LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 25 ΜΑΪΟΥ 2014 TEYXOΣ 71
diplomatique
Τι σημαίνει η αποχή Της Céline Braconnier και του Jean-Yves Dormagen*
Σ
τη Γαλλία οι δημοτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 23 και 30 Μαρτίου του 2014 πυροδότησαν έναν κατακλυσμό σχολίων σχετικά με την άνοδο της Ακροδεξιάς. Ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να δουν σε αυτήν την εξέλιξη σχεδόν ένα δημοψήφισμα υπέρ του Εθνικού Μετώπου. Το κύμα δηλώσεων, άρθρων και τηλεοπτικών ρεπορτάζ δημιουργεί μια αντίφαση με το στοιχείο που τελικά αποδείχθηκε ότι κυριάρχησε στην εκλογική αναμέτρηση, όπως εξάλλου γενικότερα και σε όλες τις εκλογές της τελευταίας τριακονταετίας: τα επίπεδα ρεκόρ στα οποία φθάνει η αποχή. Η διεξοδική μελέτη της αποχής μάς οδηγεί σε διαφορετικές αναλύσεις από εκείνες στις οποίες προβαίνουμε εν θερμώ. Όσο κι αν είναι αδιαμφισβήτητη η πρόοδος του Εθνικού Μετώπου σε σχέση με τις δημοτικές εκλογές του 2008, παραμένει ωστόσο συγκρατημένη. Στις 415 πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων, στις οποίες το κόμμα της Ακροδεξιάς παρουσίασε * Η Céline Braconnier και ο Jean-Yves Dormagen είναι καθηγητές Πολιτικής Επιστήμης στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών του Saint-Germain-en Laye και στο Πανεπιστήμιο Montpellier-I αντίστοιχα. Συγγραφείς του «La Démocratie de l’abstention», Gallimard, Παρίσι, 2014.
εκλογικούς συνδυασμούς, το εκλογικό ποσοστό που απέσπασε ήταν μικρότερο από εκείνο της Μαρίν Λεπέν στις προεδρικές εκλογές του 2012. Αν δε συγκριθεί με το σύνολο των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους, η «τεράστια άνοδος του Μετώπου» σε αυτές τις πόλεις αποδεικνύεται ακόμα πιο σχετική: ενώ η Λεπέν είχε αποσπάσει την ψήφο του 12% των εγγεγραμμένων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2012, στον πρώτο γύρο των δημοτικών το κόμμα της συγκέντρωσε μόνον το 8%. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του «μπλε κύματος» (το χρώμα του εμβλήματος του UMP). Βέβαια, το κόμμα της Δεξιάς κατέκτησε 162 δήμους με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων: πρόκειται για μια από τις καλύτερες εκλογικές επιδόσεις του καθ’ όλη τη διάρκεια της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας (δηλαδή από το 1958). Όμως, ένα άλλο στοιχείο πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο: σε αυτές τις πόλεις οι εκλογικοί συνδυασμοί της Δεξιάς -ακόμα κι αν συμπεριλάβουμε σε αυτούς τα ποσοστά του κεντρώου Modem- κινητοποίησαν, το 2014, λιγότερους ψηφοφόρους σε σχέση με το 2008 (25,1% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους ψηφοφόρους, το 2014, έναντι 26,8% στον πρώτο γύρο του 2008), δηλαδή τη χρονιά που η Δεξιά είχε καταγράψει μια εξαιρετικά κακή εκλογική επίδοση. Με λίγα λόγια, αν και ελαφρά αποδυναμωμένη, η Δεξιά αναδείχθηκε νικήτρια χάρη στη μεγαλύτερη αποχή των ψηφοφόρων της Αριστεράς (Σ.τ.Μ: Στην «Αριστερά» οι Γάλλοι συνυπολογίζουν και το Σοσιαλιστικό Κόμμα). Εδώ και περίπου τριάντα χρόνια, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, η αποχή σπάει ένα νέο ρεκόρ. Μονάχα οι προεδρικές εκλογές
έχουν ξεφύγει -για την ώρα, τουλάχιστοναπό αυτή την αδυσώπητη νομοτέλεια. Στις δημοτικές εκλογές του 1983, το 20,3% των εγγεγραμμένων απείχε στον δεύτερο γύρο. Τον περασμένο Μάρτιο το ποσοστό τους είχε ανέβει στο 37,8%. Εάν προσθέσουμε στο ποσοστό της αποχής και τα άτομα που δεν είναι εγγεγραμμένα στους εκλογικούς καταλόγους. (Σ.τ.Μ: το 7% του πληθυσμού που έχει δικαίωμα εγγραφής αλλά δεν το ασκεί. Στη Γαλλία, όπου η συμμετοχή στις εκλογές δεν είναι υποχρεωτική, οι κατάλογοι δεν συντάσσονται αυτόματα από τις κρατικές υπηρεσίες, αλλά ο πολίτης καταθέτει αίτηση εγγραφής σε αυτούς), τότε η αποχή αγγίζει το 50% στις ευρωπαϊκές και περιφερειακές εκλογές, ακόμα και στις βουλευτικές και τις δημοτικές εκλογές. Η κρίση συμμετοχής, η οποία τείνει να μετατραπεί σε μείζον στοιχείο του γαλλικού εκλογικού τοπίου, είναι ακόμα εντονότερη στους δήμους των αστικών κέντρων, όπου όσοι ψηφίζουν αποτελούν ήδη τη μειοψηφία: στον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών του 2014, η συμμετοχή περιορίστηκε στο 56,5% των εγγεγραμμένων στις 980 πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων, ενώ στις πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 100.000 κατοίκων έπεσε ακόμη περισσότερο στο 53,8%. Αν δε συνυπολογίσουμε και τη μη εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους, τα δημοτικά συμβούλια των μεγαλύτερων δήμων της χώρας έχουν εκλεγεί από τη μειοψηφία των πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου. Το πρόβλημα καθίσταται ακόμα σοβαρότερο από το γεγονός ότι η μειοψηφία που ψηφίζει δεν είναι αντιπροσωπευτική του συνολικού εκλογικού σώματος ούτε από πολιτική, αλλά ούτε και από κοινωνική σκοπιά. Η απο-
