e11890

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ Κείμενα των: Ζύγκμουντ Μπάουμαν, Χρήστου Γραμπόβα, Τζούλια Χομπσμπάουμ, Έφης Γαζή, Μάκη Κουζέλη, Ντέιβ Ζιρίν, Ανρί Λεφέβρ

ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 766

ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ

Ευρώπη: το διαζύγιο εξουσίας και πολιτικής ΤΟΥ ΖΥΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ

Η διάγνωση για την ασθένεια που οδήγησε την Ευρωπαϊκή Ένωση στην εντατική έχει γίνει επιτυχώς: «δημοκρατικό έλλειμμα». Μάλιστα, κοντεύει να καταντήσει κοινός τόπος, αφού θεωρείται δεδομένη, και σχεδόν κανένας δεν την αμφισβητεί σοβαρά. Κάποιοι αναλυτές αποδίδουν την ασθένεια σε κάποιο εκ γενετής ελάττωμα του οργανισμού, άλλοι αναζητούν φορείς της νόσου ανάμεσα στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και αυτά που εκπροσωπούν· κάποιοι πιστεύουν ότι η νόσος έχει φτάσει στο τελικό στάδιο και κατέστη πλέον ανίατη, ενώ άλλοι διατηρούν την πεποίθηση ότι μια τολμηρή χειρουργική επέμβαση μπορεί να σώσει τον ασθενή. Ωστόσο, σχεδόν κανένας δεν αμφισβητεί τη διάγνωση. Όλοι, ή περίπου όλοι, συμφωνούν ότι οι ρίζες της ασθένειας βρίσκονται στη διάρρηξη της επικοινωνίας ανάμεσα στους πολιτικούς ιθύνοντες (εκείνους που χαράσσουν πολιτική στις Βρυξέλες και/ή τους πολιτικούς του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) που δίνουν τον ρυθμό, και στον λαό ο οποίος καλείται να χορέψει σ’ αυτά τα βήματα, χωρίς να έχει ερωτηθεί ή συναινέσει. Τουλάχιστον δεν υπάρχει έλλειμμα επιχειρημάτων για να υποστηριχθεί η διάγνωση, το «έλλειμμα δημοκρατίας» δηλαδή, στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κατάσταση της Ένωσης, χωρίς αμφιβολία, απαιτεί εντατική φροντίδα: το μέλλον της —ακόμα και η ίδια η πιθανότητα επιβίωσής της— είναι αμφίβολο. Μια τέτοια κατάσταση ονομαζόταν, από τις απαρχές της ιατρικής πρακτικής «κρίση». Ο όρος επινοήθηκε για να δηλώσει ακριβώς μια τέτοια στιγμή, στην οποία ο γιατρός είναι αναγκαίο να αποφασίσει επειγόντως σε ποιο συνδυασμό γνωστών και διαθέσιμων ιατρικών μέσων θα καταφύγει, προκειμένου να αρχίσει να αναρρώνει ο ασθενής. Όταν μιλάμε για κρίση οποιασδήποτε φύσης, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής, εκφράζουμε αφενός το αίσθημα της αβεβαιότητας, της άγνοιάς μας για την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα — και, δευτερευόντως, την ανάγκη παρέμβασης: να επιλέξουμε τα σωστά μέτρα και να αποφασίσουμε να τα εφαρμόσουμε τάχιστα. Χαρακτηρίζοντας μια κατάσταση «κρίΤο άρθρο του Zygmunt Bauman, «Εurope is trapped between power and politics», δημοσιεύθηκε στο Social Europe Journal, στις 14.5.2013. Εδώ δημοσιεύονται αποσπάσματα.

Μαξ Μπέκμαν, «Η αρπαγή της Ευρώπης», 1932

σιμη», εννοούμε ακριβώς αυτό: τον συνδυασμό της διάγνωσης και το κάλεσμα για δράση. Υπάρχει, βέβαια, μια εγγενής αντίφαση σε μια τέτοια ιδέα: σε κάθε περίπτωση, η είσοδος σε μια κατάσταση αβεβαιότητας και άγνοιας αποτελεί αρνητικό παράγοντα, όσον αφορά τη δυνατότητά μας να επιλέξουμε τα κατάλληλα μέτρα και να οδηγήσουμε τις υποθέσεις μας στην επιθυμητή κατεύθυνση. tst H παρούσα κρίση διαφέρει από τα ιστορικά προηγούμενα της, στον βαθμό που βιώνεται ως ένα διαζύγιο μεταξύ εξουσίας και πολιτικής. Συνέπεια του διαζυγίου είναι η απουσία ενός οργανισμού που να μπορεί να κάνει εκείνο το οποίο απαιτεί εξ ορισμού κάθε «κρίση»: να επιλέξει τον δρόμο και τη θεραπεία που θα ακολουθήσει. Η απουσία αυτή, όπως φαίνεται, θα συνεχίσει να λειτουργεί παραλυτικά στην αναζήτηση μιας βιώσιμης λύσης, ώστε εξουσία και πολιτική να έλθουν ξανά σε γάμο. Ωστόσο, υπό τις συνθήκες της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης το ενδεχόμενο ενός τέτοιου νέου γάμου δεν μοιάζει διόλου πιθανό στο εσωτερικό ενός κράτους, όσο μεγάλο και ισχυρό κι αν είναι αυτό. Ούτε και μέσα σε μια ένωση κρατών, αφού η εξουσία είναι ελεύθερη να εγκαταλείψει κατά βούληση και άνευ προει-

δοποιήσεως κάθε επικράτεια που την ελέγχουν πολιτικές οντότητες υπό τα φαντάσματα των μετα-βεστφαλιανών ψευδαισθήσεων. Μοιάζει τώρα να αντιμετωπίζουμε το τρομερό αλλά επιτακτικό καθήκον της ισχυροποίησης της πολιτικής και των θεσμών της σε παγκόσμιο επίπεδο. Όλες οι πιέσεις, από τις απολύτως γήινες μέχρι τις υψιπετείς φιλοσοφικές, είτε πηγάζουν από τα συμφέροντα της επιβίωσης είτε υπαγορεύονται από ηθικό καθήκον, τείνουν σήμερα προς την ίδια κατεύθυνση παρότι έχουμε προχωρήσει πολύ λίγο προς τα εκεί. Στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενός πανδοχείου στα μισά αυτού του δρόμου, τούτες οι πιέσεις μοιάζουν πιο σοβαρές και πιο οδυνηρές από ό,τι σε άλλες περιοχές του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη. Το δημοκρατικό έλλειμμα δεν αποτελεί, με κανέναν τρόπο, ζήτημα που αφορά αποκλειστικά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάθε δημοκρατικό κράτος, κάθε πολιτικό σώμα που έχει στόχο —ή διατείνεται ότι έχει— την πλήρη κυριαρχία στην επικράτειά του, εν ονόματι των πολιτών του και όχι της βούλησης ενός μακιαβελικού Ηγεμόνα ή σμιτιανού Führer, υπόκειται σήμερα σε μια διπλή δέσμευση: εκτίθεται στις πιέσεις εξωτερικών από την πολιτική δυνάμεων, αδιαπέραστων από την πο-

λιτική βούληση και τις απαιτήσεις της ιδιότητας του πολίτη, στις οποίες δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να ανταποκριθεί, λόγω του χρόνιου ελλείμματος εξουσίας. Με την εξουσία και την πολιτική να υπακούουν σε διαχωρισμένες και ανεξάρτητες μεταξύ τους ομάδες συμφερόντων, με τις κυβερνήσεις να βολοδέρνουν μεταξύ δύο πιέσεων που είναι αδύνατον να συμβιβαστούν, η εμπιστοσύνη στην ικανότητα και τη βούληση του πολιτικού κατεστημένου να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του ξεθωριάζει γρήγορα — ενώ η επικοινωνία μεταξύ των κυρίαρχων ελίτ και του πλήθους έχει διαρραγεί πλήρως. Ολοένα και περισσότερο, στις εκλογές, την ψήφο την καθορίζει η απογοήτευση για τις ελπίδες του παρελθόντος, ελπίδες που είχαν επενδυθεί στους νυν κυβερνώντες. Αυτή η απογοήτευση των εκλογέων έχει τον πρώτο λόγο, και όχι η προτίμησή τους για μια συγκεκριμένη πολιτική ή η αφοσίωσή τους σε μια ιδεολογία. Υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να αναλογιστούμε, στο οποίο πρέπει να επικεντρώσουμε τη σκέψη και τη δράση μας. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, ακούσια ή εκούσια, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σήμερα ένα εργαστήριο (αν όχι το μοναδικό, τότε σίγουρα ένα από τα πιο προηγμένα σε διεθνώς), στο οποίο σχεδιάζονται, ερευνώνται και τεστάρονται τρόποι αντιμετώπισης των αποτελεσμάτων που παράγει ο παρών διαχωρισμός εξουσίας και πολιτικής. Αυτή είναι, αναμφισβήτητα, η πιο σημαντική και αποτελεσματική εισφορά της Ευρώπης στις προοπτικές του πλανήτη· στην πραγματικότητα, στην επιβίωσή του. Το παρόν δίλημμα της Ευρώπης προδιαγράφει τις προκλήσεις που το υπόλοιπο του πλανήτη —το σύνολο του πλανήτη, όλοι οι κάτοικοί του- είναι βέβαιο ότι, αργά ή γρήγορα, θα νιώσει από πρώτο χέρι, θα αντιμετωπίσει και θα ζήσει. Οι πόνοι που νιώθουμε λοιπόν σήμερα, μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι οι ωδίνες του τοκετού που θα γεννήσει μια ανθρωπότητα η οποία θα ζει εν ειρήνη με τον εαυτό της, βγάζοντας τα κατάλληλα συμπεράσματα από τις απαιτήσεις τής —αμετάκλητα παγκοσμιοποιημένης— συνθήκης της. Αυτό που σήμερα αισθανόμαστε σαν το αφόρητα οδυνηρό σφίξιμο μιας μέγγενης μπορεί να αποδειχθεί, εκ των υστέρων, ότι ήταν ο σοβαρός αλλά παροδικός πόνος που προξενεί μια δαγκάνα που μας αρπάζει από την επικείμενη καταστροφή και μας σώζει. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΤΡ. ΜΠΟΥΛΑΛΑΚΗΣ


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

28

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Απαιτητικοί δανειστές κι ένα χρεοκοπημένο κράτος ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΡΑΜΠΟΒΑ

