνατό του στη Γερμανία (αρχικά στη Δυτική). Πάπας της λογοτεχνικής κριτικής, δεν δίσταζε να επιτεθεί σε ογκόλιθους της λογοτεχνίας, όπως ο Γκίντερ Γκρας. Συνέβαλε ωστόσο με τις απόψεις και τον δριμύ του τρόπο στο να συζητήσει και να επεξεργαστεί η μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία το φαιό παρελθόν της χώρας. Ο Ράιχ-Ρανίτσκι είχε κολοσσιαία επίδραση και την κρίση του την περίμεναν και τη φοβούνταν λογοτέχνες και κοινό. Από το 1988 έως το 2001 παρουσίαζε στο κρατικό κανάλι ZDF την εκπομπή λογοτεχνικής κριτικής «Λογοτεχνικό Κουαρτέτο», η οποία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και επιτυχημένη. Πέθανε την περασμένη Τετάρτη, 18 Σεπτεμβρίου. Από τα πολλά που γράφτηκαν μετά τον θάνατό του, διαλέξαμε ένα άρθρο που, διατηρώντας τον θαυμασμό και τον σεβασμό για το πρόσωπο του Ρανίτσκι, ταυτόχρονα εκφράζει και την κριτική στον κριτικό. ΙΩ.Μ. ΤΟΥ ΧΑΝΣ-ΝΤΙΤΕΡ ΣΙΤ
Μεγαλειώδης και φριχτός. Πρωτοπόρος και χολερικός. Τετραπέρατος, ντυμένος συχνά τον μανδύα της αυθάδειας. Μια αυθεντία που εξέδιδε βιαστικές αποφάσεις. Ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι συνδύαζε, με όλο και μεγαλύτερη τελειότητα, τη ραγδαία άνοδο κάποιου που επέζησε του Ολοκαυτώματος με την ακαταδεξία που φαίνεται φυσική για όσους μιλούν από καθέδρας. Τύπος και τύραννος. Ειδικά αυτός, ένας Εβραίος που γλίτωσε τον θάνατο στο γκέτο της Βαρσοβίας, γίνεται ο ανώτατος δικαστής της μεταπολεμικής γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Ειδικά αυτός, ένας άνθρωπος υποτιμημένος στο όνομα μιας βάρβαρης αντίληψης του πολιτισμού, προάγεται σε μεγαλόστομο και προπετή εκτιμητή γερμανόφωνων λογοτεχνικών έργων. Εξέλιξη με μαύρο χιούμορ, βγαλμένη λες απ’ τα έργα του Τζορτζ Ταμπόρι: γκροτέσκα, ανθρώπινη, δίκαιη. Αυτός, ένας καταφρονεμένος που του άρεσε να προσβάλλει. Αυτός που ντρόπιασε τη Γερμανία, γιατί με την οξύτητα και την αναλγησία της κρίσης του συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η δυτικογερμανική λογοτεχνία να ανυψωθεί σε τόπο διεξαγωγής ενός ιστορικού, ηθικού και πνευματικού επανακαθορισμού. Αναφέρομαι σε μια ντροπή που αποτέλεσε συ-
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Neues Deutschland στις 20.9.2013. Ο Hans-Dieter Schütt είναι δημοσιογράφος.
