Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Kείμενα των: Στρατή Μπουρνάζου, Δημήτρη Χριστόπουλου, Σταύρου Κωνσταντακόπουλου, Μαρίας Μαργαρώνη, Άρη Καλαντίδη, Ρογήρου, Φοίβου Παναγιωτίδη, Θάνου Μαντζάνα, Ιωάννας Μεϊτάνη, Χριστίνας Τσαμουρά ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 758
ΚΥΡΙΑΚΗ 10 NOEMBΡΙΟΥ 2013
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
ΕΡΤ: ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΥΚΕΤΟ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ Δεν ήταν ο γαλατάς ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΥ
Χαράματα Πέμπτης, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ήξερα στα σίγουρα πως δεν ήταν ο «γαλατάς». Βλέποντας αυτόν που καλούσε, υψηλά ιστάμενο φίλο και συριζαίο, ο νους μου πήγε αμέσως στο χειρότερο: Πραξικόπημα; Τόσο που με ανακούφιση σχεδόν —σχήμα λόγου, βέβαια— άκουσα ότι επρόκειτο «απλώς» για την εισβολή των ΜΑΤ στην ΕΡΤ. Όπως διαπίστωσα την επομένη, κάμποσοι έκαναν την ίδια σκέψη: το μυαλό τους πήγε στα τανκς, κάτι που μόνο ιλαρότητα θα προξενούσε λίγα χρόνια πριν. Και ο λόγος για τον συνειρμό δεν είναι ημερολογιακός, οι μνήμες του Νοέμβρη του ’73, ούτε κάποια «έλξη» προς την εκτροπή, ότι ονειρευόμαστε «χούντες» — κι εγώ κι οι άλλοι φίλοι που είδαμε το ίδιο «όνειρο», μεταξύ ύπνου και ξύπνου, είμαστε απ’ αυτούς που εξακολουθούμε να επιμένουμε ότι δεν ζούμε μια «νέα χούντα». Ας μην αναζητήσουμε λοιπόν το γιατί στους δαιδάλους του μυαλού, αλλά σ’ όσα ζούμε καθημερινά. Και η προχθεσινή εισβολή των ΜΑΤ ήταν ένα ακόμα λιθαράκι —ή, ακριβέστερα, κοτρώνα— στο τοπίο αυτό της ανωμαλίας. tst «Επεμβάσεις» των ΜΑΤ έχουμε δει και ζήσει πάρα πολλές. Το ξεχωριστό της προχθεσινής εισβολής έγκειται στο ότι έρχεται να επισφραγίσει μια πολύμηνη ιστορία συστηματικών παραβιάσεων της νομιμότητας και του Συντάγματος. Γιατί η ιστορία της ΕΡΤ, όλους αυτούς τους μήνες, αποτελεί επιτομή του τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται η κυβέρνηση: παραβιάζοντας το Σύνταγμα, τσαλαπατώντας τη νομιμότητα, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις, ακόμα και για την κατακραυγή, μακριά από την πραγματικότητα. Το αιφνιδιαστικό «μαύρο» στην ΕΡΤ, η επιλογή της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για κάτι που τίποτα έκτακτο δεν είχε, η μη υποβολή της Πράξης στη Βουλή και η εκπνοή της, η άρνηση συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και πολλά άλλα συνθέτουν την εικόνα της διαρκούς εκτροπής και όχι του στιγμιαίου ατυχήματος. Απέναντι σ’ όλα αυτά, η απόφαση των εργαζομένων να καταλάβουν την ΕΡΤ, το βράδυ της 11ης Ιουνίου, ήταν μια πράξη δίκαιη, μια πράξη υπεράσπισης της νομιμότητας απέναντι στο «αποφασίζωμεν και διατάσσωμεν» της κυβέρνησης. Και το θέμα ΕΡΤ αποτελεί ακόμα αγκάθι για την κυβέρνηση, αν πυροδότησε την έξοδο της ΔΗΜΑΡ, αν προξένησε διεθνείς αντιδράσεις, αυτό οφείλεται πρωτίστως στην κατάληψη, στον κόσμο που συγκεντρώθηκε, μέσα και έξω από το Ραδιομέγαρο, πολλές μέρες και νύχτες. Αλλιώς, πολύ γρήγορα, θα είχε ξεχαστεί. Εκτός όμως από δίκαιος, ο αγώνας αποδείχθηκε, τους μήνες που μεσολάβησαν, και δικαιωμένος: Οι εκπομπές, οι συναυλίες, οι εκδηλώσεις, οι συνέργειες με τα social media και τις συλλογικότητες μας έδειξαν τι μπορεί να σημαίνει μια δημόσια ραδιοτηλεόραση απαλλαγμένη από τον κρατικό και κομματικό κορσέ. Και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα διδάγματα του occupy ert είναι αυτό: πώς μπορούν, σε ελάχιστο χρόνο, μέσα από τη ρήξη και τη δύναμη της συλλογικότητας, να
Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας/FosPhotos
απελευθερωθούν δυνάμεις, δυνατότητες και φαντασία, πράγματα ανέλπιστα, ή έστω καλά κρυμμένα, στη ρουτίνα της καθημερινότητας, της δουλειάς και του συνδικαλισμού. Και παρά την αναπόφευκτη κούραση, τους προβληματισμούς, την αγωνία για το μέλλον, τα αδιέξοδα, αρκεί μια πρόχειρη σύγκριση με τη «Δημόσια Τηλεόραση» για να φανεί η ριζική διαφορά στη λογική, στην πνοή, στην ουσία των δύο εγχειρημάτων. tst Και, ασφαλώς, το θέμα δεν είναι μονάχα η ΕΡΤ, τα δικαιώματα των εργαζόμενων που εν μια νυκτί απολύθηκαν και η — συνταγματικά κατοχυρωμένη— δημόσια ενημέρωση· είναι, συνολικά, η δημοκρατία. Το ζήτημα της ΕΡΤ, από το λουκέτο μέχρι τις χειροπέδες στα κάγκελα, είναι το ίδιο το ζήτημα της δημοκρατίας. Και φαίνεται, άλλη μια φορά, ότι η θεραπείασοκ του Μνημονίου και η δημοκρατία είναι έννοιες ασύμβατες, ότι τη ρετσέτα δεν μπορεί να την εγκρίνει ούτε καν το — απαξιωμένο και απονευρωμένο από την κυβέρνηση— κοινοβούλιο. Με λίγα λόγια, ο αυταρχισμός δεν είναι πια απλώς αναγκαίο παρακολούθημα και μέσον της κυβερνητικής πολιτικής· μετατρέπεται σταδιακά σε ουσία και κεντρικό άξονα αυτής της πολιτικής, άξονα πάνω στον οποίο η συγκυβέρνηση προσπαθεί να οικοδομήσει συναινέσεις, στη λογική της πυγμής και της τάξης. Το μαύρο, λοιπόν, σε όλους τους τομείς θα συνεχιστεί, σε μπόλικες δόσεις, αν τα δεδομένα δεν ανατραπούν — αν δεν τα ανατρέψουμε, για την ακρίβεια. ΥΓ. Επί του πιεστηρίου, μάθαμε για την πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ. Προσωπικά, τη θεωρώ και θετική και αναγκαία. Πέ-
ραν από εκτιμήσεις τακτικής, αναδεικνύει τη συνολικότητα του ζητήματος της ΕΡΤ για τη δημοκρατία και υπενθυμίζει το μείζον: την ανάγκη ανατροπής της κυβέρνησης και της πολιτικής της. Και αυτό, κατά τη γνώμη μου, πολιτικά, είναι σημαντικότερο από τους κραδασμούς ή τις συσπειρώσεις που θα προξενήσει. Όταν ο αυταρχισμός και η απαξίωση της δημοκρατίας αποτελούν ουσία και πυρήνα της ακολουθούμενης πολιτικής, η κεντρική πολιτική σύγκρουση και η μετωπική αντιπαράθεση με τη συγκυβέρνηση γίνεται επείγουσα ανάγκη.
