Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κείμενα των: Κωστή Καρπόζηλου, Μιχάλη Αγραφιώτη, Βλάση Μισσού, Δημήτρη Ιωάννου, Βασίλη Κωτούλα, Στρατή Μπουρνάζου, Στάθη Κουβελάκη ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 795
ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
ΓΝΩΜΕΣ & ΙΔΕΕΣ - ΛΟΓΟΣ & ΤΕΧΝΕΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: ΜΑΝΟΣ ΑΥΓΕΡΙΔΗΣ, ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΜΕΪΤΑΝΗ, ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Συνεχές ρεύμα αυταρχισμού και εναλλασόμενες αντιστάσεις ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΥ Το πρωί του Σαββάτου 6 Ιουλίου η κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ανακοίνωσε την πολιτική επιστράτευση των απεργών της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Κανείς δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα, καθώς το Πρωτοδικείο Αθηνών είχε έγκαιρα προετοιμάσει το έδαφος για την κυβερνητική πρωτοβουλία, κρίνοντας την απεργία «παράνομη και καταχρηστική». Οι μονότονες ανακοινώσεις που ακολούθησαν την είδηση της επιστράτευσης μαρτυρούν την απουσία του στοιχείου της έκπληξης: η Νέα Δημοκρατία, επικαλούμενη τη σταθερότητα, επανέλαβε το δόγμα «η χώρα δεν μπορεί να είναι όμηρος συντεχνιών»· η Αριστερά και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κατήγγειλαν τον «αυταρχικό κατήφορο της κυβέρνησης»· η Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΕΝΟΠΔΕΗ δήλωσε ότι «ο αγώνας [...] πέτυχε και θα συνεχιστεί», ενώ ο πρόεδρος του Σωματείου Σπάρτακος ότι «ο αγώνας δεν καταστέλλεται», παρά το αναντίρρητο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι επέστρεψαν στις δουλειές τους με το φύλλο πορείας στο χέρι, σχεδόν προτού καλά καλά απεργήσουν. Το αλάνθαστο κριτήριο της αγοραίας ειδησιογραφίας γρήγορα αντικατέστησε τις προφητείες για το «καταστρεπτικό μπλακ άουτ» με τις πραγματικές εκπλήξεις των ημερών: τη συντριβή της Βραζιλίας, την οριστική επιβεβαίωση της παρουσίας του Ρεθύμνιου κροκοδείλου και το διαζύγιο του Πέτρου Κωστόπουλου και της Τζένης Μπαλατσινού. Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακοίνωση της επιστράτευσης η αναμενόμενη σύγκρουση κυβέρνησης και συνδικάτων γύρω από την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ συρρικνώθηκε αυστηρά στα όρια της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης. Η τελευταία έχει τη δική της σημασία, καθώς καταδεικνύει -για πολλοστή φορά- την επιλογή της κυβέρνησης να παραβιάζει τους κανόνες της δημοκρατίας, τους οποίους διαρκώς επικαλείται, όπως στο παράδειγμα με το γαϊτανάκι γύρω από τη σύγκληση της Ολομέλειας της Βουλής. Από την άλλη, η προκαταβολική απαξίωση της προοπτικής του δημοψηφίσματος φανερώνει τον εκνευρισμό της κυβέρνησης για το αναπάντεχο ενδεχόμενο να χρειαστεί να πείσει γι’ αυτό που παρουσιάζει ως αυτονόητο, αλλά και την ανησυχία της για την ενδεχόμενη εμφάνιση ενός αντικυβερνητικού μετώπου της Αριστεράς γύρω από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον των εξελίξεων αυτών, η απουσία των εργαζόμενων της ΔΕΗ από το προσκήνιο υπογραμμίζει την παγίωση μιας νέας κατάστασης: την αναγόρευση της προληπτικής καταστολής σε κυρίαρχο κρατικό δόγμα, το οποίο διαπερνά τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες, τις δικαστικές αποφάσεις και τις πρακτικές της αστυνομίας. Η προληπτική πολιτική επιστράτευση, οι προληπτικές προσαγωγές, η προληπτική διάλυση και η προληπτική απαγόρευση
Ο Κωστής Καρπόζηλος είναι ιστορικός, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Columbia University
συγκεντρώσεων αποτυπώνουν την ενισχυμένη αυτοπεποίθηση των κρατικών μηχανισμών που καθορίζουν τα όρια της κοινωνικής σύγκρουσης, πριν ακόμα αυτή εκδιπλωθεί. Και, στον βαθμό που συζητάμε για την πολιτική επιστράτευση εργαζομένων, αυτή η πρακτική έχει αποδειχθεί επιτυχής: το 2013, οι διαδοχικές επιστρατεύσεις των εργαζομένων στο μετρό, των ναυτεργατών και των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης λειτούργησαν ανασταλτικά στην υλοποίηση των συνδικαλιστικών αποφάσεων για σύγκρουση με την κυβερνητική πολιτική. Ακόμα περισσότερο, ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει δείχνει ότι η κυβερνητική επιλογή υπήρξε εξαιρετικά αποτελεσματική και μακροπρόθεσμα, καθώς οι κλάδοι που εκπροσωπούσαν τον μαχητικό συνδικαλισμό στην Ελλάδα βρίσκονται σε παρατεταμένη κινηματική νηνεμία. Οι εμπειρίες αυτές πρέπει να προβληματίσουν την Αριστερά που επιμένει μεν —και ορθώς, βέβαια— να καταγγέλλει τον κυβερνητικό αυταρχισμό, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει τις πρακτικές αυτές ως εκτροπή από μια -οριστικά απολεσθείσα- εποχή κατοχυρωμένων κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Με παρόμοιο τρόπο, οι διαβεβαιώσεις των συνδικαλιστικών φορέων ότι η πολιτική επιστράτευση φανερώνει τη φοβία της κυβέρνησης μοιάζουν με ξόρκι, καθώς είναι εντελώς αναντίστοιχες με την αυτόματη επιστροφή στην κανονικότητα που ακολουθεί την επίδοση των φύλλων πορείας. Δεν πρόκειται για ζήτημα ύφους. Σχετίζεται με τη συλλογική μας αδυναμία να μετασχηματίσουμε την καταγγελία της καταστολής σε πολιτική πρακτική —και όχι απλώς ρητορική— ανυπακοής, καθώς και την απροθυμία μας να αποδεχτούμε ότι οι κατασταλτικές πρακτικές όχι μόνο δεν πυροδοτούν αντιστάσεις, αλλά συναντούν την επιδοκιμασία τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Η μετάβαση από την περίοδο της μνημονιακής κρίσης στην εποχή της αυταρχικής σταθερότητας συμβαδίζει με τη μετεξέλιξη των μηχανισμών του κοινωνικού αυτοματισμού. Η αντιπολιτική στάση και το μένος εναντίον των συνδικαλιστών, τάσεις οι οποίες μόνο περιθωριακές δεν είναι αν αφουγκραστεί κανείς τη συζήτηση στους συρμούς του ηλεκτρικού ή στην ουρά της τράπεζας, αποτελούν ίσως το ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση των κυβερνητικών επιλογών. Το διαταξικό αυτό ακροατήριο που επιζητεί «νόμο και τάξη», νοσταλγεί τους ισχυρούς άντρες στο τιμόνι της χώρας και επιβραβεύει τους πολιτικούς εκείνους που κατακεραυνώνουν τις συλλογικές διεκδικήσεις επιβεβαιώνει την εικόνα της κοινωνικής πόλωσης, την οποία συχνά περιγράφουμε, ξεχνώντας όμως τον ενοχλητικό της συντηρητικό πόλο. Η φωνή του κοινωνικού συντηρητισμού δεν εκφράζεται από τις στήλες των διανοουμένων που αιωνίως αγανακτούν με την «ασυδοσία» της μεταπολίτευσης· βρίσκει την έκφρασή της στα κανάλια της επιφανειακής αντιμνημονιακής ρητορείας, στην προσδοκία ότι οι οικονομικές περιπέτειες τελείωσαν, και κυρίως στην ιερή οργή εναντίον των «βολεμένων», όπου ανήκουν όλοι εκτός από τον εκάστοτε οργίλο. Το παγόβουνο της αντιπολιτικής έχει μία ορατή κορυφή —τη Χρυσή Αυγή- αλλά ένα
Έμιλ Νόλντε, «Χορός γύρω από το χρυσό μοσχάρι», 1910
σημαντικό κοινωνικό βάθος, συχνά αόρατο στα μάτια της Αριστεράς. Στο πολυπληθές αυτό ακροατήριο απευθύνεται η κυβέρνηση όταν παρουσιάζει την πολιτική της ως σύγκρουση με τις συντεχνίες. Ταυτόχρονα, το μήνυμα αυτό έχει αποδέκτη και εκτός των συνόρων. Το φετινό καλοκαίρι παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως η επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα, μέσα από την αύξηση των τουριστικών αφίξεων. Στοχευμένες δημοσιεύσεις και υπόρρητη σύγκριση με τη Μέση Ανατολή και τη γειτονική Τουρκία εξυπηρετούν την εικόνα του θερινού success story. Η προληπτική καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας αποτελεί προϋπόθεση της εικόνας σταθεροποίησης που τόσο συστηματικά προβάλλει η κυβέρνηση. Η συμβολική διάσταση είναι σαφής: αν η μνημονιακή κρίση έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα της κοινωνικής έκρηξης η εποχή της αυταρχικής σταθερότητας εκφράζει την έξοδο από την οικονομική περιπέτεια του grexit. Το τελευταίο πλεονέκτημα της κυβέρνησης είναι ότι γνωρίζει τον αντίπαλό της. Η κόπωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, ο φόβος της διαθεσιμότητας, οι επιλογές των συνδικαλιστικών ηγεσιών που εναλλάσσουν τους ρητορικούς λεοντοκαρδισμούς με την αμήχανη υποχώρηση επιτρέπουν την εμπέδωση των πρακτικών της πολιτικής επιστράτευσης. Η περσινή καλοκαιρινή ήττα των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης -όχι μόνο για το αποτέλεσμα της απεργίας, αλλά κυρίως για τον ίδιο τον χειρισμό της- αποκάλυψε την απόσταση ανάμεσα στη ρητορική και την πράξη. Το μοντέλο συνδικαλισμού που εκπροσώπησε για χρόνια η ηγεσία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ (με τους νέους εργαζόμενους εξορισμένους από τη συνδικαλιστική οργάνωση, την αδιαφανή χρήση της κρατικής χρηματοδότησης και την πολυετή σύνδεσή της με τους μηχανισμούς του ΠΑΣΟΚ) συγκινεί πλέον ελάχιστους. Για την κυβέρνηση, αυτή η διαπίστωση οδηγεί στη συκοφάντηση των συλλογικών διεκδικήσεων. Για την Αριστερά, η ίδια διαπίστωση πρέπει να οδηγήσει σε διαφορετικές πρωτοβουλίες: στη χαρτογράφηση της μισθωτής εργασίας που βρίσκεται εκτός συνδικάτων, στη συζήτηση για τη δομή και λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος, στην ενίσχυση των νέων μορφών οργάνωσης και στην προώθηση μιας φιλόδοξης εκστρατείας για την ριζική ανανέωση, και πολιτική και ηλικιακή, του υπάρχοντος κόσμου της οργανωμένης εργασίας.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