ΓΑΛΛΙΑ Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κινητοποιούν μονάχα μια μειονότητα ψηφοφόρων. Η δε άνοδος της αποχής έχει μετατραπεί σε φαινόμενο που σημαδεύει τη γαλλική δημοκρατική ζωή. Μάλιστα, αυτό το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως στους κόλπους της παραδοσιακής εκλογικής πελατείας της Αριστεράς, η οποία έχει απογοητευθεί από τις κυβερνητικές πολιτικές. χή έχει συνέπεια να αλλάζει σημαντικά το αποτέλεσμα των εκλογών. Πράγματι, η απόφαση να μην ψηφίσει κανείς υπακούει σε ισχυρούς κοινωνικούς ντετερμινισμούς, οι οποίοι παρουσιάζουν αξιοσημείωτη σταθερότητα στον χρόνο. Ηλικιακούς καταρχάς, κυρίως στην περίπτωση εκλογών σε τοπικό επίπεδο. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των νέων, οι ηλικιωμένοι εξακολουθούν να κινητοποιούνται και να συμμετέχουν στις εκλογές. Σύμφωνα με την INSEE, τη Γαλλική Στατιστική Υπηρεσία («Enquête Participation», Insee, Παρίσι 2007-2008), η σύγκριση των ποσοστών συμμετοχής ανά ηλικιακή κατηγορία αποκαλύπτει σημαντικές διαφορές: μονάχα το 41,2% των ατόμων ηλικίας 18-24 ετών προσήλθε στις κάλπες στις δημοτικές εκλογές του 2008, έναντι 80,2% των ατόμων ηλικίας 5064 ετών. Συνεπώς, αναλογικά, οι ηλικιωμένοι ψηφίζουν σχεδόν δύο φορές περισσότερο σε σχέση με τους νέους.
«Ένας δήμαρχος που εξελέγη από το 12% του πληθυσμού» Εξαιτίας της αποχής παρατηρούμε επίσης ότι οι κατηγορίες που έχουν πληγεί λιγότερο από την οικονομική επισφάλεια και την επαγγελματική αβεβαιότητα έχουν πολύ μεγαλύτερη αντιπροσώπευση. Το 2008, παρατηρήθηκε διαφορά περίπου είκοσι ποσοστιαίων μονάδων ανάμεσα στη συμμετοχή, αφενός, των δημοσίων υπαλλήλων και των ελεύθερων επαγγελματιών και, αφετέρου, των εργαζόμενων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και, σε μικρότερο βαθμό, των ανέργων. Οι κοινωνικοί και ηλικιακοί καθοριστικοί παράγοντες συνοδεύονται και από ανισότητες στη συμμετοχή στις εκλογές, οι οποίες οφείλονται σε γεωγραφικές και χωροταξικές παραμέτρους. Στις συνοικίες όπου υπάρχουν μεγάλα συγκροτήματα κατοικιών και συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας (Σ.τ.Μ.: Στη Γαλλία, περίπου το 20% των κατοικιών ανήκει σε δημόσιους φορείς και ενοικιάζονται με εξαιρετικά προνομιακές τιμές σε σχέση με την πανάκριβη- αγορά ακινήτων, σε άτομα με χαΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 4
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
Η φριχτή υποψία που ανησυχεί του Σύμφωνα με την άποψη η οποία κυριαρχούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες και διαδραμάτιζε καίριο ρόλο στη χάραξη της πολιτικής στη χώρα, ο πλουτισμός μιας μειοψηφίας ατόμων τονώνει τη μεγέθυνση της οικονομίας, ευνοώντας με αυτόν τον τρόπο τη μείωση της ανεργίας και τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των φτωχότερων. Κι ενώ οι λαϊκές τάξεις εξακολουθούν να υποφέρουν από την κρίση κι από το βάθεμα των ανισοτήτων, η συγκεκριμένη άποψη αμφισβητείται σήμερα, όχι μόνο από τον Μπάρακ Ομπάμα, αλλά κι από φιλελεύθερους οικονομολόγους οι οποίοι στο παρελθόν την υποστήριξαν σθεναρά. Του Κώστα Βεργόπουλου*
O
τεράστιος σάλος στον δημόσιο διάλογο για το μέλλον του καπιταλισμού δεν προκλήθηκε από έναν δηλωμένο αμφισβητία του συστήματος, αλλά από έναν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές του, τον Λόρενς Σάμερς. Ο πρώην πρόεδρος του Χάρβαρντ διακρίθηκε για το πάθος με το οποίο προώθησε την απορρύθμιση του τραπεζικού τομέα την περίοδο που διετέλεσε υπουργός Οικονομικών της δεύτερης κυβέρνησης Κλίντον (1999-2001). Ο Μπάρακ Ομπάμα τον διόρισε διευθυντή του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου (NEC), αξίωμα το οποίο κατείχε μέχρι το 2010. Στη συνέχεια, παρέχει τις συμβουλές του στον κόσμο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κυρίως μέσα από ακριβοπληρωμένες διαλέξεις (με αμοιβή έως και 135.000 δολάρια). Επιπλέον, τη διετία 2008-2009, το κερδοσκοπικό κεφάλαιο D.E. Shaw τού κατέβαλε 5,2 εκατομμύρια δολάρια. Δεδομένων όλων αυτών, κανένας δεν περίμενε ότι ο Σάμερς θα προχωρούσε στην παραμικρή αμφισβήτηση του συστήματος. Ο σάλος προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνεδρίασης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου («Fourteenth Jacques Polak annual research conference: Crises Yesterday and today», ΔΝΤ, Ουάσινγκτον, 78 Νοεμβρίου 2013) στην Ουάσιγκτον, στις 7 και 8 Νοεμβρίου του 2013. Ο φίλος των τρα-
* Ο Κώστας Βεργόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Paris 8.