Το 1850 το οθωμανικό κράτος είχε βρεθεί στα πρόθυρα της διάλυσης, αφού τις εθνικές επαναστάσεις και τους πολέμους με τις Μεγάλες Δυνάμεις είχε συνοδεύσει η οικονομική καθίζηση. Το φεουδαρχικό οικονομικό σύστημα που επικρατούσε επί αιώνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια, ενώ ο καπιταλισμός δεν είχε κάνει παρά μόνο κάποια δειλά βήματα με μια αστική τάξη που τότε μόλις άρχιζε να αναπτύσσεται. Ταυτόχρονα, η Βιομηχανική Επανάσταση που λάμβανε χώρα κυρίως σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική και η συνεπακόλουθη έκρηξη του διεθνούς εμπορίου επέτειναν την ανάγκη για μεγάλες αλλαγές. Οι οθωμανικές αρχές προσπάθησαν να επιβάλουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις (γνωστές ως Τανζιμάτ, από το 1839 έως το 1876), με σκοπό τον εκμοντερνισμό της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας σε καπιταλιστική βάση.1 Εντούτοις, το οθωμανικό κράτος, προκειμένου να περάσει στις μεταρρυθμίσεις έπρεπε να λύσει άμεσα μια σειρά σημαντικών προβλημάτων, με πιο καίριο αυτό της χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, η μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών εξόδων λόγω των πολέμων, η μείωση της συνολικής φορολογητέας ύλης λόγω των ανεξαρτητοποιήσεων/αυτονομήσεων χωρών, αλλά και το απαρχαιωμένο σύστημα συλλογής φόρων, δημιουργούσαν μεγάλα ελλείμματα στους ετήσιους προϋπολογισμούς. Επί δεκαετίες η ανάγκη του οθωμανικού κράτους για χρηματοδότηση καλύπτονταν από τους «τραπεζίτες του Γαλατά», κυρίως Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους επιχειρηματίες, οι οποίοι δάνειζαν στην Υψηλή Πύλη υψηλότοκα βραχυχρόνια δάνεια.2 Η επιλογή υπέρ του εσωτερικού δανεισμού σε σχέση με τον εξωτερικό δεν είχε ως βάση τα οικονομικά κριτήρια, αλλά την –ορθή— άποψη της οθωμανικής διοίκησης πως ο διεθνής δανεισμός (ακόμα και από ιδιώτες) μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικό έλεγχο της χώρας από τους δανειστές. Ωστόσο, το 1854, ο Κριμαϊκός Πόλεμος με τη Ρωσία συνδυάστηκε με μια μεγάλη κρίση ρευστότητας και χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα να απαιτηθούν νέα κεφάλαια τα οποία μπορούσαν να εξασφαλιστούν μόνο με εξωτερικό δανεισμό. Τα πρώτα δύο δάνεια (1854 και 1855) ήρθαν με ευνοϊκούς, για την εποχή, όρους (ειδικά το δεύτερο), και με τη στήριξη της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, συμμάχων των Οθωμανών στον πόλεμο. Βέβαια, παρά τους καλούς όρους όσον αφορά τα επιτόκια και στην προμήθεια, υπήρχαν υψηλές υποθήκες που δέσμευαν τον φόρο υποτελείας της Αιγύπτου, καθώς και τους δασμούς των τελωνείων της Σμύρνης και της Συρίας.3 Τα πρώτα δάνεια έφεραν δεύτερα και τα δεύτερα τρίτα, ενώ από το 1865 και μετά όλα τα νέα δάνεια (πλην ενός, του 1870) πάρθηκαν ουσιαστικά για να αποπληρωθούν τοκοχρεολύσια. Φυσικά, κάθε νέο δάνειο είχε πιο επαχθείς όρους και μεγαλύτερες υποθήκες, σε σημείο που ο διεθνής Τύπος να συγκρίνει το οθωμανικό κράτος με πτωχευμένη οικογένεια που δί-

νει ένα ένα όλα τα αντικείμενα αξίας του σπιτιού σε ενεχυροδανειστήρια.4 Η συσσώρευση δημόσιου χρέους σε μια οικονομία που αδυνατούσε να παράγει επενδύσεις και εμπορικά πλεονάσματα για να το εξυπηρετήσει, λειτούργησε με τη μορφή χιονοστιβάδας. Το 1873 η διεθνής οικονομική κρίση έκανε τον εξωτερικό δανεισμό ακόμα πιο δύσκολο για τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα οι όροι του δανείου του 1874 να είναι εξαιρετικά τοκογλυφικοί: λόγω χαμηλού ποσοστού έκδοσης και μεγάλης προμήθειας από το δάνειο των 40 εκατομμυρίων στερλινών, η Υψηλή Πύλη έλαβε μόλις τα 17,4.5 Το 1875 κακές σοδειές και φυσικές καταστροφές μείωσαν τα έσοδα, οδηγώντας σε πλήρη αδυναμία κάλυψης των δαπανών του προϋπολογισμού, ιδιαίτερα όταν στο σύνολο των πραγματικών δαπανών οι Οθωμανοί έπρεπε να πληρώσουν άλλες τόσες σε τοκοχρεολύσια. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η οθωμανική διοίκηση αποφάσισε μονομερώς να «κουρέψει» το δημόσιο χρέος, υποσχόμενη να αποπληρώσει μέσα σε πέντε χρόνια το 50% του κεφαλαίου και των τόκων, ενώ για το άλλο 50% να χορηγήσει δεκαετή ομόλογα με χαμηλό επιτόκιο (5%). Ωστόσο, ένα τόσο μικρό κούρεμα δεν μπορούσε να κάνει βιώσιμο το χρέος, με συνέπεια τον Μάρτιο του 1876 οι οθωμανικές αρχές να κηρύξουν στάση πληρωμών.6 Αρχικά οι Οθωμανοί προσπάθησαν να καθυστερήσουν τις διαπραγματεύσεις και να έρθουν σε συμφωνίες μόνο με ορισμένες ομάδες ιδιωτών δανειστών. Εντούτοις, μετά την ήττα στο Ρωσο-Τουρκικό Πόλεμο του 1878, τη ματαίωση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και τις μεγάλες πιέσεις που τους ασκήθηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της Συνθήκης του Βερολίνου, οι Οθωμανοί προσήλθαν στις συζητήσεις και συμφώνησαν στον ορισμό μιας διεθνούς επιτροπής για τη ρύθμιση του χρέους. Το 1881 δημιουργήθηκε το Συμβούλιο για τη Διαχείριση του Οθωμανικού Δημόσιου Χρέους (ΔΟΔΧ) και ανέλαβε να φέρει εις πέ-

ρας τη Συμφωνία των Οθωμανών με τους δανειστές τους. Σύμφωνα με αυτή, το συνολικό δημόσιο χρέος (εκτός από λίγα απολύτως εγγυημένα δάνεια) ανερχόταν σε 253 εκατομμύρια λίρες Μεγάλης Βρετανίας εκ των οποίων κουρεύτηκε το 58%, με αποτέλεσμα να μείνουν 106 εκατομμύρια στερλίνες προς αποπληρωμή.7 Το μεγάλο κούρεμα ήταν ο μόνος τρόπος για να δημιουργηθεί η ελπίδα πως το οθωμανικό χρέος ήταν βιώσιμο. Ωστόσο, η Συμφωνία δεν περιορίστηκε στο κούρεμα, αλλά επιχείρησε να εξασφαλίσει σε μεγάλο βαθμό την εξυπηρέτηση από τις οθωμανικές αρχές του εναπομείναντος χρέους. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο για τη ΔΟΧΔ έγινε ο άμεσος διαχειριστής των εσόδων από τα μονοπώλια αλατιού και καπνού, από τους φόρους σε γραμματόσημα, αλκοόλ, ψάρι και μετάξι, από το φόρο υποτελείας της Βουλγαρίας, καθώς και τα έσοδα από την Ανατολική Ρωμυλία και την Κύπρο.8 Η Συμφωνία, που έγινε βάση σχεδίου έλληνα Τραπεζίτη του Γαλατά,9 είχε ως στόχο να αλλάξει το κλίμα στις τάξεις των ευρωπαίων δανειστών σχετικά με την έως πρότινος αφερεγγυότητα της Υψηλής Πύλης στην εξυπηρέτηση του χρέους. Βέβαια, το σύνολο των εσόδων που συγκέντρωνε το Συμβούλιο για τη ΔΟΔΧ ξεπερνούσε το ένα τρίτο των συνολικών εσόδων του οθωμανικού προϋπολογισμού, δημιουργώντας έτσι ένα πολύ σημαντικό δημοσιονομικό κενό.10 Στα επόμενα χρόνια η πιστοληπτική ικανότητα του Οθωμανικού κράτους βελτιώθηκε, με αποτέλεσμα να παρθούν νέα δάνεια με καλύτερους όρους, τα οποία ωστόσο κατέληγαν στην αποπληρωμή προηγούμενων χρεών και συμβολαίων με ξένες εταιρείες (σιδηροδρόμων, όπλων κ.ά.). Παράλληλα, ενώ το Συμβούλιο για τη ΔΟΔΧ δημιουργήθηκε για να εκπροσωπεί τη συγκεκριμένη ομάδα (προ του 1881) δανειστών, σταδιακά μετατράπηκε σε εκπρόσωπο όλου του ξένου κεφαλαίου στη χώρα. Συγκεκριμένα, πέρα από την παρακράτηση των συμφωνημένων εσόδων, το Συμβούλιο αναλάμβανε την είσπραξη των εγ-

γυήσεων στις συμφωνίες για άμεσες ξένες επενδύσεις (π.χ. στους σιδηρόδρομους), ενώ πίεζε για την επιβολή των όρων των ξένων επενδυτών.11 Η αφαίμαξη όλο και περισσότερων σίγουρων εσόδων από δανειστές και επενδυτές οδήγησαν σε τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία δεν μπορούσαν να καλυφθούν παρά τη βαριά φορολόγηση, ιδιαίτερα των μη-μουσουλμανικών πληθυσμών. Η οικονομική κατάρρευση δεν άργησε να έρθει. Ταυτόχρονα, οι μη μουσουλμανικοί λαοί απαιτούσαν την ελευθερία τους και οι μουσουλμάνοι θεσμικές αλλαγές, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις εποφθαλμιούσαν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της παραπαίουσας Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κλείσει την ιστορική της διαδρομή. Εντούτοις, ο φαύλος κύκλος του συνεχώς αυξανόμενου δημόσιου δανεισμού και της συνεχούς επιβολής όλο και πιο δυσβάσταχτων όρων από τους δανειστές της, επέτειναν την ήδη άσχημη κατάσταση και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο τέλος της. 1 Για μια καλή ανάλυση των μεταρρυθμίσεων και των κοινωνικών τους συνεπειών βλ. H. Inalcik, «Application of the Tanzimat and its Social Effects» (δημοσιευμένο για πρώτη φορά στο Archivum Ottomanicum, τ. 1973, σ. 97-128), Κεφάλαιο XVI (σ. 3-33), στον συλλεκτικό τόμο H. Inalcik, The Ottoman Empire: Conquest, Organization and Economy, Variorum Reprints, London, 1978. 2 S. Pamuk, «The evolution of financial institutions

in the Ottoman Empire, 1600-1914», Financial History Review, τ. 11, 1, Απρίλιος 2004, σ. 21-24. 3 S. Ozekicioglu and H. Ozekicioglu, «First borrowing period at Ottoman Empire (1854-1876): Budget policies and consequences», Business and Economic Horizons, τ. 3, 3, Οκτώβριος 2010, σ. 33. 4 M. Birdal, The political economy of the Ottoman public debt, Tauris Academic Studies, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2010, σ. 29. 5 Birdal, 2010, σ. 28. 6

Ozekicioglu and Ozekicioglu, 2010, σ. 35.

7 Birdal, 2010, σ. 54. 8 F.M. Gocek, Rise of the Bourgeoisie, Demise of the Empire: Ottoman Westernization and Social Change, Oxford University Press, Νέα Υόρκη-Οξφόρδη 1996, σ. 110. 9 Πρόκειται για τον Γεώργιο Ζαρίφη, βλ. Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού (goo.gl/GbC2Iu). 10 S. Pamuk, 2004, σ. 27.