26
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Η νεοφόλκ αντίδραση ή υπάρχουν και μελαγχολικοί φασίστες ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗ
εικόνες λευκών άψυχων αγαλμάτων, έρημων πεδίων μαχών, νεκρών στρατιωτών, ματωμένων σημαιών, ερειπίων ή εγκαταλειμμένων ιστορικών κτισμάτων και διφορούμενους στίχους:
Άγγελοι της άγνοιας πέφτουν μπροστά στα μάτια σου, ρόδινα σύννεφα του ολοκαυτώματος, ρόδινα σύννεφα του ψεύδους. Όσοι διάβασαν το Εκκρεμές του Φουκώ του Ουμπέρτο Έκο τη χρονιά που κυκλοφόρησε στα ελληνικά (1990) παρακολούθησαν την παραληρηματική στροφή των ιταλικών καλλιτεχνικών κύκλων σε έναν ιστορικό αναθεωρητισμό με μυστικιστικό ή κοσμολογικό μανδύα. Το ανυποψίαστο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μπορεί να αντιλήφθηκε μια μυθιστορηματική αλληγορία, οι προβλέψεις όμως επαληθεύτηκαν λίγα χρόνια αργότερα, όταν παρόμοιες κοσμοθεωρίες εισέβαλαν και στην Ελλάδα, κερδίζοντας μάλιστα και κάποιο τμήμα της κοινής γνώμης. Αν και η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από την απουσία πρωτοποριών, στο πλαίσιο της παρακμής του αστικού τρόπου σκέψης και ζωής, μέσα από την παρακμή αυτή έχει αναδυθεί, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ένα καλλιτεχνικό κίνημα που χρησιμοποιεί μια γκάμα παγανιστικών συμβόλων. Το εν λόγω κίνημα (που εκφράζεται κυρίως μέσα από τη μουσική και εμφανίζεται κάτω από την ομπρέλα neofolk ή post-industrial και περιλαμβάνει υποκατηγορίες όπως martial industrial, apocalyptic folk) είναι εκλεκτικιστικά φασιστικό. Επίσης, είναι δημοφιλές και ανερχόμενο. Αν ο νεοφασισμός έχει συνδεθεί με γραφικότητες, κιτς, βίαια ξεσπάσματα και δολοφονίες, το νεοφόλκ διαθέτει υψηλή αισθητική, είναι προσιτό σε ευρύ κοινό (με μπαλάντες ή ατμοσφαιρικά κολάζ) και έχει το θάρρος μιας ολοκληρωμένης καλλιτεχνικής πρότασης. Στη θέση ενός παρωχημένου ναζισμού προτείνει –με νοσταλγική χροιά– έναν κομψό ευρωκεντρικό ελιτισμό, βασισμένο στον ιταλό διανοούμενο του φασισμού Ιούλιους Έβολα και την υπεράσπιση της (ινδο)ευρωπαϊκής ταυτότητας, κατά την έμπνευση της γαλλικής Νέας Δεξιάς και του Αλαίν ντε Μπενουά. Ο αποκρυφισμός, οι αρχαίες θρησκείες, ο αντισημιτισμός, η ρουμανική Σιδηρά Φρουρά, πρόσωπα δικτατόρων, ο Μισίμα, αποτελούν άλλες αναφορές της θεματολογίας του. Όπως η Νέα Δεξιά, έτσι και το νεοφόλκ φροντίζει να κρύβεται πίσω από μια οικουμενική απολιτική ρητορική ή μια αινιγματικότητα που δημιουργεί ένα «αποκαλυπτικό» ποιητικό ύφος. Επιλεκτικά, καλλιτέχνες ή μέλη σχημάτων συμμετέχουν ή συμμετείχαν σε νεοφασιστικά κόμματα (οι Death In June και οι Sol Invictus είναι τα παραδείγματα που αναφέρονται πιο συχνά). Το στοιχείο όμως της πολιτικής στράτευσης συσκοτίζεται από τις ίδιες τις πολιτικές προτιμήσεις των εκπροσώπων, οι οποίοι εμπνέονται σε μεγάλο βαθμό από προ-ναζιστικές ιδεολογίες. Οι επιλογές συνοψίζονται κυρίως στη «γνήσια επαναστατική» ορμή των Ταγμάτων Εφόδου, την οποία ανέκοψε η ηγεσία του ναζιστικού κόμματος τη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» (το όνομα του σχήματος Death In June αποτελεί άμεση αναφορά) και — στην πιο εστέτ εκδοχή— στη θεωρία του ριζοσπαστικού συντηρητισμού των αρχών του 20ού αιώνα και στις ιδέες της «λαϊκής κοινότητας», τις οποίες «πρόδωσε» ο Χίτλερ όταν ανέβηκε στη εξουσία. Το εμβληματικό ποίημα Wir rufen Deine Wölfe του Friedrich Hielscher, εκφραστή των τελευταίων, μελοποιήθηκε το 2006 από 32 καλλιτέχνες του είδους από όλη την Ευρώπη σε έναν τι-
O Mιχάλης Αγραφιώτης είναι σκηνοθέτης και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Το μότο είναι στίχοι από το «Rose Clouds of Holocaust» (1995), του συγκροτήματος Death in June. Τα επόμενα δύο παραθέματα είναι στίχοι των τραγουδιών «Sons of Europe» και «Summer is Gone» και πάλι των Death in June. Το τελευταίο παράθεμα είναι στίχοι από το τραγούδι «Europa» του συγκροτήματος Triarii.
Σκελετωμένα δέντρα Τρέμουν στην αύρα. Κάτω από την επιφάνεια επιβιώνει η «κρυφή» Ευρώπη της ιπποσύνης, των εθνικών παραδόσεων, των αριστοκρατιών. Τη συμβολίζουν οι Ρούνοι, οι λύκοι, η φωτιά, η αναζήτηση στο δάσος, ένα εμβατήριο. Η σχέση με την υπόγεια Ευρώπη είναι μυστική, εσωτερική και απαγορευμένη — από αυτή τη σχέση προκύπτει η μορφική αμφισημία και η αινιγματικότητα. Αυτή είναι η Εουρόπα, ο μύχιος ήλιος μου.
μητικό δίσκο (τα ονόματα των καλλιτεχνών είναι ενδεικτικά: Blood Axis, Der Arbeiter, Riharc Smiles, Turbund Sturmwerk). Ως εκ τούτου, η στάση προς τον καθεστωτικό ναζισμό εμφανίζεται κριτική (μέσα από το παραπάνω πρίσμα, της «προδοσίας»), αλλά και οι δηλώσεις αποστασιοποίησης από τον Χίτλερ δεν είναι κατ’ ανάγκη υποκριτικές. Η κρίση του μεταπολεμικού καπιταλισμού ανέδειξε μια αναπάντεχη προοπτική: τη συνειδητή επιλογή του Κακού, όπως αυτό εκφράστηκε επίσημα από την κυρίαρχη κουλτούρα. Την παρακμή των συστημικών αξιών ακολούθησε η προδοσία τους, ακόμα και των πλέον αδιαπραγμάτευτων (με πιο κρίσιμη την «ιδιοκτησία»), από το ίδιο το σύστημα. Το αξιακό σοκ ωθεί το άτομο από τους «Συμμάχους» στον «Άξονα», δηλαδή στον τυπικό εχθρό, τον a priori Κακό. Αυτή η τροπή συναντά και τροφοδοτείται από τη διαχρονική κλίση της ποπ κουλτούρας σε καθετί αιρετικό ή γκροτέσκο. Η νοσταλγική ή θρηνητική διάθεση που κάνει το νεοφόλκ ελκυστικό στο σύγχρονο κοινό αφορά έναν χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό: Γιοι της Ευρώπης που αρρώστησαν από τον φιλελευθερισμό Γιοι της Ευρώπης αλυσοδεμένοι στον καπιταλισμό Σε μια μαρμάρινη πλάκα της Γιάλτας, Η Μητέρα Ευρώπη σφαγιάστηκε. Γίνεται λόγος για ένα «νεκρό» ευρωπαϊκό παρόν μέσα από
Η παραπάνω αφήγηση αποτελεί και τον κεντρικό άξονα των κοσμοθεωριών του Έβολα και της Νέας Δεξιάς. Για τον πρώτο, η τύχη της Ευρώπης εξαρτάται από μια φωτισμένη «ράτσα» ανώτερων ανθρώπων, μια καθαρή φυλή, όχι κατ’ ανάγκη με τη βιολογική έννοια, όπως εκφράζεται από έναν πιο «αγοραίο» νεοφασισμό, αλλά μια αριστοκρατία που θα αναλάβει να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή και τα ιδεώδη. Παρά τη διαφοροποίησή του από τον επίσημο ναζισμό ως προς τη βιολογική καταγωγή της ανώτερης φυλής, ο Έβολα δεν δίστασε να παρουσιάσει μια ρομαντική ιπποτική εικόνα για τα… SS. Το σχέδιο της Νέας Δεξιάς αναπτύσσεται πάνω στην πεποίθηση ότι η ανισότητα αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης φύσης και μεταβιβάζεται κληρονομικά. Επικεντρώνοντας σε έναν αντιεξισωτισμό, στην «έμφυτη διαφορά», κατακρίνει τις «ιδεολογίες της ισότητας» (στις οποίες συμπεριλαμβάνει τον χριστιανισμό, τον κομμουνισμό, τη σοσιαλδημοκρατία και τον φιλελευθερισμό), ως μη συμβατές με την ανθρώπινη φύση και την «ομογενοποίηση» ως εμπόδιο για την ανέλιξη. Ο χαμένος παράδεισος της Νέας Δεξιάς βρίσκεται πολύ πίσω στο χρόνο, στους «αρχαίους λαούς του ακρωτηρίου», δηλαδή στους Ινδοευρωπαίους. Οι θεωρητικοί του νεοφασισμού μπορούν να επικαλούνται τη θεωρία και την έρευνα. Παρομοίως, οι καλλιτέχνες του νεοφόλκ επικαλούνται τις αμφισημίες της τέχνης για να δικαιολογήσουν τη χρήση των συμβόλων. Όμως η μελαγχολία του νεοφόλκ δεν πηγάζει από την ανθρώπινη κατάσταση γενικώς — ακόμα κι αν ερμηνεύεται συχνά μ’ αυτό τον τρόποαλλά είναι προγραμματική. Ο Peter Webb τονίζει πως το μυημένο ακροατήριο δέχεται τους συμβολισμούς σαν κυριολεξίες.1 Έτσι επιβεβαιώνεται η άποψη του Βάλτερ Μπένγιαμιν, ήδη από το 1936, ότι ο φασισμός αποτελεί μια πρόσμιξη αισθητικής και πολιτικής, με τέτοιο τρόπο που δύσκολα διακρίνονται η μία από την άλλη. Η εισβολή της ακροδεξιάς σε χώρους που υπήρξαν προνομιακά ριζοσπαστικοί δεν είναι απλώς ένα «σημείο των καιρών», αλλά ένα παράδειγμα της ρευστής κατάστασης του σχετικιστικού σκεπτικισμού που προέκυψε από την παρακμή του αστικού πνεύματος. Μια τελευταία λεπτομέρεια που μας επαναφέρει τον Έκο. Στο Εκκρεμές ο συγγραφέας αναρωτιέται για το πόσοι πρώην αριστεροί ασπάστηκαν τη «νέα τάση». Μια παρόμοια απορία μας γεννιέται όταν διαβάζουμε για το αριστερό παρελθόν πολλών καλλιτεχνών του νεοφόλκ.