Μια συνταγή κρατικής αποτυχίας ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Στα πανεπιστήμια της Ελλάδας, και όχι μόνο, σε μερικά χρόνια, στο μάθημα της πολιτικής επιστήμης, το λουκέτο στην ΕΡΤ θα διδάσκεται ως κατεξοχήν παράδειγμα κρατικής αποτυχίας. Λέω «κρατική αποτυχία» και όχι απλώς «πολιτικό λάθος», υπό την έννοια ότι το λουκέτο υπήρξε: 1. Συνταγή οριστικής διάρρηξης της εμπιστοσύνης με την κοινωνία. Η κυβέρνηση πλέον, και ορθώς, αντιλαμβάνεται ότι πλειοψηφικό τμήμα της κοινής γνώμης την εχΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 26
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
26
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
ΕΡΤ: ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΥΚΕΤΟ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 25
θρεύεται και, αντίστροφα, αυτό το τμήμα την αντιλαμβάνεται ως καθολική απειλή. Το λουκέτο στην ΕΡΤ είχε σημαντικό μερίδιο στην ένταση της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα είναι μια καθολική αδυναμία διαχείρισης των πολιτικών αποφάσεων μέσα από την αναπαραγωγή συναινέσεων. Η κυβέρνηση γνωρίζει εκ των προτέρων ότι τέτοιες συναινέσεις δεν υπάρχουν διότι (ξέρει ότι) έχει χάσει κάθε αξιοπιστία. Έτσι, αντιλαμβάνεται τις σχέσεις με τους πολίτες ως σχέσεις μόνιμου καταναγκασμού χωρίς εφεδρείες. Το κράτος δεν μπορεί πια να αποσβέσει τους κοινωνικούς κραδασμούς και για το λόγο αυτόν αναπόδραστα και προβλέψιμα καταλήγει στα ΜΑΤ. Η δύναμή του είναι η «πυγμή» του, όπως λέει και ο πρωθυπουργός μας, και όχι το μυαλό του. 2. Συνταγή διάλυσης μια συμμαχικής κυβέρνησης. Ενέτεινε τις ρωγμές, ρισκάροντας τη διάλυση μιας συμμαχικής κυβέρνησης, καθώς ο μόνος εταίρος που της έδινε μια κάποια νομιμοποίηση σε ευρύτερα ακροατήρια την εγκατέλειψε εκθέτοντάς την σε μια κρίση επιβίωσης. Παρεπόμενη απώλεια είναι ότι ο ίδιος ο εταίρος, κατόπιν αυτού, βρέθηκε σε μια δική του κρίση ταυτότητας, καθώς πλέον έγινε προφανές και στον ίδιο ότι ο συγκερασμός που επιχειρούσε διά της συμμετοχής του σε αυτήν την κυβέρνηση ήταν αδύνατος. 3. Συνταγή επικοινωνιακής ανατροπής του success story. H απόφαση να κλείσει η ΕΡΤ ήταν η ταφόπλακα της επικοινωνιακής αφήγησης του success story. Δεν υπήρχε, έκτοτε, περιθώριο προώθησης και επεξεργασίας επικοινωνιακής στρατηγικής με θέμα την επιτυχία· αντιθέτως, επανήλθε η επικοινωνία του σκιάχτρου: Σας κάνουμε τη ζωή κόλαση για να επιβιώσετε». Γνωστή συνταγή από την αρχή. 4. Συνταγή ευτελισμού της εικόνας της χώρας διεθνώς, που τόσο υποτίθεται νοιάζει αυτούς που κυβερνάνε. Το λουκέτο στην ΕΡΤ κατέταξε την Ελλάδα σε μια κατηγορία «από μόνη της», ακόμη και στα μυαλά των πιο σκληρών νεοφιλελεύθερων τεχνοκρατών. Η χώρα έγινε η πρώτη δημοκρατία που έκλεισε τη δημόσια τηλεόρασή της χωρίς να έχει φτιάξει άλλη. Κάτι σαν την ΑΕΚ που γκρέμισε το γήπεδό της και τώρα βολοδέρνει ανέστια στη Γ΄ Εθνική. Η όλη η περιπέτεια όμως απαξίωσε και κάποιους ανθρώπους που πήγανε στη «Δημόσια Τηλεόραση» για να επιβιώσουν. Επιπροσθέτως, ευτέλισε και αυτούς που ανέλαβαν να «διορθώσουν το λάθος του Ιούνη». Ας πρόσεχαν, όμως: η ΔΤ δεν διόρθωσε κανένα λάθος· το ενέτεινε. Όταν έχεις τηλεόραση και θέλεις να την αλλάξεις, τη μετατρέπεις σε αυτό που θέλεις. Δεν την κλείνεις, για να ανοίξεις μια μεταβατική, και μισό χρόνο μετά η Ελλάδα να μην έχει δημόσια τηλεόραση. Αυτό είναι όνειδος. Δεν τους άρεσε η ΕΡΤ; Ούτε εμένα μου πολυάρεσε — υποψιάζομαι όμως για διαφορετικούς λόγους στον καθένα μας. Να τη φτιάχνανε όπως θέλανε και να κρίνονταν από τα αποτελέσματά τους. Αυτό λέει η λογική, αυτό είπε και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αν ο κ. πρωθυπουργός δεν το δεχόταν αυτό, ας μην αναλαμβάνατε, κ. Καψή... 5. Συνταγή αντισυνταγματικότητας. Το λουκέτο άφησε τη χώρα χωρίς τηλεόραση. Αυτό, από μόνο του, είναι προβληματικό. Δημοκρατία χωρίς δημόσια ενημέρωση δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση αντελήφθη τον συνταγματικά κατοχυρωμένο έλεγχο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (Άρθρο 16 του Συντάγματος) ως εμπράγματο δικαίωμα. Αντελήφθη την ΕΡΤ ως, κατά κυριολεξία, δικιά της και λειτούργησε σαν η δημόσια ραδιοτηλεόραση να ήταν μια οποιαδήποτε «προβληματική» επιχείρηση, ευτελίζοντας το Σύνταγμα. 6. Τέλος, συνταγή υπέρογκου κόστους. Εδώ είναι που ο παραλογισμός αγγίζει τα όρια του μυαλού, ακόμη και του πιο νοσηρού. Η όλη επιχείρηση αφήνει, μετά από πέντε μήνες, ζημιά πολλών εκατομμυρίων ευρώ (300 εκατομμύρια κατά την εκτίμηση των εργαζόμενων). Γι’ αυτή τη λογιστική απώλεια δεν υπάρχει ευθύνη; Τώρα, οι άνθρωποι στα κυβερνητικά επιτελεία θα σκέφτονται πώς να διαβούν το δρόμο την επομένη, ανασκουμπωμένοι μετά τη μεγαλειώδη πολιτειακή τους αποτυχία. Δεν θα τα καταφέρουν όμως. Έχουν γεμίσει με τόση λάσπη το δρόμο, ώστε είναι βέβαιον ότι δεν θα τα καταφέρουν. Και άντε να τη βγάλεις αυτή τη λάσπη… Αυτό είναι το ζήτημα, πλέον.
κατέθεσε αυτές τις μέρες, ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει πολιτικά την αδυναμία, αντικειμενική και υποκειμενική, της ελληνικής κοινωνίας να δεχτεί πλέον άλλες τέτοιες ριπές μέτρων. Κατά συνέπεια, η προσπάθεια υπονόμευσης της πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι μάταιο να δακτυλοδείχνει τον Τσίπρα ή να στρέφεται σε εμπνεύσεις κάποιων στελεχών του κόμματος. Υπάρχει κάτι πιο βαθύ εδώ. Και αυτό δεν είναι άλλο από την κοινωνική πλέον πεποίθηση ότι χωρίς την πτώση της του μνημονίου δικομματικής κυβέρνησης δεν υπάρχει ανάσα. Με αυτήν τη διάσταση συνδέεται και μια άλλη —εν μέρει διακριτή—, και αυτή δεν είναι άλλη από την ίδια την πεποίθηση των ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι έτοιμοι να κυβερνήσουν. Κανένα πολιτικό υποκείμενο στην ιστορία, είτε τάξη ήταν αυτό, είτε κόμμα, είτε άλλο πολιτικό μόρφωμα, δεν τα κατάφερνε να κερδίσει την εξουσία, αν δεν είχε την αναγκαία αυτοπεποίθηση. Με την πρόταση δυσπιστίας, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι διαθέτει αυτήν, ακριβώς, την αυτοπεποίθηση.
«Σίγησε η φωνή του ελληνικού ραδιοφώνου» Φωτογραφία: FOSPHOTOS / Νίκος Πηλός, Μενέλαος Μυρίλλας
Μομφή και αυτοπεποίθηση ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Υπάρχει μια παλιά, παγιωμένη συνήθεια στο χώρο της πολιτικής και κατ’ επέκταση στο χώρο της πολιτικής δημοσιογραφίας: να ερμηνεύονται τα πάντα με όρους μικροπολιτικής. Σημειωτέον ότι ο όρος «μικροπολιτική» εδώ δεν ενέχει τίποτα το επιλήψιμο και το κατακριτέο· χρησιμοποιείται απλώς για να περιγράψει τα μεγέθη μέσα από τα οποία καταβάλλεται προσπάθεια να γίνει κατανοητή η πολιτική ζωή. Έτσι, η πρόταση δυσπιστίας την οποία κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρήθηκε, λ.χ., αποτέλεσμα «φωτεινών» ή «σκοτεινών» — θα δείξει— εμπνεύσεων που είχε ο Τσίπρας στη διάρκεια των πολλών ωρών πτήσης κατά την επιστροφή του από το Τέξας ή της απόφασής του να «γιγαντομαχήσει» σε πλάνο ατομικό με τον μεγάλο αντίπαλο, Αντώνη Σαμαρά. Αυτές και διάφορες ανάλογες απόπειρες ερμηνείας βλέπουν το φως τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Το πρόβλημα με όλες τους δεν έγκειται στο ότι είναι συνολικά του πεταματού, αλλά ότι προβάλλονται, αν αναλογιστεί κανείς το πραγματικό τους μπόι, ως δυσανάλογα υπερμεγέθεις. Καλούνται όχι να φωτίσουν πλευρές της πραγματικότητας —κάτι το οποίο, ενδεχομένως, είναι ικανές να κάνουν— αλλά να ερμηνεύσουν το σύνολο των υπό εξέταση φαινομένων. Η αναγωγή σε αυτές έχει επιβληθεί από τη μακροχρόνια χρήση τους: σ’ αυτές κατέφευγαν οι φανταχτερές πένες των μεγαλοδημοσιογράφων, σε αυτές θα συνεχίσουν να καταφεύγουν. Το ότι τέτοιου είδους ερμηνείες που ανάγουν, για παράδειγμα, τα κύρια στις στιγμιαίες εμπνεύσεις των αρχηγών και των «παρατρεχάμενών» τους, τους εμπόδισαν να διαγνώσουν όλες εκείνες τις διεργασίες οι οποίες οδήγησαν την ελληνική κοινωνία στη σημερινή της κρίση, λίγο μοιάζει να τους απασχολεί. Δεν περνάει κατά συνέπεια από το μυαλό τους ότι η πρόταση δυσπιστίας αφορά συνολικά αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας και όχι ενοχλήσεις σε πλάνο ατομικό. Δεν τους περνάει από το μυαλό ότι η ελληνική κοινωνία αρχίζει να θητεύει και να μην ανέχεται πλέον αυτό που η Κλάιν στο βιβλίο της ονόμασε «Δόγμα του Σοκ», τη νεοφιλελεύθερη δηλαδή θεραπεία, η οποία εκδηλώνεται με ριπές μέτρων, απέναντι στις οποίες είναι δύσκολο να αμυνθείς αποτελεσματικά εφόσον η απάντηση σε μια ριπή, όσο επιτυχημένη και να είναι, ακυρώνεται, αν δεν είσαι έτοιμος να απαντήσεις στην επόμενη ριπή, στο επόμενο σφυροκόπημα κ.ο.κ. Με την πρόταση δυσπιστίας που
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΡΓΑΡΩΝΗ
«Ακόμα και οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους», λέει η ασώματος φωνή. Μιλάει για να γεμίσει το κενό πριν από την οριστική σιωπή, για να είναι απλώς παρούσα. «Είναι εντολή σας; Μάλιστα. Να πάρω τα πράγματά μου, τα προσωπικά μου αντικείμενα... Κάπου εδώ κλείνουμε, αγαπητοί ακροατές, η φωνή της ελληνικής ραδιοφωνίας σιγεί. Καλή συνέχεια, θα τα πούμε, θα ξαναβρεθούμε. Τα μικρόφωνα αυτά κλείνουν. Ψυχή βαθιά!». Ακόμα και οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Ολοένα και περισσότερο, το σήμα-κατατεθέν της ελληνικής κρίσης (που δεν είναι πια κρίση, αλλά μάλλον διαρκής κατάσταση) είναι ο θρυμματισμός της αντιληπτής πραγματικότητας, και μαζί ένας απεγνωσμένος αγώνας για το ποιος θα ελέγξει την αφήγηση του τι συμβαίνει. Φαντάζομαι ότι έτσι συμβαίνει πάντα στα αυταρχικά καθεστώτα —και η Ελλάδα είναι πλέον χωρίς αμφιβολία υπό ένα τέτοιο αυταρχικό καθεστώς, απλώς παριστάνει το δημοκρατικό— αλλά δεν είχα ποτέ πριν την ευκαιρία να το ζήσω από τόσο κοντά. Είμαστε μάρτυρες, μεταξύ πολλών άλλων, ενός πολέμου των λέξεων, μιας προπαγανδιστικής εκστρατείας που έχει σχεδιαστεί για να καταπνίξει τις όποιες αντίθετες φωνές — ακόμα και τις πιο μετριοπαθείς. […] [Το μήνυμα της κυβέρνησης προς τους Έλληνες είναι:] Μπορεί ακόμα να είστε άνεργοι, πεινασμένοι και απελπισμένοι, προβλέποντας ότι τον χειμώνα που έρχεται θα είστε χωρίς θέρμανση και χωρίς ελπίδα· μπορεί ακόμη να νομίζετε ότι έχετε κάποιο περιθώριο να αντισταθείτε. Κι όμως, αυτά που σας λένε οι αισθήσεις σας είναι ψευδή ή τουλάχιστον χωρίς σημασία. Κοιτάξτε! Εγκαθιστούμε δωρεάν ασύρματη σύνδεση στο διαδίκτυο σ’ όλη τη χώρα! Η Ελλάδα είναι ένα «success story»! Και αν δεν στοιχηθείτε πίσω απ’ τη δική μας εκδοχή της πραγματικότητας, έχουμε τη δύναμη να σας μεταπείσουμε. Ενάντια στη φωνή ενός άντρα σ’ ένα δωμάτιο μ’ ένα μικρόφωνο, στέλνουμε κρανοφόρες στρατιές οπλισμένες με δακρυγόνα και ρόπαλα. Η στιγμή που οι αφηγήσεις θρυμματίζονται και οι λέξεις χάνουν το νόημά τους είναι όμως και η στιγμή που ανοίγει η προοπτική ενός διαφορετικού μέλλοντος. Γι’ αυτό και το πλέγμα των ολιγαρχών, των οικονομικών συμφερόντων και των πολιτικών που κυβερνούν την Ελλάδα (σε μια συμβιωτική-ανταγωνιστική σχέση με τους δανειστές της) μοιάζει αποφασισμένο να αποκλείσουν αυτή τη δυνατότητα πάση θυσία. […] ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
(αποσπάσματα από το άρθο που δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό «The Nation»· το πλήρες στο μπλογκ των «Ενθεμάτων»)
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
28
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
KΥΡΙΑΚΗ ΑΡΓΙΑ ή ΑΓΡΙΑ; ΓΙΑ ΤΟ ΩΡΑΡΙΟ Ακούγοντας τον υπουργό Ανάπτυξης, αλλά και τον δήμαρχο Αθηναίων, να μιλάνε για το άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή θα πίστευε κανείς ότι ζουν σε άλλη χώρα. Γιατί είναι ο ενθουσιασμός και η αισιοδοξία τους βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα που συνθέτουν η εκρηκτική ανεργία, η συρρίκνωση των εισοδημάτων, η απληρωσιά, τα φέσια, ο τρόμος της απόλυσης, ακόμα και τα κλειστά καταστήματα. Ειπώθηκαν όλα αυτά, και αναδείχθηκαν, και στις κινητοποιήσεις των εμποροϋπαλλήλων, σε όλη τη χώρα, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι, εκ των πραγμάτων, να διατηρούν πιο στενές σχέσεις με την πραγματικότητα. Καθώς ήταν δύσκολο να πατήσει στην Ελλάδα, ο κυρίαρχος λόγος βρήκε διέξοδο στο εξωτερικό, επικαλούμενος το επιχείρημα ότι στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα του 21ου αιώνα δεν υπάρχει Κυριακή, γιορτή και σχόλη. Αλλά και στην αντίληψη που θέλει τα κέντρα της πόλης (κατά προτίμηση τα ευρωπαϊκά) ολοζώντανα χάρη αποκλειστικά στα αδιάλειπτα ανοιχτά καταστήματα. Απευθυνθήκαμε λοιπόν σε δυο φίλους «απ’ το εξωτερικό», στον Άρη Καλαντίδη και τον Ρογήρο, που ζουν εδώ και χρόνια στο Βερολίνο και το Λουξεμβούργο αντίστοιχα, και τους ζητήσαμε, με τη γνώση τους αυτή, να σχολιάσουν το ζήτημα.
Κυριακές στα μαγαζιά ΤΟΥ ΑΡΗ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗ
Η δημόσια συζήτηση για τη διεύρυνση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων και το άνοιγμά τους τις Κυριακές έχει φτάσει να αποτελεί πεδίο ιδεολογικής διαμάχης, τόσο που από τον καπνό είναι σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσουμε το τοπίο. Η μεγάλη δυσκολία είναι πως εμπλέκονται τουλάχιστον τρεις, αρκετά χωριστές μεταξύ τους, συζητήσεις για: α) τα εμπορικά καταστήματα ως οικονομική οντότητα, β) τα ψώνια ως ανάγκη και διασκέδαση και γ) την όποια συμβολή των ανοιχτών καταστημάτων στη ζωντάνια των πόλεων. Είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε αυτά τα επιχειρήματα για να μιλήσουμε ψύχραιμα για το τι μπορεί να σημαίνει η λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές. Μια διεύρυνση των ωραρίων λειτουργίας μπορεί πράγματι να έχει θετικό αντίκτυπο στην αγορά, κυρίως μέσα από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, οι οποίες έρχονται να καλύψουν τις πρόσθετες ώρες. Για να ισχύσει όμως αυτό, πρέπει να συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις. Πρώτον, για να πληρωθούν νέοι υπάλληλοι θα πρέπει τα καταστήματα να κάνουν μεγαλύτερο τζίρο, οι καταναλωτές δηλαδή θα πρέπει να ξοδέψουν περισσότερα, απλώς και μόνο γιατί έχουν περισσότερες ώρες στη διάθεσή τους. Δεύτερον, οι εργασιακές σχέσεις θα πρέπει να είναι εξασφαλισμένες ώστε οι καταστηματάρχες να μην υποχρεώσουν τους ήδη υπάρχοντες υπαλλήλους να δουλέψουν απλώς παραπάνω ώρες χωρίς τη δέουσα αμοιβή. Σε περίοδο παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, όπως αυτή που ζούμε σήμερα, το να περιμένουμε πως ο κόσμος θα καταναλώσει περισσότερο λόγω του μεγαλύτερου χρόνου λειτουργίας των καταστημάτων ανήκει στο χώρο του φανταστικού. Είναι σχεδόν σαν να λέμε πως οι άνεργοι καταναλώνουν περισσότερο γιατί έχουν περισσότερο χρόνο. Μπορεί μεν μια πρώτη Κυριακή, που σκηνοθετείται άλλωστε ως μεγάλη γιορτή, να δούμε πραγματικά μια αύξηση στην κατανάλωση, όμως ακριβώς τα ίδια χρήματα θα λείψουν
μια άλλη μέρα, καθώς τα συνολικά έσοδα δεν θα έχουν αυξηθεί. Δεν νομίζω πως χρειάζεται καν να επεκταθώ στη δεύτερη προϋπόθεση, την προστασία των εργασιακών σχέσεων. Ποιες λύσεις διαθέτει η/ο καταστηματάρχης αν έχει να ανοίξει μια μέρα παραπάνω ενώ τα έσοδά του παραμένουν σταθερά: α) να εργαστεί ο ίδιος περισσότερες ώρες (ή να βάλει να δουλέψουν χωρίς πληρωμή μέλη της οικογένειας), β) να πιέσει τους υπάρχοντες υπαλλήλους να δουλέψουν περισσότερο χωρίς να πληρωθούν, γ) στην καλύτερη περίπτωση να πληρώσει όντως υπερωρίες ή — οριακά— να προσλάβει νέους υπαλλήλους, είτε εις βάρος του κέρδους του είτε προσβλέποντας στους πελάτες καταστημάτων που αποφασίζουν να μην ανοίξουν. Φυσικά, υπάρχει και η λύση να μην ανοίξει καθόλου, αλλά ο βασικός αμείλικτος νόμος της αγοράς είναι αυτός του ανταγωνισμού. Αν δεν ανοίξει, βάζει τον εαυτό του σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές. Το σημαντικό είναι πως, όπως και να το δούμε, τα αθροιστικά αποτελέσματα στην οικονομία θα είναι μηδενικά, με καταστρεπτικές ίσως επιπτώσεις σε επιμέρους καταστήματα και
Έντουαρντ Χόπερ, «Αυτόματο», 1927
υπαλλήλους, εφόσον η αγοραστική δύναμη παραμένει σταθερά χαμηλή. Σημαντική εξαίρεση αποτελούν καταστήματα και περιοχές που ζουν από τον τουρισμό, καθώς μπορούν να ελπίζουν όντως σε μια αύξηση της κατανάλωσης απέξω. tst Υπάρχει όμως και η άλλη διάσταση που περιπλέκει τα πράγματα: τα ψώνια είναι και ανάγκη και μορφή ψυχαγωγίας. Από την άλλη μεριά δηλαδή, βρίσκεται ο καταναλωτής με τις δικές του ανάγκες, καθώς και η πόλη ως χώρος κατανάλωσης και διασκέδασης. Είναι αλήθεια πως για όσες και όσους εργάζονται πολλές ώρες είναι συχνά αδύνατο να βρουν χρόνο για ψώνια — αν και εδώ ίσως πρέπει να γίνει ο διαχωρισμός ανάμεσα στα είδη καθημερινής ανάγκης (το ψωμί, το γάλα) που ήδη τα βρίσκουμε σχεδόν όλες τις ώρες και σε άλλα (π.χ. ρουχισμό). Πολλές χώρες, όπως η Γερμανία, έχουν αποφασίσει γι’ αυτό να διευρύνουν τα ωράρια τα Σάββατα, αλλά να σεβαστούν την Κυριακή ως μέρα αργίας. Διαφορετικές χώρες έχουν υιοθετήσει έτσι πολύ διαφορετικούς κανόνες σε σχέση μ’ αυτό. Ένα επιχείρημα που ακούγεται συχνά, και το οποίο κατά τη γνώμη μου αξίζει να το σκεφτεί κανείς σοβαρά, είναι το κατά πόσο μπορεί να συμβάλει ένα διευρυμένο ωράριο στη ζωντάνια των πόλεων. Πράγματι, ξέρουμε πόσο όμορφες είναι οι πόλεις με τα μαγαζιά ανοιχτά, ακόμη κι αν απλώς περνάμε το χρόνο μας γιατί δεν μας αρκούν τα λεφτά για να ψωνίσουμε. Ξέρουμε επίσης την ευχαρίστηση του να πηγαίνουμε για ψώνια —ή τουλάχιστον… για βιτρίνες— με παρέα. Όμως, μήπως εδώ υπάρχει ένα βασικό σφάλμα στον τρόπο που σχεδιάζουμε τα κέντρα πόλεων — ολοένα και περισσότερο ως εμπορικά κέντρα; Δεν είναι δυνατόν να σκεφτούμε και να τονίσουμε άλλες λειτουργίες εξίσου σημαντικές; Η κατανάλωση μέσω διαδικτύου φαίνεται πως πλήττει ήδη σημαντικά τα εμπορικά κέντρα των πόλεων που χάνουν διαρκώς πελάτες, ακόμη και στις λίγες χώρες που το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών δεν έχει συρρικνωθεί δραματικά.
Τέλος, οι εργαζόμενες και εργαζόμενοι δεν είναι μόνον υπάλληλοι: είναι μητέρες και πατέρες, σύζυγοι και αδέρφια. Έχουν παιδιά και γιαγιάδες να φροντίσουν, συντρόφους να περάσουν χρόνο μαζί τους, φίλες να συναναστραφούν. Πρέπει μήπως να ανοίγουν και τα σχολεία τις Κυριακές ώστε να αναλαμβάνουν τα παιδιά; Τι μπορεί να σημαίνει για τη ζωντάνια και τη συνοχή της κοινότητας το να μην υπάρχει κοινή ελεύθερη μέρα σε μια οικογένεια, σε μια παρέα; Περιορίζοντας τον άνθρωπο σε homo economicus του στερούμε την ανθρώπινη υπόσταση.