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
πεζιτών αναρωτήθηκε: «Μήπως ο ίδιος ο καπιταλισμός έχει πιαστεί στην παγίδα μιας ‘διαρκούς στασιμότητας’; Πριν από τέσσερα χρόνια, κατορθώσαμε να ανακόψουμε τον χρηματοοικονομικό πανικό, τα χρήματα του πακέτου διάσωσης των τραπεζών επιστράφηκαν στο κράτος, η αγορά των πιστώσεων εξυγιάνθηκε. (...) Ωστόσο, τα ποσοστά της οικονομικής δραστηριότητας δεν μεταβλήθηκαν και η οικονομική μεγέθυνση παραμένει ασθενική». Και ο Σάμερς συνεχίζει τον συλλογισμό του μέσα από τις σελίδες των Financial Times. Διαπιστώνοντας ότι -λόγω των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων της- η Fed, η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, δεν έχει σχεδόν διόλου επιπλέον περιθώρια ελιγμών για να πυροδοτήσει την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, καταλήγει στην άποψη ότι οι κερδοσκοπικές φούσκες έχουν μετατραπεί σε ένα αναγκαίο δεκανίκι της οικονομικής μεγέθυνσης [Lawrenve Summers, «Why stagnation might prove to be the new normal», Financial Times, Λονδίνο, 15 Δεκεμβρίου 2013]. Τέσσερις δείκτες -όλοι με πτωτική τάση- εξηγούν αυτήν την απαισιόδοξη οπτική του: συνεχής πτώση, επί τρεις δεκαετίες, του φυσικού επιτοκίου* (οι όροι που συνοδεύονται από αστερίσκο επεξηγούνται στο Γλωσσάριο), δηλαδή του κέρδους, πτώση, εδώ και δεκατρία χρόνια, της παραγωγικότητας της εργασίας, συρρίκνωση της εσωτερικής ζήτησης από τη δεκαετία του 1980 και, τέλος, στασιμότητα -αν όχι υποχώρηση- των παραγωγικών επενδύσεων* και του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου* από το 2001, παρά τη μαζική διοχέτευση τονωτικών νομισματικών ενέσεων, τόσο από τον Άλαν Γκρίνσπαν όσο και από τον Μπεν Μπερνάκε, τον διάδοχό του στη Fed. Αποτέλεσμα: Δεδομένου ότι οι κάτοχοι των κεφαλαίων ενδιαφέρονται για την επιβίωσή
Όταν χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η έκφραση «διαρκής στασιμότητα», προκλήθηκε πλήθος αντιδράσεων. Αντιδράσεις αμηχανίας στους προοδευτικούς κύκλους, οι οποίοι διαπίστωσαν με έκπληξη ότι συμμερίζονταν την άποψη περί «αδυναμίας μεταρρύθμισης του καπιταλισμού», που είχε διατυπωθεί από έναν από τους δηλωμένους ιδεολογικούς αντιπάλους τους. Αντιδράσεις εχθρότητας στους συντηρητικούς, που ένιωσαν θλίψη βλέποντας έναν από τους δικούς τους ανθρώπους να αμφιβάλλει με αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, σε αυτούς τους τελευταίους, ο διαφωνών πρώην ομοϊδεάτης τους υπενθύμισε ότι «δεν πρέπει να συγχέουμε την πρόβλεψη με τη σύσταση [Laurence Summers, «Εconomic stagnation is not our fate -unless we let it be», The Washington Post, 16 Δεκεμβρίου 2013]». Οι φόβοι του Σάμερς θεωρήθηκαν καταρχάς ως ο απόηχος της διάγνωσης που διατύπωσε τη δεκαετία του 1930 ο Αμερικανός οικονομολόγος Άλβιν Χάνσεν (1887-1975) [Βλ. Alvin Hansen, «Fiscal Policy and
Business Cycles», Norton, Νέα Υόρκη, 1941]. Ωστόσο, σύμφωνα με τις δικές τους προβλέψεις, η «διαρκής στασιμότητα» θα προέκυπτε από την επιβράδυνση της δημογραφικής αύξησης και από την εξάντληση των μεγάλων τεχνολογικών καινοτομιών που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια δεύτερη νεότητα στο οικονομικό σύστημα. Την ανάλυσή του συμμεριζόταν επίσης ο Τζον Μέιναρντ Κέινς (1883-1946), ο οποίος ήταν απαισιόδοξος για το μέλλον του καπιταλισμού αλλά και πεπεισμένος για το γεγονός ότι η κρίση μπορούσε (και όφειλε) να αποφευχθεί. Ωστόσο, ο Σάμερς δεν κάνει καμία αναφορά στον δημογραφικό παράγοντα ούτε και σε οποιασδήποτε μορφής εξάντληση της τεχνολογικής καινοτομίας. Η εκτίμησή του στηρίζεται στον εμπειρικό απολογισμό των τριών τελευταίων δεκαετιών. Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά τού προσάπτει ότι αντιστρέφει την αλυσίδα της αιτιότητας: κατ’ αυτήν, οι χρηματοοικονομικές φούσκες δεν τόνωσαν την οικονομική μεγέθυνση, αλλά οδήγησαν σε αδιέξοδο. Υποστηρίζει δε ότι τα πενιχρά οικονομικά αποτελέσματα των δυτικών χωρών δεν εξηγούν την υπερχρέωσή τους, αλλά, αντίθετα, οφείλονται σε αυτήν. Έτσι, ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, πρώην μέλος του διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υποστηρίζει ότι «δεν είναι η λιτότητα εκείνη που εξασθενίζει την οικονομική μεγέθυνση, αλλά το αντίθετο: είναι η ασθενής οικονομική μεγέθυνση εκείνη που καθιστά αναγκαία τη λιτότητα [Αναφέρεται από τους Financial Times της 12ης Νοεμβρίου του 2013]». Ορισμένοι φθάνουν, μάλιστα, στο σημείο να αντιπαραθέτουν στον Σάμερς τον Κέινς: ενώ ο Βρετανός οικονομολόγος είχε προτείνει τη ριζοσπαστική λύση της «ευθανασίας των ραντιέρηδων» (των εισοδηματιών που ζουν πλούσια ζωή χωρίς να εργάζονται, χάρη στα εισοδήματα που διαθέτουν), η ανοχή απέναντι στις χρηματοοικονομικές φούσκες με στόχο να σταθεροποιηθεί η οικονομία θα ισοδυναμούσε, αντίθετα, με το παραχάιδεμά τους [Βλ. Izabella Kaminska, «Secular stagnation and the bastardisation of
Λορενς Σάμερς
Τζων Μέιναρντ Κέινς
τους, το μόνο που επιδιώκουν δεν είναι πλέον η μεγιστοποίηση των κερδών τους με το ντοπάρισμα της παραγωγής, αλλά η αύξηση του μεριδίου της προστιθέμενης αξίας* που καρπώνονται, έστω και με τίμημα τη συρρίκνωση της οικονομικής μεγέθυνσης. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το σύστημα βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς δεν υπάρχει καμία λύση η οποία θα μπορούσε να το βγάλει από τη δύσκολη θέση, ενώ επιπλέον αντιμετωπίζει κοινωνικές δυσκολίες, οι οποίες επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο τη διάβρωση του οικοδομήματός του. Αφενός, η αύξηση των ανισοτήτων υπονομεύει τις μεσαίες τάξεις, οι οποίες θεωρούνται ως οι εγγυήτριες της κοινωνικής σταθερότητας, των θεσμών και της δημοκρατίας. Αφετέρου, η μαζική αύξηση της ανεργίας προκαλεί ταυτόχρονα την απώλεια εισοδημάτων (για το έθνος) και τη μείωση των δυνητικών κερδών (για το κεφάλαιο).