1
Ο Peter Webb αφιέρωσε ένα εκτενές κεφάλαιο στη «Neofolk ή Post-industrial μουσική» στο βιβλίο Exploring the Networked orlds of Popular Music (Routledge 2007). Για την ιδεολογία της Νέας Δεξιάς υπάρχουν αναλυτικά κεφάλαια στο βιβλίο Οι μελανοχίτωνες της Ευρώπης του Pierre Milza (Fayard 2002· ελλ. έκδοση, σε μετάφραση Γιάννη Καυκιά, Scripta 2004).
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
29
28
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: Εγγυημένη φτώχεια για όλους; ΤΟΥ ΒΛΑΣΗ ΜΙΣΣΟΥ
Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ): τρεις λέξεις εύηχες, που παραπέμπουν σε μια ευαισθητοποιημένη κρατική πολιτική. Γι’ αυτό και η εξαγγελία της εφαρμογή του (όπως θα συμβεί, σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, σε οκτώ δήμους, άγνωστο ποιους, τους επόμενους μήνες) γίνεται συνήθως δεκτή θετικά. Ποιος θα εναντιωνόταν σε μια τέτοια ρύθμιση; Και όμως τόσο η θεωρία όσο και η διεθνής εμπειρία και πρακτική καταλήγουν σε αρνητικά συμπεράσματα. Με δυο λόγια, το ΕΕΕ ((που δεν πρέπει να το συγχέουμε με το Βασικό Εγγυημένο Εισόδημα) δεν είναι αντίδοτο, αλλά η αρμονικά εκφρασμένη αποδοχή των φτωχοποιητικών επιπτώσεων της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και το όχημα της συνέχισής της. Το μέτρο θέτει κατώτατους όρους διαβίωσης και επιδοτεί τη διατήρησή τους εις μακρόν. tst Ένας από τους πλέον γνωστούς θεωρητικούς εκφραστές του ΕΕΕ είναι ο διάσημος νεοφιλελεύθερος Φρίντριχ Χάγιεκ. Ο Χάγιεκ υπογράμμιζε την ανάγκη ενός ΕΕΕ, σε μια απόπειρα διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, λαμβάνοντας υπόψη την απειλή στη σταθερότητα και τις ανισορροπίες που θα επέφεραν οι σκληρότατες προτάσεις του (περί… «κοινωνικής δικαιοσύνης», όπως τις ονόμαζε). Η περίπλοκη ιδέα ενός ΕΕΕ μπορεί να αναδείξει το επιθετικό πρόσωπο μιας μεροληπτικής θεωρίας, που υποστηρίζει ότι το ελάχιστο επίπεδο εγγυημένου εισοδήματος μιας χώρας δεν πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ΕΕΕ μιας άλλης, διότι έτσι θα υποσκάπταμε την ελεύθερη μετακίνηση μεταξύ εθνικών συνόρων. Η θεωρία του Χάγιεκ πρεσβεύει μια όσο το δυνατόν εντονότερη διεθνή «κινητικότητα» πολιτών/εργαζομένων, οι οποίοι στις αμέτρητες διαδρομές τους μεταξύ των χωρών όπου θα βρεθούν, προς ανεύρεση εργασίας ή «προσωπικής ευημερίας», θα λησμονήσουν την εθνική και ιδιαίτερη κουλτούρα τους, τουλάχιστον στον βαθμό που αυτή προσδιορίζει ένα εθνικά οριζόμενο επίπεδο διαβίωσης. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα του 2009 —αλλά ακόμα και σήμερα— δεν θεωρούνταν πολυτέλεια μια οικογένεια να διαθέτει ένα ιδιόκτητο τριάρι στο κέντρο της Αθήνας, αλλά ασφαλώς δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για μια αντίστοιχη οικογένεια στο Παρίσι. Ας προσέξουμε τις δύο αρνήσεις στο ακόλουθο απόσπασμα από το έργο The Political Order of a Free People του Χάγιεκ (1979): «Είναι προφανές ότι για πολύ καιρό ακόμα η διασφάλιση ενός επαρκούς και ομοιόμορφου επιπέδου ελαχίστου εισοδήματος για όλους τους ανθρώπους, παντού, θα είναι αδύνατη. Με άλλα λόγια, οι πιο πλούσιες χώρες δεν θα έχουν την ευχέρεια να διασφαλίσουν για τους πολίτες τους ένα επίπεδο που δεν θα είναι υψηλότερο από εκείνο που μπορεί να διασφαλιστεί για όλους τους ανθρώπους (σε όλες τις χώρες)». Από τη θέση αυτή συνάγεται ότι τα κράτη της Ευρωζώνης πρέπει να διασφαλίσουν ένα χαμηλό-ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος και όχι ένα υψηλό-ελάχιστο, με σκοπό την ήπια άμβλυνση της ανισότητας με το μικρότερο δυνατό κόστος. Η διεθνής εμπειρία εφαρμογής του ΕΕΕ καταγράφεται με τρόπο γλαφυρό από τα πλέον αρμόδια όργανα της κυρίαρχης οικονομικής πολιτικής, όπως ο ΟΟΣΑ. Χώρες οι οποίες εφαρμόζουν ένα ΕΕΕ χρησιμοποιούν ως βασικό εργαλείο εξοικονόμησης των περιορισμένων πόρων για κοινωνική πολιτική την επονομαζόμενη «στόχευση» με διαδικασίες «ελέγχου πόρων των δικαιούχων», γνωστό ως means-te-
Ο Βλάσης Μισσός είναι ερευνητής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
Τζόρτζιο ντε Κίρικο, «Οι δύο μάσκες», 1926
sted, κατά την οποία ο αιτών προσκομίζει τα δικαιολογητικά της ανημποριάς του. Έτσι, δημιουργούνται πολλές διαφορετικές κατηγορίες δικαιούχων, όπως «μονογονεϊκές οικογένειες», «ζευγάρια χωρίς τέκνα» κ.ο.κ., όπου σε καθεμιά τα εισοδηματικά κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για την καταβολή του ΕΕΕ, διαφέρουν. Η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών, όμως, δεν είναι προφανής. Από τη μια, συνήθως προσπερνάμε το (σημαντικό) γραφειοκρατικό κόστος συλλογής και αξιολόγησης των αναγκαίων δικαιολογητικών που απαιτεί ένα τέτοιο μέτρο. Από την άλλη, ο στιγματισμός των δικαιούχων και η εξάρτησή τους από τέτοιου είδους περιοδικές εισοδηματικές εισροές, ριζώνει τη συνείδηση της θέσης τους στον κοινωνικό ιστό. Πρόκειται για επιδίωξη πιστοποίησης της αδυναμίας των νοικοκυριών να τα «βγάλουν πέρα». Η προώθηση τέτοιων μέτρων θέτει συνήθως στους δικαιούχους το ευτελές δίλημμα της επιλογής μεταξύ μιας χαμηλόμισθης εργασίας ή ενός ΕΕΕ, προσαρμόζοντας σταδιακά τα καταναλωτικά τους πρότυπα και το επίπεδο δαπανών και διαβίωσης τους. Πολλές φορές μάλιστα, τα –νεαρά κυρίως– άτομα προτίθενται να αρνηθούν την εργασία, χωρίς το δικαίωμα του ΕΕΕ να είναι διασφαλισμένο, μιας και τα κριτήρια για την καταβολή ενός τέτοιου εισοδήματος είναι πραγματικά ασφυκτικά. Έτσι, το ΕΕΕ ωθεί τα άτομα προς ανεύρεση ανασφάλιστης εργασίας, αφαιρώντας δυνητικούς πόρους από το σύστημα κοινωνικής προστασίας και αυξάνοντας την εξάρτηση της χρηματοδότησής του από εξωγενή κονδύλια. Στην Ελλάδα, όπου ο βαθμός ανασφάλιστης εργασίας είναι ήδη υψηλός, κάτι τέτοιο αναμένεται να λειτουργήσει κατεξοχήν επιβαρυντικά. Τα μέχρι τώρα στατιστικά δεδομένα συνηγορούν ότι τα χρηματικά ποσά που καθορίζονται ως ΕΕΕ σπανίως ξεπερνούν το λεγόμενο «κατώφλι φτώχειας» μιας χώρας. Το «κατώφλι φτώχειας» ορίζεται από τη Eurostat ως το 60% του διάμεσου ατομικού εισοδήματος, ενώ ο πληθυσμός που διαβιεί με λιγότερο από αυτό το επίπεδο, χαρακτηρίζεται «φτωχός».