Ο Άρης Καλαντίδης είναι πολεοδόμος, σύμβουλος σε θέματα αστικής ανάπτυξης (http://blog.inpolis.com/)
Σοβιετική δημοκρατία του Λουξεμβούργου; ΤΟΥ ΡΟΓΗΡΟΥ
Τις τελευταίες ημέρες, καθώς το ελληνόφωνο διαδικτυακό «χωριό» είχε χωριστεί σε αντίπαλα στρατόπεδα εξαιτίας της λειτουργίας των καταστημάτων τις Κυριακές, άρχισε να αναπαράγεται σχεδόν μαζικά ένα κείμενο που υποτίθεται ότι μας πληροφορεί για τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων στις χώρες της Ε.Ε.. Πηγή του κειμένου φαίνεται να είναι άρθρο που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας τον Ιανουάριο του 2009. Από περιέργεια, θέλησα να δω τι ανέφερε για τη χώρα στην οποία διαμένω εδώ και χρόνια και διαπίστωσα ότι αναγράφονταν τα εξής: «Λουξεμβούργο: Δευτέρα-Σάββατο: 06.00-20.00 και Κυριακή 06.00-13.00». Ακόμη και χωρίς προσωπική γνώση της κατάστασης, κάποιος θα παραξενευόταν με την ιδέα εμπορικών καταστημάτων που είναι ανοιχτά από τις 6 το πρωί. Λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της πείρας ήταν σαφές ότι τα παρατιθέμενα στοιχεία δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Η εφημερίδα επισήμαινε ότι τα στοιχεία προέρχονταν από την EuroCommerce, μια ευρωπαϊκή ένωση επιχειρήσεων χονδρικού και λιανικού εμπορίου. Πράγματι, στον ιστότοπο της επαγγελματικής ένωσης αυτής υπάρχει σχετικό αρχείο με τα επίμαχα στοιχεία. Μόνο που συνοδεύεται από δήλωση αποποίησης ευθύνης και υπόμνηση ότι τα όποια στοιχεία παρατίθενται απλώς για ενημέρωση. tst Ποια είναι η αλήθεια; Στο Λουξεμβούργο, το ζήτημα του ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων ρυθμίζεται με απόφαση της οικείας δημοτικής αρχής. Η απόφαση εκδίδεται κατόπιν διαβουλεύσεως με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (τοπικό εμπορικό επιμελητήριο, σύλλογοι εμποροϋπαλλήλων, ενώσεις καταναλωτών). Όσον αφορά την Πόλη του Λουξεμβούργου, τα εμπορικά λειτουργούν τη Δευτέρα μόνο το απόγευμα (14.00-18.00), ενώ από την Τρίτη έως και το
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
37
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ο ΤΩΝ ΜΑΓΑΖΙΩΝ
Όττο Ντιξ, «Οδός Πράγας, Δρέσδη», 1920
Σάββατο από τις 9 το πρωί έως τις 6 το απόγευμα. Τα μεγάλα σουπερμάρκετ που βρίσκονται σε εμπορικά κέντρα έχουν τη δυνατότητα να είναι ανοιχτά με ωράριο 8.0020.00. Όσον αφορά τη λειτουργία τις Κυριακές, κάποια σουπερμάρκετ είναι ανοιχτά από τις 8 το πρωί μέχρι τις 12 το μεσημέρι. Ειδικά τα εμπορικά καταστήματα, βάσει σχετικά πρόσφατης απόφασης (Νοέμβριος 2012), έχουν πλέον τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να είναι ανοιχτά από τις 14.00 έως τις 18.00 την πρώτη Κυριακή κάθε μήνα, από τον Απρίλιο μέχρι και τον Οκτώβριο (επτά ημέρες συνολικά). Στις ημέρες αυτές πρέπει να προστεθούν και οι οκτώ ετησίως ημερομηνίες κατά τις οποίες τα καταστήματα ανοίγουν εκ παραδόσεως την Κυριακή. Και αυτές οι ημερομηνίες είναι σαφώς καθορισμένες με τρόπο δεσμευτικό για όλες τις επιχειρήσεις: πρόκειται για την πρώτη Κυριακή καθεμιάς από τις δύο περιόδους εκπτώσεων, τις τέσσερις Κυριακές που προηγούνται των Χριστουγέννων, την τρίτη Κυριακή του Μαρτίου (για τις «ανοιξιάτικες αγορές») και την τρίτη Κυριακή του Οκτωβρίου, όταν, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, αγοράζεται το καινούριο παλτό για τον χειμώνα. Ποια συμπεράσματα προκύπτουν από το παράδειγμα του Λουξεμβούργου, το οποίο, ανεξαρτήτως του μικρού μεγέθους της χώρας, είναι όλως ενδεικτικό των όσων ισχύουν στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης; Πράγματι παρατηρείται τάση διεύρυνσης του ωραρίου λειτουργίας, η οποία όμως δεν επιφέρει άναρχες ή ριζικές μεταβολές. Πράγματι αναγνωρίζεται ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του κύκλου εργασιών, αλλά όχι με τρόπο εντυπωσιακό. Σε καμία περίπτωση το μέτρο δεν παρουσιάζεται ως κεφαλαιώδους σημασίας για την οικονομία και την κοινωνία γενικότερα. Και, βέβαια, όλα αυτά συνοδεύονται από τη δέσμευση ότι θα τηρηθεί ευλαβικά η ισχύουσα εργατική νομοθεσία, ιδίως όσον αφορά τα προβλεπόμενα για τα σχετικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Σε πιο θεσμικό επίπεδο, επισημαίνεται ότι το ζήτημα το ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων δεν καταλείπεται βεβαίως στην αυτορρύθμιση, όπως διατείνονται κάποιες φωνές στη χώρα μας, αλλά εξακολουθεί να ρυθμίζεται σχολαστικά από δημόσια αρχή. Σχολαστικά, όμως, δεν σημαίνει και αυθαίρετα. Το παράδειγμα του Μεγάλου Δουκάτου μας υπενθυμίζει μια σειρά από χρήσιμες έννοιες που φαίνεται πως έχουν λησμονηθεί στην καθ’ ημάς Ανατολή: αποκέντρωση, εκχώρηση αρμοδιοτήτων στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, διαβούλευση με όλους τους ενδιαφερομένους. Στην πραγματικότητα, η περί αυτορρύθμισης εμμονή ενέχει μια πλάνη που δεν είναι αμελητέας σημασίας. Κάθε ζήτημα που αφορά το κοινωνικό σύνολο (και η λειτουργία καταστημάτων που απευθύνονται στο κοινό είναι ένα από αυτά) δεν μπορεί να επιλύεται με τρόπο άναρχο, ως άτακτη παράθεση ατομικών συμφερόντων. Η λύση πρέπει να είναι η συνισταμένη όλων αυτών, καθοριζομένη κατά τον πλέον ωφέλιμο για το σύνολο τρόπο. Εν προκειμένω, υπάρχουν τέσσερις εμπλεκόμενοι παράγοντες: επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, καταναλωτές και Δημόσιο. Το τελευταίο είναι αυτό που νομιμοποιείται, ως εκφραστής του κοινωνικού συνόλου, να εντοπίσει το σημείο ισορροπίας και να επιλύσει τις όποιες συγκρούσεις συμφερόντων. Αυτονόητα όλα αυτά, αλλά όχι στη χώρα μας, όπου το άνοιγμα των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές παρουσιάζεται ως σπουδαίο αναπτυξιακό μέτρο, μείζων μεταρρύθμιση ή ως κίνηση υψηλού συμβολισμού με παραπομπή... στις ατομικές ελευθερίες. Θα ήταν σκληρό να υπενθυμίσει κάποιος το γνωστό «όπου φτωχός κι η μοίρα του». Εάν, πάντως, η πενία δεν νοηθεί με σημασία αποκλειστικά οικονομική, ίσως η διαπίστωση να είναι κι ακριβής. tst Ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του Οκτώβρη, βρέθηκα σ’ ένα εστιατόριο της πόλης. Παρά τον θαυμάσιο καιρό, το κατάστημα δεν είχε στρώσει τα τραπέζια στον εξωτερικό του χώρο. Ρώτησα τον σερβιτόρο κι εκείνος μου απάντησε τα εξής: «Κι εμείς θα το θέλαμε, αλλά η άδεια που μας έχει χορηγήσει ο δήμος μάς επιτρέπει να τα στρώνουμε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου μόνον». Αναρωτήθηκα αν τελικά ζω στην τελευταία σοβιετική δημοκρατία της Ευρώπης. Ήμουν τόσο ταραγμένος που βγαίνοντας νόμιζα ότι στο δρόμο κυκλοφορούσαν μόνο Λάντα και Τράμπαντ. Έπειτα, θυμήθηκα ότι τα ίδια περίπου ισχύουν και σε όλες τις γειτονικές χώρες. Και, παρατηρώντας προσεκτικότερα, διαπίστωσα ότι τα αυτοκίνητα έφεραν συχνά μερικά από τα εταιρικά εμβλήματα που συμβολίζουν την (επαπειλούμενη) ευημερία του Δυτικού Κόσμου! Τα πράγματα είναι πιο απλά, όταν συνειδητοποιήσουμε ότι οι ατομικές επιθυμίες και συμφέροντα δεν συμπίπτουν πάντα με αυτά της κοινωνίας συνολικά κι ότι δεν είναι θεμιτό τα πρώτα να επιβάλλονται στα δεύτερα.
Ο Ρογήρος σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Ζει κα εργάζεται στο Λουξεμβούργο. Γράφει στο Ιστολόγιο του Ρογήρου (http://rogerios.wordpress.com/).