Κωνσταντινούπολη, 19ος αιώνας. Επιστολικό δελτάριο

11 Birdal, 2010, σ. 92.



Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

30

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

EΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝ O πατέρας μου

Οι εποχές του Έρικ Χομπσμπάουμ

ΤΗΣ ΤΖΟΥΛΙΑ ΧΟΜΠΣΜΠΑΟΥΜ

Ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος ξέροντας ότι θα καταλήξει στο Νεκροταφείο του Χαϊγκέιτ (λίγα μέτρα πέρα από τον τάφο του Μαρξ). Η ανατολική πτέρυγα του κοιμητηρίου είναι γεμάτη εικονοκλάστες διανοούμενους. Για κάποιον που πέρασε κάθε μέρα της ζωής του διαβάζοντας τόσα πολλά και τόσο διαφορετικά πράγματα (αγαπούσε την ποίηση του Γ. Χ. Ώντεν και τα μυθιστορήματα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή του Κάρλος Φουέντες εξίσου με την πολιτική οικονομία) κάναμε τη σκέψη ότι ήταν ταιριαστό να αναπαυθεί ανάμεσα σε συγγραφείς και αγωνιστές με τους οποίους είτε έκανε όντως παρέα όσο ζούσε είτε ευχαρίστως θα έκανε αν τους είχε γνωρίσει. Οι βραδινές μαζώξεις που οργάνωναν οι γονείς μου στο σπίτι μας στο Χάμπστεντ είχαν αφήσει εποχή: τα Χριστούγεννα της δεκαετίας του 1970 τα μοιραζόμασταν πάντα με ακαδημαϊκούς απ’ όλο τον κόσμο, οι οποίοι, όπως έλεγε η μητέρα μου, «δεν είχαν πού αλλού να πάνε μέχρι να ξανανοίξει το Βρετανικό Μουσείο». Τα επόμενα χρόνια οι γονείς μου οργάνωναν ετήσια μεσημεριανά πάρτυ στο όμορφο εξοχικό τους στο Μπρέκον Μπίκονς κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ του Χέι,1 στο οποίο ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος, για τους περαστικούς από κει συγγραφείς που ήταν και παλιοί τους φίλοι: τον Αμάρτυα Σεν και την Έμμα Ρόθτσιλντ, την Κλαιρ Τόμαλιν και τον Μάικλ Φρέιν, τον αξέχαστο Σερ Τζων Μάντοξ και τη σύζυγό του, συγγραφέα Μπρέντα Μάντοξ. Και τον Τομ Στόπαρντ ο οποίος, απ’ ό,τι φαίνεται, βάσισε στον πατέρα μου τον χαρακτήρα τού κομμουνιστή καθηγητή του Κέμπριτζ, στο θεατρικό του έργο Ροκ εν Ρολ.2 Μια από τις αγαπημένες ιστορίες της μητέρας μου, που μου έχει διηγηθεί πάμπολλες φορές, είναι ότι όταν γεννήθηκα, το 1964, είπε στη νοσηλεύτρια, για να φωνάξει τον πατέρα μου: «Θα βγεις στο διάδρομο και θα ψάξεις να βρεις έναν κύριο που δεν πηγαινοέρχεται νευρικά πάνω-κάτω, αλλά θα κάθεται και διαβάζει». Μέχρι κι έναν τηλεφωνικό κατάλογο διάβασε κάποτε σ’ ένα ξενοδοχείο στη Σεβίλλη, αντί για τη Βίβλο, κι έφτασε μέχρι το «Η». Κατά βάθος, ήταν ανθρωπολόγος. Το μυαλό του το έτρεφε εκείνο το γνώρισμα που ευχόταν, όπως μου έλεγε, να χαρακτηρίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τα εγγόνια του: η περιέργεια. [Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του] ένιωθε τρυφερότητα για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες του νοσοκομείου. Μας τους σύστηνε με θαυμασμό όταν τον επισκεπτόμασταν: κατάγονταν από τις Φιλιππίνες ή τη Νιγηρία, είχανε διδακτορικά. Νομίζω ότι έβλεπε στις γυναίκες και τους άντρες αυτούς εκείνο το οποίο εκτιμούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο, καθώς κι ο ίδιος είχε ξεκινήσει φτωχός και ανέβηκε κοινωνικά με σκληρή δουλειά, με την περιέργειά του και με την ικανότητά του για μάθηση. Νομίζω επίσης ότι του θύμιζαν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες που είχε αγαπήσει στα εξήντα πέντε χρόνια της θητείας του στο Κολλέγιο Μπέρμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, το οποίο ειδικεύεται σε βραδινά προγράμματα σπουδών για εργαζόμενους φοιτητές. Αυτό που έβλεπε στο προσωπικό του νοσοκομείου ήταν η ζωή του μετανάστη, του εμιγκρέ, του φοιτητή, όλων όσων καταφέρνουν να ανασύρουν τον εαυτό τους από το τέλμα της απελπισίας μέσω της εκπαίδευσης. Οι νοσηλευτές κι οι νοσηλεύτριες της πτέρυγας και οι βοηθοί του το ανταπέδιδαν, πλησιάζοντας στο κρεβάτι για να τον χαιρετήσουν με χαμόγελο («Γεια σας, κύριε καθηγητά!»), και κάνοντας το καλύτερο όταν τον άλλαζαν ή τον σήκωναν από το κρεβάτι. Σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού στο Χάμπστεντ υπήρχε από ένα τραπέζι σκεπασμένο με βιβλία κάθε μεγέθους και είδους, χειρόγραφα και χαρτιά, τα οποία ο πατέρας μου μονίμως ψαχούλευε. Συνεχώς, μέχρι το τέλος, έγραφε κάτι καινούριο ή βελτίωνε κάτι παλιότερο. Παρότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει e-mail και να σερφάρει στο ίντερνετ, ήταν άνθρωπος του βιβλίου. Ακόμα προσπαθούμε να βάλουμε τα βιβλία του σε μια σειρά. Όταν πέθανε, άρχισα να ξεδιαλέγω τα βιβλία που μου είχε δώσει σ’ όλη

ΤΗΣ ΕΦΗΣ ΓΑΖΗ

Με την κόρη του Τζούλια, τη μέρα του γάμου της

μου τη ζωή: μια συλλογή ποιημάτων του Μπέρτολτ Μπρεχτ, ένα μυθιστόρημα του Γιόσεφ Σκβορέτσκι, μια ιστορία του «ευρωπαϊκού κόσμου» και μια έκδοση της προ-γκλάσνοστ περιόδου, του 1983: Μόσχα, Λένινγκραντ, Κίεβο: ένας Οδηγός των εκδόσεων Progress. Σε πολλά από αυτά βρήκα ένα γλυκό καφετί ex libris που μου είχε δώσει, με το σχέδιο μιας μικρής καφέ κουκουβάγιας. Ίσως να θεωρούσε πως όλοι μπορούσαν να γίνουν σοφοί όπως αυτός. Μα αυτό ήταν μια υπερβολική απαίτηση, ειδικά για ένα παιδί — και βέβαια προτιμούσα σαφώς τα βιβλία της Ένιντ Μπλάιτον3 παρά τα βιβλία που μου χάριζε εκείνος. Όταν ήμουν εννιά ετών, μου έδωσε ένα απίστευτα δύσκολο ακαδημαϊκό βιβλίο: μου αγόρασε τη Μαρία Θηρεσία του Κ. A. Roider, όταν αποφάσισε πως η εν λόγω αυτοκράτειρα θα ήταν τέλεια για τη σχολική μου εργασία με θέμα «Σημαντικές γυναίκες της Ιστορίας». Είχε εκδοθεί από τον Prentice Hall4 στη σειρά «Βιογραφίες Σημαντικών Ανθρώπων»: καμία σχέση με τα βιβλιαράκια του Puffin.5 Καθώς κρατώ το καλοπροαίρετο αυτό δώρο στα ενήλικα πια χέρια μου, θυμάμαι με ανατριχιαστική ακρίβεια το πόσο ηλίθια και άχρηστη ένιωσα τότε. Δεν ήταν το είδος του γονιού που ταΐζει με το ζόρι τα παιδιά του με Μεγάλα Έργα: μας διάβαζε όλους τους Τεν Τεν ας πούμε και, όταν έκανε τον κάπτεν Χάντοκ φωνάζοντας «Μα τις χίλιες μέδουσες!» φαινόταν να το διασκεδάζει τουλάχιστον όσο κι εμείς που τον ακούγαμε. Ωστόσο, νομίζω ότι ξεχνούσε πολλές φορές πως δεν ήμασταν τίποτα υψηλόφρονες λόγιοι, αλλά συνηθισμένα παιδιά. Στα λίγα λόγια που είπε ο αδελφός μου ο Άντυ στην κηδεία του μπαμπά, θύμισε πόσο ντρεπόμασταν, σαν παιδιά, όταν «όλοι οι φίλοι μας είχαν αθλητικούς, όμορφους, καλοντυμένους νεαρούς μπαμπάδες, ενώ ο δικός μας δρασκέλιζε το κατώφλι της αίθουσας συγκεντρώσεων, ζωντανό αρχέτυπο αφηρημένου καθηγητή, με αραιά γκρίζα μαλλιά, χοντρά γυαλιά και το ακαδημαϊκό του σακίδιο κρεμασμένο στην πλάτη». Τη μέρα του γάμου μου με συνόδευσε στο ληξιαρχείο του Μέριλμποουν, κρατώντας ιπποτικά την ομπρέλα του για να με προστατεύσει από τη λονδρέζικη βροχή. Εγώ φορούσα μπλε οργάντζα, πράσινο ιριδίζον μετάξι κι ένα κόσμημα της μητέρας μου. Εκείνος φορούσε ένα κοστούμι, κρυμμένο κάτω από το καθημερινό του αδιάβροχο, και το σακίδιό του, το οποίο εννοείται ότι περιείχε κάτι για διάβασμα. Τον σκέφτομαι πάλι, τώρα, μια ψηλή φιγούρα που περπατούσε δρασκελίζοντας τον δρόμο με τα μαλακά καφέ παπούτσια του και τη γραβάτα του να χοροπηδάει, να μιλά κουνώντας τα χέρια του, ικανός να προκαλέσει αφόρητη ένταση και δυνατά γέλια σε μία και μόνη συζήτηση. Τον σκέφτομαι, αυτόν και τα βιβλία του: ήταν έτοιμος για όλα, σίγουρος ότι υπάρχει πάντα, κάθε λεπτό, κάτι ενδιαφέρον να ανακαλύψει.

