e11999

Page 1

Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Kείμενα των: Ιωάννας Μεϊτάνη, Στρατή Μπουρνάζου, Αναστασίας Χαλκιά, Γιώργου Κατσαμπέκη, Αριστείδη Καλάργαλη, Μάκη Κουζέλη, Δέσποινας Μπίρη, εταιρείας Public, Νικόλα Κοσματόπουλου, Ακγκιούν Ιλχάν ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 787

ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2014

ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ

Τα αιθέρια έλαια των εκλογών ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΜΕΪΤΑΝΗ Σήμερα, έπειτα από μια σχετικά σύντομη προεκλογική περίοδο και μια μεγαλύτερη περίοδο ζυμώσεων, ψηφίζουμε στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Όλες και όλοι, τουλάχιστον αν μιλάμε για τους αναγνώστες αυτής της εφημερίδας, περιμένουμε να εκφραστεί το λεγόμενο μήνυμα της κοινωνίας· ένα μήνυμα το οποίο θα ακουστεί δυνατότερο στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών, θα γίνει πιο ανάγλυφο και τρανταχτό με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών: χρειαζόμαστε την ανατροπή και επενδύουμε στον ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό. Σκοπός αυτού του σχολίου όμως δεν είναι να θριαμβολογήσει εκ των προτέρων, αλλά να εκφράσει μια ελπίδα, που γεννήθηκε τις τελευταίες μέρες. Στα αυτοδιοικητικά ψηφοδέλτια της Αριστεράς εκφράζεται ένας μεγάλος πλούτος ανθρώπων, μια ευρεία γκάμα. Σίγουρα μεταξύ των υποψηφίων υπάρχουν —καθώς η Αριστερά ξεχωρίζει για πολλά, αλλά δεν είναι μια συνθήκη παραδεισένια, εξωανθρώπινη και εκτός κοινωνίας- χαρακτήρες και χαρακτήρες, κίνητρα και κίνητρα. Αναφέρομαι όμως σε αυτό που κυριαρχεί και δίνει τον τόνο: σε έναν κόσμο που προσφέρει ανιδιοτελώς, που βάζει το συλλογικό συμφέρον πάνω απ’ το δικό του, που χαίρεται για τις νίκες της παράταξης και δεν μετράει και ξαναμετράει τους σταυρούς του. Είναι ένας κόσμος που δεν συστρατεύτηκε απλώς για να γεμίσει η λίστα. Συστρατεύτηκε γιατί πιστεύει ή γιατί —δικαίως— πείστηκε ότι έχει να προσφέρει. Εκτός από ανθρώπους ψημένους ήδη στην τοπική αυτοδιοίκηση και τις διαδικασίες της, είναι όλοι αυτοί που είτε εξαρχής και αυτοβούλως με όρεξη, είτε έπειτα από «ζύμωμα», αλλά μετά με όλο και μεγαλύτερο κέφι, είτε στην αρχή από φιλότιμο κι έπειτα όλο και περισσότερο πεπεισμένες ότι έκαναν καλά, αποφάσισαν πάντως να συμμετέχουν στα κοινά. Κάποιοι από αυτούς πολιτεύτηκαν ή και πολιτικοποιήθηκαν για πρώτη φορά, κι αυτό είναι μεγάλο κεφάλαιο. Αισθάνθηκαν ότι τώρα, σε μια κρίσιμη στιγμή, μπορούν και είναι σημαντικό να προσφέρουν. Τα καλά (ή και εξαιρετικά, μερικές φορές) ψηφοδέλτια που συγκροτήθηκαν δεν είναι καλά μόνο γιατί συγκεντρώνουν καλά ονόματα, αλλά γιατί οι άνθρωποι αυτοί κομίζουν απόψεις, ιδέες, δύναμη, πάθος, φέρνουν κι άλλους αν-

θρώπους. Τα —ενίοτε κακεντρεχή— σχόλια για την «κουτσή Μαρία υποψήφια» (θυμίζω το σχόλιο του Μάνου Αυγερίδη στα προηγούμενα «Ενθέματα»: bit.ly/1mqAXBK) καταγράφουν, από την ανάποδη, αυτή την τάση συστράτευσης και συμμετοχής. Έχει συγκεντρωθεί λοιπόν, στις τοπικές παρατάξεις της Αριστεράς ένα πλούσιο δυναμικό με όρεξη, με φρέσκια ενέργεια, με ιδέες. Έχει έρθει σε επαφή ένας κόσμος που, σε μεγάλο βαθμό, ως τώρα δεν συμμετείχε. Και μόνο το γεγονός αυτό είναι κατάκτηση, είναι μεγάλο κέρδος για την Αριστερά και τις θέσεις της. Και, μαζί, ευθύνη για την επαύριο των εκλογών. Και η ελπίδα, ακριβώς, είναι ότι όλο αυτό το δυναμικό, όπως έδωσε τον τόνο στην προεκλογική περίοδο, θα τον δώσει και μετά, στους δήμους, τις περιφέρειες και τις τοπικές κοινωνίες. Όσες και όσοι εκλεγούν στα διαμερισματικά, τα δημοτικά και τα περιφερειακά συμβούλια, αλλά και όσοι δεν αναλάβουν αξίωμα, θα έχουν σκληρή δουλειά μπροστά τους. Ώστε να οικοδομηθούν στις κοινότητες και στις πόλεις, προνομιακούς τόπους εμπλοκής με τα κοινά, εκεί όπου κατεξοχήν μπορείς να έρθεις σε επαφή με την κοινωνία και να

την κερδίσεις, οι «κοινωνικές συμμαχίες» για τις οποίες παλεύουμε. Να γίνουν πράξη, στη μικρή κλίμακα πρώτα, έτσι ώστε να πειστούν και οι πιο δύσπιστοι. Και αν ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιήσει την πνοή αυτή, αν οι υποψήφιες και οι υποψήφιοι συνεχίσουν (αφού ξεκουραστούν!) να προσφέρουν στις ζυμώσεις, στα προγράμματα και στην υλοποίησή τους, είμαι σίγουρη πως αυτό που λέμε «από τα κάτω» θα οικοδομηθεί γρήγορα και σε στέρεη βάση. Στην προσπάθεια, που μας διαπερνά όλους, να σπάσουμε τη λογική της ανάθεσης, ας αρχίσουμε από εμάς τους ίδιους: ας μην φανεί σαν ανάθεση αγγαρείας ο προεκλογικός αγώνας, ας μην διαψευστούν όσοι στρατεύτηκαν με χαρά ενθουσιασμό. Κι αυτό είναι στο χέρι και το δικό τους και το δικό μας: να φανεί ότι οι αυτοδιοικητικοί συνδυασμοί της Αριστεράς, καθώς και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χρησιμοποιούν τους ανθρώπους για βιτρίνα, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, δεν τους πετάνε σαν στυμμένες λεμονόκουπες, αλλά θα αξιοποιήσουν όλους τους χυμούς και τα αιθέρια έλαιά τους. Είναι και αυτός ένας λόγος που χρειαζόμαστε μια μεγάλη νίκη και σήμερα και την άλλη Κυριακή. Στην κάλπη λοιπόν, και με τη νίκη!

«Να τους πάρετε σπίτι σας!» «Να τους πάρετε σπίτι σας!» Αγαπημένη και μόνιμη επωδός κάθε αξιοσέβαστου ακροδεξιού, προς την Αριστερά στις συζητήσεις για το μεταναστευτικό: «Αφού αγαπάτε τόσο τους (λαθρο)μετανάστες, να τους βάλετε σπίτι σας!». Το έχουμε ακούσει τόσες και τόσες φορές σε καφενεία, στην τηλεόραση και τη Βουλή. Δεν θέλω φυσικά να αναλύσω τον παραλογισμό και τη δημαγωγία αυτής της επωδού. Με βάση την ίδια λογική, όποιος ζητάει να κυκλοφορεί το μετρό το βράδυ πρέπει να γίνει τραμβαγέρης και να οδηγεί αυτός τα οχήματα, όποιος ζητάει φαρμακευτική περίθαλψη πρέπει να γίνει ο ίδιος φαρμακοτρίφτης και να φτιάχνει φάρμακα, όποιος ζητάει να βελτιωθούν τα σχολικά βιβλία πρέπει να τα συγγράψει ο ίδιος κλπ. Η ατάκα αυτή βέβαια συνήθως πετυχαίνει τον στόχο της, δυσκολεύοντας τον αριστερό συνομιλητή. Με κάποιες απολαυστικές εξαιρέσεις. Πριν κάμποσα χρόνια στην τηλεόραση κάποιος επιφανής φασίστας (δεν θυμάμαι αν ήταν ο Α. Γεωργιάδης ή ο Μ. Βορίδης), «στρίμωχνε» τον Νάσο Θεοδωρίδη, επαναλαμβάνοντας διαρκώς: «Εσείς του ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν τους παίρνετε σπίτι σας τους λαθρομετανάστες, αφού τόσο τους αγαπάτε;», «Εσείς, κ. Θεοδωρίδη, θα τους παίρνατε σπίτι σας;». Η απάντηση ήταν αποστομωτική: «Βεβαίως και θα τους έπαιρνα, με χαρά! Τους φασίστες σαν κι εσένα δεν θα έπαιρνα!». Δεν τα θυμήθηκα όλα αυτά για να ευθυμήσουμε. Αντιθέτως. Τα θυμήθηκα επειδή, στην υπόθεση των ναυαγών της Σάμου, το ελληνικό κράτος φάνηκε να έχει υιοθετήσει πλήρως τη λογική του «να τους πάρετε σπίτι σας». Επί ένα διήμερο, μέχρι οι ναυαγοί να έρθουν από τη Σάμο στην Αθήνα, οι μόνοι που ασχολούνταν με το ζήτημα πού θα πάνε αυτοί οι άνθρωποι μόλις βγουν στον Πειραιά ήταν βουλευτές της Αριστεράς και στελέχη ανθρωπιστικών οργανώσεων. Το κράτος και οι ποικίλοι φορείς όχι μόνο δεν δραστηριοποιήθηκαν, αλλά και κώφευαν (ή ημικώφευαν) στις εκκλήσεις, πάντως λύση δεν βρισκόταν. Θυμίζω ότι επρόκειτο για ανθρώπους που μόλις είχαν χάσει τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους ή τους άντρες τους (τα φέρετρα ταξίδευαν μαζί τους στο πλοίο), για πρόσφυγες πολέμου από τη Συρία και τη Σομαλία. Εις μάτην. Δεν βρισκόταν τίποτα. Και για να μην κατασκηνώσουν οι άνθρωποι αυτοί στον γαλανό αττικό ουρανό, η λύση τελικά ήταν ότι τους πήραν και τους φιλοξενούν οι κοινότητες των μεταναστών, οι Σύριοι και οι Σομαλοί της Αθήνας. Ίνα πληρωθεί και το ρηθέν υπό των ακροδεξιών προφητών «να τους πάρετε σπίτια σας». Τους πήραν σπίτια τους: μια πράξη που τιμά ασφαλώς τους ίδιους αλλά αποτελεί μεγάλη ντροπή για το ελληνικό κράτος. ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ

Εργο του Ρόμπερτ Μπέρενυ


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2014

28

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Μετανάστευση και εγκλήματα ρατσιστικού μίσους: Ένα μακρύ ταξίδι θυματοποίησης ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΧΑΛΚΙΑ Η μετανάστευση προς την Ελλάδα από τρίτες χώρες και η διαχείρισή της σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο δεν άφησαν ανεπηρέαστο το εγκληματικό φαινόμενο. Αντίθετα, φαίνεται πως συνέβαλαν στον μετασχηματισμό των στοιχείων του, στη διεύρυνση του κύκλου των θυμάτων αλλά και στη μεταβολή των κοινωνικών στάσεων. Στο πλαίσιο αυτό συγκροτήθηκε μια «νέα μορφή»1 εγκληματικότητας, τα εγκλήματα ρατσιστικού μίσους ή ρατσιστικής προκατάληψης ή ρατσιστικής βίας. Με τον όρο «έγκλημα μίσους» προσδιορίζεται η εγκληματική πράξη που υποκινείται από έχθρα ή προκατάληψη ενάντια σε ένα άτομο ή την περιουσία του (κινητή ή/και ακίνητη), βασιζόμενη σε πραγματικά ή αποδιδόμενα φυλετικά, εθνικά/εθνοτικά, θρησκευτικά, έμφυλα χαρακτηριστικά, στον σεξουαλικό προσανατολισμό του θύματος ή σε κάποιο άλλο παρεμφερές χαρακτηριστικό που είναι εγγενές και δεν μπορεί να αλλάξει ή τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα άτομο να μην πρέπει να αναγκάζεται να το αποκηρύξει. Τα εγκλήματα μίσους διαφέρουν έναντι των άλλων, αφενός λόγω των κινήτρων του δράστη, αφετέρου λόγω των συνεπειών τους στο μικρο- (άτομο), μεσο- (ομάδα) και μακροεπίπεδο (κοινωνία). Η πλημμελής αντιμετώπισή τους, σε συσχετισμό τη βαρύτητά τους και τη συχνότητα τέλεσής τους, μετέχουν στον σταδιακό εκφασισμό της κοινωνίας, και ως εκ τούτου στην έκπτωση της δημοκρατίας. Τα εγκλήματα αυτά δεν μπορούν να προσεγγιστούν ανεξάρτητα από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που δημιουργούν τους όρους εμφάνισής τους, την εκάστοτε ιστορική συγκυρία αλλά και τις έννοιες της ταυτότητας/ετερότητας και της ιεράρχησής τους στον χρόνο και τον χώρο. Συνεπώς, τα εγκλήματα ρατσιστικού μίσους, στην Ελλάδα σήμερα, ορίζουν το σημείο όπου συναντώνται, με εξαιρετική ένταση, η παρούσα κρίση, το μεταναστευτικό ζήτημα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι αξίες της δημοκρατίας. Όμως, η θυματοποίηση στα εγκλήματα ρατσιστικού μίσους συνιστά μία μόνο από τις θυματοποιήσεις που υφίστανται οι μετανάστες και δεν μπορεί να μελετηθεί αποσπασματικά, εφόσον κάθε προηγούμενη δημιουργεί πρόσφορες συνθήκες για την επόμενη και όλες μαζί επιτείνουν την ολοένα αύξουσα ευαλωτότητα αυτών των ανθρώπων. Συναρτάται, επομένως, με θυματοποιήσεις που έχουν συμβεί στη χώρα καταγωγής (δομική θυματοποίηση) αλλά και στη χώρα προορισμού (θεσμική θυματοποίηση). Οι μετανάστες, στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και των γεωπολιτικών συσχετισμών, ήταν ήδη δομικά θυματοποιημένοι στη χώρα καταγωγής. Η «δομική» θυματοποίηση αναφέρεται στις

Η Αναστασία Χαλκιά είναι δρ εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.Το κείμενο βασίζεται σε εισήγηση στο 4ο Συνέδριο της Ελληνικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας, 1214 Δεκεμβρίου 2013, Αθήνα.

Έργο του Κυριάκου Κατζουράκη από το λεύκωμα «Ο δρόμος προς τη Δύση»

κοινωνικές δομές και στις σχέσεις εξουσίας σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, είναι διακριτή λόγω του μεγέθους της και του πανταχού παρόντος χαρακτήρα της και παίρνει διάφορες μορφές, όπως ο πόλεμος, η τυραννία, η γενοκτονία, η δικτατορία, η δίωξη, τα βασανιστήρια κ.λπ. Κατόπιν, εγκαταλείποντας τον τόπο τους, οι μετανάστες εμπλέκονται σε δίκτυα διακίνησης που μπορεί να περιλαμβάνουν, πέρα από τον χρηματισμό των διακινητών, εξευτελιστική και απάνθρωπη μεταχείριση, κάκιστες και εξαιρετικά επισφαλείς συνθήκες μεταφοράς, εξαναγκασμό σε υποχρεωτική εργασία και σεξουαλική εκμετάλλευση. Σε όλη αυτή την πορεία, όμως, τίποτα δεν μοιάζει χειρότερο από την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής και τίποτα καλύτερο από την εκπλήρωση της προσμονής να φτάσουν —ζωντανοί- και να παραμείνουν στη Δύση. Στο πλαίσιο αυτό, η κατ’ επιλογήν ή αναγκαστική «απώλεια» των ταξιδιωτικών εγγράφων συνιστά την «ιδρυτική πράξη» θυματοποίησής τους σε αυτό το ταξίδι προς την Ευρώπη. Ισχυρισμοί όπως «πετάξαμε τα διαβατήρια στη θάλασσα» ή «μας είπε ο διακινητής να τα πετάξουμε» αποτελούν μια ενσυνείδητη απεμπόληση της (νόμιμης) ταυτότητας του υποκειμένου και σηματοδοτούν το πέρασμα σε μια άλλη, νέα, ακόμα πιο επισφαλή από την προηγούμενη. Η ταυτότητα του υποκειμένου (δεν) γίνεται δεκτή ως αληθής μόνο «κατά δήλωσή του» - με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη ζωή του. Εξ ορισμού, όμως, η συνθήκη αυτή είναι ένα άνοιγμα προς την ευαλωτότητα, μια δεξίωση του κινδύνου άνευ όρων. Για τον λόγο αυτό δεν έχει σημασία εάν οι ισχυρισμοί του υποκειμένου είναι ψευδείς ή αληθείς αλλά ότι έχουν αντικειμενικές συνέπειες για το ίδιο. Φτάνοντας στην Ελλάδα, οι μετανάστες χωρίς χαρτιά, εισέρχονται σε έναν νέο κύκλο θυματοποίησης, «θεσμικής» αυτή τη φορά, που αφορά τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησής τους, την εκπαίδευσή τους, τις δυνατότητες νόμιμης ένταξης στην κοινωνία όπου διαβιούν, αρκετοί από αυτούς αδιαλεί-

πτως επί πολλά συναπτά έτη. Πέρα, όμως, από την προηγηθείσα δομική θυματοποίησή στο τόπο τους και τη θεσμική στη χώρα προορισμού, η επικρατούσα πρόσληψη για την άμεση και γραμμική σύνδεση της μετανάστευσης με την εγκληματικότητα συμβάλλει περαιτέρω στη θυματοποίησή τους απέναντι στην ποινική δικαιοσύνη. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι από την αντίστιξη που δημιουργείται στη βάση του φυλετικού/εθνικού στοιχείου μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών, παράγεται μία ακόμη: η αντίστιξη του νομοταγούς έλληνα πολίτη και του εγκληματία μετανάστη, η οποία ενισχύει την πρώτη και μεταφέρει προϋπάρχουσες συγκρούσεις στο επίπεδο της ποινικής δικαιοσύνης. Εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη την έλλειψη πλαισίου και πρακτικών για την προστασία και αρωγή των θυμάτων ρατσιστικής βίας, τις επιχειρήσεις «φιλοξενίας» σε ενηλίκους και ανηλίκους που εγκλείονται επί μακρόν σε κέντρα κράτησης ή σε κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων, μέσα σε άθλιες και εξευτελιστικές συνθήκες διαβίωσης και μεταχείρισης, διαφαίνεται πόσο σύνθετη καθίσταται η διαχείριση της μετανάστευσης σε πολιτειακό επίπεδο, στο βαθμό που μπορεί να αποτελέσει, μεταξύ άλλων, προσδιοριστικό παράγοντα τριών φαινομένων: της εγκληματογένεσης, της εγκληματοποίησης και της θυματοποίησης. Η θυματοποίηση, όμως, δεν σταματά εκεί, αλλά, μέσω θεσμικών πρακτικών, εκτείνεται, «διαγενεακά» στα παιδιά των μεταναστών, τα οποία ενέχουν ρόλο διελκυστίνδας μεταξύ νόμιμου/παράνομου, και συνιστά το μέτρο βάσει του οποίου διαμορφώνεται η ζωή τους· συχνά στη μόνη χώρα που έχουν γνωρίσει. Αν και η θυματοποίηση στο ρατσιστικό έγκλημα παραμένει από τις πιο βίαιες, εντούτοις, αποτελεί μία μόνο από αυτές που υφίστανται οι μετανάστες σε έναν διαρκή κύκλο (ανα)τροφοδότησης περιστάσεων κινδύνου και αποκλεισμού. Έπειτα από κάθε νέα θυματοποίηση, το υποκείμενο αναφύεται ακό-

μα πιο ευάλωτο και, ως εκ τούτου, με αυξημένες πιθανότητες να θυματοποιηθεί στο μέλλον. Μεταξύ της ανίσχυρης θέσης του υποκειμένου και της συχνότητας θυματοποίησης διαπιστώνεται θετική σχέση. Συχνά, το υποκείμενο ζει σε πλαίσιο όπου διαφορετικές μορφές θυματοποίησης είναι ταυτοχρόνως παρούσες, ενώ παράλληλα μπορεί να βιώνει μια δυστοπική κατάσταση, ικανή να στερήσει ακόμα και το «δικαίωμα στα δικαιώματα» (Χ. Άρεντ) Έτσι, λίγο πλησιέστερα προς την αναγνώριση των εγκλημάτων ρατσιστικού μίσους και λίγο βαθύτερα προς τους νεκρούς στη θάλασσα της Μεσογείου, αναφαίνεται, παρά το σύνολο των γραπτών διακηρύξεων, των δεσμευτικών κανόνων, των αρχών του νομικού μας πολιτισμού και της δικαιικής μας κουλτούρας, η πιο ακραία στάση της Δύσης απέναντι στην ανθρώπινη ζωή, ως ύπαρξη και ως αξία «αποπουκιανπροέρχεται». Ο θάνατος των μεταναστών είτε από το ρατσιστικό έγκλημα είτε από τις βίαιες και μαζικές επαναπροωθήσεις ή τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας δεν είναι παρά το -«μοιραίο»- τέλος σε αυτό το ταξίδι θυματοποίησης. H περιγραφή αυτού του ταξιδιού επιχειρεί να συμβάλει στην κατανόηση της κατάστασης και στη συσχέτιση διαφορετικών χρονικών στιγμών, γεωγραφικών σημείων και κοινωνικών γεγονότων μεταξύ τους. Η μετανάστευση φτωχών από φτωχές χώρες συνιστά ένα μακρύ ταξίδι θυματοποίησης προς δυσμάς που εμπεριέχει σε κάθε ενδιάμεσο σταθμό -γεωγραφικό, χρονικό, κοινωνικό- τη σταδιακή απέκδυση των δυνατοτήτων ασφάλειας και προστασίας του υποκειμένου, την κλιμάκωση της ευαλωτότητάς του, την αδυνατότητα διεκδίκησης μιας αποδεκτής και αναγνωρίσιμης ταυτότητας. Η ιεράρχηση της ανθρώπινης ζωής στο πλαίσιο μιας διεθνικής κοινωνικής γεωγραφίας, άρα και ο κίνδυνος θυματοποίησης, υποδηλώνει όχι μόνο ότι ορισμένοι χάνουν μέρα τη μέρα την «αξία» τους εδώ αλλά ότι δεν είχαν κι αυτή που έπρεπε ούτε εκεί όπου ήταν. Η αξία που αποδίδεται στους μετανάστες εδώ δεν είναι ανεξάρτητη της αξίας που είχαν εκεί, αλλά και της αξίας που χάνουν σταδιακά έως να «φθάσουν». Υπό αυτό το πρίσμα, ατομικά προβλήματα και προσωπικές διαδρομές συνδέονται με τα ζητήματα της κοινωνικής δομής όχι μόνο σε ένα γεωγραφικό πλαίσιο αλλά και σε διαφορετικά. Παρ’ όλα αυτά, το ερώτημα περί δικαίου παραμένει. Και, ίσως, εδώ, στον δυτικό κόσμο η υποχρέωση απάντησης είναι πιο επιτακτική σήμερα, προκειμένου να αντιμετωπισθούν προϋπάρχουσες και υφιστάμενες αδικίες, μέσω της έμπρακτης θεσμικής συναίνεσης ότι όριο του «συνόρου» είναι τα δικαιώματα του ανθρώπου, «γρανίτες προς τ’ άρμενά του».2

1 Φαινόμενα τέτοιου είδους δεν είναι πρωτόγνωρα, αλλά αρκετά παλαιά στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ενδεικτικά αναφέρονται το κυνήγι μαγισσών στον Μεσαίωνα, οι επιθέσεις εναντίον των Εβραίων, των Τσιγγάνων, το λιντσάρισμα στις ΗΠΑ, η δράση της Κου-Κλουξ-Κλαν. 2

Τ.Σ. Έλιοτ, «Μαρίνα» (μτφρ.Γ.Σεφέρης).