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας για την Ελλάδα του 2011, το εν λόγω επίπεδο ορίζεται λίγο πιο πάνω από τα 5.700 ευρώ τον χρόνο (475 ανά μήνα) και αφορά το 23,1% του πληθυσμού. Κατά συνέπεια, ένα ΕΕΕ το οποίο βρίσκεται κάτω από αυτό το επίπεδο μπορεί διαχρονικά να διατηρήσει τα επίπεδα φτώχειας και όχι να τα αμβλύνει. Η έκθεση του 2013 του ΟΟΣΑ, για ένα «Πιο αποτελεσματικό σχεδιασμό του συστήματος παροχών στην Ελλάδα», θεωρεί ξεκάθαρα ότι πρέπει να προωθηθεί η λογική «ελέγχου πόρων των δικαιούχων», αφού η ανάλυσή της εδράζεται κυρίως στο υψηλό κόστος του κοινωνικού κράτους και όχι στη συμβολή του στην κατανάλωση. Η πρόταση —κωδικοποιημένα— εμπεριέχει μεταξύ άλλων τις εξής επιλογές (οι επιλογές 3 και 4 δεν ενθαρρύνονται από τον ΟΟΣΑ, ως λιγότερο αποτελεσματικές): 1. Περιορισμός της πρόσβασης σε κοινωνικά προγράμματα, που θα απευθύνονται μόνο στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Η στόχευση στο φτωχότερο 25% του πληθυσμού, θεωρείται ότι θα εξοικονομήσει το 1,3% του ΑΕΠ και θα μειώσει το ποσοστό φτώχειας κατά 1,6%. 2. Επέκταση του επιδόματος ανεργίας κατά 12 επιπλέον μήνες σε ανέργους. Εάν η στόχευση αφορά το φτωχότερο 20% του πληθυσμού, το μέτρο θα κοστίσει 0,2% του ΑΕΠ και θα μειώσει το ποσοστό φτώχειας κατά 1,3%. 3. Περιορισμός του επιδόματος κατοικίας αποκλειστικά σε νοικοκυριά που διαβιούν κάτω από το ΚΦ και που έχουν τουλάχιστον ένα τέκνο. Εάν η στόχευση επικεντρωθεί στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού, τότε το κόστος δε θα ξεπεράσει το 0,1% του ΑΕΠ και το ποσοστό φτώχειας θα μειωθεί κατά 0,1%. 4. Κατάργηση όλων των οικογενειακών επιδομάτων και αντικατάστασή τους με ένα νέο επίδομα. Εάν το νέο επίδομα αφορά το φτωχότερο 30% του πληθυσμού, τότε η εξοικονόμηση θα φτάσει το 0,4% του ΑΕΠ. 5. Κατάργηση όλων των υπαρχόντων επιδομάτων αναπηρίας και αντικατάστασή τους με ένα νέο επίδομα. Εάν το νέο επίδομα αφορά το φτωχότερο 30% πιο φτωχό τμήμα του πληθυσμού, τότε η εξοικονόμηση θα ανέλθει στο 0,4% του ΑΕΠ. Όλες οι παραπάνω προτάσεις προϋποθέτουν έναν πλήρη και ριζικό επαναπροσδιορισμό του Συστήματος Κοινωνικής Προστασίας καθώς και την απόκλισή του από καθολικού τύπου παροχές. Οι ασκήσεις επί χάρτου του ΟΟΣΑ και η πτώση του ποσοστού φτώχειας που προτίθεται να επιφέρει συμφωνεί με τη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης που προωθεί η κυβέρνηση και την υποβάθμιση των εισοδημάτων ώστε η ανισότητα μεταξύ τους να μειωθεί. Ως εκ τούτου, η εισαγωγή του ΕΕΕ συμπορεύεται με την κατεστημένη αντίληψη ενός χαμηλού κόστους διαβίωσης για όλο και περισσότερους. Άλλωστε, οι μέχρι τώρα πληροφορίες από την πρόταση των στελεχών της Παγκόσμιας Τράπεζας προς το Υπουργείο Εργασίας για την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου, θέτουν το όριο του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος σε όρια που ενδεχομένως να μην ξεπερνούν τα 3.000 (!) ευρώ ετησίως (250 ανά μήνα!) — ποσό με το οποίο υπολογίζεται ότι διαβιεί ένα πολύ μικρό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού. . Έτσι, η κοινωνική πολιτική λαμβάνει τον χαρακτήρα ήπιας επούλωσης των πληγών που αφήνει πίσω της η ακραία φτώχεια, απαρνούμενη το αίτημα για αξιοπρεπή στήριξη του πληθυσμού. Χρέος μιας εναλλακτικής πολιτικής είναι η πλήρης άρνηση της σύνδεσης των επιδομάτων με τον «έλεγχο πόρων των δικαιούχων» και η απαίτηση σχεδιασμού ενός γενναιόδωρου συστήματος κοινωνικής προστασίας, που θα παρέχει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών και καθολικές παροχές στον πληθυσμό· ενός συστήματος ικανού να υποβοηθήσει τη μεγέθυνση της οικονομίας, και που δεν θα εκλαμβάνεται μονάχα ως κόστος.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
37
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Κοινωνικός αυτοματισμός: από τον φθόνο στον φόβο
Eπιστράτευση απεργών ΔΕΗ: το μέσον είναι το μήνυμα
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Η πρόσφατη επιστράτευση των απεργών της ΔΕΗ ήταν η πρώτη, για τον συγκεκριμένο κλάδο, σε όλη τη μεταπολιτευτική ιστορία. Γεγονός αρκούντως εντυπωσιακό, αν σκεφτούμε ότι τα χρόνια αυτά είχαμε πολύ μεγάλες απεργίες (λ.χ. το 1979, το 1987 και το 1992), και μάλιστα με σοβαρό πολιτικό κόστος. Απεργίες που οδήγησαν σε εκτεταμένες διακοπές ρεύματος, που έμειναν στην ιστορία και σε ό,τι αποκαλείται «συλλογικό ασυνείδητο» ως «επικίνδυνες» και «αντικοινωνικές», αφήνοντας ως παρακαταθήκη και το (ανακριβές βέβαια) κλισέ περί «συνδικαλιστών που κατεβάζουν τους διακόπτες». Γιατί λοιπόν οι κυβερνήσεις δεν είχαν χρησιμοποιήσει την πολιτική επιστράτευση για να σταματήσουν τις επεισοδιακές εκείνες απεργίες, τη στιγμή μάλιστα που οι συνέπειές τους πλησίαζαν περισσότερο στις προϋποθέσεις που θέτει το Σύνταγμα από ό,τι, για παράδειγμα, η απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων του 1979 που έληξε με επιστράτευση; Εκτός του ότι η νομική αντιμετώπιση των «άγριων» εκείνων απεργιών δεν ήταν διόλου αμελητέα (η εφαρμογή του Ν. 330/1976 οδήγησε σε ποινικές διώξεις και φυλακίσεις το 1979, ενώ το 1992, ο Ν. 1915/1990 επέτρεψε την απόλυση 200 επίμονων απεργών — άλλο θέμα το ότι επαναπροσλήφθηκαν από την επόμενη κυβέρνηση), διακινδυνεύω συνολικά την εξής υπόθεση: η βασική επιδίωξη του κράτους, κάθε φορά, δεν ήταν η λήξη της απεργίας, αλλά η ευρύτερη δυνατή απονομιμοποίησή της, η ανάπτυξη κοινωνικών αντανακλαστικών εναντίον της. Τα αντανακλαστικά αυτά επανενεργοποιήθηκαν, στην πρόσφατη απεργία, από τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών και δημοσιογράφων, με σκοπό την κοινωνική απομόνωση των απεργών και την αποδοχή από την κοινή γνώμη του ακραίου μέτρου της επιστράτευσης ως αυτονόητης και αναγκαίας επιλογής. Και έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πως ο κοινωνικός αυτοματισμός που επιδιώχθηκε να λειτουργήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχε ως άξονα τον φθόνο αλλά, πρωτίστως, τον φόβο. Δεν αρθρώθηκε δηλαδή τόσο γύρω από ένα σύνολο αποφάνσεων περί «προνομιούχας συντεχνίας» όσο γύρω από την απειλή ενός καταστροφικού «μπλακ άουτ». Πρόκειται για ένα σύνολο λογοθετικών επιλογών που δεν είναι τυχαίο· αντίθετα, αφενός εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική, αφετέρου αποκαλύπτει τις πραγματικές στοχεύσεις της επιστράτευσης, συμπληρώνοντας την παραπάνω υπόθεσή μας για την «παράδοξη» αποφυγή λήψης του μέτρου στο παρελθόν. Ας εξετάσουμε τα στοιχεία ένα προς ένα. Η πολύ προσφιλής κατά το παρελθόν κατηγορία προς τους συνδικαλιστές ότι «υπερασπίζουν τα στενά συντεχνιακά τους συμφέροντα, αδιαφορώντας για το γενικό καλό», όχι μόνο
Ο Δημήτρης Ιωάννου είναι υποψήφιος διδάκτορας πολεοδομίας και χωροταξίας του ΕΜΠ
Φερνάν Λεζέ, «Ο μεγάλος Ιούλιος», 1945
χρησιμοποιήθηκε πολύ λίγο αυτή τη φορά, αλλά απευθύνθηκε προς τους απεργούς αντεστραμμένη: «Η απεργία είναι νόμιμο και αναφαίρετο δικαίωμα των εργαζομένων, μόνον όμως όταν αφορά τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις του κλάδου τους. Από τη στιγμή που το νομοσχέδιο για τη “μικρή ΔΕΗ” σας εξασφαλίζει, δεν έχετε δικαίωμα να απεργείτε στο όνομα του γενικού καλού – αυτό είναι δουλειά της κυβέρνησης!» Πράγματι, από τα πρώτα κιόλας δημοσιεύματα,1 τονιζόταν ιδιαίτερα η πενταετής προστασία του εργασιακού και ασφαλιστικού καθεστώτος των εργαζομένων από τη νέα εταιρεία, ενώ, από την άλλη, η κυβερνητική εκπρόσωπος επαναλάμβανε δηλώσεις όπως «την Ελλάδα δεν την κυβερνούν συντεχνίες, [...] [ή] όσοι δεν έχουν πλήρη εικόνα της κατάστασης, [αλλά] η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση [που] θα προστατέψει το δημόσιο συμφέρον».2 Εδώ, δεν έχουμε τόσο μια εκδοχή αντισυντεχνιακού λόγου, όσο μια έκκληση στη νομιμότητα και στη σταθερότητα που μόνο η αυθεντία της κυβέρνησης (του υποκειμένου που υποτίθεται ότι γνωρίζει) μπορεί να διασφαλίσει. Προχωράω στο επαπειλούμενο «μπλακ άουτ». Πρώτον, η σχετική συζήτηση δεν έγινε τόσο με όρους δημόσιας υγείας και ασφάλειας του πληθυσμού, αλλά πρωτίστως προστασίας του «εθνικού» τουριστικού προϊόντος.3 Αυτή η επιλογή, ειδικά ιδωμένη σε συνδυασμό με τις διαβόητες δηλώσεις του κυβερνητικού βουλευτή Μ. Ταμήλου για τις λάμπες πετρελαίου,4 αναπαράγει υπόκωφα τον ενοχοποιητικό και τιμωρητικό λόγο που συνόδευσε την υπαγωγή της χώρας στον «μηχανισμό στήριξης» και τα μνημόνια («οι τεμπέληδες του Νότου που θα μάθουν να ζουν με όσα παράγουν» κ.λπ.). Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνει την ολοκληρωτική ανασημασιοδότηση του πεδίου του λόγου (ως ορί-
ζοντα νοήματος και πεδίου δυνατοτήτων για πράξη) από το κύριο σημαίνον του χρέους, όπως και την ολοκληρωτική καθυπόταξη του κοινωνικού στην οικονομία του χρέους: υπάρχουμε, ως κράτος και ως κοινωνία, για να υπηρετούμε τον μεγάλο δυτικό Άλλο (τουρίστες, επενδυτές, δανειστές κ.λπ.) που θα μας ελεήσει για να μην πεθάνουμε της πείνας. Δεύτερη παρατήρηση, πραγματολογικής φύσεως. Η απειλή του «μπλακ άουτ», η οποία υποστηρίχθηκε και από τις ανακοινώσεις της ΔΕΗ περί «πορτοκαλί συναγερμού» και δελτίων κυλιόμενων διακοπών ρεύματος, και βοήθησε να κηρυχθεί η απεργία παράνομη και καταχρηστική και να απονομιμοποιηθεί στην κοινή γνώμη ώστε να οδηγηθεί «φυσιολογικά» η κυβέρνηση στην (προαναγγελθείσα, αν και υποτίθεται έσχατη) λύση της επιστράτευσης, ήταν πιθανότατα κατασκευασμένη. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που εύκολα βρίσκει κανείς στο σάιτ του ΑΔΜΗΕ (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), η διαθέσιμη ισχύς στο δίκτυο της χώρας μπορούσε να καλύψει με άνεση το μέγιστο απαιτούμενο φορτίο. Και αυτό γιατί: • η μέγιστη ζήτηση ισχύος διαμορφωνόταν τις ημέρες της απεργίας στα 7.000 MW περίπου, στις 10 το βράδυ. • η διαθέσιμη ισχύς στο δίκτυο των κατανεμόμενων μονάδων παραγωγής υπερβαίνει, υπό κανονικές συνθήκες, τα 10.000 MW [βλ. goo.gl/dZuCZH)], ενώ οι μονάδες που είχαν βγει εκτός λόγω της απεργίας στερούσαν από το δίκτυο περίπου 3.400 MW (10.000 μείον 3.400 = 6.600) • στο σχέδιο αντιμετώπισης «πιθανών προβλημάτων» που εξέδωσε ο ΑΔΜΗΕ, περιλαμβανόταν πρόβλεψη εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας «κατ’ ελάχιστον 1.400 ΜW» (6.600 συν 1.400 = 8.000) [βλ.