Στο τρίτο κεφάλαιο της Εποχής του Κεφαλαίου, με τίτλο «Η ενοποίηση του κόσμου», ο Έρικ Χομπσμπάουμ αναφέρεται στην ανάπτυξη των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας της εποχής (σιδηρόδρομοι, ατμόπλοια, τηλέγραφος κτλ.) και δίνει ένα γλαφυρό παράδειγμα της «μείωσης του χρόνου» στον ύστερο 19ο αιώνα, περιγράφοντας τα ταξίδια του Φιλέα Φογκ: «Ως το 1872, τα μέσα αυτά είχαν ήδη πραγματοποιήσει τον θρίαμβο που εξιστορούσε ο Ιούλιος Βερν: τη δυνατότητα να κάνει κανείς το γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, ακόμα και με τις διάφορες αναποδιές που παραμόνευαν τον αδάμαστο Φιλέα Φογκ. Ας θυμηθούμε τη διαδρομή αυτού του φλεγματικού ταξιδιώτη: διέσχισε με σιδηρόδρομο και πορθμείο την Ευρώπη από το Λονδίνο ως το Μπρίντιζι, και εκεί πήρε το πλoίο και πέρασε τη διώρυγα του Σουέζ, που είχε εγκαινιασθεί πρόσφατα (όλα αυτά μέσα σε επτά ημέρες). Το ταξίδι από το Σουέζ στη Βομβάη με το πλοίο επρόκειτο να διαρκέσει 13 μέρες. Το σιδηροδρομικό ταξίδι από τη Βομβάη στην Καλκούτα θα του έπαιρνε 3 μέρες». Ο ιστορικός συνεχίζει την αφήγηση των ταξιδιών του Φιλέα Φογκ: Χονγκ Κονγκ, Γιοκοχάμα, Σαν Φρανσίσκο με πλοία και τρένα σε μια διαδρομή που πήρε σαράντα μια μέρες, άλλες επτά μέρες μέχρι τη Νέα Υόρκη, και μετά Λίβερπουλ και Λονδίνο. Και διερωτάται: «Πόσο καιρό θα ήθελε ο Φιλέας Φογκ για ένα τέτοιο ταξίδι το 1848»; Με παιδικό σχεδόν πείσμα και περιέργεια, υπολογίζει μέρες, αναφέρεται στις ταχύτητες των ιστιοφόρων, στις πιθανές θαλάσσιες διαδρομές, καταλήγοντας: «Ο περίπλους της υδρογείου το 1848 δεν θα απαιτούσε λιγότερο από έντεκα μήνες, δηλαδή τέσσερις φορές περισσότερο απ’ όσο χρειάστηκε ο Φιλέας Φογκ». Η ιστορία του Φιλέα Φογκ, ένα σύντομο επεισόδιο μέσα στο εκτενές και συναρπαστικό έργο του Ε.Χ., αποτυπώνει ορισμένα υπόγεια ρεύματα που συναντήθηκαν στον ποταμό της ιστοριογραφίας του. Κεντρική θέση σ’ αυτό κατέχει η έννοια της «εποχής» (age) — όχι του αιώνα ή της περιόδου ή του πολιτικο-κοινωνικού σχηματισμού, παρά μόνο σε ένα δεύτερο επίπεδο, εκείνο της γενικής διαιρετικής. Η «εποχή» αποτελεί το βασικό πλαίσιο αναφοράς μιας μνημειώδους σύνθεσης της ιστορίας του νεότερου και σύγχρονου κόσμου. Σε αυτή τη σύνθεση, η ευρωπαϊκή ιστορία γίνεται κατανοητή «όχι ως το άθροισμα των ιστοριών», αλλά κυρίως μέσω της διαντίδρασης τόπων και χρόνων. Οι οφειλές αυτής της ετερολογικής οπτικής της ιστορίας στην εβραϊκότητα μένει να διερευνηθούν. «Αν και δεν ανήκαμε, ξέραμε και δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από το γεγονός ότι είμαστε Εβραίοι», γράφει στην αυτοβιογραφία του, υπογραμμίζοντας ότι γι’ αυτόν «Εβραίος σημαίνει διασπορά». Αμφισβητώντας τα «φυσικά όρια» του χρόνου και του χώρου, ο Ε.Χ. αναδεικνύει πώς διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Το κείμενο της Julia Hobsbawm με τίτλο «Remembering Dad» δημοσιεύθηκε στους «Financial Times» στις 19.4.2013. Εδώ δημοσιεύονται αποσπάσματα.

Πορτραίτο του Έρικ Χομπσμπάουμ, από τον Peter de Francia, 1955


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

35

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΑΤΟ ΤΟΥ EΡΙΚ ΧΟΜΠΣΜΠΑΟΥΜ

Έρικ Χομπσμπάουμ, δεκαετία του 1970

διαδικασίες και νοητικά σχήματα συνδημιούργησαν τον κόσμο του 19ου και του 20ού αιώνα. Για να το επιτύχει, μεταβάλλει διαρκώς τις κλίμακες της παρατήρησης, αναιρώντας κάθε ουσιοκρατική εννοιολόγηση του χωροχρονικού άξονα στην ιστορία. Στο «καθεστώς της εποχής» του Ε.Χ. ενεργοποιούνται διαφορετικά στρώματα ιστορικής εμπειρίας που συνδιαμορφώνουν ό,τι ο Ζακ Ρεβέλ αποκαλούσε «παίγνια της κλίμακας» ή «μεταβαλλόμενες κλίμακες» (jeux d’ echelles). Πώς λειτουργούν οι «εποχές» ως «μεταβαλλόμενες κλίμακες» στο έργο του Ε.Χ.; Είναι σημαντική η ταλάντωση ανάμεσα σε ένα μεγάλο ερμηνευτικό σχήμα και στις πολλαπλότητες των «ποικιλιών της ανθρώπινης κοινωνικής εμπειρίας», όπως έλεγε ο ίδιος. Παρήγαγε μεγάλες, καλογραμμένες, συνθετικές, προσιτές στον μέσο καλλιεργημένο αναγνώστη αφηγήσεις. Αυτές οι μεγάλες συνθέσεις είναι κατοικημένες από μυριάδες «μικρές ιστορίες» οι οποίες δεν έχουν χαρακτήρα ανεκδοτολογικού υλικού. Αντίθετα, αναδεικνύουν την εικόνα της «εποχής» στο νοητικό σύμπαν των ιστορικών υποκειμένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κεφάλαιο «Στην οικονομική άβυσσο» από την Εποχή των Άκρων. Στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης ξεπροβάλλουν ολοζώντανες οι μορφές των ανθρώπων όταν ο Ε.Χ. σημειώνει, για παράδειγμα: «Στον παππού μου, που η ασφάλεια ζωής του ωρίμασε κατά τη διάρκεια του αυστριακού πληθωρισμού, άρεσε να διηγείται την ιστορία ότι πήρε ένα τεράστιο ποσό σε υποτιμημένο νόμισμα, για να ανακαλύψει ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει μ’ αυτό ήταν να πιεί ένα ποτό στο καφενείο όπου σύχναζε». Στο δοκίμιο του «Από την κοινωνική ιστορία στην ιστορία της κοινωνίας» (1971), αναμετράται με τη σύνθετη φύση της κλίμακας στη μελέτη των «εποχών» του και σημειώνει αναφερόμενος στις κοινωνικές συγκρούσεις: «Πόσο λιγότερες θα ήταν οι γνώσεις μας για τις ιδέες εκείνων που συνήθως δεν εκφράζονται δημόσια ή γραπτά αν δεν είχαμε αυτή την εξαιρετική έκφραση του ανέκφραστου, που είναι τόσο χαρακτηριστική των επαναστατικών περιόδων, και την οποία μαρτυρούν τα βουνά από φυλλάδια, επιστολές, άρθρα και λόγους, για να μην αναφέρουμε τον όγκο των αστυνομικών αναφορών, των καταθέσεων σε δικαστήρια και των ανακρίσεων; […] δεν μιλάμε απλώς για κομμάτια χρόνου που ξεχωρίζουν από ένα συνεχές ανάπτυξης και εξέλιξης, αλλά για σύντομες περιόδους κατά τη διάρκεια των οποί-

ων η κοινωνία […] μεταμορφώνεται». Αξίζει να διερευνήσουμε τους συνδετικούς κρίκους των εποχών του Ε.Χ. Ειδικά στη μεγάλη τριλογία του (και λιγότερο στην Εποχή των Άκρων), τα εισαγωγικά κεφάλαια ταξιδεύουν πίσω στους προηγούμενους τόμους και επαναφέρουν τις θεματικές στο πλαίσιο των επόμενων εποχών: επαναστάσεις, εθνικισμοί, αποικιοκρατικές πολιτικές ξανακαρφιτσώνονται στον χρόνο, εξερχόμενες από τις οριοθετήσεις τόσο της στενής χρονολογικής αλληλουχίας όσο και της συμβατικής περιοδολόγησης. Έχει πολλές φορές ειπωθεί ότι η ανάλυση του Χομπσμπάουμ εστιάζεται στην έννοια του μετασχηματισμού. Ωστόσο, έχει σημασία να αναφερθεί ότι ο ιστορικός ενδιαφέρεται κυρίως για «το κοινωνικό περιεχόμενο του οικονομικού μετασχηματισμού». Η ένταση ανάμεσα στο παλιό και το νέο, ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, οι μυριάδες τρόποι με τους οποίους θεσμίζονται αμοιβαία οι δύο κατηγορίες βρίσκονται στο κέντρο του ενδιαφέροντός του. Στην Επινόηση της παράδοσης, κλασικό και ακόμη επίκαιρο έργο, χαρτογραφεί τις διαδικασίες θέσμισης της παράδοσης εντός των νεωτερικών πλαισίων, ορίζοντας τις παραδόσεις όχι μέσα στο δίπολο παράδοση/νεωτερικότητα αλλά ως «αποκρίσεις σε καινούριες καταστάσεις που παραπέμπουν σε παλιές καταστάσεις ή που καθιερώνουν το δικό τους παρελθόν». Ας σκεφτούμε πώς προσέγγισε φαινόμενα όπως ο λουδιτισμός στη σημαντική μελέτη του «Οι καταστροφείς των μηχανών» (1952). Στράφηκε στα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα, εγκατέλειψε ολότελα τις διαδεδομένες πεποιθήσεις για τις ανορθολογικές και τεχνοφοβικές συμπεριφορές «παραδοσιακά» σκεπτόμενων εργατών, απομυστικοποίησε τις συγκεκριμένες πρακτικές εγγράφοντάς τις στο πεδίο της διαπραγμάτευσης για την εργασία στο πλαίσιο μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Οι εποχές, τέλος, του Ε.Χ. δεν ταυτίζουν τον χρόνο με τη χρονολόγηση, ούτε αποκλειστικά την ιστορία με το παρελθόν. Είναι γνωστό ότι υπήρξε ένας ιστορικός εξαιρετικά ευαίσθητος απέναντι στην περίπλοκη σχέση παρελθόντος και παρόντος. Ωστόσο, αξίζει να σταθούμε στη σημασία που απέδιδε στο μέλλον. «Υπάρχουν τεχνικοί λόγοι για να βλέπουμε διαφορετικά το παρελθόν και το μέλλον», επεσήμανε στο δοκίμιό του «Κοιτάζοντας μπροστά: Ιστορία και μέλλον» (1981). «Η ιστορία δεν μπορεί να ξεφύγει από το μέλλον, γιατί δεν υπάρχει κάποια διαχωριστική γραμμή που να χωρίζει μεταξύ τους αυτά τα δύο».