«Οι επιχειρήσεις που δεν επενδύουν πλέον»
Υπεύθυνη έκδοσης: Βάλια Καϊμάκη Συντακτική ομάδα: Κορίνα Βασιλοπούλου, Θανάσης Κούτσης, Χάρης Λογοθέτης, Βασίλης Παπακριβόπουλος Επικοινωνία: info@monde-diplomatique.gr Αρχείο κειμένων: www.monde-diplomatique.gr Facebook: www.facebook.com/monde.diplomatique.gr
3/33
Η ΑΥΓΗ
11 ΜΑΪΟΥ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ 25
υς φιλελεύθερους Keynes», Financial Times, 11 Δεκεμβρίου 2013]. Όταν ο πρώην υπουργός συνηγορεί υπέρ της επιστροφής στον «ενάρετο κύκλο» της οικονομικής μεγέθυνσης, οι φωνές της οικονομικής ορθοδοξίας που του ασκούν κριτική, τού αντιπαραθέτουν τις αρετές της «επεκτατικής λιτότητας», η οποία υποτίθεται ότι προετοιμάζει την ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς «εξυγιαίνει» τις βάσεις στις οποίες αυτή στηρίζεται. Όπως υποστηρίζουν, εάν το σημερινό πρόβλημα έχει όντως αποκτήσει διαρκή χαρακτήρα, τότε απαιτεί λύσεις οι οποίες θα έχουν εξίσου διαρκή χαρακτήρα, και όχι «ταχυδακτυλουργίες». Κι ιδού μερικές από τις διαρθρωτικές λύσεις που προτείνονται: μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων ή, όπως το διατυπώνουν οι Ρεπουμπλικανοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, «απελευθέρωση της οικονομίας από το ασήκωτο βάρος του κοινωνικού κράτους», το οποίο παρουσιάζουν ως το «πλέον πολυέξοδο παγκοσμίως [Caroline Baum, «Keynesians revive a Depression idea», Bloomberg, 4 Δεκεμβρίου 2013, www.bloomberg.com.]». Τέλος, ορισμένοι άλλοι, όπως ο Κένεθ Ρογκόφ, καθηγητής στο Χάρβαρντ, υποστηρίζουν ότι η αδυναμία της οικονομικής μεγέθυνσης μετά το 2008 δεν οφείλεται σε μια διαρκή τάση, αλλά στην ανικανότητα των κυβερνώντων να διαχειριστούν το δημόσιο χρέος χωρίς να βλάπτουν τη μεγέθυνση της οικονομίας [Kenneth Rogoff, «What’s the problem with advanced economies?», Project Syndicate, 4 Δεκεμβρίου 2013, www.project-syndicate.org.]. Στο προοδευτικό στρατόπεδο, ο τιμημένος με το βραβείο που έχει θεσπίσει η Τράπεζα της Σουηδίας για τις οικονομικές επιστήμες [(Σ.τ.μ.: γνωστότερο στο ευρύ κοινό με τον παραπλανητικό τίτλο «Νόμπελ Οικονομίας», παρά το γεγονός ότι δεν έχει την παραμικρή σχέση με την επιτροπή που απονέμει τα Νόμπελ], Πολ Κρούγκμαν, συμφωνεί μεν με τη διαπίστωση του Σάμερς, αλλά απορρίπτει τα συμπεράσματά του: την ιδέα της στασιμότητας ως «νέου κανόνα» του καπιταλιστικού συστήματος [Paul Krugman, «Secular stagnation, coalmines, bubbles, and Larry Summers», The New York Τimes, 16 Νοεμβρίου 2013]. Κατά τη γνώμη του, είναι εσφαλμένη η άποψη ότι έχουν χρησιμοποιηθεί όλα τα μέσα για να πυροδοτηθεί η ανάκαμψη της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, έχει χρησιμοποιηθεί μονάχα το νομισματικό όπλο, μέσα από τη μείωση των επιτοκίων και την έκδοση επιπλέον ρευστότητας. Συνεπώς, απομένει το δημοσιονομικό όπλο, δηλαδή η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, η οποία θα μπορούσε να αντισταθμίσει τη συρρίκνωση των ιδιωτικών επενδύσεων. Γιατί, για την ώρα, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν μεγάλες ποσότητες ρευστού στο ταμείο τους, οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν επενδύουν. Στις 22 Ιανουαρίου του 2014, οι Financial Times ανέφεραν ότι οι αμερικανικές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες είχαν στο ταμείο τους 2,8 τρισεκατομμύρια δολάρια, με την Apple να διαθέτει από μόνη της 150 δισ. Από την πλευρά του, ο δημοσιο-
OIKONOMIA
150.000.000 φτωχότερων
Έχουμε, δηλαδή, μια οικονομία η οποία αρνείται να ανακάμψει, παρ’ όλες τις εισροές χρήματος; Το πρόβλημα είναι πασίγνωστο: πρόκειται για την «παγίδα ρευστότητας», την οποία περιέγραφε ο Κέινς τη δεκαετία του 1930. Για την αντιμετώπισή της υπάρχει μονάχα μία λύση: η προσφυγή στο δεύτερο εργαλείο της οικονομικής πολιτικής, στη δημοσιονομική δαπάνη. Όπως υπογραμμίζει ο Κρούγκμαν, «σε περίοδο ύφεσης, κάθε δαπάνη είναι καλή. Η παραγωγική δαπάνη είναι η καλύτερη, αλλά ακόμα και η μη παραγωγική δαπάνη είναι καλύτερη από το τίποτε [Paul Krugman, «Secular stagnation, coalmines, bubbles, and Larry Summers», ό.π.]».