goo.gl/WDHPwV] • η εγκατεστημένη ισχύς μόνο των αιολικών μονάδων (που λειτουργούν και το βράδυ) είναι, σύμφωνα με τον ΛΑΓΗΕ (Λειτουργός της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργεια), 1.540 MW (8.000 συν 1.540 = 9.540) [βλ. goo.gl/dh2aJ9] Με βάση τα στοιχεία αυτά, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι τις ημέρες της απεργίας και του επαπειλούμενου «μπλακ άουτ» το σύστημα είχε έναν «αέρα» άνω των 2.000 ΜW, και συνεπώς δεν υπήρχε καμία ανάγκη ούτε για «πορτοκαλί συναγερμό» ούτε για επιστράτευση. Αν και υπάρχουν ενδείξεις για – τεχνητή— έλλειψη ισχύος στο σύστημα,5 είναι φανερό ότι η επίκληση της «παρατεινόμενης αδυναμίας ομαλής ηλεκτροδότησης της χώρας» και των σοβαρών κινδύνων «για τη δημόσια τάξη και δημόσια υγεία», στην οποία βασίστηκε η απόφαση επιστράτευσης των εργαζομένων, δεν μπορεί να στηριχθεί από τα διαθέσιμα πραγματολογικά στοιχεία. Με λίγα λόγια, ο στόχος της επιστράτευσης των απεργών της ΔΕΗ δεν ήταν η προστασία του κοινωνικού συνόλου (ή έστω των τουριστών) από τις συνέπειες της απεργίας, γιατί, πολύ απλά, αυτές ήταν περιορισμένες και διαχειρίσιμες. Ήταν η επίδειξη πυγμής και αποφασιστικότητας για εφαρμογή του προγράμματος με κάθε μέσο, τόσο προς τα έξω (δανειστές, τρόικα, χρηματοπιστωτικές αγορές), όσο και προς τα μέσα (άλλες κοινωνικές ομάδες που θα πληγούν από τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς στο άμεσο μέλλον). Όχι, τούτη η επιστράτευση δεν ήταν η αυταρχική μορφή ενός «αναγκαίου» περιεχομένου· στην περίπτωση αυτή, μορφή και περιεχόμενο ταυτίζονταν: το μέσο ήταν το μήνυμα.
π.χ. το ρεπορτάζ του Έθνους, «Έκτακτο σχέδιο για αποφυγή απεργιακού μπλακ άουτ», 28.6.2014 (goo.gl/pNytQZ). 2 «Επιστράτευση προ των πυλών για τη ΔΕΗ», Έθνος, 4.7.2014 (goo.gl/tiBgWX). 3 Ενδεικτική εδώ η δήλωση της κυβερνητικής εκπροσώπου, «αποτελεί σαμποτάζ κατά του κράτους, 20 εκατομμύρια τουρίστες να έρθουν και να μην έχουν κλιματισμό», καθώς και το δημοσίευμα του Έθνους «Καταστροφή αν γίνει μπλακ-άουτ» (4.7.2014), βασισμένο σε ανακοίνωση του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων. 4 «Μπορείς να ζήσεις και χωρίς ενέργεια. Μπορείς να πας σ’ ένα χωριό και να ζήσεις με τη λάμπα που ανάβαμε παλιά. Δεν χρειάζεται το ρεύμα να το ’χεις πάντα» (goo.gl/CcXEgI). Τη σύνδεση με τις δηλώσεις Βούλτεψη για τους τουρίστες την οφείλω σε σχετική ανάρτηση του Σπύρου Δερβενιώτη. 5 Από τα στοιχεία του «προγραμματισμού κατανομής μονάδων» του ΑΔΜΗΕ προκύπτει ότι, την ημέρα της επιστράτευσης, όλες οι ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου (πλην δύο) λαμβάνονταν μηδενικές, δηλαδή δεν λειτουργούσαν, παρά το ότι το σχέδιο αντιμετώπισης πιθανών προβλημάτων του ΑΔΜΗΕ ζητούσε μεγιστοποίηση της απόδοσης των ιδιωτικών μονάδων. Επίσης, οι ΑΠΕ υπολογίζονταν στο εξαιρετικά χαμηλό, για ημέρα με ηλιοφάνεια και ισχυρούς ανέμους, επίπεδο των 350-1020 MW. Τέλος, οι εισαγωγές ρεύματος δεν υπερέβησαν τα 1.300 MW. Βλ. αναλυτικά στο μπλογκ greeklignite.blogspot.gr (goo.gl/VM1Sk9). 1 Βλ.
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
38
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Η παράδοση του Μπερλινγκουέρ και «Η ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΩΤΟΥΛΑ Τον Ιούνιο έκλεισαν τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Πέθανε πάνω στο βήμα, ενώ μιλούσε σε προεκλογική συγκέντρωση στην Πάντοβα. Το ΙΚΚ νίκησε σ’ εκείνες τις ευρωεκλογές με 33,33%, ενώ η Χριστιανική Δημοκρατία πήρε 32,97%. Έτσι υπήρξε το ιστορικό sorpasso (προσπέραση). Ο Λουίτζι Πιντόρ θα γράψει το δικό του ιστορικό άρθρο, με τίτλο «Δεν θα πεθάνουμε Χριστιανοδημοκράτες». Η ιστορία πήγε αλλιώς, και τώρα κινδυνεύουν από κάτι χειρότερο, να πεθάνουν νεοφιλελεύθεροι. Για το πώς και γιατί η Ιστορία πήγε έτσι και μπορεί να πάει και χειρότερα, έχουν ήδη γραφτεί πολλά, θα γραφτούν κι άλλα.
H κληρονομιά του Μπερλινγκουέρ και του ΙΚΚ Η κληρονομιά που άφησε ο Μπερλινγκουέρ είναι αφάνταστα μεγάλη και πλούσια· είναι η ιστορική κληρονομιά του ΙΚΚ, των Γκράμσι, Τολιάτι, Λόνγκο και Μπερλινγκουέρ. Ο τελευταίος έβαλε τη δική του σφραγίδα στον εμπλουτισμό και ανανέωση της επαναστατικής, δημοκρατικής, σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής παράδοσης. Παράδοσης που έχει μέσα της το ζωντανό και δημιουργικό πνεύμα του συνεχούς εμπλουτισμού και επικαιροποίησής της. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του Μπερλινγκουέρ, την ηγεσία του κόμματος ανέλαβε ο Νάτα. Aμέσως, αφού πέρασε η ταραχή, ξεκίνησε τις διεργασίες που οδήγησαν στο πέρασμα της ηγεσίας του κόμματος στη νέα γενιά, στην πρώτη γενιά μετά την Αντίσταση, στη γενιά των Οκέτο, Ντ’ Αλέμα, Φασίνο, Βελτρόνι και άλλων. Γενιά που όχι μόνο δεν στάθηκε στο ύψος της, αλλά σύντομα εγκατέλειψε εκείνη την παράδοση, την άφησε ανυπεράσπιστη από το συνεχές και χυδαίο αντικομουνιστικό σφυροκόπημα του Μπερλουσκόνι και έτσι την «πρόδωσε». Και, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αυτός ο ηγετικός πυρήνας προσχώρησε στη θεωρία του Φουκουγιάμα για το τέλος της Ιστορίας. Η επέτειος του θανάτου του Μπερλινγκουέρ συνέπεσε με την αποκάλυψη νέων και εκτεταμένων σκανδάλων διαφθοράς, μια διάσταση του ιταλικού καπιταλισμού που τις τελευταίες πέντε περίπου δεκαετίες προσέλαβε τέτοια δομικά χαρακτηριστικά που απαιτείται μια συνολική πολιτισμική επανάσταση για να μπει η Ιταλία σ’ έναν άλλο δρόμο στο πλαίσιο, βέβαια, μιας άλλης Ευρώπης. Αυτές τις εβδομάδες όλοι, εκτός από τη Δεξιά του Μπερλουσκόνι που συνεχίζει, αν και ξεδοντιασμένη, τον χυδαίο αντικομουνιστικό χαβά της, θυμήθηκαν τον Μπερλινγκουέρ. Πολλά αφιερώματα και ντοκιμαντέρ παρουσιάστηκαν, ο Ρέντσι και ο Γκρίλο τον θυμήθηκαν και τον επικαλέστηκαν προεκλογικά. Υποτίθεται ότι εξέφρασαν την αγάπη τους και τον σεβασμό τους, ενώ η υποκρισία, η διατρέβλωση, η άγνοια και οι πολιτικές-πολιτικάντικες σκοπιμότητες (και σε κάποια άρθρα στον ελληνικό Τύπο και την Αυγή) ξεχείλιζαν από πολλά δημοσιεύματα. Τα περισσότερα
Ο Βασίλης Κωτούλας είναι πολιτικός επιστήμονας.
περιορίστηκαν κυρίως να εκθειάζουν μια πλευρά, ένα ζήτημα, «la questione morale», το ηθικό ζήτημα που το είχε ως σημαντική διάσταση στη στρατηγική του ο Μπερλινγκουέρ. Ακόμη και εκείνοι που τότε τον κατηγορούσαν σαν «ηθικολόγο» (μαζί μ’ αυτούς και η δεξιά πτέρυγα του ΙΚΚ με επικεφαλής τον Ναπολιτάνο, οι λεγόμενοι και milioristi, δηλαδή εκείνοι που περιόριζαν τη στρατηγική τους ενόραση απλώς στην καλυτέρευση του συστήματος ) τώρα ξέχασαν εκείνες τις κατηγορίες και αγιοποιούν τη φιγούρα του Μπερλινγκουέρ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, παρουσιάζονται σαν οι κληρονόμοι του! Ξεχνούν, ή κάνουν πως ξεχνούν, ότι ο Μπερλινγκουέρ το «ηθικό ζήτημα» το ενέτασσε σε μια συνολική δημοκρατική στρατηγική της υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος που συμπυκνωνόταν και στα άλλα δύο διαχρονικά συνθήματα του ΙΚΚ: Πρώτον, ότι το κόμμα ήταν και θα παρέμενε ως την εκπλήρωση του στρατηγικού του στόχου «partito di lotta e di governo» (Κόμμα του αγώνα και της κυβέρνησης). Κυβερνούσε εξάλλου ήδη σ’ όλη την Κεντρική Ιταλία, στις «κόκκινες περιοχές», με θεαματικά θετικά αποτελέσματα. Ήταν ένα σύνθημα που συμπύκνωνε τις θεωρητικές επεξεργασίες του Γκράμσι για την ηγεμονία, τη στρατηγική του «πολέμου» κατάκτησης θέσεων, την εισαγωγή σοσιαλιστικών στοιχείων στις δομές της κοινωνίας — όχι μόνο «πόλεμος» κινήσεων και ελιγμών. Δεύτερον, ότι το ΙΚΚ ήταν διαφορετικό απ’ όλα τα άλλα και η δική του «diversita» (διαφορετικότητα) είχε τις καταβολές της στη γέννησή του μέσα στο μεγάλο παγκόσμιο κύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, στις σταθερές κοινωνικές και ταξικές αναφορές του στην εργατική τάξη, στη μισθωτή εξαρτημένη — άμεσα και έμμεσα— χειρωνακτική και πνευματική εργασία. Αυτά τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του το κάνανε diverso και υπερήφανο, και διατηρούσε σαν κόρη οφθαλμού αυτή τη διαφορετικότητά του. Επίσης, όπως έγραψε πρόσφατα και η
Καστελίνα, η διατήρηση και το δυνάμωμα των αριστερών χαρακτηριστικών του ΙΚΚ ήταν στις προτεραιότητες του Μπερλίνγκουερ. Γι’ αυτό και συζητούσε με τα στελέχη του PDUP (Kόμμα Προλεταριακής Ενότητας) με επικεφαλής τον Μάγκρι. Eίχαν συμφωνήσει για την επανένταξή τους στο PCI, παρά τις διαφωνίες της δεξιάς πτέρυγας. Είναι συνεπώς γελοίο, αν όχι τραγικό, να παρουσιάζονται οι διάφοροι Ρέντσι και Γκρίλο σαν κληρονόμοι του Μπερλινγκουέρ.