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2014

29

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Φόβος και ελπίδα μπροστά στην κάλπη ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΣΑΜΠΕΚΗ Μια συντηρητική ψήφος που εδράζεται πρωτίστως στον φόβο, μια προοδευτική (ριζοσπαστική, και ενίοτε αντισυστημική) ψήφος που εδράζεται κυρίως στην ελπίδα. Με αυτό το δίπολο θα μπορούσε κανείς να περιγράψει, σχηματικά αλλά όχι ανακριβώς πιστεύω, τον πολιτικό ανταγωνισμό σήμερα. Ακριβώς στην τομή φόβου και ελπίδας (αν και όχι μόνο εκεί) μπορούμε να αναζητήσουμε την ερμηνεία της δυναμικής του ιδιότυπου μορφώματος του Στ. Θεοδωράκη, απέναντι στο οποίο εκφράζεται αμήχανα σημαντικό κομμάτι της Αριστεράς. Το «Ποτάμι» μπορεί σε πολλά σημεία, και ιδιαίτερα στις τοποθετήσεις του για την οικονομία, να μην κινείται μακριά από την κοινοτοπία της νεοφιλελεύθερης πεπατημένης, και με αυτή την έννοια να μην εκφράζει τίποτα το ουσιαστικά νέο ή καινοτόμο. Από την άλλη, ο τρόπος και το ύφος του πολιτεύεσθαι που έχει επιλέξει οικοδομείται πάνω σε έναν ιδιότυπο αντισυστημισμό, ο οποίος δεν είναι μόνο αντι-κομματικός αλλά και αντι-πολιτικός. Και εδώ – όσο και αν μας ξενίζει ίσως– υπάρχει ένας ουσιαστικός χώρος ζήτησης από τη μεριά της

Ο Γιώργος Κατσαμπέκης είναι υποψήφιος δρ του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

κοινωνίας. Κι αυτό γιατί τα δύο παραδοσιακά κόμματα της μεταπολίτευσης, με τη δική τους κατάρρευση, συμπαρέσυραν και την ίδια την ιδέα του κόμματος ως βασικού πυλώνα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενώ απαξίωσαν και την ίδια την πολιτική ως ανοιχτή και διηνεκή αγωνιστική αντιπαράθεση γύρω από τους όρους διευθέτησης των κοινών υποθέσεων σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η μέση αριστερή κριτική πένα (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει) δεν διακρίνει μάλλον τίποτα ιδιαίτερα «αντι-συστημικό» ή «ανανεωτικό» σε ένα αυστηρά προσωποκεντρικό και αρχηγοκεντρικό κόμμα, χτισμένο γύρω από έναν δημοφιλή δημοσιογράφο που ποτέ δεν ήρθε σε ρήξη με το σύστημα διακυβέρνησης των τελευταίων δεκαετιών. Από την άλλη, αυτό το βλέμμα δεν συναντιέται απαραίτητα και με το βλέμμα ενός σημαντικού κομματιού της κοινωνίας που, μέσα στην απόγνωση, την αγανάκτηση και την κόπωσή του, φαίνεται πως αρκείται να δει μερικά «αμόλυντα» πρόσωπα στην πολιτική· έναν αρχηγό με σακίδιο και βέσπα, που υιοθετεί μια πιο casual στάση στα τηλεοπτικά παράθυρα· ένα στυλ που παραπέμπει περισσότερο στην εικόνα του «outsider». Οι ονλάιν απλοποιημένες διαδικασίες, η απουσία κομματικής γραφειοκρατίας και τοπικών οργανώσεων με την παραδοσιακή τους μορφή, μερικές «πιασάρικες» (σχεδόν σλογκανικές) προτάσεις στη θέση επεξεργα-

σμένου προγράμματος, εκλαμβάνονται ως στοιχεία ανανέωσης. Ως βήματα προς «τα μπρος», προς μια νέα και διαφορετική μορφή συγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου – ακόμα κι αν στην πράξη τείνουν να αναπαραγάγουν τις παθογένειες του παραδοσιακού κομματικού συστήματος. Σε κάθε περίπτωση, το «Ποτάμι» δείχνει να αρθρώνεται γύρω από τον άξονα της «ελπίδας», και αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Σ’ αυτό το σημείο έγκειται, κατά τη γνώμη μου, και η μείζων πρόκληση για την Αριστερά: η καλλιέργεια ενός δημιουργικού κινητοποιητικού συναισθήματος ελπίδας στην κοινωνία, κάτι το οποίο προϋποθέτει ότι πείθεις για την επάρκειά σου ως δύναμη ρήξης και ριζικής ανανέωσης απέναντι σε ένα σύστημα που έχει αγγίξει (αν δεν έχει ξεπεράσει) τα όριά του. Ως δύναμη που δεν θα επαναφέρει απλώς ορισμένα από τα απολεσθέντα «κεκτημένα», αλλά φιλοδοξεί να θέσει τους όρους μιας νέας διευθέτησης: μιας νέας ηγεμονίας, με σαφώς δημοκρατικό και προοδευτικό πρόσημο. Αυτή η στάση προϋποθέτει μια γενναία θετική οικειοποίηση (και) της μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Κάτι το οποίο, νομίζω, μένει να αναδειχθεί από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στην προεκλογική του καμπάνια μέχρι τώρα έχει υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό την προβολή της απώλειας (και κάποτε της νοσταλγίας), δίνοντας έτσι μεγαλύτερη έμφαση στην ανάκτηση των απολεσθέντων, και συνεπώς την

επιστροφή σε ένα πρόσφατο παρελθόν. Πώς αλλιώς να κατανοήσουμε το σύνολο των αφισών στις οποίες αναπαράγεται η ίδια απώλεια, στις διαφορετικές της μορφές: το ψυγείο μας που άδειασε, οι επιχειρήσεις μας που έκλεισαν, τα φάρμακα που δεν μπορούμε να αγοράσουμε, η φωνή μας (ΕΡΤ) που σίγησε, τα παιδιά μας που μετανάστευσαν κ.ο.κ.; Αδιαμφισβήτητα, αυτή η αφήγηση παραπέμπει σε μια βιωμένη πραγματικότητα, ένα χαίνον κοινωνικό τραύμα με το οποίο όλοι οφείλουν να αναμετρηθούν. Ωστόσο, αν αυτή η εικόνα δεν ισορροπεί με ένα σαφές θετικό πρόταγμα που θα τονίζει και θα προεικονίζει ξεκάθαρα την προοπτική μιας ριζικής δημοκρατικής ανασυγκρότησης, επαναφέροντας έμπρακτα (και όχι μόνο με εγκλήσεις) το λαϊκό υποκείμενο στο κέντρο των πολιτικών διεργασιών και των αποφάσεων, υπάρχει ένας σημαντικός κίνδυνος: να εγκλωβιστεί η Αριστερά σε μια μάχη οπισθοφυλακών (κάτι που σε μεγάλο βαθμό αναγκαστικά και δικαιολογημένα έχει γίνει μέχρι σήμερα), υπερασπιζόμενη κεκτημένα και απολεσθέντα, μένοντας, τελικά, με το στίγμα της «αντιμεταρρυθμιστικής» (και επομένως συντηρητικής) δύναμης. Η μάχη όμως της Αριστεράς σε καιρούς μείζονος κρίσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, σε καιρούς ρευστούς και μεταβατικούς, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι (μόνο) μάχες οπισθοφυλακών.

Ο φόβος της Αριστεράς ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΚΑΛΑΡΓΑΛΗ Στις 5 Ιουλίου 1931 πραγματοποιήθηκε αναπληρωματική εκλογή στον Νομό Λέσβου (εξαιτίας της παραίτησης του βουλευτή Βύρωνα Καραπαναγιώτη). Σ’ αυτές ο υποψήφιος της Αριστεράς (ΚΚΕ), Αχιλλέας Κοντάρας, συγκέντρωσε το 21,39% των ψήφων, ενώ στις προηγούμενες εκλογές του 1928 (Ενιαίον Εκλογικόν Μέτωπον) είχε λάβει μόλις 5,37%. Ταυτόχρονα, οι ψήφοι των Φιλελευθέρων από 82,95% ελαττώθηκαν περίπου στο μισό (46,53%). Αυτές οι δύο μεταβολές θορύβησαν πολλούς. Ανησύχησαν για την άνοδο της Αριστεράς — όπως και σήμερα. Στις τοπικές εφημερίδες δημοσιεύθηκαν δύο άρθρα που σχολιάζουν τα αποτελέσματα και τα αίτιά τους. Ο αρθρογράφος με το ψευδώνυμο ΤΡ.ΑΠ.ΕΡΙΑΝΟΣ γράφει απ’ την κωμόπολη Πολιχνίτος της Λέσβο, στην εφημερίδα Ταχυδρόμος (9.7.1931), για το εκλογικό αποτέλεσμα, στο άρθρο «Ο κόσμος πείνασε. Ξεγυμνώθηκε, ξεπαπουτσώθηκε». Περιγράφει την κατάσταση του χωριού του, η οποία είναι η ίδια σε πολλά χωριά, αλλά παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με το σήμερα: «Παλιοί κτηματίαι νοικοκυρεμένοι, σήμερα δυστυχούν μαζί με τις οικογένειές των. Δεν έχουν στην τσέπη των ούτε τη δραχμή για καφέ. Πολλοί δεν κατεβαίνουν στο χωριό γιατί ο

Ο Αριστείδης Καλάργαλης είναι δάσκαλος, διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

