Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Στρατή Μπουρνάζου, Λορέτα Μακόλεϊ, Βασίλη Παπαστεργίου, Tαρίκ Αλί, Νίκου Σαραντάκου, Κώστα Γαβρόγλου, Κύρκου Δοξιάδη, Μάκη Κουζέλη, Μιχάλη Σπουρδαλάκη, Πολυμέρη Βόγλη ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 753
ΚΥΡΙΑΚΗ 6 OKTΩΒΡΙΟΥ 2013
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Μια άλλη χώρα… ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ
Σε μια άλλη χώρα. Εκεί έμοιαζε να ξυπνήσαμε το πρωί του περασμένου Σαββάτου: ο Μιχαλολιάκος σιδεροδέσμιος στον εισαγγελέα, οι αρχές να εξαρθρώνουν τη συμμορία, τα κανάλια να βοούν, αστυνομικοί να ξηλώνονται και άλλα πολλά, που δεν τα φανταζόμασταν ούτε στα πιο ηλεκτρισμένα μας όνειρα… Πράγματι, η ποινική δίωξη της Χρυσής Αυγής αποτελεί τομή. Μια τομή διόλου αναμενόμενη — ας σκεφτούμε ότι μέχρι προχθές βασικό αίτημα αλλά και φόβος μας ήταν «να μην περιοριστεί η υπόθεση στον Ρουπακιά και τρεις-τέσσερις ακόμα». Γιατί, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις, τις οποίες μπορούμε, αλλά και πρέπει να έχουμε, αυτό που γίνεται δεν είναι (μόνο) σόου, επικοινωνιακό «κόλπο» ή παιχνίδι: είναι, πρώτα απ’ όλα, πραγματικό. Έτσι, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε την τομή. Και στην αποτίμησή της χρειάζεται να κάνουμε διακρίσεις. Το ότι η κυβέρνηση, λ.χ., θα κεφαλαιοποιήσει πολιτικά την επιχείρηση δεν συνεπάγεται και ότι τη σχεδίασε γι’ αυτό τον λόγο. Επίσης, πέραν του ότι το πρωτεύον είναι το χτύπημα του νεοναζισμού και όχι οι «κεφαλοποιήσεις», αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί η Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα (που τώρα δικαιώνονται πλήρως) δεν μπορούν να αξιοποιήσουν αυτή την εξέλιξη. Ως αριστεροί και αντιφασίστες, λοιπόν, όσο κι αν είμαστε ανήσυχοι (και οι μη προφυλακίσεις ενέτειναν την ανησυχία), σκεπτικοί (για την αποναζιστικοποίηση του κρατικού μηχανισμού) ή αηδιασμένοι (για τα ΜΜΕ που χθες πρόβαλλαν τους νεοναζί και σήμερα μεταβλήθηκαν σε πασιονάριες του αντιφασισμού), δεν μπορούμε παρά να χαιρόμαστε για την ποινική δίωξη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Αυτό άλλωστε δεν ζητάγαμε τόσο καιρό, επίμονα, από το κράτος; Προσωπικά, αν οι συλλήψεις μου προξένησαν κατάπληξη, χαρά και ανακούφιση, η δεύτερη κατάπληξη μου γεννήθηκε από όσους φίλους ένιωσαν μόνο εντελώς διαφορετικά συναισθήματα: ανησυχία, καχυποψία, την αίσθηση του «κόλπου» κλπ. κλπ. Όσον αφορά ειδικότερα την αποφυλάκιση της τριπλέτας Κασιδιάρη-Παναγιώταρου-Μίχου, κάνω τρεις σκέψεις. Πρώτον, η αποφυλάκιση, παρότι συνιστά καθοριστικά κακή εξέλιξη, κυρίως στο ερευνητικό-δικαστικό επίπεδο, όπως θα εξηγήσω, δεν αρκεί, από μόνη της, για να ανατρέψει όσα έχουν δρομολογηθεί. Δεύτερον, σε ένα ευνομούμενο κράτος η απόφαση θα μπορούσε ακόμα και να μας ικανοποιεί, καθώς θα έδειχνε λ.χ. ότι τηρούνται
αυστηρά δικονομικές εγγυήσεις. Στην Ελλάδα όμως του 2013 όποιος πει κάτι τέτοιο μοιάζει αφελής. Με μια δικαιοσύνη που μοιράζει προφυλακίσεις σαν στραγάλια (σε διάφορους φτωχοδιάβολους ή κατοίκους των Σκουριών), που ήταν για χρόνια από τυφλή μέχρι θεότυφλη έναντι των νεοναζί, η μη προφυλάκιση μόνο ανησυχία, αν όχι οργή, προξενεί. Με άλλα λόγια, το βασικό πρόβλημα συνοψίζεται σε έξι λέξεις: Δεν έχουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη. Βαριά κουβέντα, αλλά πρέπει να την πούμε, αν θέλουμε να συζητήσουμε ειλικρινά. Τρίτον, ασφαλώς θέλουμε να καταδικαστούν οι Χρυσαυγίτες. Αλλά με στοιχεία. Η αποφυλάκιση των τριών και —ακόμα χειρότερα— η αποκάλυψη της ταυτότητας ενός «προστατευόμενου μάρτυρα», δυσκολεύουν εξαιρετικά, αν δεν ακυρώνουν, τη δυνατότητα συγκέντρωσης στοιχείων. Το πρώτο θα δώσει ευκαιρίες στη συμμορία να συγκαλύψει, να εκφοβίσει και να ανασυγκροτηθεί. Το δεύτερο ίσως αποτελέσει την ταφόπλακα για νέες καταθέσεις πρώην Χρυσαυγιτών. tst Ασφαλώς τώρα προέχει απολύτως η εξάρθρωση της εγκληματικής δράσης της συμμορίας. Ωστόσο, η αντιμετώπιση του νεοναζισμού δεν μπορεί να περιοριστεί εκεί, ακόμα και αν αυτό γινόταν με υποδειγματικό τρόπο. Το ξερίζωμα του νεοναζισμού από τον κρατικό μηχανισμό, λ.χ., είναι πρωτίστως πολιτικό και όχι νομικό ζήτημα: η λειτουργία του Αστυνομικού Τμήματος του Αγίου Παντελεήμονα ως παραρτήματος της Χρυσής Αυγής, πέραν των όποιων ποινικών ευθυνών, είναι σκανδαλώδης πολιτικά, αποτελεί πρόκληση για τη δημοκρατία. Και ας έχουμε πάντα κατά νου ότι με το εκρηκτικό μίγμα που συνθέτουν η καταρράκωση της δημοκρατίας, ο κρατικός ρατσισμός (λ.χ. Ξένιος Δίας), το δόγμα «ανησυχία-τάξη-ασφάλεια», η καλπάζουσα ανεργία και η συντριβή της ελπίδας, μπορεί ο νεοναζισμός και ο ρατσισμός να εξελιχθούν σε λερναία ύδρα. Η Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα πρέπει να αναλύσουν τη νέα κατάσταση, όχι όμως για να χαθούν σε έναν δαίδαλο εκτιμήσεων, αλλά για να δράσουν. Δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Τώρα είναι η στιγμή, περισσότερο από ποτέ, να πάρουν, με νέα ορμή, πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες κατά του φασισμού και του νεοναζισμού. Έτσι ώστε, κάποια στιγμή, η χώρα των διψήφιων δημοσκοπικών ποσοστών της Χρυσής Αυγής, όπου οι νεοναζί μαχαίρωναν τα βράδια και την επαύριο εμφανίζονταν ως κύριοι στα κανάλια, να μοιάζει, πράγματι, μια εντελώς άλλη, μακρινή χώρα.
Σαν να έφυγε ένα μαύρο σύννεφο… Η Λορέτα Μακόλεϊ, μετανάστρια από τη Σιέρα Λεόνε ζει εδώ και χρόνια στην Ελλάδα. Σήμερα είναι πρόεδρος της Ένωσης Αφρικανών Γυναικών. Μιλήσαμε μαζί της, σε μια προσπάθεια να καταλάβουμε τι σημαίνει για μια μετανάστρια η σύλληψη του Ν. Μιχαλολιάκου, των άλλων βουλευτών και στελεχών της Χρυσής Αυγής. Στην απομαγνητοφώνηση, διατηρήσαμε την προφορικότητα του λόγου. Ευχαριστούμε πολύ τη Βασιλική Κατριβάνου που μίλησε με τη Λορέτα και τον Στέλιο Πόραβο, που έκανε την απομαγνητοφώνηση. ΤΗΣ ΛΟΡΕΤΑ ΜΑΚΟΛΕΪ
w Πώς αισθάνθηκες όταν πρωτοέμαθες ότι συνέλαβαν τον Μιχαλολιάκο και τα άλλα στελέχη της Χρυσής Αυγής; Αισθάνθηκα καλά, πολύ καλά. Και νιώθω ότι εκείνη η μέρα ήταν ιστορική για την Ελλάδα. Σαν να σηκώθηκε ένα μαύρο σύννεφο, που είχε κάτσει πάνω μας, και να έφυγε. Και έτσι μπορούμε και βλέπουμε τι γίνεται, αρχίζει να φαίνεται λίγο η δημοκρατία. Τώρα για το πώς θα εξελιχθεί… κρατάω μικρό καλάθι. w Ένιωσες μεγαλύτερη ασφάλεια να βγεις στο δρόμο; Ναι. Νιώθω πιο μεγάλη ασφάλεια να βγαίνω στο δρόμο. Ήταν πολύ θετική κίνηση. Αλλά, όπως σου είπα, περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί. w Έχεις ακούσει τι λένε άλλοι μετανάστες; Ναι, νιώθουν όπως κι εγώ. Σαν να τους πλάκωνε κάτι βαρύ, αυτό το μαύρο σύννεφο, και τώρα έχει φύγει. Να σου πω την αλήθεια, όλοι είδαμε θετική την κίνηση ότι τους συνέλαβαν. Αλλά δεν παύουμε να σκεφτόμαστε, περιμένουμε μέχρι να δούμε πως θα εξελιχθούν όλα αυτά… Τόσο καιρό χτυπούσαν τους μετανάστες, τους μαχαιρώναν, και δεν γινόταν τίποτα. Τώρα τουλάχιστον νιώθουμε ότι μιλάμε την ίδια γλώσσα με τους Έλληνες. w Την Τετάρτη αφέθηκαν ελεύθεροι ο Κασιδιάρης, ο Μίχος και ο Παναγιώταρος. Το ξέρω, το είδα στις ειδήσεις. Όπως έλεγα και πριν, να δούμε πώς θα εξελιχθεί η υπόθεση. Το ότι τους άφησαν δεν σημαίνει ότι δεν έχουν την κατηγορία πάνω τους. Και ο κόσμος πλέον έμαθε τι είναι αυτοί… Από την άλλη, να σου πω τη δική μου άποψη; Αρχίζω και αναρωτιέμαι: Με τόσο βαριά κατηγορία που έχουν, πώς κατάφεραν να τους αφήσουν ελεύθερους; w Ξανάρχεται ο φόβος τώρα που αυτοί είναι έξω; Δεν ξανάρχεται ο φόβος, ξανάρχεται η αμφιβολία… Αναρωτιέμαι: ό,τι έγινε το Σάββατο έγινε στ’ αλήθεια ή έγινε για τις εντυπώσεις; Ξαναμπήκε στο μυαλό μου η αμφιβολία. w Και ο φόβος; Αυτοί [οι Χρυσαυγίτες], τώρα, δεν έχουν ακόμα ανασυγκροτηθεί με τίποτα. Μετά δεν ξέρουμε τι θα γίνει… Αλλά τώρα είναι σε κατάσταση σοκ, γι’ αυτό και δεν φοβάμαι τούτη τη στιγμή. Με όσα έχουν υποστεί αυτές τις μέρες, έχουν χάσει πολλά. Μέχρι να τα μαζέψουνε, θα χρειαστεί χρόνος. w Τι άλλο θέλεις να πούμε, κλείνοντας; Άμα θέλουν να ξεριζώσουν τη Χρυσή Αυγή στ’ αλήθεια, πρέπει να δώσουν δικαιώματα στους ανθρώπους. Να δώσουν τα δικαιώματα που πρέπει. Να μην αφήνουν τους μετανάστες στο περιθώριο. Γιατί αλλιώς, με όσα κάνει η κυβέρνηση, είναι σαν να τροφοδοτεί τη Χρυσή Αυγή και άλλες ρατσιστικές ομάδες… Γι’ αυτό, για το ξερίζωμα της Χρυσής Αυγής, πρέπει να δώσουν δικαιώματα και η χώρα να αρχίσει να κινείται, να πάει μπροστά. Με την κρίση που υπάρχει, πάντως, δεν νομίζω ότι είναι η ώρα να πανηγυρίζουμε. Γιατί άμα ο κόσμος δεν είναι ασφαλισμένος, όταν ο κόσμος πεινάει, το σύννεφο θα εμφανιστεί και πάλι…
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
30
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Υπόθεση «Χρυσή Αυγή»: η ώρα του κινήματος ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ
H δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν ένα έγκλημα που είχε προαναγγελθεί. Η ναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής είχε διακηρύξει σε όλους τους τόνους ότι προσβλέπει στη φυσική εξόντωση όχι μόνο των κάθε είδους «υπάνθρωπων», αλλά και των «προδοτών της φυλής», δηλαδή των πολιτικών της αντιπάλων. Οι καθημερινοί τραμπουκισμοί και η ατιμωρησία που απολάμβανε είχαν προδιαγράψει αυτό που, με μαθηματική ακρίβεια, θα συνέβαινε, αργά ή γρήγορα. Από αυτή τη σκοπιά, η θετική εξέλιξη της δικαστικής δίωξης της ηγεσίας της οργάνωσης, δεν αίρει μια διπλή αποτυχία. Αποτυχία της κυβέρνησης. Όταν πριν από έναν χρόνο, τον Αύγουστο του 2012, ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης απαντούσε, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ότι στη χώρα μας το έτος 2010 καταγράφηκαν μόλις τρία (3) περιστατικά ρατσιστικής βίας, ήταν φανερό ότι είτε εθελοτυφλούσε είτε —το πιθανότερο— αδιαφορούσε ή και αποδεχόταν μια ορισμένη «λογική» ποσότητα ρατσιστικής βίας. Ο συγκεκριμένος υπουργός και συνολικά η κυβέρνηση δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να σταματήσει τη διάβρωση των σωμάτων ασφαλείας από τον ναζιστικό ιό. Αντίθετα, φρόντισε να παρεμβαίνει καθησυχαστικά και να διαψεύδει κάθε κατηγορία για την άσκηση ή την ανοχή της ρατσιστικής βίας από την αστυνομία. Ο Υπουργός αδιαφόρησε ακόμα και όταν είδε το φως της δημοσιότητας η έκθεση του Επιτρόπου του Συμβουλίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου της Ευρώπης Νιλς Μουίζνιεκς, που κατήγγειλε βασανισμούς μεταναστών από τη δύναμη του Αστυνομικού Τμήματος του Αγίου Παντελεήμονα. Τώρα —πολύ καθυστερημένα— προσπαθεί να ξαναβάλει στο κλουβί το τέρας που δραπέτευσε κάτω από τη μύτη του. Ακόμα, παράγοντες της κυβέρνησης συζητούσαν έως πολύ πρόσφατα το ενδεχόμενο μιας συνεργασίας με τους ναζί. Ενώ η ναζιστική επιθετικότητα αυξανόταν, η κύρια πολιτική στρατηγική της Ν.Δ. του Σαμαρά ήταν η «θεωρία των δύο άκρων». Αμετανόητο το πρωθυπουργικό περιβάλλον, δεν δίστασε να την επαναφέρει ακόμα και την επομένη της δολοφονίας… Η κυβερνητική αποτυχία εκφράζεται και με την υιοθέτηση της ξενοφοβικής ατζέντας της Χρυσής Αυγής από την πλευρά των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών. Επιχειρήσεις όπως ο «Ξένιος Δίας» και μέτρα όπως τα στρατόπεδα μαζικής και μακράς κράτησης μεταναστών δεν αφόπλισαν τη Χρυσή Αυγή, όπως προσδοκούσε μια μάλλον αφελής πολιτική «κατευνασμού» του θηρίου, αλλά έβαλαν την πολιτική της εξαίρεσης στο κέντρο της πολιτικής ζωής. Από αυτή τη σκοπιά, δεν υπάρχει τίποτα πιο άστοχο πολιτικά από την πρόσκληση προς την Αριστερά να προσχωρήσει κι αυτή σε έναν κακώς νοούμενο ρεαλισμό, δηλαδή στην αποδοχή τέτοιου τύπου λύσεων στο όνομα της
Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος
Έργο της Καίτε Κόλβιτς
άμυνας απέναντι στην ακροδεξιά. Τέλος, μια από τις σημαντικότερες αποτυχίες των κομμάτων της συγκυβέρνησης, με άμεσο αντίχτυπο και στο ζήτημα της αντιμετώπισης του νεοναζισμού, έγκειται στη βαθιά πολιτική και ηθική απαξίωσή τους: στην εκτεταμένη διαφθορά τους, στη δυσφήμηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών, αλλά και στην εμμονή τους σε μια πολιτική που συντρίβει τις βιοτικές προοπτικές των ανθρώπων. Αποτυχία της δικαιοσύνης. Σε αντίθεση με την εντύπωση που κυριάρχησε, οι 32 δικογραφίες δεν υπήρχαν μόνο στο συρτάρι του κ. Δένδια· ήταν υποθέσεις για τις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη. Αυτό που έκανε (σωστά, αλλά πολύ καθυστερημένα) ο υπουργός ήταν να αναδείξει τη μεταξύ τους σχέση, προκειμένου επί της ουσίας να υποδείξει την οδό της κατηγορίας για συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης. Δεν μπορούσε η δικαιοσύνη να διακρίνει αυτή τη σχέση όλο αυτό τον καιρό; Ήταν αναγκαία η δολοφονία ενός Έλληνα πολίτη για να κινηθεί η ποινική διαδικασία κατά της ηγετικής ομάδας της εγκληματικής συμμορίας; Και χρειαζόταν η κυβερνητική υπόδειξη για να γίνει κατανοητό το προφανές; Στις δύο αυτές κραυγαλέες αποτυχίες, ας προσθέσουμε και μία, τρίτη, άλλης τάξης βέβαια: τη δική μας αποτυχία να αναχαιτίσουμε το νεοφασιστικό ρεύμα πριν από το τραγικό συμβάν της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Σίγουρα το αντιφασιστικό ρεύμα είχε να αναμετρηθεί με τις βαθιά εγχαραγμένες στην ελληνική κοινωνία αντιλήψεις του ρατσισμού, του εθνικισμού και του σεξισμού, αλλά και με τη βαθιά απελπισία που δημιούργησε η κρίση. Ας θυμόμαστε όμως ότι η Αριστερά απέτυχε, ακόμα και μπροστά στο φάσμα του νεοφασισμού, να ξεπεράσει τη γοητεία του «ναρκισσισμού των μικρών διαφορών». Ταυτόχρονα, έδειχνε συνεχώς να συγχέει την αντιμετώπιση του νεοναζισμού με το –αναγκαίο— μέτωπο ενάντια στο Μνημόνιο. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις ίσως να έχει γίνει
κατανοητό ότι η φασιστική απειλή απαιτεί ευρύτερες συσπειρώσεις, ιδίως στη βάση, στα μικρότερα κύτταρα της κοινωνίας. Οι συλλήψεις του περασμένου Σαββάτου αντιμετωπίστηκαν με ανακούφιση, αλλά και με δυσπιστία. Μήπως η σύλληψη βουλευτών αποτελέσει κακό προηγούμενο; Μήπως η καμπάνα χτυπήσει και για μας αύριο; Μήπως, ακόμα, η δίωξη με βάση το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα όπως διαμορφώθηκε από τον αντιτρομοκρατικό νόμο του 2001, μας θέτει μπροστά σε ένα σοβαρό ζήτημα παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων; Καμία από τις παραπάνω επιφυλάξεις δεν είναι εντελώς αβάσιμη. Η στρατηγική της έντασης που έχει επιλέξει το πρωθυπουργικό περιβάλλον δεν αποκλείει να γεννηθεί ο πειρασμός να υπάρξει επίθεση και «στο άλλο άκρο». Όση μισαλλοδοξία ωστόσο κι αν υπάρχει στην ηγεσία της κυβέρνησης —και υπάρχει πολλή— είναι αδύνατο να υπάρξει αντίστοιχης έντασης επίθεση στην Αριστερά, για λόγους που νομίζω ότι είναι προφανείς. Επιπλέον, η ιδιότυπη ασυλία που απολάμβανε έως χθες ο νεοναζισμός δεν απέτρεψε την εκδήλωση του κρατικού αυταρχισμού προς τα κοινωνικά κινήματα των τελευταίων ετών (π.χ. Σκουριές). Το γεγονός ότι η ασυλία των νεοναζιστών επιτέλους φαίνεται να σταματά δεν μπορεί παρά να είναι ενθαρρυντική. Οι ανησυχίες για τα ζητήματα παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά τη διαδικασία δίωξης της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής είναι, εκτός από εκδήλωση γενναιοφροσύνης, ζήτημα αρχής: η Αριστερά οφείλει να ενδιαφέρεται για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων όλων, ακόμα και των πολιτικών της εχθρών. Για παράδειγμα, καμία διωκτική σκοπιμότητα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δημοσίευση υλικού της δικογραφίας στον Τύπο, ιδίως δε τη δημοσίευση των προϊόντων τηλεφωνικής υποκλοπής. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η υπαγωγή της δράσης της Χρυσής Αυγής στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα (εγκληματική οργά-
νωση) είναι απολύτως δικαιολογημένη. Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε ότι όταν η Αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΝ) καταψήφιζε τον αντιτρομοκρατικό νόμο στη Βουλή αιτιολογούσε τη στάση της επικαλούμενη τον κίνδυνο ποινικοποίησης του φρονήματος. Με βάση την κοινωνική μας εμπειρία, θεωρούμε ότι αυτό που εν προκειμένω διώκεται στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής είναι το φρόνημα ή η διάπραξη ρατσιστικών εγκλημάτων από μια δομημένη οργάνωση; Και, επιπλέον, έχουμε την εντύπωση ότι οι δεκάδες επιθέσεις των Χρυσαυγιτών ανά την Ελλάδα είναι μη συνδεόμενα μεταξύ τους μεμονωμένα περιστατικά ή ενέργειες που κατευθύνονται από ένα οργανωτικό κέντρο; Η απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα για τη μη προφυλάκιση Κασιδιάρη, Μίχου και Παναγιώταρου ξένισε και προκάλεσε συζητήσεις περί «συμπαιγνίας». Έχω την εντύπωση ότι η προφυλάκιση Μιχαλολιάκου και Παππά γρήγορα διέψευσε αυτές τις, άγονες έτσι κι αλλιώς, εικασίες. Και λέω άγονες, επειδή, περισσότερο από κάθε υπόθεση για τα σχέδια της κυβέρνησης, σημασία έχει η πολιτική απάντηση της Αριστεράς και των κινημάτων στις νέες συνθήκες. Δε χωρεί αμφιβολία ότι η Χρυσή Αυγή έχει δεχτεί ένα σημαντικό χτύπημα. Και αυτό είναι ένα εξαιρετικό νέο. Όμως δεν έχουμε τελειώσει ούτε με τη Χρυσή Αυγή ούτε με τον νεοναζισμό. Η διάβρωση τμημάτων του μηχανισμού του κράτους είναι πολύ βαθιά, όπως ήδη αποκαλύπτεται. Επίσης, ένα τμήμα της κοινωνίας, και μάλιστα το πιο απελπισμένο, συνεχίζει να βλέπει με συμπάθεια τους φασίστες, και αυτό δεν θα αλλάξει εύκολα μέσα στη συνθήκη της κρίσης. Η υπόθεση του αντιφασισμού είναι πολύ σημαντική για να αφεθεί στα χέρια εκείνων που τόσα χρόνια απέτυχαν να δουν και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Είναι υπόθεση των ανθρώπων του αντιφασιστικού κινήματος —όλων των τάσεων- να οργανωθούν, να συνεννοηθούν, να μην αφήσουν τη Χρυσή Αυγή να ανακάμψει, αλλά και να προσπαθήσουν τώρα να αλλάξουν την ατζέντα, να επιβάλουν θεσμικές και πολιτικές λύσεις για τη λειτουργία τη αστυνομίας, τη νομοθεσία για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας, τη μεταχείριση των μεταναστών/τριών. Για να μην ξαναγυρίσουμε εκεί που ήμασταν στις 17 Σεπτεμβρίου, στην ασυδοσία των τραμπούκων της Χρυσής Αυγής, την προαναγγελία κι άλλων εγκλημάτων.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013 ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΑΣΚΙ
Μεταπολίτευση και 1974-1981 κομμάτια αποσπάσματα
Στο αφιέρωμα συνεργάζονται οι: Ηλίας Νικολακόπουλος, Τάσος Σακελλαρόπουλος, Δημήτρης Ψαρράς, Τάσος Κωστόπουλος, Θανάσης Γάλλος, Ελένη Κούκη, Νίκος Σαραντάκος, Δημήτρης Δημητρόπουλος, Πόπη Πολέμη, Δημήτρης Θ. Αρβανίτης, Στάθης Παυλόπουλος, Κώστας Κατσάπης, Λιζιάννα Δελβερούδη, Κωστούλα Σκλαβενίτη, Δημήτρης Παπανικολάου, Γ. Φ. Κουκουλές και Κωνσταντίνος Λιαρίκος.