Ο φορέας «Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα»: λάθη και αποκλεισμοί στη δημιουργία του Σε άλλο κείμενό μου θα αναφερθώ στις κακοποιήσεις και διαστρεβλώσεις που υφίστανται κι άλλες σημαντικές επιλογές του Μπερλίνγκουερ, όπως o «ιστορικός συμβιβασμός», που δεν είχε καλή υποδοχή στο κόμμα του ούτε από τη δεξιά ούτε απ’ την αριστερή πτέρυγα. Στις γραμμές που ακολουθούν, θα εστιαστώ στο πρόβλημα πώς αυτή η παράδοση, και συνολικά η πλούσια κληρονομιά του ιταλικού κομμουνισμού, ενσωματώθηκε και ενσωματώνεται στις διεργασίες που οδήγησαν στη δημιουργία της «Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα». Ο φορέας αυτός
είχε και έχει τη φιλοδοξία να γίνει το νέο μεγάλο αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα, ενώ όλοι οι πρωταγωνιστές του δηλώνουν ότι θέλουν να κάνουν κάτι σαν τον ελληνικό ΣΥΡΙΖΑ. Παρακολούθησα και παρακολουθώ συστηματικά όλη αυτή την ιστορία. Το εκλογικό αποτέλεσμα, 4,03%, μόλις ελάχιστα πάνω απ’ το όριο, επέτρεψε την εκλογή τριών ευρωβουλευτών. Ήταν θετικό, αλλά πολύ πολύ πενιχρό. Μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο, αν η όλη ιστορία στηνόταν καλύτερα, απέφευγε παραλείψεις, λάθη και αποκλεισμούς συνιστωσών που παρ’ ολίγον να αποδειχθούν μοιραίες, όπως ο αποκλεισμός της συνιστώσας του PdCI (Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών), που καταγγέλθηκε και από καμιά δεκαριά διανοουμένους, μεταξύ των οποίων και ο Λουτσιάνο Κάνφορα. Αποκλεισμός για τον οποίο την κύρια ευθύνη είχε η επιτροπή των «εγγυητών»: Σπινέλι, Καμιλιέρι, Γκαλίνο, Ρεβέλι, Φλόρες και Βιάλε. Στην επιτροπή ενσωματώθηκε και ο σύντροφος Τσίπρας και, απ’ ό, τι γνωρίζω, αυτή η ενσωμάτωση έγινε μετά από επιμονή των ιταλών «εγγυητών». Τόσο αυτός ο αποκλεισμός όσο και κάποιοι άλλοι προκάλεσαν δυσάρεστες και επιζήμιες εντάσεις ανάμεσα τους «εγγυητές», που ξεπεράστηκαν κάπως μετά και τις θετικές παρεμβάσεις Τσίπρα.
Το ιστορικό και η βαθύτερη αιτία των λαθών: ανάγκη αυτοκριτικού αναστοχασμού Τα παραπάνω ήταν μικροπροβλήματα, μικρολάθη, που όμως έχουν τη ρίζα τους σε ουσιαστικότερα προβλήματα που υπήρχαν και υπάρχουν. Από το πώς θα αντιμετωπισθούν αυτά τα προβλήματα θα εξαρτηθεί η παραπέρα πορεία. Στις 18 και 19 Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί στη Ρώμη εθνική συνέλευση του φορέα, στην οποία θα συμμετάσχουν οι τρεις ευρωβουλευτές, η επιτροπή των «εγγυητών», εκπρόσωποι απ’ όλες τις εκλογικές περιφερειακές επιτροπές και, με τον έναν ή άλλο τρόπο, εκπρόσωποι όλων των κομμάτων, κινήσεων βάσης και συνιστωσών που στήριξαν το ψηφοδέλτιο. Αντικείμενο θα είναι να εκτιμηθεί η μέχρι τώρα πορεία, να διερευνηθεί και ίσως να αποφασιστεί η δημιουργία του νέου «πολιτικού υποκειμένου», του «ΣΥΡΙΖΑ Ιταλίας». Στις εργασίες θα παρευρεθεί και ελληνική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον σύντροφο Τσίπρα. Αν θέλουν να υπάρχει μέλλον, οι μέχρι τώρα πρωταγωνιστές πρέπει να στοχαστούν σοβαρά και αυτοκριτικά για τη μέχρι τώρα πορεία. Δεν είμαι βέβαιος. Η αισιοδοξία μου είναι πολύ συγκρατημένη. Σοβαρός κριτικός και αυτοκριτικός στοχασμός χρειάζεται, πριν απ’ όλα, από τα μέλη της επιτροπής των «εγγυητών», κυρίως τους Ρεβέλι, Βιάλε και Σπινέλι, και λιγότερο τους Καμιλιέρι και Γκαλίνο, που έτσι κι αλλιώς ο ρόλος τους ήταν περιορισμένος και μόνο θετικός. Ο Φλόρες με βιαστικές και αρνητικές ενέργειες αποχώρησε από την επιτροπή, και δεν γνωρίζω αν θα συμμετέχει στη διαδικασία. Το πρώτο που χρειάζεται από μέρους τους (και κυρίως τους Ρεβέλι και Βιάλε) είναι να μειώσουν την αντιπαλότητά τους — την παλιά «εχθρότητά» τους— προς τα κόμματα που στήριξαν και στηρίζουν αυτή την προσπάθεια. Δεν γνωρίζω το παρασκήνιο της συγκρό-
Η ΑΥΓΗ • ΚΥΡΙΑΚΗ 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 2014
39
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα»
τησης της «Άλλης Ευρώπη με τον Τσίπρα». Γνωρίζω το προσκήνιο και τα πολλές δεκάδες κείμενα αγωνιστών και διανοουμένων που όλοι τους, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο κριτικά, στήριξαν την προσπάθεια. Το προσκήνιο λέει ότι στο τέλος του 2013 οι «εγγυητές» πήραν την πρωτοβουλία για τη δημιουργία του φορέα, αυτοορίστηκαν «εγγυητές» και απευθύνθηκαν στα κόμματα της Αριστεράς, στις τοπικές κινήσεις, ομάδες, και συνδέσμους, ζητώντας τους να στηρίξουν το ψηφοδέλτιο. Έθεσαν τα κριτήρια για το ποιοι μπορούσαν να είναι οι υποψήφιοι σε κάθε περιφέρεια, και έτσι αποκλείστηκαν όσοι διετέλεσαν βουλευτές και ευρωβουλευτές και όλα τα γνωστά ηγετικά στελέχη των κομμάτων. Απευθύνθηκαν στον Τσίπρα και του ζήτησαν να μπει επικεφαλής. ·Δέχτηκε, και με ένα δημόσιο κείμενο, τον Ιανουάριο του 2014, τους ευχαρίστησε και τους έθεσε τις, καταρχήν σωστές, πολιτικές προϋποθέσεις. To κείμενο το γνωστοποίησε και στον Φερέρο, γραμματέα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, με τον οποίο στο πλαίσιο του ΚΕΑ πρέπει να είχαν συζητήσει το όλο θέμα. Εξαρχής στη διαδικασία υπήρχε μια θεμελιακή αντίφαση: ενώ δηλωνόταν ότι ο φορέας συγκροτείται από τα κάτω, η πρωτοβουλία πάρθηκε από τα πάνω, και μάλιστα έναν πολύ στενό κύκλο και αριθμό διανοουμένων. Αν εξαιρέσουμε τον Καμιλέρι και σε μεγάλο βαθμό τον Γκαλίνο και τη Σπινέλι, που είχαν σχεδόν καθολική αποδοχή, ίσως γιατί τα προηγούμενα χρόνια δεν είχαν εμπλακεί στις κομματικές διεργασίες, οι άλλοι είναι σημαντικοί διανοούμενοι της Αριστεράς, αλλά όχι σημαντικότεροι από πολλούς πολλούς άλλους· και, κυρίως, δεν ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να σηματοδοτούν και να εκφράσουν την κληρονομιά και τη συνέχεια του μεγάλου εργατικού, σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος της Ιταλίας. Τα τρία κόμματα η SEL (Αριστερά, Οικολογία, Ελευθερία), η RC (Κομμουνιστική Επανίδρυση) και το PdCI (Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών) αποδέχτηκαν κυρίως από ανάγκη την πρωτοβουλία της επιτροπής των «εγγυητών», γιατί αυτόνομα το καθένα δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να πιάσει το όριο. Αλλά και ο φορέας χωρίς τη στήριξη από τα κόμματα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να συγκεντρώσει τις 150.000 υπογραφές για να κατέβει στις εκλογές. Η σχέση ανάμεσα στα κόμματα που στήριξαν τον φορέα ήταν τόσο κακή που καμιά απευθείας επικοινωνία δεν είχαν. Έτσι δέχτηκαν τη διαμεσολαβητική λειτουργία της επιτροπής των «εγγυη-
τών», έστω κι όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαν έντονες μέχρι και «πολεμικές» αντιπαραθέσεις, ενώ αρκετές φορές είχαν υποστεί άδικες μέχρι και προσβλητικές συμπεριφορές από δυο-τρεις «εγγυητές». Ο ρόλος αυτών των «εγγυητών» στις διεργασίες, τις συγκρούσεις, τις διασπάσεις και τις εκλογικές αποτυχίες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στις δυο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, δεν ήταν θετικός. Οι ευθύνες τους όμως γι’ αυτές τις αποτυχίες ήταν πολύ μικρότερες, γιατί δεν βρίσκονταν στην ηγεσία.