Αμερικανών
«Μια αλλόκοτη ιδέα στην Ευρώπη»
Εδώ και πέντε χρόνια, αυτό το 1% του πληθυσμού έχει καρπωθεί το 90% της αύξησης του ΑΕΠ, ενώ το 99% του πληθυσμού μοιράστηκε το υπόλοιπο 10%. Η περιουσία των 400 πλουσιότερων ατόμων της χώρας αντιστοιχεί σε εκείνη των
γράφος Τζέιμς Σαφτ παρατηρούσε στους New York Times: «Οι επιχειρήσεις φαίνεται ότι είναι πολύ περισσότερο διατεθειμένες να συσσωρεύουν χαρτονομίσματα ή να τα χρησιμοποιούν για την αγορά μετοχών, παρά να προβαίνουν στη δημιουργία νέου παραγωγικού δυναμικού [James Saft, «Intangible Capital», International New York Times, Νεϊγί-σιρ-Σεν (Γαλλία), 26 Νοεμβρίου 2013]». Ενώ τη δεκαετία του 1970, οι άυλες ακινητοποιήσεις κεφαλαίου* αποτελούσαν κατά μέσον όρο περίπου το 5% του ενεργητικού των αμερικανικών επιχειρήσεων, το 2010 αυτή η αναλογία είχε ανέβει στο... 60%. Μεταξύ 2010 και 2013, η Fed έριξε στην αμερικανική οικονομία σχεδόν τέσσερα τρισ. δολάρια. Ωστόσο, αντί να ενισχυθεί το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, μεγάλο μέρος αυτού του ποσού κατευθύνθηκε σε ιδιαίτερα κερδοφόρες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το συνολικό ύψος της «διαθέσιμης» σήμερα ρευστότητας στην αμερικανική οικονομία να είναι κατώτερο από τα επίπεδα του 2008. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην Ευρώπη [Willem Buiter, «Secular Stagnation risk for EU and Japan», Financial Times, 23 Δεκεμβρίου 2013].
Όταν η περιουσία των πλουσιότερων δεν αυξάνεται χάρη σε παραγωγικές δραστηριότητες, αλλά μέσα από την ιδιοποίηση ενός ολοένα μεγαλύτερου ποσοστού της προστιθέμενης αξίας, τότε η μεγέθυνση της οικονομίας επιβραδύνεται. Και το σύστημα υπονομεύει τους ίδιους τους όρους στους οποίους στηρίζεται η αναπαραγωγή του
Ενώ οι θαυμαστές των μεγάλων φιλελεύθερων στοχαστών, όπως η Άιν Ραντ, ο Φρίντριχ Χάγιεκ και ο Μίλτον Φρίντμαν, συνεχίζουν να συνηγορούν υπέρ των ανισοτήτων -τις οποίες θεωρούν εκ των ων ουκ άνευ όρων της ανάκαμψης και της ευημερίας-, στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν την επικινδυνότητά τους. Στο διάγγελμά του, στις 4 Δεκεμβρίου του 2013, και, ακόμα περισσότερο, στον λόγο του για την Κατάσταση της Ένωσης, στις 29 Ιανουαρίου του 2014, ο πρόεδρος Ομπάμα όχι μόνον κατάγγειλε τις ολοένα αυξανόμενες διαφορές ανάμεσα στα εισοδήματα και στον πλούτο, αλλά διακήρυξε επίσης ότι «η ανισότητα αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα της εποχής μας», το οποίο βλάπτει, τόσο τη μεγέθυνση της οικονομίας όσο και την απασχόληση. Ο Ρόμπερτ Ράιχ, πρώην υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Κλίντον, γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για την επιδείνωση των ανισοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, το «Inequality for All». To 1978, ο μέσος μισθός ανερχόταν στα 48.000 δολάρια, ενώ σήμερα έχει πέσει στα 34.000 δολάρια με ίσους όρους αγοραστικής δύναμης. Αντίθετα, το μέσο εισόδημα ανά νοικοκυριό του 1% του πλουσιότερου τμήματος του αμερικανικού πληθυσμού, από 393.000 δολάρια το 1978 έχει περάσει στο 1,1 εκατομμύριο δολάρια. Εδώ και πέντε χρόνια, αυτό το 1% του πληθυσμού έχει καρπωθεί το 90% της αύξησης του ΑΕΠ, ενώ το 99% του πληθυσμού μοιράστηκε το υπόλοιπο 10%. Η περιουσία των 400 πλουσιότερων ατόμων της χώρας αντιστοιχεί σε εκείνη των 150.000.000 φτωχότερων Αμερικανών [«Robert Reich: ‘Les Américains doivent partager la richesse’», L’ Express, Παρίσι, 2 Δεκεμβρίου 2013]. Ωστόσο, αν και στις Ηνωμένες Πολιτείες παραδέχονται ολοένα και πιο ανοιχτά τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις ανισότητες και στη στασιμότητα της οικονομίας, στην Ευρώπη -και ιδιαίτερα στη Γερμανία- αυτή η ιδέα εξακολουθεί να θεωρείται αλλόκοτη, σχεδόν τρελή. Η σημερινή κατάσταση θυμίζει μια άλλη ιστορική περίοδο, η οποία σημαδεύτηκε από μεγάλη συγκέντρωση ανισοτήτων, τη δεκαετία του 1920, η οποία οδήγησε στο κραχ του 1929 και στη Μεγάλη Ύφεση. Συνεπώς, ποιος ο λόγος να εξακολουθούμε να αρνούμαστε τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος ανάμεσα