Αφιερωμένο στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης (1974-1981), το τεύχος περιλαμβάνει άρθρα για τον στρατό, την καταστολή, τους εορτασμούς επετείων, τη γλώσσα, το μαθητικό κίνημα, το περιοδικό «Ο Πολίτης», το πολιτικό τραγούδι, το φεμινιστικό κίνημα, την κουλτούρα, το ομοφυλοφιλικό κίνημα, τον συνδικαλισμό, την αστικοποίηση, τον κινηματογράφο, την αφίσα.Το αφιέρωμα πλαισιώνεται από τις συνήθεις στήλες του περιοδικού. Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, Σόλωνος 84, Αθήνα 106 80 τηλ. 210 3608180, 210 3602646
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
32
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ο Ταρίκ Αλί ως λογοτέχνης Μιλάει για τα μυθιστορήματά του, για τη γραφή, για την ιστορία μιση. Και είναι ενδιαφέρον ότι μεταγενέστερα πολλοί προτεστάντες πρόσφυγες από τη Γαλλία και τη Βοημία βρήκαν καταφύγιο στην οθωμανική Κωνσταντινούπολη — όπως και οι Εβραίοι της Ισπανίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην αρχική φάση της ήταν πολύ ανοιχτή και φιλόξενη, σκεπτόμενη ότι όλοι αυτοί ήταν εχθροί των εχθρών της, οπότε έπρεπε να τους υποστηρίξει.
Ο Γιάννης Αλμπάνης συνάντησε τον Ταρίκ Αλί και μίλησε μαζί του στην Αθήνα, στις 30.9.2013, με την ευκαιρία του Φεστιβάλ Νέων του ΣΥΡΙΖΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΤΑΡΙΚ ΑΛΙ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΑΛΜΠΑΝΗ
w Στα μυθιστορήματά σας, ειδικά στην «πενταλογία», επιχειρείτε να σπάσετε τα δυτικά στερεότυπα για τις ισλαμικές κοινωνίες. Ο Ίσκιος της ροδιάς ξεκινάει με τους χριστιανούς να προβαίνουν σε μια πράξη αδιανόητου σκοταδισμού, πυρπολώντας τα αραβικά βιβλία· στο Βιβλίο του Σαλαντίν, ο αυλικός γιατρός του μεγαλύτερου ήρωα των Αράβων είναι Εβραίος· στο Ένας σουλτάνος στο Παλέρμο, ο νορμαδός βασιλιάς της Σικελίας ακολουθεί τα ήθη των Αράβων· στην Πέτρινη γυναίκα, ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων είναι απολύτως αποδεκτό στους κύκλους της οθωμανικής αριστοκρατίας. Αυτή η ανοιχτόμυαλη και ανεκτική πλευρά του Ισλάμ είχε όντως σημαίνουσα ιστορική βαρύτητα ή κατά κάποιον τρόπο τη μεγεθύνετε, δίνοντας ένα μήνυμα για το σήμερα; Καταρχάς, δεν πρόκειται για βιβλία Ιστορίας, αλλά μυθοπλασίας. Επειδή είναι ιστορικά μυθιστορήματα, προσπαθώ να είμαι όσο ακριβής γίνεται, παραμένουν όμως πάντοτε μυθιστορήματα. Μπορεί λοιπόν να υπερβάλλω λίγο, αλλά όχι πάρα πολύ. Ο κόσμος ξεχνάει —ή δεν το έμαθε καν στο σχολείο— ότι από τον 8ο έως τουλάχιστον τον 13ο αιώνα η μεσογειακή κουλτούρα κυριαρχούνταν από τον αραβικό ισλαμικό πολιτισμό. Η διάδοση του Ισλάμ ως θρησκείας ήταν εκπληκτική. Ενώ ο χριστιανισμός χρειάστηκε να περιμένει πολύ, μέχρι ο Κωνσταντίνος να τον μετατρέψει σε κρατική θρησκεία για να οικοδομήσει ένα συγκεντρωτικό αυτοκρατορικό κράτος, το Ισλάμ το κατάφερε αμέσως. Κι αυτό γιατί κλυδωνίζονταν οι δύο μεγάλες αυτοκρατορίες, το Βυζάντιο και η Περσία, οι οποίες περιτριγύριζαν τα αραβικά εδάφη όπου γεννήθηκε το Ισλάμ. Ο κλυδωνισμός αυτός έδωσε στο Ισλάμ δυνατότητες που ο χριστιανισμός δεν είχε. Το Ισλάμ κατέκτησε τα εδάφη των δύο αυτοκρατοριών, έμαθε πολλά από αυτές και ενσωμάτωσε στοιχεία της κουλτούρας τους στη δικιά του. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι το Ισλάμ δημιουργήθηκε για να έχουν τη δικιά τους θρησκεία οι έμποροι της Αραβικής Χερσονήσου. Δεν ήθελαν να ταξιδεύουν ούτε ως χριστιανοί ούτε ως Εβραίοι, αλλά να αντιμετωπίζονται ως ουδέτεροι. Έτσι, το Ισλάμ έγινε μια θρησκεία εμπόρων. Κι ενώ είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιοχές επιβλήθηκε με το ξίφος, σε αρκετά μέρη της Αφρικής, στη Δυτική Ινδία και την Κίνα εισήλθε μέσω του εμπορίου. w Η Έλεν Μέκσινς Γουντ γράφει ότι το Ισλάμ επιχειρεί να θεσπίσει ένα κανονιστικό πλαίσιο συμπεριφοράς και συναλλαγών
σε μια εμπορική αυτοκρατορία, τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να ελεγχθεί από μια κεντρική διοίκηση. Είναι απολύτως σωστό. Έτσι λοιπόν το Ισλάμ επεκτάθηκε και, όταν το κατάφερε, βρέθηκε αντιμέτωπο με ερωτήματα για την πολιτική, το κράτος και την κουλτούρα. Τα απάντησε με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περιοχή. Στην Ευρώπη, η Ανδαλουσία, που περιελάμβανε την Ισπανία και την Πορτογαλία, βρισκόταν σε κατάσταση διάλυσης όταν έφτασαν οι Άραβες. Επιπλέον, οι Βησιγότθοι αλλά και άλλοι χριστιανοί είχαν διαπράξει αδιανόητες ωμότητες σε βάρος των Εβραίων. Έτσι οι Εβραίοι, αλλά και άλλοι ντόπιοι, καλωσόρισαν την άφιξη των μουσουλμάνων. Οι νέοι άρχοντες, με τη σειρά τους, κατάργησαν τις τιμωρίες που επιβάλλονταν στους Εβραίους. Στην Ανδαλουσία οι μεταστροφή των κατοίκων στο Ισλάμ ήταν κατά κύριο λόγο εθελοντική. Η Κόρδοβα ήταν μια μουσουλμανική πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων, αριθμός τεράστιος για την εποχή. Οι Άραβες κατάλαβαν ότι για να σταθεί η κουλτούρα τους στα πόδια της πρέπει να αντλήσουν μαθήματα από τους ντόπιους. Δημιούργησαν λοιπόν στο Τολέδο μια σχολή μετάφρασης και μετέφρασαν κείμενα αρχαίων ελλήνων συγγραφέων στα αραβικά, κάτι που συνετέλεσε καθοριστικά στην Αναγέννηση. Αν διαβάσετε τα αραβικά σχόλια στον Αριστοτέλη, θα διαπιστώσετε ότι είναι πολύ υψηλού επιπέδου. w Μετέφραζαν μόνο; Νομίζω ότι έχουν ασκηθεί κριτικές στον Ιμπν Ρουσντ (Αβερρόη) για παρερμηνεία του Αριστοτέλη… Τον ερμήνευσε με τον δικό του τρόπο. Οι Άραβες δεν μιμούνταν απλώς τους αρχαίους Έλληνες, έκαναν τις δικές τους συνθέσεις: «Αυτό πρέπει να μάθουμε από τους αρχαίους, αυτό δεν πρέπει, γιατί ζούμε σε άλλη ιστορική περίοδο». Μετέφρασαν όμως όλα αυτά τα αρχαία κείμενα, τα οποία έγιναν μέρος της κουλτούρας και του διαλόγου τους. Το γεγονός είναι ότι η αραβική-ισλαμική κουλτούρα ήταν κυρίαρχη στη Μεσόγειο για εκατοντάδες χρόνια, και για ακόμα περισσότερα στην Ιβηρική Χερσόνησο και τη Σικελία. Σκοπός μου ήταν λοιπόν να υπενθυμίσω στους Ευρωπαίους ότι η κουλτούρα τους δεν ήταν μονολιθική. Έγινε μονολιθική όταν η Καθολική Εκκλησία με την Ιερά Εξέταση αποφάσισαν να περάσουν στην επίθεση, την ίδια ακριβώς στιγμή που στο εσωτερικό της χριστιανοσύνης πολεμούσαν τη Μεταρρύθ-
w Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει ο κίνδυνος μιας ορισμένης λογοτεχνικής «στράτευσης» στην υπόθεση της πολυπολιτισμικότητας και της ανεκτικότητας, η οποία μπορεί να συγκαλύψει τα κακώς κείμενα της αραβικής-ισλαμικής Ιστορίας; Για παράδειγμα, στον Σαλαντίν πιθανόν να δίνετε μια ωραιοποιημένη εικόνα του μεγάλου στρατηλάτη. Σήμερα ξέρουμε ότι δέχτηκε να προσφέρει εγγυήσεις στους υπερασπιστές της Ιερουσαλήμ, όχι γιατί ήταν ελεήμων, αλλά γιατί αυτοί απείλησαν να πυρπολήσουν το Χαράμ Ελ Σαρίφ. Πρέπει να δούμε αυτούς τους ιστορικούς χαρακτήρες στο γενικό πλαίσιο της εποχής τους. Θα ήταν ανόητο να κρίνουμε με τις αξίες του 21ου αιώνα ανθρώπους που έζησαν τον 11ο αιώνα. Αλλά, σύμφωνα με τις αξίες της εποχής τους, συμπεριφέρθηκαν σχετικά καλά. w Τουλάχιστον, καλύτερα από τους ευρωπαίους ομολόγους τους… Δεν υπάρχει σύγκριση με τους Ευρωπαίους. Όταν έφτασαν οι σταυροφόροι στους Αγίους Τόπους, ο αραβικός κόσμος έπαθε σοκ με τη βαρβαρότητά τους — και όταν λέω αραβικός κόσμος εννοώ όχι μόνο τους μουσουλμάνους, αλλά και τους χριστιανούς και τους Εβραίους. Όλοι αυτοί μαζί αποτελούσαν τον αραβικό κόσμο. Γι’ αυτό, όταν ακούω για τις επιθέσεις εναντίον των χριστιανών στο Πακιστάν ή την Αίγυπτο θέλω να ουρλιάξω. Αυτές οι επιθέσεις διαπράττονται εν ονόματι του Ισλάμ από ανθρώπους που δεν ξέρουν καν την ιστορία της θρησκείας τους.