Η ιδεολογική αποσταθεροποίηση. Η σημασία της κληρονομιάς Στις διεργασίες, από το 2006 και μετά, με κύρια ευθύνη του Μπερτινότι και του στενού κύκλου των συνεργατών του, υπονομεύθηκαν οι ιστορικές, ιδεολογικές, θεωρητικές και πολιτικoοργανωτικές σταθερές της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Οι τότε παρεμβάσεις του Ρεβέλι τροφοδότησαν την αποσταθεροποίηση. Η τότε τοποθέτησή του για τις «δολοφονικές» ιδεολογίες του περασμένου αιώνα, στις οποίες συμπεριελάμβανε και την ιδεολογία του ΙΚΚ —τοποθέτηση που έδειχνε να θέλει να δικαιωθεί για τη μόνιμη αντιπαλότητά του με το ΙΚΚ— ήταν διαλυτική. Τότε ο Ρεβέλι θεωρούνταν ότι ανήκε στο ευρύτερο κλίμα του Μπερτινότι, ενώ στη συνέχεια και σήμερα ο Μπερτινότι είναι κριτικός απέναντι στον Ρεβέλι. Η επιλογή του Μπερτινότι να συμμετάσχει στην κεντροαριστερή κυβέρνηση Πρόντι και η αποτυχία εκείνου του κυβερνητικού πειράματος οδήγησε, το 2008, στην εκλογική συντριβή του σχήματος «Αριστερά-Ουράνιο Τόξο», στο οποίο συμμετείχε η Επανίδρυση. Εκείνες οι επιλογές αποτέλεσαν τη βασική αιτία της κρίσης και της διάσπασής της. Απέναντι στο επόμενο αποτυχημένο εκλογικό πείραμα του 2013, με τον φορέα «Επανάσταση Πολιτών-Ινγκρόια», ο Ρεβέλι δεν ήταν απλώς κριτικός, που θα ήταν εύλογο, αλλά εχθρικός. Ο Μπερτινότι, έστω και κριτικά, τον ψήφισε, γιατί στο μεταξύ είχε αποχωρήσει από τη SEL που δημιούργησε με τα «παιδιά» του, Βέντολα και Μιλιόρι (ο τελευταίος είναι ο επικεφαλής της ομάδας που αποχώρησε από τη SEL). Το κλίμα που κυριαρχούσε όλη την προηγούμενη περίοδο στον διάλογο και στις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους διανοουμένους του χώρου της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν ήταν καλό. Όλοι τους όμως εξέφραζαν τη στήριξη και τον θαυμασμό τους για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα. Και, παρά τις επανειλημμένες
επισκέψεις Τσίπρα στην Ιταλία και τις θετικότατες παρεμβάσεις του, που έδειχναν τους δρόμους και τους λόγους των επιτυχιών του ΣΥΡΙΖΑ, αρκετοί ήταν σαν να μην τον άκουγαν — ιδιαίτερα οι τρεις της επιτροπής των «εγγυητών». Έτσι, ενώ ο Τσίπρας έλεγε ότι ένας από τους λόγους της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι και το ότι εμπνέεται και από την πλούσια και επαναστατική ιστορία του ιταλικού κομμουνισμού, από τους Γκράμσι, Τολιάτι, Μπερλινγκουέρ και Ινγκράο, αν διαβάσουμε όσα έγραφαν ή αποσιωπούσαν όλη αυτή την περίοδο, στον διάλογο και στις πολιτικές αντιπαραθέσεις τους, μοιάζει σαν να μην άκουγαν αυτά τα σημεία ιστορικών και ιδεολογικών αναφορών του Τσίπρα. Το ιστορικό βάθος, οι ιστορικές, κοινωνικές και ταξικές αναφορές, οι ιστορικές ρίζες ενός φορέα είναι καθοριστικής βαρύτητας στοιχεία για τη φυσιογνωμία, τη σταθερότητα και το μέλλον του. Χρήσιμο θα είναι να τους δοθούν μεταφρασμένα τα ντοκουμέντα του ΣΥΡΙΖΑ, και ιδιαίτερα τα κεφάλαια που αναφέρονται στις ρίζες και τις καταβολές του.
Tι έπρεπε να γίνει και δεν έγινε και η διόρθωσή του Καταλαβαίνω τους λόγους, τους υπαινίχθηκα και πριν, που έκαναν τη SEL και την Κομμουνιστική Επανίδρυση να αποδεχθούν τον αυτοδιορισμό της επιτροπής των «εγγυητών» ως τέτοια· εκείνο που δεν ξέρω είναι αν ο σύντροφος Τσίπρας τους παρότρυνε για κάτι πολύ καλύτερο από όσα έγιναν. Θα μπορούσε από την αρχή να είχε συγκροτηθεί ένα πολύ ευρύτερο Εθνικό Συμβούλιο, από πενήντα, ίσως και περισσότερους διανοουμένους. Και θα μπορούσε η στενότερη συντονιστική επιτροπή να αποτελούνταν από τα έξι ονόματα, αν επέμεναν να είναι αυτοί και μόνο. Μιλάω για πολύ γνωστά ονόματα διανοουμένων που θα συγκροτούσαν το Εθνικό Συμβούλιο, διανοούμενους που εξέφρασαν πολλές φορές τη στήριξή τους στην Ελλάδα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα τέτοιο ευρύτατο Εθνικό Συμβούλιο, με υψηλότατο κύρος, θα στήριζε πιο αποτελεσματικά τον φορέα «Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα», ενσωματώνοντας τα θετικά της ιστορίας και της κληρονομιάς του ιταλικού εργατικού, σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ενδεικτικά μόνο, αναφέρω μερικά ονόματα: Ινγκράο, Ροσάντα, Αζόρ Ρόζα, Ροντοτά, Καστελίνα, Τρόντι, Παρλάτο, Μπούρτζιο, Φεράρα, Αλφόνσο, Καβαλάρο, Πέρνα, Πιάντα, Ζαγκρεμπέσκι, Πετρέλα, Σεραγιόλι, Κάνφορα, Μπόρνια, Μπολόνια, Ρόσι, Κομεντσίνι, Μπεβιλάκουα, Γκράντι, Λιγκουόρι, Ιγκρόια, Καρλασάρι, ντον Τσότι, Στράντα κ.ά. Θα ήταν θετικό να συμμετείχαν συνδικαλιστικά και πολιτικά πρόσωπα, όπως ο Λαντίνι, Μπερτινότι, Βέντολα, Φερέρο και μερικά ακόμα. Η συγκρότηση εξαρχής ενός τέτοιου σώματος θα έδινε ευρύτερη διάσταση στο εγχείρημα και θα προφύλασσε, ίσως, τη στενή συντονιστική επιτροπή των «εγγυητών» από τις γνωστές αστοχίες και λάθη. Και είμαι βέβαιος ότι η εκλογική επιτυχία θα ήταν καλύτερη. Από τις παραπάνω σκέψεις πηγάζει η ελπίδα μου ότι στην Εθνική Συνέλευση της «Άλλης Ευρώπη με τον Τσίπρα» στις 18 και 19 Ιουλίου, με την παρουσία του συντρόφου Τσίπρα, θα υπάρξει απ’ όλους ενωτικός και αυτοκριτικός επαναστοχασμός.
Αννίτα Στη γειτονιά της Αριστεράς, παρά δήμον ονείρων… Δεν θέλω να γράψω, σήμερα, για τα χαρίσματα της Αννίτας που τόσο νωρίς και τόσο άδικα χάσαμε (αν μπορεί, βέβαια, να υπάρχει δίκιο κι άδικο στο θάνατο). Της Αννίτας Μιχαηλίδου, της δικιάς μας Αννίτας. Τα έγραψαν και τα είπαν άλλοι, και το έκαναν όπως πρέπει. Ούτε για τον πόνο, τον πόνο του Μάκη και της Όλγας, καθώς και των πόνο των δικών της θα γράψω — δεν αποτυπώνονται στο χαρτί τούτα τα πράγματα. Γι’ αυτούς τους «δικούς» όμως θέλω να μιλήσω, όπως μας είδα όλους και όλες, στην κηδεία. To μεσημέρι της Παρασκευής, στις 3 του Ιούλη, εκεί, στον περίβολο του νεκροταφείου της Νέας Σμύρνης , ένιωθες τον πόνο, βαρύ, αλλά και την αγάπη· πολλή αγάπη. Στρέφοντας το βλέμμα, έβλεπες ότι όλοι οι δικοί σου ήταν εκεί, κι έλεγες — εγώ τουλάχιστον έτσι έλεγα: Να, αυτός είναι ο κόσμος μου, οι άνθρωποί μας, εδώ, εδώ είναι η οικογένειά μου, ο τόπος μου. Ο τόπος μας, η γειτονιά της Αριστεράς, όπου, μικροί και μεγάλοι, από κοντά κι από μακριά, μεγαλόσχημοι και «άσημοι», ήρθαμε να κλάψουμε την Αννίτα, και συνάμα όλα τα ακριβά και τα ωραία που κάναμε μαζί της, αυτά που χάνονται με τον χαμό της, αλλά και συνεχίζονται. Και τούτη η αίσθηση τύλιγε το απόγευμα και το γαλήνευε. Αυτό που τόσο συχνά, κάθε μέρα, δεν το καταφέρνουμε στην πολιτική πράξη, όπου μας κατατρώνε άλλα και τρωγόμαστε κι εμείς μαζί τους. Κι έτσι, χωμένοι ανάμεσα στους δικούς, πιάνοντας ο είς το χέρι του άλλου, αλαφρώναμε λιγάκι τον πόνο μας: μέσα στη βαριά σκιά του χαμού, μια στάλα φως, παρηγοριά και δύναμη. Και αγάπη, όχι μια στάλα, αλλά πολλή: για την Αννίτα, και ας μην μπορούμε πια να της το πούμε, για τον Μάκη, την Όλγα, μα και για μας, όλους και όλες μας. ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΡΝΑΖΟΣ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
13 IOYΛΙΟΥ 2014
ΤΟ BLOG ΤΩΝ «ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ»: enthemata.wordpress.com e-mail: enthemata@gmail.com
O ΖΩΡΖ ΛΑΜΠΙΚΑ ΚΑΙ Η ΒΙΑ
Προς μια θεωρία της απελευθερωτικής βίας Από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής (ένα νέο και ελπιδοφόρο εκδοτικό εγχείρημα, στο χώρο της κριτικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς) κυκλοφορεί αυτές τις μέρες το βιβλίο του Ζωρζ Λαμπικά «Η βία; Ποια βία;», σε μετάφραση Χρήστου Βαλλιάνου και Τάσου Μπέτζελου. Ο Λαμπικά (1930-2009), από τους σημαντικότερους γάλλους κομμουνιστές φιλοσόφους, εξετάζει, σε αυτή τη συλλογή δοκιμίων, την πολλαπλότητα των μορφών βίας, θέλοντας να αναδείξει τη δυνατότητα μιας νέας επαναστατικής πολιτικής. Αρνείται να αποκηρύξει τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», διαχωρίζει τις μορφές της, επισημαίνει τις πραγματικές διαστάσεις της στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο και τονίζει ότι για τους καταπιεσμένους η βία δεν αποτελεί απλώς αντικείμενο επιλογής (ή αποκήρυξης) αλλά ενίοτε μοναδικό μέσο που διαθέτουν για να υπερασπιστούν την αξιοπρέπεια και τη ζωή τους. Το βιβλίο παρουσιάζεται την Τετάρτη 16 Ιουλίου, στις 8 μ.μ. στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 134-136). Θα μιλήσουν: Γιώργος Λιερός (συγγραφέας, δημοτικός σύμβουλος Χαλανδρίου), Δημήτρης Μπελαντής (νομικός, συγγραφέας), Κώστας Ράπτης (δημοσιογράφος, εκδόσεις Εκτός Γραμμής). Θα ακολουθήσει ποτό και μουσική στον κήπο. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από το Επίμετρο του Στάθη Κουβελάκη. ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ Η κατηγορηματική καταδίκη της βίας σε «όλες τις μορφές της» και, κυρίως, «απ’ όπου κι αν προέρχεται» αναμφίβολα θεωρείται στις μέρες μας θέση που χαίρει ευρύτατης, σχεδόν αυτονόητης, αποδοχής. Μόνη παραφωνία στη χορωδία αυτής της συναίνεσης, η απόλυτη και σχεδόν ακατονόμαστη ετερότητα του «τρομοκράτη» ή του «ακραίου». Εδώ όμως τα πράγματα αρχίζουν και περιπλέκονται. Διότι η πραγματική λειτουργία του τείχους που υψώνεται για την αντιμετώπιση της εμφανιζόμενης απειλής πολύ σύντομα αποκαλύπτεται πως είναι η αέναη, και όχι ιδιαίτερα φιλική, προτροπή προς την ομοφωνία, γεγονός που υποδηλώνει ότι η επιδιωκόμενη συναίνεση είναι πολύ πιο προβληματική απ’ όσο αρχικά (αυτο)παρουσιάζεται. Εδώ ίσως βρίσκεται και η βάση της ταυτόχρονης επέκτασης ενός ολόκληρου μηχανισμού που δεν στηρίζεται μόνο στις παραινέσεις αλλά κυρίως στην καταστολή, δηλαδή στη χρήση βίας, ή τουλάχιστον στη δυνατότητα προσφυγής σε αυτήν. Εδώ πρόκειται βέβαια για τη θεσμικά κωδικοποιημένη, δηλαδή την «έννομη» βία, αυτήν που ασκείται στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελεύθερου «κράτους δικαίου»· ενός κράτους, ωστόσο, που βλέπουμε να διολισθαίνει σταθερά προς μορφές «κράτους εξαίρεσης» και που όλο και περισσότερο στηρίζεται σ’ ένα πλέγμα ανομολόγητων και έκνομων πρακτικών, από τη γενικευμένη ηλεκτρονική παρακολούθηση των προσωπικών δεδομένων (που κάνει το φακέλωμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας να μοιάζει με εφηβικό χόμπι...) έως τις «έκτακτες μεταγωγές ύποπτων τρομοκρατών» από τη Δύση σε τρίτες χώρες, όπου υποβάλλονται σε βασανιστήρια.