Για τον Ε.Χ., η πρόβλεψη ήταν «εφικτή, επιθυμητή και αναγκαία», παρά το γεγονός ότι «όσοι έχουμε κάνει προβλέψεις, έχουμε φάει κατάμουτρα αποτυχίες», όπως έλεγε. Για να μην επικαλεστώ τα γνωστά παραδείγματα αποτυχημένων πολιτικών προβλέψεων, αναφέρω ότι τη δεκαετία του 1960, ο Χομπσμπάουμ (με το ψευδώνυμό του ως μουσικοκριτικός, Φράνσις Νιούτον) προέβλεψε ότι σε είκοσι χρόνια κανένας δεν θα θυμόταν τους Beatles… Ωστόσο, ανοίγοντας την πόρτα στο μέλλον, οι εποχές του Ε.Χ. δημιουργούν μια εντελώς διαφορετική αίσθηση της κλίμακας. Το 1990 έγραψε στο περιοδικό Marxism Today ένα σύντομο κείμενο με τίτλο «Αντίο σε όλα αυτά», όπου σημείωνε: «Όσοι πιστεύαμε ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν μια πόρτα στο μέλλον της παγκόσμιας ιστορίας, κάναμε λάθος». Δεν φαινόταν όμως διατεθειμένος να παραχωρήσει το μέλλον στους προφήτες του «τέλους της ιστορίας». Διερωτώμενος «ποιος δεν έχει μέλλον σε έναν κόσμο όπου οι ισχυροί δεν φοβούνται», ο Ε.Χ. προέβη σε μια χαρτογράφηση της αυγής του 21ου αιώνα, διαβλέποντας τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την άνοδο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και την οικολογική κρίση. Σε μια ενδιαφέρουσα βιβλιοκριτική του για την Εποχή των Άκρων (The New Republic, 1995), ο Αμερικανός ιστορικός Γιουτζίν Τζενοβέζε υποστήριξε ότι η ιστοριογραφία του Ε. Χ., εκτός των μαρξιστικών καταβολών για τις οποίες έχουν γραφεί πολλά και σημαντικά, περιλαμβάνει οφειλές σε στοχαστές προερχόμενους από αντίπαλες παραδόσεις, όπως ο Γιόζεφ Σουμπέτερ, ο Βιλφρέντο Παρέτο και o εβραϊκής καταγωγής, γεννημένος στην Ουγγαρία, ιστορικός που σταδιοδρόμησε στις ΗΠΑ, Τζων Λούκατς. Βρισκόμαστε στην αρχή μιας σε βάθος ενασχόλησης με το έργο, τις φάσεις και τις εποχές του Ε.Χ. – για να σκεφτούμε την ιστορία μαζί αλλά και μετά τον Ε.Χ. Έχει σημασία όμως να αναδείξουμε, έστω εν μέρει, τον σύνθετο χαρακτήρα του εγχειρήματος ενός ιστορικού που κυρίως τα τελευταία χρόνια της ζωής του βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά επιστημονικής και πολιτικής κριτικής, προερχόμενα τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά. Σε μια εποχή επιδερμικής θριαμβολογίας από τη μια και «αριστερής μελαγχολίας» από την άλλη, όπως η δεκαετία του 1990, σημείωνε πως «τίποτα δεν μπορεί να οξύνει τη σκέψη του ιστορικού όσο η ήττα». Ίσως όχι μόνο του ιστορικού, μπορούμε να προσθέσουμε, συλλογιζόμενοι αυτόν τον «φλεγματικό ταξιδιώτη Φιλέα Φογκ» των νεότερων και σύγχρονων εποχών μέσα από τους στίχους που ο ίδιος διάλεξε για τους Θρυμματισμένους Καιρούς του. Ανήκουν στο πολύσημο ποίημα του Μάθιου Άρνολντ, «Η παραλία του Ντόβερ». Στον δραματικό του μονόλογο, ο αφηγητής ατενίζει τις ακτές του Ντόβερ, αναπολώντας τον καιρό που κολυμπούσε στη «θάλασσα της πίστης» και καταλήγει: «Και είμαστε εδώ σαν πάνω σε σκοτεινή πεδιάδα Ανάστατοι από μπερδεμένα σήματα για μάχη ή για φυγή Όπου τυφλοί στρατοί συγκρούονται τη νύχτα».

Η Έφη Γαζή διδάσκει νεότερη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Το άρθρο βασίζεται στην εισήγησή της στην ημερίδα «Eric Hobsbawm, 1917-2012. Ένας χρόνος μετά», που οργάνωσαν οι εκδόσεις Θεμέλιο, 8.11.2013. 1 Το περίφημο Hay Festival ξεκίνησε το 1988 ως φεστιβάλ λογοτεχνίας, ενώ τα επόμενα περιέλαβε και συναυλίες, κινηματογραφικές προβολές κ.ά. Λαμβάνει χώρα κάθε καλοκαίρι στην ουαλική πόλη Hay-on-Wye, βόρεια του Κάρντιφ. (Σ.τ.Μ.) . 2 Το Rock ’n’ Roll (2006) ξεκινά από τη σχέση που αναπτύσσεται, μετά

την Άνοιξη της Πράγας, ανάμεσα σε έναν νεαρό Τσέχο υποψήφιο διδάκτορα του Κέμπριτζ, που αγαπά το ροκ και αποστρέφεται το σοσιαλιστικό καθεστώς της πατρίδας του, και στον μαρξιστή καθηγητή του, που εξακολουθεί να πιστεύει στον υπαρκτό σοσιαλισμό. (Σ.τ.Μ.) 3 Enid Blyton (1897-1968): Αγγλίδα συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Η

διασημότερη σειρά βιβλίων της ήταν Τα Πέντε Λαγωνικά. (Σ.τ.Μ.) 4 Αμερικανικός οίκος που ειδικεύεται στα εκπαιδευτικά βιβλία. (ΣτΜ) 5 Βρετανικός οίκος παιδικών και εικονογραφημένων βιβλίων. (ΣτΜ)


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

36

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Αυταρχικές απολήξεις του αντιαυταρχικού ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΟΥΖΕΛΗ

Στο ερώτημα «τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο μας», η απάντησή μου, άχαρα διατυπωμένη, θα ήταν ότι δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες, αν πολίτης είναι το αναγνωρισμένο ως τέτοιο υποκείμενο των διαδικασιών που διαμορφώνουν την πολιτική ύπαρξη της κοινωνίας. Δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες, γιατί δεν εξασφαλίζει τις μορφωτικές προϋποθέσεις συγκρότησης αυτού του υποκειμένου. Δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες γιατί δεν καλλιεργεί κρίση, διαλεκτική, αναστοχασμό, γιατί δεν δίνει ουσιαστικό περιεχόμενο στη συμμετοχή, στην αμοιβαία δέσμευση, την ευθύνη, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη, γιατί ο τρόπος οργάνωσής του δεν είναι συμβατός με την αρχή της αυτονομίας.

Το «θεωρητικό πλαίσιο» Η νεωτερική μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, ο καπιταλισμός, αποφεύγει πάντα — και πάντα στο όριο της αυτοαναίρεσής του— να δώσει πλήρη υπόσταση στον λαό, στον λαό που απαιτεί, έστω και ως νομιμοποιητικό μύθο, το κοινωνικό συμβόλαιο. Εδώ έγκειται άλλωστε η αντιφατική σχέση αυτής της μορφής κοινωνικής οργάνωσης με την πολιτική της προϋπόθεση, τη δημοκρατία. Ο λαός στο προσκήνιο, ο λαός κάτοχος της πολιτικής εξουσίας, μόνο ως χειραγωγούμενη μάζα μπορεί να γίνει ανεκτός. Αναγκασμένη να αρνείται την πλήρη συγκρότηση του λαού σε κυρίαρχο, η νεωτερική κοινωνία αποκλείει και την άλλη, την ατομική μορφή ύπαρξής του: τον πολίτη. Σήμερα, άλλωστε, έχουν αρθεί ή συστηματικά συρρικνωθεί οι υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις άσκησης της ιδιότητας του πολίτη. Έχει αδρανοποιηθεί ο δημόσιος χώρος, που αποτελεί απαραίτητο όρο πραγμάτωσής της. Ψευδο-δημοσιότητα έχει απομείνει, αλλά κι αυτός ακόμα ο υποτυπώδης δημόσιος χώρος όχι μόνο ιδιωτικοποιείται μα και υπάγεται σε πειθαρχικές ρυθμίσεις πολιτισμικής ολοκλήρωσης. Αν όμως δεν υπάρχουν οι όροι για την άρθρωση της κατά Καντ στοιχειώδους ελευθερίας, που αποτελεί τον όρο ύπαρξης του διαφωτισμού, δηλαδή της δημόσιας χρήσης του λόγου, της λογικής δύναμης, τότε δεν υφίσταται και η προϋπόθεση συγκρότησης του κοινωνικού υποκειμένου πολίτης. Πώς να διαμορφώσει, να μορφώσει επομένως τέτοια υποκείμενα το σχολείο; Πώς να καλλιεργήσει τη λογική και κριτική δύναμη όταν αυτή, για να ασκηθεί και επομένως να υπάρξει στην κοινωνία, απαιτεί συνθήκες που ποτέ δεν πληρούνται; Πώς να διδάξει τη συμμετοχή στην εξουσία, στον κυρίαρχο, όταν η ενεργοποίησή της συστηματικά αναστέλλεται, όταν συμμόρφωση και ετερονομία αποτελούν όρους κοινωνικής επιβίωσης της ατομικότητας;

Ο Μάκης Κουζέλης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. To άρθρο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή εισήγησης στο Κρίση-μο Σεμινάριο «Τι πολίτες φτιάχνει το σχολείο μας;», που οργάνωσε η Πρωτοβουλία για την υπεράσπιση της Κοινωνίας και της Δημοκρατίας (Αθήνα, 15.10.2013).

Πωλ Σεζάν, «Λουόμενοι», 1906

Πολίτης, μας λέει ήδη ο Ρουσσώ, είναι η εξατομικευμένη μορφή ύπαρξης του πολιτικού υποκειμένου λαός· και πρέπει διευκρινιστικά να προσθέσουμε αυτό που υπονοείται: σε καθεστώς δημοκρατίας. Αν επομένως μιλάμε για τη συγκρότηση πολιτών από το σχολείο, αναφερόμαστε σε ιδιότητες δημοκρατικές, σε πτυχές ενός ανθρωπολογικού τύπου που ακριβώς προσδιορίζεται από τη δημοκρατική του μορφή. Αναφερόμαστε δηλαδή σε ό,τι χαρακτηρολογικά εγκαθίσταται στον αντίποδα του αυταρχικού — για να χρησιμοποιήσω ένα ζεύγος προερχόμενο από οικεία θεωρητική παράδοση. Υποστηρίζοντας ότι το σχολείο μας δεν φτιάχνει πλήρεις πολίτες εννοούσα πως δεν καλλιεργεί στον απαιτούμενο βαθμό δημοκρατικές ιδιότητες, πως επιβεβαιώνει και καθιστά κανονικότητα τον περιρρέοντα αυταρχισμό, πως μορφώνει προσωπικότητες ευάλωτες στην πίεση των δεδομένων, του «έτσι έχουν τα πράγματα».