w Είναι προφανής η ιστορική συνάντηση της αραβικής και της οθωμανικής κουλτούρας. Υπάρχει όμως μια κοινή ισλαμική κουλτούρα, πέρα από την περιοχή του αραβοοθωμανικού κόσμου; Το λέω, γιατί το πέμπτο βιβλίο της πενταλογίας μάς μεταφέρει αναπάντεχα στο Πακιστάν. Ο αραβικός κόσμος δεν ταυτίζεται με τον ισλαμικό. Όταν το Ισλάμ έφτασε στην Ινδία ή την Κίνα οι κουλτούρες που συναντήθηκαν συνετέθησαν, και οι μουσουλμάνοι έγιναν αντιστοίχως Ινδοί και Κινέζοι. Όμοια φαινόμενα είχαμε και στην Αφρική. Η Νύχτα της χρυσής πεταλούδας τοποθετείται σε μια χώρα που δεν κατονομάζεται, αλλά προφανώς πρόκειται για το Πακιστάν. Η ιστορία διαδραματίζεται όμως στον 21ο αιώνα, όπου οι άνθρωποι ταξιδεύουν συνέχεια και τη μια μέρα είναι στο Καράτσι, για να βρεθούν την επόμενη στη Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο. Είναι διαφορετικό από τα άλλα βιβλία, γιατί ήθελα η πενταλογία να κλείσει στη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για ένα πολύ σκληρό βιβλίο για το σύγχρονο Πακιστάν, κάτι που παρατήρησαν πολλοί. Έχω γράψει τρεις ιστορίες για το Πακιστάν, οπότε οι απόψεις μου είναι γνωστές και δεν θα μπορούσα στη μυθοπλασία να υποκριθώ ότι όλα ήταν υπέροχα. Ο κόσμος της δεκαετίας του ’50 και ’60 που αναπλάθω σε αυτό το μυθιστόρημα ήταν διαφορετικός από τον σημερινό. Ήταν ένας κόσμος πολύ πιο χαλαρός απ’ ό,τι σήμερα και όπου το συναίσθημα της ελπίδας ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν και να βελτιωθούν ήταν ακόμα ισχυρό· σήμερα έχει επικρατήσει η απελπισία. Πρόκειται λοιπόν για ένα μυθιστόρημα διαφορετικό από τα άλλα τέσσερα. Διατηρείται όμως η συνέχεια μέσα από αναφορές στους χαρακτήρες των προηγούμενων μυθιστορημάτων. Επιπλέον, έχουμε αυτή την ξαφνική μετάβαση σε μια εξέγερση του 19ου αιώνα στην Κίνα, την οποία οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν. w Ακόμα και στην Κίνα; Ακόμα και στην Κίνα! Πολλοί νεαροί Κινέ-
O στρατός του Σαλαντίν. Από χειρόγραφο έργου του Γουλιέλμου της Τύρου (1337).
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
41
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
και τον πολιτισμό του Ισλάμ λαλεντίν Ρουμί εκτιμώνται σε όλον τον ισλαμικό κόσμο.
Ο Μωάμεθ επισκέπτεται τον Παράδεισο, συνοδευόμενος από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Από περσικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα
ζοι αγνοούν ότι αυτό συνέβη στη χώρα τους. Νομίζουν ότι οι μουσουλμάνοι βρίσκονται μόνο στον Βορρά, στο Τζιντζάνγκ. Δεν γνωρίζουν ότι μουσουλμάνοι, οι Χούι, ζούσαν κι εξακολουθούν να ζουν στην καρδιά της Κίνας. Πρόκειται για μουσουλμάνους Κινέζους, απόλυτα ενσωματωμένους στην κινέζικη κουλτούρα. Και η εξέγερση είχε μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν τους Μαντσού. Δεν θα είχαν χάσει, αν δεν είχαν προδοθεί εκ των έσω. Σε όλη την Ιστορία του Ισλάμ, όπως δείχνουν τα μυθιστορήματά μου, οι μουσουλμάνοι δεν θα είχαν χάσει αν παρέμεναν ενωμένοι. w Μπορούμε να μιλάμε, στις μέρες μας, για πολιτισμική ενότητα του αραβικού κόσμου; Από τη μια είναι προφανείς οι ιδιαιτερότητες που δημιουργούν τα πολλαπλά αραβικά κράτη. Από την άλλη, με την Αραβική Άνοιξη παρατηρήσαμε και υπόγεια ρεύματα συνοχής κι επικοινωνίας. Αναμφίβολα, η κοινή αραβική γλώσσα αποτελεί ενοποιητικό παράγοντα, ιδιαίτερα στην κουλτούρα και τα γράμματα. Άλλωστε το Κοράνι στα αραβικά έχει γραφτεί. Ωστόσο, νομίζω ότι διχασμοί όπως αυτός ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν δεν μπορούν να υπερκεραστούν από κοινά στοιχεία κουλτούρας. Κατά συνέπεια, ο αραβικός κόσμος είναι ολοένα και λιγότερο κοινός. w Μια που το αναφέρατε, η συνάντηση Αράβων και Περσών τον Μεσαίωνα δημιούργησε μια κοινή αραβοπερσική κουλτούρα. Σήμερα, μιλάμε για δύο τελείως ξεχωριστές πορείες; Όταν οι αραβικοί στρατοί κατέλαβαν την Περσία, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια σπουδαία αρχαία κουλτούρα. Δεν επιχείρησαν να την καταστρέψουν με όχημα την αραβοποίηση. Αντιθέτως, επιχείρησαν συνθέσεις στο έδαφος του Ισλάμ. Από τη στιγμή όμως που το Ιράν έγινε σιιτικό, μια αντανάκλαση ενός πρώιμου εθνικισμού, οι Ιρανοί κρατήθηκαν χωριστά από τους Άραβες, κάτι που είχε και καλά και κακά αποτελέσματα. Σκεφτείτε ότι τον 20ό αιώνα το Ιράν του Σάχη πήγε τελείως κόντρα στον παναραβικό εθνικισμό, συντασσόμενο με τις ΗΠΑ. Σήμερα υπάρχουν λοιπόν λίγα κοινά πολιτιστικά στοιχεία. Για παράδειγμα, σπουδαίοι ποιητές όπως ο Τζε-
w Είπατε ότι η πενταλογία έχει κεντρικό στόχο να πραγματευτεί τη συνάντηση και τη σύγκρουση των ισλαμικών πολιτισμών με τη χριστιανοσύνη. Αυτό αντικατοπτρίζει και τη δικιά σας ταυτότητα; Είστε Πακιστανός, ζείτε όμως για δεκαετίες στο Λονδίνο και θεωρείστε βρετανός λογοτέχνης, ενώ πολλές φορές δίνετε την εντύπωση ότι με την πολιτική και λογοτεχνική παρέμβασή σας λειτουργείτε σαν γέφυρα μεταξύ Ισλάμ και Δύσης. Υποθέτω. Δεν το κάνω όμως για λόγους ταυτότητας. Είμαι ένας κοσμοπολίτης χωρίς ρίζες. Σε όλη μου τη ζωή υπήρξα και παραμένω διεθνιστής. Γνωρίζω βεβαίως αυτές τις κουλτούρες γιατί μέχρι τα είκοσί μου έζησα σε μια ισλαμική χώρα και μετά σε μια δυτική χριστιανική. Το κυρίαρχο κίνητρό μου όμως είναι να αμφισβητήσω βαθιά ριζωμένες κυρίαρχες πεποιθήσεις. Αυτό κάνω και στα λογοτεχνικά και στα πολιτικά γραπτά μου. w Έχει μεγάλη διαφορά να γράφεις λογοτεχνία από το να γράφεις ένα πολιτικό κείμενο; Είναι πολύ διαφορετικό. Όταν γράφω κάποιο μυθιστόρημα, εξαφανίζομαι και κόβω όλες τις επαφές. Στη λογοτεχνία πολλά από όσα γράφεις έρχονται βαθιά από μέσα σου, από το υποσυνείδητό σου. Έρχονται στην επιφάνεια πράγματα που είχες ξεχάσει ή δεν είχες καν συνειδητοποιήσει. Συχνά ξεκινώ ένα μυθιστόρημα με ένα σαφές σχέδιο και όταν έχω γράψει το ένα τέταρτο εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά ένας καινούργιος χαρακτήρας, που απειλεί να οδηγήσει αλλού όλο το μυθιστόρημα. Στον Ίσκιο της ροδιάς ο σκεπτικιστής Ζίμπεκ έγινε σχεδόν ο κυρίαρχος χαρακτήρας του μυθιστορήματος· προσπαθούσα συνεχώς να τον κρατήσω λίγο πιο πίσω, λέγοντάς του: «Δεν είναι δικό σου αυτό το μυθιστόρημα». w Θα υπάρξει συνέχεια στην πενταλογία; Σχεδιάζω, αν το επιτρέψει ο χρόνος, ένα τελευταίο μυθιστόρημα που θα τοποθετηθεί στο μεσαιωνικό Τιμπουκτού. Προς το παρόν, το σχέδιο είναι στο μυαλό μου. w Θα μας πείτε δυο λόγια για το καινούργιο θεατρικό σας έργο που ανεβαίνει στη Γερμανία; Μού ζητήθηκε από το Θέατρο Γκρίλο του Έσσεν ένας μοντέρνος Δον Κιχώτης. Μετά από πολλές συζητήσεις, συμφωνήσαμε ότι δεν θα είναι μια σύγχρονη εκδοχή του μυθιστορήματος, αλλά νέες περιπέτειες του Δον Κιχώτη, του Σάντσο Πάντσα και των δύο ζώων τους, του Ροσινάντε και του Γαϊδάρου, τοποθετημένες στον σημερινό κόσμο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, των πολέμων, της απληστίας και των διακρίσεων. Το έγραψα λοιπόν, συζητήσαμε πολύ με τον γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Κλωντ Μπερουτί, και τώρα έχουμε ένα ολοκληρωμένο έργο που ανεβαίνει την 1η Νοεμβρίου στη Γερμανία. Προγραμματίζεται να ανέβει στην Κροατία και τη Βραζιλία — ελπίζω και στην Ελλάδα!