τσαγκάρης τούς αρνήθηκε την πίστωση και από πολλού το πόδι τους ξέμαθε να φορεί παπούτσι. Είναι οικογένειες που μόνη τροφή τους έχουν τα κουκιά προϊόν της εποχής και λάδι. Στερούνται και το ψωμί των ακόμα και το κάθε είδος της ανάγκης αφού ο βερεσές έπαψε προ πολλού. […] Στα καφενεία δεν κατεβαίνει τα βράδια, γιατί έτσι που κατήντησε ντρέπεται κι αυτός τον εαυτό του». Φοβάται για το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών, γιατί η ψήφος των πολιτών θα είναι «μαύρη βγαλμένη απ’ τις μαυρισμένες ψυχές των. Μαύρη η ψήφος γι’ αυτούς που δε φάνηκαν πιστοί στην εργαζόμενη και μοχθισμένη τάξη, μαύρη πέρα ως πέρα για αυτούς που παρασύρθηκαν απ’ τους κεφαλαιοκράτες και μεγαλοβιομηχάνους και ξέχασαν ολότελα στο ύπαιθρο, τον ήλιο και στη βροχή τον κόσμο ο οποίος με τον ιδρώτα και τις στερήσεις του πληρώνει τους υπέρογκους φόρους στο κράτος τους οποίους χαμοτρώνε οι λυμεώνες των συμβάσεων και οι Ευρωπαίοι τοκογλύφοι». Ζει στο χωριό του και αντιλαμβάνεται ότι οι συγχωριανοί του, όπως και οι κάτοικοι των άλλων χωριών, δεν αντέχουν πλέον την παραπλάνηση: «Την πάθαμε μια, την πάθαμε δυο, λεν οι καημένοι μ’ όλο το δίκιο μ’ όλη τους τη ψυχική αγανάχτηση. Δεν την ξαναπαθαίνουμε πια […] θα ψηφίσουμι δικούς μας ανθρώπους που θα μας υποστηρίξουν. Όχι καφαλαιοκράτες!». [Οι άνθρωποι του μόχθου] «κατάλαβαν την εκμετάλλευση που τους γίνεται, ξύπνησαν από τον λήθαργο και είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή να υποστηρίξουν τα συμφέροντα τους, χωρίς

να παραπλανηθούν με παχιά λόγια και με δημοκοπίες». Και, μετά από όλα αυτά συμπεραίνει ότι… φταίνε οι κομμουνιστές: «Οι Κουμμουνισταί βρίσκουν πρόσφορο το έδαφος και δρουν. Έχουν προσαρτήσει πολλούς αφελείς και ανήξερους ανθρώπους οι οποίοι παρασύρονται πολύ εύκολα με τα επιχειρήματα και τις ιεροδιδασκαλίες των αντιπροσώπων της Μόσχας». Για τον αρθρογράφο οι νέοι δεν σκέφτονται πολιτικά, δεν επιλέγουν τους υποψηφίους ταξικά ή λόγω της άσχημης οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης αλλά, «η νεολαία κουμμουνίζει γιατί το παίρνει της μόδας». Τους κατηγορεί ότι είναι «φύσει οκνηροί που τεμπελιάζουν αιωνίως προσέτρεξαν και ασπάσθηκαν τη θρησκεία του Λένιν. […] Ο Κομμουνισμός οργιάζει, υπερτρακόσιοι κομμουνισταί συνεδριάζουν σε εξοχικές τοποθεσίες τας μεταμεσονυκτίους ώρας οι αρχηγοί ρητορεύουν και οι λοιποί χειροκροτούν». Πολλοί από τους ψηφοφόρους που επέλεξαν το ψηφοδέλτιο του Αχιλλέα Κοντάρα ήταν, για τον αρθρογράφο, «αφελείς οι οποίοι αύριο θα χτυπούν το κεφάλι τους στο τοίχο όταν καταλάβουν πόσο άδικα μεταχειρίστηκαν την ψήφο των, παραδίδοντάς την στους άεργους μπαγαπόντες της Μόσχας». Την ίδια μέρα (9.7.1931), στην εφημερίδα Δημοκράτης της Λέσβου αναδημοσιεύεται άρθρο της αθηναϊκής εφημερίδας Έθνος, για το ίδιο θέμα: «Το γεγονός ότι επί 21.542 ψηφισάντων ο κομμουνιστής υποψήφιος συνεκέντρωσε

4680 ψήφους —δηλαδή το εν τέταρτον— αποτελεί μίαν σαφή προειδοποίησιν προς τα όλα τα αστικά κόμματα, ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων […] Πρόκειται περί κινδύνου του αστικού καθεστώτος, διαγραφομένου ήδη εναργώς και μη προερχομένου εκ μέρους των κεκηρυγμένων εχθρών του, διά τους οποίους υπάρχει και το ιδιώνυμον». Όπως και σήμερα, ο αρθρογράφος προτείνει να ενωθούν τα υγιή κόμματα. «Οφείλουν να υπεραμυνθούν και αυτού του κινδυνεύοντος κοινωνικού συνόλου και να συμπράξουν διά την σύμπηξιν ενιαίου αστικού μετώπου κατά του ολονέν ενισχυόμενου αριστερισμού». Για το συμφέρον του αστικού κόσμου, λέει, κυβέρνηση και αντιπολίτευση πρέπει να συνεργαστούν, να διδαχτούν από το «σωτήριον μάθημα της Μυτιλήνης». Σα να τους ακούμε σήμερα: «Προσοχή, οι κόκκινοι έρχονται!».


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2014

30

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Μια πιο «δημοκρατική δημοκρατία» Η δημοκρατία της Αριστεράς, η κυβέρνηση της Αριστεράς ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΟΥΖΕΛΗ

Στα 1899, στην κριτική της στον Μπέρνσταϊν, γράφει η Λούξεμπουργκ: «Από το γεγονός ότι ο αστικός φιλελευθερισμός εξέπνευσε, προκύπτει μόνο ότι το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα σήμερα ακριβώς είναι και μπορεί να είναι το μοναδικό στήριγμα της δημοκρατίας και ότι δεν είναι τα πεπρωμένα του σοσιαλιστικού κινήματος προσδεδεμένα στην αστική δημοκρατία, αλλά αντίθετα τα πεπρωμένα της δημοκρατικής ανάπτυξης είναι προσδεδεμένα στο σοσιαλιστικό κίνημα». Σε τι μπορεί να συνίσταται αυτή η οδηγημένη από ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα και πρόταγμα, δημοκρατική ανάπτυξη; Σημαίνει ενίσχυση και πολλαπλασιασμό όλων εκείνων των πτυχών της δημοκρατικής οργάνωσης που ενέχουν στοιχεία τα οποία υπερβαίνουν την αστική της μορφή, που ήδη στον καπιταλισμό κυοφορούν μια άλλη κοινωνία, που είναι ήδη σοσιαλιστικά. Σημαίνει όμως ακόμα περισσότερο επινόηση τέτοιων στοιχείων, συγκρότηση και ανάδειξη σοσιαλιστικών μορφών διαμόρφωσης γνώμης, ελέγχου, συμμετοχής, άσκησης εξουσίας, μορφών που μπορούν να εγγραφούν στο δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο διευρύνοντάς το, δίνοντάς του ριζικά νέα χαρακτηριστικά, μορφών που υπηρετούν την αριστερή επίλυση της κρίσης της δημοκρατίας, μορφών που λειτουργούν ως καταλύτες για τη ριζική μεταβολή του αστικού κράτους, των αστικών πολιτικών σχέσεων.

Ξεκινώ με το δάνειο από τον Πουλαντζά, παραφράζοντάς τον: η δημοκρατία ή θα είναι σοσιαλιστική ή δεν θα είναι δημοκρατία. Η κρίση έχει αναδείξει στην απλότητά της, στη γυμνή της αλήθεια, την εγγενώς αντιφατική σχέση μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού. Έχει επιτρέψει στις δυνάμεις που ελέγχουν την πολιτική και κατέχουν την οικονομική εξουσία να συρρικνώσουν σε μέγιστο βαθμό την ανταπόκριση του καθεστώτος στις λαϊκές αξιώσεις. Έχει νομιμοποιήσει την αναίρεση κατακτήσεων και δικαιωμάτων και επομένως την επιβολή πιο επιθετικών όρων αξιοποίησης-εκμετάλλευσης της εργασίας. Έχει καταστήσει πολιτικά σαφές πως, σε κάθε πίεση, το κεφάλαιο θα θυσιάσει θεσμικά περιεχόμενα και κοινωνικές παραχωρήσεις, ώστε να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις διευρυμένης αναπαραγωγής του· πως όπου και όσο μπορεί θα περιορίσει τις αρχές συγκρότησης της αστικής κοινωνίας –την ισότητα και την ελευθερία που ορίζουν τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής– στο νομικο-οικονομικό τους περίβλημα, στις τυπικές προϋποθέσεις σύναψης συμβολαίων· πως όσο η λογική αλλά και ο τυχοδιωκτισμός του κυριαρχεί, η αντίφαση μεταξύ ισότητας και ιδιοκτησίας, μεταξύ λαϊκής κυριαρχίας και οικονομικής δεσποτείας θα επιλύεται υπέρ της δεύτερης.

Η αστική δεξίωση του φασισμού Στην Ελλάδα της Χρυσής Αυγής, αλλά υποθέτω και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες από τη Γαλλία και την Ιταλία έως τη Νορβηγία και την Ουγγαρία –αφήνω να καταλαγιάσει η σκόνη κι η πυρίτιδα πριν αναφερθώ στην Ουκρανία–, παντού, η ενίσχυση και αστική δεξίωση του φασισμού, αλλά ακόμα και οι σπασμωδικές αντιδράσεις με την επιβαλλόμενη αναγνώριση της απειλής του, συνόδευσαν την αποσταθεροποίηση των δημοκρατικών θεσμών που οργανωμένα προωθεί το μπλοκ εξουσίας, μέσω της αδρανοποίησής τους. Αδρανοποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς για να ακυρώσει τις λαϊκές αξιώσεις που αρθρώνονται στο όνομά τους και με την αγωνιστική τους αξιοποίηση: σύνταγμα, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, κοινοβουλευτικός έλεγχος, αυτοδιοίκηση, δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα, δημόσιος λόγος και δημόσιος διάλογος, λογοδοσία και διαφάνεια, αιρετή και αναιρέσιμη εκπροσώπηση, ελεύθερη και ισότιμη πληροφόρηση και έκφραση. Ότι αυτή η διαδικασία αποσταθεροποιεί και το ίδιο το πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η αστική οργάνωση της κοινωνίας αποτελεί εν μέρει προϋπολογισμένο ρίσκο, όπως οι πολιτικές που την προετοίμασαν και τη συνοδεύουν: η μεταπολεμική ανοχή και παρακρατική στήριξη του φασιστικού δυναμικού και η καλλιέργεια ακραίων εθνοκεντρικών λόγων και

Ο Μάκης Κουζέλης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το άρθρο βασίζεται στην εισήγηση του στο διεθνές συνέδριο «Η Αριστερά στην κυβέρνηση.Τι, γιατί και πώς», που οργάνωσε το Παράρτημα Ελλάδας του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, στις 20-21 Μαρτίου, στην Αθήνα.

Αλληλεγγύη, ο απωθημένος πόλος της αστικής επανάστασης Ανρί Ματίς, «Σχεδίασμα για τον παράξενο χορό της φαραντόλα», 1938

αυταρχικών νοοτροπιών. Αποτελεί όμως εξίσου και απουσία σχεδιασμού, προϊόν της χαρακτηριστικά ανορθολογικής καπιταλιστικής ανακλαστικότητας, μιας τρόπον τινά διαλεκτικής του σκοταδισμού. Η γενικευμένη στην Ελλάδα διαπίστωση για την αναποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος, για την αποσύνθεση του συστήματος εκπροσώπησης και πρωτίστως για την αναξιοπιστία των αστικών πολιτικών κομμάτων συνιστούν μια πολιτική και κοινωνική κρίση, η δυναμική της οποίας εκτρέφει τη ναζιστική απειλή, όσο δεν διοχετεύεται στην προοπτική υπέρβασης των αντιφάσεων που την γεννούν.