Στήλη Αθανασίου Γκόνη εκδότη - τυπογράφου 22-3-1932
13-9-2013
Ο θάνατος του Θανάση Γκόνη πέρασε απαρατήρητος, ίσως επειδή άνθρωποι που θα μπορούσαν να γράψουν για το πρόσωπό του είναι κι αυτοί επί το πλείστον πια αλλού. Νομίζω ότι ανήκω στην τελευταία γενιά που αντικρίζοντας ακόμα και σήμερα π.χ. τον κατακίτρινο δεμένο τόμο με τα θεατρικά έργα του Ανούιγ νιώθει ζωηρά σκιρτήματα, γιατί ανακαλούν μια περίοδο (σ’ εμένα κατεξοχήν τη δεκαετία του ’60) που τα βιβλία του Γκόνη ήταν σαν ανοιχτά παράθυρα με θέα έναν κόσμο με ευρύτερους ορίζοντες στον τότε ακόμα επιφυλακτικό «τόπο κλειστό». Εάν έχει κάτι να κρατήσουμε, και οι νεότεροι να το προσέξουν, είναι οι επιλογές του Γκόνη σε μια συγκεκριμένη συγκυρία, το 1956-1966, σε σχέση με τις τρέχουσες αθηναϊκές εκδοτικές δραστηριότητες, μια περίοδο που αξίζει τον κόπο να ερευνηθεί συστηματικά. Ο Θανάσης Γκόνης ξεκινάει την εκδοτική του δραστηριότητα πολύ νέος, το 1956, με δύο βιβλία πολιτικά των Μαρξ-Λένιν. Στο δεύτερο, το Υλισμός και Εμπειριοκρατικισμός (1956), σε μετάφραση Γ. Βιστάκη, διαβάζουμε ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό σημείωμα για την επιστημοσύνη με την οποία αντιμετωπίστηκε το όλο διάβημα. «Το εξαιρετικά σημαντικό τούτο έργο του Λ., που πρώτη φορά παραδίνεται ολόκληρο στο αναγνωστικό κοινό, μεταφράστηκε από την αγγλική έκδοση της Μόσχας (Foreign Languages Publishing House, Moscow 1947) του A. Fineberg, τη θεωρημένη σύμφωνα με τη ρωσσική έκδοση του 1945 του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν της Μόσχας. Στη μετάφραση πάρθηκε υπόψη και η επίσης Αγγλική έκδοση των Lawrence and Wishart του Λονδίνου (W.I. Lenin, Selected Works, τ. XI) του 1943, καθώς και η Γαλλική έκδοση των Editions Sociales, Paris, του 1928 και 1948. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Γαλλικές εκδόσεις σε πολλά σημεία διαφέρουν από την αγγλική απόδοση. Στα σημεία αυτά ακολουθήσαμε το αγγλικό κείμενο της Μόσχας. Ο μεταφραστής χρωστά χάρη στο διαπρεπή καθηγητή της φιλοσοφίας κ. Χ. Θεοδωρίδη γα τη σημαντική συμβολή του στην απόδοση ωρισμένων, γερμανικών ιδιαίτερα, φιλοσοφικών όρων που δεν έχουν καθιερωθεί ακόμα οριστικά στη γλώσσα μας, καθώς και στο μεγάλο ιστορικό μας Γιάννη Κορδάτο για τις γενικές οδηγίες και συμβουλές του». Παρέθεσα αυτό το αρκετά μακροσκελές σημείωμα για να προβληθεί χωρίς άλλα λόγια το σπάνιο εκδοτικό ήθος του Γκόνη —είναι τότε 24 ετών!—, σπάνιο όχι μόνο για την εποχή του, αλλά κυρίως σε σχέση με το πώς διεκπεραιώνονταν οι λεγόμενες πολιτικές (δηλ. μαρξιστικές) εκδόσεις επί δεκαετίες. Εκτός από τα παραπάνω εκδίδονται κι άλλα μαρξιστικά έργα μέχρι το ’60. Παράλληλα όμως ξεκινούν οι εκδόσεις θεατρικών έργων και η σειρά τσέπης με έργα των Σιμενόν, Τσένεϋ, Πιραντέλλο, Γκρην. Το 1962 στο «αυτί» της έκδοσης του πρώτου τόμου του Αλεξανδρινού Κουαρτέτου του Ντάρρελλ, Τζουστίν, διαβάζουμε: «Οι εκδ. Γκόνη κυκλοφορούν βασικά σε τρεις σειρές. Η θεατρική που καθιερώθηκε πλέον με τους Στανισλάβσκι, Τσέχωφ, Πιραντέλλο, Ουΐλλιαμς και Ανούιγ. Η σειρά τσέπης καθώς και η Λογοτεχνική σειρά που άρχισε ουσιαστικά με έναν τόμο απ’ τα καλύτερα διηγήματα του Λ. Πιραντέλλο. Τώρα προστίθεται η “Τζουστίν” από το περίφημο “Αλεξανδρινό Κουαρτέτο” του Λ. Ντάρρελλ, θα ακολουθήσει το γνωστό μυθιστόρημα του Ουΐλλιαμ Φώνκερ “Η Βουή και το Πάθος”. Πολύ σύντομα θα αναγγελθούν οι επόμενοι τόμοι που θα αποτελέσουν τη σειρά αυτή». Οι εκδόσεις ανοίγονται και σε άλλους τομείς. To 1980: Στανισλάβσκι, Η ζωή μου στην Τέχνη, που μας το είχε υποσχεθεί ήδη από το 1960, όταν εξέδωσε του ιδίου το Ένας ηθοποιός δημιουργείται (1959) και Πλάθοντας ένα ρόλο (1962). Τελευταία έκδοση είναι του ίδιου του Θανάση, το βιβλίο Πορεία για Γαλαξείδι (1999), όπου και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Θυμάμαι πάντα τον Θανάση, και τον γιo του Πάνο, ξημερώματα στην είσοδο του τυπογραφείου του στη Χαριλάου Τρικούπη να περιμένει τις —συνήθως καθυστερημένες— επιφάνειες του περιοδικού μας Ο Πολίτης για να το τυπώσει, πάντα με την παράκληση του Άγγελου να γίνει το γρηγορότερο, παρόλο που πάντα χρωστούσαμε… ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΔΗΤΣΑ
Στη μνήμη του Θανάση Γκόνη, η Μαριάννα Δήτσα προσέφερε στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) 50 ευρώ, για την ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης του Πολίτη.
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
38
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Mίλα μου για γλώσσα ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ
Οι γλωσσολόγοι και οι άλλοι: Περιγραφή και ρύθμιση. […] Γλωσσολογία είναι η επιστημονική μελέτη της γλώσσας από όλες τις απόψεις και σε όλες ανεξαιρέτως τις εκφάνσεις της· άρα, και μόνο από αυτή την άποψη, πρόκειται για ένα ευρύτατο πεδίο. Έτσι, το πεδίο της γλωσσολογίας ναι μεν περιέχει στον πυρήνα του τη θεωρητική γλωσσολογία, τη μελέτη δηλαδή της δομής της γλώσσας, όμως απλώνεται πολύ πιο μακριά και συνομιλεί με όλους σχεδόν τους κλάδους των κοινωνικών και των ανθρωπιστικών σπουδών, και επιπλέον με τις επιστήμες της συμπεριφοράς, αλλά και με τις φυσικές επιστήμες. Ωστόσο, τα παραπάνω δεν συνεπάγονται ότι η γλωσσολογία εναγκαλίζεται και εμπεριέχει oποιονδήποτε λόγο περί γλώσσας: όπως κάθε συζήτηση γύρω από τη μουσική δεν είναι μουσικολογία, έτσι και κάθε λόγος για τη γλώσσα δεν είναι γλωσσολογία. Απεναντίας, μεγάλο μέρος του λόγου για τη γλώσσα βρίσκεται εκτός γλωσσολογίας, Συνήθως, μάλιστα, εμπίπτει σε μία από τις εξής τρεις κατηγορίες: την ψευδογλωσσολογία, τη ρυθμιστική γραμματεία και, τέλος, τον βιωματικό λόγο για τη γλώσσα. […] Ανρί Ματίς, «Δύο χορευτές (σπουδή στο κόκκινο και στο μαύρο), 1938
Τι είναι η γλώσσα; Πώς και πού παράγεται; Πώς αναπτύσσεται; Από τι αποτελείται; Πώς μαθαίνεται; Πώς διαφοροποιείται στον χρόνο και στους τόπους; Πώς, πότε και γιατί αποκτά άλλο ειδικό βάρος πέρα από την αξία της για την επικοινωνία; Σε τι διαφέρει απ’ τη γραφή και τη σκέψη; Πώς νοείται το «γλωσσικό σφάλμα»; Αυτά και πολλά άλλα προσεγγίζονται σε μια εκλαϊκευμένη «εισαγωγή στη γλωσσολογία» ή καλύτερα στη σύγχρονη γλωσσολογία (στην παράδοση των Φερντινάν Σωσσύρ, Νόαμ Τσόμσκυ, Τζόζεφ Γκρήνμπεργκ και Ουίλλιαμ Λάμποφ) από τον γλωσσολόγο Φοίβο Παναγιωτίδη. Που, εκτός από το να επιχειρεί να δώσει έγκυρες απαντήσεις σε κοινές απορίες και προβληματισμούς, ανοίγει με επιστημονικούς όρους τη συζήτηση για τη γλώσσα, αυτό το «πανανθρώπινο κτήμα» και εξηγεί πως παρά «την προσιτότητα του [γλωσσικού] υλικού» και τις μυριάδες εξατομικευμένες εμπειρίες, η γλωσσολογία είναι μια επιστήμη, δόξη και τιμή. Με θεωρία, δεδομένα παρατήρησης, υποθέσεις και συμπεράσματα. Και όρια. Το βιβλίο Μίλα μου για γλώσσα. Μικρή εισαγωγή στη γλωσσολογία του Φοίβου Παναγιωτίδη, αναπληρωτή καθηγητή γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, στην εξαιρετική σειρά «Προοπτικές». Δύσκολη δουλειά το απάνθισμα από ένα τόσο πυκνό και πλούσιο βιβλίο, που προσεγγίζει τη γλώσσα ως αντικείμενο και εμπειρία από τόσο πολλές και διαφορετικές όψεις. Διαλέξαμε όμως αποσπάσματα που μαρτυρούν τη γνήσια επιστημονική ματιά του συγγραφέα, αλλά και την απλότητα στις εξηγήσεις που δίνει σ’ αυτές τις «κοινές [μας] απορίες». Δυστυχώς, δεν προσφέρεται ο χώρος για παραπομπή στο εξαιρετικό «γλωσσάριο όρων» που συνοδεύει τη δουλειά αυτή. Το προνόμιο αυτό επιφυλάσσεται σε όσους και όσες το πάρουν στα χέρια τους. Καλοτάξιδο λοιπόν! ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Από τον πλούτο των λέξεων στον πλούτο της σκέψης. Στο μυθιστόρημα 1984 του Τζωρτζ Όργουελ, ένα από τα τρία ολοκληρωτικά καθεστώτα που κυβερνούν τον κόσμο έχει καταφέρει να κολοβώσει, να τιθασεύσει και τελικά να ποδηγετήσει την ανθρώπινη σκέψη με έναν φαινομενικά αποτελεσματικό τρόπο: περιορίζοντας τη σημασία κάποιων λέξεων και, κυρίως, καταργώντας τις περισσότερες λέξεις. Με αφορμή το 1984, πολλοί έχουν αναρωτηθεί αν ένας τέτοιος κίνδυνος είναι υπαρκτός, δηλαδή αν ένα περιορισμένο λεξιλόγιο όντως αντιστοιχεί σε περιορισμένη σκέψη, καθώς και αν, μαζί με μια λέξη, χάνεται και η έννοια που αυτή αντιπροσωπεύει. Με άλλα λόγια: αληθεύει πράγματι πως όταν συρρικνώνεται το λεξιλόγιό μας φτωχαίνει αντίστοιχα κι η σκέψη μας; Πρώτα-πρώτα, η κατάργηση λέξεων (ή και «στιγματισμένων» γραμματικών δομών) είτε από ένα δυστοπικό ολοκληρωτικό καθεστώς για να υποτάξει μια κοινωνία είτε, πιο ρεαλιστικά, στο πλαίσιο μιας γλωσσικής μεταρρύθμισης που στόχο έχει να «καθαρίσει», να «διορθώσει» ή να «βελτιώσει» τη γλώσσα, δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση. Ούτε έχει ποτέ 100% επιτυχία. Αιώνες κοντόφθαλμης σχολαστικότητας δεν κατάφεραν να ξεριζώσουν την αδόκιμη πλην γραμματική «συμφωνία ως προς την άρνηση» πολλών ποικιλιών της αγγλικής γλώσσας (π.χ. ‘I don’t need nobody’). Η σαρωτική κεμαλική μεταρρύθμιση της τουρκικής γλώσσας δεν την καθάρισε από τα «ξένα σώματα». Αντίθετα, σνομπάροντας τις αραβικές και περσικές λεξιλογικές καταβολές της, άνοιξε τον δρόμο σε μαζικό δανεισμό από τα γαλλικά και τα αγγλικά. Στα δικά μας τώρα... Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι της ελληνιστικής εποχής δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την προέλαση του ΄ακμήν’ (από το οποίο κατάγεται το σημερινό ‘ακόμη’ ή ‘ακόμα’) και να νεκραναστήσουν το «ορθό» ‘έτι’. Ο υπερεκατονταετής πόλεμος χαρακωμάτων για την επιβολή της καθαρεύουσας απέτυχε να μας κάνει να ‘(ε)παίρνωμε τον ανελκυστήρα δια να υπάγωμε εις την οικίαν μας’. Απ’ την άλλη, η δημοτικιστική αντεπανάσταση δεν έχτισε ‘πολύσπιτα’ ούτε κατάργησε τις παλιές ‘κυβερνήσεις’ επιβάλλοντας νέες ‘κυβέρνησες’. Οι λέξεις μπορεί να δημιουργούνται και να πεθαίνουν από μόνες τους, αλλά δύσκολα καταργούνται. Ακόμα κι έτσι όμως, δηλαδή όταν δημιουργούνται και πεθαίνουν από μόνες τους, μήπως αυτό σημαίνει πως αντίστοιχα επεκτείνεται και συρρικνώνεται η σκέψη μας; Η απάντηση είναι αρνητική. Δεν υπάρχει αντιστοιχία μιας προς μία ανάμεσα στις έννοιες και τις λέξεις. […] Ερωτήσεις, το περικείμενο και ποιος θα πλύνει τα πιάτα. […] Ο κλάδος της πραγματολογίας, ο οποίος μελετάει τη γλωσσική επικοινωνία, έχει καταλήξει στο γενικό συμπέρασμα ότι οι λέξεις και η γραμματική δομή συνεισφέρουν στο επικοινωνιακό γεγονός πολύ λιγότερο απ’ όσο νομίζουμε. Απεναντίας, μεγάλο μέρος της γλωσσικής επικοινωνίας επιτυγχάνε-
ται με την άντληση πληροφοριών εκ μέρους του ακροατή από τα συμφραζόμενα. Όταν λέμε ‘συμφραζόμενα’, εννοούμε το περικείμενο, δηλαδή όλα όσα έχουνε σχέση με την εκάστοτε επικοινωνιακή περίσταση, όχι μόνο το τι ειπώθηκε αμέσως πριν. Έτσι, απευθυνόμενη σε κάποιον που μόλις έπαιξε στοίχημα και θέλει να μάθει το αποτέλεσμα κάποιου αγώνα, η δήλωση ‘εμείς σκίσαμε πάλι, ρε!’ δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμη εάν εκείνος δεν ξέρει με ποια ομάδα ταυτίζεται ο ομιλητής. Αν πάλι προσφέρουμε σε έναν φοιτητή καφέ και μας απαντήσει «έχω εξετάσεις αύριο», θα του φτιάξουμε καφέ αν ξέρουμε από το περικείμενο ότι (κακώς) ξενυχτάει πριν από τις εξετάσεις, αλλά θα του προσφέρουμε κάτι διαφορετικό αν έχουμε υπόψη μας ότι ιδίως την παραμονή των εξετάσεων πηγαίνει για ύπνο νωρίς — σε κάθε περίπτωση η γνώση των συμφραζομένων θα οδηγήσει σε επιτυχή επικοινωνία. Τέλος, πολλές φορές επιλέγουμε να αποστασιοποιηθούμε από τα ίδια τα λεγόμενά μας, όταν φέρ’ ειπείν υπερβάλλουμε (‘Έχεις γίνει 245 κιλά!’) ή όταν ειρωνευόμαστε (‘Εντάξει, και σήμερα μια χαρά τα καταφέραμε!’). Όλα τα παραπάνω βρίσκονται πέρα από τη γραμματική δομή και πέρα από τη σημασία των μεμονωμένων λέξεων. Πώς όμως, ως ακροατές, τοποθετούμε όσα λέει ο ομιλητής (ή ο συγγραφέας, αν διαβάζουμε ένα γραπτό κείμενο) στα σωστά συμφραζόμενα ώστε να αποκομίσουμε το σωστό μήνυμα; Οι σύγχρονες πραγματολογικές θεωρίες που αφορμώνται από το έργο του φιλοσόφου Paul Grice (1913-1988) τονίζουνε τη σημασία της προθετικότητας (intentionality). Με άλλα λόγια, για να επικοινωνήσουμε σωστά πρέπει να εντάξουμε όσα λέει ο ομιλητής στα κατάλληλα συμφραζόμενα. Όμως για να βρούμε τα ‘κατάλληλα συμφραζόμενα’ είναι απαραίτητο να υποθέσουμε ή και να εικάσουμε τις προθέσεις του ομιλητή, τι θέλει να πει ο ομιλητής, πού το πάει ο ομιλητής. Αυτό εν μέρει επιτυγχάνεται επειδή έχουμε κάποιες προσδοκίες σχετικά με τον συνομιλητή μας —ότι είναι π.χ. σοβαρός, παράλογος, χιουμορίστας, προπετής, ντροπαλός, συντηρητικός ή ό,τι άλλο— τις οποίες και αναθεωρούμε διαρκώς κατά την επικοινωνιακή πράξη. Με βάση αυτές τις προσδοκίες (και όσα μας λέει ο ομιλητής ή συγγραφέας) μαντεύουμε τις προθέσεις του και χρησιμοποιούμε τα κατάλληλα συμφραζόμενα. Έτσι, δυναμικά εμπλουτίζουμε και ερμηνεύουμε τα λεγόμενά του, το εκφώνημα. […] Η επικοινωνία είναι λοιπόν αποτέλεσμα συνεργατικής προσπάθειας. Το καθαρά γλωσσικό μέρος της επικοινωνίας αποτελεί απλώς τον σκελετό της, έναν σκελετό που τον ντύνουν τα συμφραζόμενα και το περικείμενο. Κατά συνέπεια, αφενός η επικοινωνία είναι δύσκολο να σταθεί δίχως αυτό τον γλωσσικό σκελετό, το καθαρά γλωσσικό κομμάτι, αφετέρου το γλωσσικό κομμάτι καθεαυτό —ο σκελετός από μόνος του— κάθε άλλο παρά επαρκεί για την πραγμάτωση του επικοινωνιακού γεγονότος.
«Τα παιδιά της μετανάστευσης» του Περικλή Γ. Παπανδρέου Οι εκδόσεις νήσος μάς προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του αξέχαστου Περικλή Γ. Παπανδρέου Παιδιά της μετανάστευσης στην Αθήνα.
Η πολιτική του ανήκειν και οι σκοτεινές πλευρές της προσαρμογής αύριο, Δευτέρα 11 Νοεμβρίου και ώρα 19.00 στο Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο (Θεμιστοκλέους 37, Εξάρχεια). Για το βιβλίο θα μιλήσουν η Λίνα Βεντούρα (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) και ο Βασίλης Καρύδης (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου).
Η ΑΥΓΗ • KYΡΙΑΚΗ 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013
39
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Λου Ρηντ και Velvet Underground Από την καρδιά ενός υπεροδηγημένου ενισχυτή κιθάρας, με πολλή παραμόρφωση... ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ
Ο Λου Ρηντ, πριν και πάνω απ’ όλα, ήταν ένας ροκ εν ρολ μουσικός, και μάλιστα από τους ευφυέστερους και πλέον ευρηματικούς όλων των εποχών. Και αν η προσωπική του δουλειά ήταν από πολύ καλή μέχρι άριστη, ο λόγος που η Ιστορία της μουσικής τον κατέγραψε από πολύ νωρίς με χρυσά γράμματα είναι η σύντομη περίοδος κατά την οποία υπήρξε η ηγετική φυσιογνωμία των Velvet Underground, του πρώτου και μοναδικού γκρουπ που ήταν ποτέ μέλος. Ήταν τα χρόνια 1965-1971, και ειδικά τα τρία πρώτα (καθόλου τυχαία, όταν το γκρουπ συμπλήρωναν τρεις άλλοι μουσικοί-«αδελφά πνεύματά» του και είχαν την τύχη να βρουν στον δρόμο τους τον δαιμόνιο Άντυ Γουώρχολ), που o Λου Ρηντ κατέκτησε αυτή την επίζηλη θέση, μαζί με τη διαχρονική επιρροή για αναρίθμητους μεταγενέστερους. Δεν χρειάστηκαν γι’ αυτό άπαντες οι τέσσερις συνολικά δίσκοι των Velvet Underground. Αρκούσαν, και με το παραπάνω, οι δύο πρώτοι: το ανυπέρβλητο ντεμπούτο τους «The Velvet Underground & Nico» (η θρυλική «Μπανάνα» του ’67, που άλλαξε το ίδιο το κόνσεπτ και τη μορφή του ροκ, αλλά και την αντίληψη των ακροατών γι’ αυτά όσο ελάχιστα άλμπουμ), και το ελάχιστα κατώτερο –μόνο και μόνο γιατί είχε προηγηθεί το πρώτο– «White Light/White Heat» την επόμενη χρονιά. Ήταν, δηλαδή, ο εμφατικός, ίσως και προκλητικός μινιμαλισμός των συνθέσεων· και, ακόμα περισσότερο, η απελευθέρωση του ωμού, ακατέργαστου θορύβου ως εκφραστικού μέσου, η έρευνα επάνω στα επίμονα και λίαν ενοχλητικά για την ανθρώπινη ακοή drones, το μπαράζ από fuzz και feedback, ο τοίχος από ήχο που έχτιζαν οι κιθάρες του Ρηντ και του Στέρλινγκ Μόρισον και το υπόκωφο βουητό του μπάσου του Τζων Κέιλ, ενίοτε και της βιόλας του Μόρισον –το όργανο που είχε σπουδάσει– όταν την έπιανε κάνοντάς τη να φτύνει μάζες ημιτονοειδών συχνοτήτων, και το παίξιμο της Μωρίν «Mo» Τάκερ (σα να μην έφτανε το ότι ήταν μια από τις δυο-τρεις πρώτες γυναίκες σε ένα όργανο πεισματικά....«ανδρικό»!) στα ντραμ, μετρονομικό σε βαθμό που να θυμίζει περισσότερο μηχανή παρά άνθρωπο, και ακρότατα λιτό με σποραδική χρήση άλλων τυμπάνων πλην ταμπούρου και μπότας και σχεδόν πλήρη απουσία των πιατινιών (http://goo.gl/ NyNBTg). Εκτός αυτών, υπήρχαν και ων ουκ έστιν αριθμός λεπτομέρειες, μικρές ίσως αλλά καθοριστικότατες: Η αρχή της «Μπανάνας» με το γαλήνιο, μελαγχολικό και... ύπουλα μελωδικό (όπως και όλα τα κομμάτια του δίσκου που ερμήνευε η Γερμανίδα Nίκο) «Sunday Morning» – για να έρθει απροειδοποίητα,