Φασίνα στους φασίστες ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ
Πέρα από τις όποιες, πολλές και επιβεβλημένες, επιφυλάξεις για τους χειρισμούς της κυβέρνησης, δεν χωράει αμφιβολία ότι όλοι απολαύσαμε το θέαμα των αρχηγών της νεοναζιστικής συμμορίας να οδηγούνται με χειροπέδες στον ανακριτή — κι ακόμα περισσότερο το χάρηκαν οι κυνηγημένοι, οι μετανάστες που φοβούνταν να βγουν από τα σπίτια τους. Η χαρά βέβαια μάς βγήκε λιγάκι ξινή όταν, πριν λαλήσει καλά-καλά ο παροιμιακός κόκορας, ορισμένοι από την ηγεσία της συμμορίας, για την οποία είχε ανακοινώσει ο πρωθυπουργός εξ Αμερικής ότι «βρίσκεται στη φυλακή» αποφυλακίζονταν μοιράζοντας βρισιές, απειλές και χαστούκια — ευτυχώς, όχι ο φυρερίσκος. Οπότε, η στήλη δεν θα μπορούσε να έχει θέμα διαφορετικό από τα λεξιλογικά της ναζιστικής συμμορίας. Η λέξη «ναζί» είναι δάνειο βέβαια στα ελληνικά, σύντμηση του Nationalsozialist, εθνικοσοσιαλιστής, μόνο που εμείς το πήραμε από τα γαλλικά, γι’ αυτό και το προφέρουμε έτσι –η γερμανική προφορά είναι «νάτσι». Το ίδιο το ναζιστικό καθεστώς απέφευγε τη σύντμηση και προτιμούσε ολόκληρο τον όρο –η διάδοση του όρου στο εξωτερικό έγινε από εξόριστους διαφωνούντες· σύμφωνα με κάποιες πηγές, μάλιστα, τη σύντμηση Nazi την προώθησαν αρχικά οι αντίπαλοι του εθνικοσοσιαλισμού, επειδή κατά σύμπτωση «νάτσι» ήταν το υποκοριστικό του ονόματος Ignatz, Ιγνάτιος, συχνού στη νότια Γερμανία και Αυστρία, που είχε πάρει τη σημασία «χαζούλης, αδέξιος». Στα ελληνικά η λέξη απέκτησε και προσαρμοσμένο πληθυντικό, οι ναζήδες, χρησιμοποιήθηκε πολύ τον καιρό εκείνο και αναβίωσε με την εμφάνιση της νεοναζιστικής συμμορίας, αν και ένας από τους επιφανείς εξωραϊστές της Χρυσαβγής, ο ακραιοφιλελεύθερος κ. Τάκης Μίχας, αποδίδει αυτή τη νεότερη χρήση του όρου «ναζί» αντί του «εθνικοσοσιαλιστές» στον… ασφυκτικό έλεγχο «που ασκεί η εθνικομπολσεβίκικη Αριστερά στην πνευματική ζωή της χώρας»! Ενδιαφέρον πάντως έχει ότι στη Σοβιετική Ένωση αποφευγόταν η χρήση των όρων «Ναζί» και «εθνικοσοσιαλιστές», ίσως για να μη μιαίνεται η λέξη «σοσιαλισμός», κι έτσι όλος ο τιτάνιος αγώνας που έδωσε ο σοβιετικός λαός για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας ονομάστηκε αντιφασιστικός –τους φασίστες πολεμούσαν οι σοβιετικοί. Ο φασισμός βέβαια εμφανίστηκε νωρίτερα, στην Ιταλία, αλλά σήμερα έχει αποσυνδεθεί από τις ρίζες του, ενώ ο ναζισμός είναι λέξη δεμένη με τον Χίτλερ και τη ναζιστική Γερμανία· ο φασισμός είναι λέξη που χρησιμοποιείται πολύ ευρύτερα -ο ναζισμός θεωρείται κάπως σαν υποσύνολο του φασισμού. Ναζιστική καταγγέλλουμε τη χρυσαβγίτικη συμμορία, αλλά σε αντιφασιστικές εκδηλώσεις συμμετέχουμε καταγγέλλοντάς την. Ο φασισμός ετυμολογικά ανάγεται στον λατινικό όρο fascis, που θα πει δέσμη, και ειδικότερα fasces (πληθυντικός) ήταν ένα ρωμαϊκό έμβλημα εξουσίας, πιθανώς ετρουσκικής προέλευσης, που απαρτιζόταν από δέσμη ράβδων με έναν πέλεκυ στο μέσο. Στην Ιταλία, από τα τέλη του 19ου αιώνα, το όνομα fascio ή στον πληθυντικό fasci, σύνδεσμοι θα λέγαμε, το πήραν διάφορες ριζοσπαστικές οργανώσεις, θέλοντας να υπογραμμίσουν με το έμβλημα αυτό ότι η ισχύς βρίσκεται στην ένωση των καταπιεσμένων. Όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι διαγράφτηκε το 1914 από το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα επειδή ήταν υπέρ του πολέμου, ίδρυσε τους Fasci di Azione Rivoluzionaria (Συνδέσμους επαναστατικής δράσης) και με το τέλος του πολέμου, όταν πια είχε απομακρυνθεί εντελώς και οριστικά από τον σοσιαλισμό, μετονόμασε την κίνησή του σε Fasci Italiani de combattimento (Ιταλικοί σύνδεσμοι μάχης), και στη συνέχεια ίδρυσε το 1921 το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα (Partito Nazionale Fascista). Στα ελληνικά ο όρος μεταφέρθηκε αμέσως και στις πρώτες εμφανίσεις του, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 καμιά φορά διατηρείται ο ιταλοπρεπής πληθυντικός «οι φασίστι», αν και η λέξη εξελληνίστηκε πολύ γρήγορα, είτε στο παλιότερο «φασιστής» είτε στο «φασίστας» που τελικά επικράτησε. Κατά σύμπτωση, ράβδο είχαν και οι πρώτοι Έλληνες φασίστες, αλλά την κρατούσαν στο χέρι. Ο Άριστος Καμπάνης, ηγετική πνευματική μορφή του ελληνικού φασισμού, έγραψε το 1922 το φυλλάδιο Ο φασίστας ή η φιλοσοφία της Κερασιάς· με τη λέξη «κερασιά» ή «κερασέα» εννοούσε τις χοντρές και σκληρές μαγκούρες από ξύλο κερασιάς, που είχαν μαζί τους οι φασίστες της εποχής, τάχα εξάρτημα της αμφίεσης αλλά στην πραγματικότητα φονικό όργανο, με τις οποίες άνοιγαν τα κεφάλια βενιζελικών, αριστερών ή προσφύγων τις εποχές που είχαν το πάνω χέρι, είτε τον καιρό της επιστρατικής τρομοκρατίας το 1916-17, είτε μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920. Γύρω στα 1927 ιδρύθηκε και μια βραχύβια Ένωσις Ελλήνων Φασιστών, με επικεφαλής κάποιον Θεόδωρο Υψηλάντη, αποσπόρι της μεγάλης οικογένειας, αλλά οι καθαυτό φασίστες είχαν τη χάρη χωρίς το όνομα: οι αντισημίτες της οργάνωσης ΕΕΕ, που έκαψαν τη συνοικία Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη, οι τεταρταυγουστιανοί, οι ταγματασφαλίτες και οι χίτες, οι παρακρατικοί που σκότωσαν τον Λαμπράκη, οι βασανιστές της χούντας και οι χρυσαβγίτες. Ετυμολογικά πάντως η λέξη «φασισμός» έχει ξαδερφάκια στη γλώσσα μας, αφού από το ίδιο το λατινικό fascis ή μάλλον από το ιταλικό fascia (ταινία, λωρίδα) έχουμε τη φάσα, τη λωρίδα που βάζουμε στα ρούχα, τις φασκιές των μωρών, αλλά και τη φασίνα, επειδή αρχικά οι σκούπες φτιάχνονταν με δεμάτια από ξερόκλαδα. Οπότε το σύνθημα «φασίνα στους φασίστες», πέρα από πολιτικά είναι και ετυμολογικά εύστοχο. Πρέπει βέβαια να βρεθούν άξια χέρια να κρατήσουν τη σκούπα.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
42
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Πανεπιστήμιο της κοινωνίας Η σκόνη Πολλή σκόνη γύρω μας σήμερα, γύρω από το πανεπιστήμιο· δύσκολο να το δει κανείς καθαρά. Η σκόνη δεν λέει να κατακαθίσει. Τη δημιούργησε η κυβέρνηση με την επιχείρηση κατεδάφισής του. Η σκόνη, όμως, μπορεί και να είναι παραπέτασμα που αποκρύπτει διεργασίες σε εξέλιξη ή και να τη σηκώνει μια κινητοποίηση που τώρα μόλις σκαλίζει διερευνητικά το έδαφος. Τη σκόνη την εισπνέει όλη η πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά και όλοι οι γύρω της. Κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική, δεν αφήνει κανέναν να αναπνεύσει αλλά και προστατεύει όσους είναι λαθρεπιβάτες στο πανεπιστήμιο, όσους το έχουν ως πάρεργο. Αυτό που σηκώνει τη σκόνη δεν είναι μόνο τα συντρίμμια των προπυλαίων, αλλά ήδη κομμάτια του κυρίως ναού, αυτού που ήταν και είναι πανεπιστήμιο: του θεσμού που παράγει γνώση και καλλιεργεί την κριτική, μορφώνει πολίτες δημοκρατικούς και με κρίση, δοκιμάζει και ελέγχει θεωρίες και εφαρμογές, τροφοδοτεί την κοινωνία με προϊόντα έρευνας και στελέχη ικανά για την εξασφάλιση ανάπτυξης και κοινωνικής προόδου. Αυτός ο θεσμός, με αυτά τα κοινωνικά και επιστημολογικά χαρακτηριστικά, είναι που βάλλεται από τις πολιτικές αλόγιστης περικοπής της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων, υφαρπαγής των περιουσιών τους, απόλυσης των στελεχών τους, αλλά και ριζικής ανατροπής του καθεστώτος τροφοδότησής τους μέσω ενός λυκείου που μετατρέπει τη γνώση πλήρως σε εξεταστικό παραπροϊόν. Η κατεδάφιση του πανεπιστημίου τα τελευταία χρόνια δεν είναι αποτέλεσμα «λαθών» και «παραβλέψεων», αλλά συνειδητές επιλογές πολιτικών και συγκεκριμένων πανεπιστημιακών να υλοποιήσουν τις πιο έξαλλες φαντασιώσεις τους, τα πιο επιθετικά σχέδια, τις πιο χρεοκοπημένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Στόχος τους το ξερίζωμα ενός δημόσιου θεσμού που παράγει και μεταδίδει γνώση σε άτομα που έχουν το δικαίωμα να την αποκτήσουν δωρεάν. Σύμμαχοί τους, μια χούφτα πανεπιστημιακοί. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, βέβαια, αυτό. Το είχαν διαλαλήσει στη Βουλή πολλοί, στη φιέστα υπερψήφισης του νόμου Διαμαντοπούλου. Είναι η ώρα της ήττας της Αριστεράς, της μεταπολίτευσης, και το νέο πανεπιστήμιο αυτό εκφράζει, έλεγαν και ξανάλεγαν οι εισηγητές. Κουβέντα οι συνταγματολόγοι της υπεύθυνης παρέμβασης, κουβέντα οι «αριστεροί της ευθύνης», κουβέντα οι κυβερνητικοί του ΠΑΣΟΚ – κρυφή χαρά γεμάτοι όσοι έμειναν σιωπηλοί, μιας και αυτή ήταν η επιθυμία τους. Στόχος όλων να βγάλει το σκασμό η μεταπολίτευση, αυτή που, παρά τα όσα στραβά, τους ανέδειξε κοινωνικά και πολιτικά, αλλά τώρα τους είναι εμπόδιο.