στην εκπτώχευση της πλειονότητας του πληθυσμού και στην επιβράδυνση της οικονομίας; Οι δαπάνες στις οποίες προβαίνουν τα 400 προαναφερθέντα άτομα δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντισταθμίσουν εκείνες των 150.000.000 Αμερικανών: όσο περισσότερο συγκεντρώνονται τα εισοδήματα στην κορυφή της πυραμίδας, τόσο περισσότερο συρρικνώνεται η δαπάνη σε εθνικό επίπεδο, προς όφελος της αποταμίευσης και της κυριαρχίας του χρηματοοικονομικού τομέα και εις βάρος των επενδύσεων και της απασχόλησης. Όταν η περιουσία των πλουσιότερων δεν αυξάνεται χάρη σε παραγωγικές δραστηριότητες, αλλά μέσα από την ιδιοποίηση ενός ολοένα μεγαλύτερου ποσοστού της προστιθέμενης αξίας, τότε η μεγέθυνση της οικονομίας επιβραδύνεται. Και το σύστημα υπονομεύει τους ίδιους τους όρους στους οποίους στηρίζεται η αναπαραγωγή του. Παρ’ όλο που ο νεοφιλελευθερισμός ισχυριζόταν ότι θα βγάλει τον καπιταλισμό από την κρίση, τον έχει βυθίσει ακόμα περισσότερο σε αυτή. Και δεν βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε «νέους κανόνες», αλλά σε αδιέξοδο.
«ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ» «Ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου». Το τμήμα του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος που διατίθεται για επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο (εξοπλισμός και παραγωγική ικανότητα). «Άυλες ακινητοποιήσεις κεφαλαίου». Διακρίνονται από τις υλικές ακινητοποιήσεις κεφαλαίου (οικόπεδα, κτήρια, πρώτες ύλες...) και καλύπτουν οτιδήποτε αφορά τις γνώσεις και την τεχνογνωσία μιας επιχείρησης, την απήχηση των σημάτων που κατέχει, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, την ποιότητα της οργάνωσής της, τις εμπορικές τεχνικές της κ.λπ. «Παραγωγική επένδυση». Επένδυση η οποία αυξάνει την παραγωγή και την απασχόληση, σε αντιδιαστολή με τις χρηματοοικονομικές τοποθετήσεις κεφαλαίων, οι οποίες δημιουργούν κέρδη, χωρίς όμως αυτά να συνεπάγονται παραγωγή ή απασχόληση. «Προστιθέμενη αξία». Το άθροισμα του πλούτου που παράγεται κατά τη διάρκεια ενός έτους. Διαιρείται σε δύο τμήματα: μισθοί και κέρδη. Εάν το ένα από αυτά αυξάνεται, τότε το άλλο μειώνεται αυτόματα. «Φυσικό επιτόκιο». Αυτή η έννοια χρησιμοποιήθηκε από τον Σουηδό οικονομολόγο Κνουτ Βίκσελ (1851-1926) για να διακρίνει τη «φυσική» απόδοση του κεφαλαίου -δηλαδή την αύξηση της παραγωγής που θα προέκυπτε από μια επιπλέον μονάδα κεφαλαίου- από τη «νομισματική» απόδοσή του, η οποία είναι ίση με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ
LE
MONDE
EΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
diplomatique
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1
μηλά εισοδήματα ή ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες) και πληθυσμός που αποτελείται από νεαρούς και άτομα χαμηλών εισοδημάτων παρατηρούνται υψηλά επίπεδα μη συμμετοχής (δηλαδή μη εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους και αποχής) η οποία μπορεί να φτάσει σε εντυπωσιακά επίπεδα. Στην ανατολική περιφέρεια του Σεν Ντενί (Σ.τ.Μ.: Μία από τις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές των προαστίων του Παρισιού, με υψηλότατα επίπεδα ανεργίας και εγκληματικότητας), από τα δώδεκα γιγάντια κτήρια (Σ.τ.Μ.: Ως συνέπεια ενός αποτυχημένου πολεοδομικού σχεδιασμού των δεκαετιών 1950-1960, δημιουργήθηκαν συνοικίες ολόκληρες κοινωνικής κατοικίας, που αποτελούνται από μία έως πέντε δεκάδες γιγάντιων πύργων με εκατοντάδες διαμερίσματα καθένας τους. Συνήθως, αυτές οι συνοικίες - υπνωτήρια είναι εντελώς ξεκομμένες από τον πολεοδομικό και τον κοινωνικό ιστό της πόλης), που αποτελούν τη συνοικία Κοσμονότ («Κοσμοναυτών»), η μη συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί εδώ και πολύ καιρό μια στάση που έχει γίνει πλειοψηφική. Στις τελευταίες εκλογές ανερχόταν στα δύο τρίτα των πολιτών. Νεότεροι, με λιγότερα διπλώματα, χτυπημένοι από την ανεργία σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο, οι κάτοικοι της συνοικίας αναρωτιούνται για τη χρησιμότητα μιας χειρονομίας η οποία δεν οδηγεί στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Κι εδώ τίποτε δεν υπάρχει για να αντισταθμίσει τη μαζική αποστροφή για την πολιτική. Στη γειτονιά δεν υπάρχει ούτε τοπική κομματική οργάνωση, ούτε ομάδα πολιτών ούτε και μένει στη γειτονιά έστω και ένας από τους δημοτικούς συμβούλους της πόλης. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η συνοικία Κοσμονότ έχει μετατραπεί σε μια πολιτική έρημο. Οι καμπάνιες πόρτα - πόρτα, που οργάνωσαν μερικές ημέρες πριν από την Κυριακή των εκλογών τα δύο κόμματα της Αριστεράς που ήταν σε θέση να διεκδικήσουν τον δήμο, δεν αποδείχθηκαν αρκετές για να ανακόψουν την ισχυρή τάση για αποχή. Οι περιοχές στις οποίες η συμμετοχή στον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών κυμάνθηκε σε τόσο χαμηλά επίπεδα παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ανάλογα με τη συνοικία που περιγράψαμε προηγουμένως. Σχηματίζουν έναν διαφορετικό χάρτη της Γαλλίας, τον χάρτη των τεράστιων απρόσωπων οικιστικών συγκροτημάτων, της μετανάστευσης και της εργασιακής επισφάλειας. Σε αυτήν τη Γαλλία, οι κοινωνικές και οι εθνοτικές διακρίσεις συνεπάγονται και εκλογικές διακρίσεις. Πέντε προάστια του Παρισιού και ένα της Λυών -το Βιλιέ-Λε Μπελ (όπου το ποσοστό της αποχής έφθασε το 62,2%), το Βο-Αν-Βελέν (62,1%), το Εβρί (61,3%), το Στεν (61%), το Κλισί-ΣουΜπουά (Σ.