Ο Θάνος Μαντζάνας είναι δημοσιογράφος, κριτικός μουσικής, συντάκτης της «Αυγής» και του www.avgi.gr
αμέσως μετά, ο εκκωφαντικός ορυμαγδός του «I’m Waiting For The Man», με το μπάσο του Κέιλ να ακολουθεί ανιούσα κλίμακα κόντρα σε αυτή της μελωδίας· το «Venus In Furs» με τις σχεδόν τυχαίες δοξαριές της βιόλας του Κέιλ (και πάλι...) να τέμνουν κάθετα το σώμα του τραγουδιού σαν μαχαιριές από στιλέτο, το τόσο ταιριαστό με το στιχουργικό θέμα του εφιαλτικό κιθαριστικό drone του «Heroin»· η δαιμονισμένη, στα όρια της αβανγκάρντ, δυάδα του φινάλε του ντεμπούτου («The Black Anglel’s Death Song» και «European Son»). Και, στο «White Light/White Heat», το ακατανίκητο ρυθμικό ντράιβ του ομώνυμου τραγουδιού στο οποίο συμμετέχουν όλα σχεδόν τα όργανα, και φυσικά η κατάληξη του δίσκου, το ηχογραφημένο ζωντανά, «μια και έξω», διάρκειας 17 (!) λεπτών «Sister Ray». Ο Ρηντ ξεμπερδεύει στα γρήγορα, σα να βιάζεται, με το δυσοίωνο μουρμουρητό των στίχων, και εξελίσσεται ένα οργιαστικό ηχητικό ντελίριο, με τους τέσσερις μουσικούς να παίζουν ενάντια ο ένας στον άλλο, προσπαθώντας να εκτοπίσουν, αν όχι να ρίξουν κάτω, αναίσθητους, αλλήλους. Μετά από ένα τέτοιο τελευταίο κομμάτι δεν φαίνεται καθόλου παράξενο ότι στον επόμενο δίσκο ο Κέιλ δεν ήταν πια στο συγκρότημα. Ο κορυφαίος και με κλασική παιδεία μουσικός δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ο αυτοδίδακτος Λου Ρηντ θα ήταν «εγκέφαλος» και ψυχή των Velvet Underground, οπότε ο τελευταίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να... εκβιάσει τους άλλους δύο, ώστε από κοινού να τον αποπέμψουν από την μπάντα! (goo.gl/KXBfvW) Όλα αυτά, και πολλά περισσότερα, κάνουν τους V.U., και πρώτιστα τον Λου Ρηντ τόσο αναντίρρητα, πανηγυρικά καινοτόμους... Τον ρόκερ L.R., που όμως το 1975 θυμήθηκε ξαφνικά τον παλιό του εαυτό του και κυκλοφόρησε το «Metal Machine Music», ένα διπλό album ατονικών κιθαριστικών πειραματισμών με καταβολές στα drones των V.U., τόσο θορυβώδες ώστε δεν θα μπορούσε να είναι πιο κραυγαλέα αντιεμπορικό. Σε κάθε μορφή δημιουργικής έκφρασης, οι αξιόλογοι μπορεί να είναι πάρα πολλοί και αρκετοί από αυτούς ανανεωτές, ακόμα και νεωτεριστές. Η αληθινή, μεγαλειώδης πρωτοπορία όμως υφίσταται σε μετρημένες περιπτώσεις, και μόνο εκεί όπου το ρηξικέλευθο του περιεχομένου συμβαδίζει απόλυτα με εκείνο της φόρμας...
ANTIKΛΙΜΑΚΑ
Πού παίζουν τα παιδιά στις πόλεις; Η παράσταση «Λέλα, Τζέλα, Κόρνας και ο Κλεομένης» είναι η καινούργια δουλειά της ομάδας που είχε ανεβάσει πριν από δυο χρόνια τη «Γιορτή στου Νουριάν», η οποία βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στο κοινό και συνεχίζει και φέτος. Η φετινή παραγωγή είναι πάλι έργο του Φόλκερ Λούντβιχ, πάλι σε μετάφραση και διασκευή του Βασίλη Κουκαλάνι, ο οποίος έχει αγαπήσει, εκτιμήσει και πιστέψει στην αξία των έργων του Λούντβιχ και στον τρόπο δουλειάς του Grips Theater του Βερολίνου: θέατρο για ανθρώπους, όχι για παιδιά. Προβλήματα, και όχι παραμύθια. Λύσεις ρεαλιστικές και όχι μαγικά. Μέσα στο καζάνι της κοινωνίας και όχι στον πύργο της πριγκίπισσας. Πολλά είναι αυτά που κάνουν το έργο επίκαιρο, ενώ έχει γραφτεί το 1971, πριν από σαράντα δύο χρόνια, από τον Γερμανό Φόλκερ Λούντβιχ. Προφανώς, για να αναφέρεται τότε ως πρόβλημα των παιδιών η έλλειψη ελεύθερου χώρου για παιχνίδι, θα ήταν πρόβλημα υπαρκτό, ακόμη και σε μια πόλη σαν το Βερολίνο, με τα αχανή πάρκα και τον απλόχωρο σχεδιασμό. Άρα, εκατό φορές πιο επίκαιρο είναι στις αθηναϊκές γειτονιές του σήμερα. Όπου οι παιδικές χαρές ορίζονται συνήθως από ψηλά κάγκελα (ενίοτε κλεισμένα με λουκέτο), έχουν συχνά πλαστικό δάπεδο, σπασμένες κούνιες και πλαστικές τσουλήθρες. Και όπου τα παιδιά δεν παίζουν μόνα τους, δεν ξεδίνουν, δεν βρομίζουν, δεν τρώνε χώμα (εδώ δεν φταίει μόνο το πλαστικό δάπεδο, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα). Η προσέγγιση του δημόσιου χώρου συνολικά είναι περιοριστική, ελεγκτική, φοβική. Ο δημόσιος χώρος «προσφέρεται» στους πολίτες με προκαθορισμούς, με σιντριβάνια, με παράξενες άχρηστες κατασκευές, με χώρους «ειδικά διαμορφωμένους» για δραστηριότητες που μόνο σε κλειστά μυαλά χωράνε. Χώροι άδειοι, για ελεύθερη δημιουργική εκμετάλλευση από τους πολίτες, πάρκα χωρίς κάγκελα και παρτέρια, κομμάτια φύσης ή κομμάτια κενού μέσα στις πολυκατοικίες δεν υπάρχουν στις ελληνικές πόλεις. Τις πλατείες λες και τις σχεδιάζουν άνθρωποι που ζουν αλλού, τα ευθυγραμμισμένα πάρκα δεν ενθαρρύνουν την επαφή με τη φύση. Πόσος φόβος να δοθεί γενναιόδωρα στην πόλη ένας χώρος άδειος – έστω και χωρίς δέντρα, χωρίς φώτα, χωρίς σκαλάκια και παγκάκια (ένα πρώην αεροδρόμιο, ας πούμε, σαν το Τέμπελχοφ του Βερολίνου). Και μέσα σ’ όλα αυτά, κάποιοι υποφέρουν πιο πολύ από άλλους. Ας πούμε, τα παιδιά. Γιατί δεν καταλαβαίνουν τη λογική, μάλλον. Κι έτσι, κατά κανόνα, ακόμη κι αυτά συνηθίζουν στο ότι οι χώροι στην πόλη δεν τους ανήκουν. Είναι αλλουνού, είναι βρόμικοι, είναι στενοί, περιοριστικοί, είναι «μη» και «όχι». Δεν έχουν μόνο σκουπίδια και σκατά, έχουν και φόβο. Καλύτερα σπίτι. Και γρήγορα. Η Λέλα, η Τζέλα, ο Κόρνας κι ο Κλεομένης ζουν, ας πούμε, στα Πατήσια. Πάρκα και
Φωτογραφία από την παράσταση (Azymmetry Pictures).
πλατείες δεν έχουν, μόνο τσιμέντα, πεζοδρόμια και κάδους σκουπιδιών. Μόνο γκρίνια από γείτονες και θόρυβο απ’ τα αυτοκίνητα. Φτιάχνουν όμως το χώρο τους, εκεί, ανάμεσα στα γκράφιτι και πάνω στους κάδους. Κι έπειτα αποτολμάνε να διεκδικήσουν ένα χώρο ακόμη, ένα άδειο σπίτι. Ώσπου έρχονται αντιμέτωποι με τις αρχές και, στη συνέχεια, με τον παραλογισμό των ενηλίκων. Και έχουν το θάρρος να υψώσουν το μικρό τους ανάστημα. Σε μια μεγαλούπολη τού σήμερα σαν την Αθήνα, το αίτημα για ελεύθερους χώρους ίσως ν’ ακούγεται πια ουτοπικό ακόμη και στα παιδιά, που τους χρειάζονται περισσότερο. Γιατί οι περισσότεροι γονείς είναι παραιτημένοι κι οι ίδιοι από το αίτημα και τις ενέργειες διεκδίκησης χώρων. Έτσι, στο έργο του Λούντβιχ υπάρχει κάτι άλλο (ή κάτι ακόμη) που συγκινεί, κι αυτό θαρρώ είναι πιο βαθύ και πιο αναγκαίο: το ξεπέρασμα του φόβου απ’ την παιδική αυτή παρέα· το σπάσιμο της σύμβασης, το πέρασμα στην αντεπίθεση. Η άγρια κρυφή χαρά που νιώθει ο θεατής όταν βλέπει πως οι χαρακτήρες του έργου κυνηγούν μια άλλη πραγματικότητα, την οποία εμείς δεν τολμάμε πια ούτε να την σκεφτούμε. Το σπάσιμο του γυάλινου αυτού τοίχου και το πέρασμα στην άλλη πλευρά, όπου η κατάληψη ενός άδειου σπιτιού όχι μόνο δεν είναι πράξη παράνομη, κατακριτέα, επικίνδυνη, τιμωρητέα, αλλά είναι δικαίωμα κόντρα σε έναν αγκυλωμένο παραλογισμό. Τον παραλογισμό του «καλύτερα σπίτι», όπου η επαφή με τους άλλους δεν λερώνει, δεν προβληματίζει και δεν απαιτεί, και όπου τα προβλήματα είναι πίσω απ’ το γυαλί – ή τέλος πάντων φτάνουν σ’ εμάς μέσα από αυτό. ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ
Η παράσταση «Λέλα, Τζέλα, Κόρνας και ο Κλεομένης», για ανθρώπους από 6 ετών, παίζεται κάθε Κυριακή στο Θέατρο Πορεία.