Απορίες Ζώντας αυτή την κατάσταση, αναρωτιέται κανείς πού είναι οι φοιτητές. Γιατί ένα τόσο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας δεν ξεσηκώνεται, δεν εξοργίζεται όταν συγκεκριμένες πολιτικές του στερούν όνειρα, προοπτικές και το καταδικάζουν να συναινέσει σε μία συντηρητικοποίηση της καθημερινότητας του.
Ανρί Ματίς, «Μουσική», 1907
Πού είναι, αλήθεια, οι φοιτητές για να θέσουν το ερώτημα τι συνιστά δημοκρατία σήμερα στο πανεπιστήμιο, να την υπερασπιστούν και να τη βαθύνουν, διερευνώντας νέους τρόπους συλλογικών αποφάσεων και δράσεων; Πού είναι, όμως, και οι διδάσκοντες; Όχι εκείνοι που ελεεινολογούν και μετατρέπουν κάθε αρνητικό στον μικρόκοσμό τους σε παραδειγματική περίπτωση, ούτε εκείνοι που στρουθοκαμηλίζουν για όσα κάνει η κυβέρνηση, ούτε εκείνοι —και είναι τώρα πια πολλοί— που είναι ή ήταν διορισμένοι σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις και, ενώ έχουν χάσει κάθε επαφή με τα του πανεπιστημίου, εμφανίζονται τώρα ως σωτήρες του. Πού είναι οι άλλοι διδάσκοντες; Όσοι και όσες μόνοι ή σε μικρές ομάδες έχουν αποφασίσει να εργάζονται κάτω από εξοντωτικές συνθήκες και με γνώμονα να προσφέρουν όσο περισσότερα μπορούν και να κρατήσουν ζωντανό ό,τι πιο δημοκρατικό και απελευθερωτικό έχει κατακτηθεί στο πανεπιστήμιο; Τους έχει, και αυτούς, παραλύσει ο φόβος; Έχουν χάσει κάθε εμπιστοσύνη στις συλλογικές προσπάθειες; Είναι η σιωπή τους μια στάση κριτικής στις άστοχες επιλογές της δικής μας Αριστεράς και των δικών μας αριστερών; Όλα μαζί; Αυτή η αδράνεια πρέπει να προβληματίσει
όλους μας, χωρίς να οδηγηθούμε σε εύκολες και βολικές απαντήσεις. Ευτυχώς, υπάρχουν οι διοικητικοί. Κατάφεραν να υπερβούν τις δικές τους αγκυλώσεις και να προβάλουν όχι μόνο ένα αγωνιστικό και ενωτικό «παρών», αλλά και να αναδείξουν τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει το πανεπιστήμιο στο σύνολό του.
Αποδόμηση Το συνολικό εγχείρημα κατεδάφισης του πανεπιστημίου οδηγεί στην ακύρωση των διδασκόντων. Ό,τι απομείνει από το γκρέμισμα δύσκολα θα παράγει γνώση με επίγνωση των συνεπειών της, εφόσον η διαδικασία παραγωγής της δεν θα υφίσταται τον κριτικό έλεγχο όσων εργάζονται γι’ αυτήν ή τη δοκιμάζουν στην προσπάθειά τους να την οικειοποιηθούν μαθαίνοντας. Το έργο των διδασκόντων γίνεται αργά αλλά σταθερά διεκπεραιωτικό, έργο εντολοδόχων. Και βέβαια ανάλογα διαμορφώνεται και το περιεχόμενο αυτού του έργου, απλή αναπαραγωγή ήδη υφιστάμενων πληροφοριών, εξού και επιμηκύνεται ή περιορίζεται χωρίς δυσκολία. Οι ίδιοι οι διδάσκοντες φαίνεται πως αποδέχτηκαν άλλωστε μάλλον εύκολα ότι δεν χρειάζεται να
συζητούν, να διαμορφώνουν γνώμη, να ανταλλάσσουν επιχειρήματα, αν κρίνει κανείς από την περιορισμένη αντίσταση στις διαδικασίες ηλεκτρονικής ψήφου που επέβαλε η ανάδειξη των συμβουλίων. Η κρίση αντιπροσώπευσης στα πανεπιστήμια, η κρίση δημοκρατίας στην καθημερινή του λειτουργία, η αποδιάρθρωση των συλλογικών οργάνων εκδηλώθηκαν με την επίθεση που δέχονται οι εκπρόσωποι των πανεπιστημιακών, όπως στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου εκλεγμένοι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι διώκονται ποινικά επειδή εκτελούσαν τις αυτονόητες υποχρεώσεις τους. Η κυβερνητική πολιτική θεωρεί δυνάμει άχρηστους τους πανεπιστημιακούς δασκάλους. Πολλούς, πάρα πολλούς, όσους εργάζονταν με σύμβαση, τους έχει ήδη εκδιώξει. Άλλους τόσους το υπουργείο απλώς δεν τους διορίζει κι ας έχουν εκλεγεί ήδη εδώ και χρόνια, αφήνοντας το σώμα των πανεπιστημιακών να γερνάει μέχρι τη φυσική του κατάληξη, όταν οι υψηλής στάθμης νέοι επιστήμονες και ερευνητές (οι καλύτερα μορφωμένοι που έβγαλε ποτέ η χώρα) καταδικάζονται σε ανεργία, στρέφονται σε άλλες εργασίες ή στο εξωτερικό. Με ευθύνη πολλών μέσα στα ιδρύματα υπάρχει μια ολοένα αυξανόμενη τάση για εκμετάλλευση της απλήρωτης εργασίας όλων εκείνων των νέων ανθρώπων που δεν έχουν άλλη ευκαιρία να ασκήσουν διδακτικά και ερευνητικά αυτό που έμαθαν, με το καθεστώς αυτό να διαιωνίζεται μέσα από μια αμφιλεγόμενη υπόσχεση απόκτησης «προσόντων» για μια ενδεχόμενα μονιμότερη σχέση τους με το πανεπιστήμιο. Η αύξηση των ωρών διδασκαλίας απλώς προετοιμάζει την ιδεολογική νομιμοποίηση της επερχόμενης απόλυσης μέσω καταργήσεων και συγχωνεύσεων που θα «αποδείξουν» πως η δουλειά γίνεται και με πολύ λιγότερο προσωπικό, χωρίς «δασκάλους». Γίνεται μάλιστα τόσο καλά, που μια χαρά μπορούν να την αναλάβουν και ιδιώτες, «προσφέροντας» στα νοικοκυριά της εξαθλίωσης φτηνή κατάρτιση σε δεξιότητες απαραίτητες για την αγορά. Και μπορούν μάλιστα να την αναλάβουν εύκολα τώρα που φθηναίνει, που όλο και λιγότερο προσωπικό, όλο και πιο συρρικνωμένη υποδομή απαιτεί.