στατικό μιας απελευθέρωσης, μέσα στην οποία ο Ράιχ-Ρανίτσκι αναδείχτηκε σε εξέχουσα φιγούρα. Και σε λαϊκιστή. Και τα δύο συνοδευόμενα από παραξενιές, θρασύτητες, ικανότητα σύναψης συμμαχιών και καταποντισμού κατά βούληση. Γενναιόδωρος στην επιδοκιμασία, αδυσώπητος στην επίκριση. Αν ζούσαν, ο Κλάιστ και ο Χέλντερλιν θα ήταν αποδιοπομπαίοι στο «Λογοτεχνικό Κουαρτέτο» του, κι ο κόσμος που πρέπει πρώτα να συμβουλευτεί την τηλεόραση πριν ανοίξει ένα βιβλίο, θα ένιωθε κολακευμένος μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν χωράει τους άτυχους ποιητές. Ο Κλάιστ και ο Χέλντερλιν θα συνειδητοποιούσαν ξανά ότι η θανατική ποινή εκτίεται εν ζωή, για μια ζωή. Ο Ράιχ-Ρανίτσκι δεν έστρεψε ποτέ τα κανόνια του κατά των αδυνάτων, δεν έπαψε όμως ποτέ να κανοναρχεί το κοινό με τις απόψεις του. Η πένα του παίνευε, η γραφίδα του ξεπουπούλιαζε. Δεν ήταν δήθεν, ήταν όντως. Αρχή και εξουσία: παταγώδη και ισοπεδωτικά ξεσπάσματα κατά ενός Γκρας, κατά ενός Χάντκε. Με επίγνωση των συνεπειών. Ο Μάρτιν Βάλζερ έγραψε γι’ αυτόν το εύστοχο σατιρικό μυθιστόρημα Ο θάνατος ενός κριτικού. Ο συγγραφέας, βαθιά πληγωμένος από την επιβολή της εξουσίας ενός Ράιχ-Ρανίτσκι, επιδίδεται σε μια ευφυή καλλιτεχνική εκδίκηση, που θέτει εκ νέου το σημαντικό ερώτημα: Μέχρι πού φτάνει το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς μέσα στη δριμύτητα της πολιτιστικής αγοράς για μια καθαρή συνείδηση, για μια αξιοπρέπεια; Ο Βάλζερ στηλιτεύει τον (φανταστικό!) υπερ-κριτικό, ο οποίος ασκεί δημόσια και αυτάρεσκα την εξουσία του και εξελίσσεται με τον καιρό σε πλάσμα ανυπόφορο, που ξερνάει μονάχα κορώνες εγωκεντρισμού — ενώ θα μπορούσε να ασκήσει απλώς δημοκρατικά την εξουσία του, διαλέγοντας ακριβώς να απέχει από την άσκησή της. Ο θάνατος αυτού του μεγάλου, του πανούργου, του εξουσιοεξαρτημένου χαρακτήρα καταδεικνύει τη σύγχρονη ασθένεια της λογοτεχνίας: κουτρουβαλάει κάθιδρη και λα-
χανιασμένη την κατηφόρα της αγοράς. Μέσα στη δίνη της λογοτεχνικής παραγωγής, ένα καινούργιο βιβλίο πρέπει να βρει τρόπο να τραβήξει την προσοχή – αλλιώς θα πεθάνει προτού προλάβει να γεννηθεί. Το παράδοξο της εποχής: συχνά ό,τι αξίζει το αναγνωρίζουμε μόνο επειδή πετιέται στο περιθώριο, τους έξυπνους τους βρίσκουμε κάπου απομονωμένους. Πραγματική λογοτεχνία; Το παζάρι των ευκαιριακών επιτυχιών έχει μετατραπεί στον βασανιστή της. Μέσα στο τοπίο αυτό, ο Ράιχ-Ρανίτσκι ήταν τρομακτικός πρόεδρος, φλογερός πατριάρχης, εύθυμος τρομπετίστας και βροντερός μαστιγωτής των δεινών. Το 2000, η Ζίγκριντ Λέφλερ [έγκριτη κριτικός λογοτεχνίας και μόνιμη καλεσμένη της εκπομπής επί χρόνια] αποχώρησε από το «Λογοτεχνικό Κουαρτέτο», έπειτα από την αμείλικτη επίθεση ενός κυνικού Ράιχ-Ρανίτσκι. Η εκπομπή ήθελε απλώς να «προκαλέσει θόρυβο». Έτσι είπε η Λέφλερ. Σωστά. Δώδεκα χρόνια άντεξε. Ήθελε να δείξει ότι οι κριτικοί δεν είναι τίποτα αραχνιασμένοι ειδήμονες, που θέλουν να μετρήσουν τις καμπύλες με το υποδεκάμετρο. Τι απέμεινε όμως από τις εμφανίσεις των μυημένων στο γυαλί; Δημόσια ξεκοιλιάσματα, γυαλιά και θρύψαλα. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς: τηλεοπτική προτίμηση σημαίνει ποιοτική υποτίμηση. Να την πάλι η ειρωνεία: ποιος, ο Ράιχ-Ρανίτσκι αρνήθηκε το 2008 να παραλάβει το Γερμανικό Τηλεοπτικό Βραβείο, αηδιασμένος από την αστραφτερή εκδήλωση απονομής. Άναψαν οι συζητήσεις στις εφημερίδες, ο ηλιόλουστος κόσμος των ΜΜΕ σκιάστηκε για λίγο από ένα συννεφάκι περίσκεψης – πώς να γλυκάνει όμως το μουρουνόλαδο με έναν κόκκο ζάχαρη; Ο εκδότης της Frankfurter Allgemeine Zeitung, Γιοάχιμ Φεστ, έφτιαξε ειδικά γι’ αυτόν ένα τμήμα στην εφημερίδα του, κι ο Ράιχ-Ρανίτσκι έγινε ο θρυλικός “λογοτεχνικός διευθυντής”. Έγραψε πνευματώδεις αναλύσεις. Με τονισμένα απέριττο ύφος. Και ξαφνικά η μεγάλη έκπληξη, η αυτοβιογραφία: Η ζωή μου
«Οι συγγραφείς ξέρουν από λογοτεχνία όσο ξέρουν τα πουλιά από ορνιθολογία». Σκίτσο του tiede από το toonpool.com.
[στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη, από τις εκδόσεις Ίνδικτος]. Η έξυπνη επικέντρωση στο πεπρωμένο του, που τον ανάγκασε να επιβιώσει ζώντας μαζί με τον θάνατο. Κάπως έτσι ανακαλύψαμε πίσω από τον κριτικό τον συγκλονιστικό και αποστασιοποιημένο αφηγητή: τα χρόνια στο γκέτο της Βαρσοβίας, η απόδραση με τη γυναίκα του, η διάσωση από έναν μικρό πολωνό τυπογράφο, που πάνω στο μεθύσι του άρθρωσε τον στόχο του αγώνα του: ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να εξαφανίσει τον «ιουδαϊσμό», εκείνος όμως είχε αποφασίσει ότι αυτοί οι δυο εβραίοι έπρεπε να ζήσουν, «και θα δούμε ποιος θα κερδίσει». Έπειτα η απελευθέρωση, η προσχώρηση στο Κομμουνιστικό Κόμμα, η σύλληψη για «ιδεολογική απομάκρυνση», η διαγραφή από το κόμμα – και στη φυλακή στη Βαρσοβία η επαφή με «ένα από τα μεγαλύτερα γερμανικά μυθιστορήματα», τον Έβδομο σταυρό της Άννας Ζέγκερς [στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μετάφραση Αρετής Κοντογιώργη, από τις εκδόσεις Κέδρος]· η απόφαση ήρθε γρήγορα: θα ζούσε μια ζωή με τη λογοτεχνία, μέσα στη λογοτεχνία. Το βιβλίο, ένα κασελάκι με θησαυρό όπου μπορείς να κρυφτείς για να βγεις στον κόσμο, όταν πια δεν υπάρχει πατρίδα για σένα. Πέθανε λοιπόν ο Ράιχ-Ρανίτσκι, στα 93 του. Μέσα στο σάστισμα, πεθαίνει και η αντίθετη ιδέα: να απαλλαχτούν οι λογοτέχνες από το βάρος της δημοσιότητας και της συμμετοχής στο σόου. Το βιβλίο είναι μια εσωστρέφεια, και ίσως ο καλύτερος αναγνώστης είναι εκείνος που δεν μιλάει δυνατά για τη λογοτεχνία, αλλά μοιράζεται την εσωστρέφεια του βιβλίου. Ο Ράιχ-Ρανίτσκι έκλεινε πάντοτε το «Λογοτεχνικό Κουαρτέτο» με τη φράση του Μπρεχτ: «Η αυλαία έπεσε, όλες οι ερωτήσεις παραμένουν ανοιχτές». Με τον θάνατο του κριτικού, ξεκαθαρίστηκε μια και καλή το ερώτημα για την πιθανότητα να ξαναζήσουμε μια τέτοια απαράμιλλη μοναρχία της γνώμης. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