Η αυταρχική λειτουργία του αντιαυταρχικού σχολείου Τι κάνει, λοιπόν, το σχολείο ώστε να μη διαμορφώνει υποκείμενα ικανά να δράσουν ως πολίτες; Αρχίζω με την αναγκαία απόρριψη της συνήθους παρερμηνείας: αν το σημερινό ελληνικό σχολείο φτιάχνει προσωπικότητες επιρρεπείς στον αυταρχισμό και σε εκδοχές ακραίου εθνοκεντρισμού, αυτό δεν οφείλεται στον αυταρχικό χαρακτήρα της παρεχόμενης αγωγής. Το σχολείο είναι, τόσο ως προς τον χαρακτήρα του μορφωτικού του προϊόντος όσο και ως προς τις κοινωνικές επιταγές που εγγράφονται στο εσωτερικό του, αυταρχικό, δίχως να χρησιμοποιεί ενεργά αυταρχικές μεθόδους — ακριβέστερα, προσδιορίζεται από μια παιδαγωγική της μη δεσμευτικότητας που θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί και αντιαυταρχική. Το σχολείο, σε σχέση με τον αυταρχισμό, λιγότερο κάνει κάτι και περισσότερο απέχει από κάτι που θα έπρεπε να κάνει. Απέχει από τον ρόλο που του αποδίδεται κοινωνικά, να καλύψει δηλαδή το κενό της γονεϊκής αυθεν-

τίας, το κενό που επέβαλε η ριζική μεταβολή, ας την πούμε «εκσυγχρονισμό», της ελληνικής οικογένειας. Και απέχει διπλά, γιατί αφαίρεσε από τους μαθητές και την εμβληματική μορφή του δασκάλου. Με εξαιρέσεις βεβαίως, βιογραφικά πολύτιμες και ατομικά αποφασιστικές, ο σημερινός εκπαιδευτικός δεν οικοδομεί σχέσεις αυθεντίας με τους μαθητές του, σχέσεις δηλαδή έλλογα αναγνωρισμένης και επομένως αποδεκτής εξάρτησης, δεν εκπροσωπεί γι’ αυτούς μια υπέρτερη αυθεντία του σχολείου, της εκπαίδευσης ή της γνώσης. Ξέρουμε, από τις πιο μελανές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, πόσο εύκολα η απουσία προσώπων με τα οποία μπορούν οι νέοι να συνδεθούν αυθεντικά αναπληρώνεται με την προβολική αναγνώριση δήθεν αυθεντιών, με την υπαγωγή σε φορείς απόλυτης εξουσίας, με την αναζήτηση προστασίας και αποδοχής σε κοινότητες ολοκληρωτικής υποταγής. Οτιδήποτε συνέβαλε στην απαξίωση του σχολείου τις τελευταίες δεκαετίες, συνέβαλε και σε αυτή την κατεύθυνση: από τη φροντιστηριακή διάλυση της τρίτης λυκείου έως την αδιαφοροποίητη άρνηση της αξιολόγησης.

Εύρος εμπειριών και ικανότητα ευτυχίας Τι αντιτάσσει ιδρυτικά ο θεσμός του σχολείου στην κοινωνική πίεση, στην κοινωνικά εγγενή τάση εξουδετέρωσης της διαφωτιστικής του αποστολής, της αποστολής δηλαδή μόρφωσης πολιτών; Την παιδαγωγική σχέση. Την παιδαγωγική ως αυθεντική σχέση αμοιβαίας αναγνώρισης υποκειμένων, αλλά και ως σχέση η οποία οικοδομείται πάνω στους δύο άξονες που αποτελούν την πολιτισμική προϋπόθεση της κατάκτησης της γνώσης. Κι οι άξονες αυτοί είναι —μεταφέρω από τον Χορκχάιμερ— εύρος εμπειριών και ικανότητα ευτυχίας, αν όχι απόλαυση. Οι ίδιοι δυο άξονες που μπορεί η εκπαίδευση να αντιπαραθέσει στη γοητεία της αυταρχικής βαρβαρότητας, το αντίδοτο στον φθόνο που τροφοδοτείται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, την άνιση ιδιοκτησία, το κυνήγι του ιδί-

ου συμφέροντος και την εμμονή στην κατανάλωση, τον φθόνο που εύκολα επενδύεται σε μνησικακία, στην τροφή του φασισμού. Δεν χρειάζεται νομίζω να το τεκμηριώσω: αν το σχολείο μας επιβεβαιώνει και τροφοδοτεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυταρχισμού και καλλιεργεί λειψά την ιδιότητα «πολίτης», αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί ούτε ευκαιρίες αυθεντικής εμπειρίας ούτε ευκαιρίες εκμάθησης της ευτυχίας προσφέρει, τουλάχιστον συστηματικά. Αν η κουλτούρα και το γούστο, η καλαισθητική κρίση, προέρχονται ετυμολογικά και ιστορικά από την καλλιέργεια και τη δοκιμή του κρασιού, τότε πράγματι πολύ λίγα έχουν απομείνει στο σύγχρονό μας σχολείο που να θυμίζουν τη μύηση στην απόλαυση, έστω της γνώσης. Η παιδαγωγική σχέση οικοδομείται, όπως μας λέει όλη η διαφωτιστική παράδοση, για να αρθεί. Πρόκειται για μια έλλογη εξάρτηση που προετοιμάζει τη χειραφέτηση, τον πολίτη, ακριβώς γι’ αυτό στηρίζεται στο εύρος των εμπειριών και την ικανότητα ευτυχίας. Εδώ δεν χωρά καμιά καθυστέρηση, καμιά έκπτωση, κανένας μετριασμός. Αυτονομία είναι ο στόχος της αγωγής, αυτό σημαίνει πολίτης και δημοκρατία. Και μάλιστα αυτονομία που ορίζεται ως ικανότητα ανεξάρτητης κρίσης. Σημειώνει ο Αντόρνο σε ένα κείμενο του 1966 με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Αγωγή μετά το Άουσβιτς»: «Η μόνη πραγματική δύναμη ενάντια στην αρχή του Άουσβιτς θα ήταν η αυτονομία, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Καντ· η δύναμη για αναστοχασμό, για αυτοδιάθεση, για μη συμπόρευση». Μόνο η αυτονομία μπορεί να αναχαιτίσει τη δυναμική της δυσφορίας προς τον πολιτισμό, που, σε περιβάλλον κλειστών οριζόντων και λογικά μη ελέγξιμων περιορισμών, μετατρέπεται σε οργή, σε μίσος κατά του πολιτισμού. Μίσος για τον πολιτισμό, μίσος για τη δημοκρατία. Αναστοχασμός λοιπόν κι όχι αξίες· διερεύνηση και όχι αποδοχή· αναζήτηση και όχι αναπαραγωγή· αμφιβολία και όχι συμμόρφωση: αρχές διδακτικές, αρχές επιστημολογικές αλλά και άμεσα πολιτικές, αρχές που δύσκολα συμβιβάζονται με ό,τι έγινε, με ό,τι το κάναμε το σχολείο «μας». Να σταθώ σε αυτό το «μας». Μιλώντας για την αναπαραγωγική λειτουργία του σχολικού μηχανισμού, ξεχνάμε συχνά πως η πιο κρίσιμη επιρροή δεν είναι του σχολείου επί της κοινωνίας αλλά, αντίστροφα, η διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο δουλεύει το σχολείο βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Είναι η ιδιαίτερη χροιά των κοινωνικών σχέσεων, η ιδιαίτερη μορφή των διαδικασιών μέσω των οποίων ασκείται εξουσία (από το κράτος, αλλά ακόμα και στις διαπροσωπικές σχέσεις), οι ιδιομορφίες του λόγου που καλείται να νομιμοποιήσει το «έτσι έχουν τα πράγματα», τα γνωρίσματα της καθημερινότητας του σύγχρονου, ελληνικού, ύστερου και νεοφιλελεύθερα οργανωμένου καπιταλισμού που προσδιορίζουν τη μορφή ή μάλλον τον τρόπο των σχολικών λειτουργιών. Προσδιορίζουν ακόμα και τις σχέσεις εντός της τάξης, τους σχηματισμούς του διαλείμματος και τη συμβολική τους, τον


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

37

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

σχολείου ει το σχολικό βιβλίο ιστορίας, λ.χ. Ότι η εκπαίδευση είναι συντηρητικός χώρος το γνωρίζουμε: ο καλύτερος τρόπος να εξουδετερώσει κανείς το ανατρεπτικό περιεχόμενο μιας θεωρίας είναι να την κάνει σχολικό μάθημα με δεσμευτικά επιβαλλόμενες ερμηνείες. Κι αυτή ακόμα η καλοπροαίρετη εμμονή στις «αξίες», με την οποία συνήθως εκδηλώνεται ο προοδευτικός παιδαγωγικός λόγος, συχνά καταλήγει, μεταλλαγμένη, να αποπνέει κακή θεολογία, να αφήνει το ίχνος «μεγάλων ιδεών» στις οποίες θέλουμε να πιστεύουμε, να ενθρονίζει συμβολικά αντικείμενα θαυμασμού και ψευδο-συλλογικότητες, να σπρώχνει ανασφαλείς βίους σε άκριτες ταυτίσεις και εχθρότητες. Εύκολο λοιπόν να καλλιεργεί αυταρχικές προσωπικότητες το σχολείο — και θυμίζω: αυταρχικός δεν είναι αυτός που πρωταρχικά ασκεί αυθαίρετη εξουσία, αλλά αυτός που εύκολα τη δέχεται. Πάμπλο Πικάσο, «Γυναίκα που διαβάζει», 1932

Η «μπαναλοποίηση» της σχολικής γνώσης

τρόπο απεύθυνσης και πρόσληψης της σχολικά διακινούμενης γνώσης. Όπως λοιπόν η ελληνική κοινωνία ήταν και παινευόταν πως είναι δημοκρατική, φιλόξενη και ανοικτή, το ίδιο παινευόταν και το σχολείο, αφού άλλωστε τροφοδοτήθηκε από κινήματα και τροφοδότησε αγώνες κι αφού στηριζόταν από τη μεταπολίτευση σε ύλη και «αξίες» σύγχρονες, επιστημονικά θεμελιωμένες, εμφατικά δημοκρατικές, υποστηριγμένες από δημοκράτες εκπαιδευτικούς. Κι όμως η κοινωνία, με το που φύσηξε κρίση, αποδείχτηκε απειλητικά ρατσιστική, αντισημιτική, ολοκληρωτικών νοοτροπιών, εθνοκεντρική και τελικά αυταρχική. Και, ταυτόχρονα, είδαμε ένα σχολείο πολιορκούμενο από χρυσαυγίτες, αλλά και εκτεθειμένο σε αυταρχικές αξιώσεις. Υπερβάλλω· τραβάω τη διαπίστωση στο πιο ακραίο συμπέρασμα για να τη δω και να τη δείξω πιο καθαρά. Γιατί, βέβαια, η πραγματική κατάσταση είναι πιο περίπλοκη, έχει κι άλλες όψεις, αντιφάσεις, αντιστάσεις και συγκρούσεις. Έχει τους κοινωνικούς αγώνες και τους αγώνες της εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Έχει δημοκρατικές δυνάμεις και δημοκρατικές δυναμικές, και κυρίως δεν επιτρέπει μια ερμηνεία ολοκληρωμένων και ολοκληρωτικών συνθηκών. Το ερώτημά μας όμως παραμένει, καθώς από τη μεταπολίτευση οι παρεμβάσεις στην εκπαίδευση είχαν δημοκρατικό πρόσημο και υλοποιούνταν σε ένα πλαίσιο που έμοιαζε φιλελεύθερο: Τι μπορεί να μην πήγε καλά, τι δεν πάει καλά στο σχολείο; Μα ακριβώς ο υπέρτερος των ατομικών προθέσεων κοινωνικός του προσδιορισμός: η κοινωνία «αναπλαισιώνει» τον λόγο που παράγει το σχολείο, τον προδιαμορφώνει και τον ανασημασιοδοτεί σύμφωνα με τις σχέσεις που τη διέπουν. Η εδώ και καιρό υπόκωφα αυταρχική ελληνική κοινωνία στήνει ένα αυταρχικό σχολείο και καθιστά αυταρχικά τα προϊόντα του, ανεξάρτητα ή και ενάντια στο ρητό τους περιεχόμενο: το τι κάνει η κοινωνία τη σχολική ιστορία είναι το κύριο, κι όχι το τι λέει ή δεν λέ-