Νέα Γνώση Οφείλουμε, δουλειά μας είναι άλλωστε —αυτή είναι η δουλειά μας!—, να σκεφτούμε γιατί μια τέτοια εξέλιξη, και μάλιστα με τέτοια σπουδή και καταστροφική εμμονή, είναι δυνατή. Να σκεφτούμε γιατί κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, και μάλιστα οι ηγεμονικές, επενδύουν στην κατάργηση του πανεπιστημίου, στην υποκατάστασή του από έναν επιμορφωτικό θεσμό περιορισμένης αρμοδιότητας. Να σκεφτούμε γιατί δεν είναι πια κοινωνικά απαραίτητη η παραγωγή νέας γνώσης, και γιατί η συζήτηση γύρω από την οικονομικά πρόσφορη γνώση σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την «καινοτομία». Και το κυνήγι μιας αδιευκρίνιστης και σχεδόν μεταφυσικής έννοιας, της «καινοτομίας», κοντεύει να αποτελέσει τον μοναδικό στόχο της ερευνητικής δραστηριότητας. Μπορεί να φαίνεται
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
ΕΝΘΕΜΑΤΑ εύκολο να φανταστούμε γιατί αυτές οι δυνάμεις δεν θέλουν την κριτική και αυτόνομη σκέψη, δεν συμπαθούν τον λόγο (αυτόν που με έμφαση ονομάζουμε «ορθό»), την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και επιχειρημάτων, τη δημοκρατική συνθήκη αντιλογίας – αυτά πράγματι εκπροσωπεί ή μάλλον αυτά είναι το πανεπιστήμιο. Αλλά και εμείς δεν κατορθώσαμε να συγκροτήσουμε μια συνεπή κριτική ενάντια στα ιδεολογήματα περί «κοινωνίας της γνώσης», τα οποία προβλήθηκαν ως η πανάκεια που θα εξασφάλιζε την κοινωνική ευημερία. Δεν καταλάβαμε έγκαιρα ότι η «κοινωνία της γνώσης» ήταν ένα λάκτισμα για να αλλάξουν άρδην όλοι οι θεσμοί και οι διαδικασίες παραγωγής γνώσης, και να γίνει η χρηματοδοτούμενη έρευνα, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματά της, ανεξάρτητα από τις ώρες απασχόλησης όσων την επιτελούν, η μόνη, τελικά, «έγκυρη» έρευνα. Ως κριτήριο αριστείας έχει καθιερωθεί η δυνατότητα να «φέρνει» κανείς χρήματα και προγράμματα στο πανεπιστήμιο. Κανέναν σχεδόν «αρμόδιο» δεν ενδιαφέρει η ουσία και τα αποτελέσματα αυτών των διεργασιών. Και δεν εκπλήσσει, πράγματι, που οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της σαρωτικής απαξίωσης, περιθωριοποίησης και καταστροφικής επίθεσης. Από την κριτική ζουν, στη χειραφέτηση των πολιτών και στον εκδημοκρατισμό των κοινωνικών σχέσεων αποσκοπούν, πολιτισμός είναι το υλικό τους και οι νεωτερικές αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης ο γνώμονας οργάνωσης και ανάπτυξής τους. Δεν εξυπηρετούν, επομένως, τις στρατηγικές δυνάμεων που θέλουν να περιορίσουν τη δημοκρατία και τους θεσμικούς της όρους, θεωρούν (επενδυτική, όχι μόνο οικονομικά) «ευκαιρία» τον περιορισμό της αυτόνομης κρίσης και της λογικής επιλογής, των συλλογικών διαδικασιών συζήτησης και αναζήτησης, όλων εκείνων που θέλουν να πιστεύουν και να πιστέψουμε και οι υπόλοιποι πως η Ιστορία τελείωσε, πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές, πως τώρα πια διαχειριζόμαστε τα υπάρχοντα και δεν ψάχνουμε για νέες λύσεις, νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, επικοινωνίας, πολιτισμικής ανάπτυξης. Και βέβαια αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, που απλώς βρέθηκε στη θέση να μπορεί να της επιβληθεί ένα τέτοιο «Τέλος της Ιστορίας» σχετικά ανώδυνα για εκείνους που της το επιβάλλουν. Η επίθεση ενάντια σε αυτούς τους πανεπιστημιακούς κλάδους είναι ευρωπαϊκό και παγκόσμιο φαινόμενο. Η ένταση, το βάθος αλλά και ο βάρβαρος τρόπος αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα, ενταγμένη στην τροπή που έχει δοθεί στην οικονομική και πολιτική κρίση. Στο κάτω κάτω, η ευκολία της εισαγωγής προϊόντων μπορεί να ισχύσει και για την ελάχιστη απαραίτητη κοινωνικο-επιστημονική γνώση· ας παράγουν άλλοι ό,τι χρειαζόμαστε σε πολιτισμό, πολιτικό και κοινωνικό σχεδιασμό και αντίστοιχα πρότυπα οργάνωσης. Ξέρουμε ήδη ότι η μετακίνηση που επιτρέπει τη συρρίκνωση του πανεπιστημίου σε ένα ελιτίστικο σχήμα δήθεν αριστείας, χωρίς ισχυρή κοινωνική αμφισβήτηση, δεν είναι άλλη από τη δοκιμασμένη πλέον «σχολειοποίηση» των προπτυχιακών σπουδών που απευθύνονται στη μεγάλη μάζα των φοιτητών, με παράλληλο κλείσιμο (και διά των υψηλών διδάκτρων) των μεταπτυχιακών. Το σήμερα του ελληνικού πανεπιστημίου με αυτή τη μετακίνηση έχει κυρίως να κάνει και με τις συνέπειές της.
43
Ασχήμιες Σίγουρα αυτό που γκρεμίζεται δεν είναι ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής. Το συνηθέστερο, πειστικότερο και ισχυρότερο επιχείρημα όσων σήμερα κλοτσάνε με μένος ό,τι έχει μείνει ακόμα όρθιο από το πανεπιστημιακό οικοδόμημα είναι το παρελθόν του, η ασκήμια του, η δυσλειτουργικότητα και αναποτελεσματικότητά του, το αταίριαστο της μορφής του με ό,τι προσφέρθηκε ως «εκσυγχρονισμός» της ελληνικής κοινωνίας. Η ένταση αυτής της εκδικητικής μανίας μπορεί να εξηγηθεί μονάχα ως αντίδραση για όλα τα καλά που έχει κάνει το ελληνικό πανεπιστήμιο. Είναι πολλά, και το καθένα αποτελεί και μία ρήξη με παλιές και βολικές συνήθειες: η συστηματική καθιέρωση πολλών κλάδων των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, ερευνητικές δραστηριότητες εφάμιλλες με αυτές των πραγματικών ομάδων αριστείας διεθνώς, εξαιρετικοί φοιτητές που λαμβάνουν τις πιο απαιτητικές υποτροφίες, συγγραφή υψηλότατου επιπέδου μονογραφιών και διδακτικών συγγραμμάτων, υποδειγματικές μεταφράσεις, διεθνείς συνεργασίες που έχουν συμβάλει με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στους πανεπιστημιακούς προϋπολογισμούς από πανεπιστημιακούς που δεν αγνόησαν καθόλου τις άλλες υποχρεώσεις τους στο πανεπιστήμιο, πρότυπες διδασκαλίες και, βέβαια, παραγωγή ενός τεράστιου αριθμού εξαιρετικά υψηλού επιπέδου διδακτόρων με ένα έργο εντυπωσιακό για την ποιότητά του. Βέβαια, το χτεσινό πανεπιστήμιο δεν ήταν με κανένα τρόπο αγγελικά πλασμένο· κάποιες από τις όψεις του μάλλον διαβολικά χαρακτηριστικά είχαν. Όση (πράγματι αβυσσαλέα) απόσταση κι αν το χώριζε από τον μεσαίωνα της έδρας και της απόλυτης καθηγητικής αυθαιρεσίας, δεν έπαψε να αποτελεί εκτροφείο διαπλοκής μεταξύ καθηγητών και διοικητικών, μεταξύ πανεπιστημιακών και παραγόντων της πολιτικής και της οικονομίας, μεταξύ (φοιτητικών) παρατάξεων και (εκλεγμένων!) αρχών, μεταξύ καθηγητών αθέμιτα αλληλοϋποστηριζόμενων σε κρίσεις και εξελίξεις, σε διεκδίκηση ερευνητικών κονδυλίων ή και σε «απλή» εξαπάτηση του δημοσίου συμφέροντος. Από όλα είχε. Είχε φοιτητοπατέρες, είχε καθηγητές που στέλνανε τους υποψήφιους διδάκτορες να κάνουν το μάθημά τους ή πήγαιναν στα περιφερειακά στη χάση και στη φέξη, είχε προσωπικό που ελάχιστα βρισκόταν στη θέση του και πήρε τη θέση λόγω συγγένειας ή συναλλαγής, είχε καμιά φορά και λογοκλόπους ή αβέβαιης εγκυρότητας τίτλους, μέχρι και υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος είχε. Όχι πως όλα αυτά χαρακτήριζαν το πανεπιστήμιο. Ούτε κυρίως τέτοιο ήταν ούτε μόνο εκεί συνέβαιναν τα παραπάνω στη δικομματικά οριζόμενη Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών. Αυτά τα ξέρουμε όλοι όσοι το ζήσαμε από κοντά, και βέβαια τα ξέρουν πρώτοι και καλύτεροι εκείνοι που συστηματικά εξέθρεψαν τα αποστήματα για να αναφέρονται σήμερα, που οι καιροί γυρίσανε, στο πανεπιστήμιο ως «έκτρωμα». Αν όμως κάτι σφραγίζει το χτεσινό πανεπιστήμιο και το καθιστά κραυγαλέα παρωχημένο είναι οι συνέπειες του τρόπου επιλογής των φοιτητών του. Πρόκειται για το πανεπιστήμιο που πολλοί από τους φοιτητές του σπουδάζουνε ό,τι σπουδάζουνε εν πολλοίς τυχαία. Κάνουν φιλοσοφία ενώ θέλανε να γίνουν δικηγόροι, σπουδάζουν κτηνιατρική αν και δεν ανέχονται τα ζώα, γίνονται δάσκαλοι
Aμεντέο Μοντιλιάνι, «Καρυάτις» (σχέδιο), 1913-15
χωρίς να αγαπάνε τη δουλειά αυτή επειδή ταιριάζανε οι μονάδες που πήραν. Φοιτούν απλώς για να τελειώσουν, να πάρουν το χαρτί και μετά να πάνε να μάθουν αλλού αυτό που ήθελαν πάντα. Τους φοιτητές αυτής της κατηγορίας δικαιολογημένα δεν τους νοιάζει ποιος διδάσκει τι και πώς, ούτε καν αν το διδάσκει, φτάνει να μπορούν «να το δώσουν». Και διόλου δεν φταίνε αυτοί για αυτό. Μπορεί να έχει κάποια λογική ο περιορισμός των θέσεων σε κάποιες σπουδές και σε κάποιες ειδικότητες και επομένως η πρόβλεψη ενός μηχανισμού επιλογής, δεν έχει όμως καμιά λογική η σαρωτική λειτουργία ενός μηχανισμού που σε στέλνει απλώς όπου χωράς, ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον, το ταλέντο, την ευαισθησία, τα αληθινά διαβάσματά σου. Και μέσα από τη συντήρηση αυτού του συστήματος, όλες οι κυβερνήσεις μετά τη μεταπολίτευση κατάφεραν να ακυρώσουν το λύκειο, να το μετατρέψουν σε εξεταστικό κέντρο, να ενισχύσουν την παραπαιδεία, υπονομεύοντας με αυτό τον τρόπο έναν ακόμη από τους θεσμούς που στηρίζουν τη δημοκρατία.