Η αξίωση της δημοκρατίας Επομένως, η αξίωση της δημοκρατίας, μόνιμα ελλιπής εντός του καπιταλισμού και σε διαρκή ένταση με το περιεχόμενο που υλοποιείται στο όνομά της, είναι αξίωση εκδημοκρατισμού των θεσμών που ορίζουν τη δημοκρατία ως τρόπο οργάνωσης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Είναι αξίωση εκπλήρωσης της υπόσχεσης που δηλώνεται με την αναφορά στο κράτος, την κυριαρχία του δήμου. Στο δυναμικό πεδίο μεταξύ αξίωσης και θέσμισης, η δημοκρατία αναδεικνύεται σε ανταγωνιστικής εννοιολόγησης διακύβευση. Στο όνομά της ασκείται η κριτική των θεσμών που την υλοποιούν σε αστικές συνθήκες. Αυτήν επικαλείται όμως και ο λόγος που απαιτεί συμμόρφωση και υποταγή στα δεδομένα μιας ορισμένης πολιτειακής οργάνωσης. Εκδημοκρατισμό αξιώνουν οι λαϊκές διεκδικήσεις, ο δήμος, με την παραπομπή στην υποστασιο-

ποιημένη δημοκρατία της αντιπροσωπευτικότητας ανταπαντούν οι δυνάμεις που ελέγχουν το κράτος. Αρνούμενη την αναγωγή της δημοκρατίας στη θεσμική της συρρίκνωση, η Αριστερά κληρονομεί από τις μεγάλες λαϊκές επαναστάσεις και διασώζει μια έννοια και μια αρχή ριζικού μετασχηματισμού: την απαίτηση απόδοσης της εξουσίας στον λαό, σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής, πολιτισμικής και οικονομικής ζωής. Δημοκρατία σημαίνει πάντοτε περισσότερη δημοκρατία. Και περισσότερη δημοκρατία σημαίνει άμεση συμμετοχή, ουσιαστική ισότητα, δίκαιη κατανομή, ελεύθερη προσωπική διαμόρφωση. Υπερασπιζόμενη τη δημοκρατία, πάντα, αλλά ιδίως σήμερα προ της νεοναζιστικής απειλής και των αυταρχικών αγριοτήτων του νεοφιλελευθερισμού, η Αριστερά είναι υποχρεωμένη να την επεκτείνει και να τη βαθύνει. Είναι υποχρεωμένη να ενισχύσει και να ριζοσπαστικοποιήσει εκείνες τις πλευρές της δημοκρατίας που της επιτρέπουν να διεκδικήσει το πλήρες περιεχόμενο της δημοκρατικής αξίωσης. Είναι υποχρεωμένη να βρει, να φτιάξει και να επιβάλει θεσμούς και διαδικασίες που θα εξασφαλίζουν ακριβώς την έκφραση της δυναμικής της, θεσμούς και διαδικασίες που θα προωθούν τον διαρκή εκδημοκρατισμό της κοινωνίας – θεσμούς και διαδικασίες σοσιαλιστικές. Υπ’ αυτή την έννοια πρέπει πράγματι για να σώσουμε τη δημοκρατία, για να πραγματώσουμε το πλήρες της περιεχόμενο, να την κάνουμε σοσιαλιστική. Σ’ αυτό αναφέρεται η παράφραση του Πουλαντζά.

Αναμενόμενα, στον αντίποδα της νεοναζιστικής απειλής, η αντίσταση της κοινωνίας, η αντίσταση των δυνάμεων της εργασίας, η αντίσταση της Αριστεράς έχει ήδη αναδείξει τέτοιες μορφές ως απάντηση στη λαίλαπα της κρίσης. Οι μορφές αυτές συναρθρώθηκαν πρωτίστως με τον απωθημένο πόλο της αστικής επανάστασης, την αλληλεγγύη. Και φέρουν διακριτικά ριζοσπαστικής δημοκρατίας: αυτοδιοίκηση, άμεση συμμετοχή και συλλογικό αναστοχαστικό έλεγχο, σχεδιασμό βάσει αναγκών και δυνατοτήτων προσφοράς, δημόσιο και διαλογικό προγραμματισμό αλλά και διεύθυνση, άρση της εξουσιαστικής διάκρισης μεταξύ στελεχών και ωφελούμενων – αλλά κυρίως φέρουν το σημείο της σοσιαλιστικής ρήξης: τη συλλογική πρωτοβουλία. Αυτό το πρότυπο, αυτές οι μορφές συλλογικής υποκειμενικότητας και λαϊκής συμμετοχής είναι εκείνες που καλείται η Αριστερά να ενισχύσει, για να διασώσει τη δημοκρατία δίνοντάς της ένα ζωντανό, σοσιαλιστικό περιεχόμενο. Και γι’ αυτόν τον ρόλο η κοινωνία την χρειάζεται στην κυβέρνηση. Η κοινωνία χρειάζεται κυβέρνηση της Αριστεράς για να επεκτείνει και να δώσει ισχυρή υπόσταση στους θεσμούς που υπηρετούν ή μπορούν να υπηρετήσουν τη δημοκρατία. Κι ας είναι σαφές: εδώ είναι η δημοκρατική αξίωση που θα αναμορφώσει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτό για την πολιτική σημαίνει να ενισχυθούν στο Σύνταγμα οι εξουσίες των λαϊκών εκπροσώπων, εναντίον της δυνάμει αυθαίρετης ισχύος του εκτελεστικού. Σημαίνει να κατοχυρωθούν οι δυνατότητες διαφάνειας, κοινωνικού ελέγχου, λογοδοσίας, αιρετότητας και αναιρεσιμότητας όλων των εκτελεστικών οργάνων καθώς και η δικαιοδοσία των ενδιάμε-


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2014

35

ΕΝΘΕΜΑΤΑ σων τοπικών ή κλαδικών εκπροσωπήσεων. Σημαίνει το Κοινοβούλιο να συνδεθεί με το κοινωνικό σώμα πέραν της εκπροσώπησης και των εκλογών, μέσω θεσμών τακτικής και τοπικής αναφοράς, διερεύνησης και διαβούλευσης. Σημαίνει κυρίως θεσμοποίηση διαδικασιών αυτοοργάνωσης και πολιτικής έκφρασης των πολιτών σε τοπικό και κοινοτικό επίπεδο, και επομένως ανάλογες μεταβολές στο πλαίσιο λειτουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για την οικονομική δημοκρατία σημαίνει στήριξη των αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων αλλά και του κοινωνικού-εργατικού ελέγχου στις συμβατικές. Σημαίνει άρση της τυφλής τυχαιότητας στην οικονομία μέσω σχεδιασμού και διαμόρφωσης προτεραιοτήτων εκ μέρους ενός κράτους κυριολεκτικά κοινωνικού. Σημαίνει απόδοση στο δημόσιο, και επομένως δημόσιο έλεγχο, των κέντρων διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής και χρηματοπιστωτικής διαχείρισης. Σημαίνει όμως και ένταξη στην οικονομία, εξασφάλιση οικονομικής βιωσιμότητας των πρωτοβουλιών κοινωνικής αλληλεγγύης και λαϊκής παραγωγικής πρωτοβουλίας. Για την πολιτισμική και καθημερινή ζωή δημοκρατία σημαίνει πρωτίστως ισχυροποίηση του δημόσιου χώρου και της δημοσιότητας. Σημαίνει πραγματική και κατοχυρωμένη δυνατότητα ενημέρωσης, μόρφωσης γνώμης και συμμετοχής για τον κάθε πολίτη. Σημαίνει δημόσια ορατότητα της πολιτικής αλλά και δημόσια υπόσταση του κρατικού, λειτουργία δηλαδή του συνολικού κράτους βάσει λογικής και κινήτρων που προκύπτουν από το συμφέρον των λαϊκών τάξεων. Σημαίνει κατοχύρωση διαδικασιών δημοσίου ελέγχου και συμμετοχής σε όλα τα μέσα αλλά και συμμετοχική αναδιαμόρφωση όλων των ρυθμίσεων της καθημερινής ζωής του πολίτη.

Μια πιο «δημοκρατική δημοκρατία» Γι’ αυτά χρειάζεται η κοινωνία κυβέρνηση της Αριστεράς. Για να δώσει τη δυνατότητα επινόησης και την ισχύ επιβολής μορφών άμεσης συμμετοχής, θεσμών πιο βαθιάς, πιο δημοκρατικής δημοκρατίας. Και υπ’ αυτή την έννοια είναι το σοσιαλιστικό πρόγραμμα που θα διασώσει τη δημοκρατία. Η Αριστερά στην κυβέρνηση θα διασώσει τη δημοκρατία επανεγγράφοντάς την και εδραιώνοντάς την εντός μιας νέας διάταξης των δυνάμεων, μια νέας σχέσης πολίτη-πολιτείας μιας νέας προοπτικής, της σοσιαλιστικής. Γράφει στη συνέχεια του προηγούμενου αποσπάσματος η Λούξεμπουργκ: «Πραγματικά ο καπιταλισμός δίνει, πλάι και μαζί με τα εμπόδια, και τις μοναδικές δυνατότητες να πραγματοποιηθεί το σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Το ίδιο ισχύει όμως και σε σχέση με τη δημοκρατία. Αν η δημοκρατία έγινε για την αστική τάξη εν μέρει περιττή, εν μέρει εμπόδιο, για την εργατική τάξη είναι τόσο πιο αναγκαία και απαραίτητη. Είναι πρώτον αναγκαία γιατί δημιουργεί τις πολιτικές μορφές (αυτοδιαχείριση, δικαίωμα ψήφου και τα συναφή) που μπορούν να χρησιμεύσουν ως αφετηρίες και βάσεις για την εργατική τάξη στην αναμόρφωση της αστικής κοινωνίας. Είναι όμως δεύτερον απαραίτητη γιατί μόνο σε αυτήν, στους αγώνες για τη δημοκρατία, στην άσκηση των δικαιωμάτων της, μπορεί η εργατική τάξη να συνειδητοποιήσει τα ταξικά της συμφέροντα και τα ιστορικά της καθήκοντα. Με μια λέξη, η δημοκρατία είναι απαραίτητη όχι επειδή κάνει την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη περιττή, αλλά αντιστρόφως επειδή κάνει αυτή την κατάληψη εξουσίας τόσο αναγκαία όσο και μοναδικά δυνατή».

Ιατρικός τουρισμός και δύο ταχύτητες στην υγεία ΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΠΙΡΗ «Ο ιατρικός τουρισμός είναι μεγάλος στόχος για την κυβέρνησή μας. Εξαιρετικά μεγάλος στόχος. Είναι ένα κομμάτι της αγοράς όπου δυστυχώς, ενώ η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι πρώτη, όλα αυτά τα χρόνια την είχε αφήσει αναξιοποίητη και άλλες χώρες την έχουν αξιοποιήσει και κερδίζουν πάρα πολλά λεφτά. Άρα, θα το φέρουμε και στην Ελλάδα όσο μπορούμε πιο γρήγορα και φυσικά απενοχοποιούμε τον ιδιωτικό τομέα». Αυτά δήλωνε, πρόσφατα, ο υπουργός Υγείας. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό τον «εξαιρετικά μεγάλο στόχο». Καταρχάς, ο υπουργός αναφέρεται ξεκάθαρα σε διευκόλυνση της δραστηριοποίησης ιδιωτικών εταιρειών, οι οποίες θα παρέχουν ευρύ φάσμα υπηρεσιών ιατρικού τουρισμού προς επισκέπτες, σε ιδιωτικές μονάδες και ξενοδοχειακά συγκροτήματα, ίσως και ιδιωτικές πτέρυγες δημόσιων νοσοκομείων. Οι υπηρεσίες μπορεί να περιλαμβάνουν επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής, οδοντιατρικές υπηρεσίες, μη επείγουσες εγχειρίσεις, καθώς και υπηρεσίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (η οποία έχει αναγνωριστεί ως προτεραιότητα για τον ελληνικό ιατρικό τουρισμό). Ο ιατρικός τουρισμός προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης μεταξύ τόπου και υγείας, καθώς και την επαναχάραξη των ορίων μεταξύ όσων δικαιούνται και όσων δεν δικαιούνται πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Οι προτεραιότητες που τίθενται από την ηγεσία του Υπουργείου, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, προϋποθέτουν, κυνικά, μια νεοαποικιοκρατική θεώρηση περί πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, αγνοώντας σημαντικές παραμέτρους όπως το τοπικό πλαίσιο, η μέριμνα για τη δίκαιη διανομή κρατικών πόρων και ο σεβασμός στο περιβάλλον. Η δήλωση του υπουργού Υγείας πως η Ελλάδα θα μπορούσε να «είναι πρώτη» παγκοσμίως στην παροχή υπηρεσιών ιατρικού τουρισμού, μοιάζει ειρωνική. Το Σύστημα Υγείας είναι, σύμφωνα με επίσημα πορίσματα, σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένο, ενώ αρκετές θεραπείες δεν γίνονται την ώρα που πρέπει (κάτι που θα χειροτερέψει με τη, νομοθετημένη πλέον, εισαγωγή του πλαφόν στη συνταγογράφηση). Η επιλογή λοιπόν του υπουργού να επικεντρωθεί στον ιατρικό τουρισμό είναι, αν μη τι άλλο, δυσεξήγητη, καθώς αυτός εξ ορισμού απευθύνεται όχι στους κατοίκους της Ελλάδας, αλλά στους επισκέπτες. Αυτή η προσέγγιση των προτεραιοτήτων για την υγεία δημιουργεί τον κίνδυνο να δημιουργηθεί ένα σύστημα «δύο ταχυτήτων»: αφενός εγκαταστάσεις υψηλής τεχνολογίας που παρέχουν υπηρεσίες με χαμηλότερο κόστος σε σχέση με τη χώρα προέλευσης των ιατρικών τουριστών, αφετέρου εξαιρετικά ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες υγείας για τους «ιθαγενείς».