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
10 NOEMBΡΙΟΥ 2013
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
EΒΔΟΜΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ «ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΚΡΥΣΤΑΛΛΩΝ»
Ο Τύπος ως όργανο κυριαρχίας των ναζί THΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΤΣΑΜΟΥΡΑ
«Κι όμως δεν βρήκα σχεδόν τίποτα για τη συναγωγή που κάηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς […] Η εφημερίδα τυπώθηκε στις 10 Νοεμβρίου […] Μόνο ένα μικρό σημείωμα για τα γεγονότα στο Τσέλε, που μόλις και μετά βίας το έπαιρνε το μάτι σου» (Karl Dürkefälden) Το πρωί της 10ης Νοεμβρίου του 1938 ο τότε μηχανικός σε εργοστάσιο του Τσέλε, Καρλ Ντυρκεφέλντεν, που ξεφύλλιζε προσεκτικά την τοπική εφημερίδα, δεν γνώριζε βέβαια πως το αμέσως προηγούμενο βράδυ επρόκειτο να μείνει στην ευρωπαϊκή ιστορία ως μία από τις απεχθέστερες νύχτες της: η Νύχτα των Κρυστάλλων. Ή, αλλιώς, η νύχτα του μεγάλου πογκρόμ που άφησε πίσω της 1.200 κατεστραμμένες συναγωγές, 7.500 γκρεμισμένα εβραϊκά καταστήματα, πάνω από 100 νεκρούς Εβραίους και περίπου 30.000 νέους φυλακισμένους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκείνος αγόρασε την Celler Beobachter προκειμένου να ενημερωθεί περαιτέρω για την επίθεση στην εβραϊκή συναγωγή της περιοχής του, που από πρώτο χέρι ήξερε ότι έγινε. Όμως, όπως όλες οι ελεγχόμενες από τους ναζί εφημερίδες της ημέρας εκείνης, έτσι κι η Celler Beobachter αντιμετώπισε κατ’ εντολή το κρατικά οργανωμένο αυτό «έγκλημα των εγκλημάτων» ως μια ανάξια λόγου υπόθεση «διαμαρτυρόμενων πολιτών» κατατάσσοντάς το στα ψιλά των αγγελιών του: στη σελίδα 7, κάπου ανάμεσα στα ενοικιαστήρια, τα πωλητήρια και τις προσφορές εργασίας. Την ίδια στιγμή το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας πανηγύριζε την επέτειο του πρώτου (αποτυχημένου) χιτλερικού πραξικοπήματος του 1923, γνωστού και ως «πραξικοπήματος της μπιραρίας». Με κεντρικούς τίτλους Ισχυρό προσκλητήριο και Το Ράιχ μας μεγαλώνει σαν δέντρο έφτιαχνε τη δική ατζέντα, σύμφωνα με τις γκεμπελικές οδηγίες, που όριζαν: «καμία φωτογραφία» του εκτεινόμενου σε όλη τη Γερμανία πογκρόμ, «κανένα σχόλιο σε πρώτη σελίδα», γραμμή προσέγγισης «αγανακτισμένοι πολίτες». «Ο Τύπος είναι όργανο εκπαίδευσης, έτσι ώστε ένας λαός 70 εκατομμυρίων να αποκτήσει ενιαία κοσμοθεωρία» ξεκαθάριζε το 1934 ο Χίτλερ. Και, βεβαίως, ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες της εποχής, αντιλαμβάνεσαι με τι μεγάλη επιτυχία υλοποίησε το «όραμά» του για την ενημέρωση: η διαφορετικότητα, η πολυμορφία, ο πλούτος των πεδίων της είδησης και των πηγών απουσιάζουν εντελώς — η μονοθεματική προβολή των «ιδεωδών» και των πάσης φύσεως «κατορθωμάτων» του Ράιχ κυριαρχεί. Ούτε ο Χίτλερ αλλά ούτε και ο Γκέμπελς —η κεντρική φιγούρα του εθνικοσοσιαλιστικού μηχανισμού προπαγάνδαςυποτιμούσαν το ρόλο του Τύπου για την κυριαρχία του Ράιχ και τη χειραγώγηση του λαού. Το πλέον αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό
1η Ιουλίου 1932. Η συντακτική ομάδα του «Angriff» ετοιμάζει την επετειακή έκδοση για τα 5 χρόνια κυκλοφορίας της εφημερίδας του Γκέμπελς (Φωτό: Carl Weinrothers).
της προπαγανδιστικής πολιτικής του δεύτερου υπήρξαν οι γιγαντιαίες επετειακές εκδηλώσεις, οι πολυπληθείς συγκεντρώσεις και οι ενεργητικές δράσεις προπαγάνδας (με χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων, συμπεριλαμβανομένων του ραδιοφώνου και του κινηματογράφου): έτσι μονοπωλούσε τη δημοσιότητα και «αποδείκνυε» την ενθουσιώδη αποδοχή της δράσης των Εθνικοσοσιαλιστών από την πλειοψηφία του γερμανικού λαού. Εξίσου κομβικής σημασίας για τον Γκέμπελς ήταν όμως και ο έλεγχος της καθημερινής πληροφορίας που έφτανε σε κάθε μεμονωμένο πολίτη. Ο ίδιος μάλιστα, ως εκδότης της εφημερίδας Der Angriff (H Επίθεση), αποφάσισε το 1932 να τυπώνει δύο εκδόσεις ημερησίως, μία μεσημβρινή και μία βραδινή. Πρώτη κίνηση ελέγχου ήταν η απαγόρευση του αριστερού Τύπου. Στη συνέχεια, αφού σφετερίστηκε σημαντικούς δημοσιογραφικούς θεσμούς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που μετέτρεψε σε ναζιστικά «σωματεία»,
αφού επέβαλε κώδικες «ναζιστικής δεοντολογίας» προς εκδότες και δημοσιογράφους κι αφού χρησιμοποίησε όλο το ναζιστικό πακέτο παρακολουθήσεων, διώξεων, απαλλοτριώσεων και της «προληπτικής αυτολογοκρισίας» που αυτό εξασφάλιζε, σύντομα έλεγξε και όσες εφημερίδες είχαν απομείνει. Η περίπτωση όμως του Celler Beobachter και του αναγνώστη Καρλ Ντυρκεφέλντεν απ’ τη μια φανερώνει τη δυνατότητα επιρροής των ναζί μέσω του Τύπου, απ’ την άλλη όμως αναδεικνύει τα όριά της. Το επιχείρημα ότι «κανείς τότε δεν μπορούσε να ξέρει τι γινόταν» στις μέρες μας παραπέμπει περισσότερο στην ενεργοποίηση ενός συλλογικού «μηχανισμού ανακούφισης» εκ μέρους της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας, παρά σε γεγονός. Όσο συμπαγής κι αν εμφανίστηκε η γκεμπελική προπαγάνδα, ο πολίτης της ναζιστικής Γερμανίας ήταν σε μεγάλο βαθμό ικανός να ανακαλύψει ανάμεσα στις γραμμές των προπαγανδιστικών άρθρων τα ανομολόγητα: όσα υπονοούνταν αποσιωπούνταν ή κραυγαλέα απουσίαζαν. Το εύρος της ικανότητας αυτής, καθώς και τις όποιες ζώνες ελευθερίας ενδεχομένως ανακάλυπταν ή μηχανεύονταν ή από αβλεψία δημιουργούσαν εκδότες και δημοσιογράφοι, αποτέλεσε 22 Μαρτίου 1938. Λίγο μετά την «Προσάρτηση», αυστριακοί στρατιώτες διαβάζουν την Berliner Illustrierte Nachtausgabe, με την οποία αργότερα συγχωνεύθηκε η γκεμπελική Der Angriff (Φωτό: Süddeutsche Zeitung).
Το Ίδρυμα Topographie des Terrors (Τοπογραφία του Τρόμου) στεγάζεται στον ομώνυμο πλέον μαρτυρικό χώρο που υπήρξε αρχηγείο της Γκεστάπο με μυστικές φυλακές, αρχηγείο των SS και κεντρικό γραφείο της Ασφάλειας. Συμβολίζοντας το μέγεθος της ναζιστικής τρομοκρατίας, αποτελεί έναν από τους ιστορικούς χώρους του Βερολίνου με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα. Λειτουργεί ως μουσείο, εκθεσιακός χώρος και αρχείο τεκμηρίωσης. Η έκθεση στην οποία αναφέρεται το άρθρο είναι θεματική, στο πλαίσιο της κεντρικής «Τοπογραφία του Τρόμου, ο δρόμος προς τη δικτατορία», που διοργανώθηκε με αφορμή τα ογδόντα χρόνια από την ανάληψη της εξουσίας απ’ τον Χίτλερ. Τα παραθέματα του κειμένου αντλούνται από την αντίστοιχη έκδοση. βασικό ερώτημα της ομότιτλης έκθεσης του Ιδρύματος Topographie des Terrors, «Ανάμεσα στις γραμμές; Ο Τύπος ως όργανο κυριαρχίας των ναζί» (Zwischen den Zeilen? Zeitungspresse als NS-Machtinstrument) που έτρεχε μέχρι τις 20 του Οκτώβρη στο Βερολίνο, στον ιστορικό όσο και μαρτυρικό χώρο των μυστικών φυλακών και του αρχηγείου των SS, όπου σήμερα στεγάζεται το Ίδρυμα. Το πώς εκλάμβαναν οι αναγνώστες το περιεχόμενο των εφημερίδων μεθοδολογικά έχει αρκετά προβλήματα για να απαντηθεί με ασφάλεια. Σύμφωνα πάντως με τον Αντρέας Νάχαμα, διευθυντή του Topographie des Terrors, «μέσα από κουβέντες και μαρτυρίες» των ανθρώπων που έζησαν την εποχή και «μέσα από διάσπαρτες συλλογές αποκομμάτων που έφτιαχναν οι ενδιαφερόμενοι», «είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι το τότε αναγνωστικό κοινό μπορούσε «να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές» πάρα πολλά από εκείνα που βάσει των ναζιστικών απαγορεύσεων δεν έπρεπε ποτέ να ειπωθούν. Αναλογιζόμενος κανείς επιπλέον ημερολόγια ανθρώπων, όπως ο Βίκτορ Κλέμπερερ και ο Φρήντριχ Κέλλνερ, καταλήγει ότι τουλάχιστον οι κριτικοί αναγνώστες αντιστέκονταν σε μεγάλο βαθμό στο οργανωμένο ψεύδος της ναζιστικής προπαγάνδας, χτίζοντας τη δική τους εικόνα για την πραγματικότητα. Το «τότε δεν μπορούσε να ξέρεις» αμφισβητείται ευθέως και με θάρρος — τουλάχιστον από τους διοργανωτές. «Οι περισσότεροι Γερμανοί θα μπορούσαν να ξέρουν περισσότερα, αν το επιθυμούσαν» υπογραμμίζει στο σημείωμά του για την έκθεση ο Α. Νάχαμα. Για να καταλήξει με τη θλιβερή διαπίστωση-πηγή μόνιμου προβληματισμού: «Το θέμα είναι ότι δεν το επιθυμούσαν».