Και άρα; Από τα παραπάνω γίνεται, πιστεύουμε, φανερό σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε και πόσο επείγον είναι αυτό. Τίποτα δεν θα έχει μείνει σε λίγο όρθιο, ικανό να αντισταθεί στη διάλυση, στην επιθετική εγκατάλειψη της γνώσης και της μάθησης στους εμπόρους, στην αδιαφορία της κοινωνίας αλλά και των ίδιων των μελών της πανεπιστη-
μιακής κοινότητας που θα έχουν πλέον απαυδήσει ή και απελπιστεί. Η αντίσταση στη λαίλαπα δεν είναι, δεν μπορεί αλλά και δεν πρέπει να είναι δύναμη συντήρησης. Ο επαναπροσδιορισμός του πανεπιστημίου ως χώρου αυθεντικής έρευνας και ανάπτυξης γνώσης και παιδείας απαιτεί στις σημερινές συνθήκες κοινωνικής συρρίκνωσης ένα νέο πανεπιστήμιο: πιο συλλογικό, πιο συμμετοχικό, πιο ανοικτό στην κοινωνία, πιο δημοκρατικό, πιο κριτικό σε ό,τι παράγει, πιο δυναμικό στις προς τα έξω πρωτοβουλίες του. Το πανεπιστήμιο (πρέπει να) ανήκει σε μια δημοκρατική κοινωνία. Γι’ αυτό και οι άμεσες κινήσεις αντίστασης είναι ευδιάκριτες: είμαστε υποχρεωμένοι να ξαναφέρουμε το πανεπιστήμιο στην πρώτη γραμμή της μάχης για δημοκρατική κοινωνία, να φέρουμε το πανεπιστήμιο στην κοινωνία και την κοινωνία στο πανεπιστήμιο. Χωρίς να κουκουλώνουμε τις αθλιότητες αλλά και χωρίς να υποβαθμίζουμε τις τόσο σημαντικές κατακτήσεις του. Η έρευνα αλλά και η διδασκαλία θα πρέπει να έχει ως πρώτο της αντικείμενο, ως κοινό της αλλά και ως εντολοδόχο της αυτή την κοινωνία της κρίσης. Όσο ακόμα υφίσταται η «ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας» του άρθρου 16 δικαιούμαστε αλλά είμαστε και υποχρεωμένοι να αποδώσουμε στην κοινωνία ό,τι της οφείλουμε, να απευθυνθούμε σε αυτήν. Κοινωνικό πανεπιστήμιο. ΟΙ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ, ΚΥΡΚΟΣ ΔΟΞΙΑΔΗΣ, ΜΑΚΗΣ ΚΟΥΖΕΛΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΠΟΥΡΔΑΛΑΚΗΣ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
6 OKTΩΒΡΙΟΥ 2013
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
4η Αυγούστου: ένα πείραμα εκφασισμού Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας, μια δυναμική επιστημονική συλλογικότητα που συσπειρώνει νέους έλληνες ιστορικούς με έμφαση στον 20ό αιώνα, οργάνωσε με επιτυχία συνέδριο για το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Οι ανακοινώσεις επιχείρησαν μια «κοινωνική στροφή» στη μελέτη της περιόδου, εστιαζόμενες στο ζήτημα της σχέσης του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με την ελληνική κοινωνία — ενώ αναπόφευκτες ήταν οι αναφορές στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Για όλα αυτά συζητήσαμε με τον ιστορικό Πολυμέρη Βόγλη (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, μέλος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου). ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΕΡΗ ΒΟΓΛΗ
w Ο τίτλος του συνεδρίου ήταν «Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και η ελληνική κοινωνία. Ένα πείραμα εκφασισμού». Τι σημαίνει «πείραμα εκφασισμού», στο ιστορικό και το διεθνές του πλαίσιο, και πώς υλοποιείται από το καθεστώς; Για πολλά χρόνια, η συζήτηση για το μεταξικό καθεστώς ήταν εγκλωβισμένη στο ζήτημα εάν το καθεστώς ήταν φασιστικό, δηλαδή στις ομοιότητες και τις διαφορές του με τη φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία. Το σκεπτικό του συνεδρίου ήταν να κινηθεί η συζήτηση σε μια άλλη κατεύθυνση. Δηλαδή, όχι να συσχετίσουμε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου με μια τυπολογία του φασισμού αλλά να το εξετάσουμε ως ένα πείραμα, όπου συνδυάστηκαν διαφορετικά, εγχώρια και ξένα, πολιτικά ρεύματα και ιδεολογίες, όπως ο εθνικισμός, ο συντηρητισμός, ο φασισμός. Επίσης, η έννοια του «εκφασισμού» ήθελε να τονίσει ότι γίνεται μια προσπάθεια «από τα πάνω» να αναδιοργανωθεί η ελληνική κοινωνία σε πρότυπα που παραπέμπουν σε φασιστικά καθεστώτα της εποχής, αλλά η προσπάθεια αυτή τελικά είναι ανεπιτυχής. Είναι μια διαδικασία που μένει ανολοκλήρωτη — μην ξεχνάμε ότι μετά από τέσσερα χρόνια ξεσπά ο πόλεμος και ο δικτάτορας πεθαίνει τον Ιανουάριο του 1941. Όπως έδειξε το μαζικό κίνημα της Αντίστα-
προχωρήσει στις αναγκαίες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, για να μην έλθει σε σύγκρουση με τα οικονομικά συμφέροντα που το στηρίζουν, καταφεύγει στην καταστολή, την αυθαιρεσία, τις διακρίσεις, ή τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» για να θυμηθούμε ξανά τη δικτατορία Μεταξά. Από αυτή την άποψη, η Μεταπολίτευση είναι πραγματικά τομή. Σε όλη την παραφιλολογία για «τη Μεταπολίτευση που κατέστρεψε τη χώρα», αυτό που «ξεχνιέται» είναι ότι σταδιακά δημιουργείται ένα κράτος το οποίο δεν στηρίζεται στον πολιτικό αποκλεισμό αλλά στην ενσωμάτωση. Η αναβίωση αυταρχικών πολιτικών (π.χ. κλείσιμο της ΕΡΤ) τα τελευταία χρόνια είναι κάτι διαφορετικό. Δεν συνδέεται τόσο με «κατάλοιπα», όσο με την «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» που έχει επιβληθεί λόγω Μνημονίου
σης, η απήχηση των φασιστικών ιδεών ήταν περιορισμένη. w Εκτός της αναλογίας με τη Βαϊμάρη, μια άλλη αναλογία που ακούμε συχνά για τη σημερινή Ελλάδα είναι με τον ελληνικό Μεσοπόλεμο. Η αναζήτηση τέτοιων αναλογιών μπορεί να είναι γόνιμη ή ολισθηρή, επιστημονικά και πολιτικά; Οι ιστορικοί συχνά κάνουν συγκρίσεις, αναζητούν ομοιότητες και διαφορές, ή αναλογίες, όπως είπατε, στην προσπάθειά τους να επεξεργαστούν θεωρητικά μοντέλα ανάλυσης. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση νομίζω ότι πιο χρήσιμο θα ήταν όχι η αναζήτηση αναλογιών ανάμεσα στο σήμερα και τον Μεσοπόλεμο αλλά η συζήτηση περί συνέχειας και τομών ανάμεσα στον Μεσοπόλεμο και τη δικτατορία. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που αναδείχθηκαν στο συνέδριο ήταν η συνέχεια της δικτατορίας Μεταξά σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Ενώ οι περισσότεροι θεωρούν ότι η δικτατορία είναι τομή στην ιστορία, εάν εξετάσουμε τις πολιτικές, τους θεσμούς ακόμα και τα πρόσωπα που στελεχώνουν το κράτος επί Μεταξά τότε θα δούμε μια εντυπωσιακή συνέχεια. Γι’ αυτό και πάρα πολλοί διανοούμενοι, επιστήμονες, τεχνοκράτες, που θα τους χαρακτηρίζαμε φιλελεύθερους, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν ή να εκθειάσουν τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. w Γιατί ο φασισμός ασκεί, την εποχή εκείνη, έλξη στην ελληνική κοινωνία; Ο φασισμός ασκεί έλξη όχι μόνο στην ελληνική κοινωνία αλλά στις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Από την άλλη πλευρά, η απήχηση που έχουν τα φασιστικά κόμματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη δεν είναι πολύ μεγάλη. Ας μην ξεχνάμε ότι μόνο
στην Ιταλία και τη Γερμανία ανέβηκαν στην εξουσία, ενώ στην Ελλάδα οι φασιστικές οργανώσεις μπορεί να είναι δραστήριες αλλά οι περισσότερες είναι βραχύβιες και η πολιτική τους επιρροή, εννοώ σε επίπεδο εκλογών, μηδαμινή. Ωστόσο, θα συμφωνήσω ότι η διάδοση του φασισμού στο Μεσοπόλεμο είναι κάτι ιστορικά μοναδικό, ιδιαίτερο, το οποίο, κατά κύριο λόγο, συνδέεται με την κρίση του φιλελευθερισμού. Το Κραχ του 1929 κλόνισε την πίστη στον οικονομικό φιλελευθερισμό και ενίσχυσε την ανάγκη για ένα ισχυρό κράτος που παρεμβαίνει δυναμικά στην κοινωνία και την οικονομία. Επιπλέον, η αδυναμία ή ανικανότητα των πολιτικών ελίτ να ενσωματώσουν τα λαϊκά στρώματα σε μια εποχή μαζικής πολιτικής, οδήγησε τον αστικό πολιτικό κόσμο να υιοθετήσει όλο και πιο αυταρχικές ιδέες αναφορικά με την πολιτική εξουσία και την οργάνωση της κοινωνίας. w Ο αυταρχισμός και η εκτροπή από τη δημοκρατία είναι μια σταθερά που διαποτίζει το ελληνικό κράτος στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Δημιούργησε αυτό υποδομές και κουλτούρα αυταρχισμού, στην κοινωνία και το κράτος, «κατάλοιπα» ακόμα και μετά την τομή της Μεταπολίτευσης; Η ροπή προς τον αυταρχισμό, όντως, διακρίνει την ιστορία της Ελλάδας. Θα έλεγα ότι οι πολιτικές δυνάμεις καλλιεργούν μια κουλτούρα αυταρχισμού που διαπερνά το κράτος και τελικά αποκτά τη δική της δυναμική. Ας σκεφτούμε τον ρόλο που παίζει ο στρατός, ο οποίος από τη δεκαετία του 1940 και μετά μετατρέπεται σε αυτόνομο πόλο εξουσίας και ισχυροποιείται τόσο ώστε να πάρει την εξουσία με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Για να το πω λίγο σχηματικά, έχουμε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο, επειδή δεν θέλει να
w Ας έρθουμε στη Χρυσή Αυγή. Σε ποιο βαθμό εγγράφεται στην παράδοση της άκρας Δεξιάς (Μεταξάς, ταγματασφαλίτες, χούντα) και ποια είναι τα νέα της στοιχεία; Γενικότερα, ποιες είναι οι ιδεολογικές δεξαμενές από τις οποίες αντλεί; Έχει ενδιαφέρον ότι η Χρυσή Αυγή οικειοποιήθηκε το παρελθόν από το οποίο η Δεξιά στη Μεταπολίτευση αποστασιοποιήθηκε σε μια διαδικασία μετασχηματισμού της σε φιλελεύθερη παράταξη. Άρα θα συμφωνήσω ότι εγγράφεται στην παράδοση της άκρας Δεξιάς. Αυτό που θα πρέπει να μας προβληματίσει είναι ότι σε επίπεδο δημόσιας ιστορίας αυτή η παράδοση της άκρας Δεξιάς «κανονικοποιήθηκε», δηλαδή σταδιακά διαμορφώθηκε μια νέα αντίληψη που δεν θεωρούσε αρνητικό αυτό το παρελθόν, π.χ. τη χούντα ή τη συνεργασία με τους Γερμανούς στην Κατοχή. Από την άλλη πλευρά, η Χρυσή Αυγή υπερβαίνει την παράδοση της άκρας δεξιάς, τόσο ιδεολογικά όσο και πολιτικά. Πέρα από τον εθνικισμό και τον αντικομμουνισμό, που παραδοσιακά διέκρινε την άκρα Δεξιά, η Χρυσή Αυγή έχει έναν ξεκάθαρα φιλοναζιστικό προσανατολισμό, κάτι που είναι πρωτόγνωρο. Επιπλέον, η άκρα Δεξιά στην Ελλάδα ιστορικά είχε στενή σχέση με τους κρατικούς μηχανισμούς· λειτουργούσε ως παρακράτος. Η Χρυσή Αυγή είναι μια οργάνωση η οποία, πέρα από την σχέση που έχει με τους κρατικούς μηχανισμούς, αναπτύχθηκε χάρη στην πολιτική-εγκληματική δράση της. Δεν υπάρχει κάποια αντινομία ανάμεσα στην πολιτική και την εγκληματική δράση. Υποστηρίζει μια ιδεολογία η οποία χαρακτηρίζεται από το μίσος και έχει μια πρακτική που θεμελιώνεται τη βία. Από τη στιγμή που βρει πρόσφορο έδαφος να διαχυθεί στην κοινωνία, αποκτά μια δυναμική επικίνδυνη και καταστροφική. Αυτό είναι κάτι που επιτέλους φαίνεται να το αντιλαμβάνονται όλοι, έστω και καθυστερημένα. ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΗΡΑΝ Ο ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