Η Δέσποινα Μπίρη είναι ερευνήτρια και αρθρογράφος στον τομέα της υγείας.

Έργο του Πωλ Ντελβώ

Το «σύστημα δύο ταχυτήτων» δεν είναι μια αόριστη, μεταφορική έννοια. Οι τουρίστες γίνονται αποδέκτες ιατρικής περίθαλψης εντός ιδιωτικών κλινικών και περιφραγμένων συγκροτημάτων αναψυχής, ενώ η μόνη επαφή με τους «ιθαγενείς» γίνεται στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών εντός του συγκροτήματος (στη λογική του “all inclusive”). Μια νεοαποικιοκρατική αντίληψη του συστήματος υγείας. Μπορούν τέτοιες δομές συμπερίληψης (των τουριστών) και αποκλεισμού (των ντόπιων) να συμβαδίσουν με μια αντίληψη δίκαιης κατανομής πόρων για την υγεία; Οι διαθέσιμοι ανθρώπινοι πόροι για το εγχώριο σύστημα υγείας εκτρέπονται λόγω της εισροής τουριστών, πράγμα που δημιουργεί ελλείψεις και ανισορροπίες, καθώς σημαντικό ποσοστό των επαγγελματιών του ιατρικού τομέα λειτουργούν με κίνητρο (και) τις υψηλότερες αποδοχές που ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να προσφέρει. Άλλη μια μεταφορά είναι ενσωματωμένη στην αναχάραξη των φυσικών ορίων της υγειονομικής περίθαλψης. Όπως το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν, έτσι και τα ελληνικά παραθαλάσσια θέρετρα και οι τεχνολογικά προηγμένες μονάδες επαναπροσδιορίζονται ως «θεραπευτικά τοπία»: «τοποθεσίες όπου το φυσικό και δομημένο περιβάλλον, οι κοινωνικές συνθήκες και η ανθρώπινη αντίληψη συνεισφέρουν στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που ευνοεί τη θεραπεία».1 Αυτή η μεταφορά όμως εμπεριέχει μια ασυνέπεια: κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του «θεραπευτικού τοπίου», η δημόσια υγεία κατακρημνίζεται συστηματικά, ενώ το φυσικό τοπίο σταδιακά καταστρέφεται. Το «θεραπευτικό τοπίο», άρα, είναι μια ουτοπική έννοια. Το ελληνικό τοπίο μετατρέπεται, έτσι, σε «αναρρωτικό μη τόπο», μια «μη διαφοροποιημένη εμπειρία»,2 στην οποία το τοπικό πλαίσιο δεν παίζει κανένα ρόλο. Όμως, ακριβώς αυτό το πλαίσιο εμπορευματοποιείται – από το μοναδικό πλεονέκτημα της ελληνικής φύσης μέχρι το άρτια καταρτισμένο ιατρικό προσωπικό. Ο λόγος περί ιατρικού τουρισμού βρίθει,

λοιπόν, λανθασμένων υποθέσεων και παραδοξολογιών. Το διακύβευμα είναι μεγάλο σε ό,τι αφορά την επιδείνωση παλιών και τη δημιουργία νέων υγειονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων καθώς και την καταπάτηση του φυσικού περιβάλλοντος προς όφελος ιδιωτών του τουριστικού και ιατρικού κλάδου. Χρέος μας, να ξεκινήσουμε έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο σχετικά με τους θεσμούς υγείας, τουρισμού και περιβαλλοντικής προστασίας που θέλουμε. 1 Gesler, W. (1992). «Therapeutic landscapes:

medical issues in light of the new cultural geography». Social Science & Medicine, 34(7), 735e746. 2 Holliday, R., Bell, D. κ.ά. (2013) “Beautiful fa-

ce, beautiful place: relational geographies and gender in cosmetic surgery tourism websites”, Gender, Place & Culture: A Journal of Feminist Geography, DOI: 10.1080/0966369X.2013.832655

ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 13 ΤΟΥ ΤΡΑΝΣΦΟΡΜ! Το ευρωπαϊκό Δίκτυο transform! διοργανώνει εκδήλωση, με αφορμή την ελληνική έκδοση του 13ου τεύχους του εξαμηνιαίου περιοδικού του, με θέμα: «Ευρώπη: Υπάρχει άλλος δρόμος!» την Τετάρτη 21 Μαΐου 2014, ώρα 19.00 Αίθουσα Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου (ΒΕΑ) Ακαδημίας 18, Αθήνα ΟΜΙΛΗΤΕΣ: Βάλτερ Μπαϊερ, συντονιστής του ευρωπαϊκού Δικτύου transform! Αριστείδης Μπαλτάς, πρόεδρος του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς. Χάρης Γολέμης, διευθυντής του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και νόμιμος εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού Δικτύου transform! Την εκδήλωση θα συντονίσει η Έλενα Παπαδοπούλου, οικονομολόγος, συντονίστρια της ελληνικής έκδοσης του περιοδικού. (θα υπάρχει διαδοχική μετάφραση)


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2014

36

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Επιστολή της αλυσίδας Public Απάντηση στο άρθρο της Ι. Μεϊτάνη «Μεγάλες προωθήσεις» («Ενθέματα», 11.5.2014) Η αλυσίδα καταστημάτων Public δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά από το 2005 κάνοντας αισθητή παρουσία της λόγω της μεγάλης γκάμας προϊόντων που διαθέτει, αλλά και του υψηλού επιπέδου εξυπηρέτησης που προσφέρει στον καταναλωτή. Μέσα από ένα διευρυμένο δίκτυο που αριθμεί 44 καταστήματα σε όλη την Ελλάδα, τα Public προσδοκούν να διευκολύνουν την πρόσβαση του καταναλωτή σε αγαθά που αποτελούν μέρος του σύγχρονου πολιτισμού. Παράλληλα, μέσα από περισσότερες 540 εκδηλώσεις βιβλίου και μουσική το χρόνο, φροντίζουν να λειτουργούν ως εστίες πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Είναι προφανές ότι για εμάς, η τεχνολογία, το βιβλίο, η μουσική δεν αποτελούν αντίθετες τάσεις, όπως συμβαίνει και στο εξωτερικό από άλλες αλυσίδες (βλ. Fnac). Είναι στοιχεία πολιτισμού και μπορούν όχι μόνο να συνυπάρχουν, αλλά και να αλληλοσυμπληρώνονται. Αυτή είναι η φιλοσοφία των καταστημάτων μας, την οποία επιτρέψτε μας να επισημάνουμε τιμούν με την προτίμησή τους εκατοντάδες χιλιάδες επισκεπτών και αναγνωστών ημερησίως. Άλλωστε, το γεγονός ότι τα Public εμπορεύονται προϊόντα τεχνολογίας ή εισιτήρια για θεάματα, δεν στάθηκε εμπόδιο να γίνουν ο νούμερο 1 προορισμός για το βιβλίο σε όλες τις κατηγορίες βιβλίου, από τη μαγειρική μέχρι την ποίηση και το δοκίμιο. Έχοντας επίγνωση της φύσης του οργανισμού μας κι εμπιστοσύνη στο αναγνωστικό κριτήριο του κοινού (σε αντίθεση με εσάς), σχεδιάσαμε τα «Βραβεία Βιβλίου Public». Στόχος της διοργάνωσης είναι να αποτυπώσουν με γνησιότητα τις αναγνωστικές του επιλογές, γι αυτό και σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν παρεμβάλλεται κριτική επιτροπή, είναι ο μοναδικός θεσμός για το βιβλίο που δίνει ‘βήμα’ αποκλειστικά και μόνο στον αναγνώστη. Στο διαγωνισμό έλαβαν μέρος περισσότερα από 1.000 βιβλία με επιλογές από τους ίδιους τους εκδότες (που ξεπέρασαν τους 100), αριθμός ικανός να αντιπροσωπεύσει το σύνολο σχεδόν της εκδοτικής παραγωγής για το 2013. Ως εκ τούτου, ο όρος «κάποιοι εκδοτικοί οίκοι» δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις στους αναγνώστες της εφημερίδας σας, καθώς δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και συνάμα προσβάλει το σύνολο του εκδοτικού κλάδου για τις επιλογές των βιβλίων. Χωρίς να είμαστε βέβαιοι ότι αντιλαμβανόμαστε πλήρως τον όρο «τυχαίο κοινό» που χρησιμοποιείτε για να χαρακτηρίσετε τους αναγνώστες που συμμετείχαν, επισημαίνουμε ότι η διαδικασία ψηφοφορίας είναι ανοιχτή σε όλους τους αναγνώστες και διεξάγεται τόσο ηλεκτρονικά, όσο και με επίσκεψη στα καταστήματά μας, στα τμήματα βιβλίου. Το τι σας αφήνει αδιάφορη, λίγο μας αφορά. Δεν μπορούν τα πάντα να αφορούν όλους. Είμαστε ευτυχείς που 52.000 άνθρωποι θεώρησαν ότι ο συγκεκριμένος θεσμός τους αφορά και μπήκαν στη διαδικασία να συμμετάσχουν. Αυτό που προκαλεί έκπληξη ωστόσο, είναι η καταφανής αμφισβήτηση του αναγνωστικού κριτηρίου του κοινού από την πλευρά σας. Αναρωτιόμαστε λοιπόν, σε ποιον απευθύνονται τα βιβλία και ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούν οι αναγνώστες για να δικαιούνται να έχουν άποψη για αυτά; Το βιβλίο δεν απευθύνεται στους λίγους. Ο πολιτιστικός του ρόλος δεν εξαντλείται στις σελίδες συγκεκριμένων τίτλων, παρά εκτείνεται στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να ψυχαγωγήσει τον αναγνώστη και να βελτιώσει την καθημερινότητά του. Έτσι, μια ποιητική συλλογή, ένα διήγημα ή μια καλή συνταγή μαγειρικής μπορούν να αποτελούν παραδείγματα στοιχείων πολιτισμού. Δεν συμφωνούμε λοιπόν με την τοποθέτηση ότι τα βιβλία μα-