τ.Μ.: Από εδώ ξεκίνησαν οι μεγάλες εξεγέρσεις των υποβαθμισμένων προαστίων του 2005, με αφορμή τον θάνατο δύο δεκαπεντάχρονων αραβικής καταγωγής κατά τη διάρκεια αστυνομικής καταδίωξης, επειδή αρνήθηκαν να σταματήσουν για να υποβληθούν σε έλεγχο ταυτότητας) (60,2%) και το Μπομπινί (59,4%)- συγκαταλέγονται στις δέκα πόλεις με τη μεγαλύτερη αποχή σε ολόκληρη τη Γαλλία. Το Μπομπινί, στο οποίο -όπως υπογραμμίστηκε από πολλούς σχολιαστές- το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε ιστορικά πολύ μεγάλη δύ-
ναμη, εξέλεξε τον κεντροδεξιό υποψήφιο του UDI. Ωστόσο, πολύ λιγότερο προβλήθηκε το γεγονός ότι ο εκλογικός συνδυασμός συγκέντρωσε την ψήφο μονάχα του 26,4% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και του 12,3% του συνολικού πληθυσμού που κατοικεί στον δήμο. Η μεγάλη αναλογία αλλοδαπών που στερούνται δικαιώματος ψήφου αλλά και νεανικού πληθυσμού (περίπου το 45% του πληθυσμού του δήμου έχει ηλικία μικρότερη των 30 ετών) εξηγούν εν μέρει το αποτέλεσμα. Όμως, μια άλλη, εξίσου σημαντική εξήγηση συνίσταται στην απογοήτευση από την πολιτική. Το γαλλικό εκλογικό σύστημα, το οποίο είναι ένα από τα πλέον περιοριστικά παγκοσμίως, επιδεινώνει τις ανισότητες στη συμμετοχή στις εκλογές. Πράγματι, όπως συμβαίνει και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η διαδικασία εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα αυτοαποκλεισμού από την εκλογική διαδικασία. Ενώ στις περισσότερες δημοκρατίες γίνεται αυτόματα, στη Γαλλία απαιτείται κατάθεση αίτησης (από την οποία απαλλάσσονται μονάχα οι νέοι ηλικίας 18 ετών). Η εγγραφή στους καταλόγους πρέπει να ανανεώνεται μετά από κάθε μετακόμιση, να ανανεώνεται μια χρονιά πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση (Σ.τ.Μ.: Στη Γαλλία, οι πρόωρες εκλογές αποτελούν εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο) κ.λπ. Όλα αυτά δημιουργούν εμπόδια στους πληθυσμούς στους οποίους παρατηρείται μεγαλύτερη κινητικότητα και πυροδοτεί το φαινόμενο της μη εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους. Οι έρευνες που διεξάγουμε αυτή τη στιγμή με την INSEE, τη Γαλλική Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι έξι εκατομμύρια ψηφοφόροι (περίπου το 15% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους) δεν διέμεναν πλέον στη διεύθυνση στην οποία υποτίθεται ότι όφειλαν να ψηφίζουν. Σε πόλεις με μεγάλο φοιτητικό πληθυσμό, όπως το Μονπελιέ ή η Τουλούζη, τα άτομα ηλικίας 18-24 ετών αποτελούν το 20% του πληθυσμού, αλλά μονάχα το 7% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Καθώς δεν μπορούν να ψηφίσουν στον τόπο όπου διαμένουν, οι φοιτητές συμμετέχουν
ελάχιστα στις τοπικές εκλογές. Όπως, εξάλλου, συμβαίνει και στην περίπτωση των μη πτυχιούχων, στο σύνολό της η νεολαία απέχει σε μεγάλο βαθμό από την κάλπη. Βέβαια, μόνη η μεταρρύθμιση των εκλογικών διαδικασιών δεν θα αρκούσε για την επίλυση του προβλήματος της εκλογικής συμμετοχής. Ωστόσο, η συσσώρευση των ρεκόρ αποχής θα έπρεπε να μας κάνει να αναρωτηθούμε για το κατά πόσον είναι δυνατόν να διαιωνίζεται ένα εκλογικό σύστημα το οποίο δεν ανταποκρίνεται πλέον σε μια κοινωνία όπου αυξάνεται ολοένα και περισσότερο η κινητικότητα των ατόμων. Ποιες είναι οι πολιτικές δυνάμεις που πλήττονται περισσότερο από την αύξηση της αποχής; Πρόκειται για κάτι που είναι δύσκολο να αποδειχθεί. Ως προς αυτό το ζήτημα, οι δημοσκοπήσεις είναι ελάχιστα αξιόπιστες, γιατί τα ερωτώμενα άτομα έχουν την τάση να υπερβάλλουν για τη συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία: ακόμα κι όταν η αποχή αγγίζει το 40%, όπως συνέβη κατά τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, οι ερωτώμενοι από τους δημοσκόπους δηλώνουν μονίμως ότι «οπωσδήποτε θα ψηφίσουν»... Επιπλέον, είναι πολύ πιθανό τα άτομα που όντως ψηφίζουν να έχουν την τάση να δέχονται πολύ συχνότερα να συμμετάσχουν στις δημοσκοπήσεις, με αποτέλεσμα να έχουν πολύ μεγαλύτερη αντιπροσώπευση στα λεγόμενα «αντιπροσωπευτικά δείγματα».