Ο Στάθης Κουβελάκης διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στο King’s College, στο Λονδίνο.
Αντρέ Μασόν, «Σπουδή για ξεκοιλιασμένα άλογα», 1934-1935
Η παραπάνω διαπίστωση μας οδηγεί, επομένως, σ’ ένα πρώτο συμπέρασμα σχετικά με τον κυρίαρχο λόγο περί βίας: ο λόγος αυτός αποτελεί μέρος ενός μηχανισμού άμεσος σκοπός του οποίου υποτίθεται πως είναι η αντιμετώπιση του φορέα της βίας, και απώτερος δηλωμένος στόχος η εξάλειψη του φαινομένου ως τέτοιου, αλλά που βασικό του αποτέλεσμα είναι η απόκρυψη της ίδιας της λειτουργίας του. Για να το πούμε διαφορετικά, η κρατική βία είναι η «κανονική», η φυσιολογική» βία, που ασκεί το κράτος ως κάτοχος του μονοπωλίου της νόμιμης χρήσης της. Όταν δε εκτός από «νόμιμη» η βία αυτή εμφανίζεται και «νομιμοποιημένη», δηλαδή υπό «κανονικές συνθήκες» ευρύτερα αποδεκτή, τότε καθίσταται κυριολεκτικά αόρατη. Αυτό υποδηλώνει και η τόσο συχνά επαναλαμβανόμενη στις μέρες μας ρήση περί «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», στην οποία το «απ’ όπου» σημαίνει απλώς απ’ όποια θέση δεν βρίσκεται εντός της περιμέτρου της κρατικής βίας […]. Αυτή η «αορατοποίηση» της κρατικής βίας δεν στρέφεται όμως μόνον εναντίον όσων αναγνωρίσιμων (ατομικών ή συλλογικών) υποκειμένων ασκούν μια πρακτική που χαρακτηρίζεται (προφανώς από το κράτος και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς) «βίαιη», δηλαδή εναντίον όσων υποκειμένων ασκούν την «υποκειμενική βία», όπως θα την ονομάσει ο Λαμπικά. Αφορά, θα λέγαμε μάλιστα αφορά κυρίως, φαινόμενα όπως οι αυτοκτονίες, οι απολύσεις, η φτώχεια, οι εξώσεις, η ανεργία, τα εργατικά ατυχήματα, με δυο λόγια αφορά τη «συνηθισμένη» βία, που είναι συνυφασμένη με τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, την απρόσωπη «συστημική βία», σύμφωνα με τον όρο που υιοθετεί με τη σειρά του και ο Λαμπικά. Γι’ αυτό και η θέση περί «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται» ισοδυναμεί πρώτα και κύρια με έγκριση της διπλής βίας του κράτους και του συστήματος, στην οποία έρχεται μάλιστα να προστεθεί η συμβολική βία της καταδίκης όσων (θεωρούνται ότι) εξεγείρονται βίαια (με ή χωρίς εισαγωγικά) εναντίον αυτής της βίας. Αυτά είναι λοιπόν τα πρώτα παράδοξα της βίας ή μάλλον αυ-
τά τα παράδοξα φαντάζουν τέτοια μόνον εντός του πλαισίου που ορίζει η κυρίαρχη ιδεολογία. Με άλλα λόγια, η συζήτηση περί βίας είναι το κατεξοχήν απωθημένο του κυρίαρχου λόγου. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο που βρέθηκε για δεκαετίες στο επίκεντρο του προβληματισμού ενός μαρξιστή στοχαστή όπως ο Ζωρζ Λαμπικά, ο οποίος είχε αποφασίσει να στρέψει την αιχμή της κριτικής του πρωτίστως στους «δυνατούς κρίκους» της κυρίαρχης ιδεολογίας, αρχίζοντας από την κατηγορία της «ισότητας», η οποία αποτελεί το βάθρο της υποδειγματικής μορφής της αστικής ιδεολογίας, που είναι το δίκαιο. Ο αχανής χαρακτήρας του θέματος, καθώς και η ασυγκράτητη πολυσημία του ίδιου του όρου [«βία»], τον καθιστούν πραγματική πρόκληση για τη θεωρητική προσπάθεια. Είναι, με μια έννοια, αδύνατον να μιλήσει κανείς για τη βία «ως τέτοια». Η όποια απόπειρα προσέγγισης μοιάζει καταδικασμένη να αστοχήσει και το αντικείμενό της κινδυνεύει διαρκώς να ξεγλιστρά προς άλλες κατευθύνσεις, θέτοντας υπό αίρεση όλους τους ορισμούς και τις κατηγοριοποιήσεις. […] Θεμελιακή θέση του Λαμπικά, και αφετηρία όλης της σκέψης του για το θέμα είναι ότι «η βία δεν είναι έννοια», ότι υπάρχει και μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον «εν καταστάσει», εντός μιας ιστορικά διαμορφωμένης συγκυρίας. Ως πρακτική, η βία χαρακτηρίζεται από τη ριζική διασπορά της, την οποία οφείλει να ακολουθήσει και κάθε άξιος λόγου στοχασμός που την αφορά […]. Η βία υποδηλώνει μεν το εγγενές χάσμα του συμβολικού πεδίου εντός του οποίου εγγράφονται οι ιστορικά δοσμένες σχέσεις κυριαρχίας, ο Γάλλος μαρξιστής θα αναδείξει δε τον καθοριστικό ρόλο του κράτους, άρα και του δικαίου, στη διαδικασία επιβολής του κανόνα. Θα σταθεί επίσης με μεγάλη συστηματικότητα στην άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η βία διαμέσου της οξυμένης υποκειμενοποίησης του μηχανισμού και του τρόπου άσκησής της. Η υποκειμενοποίηση της βίας αφορά τόσο την πλευρά του αποδέκτη, του «αθώου θύματος», που δικαιούται την αμέριστη κατανόηση και συμπαράστασή μας, όσο και την πλευρά του δράστη, του άξιου κάθε καταδίκης φορέα της άλογης παραβατικότητας. Αυτή ακριβώς η «προφάνεια» της συγκεκριμένης στάσης την καθιστά αποτέλεσμα της κυρίαρχης ιδεολογίας ως νομικής ιδεολογίας, συγκροτητικής του σύγχρονου «κράτους δικαίου». Το δίκαιο εμφανίζει ως παραβατική και βίαιη πρακτική κάθε απόκλιση από τον νομικό κανόνα στον βαθμό ακριβώς που ο κανόνας αποτελεί την υπό την αιγίδα του κράτους ρηματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και τη μετατροπή τους σε κανόνες δικαίου. Για να το πούμε διαφορετικά, η εκφορά του νόμου ταυτόχρονα προϋποθέτει και ορίζει την παράβασή του, άρα διαμορφώνει ώς ένα σημείο και τους τρόπους με τους οποίους αυτή εκδηλώνεται. Το δίκαιο δεν αποτελεί επομένως το Άλλο της παραβατικότητας αλλά, όπως μας δίδαξαν ο Φουκώ και ο Πουλαντζάς, το ίδιο το μέσο με το οποίο αυτή συγκροτείται και μετασχηματίζεται ανάλογα με τη συγκυρία. Γι’ αυτόν τον λόγο, και αντίθετα απ’ ό,τι ισχυρίζεται η Χάννα Άρεντ και γενικότερα η φιλελεύθερη σκέψη, το δίκαιο δεν αποτελεί άρνηση ή έστω αναχαίτιση της βίας αλλά κωδικοποίησή της, χάραξη και διαρκή μετατόπιση τόσο των ορίων όσο και των τρόπων άσκησής της — μέσω της συγκέντρωσης της «νόμιμης» χρήσης της στα χέρια του κράτους και των μηχανισμών του. Γι’ αυτό και το ιστορικό του αποτέλεσμα δεν είναι ο τερματισμός, ή έστω η υποχώρηση της βίας, αλλά, ακόμη και σε συνθήκες «κανονικότητας» (σε μη εμπόλεμη κατάσταση και όταν η πολιτική εξουσία δεν παίρνει τη μορφή «κράτους εξαίρεσης»), η ολόπλευρη απόκρυψη της βίας, ειδικότερα της «αντικειμενικής» ή, ακριβέστερα, της «δομικής» βίας του συστήματος […].