γειρικής δεν έχουν θέση σε έναν θεσμό για το βιβλίο, και ποιος το λέει, και ποιος το αποφασίζει και με τι ειδικό βάρος; Καταλήγοντας, σημειώνουμε ότι για εμάς όλα τα βιβλία έχουν αξία, πολιτιστικό αντίκτυπο (σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό) και ειδικό βάρος (περισσότερο ή λιγότερο). Η αξία του έργου του κ. Ευτύχη Μπιτσάκη είναι αδιαμφισβήτητη, αναγνωρισμένη από την επιστημονική κοινότητα και δεν «απειλείται» από τη συμμετοχή σε ένα θεσμό που μπορεί να το «προτείνει» σε ένα κοινό που ενδεχομένως μέχρι σήμερα να μην το γνώριζε. Κατά τη γνώμη μας, αυτό μπορεί να είναι το κέρδος «του κόσμου των γραμμάτων». Ότι δηλαδή μέσα από ένα θεσμό που απευθύνεται σε «τυχαίο κοινό,» όπως εσείς το χαρακτηρίσατε, δίνεται η ευκαιρία σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται «για εγχειρίδια πρακτικής ψυχολογίας» να συναντήσουν κι άλλα πιο σύνθετα αναγνώσματα. Αναφορικά με τον πρόλογο του κειμένου σας διευκρινίζουμε τα ακόλουθα: Τα καταστήματά μας, υποδέχονται καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες, ανάμεσά τους και άτομα με ειδικές ανάγκες. Προτεραιότητά μας είναι ο επισκέπτης να αισθάνεται φιλόξενα στους χώρους μας γι’ αυτό, στο πλαίσιο του εφικτού, λαμβάνουμε μέτρα που θα βοηθήσουν την περιήγησή του μέσα σε αυτούς. Αν είχατε επισκεφθεί για παράδειγμα το κατάστημά μας στο Σύνταγμα, θα γνωρίζατε ότι διαθέτει ράμπα για αναπηρικό αμαξίδιο, χαμηλά έπιπλα, ανελκυστήρες ακόμη και σημάνσεις σε κώδικα Μπράιγ. Αυτό βέβαια δεν είναι εφικτό παντού, αλλά δεν οφείλεται σε εμάς αλλά στη νομοθεσία σε σχέση με τα ακίνητα. Θα σας προτείναμε λοιπον να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα αν θέλετε να κινηθείτε σε πιο σωστή κατεύθυνση, θα βοηθούσε κι εμάς αλλά και άλλα καταστήματα Σε ότι αφορά τα σχόλιά περί «χαμηλών μισθών», «πλήρους ελαστικοποίησης του ωραρίου» επιφυλασσόμαστε να απαντήσουμε, όταν κι εφόσον τα γραφόμενά σας θα είναι συγκεκριμένα και δεν θα στηρίζονται σε φήμες καθώς τίποτα από όσα γράφετε δεν ισχύει. PUBLIC

Η ανταπάντηση της Ιωάννας Μεϊτάνη: ΔΙΑΒΑΣΑ με προσοχή την απάντηση του Public. Και, για μένα τουλάχιστον, ενισχύει όσα έγραφα στο σχόλιό μου, καθώς βάζει ένα ακόμη λιθαράκι στην εξίσωση του πολιτισμού με το μάρκετινγκ και την εμπορική επιτυχία — εξίσωση στην οποία βασίζεται και η προωθητική ενέργεια με τον τίτλο «Βραβεία Βιβλίου Public». Κατανοώ, ασφαλώς, την αγωνία της διοίκησης των Public να απαντήσει σε ό,τι μπορεί να αποδομεί τη βιτρίνα του «πολιτισμού»: η προωθούμενη εξίσωση της εμπορικής επιτυχίας με τον πολιτισμό ευνοεί τέτοιου είδους πολυκαταστήματα και τη λογική του σούπερ μάρκετ, άρα είναι κρίσιμο «να βγει» η εξίσωση. Όσο για τις εργασιακές σχέσεις, πιστεύω, πραγματικά, ότι αν έστρεφε η διοίκηση του Public έστω και λίγη από τη έντονη δραστηριότητά της στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στα καταστήματα, θα περίττευε να απαντήσει δημοσίως. ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ

Ψωμί, παιδεία, φαντασία Για της γενιάς μας τη μελλοντολογία ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ Το 2001 σπούδαζα στο Βερολίνο, όταν έπεσα πάνω στα βιβλία ενός καθηγητή «μελλοντολογίας». Ο κύριος αυτός, επικεφαλής ενός μεγάλου ερευνητικού προγράμματος που χρηματοδοτούσε η American Tobacco Company, είχε βαλθεί να μαντέψει το μέλλον με επιστημονικές μεθόδους, μελετώντας τάσεις, όχι μόνο στην κατανάλωση και τη μόδα, αλλά και το κράτος, την οικονομία, την πολιτική. Προερχόμενος από μια χώρα που έχει μάθει να δοξάζει το παρελθόν και να ζει το τώρα, θεώρησα ότι ο καθηγητής Οπασόφσκι ήταν τυχοδιώκτης, αν όχι τσαρλατάνος. Σήμερα, ο τσαρλατάνος αυτός μού φαντάζει σοφός, όχι απαραίτητα γιατί έπεσε μέσα στις προβλέψεις του, αλλά πιο πολύ γιατί με έκανε να καταλάβω ότι η σημερινή ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη οφείλεται (και) στην ιδιαίτερη σχέση της με τον χρόνο. Με μια έννοια, οι Γερμανοί είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να ασχολούνται με το μέλλον, αφού έχουν αποκηρύξει το (εγκληματικό) παρελθόν. Αυτός ο μελλοντοκεντρισμός (sic!) αποτελεί όχι μόνο εξαίρεση στην Ευρώπη της ιστοριολαγνίας μέχρι αλληλοσπαραγμού, αλλά και σημαντικό πλεονέκτημα όταν, για παράδειγμα, οδήγησε τη Γερμανία στη μελέτη σεναρίων για το μέλλον της Ε.Ε. και του κόσμου, ενώ όλοι οι υπόλοιποι —εκτός από κάποιες ελάχιστες Κασσάνδρες που προέβλεπαν διάλυση της ένωσης ήδη από τότε- έπλεαν σε πελάγη (μουντιαλικής) ευτυχίας και (ολυμπιακής) άγνοιας. Ήδη πριν το ευρώ, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να μετατρέπουν την Κίνα σε φτηνό παραγωγό και την υπόλοιπη Ευρώπη σε ακριβό καταναλωτή των προιόντων τους. Στη γερμανική εκδοχή του γνωστού μύθου, το μυρμήγκι δεν είχε ορίζοντα ενός χειμώνα, αλλά τουλάχιστον μιας εικοσαετίας, όταν το τζιτζίκι σφύριζε στην Εurovision. Κρισιολογία ως νέα ηγεμονία. Η δυνατότητα της οργάνωσης του μέλλοντος με ψυχραιμία, υπομονή και σε βάθος χρόνου είναι η πρώτη που καταστρέφεται από την κρίση και ειδικά από την κρισολογία. Η κρισιολογία —ο κυρίαρχος Λόγος των ειδικών που αναλύει τα πάντα με όρους κατεπείγοντος- είναι ακόμα πιο επικίνδυνη από την ίδια την «κρίση». Μετατρέπει το πολιτικό υποκείμενο σε ιατρική περίπτωση, η οποία, αντί δικαιωμάτων, έχει αποκτήσει συμπτώματα, και της οποίας ο υπολειπόμενος χρόνος μετριέται ως αντίστροφη μέτρηση προς την επικείμενη καταστροφή. Η κρισιολογία διαφέρει από τον μεσσιανισμό κυρίως επειδή η πρώτη αδυνατεί να προσφέρει την λύτρωση που υπόσχεται ο δεύτερος. Την κατάργηση του μέλλοντος ως έμπρακτης πολιτικής δυνατότητας έχουν αναγάγει οι κυβερνώντες σε κατεξοχήν εργαλείο εξουσίας σήμερα. Η ηγεμονία τους στηρίζεται όλο και λιγότερο στην τήρηση του περίφημου κοινωνικού συμβολαίου και σε κλασικές μεθόδους επιτήρησης και τιμωρίας, και περισσότερο στον έλεγχο του υπαρξιακού χρόνου ολόκληρων κοινωνιών. Το «κατεπείγον» στη Βουλή, το απρόβλεπτο στην καθημερινότητα και η ανάγκη μόνιμης προετοιμασίας για τα κακά που αργά ή γρήγορα θα μας βρουν δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, ούτε αποκλειστικό χαρακτηριστικό της οικονομικής κρίσης. Στις ΗΠΑ οι πολίτες ζουν κάθε μέρα με τον φόβο του τρομοκράτη, του τυφώνα, του μανιακού δολοφόνου στο σχολείο κτλ. Στη Δυτική Ευρώπη, ο φόβος της απόλυσης, της ανεργίας, αλλά και της γενικότερης «νοτιοποίησης» επισείεται απέναντι σε κάθε συλλογική διεκδίκηση. Η πολιτική, ως η τέχνη του συλλογικού γίγνεσθαι, μπορεί να νοηθεί μονάχα μέσα από το μέλλον, για την οργάνωση του οποίου συκρούονται ιδέες, πρακτικές και δυνάμεις της κοινωνίας, της οικονομίας και της επιστήμης. Παραφράζοντας τον Καστοριάδη, η κοινωνία υπάρχει ως πολιτική οντότητα μόνο όταν μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της αύριο κα να δράσει σήμερα. Η κατάργηση του μέλλοντος στην ουσία ακυρώνει την πολιτική, και εν συνεχεία την κοινωνία ως πολιτική οντότητα. Όταν η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας αντικαθίσταται από την κρισολογία, η πολιτική έχει ήδη μεταλαχθεί από την τέχνη του εφικτού (και του ευφάνταστου) σε τεχνοκρατία βασισμένη στο επίφοβο και το φοβικό. Με δεδομένο ότι οι σημερινοί κυβερνώντες είναι οι κατεξοχήν θιασώτες της τεχνοκρατίας του φοβικού, το ζητούμενο για τους κυβερνούμενους είναι μια πολιτική που να μπορεί να προβλέψει (και να σχεδιάσει) το μέλλον, ακόμα κι αν το παρόν φαντάζει ζοφερό. Μια τέτοια μελλοντοκεντρική πολιτική θα μπορούσε εύκολα να ξεφύγει από εκβιαστικά διλήμματα του παρόντος, τα οποία στο μέλλον μπορεί να είναι εντελώς άτοπα ή να τίθονται εντελώς διαφορετικά. Για παράδειγμα, όταν κανείς ερωτάται αν θέλει να ανήκει στην Ευρώπη σήμερα, η απάντηση οφείλει να αρχίσει από την αντερώτηση αν και κατά πόσο θα υπάρχει «Ευρώπη» αύριο. Θα μπορούσε να συνεχίσει παίρνοντας υπόψη της ότι ο κόσμος που ανατέλλει μπροστά μας είναι πολυκεντρικός, αποτελούμενος όχι μόνο από γεωπολιτικά μπλοκ υπό διαμόρφωση (Ατλαντισμός, Ευρασία, Νότια Αμερική, Νοτιανατολική Ασία), αλλά και πολλά ανεξερεύνητα περιθώρια για ανακατατάξεις, ανατροπές και νέες απελευθερωτικές συμμαχίες μέσα και πέρα από τα σύνορα αυτών των μπλοκ. Αυτή η συζήτηση βιάζει. Για να αρχίσει, δεν χρειάζεται κανέναν καθηγητή μελλοντολογίας, παρά μονάχα τόλμη, ελευθερία, και φαντασία, τα συστατικά δηλαδή της πιο ελπιδοφόρας και νικηφόρας πολιτικής συμμαχίας.

Ο Νικόλας Κοσματόπουλος είναι διδάκτορας κοινωνικής ανθρωπολογίας.


Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 18 ΜΑΪΟΥ 2014

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

37


Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

18 MAΪOY 2014

ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com

ΑΣΤΙΚΟΙ ΚΗΠΟΙ

Ο λαχανόκηπος του Ελληνικού και τα μποστάνια του Γεντίκουλε ΤΗΣ ΑΚΓΚΙΟΥΝ ΙΛΧΑΝ Το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων, κατόπιν των συμφωνιών της ελληνικής κυβέρνησης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σάρωσε και το παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα. Ο υπό ιδιωτικοποίηση παλιός αερολιμένας είναι μια ανεκτίμητη έκταση 6.200 στρεμμάτων στην παραλία με τη χρυσαφένια άμμο του Αγίου Κοσμά. Το Ελληνικό, με τη χλωρίδα και την πανίδα του, είναι μια από τις τελευταίες οάσεις πρασίνου στην Αθήνα. Εδώ βρίσκονται επίσης αθλητικές εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν για τους Ολυμπιακούς του 2004. Όμως η κυβέρνηση σκοπεύει να νοικιάσει την έκταση σε επιχειρήσεις για 99 χρόνια, ενώ θα μπορούσε να την παραδώσει προς δημόσια χρήση, κάνοντας βελτιωτικές εργασίες περιορισμένου κόστους. Οι επιχειρήσεις θα κατασκευάσουν εδώ εμπορικά κέντρα, τουριστικούς χώρους αναψυχής, κτίρια γραφείων, καζίνα, γήπεδα γκολφ και πολυτελείς κατοικίες που προορίζονται για την ελίτ των πλουσίων. Το κεφάλαιο ανακαλύπτει ένα νέο πεδίο προς επενδύσεις, στο οποίο μπορεί να βάλει χέρι με τη βοήθεια του κράτους, κάνοντας κτήμα του τον δημόσιο χώρο σε μεγαλουπόλεις που συγκεντρώνουν μεγάλες μάζες καταναλωτών, όπου η γη έχει πλέον μεγάλη αξία. Έτσι, το κεφάλαιο αποκτά και τη δύναμη να μεταμορφώσει τις μεγαλουπόλεις σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες. Βεβαίως, οι Αθηναίοι δεν παραμένουν θεατές. Στις 4-5 Απριλίου 2014, το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Δήμος Ελληνικού-Αργυρούπολης οργάνωσαν τη δημόσια εκδήλωση «Ξανακερδίζοντας την πόλη μας», με θέμα την απαγκίστρωση του Ελληνικού από τις επιχειρήσεις· προσήλθαν ακτιβιστές που αγωνίζονται ενάντια σε παρόμοια σχέδια ιδιωτικοποιήσεων τα οποία έχουν πλήξει πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, από τη Μαδρίτη μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Εγώ μίλησα για την εμπειρία του Πάρκου Γκεζί και το σχέδιο πεζοδρόμησης της πλατείας Ταξίμ.

Ο λαχανόκηπος του Ελληνικού Μετά την ανταλλαγή εμπειριών, έφτασε η ώρα της επίσκεψης στο παλιό αεροδρόμιο. Ενθουσιαζόμαστε που βλέπουμε τέτοιο πράσινο σε μια Αθήνα παραδομένη πλέον στο μπετόν. Επισκεπτόμαστε πρώτα το κέντρο υγείας που έχουν στήσει εθελοντές γιατροί και προσφέρουν δωρεάν φάρμακα και ιατρικές υπηρεσίες. Ύστερα κατευθυνόμαστε προς τον λαχανόκηπο του Ελληνικού. Είναι ένα μποστάνι αντίστασης που έφτιαξαν πολίτες ως ένα βήμα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ανάμεσα στα δέντρα και τα φιντανάκια, κατακίτρινες μαργαρίτες παντού. Τα λαχανικά και τα φρούτα που μεγαλώνουν εδώ, χάρη στον συλλογικό μόχθο, ανήκουν σε όλους.

Παράγουμε μαζί, όχι για το κέρδος, αλλά για την αλληλεγγύη Η Άννα Λαβασά, που μας διηγείται την ιστορία του λαχανόκηπου, είναι υπεύθυνη έργων υποδομής δημόσιων χώρων

H δρ Akgün Ilhan είναι μέλος της Οργάνωσης για την Κοινωνική Αλλαγή – (Sosyal Değişim Derneği). Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο http://www.5harfliler.com, στις 15.5.2014.

Έργο του Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, π. 1910

στον Δήμο Ελληνικού και μέλος της ομάδας πρωτοβουλίας του Αυτοδιαχειριζόμενου Αγρού. Λέει ότι η κρίση που βιώνει ο κόσμος δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά επίσης περιβαλλοντική, κοινωνική και εκπαιδευτική· ότι το μοντέλο ανάπτυξης που βασίστηκε στην οικοδομή και την κατανάλωση είναι πλέον αδιέξοδο· ότι ο ατομικισμός, η εμμονή με τον υλικό πλούτο και η υπερκατανάλωση διαρρηγνύουν τον κοινωνικό ιστό· ότι πρέπει να οικοδομηθεί εκ νέου η κοινωνία μέσω της παραγωγικής δράσης. Λέει επίσης ότι αυτή η δράση πρέπει να τοποθετείται σε πλαίσιο εθελοντισμού, ισοτιμίας και αλληλεγγύης, συνεπώς παράγουν για την αλληλοβοήθεια, και όχι για το κέρδος. Κατά τη Λαβασά, οι γυναίκες έχουν κομβική σημασία σε αυτήν ακριβώς την παραγωγική διαδικασία. Επειδή σκέφτονται το μέλλον των παιδιών τους, αντιμετωπίζουν την προστασία του περιβάλλοντος με μεγαλύτερη ευαισθησία απ’ ό,τι οι άντρες και διαδραματίζουν πιο καθοριστικό ρόλο στον αγώνα για μια καλύτερη ζωή.

Αστικοί λαχανόκηποι: άλλη μια κοινοτική πρωτοβουλία. Μια που το φέρνει η κουβέντα, της μιλώ για τους Κήπους Χέβσελ1 που έχουν ιστορία 8.000 ετών. Μετά αναφέρω τα Μποστάνια του Γεντίκουλε. Τότε η Άννα Λαβασά, σαστισμένη, με διακόπτει, διότι αναγνωρίζει τις λέξεις «μποστάνι» και «Γεντίκουλε». Προκύπτει ότι στη Θεσσαλονίκη υπάρχει το ιστορικό Γεντικουλέ, τουριστικό αξιοθέατο σήμερα. Όσο για το μποστάνι, είναι κοινή λέξη στις δύο γλώσσες. Γίνεται σαφές ότι η κουβέντα μας στην αγγλική γλώσσα αφενός μας ενώνει, αφετέρου μας χωρίζει. Μιλώντας για τις κοινές λέξεις στην ελληνική και την τουρκική γλώσσα, συνειδητοποιούμε ότι έχουμε πολλά ακόμα κοινά. Συνεχίζοντας, της εξηγώ την περίπτωση των Μποστανιών του Γεντίκουλε στην Κωνσταντινούπολη.

πική διοίκηση. Και οι δύο απειλούνται από την «ανάπλαση». Τον Ιούλιο του 2013, μεγάλο μέρος του λαχανόκηπου στο Γεντίκουλε ουσιαστικά αχρηστεύτηκε αφότου έγινε αποθετήριο μπάζων από τα έργα με τίτλο «Σχέδιο Ανοικοδόμησης και Προστασίας των Τειχών μεταξύ Πύλης Γεντίκουλε και Πύλης Βελιγραδίου», επιβεβλημένα από τον Δήμο Μείζονος Κωνσταντινούπολης και τον Δήμο Φάτιχ. Λίγους μήνες αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο σκοπός δεν ήταν η ανάπλαση, αλλά μια νέα οικοδομή. Οι κάτοικοι της περιοχής, που έμειναν άνεργοι αφού τους γέμισαν τα χωράφια με μπάζα, δίχως καν να τους επιτρέψουν τη συγκομιδή των προϊόντων τους, είναι τα μεγάλα θύματα εδώ και μήνες. Τα Μποστάνια του Γεντίκουλε αποτελούν ένα φυσικό σύνολο με τα πηγάδια, τις υδατοδεξαμενές, τους αναβαθμούς, τους στάβλους για τα μουλάρια που τραβάνε το νερό, τα σπίτια των καλλιεργητών και άλλα κτίσματα. Τον 18ο αιώνα, οι εποχικοί εργάτες έρχονταν από την επαρχία για να δουλέψουν εδώ. Οι περισσότεροι ήταν χριστιανοί από τη Μακεδονία. Στις μέρες μας, οι καλλιεργητές κατάγονται από τον Πόντο και κάποιοι από αυτούς έχουν εργαστεί εδώ καμιά σαρανταριά χρόνια. Λένε ότι έμαθαν τη δουλειά από τους Μακεδόνες. Δηλαδή, εδώ ιστορική σημασία δεν έχουν μόνο τα κτίσματα, αλλά και ο προφορικός πολιτισμός που επιβιώνει και απειλείται με αφανισμό.

Οι λαχανόκηποι ως πεδίο αστικής αντίστασης Η τοπική γεωργία για την κάλυψη των αναγκών του άστεως, και όχι κατά τις επιταγές της παγκόσμιας αγοράς τροφίμων, είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη βιώσιμη ύπαρξη μεγαλουπόλεων όπως η Κωνσταντινούπολη και η Αθήνα. Το οικολογικό αποτύπωμα των αστικών λαχανόκηπων είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο της εκβιομηχανισμένης γεωργίας. Όμως, όπως λέει η Άννα Λαβασά, οι λαχανόκηποι είναι ταυτόχρονα και κοινωνικές πλατφόρμες όπου διαπλάθεται εκ νέου η κοινωνία. Διότι εδώ οι άνθρωποι μαθαίνουν να παράγουν και να αντιστέκονται μαζί. Ουσιαστικά, οι αστικοί κήποι είναι και τα πρώτα βήματα της τοπικής αυτοδιακυβέρνησης. Ο λαός θέλει να διαμορφώσει το περιβάλλον του σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες, όχι κατά τις επιταγές της πλούσιας ελίτ και του κράτους που τους εκπροσωπεί. Οι πυρήνες αστικής αντίστασης σε κάθε γωνιά του κόσμου ενώνονται μέσα από τις αστικές καλλιέργειες όπως στο Ελληνικό και στο Γεντίκουλε. Οι άνθρωποι που υπερασπίζουν την πόλη τους αντιστέκονται χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα, σπέρνοντας τους σπόρους, φυτεύοντας τα δέντρα. Καλλιεργώντας και παράγοντας από τη γη, αντιστέκονται στη σύμπραξη κεφαλαίου και κράτους που καταλαμβάνει παράνομα τα πάρκα, τους κήπους, τις παραλίες και τους δρόμους. Απέναντι σε αυτούς που κόβουν τα δέντρα, αντιστέκονται προστατεύοντας το πράσινο και συντηρώντας τη ζωή. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ: ΝΕΡΙΝΑ ΚΙΟΣΕΟΓΛΟΥ

Τα Μποστάνια του Γεντίκουλε Δεδομένου ότι ως αστικές καλλιέργειες έχουν ιστορία που ξεπερνά τα 1.500 χρόνια, τα Μποστάνια του Γεντίκουλε είναι αρχαία σε σύγκριση με το Ελληνικό. Όμως η βασική αρχή και στους δύο λαχανόκηπους είναι η ίδια: τοπική παραγωγή και το-

1

Εύφορη έκταση περίπου 2.500 στρεμμάτων, που καλλιεργείται εδώ και χιλιάδες χρόνια, υποψήφιο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, κοντά στο Ντιγιάρμπακιρ της Νοτιοανατολικής Τουρκίας.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.