Υπάρχει ένας περιεκτικός αλλά και έντονα αφοριστικός τρόπος για να συνοψίσουμε την αυταρχική λειτουργία του αντιαυταρχικού σχολείου, τη δυναμική που μπορεί να αναιρεί ρητές παιδαγωγικής και διδακτικές στοχεύσεις: το σχολείο τείνει σε εξουδετέρωση του δημοκρατικού περιεχομένου ύλης, προγραμμάτων και μεθόδων —ας μου συγχωρεθεί η εσκεμμένη κακοφωνία— διά της «μπαναλοποίησης». Καθιστώντας δηλαδή το περιεχόμενο αυτό κοινότοπο, καθιστώντας τη σχολική γνώση ένα σύνολο αδιάφορων κοινών τόπων. Δεν πρόκειται για την κοινοτοπία του κακού, αλλά για το κακό του κοινότοπου. Οποιοσδήποτε έχει μελετήσει την μετα-μεταπολιτευτική ιστορία των κοινωνικών επιστημών στη σχολική εκπαίδευση έχει διαπιστώσει τον βαθμό αδρανοποίησης του κριτικού περιεχομένου των θεωριών εντός σχολικών εγχειριδίων, στα οποία σωρεύονται απίστευτες ποσότητες αδρανούς πληροφορίας, κείμενης (δηλαδή μη ενεργού) γνώσης. Θυμίζω τη διδακτική αρχή: τίποτα δεν μπορεί να κινητοποιήσει το απαραίτητο για τη γνώση ενδιαφέρον αν δεν μεταφραστεί σε πραγματικό για τους μαθητές προς επίλυση πρόβλημα. Παραδόξως σήμερα, που η δημοκρατία έχει καταστεί κοινωνικό ζήτημα και ζητούμενο, σήμερα που η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται με προβλήματα αποκλεισμού, διακρίσεων και εξουδετέρωσης του περιεχομένου της, σήμερα που η διεκδίκηση στοιχειωδών δικαιωμάτων γίνεται κρίσιμο διακύβευμα, τα αντίστοιχα γνωστικά αντικείμενα εξακολουθούν να διέπονται στο σχολείο από το καθεστώς υφιστάμενων, έστω και αξιολογικά φορτισμένων, έτοιμων κανόνων προς εμπέδωση. Το καθεστώς αυτό δεν προσδιορίζει όμως τη δημοκρατία, ούτε (δια)μορφώνει την ιδιότητα του πολίτη. Το έλλειμμα εστιάζεται επομένως στην ενεργητική πλευρά, στο να μάθουμε (να μάθουμε εμείς και να μάθουμε τους άλλους) συμμετοχή, εξασφάλιση όρων, διαμόρφωση συνθηκών, αντιπαράθεση και κυρίως παραγωγή γνώσης κι επίγνωσης. Να μάθουμε αυτονομία και αναστοχασμό.

Η FIFA, οι σκλάβοι του Κατάρ και οι φυλακές της Βραζιλίας ΤΟΥ ΝΤΕΪΒ ΖΙΡΙΝ

Με δυο ιστορίες που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, η FIFA πραγματικά δοκιμάζει τα όρια των αντοχών μας. Η πρώτη αποκάλυψη έγινε από τον Sam Borden στους New York Times και αφορά την προσπάθεια να κατασκευαστεί το πρώτο «μουντιαλικών προδιαγραφών» γήπεδο στη μέση του τροπικού δάσους του Αμαζονίου, για το παγκόσμιο κύπελλο του 2014. Στη μέση του Αμαζόνιου, του «πνεύμονα του πλανήτη», που παράγει το 20% του οξυγόνου όλης της Γης! Η Βραζιλία θα ξοδέψει γι’ αυτό 325 εκατομμύρια δολάρια. Ο Ρομάριο, παλιός αστέρας της Εθνικής Βραζιλίας και σήμερα μέλος του Κοινοβουλίου, χαρακτηρίζει το έργο παράλογο: «Θα γίνουν δυο-τρεις αγώνες και μετά; Ποιος θα το χρησιμοποιεί; Πρόκειται για την απόλυτη σπατάλη χρόνου και χρήματος». Μια επιλογή που συζητιέται —και μόλις και μετά βίας την αναφέρουν οι Νew York Times— είναι, μετά το τέλος του Μουντιάλ, ολόκληρο το στάδιο να μετατραπεί σε φυλακή. Ο δικαστής Σαμπίνο Μάρκες, αρμόδιος για την Αμαζονία, είπε: «Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, πολλοί χώροι θα μείνουν αναξιοποίητοι. Στην Αμαζονία κάθε μέρα γίνονται συλλήψεις και δεν έχουμε πού να τους βάλουμε». Η χρήση των γηπέδων ως φυλακών στη Λατινική Αμερική ανακαλεί ματωμένες μνήμες περασμένων δεκαετιών — και ας μην ξεχνάμε όλους αυτούς που διαμαρτύρονται στους δρόμους εναντίον των επιλογών τόσο της FIFA όσο και της κυβέρνησης της Βραζιλίας. Όσο τρομακτικό κι ακούγεται αυτό το σενάριο, ο κατασκευαστικός οργασμός στο Κατάρ, H Nτάλι Κάχτρι και ο άντρας της Λιν Μα, κρατάνε όπου θα διεξαχθεί το Μουντιάλ φωτογραφίες των γιων τους. Σκοτώθηκαν και οι δύο, του 2022, κάνει την περίπτωση μετανάστες, δουλεύοντας στη Μαλαισία και στο Κατάρ. της Βραζιλίας να ακούγεται Ο μικρότερος γιος βρήκε το θάνατο στο Κατάρ, από ήπια. Ο δημοσιογράφος της καρδιακή προσβολή (Φωτό: P. Pattison/guardian.co.uk) Guardian Pete Pattison —θυμίζοντάς μας ένα είδος δημοσιογραφίας που τείνει να εξαφανιστεί— έγραψε μια σειρά άρθρα για το πώς φτιάχνονται τα γήπεδα στο Κατάρ, όπου ήδη έχουν βρει τον θάνατο δεκάδες νεπαλέζοι μετανάστες. Σε αντίθεση με άλλα ολυμπιακά έργα όπου θρηνήσαμε ανθρώπινες ζωές (βλ. Ελλάδα 2004, 13 νεκροί) οι θάνατοι στο Κατάρ δεν είναι τόσο αποτέλεσμα δυστυχημάτων στον χώρο εργασίας, αλλά καρδιακής προσβολής. Όπως γράφει ο Πάτισον, «το καλοκαίρι του 2013, νεπαλέζοι εργάτες άρχισαν να πεθαίνουν με ρυθμό ένας την ημέρα, από αιφνίδια καρδιακή προσβολή. Τα στοιχεία της έρευνας υποδεικνύουν ότι χιλιάδες Νεπαλέζοι, η μεγαλύτερη συμπαγής ομάδα εργατών στο Κατάρ, στο πλαίσιο του “οικοδομικού οργασμού” που προκαλεί το 2022, δουλεύουν σε συνθήκες εκμετάλλευσης και κακομεταχείρισης που συνιστούν σύγχρονη δουλεία, σύμφωνα με τον ορισμό της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας». Πολλούς Νεπαλέζους καθυστερούν συστηματικά να τους πληρώσουν, ώστε να μη το σκάσουν απ’ αυτά τα στρατόπεδα εργασίας στη διάρκεια της νύχτας. Τροφή και νερό τους δίνονται με δελτίο — κι είναι κι αυτός ένας τρόπος εξαναγκασμού τους να δουλεύουν δωρεάν. Έπειτα από μια μέρα κάτω απ’ τον καυτό ήλιο κοιμούνται μες στη βρωμιά, δώδεκα σ’ ένα δωμάτιο. Σε συνηθισμένους καιρούς, πάνω από το 90% των εργαζομένων στο Κατάρ είναι μετανάστες, και το 40% έρχεται από το Νεπάλ. Αλλά οι καιροί δεν είναι οι συνηθισμένοι. Υπήρξε τεράστια ζήτηση για εργάτες, καθώς το Κατάρ σκοπεύει να δαπανήσει πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε γήπεδα και υποδομές για το Παγκόσμιο Κύπελλο, τμήμα μιας ευρύτερης προσπάθειας για αναμόρφωση και «εκσυγχρονισμό» του εμιράτου. Εκατό χιλιάδες εργαζόμενοι έχουν ήδη έρθει από το Νεπάλ, μια από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, ενώ θα χρειαστούν 1,5 εκατομμύριο για την ολοκλήρωση των έργων. Το θέμα δεν είναι σαφώς το ποδόσφαιρο. Ούτε καν το Μουντιάλ. Είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα συνδέονται με γιγάντια αναπτυξιακά προγράμματα που χρησιμοποιούνται ως δούρειοι ίπποι του νεοφιλελευθερισμού, για να προωθηθούν πολιτικές που θα άφηναν άναυδους και τους πιο κυνικούς. Ο λαός της Βραζιλίας, διεκδικώντας «νοσοκομεία και σχολεία ολυμπιακών προδιαγραφών», οραματίζεται, και μας δείχνει, έναν τρόπο να ξεφύγουμε από αυτό τον βάναυσο κύκλο. Οι νεπαλέζοι μετανάστες εργάτες, με το κουράγιό τους να βγαίνουν μπροστά, κάνουν τον ίδιο. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΓΑΠΙΟΣ ΛΑΝΔΟΣ

Ο Dave Zirin είναι αρθρογράφος του περιοδικού «Τhe Nation» για θέματα αθλητισμού. Το άρθρο, με τίτλο «Slave Labor? Mass Prisons? FIFA Mangles the World Cup and the Beatiful Game» δημοσιεύθηκε στο «Τhe Nation», στις 26.9.2013. Εδώ δημοσιεύεται με περικοπές.


Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com

Ο Χίτλερ στην εξουσία ΤΟ 1938, ΚΑΙ ΕΝΩ Ο ΧΙΤΛΕΡ αγγίζει το απόγειό της δύναμής του, ο εκδοτικός oίκος Bureau d’Editions (ένας από τους τρεις εκδοτικούς οίκους του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) εκδίδει στο Παρίσι το βιβλίο Ο Χίτλερ στην εξουσία. Συγγραφέας του ο Ανρί Λεφέβρ, νεαρός μαρξιστής διανοούμενος τότε και ενταγμένος στο ΓΚΚ. Το κείμενο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας είχε επισκεφθεί αρκετές φορές τη δεκαετία του 1930 Γερμανία, πριν και μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ενώ γενικά απηχεί τις σχετικές αναλύσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του Τολιάτι για τον φασισμό. Το βιβλίο έμεινε σχετικά άγνωστο, καθώς δεν ανατυπώθηκε μετά τον Πόλεμο. Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί και στα ελληνικά, σε μετάφραση Φοίβου Μαριά και πρόλογο Σπύρου Μαρκέτου, από τις εκδόσεις Αφήγηση, ένα νέο εκδοτικό εγχείρημα. Όπως μας είπε για την «Αφήγηση» ο υπεύθυνος της έκδοσης, Θάνος Ανδρίτσος, «όπως όλες οι αφηγήσεις, έτσι και αυτή δεν ξέρουμε που θα καταλήξει και τι μονοπάτια θα ακολουθήσει. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι θέλει να συμβάλει στην αναγκαία σήμερα, θεωρητική και ιδεολογική αντεπίθεση του κόσμου της εργασίας και στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση. Σε αυτή την κατεύθυνση θα προωθήσει το πολιτικό βιβλίο μέσα από έκδοση παλαιότερων και σύγχρονων θεωρητικών έργων, αλλά και σύγχρονων αποπειρών στον πολιτισμό και την τέχνη. Για να επικοινωνήσετε με τους αφηγητές ή να γίνετε κι εσείς ένας, στείλτε μας στο afhghsh@gmail.com». Δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το έργο του Λεφέβρ, συγχαίροντας θερμά τους συντελεστές και ευχόμενοι και εις άλλα! ΕΝΘΕΜΑΤΑ

ΤΟΥ ΑΝΡΙ ΛΕΦΕΒΡ

Τι πρόσφερε ο φασισμός στο προλεταριάτο. Από τη σωρεία των πληροφοριών και των αντιφατικών στατιστικών μπορούμε, με κάθε αντικειμενικότητα, να συμπεράνουμε τα ακόλουθα. Οι μέσοι θεωρητικοί μισθοί δεν άλλαξαν στη Γερμανία από το 1932 (ωριαία αμοιβή ενός ειδικευμένου εργάτη=78,3 πφένιχ και ενός χειρώνακτα=62,2). Ωστόσο, παρά τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων εργατών, το συνολικό εισόδημα της εργατικής τάξης δεν αυξήθηκε, μάλλον μειώθηκε, εάν λάβουμε υπόψη την αύξηση του κόστους ζωής. Το ετήσιο εισόδημα του κάθε Γερμανού εργάτη μειώθηκε, λοιπόν. Αυτή η αντίφαση εξηγείται από τις αλλαγές στη σύνθεση των μισθών. Έτσι στη, σχετικά ευνοημένη, μεγάλη μεταλλουργική βιομηχανία, η ωριαία αμοιβή της εργασίας (taux d’affutage) έπεσε από 115 σε 78 πφένιχ για τους ειδικευμένους εργάτες και από 90 σε 62 πφένιχ για τους χειρώνακτες, δηλαδή μια μείωση της τάξης του 30%. Τα πριμ επιτρέπουν θεωρητικά την ανάκτηση του επιπέδου των μισθών του 1932, που είναι χαμηλότεροι από αυτούς του 1929, αλλά με σημαντική εντατικοποίηση της εργασίας. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, ο χιτλερισμός απέφυγε με επιδεξιότητα την άμεση επίθεση ενάντια στους μισθούς, όπως για παράδειγμα των ειδικευμένων εργατών της βαριάς βιομηχανίας οι οποίοι δούλευαν για το στρατιωτικό επανεξοπλισμό. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανειδίκευτων εργατών είδε τους μισθούς του να μειώνονται άμεσα. Αλλά παντού χρησιμοποιήθηκε μια έμμεση μέθοδος επίθεσης και, κυρίως, αυξήθηκαν σημαντικά η παραγωγικότητα και η εντατικοποίηση της εργασίας, κατά συνέπεια η εκμετάλλευση των εργαζομένων. Το απαιτούσε η Γερμανία και ο

γερμανικός σοσιαλισμός!... Το κόστος ζωής αυξήθηκε. Στις 16 Ιουνίου 1937, ο επίσημος δείκτης των βιομηχανικών ειδών κατανάλωσης ήταν 132,9 (1913=100). Επισήμως, τα γεωργικά προϊόντα αυξήθηκαν πολύ λιγότερο. Στην πραγματικότητα, αγοράζονταν σε χαμηλές τιμές από τους παραγωγούς, τους αγρότες, και πωλούνταν πολύ ακριβά στους καταναλωτές, τους εργάτες. Στις 15 Μάη 1937, το κρέας είχε αυξηθεί κατά 15% (το χοιρινό), κατά 40% (ζαμπόν, χοιρινό, πρόβατο), τα αβγά κατά 30%, το βούτυρο κατά 35%, οι πατάτες κατά 50%. Έκτοτε, η αύξηση συνεχίστηκε. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα εμπορεύματα, όπως το βούτυρο, έγιναν δυσεύρετα. Θεσπίστηκε η κάρτα ελέγχου κατανάλωσης λιπαρών ουσιών. Ήταν απαραίτητο για τους εξοπλισμούς. «Σφίξτε το ζωνάρι... Αφήστε να βελάζουν οι γριές κατσίκες [δηλαδή οι νοικοκυρές!]... Καλύτερα κανόνια παρά βούτυρο...», δήλωσε η χιτλερική ηγεσία. Ο πληθυσμός των πόλεων ήταν λοιπόν υποχρεωμένος να αγοράζει λαθραία προϊόντα διατροφής σε τιμές πολύ υψηλότερες από τις επίσημες. Σε σχέση με το 1930 (1930=100), o δείκτης στα είδη ένδυσης για τους άνδρες ήταν 155 και για τις γυναίκες 128 (αύξηση κόστους ένδυσης κατά 55% και 28% αντίστοιχα). Η πραγματική αμοιβή της εργασίας μειώθηκε έτσι το λιγότερο κατά 20%. Πρέπει να προσθέσουμε ότι και οι φόροι αυξήθηκαν. Το κατώτατο φορολογούμενο εισόδημα ορίστηκε στα 561 μάρκα. Το σύνολο των φόρων που πληρώνονται από την εργατική τάξη αυξήθηκε από τα 383 εκατομμύρια μάρκα το 1932 σε 665 εκατομμύρια το 1936, δηλαδή αύξηση της τάξης του 73%. Οι κοινωνικές ασφαλίσεις απέβησαν πολύ κερδοφόρες για το κράτος. Το 1936 αφαιρέθηκαν επίσημα 600 εκατομμύρια μάρκα από το πλεόνασμα των ασφαλιστικών ταμείων και διοχετεύτηκαν

στο κράτος. Οι εισφορές αυξήθηκαν από 1,2 μάρκα σε 1,45 ανά 30 μάρκα μισθού. Τα έγγραφα των ταμείων των εργοστασίων Κρουπ φανερώνουν με λεπτομέρεια τη σημαντική μείωση των παροχών ως προς τις αναρρωτικές άδειες, τη διαμονή σε ιαματικά λουτρά, την οδοντική προσθετική κ.λπ. Τέλος, οι δωρεές στις φασιστικές οργανώσεις, και στη «χειμερινή αρωγή», ήταν υποχρεωτικές. Η μείωση των πραγματικών μισθών ήταν τελικά πολύ μεγάλη. […] Συνοψίζοντας, ο τελικός απολογισμός της χιτλερικής διακυβέρνησης απέναντι στην εργατική τάξη ήταν η υπέρμετρη εντατικοποίηση της εργασίας, η τεράστια παραγόμενη υπεραξία ενώ το μοναδικό αντάλλαγμα ήταν ένα διαρκώς μειούμενο βιοτικό επίπεδο. Με την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, ο αριθμός των ατυχημάτων αυξήθηκε με ραγδαίους ρυθμούς. Σε ό,τι αφορά την ανεργία δεν είναι δύσκολο να δείξουμε τις αντιφάσεις των στατιστικών στοιχείων. […] Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ο αριθμός των ανέργων αγγίζει περίπου τα 3 εκατομμύρια. Κάθε προλετάριος έχει ένα «βιβλιάριο εργασίας» το οποίο τον ακολουθεί παντού. Σε περίπτωση αντιδικίας, ο εργοδότης παραμένει κάτοχος του βιβλιαρίου εργασίας. Τίποτα δεν προστατεύει τους εργάτες. Το βιβλιάριο επιτρέπει στην αστυνομία να τους παρακολουθεί ανελέητα. Αυτό το σύστημα είχε εφαρμοστεί στη Γαλλία στην εποχή της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Οι Γάλλοι εργάτες πάλεψαν πολύ καιρό για την κατάργησή του. Τι πρόσφερε ο φασισμός στη νεολαία, στις γυναίκες κ.λπ. Οι χιτλερικές νεολαίες κατάρτισαν ένα θαυμάσιο πρόγραμμα 18 σημείων: 3 βδομάδες διακοπών μετ’ αποδοχών, εργάσιμη ημέρα 8 ωρών, μείωση του χρόνου εργασίας για τους κάτω των 18 ετών, απαγό-

ρευση της νυχτερινής εργασίας για τους νέους και της εργασίας με το κομμάτι, προγραμματισμένα διαλείμματα στα εκσυγχρονισμένα εργοστάσια κ.λπ. Η νεολαία ενθουσιάστηκε με το χιτλερικό καθεστώς. Αλλά τίποτα δεν πραγματοποιήθηκε προς όφελός της. Από τις 30 Ιουνίου 1934 οι νεολαίες έχασαν κάθε ανεξαρτησία, λόγω της απειλητικής ριζοσπαστικότητάς τους. Είναι πλήρως ελεγχόμενες, ώστε να αποτελέσουν τη βάση του μελλοντικού γερμανικού λαού και δεν χρησιμοποιούνται πλέον παρά μόνο για μαζική εκπαίδευση πολεμιστών. Ο αθλητισμός, αυτή η θεμελιώδης διεκδίκηση της νεολαίας, χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον πόλεμο. Είναι αρκετά παράδοξο που ένας μεγάλος αριθμός γυναικών είχαν ψηφίσει άλλοτε τον Χίτλερ. Ένας από τους πιο προβεβλημένους ναζί θεωρητικούς, ο Μπέμλερ, έγραψε: «Η δημοκρατία δεν μπορεί να διατηρηθεί εκεί όπου κυριαρχεί η γυναίκα... Επειδή ακριβώς ο Γερμανός είναι κυρίως πολεμιστής, ανδροπρεπής, φτιαγμένος για τη φιλία, η δημοκρατία θα μπορέσει να ευδοκιμήσει στην Γερμανία». Ο Εβραίος είναι αντικείμενο περιφρόνησης όπως και οι γυναίκες. Οι μεγάλοι αρχηγοί του κόμματος επανέλαβαν πολλές φορές ότι πρέπει να εφαρμοστεί το παλιό ρωμαϊκό ρητό: «mulier taceat», δηλαδή: σιωπή στις γυναίκες! Επισήμως το ναζιστικό κόμμα διακήρυττε ότι οι γυναίκες πρέπει να μένουν στην οικογενειακή εστία. Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των γυναικών στην παραγωγή αυξήθηκε κατά 15%. Οι μισθοί τους ήταν χαμηλότεροι κατά 35% περίπου από αυτούς των ανδρών. Τις υποβάλλουν σε μέτρα ιδιαιτέρως προσβλητικά. Πολλές νεαρές άνεργες τοποθετήθηκαν ως άμισθες υπηρέτριες σε καλές άριες οικογένειες. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΦΟΙΒΟΣ ΜΑΡΙΑΣ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.