«Ταυτόχρονα αιτία και συνέπεια της εναλλαγής των δύο κομμάτων στην κυβέρνηση» Κάτι που καθιστά την ανάλυση ακόμα πιο πολύπλοκη και δύσκολη είναι οι αλλαγές της κοινωνιολογίας του εκλογικού σώματος από την εποχή της δεκαετίας του 1970. Εάν η Αριστερά εξακολουθούσε να εξαρτάται από την ψήφο των εργατών, ή και από την ψήφο των λαϊκών στρωμάτων, τότε θα ήταν εκείνη που θα πληττόταν περισσότερο από την κοινωνιολογική αποχή. Ωστόσο, οι πολιτικές συσσωματώσεις, στις οποίες στηρίζονται οι πολιτικές οικογένειες, έχουν διαφοροποιηθεί. Η Δεξιά και το Εθνικό Μέτωπο προσελκύουν σήμερα σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων που
ψηφίζουν, ενώ η Αριστερά -και ιδιαίτερα το Σοσιαλιστικό Κόμμα- παρουσιάζει πλέον σημαντική επιρροή στα άτομα ηλικίας 50-64 ετών, τα οποία, όπως είδαμε προηγουμένως, συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στην εκλογική διαδικασία, αλλά επίσης και σε ένα τμήμα των στελεχών του ιδιωτικού και -κυρίως- του δημόσιου τομέα και των πτυχιούχων. Αν θεωρήσουμε αξιόπιστες τις δημοσκοπήσεις που περιγράφουν τη σύνθεση των ψηφοφόρων του Εθνικού Μετώπου, τότε προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτό είναι εκείνο που πλήττεται περισσότερο από την κοινωνιολογική αποχή. Καθώς σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο οι οπαδοί του είναι πιο νέοι, με λιγότερα πτυχία και προερχόμενοι από τα λαϊκά στρώματα, παρουσιάζουν ένα υψηλότερο δυναμικό αποχής. Εξάλλου, αντίθετα από ένα εξαιρετικά διαδεδομένο στερεότυπο, το Εθνικό Μέτωπο καταγράφει τις καλύτερες εκλογικές του επιδόσεις κατά τη διάρκεια αναμετρήσεων που κινητοποιούν περισσότερο το εκλογικό σώμα, και ιδιαίτερα στις προεδρικές εκλογές. Σε τελική ανάλυση, τα επίπεδα της αποχής εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από την πολιτική συγκυρία. Έτσι, οι πρόσφατες δημοτικές εκλογές σημαδεύτηκαν από μια σημαντική «διαφοροποιημένη αποχή» που απέβη εις βάρος της Αριστεράς. Στον δεύτερο γύρο τους, στις πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων, στις οποίες ο Ολάντ είχε λάβει ποσοστό υψηλότερο του 60%, η αποχή ήταν κατά 5% υψηλότερη σε σχέση με τις πόλεις όπου ο Σαρκοζί είχε έλθει πρώτος στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Αυτές οι διαφορές μάς επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα την πανωλεθρία του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Έτσι, από τη σχετικά μεγαλύτερη πολιτική κινητοποίηση που παρατηρήθηκε ανάμεσα στους δύο γύρους των δημοτικών εκλογών στις πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων, επωφελήθηκε κυρίως η Δεξιά, που αύξησε την εκλογική της πελατεία κατά 14,5%, έναντι μονάχα 3,5% για την αριστερά. Η άνοδος της αποχής τροποποιεί τη φύση των προεκλογικών εκστρατειών: στο παρελθόν το ζητούμενο ήταν να πειστεί ο «μεσαίος», «αναποφάσιστος», «μετριοπαθής» ψηφοφόρος ή οι ψηφοφόροι που αλλάζουν στρατόπεδο ανάλογα με τα προσωπικά τους συμφέροντα. Στο εξής, προέχει η κινητοποίηση των ίδιων των ανθρώπων του κάθε στρατοπέδου. Εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να συσχετίσει τους δύο παράγοντες που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σταθερότητα στη γαλλική πολιτική σκηνή: τη συστηματική εναλλαγή στην εξουσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της Δεξιάς και τη διαρκή αύξηση της αποχής. Με εξαίρεση το 2007, καμία απερχόμενη πλειοψηφία δεν έχει κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές από το 1978. Και, γενικότερα, η παράταξη του εν ενεργεία πρωθυπουργού πάντοτε ηττάται σε όλες τις ενδιάμεσες εκλογές. Η μηχανική της εναλλαγής αποτελεί ταυτόχρονα αιτία και συνέπεια της αποχής: καθώς πυροδοτεί την απογοήτευση, συμβάλλει στη μείωση του ενδιαφέροντος και του ενθουσιασμού για την πολιτική, διώχνοντας τον κόσμο μακριά από τις κάλπες. Κι αν οι απερχόμενοι ηττώνται συστηματικά εδώ και τριάντα χρόνια, αυτό οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι οι πρώην ψηφοφόροι τους προτίμησαν αυτήν τη φορά να απέχουν… ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